Η 'Aντρια Γαριβάλδη γεννήθηκε το 1958 στην Κάτω Ζώδια της Κύπρου.
Μετά την Τουρκική εισβολή στο νησί το 1974 εκπατρίστηκε με την οικογένειά της καταλήγοντας στην Αυστραλία. Ασχολείται με τη λογοτεχνία και τη μετάφραση κι αρκετά έργα της έχουν βραβευτεί σε λογοτεχνικούς διαγωνισμούς.
Γράφει σε έμμετρο και ελεύθερο στίχο, έχει δε ασχοληθεί και με την κυπριακή διάλεκτο. Ποιήματά της έχουν δημοσιευθεί σε λογοτεχνικά έντυπα και ανθολογίες στην Αυστραλία, Αμερική, Ελλάδα και Κύπρο. Έχει επίσης μεταφράσει ποίηση του W. B. Yeats. Πιο πρόσφατα έχει καταπιαστεί με τον πεζό λόγο.
Η πρώτη συλλογή ποιημάτων της με τίτλο "Ανάπλευση" εκδόθηκε στη Μελβούρνη το 1996 στην έκδοση "Τετραλογία". Η δεύτερη συλλογή ποιημάτων με τίτλο "Κυπριένια" που εκδόθηκε το 2001 βραβεύτηκε από το Σύνδεσμο Παιδικού Νεανικού Βιβλίου στην Κύπρο στην κατηγορία της ποίησης για νέους. Κάποια έργα της έχουν συμπεριληφθεί σε σχολικά ανθολόγια της Ελλάδας για την διδασκαλία της Ελληνικής γλώσσας.
Η 'Aντρια είναι εκπαιδευτικός, ενώ συνάμα ασχολείται με την έρευνα γύρω από την λογοτεχνία της Ελληνικής Διασποράς. Ζει στη Μελβούρνη με το σύζυγο και τα τρία παιδιά της.
Σε καιρούς δύσκολους για την Κύπρο και δεκαετίες μετά από την Τουρκική εισβολή η 'Aντρια Γαριβάλδη εκδίδει την "Κυπριένια", μια ποιητική συλλογή που κάνει σταθμό στα λογοτεχνικά δρώμενα της εποχής μας. Το βιβλίο έρχεται να πρωτοστατήσει σαν μια προσφορά στη Λογοτεχνία της Διασποράς με το να παρουσιάσει θέματα που ευαισθητοποιούν τον κάθε Έλληνα και Κύπριο και αναδιπλώνει την ιστορία ενός τόπου που διψά για δικαίωση.
Έξω απ' την πόρτα της καρδιάς
υψώνεται δειλά κάποια σημαία
που προσπαθεί να κυματίσει
λέυτερη. (Από το ποίημα 'Εμβατήρια')
Πρόκειται για μια ποιητική συλλογή που συμπεριλαμβάνει επιλεγμένα και βραβευμένα ποιήματα, δημιουργήματα μιας Κύπριας που ξεριζώθηκε από τη γη της το 1974. Η τραγωδία της Κύπρου, η συμφορά που έφερε η εισβολή, η κατοχή, η προσφυγιά, η αγωνία για την τύχη των αγνοουμένων, οι αναμνήσεις από το παρελθόν, η πίκρα για ότι ήταν δικό μας και χάθηκε, η επιθυμία για επιστροφή, και τέλος, η ελπίδα για ένα καλύτερο αύριο είναι τα κύρια θέματα του βιβλίου.
Στον πρόλογό της, η κυρία Κίκα Πουλχερίου, Κύπρια συγγραφέας και Πρόεδρος του Κυπριακού Συνδέσμου Παιδικού-Νεανικού Βιβλίου, αναφέρεται στις αρετές του έργου και την " διάχυτη αγάπη και νοσταλγία της δημιουργού γι' αυτό το απλό, μοναχικό νησί στις Μεσογείου τις αγκάλες, όπως η ίδια το τραγουδά στους στίχους της... Οι άνθρωποι, οι τόποι απ' τη Μεσαριά και τη Μόρφου, το κατεχόμενο σπίτι και οι αμέτρητες εικόνες της ζωής, που χάθηκαν στο πέρασμα του κατακτητή, μεταπλάθονται ποιητικά σ' ένα αποτέλεσμα καταξιωμένο αισθητικά και ποιοτικά... Όλη η συγκινητική φόρτιση, η αγάπη και η νοσταλγία που διαχέει τους στίχους, κάποια στιγμή μετατρέπονται σε δύναμη, αντίσταση και άρνηση να δεχτούν τα τετελεσμένα. Η πίκρα και η απογοήτευση δίνουν τη θέση τους στην ελπίδα, την αγωνιστικότητα, την πίστη για δικαίωση.
Του καταχείμωνου οι ηλιαχτίδες λιγοστές
μα στο λυκόφως της καρδιάς
τα φτερουγίσματα
τρελά λυχνάρια."
Ο Δρας Θανάσης Σπηλιάς, Σύμβουλος της Ελληνικής Γλώσσας του Υπουργείου Παιδείας Βικτωρίας, σημειώνει: "Από το χώρο της διασποράς, η Κύπρια ποιήτρια καταθέτει τη δική της δια-μαρτυρία. Η απόσταση, χρονική και τοπική, δεν αμβλύνει τον πόνο και την πίκρα για τη χαμένη πατρίδα, αφού
Φονιάδες μαύροι
παραμονεύουν κάθε καντούνι
και δραπετεύουν
σαν εφιάλτες μες στη Μελβούρνη...
Η μνήμη μεταφέρει σε σκηνές ειδυλλιακές πριν την εισβολή, για να ακολουθήσει στη συνέχεια η αντιπαράθεση ανάμεσα στο γαλήνιο τότε και στο τραγικό τώρα. Και η τραγικότητα ατή αυξάνει ακόμα περισσότερο, καθώς, ο έντονα φορτισμένος λόγος και ο λυρισμός συνδυάζονται με την φαινομενικά παιδική απλότητα του αφηγητή."
Της ίδιας :
"Ανάπλευση" - Τετραλογία, Εκδόσεις Ναυτίλος, Μελβούρνη 1996 Υπό έκδοση:
- Μετάφραση επιλογής ποιημάτων του W.B.Yates από την Αγγλική
-Awakenings - poetry
- Ελληνική Λογοτεχνία της Διασποράς - Μελέτες
Το βιβλίο "Κυπριένια" διακρίθηκε το 1998 στην Κύπρο από τον Κυπριακό Σύνδεσμο Παιδικού-Νεανικού Βιβλίου σαν ανέκδοτο. Επιπλέον, πολλά από τα ποιήματα της συλλογής βραβεύτηκαν κατά περιόδους σε λογοτεχνικούς διαγωνισμούς στη Μελβούρνη και στο εξωτερικό. Είναι έκδοση του Εκδοτικού Οίκου Ναυτίλος.
Το εξώφυλλο και τις εσωτερικές σελίδες του βιβλίου φιλοτέχνησε ο καλλιτέχνης/ποιητής Νίκος Νομικός.
Κυπριένια:
Portrait of a writer -Andria Garivaldi: 3.8.2005 Play MP3
Writer Andria Garivaldi is a refugee from Cyprus who lives in Melbourne. She is inspired for her poetry by her beloved island. Presented by Hrisoula Tsambazi.
Εκείνο που ευθύς εξαρχής επεσήμανα είναι οι πολλές αρετές του έργου και η διάχυτη αγάπη και νοσταλγία της δημιουργού γι' αυτό το "απλό μοναχικό νησί, στης Μεσογείου τις αγκάλες" όπως η ίδια το τραγουδά στους στίχους της.
Θεματικός πυρήνας του έργου η Τουρκική εισβολή και κατοχή, ο πόλεμος, ο ξεριζωμός κι όλα τα τραγικά που ζήσαμε και ζούμε από το 1974.
Ένα θέμα πολυτραγουδημένο, θα ΄λεγα, μα που ωστόσο η 'Aντρια Γαριβάλδη κατορθώνει να το δει από μια άλλη δική της όραση των πραγμάτων. Δεμένη πάντα με το παρελθόν, κι ας ζει μίλια μακριά απ' τον τόπο της, ξαναγυρίζει πάντα νοσταλγικά σ' ό,τι άφησε πίσω της.
Οι άνθρωποι, οι τόποι απ' τη Μεσαριά και τη Μόρφου, το κατεχόμενο σπίτι και οι αμέτρητες εικόνες της ζωής, που χάθηκαν στο πέρασμα του κατακτητή μεταπλάθονται ποιητικά σ' ένα αποτέλεσμα καταξιωμένο αισθητικά και ποιοτικά.
Με στίχο απλό, κατανοητό και μια συναισθηματική φόρτιση καθόλου κραυγαλέα η δημιουργός σε αφυπνίζει και σε παρακινεί να ταξιδέψεις μαζί της "σε μονοπάτια γνώριμα, που αμέτρητες χαρές τα στόλιζαν κάποτε".
Όλη η συγκινητική φόρτιση, η αγάπη και η νοσταλγία που διαχέει τους στίχους κάποια στιγμή μετατρέπονται σε δύναμη, αντίσταση και άρνηση να δεχτούν τα τετελεσμένα. Η πίκρα και η απογοήτευση δίνουν τη θέση τους στην ελπίδα, την αγωνιστικότητα, την πίστη για δικαίωση.
"Του καταχείμωνου
οι ηλιαχτίδες λιγοστές,
μα στο λυκόφως της καρδιάς
τα φτερουγίσματα,
τρελά λυχνάρια". Συγχαίρω θερμά την 'Aντρια Γαριβάλδη που με την έκδοση αυτή έρχεται να κάμει μια σημαντική κατάθεση στο χώρο της Κυπριακής Νεανικής Λογοτεχνίας και την ευχαριστώ που με τη ζεστασιά της φωνής της ενισχύει τη μνήμη.
Το σημαντικό είναι να μην ξεχάσουμε.
Κίκα Πουλχερίου
Πρόεδρος Κυπριακού Συνδέσμου
Παιδικού-Νεανικού ΒιβλίουΛευκωσία - Κύπρος
Και να έγιναν ξάφνου τα λεμόνια πικρολέμονα.
Κώστας Μόντης
Έφυγαν, χάθηκαν
άπειροι νιοι
και μεστωμένοι θεριστάδες
που το ντουφέκι έτρεμε
στα πυρωμένα τους χέρια.
Ορφάνεψε ο τόπος μας
από πατέρες και μοναχογιούς.
Βαθιά κοιμόνταν τα νεογέννητα
κείνο το χάραμα του άδοξου Αλωνάρη,
μα των μεγάλων τα παράθυρα της όρασης
σαν από καύσωνα σπαρτά καμένα
μαραθήκανε
απ' το ξενύχτι, περιμένοντας.
'Aστραψε κάποτε η αυγή
στου μαχαιριού την κόψη
κει που μας θέριζαν τα τανκς
κι άπλωσε η μέρα οργισμένη
την απορία ατέλειωτη
στις πονεμένες μορφές τους.
Χάιδεψε τ' άγουρα μάγουλα δειλά
κείνο το ξύπνημα,
κατακαλόκαιρο του '74.
Γεμάτα τα καράβια ήρθαν
στρατιώτες ξένους φορτωμένα,
αρματωμένους για σφαγή.
Γεμάτα πάλι ξανάφυγαν
με δικούς μας, αιχμαλώτους.
Πού να τους πήγαιναν;
Ανήσυχα εμείς την αγωνία τρέφαμε,
μουστακωμένους να τους δούμε να γυρίσουν
περιμέναμε την άνοιξη .
Αργότερα, θαρρούσαμε
πως θ' αντικρίζαμε τον ήλιο μελαψό στα μέτωπά τους.
Κι ύστερα, το φθινόπωρο
η πιο στερνή ελπίδα σπίθιζε τρεμοσβήνοντας
ανάμεσα στ' αστέρια.
Μ' αυτοί αμίλητοι,
από ψηλά φρουρούσανε
τη μοιρασμένη μας πατρίδα!
Σήμερα πάλι ξύπνησε εφιαλτικότερη η ζωή
μπροστά στο ξεβαμμένο παραθύρι μας.
Η παγωμένη ώρα του καιρού
νοσταλγικά ζωντάνεψε τις καδρωμένες φωτογραφίες
μπρος στην οθόνη της κουρασμένης μνήμης.
Πού βρίσκεστε αδέλφια αγνοούμενα;
Στα καταναγκαστικά έργα του αιώνα τι γυρεύετε;
Ποιες άχαρες στιγμές,
ποιες αμαρτίες σάς κρατούν στο σκοτάδι μόνους;
Κι εσένα Μιχάλη ,
ποιος θα σε χαιρετήσει
τώρα που σε φωνάζουνε Μεχμέτ;
Της μάνας το μήνυμα ποιος θα σου δώσει;
Τι θες να πούμε στο μωρό που μεγαλώνει,
στο πονεμένο παιδί
που τον πατέρα ονειρεύεται
κάθε βραδιά;
Πώς να σας κλάψουμε παιδιά μας;
Τον άδικο χαμό πώς να θρηνήσουμε,
που έσβησε η ζωή στο πέρασμα των χρόνων;
Ποιους τάφους πρέπει να στολίσουμε;
Σε ποιους βωμούς να στείλουμε θυμίαμα;
Ζείτε;
Ή σταυρό πρέπει να στήσουμε τάχα;
Πού βρίσκεστε αδέλφια αγνοούμενα,
στα καταναγκαστικά έργα του Εικοστού αιώνα
τι γυρεύετε;
Εσείς που φύγατε
άπειροι νιοι ...
και μεστωμένοι θεριστάδες,
η πιο ιερή ανάμνηση της πατρίδας,
ζήσατε κάποτε για μας...
και ζείτε!
Μόνο με τ' όνειρο
Στις μάνες με αγνοούμενα παιδιά
Ξύπνησες μες στον εφιάλτη
κείνο το πρωί
που η μοίρα σε κυνήγησε απ' τη γη σου,
προτού ακόμα μάθεις νέα του παλικαριού σου.
Διωγμένη, με την πίκρα σου κομπόδεμα
και διχασμένη την καρδιά,
τον τόπο σου είδες να μοιράζεται.
Τράβηξες τον ανήφορο ιδρώνοντας,
ζυγίζοντας το κλάμα με την καρτερία...
για να ξυπνήσεις σε λίγες μέρες στο τσαντίρι
τρομαγμένη από την αγωνία του χαμένου παιδιού.
Όποιον κι αν έβλεπες
ένα ρωτούσες:
"Μη ξέρεις για το γιόκα μου, μην είδες το παιδί μου;"
"Πες μου σημάδια του κυρά, μην τύχει και τον είδα."
"Ήταν ψηλός, ήταν λιγνός, μελαχρινός, λεβέντης,
εικόνα του πατέρα του, ήταν το στερνοπαίδι."
"Κυρά μου ο γιος σου ήτανε μαζί μου στην Κερύνεια...
μέσα στα χαρακώματα τον είδα ανδρειωμένο".
Μάνα του αγνοούμενου
το δάκρυ σου έφτασε ως το πέλαγο
προσμένοντας τη λύτρωση,
ξεθώριασαν τα μάτια σου,
τα χείλια ξέβαψαν απ' τις κραυγές.
Διωγμένη, με την πίκρα σου κομπόδεμα
και διχασμένη την καρδιά
κι εσύ μοιράστηκες.
Αμίλητη προσμένεις
μέρες, μήνες, χρόνους δίχως τελειωμό,
και ζεις με τ' όνειρό σου πια
φιλώντας κι αγκαλιάζοντας το γιόκα σου,
όπως τον ήξερες ψηλό, λιγνό, μελαχρινό, λεβέντη,
μόνο με τ' όνειρο...
Καημό σου το 'χεις που δεν πρόλαβες
έστω και μια φωτογραφία του στον κόρφο σου
να κρύψεις...
Ήρθα ξανά
στα σκαλοπάτια σου μπροστά
και μπήκα στο διάδρομο, το βορινό, αλαφροπατώντας,
στις πόρτες φαίνονταν ακόμα χαραγμένα
αποτυπώματα εφηβικών ονείρων,
είδα στους τοίχους τις μισοσβησμένες λέξεις της αγάπης
και μέσ' απ' τα τεράστια παράθυρα να σαλεύουν
φιγούρες των παλιών συμμαθητών.
Είδα τη βρύση που έβρεχε
τα μέτωπά μας τα καυτά τα μεσημέρια
κι άκουσα τη φωνή του τζίτζικα
μες στα φυλλώματα της ακακίας.
Τη γνώριμη αυλή σεργιάνισα με τα ψηλά τα κυπαρίσσια,
και τις κρυφές γωνιές
που ίσκιωναν την τρίφυλλη καρδιά τ' αηδονιού.
Στην αίθουσα καθηγητών
όλοι παρόντες,
ετοίμαζε το λόγο της Πρώτης τ' Απρίλη
ο κύριος Γυμνασιάρχης,
κι ο γέροντας ο κουδουνάς
με τη βαριά του την κουδούνα
έκοβε βόλτες πάνω κάτω.
Ήρθα ξανά
στο χώρο της συγκέντρωσής μας
κι απάγγελνε η μαθήτρια με το γαλάζιο γιακαδάκι
"καρτερούμεν μέραν νύχταν να φυσήσ' ένας αέρας..."
και τα μαλλιά ανεμίζανε στην αύρα.
Απομεσήμερο,
και το κουδούνι χτύπησε για χωρισμό,
έξω απ΄ το κάγκελο αράδα κάθονται τα μαθητούδια
κουβέντα κάνοντας για το παιγνίδι
και για τη μελέτη,
στη στάση του λεωφορείου γνέφοντας
μπροστά στο Δεύτερο Γυμνάσιο Μόρφου ,
κάτ' απ΄ το βλέμμα του Λουκή Ακρίτα .
Στη μνήμη των Ισαάκ και Σολωμού,
μνήμη αθώων που μαρτύρησαν
για μια υπόληψη εθνική
και λίγα ψίχουλα ελευθερίας.
(καλοκαίρι '96)
Ε.... σεις,
εσείς που μας λερώνετε
με τη στυγνή μουτζούρα της σφραγίδας σας,
που τον αγώνα μας χτυπάτε αδίστακτα.
Εσείς που μας καρφώνετε κατάστηθα
με το σπαθί της καταφρόνιας...
Ε... σεις,
εσείς, της ατιμίας σύμμαχοι,
φονιάδες της αμέριμνης συγκίνησης,
της αδικίας φίλοι,
τούτο το καλοκαίρι στον ιστό ξεψύχησε
τούτο, το καλοκαίρι, το τελευταίο
σε μια πατρίδα μοιρασμένη, λιθοβολημένη, κατατρεγμένη.
Ε... σεις,
Δυνάστες του πλανήτη βάναυσοι,
που τη θωριά τ' ονείρου κλέβετε απ' τα παραθύρια μας,
εσείς που νιάτα σφάζετε
και στη δροσιά του αίματος βουτάτε τα πινέλα σας,
κάθε που χέρι αδρό
απλώνεται για μια σημαία...
Ε... σεις,
εσείς π' αλλάζετε τους νόμους
της ελεύθερης συνείδησης,
με την αιχμή της ακαθόριστης ασυδοσίας
τους νόμους γράφετε,
τους νόμους τους δικούς σας
στα δεφτέρια σας...
Ε... σεις,
εσείς φονιάδες τραγικοί,
σωστά δε λογαριάσατε,
το αίμα μας αντίδωρο αντίστασης,
ψωμί κι εκδίκηση, "παρηορκά" μοιράζεται
για λίγα ψίχουλα ελευθερίας...
Ε... σεις,
φονιάδες τραγικοί!
Εμάς δε λογαριάσατε,
μα πίσω μας φυτρώνουν γίγαντες
τ' αγγόνια μας π' αδημονούν
να ζήσουν λεύτερα...
της Κύπρου κληρονόμοι και δικοί μας...
Ε... σεις,
φονιάδες τραγικοί
απ' τη δικιά σας τη γροθιά θα νικηθείτε.
Πονεμένο... γέρικο σώμα
σωριασμένο στην ξένη καρέκλα,
τα χρόνια που διάβηκαν αναπολείς
ενώ τα μάτια βυθίζονται
στο ίδιο φύλλο μιας παλιάς εφημερίδας
τόση ώρα...
λες και διαβάζεις τις ίδιες ειδήσεις κάθε λεπτό.
Το βλέμμα εδώ όλο ξεχνιέται,
πιο πέρα η σκέψη ταξιδεύει
ψάχνοντας κάπου, κάπου ν΄ αράξει.
Δίπλα στην τριανταφυλλιά
δύο χεράκια τρυφερά
βουτούν στο χώμα με φαντασία
κι αράδα οι θύμησες αναπηδούν
σαν πολεμίστρες σε κάποιο κάστρο.
Μικρή καρδιά... σιγοτραγουδώντας
χορταίνει αυθόρμητες στιγμές,
το δείλι φτάνει και όπως πάντα
δροσιά στα χείλη του βλασταριού,
σαν μελισσάκι... γλύκες ρουφώντας,
ανασηκώνει κάθε ευχή
και κάθε στίχο απ΄ την αρχή...
Κείνα τα χρόνια... μέρες του θέρους,
δουλειά στον κάμπο μες στο λιοπύρι,
σκυφτό λουζόταν το πρόσωπό σου
καυτό ιδρώτα τα μεσημέρια.
Κι αργά τα βράδια... μες στο χειμώνα
μπροστά στο τζάκι,
τα περασμένα θυμόσουν όλα
καθώς οι χάντρες στο κομπολόι
χαμένα όνειρα κυνηγούσαν.
Ήσουνα νέος κι εσύ ωραίος,
μα πριν γελάσεις,
μες στη βιασύνη του καιρού έχεις γεράσει.
Ήταν πρωί... μα βράδιασε στην προσφυγιά,
καθώς ολόκληρη ζωή
και δυο ρυτιδωμένες πια παλάμες
ξεκουράστηκαν
στα βελουδένια μαγουλάκια τ΄ αγγονιού
Έτσι απλός γεννήθηκες κείνο το χάραμα του Φθινοπώρου
στ' απόηχο ακρογιάλι του Παραλιμνιού,
όμορφε νέε με το σφριγηλό κορμί
και τη λεβέντικη ψυχή,
έφηβε με τους στιβαρούς σου ώμους, τους φαρδιούς,
και το χαμόγελο που έπειθε τους συνομήλικούς σου,
κείνο το γέλιο που σκορπούσε σιγουριά,
για να περάσεις ήρωα τις πύλες της Αμμοχώστου
από κοντά ν' ακούσεις τα καρδιοχτύπια της φυλής σου.
Τ' όνειρο ένα είχες,
εύελπις να περάσεις κάτω απ' τη σκιά της πικροδάφνης
κι ύστερα, Τομεάρχης, το δρόμο να χαράξεις
στους ταπεινούς στρατιώτες, τους δικούς σου.
Ήταν ο δρόμος δύσκολος
αυτός που διάλεξες,
βαρύ το πεπρωμένο κι απροσπέραστο
της Κύπρου τ' ανηφόρια σαν σκαρφάλωνες
μες στης ΕΟΚΑ τον αγώνα
ν' αδράξεις της σημαίας το κοντάρι
και στον αέρα να φωνάξεις την πανώρια λέξη
για της πατρίδας της γλυκιάς τη λευτεριά.
Μα, όσα κι αν πρόσφερες,
όσο κι αν πάλεψες Ακρίτα αντρειωμένε,
ήρθε και τ' άλλο το κακό να σε ξυπνήσει
από τη ζάλη της μικρής γαλήνης,
ήρθε τ' Αττίλα το μαχαίρι κι ακονίστηκε
στου Πενταδάκτυλου τους βράχους,
κι ο καύσωνας που ρήμαξε τον τόπο σου,
ο πιο βαρύς, κακοσημάδιαστος Ιούλης
στην πρώτη τη γραμμή σε βρήκε πάλι.
Με τη στολή του ταγματάρχη
νεύματα στον ήλιο έκανες να μη σταθεί,
με νέφος τη ντροπή να κρύψει,
μα, ήταν μικρός ο λόχος σου, τα βόλια ανύπαρχτα
και οι "προστάτες" φεύγανε,
το βλέμμα ρίχνοντας το κοφτερό
μες στης σιωπής τη νέκρα,
πίσω στα χώματα που στέναζαν
κι όπου τα παλικάρια ξεψυχούσανo
και μόνο σ' άφησαν
ν' αδικοπέσεις, ν' αδικοχαθείς,
να μην προλάβεις τ' όνειρο να κτίσεις,
μήτε γεφύρι στα παιδιά σου να γενείς.
Μέσα στη μπόρα χάθηκες,
άγνωστα βήματα ακολούθησες,
σβηστήκανε τα ίχνη σου.
Μα 'γινες φλόγα
που μας καίει για το μετερίζι μας,
ο άνεμος που παιρνο-φέρνει της Αροδαφνούσας το σκοπό
και φύλακας της κατεχόμενης πατρίδας.
Στους χίλιους εξακόσιους τόσους
καντήλι άσβεστο έγινες υπομονής κι ελπίδας,
για κείνους που σ' αγάπησαν
και σ' αγαπούν
παρέμεινες πυξίδα.
-Διηγόταν μάλιστα και το ακόλουθο μύθο, για να δείξη πως την έπαθε, όταν πήγε να γίνη πολιτικός: 'Ενας λύκος άρπαξε ένα αρνί από το μαντρί και πήγε παραπέρα να το φάει. -Κυρ λύκο, θα με φας, το ξέρω, είπε το αρνί. Γι' αυτό όμως το καλό, κάνε μου και μένα αυτή τη χάρη: τραγούδα μου λιγάκι, γιατί έχεις πολύ γλυκιά φωνή και μένα μου αρέσουν τα τραγούδια. 'Αφησε ο λύκος το αρνί κι άρχισε να ουρλιάζη. Τον άκουσαν τότε τα σκυλιά και τον πήραν στο κυνηγητό. Είδε κι έπαθε, ώσπου να γλυτώσει. Τότε στάθηκε ψηλά στη ράχη κι αγναντεύοντας το μαντρί είπε: -Τί ήθελα εγώ να κάμω τον τραγουδιστή; Καλά να πάθω!.
Κολοκοτρώνης: Τα Ιστορικά ανέκδοτα ...