Since 1996

Προηγούμενη  σελίδα Κεντρική σελ. της ΕνότηταςΕπόμενη  σελίδα
Ηλεκτρονικό Περιοδικό
Λογοτεχνίας και Πολιτισμού

'Ελα να δεις...
Κυπριένια : Εισαγωγή    Εργοβιογραφικό    Πρόλογος    Κυπριένια : Ποίημα    Νησί    Εμβατήρια    Μέρα κατοχής    Δεύτερη εισβολή    Αυτοί που έφυγαν    Μόνο με τ' όνειρο    Πάρε με πουλί    Σπίτι πατρικό - κατεχόμενο    Πόθος    Η Τριλογία του Νόστου    Εικόνες της Ζώδιας    Το παλιό σχολειό    Η ξεχασμένη καλημέρα    Μες στην οσσιάν    Η άλλη άνοιξη    Γράμμα στα εγκλωβισμένα αδέρφια    Από τη Μόρφου στη Μελβούρνη    Φονιάδες τραγικοί    Αγκομαχά η ακρογιαλιά    Τώρα ο ήλιος    Ο παππούς και τ' αγγόνι    Μες στη Μεσόγειο    Κάθε Απρίλη    Επιστροφή    Ειρήνη    Ηλιοβασίλεμα στη Λάρνακα    Στου ήρωα τα βήματα    Κυπριωτάκι    Να 'χεις φτερά    Γλωσσάρι   
Εργοβιογραφικό

Η 'Aντρια Γαριβάλδη γεννήθηκε το 1958 στην Κάτω Ζώδια της Κύπρου. Μετά την Τουρκική εισβολή στο νησί το 1974 εκπατρίστηκε με την οικογένειά της καταλήγοντας στην Αυστραλία. Ασχολείται με τη λογοτεχνία και τη μετάφραση κι αρκετά έργα της έχουν βραβευτεί σε λογοτεχνικούς διαγωνισμούς.
Γράφει σε έμμετρο και ελεύθερο στίχο, έχει δε ασχοληθεί και με την κυπριακή διάλεκτο. Ποιήματά της έχουν δημοσιευθεί σε λογοτεχνικά έντυπα και ανθολογίες στην Αυστραλία, Αμερική, Ελλάδα και Κύπρο. Έχει επίσης μεταφράσει ποίηση του W. B. Yeats. Πιο πρόσφατα έχει καταπιαστεί με τον πεζό λόγο.
Η πρώτη συλλογή ποιημάτων της με τίτλο "Ανάπλευση" εκδόθηκε στη Μελβούρνη το 1996 στην έκδοση "Τετραλογία". Η δεύτερη συλλογή ποιημάτων με τίτλο "Κυπριένια" που εκδόθηκε το 2001 βραβεύτηκε από το Σύνδεσμο Παιδικού Νεανικού Βιβλίου στην Κύπρο στην κατηγορία της ποίησης για νέους. Κάποια έργα της έχουν συμπεριληφθεί σε σχολικά ανθολόγια της Ελλάδας για την διδασκαλία της Ελληνικής γλώσσας.
Η 'Aντρια είναι εκπαιδευτικός, ενώ συνάμα ασχολείται με την έρευνα γύρω από την λογοτεχνία της Ελληνικής Διασποράς. Ζει στη Μελβούρνη με το σύζυγο και τα τρία παιδιά της.

Σε καιρούς δύσκολους για την Κύπρο και δεκαετίες μετά από την Τουρκική εισβολή η 'Aντρια Γαριβάλδη εκδίδει την "Κυπριένια", μια ποιητική συλλογή που κάνει σταθμό στα λογοτεχνικά δρώμενα της εποχής μας. Το βιβλίο έρχεται να πρωτοστατήσει σαν μια προσφορά στη Λογοτεχνία της Διασποράς με το να παρουσιάσει θέματα που ευαισθητοποιούν τον κάθε Έλληνα και Κύπριο και αναδιπλώνει την ιστορία ενός τόπου που διψά για δικαίωση.
Έξω απ' την πόρτα της καρδιάς
υψώνεται δειλά κάποια σημαία
που προσπαθεί να κυματίσει
λέυτερη. (Από το ποίημα 'Εμβατήρια')

Πρόκειται για μια ποιητική συλλογή που συμπεριλαμβάνει επιλεγμένα και βραβευμένα ποιήματα, δημιουργήματα μιας Κύπριας που ξεριζώθηκε από τη γη της το 1974. Η τραγωδία της Κύπρου, η συμφορά που έφερε η εισβολή, η κατοχή, η προσφυγιά, η αγωνία για την τύχη των αγνοουμένων, οι αναμνήσεις από το παρελθόν, η πίκρα για ότι ήταν δικό μας και χάθηκε, η επιθυμία για επιστροφή, και τέλος, η ελπίδα για ένα καλύτερο αύριο είναι τα κύρια θέματα του βιβλίου.

Στον πρόλογό της, η κυρία Κίκα Πουλχερίου, Κύπρια συγγραφέας και Πρόεδρος του Κυπριακού Συνδέσμου Παιδικού-Νεανικού Βιβλίου, αναφέρεται στις αρετές του έργου και την " διάχυτη αγάπη και νοσταλγία της δημιουργού γι' αυτό το απλό, μοναχικό νησί στις Μεσογείου τις αγκάλες, όπως η ίδια το τραγουδά στους στίχους της... Οι άνθρωποι, οι τόποι απ' τη Μεσαριά και τη Μόρφου, το κατεχόμενο σπίτι και οι αμέτρητες εικόνες της ζωής, που χάθηκαν στο πέρασμα του κατακτητή, μεταπλάθονται ποιητικά σ' ένα αποτέλεσμα καταξιωμένο αισθητικά και ποιοτικά... Όλη η συγκινητική φόρτιση, η αγάπη και η νοσταλγία που διαχέει τους στίχους, κάποια στιγμή μετατρέπονται σε δύναμη, αντίσταση και άρνηση να δεχτούν τα τετελεσμένα. Η πίκρα και η απογοήτευση δίνουν τη θέση τους στην ελπίδα, την αγωνιστικότητα, την πίστη για δικαίωση.
Του καταχείμωνου οι ηλιαχτίδες λιγοστές
μα στο λυκόφως της καρδιάς
τα φτερουγίσματα
τρελά λυχνάρια."

Ο Δρας Θανάσης Σπηλιάς, Σύμβουλος της Ελληνικής Γλώσσας του Υπουργείου Παιδείας Βικτωρίας, σημειώνει:
"Από το χώρο της διασποράς, η Κύπρια ποιήτρια καταθέτει τη δική της δια-μαρτυρία. Η απόσταση, χρονική και τοπική, δεν αμβλύνει τον πόνο και την πίκρα για τη χαμένη πατρίδα, αφού
Φονιάδες μαύροι
παραμονεύουν κάθε καντούνι
και δραπετεύουν
σαν εφιάλτες μες στη Μελβούρνη...
Η μνήμη μεταφέρει σε σκηνές ειδυλλιακές πριν την εισβολή, για να ακολουθήσει στη συνέχεια η αντιπαράθεση ανάμεσα στο γαλήνιο τότε και στο τραγικό τώρα. Και η τραγικότητα ατή αυξάνει ακόμα περισσότερο, καθώς, ο έντονα φορτισμένος λόγος και ο λυρισμός συνδυάζονται με την φαινομενικά παιδική απλότητα του αφηγητή."

Της ίδιας :
"Ανάπλευση" - Τετραλογία, Εκδόσεις Ναυτίλος, Μελβούρνη 1996
Υπό έκδοση:
- Μετάφραση επιλογής ποιημάτων του W.B.Yates από την Αγγλική
-Awakenings - poetry
- Ελληνική Λογοτεχνία της Διασποράς - Μελέτες
Το βιβλίο "Κυπριένια" διακρίθηκε το 1998 στην Κύπρο από τον Κυπριακό Σύνδεσμο Παιδικού-Νεανικού Βιβλίου σαν ανέκδοτο. Επιπλέον, πολλά από τα ποιήματα της συλλογής βραβεύτηκαν κατά περιόδους σε λογοτεχνικούς διαγωνισμούς στη Μελβούρνη και στο εξωτερικό. Είναι έκδοση του Εκδοτικού Οίκου Ναυτίλος.

Το εξώφυλλο και τις εσωτερικές σελίδες του βιβλίου φιλοτέχνησε ο καλλιτέχνης/ποιητής Νίκος Νομικός.



Κυπριένια:
Portrait of a writer -Andria Garivaldi: 3.8.2005 Play MP3
Writer Andria Garivaldi is a refugee from Cyprus who lives in Melbourne. She is inspired for her poetry by her beloved island. Presented by Hrisoula Tsambazi.





Ιάκωβος Γαριβάλδης

Στα παιδιά της Κύπρου
και τα δικά μου

Τα χελιδόνια γύρισαν την επόμενη άνοιξη
στις φωλιές τους
κάτω απ΄ τα μπαλκόνια μας,
η δική μας άνοιξη πόσο μακριά είναι ακόμα;
Α.Γ.



Πρόλογος

Η γνωριμία μου με το έργο "Κυπριένια" της 'Aντριας Γαριβάλδη έγινε το 1998, όταν το συγκεκριμένο έργο διακρίθηκε στον ετήσιο διαγωνισμό του Κυπριακού Συνδέσμου Παιδικού-Νεανικού Βιβλίου.

Εκείνο που ευθύς εξαρχής επεσήμανα είναι οι πολλές αρετές του έργου και η διάχυτη αγάπη και νοσταλγία της δημιουργού γι' αυτό το "απλό μοναχικό νησί, στης Μεσογείου τις αγκάλες" όπως η ίδια το τραγουδά στους στίχους της.
Θεματικός πυρήνας του έργου η Τουρκική εισβολή και κατοχή, ο πόλεμος, ο ξεριζωμός κι όλα τα τραγικά που ζήσαμε και ζούμε από το 1974.
Ένα θέμα πολυτραγουδημένο, θα ΄λεγα, μα που ωστόσο η 'Aντρια Γαριβάλδη κατορθώνει να το δει από μια άλλη δική της όραση των πραγμάτων. Δεμένη πάντα με το παρελθόν, κι ας ζει μίλια μακριά απ' τον τόπο της, ξαναγυρίζει πάντα νοσταλγικά σ' ό,τι άφησε πίσω της.
Οι άνθρωποι, οι τόποι απ' τη Μεσαριά και τη Μόρφου, το κατεχόμενο σπίτι και οι αμέτρητες εικόνες της ζωής, που χάθηκαν στο πέρασμα του κατακτητή μεταπλάθονται ποιητικά σ' ένα αποτέλεσμα καταξιωμένο αισθητικά και ποιοτικά.
Με στίχο απλό, κατανοητό και μια συναισθηματική φόρτιση καθόλου κραυγαλέα η δημιουργός σε αφυπνίζει και σε παρακινεί να ταξιδέψεις μαζί της "σε μονοπάτια γνώριμα, που αμέτρητες χαρές τα στόλιζαν κάποτε".
Όλη η συγκινητική φόρτιση, η αγάπη και η νοσταλγία που διαχέει τους στίχους κάποια στιγμή μετατρέπονται σε δύναμη, αντίσταση και άρνηση να δεχτούν τα τετελεσμένα. Η πίκρα και η απογοήτευση δίνουν τη θέση τους στην ελπίδα, την αγωνιστικότητα, την πίστη για δικαίωση.
"Του καταχείμωνου
οι ηλιαχτίδες λιγοστές,
μα στο λυκόφως της καρδιάς
τα φτερουγίσματα,
τρελά λυχνάρια".

Συγχαίρω θερμά την 'Aντρια Γαριβάλδη που με την έκδοση αυτή έρχεται να κάμει μια σημαντική κατάθεση στο χώρο της Κυπριακής Νεανικής Λογοτεχνίας και την ευχαριστώ που με τη ζεστασιά της φωνής της ενισχύει τη μνήμη. Το σημαντικό είναι να μην ξεχάσουμε.

Κίκα Πουλχερίου
Πρόεδρος Κυπριακού Συνδέσμου
Παιδικού-Νεανικού ΒιβλίουΛευκωσία - Κύπρος



Και να έγιναν ξάφνου
τα λεμόνια πικρολέμονα.
Κώστας Μόντης


ΜΕΡΟΣ ΠΡΩΤΟΝ    
H συμφορά



Κυπριένια

Κόρη θλιμμένη
με τ' ανέκφραστο χαμόγελο,
κόρη της Αφροδίτης
χαμηλοβλεπούσα,
με τα μακριά πλοκάμια των μαλλιών,
τα γαλανόξανθα,
που δέρνουνε το πέλαγο
και στεφανώνουν τ' ονειρένιο πρόσωπό σου
Αροδαφνούσα.

Κόρη με το σφιχτό παλμό
και τη γλυκιά μορφή τ' αγγέλου,
μοιάζει αβάσταχτος
στο λήθαργο ο πόνος σου,
χλωμή εικόνα Παναγιάς
κερένια.

Κρατήσου
λαβωμένη καλλονή
μην απελπίζεσαι
και τα παιδιά σου
θα γυρίσουν πάλι,

έρχεται ο γιος του ήλιου
να σε βρει
να σου χαρίσει τα κλειδιά
της λευτεριάς,
τα ζαφειρένια...



Νησί

Ήσουν απλό, μοναχικό νησί,
σαν περιστέρι του Μαγιού
που πρώτη του φορά
άνοιγε τα φτερά στο πέλαγο,
στέλνοντας ήχους και ζωής παλμούς
στης Μεσογείου τις αγκάλες.

Εκεί βρίσκεσαι ακόμα
φύλλο χρυσοπράσινο,
στης θάλασσας την κόχη,
κάθε καντούνι κι ένα μήνυμα,
κάθε γωνιά σου θησαυρός προγόνων.

Σε τούτο δω το στίγμα του αιώνα
βαριά χτυπά ο βοριάς την πόρτα σου και πάλιo
τώρα τ' αηδόνια έχουνε σωπάσει
κι οι σπίνοι χώθηκαν στα πεύκα τρομαγμένοι.

Στη Σαλαμίνα,
ψυχή δε βρίσκεται καμιά,
ο Δίας μόνος βασιλεύει,
τ' αγάλματα αφουγκράζονται
απόμακρες κουβέντες λυτρωμού του Ευαγόρα .
Πέτρινα μάτια
καρφωμένα στον ορίζοντα,
κάποιο καράβι
της γαλάζιας μάνας περιμένουν,
καινούργια χρώματα να φέρει
στις άχρωμες φιγούρες τους,
και τις κραυγές του 'Aδη να μερέψει.

Προσμένει η πράσινη κοιλάδα
του Μόρφου
με τις κατάφορτες πορτοκαλιές
όπως τις ξέραμε παλιά,
χωρίς τη γεύση του καπνού
και τη μαυρίλα πού 'σπειραν οι βόμβες
πεισμώνουνε τα δέντρα μας μη μαραθούν,
να μην αφήσουν ξένο χέρι να τα κλέψει.
Απορημένοι οι Σόλοι ονειρεύονται
στο θέατρο να ζήσει η Μήδεια και πάλι.

Διψάει ο χρυσαφένιος κάμπος της Μεσσαριάς
για ένα φθινόπωρο πιο δροσερό,
την όμορφη πατροπαράδοτη ποδιά
οι κόρες να κεντήσουν.

Και η Κερύνεια , το προπύργι του βορρά,
δόξες παλιές της νοσταλγεί
τα χρόνια που 'φυγαν μοιρολογώντας,
της προσφυγιάς τα δάκρυα μαζεύοντας
απ' τις πλαγιές του γέρικου βουνού
που σιωπηλά κυλούν και σμίγουν με το κύμα
γύρω από το κάστρο.

Αδημονεί απόμαχος ο γέροντας
μην τη στερνή πνοή αφήσει πριν την ώρα του,
με τη ματιά κρεμάμενη στον Πενταδάκτυλο.

Ποιες άλλες θυσίες ζητά η ατέλειωτη τούτη νύχτα;

Λαχταρούν μαυροντυμένες οι κυράδες
στην πονεμένη αγκαλιά τους να σφαλίσουν
τα παλικάρια τους ξανά.
Και το μικρό το προσφυγόπουλο ορκίζεται,
απ' την ορμή της ιστορίας φλογισμένο,
τα χώματα και πάλι να πατήσει
τα ποτισμένα
με τον καυτό ιδρώτα των παππούδων.

Είναι η Κύπρος,
που χρόνια τώρα θρηνεί
τη μοίρα των αδικημένωνo
σκύβει, σκοντάφτει, γονατίζει
μπροστά στο σιδερένιο σκαλοπάτι των εθνών,
βογγάει σέρνοντας τα μολυσμένα χρόνια,
βοήθεια, βοήθεια κράζει...
αίμα η βροχή
στη γη των Αχαιών.

Θεοί των πατέρων μεριμνείτε,
το άγιο τούτο χώμα λυπηθείτε,
τ' αδέλφια μας ποτέ μη λησμονείτε,
είναι λαός περήφανος και περιμένει,
είναι...
της Αφροδίτης το νησί!



Εμβατήρια

Ξυπνήσαμε με εμβατήρια ,
βαρύγδουπες φωνές
που τέντωναν των νεύρων τις χορδές,
χτύποι χωρίς τη βούληση καρδιάς.

Μα... οι σάλπιγγες,
δόξα και θρίαμβοι,
σημάδευαν το ύπουλο κάρφωμα,
την προδοσία του βρέφους
που μόλις απ' τα σπάργανα
ξεπεταγόταν.

Με τα εμβατήρια
υπνωτίστηκε η όσφρησή μας,
μυρίσαμε καπνό
κι ήταν ο θάνατος.

"Όλ' η δόξα, όλ' η χάρη",
εμβατήρια ακόμα ηχούν...

Έξω απ' την πόρτα της καρδιάς
υψώνεται δειλά κάποια σημαία
που προσπαθεί
να κυματίσει
λεύτερη.



Μέρα κατοχής

Είκοσι Ιούλη , μέρα φοβερή,
άδοξη ώρα που 'γινες χολή,
κλεμμένη εικόνα, σπασμένο γυαλί,
κόσμος ακόμα σκληρός σαν καρφί.

Είκοσι Ιούλη, μέρα τρομερή
μισή ψυχή, μισή φωλιά η γη,
δίχως τον άντρα, χαμένο παιδί,
είκοσι πίκρες θωρείς σκυθρωπή.

Σφίγγεις στα χέρια την τόση ντροπή,
άδεια γωνιά, μισή καρδιά κι αυτή
σε ξένους δρόμους πλανιέσαι σκυφτή,
σέρνεις θυσίες κι αιμορραγείς.

Πέτα τη ματωμένη σου ποδιά,
χρωστάς λίγο αέρα στα πουλιά,
μια φούχτα χώμα στα μικρά παιδιά,
τα χείλη ας φωνάξουν λευτεριά.



Δεύτερη εισβολή

Είπαν πως έρχονταν σημαίες κόκκινες
καθώς οι βόμβες έσκασαν χαράματα
σκορπώντας σύννεφο φοβέρας.

Είπαν πως ρήμαξαν χωριά στην Πρώτη ,
μα δεν είχανε δει ακόμη Δεύτερη εισβολή.
Είπαν πως έκλαψαν ακόμα και τ' αγέννητα μωρά.

Μες στην πικρόφθαλμη νυχτιά,
ποιοι τάχα αλλάξανε στο χάρτη
της Κύπρου τα σημάδια;
Ποιοι χάραξαν την Πράσινη Γραμμή ;
Είπαν, θαρρώ,
πως οι κορφές της Μύρτου
θα ΄φραζαν τα σύνορα
ψηλά στον Πενταδάχτυλο.

Μα, οι στρατιώτες μας
δεν είχανε γυρίσει!
Πώς θα 'φευγαν οι μάνες δίχως νέα τους;

Ποιος θα πενθούσε στα "Σαράντα"
των θαμμένων νιων;
Κι οι αιχμάλωτοι που 'χαν μπαρκάρει για τα 'Aδανα;

Οι βόμβες έσκασαν πριν ξημερώσει,
μετά η φυγή.

Πήραν της προσφυγιάς το μονοπάτι
σηκώνοντας στους ώμους μόνο το μαράζι
και μια κρυφή ελπίδα
πως θα γυρνούσαν...
"αύριο".

Πήραν του μισεμού το δρόμο
αφήνοντας καημό αβάσταχτο
την πόρτα να φυλάει
και τον παππού μονάχο
ν' αφουγκράζεται τα βήματα.

Πέτρωσαν την καρδιά αγναντεύοντας
τον κάμπο φορτωμένο,
και τ' ασπροχώματα του νότου
ανέβηκαν δειλά,
που φαίνονταν πιο... σίγουρα.

Έφυγαν...
μα δεν είπαν ούτε "γεια".



Αυτοί που έφυγαν
Στους αγνοούμενους της Κύπρου

Έφυγαν, χάθηκαν
άπειροι νιοι
και μεστωμένοι θεριστάδες
που το ντουφέκι έτρεμε
στα πυρωμένα τους χέρια.
Ορφάνεψε ο τόπος μας
από πατέρες και μοναχογιούς.

Βαθιά κοιμόνταν τα νεογέννητα
κείνο το χάραμα του άδοξου Αλωνάρη,
μα των μεγάλων τα παράθυρα της όρασης
σαν από καύσωνα σπαρτά καμένα
μαραθήκανε
απ' το ξενύχτι, περιμένοντας.

'Aστραψε κάποτε η αυγή
στου μαχαιριού την κόψη
κει που μας θέριζαν τα τανκς
κι άπλωσε η μέρα οργισμένη
την απορία ατέλειωτη
στις πονεμένες μορφές τους.

Χάιδεψε τ' άγουρα μάγουλα δειλά
κείνο το ξύπνημα,
κατακαλόκαιρο του '74.

Γεμάτα τα καράβια ήρθαν
στρατιώτες ξένους φορτωμένα,
αρματωμένους για σφαγή.
Γεμάτα πάλι ξανάφυγαν
με δικούς μας, αιχμαλώτους.

Πού να τους πήγαιναν;

Ανήσυχα εμείς την αγωνία τρέφαμε,
μουστακωμένους να τους δούμε να γυρίσουν
περιμέναμε την άνοιξη .
Αργότερα, θαρρούσαμε
πως θ' αντικρίζαμε τον ήλιο μελαψό στα μέτωπά τους.
Κι ύστερα, το φθινόπωρο
η πιο στερνή ελπίδα σπίθιζε τρεμοσβήνοντας
ανάμεσα στ' αστέρια.
Μ' αυτοί αμίλητοι,
από ψηλά φρουρούσανε
τη μοιρασμένη μας πατρίδα!

Σήμερα πάλι ξύπνησε εφιαλτικότερη η ζωή
μπροστά στο ξεβαμμένο παραθύρι μας.
Η παγωμένη ώρα του καιρού
νοσταλγικά ζωντάνεψε τις καδρωμένες φωτογραφίες
μπρος στην οθόνη της κουρασμένης μνήμης.

Πού βρίσκεστε αδέλφια αγνοούμενα;
Στα καταναγκαστικά έργα του αιώνα τι γυρεύετε;
Ποιες άχαρες στιγμές,
ποιες αμαρτίες σάς κρατούν στο σκοτάδι μόνους;

Κι εσένα Μιχάλη ,
ποιος θα σε χαιρετήσει
τώρα που σε φωνάζουνε Μεχμέτ;
Της μάνας το μήνυμα ποιος θα σου δώσει;
Τι θες να πούμε στο μωρό που μεγαλώνει,
στο πονεμένο παιδί
που τον πατέρα ονειρεύεται
κάθε βραδιά;

Πώς να σας κλάψουμε παιδιά μας;
Τον άδικο χαμό πώς να θρηνήσουμε,
που έσβησε η ζωή στο πέρασμα των χρόνων;
Ποιους τάφους πρέπει να στολίσουμε;
Σε ποιους βωμούς να στείλουμε θυμίαμα;
Ζείτε;
Ή σταυρό πρέπει να στήσουμε τάχα;

Πού βρίσκεστε αδέλφια αγνοούμενα,
στα καταναγκαστικά έργα του Εικοστού αιώνα
τι γυρεύετε;

Εσείς που φύγατε
άπειροι νιοι ...
και μεστωμένοι θεριστάδες,
η πιο ιερή ανάμνηση της πατρίδας,
ζήσατε κάποτε για μας...
και ζείτε!



Μόνο με τ' όνειρο
Στις μάνες με αγνοούμενα παιδιά
Ξύπνησες μες στον εφιάλτη
κείνο το πρωί
που η μοίρα σε κυνήγησε απ' τη γη σου,
προτού ακόμα μάθεις νέα του παλικαριού σου.

Διωγμένη, με την πίκρα σου κομπόδεμα
και διχασμένη την καρδιά,
τον τόπο σου είδες να μοιράζεται.

Τράβηξες τον ανήφορο ιδρώνοντας,
ζυγίζοντας το κλάμα με την καρτερία...
για να ξυπνήσεις σε λίγες μέρες στο τσαντίρι τρομαγμένη από την αγωνία του χαμένου παιδιού.

Όποιον κι αν έβλεπες
ένα ρωτούσες:
"Μη ξέρεις για το γιόκα μου, μην είδες το παιδί μου;"
"Πες μου σημάδια του κυρά, μην τύχει και τον είδα."
"Ήταν ψηλός, ήταν λιγνός, μελαχρινός, λεβέντης,
εικόνα του πατέρα του, ήταν το στερνοπαίδι."
"Κυρά μου ο γιος σου ήτανε μαζί μου στην Κερύνεια...
μέσα στα χαρακώματα τον είδα ανδρειωμένο".

Μάνα του αγνοούμενου
το δάκρυ σου έφτασε ως το πέλαγο
προσμένοντας τη λύτρωση,
ξεθώριασαν τα μάτια σου,
τα χείλια ξέβαψαν απ' τις κραυγές.

Διωγμένη, με την πίκρα σου κομπόδεμα
και διχασμένη την καρδιά
κι εσύ μοιράστηκες.

Αμίλητη προσμένεις μέρες, μήνες, χρόνους δίχως τελειωμό,
και ζεις με τ' όνειρό σου πια
φιλώντας κι αγκαλιάζοντας το γιόκα σου,
όπως τον ήξερες ψηλό, λιγνό, μελαχρινό, λεβέντη,
μόνο με τ' όνειρο...
Καημό σου το 'χεις που δεν πρόλαβες
έστω και μια φωτογραφία του στον κόρφο σου
να κρύψεις...



ΜΕΡΟΣ ΔΕΥΤΕΡΟΝ
H πίκρα   

Πάρε με πουλί

Χελιδόνι του βορρά
που την άνοιξη φτάνεις νωρίς
και γεμίζεις μ' ελπίδα τα μάτια
που ψάχνουν να δουν πιο πέρα απ' την ανατολή,
και γλυκαίνεις τ' αυτιά
με την αθώα λαλιά σου,
άφησε ν' ακουμπήσω στις φτερούγες σου
τα κουρασμένα όνειρά μου.

Πάρε με μακριά
πουλί τ' ωκεανού
ως την πατρίδα τη μακρινή
όπου λαλούν τ' αηδόνια στις πλαγιές
και φτερουγίζουν μες στα κύματα
πολύχρωμες μαούνες της χαράς.

Εκεί οι πεταλούδες ξέρουν
σε ποιο λούλουδο θα ξεδιψάσουν
και το θυμάρι κολακεύεται τρελά
με τον ατέλειωτο χορό των μελισσών.
Εκεί η αγάπη σμίγει με τα χαμομήλια
κι ανασταίνεται.

Κελαϊδοπούλι
άφησε απόψε δίπλα σου να κοιμηθώ,
νοσταλγικά να ονειρευτώ
καθώς τα σύννεφα θα φεύγουν βιαστικά,
να φτάσω κει πριν σβήσει ο ήλιος και χαθώ,
τη μάνα ν' αγκαλιάσω τρυφερά
για μια στερνή φορά.



Σπίτι πατρικό - κατεχόμενο

Αχ! το σπιτάκι το φτωχό,
τόσο μακριά, τόσο πικρό,
ζωσμένο την ορφάνια.

Και το ψηλό το γιασεμί
δίπλα κι αυτό μες στη σιγή
μαραίνεται θλιμμένο.

Κλαίει κι η πλατιά κληματαριά,
χέρι δε βρίσκεται κοντά,
κλαίει κι η πλατιά κληματαριά,
κι όλο βογγά.

Εκεί οι θύμησες
και τα παιδιά
και το γλυκόφωνο το χελιδόνι
στη γνώριμη μικρή φωλιά
που μας κρατούσε συντροφιά
άνοιξη κι άνοιξη.

Είχαν ζωή όλα κάποτε,
είχαν πνοή,
είχαν ζωή όλα κάποτε,
κι ήταν πρωί.

Τώρα βουβά,
κουφάθηκαν στη μοναξιά,
τώρα υπομένουν τη σκλαβιά,
την προσφυγιά.

Σπίτι γλυκό μου,
πατρικό,
πώς σε ποθώ,

στ' όνειρό μου πετάς,
μοναχικό,
κοντά σου πάλι
θέλω να βρεθώ.



Πόθος

Έτρεξε η μνήμη μακριά
κει που το χώμα πρωτο-
φίλησε και γεύτηκε,
μα ήρθε ο πόνος να τη σταματήσει.

Τραγούδησε τον ήχο στον παλιό ρυθμό...
τόσο γλυκό, τόσο γλυκό είναι τ' όνειρο!

Να 'μενε κει για λίγο, να 'βρισκε δυο γιασεμιά
σαν τα δικά της που μαράθηκαν στα ξένα,
να της κρατούσαν συντροφιά...

Το μονοπάτι γνώριμο, δεν άλλαξε,
αμέτρητες χαρές που το στολίζαν κάποτε,
νιώθει όμως τώρα άγνωστες σκιές
πίσω απ΄ τα δέντρα να παραμονεύουν.

Είναι πολλές οι θύμισες, είναι κραυγές,
παλιές ζωές π' ακόμα αναπνέουν.
Το σπίτι, τα λουλούδια στην αυλή,
φυλακισμένα, άδεια, σιωπηλά,
κουβέντες παιδικές γυρεύουν.
Κράτα τα, κράτα τα βαθιά,
μην τα προδώσεις.

Περπάτησε το μονοπάτι στα μισά
μα ξαφνικά συννέφιασε το βλέμμα
κι ήρθε βροχή και θόλωσ' η ψυχή.

Έπεσε, φίλησε τη γη
και σμίξανε μ' ευλάβεια
τα χέρια με το χώμα.

Σαν έγειρε η μέρα στη στροφή
χάθηκαν όλα, τέλειωσε και τ' όνειρο,
έσβησε ο πόθος κι έμεινε
η πίκρα!



Η Τριλογία του Νόστου

χάθηκα
Νύχτωσε πάλι
στον ξένο τόπο,
χάθηκα σέρνο-
ντας τόσο κόπο.

Ύπνος ποτέ πια
δε με παίρνει,
κάποιος ή κάτι
με περιμένει...

έρχομαι
Έρχομαι πάλι
λευκό ακρογιάλι,
ζεστή φωλιά μου
χαρά η καρδιά μου.

Χρόνια σου λείπω
σε ξένο κήπο,
δρόμοι παλιοί μου
πατρίδα, γη μου.

Γυρνώ και πάλι,
λευκό ακρογιάλι,
μια καλημέρα
του πόθου μέρα.

Φιλώ τ΄ αγέρι
της μοίρας ταίρι
κι έρχομαι πίσω
να ξαναζήσω...

Δρόμοι παλιοί μου,
πατρίδα, γη μου,
ήρθα κοντά σου,
πάλι δικιά σου.

πάλι σ' αφήνω
Ήρθε η ώρα
πάλι σ΄ αφήνω
μικρή πατρίδα,
τυραννισμένη.

Στερνή αγκάλη,
μακρύ ταξίδι,
με περιμένουν
στην άλλη γη.

Μια χούφτα χώμα,
δροσιά απ΄ τα σπλάχνα
κέδρινου δάσους,
αυγής πνοή.

Αγριολούλουδα,
κρίνα, λαλέδες
λίγο απ΄ το δυόσμο,
βασιλικό,

χλωρό θυμάρι,
πατρίδα δώσ' μου,
να το κρατήσω
για φυλαχτό...

Δυο τρία κοχύλια,
βράχια πολύχρωμα,
βότσαλα άσπρα
πρασινωπά.

Θάλασσα, αλμύρα,
βαθιά, γαλάζια,
κρύσταλλα κόκκινα
και καφετιά.

Πρόσωπα γνώριμα
αγαπημένα,
σπίτια κατάλευκα,
ζεστός καφές,

ψωμί χωριάτικο,
φωτογραφίες,
γλυκά χαμόγελα,
ήρθα και χτες.

Λίγο απ΄ το δυόσμο σου
κρίνα, λαλέδες,
χλωρό θυμάρι,
βασιλικό.

Ό,τι έχεις δώσ' μου
μικρή πατρίδα,
ό,τι έχεις δώσ' μου
για φυλαχτό.



Εικόνες της Ζώδιας
Στη μητέρα μου
Θυμάσαι τα πρωινά
εκείνα τ' ανοιξιάτικα
που μοσχομύριζε η στράτα
μπρος στο σπίτι μας,
εκείνη πού 'βγαζε στις ελιές,
και πιο πέρα στα περιβόλια;

Θυμάσαι κείνα τ' αγουροξυπνήματα
που σαν ακρίδες στους αγρούς πετιόμασταν
και σμίγαμε με τους λεμονανθούς;

Θυμάσαι τις μαβιές συκομουριές
που φούντωναν τζιτζίκια φορτωμένες,
δίπλα στη δοξαμένη του Ανδρέα,
εκεί που κάνοντας σταθμό χορταίναμε
τη δίψα του καλοκαιριού;

Κι ύστερα,
οι βαριές σκιές των γέρικων κυπαρισσιών
σαν γίγαντες ακολουθούσανε τα βήματά μας,
οδοιπορία, αναζωογόνηση.

Έγραφε η μάνα μας σκυφτή τις ιστορίες της
στο σκαλισμένο χώμα,
με τον ιδρώτα,
κι άλλοτε στις πορτοκαλιές
σαν άπλωνε τα χέρια να χαϊδέψει τον καρπό...
εκείνη τη σοδειά που χάρηκε την τελευταία χρονιά.
Είχε φυτέψει ο πατέρας
τις ρίζες του μέλλοντος σ' εκείνη τη γη.

Τώρα... πικρά συλλογιζόμαστε τα περασμένα,
μ' ένα παράπονο που ζωηρεύει
με το πέρασμα των χρόνων,
με την καρδιά φυλακισμένη
στο έρημο αλώνι του τουρκοπατημένου χωριού,
που θέλει να κτυπά
ζωγραφίζοντας όνειρα στα κάτεργα του νου.

Νοσταλγίες,
αναμνήσεις,
εικόνες της Ζώδιας, της γειτονιάς
γλιστρούν μακριά μας βιαστικά,
μες στα βαγόνια της οργισμένης αμαξοστοιχίας,
με μια μόνο γκρίζα φωτογραφία για φόντο,
να μας θυμίζει πως...
πρέπει να γυρίσουμε.



Το παλιό σχολειό
Στους παλιούς συμμαθητές
του Β' Γυμνασίου Μόρφου
Ήρθα ξανά
στα σκαλοπάτια σου μπροστά
και μπήκα στο διάδρομο, το βορινό, αλαφροπατώντας,
στις πόρτες φαίνονταν ακόμα χαραγμένα
αποτυπώματα εφηβικών ονείρων,
είδα στους τοίχους τις μισοσβησμένες λέξεις της αγάπης
και μέσ' απ' τα τεράστια παράθυρα να σαλεύουν
φιγούρες των παλιών συμμαθητών.

Είδα τη βρύση που έβρεχε
τα μέτωπά μας τα καυτά τα μεσημέρια
κι άκουσα τη φωνή του τζίτζικα
μες στα φυλλώματα της ακακίας.
Τη γνώριμη αυλή σεργιάνισα με τα ψηλά τα κυπαρίσσια,
και τις κρυφές γωνιές
που ίσκιωναν την τρίφυλλη καρδιά τ' αηδονιού.

Στην αίθουσα καθηγητών
όλοι παρόντες,
ετοίμαζε το λόγο της Πρώτης τ' Απρίλη
ο κύριος Γυμνασιάρχης,
κι ο γέροντας ο κουδουνάς
με τη βαριά του την κουδούνα
έκοβε βόλτες πάνω κάτω.

Ήρθα ξανά
στο χώρο της συγκέντρωσής μας
κι απάγγελνε η μαθήτρια με το γαλάζιο γιακαδάκι
"καρτερούμεν μέραν νύχταν να φυσήσ' ένας αέρας..."
και τα μαλλιά ανεμίζανε στην αύρα.

Απομεσήμερο,
και το κουδούνι χτύπησε για χωρισμό,
έξω απ΄ το κάγκελο αράδα κάθονται τα μαθητούδια
κουβέντα κάνοντας για το παιγνίδι
και για τη μελέτη,
στη στάση του λεωφορείου γνέφοντας
μπροστά στο Δεύτερο Γυμνάσιο Μόρφου ,
κάτ' απ΄ το βλέμμα του Λουκή Ακρίτα .



Η ξεχασμένη καλημέρα

Αν δεις εκείνα τα παιδιά
π' άφησα πίσω μου
κείνο το χάραμα του Ιούλη,
το μουδιασμένο, το χλωμό,

που 'βγαιν' ο ήλιος ήρεμα,
ανύποπτα πίσω απ' το κυπαρίσσι-
ρίχνοντας τη βουβή ματιά
περίγυρα στο περιβόλι

και πέρα στο γιαλό
π' αγνάντευα, μικρή,
στο παραθύρι του σπιτιού
πού 'βλεπε προς τη δύση-

του κήπου μας τη λεμονιά
στολίζοντας,
αντί γι ανθούς με παραμύθια,

αν δεις εκείνα τα παιδιά
πες τους την 'καλημέρα'.



Μες στην οσσιάν
της πεθυμιάς


Η νύχτα μαύρη, βαρετή,
αφέγγαρη τζιαι σκοτεινή,
να ξημερώσ' ο Πλάστης μου
να βκω να κάμω μιαν ευτζιήν .

Πού να ρωτήσω γιόκκα μου,
πού να δικλήσω να σε δω,
ν' αρπάξω μες στα σιέρκα μου
σαν, Παναγιά μου, το Χριστό,
γυρεύκω την εικόνα σου
που 'πανωθκιό στο στρώμα σου.

Σκοτεινιαστήκαν τα βουνά,
τες αμαρτίες μολοούν,
πλάσμα γυρόν μου εγ γελά
τζιαι τα πουλιά μοιρολοούν
της μαυροφόρας μας σκλαβκιάς
τα αγνοούμενα παιθκιά.

Γυρεύκω τα σιερούθκια σου,
το στόμα τζείνον το γλυτζύν,
ακούω τα τραούθκια σου,
κουβέντες μέσα στη ψυσιήν,
λόγια που λάλες της χαράς,
γινήκαν σκέψεις συφφοράς.

Στες φυλακές που μάσσιεσαι
εν ξημερώνει το πρωί,
ούτ' άθρωπος δε βρέθεται
μιαν καλημέραν να σου πει,
μα δεν ηξέρω πού κρατείς,
αν εις τον κόσμον τούτον ζιείς.

Έλα, χαρώ σε μάνα μου,
άστρον της νύχτας πριν να βκεις,
στον ύπνον παραλάλημα,
έλα τζιαι πόψε να με δεις.
Έλα τζαι φεύκεις την αυκήν,
σαν άνεμος πριν τη βροσσιήν.

Σαν τον αθθόν της λεμονιάς
που πέφτει τζιαι σκορπίζεται,
με τον αέραν που φυσά,
στο χώμαν τζι αφανίζεται,
σαν κλώνος της πορτοκαλιάς
εκόπης τζι έσβησες μεμιάς.

Βκαίνω τζαι βρέχω τον στενόν,
ποτίζω την βασιλιτζιάν,
έσσω μας άμαν πουν' να μπεις,
εν' να μυρίσ' η γειτονιά.
Θαρκούμαι τζι έρκεσαι τωρά,
άκου την πόρτα που φακκά .

Ο πόθος μου επόλλυνεν
αλώπως έχω συντροφκιάν,
θωρώ σε μπαίνεις γιόκκα μου,
"ήρτα" φωνάζεις μου "μανά".
Μα 'ν' η οσσιά σου στο γιαλόν...
ο σσιος του πεύκου στο βουνόν.

Μες στη φωτογραφίαν σου
εζωντανέψαν τα παλιά,
ας ήταν τα ορόματα
να 'βκαίνασιν αληθινάo
μες στην αγκάλη μου να μπεις,
"εγιώ 'μαι, ο γιος σου", να μου πεις.

Μα 'ν' η οσσιά σου στο γιαλόν...
ο σσιος του πεύκου στο βουνόν...



Η άλλη άνοιξη

Ήρτα,
μα δε σε ήβρα στο προσκυνητάριν,
ετάχτηκα έναν τζιερίν ν' άψω στη χάρην σου,
μα δεν ημπόρουν να θωρώ
της εκκλησσιάς τους τοίχους
δίχα την εικόναν σου.

Έπιασα πιον την στράταν την μακριάν,
τη σιερόστραταν
και του χωρκού μας έδοκα γυρόν,
ήβρα το σπίτιν των γονιών τζαι των γειτόνων,
τζι είδα ποτζιεί που το ποτάμιν
τ' αλώνια που βουρούσαμεν μιτσιοί ,
μες στο λιοπύριν
γυρεύκοντας "μάρτηες" στα χωράφκια
μες τες μολόσσιες, τα χαμομήλια,
τες λαψάνες, τους πετεινούς .
Τότε,
που παίζαμε με κούκλες πάννενες.

Είδα το σπίτιν μας
τζι εφάνηκέν μου πως εγίνηκα
παιδί των δώδεκα γρονώνo
Πά' στα σσοινιά είδα ρούχα απλούμενα,
ήταν,
εφάνηκέν μου,
το φουστάνι της μάνας μας
π' ανεμοδέρνετουν ακόμαo
ήταν ...
ενόμισα πάλε,
τζιείνον το πρασινίν πουκάμισονo
εκόντεψα να δουν τα μμάθκια μου καλλύττερα
μ' αλοίμονον...
τζιείνον το ρούχον π' ανέμιζεν μες στην αυλήν μας
εν ήταν ρούχον δικό μας.

Τζι η λεμονιά μας
φορτωμένη με τα φρούτα τα δροσάτα της
εθ θα δροσίσει πιον τα σσιείλη τα δικά μας
που λιώνουν μέσα στο μαράζιν,
μον'... τζιείν' τα βάρβαρα τα σσιείλη
εν να τζιεράσει.

Τα ματσικόριδα εβλαστήσαν στο χαντάτζιν,
τα σσελιόνια ήρταν πίσω στες φουλιές,
μα γιώ,
εφαρμακώθηκα την άνοιξην,
τζιείνην π' αφήκα πίσω στα δεκάξι,
πού 'ρτεν τζι επλάνεψέν με
με του στραφκιού το όρομαν.

Ήταν η άλλη άνοιξη...



Γράμμα στα εγκλωβισμένα αδέρφια

Αδέρφια, μακρινά, αδικοπονεμένα,
στης Κύπρου την καρδιά
φυλακισμένα,
εγκλωβισμένα...

Εδώ,
πίσω απ' το συρματόπλεγμα...
με τις σκιές των στοιχειωμένων των σπιτιών
της Αμμοχώστου κουβεντιάζουμε,
καθώς βουβά απλώνονται
πάνω στα ήρεμα νερά της ύποπτης ανατολής.

Μονόλογος ακούγεται,
θαρρείς μας ξέχασαν,
φοβόμαστε να τα κοιτάξουμε.

Κι εσείς αδέρφια, πέρα στο Καρπάσι
με φόβο κλείνετε τα μάτια
κάθε βράδυ,
ελεύθερα να περπατήσετε στους κάμπους
δεν μπορείτε.
Σκληρό κι ασήκωτο στην πλάτη σας το βάρος,
άδικη κι απροσπέραστη η απομόνωση
που γέννησ' η σκλαβιά.

Μοιράστηκαν τα σώματά μας,
διαμελιστήκαμε.
Το 'να μας χέρι στο Ριζοκάρπασο ,
τ' άλλο στη Λεμεσό
με το 'να πόδι σεργιανίζουμε
στους έρημους δρόμους
του σκλαβωμένου χωριού,
με τ' άλλο κυνηγάμε το ψωμί στη Λευκωσία.

Το 'να μας μάτι προσπαθεί ν' αγκαλιάσει
τα βορινά ακρογιάλια της πατρίδας,
από τους Σόλους ως στη Σαλαμίνα
και τ' άλλο παλεύει
ν' αναγνωρίσει τους δικούς μας,
όσοι απέμειναν.

Σε τούτο το γράμμα
που φέρνει το περιστέρι
θα βρείτε λόγια πού 'γιναν τραγούδια,
τα καρδιοχτύπια μας,
ζεστό ένα δάκρυ κι ένα φιλί.

Κι εσείς,
μες στο δικό σας γράμμα,
μην ξεχνάτε,
στείλτε ζεστό τον πόνο σας,
του παραθύρου σας τη θέα,
τη γεύση του καλοκαιριού,
τη μυρωδιά του διψασμένου χώματος,
την ανυπόμονη πνοή
τ' όμορφου Αυγουστιάτικου πρωινού.

Στείλτε μας ένα γιασεμί
απ' την αυλή μας,
του γνώριμου μονοπατιού,
ένα φίλημα
και κλείστε μέσα στη φωνή σας
του κύματος τον ψίθυρο
και την ανάσα σας.

Ένα αγριολούλουδο της Παναγιάς
αποθυμήσαμε-
το σπίτι μας μια ζωγραφιά απέμεινε-
τη γη μας, το σχολειό, τον ελαιώνα,
τη χρυσορόδινη αμμουδιά
που της Κερύνειας τ' ακρογιάλι αγκάλιαζε
πέρα ως πέρα,
ως τον Απόστολο Ανδρέα .

Αδέρφια,
την αλφαβήτα στείλτε μας
με μια ελπίδα,
όπως την ξέραμε παλιά, ανόθευτη,
και της αγάπης το μαντήλι
σ' ένα κόκκινο σταυρό δεμένο.

Της Κύπρου την καρδιά,
φυλακισμένη, εγκλωβισμένη,
εσείς -ακοίμητοι φρουροί, ακρίτες-
φυλάξτε τη με θέρμη...
και στείλτε την
στης λευτεριάς την αγκαλιά.

Εκεί,
καλή αντάμωση
αδέρφια μας να δούμε!



Από τη Μόρφου στη Μελβούρνη

Από τη Μόρφου ήρθε ένα γράμμα,
γραμμένο με μελάνι που μυρίζει ανθό και θάλασσα...

Πόλη μικρή, νύφη παρθένα,
πρωτοβγαλμένη,
στα χέρια βάρβαρων,
παρασυρμένη και ξεβαμμένη.

Οργή σε ζώνει
και σου ξεσκίζει τα νυφικά,
καημός σε ψήνει
σαν πυρετός και ψυχής γροθιά.

Μες στα στενά σου
δεκαεξάχρονοι χάθηκαν φίλοι,
στο κλήμα λιώνει,
σαν το μαράζι σου,
το ζαχαρένιο γλυκό σταφύλι.

Ο δρόμος ίσιος,
περνά μπροστά απ' τον 'Aη-Γιώρκη ,
μικρά κεράκια, σβησμένα αστέρια,
σαν κούφιοι κόκκοι.

Φονιάδες μαύροι
παραμονεύουν κάθε καντούνι
και δραπετεύουν
σαν εφιάλτες μες στη Μελβούρνη.

Καινούργια όνειρα
σ' άλλο μπαλκόνι,
ένας αιώνας κι ένας κυκλώνας
σε περιζώνει.

Ένα περβόλι
και μια ιστορία που ζωγραφίζει
τη φύση όλη
και τη ζωή σου την ξεφυλλίζει.

Μιας άλλης χώρας
μαντήλι άσπρο τώρα κουνάς,
και σεργιανίζεις μες στη Σουάνστον
κι όπως γερνάς...

γράφεις στο δρόμο τα περασμένα
και προσπερνάς-
"συ ξένη πόλη παρηγορήτρα,
δε με κρατάς".



Φονιάδες τραγικοί
Στη μνήμη των Ισαάκ και Σολωμού,
μνήμη αθώων που μαρτύρησαν
για μια υπόληψη εθνική
και λίγα ψίχουλα ελευθερίας.
(καλοκαίρι '96)
Ε.... σεις,
εσείς που μας λερώνετε
με τη στυγνή μουτζούρα της σφραγίδας σας,
που τον αγώνα μας χτυπάτε αδίστακτα.
Εσείς που μας καρφώνετε κατάστηθα
με το σπαθί της καταφρόνιας...
Ε... σεις,
εσείς, της ατιμίας σύμμαχοι,
φονιάδες της αμέριμνης συγκίνησης,
της αδικίας φίλοι,
τούτο το καλοκαίρι στον ιστό ξεψύχησε
τούτο, το καλοκαίρι, το τελευταίο
σε μια πατρίδα μοιρασμένη, λιθοβολημένη, κατατρεγμένη.
Ε... σεις,
Δυνάστες του πλανήτη βάναυσοι,
που τη θωριά τ' ονείρου κλέβετε απ' τα παραθύρια μας,
εσείς που νιάτα σφάζετε
και στη δροσιά του αίματος βουτάτε τα πινέλα σας,
κάθε που χέρι αδρό
απλώνεται για μια σημαία...
Ε... σεις,
εσείς π' αλλάζετε τους νόμους
της ελεύθερης συνείδησης,
με την αιχμή της ακαθόριστης ασυδοσίας
τους νόμους γράφετε,
τους νόμους τους δικούς σας
στα δεφτέρια σας...
Ε... σεις,
εσείς φονιάδες τραγικοί,
σωστά δε λογαριάσατε,
το αίμα μας αντίδωρο αντίστασης,
ψωμί κι εκδίκηση, "παρηορκά" μοιράζεται
για λίγα ψίχουλα ελευθερίας...
Ε... σεις,
φονιάδες τραγικοί!
Εμάς δε λογαριάσατε,
μα πίσω μας φυτρώνουν γίγαντες
τ' αγγόνια μας π' αδημονούν
να ζήσουν λεύτερα...
της Κύπρου κληρονόμοι και δικοί μας...
Ε... σεις,
φονιάδες τραγικοί
απ' τη δικιά σας τη γροθιά θα νικηθείτε.



Αγκομαχά η ακρογιαλιά


Την άνοιξη
αγκομαχά η ακρογιαλιά
στ' αντίκρισμα της μέρας.
Στον Πρωταρά
μιλούν τα χρώματα χλωμά,
το πράσινο, το κίτρινο, το μπλε,
στα χαρακώματα, το σκούρο το χακί.
Στην ανηφόρα τ' Αϊ-Λια ιδρώνει ο Αρχάγγελος
στο μεροδούλι της ευχής.

Αγκομαχά η ακρογιαλιά,
τ' απόγιομα
κάτω απ' το φως που ξεγελά,
θαρρώντας πως νεκραναστήθηκε,
του ξένου τη φοβέρα παίρνοντας για ψίθυρο τ' ανέμου
που μες στην παραζάλη έχασε το δρόμο του.

Αγκομαχά η ακρογιαλιά
που μέσα στ' όνειρό της ξύπνησε
στου εφιάλτη τη σκιά,
τη γη να μαρτυρά
που κλαίει βουβά,
κάτω απ' το χνώτο της σκλαβιάς.

Την άνοιξη
νησί μου, μοιάζεις
με παρθένα που προδόθηκε
κι η ακρογιαλιά στενάζει ανήσυχη στα πόδια σου.



ΜΕΡΟΣ ΤΡΙΤΟΝ   
H ελπίδα



Τώρα ο ήλιος


Τώρα ο ήλιος
το βλέμμα ρίχνει οργισμένος
στην άδικη μέρα...

Κι εσύ,
αλύγιστος στο πείσμα της εκδίκησης,
μήνυμα σήκωνες βαρύ
μπροστά στο πλήθος
που 'γραφε την ιστορία

και καρτερούσε να κατέβεις παλικάρι
με τ' άλικο πανί στο χέρι,
έχοντας μάρτυρα του Βαρωσιού τον κόλπο,
ήρωα, νέε με το σκουρόχρωμο σγουρό μαλλί,
που στη ζωή δε σήκωσες λιθάρι.

Τώρα η πικραμένη μάνα σου
μαντίλα σήκωσε πικροστεφάνωτη
το σήμα του κατακτητή να σκιάσει.

Ολόκληρο λαό στ' ανάστημά σου σήκωσες
το θάνατο αντικρίζοντας,
κει που στη ράχη του εχθρού σκαρφάλωνες
και μια πατρίδα σταυρωμένη ατένιζες,
μα δε δείλιασες.

Τώρα το χώμα,
πατημένο από άρβυλα ξένα
κράζει το αίμα να δραπετεύσει
απ' τα σπλάχνα της νιότης,
τη ραγισμένη φλέβα να νίψει της γης
που καίγεται απ' τη λάβρα ηφαιστείου
αγανάκτησης.

Απ' τη σκιά τ' οχτρού
με λιονταρίσια τη ψυχή κρεμάστηκες,
τη ματωμένη σου πληγή ανοίγοντας
στον άνθρωπο.

Τώρα πια,
όλοι βλέπουν ήρωα
την τόλμη σου!



Ο παππούς και τ' αγγόνι
Στον παππού Μιχάλη
που πέθανε στην προσφυγιά
Πονεμένο... γέρικο σώμα
σωριασμένο στην ξένη καρέκλα,
τα χρόνια που διάβηκαν αναπολείς
ενώ τα μάτια βυθίζονται
στο ίδιο φύλλο μιας παλιάς εφημερίδας
τόση ώρα...
λες και διαβάζεις τις ίδιες ειδήσεις κάθε λεπτό.

Το βλέμμα εδώ όλο ξεχνιέται,
πιο πέρα η σκέψη ταξιδεύει
ψάχνοντας κάπου, κάπου ν΄ αράξει.

Δίπλα στην τριανταφυλλιά
δύο χεράκια τρυφερά
βουτούν στο χώμα με φαντασία
κι αράδα οι θύμησες αναπηδούν
σαν πολεμίστρες σε κάποιο κάστρο.

Μικρή καρδιά... σιγοτραγουδώντας
χορταίνει αυθόρμητες στιγμές,
το δείλι φτάνει και όπως πάντα
δροσιά στα χείλη του βλασταριού,
σαν μελισσάκι... γλύκες ρουφώντας,
ανασηκώνει κάθε ευχή
και κάθε στίχο απ΄ την αρχή...

Κείνα τα χρόνια... μέρες του θέρους,
δουλειά στον κάμπο μες στο λιοπύρι,
σκυφτό λουζόταν το πρόσωπό σου
καυτό ιδρώτα τα μεσημέρια.
Κι αργά τα βράδια... μες στο χειμώνα
μπροστά στο τζάκι,
τα περασμένα θυμόσουν όλα
καθώς οι χάντρες στο κομπολόι
χαμένα όνειρα κυνηγούσαν.

Ήσουνα νέος κι εσύ ωραίος,
μα πριν γελάσεις,
μες στη βιασύνη του καιρού έχεις γεράσει.

Ήταν πρωί... μα βράδιασε στην προσφυγιά,
καθώς ολόκληρη ζωή
και δυο ρυτιδωμένες πια παλάμες
ξεκουράστηκαν
στα βελουδένια μαγουλάκια τ΄ αγγονιού



Μες στη Μεσόγειο


Ήτανε μέρες
που ο ήλιος δε βασίλευε
μες στη Μεσόγειο.

Τα όργανα της μέρας
δεν έλεγαν να σταματήσουν.
Οι γλάροι διένυαν τον κύκλο του μεσημεριού
μ' αμέτρητες φτερούγες,
ακολουθώντας το καράβι μας.

Η θάλασσα γεννιόταν
αγέραστη, τρανή, φιλόξενη
γύρω απ' το βράχο ενός νησιού απόμακρου, μοναχικού,
θάλασσα ήμερη
που μες στη χούφτα σου χωρούσε.

Ήτανε μέρες
που ο ήλιος δε βασίλευε
μες στη Μεσόγειο.

Πρωί και βράδυ
το ίδιο άρωμα,
φασκομηλιά που λίκνιζε το χώμα
των γυμνών βουνών,
ο ίδιος ήχος
του κύματος που έσειε αδιάκοπα τα φύκια,
το ίδιο σύνθημα...

Η ζωή...
μια ζωή μακραίωνη
αμέριμνα ακούμπαγε τα χνώτα της
στα μάγουλά μας.

Κι ήτανε μέρες
που ο ήλιος δε βασίλευε
μες στη Μεσόγειο.



Κάθε Απρίλη


Την άνοιξη
στέλνει ο Θεός το μήνυμα
με το φτερό της χελιδόνας,
πάνω απ' τα σύννεφα της μνήμης,
του παραδείσου τα πουλιά καλώντας
στης Πασχαλιάς το πανηγύρι.

Την άνοιξη,
μεθάει η αυγή με τις ανταύγειες των κυμάτων
των πελώριων αναδύσεων
της Αφροδίτης,
δίπλα στην Πέτρα του Ρωμιού ,
τα βοτσαλάκια γλύφοντας μηχανικά.

Την άνοιξη,
του πεύκου τ' άρωμα αναβλύζει έντονο
κι η αγάπη ψήνεται
στου Τρόοδους τον κόρφο,
και δένει μες στο τρίχωμα του αγρινού
που δε γερνά,
μόνο γεννιέται...
κάθε Απρίλη.



Επιστροφή


Έτσι λοιπόν,
αφήστε με να περπατήσω
το δρόμο της επιστροφής
και κει να χτίσω
της συνείδησης τα τείχη,
χωρίς παράπονα,
με δίχως σχέδια
και παραγγελιές.

Αφήστε με να ξαναζήσω
έξω απ' τα κάγκελα της συμφοράς
και σαν ελεύθερο πουλί
να φτερουγίσω
στους ελαιώνες γύρω που θρηνούν
γιατί... καρπίζουν ακόμα,
τους ήλιους μου να σπείρω
κι ύστερα τις αχτίδες να μετρήσω
στα δυο μου χέρια.

Αφήστε με λοιπόν,
ν' αντλώ απ' τα περασμένα
τ' ανέσπερο νερό τ' ονείρου,
τη γη πού 'ναι δικιά μου
να δροσίζω.



Ειρήνη


Τα σπίτια μας λευκά
ειρήνη
και τα ψηλά καμπαναριά
γαλήνη.

Τα χελιδόνια φτερουγίζουν,
πετούν στο φως
και τα ματάκια παιχνιδίζουν,
ρωτούν το πώς,
ειρήνη.

Λεμονανθοί, μοσχοβολιά,
λόγια γλυκά, τριανταφυλλιά
και μες στο πράσινο
αγνοί παλμοί της Ρωμιοσύνης.

Είν' η ζωή, η ξεγνοιασιά,
των λουλουδιών μια ζωγραφιά,
του βρέφους το χαμόγελο,
ήρεμο ξύπνημα πουλιών,
το γέλιο της μητέρας
και η φρεσκάδα παιδικών κραυγών.

Κι ότι άλλο κρύβεται δειλά
μες στης αγάπης τη χαρά,
ρωτούν δυο μάτια να τους πω
εμπιστευτικά,
ειρήνη.



Ηλιοβασίλεμα στη Λάρνακα


Γλύκανε ο ήλιος
κι έπεσε στη Σκάλα ,
στο προσκεφάλι της νυχτιάς
να κοιμηθεί.

Έπεσαν οι σκιές
κι αντάμωσαν
της γης σημάδια...

Στην Αλυκή
οι πελαργοί και τα φλαμίγκο
κούρνιασαν στις καλαμιές,
πίσω απ' τα ροζ νερά που καταλάγιασαν.

Του καταχείμωνου
οι ηλιαχτίδες λιγοστές,
μα στο λυκόφως της καρδιάς
τα φτερουγίσματα,
τρελά λυχνάρια.

Κι ο πορφυρένιος βασιλιάς,
τις φοινικούδες στεφανώνει
βασιλεύοντας,
στη Λάρνακα...



Στου ήρωα τα βήματα
Στον Ταγματάρχη Τάσο Μάρκου

Έτσι απλός γεννήθηκες κείνο το χάραμα του Φθινοπώρου
στ' απόηχο ακρογιάλι του Παραλιμνιού,
όμορφε νέε με το σφριγηλό κορμί
και τη λεβέντικη ψυχή,
έφηβε με τους στιβαρούς σου ώμους, τους φαρδιούς,
και το χαμόγελο που έπειθε τους συνομήλικούς σου,
κείνο το γέλιο που σκορπούσε σιγουριά,
για να περάσεις ήρωα τις πύλες της Αμμοχώστου
από κοντά ν' ακούσεις τα καρδιοχτύπια της φυλής σου.

Τ' όνειρο ένα είχες,
εύελπις να περάσεις κάτω απ' τη σκιά της πικροδάφνης
κι ύστερα, Τομεάρχης, το δρόμο να χαράξεις
στους ταπεινούς στρατιώτες, τους δικούς σου.
Ήταν ο δρόμος δύσκολος
αυτός που διάλεξες,
βαρύ το πεπρωμένο κι απροσπέραστο
της Κύπρου τ' ανηφόρια σαν σκαρφάλωνες
μες στης ΕΟΚΑ τον αγώνα
ν' αδράξεις της σημαίας το κοντάρι
και στον αέρα να φωνάξεις την πανώρια λέξη
για της πατρίδας της γλυκιάς τη λευτεριά.

Μα, όσα κι αν πρόσφερες,
όσο κι αν πάλεψες Ακρίτα αντρειωμένε,
ήρθε και τ' άλλο το κακό να σε ξυπνήσει
από τη ζάλη της μικρής γαλήνης,
ήρθε τ' Αττίλα το μαχαίρι κι ακονίστηκε
στου Πενταδάκτυλου τους βράχους,
κι ο καύσωνας που ρήμαξε τον τόπο σου,
ο πιο βαρύς, κακοσημάδιαστος Ιούλης
στην πρώτη τη γραμμή σε βρήκε πάλι.

Με τη στολή του ταγματάρχη
νεύματα στον ήλιο έκανες να μη σταθεί,
με νέφος τη ντροπή να κρύψει,
μα, ήταν μικρός ο λόχος σου, τα βόλια ανύπαρχτα
και οι "προστάτες" φεύγανε,
το βλέμμα ρίχνοντας το κοφτερό
μες στης σιωπής τη νέκρα,
πίσω στα χώματα που στέναζαν
κι όπου τα παλικάρια ξεψυχούσανo

και μόνο σ' άφησαν
ν' αδικοπέσεις, ν' αδικοχαθείς,
να μην προλάβεις τ' όνειρο να κτίσεις,
μήτε γεφύρι στα παιδιά σου να γενείς.
Μέσα στη μπόρα χάθηκες,
άγνωστα βήματα ακολούθησες,
σβηστήκανε τα ίχνη σου.

Μα 'γινες φλόγα
που μας καίει για το μετερίζι μας,
ο άνεμος που παιρνο-φέρνει της Αροδαφνούσας το σκοπό
και φύλακας της κατεχόμενης πατρίδας.

Στους χίλιους εξακόσιους τόσους
καντήλι άσβεστο έγινες υπομονής κι ελπίδας,
για κείνους που σ' αγάπησαν
και σ' αγαπούν
παρέμεινες πυξίδα.



Κυπριωτάκι


Ήσουν του κάμπου κυπαρίσσι εσύ μικρό
όμως μια μέρα σ' άρπαξε ο σίφουνας τ' Αττίλα ,
και σε ξερίζωσε σαν λούλουδο ξερό
κι άγρια σε πέταξε, σου τσάκισε τα φύλλα.

Αχ, κείν' τα χρόνια πού 'παιζες κρυφτό
στις γειτονιές τις λουλουδάτες, τις μεγάλες,
κάθε σπιτάκι πρόσχαρο, ζεστό,
κούρνιαζε ήρεμο στης γης μας τις αγκάλες.

’λλαξες πρόσωπο, μεγάλωσες πολύ,
τα καλοκαίρια μίκρυναν, ερήμωσαν τ' αλώνια,
πάγωσ' απότομα ο αέρας το πρωί,
τα δέντρα μάραναν, γυμνώσανε τα κλώνια.

Κι έτσι, της Κύπρου προσφυγόπουλο μικρό
έγινες άντρας πια, μεγάλωσες στ' αλήθεια,
να πολεμήσεις ήρθε η ώρα το θεριό,
να γιγαντώσεις τα αθώα σου τα στήθια.



Να 'χεις φτερά


Να 'χεις φτερά να ταξιδεύεις
μες στην άμαξα της νιότης την αυγή
και να γυρνάς το δείλι
τις άγραφες κραυγές να ζωγραφίζεις.

Να 'χεις φτερά, μικρέ μου φίλε
μέσ' απ΄ την πίκρα να ξεδίνεις
να μη σου φαίνεται ο τόπος σου μικρός
κι αγέραστο να σ' αγκαλιάζει τ' ακρογιάλι.

Σαν χελιδόνι να πετάς
ελεύθερα,
να μη σ' αγγίζει πόνος
ούτε συμφορά.

Τούτη τη γη
που σ' όρισαν πατρίδα-
και που 'χεις χρέος γι' αυτή να μεριμνάς,
να κάνεις τάμα
να τη λευτερώσεις κάποια μέρα.

να 'χεις φτερά,
άγγελέ μου να τη φυλάς.

Γλωσσάρι

1 Αροδαφνούσα ή Ροδαφνούσα - μυθική γυναικεία μορφή από τα δημοτικά τραγούδια της Κύπρου. Κατά την παράδοση ήταν μια όμορφη φτωχή κοπέλα την οποία ερωτεύτηκε ο Ρήγας (βασιλιάς) και την οποία η Ρήγαινα (βασίλισσα) προσπάθησε να εξοντώσει
2 Σαλαμίνα της Κύπρου - αρχαίος οικισμός κοντά στην Αμμόχωστο που σύμφωνα με την παράδοση κτίστηκε από τον Τεύκρο μετά τον Τρωικό πόλεμο
3 Ευαγόρας - δοξασμένος βασιλιάς της Σαλαμίνας από τη γενιά των Τευκριδών
4 Μόρφου - κατεχόμενη πόλη δυτικά της Κύπρου
5 Σόλοι - αρχαίος οικισμός με αμφιθέατρο στα βορειοδυτικά της Κύπρου. Κτίστηκε από το βασιλιά Φιλόκυπρο προς τιμή του Αθηναίου νομοθέτη Σόλωνα
6 Μεσαορία ή Μεσαριά (Μεσαρκά στην κυπριακή διάλεκτο) - εύφορη πεδιάδα ανάμεσα στις δυο μεγάλες οροσειρές της Κύπρου και μεταξύ Λευκωσίας κι Αμμοχώστου
7 Κερύνεια - μια από τις γραφικότερες πόλεις της Κύπρου, κατεχόμενη σήμερα, στα βόρεια παράλια του νησιού
8 Πενταδάκτυλος - το κατεχόμενο βουνό της Κύπρου στα βόρεια του νησιού
9 Τα χαράματα της 20ης Ιουλίου 1974 οι κάτοικοι της Κύπρου ξύπνησαν με πατριωτικά εμβατήρια που εκπέμπονταν από το ΡΙΚ (Ραδιοφωνικό Ίδρυμα Κύπρου)
10 "Όλ΄ η δόξα, όλ΄ η χάρη" - γνωστό ελληνικό εθνικό εμβατήριο
11 20 Ιουλίου - η ημέρα της τουρκικής εισβολής
12 Πρώτη εισβολή - η πρώτη φάση της εισβολής των Τούρκων στην Κύπρο που έγινε στις 20 Ιουλίου 1974
13 Δεύτερη εισβολή - η δεύτερη φάση της εισβολής που έγινε στις 14 Αυγούστου 1974
14 Πράσινη Γραμμή - η γραμμή των συνόρων που χωρίζει το κατεχόμενο από το ελεύθερο τμήμα της Κύπρου
15 Μύρτου - χωριό στις νοτιοδυτικές πλαγιές του Πενταδάκτυλου
16 Η αναφορά γίνεται στους πρόσφυγες που απροσδόκητα αναγκάστηκαν να εγκαταλείψουν τα σπίτια τους
17 Οι αγνοούμενοι τους οποίους περίμεναν οι δικοί τους να τους δουν αξύριστους την επόμενη άνοιξη
18 Η αναφορά γίνεται γενικά και όχι για κανένα συγκεκριμένο πρόσωπο
19 Λαλέδες - άγριες τουλίπες
20 Ζώδια - η γενέτειρα της ποιήτριας, δίπλα στην κωμόπολη Μόρφου
21 Δοξαμένη - δεξαμενή, κυπριακή απόδοση , συγκεκριμένο σημείο στην αγροτική περιοχή της Ζώδιας όπου υπήρχε γεώτρηση με δεξαμενή προς άρδευση των περιβολιών
22 Στίχοι από το χαρακτηριστικό ποίημα του Κύπριου ποιητή Δημήτρη Λιπέρτη
23 Β΄ Γυμνάσιο Μόρφου - Το γυμνάσιο όπου φοίτησε η ποιήτρια μέχρι την εισβολή του 1974
24 Λουκής Ακρίτας - αξιόλογος λογοτέχνης, δημοσιογράφος και πολιτικός με καταγωγή τη Μόρφου. Υπηρέτησε σαν Υφυπουργός Παιδείας της Ελλάδας στην Αθήνα το 1963-64. Το άγαλμα του στήθηκε μπροστά στο Β΄ Γυμνάσιο Μόρφου
25 Οι παλιοί φίλοι και συμμαθητές
26 Εικόνα που περιγράφει τη θέα έξω από το παράθυρο στο πατρικό σπίτι
27 Το ποίημα αυτό περιγράφει τον καημό, την αγωνία και την οδύνη της Κύπριας μάνας που έχει γιο αγνοούμενο
28 Ευτζιή - ευχή. Τα γράμματα "τζι" στην κυπριακή διάλεκτο προφέρονται όπως το αγγλικό "g" στη λέξη George
29 Δικλήσω - να στρέψω το βλέμμα μου, να κοιτάξω, κυπριακή διάλεκτος
30 Μάσσιεσαι - αγωνίζεσαι, κυπριακή διάλεκτος
31 Φακκά - κτυπά, κυπριακή διάλεκτος
32 Αλώπως - ίσως, πιθανόν, κυπριακή διάλεκτος
33 Σσιος (shιος) - σκιά, κυπριακή διάλεκτος. Το διπλό "σσ" όπου και αν βρίσκεται σε λέξη εντός αυτού του βιβλίου, προφέρεται όπως το αγγλικό "sh" στην Κυπριακή διάλεκτο
34 πιον - πια, κυπριακή διάλεκτος
35 Κύριος δρόμος στο χωριό της ποιήτριας
36 Βουρώ - τρέχω, κυπριακή διάλεκτος
37 Μιτσιοί - μικροί, κυπριακή διάλεκτος
38 Μάρτηες (μάρτηδες, ενικός: μάρτης) - πολύχρωμες κάμπιες που ζουν στα χορτάρια στος αγρούς, κυπριακή διάλεκτος
39 πετεινοί - παπαρούνες, κυπριακή απόδοση
40 Σσείλη - τα χείλη, κυπριακή διάλεκτος
41 Ματσικόριδα - νάρκισσοι, κυπριακή διάλεκτος
42 Σσελιόνια - χελιδόνια, κυπριακή διάλεκτος
43 Καρπάσι, άλλως Καρπασία - το σημερινό Ριζοκάρπασο, κατεχόμενη χωριό στα βορειο-ανατολικά παράλια της Κύπρου. Καρπασία λέγεσαι και ολόκληρη η χερσόνησος στα ανατολικά του νησιού
44 Ριζοκάρπασο - κατεχόμενο χωριό της Κύπρου όπου υπάρχουν ακόμα σήμερα εγκλωβισμένοι
45 Κατεχόμενο μοναστήρι του Αγίου Ανδρέα στο ακρότατο σημείο της χερσονήσου της Καρπασίας
46 Κατεχόμενο εξωκλήσι του Αγίου Γεωργίου (γνωστό σαν 'Aης Γιώρκης των Ξαλώνων) δίπλα στον κύριο δρόμο μεταξύ Ζώδιας - Μόρφου
47 Σουάνστον - κεντρική οδός της Μελβούρνης
48 Φονιάδες - ο χαρακτηρισμός απευθύνεται σε όλους αυτούς που συνέβαλαν και πραγματοποίησαν την εισβολή της Κύπρου
49 Η αναφορά είναι για τον Σολωμό Σολωμού που δολοφονήθηκε από τους παράνομους κατακτητές του τόπου του το 1996 καθώς προσπαθούσε να κατεβάσει την τουρκική σημαία
50 Πρωταράς - τουριστική παραθαλάσσια τοποθεσία στην ανατολική κι ελεύθερη περιοχή της Κύπρου νότια της Αμμοχώστου
51 Βαρώσι ή Βαρώσια - η καινούργια πόλη της Αμμοχώστου κτισμένη έξω από τα μεσαιωνικά τείχη κατά μήκος της παραλίας
52 Η ξέγνοιαστη ζωή στην Κύπρο πριν την εισβολή του 1974
53 Πέτρα του Ρωμιού - γραφική ακτή με χαρακτηριστικούς βράχους κοντά στην Πάφο. Εκεί κατά την παράδοση γεννήθηκε η θεά Αφροδίτη
54 Τρόοδος - η μεγάλη οροσειρά στο νοτιο-δυτικό μέρος της Κύπρου
55 Aγρινό - το τοπικό ζώο της Κύπρου - είδος αγριοπρόβατου
56 Σκάλα ή αλλιώς Λάρνακα - πόλη στο νότιο μέρος της Κύπρου. Εκεί βρίσκεται η εκκλησία και ο τάφος του Αγίου Λαζάρ
57 Αλυκή - φυσική λίμνη με αλμυρό νερό έξω από τη Λάρνακα η οποία κάθε άνοιξη ελκύει πλήθος αποδημητικών πουλιών
58 Φοινικούδες - τα χαρακτηριστικά φοινικόδεντρα στην παραλία της Λάρνακας
59 Τάσος Μάρκου, Ταγματάρχης από το Παραλίμνι που χάθηκε στο πεδίο της μάχης κατά την εισβολή. Υπόδειγμα ηρωισμού και αυτοθυσίας (βλ. "Υποστράτηγος Τάσος Μάρκου, πρότυπο ελληνικής αρετής", Πάνου Ιωάννου Μυρτιώτη, Κύπρος 1996)
60 Οι 1619 αγνοούμενοι της Κύπρου Αττίλας - χαρακτηρισμός της τουρκικής εισβολής


Γράψτε αν θέλετε κατευθείαν
την γνώμη σας στην ποιήτρια
κάνοντας Κλικ στ' όνομά της δίπλα.

'Aντρια Γαριβάλδη
The LAND of GODS
Since October 1996
Oakville Ontario Canada
2.500 χρόνια από τη μάχη του Μαραθώνα
Δείτε εδώ τα κείμενα -μπορεί και τα δικά σας- μέσα από το Google.. (About 925 results)
..Φωτογραφίες της LAND of GODS στο Google..
Γράψτε μας!!
-Διηγόταν μάλιστα και το ακόλουθο μύθο, για να δείξη πως την έπαθε, όταν πήγε να γίνη πολιτικός: 'Ενας λύκος άρπαξε ένα αρνί από το μαντρί και πήγε παραπέρα να το φάει. -Κυρ λύκο, θα με φας, το ξέρω, είπε το αρνί. Γι' αυτό όμως το καλό, κάνε μου και μένα αυτή τη χάρη: τραγούδα μου λιγάκι, γιατί έχεις πολύ γλυκιά φωνή και μένα μου αρέσουν τα τραγούδια. 'Αφησε ο λύκος το αρνί κι άρχισε να ουρλιάζη. Τον άκουσαν τότε τα σκυλιά και τον πήραν στο κυνηγητό. Είδε κι έπαθε, ώσπου να γλυτώσει. Τότε στάθηκε ψηλά στη ράχη κι αγναντεύοντας το μαντρί είπε: -Τί ήθελα εγώ να κάμω τον τραγουδιστή; Καλά να πάθω!. Κολοκοτρώνης: Τα Ιστορικά ανέκδοτα ...
 
  

σήμερα: