Ολόκληρη η ζωή και το έργο μου μπορούν να ερμηνευτούν και να κατανοηθούν
μόνο κάτω από το πρίσμα των τριών λέξεων που με γαλούχησαν: Ελλάδα, Πατρίδα,
Ελευθερία.
Τα δόγματα, οι δοξασίες και οι θεωρίες όπως ο Χριστιανισμός, η Ορθοδοξία, ο
Κομμουνισμός και ο Διεθνισμός, που κατά διαστήματα επέλεξα, συνδέονται άμεσα
με αυτά τα τρία ιδεώδη. Όπως η διδασκαλία της αγάπης που την θεωρώ συνεκτικό
κρίκο μιας ιδανικής κοινωνίας, η Ορθοδοξία που συνδέεται με την διαφύλαξη
της Ελληνικότητας και του Ελληνισμού, ο Κομμουνισμός ως το αποκορύφωμα της
κοινωνικής αλληλεγγύης, της παλλαϊκής ευθύνης και εξουσίας και της απόλυτης
ελευθερίας (όραμα που έμεινε άπιαστο φυσικά, δεν εφαρμόστηκε πραγματικά ποτέ
και πουθενά, ώστε να παραμένει ακόμα σήμερα μια ουτοπία) και τέλος ο
Διεθνισμός που σφυρηλατήθηκε μέσα μας τον καιρό του αγώνα όλων των λαών κατά
του φασισμού-ναζισμού για μια παγκόσμια κοινωνία χωρίς σύνορα και πολέμους.
Ταυτόχρονα η αγωγή μου με οδήγησε στο να συνδέσω μ’ αυτές τις τρεις έννοιες
τον ελληνικό στρατό. Κι αυτό γιατί η πρώτη μεγάλη μυθολογία μέσα μου ήσαν οι
Βαλκανικοί Πόλεμοι με πρωτοπόρο τον ελληνικό στρατό, στον οποίο κατατάχθηκε
ως εθελοντής σε ηλικία μόλις 16 ετών ο πατέρας μου, Γεώργιος Θεοδωράκης, που
τραυματίστηκε βαρειά στο Μπιζάνι, στην κρίσιμη εκείνη μάχη που άνοιξε τον
δρόμο στην απελευθέρωση των Ιωαννίνων.
Ήταν τότε που ενωμένοι οι Έλληνες από την κορυφή ως τη βάση δημιούργησαν την
σημερινή Ελλάδα κι ακόμα πιο πολύ.
Ανάμεσα σ’ αυτό το "πιο πολύ" υπήρξε και το καλλίτερο τμήμα της, ο
απαστράπτων ελληνισμός της Μικράς Ασίας. Όμως τότε ο διχασμός στην κορυφή
οδήγησε τον ελληνικό στρατό σε τραγική και επαίσχυντη ήττα συμπαρασύροντας
στον όλεθρο μαζί του αθώα θύματα, ολόκληρο τον ελληνικό πληθυσμό κι ανάμεσά
τους την οικογένεια της μητέρας μου.
Αυτό είχε σαν αποτέλεσμα να μεγαλώσω βιώνοντας σχεδόν ταυτόχρονα τον θρίαμβο
και την καταστροφή. Επομένως ήταν φυσικό να σημαδευτώ μέσα μου για πάντα με
το δίδαγμα ότι η Εθνική μας Ενότητα αποτελεί το Α και το Ω, εάν θέλουμε να
προχωρήσουμε και να ακτινοβολήσουμε ως Έθνος και ως Λαός. Διαφορετικά θα
υποχρεωθούμε να ζούμε καταδικασμένοι στον ρόλο του ουραγού, του εξαρτημένου
και παρακμιακού.
Από τότε βιώνω την πρόσφατη ιστορία της χώρας μας από την 28η Οκτωβρίου του
1940 έως σήμερα συνεχώς και αδιαλείπτως προσπαθώντας να είμαι στην αιχμή των
γεγονότων με όποιες συνέπειες.
Έτσι η τιμητική πρόσκληση από την κορυφή της στρατιωτικής μας ηγεσίας για
την οποία σας ευχαριστώ θερμότατα, έχει εξαιρετική σημασία για μένα, τόσο
ουσιαστική όσο και συμβολική. Ο ρόλος σας ως φρουρών της ακεραιότητας της
πατρίδας υπήρξε ένα κύριο στοιχείο της βασικής φιλοσοφίας της ζωής μου, που
συνοψίζεται όπως είπα μέσα στις τρεις λέξεις: Ελλάδα, Πατρίδα, Ελευθερία.
Γι’ αυτό, ας μου επιτραπεί να αναφέρω εδώ, ότι η τραγική παρένθεση της
στρατιωτικής δικτατορίας αποτέλεσε για μένα μια μεγάλη εθνική τραγωδία και
γι’ αυτό αντιτάχθηκα με όλες μου τις δυνάμεις, γιατί πλήγωνε βαθειά μέσα μου
την εικόνα με την οποία με γαλούχησαν οι γονείς και οι πρόγονοί μου, που
ήθελαν τον ελληνικό στρατό να ταυτίζεται με τον φρουρό του Έθνους, της
Πατρίδας και της Δημοκρατίας, μιας Πατρίδας και ενός Έθνους που ταυτίζεται
με την έννοια της Ελευθερίας. Γιατί Ελλάδα και Ελευθερία για μένα υπήρξαν
ανέκαθεν έννοιες ταυτόσημες.
Και είμαι περήφανος που με τις λίγες δυνάμεις μου επιτελώντας το χρέος μου
ως ελεύθερος πολίτης συνέβαλα στην αποκατάσταση της Δημοκρατίας, συνεπώς
στην αποκατάσταση του ελληνικού στρατού στο υψηλό βάθρο που βρίσκεται σήμερα
εμπλουτισμένος από τα διδάγματα του παρελθόντος, έτσι ώστε το δημοκρατικό
φρόνημα, η προσήλωση στους θεσμούς και στο Σύνταγμα και η πίστη στα
συμφέροντα του λαού μας να διαποτίσουν σε μεγάλο βαθμό βαθμοφόρους και
οπλίτες σε όλο το πλάτος και το βάθος του Σώματος.
Ειδικά σήμερα που ο Πατριωτισμός τείνει να καταστεί κυρίαρχο στοιχείο στην
ζωή της χώρας μας καθώς αντιμετωπίζουμε μεγάλους κινδύνους, φανερούς και
ύπουλους που απειλούν την πεμπτουσία της Ελληνικότητας και φτάνουν ακόμα και
στο σημείο να έχουν στο στόχαστρό τους την ίδια την εδαφική μας ακεραιότητα.
Έτσι στην σημερινή συγκυρία Λαός και Στρατός επιβάλλεται να είναι όσο ποτέ
άλλοτε ενωμένοι, ενημερωμένοι και άγρυπνοι. Και φυσικά αυτό αποτελεί προ
παντός ευθύνη της πολιτικής μας ηγεσίας, που συμβολίζει και εκφράζει την
ελεύθερη θέληση του ελληνικού λαού επωμιζόμενη μεγάλα ιστορικά βάρη, πολύ
πιο σημαντικά από την κρίσιμη οικονομική μας κατάσταση, μιας και αφορούν
στην υπεράσπιση της ίδιας της ουσίας και της συνείδησης της ελληνικότητας
και του ελληνισμού που βάλλεται πανταχόθεν εσωτερικά και εξωτερικά από
δυνάμεις εχθρικές και δόλιες, τυφλωμένες από την ακτινοβολία της Ελλάδας ως
ιστορικής οντότητας, παρουσίας και διαχρονικής έκφρασης με αθάνατα ιστορικά
επιτεύγματα Πατριωτισμού, Πολιτισμού, Δημοκρατίας και Ελευθερίας.
Με τον όρο Λογοτεχνία εννοούμε τα γραπτά
και προφορικά προϊόντα του έντεχνου λόγου. Η λογοτεχνία είναι έννοια στενότερη
από την γραμματεία, που περιλαμβάνει το σύνολο των - γραπτών κατά κανόνα-
κειμένων μιας συγκεκριμένης κοινότητας. Αυτό λοιπόν που διαφοροποιεί τα
λογοτεχνικά κείμενα από τα μη λογοτεχνικά είναι η «λογοτεχνικότητα». Η έννοια
της λογοτεχνικότητας βέβαια δεν μπορεί να οριστεί εύκολα, γι' αυτό και ο χώρος
της Λογοτεχνίας δεν μπορεί να καθοριστεί με αυστηρά όρια. Για τον καθορισμό της
έννοιας της λογοτεχνικότητας έχουν γίνει πολλές προσπάθειες, οι οποίες μπορούν
να διακριθούν σε δύο ομάδες, ανάλογα με τις κατευθύνσεις που ακολουθούν: η μία
είναι η οντολογική εξέταση, αυτή δηλαδή που προσπαθεί να ορίσει την Λογοτεχνία
«εκ των έσω», με εσωτερικά κριτήρια, με τα οποία προσπαθεί να προσδιορίσει
κάποια σταθερά χαρακτηριστικά του λογοτεχνικού λόγου . Κάποιες από τις
προσπάθειες οντολογικού ορισμού είναι οι ορισμοί της Λογοτεχνίας ως
«μυθοπλαστικής γραφής», ως «αποκλίνουσας χρήσης της γλώσσας» ή ως κειμένου που
προσφέρει «αισθητική απόλαυση». Η δεύτερη κατεύθυνση είναι η ιστορικο-εξελικτική
εξέταση, που μελετά το «τι θεωρήθηκε κατά καιρούς λογοτεχνία» . Μια τέτοια
εξέταση, η οποία βέβαια δεν στοχεύει στην διατύπωση κάποιου ορισμού, μας είναι
ιδιαίτερα χρήσιμη γιατί μας επιτρέπει να κατανοήσουμε τις διάφορες μεταβολές της
αντιμετώπισης της Λογοτεχνίας και της λογοτεχνικότητας.
Ιστορία του όρου
Ο όρος Λογοτεχνία εμφανίζεται πρώτη φορά τον 12ο
αι. σε κείμενο του Νικήτα Ευγενειανού, με την σημασία της ρητορικής χρήσης του
λόγου, της καλλιέπειας. Με την σημερινή σημασία χρησιμοποιήθηκε για πρώτη φορά
από τον Ι. Πανταζίδη το 1886, στο άρθρο του «Φιλολογία, Γραμματολογία,
Λογοτεχνία», στο περιοδικό Εστία[1]. Ο συντάκτης του άρθρου εξηγεί ότι
χρησιμοποιεί τον όρο λογοτεχνία για να δηλώσει την τέχνη του λόγου, σε
αντιστοιχία με τους όρους «καλλιτέχνης» και «καλλιτεχνία». Μια πρώτη νύξη για
την χρήση του όρου είχε γίνει το 1867 από τον Α. Κυπριανό, στον πρόλογο της
μετάφρασης της Ιστορία της ελληνικής φιλολογίας του K. O. Muller. Εκεί ο
συγγραφέας εξηγούσε ότι προτίμησε τελικά τον καθιερωμένο όρο «φιλολογία»,
φοβούμενος μήπως ο καινοφανής όρος «λογοτεχνία» (τον οποίον χρησιμοποιούσε
έπειτα από υπόδειξη του Ι. Πανταζίδη) ξενίσει τους αναγνώστες. Μέχρι τότε
χρησιμοποιείτο ο όρος «φιλολογία» για να δηλώσει και το αντικείμενο, δηλαδή τα
μνημεία του λόγου, και την επιστήμη. Για να αποφεύγεται μάλιστα η σύγχυση υπήρχε
και ο όρος «ελαφρά φιλολογία», που αναφερόταν στα λογοτεχνικά έργα. Σύμφωνα με
μαρτυρίες της εποχής ο όρος «ελαφρά φιλολογία» ήταν σε χρήση μέχρι και το 1920
περίπου
Η Λογοτεχνία ως
μυθοπλασία
Μυθοπλασία είναι η σύνθεση ενός πλαστού μύθου, δηλαδή ενός μύθου επινοημένου από
τον συγγραφέα, με φαντασιακά στοιχεία [3] . Ο ορισμός της Λογοτεχνίας με αυτό το
κριτήριο παρουσιάζει τις εξής αδυναμίες: η διάκριση μεταξύ μυθοπλαστικής
αφήγησης και αφήγησης γεγονότων δεν ήταν σαφής, ιδίως στους προηγούμενους
αιώνες. στην Λογοτεχνία παλαιότερα συμπεριλαμβάνονταν κείμενα που δεν μπορούν να
θεωρηθούν μυθοπλαστικά, όπως επιστολές, πραγματείες, φιλοσοφικά κείμενα. τα
μυθοπλαστικά κείμενα δεν θεωρούνται πάντα λογοτεχνικά, όπως για παράδειγμα τα
κόμικς.
Η Λογοτεχνία ως
ιδιαίτερη χρήση της γλώσσας
Ένας πολύ συνηθισμένος ορισμός της Λογοτεχνίας
είναι ο ορισμός της λογοτεχνικής γραφής ως γραφής που αποκλίνει από την
συνηθισμένη χρήση της γλώσσας. Αυτήν την κατεύθυνση στην μελέτη της λογοτεχνίας
έδωσαν οι Ρώσοι φορμαλιστές , οι οποίοι θεωρούσαν χαρακτηριστικό της
λογοτεχνικότητας την ιδιαίτερη οργάνωση της γλώσσας: ο λογοτέχνης, με τη χρήση
διαφόρων «τεχνασμάτων», «παραμόρφωνε» την συμβατική γλώσσα, η οποία γινόταν
«ανοίκεια» -εξού και η περιώνυμη "ανοικείωση" στην οποία οι οπαδοί του κλάδου
συμπύκνωναν τη λογοτεχνικότητα της λογοτεχνίας [4]. Να σημειωθει ότι η
ανοικείωση δεν προέκυπτε μόνο από την τοποθέτηση μιας αλλότριας μορφής εκέι όπου
η κοινη γλώσσα συνήθιζε να τοποθετεί μία άλλη, πιο οικεία, αλλα και ο
ενοφθαλμισμός μιας απλής εκεί όπου αναμενόταν μία σύνθετη. Σε αυτή τη βάση η
λογοτεχνικότητα υπάγεται στον όρο "δυσπρόσιτη μορφή" που καλύπτει και τις δύο
περιπτώσεις. . Το πρόβλημα που προκύπτει από αυτόν τον ορισμό είναι οι δυσκολίες
του ακριβούς καθορισμού της συμβατικής γλώσσας, από την οποία αποκλίνει η
λογοτεχνική.
Το λογοτεχνικό κείμενο
ως «μη πρακτικό» κείμενο
Το λογοτεχνικό κείμενο μπορεί να οριστεί ως κείμενο
που δεν εξυπηρετεί κάποιον πρακτικό σκοπό, για παράδειγμα την πληροφόρηση για
κάποιο θέμα. Έτσι το λογοτεχνικό κείμενο διαφέρει για παράδειγμα από ένα
επιστημονικό κείμενο. Με μια τέτοια θεώρηση το ενδιαφέρον στη μελέτη ενός
λογοτεχνικού κειμένου δεν εστιάζεται στο θέμα για το οποίο μιλάει το κείμενο,
αλλά στον τρόπο με τον οποίο μιλάει [5]. Η πρακτική από την μη πρακτική χρήση
των κειμένων όμως είναι δύσκολο να διαχωριστεί, αφού δεν εξαρτάται μόνο από την
πρόθεση του συγγραφέα να γράψει ένα κείμενο «πρακτικό» ή «λογοτεχνικό», αλλά
(κυρίως) και από τον τρόπο με τον οποίον ο αναγνώστης επιλέγει να διαβάσει το
κείμενο. Γι� αυτόν τον λόγο, είναι δυνατό κάποιο κείμενο να γραφτεί με
«λογοτεχνική» πρόθεση, αλλά σταδιακά να πάψει να αντιμετωπίζεται ως λογοτεχνικό,
ενώ αντίθετα κάποιο άλλο να ανήκει σε είδος λόγου που δεν θεωρείται
«λογοτεχνικό», αλλά με την πάροδο του χρόνου να συμπεριλαμβάνεται στα
λογοτεχνικά κείμενα.
Η Λογοτεχνία ως
αισθητική απόλαυση
Υπάρχει η τάση να ορίζονται ως λογοτεχνικά κείμενα
τα κείμενα που θεωρούνται «καλά», που έχουν δηλαδή αξιολογηθεί ως ανώτερα από
κάποια άλλα και προσφέρουν στον αναγνώστη αισθητική απόλαυση. Μια τέτοια θεώρηση
είναι προβληματική, γιατί δεν υπάρχουν κάποια εγγενή κριτήρια με τα οποία μπορεί
να αξιολογηθεί ένα κείμενο? οι αισθητικές αντιλήψεις δεν παραμένουν αμετάβλητες
μέσα στον χρόνο, γιατί εξαρτώνται απόλυτα από το περιβάλλον, τις πεποιθήσεις και
τους προβληματισμούς κάθε εποχής. Είναι πολύ πιθανό λοιπόν, ένα κείμενο που σε
μια συγκεκριμένη εποχή είχε αναγνωρισμένη λογοτεχνική αξία, σε κάποια άλλη να
πάψει να ανταποκρίνεται στους σύγχρονους προβληματισμούς και να χάσει την αξία
του. Επιπλέον, η αξιολόγηση ενός έργου συχνά καθορίζεται από την συγκεκριμένη
εικόνα που έχουμε σχηματίσει για τον «λογοτεχνικό κανόνα»: αν διαβάσουμε ένα
έργο γνωρίζοντας ότι είναι έργο ενός αναγνωρισμένου και καταξιωμένου λογοτέχνη
θα το αξιολογήσουμε θετικά με αυτό το κριτήριο, ενώ μπορεί να απορρίψουμε κάποιο
άλλο γνωρίζοντας εκ των προτέρων ότι πρόκειται για έργο ενός λογοτέχνη που
θεωρείται ελάσσων. Ενδεικτικό της σχετικότητας των αξιολογικών κρίσεων είναι το
πείραμα του καθηγητή του Πανεπιστημίου του Cambridge I. A. Richards, ο οποίος το
1929 έδωσε στους φοιτητές του ποιήματα χωρίς να αποκαλύψει τους συγγραφείς τους
και ζήτησε να εκφράσουν την αξιολογική τους κρίση: οι φοιτητές απέρριψαν πολλά
ποιήματα καθιερωμένων ποιητών και προτίμησαν άλλα, αγνώστων ή υποτιμημένων.
Η Λογοτεχνία ως
"μίμηση"
Η Ποιητική του Αριστοτέλη ήταν η πρώτη αυτοτελής
και συστηματική μελέτη για την ποίηση[7], όχι όμως με την σημερική σημασία της
ποίησης, αλλά με την σημασία αυτού που σήμερα αποκαλούμε Λογοτεχνία. Ο
Αριστοτέλης ορίζει την ποίηση ως «μίμηση» (κεφ. Ι, 1447a), δηλαδή ως
αναπαράσταση της πραγματικότητας. Τα ποιητικά είδη που εξετάζει είναι η τραγωδία
και το έπος και αποκλείει από την μελέτη του την λυρική ποίηση, επειδή το
περιεχόμενό της είναι μη αφηγηματικό, επομένως μη μιμητικό[8]. Είναι
αξιοσημείωτο ότι ο Αριστοτέλης δεν ταυτίζει την έννοια της ποίησεως με την
έννοια του μέτρου, αφού τονίζει ότι ένα έργο σε έμμετρη μορφή δεν είναι κατ'
ανάγκην ποιητικό (κεφ. Ι, 1447b). Από την εποχή της Αναγέννησης ως το τέλος της
περιόδου του κλασικισμού η θεώρηση της λογοτεχνίας στηριζόταν στην Ποιητική του
Αριστοτέλη. Για την αναφορά στο λογοτεχνικό φαινόμενο χρησιμοποιείτο ακόμα ο
όρος «ποίηση», ενώ ο πεζός λόγος (Prosa), δεν είχε ακόμα θέση στον λογοτεχνικό
κανόνα[9]
Η λογοτεχνία ως
«έκφραση»
Η μεγάλη αλλαγή στην θεώρηση της λογοτεχνία
σημειώθηκε τον 18ο-19ο αι., υπό την επίδραση του Ρομαντισμού. Από τότε η
λογοτεχνία άρχισε να αντιμετωπίζεται όχι πλέον ως «μίμηση» της πραγματικότητας,
αλλά ως «έκφρασή» της. Σύμφωνα με αυτήν την θεώρηση, ο συγγραφέας με το έργο του
δεν μιμείται την πραγματικότητα αλλά «δημιουργεί» μια δική του πραγματικότητα. Η
λογοτεχνία εθεωρείτο πλέον «έκφραση» του ψυχικού κόσμου του δημιουργού και η
έννοιά της περιορίστηκε και αποκλείστηκαν όσα κείμενα είχαν μόνο κάποια χρηστική
λειτουργία (για παράδειγμα την πληροφόρηση ή την πειθώ). Εκείνη την εποχή
εισήχθησαν και οι έννοιες της «φαντασίας», της «δημιουργικότητας» και της
«πρωτοτυπίας» ενός έργου, οι οποίες παλαιότερα δεν θεωρούνταν απαραίτητες, αφού
οι σύνθεση ενός έργου έπρεπε να υπακούει σε αυστηρούς κανόνες. Την ίδια περίοδο
άρχισε να χρησιμοποιείται συχνότερα ο όρος «litteratura» και να αντικαθιστά
σταδιακά τον όρο «ποίηση», ο οποίος τελικά περιορίστηκε στην σημασία της
«λυρικής ποίησης» [10]. Τα λογοτεχνικά γένη αποκρυσταλλώθηκαν σε ένα νέο σχήμα
(Δράμα, Έπος, Λυρική ποίηση) από τον Γκαίτε και τον Χέγκελ τον 19ο αι. και
παράλληλα άρχισε σταδιακά να διευρύνεται η έννοια της Λογοτεχνίας για να
συμπεριλάβει τελικά και τον πεζό λόγο (διήγημα, νουβέλα, μυθιστόρημα), οποίος
είχε αρχίσει να γνωρίζει μεγάλη ανάπτυξη.
Γένη και είδη του
λόγου
Γένη του λόγου ονομάζονται οι ευρείες κατηγορίες
στις οποίες εντάσσονται τα μνημεία του λόγου και είδη οι μικρότερες
υποδιαιρέσεις τους. Υπάρχουν πολλές προτάσεις για την κατάταξη των κειμένων σε
είδη και γένη και συχνά αμφισβητείται ακόμα και η χρησιμότητα της
κατηγοριοποίησης, αφού τα λογοτεχνικά είδη συνεχώς εξελίσσονται αλλά και συχνά
αναμειγνύονται. Στην Ελλάδα χρησιμοποιείται κυρίως η ταξινόμηση στις τρεις
μεγάλες κατηγορίες της πεζογραφίας, της ποίησης και του θεάτρου. Κάποια από τα
σημαντικότερα είδη του λόγου είναι: μυθιστόρημα, διήγημα, νουβέλα, έπος, ωδή,
σονέτο, μπαλάντα, πεζόμορφο ποίημα, τραγωδία, κωμωδία. Είδη του πεζού λόγου όπως
τα απομνημονεύματα, το δοκίμιο, το χρονογράφημα, η αυτοβιογραφία, η βιογραφία
και τα ταξιδιωτικά κείμενα συχνά αντιμετωπίζονται ως λογοτεχνικά με την ευρεία
σημασία του όρου.
Ιστορία της
λογοτεχνίας
Ιστορία της λογοτεχνίας είναι ο κλάδος που εξετάζει
ιστορικά την εξελικτική πορεία της λογοτεχνικής παραγωγής ενός έθνους
(συνηθέστερα) αλλά και μιας ευρύτερης ή στενότερης ομάδας. Η ιστορία της
λογοτεχνίας βέβαια δεν περιορίζεται στα έργα που μπορούν να θεωρηθούν
λογοτεχνικά μόνο με τις τρέχουσες αντιλήψεις, αλλά εξετάζει όσα έργα θεωρούνταν
λογοτεχνικά και λειτουργούσαν ως λογοτεχνικά την εποχή που γράφτηκαν. Επιπλέον
είναι απαραίτητο η εξέταση της ιστορίας της λογοτεχνίας να συνδυαστεί με την
μελέτη γενικότερα της ιστορίας των γραμμάτων, της παιδείας και της πνευματικής
κίνησης της συγκεκριμένης ομάδας, χωρίς φυσικά να αποκλείεται η αναζήτηση των
επιδράσεων των ιστορικών, κοινωνικών και πολιτικών γεγονότων στην πνευματική και
λογοτεχνική ζωή. Η παρουσίαση του υλικού στην Ιστορία της Λογοτεχνίας δεν
πρόκειται βέβαια για απλή παράταξη του υλικού· αυτού που προέχει είναι η εξέταση
των αλληλεπιδράσεων και των σχέσεων μεταξύ των πνευματικών φαινομένων. Η ιστορία
της λογοτεχνίας διαιρεί το υπό εξέταση υλικό σε περιόδους, δηλαδή μεγάλα χρονικά
διαστήματα στα οποία γενικά εμφανίζεται σχετική ομοιογένεια στην λογοτεχνική
κίνηση. Η ταξινόμηση σε περιόδους δεν γίνεται πάντα με λογοτεχνικά κριτήρια·
συχνά χρησιμοποιούνται σημαντικά ιστορικά γεγονότα. Η κατάτμηση αυτή φυσικά δεν
είναι απόλυτη, καθώς τα πνευματικά φαινόμενα δεν προκύπτουν εκ του μηδενός ούτε
αντικαθιστούν αμέσως τα προϋπάρχοντα.
Γενιές, Σχολές και
Κινήματα
Οι περίοδοι διαιρούνται επιπλέον σε μικρότερα
τμήματα, τις γενιές, τις σχολές και τα κινήματα. Η λογοτεχνική γενιά διακρίνεται
κυρίως με βιολογικά κριτήρια, περιέχει δηλαδή συγγραφείς περίπου συνομήλικους,
που έχουν δεχθεί κοινά ερεθίσματα και επιδράσεις, τα έργα τους έχουν αρκετά
κοινά χαρακτηριστικά και φυσικά διαφοροποιούνται από την προηγούμενη γενιά. Η
κατάταξη σε γενιές, που συχνά αμφισβητείται, δεν βασίζεται στο κριτήριο της
χρονολογίας δημοσίευσης των έργων, γιατί είναι συχνό φαινόμενο ένας συγγραφέας
να εμφανιστεί μαζί με τους συγγραφείς μιας συγκεκριμένης γενιάς, αλλά το έργο
του να έχει τα χαρακτηριστικά της προηγούμενης, ή να έχει εντελώς ιδιόμορφο
χαρακτήρα. Η σχολή είναι μια ομάδα λογοτεχνών που έχουν κοινά χαρακτηριστικά,
κοινές αντιλήψεις, έχουν την επίγνωση ότι ανήκουν σε μια κοινή ομάδα και κυρίως
αποδέχονται ως «αρχηγό» και πρωτοπόρο έναν συγκεκριμένο λογοτέχνη, τον οποίον
ακολουθούν ως πρότυπο, όπως για παράδειγμα οι ποιητές της Νέας Αθηναϊκής Σχολής
και ο Κωστής Παλαμάς. Συγγενής με τους όρους «σχολή» και «γενιά» είναι και ο
όρος κίνημα, ο οποίος προσδιορίζει μια ομάδα καλλιτεχνών που εκτός από τα
χαρακτηριστικά της σχολής διαθέτουν επιπλέον το γνώρισμα ότι έχουν στόχο την
ριζική ανατροπή των τάσεων που επικρατούν και την επιβολή των δικών τους
αισθητικών αντιλήψεων. Τα μέλη ενός κινήματος κάνουν δυναμικά αισθητή την
παρουσία και προβάλλουν έντοντα το έργο τους για να επιτύχουν τον σκοπό τους.
Γεννήθηκε στη Μεσσήνη το 1951. Από το 1965 ζει και εργάζεται στην Αθήνα.
Σπούδασε οικονομικά και στατιστική. Παράλληλα με την ποίηση γράφει
λογοτεχνικές κριτικές και άλλα κείμενα σε περιοδικά και εφημερίδες. Είναι
μέλος της Εταιρείας Συγγραφέων από το 1982.
Διακρίσεις
1997 Βραβείο Καβάφη - Αλεξάνδρεια Αιγύπτου
1999 Κρατικό Βραβείο Ποίησης
Εργογραφία
Ποιητικές συλλογές
Έβδομη Συμφωνία, 1968.
Η κλεφτουριά του κάτω κόσμου. Αθήνα, Κούρος, 1973.
Η θλίψις του προαστίου. Αθήνα, Κέδρος, 1976.
Οι πυροτεχνουργοί. Τραμ/Εγνατία 1979
Η ιστορία του ξένου και της λυπημένης, Υάκινθος, 1987.
Μη σκεπάζεις το ποτάμι, Κέδρος, 1998.
Δοκίμιο
Εκδρομή στην άλλη γλώσσα, Τόμος πρώτος, Ρόπτρον, 1991.
Εκδρομή στην άλλη γλώσσα. Τόμος δεύτερος, Νεφέλη, 1994.
Λευτέρης Ιερόπαις � Μια παρουσίαση - Γαβριηλίδης 1999
Η Λογοτεχνική Ομάδα "Ιδεόπνοον"
έχει μια μακροχρόνια και συνεχή παρουσία στα πολιτιστικά δρώμενα του τόπου
μας. Σκοπός της είναι η προώθηση των πνευματικών ιδεών και η επαφή του
κοινού, όχι μόνο με τις μορφές της Ελληνικής και Παγκόσμιας Λογοτεχνίας,
αλλά και της Τέχνης γενικότερα. Στα πλαίσια των αφιερωμάτων της, έχει
καθιερώσει τον Πανελλήνιο Λογοτεχνικό Διαγωνισμό, το Διήμερο Συμπόσιο για
την Αρχαία Ελλάδα καθώς και το Διήμερο Συνέδριο για τη Λογοτεχνία.
Η Λογοτεχνική Ομάδα "Ιδεόπνοον"
στις 17 & 18 Απριλίου 2010, διοργανώνει για τρίτη συνεχή χρονιά το 3ο
Διήμερο Συμπόσιο για την Αρχαία Ελλάδα που θα πραγματοποιηθεί στο Πνευματικό
Κέντρο Πετρούπολης, με σημαντικούς ομιλητές από το χώρο των Γραμμάτων και
της Τέχνης. Τα θέματα που θα παρουσιαστούν είναι τα κάτωθι:
ΠΥΘΑΓΟΡΑΣ Ο ΣΑΜΙΟΣ - ΙΩΝΙΑ-ΠΟΝΤΟΣ
ΣΤΗΝ ΑΡΧΑΙΟΤΗΤΑ - ΤΟ ΑΡΧΑΙΟ ΕΛΛΗΝΙΚΟ ΘΕΑΤΡΟ - ΣΥΝΑΥΛΙΑ με το διεθνούς φήμης
συγκρότημα αρχαιοελληνικής μουσικής του ΠΑΝΑΓΙΩΤΗ ΣΤΕΦΟΥ "ΛΥΡΑΥΛΟΣ".
Για την Λογοτεχνική Ομάδα "Ιδεόπνοον"
Με εκτίμηση
Η Πρόεδρος - Αρετή Γκιωνάκη - 6939154680
Ο Αντιπρόεδρος - Νίκος Δεληγιάννης - 6932782059
ΑΠΟ ΤΟ 2ο ΣΥΜΠΟΣΙΟ ΓΙΑ ΤΗΝ ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΑΔΑ-ΑΠΡΙΛΙΟΣ 2009
Δ Ε Λ Τ Ι Ο Τ Υ Π Ο Υ
Sent: Tuesday, January 05, 2010 6:42
AM
Στον ποιητή Νίκο Καρούζο είναι αφιερωμένη η «ποιητική
βραδιά της Τετάρτης» της Λίνας Νικολακοπούλου στην ιστορική μπουάτ
της Πλάκας «Ζουμ».
Διαβάζει η ηθοποιός Κάτια Γέρου.
Μιλάει για τοΝίκο Καρούζο και το έργο του ο
ποιητής Γιώργος Ίκαρος Μπαμπασάκης
Μουσική – τραγούδι από το
«Τρίφωνο».
Υπενθυμίζεται ότι κάθε
Τετάρτη στο «Ζουμ», η Λίνα
Νικολακοπούλουμε τη συνδρομή
του ποιητή Γιώργου Δουατζή, επιμελείται βραδιές αφιερωμένες σε
Έλληνες ποιητές. Οι βραδιές περιλαμβάνουν απαγγελίες, σύντομες ομιλίες για τον
ποιητή και το έργο του, μικρές συνεντεύξεις, προβολή οπτικού υλικού και μουσική
- τραγούδια από το «Τρίφωνο».