το ηλεκτρονικο μας περιοδικό "Έλα να δεις"

  • Mια Φωτογραφία και ένας τόπος

  • ποιήματα τ' αγαπημένα

  • Δημήτρης Καραλής

  • Ελληνική Πεζογραφία

  • ο στίχος της ημέρας

  • Ανθολογίες της ΕΕΛΣΠΗ

  • Λογοτέχνες και λογοτεχνήματα

  • Δ Ε Λ Τ Ι Α Τ Υ Π Ο Υ

  • Θωμάς Πετρολιάγκης

  • Ελένη Κατσουλάκη

  • Το περιοδικό "Εποχές" Μάιος 1963 Απρίλιος 1967

  • Τα απομνημονεύματα τού Δία

  • Χριστιάνα Αβραμίδου

  • Γιώτα Στρατή

  • Μαρία Θανοπούλου

  • Αικατερίνη Σιδέρη

  • Διονύσης Δουζένης

  • Κώστας Καλύβας

  • ΤΟ ΚΑΡΔΑΡΙΤΣΙ ΚΑΙ Η ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΟΥ

  • 'Aσπα Παπακωνσταντίνου

  • Παναγιώτης Τρανούλης

  • 'Aντρια Γαριβάλδη

  • Σπύρος Δαρσινός

  • Τι είναι ποίηση

  • Η ΓΕΝΝΗΣΗ ΤΟΥ ΚΟΣΜΟΥ

  • Μ. Καραγάτσης

  • ΟΙ ΣΑΡΑΚΑΤΣΑΝΑΙΟΙ ΣΤΟ ΔΙΑΒΑ ΤΩΝ ΑΙΩΝΩΝ

  • Δέκα μύθοι και μία Ιστορία Εισαγωγή

  • ΕΛΕΝΗ ΤΖΗΚΑ

  • Χριστίνα Τσαρδίκος

  • Αλκυόνη Παπαδάκη

  • ΝΙΚΟΣ ΣΠΑΝΙΑΣ

  • Μάρω Σιδέρη

  • 'Αιντε λοιπόν Έλληνα μου

  • Φωτογραφία και περιήγηση

  • Βασίλης Παπαθεοδώρου

  • «H Πόλις εάλω!»

  • Αυτοί είμαστε οι 'Ελληνες!!!

  • 'Aξιον εστί το τίμημα

  • Τα μάρμαρα του Παρθενώνα

  • ο Ξενοφών Ζολώτας

  • η Γλώσσα μου η Ελληνική

  • Γιώργος Μπαμπινιώτης: Ο «ποιητής της γλώσσας»

  • ΑΝΟΙΧΤΗ ΕΚΚΛΗΣΗ ΓΙΑ ΤΗΝ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΓΛΩΣΣΑ

  • Δρ Θωμάς Σαββίδης : Γλώσσα και πολιτισμός

  • Prof. Minas Savvas THE VANISHING OF CONSCIOUS HELLENISM

  • Χαιρετισμούς και Αφιερώματα

  • Ημέρα μνήμης Πολυτεχνείου

  • Ένας όρκος και μια Ιστορία

  • Κριτικές Αναλύσεις

  • Γαβριήλ Παναγιωσούλης

  • Γιάννης Ανδρεόπουλος

  • Λάκης Φουρουκλάς

  • 'Ατυπη Λέσχη

  • η Ανθολογία «ΞΕΝΙΤΕΙΑ»

  • Νίκος Παλαμήδης

  • Οδυσσέας Πλατύρραχος

  • Κική Δημουλά

  • Στέλιος Καζαντζίδης

  • Η Νάνσυ Μπίσκα

  • Διονύσης Κονταρίνης

  • Γκαμπριέλ Μάρκες

  • Λάρρυ Κουλ

  • Δημήτρης Ζαχαρόπoυλος

  • Ρούλα Ιωαννίδου - Σταύρου

  • Χρήστος Νιάρος

  • Στράτος Δουκάκης :

  • Βάϊος Φασούλας

  • Ελευθερία Μπέλμπα

  • Ιουστίνη Φραγκούλη-Αργύρη

  • Εθνική Αντίσταση και Λογοτεχνία

  • Αφιέρωμα στον Γιάννη Ρίτσο

  • Κώστας Γεωργουσόπουλος

  • ΤΟ ΤΡΑΓΟΥΔΙ ΤΗΣ ΜΑΝΑΣ ΜΟΥ

  • η ΜΑΝΗ

  • Όμορφη και παράξενη πατρίδα

  • Γνωρίστε το Oakville και τα πέριξ

  • Ο Νίκος Δημόπουλος

  • Γράμμα από το Γκύτερσλο

  • Τρισαγαπημένη ΑΡΚΑΔΙΑ

  • Δημήτρης Λιαντίνης

  • ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΕΙΟ ΙΔΡΥΜΑ

  • Hellenic American National Council

  • Ο Λόγος μέσα από τη Διασπορά

  • ΜΑΝΩΛΗΣ ΑΝΑΓΝΩΣΤΑΚΗΣ : Φοβάμαι...

  • Αχ Ελλάδα..

  • Γιατί δεν πήρε ο Νίκος Καζαντζάκης το βραβείο


  • Επόμενη Ενότητα..
    Ακολουθείτε το τόξο για την επόμενη ενότητα

    Προηγούμενη Ενότητα Στράτος
    Δουκάκης


    Προηγούμενη  σελίδα Κεντρική σελ. της Ενότητας Επόμενη  σελίδα
    Ηλεκτρονικό Περιοδικό
    Λογοτεχνίας και Πολιτισμού

    'Ελα να δεις...

    Στο διαδίκτυο ο Στράτος διαθέτει τα προσωπικά του ιστολόγια: «Μηθυμναίος», «Φωτοχυσίες», «Ιστοχαστής» (Pinterest) και το ισπανόφωνο «Añoranzas, y Recuerdos de Venezuela».

    Bιογραφικό Ο Στράτος Δουκάκης γεννήθηκε στη Μήθυμνα (Μόλυβο) της Λέσβου. Το 1963 μετανάστεψε στη Βενεζουέλα όπου ασχολήθηκε με το εμπόριο. Εκεί έμεινε επί 41 χρόνια, μέχρι το 2004 οπότε και επέστρεψε στην Ελλάδα. Την εμφάνισή του στα γράμματα έκανε το 1974 με ποιήματα που δημοσιεύτηκαν στο περιοδικό Αιολικά Γράμματα του Γιώργου Βαλέτα. Στη Βαλένσια της Βενεζουέλας, όπου ζούσε, εκδίδει για δυο χρόνια, τη δεκαπενθήμερη ελληνική εφημερίδα Άνθρωποι, παράλληλα δε, επιμελείται και παρουσιάζει τη ραδιοφωνική εκπομπή «ECOS GRIEGOS» (Ελληνικοί Αντίλαλοι). Στα γράμματα η παρουσία του γίνεται έντονη από το 2000 έως το 2003 όπου αρθρογραφεί τακτικά στο Athens Photo News (AΡΝ) καθώς και σε διάφορες ελληνικές ιστοσελίδες ανά τον κόσμο. Είναι από τα ιδρυτικά μέλη της «Ένωσης Ελλήνων Λογοτεχνών - Συγγραφέων των Πέντε Ηπείρων» (ΕΕΛΣΠΗ) και συμμετέχει με κείμενά του στις Ανθολογίες της Ένωσης. Από το 2003 μέχρι και το 2012 αρθρογραφεί στην εφημερίδα Εμπρός της Λέσβου. Άρθρα του επίσης έχουν δημοσιευτεί σε διάφορα συλλογικά περιοδικά και εφημερίδες. Το 2007 βραβεύεται από το «ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΕΙΟ ΙΔΡΥΜΑ» για το πνευματικό του έργο. Από το 2013, είναι τακτικός συνεργάτης στην Εφημερίδα της Νέας Υόρκης με τη στήλη «Χρονογράφημα από την Αθήνα».

    Εκπαιδεύοντας τον χαρακτήρα μου...    Στιγμές της ζωής μου…    Χάρτινα όνειρα    Ήμασταν είκοσι χρονών!    Σπάνιοι άνθρωποι…    Τα «δυστυχώς» και… τα υπέροχα «τίποτα» Φυλαγμένα αχνάρια μιας άλλης εποχής Στα αλατοπίπερα των σχέσεων... Στα μπαχάρια των συναισθημάτων... Συμπεριφορές «á la carte» Ένας ρομαντικός… παλαιάς κοπής Ενώπιος ενωπίω… «Μηθυμναίος» η γωνιά της προσωπικής μου δημοσιότητας Μια συνάντηση κι εκείνα τα άπιαστα «θα»    Το καλοκαίρι φεύγει, τ' αποκαΐδια μένουν    Ανευ σημασίας...   Οι ιέρειες όλο και σπανίζουν...   Ένας γνήσιος δημιουργός   Ένας συγγραφέας του Απόδημου Ελληνισμού   Μόλυβος: Μια αγάπη για το καλοκαίρι   Ο ήχος της ψυχής μου και της σκέψης μου   Σχίζοντας την ιστορία μου    Στα μονοπάτια του γυρισμού   Σκέψεις ξενιτιάς - Διαδρομές ζωής    Καλή Χρονιά! Αθήνα 30/12/2004   Εαρινό προσκύνημα στη γενέθλια γη    Υστερόχρονες σκέψεις    Ψάχνοντας τη λύτρωση    Κώστας Γ. Μίσσιος   Η χώρα των θεών   Το σχολείο μου    Βαλένσια, 4 Φεβρουαρίου 2003   Πέσ, τε μου αν ο Θεός    Ο τροβαδούρος του καμένου βουνού   


     
    Εκπαιδεύοντας τον χαρακτήρα μου...
    «Πάνω στου λάθους το υφάδι, είμαι κι εγώ πιασμένος,
    πλέκω, ξεμπλέκω μπερδεμένος, ποια η αρχή και ποιο το τέλος»;

    Πόσο συμβουλευτικές κι ενδιαφέρουσες γίνονται οι στιγμές που διαπιστώνεις τα λάθη σου. Και παρ’ όλη τη διαπίστωση, το πιθανό είναι πως αν συνεχίσεις να είσαι ο ίδιος, ίσως τα ξανακάνεις… Παίζει μεγάλο ρόλο τι βλέπουν τα μάτια μας και τι κοιτούν τα μάτια των άλλων.

    Είναι προτιμότερο –χίλιες φορές– να μην ασχολείσαι με τα κακώς κείμενα (ή τα κακώς εννοούμενα) τα οποία ενίοτε έχουν εκρηκτικές –κι αρνητικές– συνέπειες. Είναι προτιμότερο –άλλες τόσες φορές– να μένεις αμέτοχος σε διενέξεις, αντιπαραθέσεις κι αλληλοσπαραγμούς της μικρής τούτης ιδιότροπης (και κάθε φορά χειρότερης) κοινωνίας των ευκαιριακών σχέσεων, που δεν σου επιτρέπουν να είσαι αυθεντικός. Έχω βαρεθεί να με προδίδουν τα αισθήματά μου. Είναι πολλά αυτά που συναισθηματικά με επηρεάζουν και με εξεγείρουν, όσο κι αν θέλω να τα ξεπεράσω ανώδυνα… δίχως να εκτεθώ. Και κάθε φορά αποδεικνύεται πως αυτό δύσκολα «θηλυκώνει» με την πραγματικότητα. Δεν αναζητώ άλλοθι, το θεωρώ απόλυτα φυσιολογικό.

    Νομίζω πως απέτυχα στη ζαριά… Όμως αγάπησα τις ήττες μου… Νομίζω πως αυτές μού ’δωσαν περισσότερα κι απ’ τις νίκες… Χαράμισα άσκοπα χρόνο σε παράταιρα αλισβερίσια αντί να κάθομαι σιωπηλός «στη γωνιά της προσωπικής μου δημοσιότητας» και να μιλάω στον εαυτό μου επενδύοντας σε πράγματα χρήσιμα για μένα και για τους λιγοστούς φίλους που μ’ έμαθαν να βλέπω τις ομοιότητες και να ξεχνάω τις διαφορές. Να τους χαρίζω, πάνω απ’ όλα, καρδιά και πολλή αγάπη, τόση που να δείχνει το γιατί μ’ αγάπησαν. Όσοι, εν τέλει, μ’ αγάπησαν. Να μη δίνω σημασία πια στις συμπεριφορές των άλλων και να συγχωρνάω τις δικές μου… Αλλά βλέπεις, ο χαρακτήρας καθημερινά εκπαιδεύεται από τη διαβρωτική φθορά του, στο ανελέητο πέρασμα του χρόνου. Προ πάντων στις καταιγίδες. Υ.Γ. Επέλεξα ν’ ακούσω δυο «φάδο». Είναι γιατί αυτά ταιριάζουν με την ψυχοσύνθεσή μου. Η μουσική τους είναι μελαγχολική, το ίδιο κι οι στίχοι, που εμπεριέχουν ένα μείγμα νοσταλγίας, λύπης, ευτυχίας και αγάπης.

    Στιγμές της ζωής μου…

    Είναι κάποιες στιγμές στη ζωή μου, που… ενώ τις φυλάω μέσα
    μου – μη και ποτέ μου λιγοστέψουν, εκείνες ψάχνουν κενό να
    πέσουν και χέρι να πιαστούν... Στιγμές ιδιαίτερες, ανεξίτηλες,
    αξέχαστες. Αποτυπωμένες με τούτα τα σημαδιακά «όταν»…

    Όταν χάζευα τα ουράνια τόξα.
    Όταν ένιωθα να γίνομαι ένα με τ’ αγέρι.
    Όταν άφηνα το κύμα να με βρέχει με το χάδι του.
    Όταν με μάγευε το ηλιοβασίλεμα.
    Όταν κοβόταν η ανάσα μου απ’ την ομορφιά του φεγγαριού.
    Όταν μου ξέφευγε η ευχή στο πεφταστέρι της νύχτας.
    Όταν αφουγκραζόμουν στη μοναξιά τις σιωπές.
    Όταν μέσα σε λίγους στίχους έβρισκα τόσα πολλά.
    Όταν με μάτωναν κάποιες ανθρώπινες ψυχές ενώ εγώ μετρούσα τα κομμάτια μου...
    Όταν οι αγκαλιές φανέρωναν… αγάπη.
    Όταν ξερίζωνα τις νύχτες την ψυχή μου νομίζοντας πως όλα τελειώνουν,

    και… την ξανάβρισκα με το ξημέρωμα.
    Όταν επούλωνα τις πληγές μου, ενώ συγχρόνως άνοιγα άλλες.
    Όταν σκούπιζα κρυφά το δάκρυ μου… στο ξέφτι μιας αγάπης.
    Όταν ακούμπαγα σ’ έναν ώμο… για παρηγοριά.
    Όταν κοίταζα μέσα μου και τρόμαζα.
    Όταν βρήκα το ταίρι μου ψάχνοντας μέσα στο τίποτα.
    (Το τίποτα της ευτυχίας).
    Όταν τρία πλάσματα ήλθαν να τη στεριώσουν.
    Όταν για χρόνια σε ξένους τόπους έζησα κι ύστερα τους κουβάλησα μαζί μου.
    Όταν έφυγα.
    Όταν γύρισα.
    Όταν για κάποιο λόγο ναυάγησαν τα όνειρά μου.
    Όταν… όταν… όταν…

    Θαρρώ πως δεν αδίκησα στιγμές...

     
    Χάρτινα όνειρα

    Τ’ άπλωνα, τ’ άφηνα να λιάζονται, να σεργιανούν και ν’ αλητεύουν.
    Που τα ’χανες, που τα ’βρισκες - εδώ κι εκεί, να ξελογιάζονται…
    Πότε με σύννεφα, πότε μ’ αστέρια,
    πότε στα δειλινά και πότε στα ξημερώματα,
    να λικνίζονται και να παιχνιδίζουν ακόμη και με τον ήλιο.
    Ιδίως στα βασιλέματά του.
    Τα καμάρωνα και τ’ άφηνα να το ευχαριστηθούν!
    Τι το ’θελα;

    Σαν τ’ αδέσποτα, έψαχναν να βρουν το ταίρι τους.
    Έγερναν κι ακουμπούσαν στο ηλιοβασίλεμα.
    Λες και περίμεναν το σινιάλο του για να πάνε ν’ αράξουν στο πλάι του.
    Σε μια ατέρμονη ηδονή.

    Παρέα άρχισαν να υφαίνουν, άγνωστο ποιες συνωμοσίες είχαν κατά νου.
    Από στιγμή σε στιγμή νόμιζα, ο αφελής, πως θα γύρναγαν.
    Άνοιγα την αγκαλιά μου να τα υποδεχτώ.
    Εν αναμονή… Στη διασταύρωση.
    Τα ξημερώματα.
    Κι ανυποψίαστος εκτέθηκα.
    Τι αφέλεια κι αυτή η δική μου…
    Λογάριαζα πως ίσως θα ’ταν μακριά...
    Χαρά στην απόσταση.

    Μα, αυτά ξεστράτισαν και λοξοδρόμησαν, μαράθηκαν κι έσβησαν.
    Έγιναν παρελθόν κι εγώ η σκιά τους.
    Ήταν χάρτινα όνειρα.
    Χάθηκαν στα τελειώματα.
    Ήταν χάρτινα όνειρα.
    Άλλοι τα τσαλακώνουν και τα πετάνε.
    Εγώ τα έχασα.

    Είναι αυτή η αίσθηση που δημιουργείται μέσα μας
    ώστε να μας κάνει να αγαπάμε και να εκτιμάμε ό,τι χάθηκε.
    Κι αυτό το άτιμο το λίγο που μας δόθηκε
    –ράγισμα στο μονότονο χτυποκάρδι της ζωής–

    φαντάζει τεράστιο σε μια εποχή όπου όλα πωλούνται και
    αγοράζονται όσο όσο…
    Τα υπόλοιπα;
    Είναι ευαίσθητα προσωπικά δεδομένα…

    Ήμασταν είκοσι χρονών!

    Ήταν ένα πρωινό Κυριακής, όπως όλα τα κυριακάτικα πρωινά. Τα απογεύματά της είναι που με μελαγχολούν. Ίδίως τώρα, που από τις πέντε νυχτώνει. Η μέρα ξημέρωσε συννεφιασμένη, αφήνοντας να πλανιέται ένα γύρω, μια μικρή υποψία βροχής. Ιδανικός καιρός για νοσταλγούς, ονειροπόλους και γι’ αυτούς που λογαριάζουν τη ζωή κι ό,τι καλύτερο. Δεν είχα καμιά διάθεση σήμερα να ταλαιπωρήσω το μυαλό μου, ήθελα να τ’ αφήσω άδειο από σκέψεις, να μη τους δώσω περιθώριο ύπαρξης… Πόσες σκέψεις, όμως, μπορείς να πνίξεις με μια απόφαση της στιγμής;

    Ωστόσο, μια παράξενη σιωπή, μια παραίτηση και μια απροσδιόριστη μελαγχολία συνυπάρχουν μέσα μου και με κάνουν να μπλέκομαι πάλι στο κουβάρι μου. Έπιασε κι αυτή η βροχή…

    Στα «εισερχόμενα», βρήκα –σταλμένο από φίλο– το «La Boheme» του Charles Aznavour, ένα τραγούδι από τα χρόνια εκείνα, που μιλάει για την ανέμελη ζωή στα… είκοσι μας χρόνια. Το έβαλα να παίξει. Τι το ’θελα; Μπλέχτηκα πάλι στα ίδια. Κι άρχισαν, στο διάβα της μουσικής και των στίχων, να μπερδεύονται τα χτυποκάρδια με τις νότες, και τα όνειρα να γίνονται ένα με τις νοσταλγίες που το ’χουν παιχνίδι, κάθε τόσο, να με αναστατώνουν.

    Ήταν τόσο ωραίο, που με μιας θέλησα να το μοιραστώ, προωθώντας το σε φίλους. «Σ’ ευχαριστώ κι ας μελαγχόλησα. Μακάρι να μεγαλώνουμε χωρίς να γερνάμε…», μου έγραψε αμέσως η Ρέα. Η Χαρά, το δέχτηκε «σαν γρατζουνιά στην πληγή από παλιοκαιρίσια ντέρτια»… Το Αντιγονάκι: «Με συγκίνησες. Γέμισε νοσταλγία η ψυχή μου. Τι όμορφο να μοιράζεσαι κοινές ευαισθησίες…». Κι εγώ, άφησα να βγει από μέσα μου, ένα μακρόσυρτο, πονεμένο «αχ»… σαν καημό φυλακισμένο που θέλησε να δραπετεύσει.

    Πώς να ξεγράψει κανείς όσα ζήσαμε τότε; Συνεπαρμένοι και τρελοί, αναπνέαμε έναν αλλιώτικο αέρα, αγαπούσαμε παράφορα τη ζωή, μ’ εκείνη την ελπιδοφόρα νεανική ορμή, συνταίριασμα ψυχής αντάρτικης, όντας νέοι, μες στην ανέμελη ζωή. Όπου και ν’ ακουμπούσες το βλέμμα, ανασηκώνονταν όνειρα. Και πως θα μπορούσε να ’ταν αλλιώς… Ήμασταν είκοσι χρονών! Κάθε στιγμή ήταν μοναδική. Μοναδική κι ανεπανάληπτη! Όπου ήθελαν μας πήγαιναν τα κύματα. Η ζωή ήταν δική μας. Αγναντεύαμε πότε τη μπουνάτσα, πότε το κύμα. Δεν είχαμε κανέναν ανάγκη, για να μας θυμίζει τη σπουδαιότητα των μικρών «τίποτα». Γιατί μ’ αυτά, τα ασήμαντα «τίποτα», ζούσαμε και χαιρόμασταν. Ήμασταν είκοσι χρονών! Με ψυχές πεινασμένες για όνειρα. Κι ένα σωρό οι αμφισβητήσεις, οι προβληματισμοί, τα διλήμματα, οι απογοητεύσεις, οι υποχωρήσεις, οι αναζητήσεις, οι ενοχές και τα παιδέματα στην ανηφορική και δύσβατη πορεία της ζωής. Των αισθημάτων και των συναισθημάτων. Ήμασταν μόνο είκοσι χρονών!

    Ήταν τα χρόνια εκείνα που μαζί τους –να πάρει η ευχή– ήρθαν και χτύπησαν την πόρτα μας κι οι έρωτες… Τρέχαμε να συναντήσουμε και να βρεθούμε πιο κοντά σε κείνα τα υπέροχα πλάσματα που είχαμε διεκδικήσει, αγαπήσει… ερωτευτεί! Ήταν τα πολύτιμα και μονάκριβα στηρίγματα στα ενδιάμεσα κενά μας. Αγκαλιές που μας χώρεσαν με τη μία. Τα ξαναφέρνω στη μνήμη μου να ζωγραφίζουν χαμόγελα…

    Τώρα, καμώνεται τον αδιάφορο ο καιρός. Τα χρόνια της εφηβείας φαντάζουν μίλια μακριά κι ας μας δίνουν την εντύπωση πως, μια δρασκελιά να κάνεις, ξαναγυρίζεις σ’ αυτά. Περνάνε, φίλοι μου, τα χρόνια, φεύγουν κι ούτε που νοιάζονται για τη δική μας μελαγχολία. Κι εκείνο το τραγούδι –σαν την ανάμνηση κι αυτό– συνεχίζει να στριφογυρίζει στο κεφάλι μου. Τι εύκολα που ξελογιάζεται το ρημάδι το μυαλό μου. Και το ’λεγα, πως σήμερα θα ’θελα να το αφήσω άδειο. Τι το ’πιασε τώρα και με παιδεύει;

    Με τούτα και με κείνα έφυγε η μέρα κι άφησε πίσω μια ψυχή να ταξιδεύει. Τι θαρρείς, φαντασία είναι αυτή, πετάει... Κλείνω τη μουσική και το «βιβλίο» των απολογισμών και παραδίνομαι στα χέρια της πραγματικότητας. Αρκετά κόλλησα με το συναίσθημα. Αλήθεια, πόσο όμορφες και μελαγχολικές γίνονται, κάποιες φορές, οι Κυριακές;

     
    Σπάνιοι άνθρωποι…
    Στον φίλο Αριστείδη Γιαπαλή

    Πολύ μου αρέσουν οι άνθρωποι που έχουν κουλτούρα. Μου αρέσουν γιατί είναι ήρεμοι. Λεπτοί. Ισορροπημένοι. Άνθρωποι που τη ζωή τους κυβέρνησε η γνώση. Μ’ έναν τέτοιο φίλο συναντήθηκα προ ημερών στο σπίτι του. Πλημμύριζε αισιοδοξία και… κατά κάποιο τρόπο μου την επέβαλε κι εμένα. Είναι απ’ τους ανθρώπους που μοιάζουν με Κυριακή. Θαρρείς και κουβαλούν τον ήλιο μέσα τους. Έτοιμοι να σου συμπαρασταθούν με κάθε τρόπο. Από το να σου δώσουν τις πληροφορίες που έχεις ανάγκη, μέχρι την κουβέντα που έχεις ανάγκη. Είπαμε πολλά και για πολλούς. Δεν βγήκε από το στόμα του μια κακή κουβέντα. Για κανέναν! Αυτό μου έκανε μεγάλη εντύπωση γιατί, ως συνήθως, δεν συμβαίνει έτσι. Το αντίθετο μπορώ να πω. Μα κι αν χρειάστηκε, κι αν το έκανε - θα το έκανε με στυλ, εγώ πάντως δεν το αντιλήφθηκα.

    Συμπεραίνω ότι πηγή αυτής της συμπεριφοράς είναι η ανατροφή, η μόρφωση, το περιβάλλον, ο χαρακτήρας. Ένας άνδρας ευφυής, με λεπτό, έξυπνο χιούμορ, δίκαιος, γοητευτικός, γνώστης και μύστης, εξαιρετικός ακροατής και ομηρικός αφηγητής, ένας άνθρωπος «χαρά θεού». Πλήρης! Που δεν είχε να αποδείξει τίποτα και σε κανέναν. Όλα ήταν «απλωμένα» μπροστά του. Απολαυστικός, ευγενέστατος κι ευτυχής, όχι τόσο από έργο ή εύνοια των θεών (που φρόντισαν να μη τον αδικήσουν), όσο από την παιδεία που κουβαλάει.

    Είναι από τους ανθρώπους που έχουν έναν ιδιαίτερο τρόπο ν’ αγγίζουν τις πιο απόκρυφες χορδές της ψυχής σου, να τις χαϊδεύουν με την αύρα τους και να τις κάνουν να πάλλονται. Έρχονται στη ζωή σου και με το λιγοστό και το ελάχιστο τη φωτίζουν! Γεφυρώνουν τις όποιες αποστάσεις. Αφήνουν πόρτες και δρόμους ανοιχτούς να τους διαβείς. Βάζουν μιλιά στους χτύπους της καρδιάς κι ύστερα γέρνουν δίπλα σου, στήνουν αυτί κι αφουγκράζονται τα καρδιοχτύπια σου. Διεκδικούν κομμάτια απ’ την ψυχή σου και τα κάνουν δικά τους, ωστόσο αφήνουν και σένα να θρονιαστείς στη δική τους ψυχή. Σμίγουν τα βήματά τους με τα απαίδευτα δικά σου και σ’ οδηγούν σε μονοπάτια λίγο πιο κει… Λίγο πιο πέρα… Τους δίνεις μοναχά μια σταγόνα και σου επιστρέφουν ολόκληρο τον ωκεανό.

    Ναι, υπάρχουν κάτι τέτοιοι άνθρωποι και… πιστέψτε με, είναι ευλογία και μόνο να τους έχεις στο πλάι σου.

    Λίγες οι στιγμές τού «μαζί», μα δείχνουν και φαίνονται αρκετές γιατί μετριώνται με της καρδιάς τη δύναμη. Γεμάτοι χαρά κι αγνότητα. Ειλικρινείς και ασφαλώς ανιδιοτελείς. Καταφέρνουν, με τη γοητεία που διαθέτουν, να μαγνητίζουν και να φέρνουν στην επιφάνεια –αβίαστα και ανεμπόδιστα– την ομορφιά και την τρυφερότητα των συναισθημάτων όσο καλά κρυμμένα κι αν είναι. Κι αυτό ακριβώς δημιουργεί την αμοιβαία έλξη.

    Ευγενικοί, γλυκομίλητοι, γελούν και το γέλιο τους μένει στα χείλη σαν τις σταγόνες του νερού στα ροδοπέταλα. Κάτι τέτοιους ανθρώπους τους χρειαζόμαστε. Θα πρέπει να τους ψάχνουμε ακόμα και πίσω από τις κλειστές γρίλιες των παραθύρων, να βρούμε αυτά τα αγγίγματα που, αλίμονο, στις μέρες μας λιγόστεψαν γιατί έτσι τα έχει καταφέρει η κοινωνία μας.

    Αναρωτιέμαι, πολλές φορές, αν τα ονόματα έχουν σχέση με τον χαρακτήρα του ανθρώπου που το έχει. Μ’ εκείνον, τουλάχιστον πείστηκα ότι θα πρέπει να έχουν… Φεύγοντας πάντως, έμεινε μέσα μου μια αίσθηση ότι έφευγα λίγο πιο πλούσιος γιατί πήρα μαζί μου (φυλαχτό στην καρδιά μου) ένα κομμάτι απ’ όλες τις αρετές, τις γνώσεις και τις συμβουλές του. Πολύ θα ήθελα κάτι δικό μου να του άφησα κι εγώ. Δεν ξέρω αν το κατάφερα… Στ’ αλήθεια πολύ θα το ’θελα.

    Τα «δυστυχώς» και… τα υπέροχα «τίποτα»

    Μου αρέσει να περιπλανιέμαι στον περίγυρο της ζωής μου… Στο παραμύθι της… Μου αρέσει να ξύνω και να κρατάω ζωντανές εκείνες τις γλυκές πληγές που ούτε εύκολα κλείνουν κι ούτε θέλω να κλείσουν. Κι ας είναι πληγές… Κι ας το ξέρω. Τέτοιο γινάτι… Μου αρέσει –είναι μεγάλος πειρασμός– να ξεσέρνω τα επώδυνα συναισθήματα, που γρατζουνάνε την ψυχή μου, νομίζοντας πως αυτά με εκφράζουν καλύτερα. Η γραφή μου είναι, ως επί το πλείστον θλιμμένη, μελαγχολική… (Είναι ωραία τα θλιμμένα κείμενα, ξέρετε, φανερώνουν το χαμένο κομμάτι της αλήθειας μας…). Παράξενη μανία. Εύκολα τη λες και κουσούρι…

    Εν τω μεταξύ, όλο και ψάχνω κάτι που να υπακούει στους δικούς μου κανόνες. Κάτι που να μην φυλακίζεται στις άχρωμες αγωνίες και στις αγχωμένες ενοχές. Να μην εξαντλείται σε εκπτώσεις και διλήμματα, σε προσδοκίες και σε θαύματα, σε λάθη και παραλήψεις. Συντηρώ και τρέφω μέσα μου μια ρομαντική εικόνα. Κι αυτή βγάζω προς τα έξω. Δε φοβάμαι μήπως και χαλάσει το δείγμα αν εκτεθεί. Έτσι βολεύεται η ψυχή, ξεθαρρεύει και ξεφουρνίζει αδυναμίες. Απ’ όλα μπορεί να δραπετεύσει ο άνθρωπος εκτός από τον εαυτό του.

    Όσο κι αν προσπαθώ, με ενέσεις αισιοδοξίας, να πάρω δύναμη, σε οξειδωμένους και φορτισμένους καιρούς, δεν καταφέρνω να πορευτώ με συγκεκριμένο τρόπο σε συγκεκριμένες πεπατημένες διαδρομές. Είμαι ρομαντικός και με πολλές ευαισθησίες (δυστυχώς)... Συχνά μοναχικός και με αρκετά ελαττώματα (και πάλι δυστυχώς)... Όποιο πλήκτρο της ψυχής μου κι αν πατήσεις, τον ίδιο ήχο θα βγάλει…

    Είναι στιγμές που λέω να χαθώ. Να κλείσω τα παράθυρα, να μην μπαίνει αέρας, να μη με βρίσκει το φως και… μ’ ανακρίνει. Να μείνω γυμνός, χωρίς μνήμες, χωρίς πληγές… Να μετρώ μόνο ανάσες. Μόνος. Με τη σιωπή και την αλήθεια μου, αν υπάρχει. Να σταθώ αντίκρυ της, να της συστηθώ, να αναμετρηθώ μαζί της, αν γίνεται. Να συμφιλιωθώ, αν πρέπει. Νιώθω πως η καρδιά μου αφήνει ίχνη που φωσφορίζουν· ακόμα και στο πιο βαθύ σκοτάδι. Δεν κρύβεται, δεν χάνεται, δεν περιορίζεται, δε μικραίνει, γιατί μοιάζει με θάλασσα κι οι θάλασσες από τη φύση τους, μήτε μικραίνουν, μήτε και φυλακίζονται.

    Αδυναμίες κι αμφιβολίες είχα, απ’ την ίδια τη στιγμή που ξεδίπλωνα όνειρα, κατάστρωνα διαδρομές κι έκανα προβλέψεις για τα μελλούμενα. Πίστευα πως η ζωή μου θα μπορούσε να ήταν έτσι, αλλά θα μπορούσε να ’ταν κι αλλιώς… Γράφω κι αναρωτιέμαι: μήπως όλα αυτά δεν ήταν αληθινά, παρά καμώματα της σκέψης που τώρα καθρεφτίζονται μπροστά μου; Πόσες φορές δεν παίρνω τα ψηλώματα, να δω από ’κει πάνω τα χνάρια μου. Από πού έρχονται, πού πάνε και γιατί; Οδυνηρό το συναίσθημα, όταν ο χρόνος θαμπώνει την εικόνα.

    Έτσι χάνομαι στις αμφιβολίες μου με τη σκέψη: αν διάλεξα τη σωστή ή τη λάθος ρότα για το απάνεμο λιμάνι μου. Το ίδιο χάνομαι και στη μετάφραση της αμετάφραστης ζωής μου, που μου ήρθε, όπως την προόριζε για μένα ο Θεός. Ας πούμε βολική. Τη χώρεσα σε όσα μπόραγα κι όσα άντεχα… κι ευγνώμων έκανα το σταυρό μου. Διατήρησα την αξιοπρέπειά μου σε κάθε αντιξοότητα της ζωής… Μέσα από ένα σωρό υπέροχα «τίποτα», ζητούσα, σώνει και καλά, απαντήσεις σε κάτι επιπόλαια «γιατί», λες κι η ζωή χρωστούσε να μου δώσει λογαριασμό. Κι όμως, σαν οδοστρωτήρας –με, ή δίχως τη συγκατάθεσή μου– τα πήρε όλα και τα σήκωσε, και τώρα… μπάζει από παντού. Έτσι τα «πάντα» έγιναν «τίποτα» και «δυστυχώς». Κανείς δε μπορεί να ξεφύγει απ’ αυτό που η μοίρα τού ορίζει.

    Πόσο θέλω να μπω και να βγω απ’ το μυαλό, νικητής… Να πιστέψω πως οι όμορφες στιγμές, οι όμορφες εικόνες κι οι όμορφες αναμνήσεις δεν μπορούν να 'ναι οι απαντήσεις. Δεν αρκούν. Αν δεν έχει βασανιστεί κάτι μέσα σου, αν αυτό που μέχρι χτες ήταν ο εαυτός σου σήμερα μοιάζει λίγο ξένο. Αν ο κόσμος σου δεν είναι πιο ευρύχωρος, οι αποχρώσεις κι οι εκδοχές του πιο πολλές, τίποτε δε μένει. Ένας απλός συλλέκτης άχρηστων εμπειριών έμεινες, φίλε μου εαυτέ, που δεν υποψιάστηκε ποτέ την κρυφή πλευρά των πραγμάτων. Που δεν δοκίμασε να την καταλάβει.

     
    Φυλαγμένα αχνάρια μιας άλλης εποχής

    Πολύ με συγκινεί αυτή η προστασία που δίνω σε μερικά πράγματα, δίχως να ξέρω αν, κάποια στιγμή, θα μου είναι χρήσιμα. Τα ψάχνω συχνά, για να σκαλίζω τη μνήμη μου, να ονειροπολώ, να αλητεύω ενδεχομένως, βηματίζοντας σε δρόμους προσωπικούς που αυλακώνουν τις λογής λογής διαδρομές κι αυτά μου κρατάνε συντροφιά… Συνήθεια αγαπημένη, μπορεί και μανία, κάθε τόσο ν’ αναπολώ τα περασμένα και ν’ ανασύρω στιγμές και συμβάντα της ζωής μου, να τα φέρνω πίσω, να τα παίρνω στα χέρια μου, να τους ρίχνω ματιές, να κάνω τον απολογισμό τόσων χρόνων που, αλίμονο, γλίστρησαν κι έφυγαν. Σαν τόσα άλλα… Οι μνήμες, ξέρετε, μοιάζουν με σπινθήρες, ανάβουν ξαφνικά εκεί που δεν το περιμένεις, φωτίζουν ίσα ίσα το σημείο που έχουν επιλέξει, κι ύστερα, χωρίς πολλά, σβήνουν και επιστρέφουν στο πουθενά.

    Στην ξενιτιά, σε μια εποχή όπου τα πνευματικά πρότυπα που κυριαρχούσαν εκεί, στη μικρή ελληνική κοινωνία μας, δεν είχαν καμιά σχέση με τα δικά μου, εγώ έψαχνα διάφορα άλλα για να γεμίζω τα άδεια της ψυχής μου. Εποχές ρομαντικές, σημαντικές, απόμακρες… Για δυο, από τα τόσα χρόνια της αποδημίας μου, είχα ασχοληθεί, παράλληλα με τις επαγγελματικές μου υποχρεώσεις και με την έκδοση μιας μικρής ελληνικής εφημερίδας, στην πόλη που ζούσα. Στη Βαλένσια της Βενεζουέλας. Μπορεί στην αρχή –σαν πρώτη σκέψη– να ήταν μια ανάγκη της Ελληνικής Κοινότητας εκεί, αλλά συγχρόνως –και πρωτίστως– μια ευκαιρία –ίσως κι αφορμή– για τις δικές μου ανησυχίες ώστε να ξυπνήσουν κάποια κρυμμένα και άτολμα –χαρίσματα να τα πω; Ας τα πω…– χαρίσματα γραφής.

    Έτσι στα τρέχοντα καθήκοντα μπήκε κι αυτή η «υποχρέωση», κάθε 15 μέρες να καλύπτω με ύλη την εφημερίδα «ΑΝΘΡΩΠΟΙ». Ήταν ο τίτλος που είχα δώσει. Κι ομολογώ πως δεν ήταν εύκολο.

    Σε μια εβδομάδα, στρώσαμε τα σχέδια και το όνειρο έγινε πραγματικότητα. Το πρώτο φύλλο της ελληνικής εφημερίδας μ’ αυτόν τον πρωτότυπο τίτλο ήταν γεγονός! Φυσικά ξεπερνούσε τις προσδοκίες μας. Το πρόβλημα ήταν η συνέχεια, όταν διαπίστωσα να εξατμίζεται η διάθεση των συνεργατών μου, αφήνοντάς με μόνο να πιστεύω σ’ αυτό που κατορθώσαμε μαζί. Το πείσμα, η εμμονή, αλλά κι ο φόβος της παραίτησης, μου έδωσαν δύναμη και αποφάσισα, παίρνοντας όλη την ευθύνη, να το συνεχίσω τελικά μόνος και από συλλογικό έντυπο μετατράπηκε σχεδόν σε προσωπικό.

    Έτσι ανέλαβα, εξ’ ολοκλήρου την υποχρέωση να καλύπτω με ύλη, έξι με οχτώ σελίδες, κάθε δεκαπέντε μέρες, να έχω την επιμέλεια κι όλα τα απαραίτητα. Δίχως τεχνικές γνώσεις, δίχως τα σημερινά «εργαλεία» πρόσβασης (ιντερνέτ, μέσα κοινωνικής δικτύωσης κ.λπ.) παρά μόνο θέληση και μεράκι. Με μόνα εργαλεία: μια ελληνική γραφομηχανή, ένα ραδιόφωνο συντονισμένο στα βραχέα, αποκόμματα από «μπαγιάτικες» εφημερίδες και αρκετά βιβλία, έκανα –με υπερβάλλον πείσμα, σίγουρα– ό,τι μπορούσα για να μην τα παρατήσω και πάει στράφι το δόλιο το όνειρο.

    Με εξαντλητικές προσπάθειες κάλυπτα τις ανάγκες ώστε να υπάρχει πάντα ενδιαφέρουσα και επαρκής ύλη για την δεκαπενθήμερη έκδοση. Συν τοις άλλοις, συμπλήρωνα, ψάχνοντας στις εφημερίδες, που μου έρχονταν από την Ελλάδα με δέκα-δεκαπέντε μέρες καθυστέρηση, με το αυτί κολλημένο στο ραδιόφωνο, με βιβλία και λεξικά αλλά και συγχρόνως να είμαι και καλά ενημερωμένος με τις κοινοτικές μας δραστηριότητες ώστε να έχει και το ανάλογο ομογενειακό ενδιαφέρον.

    Ειλικρινά δεν ήταν καθόλου εύκολο. Όμως είχα δεσμευτεί κι έπρεπε να το κάνω. Όλη η προεργασία, δηλαδή να γράφω και να σελιδοποιώ τις απόψεις, τις ειδήσεις, τα γεγονότα και ό,τι τέλος πάντων σκάρωνε η φαντασία μου, ζορισμένη συχνά, από την έλλειψη τεχνικής και πείρας, μου έπαιρναν πολύτιμο χρόνο. Ήταν φορές που οι ώρες περνούσαν δίχως να το καταλάβω και αρκετές φορές μ’ εύρισκε το ξημέρωμα. Ήταν η αγάπη γι’ αυτό που έκανα. Ήταν το πάθος του ερασιτέχνη που κουβαλούσα. Πολύ το μεράκι κι αρκετά τα ξενύχτια.

    Έβλεπα με ικανοποίηση ότι, όσο πέρναγε ο καιρός, μεγάλωνε κι ο αριθμός των αναγνωστών και των συνδρομητών. Αυτών των εκατό-εκατό δέκα ανθρώπων της ίδιας ρίζας και της ίδιας μοίρας που ανυπόμονα περίμεναν να τη διαβάσουν. Με τον καιρό άρχισαν να εμφανίζονται και νέοι συνεργάτες που έστελναν τα γραφτά τους για να δημοσιευτούν, διευκολύνοντας το έργο μου. Κάπως έτσι ήταν η διαδρομή της εφημερίδας ΑΝΘΡΩΠΟΙ, που «έζησε» για δεκαοχτώ μήνες αφήνοντας χαραγμένο το δικό της σημάδι στην ιστορία του Ελληνισμού της Βενεζουέλας.

    Δεν ξέρω αλήθεια, τι μου ’ρθε σήμερα κι έψαχνα στα αρχεία μου να βρω το τελευταίο φύλλο εκείνης της εφημερίδας. Επιθυμούσα να διαβάσω το κύριο άρθρο που έγραψα τότε με τίτλο «Κύκνειο Άσμα». Ήταν 2 Ιουλίου του 1988 θυμάμαι, είχα πάρει πλέον την απόφαση να σταματήσω. Μια δύσκολη, δίχως άλλο, απόφαση που ομολογώ την πήρα με πόνο ψυχής, γιατί στη ζωή, κάθε τι όμορφο –γιατί όμορφο ήταν– θα πρέπει να τελειώνει στην κατάλληλη στιγμή.

    Δε θυμάμαι πόσες φορές το ’γραψα και πόσες το ’σκισα εκείνο το κείμενο. Θα ’θελα τώρα, ύστερα από τόσα χρόνια, να πω πως ήταν κάτι που ποτέ δεν είχα υπολογίσει να φτάσει εκεί που έφτασε, δηλαδή να είχε αυτή τη διαδρομή. Ν’ αγαπηθεί από τον Ελληνισμό και να χαρίσει σε μένα τόσες πολλές όμορφες αλλά και δύσκολες… κοπιαστικές στιγμές.

    Δεν έχει νόημα να τις αναφέρω, σημασία έχει η ικανοποίηση πως, παρακάμπτοντας όποια εμπόδια τύχαιναν, μπόραγε, κάθε 15 μέρες να είναι εκεί και κοντά στους αναγνώστες της. Όταν την έγραφα, πιστέψτε με, ήταν σα να μονολογούσα. Το παραδέχομαι, τον είχα ανάγκη αυτόν το μονόλογο και… τελικά –πολύ αργότερα– κατάλαβα πως τον είχαν κι εκείνοι… Τους θυμάμαι τώρα μ’ εκείνο το παράπονο για την απόφασή μου.

    Τα 35 φύλλα της εφημερίδας «ΑΝΘΡΩΠΟΙ», μαζί με το αρχείο, τις σημειώσεις, τα πρόχειρα, τα απορριφθέντα, όλα τα κρατώ μαζεμένα, αγκαλιασμένα κι ευλαβικά φυλαγμένα σε κουτιά και ντοσιέ, για να μη χαθούν στη λήθη του χρόνου. Θα ’ταν κρίμα να χαθεί μια δουλειά που έγινε με τόσο κόπο, δυσκολίες κι εμπόδια, με μόνο εφόδιο το μεράκι.

    Όλα αυτά, τα έχω τώρα μπροστά μου ν’ αναβοσβήνουν, σαν από ένα απόμακρο φάρο, κάνοντας σινιάλο πως υπάρχουν, τυλιγμένα μ’ ένα απαλό άρωμα κλεισούρας. Στοιβαγμένα –μα όχι ξεχασμένα– απομεινάρια μιας εποχής με οράματα, πάθος, παλμό, συγκίνηση κι αγάπη γι’ αυτόν τον παράξενο «μικρόκοσμο». Τα δικά μου ανεξίτηλα αχνάρια, χαραγμένα στο κεφάλαιο με τ’ όνομα: «Ελληνισμός της Βενεζουέλας».

    Δεν θα ’θελα να περισσεύω σ’ ένα παρελθόν που πάει να ξεχαστεί. Τα φυλλομετρώ κι αφουγκράζομαι ήχους, χαϊδεύω αναμνήσεις και ξεχωρίζω στιγμές, νιώθοντας αυτή τη γνωστή, μικρή φλέβα να χτυπάει ακατάπαυστα εδώ στο λαιμό μου…

    Είναι προφανές –και το γράφω, μετά λόγου γνώσεως– ότι αυτή η ανάγκη αναπόλησης που νοιώθω πολλές φορές, να μιλήσω για δικά μου πράγματα, είναι γιατί η μνήμη, που ως συνήθως δεν μου χαλάει χατίρι, τα επαναφέρει στο νου μου. Τώρα, μετά από τόσα απομακρυσμένα χρόνια, τα φυλλομετρώ, τα θυμάμαι και τα γράφω κι είναι σα να αναπαράγω τη φροντίδα και την έγνοια που είχα για όλα αυτά τότε.

    Στα αλατοπίπερα των σχέσεων...
    Στα μπαχάρια των συναισθημάτων...

    Όταν φτάνει η δύση, εισβάλουν στο σύθαμπο, σωρό τα μεταχειρισμένα λόγια, τα μεταχειρισμένα αισθήματα, τα μεταχειρισμένα χαμόγελα… Όλα δεύτερης χρήσης και δεύτερης διαλογής. Τα πριν, τα μετά, τα κατά τη διάρκεια… Όλα, σαν τρομαγμένη απορία, κυλάνε ανάμεσα στη φθορά της καθημερινότητας και την αφθαρσία της σκέψης. «Αφτιασίδωτα»! Όπως είναι… Γυρίζουν, πονάνε, θυμίζουν…

    Το ότι σταματάς να το δείχνεις δεν σημαίνει ότι σταματάς και να το νιώθεις. Πώς παίρνεις πίσω όσα άφησες να σου φύγουν; Πώς ζητάς τις στιγμές που σου ξέφυγαν και χάθηκαν στο πουθενά και στο τίποτα; Τις στιγμές –θέλω να πω– που σώπασα. Όχι, δεν μετανιώνω για τα λόγια που είπα· μετανιώνω ακριβώς για τις στιγμές που σώπασα· ενώ είχα τόσα να πω για ψεύτικες συμμαχίες, πικρές κουβέντες, υποχρεωτικές παραχωρήσεις... Δυστυχώς, χαμένος στη μετάφραση, δεν κράτησα τα προσχήματα, μήτε προθέσεις και σκοπούς. Όχι, δεν επανορθώνω. Εν πλήρη επίγνωση της ευθύνης μου.

    Όλα αιωρούνται στο απέραντο πουθενά και στο απροσμέτρητο τίποτα. Στο παζάρι η ανθρωπιά, οι αξίες σε έκπτωση, τα συναισθήματα σε εκποίηση. Προσφορές! Παράπλευρες απώλειες που οδηγούν σε παράπλευρο κέρδος. Το μη αναμενόμενο κέρδος. Πάρτε κόσμε! Προσοχή όμως: μετά την απομάκρυνση από το ταμείο ουδείς αποζημιώνεται, ουδέν λάθος αναγνωρίζεται. Δεν νομίζω να υπάρχει κανείς που τόλμησε να πράξει όσα η καρδιά του θέλησε, χωρίς να πληρώσει το κόστος. Και στη ζωή, όλα έχουν το τίμημα τους. Γι’ αυτό προτιμότερο είναι να παίρνεις, να δίνεις και να δημιουργείς. Αλλά πάνω απ’ όλα… να ξέρεις να εκτιμάς.

    Απεχθάνομαι αυτούς που την αγάπη και τη φιλία την κρεμάνε στα μανταλάκια και την πουλάνε σε τιμή ευκαιρίας, μετατρέποντάς τες σε «δήθεν». Γιατί, μα την αλήθεια, έτσι είναι: δήθεν! Τέλος πια τα μισόλογα, οι διευθετήσεις, η υποκρισία που περισσεύει… Δεν θέλω να σπαταλιέμαι πλέον σε πάρε-δώσε που δεν λένε απολύτως τίποτε, με το μόνο σκοπό να σκορπίζουν εντυπώσεις. Δεν θέλω να ενθουσιάζομαι από παραπλανητικές εικόνες που εστιάζουν σε ό,τι μπορεί να αποτιμηθεί και όχι να εκτιμηθεί. Μήτε να υποβάλλομαι στον κόπο να συνδιαλέγομαι μαζί τους κι ακόμα να τους επιτρέπω και να τους αφήνω να σκηνοθετούν με δικά τους σενάρια.

    Είναι πιο συνετό να μένω στη δική μου γωνιά, μέσα σ’ αυτόν τον ανεμοστρόβιλο του κυβερνοχώρου, τον απέραντο κόσμο του ψηφιακού πλανήτη, που μας χαρίστηκε για να λέμε και να γράφουμε ο καθένας αυτά που μας αντιπροσωπεύουν, οικεία, εγγύτατα και συγχρόνως φευγάτα, όπως οι σχέσεις. Να μείνω μακριά απ’ όλο αυτό το ξόδεμα στα άνευ ουδεμιάς σημασίας, που ντύνουν τις ζωές μας, γδύνοντας την από την ουσία της.

    Δύσκολο να αποφύγεις την εσωτερική φόρτιση με όλα τα επακόλουθά της. Μ’ έναν χαρακτήρα ιδιαζόντως ευαίσθητο, τέτοιον που να μην σηκώνει υπαινιγμούς και μεσοβέζικους συμβιβασμούς, σε μια κοινωνία που, δυστυχώς, η ευαισθησία, η ευγένεια και η διακριτικότητα προσμετρούνται ως… αδυναμίες, έγινα μια παρουσία μέσα στο τίποτα! Όσο αναμετριέται η παρουσία. Έμαθα πως το κενό τελικά πιάνει πολύ χώρο, αν τους το επιτρέψεις. Κι εγώ δεν δικαιούμαι να τους το επιτρέψω.

    Από τότε που μεγάλωσε ο εγωισμός στους ανθρώπους, μίκρυνε υπερβολικά η καρδιά τους. Τίποτα πλέον δεν είναι φτιαγμένο στα μέτρα μας. Ό,τι καταθέτουμε εδώ μέσα –άπαξ και το κάνουμε– δεν μας ανήκει. Δίνουμε βόλτες, ένα γύρω στις «γειτονιές» μας κι αφουγκραζόμαστε –περίσσευμα σε αδιάκριτο κουβάρι– τα «δελτία ειδήσεων», ο ένας τ’ αλλουνού.

     
    Συμπεριφορές «á la carte»

    Η τεχνολογία έστρωσε μπροστά μας μια λευκή οθόνη στην οποία εμείς απλώνουμε τους κρυμμένους θησαυρούς μας: λόγια, συναισθήματα, σκέψεις, βιώματα, προβληματισμούς. Ό,τι ποθεί η καρδούλα μας. Το πληκτρολόγιο έγινε το δεξί μας χέρι. Χτυπάμε τα πλήκτρα κι ο καθένας γράφει τη δική του ιστορία. Ενίοτε και τα απωθημένα του… Κι έκτοτε έγινε η οθόνη κοινό τοις πάσι αγαθό και… καθρέφτης της προσωπικής μας ζωής. «Λάβετε, φάγετε, τούτο μου εστί» η ζωή μου!

    Στη βιτρίνα και στη διάθεση όλων συμπεριφορές, ωσάν εδέσματα «á la carte», για να επιλέξουμε, μέσα από αυτή την πολυτέλεια που επιτρέπουμε στον εαυτό μας, χωρίς τύψεις, δίχως βιασύνη, με σκέψη και περισυλλογή, τους αγαπημένους μας. Σ’ έναν κόσμο απ’ τον οποίο χάθηκε η «εν ανθρώποις ευδοκία», ο χρόνος γίνεται τιμωρός της σκέψης κι ο χώρος ανοιχτός στης υποκρισίας την υπόσταση. Αλλά πόσο χρόνο και πόσο χώρο χρειαζόμαστε για να ταιριάξουμε τις λέξεις, ώστε να ’χουν, όχι το διφορούμενο, μήτε το αμφιλεγόμενο, αλλά το ακριβές νόημά τους; Όπου το «συγγνώμη» να σημαίνει συγγνώμη, το «φίλε» φίλε, και το «σ’ αγαπώ» σ’ αγαπώ;

    Πόσο διαφορετικά θα ήταν αν… Αν ξέραμε οι άνθρωποι να ερμηνεύουμε τις ματιές, να κατανοούμε τις σιωπές, να συγχωρούμε τα λάθη, να προλαβαίνουμε τις πτώσεις, να φυλάμε τα μυστικά και… να κρύβουμε τα δάκρυα; Πώς γίνεται να λέμε και να εκφράζουμε τα ίδια, αλλά αλλιώς να τα αρθρώνουμε κι αλλιώς να τα πληκτρολογούμε; Μπορεί να ’ναι μια τυπική λεπτομέρεια, αλλά μερικές φορές, οι λεπτομέρειες διαμορφώνουν και την ουσία.

    Κι έρχονται κάποιοι, με δείγματα παλιμπαιδισμού και παλινδρόμησης, αγνώμονες, αχάριστοι ανερυθρίαστοι (κι όσα ακόμη επίθετα με το στερητικό άλφα προσθέσετε, μέσα θα είστε) με ψεύτικες συγγνώμες μικρής διάρκειας, παλινωδώντας στα κατ’ επανάληψη ατοπήματα και βιαστικά συμπεράσματα. Άγνωστο γι’ αυτούς και περίεργο πράγμα η ντροπή. Πώς γίνεται κάποιοι ν’ αυτοκτονούν με μια τους πράξη και την αδυναμία τους να χαλινώσουν τον υπερβάλλοντα εγωισμό τους; Κι άντε μετά να βρεις τα χαμένα –ωραία και ενδιαφέροντα– κομμάτια της σκέψης και της αλήθειας του καθενός, «πεταμένα» στους κάδους της ανακύκλωσης. Κι είναι κρίμα να βλέπεις, στις τυπικές «δοσοληψίες», πόσα ωραία και ενδιαφέροντα χαραμίζονται…

    Μυστήριο πράγμα αυτοί οι άνθρωποι… με τα καμώματά τους να σε βγάζουν απ’ τα ρούχα σου και να έχουν μετά το θράσος να σε κατηγορούν για γυμνισμό. Ο κάθε άνθρωπος έχει τον τρόπο του να εκδηλώνει τα συναισθήματά του, όποια κι αν είναι αυτά, για να περιοριστώ στα ελάχιστα επίκαιρα κι όχι στα μέγιστα και κατά συρροή διαπραχθέντα. Δεν έχει κανένα νόημα να προσπαθείς να βρεις το νήμα που σε συνδέει με ταραγμένα μυαλά για να ερμηνεύσεις τις πράξεις τους. Ας μάθουμε, επιτέλους, ότι για να γιατρέψουμε μια πληγή πρέπει να πάψουμε να την αγγίζουμε.

    Κι ενώ προσπαθώ να τα συνδέσω όλα αυτά, στο τέλος δεν βγάζω άκρη… Μόνο από τις αγκαλιές που πήρα κι απ’ αυτές που στερήθηκα έμαθα να βλέπω τις ομοιότητες και να ξεχνάω τις διαφορές, γιατί οι άνθρωποι θα σε αγαπήσουν γι’ αυτό που είσαι κι άλλοι θα σε μισήσουν για τον ίδιο ακριβώς λόγο… Κι ενώ είχα να δώσω, όχι μια, αλλά τρεις ενδιαφέρουσες απαντήσεις, ερώτηση δεν υπήρξε ποτέ! Τώρα βρίσκουν συμμάχους σε «ομοίους», (τι απίθανος συνδυασμός…) που εν τω μεταξύ προηγουμένως, τους έχουν, «κρυφίως», λοιδορήσει. Συμπεριφορές από τις οποίες όλοι κρινόμαστε. Συμπεριφορές «á la carte» τελικά, που θλίβουν, συνθλίβουν και απογοητεύουν…

    Ένας ρομαντικός… παλαιάς κοπής
    Μονόλογος με τον εαυτό μου…

    Η ευαισθησία σου συχνά ξεπερνάει τα όρια. Σκαλίζεις μνήμες, ονειροπολείς και αλητεύεις στο χτες, επιμένοντας να συνδέεις το παρελθόν σου με το σήμερα. Αρκεί μια αθώα λεπτομέρεια, ένα ηλιοβασίλεμα, ένας στίχος, μια μελωδία, ένα βλέμμα, δυο λόγια, μια φωτογραφία… για να σε κάνουν κομμάτια. Αφήνεις –και το δείχνεις– να ξεχειλίζει άφθονο το συναίσθημα από μέσα σου. Δεν συμβιβάζεσαι με την κατάντια της σημερινής κοινωνίας. Απορείς κι αναρωτιέσαι: πώς έγινε και ισοπεδώθηκαν έτσι όλα; Πώς χάθηκαν οι αξίες της ζωής; Αυτές που μας μπόλιαζαν οι γονείς μας πρώτα, οι καλοί δάσκαλοι μετά και η ζωή μετέπειτα; Εξάντλησες, όσο τίποτα, το δικαίωμα στο όνειρο. Το κυνήγησες κι έζησες μες σ’ αυτό. Έζησες με τα «θέλω» της καρδιάς σου κι όχι με τα «πρέπει των άλλων. Έζησες, αισθάνθηκες, αγάπησες… Ευτυχείς συγκυρίες που εξακολουθούν –ακόμα και σήμερα– να σημαδεύουν εκείνη την εποχή του αισθήματος. Εσύ είσαι αυτός. Ένας παλαιάς κοπής ρομαντικός!

    Όσο κι αν ο χρόνος πέρασε στοιβάζοντας αμέτρητα άλλα, όσο κι αν όλα αυτά σκεπάστηκαν μ’ ένα σωρό σκόνη, εσύ επιμένεις να περνάς το χέρι σου από πάνω, να τη διώχνεις και να τα φέρνεις πάλι πίσω… στο φως.

    Κρυσταλλωμένες εικόνες, σαν παγωμένες ψιχάλες αιωρούνται μπροστά σου και μέσα τους βλέπεις τη ζωή σου σε επανάληψη. Τις κοιτάς και θυμάσαι πρόσωπα, διαδρομές, σταθμούς, αποχαιρετισμούς και αφετηρίες… Μετράς τις ρωγμές που άφησε χαραγμένες επάνω τους ο χρόνος και… μελαγχολείς.

    Πέρασαν τόσα χρόνια κι όμως, κάποιες φορές, στις σιωπές της ψυχής σου, το ρολόι του μυαλού παίρνει αντίστροφες πορείες, όπως κι εσύ που γυρίζεις στα ίδια και στα ίδια. Είσαι ένας παράξενος ταξιδευτής που ταξιδεύει από τη χαρά στη μελαγχολία κι από τη νοσταλγία στο όνειρο… Παθογένειες που δύσκολα τις κόβεις… Θέλεις να ξεφύγεις από τη ρουτίνα της καθημερινότητας και τη μονοτονία της γκρίνιας. Εσωτερικοί μονόλογοι σε βασανίζουν. Ζυγίζεις, με τα δικά σου σταθμά, ομορφιές και απογοητεύσεις κι ανασύρεις από τις αποθήκες της μνήμης ό,τι αγάπησες. Ακούς ξεχασμένες νότες και γλυκές μελωδίες και συγκινείσαι, σκουπίζεις την υγρασία απ’ τα μάτια σου και… τις ξανακάνεις πάλι δικές σου. Ξεφυλλίζεις αμέτρητες σελίδες βιβλίων κι ανάμεσα στα τόσα, διαβάζεις –και θέλεις να τηρήσεις– εκείνο που έγραψε ο Ισπανός συγγραφέας Αντόνιο Μουνιόζ Μολίνα: «είναι τόσα αυτά που χάνει κανείς στη ζωή του για να μη φυλάει αυτά που του έμειναν».

    Και μολονότι δεν το λες, στα μάτια σου το βλέπω… Προσπαθείς να φαίνεσαι ήρεμος. Αποφεύγεις ό,τι μπορεί να σ’ ενοχλεί ή να σου προκαλεί άγχος, θλίψη ή πόνο… Κι είναι φορές που το καταφέρνεις ξεγυμνώνοντας, δίχως συμπόνια, τον εαυτό σου. Άλλωστε τι άλλο μπορεί να είναι ο εαυτός μας, παρά οι σκέψεις μας, οι αγάπες και οι φόβοι μας, το γέλιο και το κλάμα μας, οι εμμονές και οι αντιδράσεις μας, το παραμικρό και το ασήμαντο που συναντάμε στη ζωή μας κι ό,τι, τέλος πάντων, εξομολογούμαστε στα γραφτά μας. Γι’ αυτό, κάθε τόσο σε βλέπω να καταθέτεις τα φορτία της ψυχής σου στο άψυχο χαρτί, θέλοντας έτσι να τον ζωγραφίσεις… Ναι, για σένα τα λέω…

     
    Ενώπιος ενωπίω…

    Είναι, να παρ’ η ευχή, κάτι στιγμές σιωπής και μοναξιάς που νιώθω να με τυλίγει η απουσία. Κι όσο με τυλίγει και αισθάνομαι μόνος, τόσο βυθίζομαι στον εαυτό μου. Κι όσο βυθίζομαι τόσο θυμάμαι. Κι όσο θυμάμαι συλλογιέμαι. Δε γίνεται κι αλλιώς. Πόσο απέραντη, αλήθεια, είναι η μοναξιά του καθενός μας.

    Αργόσυρτα πλάνα οι εικόνες που έρχονται στο μυαλό μου. Το ξεκλειδώνουν… Κι αρχίζω ν’ αναμετρώ τη ζωή μου. Τις μια σταλιά νίκες, τις πολλές χασούρες, τα βάσανα. Λεπτομέρειες που ξαφνικά μεγεθύνονται. Κι εγώ να τα θέλω όλα –μα όλα– στο ακριβώς. Τα μετράω, τα ζυγίζω και τα λογαριάζω, όχι με τα τρέχοντα μέτρα και σταθμά αλλά με τα μέτρα και τα ζύγια τα δικά μου. Της συνείδησης.

    Κι είναι τότε που αρχίζω την αυστηρή ενδοσκόπηση, την αέναη επιστροφή στα βάθη του εαυτού μου, όπου –ανεξήγητο πως και γιατί– αντηχούν, σαν παραμιλητό, τα λάθη και οι παραλείψεις πολλών χρόνων… Τραβώ το δύσκολο μονοπάτι, γεμάτο από τις λανθασμένες επιλογές μου. Εκεί έχουν αποτυπωθεί και με τρομάζουν οι χαμένες ευκαιρίες και οι ελπίδες που καλλιέργησα σε άγονο χώμα. Τα λάθη. Οι ανατροπές στα στερεότυπα. Τα αναπάντεχα. Τα αλλοπρόσαλλα… Ένας αγωνιώδης, παράφορος οίστρος με συνεπαίρνει. Ο οίστρος της ψυχής μου. Σχεδόν ακουμπάει τις ταπεινές ευαισθησίες μου, γίνεται ένα μ’ αυτές και… παίρνω φωτιά. Η τέλεια ψυχική έξαρση.

    Πάθος, ρέμβη μαζί και θυμός. Απωθημένος θυμός. Διφορούμενη συμπεριφορά και στάση. Θυμίζουν Ιερά Εξέταση. Και Ιεροεξεταστής ο εαυτός μου. Ενώπιος ενωπίω… Και, πιστέψτε με, αυτό είναι το πιο δυναστικό. Αβάσταχτο. Μετωπική η σύγκρουση. Εγώ κι ο εαυτός μου αντιμέτωποι και όχι συμπαίκτες. Κι ο υποτιθέμενος διάλογος που θα μοιραζόμουν ένα ένα τα λεπτά, μια μια τις ώρες, ξεφτίζει και… ξαφνικά μετατρέπεται σε μονόλογο. Κι ο μονόλογος τούτη τη φορά δεν είναι προνόμιο· οδύνη είναι.

    Θα ήθελα να μη σκέφτομαι. Πώς να κάνω όμως; Άνθρωποι είμαστε λέω, ανθρωπάκια πολλές φορές. Αν δεν βρίσκουμε κάποια λύση σε όλα αυτά, αναζητούμε κάποιον ένοχο να του τα καταλογίσουμε. Χανόμαστε. Με τι λόγια μετά να αποδώσεις το τίποτα; Πόσο χώρο χρειάζεται μια ψυχή ν’ απαγκιστρωθεί, να ρουφήξει ελευθερία; Όλη η «πραμάτεια» απλωμένη μπροστά μου. Τι να περισώσω; Το βλέμμα τρέχει χαμένο αδιάκοπα ανάμεσα στο κενό και τη γύμνια της σιωπής. Το βλέμμα… Τα μάτια μπορούν να ξεγελάσουν, όμως το βλέμμα όχι. Ενοχλούμαι. Κάτι με τρώει. Διαμαρτύρομαι χαμηλόφωνα… ενόσω ήθελα να κραυγάσω: Άι στην ευχή! Ας χρησιμέψουν σε κάτι κι οι αμαρτίες μου!…

    Σηκώνω το βλέμμα ψηλά, σ’ Εκείνον και ταπεινά ζητάω βοήθεια: Θεέ μου, λέω, δώσε μου μόνο αυτά που μπορώ ν’ αντέξω…

    «Μηθυμναίος» η γωνιά της προσωπικής μου δημοσιότητας

    Πριν από κάμποσα χρόνια έκανα την παράτολμη πράξη να διεκδικήσω το μερτικό που μου αναλογεί στο σύμπαν του κυβερνοχώρου και να «κρεμαστώ», διά μέσου του «blogger», δημιουργώντας το δικό μου χώρο. Τη γωνιά της προσωπικής μου δημοσιότητας και παρουσίας. Έτσι γεννήθηκε το ιστολόγιο «Μηθυμναίος» (http://mithymnaios.blogspot.gr/). Το καταφύγιό μου.

    Κάπως έτσι, ή μάλλον έτσι, άρχισε η πορεία του Μηθυμναίου που, ασθμαίνοντας κι αγκομαχώντας, τράβηξε την ανηφόρα για να γίνει –και να παραμείνει– από τότε μέλος αυτής της παράξενης φυλής του διαδικτύου, της φυλής των bloggers. Πρώτο μέλημα, σαν ελάχιστη προσφορά, οι αναφορές μου στη γενέτειρά μου, την αγαπημένη μου Μήθυμνα. Άλλωστε γι’ αυτήν φτιάχτηκε, άσχετα αν στην πορεία... λοξοδρόμησε.

    Και από τότε άρχισα να γράφω και τα διάφορα δικά μου. Το κάνω, ως συνήθως, διαλέγοντας τις όμορφες λέξεις της καρδιάς και τις σωστές του νου. Σ' αυτές «ακουμπάω» πάντοτε τις ευαισθησίες μου. Τις φιλιώνω για να ταιριάζουν με το συναίσθημα και σαν γλυκό του κουταλιού «κερνάω» τους αναγνώστες, τους επισκέπτες και τους φίλους. Είναι όλα όσα έχω κρυμμένα –και καλά φυλαγμένα– μέσα μου. Αυτά που ξεφεύγουν από την ψυχή μου κι αποτυπώνονται εκεί. Τα αραδιάζω μπροστά τους, όπως το προστάζει η καρδιά, κάτι σαν... εξομολόγηση!

    Μέσα σ’ αυτό λοιπόν το δανεικό κομμάτι, που μου επέτρεψαν να το μετατρέψω σε δικό μου, εξομολογούμαι μπροστά στη λευκή οθόνη του υπολογιστή μου κι απέναντί στους αναγνώστες, αναζητώντας τα όρια της μετριότητάς μου. Με απλότητα και ειλικρίνεια, ξεδιπλώνω και μοιράζομαι τις σκέψεις μου. Τσαλακώνομαι κυριολεκτικά και… προπάντων εκτίθεμαι! Μελαγχολώ, νοσταλγώ και ονειρεύομαι. Κομματιάζω τον εαυτό μου ενίοτε και… την ψυχή μου. Ακολουθώ επίμονα και έμμονα το μονοπάτι της καρδιάς κι αφήνω να ξεχειλίζει από μέσα μου άφθονο το συναίσθημα. Κι είναι φορές που δεν συγχωρώ στον εαυτό μου αυτές τις ευαισθησίες μου, παρόλο που το έχω ανάγκη να τις εκθέτω. Παρότι, χίλιες φορές κι άλλες τόσες, αυτό το μονοπάτι με βγάζει σε δύσβατα περάσματα. Όμως μαθαίνω…

    Απλώνω στην οθόνη, σαν σε μπουγάδα, όσες ευαισθησίες κι όσα συναισθήματα, φιλότιμα, τύψεις κι ενοχές φωλιάζουν μέσα στην καρδιά μου. Κάθε τι που γράφω με την καρδιά μου το γράφω. Με όσο γίνεται πιο λυρικό και πάντα μελαγχολικό τρόπο διηγούμαι όσα με αναστατώνουν. Και τότε τα ανομολόγητα γίνονται λόγια. Με το πηγαινέλα της σκέψης μου ακουμπάω σ’ όλα όσα είναι καταχωνιασμένα μέσα μου και σ’ αυτά προσπαθώ να βρω και να στεριώσω τα πατήματά μου. Με ανιδιοτέλεια, ρομαντισμό και πάντα με τη διάθεση της συγκεκριμένης στιγμής. Αυτά με αγγίζουν, αυτά με κεντρίζουν, αυτά μ’ αναστατώνουν, αυτά γράφω.

    Ειδικά σε κάποια κείμενα καθρεφτίζεται όλη η διαδρομή μου. Από την αθωότητα μέχρι τα ζόρια. Τα ωραία ζόρια εκείνης της εποχής που με διαμόρφωσαν κι εν τέλει τα αγαπώ, όπως τα πάθη μου κι όπως τα λάθη μου.

    Ταξιδεύω με αξεδιάλυτες και ολοένα πιο μπλεγμένες τις απορίες μου για τα κρυφά και τα φανερά του κόσμου. Του μικρού του μέγα. Που… όπως έγραφε ένας αγαπημένος μου φίλος: «ο κόσμος, ο μέγας, κάποιες στιγμές μικραίνει τόσο που δεν χωράει ούτε τον θυμό σου ούτε τη θλίψη σου». Και πώς να τα χωρέσει…

    Είναι φορές που σ’ αυτό το σταυροδρόμι των διλημμάτων μου, σκέπτομαι αν τελικά γράφω τα λάθος πράγματα στους σωστούς ανθρώπους ή το αντίθετο; Τέτοιων λογιών διλήμματα με βασανίζουν.

    Πόσο θα ήθελα να μπορούσα κάποια μέρα να δω μάτια και χείλη που αγάπησα ν’ αλλάζουν σχήμα και νόημα. Αυτή η επιθυμία και η λαχτάρα με συνοδεύει. Θέλω να χαρίζω αυτό που εγώ συχνά χάνω, ένα μεγάλο, ένα απέραντο χαμόγελο! Να φορέσω σε μερικούς ανθρώπους μου τον ήλιο στα μάτια και στα χείλη! Να διώξω σύννεφα και σκιές και να κρατήσω μόνο όσα μ’ έκαναν να χαμογελώ!

    Έτσι είμαστε γενικά οι άνθρωποι, συναισθηματικοί, παρορμητικοί, ρομαντικοί, ανυποψίαστοι, αθώοι, απροετοίμαστοι... ερασιτέχνες! Λογαριάζουμε συχνά, με λάθος όργανα… Κάποιες φορές, αναγκαζόμαστε –ή μας αναγκάζουν– να παρατραβάμε λίγο παραπάνω το σχοινί και… στο τέντωμα, το αφιλότιμο, να σπάει.

    Μας χωρίζει ένα κενό, αλλά, όπως λένε, θέλει απόσταση η αγάπη για να κρατιέται ζωντανή. Όσο γίνεται…

    Το σημαντικό, ωστόσο, μέσα σε όλο αυτό, είναι ότι γνώρισα τόσους ανθρώπους… Ανθρώπους μ’ ευγενικές ψυχές που μ’ αγκάλιασαν και με κέρασαν λόγια φιλικά, αγάπες και καλημέρες… Αμέτρητοι φίλοι και φίλες που πέρασαν, κατά καιρούς, ν’ αφήσουν το «κατιτί» τους. Τον καλό τους λόγο. Κι ήταν αυτή η επικοινωνία αιτία που, γνωρίζοντάς τους, τους έκανα δικούς μου ανθρώπους. Έγιναν τόσο δικοί μου, πιστέψτε με, μπορώ να πω και σε πρώτο βαθμό συγγένειας… Τόσο πολύ! Το λέω και το εννοώ!

    Δεν θα κρύψω, ωστόσο, ότι μέτρησα και «αναχωρήσεις». Μερικοί πέρασαν κι ύστερα χάθηκαν. Χαθήκαμε… Από μόνοι τους εκείνοι διέγραψαν τις «αφίξεις» τους… Θα είχαν τους λόγους τους, δεν αντιλέγω, εγώ όμως θα τους θυμάμαι πάντα. Άλλωστε δεν ήμασταν υποχρεωμένοι να συνταξιδεύουμε όλη τη διαδρομή μαζί. Συμβαίνουν κι αυτά. Τέλος πάντων… Κάποιες φορές, γυρίζω και ρίχνω ματιές προς τα πίσω, στα περασμένα και διαπιστώνω ότι είχα την τύχη, εκεί ανάμεσα, να συναντήσω ανθρώπους που μου παρέδωσαν μαθήματα (φιλίας, εκτίμησης, ανθρωπιάς…) αλλά και κάποιους που… μου έγιναν μάθημα. Κι από αυτούς μαθαίνεις…

     
    Μια συνάντηση
    κι εκείνα τα άπιαστα «θα»
    Πολύ μου αρέσουν οι άνθρωποι που έχουν κουλτούρα. Μου αρέσουν γιατί είναι ήρεμοι. Λεπτοί. Ισορροπημένοι. 'Aνθρωποι που τη ζωή τους κυβέρνησε η γνώση. Μ' έναν τέτοιο φίλο συναντήθηκα προ ημερών στο σπίτι του.

    Πλημμύριζε αισιοδοξία και κατά κάποιο τρόπο μού την επέβαλε κι εμένα. Είναι απ' τους ανθρώπους που μοιάζουν με... Κυριακή. Θαρρείς και κουβαλούν τον ήλιο μέσα τους. Έτοιμοι να σου συμπαρασταθούν με κάθε τρόπο. Από το να σου δώσουν τις πληροφορίες που έχεις ανάγκη μέχρι την κουβέντα που έχεις ανάγκη. Είπαμε πολλά και για πολλούς. Δεν βγήκε από το στόμα του μια κακή κουβέντα. Για κανέναν! Αυτό μου έκανε μεγάλη εντύπωση γιατί, ως συνήθως, δεν συμβαίνει έτσι. Το αντίθετο μπορώ να πω. Μα κι αν χρειάστηκε, κι αν το έκανε, θα το έκανε με στυλ. Eγώ πάντως δεν το αντιλήφθηκα.

    Συμπεραίνω ότι πηγή αυτής της συμπεριφοράς είναι η ανατροφή, η μόρφωση, το περιβάλλον, ο χαρακτήρας. Ένας άνδρας ευφυής, με λεπτό, έξυπνο χιούμορ, δίκαιος, γοητευτικός, γνώστης και μύστης, εξαιρετικός ακροατής και ομηρικός αφηγητής, ένας άνθρωπος «χαρά θεού», πλήρης, που δεν είχε να αποδείξει τίποτα και σε κανέναν. Όλα ήταν «απλωμένα» μπροστά του. Απολαυστικός, ευγενέστατος κι ευτυχής, όχι τόσο από έργο ή εύνοια των θεών (που φρόντισαν να μη τον αδικήσουν), όσο από την παιδεία που κουβαλάει.

    Αναρωτιέμαι, πολλές φορές, αν τα ονόματα έχουν σχέση με τον χαρακτήρα του ανθρώπου που το έχει. Μ' εκείνον, τουλάχιστον, πείστηκα ότι θα πρέπει να έχουν... Πάντως, φεύγοντας, μού έμεινε μέσα μου μια αίσθηση ότι έφευγα λίγο πιο πλούσιος, γιατί πήρα μαζί μου (φυλαχτό στην καρδιά μου) ένα κομμάτι απ' όλες τις αρετές, τις γνώσεις και τις συμβουλές του. Πολύ θα ήθελα κι εγώ κάτι δικό μου να άφησα. Δεν ξέρω αν το κατάφερα... Αλήθεια πολύ θα το 'θελα. Είναι κάτι παρατημένα άλμπουμ ή κάτι κιτρινισμένα κουτιά, όπου μέσα φυλάμε παλιές φωτογραφίες. Όλοι τα έχουμε. Είναι αυτή η ανάγκη που έχει ο άνθρωπος να διατηρεί το δικό του παρελθόν μέσα σ' αυτά. Εκεί παλιώνει ο χρόνος μαζί με τα πρόσωπα, τις ημερομηνίες και τις αναμνήσεις. Έτσι ανάκατα. Οι φωτογραφίες, σαν στοιχειωμένα ίχνη, μου προσφέρουν τη δυνατότητα εκεί να βρίσκω τους ανθρώπους μου, τους φίλους μου, πρόσωπα που έχω λησμονήσει, κι άλλα που δεν υπάρχουν πια. Στιγμές, γεγονότα, σπίτια, τόπους... Μόνο και μόνο κοιτώντας τα, ξανά και ξανά, καταλαβαίνω ότι πολλά έχουν αλλάξει. 'Aλλαξα καταρχήν εγώ. Οι παλιές φωτογραφίες, έχω την εντύπωση ότι για πολλούς είναι ενθύμια, για άλλους λάφυρα...

    Είναι φορές, που πιάνω τον εαυτό μου με μια νοσταλγική επιθυμία να τ' ανοίξω, να τα ψάξω, να θυμηθώ...Έτσι, προ ημερών, άνοιξα ένα τέτοιο κιτρινισμένο κουτί, με παλιές φωτογραφίες, κι αμέσως ξεχείλισε τριγύρω μου ένα άρωμα. 'Aρωμα άλλων εποχών. Σ' αυτό το μικρό κουτί συνάντησα φυλαγμένη την ασήμαντη ρότα της ζωής μου. Τον απόηχο των ονείρων μου. Πώς καταφέρνω πάντα να επικεντρώνω την προσοχή μου στα υστερόγραφα, ακόμα δεν το έχω εξηγήσει. Πώς σ' ένα τόσο δα μικρό κουτί χώρεσαν τόσες στιγμές, ακόμα δεν το έχω καταλάβει. Πολύ με τάραξαν αυτές οι παιδικές μου στιγμές που ξαναζούσα. Μια-μια τις περνούσα, όπως ακριβώς τις είχε περάσει κι ο χρόνος. Όλες κάτι είχαν να μου διηγηθούν. Τις χάιδευα. Ποτέ δεν χάιδεψα έτσι μια ανάμνηση. Ποτέ δεν ακούμπησα το χέρι μου, με τέτοιο τρόπο, σε κάτι που πια δεν υπάρχει.

    Έβλεπα, σε πολλές, τη δική μου φιγούρα, τα διάφορα πορτρέτα τού εαυτού μου, ιδίως σ' αυτές της εποχής λίγο πριν ξενιτευτώ. Όταν έκανα όνειρα, θέλοντας να πιάσω όλα εκείνα τα φανταστικά, τα... άπιαστα «θα» της ζωής μου. Όταν έδινα, στον εαυτό μου, τις μάταιες υποσχέσεις, φωναχτά και μ' ένα απίστευτο θράσος: «'Aμα μεγαλώσω, θα πάω, θα φτάσω, θα πάρω, θα έχω, θα είμαι, θα κάνω, θα δείξω, θα γίνω, θα γίνω...».

    28/8/2007
    Πηγή: Ημερησία εφημερίδα "Εμπρός" της Μυτιλήνης

    Το καλοκαίρι φεύγει,
    τ' αποκαΐδια μένουν

    Φεύγουν μια μια οι μέρες του Αυγούστου, των μελτεμιών και των πανσέληνων. Των μαυρισμένων σωμάτων και της αρμύρας, των τζιτζικιών και της ανεμελιάς, της παραλίας και των φίλων, παλιών μα... και καινούργιων... Κάτι δικό μου φεύγει. Φεύγει σαν να πετάει το καλοκαίρι. Πολλοί είναι εκείνοι που ήδη άφησαν πίσω τις πιο γλυκές ημέρες για να επιστρέψουν. Έζησαν τις διακοπές τους με τις αισθήσεις ανοιχτές στις εποχές των παιδικών τους χρόνων... Με τη δύναμη της ζεστής πέτρας στις γυμνές πατούσες τους και τη σκέψη να χάνεται στην αβέβαιη και καθαρή γραμμή του ορίζοντα, φαντάζει δύσκολη η επιστροφή. Η επιστροφή από μια θάλασσα που φαινόταν να μην έχει τέλος και μια ακρογιαλιά που θα ήθελαν να ήταν ο κόσμος όλος. Σ' έναν Αύγουστο σπάταλο στο φως. Ερωτιάρη. Έφυγαν για να βρουν τους ρυθμούς τους και πάλι. Πώς, όμως, να προσγειωθείς στα γνωστά μετά την απόδραση του καλοκαιριού;

    Κατά τα άλλα, όαση ήταν η βραδιά της συνεύρεσης με συγχωριανούς και όχι μόνο. Συνάντηση με υπέροχη μουσική σαν τη νύχτα. Μεθυστική! Ένα μισόγιωμο φεγγάρι να αιωρείται από πάνω μας και φάτσα ο φωτισμένος Μόλυβος. Υπό τους ήχους της μουσικής και μιας γλυκιάς κιθάρας, κι ενώ οι δείκτες του ρολογιού έδειχναν περασμένα μεσάνυχτα, οι χορδές της καρδιάς πάλλονταν με γνωστά κι αγαπημένα ακούσματα της νύχτας, της επιθυμίας και του έρωτα. Μια συλλογή αναμνήσεων, που ο καθένας προσπαθούσε να βρει τον εαυτό του. Στιγμές με ωραία παρέα και το μυαλό άδειο από έννοιες, αλλά και μ' εκείνη την πικρή ηδονή να τα βρίσκουμε... με τα αταίριαστα. Αυθόρμητα, όλοι μας, σιγοψιθυρίζαμε τραγούδια και στίχους αγαπημένους. Απρόσμενη κι αξέχαστη βραδιά.

    Στο μεταξύ, στην Τι-Βι οι πολιτικοί είχαν αρχίσει, -σ' ένα απρόσμενο προεκλογικό κλίμα- να «διασταυρώνουν τα ξίφη τους» και, υποτιμώντας τη νοημοσύνη μας, ν' ανακατεύουν και πάλι το βρωμερό καζάνι των «πρωτείων» μας στη διαφθορά... Σ' ένα χείμαρρο ανακυκλούμενης μιζέριας, -πολιτικοί, πολιτικάντηδες, παραθυρόβιοι...- τα ίδια πρόσωπα πάντα (λίγο πιο μαυρισμένα ίσως) διεκδικούν την ψήφο μας. Ζητάνε να συμβάλουμε στο να αναδειχθεί η επόμενη κυβέρνηση τούτου του τόπου, που θα καθορίσει τις τύχες της χώρας μας. Εικόνα προεκλογική. Ώσπου να ξαναβρούμε τους ρυθμούς μας... Και, δυστυχώς, τους ρυθμούς μας δεν τους βρήκαμε γιατί μας ήρθε η τραγωδία με τις φωτιές. Η Ελλάδα ξανάρχισε να καίγεται από παντού. Η φωτιά τα άλωσε όλα κατακαίγοντας στο πέρασμά της τα πάντα. Αφήνοντας πίσω της δάση χαμένα, σπίτια καμένα, ανθρώπους απανθρακωμένους... Αποκαΐδια! Δεκάδες άνθρωποι νεκροί, χιλιάδες τραυματίες, εγκλωβισμένοι, εγκαταλελειμμένοι, απροστάτευτοι, αβοήθητοι, αφημένοι στην τύχη τους. Οι κομματάρχες καλά θα κάνουν να σταματήσουν τα ευχολόγια και τις ψευδεπίγραφες υποσχέσεις πια. «Είναι ώρες πένθους και περισυλλογής. Δεν είναι ώρα για άδεια λόγια. Η φρίκη δεν μιλιέται».

    Τελικά, πολύ θυμώνω, διότι κι εγώ, κι εσύ, κι ο καθένας μας φταίει το ίδιο. Φταίμε, φταίμε όλοι. 'Aμα ψάξουμε, θα βρούμε και άλλα πολλά που, ως συνήθως, τα βαφτίζουμε έκπληξη, οργή, ελπίδα, ευθύνες ή όπως αλλιώς το λέει ο καθένας, για να ξεπερνάει το τι έγινε. Αυτό που αισθάνομαι τώρα είναι ότι αφαιρούν χώρο από την ύπαρξή μου, κομμάτια από την παρατημένη πατρίδα μου. Εδώ θέλω να μείνω. Στο κενό μου. Στο κενό μας...

    'Aλλα ξεκίνησα να γράψω και κατέληξα να χτυπάω τα πλήκτρα του υπολογιστή μου, έχοντας πάλι βουτήξει τα ακροδάχτυλά και τις σκέψεις μου στο συσσωρευμένο περίσσευμα της οργής μου... Κι όσο θα επικρατεί ένα πνεύμα εξοργιστικού ωχαδερφισμού, προχειρότητας και αποποίησης ευθυνών, πάντα θα υπάρχουν αθώα θύματα, μπόλικη στάχτη και μια Ελλάδα πληγωμένη... Δυστυχώς!

     

    31 Ιουλίου 2007
    Πηγή: Ημερησία εφημερίδα "Εμπρός" της Μυτιλήνης

    Ανευ σημασίας...

    Μανία κι αυτή η δική μου να αναπολώ μερικές στιγμές και πράξεις που πέρασαν από τη ζωή μου. Οι μνήμες, ξέρετε, μοιάζουν συχνά με σπινθήρες ζωής. Ανάβουν βιαστικά εκεί που δεν το περιμένεις, φωτίζουν ίσα ίσα το σημείο που έχουν επιλέξει, κι ύστερα χωρίς πολλά πολλά επιστρέφουν στο πουθενά. Στη ξενιτιά, λοιπόν, και σε μια εποχή όπου τα πνευματικά πρότυπα που κυριαρχούσαν στη μικρή, εκεί, ελληνική κοινωνία δεν είχαν καμιά σχέση με τα δικά μου όνειρα, έβαλα μπρος μια, παράτολμη μεν επιβεβλημένη δε, ιδέα που, ομολογώ, είχε το ρίσκο της και κάπως... με προβλημάτιζε. Συλλογικά στην αρχή και με όραμα να καλλιεργηθεί και πνευματικά όσο γινόταν η ατμόσφαιρα μέσω ενός εντύπου, που θα πρόβαλλε, κατά κάποιο τρόπο, τις όποιες ανησυχίες μας, αλλά και θα αφύπνιζε ίσως, και τα κρυμμένα, άτολμα χαρίσματα μερικών από εμάς, ενθαρρυμένα από αυτό το τολμηρό, ας το ονομάσω έτσι, εγχείρημα που βάζαμε σε εφαρμογή.

    Είχα τη χαρά και την τύχη να αναλάβω εξ ολοκλήρου την επιμέλεια, υλοποίηση και εκτέλεση, αλλά και την απρόβλεπτη υποχρέωση να καλύπτω με ύλη έξι με οχτώ σελίδες, κάθε δεκαπέντε μέρες, την έκδοση μιας ελληνικής εφημερίδας, με τον πρωτότυπο τίτλο «ΑΝΘΡΩΠΟΙ»! Με εξαντλητικές προσπάθειες, δίχως τεχνικές γνώσεις, δίχως προσβάσεις, δίχως τα σημερινά εργαλεία (βλέπε ίντερνετ), παρά μόνο με μια «ελληνική» γραφομηχανή, ένα ράδιο συντονισμένο στα βραχέα, αποκόμματα από «μπαγιάτικες» εφημερίδες και αρκετά βιβλία έκανα ό,τι μπορούσα -με υπερβάλλον πείσμα- για να μην τα παρατήσω κι εγώ, όπως έκαναν οι άλλοι, με την πρώτη, και πάει στράφι το δόλιο το όνειρο. Κάλυπτα το πρόβλημα έτσι ώστε να υπάρχει πάντα ενδιαφέρουσα και επαρκής ύλη για την 15ήμερη έκδοση της εφημερίδας.

    Δεν ήταν, πιστέψτε με, καθόλου εύκολο. Στην υποχρέωσή μου αυτή να γράφω και να σελιδοποιώ τη θεματολογία, τις ειδήσεις, τις απόψεις, τα γεγονότα και ό,τι τέλος πάντων σκάρωνε η φαντασία μου ζορισμένη, πολλές φορές, από την έλλειψη θεμάτων, πέρναγαν οι ώρες δίχως να το καταλάβω και αρκετές φορές μ' εύρισκε η αυγή. Ήταν η αγάπη γι' αυτό που έκανα, το πάθος του ερασιτέχνη που κουβαλούσα. Αρκετά ήταν τα ξενύχτια και πολύ το μεράκι. Έψαχνα στις εφημερίδες, που μου έρχονταν με δέκα-δεκαπέντε μέρες καθυστέρηση, με κολλημένο το αυτί στο ράδιο -τι να προλάβω ν' ακούσω- βιβλία και λεξικά αλλά και υποχρεωμένος να είμαι ενημερωμένος και με τις κοινοτικές δραστηριότητες ώστε να έχει και το ανάλογο τοπικό-ελληνικό ενδιαφέρον.

    Έβλεπα με ικανοποίηση ότι όσο προχωρούσε ο καιρός, όλο και μεγάλωνε ο αριθμός φίλων συνδρομητών που την περίμεναν ανυπόμονα, για να την έχουν στα χέρια τους. Να την διαβάσουν. Κι εγώ, θα πρέπει να πω, ότι δεν την έγραφα για τον εαυτό μου παρά για αυτούς τους εκατό-εκατό δέκα ανθρώπους της ίδιας ρίζας και της ίδιας μοίρας που ένιωθα πόσο τους έτερπε και πόσο γέμιζε τις ανησυχίες τους. Απέραντη η αγάπη τους. Αν και υπήρχαν κι αυτοί που δεν τους ενδιέφερε η εφημερίδα ή δεν ανταποκρινόταν, κατά τη γνώμη τους, στα ενδιαφέροντά τους. Πάντα θα υπάρχουν και τέτοιοι.

    Να, είναι η ανάγκη που νιώθω, πολλές φορές να μιλήσω γι' αυτά τα περασμένα δικά μου πράγματα, η ανάγκη της αναπόλησης. Έτσι πείθω τη μνήμη να το κάνει. Κι αυτή, που ως συνήθως δεν μου χαλάει χατίρι, μου τα φέρνει πίσω. Όλα. Τα φυλλομετρώ τώρα, μετά από είκοσι περίπου απομακρυσμένα χρόνια, τ'' αναπολώ, τα γράφω και είναι σα να αναπαράγω τη φροντίδα και την έγνοια που είχα τότε για όλα αυτά. 'Aνευ σημασίας για σας ίσως. Να όμως που εγώ το έκανα θέμα...

    24 Ιουλίου 2007
    Πηγή: Ημερησία εφημερίδα "Εμπρός" της Μυτιλήνης

    Οι ιέρειες όλο και σπανίζουν...

    Τριάντα πέντε χρόνια βρίσκεται, με συνέπεια και αφοσίωση, πολύ ψηλά στο μουσικό στερέωμα, στην πρώτη γραμμή του ελληνικού τραγουδιού. Με μια πορεία αξιοζήλευτη, γόνιμη και επιτυχημένη. Χρόνια γεμάτα τραγούδια και μεγάλες επιτυχίες. Χρόνια γόνιμα. Κατάφερε όχι μόνο να την αγαπήσουμε αλλά και να την λατρέψουμε. Κι απ' ότι φαίνεται -και δείχνει- αντέχει (ευτυχώς) ακόμα στο παιχνίδι με το χρόνο.

    Η χαρισματική της φωνή, διαυγής και εκφραστική, έχει όση ζεστασιά, μελαγχολία και συγκρατημένη αισιοδοξία απαιτεί η περίσταση. Με τα τραγούδια της έχουμε αγαπήσει, έχουμε πονέσει, έχουμε ταξιδέψει. Μας συντροφεύει και αγγίζει τις ψυχές μας. Μια φωνή που δεν τραγουδάει μόνο, δεν ερμηνεύει μόνο αλλά παίρνει φωτιά θαρρείς, φλέγεται κι η στάχτη της, τη λυτρώνει. Και... μας λυτρώνει. Μια φωνή άμεση, ζεστή, παθιασμένη που σε εξοικειώνει με το γήινο της ανθρώπινης υπόστασης. Μια φωνή που είναι η ψυχή της, ή κάτι παραπάνω απ' τη ψυχή της. Η μοναδικότητα της ερμηνείας της, η στιβαρή σκηνική της παρουσία, το πάθος της, την έχουν καταστήσει σαν την κορυφαία Ελληνίδα ερμηνεύτρια. Αυτή είναι η Χάρις Αλεξίου, η Χαρούλα όλων... Που αγαπάμε...

    Κάποιος είπε ότι: "Αν το ελληνικό τραγούδι ήταν ένα βιβλίο, η Χαρούλα θα ήταν το εξώφυλλο". Δεν ξέρω αν η Χαρούλα θα ήταν το εξώφυλλο στο βιβλίο του ελληνικού τραγουδιού, σίγουρα όμως, θα ήταν ένα πολύ μεγάλο κεφάλαιο σ' αυτό...

    Οι δίσκοι της, έχουν πουλήσει στη χώρα μας αρκετά εκατομμύρια αντίτυπα, ενώ της έχει αποδοθεί και ο χαρακτηρισμός: "Ιέρεια του ελληνικού τραγουδιού". Παράλληλα, ο ξένος τύπος έχει κάνει ιδιαίτερη μνεία στις βυζαντινές καταβολές της φωνής της και την έχει αναγορεύσει ως την "Ελληνίδα με το μεγαλύτερο ρεπερτόριο στη χώρα της". Έχει, πράγματι, ένα πλουραλιστικό ρεπερτόριο, τραγουδά μπαλάντες, λαϊκά και έντεχνα, δημοτικά και ρεμπέτικα, όπως ακόμα ποπ και ροκ τραγούδια. Πιστεύω πως οι τεράστιες δυνατότητές της, εκφράζονται με περίσσια δύναμη σε οποιοδήποτε μουσικό είδος κι αν ερμηνεύσει.

    Ξεκίνησε την καριέρα της στις αρχές της δεκαετίας του '70 κι έχει συνεργαστεί με πληθώρα καλλιτεχνών και δημιουργών. Η ίδια δε είναι και μια καταξιωμένη δημιουργός. Ας μην ξεχνάμε ότι η Αλεξίου έχει γράψει στίχους και μουσική σε αρκετά σημαντικά κομμάτια (Μινοράκι, Πανσέληνος, Οι φίλοι μου χαράματα, Για ένα ταγκό, Η μπαλάντα της Ιφιγένειας, Οι δικοί μου ξένοι, Εσύ με ξέρεις πιο πολύ, Οι φίλοι, Ψυχές και σώματα, Να 'μαι καλά κ.α.) έχει μάλιστα δισκογραφημένα πάνω από 60 δικά της τραγούδια. Έχει εμφανιστεί, ακόμα, στις μεγαλύτερες αίθουσες του κόσμου, στις πέντε ηπείρους και έχει τιμηθεί με σημαντικές διακρίσεις. Με 30 και πλέον δίσκους στο ενεργητικό της και αρκετές συμμετοχές σε δίσκους άλλων καλλιτεχνών, εκφράζει με τον καλύτερο τρόπο τις πολύπλευρες μουσικές της αναζητήσεις.

    Αυτοπροσδιορίζομαι ως "εραστής" του ελληνικού τραγουδιού, της ελληνικής μουσικής, γενικά και ξεχωρίζω, μέσα από το βάρβαρο στοιχείο που εκπέμπουν, τώρα τελευταία, μια ερμηνεύτρια, μια καταξιωμένη δημιουργό που έχει αποδείξει επανειλημμένα ότι ξέρει θαυμάσια να στοχεύει κατ' ευθείαν στο βάθος της ψυχής του ακροατή. Γι' αυτό μας μαγεύει, η Χαρούλα, με τόσα υπέροχα τραγούδια της. Ποιο να πρωτοδιαλέξεις...

    Θα έχουμε την ευκαιρία και τη χαρά, λοιπόν, αύριο στο Στάδιο της Καλλονής όπου δίνει μια μοναδική συναυλία, να την απολαύσουμε και να ταξιδέψουμε παρέα της σ' ένα μαγικό κόσμο γεμάτο μουσική και συναισθήματα δυνατά και ωραία. Σ' ένα πλούσιο πρόγραμμα με τραγούδια ξεχωριστά και αγαπημένα, φτιαγμένα από εκείνα τα υλικά που τα κάνουν να μιλάνε στις καρδιές μας. Ειδικό αφιέρωμα θα είναι για τον Μάνο που έφυγε, αλλά θα είναι εκεί γιατί όλα... θα τον θυμίζουν!

     
    ΕΝΑΣ ΓΝΗΣΙΟΣ ΔΗΜΙΟΥΡΓΟΣ
    του Μήτσου Τσιάμη

    Απολαμβάνω τα γραφτά του Στράτου Δουκάκη όσες φορές τύχει να μου προσφέρει αυτά τα απρόσμενα πεζογραφικά του δωρήματα, δημοσιευμένα πρόσφατα κυρίως, στο "Εμπρός".

    Χαίρομαι ειλικρινά τον αυθορμητισμό του, τη φρεσκάδα και τη δροσιά που αναδίνουν αυτά τα συμπυκνωμένα μηνύματα που εκπέμπουν, με το λιτό, καθάριο συναισθηματικό πλούτο τους και την επιγραμματική τους εσωτερικότητα. Η ευχέρεια της διατύπωσης είναι εμφανής, καθώς και ο γοργός ρυθμός και η εναλλαγή στις εικόνες και τις περιγραφές του, που συχνά ξαφνιάζουν και πάντα μας παρασύρουν σε κόσμους νοσταλγικούς και απρόσμενης μνήμης, τοπίων και γεγονότων που ανασύρονται από το απώτερο παρελθόν, για να ζωντανέψουν σ' ένα άμεσο παρόν, που συγκινεί και χαϊδεύει ανάλαφρα τις αισθήσεις.

    Αναφέρομαι στα πρόσφατα χρονογραφικά του πεζά με τους τίτλους "Α, όπως Ανατολή...", "Λάτρης των εφήμερων απολαύσεων" με έντονο κοινωνικό περιεχόμενο, "Η Μήθυμνα της συνέχειας" με επίκαιρη έμφαση στα τρέχοντα γεγονότα και το εξαίρετο "Εικόνα σου είμαι κοινωνία και σου μοιάζω" (Που ανακαλεί στον αντίστοιχο στίχο της Γαλάτειας Καζαντζάκη). Και βέβαια, παράλληλα οι προσεγγίσεις μου αναφέρονται σε όσα κατά καιρούς έχει καταγράψει ο συγγραφέας Στράτος Δουκάκης, με το γνώριμο πειστικό ύφος, την οξύνοια της παρατηρητικότητάς του, και την κοινωνική διάσταση που δίνει ανάλογα με την κάθε περίπτωση, και πάντα με την γλαφυρή περιγραφή του, που δεν παραλείπει να επενδύει με λυρικές ακτινοβολίες, έτσι ώστε τα αφηγηματικά του πεζογραφήματα να μεταβάλλονται σε ευχάριστα χαρισματικά αναγνώσματα. Θέλω να ελπίζω ότι σύντομα θα τα παρουσιάσει συγκεντρωμένα, σ' ένα καλαίσθητο τόμο. Γι' αυτό και θα πρέπει να συνεχίσει με την ίδια ζεστασιά, και τον πηγαίο ρυθμό που διακρίνει κάθε τι που αγγίζει τον δημιουργικό του οίστρο, για να έχει την ευκαιρία να εκφράσει τις βαθύτερες πνευματικές του ανησυχίες. Τις σκέψεις του και τον πλούσιο συναισθηματικό κόσμο του. Που μας αγγίζει και μας συγκλίνει. Αυτή άλλωστε είναι η απώτερη μαγεία της αληθινής και γνήσιας τέχνης, όταν πηγάζει από αυτόχθονους και αγνούς δημιουργούς.

    Θα πρόσθετα ακόμα για τα γραφτά του Στράτου Δουκάκη, σχετικά με τον τρόπο γραφής τους. Λόγος κρουστός, εύχυμος, χορευτικός, που ανακαλεί σε κόσμους ρεαλιστικούς και ωστόσο περιβεβλημένους μ' έναν πολύχρωμο μανδύα ονείρου και φαντασίας, που μας κρατά άμεσο και ζωντανό το ενδιαφέρον. Ένας πρόσθετος λόγος, που κάνει τα γραφτά του να διαβάζονται απνευστί.

    Σημειώνω επίσης ότι ο Στράτος Δουκάκης θα πρέπει να κρατήσει ανέπαφη την εσωτερική του φωνή, να μην παρασυρθεί από ξένες μιμήσεις, και αποδείξεις. Ο καλύτερος κριτής όπως είναι γνωστό, είναι ο ίδιος ο δημιουργός.

    Ο Στράτος Δουκάκης έχει το χάρισμα (δωρεά λέγεται στη γλώσσα της λογοτεχνίας) να διατυπώνει μ' ένα δικό του τρόπο τα συναισθήματά του από τα πλούσια αποθέματα του εσωτερικού του κόσμου, τις εμπειρίες και τους οραματισμούς του για τη ζωή, να αρδεύει από τον απέραντο πλούτο της ανόθευτης ευαισθησίας του. Από τις πλούσιες και πολύχρονες εμπειρίες του, όντας σαράντα και πλέον χρόνια ως απόδημος του Ελληνισμού ζώντας στη μακρινή Βενεζουέλα. Και αυτά είναι τα εφόδια, η δύναμη και η ικανότητα να διατυπώνει με αυτό το γοητευτικό τρόπο, τις εμπνεύσεις και τους εκάστοτε ψυχικούς κραδασμούς του, και τους προβληματισμούς των οραματισμών του. Με τη βεβαιότητα ότι τ' αποτελέσματα από τα γραφτά του, θα δικαιώσουν όχι μόνον τις εύλογες προσδοκίες μας, αλλά και τις βαθύτερες ανησυχίες του ίδιου του δημιουργού. Ενός σεμνού και αυτοδημιούργητου ταλαντούχου.

    Μήτσος Τσιάμης


    ΕΝΑΣ ΣΥΓΓΡΑΦΕΑΣ
    ΤΟΥ ΑΠΟΔΗΜΟΥ ΕΛΛΗΝΙΣΜΟΥ

    του Μήτσου Τσιάμη

    Συμπληρωματικά θα σημείωνα για μια ακόμα φορά σχετικά με τα γραφτά του Στράτου Δουκάκη: Λόγος ευθύβολος, λιτός, περιεκτικός σε ρυθμούς γρήγορους και, ωστόσο αναλυτικούς, χωρίς να απογυμνώνεται από συναισθηματικούς ιριδισμούς έτσι ώστε τα κείμενά του ν' αποκτούν την γοητεία της ανάγνωσης και από τον πλέον απαιτητικό αναγνώστη. Παράλληλα αυτός ο συμπυκνωμένος σε νοήματα και ευρύτερου κοινωνικού περιεχομένου ιδέες συγκλίνει σε μια συνοπτική ομιλία που αγγίζει όχι μόνο τα καθημερινά της ζωής προβλήματα, αλλά μας παρασύρει σε ευρύτερους κοινωνικοπολιτικούς προβληματισμούς που αγγίζουν κάθε σκεπτόμενο αναγνώστη.

    Ο Στράτος Δουκάκης διακατέχεται από μιαν διαστημική γκάμα οραματισμών, οριακών θέσεων και απόψεων, που αντανακλούν μέσα από την γνωσιολογική και πνευματική του οντότητα, την παγκοσμιακή και σύγχρονη διεθνιστική πραγματικότητα. Για ν' αγκαλιάσει και να πλησιάσει με τους εύστοχους καίριους και σημαντικούς στοχασμούς του την ολότητα του εντεύθεν και των εκτός συνόρων Ελληνισμού.

    Μια έντονη επίστρατη, ελεύθερη, αδέσμευτη, απολιτική και εύγλωττη φωνή που ανταποκρίνεται χωρίς υπαινιγμούς στα αισθήματα, τις σκέψεις και τους επιτακτικούς προβληματισμούς των συνανθρώπων μας και ιδιαίτερα των Ελλήνων εδώ και ιδιαίτερα της διασποράς. Ένας συνεχής αγώνας για την κατάκτηση της ορθολογιστικής και φιλάνθρωπης, εμπειρικής, εύστοχης ομιλίας χωρίς επιμύθια και προσχηματισμούς σ' ένα πλήθος ανθρώπων που δεν τους διαχωρίζουν ούτε συνοριακές δεσμεύσεις, μήτε θρησκευτικές, είτε γλωσσικές επιλογές και κατευθύνσεις γιατί τους ενώνει αδιάσειστα ένας παγκόσμιος υπεράνω εθνικότητας ανθρωπισμός. Ένας ιδιόμορφος πειστικός, ευρύτερης αποδοχής οραματισμός για ένα καλύτερο αύριο. Για τον λόγο αυτό τα γραφτά του αποκτούν διαχρονικότητα και ανταποκρίνονται όχι μόνο στην τρέχουσα πραγματικότητα, αλλά δίνουν απάντηση και στα ερωτήματα και την αγωνία στο άμεσο μέλλον.

    Αυτός είναι ο επίκαιρος προβληματισμός που αρμόζει σ' έναν σύγχρονο πνευματικό δημιουργό. Η διάσταση του προβληματισμού του έχει ακτίνα μεγάλου βεληνεκούς. Δεν περιορίζεται στα ασήμαντα και τα τετριμμένα. Αν και σε αυτά προσδίδει το νόημα που κρύβουν κάποτε και τα πιο απλά προβλήματα της καθημερινότητας. Αρκεί να έχεις τη δύναμη να εμβαθύνεις στην ουσία τους και να τα υψώσεις σε σύμβολα και να τα απογυμνώσεις και να τα καταξιώσεις από την μηδαμινότητα, σε μορφή γνώσης και παραδειγματισμού για μεγαλύτερες συγκρίσεις, θέσεις και τοποθετήσεις.

    Ποιο είναι, ωστόσο, το ειδικό βάρος των γραφτών του Στράτου Δουκάκη; Στοχεύει σε υψηλούς στόχους κι ας μην το έχει συνειδητοποιήσει σε όλη την έκταση. Ο λόγος του παρ' όλο τον αυθορμητισμό του έχει τη δύναμη της υποβολής κερδίζει τον αναγνώστη από την πρώτη ανάγνωση. Τον αιχμαλωτίζει με τις όποιες απόψεις του. Ακόμα και αν δεν συμφωνεί κάποιος απόλυτα με τις επιμέρους θέσεις του. Αν και ο λόγος του ποτέ δεν φτάνει σε υπερβολές και ακρότητες. Πάντα υπάρχει το μέτρο και η ζυγοστάθμιση στο μέσον της τομής. Υπάρχει η αρχή της ορθής γραμμής που δεν ξεκλίνει από την καθορισμένη πορεία.

    Συμπληρώνοντας τις σκέψεις μου διαπιστώνω από τη μελέτη μιας σειράς άρθρων του Στράτου Δουκάκη, μπορώ να συμπεράνω αβίαστα πόσο προβλέψιμος υπήρξα όταν έγραφα σ' ένα προηγούμενο άρθρο μου ότι ο νέος αυτός συγγραφέας έχει ανόθευτη μέσα του τη φλέβα του αληθινού δημιουργού. Και δεν είχα άδικο. Ούτε υπήρξα υπερβολικός στους χαρακτηρισμούς μου. Γιατί πιστεύω εκείνο που χαρακτηρίζει ένα γραφτό, δεν είναι μόνο το τι λέει και διαπραγματεύεται, αλλά πως το καταγράφει, το ύφος του, η γλώσσα που χρησιμοποιεί και κυρίως η απρόσμενη και κυριολεκτούσα περιγραφή του.

    Ο Στράτος Δουκάκης έχει ένα δικό του, καθαρά προσωπικό ύφος να διηγείται τα πιο καίρια απλά, αλλά και σημαντικά γεγονότα της τρέχουσας ζωής και του παρελθόντος. Να συνδυάζει τη σύγχρονη σκέψη με την πείρα και την ανάμνηση των περασμένων, μ' έναν τρόπο ιδιόμορφο, ζωντανό, παραστατικό, ευθύβολο και πειστικό. Ότι χρειάζεται για να προσδιορίσει κανείς την προσωπικότητα και την φυσιογνωμία του συγγραφέα. (Le style est l'omme). Ξεχωρίζω μερικά από τα πρόσφατα χρονογραφικά του γραφτά: "Οικουμενικός Ελληνισμός", "Μαγεία, ένας τρόπος να βλέπεις τα πράγματα", τον φιλικό του χαιρετισμό: "Για τους μακρινούς μου φίλους...", "’λλες εποχές, άλλα ήθη, γενικώς...", το "Ξαναδιαβάζοντας ένα βιβλίο", "Αχ αυτά τα χούγια μας", τη νοσταλγία του στο: "Τα βράδια με το λίγο φως", "Έρως ανίκατε..", "Ελλήνων Έργα" και η παντοτινή του αγάπη στο: "Αχ, αυτός ο Μόλυβος" και άλλα.

    Χαιρετίζω με τον πιο ειλικρινή τρόπο την προοδευτική εξελικτική πορεία του Στράτου Δουκάκη με την εύλογη πεποίθηση ότι η μελλοντική του συγγραφική επίδοση θα δικαιώσει τις προσδοκίες μου, και θα του εξασφαλίσει ένα ευοίωνο μέλλον στη δημοσιογραφική του καριέρα.

    Μήτσος Τσιάμης


    * * * Υ.Γ. Ο Στράτος Δουκάκης βραβεύτηκε στις 7 Φεβρουαρίου από το Αριστοτέλειο Ίδρυμα Έρευνας Μελέτης & Αρωγής Ομογενειακών ΜΜΕ για το πολύτιμο πνευματικό του έργο.
     
    Μόλυβος: Μια αγάπη για το καλοκαίρι

    Είναι αυτές οι λατρευτές μικρές μας πατρίδες που δεν λένε να μας αφήσουν ήσυχους. Πάντα θα επιμένουν να μας στέλνουν μηνύματα ενός ισόβιου έρωτα και συνεπώς... να μας καλούν κοντά τους. Κι εμείς, αγιάτρευτοι, ρομαντικοί Μολυβιάτες, κουβαλάμε, πάντα, ανόθευτη την περηφάνια μας κι επιμένουμε, με τη σειρά μας, να συγκινούμαστε με το αγαπημένο μας χωριό, τον Μόλυβο της μνήμης και της συνέχειας. Τον Μόλυβο, που όπως λέει κι ο Φαίδωνας Θεοφίλου: "δεν σου χαρίζει την ομορφιά του απλόχερα, παρά σταγόνα - σταγόνα σαν γυναίκα που θέλει πάντα ν' αγαπιέται"!

    Η εντοπισμένη μου αγάπη για το χωριό που γεννήθηκα, είναι ένα δείγμα της θύμησης και της νοσταλγίας που πάντα ένιωθα κι ακόμη αισθάνομαι για ό,τι έχει σχέση μαζί του. Δεν έπαψα ποτέ να υπερηφανεύομαι γι' αυτή την καταγωγή που αποτελούσε και αποτελεί σημείο αναφοράς στα βιώματά μου. Δεν θα κουραστώ να το διαλαλώ και να το επαναλαμβάνω κι ας "κιτρίνισαν πια τα λόγια από την επανάληψη" κι ας "... μείναμε τόσο λίγοι σ' αυτές τις έρμες όχθες να λέμε τα ίδια και τα ίδια...". Το επικαλούμαι όταν νιώθω μοναξιά κι αυτό δεν μου χαλάει το χατίρι, σαν πελαγίσια αύρα, έρχεται και επανέρχεται στα όνειρα και... στα γραφτά μου.

    Ανεξίτηλα όνειρα κι αποτυπώματα μιας παιδικής ηλικίας. Τα παιδικά μας βήματα, αυτά που γράφονται πιο έντονα και ανεξίτηλα στην καρδιά μας, οι άνθρωποι με τους οποίους συμπορευτήκαμε, οι μυρωδιές, τα τοπία... Ό,τι άφησα, φεύγοντας τότε. "Δώρα της απλοχεριάς και της μεγαλοσύνης Του που γύρω μας τα είχαμε κι αλλού τα ψάχναμε" όπως, πολύ καλά, μου έγραφε πέρσι, τέτοια εποχή, η Ντόρα Πολίτη. Τα αναγνώρισα και κατάλαβα την αξία τους, Ντόρα, όταν μου έλειψαν, όταν δεν τα είχα δίπλα μου... Κι εμένα, τόσα χρόνια μακριά του, ο Μόλυβος μου έλειψε πολύ. Πιστεύω πως κάθε μέρος για να το δεις και για να το εκφράσεις σωστά πρέπει να το πλησιάσεις ερωτικά μ' ένα αίσθημα καθαρής και απέραντης αγάπης. "Υπάρχουν τόποι και τοπία, που δένονται άρρηκτα με την ύπαρξή μας. Αυτό έγινε με τον Μόλυβο, κι αυτό γίνεται σ' όσους τον επισκέπτονται...". Μα... κι εκείνος, τι άλλο αξιώνει παρά μόνο την αγάπη μας. Τη δικαιούται, άλλωστε, τόσο ωραία και τόσο απλόχερα που σκορπάει την ομορφιά του, κάθε μέρα, στους δικούς του αλλά και στους επισκέπτες του.

    Στο Μόλυβο επιστρέφεις πάντα... Ίσως να είναι η ξεχωριστή ομορφιά του, ίσως η ισορροπία και η γαλήνη του, ίσως η φυσική αρχοντιά του. Ίσως να είναι η δωρική του λιτότητα, ίσως η γρανιτένια σιγουριά του κάστρου του... Ίσως πάλι, να είναι κι αυτή η ανάγκη επιστροφής σε όλα εκείνα που κατά κάποιο τρόπο ήταν τα παραμύθια μας, τα παραμύθια μιας... πιο αθώας εποχής.

    Ο Μόλυβος είναι μια αγάπη για το καλοκαίρι, "ένα αποκούμπι ξεγνοιασιάς, γαλήνης και αγάπης. Ανύποπτη προσμονή! Δροσοπηγή της χαράς και του έρωτα...". O Μόλυβος είναι ακόμα ήσυχος, μαγικός, ονειρικός και το φως του, αυτό το υπέροχο φως που δεν αφήνει τίποτα κρυφό, που εισχωρεί παντού, ακόμα και μέσα στην ψυχή σου και δίνει μια άλλη διάσταση στα πάντα: στα σπίτια του, στα σοκάκια του, στα βράχια του, στους ανθρώπους... Εικόνες που ξυπνούν τη φαντασία, τοπία που ζωντανεύουν τις αισθήσεις. Ο καλός μου δάσκαλός, Στράτος Χατζηγιάννης, έλεγε: "Ο Μόλυβος έχει μια γοητεία ιδιότυπη που σε αιχμαλωτίζει, άμεσα και ολοκληρωτικά, μόλις κιόλας τον αντικρίσεις...". Ανυπέρβλητος ο Μόλυβος ακόμη και σήμερα, παρ' όλα όσα έχει υποστεί... Τελικά, μερικά μέρη δεν αλλάζουν όσο κι αν επεμβαίνουμε σ' αυτά, εκείνα κρατούν την ένταση και τη μνήμη καλά φυλαγμένα σε σημείo που κάνουν τη διαφορά.

    * * * Δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα ΕΜΠΡΟΣ της Μυτιλήνης στις 5 Ιουλίου 2005, όπως και στο GR PORTAL

    Ο ΗΧΟΣ ΤΗΣ ΨΥΧΗΣ ΚΑΙ ΤΗΣ ΣΚΕΨΗΣ ΜΟΥ
    "Και τι να πεις σε δυο κουβέντες της στιγμής,
    ψάχνεις να βρεις δυο κούφια λόγια να πιαστείς
    κι ύστερα πάλι θα χαθείς".
    Νίκος Ζούδιαρης

    Όταν γράφω είναι σα να ξεγυμνώνω την ψυχή μου. Χαράζω με λέξεις πάνω στο χαρτί ή στην οθόνη του υπολογιστή μου εκείνα τα συναισθήματα που, κατά κάποιο τρόπο, φανερώνουν την αλήθεια μου. Κι ας είναι μια ζωή τα ίδια ή η συνέχεια των προηγούμενων, περιλαμβάνοντας, ακόμη και τα όσα παρέλειψα την άλλη φορά. Το πρόβλημα είναι το πως θα χρησιμοποιήσεις το συναίσθημά σου. Ή ακόμη το πώς μπορείς να προκαλέσεις την έμπνευση, η οποία δεν έρχεται πάντα όποτε θέλουμε. Είναι φορές, το ομολογώ, που δεν έχω τι να γράψω, δεν βρίσκω θέμα, δεν βρίσκω υλικό, δεν βρίσκω τις λέξεις, νιώθω την αγωνία της απώλειάς τους. Η σκέψη αυτή με βασανίζει. Ακόμα κι αν πλήττω την ώρα που γράφω, το αφήνω να φανεί. Και τότε είναι που "συλλαμβάνω" κάποια σκιρτήματα που ξεφεύγουν από τις χαραμάδες της καρδιάς μου. Ακολουθώ τα σημάδια τους και τα αποτυπώνω υπακούοντας στις προσταγές του εσωτερικού μου εγώ! Δύσβατο μονοπάτι, σίγουρα, μα... θα το προσπαθήσω.

    Πάνε πολλά χρόνια αφότου αποχωρίστηκα τον τόπο μου -φυσικά, όχι όμως και συναισθηματικά- και σαν αστέρευτος ποταμός πορεύτηκα σε άλλα μέρη, μακρινά. Απόδημος πάντα, δίχως τελικά να ριζώσω παρόλα τα 41 χρόνια. Στο πέρασμα των χρόνων έκανα προσπάθειες να μην εγκλωβιστώ μέσα στο εφήμερο, να μην απομακρυνθώ από το όνειρο και τη μέθη που χρειάζεται για να πραγματοποιήσεις αυτό το όνειρο. Καλό θα ήταν βέβαια (και θα βόλευε) τα όνειρα να πραγματοποιούνται την ώρα που τα θέλουμε κι όχι όποτε θέλουν εκείνα, αλλά... Αλλά και πάλι, όποτε κι αν πραγματοποιηθούν, μας φέρνουν τη χαρά της εκπλήρωσής τους.

    Όσοι έχουν ξενιτευτεί γνωρίζουν καλά το δράμα που ζουν με τον καημό της πατρίδας. Γνωρίζουν καλά πως το πιο γλυκό όνειρο -αλλά και άπιαστο για πολλούς- ήταν και είναι η επιστροφή στην πατρίδα, η λαχτάρα να ξαναδείς τους ανθρώπους σου, τον τόπο σου, όπως πολύ καλά γράφει ο εκλεκτός συγγραφέας Τάκης Χατζηαναγνώστου: "Το χωριό όπου γεννιέται κανείς φαίνεται πως γίνεται με τον καιρό παραμύθι. Και το παραμύθι δεν είναι παρά μια άλλη αίσθηση ζωής, που σε δένει πίσω απ' το μίτο της και σε παρασέρνει σ' ένα δικό της δρόμο".

    Σαν ένα τίποτα, περνάνε τα χρόνια. Τώρα πια που επέστρεψα για να συνεχίσω τον κύκλο της ζωής μου εδώ στον τόπο μου, κοντά σ' αυτά που νοσταλγούσα και αγαπούσα, βλέπω αλλά και νιώθω πόσο ο άνθρωπος έχει ανάγκη αυτή τη μέθη για να υπερβεί τον εαυτό του και να πραγματώσει το όνειρό του.

    Ένας δρόμος είναι η ζωή που μας πάει και μας φέρνει κι ο καθένας τον διαβαίνει με τον τρόπο του. Επιλέγουμε, λοιπόν ένα δρόμο να τον βαδίσουμε με την ελπίδα πως θα μας οδηγήσει εκεί που θέλουμε ή εκεί που ονειρευτήκαμε. Η επιλογή μας αυτή συνοδεύεται από χίλιες σκέψεις και σχέδια ώστε να πορευτούμε στο σωστό μονοπάτι. Ο τρόπος που θα ζήσεις, τα πράγματα που θα κάνεις, τα "ναι" και τα "όχι" σου, τα σωστά και τα λάθη σου, τα πρέπει και τα άλλα σου, αλλά κι οι προσταγές της μοίρας να καρτερούν στην άκρη. Σημαντικό στοιχείο στη ζωή μας η μοίρα, θεά απρόβλεπτη, τυφλή κι ανεξιχνίαστη που καθορίζει την πορεία μας με τις άγνωστες βουλές της. Τα έχουν πει, βέβαια, πολλοί αυτά, κάπως έτσι ή κάπως αλλιώς.

    Είναι να μη γνωρίσει κανείς δυο πατρίδες, έτσι κι αυτό συμβεί αρχίζει μέσα σου το σαράκι να κάνει τη δουλειά του... να σε τρώει. Είναι σαν ένα είδος διχασμού αυτό που συμβαίνει. Το αισθάνομαι τώρα που επέστρεψα. Όταν ήμουν στην ξενιτιά, μου λείπανε πολύ οι άνθρωποί μου στην Ελλάδα. Μου έλειπε ο τόπος μου γενικά. Τότε τα όνειρα, οι προσδοκίες, οι νοσταλγίες, οι συμβιβασμοί και οι ελπίδες γέμιζαν τις αβάσταχτες ώρες, ιδίως αυτές της μοναξιάς. Έκανα χίλιες προσπάθειες ώστε να μη χαθούν σε κάποιο διάδρομο της καρδιάς μου αυτά που άφησα πίσω μου. Τώρα που επέστρεψα, μου λείπουν αντίστοιχα τα εκεί. Τόσα χρόνια έζησα μακριά αντάμα με αξιόλογες παρουσίες αλλά, συγχρόνως και με πολύ σημαντικές απουσίες. Κι αυτές είναι που πονάνε. Τώρα όλα έχουν αντιστραφεί... τα εδώ με τα εκεί. Όλοι οι καημοί κι όλες οι αγωνίες της ξενιτιάς, όλα τα ανάκατα συναισθήματα για την πατρίδα που με γέννησε και μ' ανάστησε αλλά και για την άλλη που με μεγάλωσε και με δίδαξε, όλα ένα κουβάρι από χρόνια μπροστά μου. Τα εκεί και τα εδώ, οι συγκρίσεις, οι διαφορές, οι ομοιότητες και τόσα άλλα. Κι όλο αυτό το κουβάρι από χρόνια, αν το στύψεις, έλεγε κάποιος, το πιο σίγουρο είναι να έχεις ένα πικρό ζουμί. Γιατί όμως να είναι έτσι;

    Το διαρκές ανικανοποίητο... μας βασανίζει. Όσα πράγματα και ν' αποκτήσουμε, κάτι μας λείπει. Και ίσως να είναι αυτό ένας άλλος τρόπος ύπαρξης. Κυνηγάμε να βρούμε την αλήθεια πίσω από τις ψευδαισθήσεις μας και... ξαφνικά πουθενά δεν ταιριάζεις, και κανένας δεν ταιριάζει μαζί σου. Δύσκολα πιάνεται με τη σκέψη ετούτη η αλήθεια, πιο δύσκολα γράφεται γιατί είναι από εκείνα τα απλά, μα... και δύσκολα. Αυτά που τελικά αναλογιζόμαστε μετά, όταν διασταυρώνονται τα όνειρα και συμπλέκονται οι συγκινήσεις. Όταν νιώθεις πως υπάρχει μια μελαγχολία, μια ανάμνηση, ένα συναίσθημα που σε πάει, πολλές φορές, άλλοτε πίσω κι άλλοτε μπροστά και σε κάνει να θυμάσαι αυτά που πέρασες και ό, τι έκανες, αλλά και μια αισιοδοξία που σε κάνει να δέχεσαι αυτά που έρχονται, τα μέλλοντα. Αυτά που ζούμε σήμερα δεν είναι παρά ένα ταξίδι στο παρελθόν μας. Η ζωή περνάει γρήγορα και αυτά που ζήσαμε κάποτε σήμερα έχουν γίνει αναμνήσεις. Όλα περνάνε και τίποτα δεν μένει...

    Ξεστρατίζει για μια στιγμή η σκέψη μου στο διάβα. Κάθομαι τώρα και σκέφτομαι πως είναι σα να αρχίζει μια νέα εποχή, μπαίνω σε άλλες έγνοιες και σ' άλλες ανησυχίες. Πιστεύω πως συχνά δεν ξέρουμε τι θέλουμε, ξεχνάμε να κοιτάξουμε βαθιά στην ψυχή μας. Και είναι εκεί όπου κρύβεται όλη η ειλικρίνεια του εαυτού μας. Η αυτεπίγνωση είναι πολύ προσωπική για τον καθένα. Πολλές φορές μας χρειάζεται για να έρθουμε σε συνάντηση με την αλήθεια μας. Κι όλος αυτός ο ψυχισμός αντανακλάται στη ματιά μας. Ματιά που άλλοτε χαμογελά όλο φως, άλλοτε συννεφιάζει κι άλλοτε... βουρκώνει.

    Πολλές φορές "ταξιδεύω" κι αναθυμάμαι, σαν ασπρόμαυρες ξεθωριασμένες φιγούρες, να περνάνε από μπροστά μου όλα τα αγαπημένα μου πρόσωπα που έχουν πια χαθεί. Τα πρόσωπα που κράτησαν τη ζωή μας - αυτοί που ήρθαν, αυτοί που λείπουν, αυτοί που για πάντα φύγαν. Δεν ξέρω αν αυτό είναι μια οφειλή ή μια ανάγκη για το αλάφρωμα της ψυχής μας. Της ψυχής που κρύβει τόσες απουσίες και σίγουρα οι πιο σημαντικές συνδέονται με την αγάπη. Κεντρικές μορφές σ' αυτό το ταξίδι της μνήμης, σίγουρα οι γονείς μας. Πολλά έχουν αλλάξει από τότε, είν' αλήθεια, αλλά κάτι μένει που... λιμνάζει. Τα σπίτια, οι δρόμοι, οι τάφοι... τα γεγονότα. Συνηθισμένα περιστατικά? καθημερινά. Του σήμερα και του άλλοτε.

    Οι μνήμες αυτές, πολλές φορές, είναι αφορμή για να μιλήσει κάποιος σε πρώτο ενικό για τον εαυτό του. Έχουν μια εξομολογητική διάθεση, ίσως και αποκαλυπτική. Αλλά είναι κι άλλες που δεν αναγνωρίζεις ούτε αυτόν τον εαυτό σου. Προσμετράς τα λάθη σου, απορείς με το τι ανέχτηκες, εξοργίζεσαι με το πόσο υποχώρησες και συνάμα δυσκολεύεσαι να θυμηθείς το γιατί. Όλη μας η ζωή, θαρρείς, εξαντλήθηκε σ' αυτό το όριο, σ' αυτό το πέρασμα να καταλάβουμε αυτό που περισσεύει από τη ζωή μας και δεν μπορούμε να το συλλάβουμε. Γιατί πρέπει να αγωνίζεσαι τόσο για να βρεις νόημα στη ζωή σου; Δεν παραπονιέμαι? αναρωτιέμαι μόνο... Γιατί;

    Μια διαδρομή, αυτό λένε, είναι η ζωή μας. Μια διαδρομή που κάθε της βήμα σε απομακρύνει ή σε φέρνει κοντά σ' αυτό που στ' αλήθεια θέλεις. Μια διαδρομή γεμάτη από σκέψη, μόχθο, αγωνίες αλλά και άπειρες αποχρώσεις χαράς και λύπης. Αλλά γιατί όμως να συλλογιέσαι πιότερο τις αποχρώσεις της λύπης αφού κι αυτές της χαράς, δόξα το Θεό, δεν ήταν λίγες. Αλλόκοτες σκέψεις, που μου έδωσαν ωστόσο ένα μάθημα, ότι όλα όσα αγαπάμε θα μας σημαδεύουν πάντα. Αλλά και πάντα θα υπάρχει, στη ζωή μας, ένα παρελθόν που θα έχει, δυστυχώς, φύγει συγχρόνως όμως θα υπάρχει κι ένα μέλλον που θα είναι, ευτυχώς, δικό μας.

    Τελικά, πάλι το κατόρθωσα, παιδεύτηκα, μα βρήκα τις λέξεις να γράψω τα δικά μου. Οι λέξεις, έτσι λένε στο νησί μας, είναι σαν τα κογχύλια του γιαλού, αν τα βάλεις στο αυτί σου, ακούς τον ήχο του γιαλού σου ή της ψυχής σου... Αυτό έκανα... συγχωρήστε με.

     
    ΣΧΙΖΟΝΤΑΣ ΤΗΝ ΙΣΤΟΡΙΑ ΜΟΥ

    Σκυμμένος πάνω στο γραφείο μου, έχω βάλει σκοπό να ξεκάνω Όλο το επαγγελματικό χαρτομάνι που είχα συσσωρευμένο χρόνια τώρα σε κούτες και ντοσιέ. Τα περισσότερα μου είναι, ας το ομολογήσω, άχρηστα. Πάντα είχα τη συνήθεια, καλή ή κακή, δεν θα το εξετάσω τώρα, να μην πετώ τίποτα, να κρατώ ακόμα και τα πιο ασήμαντα χαρτάκια. Όλα, εμπορικά και μη, είχαν για μένα, έστω και μια μικρή αξία, ήταν μια... ιστορία. Και τώρα σκίζοντάς τα... είναι σαν να την... απαρνιέμαι.

    Η συναισθηματική φόρτιση είναι τέτοια που μου δημιουργεί μια ακεφιά. Μου γυρίζει το χρόνο πίσω. Είναι κύκλοι, στη πορεία της ζωής των ανθρώπων, που ανοίγουν αλλά... κάποτε κλείνουν. Είναι ανθρώπινο νομίζω και αρκετά μελαγχολικό, θα έλεγα. Πάει λίγος καιρός που πήρα την απόφαση να κλείσω ένα μεγάλο κύκλο της ζωής μου. Και να 'μαι τώρα, συλλογισμένος και επιλεκτικά μοναχικός, σε στιγμές αγωνίας και μελαγχολίας να γυρίζω μια άλλη σελίδα. Είναι συνάμα κι ένα πρόσχημα για άρθρο. Μπροστά μου έχω ένα άσπρο άγραφο χαρτί και παραδίπλα μια ιστορία πολλών χρόνων ήδη... σε χίλια κομμάτια.

    Χίλιες σκόρπιες σκέψεις με γυροφέρνουν, πάνε να με πονέσουνε μα δεν θα τις αφήσω. Κοιτάζω τη ζωή μου σαν θεατής. Ψάχνω να βρω πως γεφυρώνεται ο χρόνος. Τις γέφυρες τούτες που θεωρούσα τόσο ζωτικές για την ύπαρξή μου τις έχω κάνει συντρίμμια. Πάντα αξιολογούσα και απολάμβανα στο μέγιστο και τα πιο μικρά πράγματα, δίχως να μπερδεύω τα μικρά με τα ασήμαντα, τα ταπεινά με τα τιποτένια. Έχω κλείσει πια πίσω μου την πόρτα στο παρελθόν και τραβάω την κουρτίνα ανοίγοντας ένα παράθυρο στο... μέλλον. Έχω πάρει τις οριστικές μου αποφάσεις κι εύχομαι να πάνε όλα καλά.

    Με το πέρασμα του χρόνου έρχεται η ωριμότητα, αντικαθίστανται οι αισθήσεις από τη λογική, δεχόμαστε, αμίλητοι πλέον, τη στέρεη πραγματικότητα. Κι αυτό είναι ακριβώς που με έκανε, διαλέγοντας, να σκίζω και να πετώ, όχι όλα το ομολογώ. Όλη αυτή η ιστορία με γέμιζε με άγχος. Παρά ταύτα... επιμένω. Η ζωή μου δέθηκε, τόσα χρόνια, μ' ένα σωρό πράγματα που έφτιαξαν το πλαίσιο των αναμνήσεων μου. Ολάκερη περίοδο ζωής που έχει νόημα μόνο για μένα. Πάντα πίστευα και συνεχίζω να πιστεύω πως οι προσωπικές μας μαρτυρίες είναι εκείνες που μας αγγίζουν περισσότερο, μας σημαδεύουν... και μας διδάσκουν!

    Όσο κι αν απ' τ' ανοιχτό παράθυρό μου, προβάλλει τώρα ένας ορίζοντας και μου προτείνει κάτι καινούργιο, όσο οι αντοχές μου κρατάνε απαλό τον πόνο των αναμνήσεων, δεν μπορώ να αποφύγω τούτο το πήγαιν' έλα της ιστορίας μπροστά μου. Της δικής μου ιστορίας, μέσα απ' τα δικά μου βιώματα. Πως να χωρέσει ένα κομμάτι της ζωής μου μέσα σε λίγες σακούλες σκουπιδιών. Κάθομαι τώρα, λίγο πριν τη σιωπή, λίγο μετά τη θλίψη και καθώς κοιτώ σιωπηλός γύρω μου τους σωρούς με τα σκισμένα χαρτιά, αισθάνομαι να κλείνει ο κύκλος μου. Εκεί κείτεται η ιστορία μου σκισμένη σε... χίλια δυο κομμάτια...

    * * * Δημοσιεύτηκε στις 9 Φεβρουαρίου 2004 στο GR PORTAL, στις 11 Φεβρουαρίου 2004 στην Εφημερίδα ΕΜΠΡΟΣ της Μυτιλήνης όπως και στις ΙΣΤΟΣΕΛΙΔΕΣ GR την ίδια μέρα.

    ΣΤΑ ΜΟΝΟΠΑΤΙΑ ΤΟΥ ΓΥΡΙΣΜΟΥ

    Από την Βαλένσια της Βενεζουέλας, τον μακρινό τόπο της αποδημίας μου, δεν έχω σωπάσει ποτέ, να διαλαλώ για την καταγωγή μου. Είχα την τύχη να γεννηθώ στο ευλογημένο νησί της Λέσβου, το νησί που λατρεύω και υπερηφανεύομαι γι αυτό. Η Λέσβος αποτελεί, για μένα, σημείο αναφοράς που έρχεται και επανέρχεται τόσο στα όνειρά όσο και στα γραφτά μου. Σαράντα χρόνια πάνε που έφυγα απ' το νησί και η καρδιά μου πάλλει στο ρυθμό της θάλασσας του Αιγαίου που το περιβάλλει κι ωστόσο, είναι σαν να μην έχουν περάσει...

    Είμαι σε μια ηλικία, πλέον, που, αν μη τι άλλο, έχω ανάγκη να διατηρώ συναισθηματικούς δεσμούς, με το παρελθόν. Κι αλίμονο, είναι τόσα πολλά αυτά, που μαζί τους μεγάλωσα, έζησα κι αγάπησα και τόσες οι μνήμες, που ομολογώ, ότι η απόσταση της ξενιτιάς δεν έσβησε μήτε τη γλύκα, μήτε τη γεύση τους. Το παρελθόν, μετά από χρόνια, παίρνει την αξία που του δίνουμε εμείς. Πως μπορεί να μην θυμάσαι όλα αυτά που άφησαν το σημάδι τους στην ψυχή σου; Μνήμες που, πράγματι, δύσκολα σβήνουν, που περνούν. Που περνούμε...

    Κι είναι αυτές οι μνήμες που σε παρασέρνουν και σε αναγκάζουν με μια εξομολογητική διάθεση, θα έλεγα, να μιλήσεις ή να γράψεις σε πρώτο ενικό για τον εαυτό σου. Αυτό έκανα κι εγώ γράφοντας το: ΜΝΗΜΕΣ ΤΟΥ ΧΤΕΣ, ΣΤΙΓΜΕΣ ΤΟΥ ΣΗΜΕΡΑ, το κείμενο με το οποίο συμμετέχω στη Δεύτερη Ανθολογία της Ξενιτιάς, το βιβλίο της Ένωσης Ελλήνων Συγγραφέων-Λογοτεχνών των Πέντε Ηπείρων, που κυκλοφόρησε πρόσφατα. Ένιωσα κάποια στιγμή, όταν ήδη άρχισα να παίρνω μια αρκετά μεγάλη απόσταση από τα παιδικά μου χρόνια και ήταν, μια στιγμή που μπορεί να θεωρηθεί σαν η πρώτη αναμέτρηση με τον πανδαμάτορα χρόνο, που κυλάει πάντα... ερήμην μας. Γι αυτό έκανα μια κατάδυση βαθιά μέσα μου τα μάζεψα και διαποτισμένα από το υλικό που φτιάχνονται τα όνειρα αποφάσισα να τα καταθέσω ως έκφραση της ψυχής μου και... μα την αλήθεια ξεπήδησαν σαν χείμαρρος κι αποτυπώθηκαν στο χαρτί. Αυτοβιογραφικά σημάδια από την παιδική μου ηλικία. Λιτά πράγματα, αλλά συγχρόνως πλούσια γιατί καθρεφτίζουν την αλήθεια μου. Μόνο που να... άρχισα να σκέφτομαι κι αναρωτιόμουν ποιον να ενδιέφεραν, τάχα, όλα αυτά;

    Κι αν ο δρόμος της ζωής μου με έφερε να ζω τόσο μακριά, σχεδόν στην άλλη άκρη του κόσμου, λέω ευτυχώς τα όνειρά μου δεν μαράθηκαν και η καρδιά μου δεν έπαψε ποτέ να λαχταρά. Απλά και μόνο θέλησα ν' αποδείξω, έστω, ότι ο ομφάλιος λώρος που με συνδέει με τον τόπο μου δεν είχε κοπεί...

    Κάπου προς το τέλος του κειμένου μου, γράφω: "Εύχομαι να μην χάσω ποτέ από τα μάτια μου τον ορίζοντα των ονείρων μου που έπλαθα νέος για χάρη κάποιων υποσχέσεων", και να που οι υποσχέσεις αυτές, ήλθε το πλήρωμα του χρόνου και ξέσπασαν... ζητώντας εκπλήρωση! Η κλεψύδρα του χρόνου άρχισε να περιορίζει αναγκαστικά τα περιθώριά μου. Ο μακρινός πόθος μου, που σχεδίαζα, εδώ και αρκετά χρόνια, και που κάθε φορά γινόταν και πιο μακρινός άρχισε να πλησιάζει. Το άπιαστο όνειρο του ξενιτεμένου. Η μεγάλη απόφαση του γυρισμού αναζητώντας το δικό μου ξέφωτο στη ζωή κι ελπίζοντας ν' αξιωθώ και να τα καταφέρω να βρω τα μονοπάτια που θα με οδηγήσουν εκεί όπου θέλω. Και είναι αυτές οι στιγμές που κάνουν τη λαχτάρα να γίνεται ακόμα πιο... έντονη!

    * * * Δημοσιεύτηκε στις 19 Σεπτεμβρίου 2003 στην Εφημερίδα ΕΜΠΡΟΣ της Μυτιλήνης και στις 23 Σεπτεμβρίου 2003 στο GR PORTAL

     
    ΣΚΕΨΕΙΣ ΞΕΝΙΤΙΑΣ - ΔΙΑΔΡΟΜΕΣ ΖΩΗΣ

    Όταν το Γενάρη του '63 έφευγα από την πατρίδα μου - δεκαεξάχρονο παιδί - για να πάω στην άλλη άκρη του κόσμου, κάνοντας το πρώτο μου ταξίδι έξω και μακριά από το νησί μας, ποτέ δεν φανταζόμουν ότι θα έμενα εκεί 40 και κάτι χρόνια. Σαν ένα τίποτα, περνάνε τα χρόνια. Τώρα πια επέστρεψα για να συνεχίσω τον κύκλο της ζωής μου εδώ, κοντά σ' αυτά που νοσταλγούσα και αγαπούσα πάντα.

    Ένας δρόμος, λένε, είναι η ζωή που μας πάει και μας φέρνει, κι ο καθένας τον διαβαίνει με τον τρόπο του. Επιλέγουμε, λοιπόν ένα δρόμο να τον βαδίσουμε με την ελπίδα πως θα μας οδηγήσει εκεί που θέλουμε ή εκεί που ονειρευτήκαμε. Η επιλογή μας αυτή συνοδεύεται από χίλιες σκέψεις και σχέδια ώστε να πορευτούμε στο σωστό μονοπάτι. Ο τρόπος που θα ζήσεις, τα πράγματα που θα κάνεις, τα ναι και τα όχι σου, τα σωστά και τα λάθη σου, τα πρέπει και τα άλλα σου, αλλά στην άκρη καρτερούν και οι προσταγές της μοίρας. Σημαντικό στοιχείο στη ζωή μας η μοίρα, θεά απρόβλεπτη, που καθορίζει την πορεία μας με τις άγνωστες βουλές της.

    Έτσι το θέλησε, λοιπόν, αυτή η θεά για μένα, να φύγω και να φτιάξω τη ζωή μου στη ξενιτιά, στη μακρινή Βενεζουέλα. Μια χώρα εξωτική και φιλόξενη, που έχει ένα ιδιαίτερο τρόπο να σε κρατάει, σαν ένα σπάνιο εραστή, κοντά της. Αλλά και να μην την ξεχνάς. Παρ' όλα αυτά, όμως, παρ' όλη τη παθιασμένη σχέση αγάπης μ' αυτή τη χώρα, ένας κυκεώνας συγκλονιστικών πολιτικών αλλαγών, γεγονότων και αποτρόπαιων εξελίξεων ήρθαν να ξεθωριάσουν, ανεπανόρθωτα, αυτή τη σχέση. Κι άξαφνα στη διαδρομή, μέσα σ' αυτή την ασφυκτική ατμόσφαιρα και με το χρόνο να σημαδεύεται και να μετριέται από δυσβάστακτα γεγονότα συνειδητοποιείς ότι ήρθαν τα πάνω - κάτω, ότι η πορεία από ομαλή έγινε τραχιά με χίλια δυο εμπόδια που η θέα τους και ο απόηχός τους έπνιγαν τις όποιες επιθυμίες και βλέψεις σου. Γι' αυτό πάντα λέμε: "αυτά έχει η ζωή". Όλα, όμως, περνούν. Σκαμπανεβάσματα είναι που άλλοτε μας σπρώχνουν στη δράση κι άλλοτε στη θεώρηση. Σηματοδοτούν στιγμές βουβής αμηχανίας, νιώθοντας άβολα, πολλές φορές, για τον κόσμο και τον εαυτό σου.

    Εν πάση περιπτώσει, όλα αυτά, μαζί με την αγάπη μου για την πατρίδα, ήταν η αφορμή για την μεγάλη απόφαση της επιστροφής. Η μεγάλη αλήθεια που ομολογείς σε ώρες που δεν βαστάς: Αρνήθηκα να ζήσω στην ομορφιά αυτής της χώρας παράλληλα με τόση αθλιότητα, εγκληματικότητα και... αγωνία! Δύσκολα πιάνεται με τη σκέψη ετούτη η αλήθεια, πιο δύσκολα γράφεται... γιατί είναι από εκείνα τα απλά, μα... και δύσκολα. Αυτά που τελικά αναλογιζόμαστε μετά! Όταν διασταυρώνονται τα όνειρα και συμπλέκονται οι συγκινήσεις. Όταν νιώθεις πως υπάρχει μια μελαγχολία, μια ανάμνηση, ένα συναίσθημα που σε πάει, πολλές φορές, λίγο πίσω κι άλλες λίγο μπροστά, σε κάνει να θυμάσαι αυτά που πέρασες και ό,τι έκανες, αλλά και μια αισιοδοξία που σε κάνει να δέχεσαι αυτά που έρχονται, τα μέλλοντα.

    Πάντα θα υπάρχει, στη ζωή μας, ένα παρελθόν που θα έχει, δυστυχώς φύγει, αλλά και πάντα θα υπάρχει ένα μέλλον που θα είναι, ευτυχώς, δικό μας. Δεν μας μένει παρά να προσπαθούμε - όπως πολύ σωστά γράφει ο Paolo Coelho - να απολαύσουμε τη ζωή μας με τα διδάγματα του παρελθόντος και τα όνειρα του μέλλοντός μας.

    * * * Δημοσιεύτηκε στις 25 Ιανουαρίου του 2005 στην Ημερησία εφημερίδα "Εμπρός" της Μυτιλήνης

    Καλή Χρονιά!
    Αθήνα 30/12/2004

    Μια χρονιά πλησιάζει προς το τέλος της και μια νέα γεννιέται. Μαζί της ανανεώνονται τα όνειρα, οι ελπίδες, οι αγωνίες, οι προσδοκίες, τα σχέδια, τα μηνύματα, τα οράματα... οι ευχές, προ πάντων αυτές. Ευχές εδώ κι εκεί, που φαντάζουν, μέσα στην αισιοδοξία μας, σαν ψεύτικες σ' ένα πολυτελές και εορταστικό περιτύλιγμα, προσδοκώντας, αναμφίβολα, κάτι καλό να μας έλθει. Όμως, αντιλαμβάνομαι κάτι να μην είναι σαν και πρώτα, όταν, τότε, περίσσευε η αγάπη και τις ευχές τις νιώθαμε ν' ανεβαίνουν, ολόθερμες, απ' την καρδιά στα χείλη μας, τώρα μου φαίνεται πως, απλά... τις εννοούμε! Κι όλος αυτός ο απόηχος των ευχών και των μηνυμάτων αγάπης, αδελφοσύνης και ειρήνης να... «μαγκώνει», θαρρείς στα... στήθη μας.
    Όλοι μας, σίγουρα προσδοκούμε έναν κόσμο καλύτερο, λιγότερο απάνθρωπο, με περισσότερα δάκρυα χαράς από δάκρυα λύπης. Εύχομαι λοιπόν ολόθερμα, (τι άλλο μπορούσα να κάνω) η καινούργια χρονιά να είναι πιο ανθρώπινη, πιο ειρηνική με νέους ορίζοντες σκέψης και δράσης και να φέρει ευτυχία σε όλους μας! Με την ευκαιρία θα ήθελα να ζητήσω από τον καλό 'Αη-Βασίλη, των παιδικών μας χρόνων, κάτι μικρά κι ασήμαντα δωράκια για όλους μας. Όπως...
    Μια γομολάστιχα, για να σβήσουμε από την ιστορία μας όλα όσα μας έχουν πληγώσει.
    Ένα απορρυπαντικό, για να ξεπλύνουμε τις βρωμιές από τα προσωπεία που καθημερινά χρησιμοποιούμε.
    Ένα ψαλίδι, για να κόψουμε όλα όσα μας εμποδίζουν να γίνουμε ανώτεροι.
    Ένα πουλάκι, για να μας μάθει να πετάμε ψηλά και να τραγουδάμε ελεύθερα.
    Ένα πιθάρι, για να ωριμάσουμε, μέσα του, τη στοργή, την αφοσίωση, την αγάπη.
    Ένα μπολάκι, για να διατηρήσουμε όλα τα χαμόγελα και για να ακούμε τον χαρούμενο ήχο τους.
    Ένα ζευγάρι γιαλιά, για να βλέπουμε με άλλα ματια τη ζωή και που θα μας επιτρέπουν να κοιτάμε με αγάπη τον πλησίον μας και τη φύση.
    Ένα σκιουράκι, για να μας δείξει πώς να αναρριχώμαστε στα κλαδιά του δέντρου της σοφίας. Μια μεγάλη βελόνα, για να πλέκουμε όνειρα, προσδοκίες και πόθους. Μια κασετίνα, για να φυλλάξουμε όλες τις αναμνήσεις που οικοδομούν και δίνουν ζωή.
    Ένα φερμουάρ, που θα μας επιτρέπει να ανοίγουμε το πνεύμα μας για να δώσουμε απαντήσεις, ένα άλλο για να κλείνουμε το στόμα μας όταν χρειάζεται κι ένα τρίτο για να ανοίγουμε την καρδιά μας.
    Ένα ημερολόγιο για να γράφουμε και να θυμόμαστε τις ευτυχισμένες στιγμές της ζωής μας.
    Ένα ρολόι, για να δώσουμε όλο τον χρόνο στην αγάπη.
    Ένα ζευγάρι παπούτσια για να βαδίζουμε με σιγουριά όπου πάμε.
    Μια ζυγαριά, για να ζυγίζουμε ό,τι έχουμε ζήσει και δοκιμάσει.
    Έναν καθρέφτη, για να θαυμάζουμε ολόγυρά μας τα τέλεια έργα του Θεού. Καλή Χρονιά!!!

     
    ΕΑΡΙΝΟ ΠΡΟΣΚΥΝΗΜΑ ΣΤΗ ΓΕΝΕΘΛΙΑ ΓΗ
    'Ανοιξη 2003

    Με διαβατήριο τη λαχτάρα έφθανα το πρωί της Μ. Τετάρτης στο λατρευτό νησί μου. Από το κατάστρωμα του πλοίου «Μυτιλήνη» αγνάντευα την πόλη να κοντεύει τυλιγμένη μέσα σ' ένα γκριζωπό και καταθληπτικό χρώμα, μιας κι ο φετινός χειμώνας δεν έλεγε να δώσει τη σειρά του στην 'Ανοιξη! Την άνοιξη που περίμενα σαράντα χρόνια να γευτώ, αφού όλα μου τα προηγούμενα ταξίδια, στο νησί, ήταν... μόνο καλοκαίρια.

    Ψιλόβρεχε όταν αποβιβάστηκα. Είχα χαράξει, από πριν, στο μυαλό και στη ψυχή μου τούτη την επίσκεψη στο τόπο μου, ανοιξιάτικα. Δυστυχώς όμως, δεν είχα σύμμαχο τον καιρό. Καθώς έβγαινα από τον ελαιώνα κι αντίκρυζα τον γαλήνιο κόλπο της Γέρας, ο καλός Θεός έβαλε το χέρι του, η βροχή σταμάτησε κι όλο το πράσινο και τ' άρωμα της φύσης, κυριολεκτικά με κυρίεψαν. Χίλια χρώματα και μεθυστικά αρώματα ανάμικτα, ελιά, πεύκο, ρύγανη, μέντα, πασχαλιές, παπαρούνες, μαργαρίτες, χαμομίλι και λεμονανθοί, προ πάντων αυτοί, όλα χάρμα οφθαλμών. Να 'χεις μόνο μάτια κι ανασαιμιά να τα χαίρεσαι. Καταπράσινη και μυροβόλος η Λέσβος. Όλοι οι βλαστοί της άνοιξης έλαμπαν, τώρα, στο φως ενός άρχοντα ήλιου. Όλα, θαρρείς, καλωσόριζαν τον νοσταλγό προσκυνητή. Το ανεπανάληπτο «Ω γλυκύ μου έαρ!» μου ήλθε πριν την ώρα του στο νου μου.

    Ακολουθώντας τον δημόσιο δρόμο, άφηνα πίσω τον ελαιώνα και διέσχιζα, τώρα, το «τσαμλίκι», το μεγάλο πευκόδασος. Σε λίγο θα αντίκρυζα τις αλυκές να γυαλίζουν στις όχθες του κόλπου της Καλλονής με τις φημισμένες της σαρδέλες. Βρισκόμουν, σχεδόν, στα μισά της διαδρομής. Η λαχτάρα μου μεγάλωνε. Κόντευα στην Αρίσβη, έξω απ' την Καλλονή. Αν και πολλά έχουν αλλάξει, τούτο το χωριουδάκι, σε πείσμα της εξέλιξης εξακολουθεί να αντιστέκεται. Ίδιο κι απαράλλαχτο. Κι αμέσως η Καλλονή που σε αντίθεση με την Αρίσβη φαντάζει κάλπικη, «πολιτισμένη». Διασχίζοντας την πόλη, πάνω στη στροφή, συγκινήθηκα βλέποντας το παλιό Γυμνάσιο που μαθήτευσα για δυο χρόνια. Έβαλα τη μνήμη μου σε μπελάδες ψάχνοντας να θυμηθώ παλιούς συμμαθητές, καθηγητές και φίλους. Πόσα πέρασαν απ' το μυαλό και τα μάτια μου... Είναι παρηγοριά να ενώνεις τη σκέψη σου με τρυφερά και ευαίσθητα χρόνια... περασμένα. Κάποιες αμυδρές ελπίδες φωτίζουν για λίγο την καρδιά μου μήπως και συναντήσω μπροστά μου κάποιον απ' όλους αυτούς. Προσπέρασα και συνέχισα, είχα ακόμα καμμιά εικοσαριά χιλιόμετρα μπροστά μου, άρχιζαν κιόλας οι στροφές. Σε λίγο, στα δεξιά μου πάνω στο λόφο η Στύψη κι ακόμα πιο πέρα, απ' την άλλη πλευρά η Λαφιώνα το χωριό της μάνας μου, χωμένο μέσα στο πράσινο. Αμέσως άλλες ανάμνησες για τη μάνα, τη γιαγιά, τα ξαδέρφια. Αναμνήσεις φορτισμένες με τη συγκίνηση μιας ολάκερης ζωής.

    Χρειάστηκε ν' αλλάξω λίγο διαδρομή για να ανακαλύψω το Πετρί, ένα χωριουδάκι σκαρφαλωμένο πάνω στο βουνό. Μου φάνηκε ρημαγμένο κι έρημο. Περπατούσα στα στενά πέτρινα σοκάκια του κι ήταν σα να παραμέριζαν οι αιώνες και μ' άφηναν ολομόναχο μέσα στις σελίδες μιας ρημαγμένης ιστορίας. Έψαχνα να βρω τους δυο Στρατήδες που με περίμεναν για ένα ούζο και... νηστίσιμους μεζέδες. Αναμφίβολα το ούζο είναι το ποτό της παρέας, το ποτό του κεφιού και της χαλάρωσης, φτιάχνει τη διάθεση, ξυπνά τις φιλοσοφικές εμπνεύσεις, σου φτιάχνει το πνεύμα και οι συζητήσεις πάνε κι έρχονται. Το μικρό, ένα και μοναδικό, ταβερνάκι «κρεμασμένο» στην άκρη του βράχου. Από κει άφηνες το βλέμμα να περιπλανηθεί σε μια θαυμάσια θέα. Μπροστά σου όλο το απέραντο γαλάζιο Αιγαίο και η... Πέτρα. Στο κέντρο της ο μεγάλος βράχος με την Παναγιά στη κορφή του, μεγάλη η χάρη της. Το ούζο, η παρέα και η συζήτηση έπαιρναν τέλος. Σχεδόν μεσημέρι, ένα ηλιόλουστο μεσημέρι, που σου άνοιγε την καρδιά. Το θαύμα, ωστόσο, αρχίζει να συντελείται αφότου σε λίγα λεφτά απ' τη στροφή του Αη-Γαλάτη αντίκρυζα το χωριό μου κι εδώ να πω, ότι διόλου δεν υπερβάλω, πως αυτό το αντίκρυσμα είναι μια μαγεία, ένα θαύμα που σε κερδίζει πέρα για πέρα. Και είναι καταπληκτικό το πως μπορεί μια καθημερινή εικόνα να μεταμορφώνεται, σε εκπληκτικό τοπείο. Πόσες φορές την έχω ζήσει αυτή τη στιγμή και κάθε φορά μου φαίνεται μαγική. Είναι η αγάπη, ο αγιάτρευτος έρωτας, οι μνήμες, το αιώνιο κάλεσμα. Δεν ξέρω αν πράγματι κάποιος θα πρέπει να ξενιτευτεί για ν' αγαπήσει, τόσο πολύ, τον τόπο του.


    «....Ο καλός Θεός έβαλε το χέρι του, η βροχή σταμάτησε κι όλο το πράσινο και τ' άρωμα της φύσης, κυριολεκτικά με κυρίεψαν. Χίλια χρώματα και μεθυστικά αρώματα ανάμικτα...»

    Παρά το τουριστικό σάρωμα, ο Μόλυβος έχει ένα τρόπο ξεχωριστό να σε καλωσορίζει. Εδώ, είναι να έρθεις για να απαγκιάσεις, να ρίξεις κάβο στις σκοτούρες, να προσαράξεις στην ηρεμία. Κι ο ανοιξιάτικος Μόλυβος τα προσφέρει, όλα αυτά, απλόχερα. Δεν παύω, πάντα να κοντοστέκομαι για να θαυμάσω μια λεπτομέρεια, που μου είχε διαφύγει, στα λιθόκτιστα καλντερίμια, στις πόρτες, στους τοίχους, στα μπαλκόνια. Ιχννηλάτης του χώρου, του χρόνου, της μνήμης, της ζωής στο διάβα της. Στους καθημερινούς, νωρίς το πρωί, περιπάτους μου στις στράτες των αναζητήσεων, οδοιπόρος σε μοναχικά μονοπάτια έψαχνα, άπληστος, να χορτάσω από φύση. Απολάμβανα το κάθε τι, τα λουλούδια, τα δέντρα, τα πουλιά! Και τι θαύμα, ένα πρωί, έμεινα άφωνος όταν άκουσα σε μια ρεματιά το κελάρυσμα του νερού που σμιλεύει το ποτάμι στο διάβα του και δυο αγριόκυκνους που ξεδειψούσαν. Έμεινα ασάλευτος, μην τυχόν και τα τρομάξω, έβγαλα με προσοχή τη φωτογραφική μου μηχανή να τ' αποθανατίσω... αλλά πέταξαν. Τελικά φωτογράφησα... μια μοναχική ολοκόκκινη παπαρούνα. Κι εδώ να πω, πως ανακάλυψα τη ρομαντική πλευρά του εαυτού μου όταν άκουσα το γλυκό τραγούδι των πουλιών που κρύβονταν στα κλαδιά κι ήταν σα να κατέβηκαν αγγέλοι απ' τον ουρανό. Να 'ταν αηδόνια, να 'ταν η λύρα του Ορφέα, όπως λέει η παράδοση; Τελικά ήταν όνειρο ή πραγματικότητα; Μέσα σ' αυτή τη σιγαλιά, αφήνομαι στα συναισθήματά μου, γίνομαι πιο ευαίσθητος. Έμεινα αιχμάλωτος μιας ανεξήγητης σιωπής. Aυτή είναι η ομορφιά της φύσης. Γλυκαίνει την ψυχή κι εκστασιάζει τα μάτια. Αναδίδει λεπτά αρώματα κι αισιόδοξα αισθήματα. Η φύση μόνη της, μας αφήνει να επιλέξουμε αν θα σώσουμε ή θα κόψουμε τα νήματα του παρελθόντος. Σκοπός μου, όμως, δεν ήταν μόνο να δω, να ζήσω, να γευτώ και να ανιστορίσω όλα τούτα αλλα και να περάσω μια ξεχωριστή Μεγάλη Εβδομάδα, να ξαναζήσω άγιες στιγμές που, τόσα χρόνια, μου έλλειψαν. Ν' αγαλλιάσει και η ψυχή μου. Έπρεπε να ετοιμαστώ για να ζήσω όσο πιο όμορφα αυτές τις στιγμές.

    Βράδυ της μεγάλης Πέμπτης. Πήγα στην εκκλησιά της ενορίας μου, μετά από πολλά χρόνια, αναζητώντας λίγο φως... Η εκκλησία κατάμεστη από κόσμο, ο παπάς στη ωραία Πύλη διαβάζει το πέμπτο κατά Ματθαίου Ευαγγέλιο. Σε λίγο όλα τα φώτα σβήνουν κι απ' το βάθος του Ιερού, κάτω απ' το φως των κεριών, ακούγεται η πένθιμη, σχεδόν θρηνώδης φωνή του ιερέα: «Σήμερον κρεμάται επί ξύλου, ο εν ύδασι την γην κρεμάσας...». Εμφανίζεται με τον σταυρό στα χέρια. Το επαναλαμβάνει ένας καλλίφωνος ψάλτης, διαδοχικά. «Στέφανον εξ ακανθών περιτίθεται, ο των αγγέλων Βασιλεύς...». Φορτισμένες στιγμές. Ένα πυκνό νέφος από λιβάνι με τυλίγει, σκύβω το κεφάλι και προσεύχομαι, ο ιερέας με πλησιάζει, περνάει από μπροστά μου, κι αμέσως προσηλώνω το βλέμμα στο ακάνθινο στεφάνι του Ναζωραίου. Τοποθετεί το σταυρό στο μέσον της εκκλησιάς. Εκεί θα μείνει ο Εσταυρωμένος μέχρι την αποκαθήλωσή του το πρωί της Μεγάλης Παρασκευής για να τον αποθέσουν στον στολισμένο, από τα κορίτσια, με πανέμορφα λουλούδια επιτάφιο. Συνήθειες και έθιμα που άφησαν οι μάνες τους και τα «στηρίζουν» τώρα εκείνες. Τα ίδια κορίτσια, μαυροφορεμένα, το βράδυ ψάλλουν τα Εγκώμια: «Η ζωή εν τάφω κατετέθης, Χριστέ...». Στα μανουάλια και στα χέρια των πιστών κεριά, μικρά, ταπεινά να σιγοκαίνε... «’ξιον εστί μεγαλύνειν σε τον Ζωοδότην...». Η μεθυστική μυρωδιά του λιβανιού κυριεύει τις αισθήσεις. «Αι γενεαί πάσαι ύμνον τη Ταφή σου προσφέρουσι Χριστέ μου». Η συνείδηση απόθεσε το κουράγιο της, ένας κόμπος τώρα ανεβαίνει και σταματάει στο λαιμό. «Ω γλυκύ μου έαρ, γλυκύτατον μου Τέκνον,

    Μόλυβος μερική άποψη
    που έδυ σου το κάλλος;». Οι γλυκιές τούτες μελωδίες δίνουν μια άλλη διάσταση. Κάνουν την καρδιά να σκιρτά «Ω φως των οφθαλμών μου...». Αποπνέουν δέος, κατάνυξη, η ψυχή ξαποσταίνει κι εσύ μένεις να ψάχνεις τον μελωδό. Κατόπι η περιφορά στα σοκάκια ένα γλυκό και δροσερό αεράκι χτυπάει τα πρόσωπα, όλοι προσπαθούν να μην σβύσουν τα κεριά που λιώνουν στα χέρια. Βήματα σιγανά, είναι σαν περίπατος στ' άχρονο, θαρρείς, και το διαρκές. Μάταια προσπαθείς ν' αφουγκραστείς τη σκέψη του διπλανού σου. Η νύχτα αβάσταχτα γλυκιά. Τα παληκάρια τώρα, στην είσοδο της εκκλησίας σηκώνουν τον επιτάφιο για να περάσουμε από κάτω. Καταλαγιάζει η λύπη, προσδοκώντας την αυριανή ημέρα της Ανάστασης. Από τώρα τα παιδιά ετοίμαζαν τα λογής-λογής κροτίδια και βεγγαλικά που με το «Χριστός Ανέστη» θα έκαναν τη νύχτα... μέρα. Τι διαφορά σήμερα στα πρόσωπα των ανθρώπων. Λάμπουν! Κι ήρθε η άγια ώρα, στον αυλόγυρο της εκκλησιάς, τρεις φορές το έψαλλε ο παπάς το «Χριστός Ανέστη» κι αμέσως τα φιλιά της αγάπης. Η λύτρωση... Στο σπίτι περίμεναν τα κόκκινα αυγά, τα φαγητά της αδερφής μου κι η μαγειρίτσα.

    Πάσχα στο χωριό μου, ψιθυρίζω μέσα μου. Πόσο θα ήθελα να στολίσω τούτον τον ψίθυρο της αγάπης με τη χαρά μιας υπόσχεσης, να μπορώ τέτοιες άγιες μέρες να τις περνάω στον τόπο μου. Το Πάσχα και η Λέσβος εξακολουθούν, πάντα, να εμπνέουν και να συγκινούν. Χρόνια και χρόνια, τούτα τα πράγματα, η μνήμη τα περνά μονοκοντυλιά, πολλές φορές διαλέγει και το δικό της αναλόγιο. Και είναι, αλίμονο, τώρα που περάσα τα πενήντα και με τρόμο διαπιστώνω ότι μια μικρή δόση νοσταλγίας δεν βλάπτει, συνειδητοποιώ και νιώθω την ανάγκη να τα συμμεριστώ μαζί σας για να ξαλαφρώσω.

    Σ' αποχαιρετώ γλυκό μου νησί και σ' ευχαριστώ για τα όνειρα που μου χάρισες.

    'Aνοιξη 2003
    Στράτος Δουκάκης

    ΥΣΤΕΡΟΧΡΟΝΕΣ ΣΚΕΨΕΙΣ

    Διάβασα, πρόσφατα, με πολλή προσοχή και με αμείωτο ενδιαφέρον δυο άρθρα, φίλων, που ομολογώ πως όχι μόνο με άγγιξαν αλλά μου έδωσαν και κίνητρο για μερικές σκέψεις που θα ήθελα να εκθέσω εδώ. Ήταν το «Στοχασμός ενός... θνητού» του υποστράτηγου Κ.Χ.Κωνσταντινίδη και το «Αρχιτέκτων» του Γαβριήλ Παναγιωσούλη.
    Ο κ. Κωνσταντινίδης αρχίζει δοξάζοντας τον Δία και την Υγεία που τον έχουν υγιή. Πρώτιστο στ' αλήθεια αγαθό η υγεία για τον άνθρωπο. Δίχως αυτή τι να τα κάνεις όλα τ' άλλα; Δοξάζει κι ευχαριστεί που μπορεί να κάνει τους περιπάτους του «στα ριζά του βουνού», να «κολυμπά το μισό χρόνο στη θάλασσα», να «τρώει με μέτρο το κάθετι», να «ταξιδεύει», να «ζει λιτά»! Έχει αποτραβηχθεί «οικειοθελώς σ' ένα ταπεινό σπιτάκι στην εξοχή» κι εκεί στη συντροφιά της φύσης μπορεί να σκέπτεται, του ανοίγει «η όρεξη για μάθηση κι εκεί γράφει (για να χαρίζει) τις ταπεινές του σκέψεις». Αυτά είναι η ουσία και το βάθος της ανθρώπινης ζωής. Η ειλικρίνια της ψυχής του. Η λάμψη της καρδιάς του που ακτινοβολεί τις σκέψεις του. Αυτές τις ταπεινές σκέψεις δεν τις κρατά για τον εαυτό του, τις διαλαλεί στα πέρατα του κόσμου, έτσι κάνει κι εμάς, τους δέκτες, ευτυχισμένους, όντας διαβάζοντας τες, νιώθουμε το πνεύμα μας να τραντάζεται και να ριγεί. 'Αρα... πιάνουν τόπο.
    Νιώθει ευτυχισμένος κι ευγνωμονεί τον Ουρανό γιατί μπορεί να κοιμάται καλύτερα, «χωρίς να τον ξυπνά, το πρωί, το σκουπιδιάρικο» όπως συμβαίνει, συχνά, στις πόλεις. Δεν τον χωρούσαν τα υπάρχοντα καλούπια, βρίσκει άσκοπη υπόθεση και απώλεια χρόνου το πολιτικό «κουτσουμπολιό» κάνει αντίσταση στο λασπώδες και χύμα των ημερών γι αυτό αναγκάστηκε να σπάσει τις φόρμες που τον περιτριγύριζαν. Νιώθει ευτυχισμένος γιατί «απολαμβάνει το φως και τις σκιές του ήλιου». Ορκίζεται πως δεν έχει δει τον Θεό, αν και αντιλαμβάνεται τους «Φυσικούς Του Νόμους». Επικοινωνεί κι αγαπά τη Φύση κι όλα τα πλάσματά της, γιατί εκεί, στη Φύση βρίσκει την Υγεία του σώματος, την Γαλήνη της ψυχής και την Αρμονία του πνεύματος.
    Γκρέμισε τους φραγμούς της συμβατικότητας και όταν, τώρα, τα βράδια πέφτει να κοιμηθεί «στην πέτρινη αυλή του» ονειρεύεται πιο πολύ.
    Τι άλλο θα μπορούσα, εγώ σαν αναγνώστης και δέκτης, να ευχηθώ παρά αυτά τα όνειρα να ναι ατέλειωτα.
    Όσον αφορά το «Αρχιτέκνων» του κ. Γ. Παναγιωσούλη (ομογενή από την Νέα Υόρκη) μου φάνηκε σαν μια τραγική, σπαραχτική θα έλεγα φωνή διαμαρτυρίας και αντικομφορμισμού. Της μοίρας του μετανάστη με το να υπάρχει, σωματικώς, σε μια κοινωνία ξένη και... ψυχικά, όσα χρόνια κι αν περάσουν, να ανήκει στον τόπο που γεννήθηκε, δίχως να μπορεί να «τιθασεύσει την άγρια νοσταλγία του» ζητώντας τον τρόπο ώστε να πάψει να είναι «ο αιώνιος ξένος σε κάθε γωνιά της γης». Και τώρα στη δύση του σκληρού δρόμου, αναλογιζόμενος το δρομολόγιο μιας ολόκληρης ζωής, ύστερα από τόσα βάσανα κατάλαβε κι εδώ παραδέχεται ότι εκείνος ήταν «ο αρχιτέκνων του δικού του πεπρωμένου»!
    Δίχως αμφιβολία ένας μόνο υπάρχει, φίλε Γαβρίλη, που μπορεί να ορίσει τον εαυτό σου: Κι αυτός είσαι Εσύ. Εσύ είσαι ο μόνος που μπορεί να επαναστατήσει με τη ζωή σου κι εσύ ο μόνος που μπορεί να την καταστρέψει. Έχεις δίκιο, μην ψάχνεις για αίτιους.
    Έψαξες βαθιά στην καρδιά σου, ναι, και βρήκες... τον «αρχιτέκνονα» της δημιουργίας σου. Όλα τα υπόλοιπα είναι... προφάσεις.
    Βαλένσια, Wednesday, June 04, 2003

    ΨΑΧΝΟΝΤΑΣ ΤΗ ΛΥΤΡΩΣΗ

    Όταν έφθανα το 1963 στη Βενεζουέλα, είχαν περάσει μόνο πέντε χρόνια αφ' ότου η χώρα αυτή είχε τινάξει τα δεσμά της δικτατορίας, είχε φορέσει τον δημοκρατικό της μανδύα κι άρχιζε το σεργιάνι στα δύσκολα και κακοτράχαλα μονοπάτια της δημοκρατίας. Τα δικτατορικά καθεστώτα, άλλωστε, ήταν γνωστά και συνηθισμένα σε τούτες τις χώρες της Λατινικής Αμερικής.

    Προσπαθώντας να κλείσει τις πληγές της, η ήσυχη τούτη χώρα με τους πράους κατοίκους της, άρχιζε, περήφανη πια, για να κατακτήσει ό,τι της είχε αρνηθεί τόσα χρόνια η απολυταρχική εξουσία. Μια πλούσια χώρα όχι μόνο από τα άφθονα κοιτάσματα πετρελαίου μα κι ακόμα από το εύφορο έδαφος και υπέδαφός της. Θεωρείται και είναι, αναμφίβολα η πιο πλούσια χώρα της Λατινικής Αμερικής. Τέταρτη πετρελαιοπαραγωγός χώρα στον κόσμο και 10η στην παραγωγή σιδηρομεταλεύματος. Με απαράμιλλες φυσικές ομορφιές κι ένα εξαίσιο κλίμα. Και είναι αλήθεια πως στη Βενεζουέλα ο καλός Θεός έδωσε απλόχερα όλα τα ελέη του, αλλά δεν φέρθηκε μεγαλόψυχα, τσιγκουνεύτηκε να της δώσει και πολιτικούς της προκοπής. Έτσι θα ήταν τέλεια!

    Τα χρόνια περνούσαν ήρεμα συσσωρεύοντας πλούτο και φυσικά η Βενεζουέλα, δεν θα ήταν η εξαίρεση. Ο πολύς πλούτος έφερε - ήταν επόμενο - και τα πρώτα δείγματα διαφθοράς. Η κάθε κυβέρνηση και οι κάθε πολιτικοί αρχηγοί εκταμιεύουν τα δις. δολάρια που εισέρρεαν για να τα καταθέσουν σε προσωπικούς λογαριασμούς στο εξωτερικό. Από τη μια έρρεε άφθονο το χρήμα κι από την άλλη η χώρα, παραδόξως, χρεωνόταν. Γέμιζαν τις τσέπες τους οι πολιτικοί κι ο λαός άβουλος στη μοίρα του. Καμμιά κυβέρνηση δεν έμαθε, αυτό το λαό, να παράγει παρά μόνο να του τα προσφέρει όλα έτοιμα κι εύκολα κι όλα όσα γίνονταν ήταν δίχως καμμιά υποδομή.

    Μεγάλες και προκλητικές αντιθέσεις χαρακτηρίζουν τη χώρα. Δίπλα στους πάμπλουτους οι πάμφτωχοι, δίπλα στην υπερπολυτελή συνοικία η άθλια τενεκεδούπολη, δίπλα στον ουρανοξίστη το τσίγκινο σπιτάκι, όλα... των άκρων. Οι εκάστοτε πολιτικοί είχαν βάλει στόχο να γεμίζουν ή μάλλον να παραγεμίζουν το πορτοφόλι τους. Μα ήταν τόσα πολλά τα χρήματα και τόση η αναρχία που θεωρητικά... δεν φαινόταν η χασούρα.

    Το 1992 γίνεται η αποτυχημένη απόπειρα πραξικοπήματος από τον ταγματάρχη Ούγο Τσάβεζ ο οποίος φυλακίζεται με τους συνεργάτες του για να αποφυλακισθεί ύστερα από μερικά χρόνια με προεδρική χάρη. Ο μέτριος προς το χείριστο στρατιωτικός έχει προετοιμαστεί στα χρόνια της φυλακισής του για μια πολιτική εκστρατεία. Ο πάμφτωχος λαός έχει εξαντλήσει πλέον κάθε όριο αντοχής και... ενοχής. Τα μηνύματά του έχουν προορισμό ακριβώς αυτά τα στρώματα του λαού που βλέπουν στο πρόσωπο του τον μεσσία, τον λυτρωτή. Την τελευταία τους ελπίδα την έχουν εναποθέσει σ' αυτόν. Τους τάζει τα πάντα και πάνω απ' όλα ορκίζεται να πατάξει την τεράστια διαφθορά που μαστίζει τη χώρα και που για κανέναν δεν είναι μυστικό. Υπόσχεται να μην υπάρχει ούτε ένα παιδί-επαίτης στους δρόμους. Ο κόσμος πιστεύει σ' αυτόν ψάχνοντας απεγνωσμένα για μια αλλαγή. Κερδίζει τις εκλογές του 1998 κι αναδεικνύεται κυβερνήτης της χώρας.

    Τι πλάνη όμως, ο μέτριος αυτός στρατιωτικός αποδεικνύεται, δυστυχώς, ένας ακατάλληλος κυβερνήτης. Οι υποσχέσεις έμειναν στο «θα». Η διαφθορά, που δήθεν θα πολεμούσε, έχει ξεπεράσει κάθε όριο, η οικονομία έχει παραλύσει το απαγορευτικό στο συνάλλαγμα είναι η αιτία να κλείνουν καθημερινά βιομηχανίες που δεν μπορούν να αντέξουν. Με αποτέλεσμα χιλιάδες άνθρωποι να μένουν δίχως δουλειά και η ανεργία να φτάνει σε πολύ ψηλά ποσοστά. Η εγκληματικότητα κάθε μέρα αυξάνεται με αποκορύφωμα τις συνεχόμενες απαγωγές. Χιλιάδες είναι αυτοί που ζητιανεύουν σε άθλια κατάσταση με αποτέλεσμα να έχουν κατακλήσει τους δρόμους και τα φανάρια. ’νθρωποι να ψάχνουν απομεινάρια τροφής στα σκουπίδια. Η αθλιότητα σ' όλο το μεγαλείο της. Εκείνος ξοδεύεται στις πολύωρες, σχεδόν καθημερινές, διακαναλικές αγορεύσεις, να υπόσχεται και τίποτα να μην κάνει. Ένας τέλειος δημαγωγός. Κατάφερε να κάνει τους πλούσιους φτωχούς, αλλά και τους φτωχούς φτωχότερους.

    Πιστός υπηρέτης του Φιντέλ Κάστρο και μιμητής του συστήματός του. Τώρα διαλαλεί μια λαϊκή ένοπλη επανάσταση, κάτι που δεν είχε ποτέ υποσχεθεί, προεκλογικά, στο λαό. Έχει με το μέρος του τους υψηλά ιστάμενους στρατιωτικούς και σ' όλες τις δημόσιες υπηρεσίες έχει τοποθετήσει τέτοιους και είναι αυτοί που τον στηρίζουν με χοντρά αντάλλαγμα. Η κατάχρηση εξουσίας είναι εμφανής συχνά καταπατώντας τα ανθρώπινα δικαιώματα. Η δημοτικότητά του έχει πέσει σε πολύ χαμηλά επίπεδα και είναι στην ιστορία ο πιο μισητός κυβερνήτης που πέρασε ποτέ από τούτη τη χώρα.

    Αυτή τη στιγμή όλες οι ελπίδες έχουν απομείνει στο να διεξαχθεί το δημοψήφισμα υπέρ της απομάκρυνσης του από την εξουσία, διότι σύμφωνα με το σύνταγμα δίνεται το δικαίωμα αυτό μόλις ολοκληρωθεί το ήμισυ της προεδρικής θητείας και εφόσον ζητηθεί από το 20% του εκλογικού σώματος. Κόντρα σε χίλιες δυο «παγίδες» που διαρκώς στήνει και σ' ένα αμφισβητούμενο Εθνικό Εκλογικό Συμβούλιο που έκρινε άκυρες 3,2 εκατομμύρια υπογραφές που είχε συλλέξει η Δημοκρατική Συντονιστική Επιτροπή, η απόλυτη πλειοψηφία του λαού προσπαθεί, τώρα, να βρει το δρόμο για να απαλλαγεί από αυτόν τον επίδοξο δικτάτορα.

    Πόσο αλλοιώτικα είχαν οραματισθεί τότε, όλοι αυτοί οι άνθρωποι, που ξεχύνονται τώρα στους δρόμους ψάχνοντας τη λύτρωσή τους!...

    Στράτος Δουκάκης

    Κώστας Γ. Μίσσιος

    Ο Κώστας Μίσσιος γεννήθηκε στη Μυτιλήνη στις 8 Νοεμβρίου (σημαδιακή μέρα για τη Λέσβο*1) του 1938.
    Εκεί τέλειωσε το 4ο Δημοτικό και το 2ο Γυμνάσιο. Στη συνέχεια ολοκλήρωσε τις σπουδές του στο Πανεπιστήμιο Αθηνών, σπούδασε Πολιτικές επιστήμες, Δημόσια Διοίκηση και Νομικά. Εγκαταστάθηκε μόνιμα στην Αθήνα το 1961 όπου ζει μέχρι σήμερα. Διορίσθηκε το 1965 με διαγωνισμό στο Ελεγκτικό Συνέδριο και το 1969 μετατάσσεται στο Γενικό Λογιστήριο του Κράτους με τον βαθμό του Διευθυντή και τώρα είναι πια... συνταξιούχος. Είναι μέλος της Εταιρίας Ελλήνων Λογοτεχνών.

    'Αρχισε την «πορεία» του στα γράμματα με αθλητικό ρεπορτάζ σε εφημερίδες της Μυτιλήνης το 1954 (16 χρονών). Την ίδια χρονιά φορούσε και τη φανέλλα της τοπικής ποδοσφαιρικής ομάδας «Αχιλλέας». Το ποδόσφαιρο και η δημοσιογραφία κέρδιζαν έναν ταλαντούχο νέο με λαμπρό μέλλον! Το μέλλον που όπως θα δούμε του άνοιξε άλλους δρόμους.

    Τον κερδίζει στην αρχή η ποίηση και μετά καταπιάνεται με την πλήρη καταγραφή όλης της πνευματικής κίνησης της Λέσβου, με κάθε λεπτομέρεια, από το 1800 μέχρι σήμερα.

    Το 1965 εκδίδει την πρώτη του συλλογή ποιημάτων «ΚΥΚΛΟΣ Α'» την οποία ακολούθησαν άλλες δέκα: «ΚΥΚΛΟΣ Β'» (1966), «ΔΙΑΣΤΑΣΗ» (1967), «ΕΩΘΙΝΟ» (1969), «ΝΗΠΕΝΘΗ» (1970), «ΜΝΗΜΕΣ» (1971), «ΤΡΙΠΤΥΧΟ» (1972), «ΝΥΧΤΟΜΑΧΙΑ» (1974), «ΞΕΧΑΣΜΕΝΑ» (1975), «ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΑ» (1977), και «ΠΡΟ-ΚΑΤ» (1983) και οι συγκεντροτικές «ΠΟΡΕΙΑ Α'» (1973), «ΠΟΡΕΙΑ Β'» (1977) και τα «ΠΟΙΗΜΑΤΑ» (1965-1985)» (1986). Οι στίχοι του χαρακτηρίζονται από μια τρυφερή πνευματοποιημένη ερωτική ευαισθησία και ψυχική ζεστασιά, ένα έντονο και γνήσιο λυρισμό και μια ψυχική ζεστασιά. Όλα αυτά καρποί μιας γνήσιας ποιητικής έμπνευσης που στις νότες της σαπφικής του λύρας διαγράφει τους κραδασμούς της ψυχής του. Να κι ένα δείγμα της ποιητικής του φλέβας:

    «Λυγίσανε τα λιοπύρια / και τα εκφραστικά συμπλέγματα / των νερένιων μαλλιών σου / φτερούγισαν τον κυματισμό τους / μεταλλασόμενα / σε ανεπαίσθητες / αύρες. / Ένα σμάρι από ανθισμένες μέρες / πλαισίωναν τις πυρακτωμένες ανάσες μας / που τραγουδούσαν / τη συμφωνία της χαράς. / ’πλετο φως»!

    «Γεννήτρα της τωρινής ώρας! Έμβρυο αιθεροβασίας μέθης! Μίλησέ μου, όπως εσύ ξέρεις να μιλάς μαζεύοντας μέσα σε δυο λέξεις όλη την ευωδιά της γης. Μικρή προσευχή. Μίλησέ μου, γεμίζοντας τα προσανάματα των ελπίδων μου, με την εύνοια των χεριών σου, που απαλά μετεωρίζονται σαν γαλαζοαίματες ανάσες. Μίλησέ μου, μελαχροινή συγκίνηση, καθώς θα βρίσκεσαι δίπλα στους κύκλους που γεννήθηκαν τα μεσημέρια, όταν σκαρφαλώναμε στα λαξεμένα καμπαναριά του αγνώστου. Μίλησέ μου φυτεύοντας στην αγκαλιά σου τα δάχτυλά σου».

    Στο μεταξύ δίνει ένα «ηχηρό παρών» στον επαγγελματικό του χώρο, εκδίδοντας από το 1972 ως το 1977 μια αξιόλογη πεντάτομη σειρά: «Συνταξιοδοτικά Θέματα». Από το 1980 και στη συνέχεια, όπως είπαμε, καταπιάνεται με το να καταγράψει κυρίως «ξεχασμένες» μορφές, «ανθρώπους που άλλος λιγότερο, άλλος περισσότερο» πρόσφεραν στην ανάπτυξη και στο στέριωμα και τη δημιουργία και πλούτισαν με το έργο τους τη Γραμματεία της Λέσβου. Πολυγραφότατος κι ακαταπόνητος ιστορικός. Συνεχιστής της πανάρχαιας αιολικής μας παράδοσης. Βιβλιογράφος, μελετητής, ερευνητής της ιστορικής αλήθειας και κριτικός. Ένας αφοσιωμένος μύστης σε μια μαραθώνια διαδρομή που απαιτεί μόχθο αλλα και χρόνο πολύτιμο που ένας Θεός μόνο ξέρει που τον βρίσκει. Συγκεντρώνει και κωδικοποιεί έντυπα, εφημερίδες και περιοδικά απ' όλη τη χώρα κι απ' αυτά αντλεί και την τελευταία λεπτομέρεια για να μας παρουσιάσει το ογκώδες και εκπληκτικό έργο ζωής με το γενικό τίτλο: Συμβολή στην Ιστορία της λεσβιακής γραμματείας».

    Αυτά είναι: «ΟΡΔΗ ΤΩΝ ΒΑΣΙΒΟΥΖΟΥΚΩΝ» (1991), «ΜΥΤΙΛΗΝΙΟΙ ΛΟΓΙΟΙ ΚΑΙ ΛΟΓΟΤΕΧΝΕΣ» (1994), «Η ΛΕΣΒΙΑΚΗ ΑΝΟΙΞΗ ΕΝ ΚΑΡΠΟΦΟΡΙΑ» (1994), «ΒΕΡΝΑΡΔΑΚΗΣ, ΕΦΤΑΛΙΩΤΗΣ, ΜΥΡΙΒΗΛΗΣ» (1995), «ΠΝΕΥΜΑΤΙΚΗ ΔΙΑΔΡΟΜΗ ΤΗΣ ΗΓΟΥΜΕΝΗΣ ΕΥΓΕΝΕΙΑΣ ΚΛΕΙΔΑΡΑ» (1995), «ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΚΗ ΠΟΡΕΙΑ ΤΗΣ ΗΓΟΥΜΕΝΗΣ ΕΥΓΕΝΕΙΑΣ ΚΛΕΙΔΑΡΑ» (1995).
    "Η ΧΩΡΑ ΤΩΝ ΘΕΩΝ"
    του Στράτου Δουκάκη

    Σε μια εποχή φθίνουσας πνευματικότητας σαν τη σημερινή, όπου οι ορίζοντες έχουν μικρίνει και οι πνευματικές διαστάσεις έχουν παραμείνει στο περιθώριο, είναι ενθαρρυντικό και παρήγορο, θα έλεγα, ότι υπάρχουν ακόμα άνθρωποι που δεν παύουν, με αγάπη, να επιλέγουν και να τοποθετούν τις βαθύτερες ανησυχίες και τα πνευματικά τους ενδιαφέροντα στη διάθεση των φίλων τους.

    Ο λόγος για τη σημαντική υπέροχη και άψογη από κάθε πλευρά ιστοσελίδα του φίλτατου Κώστα Δουρίδα, τη «Χώρα των Θεών»! Γεμάτη μοσκοβολιά από την πατρίδα, προδιαθέτει ευνοϊκά τον επισκέπτη της σ� ένα κλίμα ευφροσύνης και ευοσμίας πνευματικής, με το πλούσιο, πρωτότυπο, πολύμορφο, απολαυστικό, πνευματώδες και πολυδιάστατο περιεχόμενό της.

    Μ� ένα δισάκι φορτωμένο πολύμορφες παιδικές αναμνήσεις και συγκινήσεις, από την ορεινή Αρκαδία*1, την πατρίδα του, ο φίλος μας, μεταφυτεύτηκε στον μακρινό Καναδά για να παραμείνει ένας αθεράπευτος νοσταλγός των ανεπίστρεφων και πληγωμένων ελπίδων, μέσα στη σύγχρονη και αδυσώπητη διαδρομή του χρόνου. Εκεί έχει ζήσει τα περισσότερα χρόνια της ζωής του πλουτίζοντάς τα, με μνήμες και λογής άλλα καμώματα για να χαράξει τα βήματά του με το πολύτιμο έργο τον «Καπνόν Αποθρώσκοντα» στον απέραντο χώρο του διαδικτύου.*2

    Το έργο αυτό του αγαπητού Κώστα, χωρίς υπερβολή, αποτελεί ένα ψιλοδουλεμένο κέντημα που φιλοτέχνησε και συνεχίζει, με περισσή φροντίδα, να φιλοτεχνεί, να το μεταπλάθει με τον πλέον περίτεχνο τρόπο και να το προσφέρει απλόχερα, δώρο και χάρισμα, στους πολυάριθμους επισκέπτες της ιστοσελίδας του. Είναι έκδηλη η καλαισθησία και το μεράκι που διακρίνουν αυτή την ερευνητική εργασία που παρουσιάζει στο διαδίκτυο ο ακάματος και λεπτολόγος αυτός λεβέντης της διασποράς που η αφομοίωση της ξενιτιάς, ευτυχώς, δεν μπόρεσε να τον ακουμπίσει.

    Ο Κώστας Δουρίδας, άνθρωπος με μεγάλες ευαισθησίες, προσηνής, μειλίχιος, χαμηλών τόνων αλλά, συγχρόνως, υψηλών πτήσεων ψυχής, ύστερα από επίμονες ανιχνεύσεις, συλλέγει, καταγράφει και αξιολογεί, το έργο χιλιάδων ελλήνων λογοτεχνών. Μα εκείνο που εντυπωσιάζει και χρήζει ιδιαίτερης μνείας, είναι ο εκτεταμένος χώρος και το πλήθος λεπτομερειών που καλύπτει και διαθέτει για να οικοδομήσει μια πολύτιμη, για όλους μας, πνευματική συγκομιδή μ� ένα έργο που τιμά την αφανή ομογένεια. Κάνει εντύπωση η αντοχή και η επιμονή του, κι εδώ θα πρέπει να παραδεχτούμε ότι χρειάζεται μόχθος πολύς αλλά και αγάπη για όλο αυτό το χρήσιμο και ευρύτερης αποστολής και χρησιμότητας έργο του.

    Δίνει την αίσθηση, πολλές φορές, ότι συνοδοιπορείς με όλους όσους έχει ανθολογίσει στους κήπους της «Χώρας των Θεών». Μας παρασύρει στους πολύπλοκους διαδρόμους και μας αποκαλύπτει -όσο είναι δυνατόν- όλο το φάσμα της πνευματικής κληρονομιάς της πατρίδας μας ώστε να διδαχτούμε απ� αυτό, να φωτιστούμε και να γίνουμε ψυχικά και πνευματικά πλουσιότεροι.

    Είναι ένα έργο ζωής, ένα μεράκι κι ένα όραμα, μια εργασία που δικαιώνει την προσπάθειά του. Είναι η οδός ονείρων κάθε ανθρώπου να πορεύεται ανάμεσα από σταθμούς κειμένων και προσώπων της λογοτεχνίας μας. Ανάγκη και χρέος μας, λοιπόν, είναι να το επισημάνουμε μιας και αποτελεί σημείο φωτεινό, για όλους μας. Ας σταθεί, η σύντομη τούτη αναφορά μου, ένα ελάχιστο φιλικό αφιέρωμα στον υπερήφανο Αρκάδα ομογενή, με όλο το σεβασμό και την αγάπη, που του οφείλουμε, για τη δημιουργική προσφορά του.

    Στράτος Δουκάκης

    *1 Ξεκίνησες με μια βαλίτσα.. / Σήκωσες την Ελλάδα στον ώμο σου ωσάν το Διγενή και την σεργιάνισες στις πέντε Ηπείρους!. Κράτησες και κρατάς με υπερηφάνεια την ελληνική παράδοση και την ωραία σου καταγωγή! Γιε του Λαέρτη, σε κάθε γωνιά της γης έκτισες την Ιθάκη σου! Και οι άνθρωποι -άσπροι, μαύροι και κίτρινοι- στέκουν στην άκρη σιωπηλοί, γιομάτοι δέος για να περάσει η γαλανόλευκη! / κρατημένη ψηλά στ' αντρίκειο σου χέρι, καθώς περνάς στις παρελάσεις, / καβάλα στο άλογο του Θοδωρή Κολοκοτρώνη! Ωραίε μου φουστανελά! / Αληθινέ κι' αγνέ μου / 'Ελληνα της Διασποράς!! (Ο ΥΜΝΟΣ ΤΟΥ ΜΕΤΑΝΑΣΤΗ)

    *2 Γη των πατέρων μου, τρισαγαπημένη πατρίδα. Βάζω τα χέρια μου χωνί κι' απ' το παράθυρο του Διαδικτύου μπήγω φωνή στους άπλετους γαλάζιους ουρανούς για τους θεούς και τ' όνομά σου ! Στην πιο ψηλή κορφή της γης ο πρώτος καβαλάρης και σταυραϊτός Δίπλα μου ο ήλιος χαμογελαστός Σπέρνει τραγούδια, αγάπης λουλούδια. Χιλιάδες άγγελοι στήνουν χορό και σφάζονται μες την ποδιά σου !!! Για εσένα αγαπημένη των ελπίδων μου η ελπίδα! Γλυκύτατή μου Eλληνική πατρίδα. (ΓΗ ΤΩΝ ΠΑΤΕΡΩΝ ΜΟΥ)

    Μόχθησε, είν' αλήθεια, ν' αποκαλύψει νέες αισθητικές αξίες, να φωτίσει συγγραφείς και κείμενα, ν' ανοίξει καινούριους ορίζοντες που θα καθρεπτίζουν την κοινωνική σημασία τους, μέσα στην ιστορική συνείδηση της εποχής. Μια διαδρομή, η οποία σημαδεύεται και πλουτίζεται με αστείρευτη, αναρίθμητη και πολύτομη πνευματική εργασία που «τρομάζει και εκπλήσει» με το μέγεθος, τη βαρύτητα, τον τεράστιο όγκο της που τα μετράμε σε... χιλιάδες σελίδες.

    Η Λέσβος συνεχίζοντας την πνευματική της παράδοση έχει αναδείξει, ιδίως στους νεότερους αιώνες, πολλούς και εκλεκτούς λόγιους κι έδωσε τους περισσότερους, ίσως, λογοτέχνες, εν σχέσει με τον πληθυσμό της, από οποιανδήποτε περιοχή της χώρας μας, με κωρύφωμα τα πρώτα χρόνια του 20ου αιώνα, μια λαμπρή εποχή που έγραψε τη δική της ιστορία και πολύ δίκαια την ονόμασαν «Λεσβιακή 'Aνοιξη».

    Και είναι ο Κ.Μ. που θα συνεχίσει στα βήματα του Γ. Βαλέτα για τη διάσωση πλήθους δημιουργών και πληροφοριών για την ζωή τους που μας βοηθούν όχι μόνο να γνωρίσουμε την επίγεια διαδρομή τους αλλά μέσα απ' αυτήν να κατανοήσουμε βαθύτερα και καλύτερα το έργο τους. Ο ίδιος θα μας πει: «καταγράφω αυτούς που διαμόρφωσαν την πνευματική ζωή της Λέσβου, να μείνουν ζωντανοί στη μνήμη μας, όσοι πάσχισαν για την σπουδαία - την σπουδαιότερη - κληρονομιά του νησιού».

    Ένα έργο βαρύτιμο, πλούσιο, πολύμοχθο και πολυδάπανο, ένα έργο ζωή και αγάπης. Βιβλία, άρθρα, μελέτες πληθαίνουν χρόνο με το χρόνο και μας εντυπωσιάζουν με την πληρότητά τους. Έκανε γνωστές στις νεότερες γενιές, πνευματικές φυσιογνωμίες του νησιού μας, άγνωστες στο ευρύτερο κοινό. Και σ' όλα τούτα τα πονήματα περιλαμβάνει κείμενα τεκμηριωμένα με παραπομπές, πληροφορίες με κρίσεις και συγκρίσεις, σχόλια, σημειώσεις, πληροφορίες που αφορούν το πάνθεο των διανοούμενων που γέννησε κείνο το κομμάτι της αιολικής γης.

    Και σαν να μη έφθαναν όλα αυτά συνέχισε να συλλέγει ποιήματα με αποτέλεσμα να έχει καταγράψει πάνω από 400 Λέσβιους ποιητές και περισσότερα από 3.000 ποιήματά τους. Το 1998 αφού κατάφερε να τα συγκεντρώσει εκδίδει τους τρεις τόμους που ονομάζει: «ΑΝΘΟΛΟΓΙΟ ΛΕΣΒΙΩΝ ΠΟΙΗΤΩΝ Α!». Συμπεριλαμβάνονται οι αρχαίοι προπάτορες, οι πρωτοπόροι των χρόνων της αμάθειας και του 19ου αιώνα και οι προάγγελοι της επερχόμενης άνθισης (648 π.χ. - 1889 μ.χ.). Αρχίζει από τον Πιττακό, τον Αλκαίο, τη Σαπφώ και στις 800 σελίδες του ανθολογεί 97 ποιητές. Στο «ΑΝΘΟΛΟΓΙΟ ΛΕΣΒΙΩΝ ΠΟΙΗΤΩΝ Β!» ανθολογεί στις 782 σελίδες του, τους δημιουργούς της «Λεσβιακής 'Aνοιξης» και τους διαδόχους τους από το 1890 έως το 1929 σύνολο: 143 ποιητές. Στο «ΑΝΘΟΛΟΓΙΟ ΛΕΣΒΙΩΝ ΠΟΙΗΤΩΝ Γ!» τους επιγόνους των «ιερών τεράτων» από το 1930 έως το 1949 και τους νεότερους τραγουδοποιούς (1950-1979) και τους εραστές του ξένου μόχθου και της ντοπιολαλιάς. Στις 774 σελίδες ανθολογεί 165 ποιητές.

    Κι όλο αυτό όπως το χαρακτηρίζει ο ίδιος «είναι ένα πανόραμα της λεσβιακής ποίησης, που όλοι οι Λέσβιοι ποιητές θα είχανε θέση. Minores και mazores. Και όχι μόνο αυτοί. Ακόμα και όσοι - που πάντως είχανε διακριθεί σε άλλους τομείς - αφήσανε έστω και λιγοστούς στίχους, ευκαιριακούς ή στα χρόνια της νιότης τους *2. Τους ήθελα όλους κοντά - να φαίνεται ό,τι κατατέθηκε ως διαπίστωση εν αρχή. Όχι, φυσικά, για να αυτοεπιβεβαιωθώ, αλλά γιατί αυτή ήταν η πραγματικότητα και η αλήθεια, το πιστεύω ανυποχώρητα».

    Στο πρόλογο του πρώτου τόμου γράφει: «... Η Μυτιλήνη - όπως όλοι συνηθίσαμε να λέμε τη Λέσβο - δεν έχει ανάγκη, νομίζω, μαρτύρων και μαρτυριών για ν' αποδείξει και πολύ περισσότερο, για να υπενθυμίσει, την πνευματική της ταυτότητα. Από τα βάθη των αιώνων, η παρουσία της στον Ελληνικό - αλλά και στον παγκόσμιο χώρο, είναι έντονη. Οι άνθρωποί της - όσοι γεννήθηκαν εκεί ή κατάγονται από αυτήν ή μεγάλωσαν και δημιουργήθηκαν στα χώματά της - στάθηκαν πάντοτε πρωτοπόροι, σηκώνοντας - είτε ατομικά, είτε ομαδικά - ψηλά τη σημαία της πνευματικής δημιουργίας, που στοχεύει κατευθείαν στην κοινωνική δικαιοσύνη, αξιοπρέπεια και ελευθερία».

    Κι εγώ να συμπληρώσω, κλείνοντας πως δεν έχει καθόλου άδικο

    Τέλος, ας είναι τούτο το αφιέρωμα στον συμπατριώτη μου Κώστα Μίσσιο ένα μικρό δείγμα ευγνομωσύνης και φόρος τιμής, στον άνθρωπο που σφράγισε με το έργο του δεκαετίες πνευματικής δημιουργίας της Λέσβου. Να καταθέσω, ακόμα, ότι ήταν εκείνος που μ' έπιασε απ' το χέρι, με οδήγησε και με βοήθησε να σεργιανίσω αντάμα στ' ανθισμένα μονοπάτια αυτής της αγέραστης «Λεσβιακής 'Aνοιξης». Μου κράτησε ζωντανές τις οσμές του νησιού μου και με αγκάλιασε σαν δεσμός ακατάλυτος στα βήματα μου. Κι ακόμα να τον ευχαριστήσω για την ψυχική και πνευματική ανάταση που μου χάρισε και για την... καλοσύνη του!

    Το σχολείο μου
    Έτσι στα καλά καθούμενα, μου 'ρθε στο νου το σχολειό μου, το επιβλητικό, στα μάτια μας τότε, παραδοσιακό κτήριο. Το Δημοτικό Σχολειό Μηθύμνης! Δεκαετία του '50... Σήμερα εκεί στεγάζεται το Δημαρχείο. Στις ψηλές αίθουσές του, μάθαμε τα πρώτα μας γράμματα με αγαπημένους, σοφούς κι αυστηρούς δασκάλους. Την κυρά-Τριανταφυλλιώ, την κυρία Έλλη, τον κύριο Δουραμάνη και τον αξέχαστο Στράτο Χατζηγιάννη. Εκεί, μέσα στις τάξεις του, ταξιδέψαμε στον κόσμο, χρωματίζοντας τοπους και χάρτες με τις μπογιές μας, εκεί γράψαμε τις πρώτες μας εκθέσεις, αφήνοντας τη φαντασία να προδιαγράψει το αβέβαιο μέλλον μας. Στη χωματένια του αυλή, στα διαλείμματα, κάναμε τα παιχνίδια μας, και μερικές φορές εκεί γυμναζόμασταν... δήθεν. Πιστεύαμε, τότε, πως ο κόσμος ήταν μια δρασκελιά, φτιαγμένος στο μπόι μας. Εκεί μέσα αναπτύχθηκαν τα παιδικά μας κορμάκια, ενισχυμένα με κουταλιές από μουρουνόλαδο! Μα... και τα ευαίσθητα νεανικά μηνύματα, αυτές οι τρυφερές κι ονειροπόλες γραφές, ριγμένες μέσα στα αγνά λευκώματα των κοριτσιών. Ποιος δεν τα θυμάται... Όμορφα και νοσταλγικά τα χρόνια της αθωότητας, στο Δημοτικό Σχολείο του Μολύβου...

    'Ενωση Ελλήνων Λογοτεχνών -
    Συγγραφέων Πέντε Ηπείρων (ΕΕΛΣΠΗ) :
    Στ' αχνάρια των Ελλήνων της Διασποράς

    Κι εγώ, μισό αιώνα μετά, στα πενήντα μου και κάτι, «τα λέω», συχνά, με τους παλιούς συμμαθητές μου και συμμαθήτριες μέσα από ξεθωριασμένες φωτογραφίες στο παρατημένο μου άλμπουμ: Βουρσούκη, Δημητρίου, Γκούλη, Καραμπιπέρη, Γιαννάκος, Μπάντα, Τεκές, Ταλιάνη, Χαδούλα, Τσαλίκης, Τσακαλάκης, Χατζηχρήστος, Παπαμερή, Κανδύλης, Τυμπάνη, Σάμπος, Στυψιανός και άλλοι, που πάντα θα τους θυμάμαι σε πείσμα της αδύνατης μνήμης μου. Τα παιδιά του σχολείου μας, τότε, σήμερα με γκρίζα ή άσπρα μαλλιά κι ανεξίτηλα σημάδια οι αυλακιές των ρυτίδων μας. Κομμάτια ενός παρελθόντος που πια έχει φύγει. Ψηφίδες συναισθημάτων που βιώθηκαν με ένταση και στο διάβα του χρόνου ατόνησαν ή χάθηκαν για πάντα. Ήρωες καθημερινοί, τσαλακωμένοι, άβουλοι, ονειροπόλοι, όσοι απομείναμε, σκόρπιοι εδώ κι εκεί, συλλέγοντας τη γύρη των ελπίδων μας στις κυψέλες της καθημερινότητας. Ίσως να έχουμε ξεχάσει, κιόλας, εκείνα τα όνειρα. Ίσως να έχουμε συμβιβαστεί με ό,τι όρισε η μοίρα μας. Η ζωή προχωρεί με δρασκελιές μεγάλες, παράξενη και ωραία κι αυτά τα φύλλα του ημερολογίου δεν έχουν σταματημό, φεύγουν, σκορπούν στον άνεμο. Κι εγώ επιμένω να δω τι απόμεινε απ' αυτή την παρέα που ράγισε και σκόρπισε... σαν τα φύλλα. Προσπαθώ να τους φανταστώ στην πορεία του χρόνου... Γονείς, επιστήμονες, νοικοκυρές, επιχειρηματίες, καλλιτέχνες, μετανάστες, υπαλλήλους, συνταξιούχους, παππούδες, γιαγιάδες και ό,τι άλλο προέκυψε στο μακρύ ταξίδι της ζωής. Συνάμα ανοίγω και το τετράδιο της προσωπικής μου διαδρομής και ταξιδεύω στο ξέφωτο της μνήμης. Το βλέμμα μου, επίμονα, στέκεται στο συνεσταλμένο παιδάκι με το κουρεμένο, σύρριζα, κεφαλάκι και το κοντό παντελονάκι, στις ξεθωριασμένες εικόνες του εαυτού μου στον καθρέπτη των αναμνήσεων κι ανάμεσα στα σοκάκια και τις φυλλωσιές του χρόνου.

    Μου μένει αυτή η γλυκόπικρη γεύση μιας μακρινής εποχής προτού οι προσδοκίες και τα όνειρά μας, σκοντάψουν σε τούτη την άλλη πραγματικότητα. Κι ας πιάνω, πολλές φορές, την καρδιά μου να χτυπάει στους τότε ρυθμούς. Μου κάνει εντύπωση πόσο άλλαξαν οι εποχές, πόσα πράγματα, μας διέφυγαν από 'κείνα τα ελπιδοφόρα χρόνια, για να καταντήσουμε σήμερα έρμαια της ρουτίνας. Η ζωή με τις ανάγκες της είναι καμιά φορά πιο δυνατή από τις ψυχικές μας ανάγκες κι άθελά μας βουλιάζουμε μέσα στις απαιτήσεις της. Ο χώρος στένεψε, μίκρυνε, ήρθε στα μέτρα των συμφερόντων μας.

    Τι σου είναι, μερικές φορές ο άνθρωπος. Είναι, ακριβώς, αυτή η χαμένη παιδικότητα κι αθωότητα που σου έρχονται ξαφνικά σαν ελπιδοφόρο αεράκι, γιατί ό,τι και να δει κανείς μεγάλος το ξεχνά. Οι μνήμες που κατοικούν στην ψυχή είναι ούτως ή άλλως... οι παιδικές.

    Στράτος Δουκάκης

    Βαλένσια, 4 Φεβρουαρίου 2003
    Αγαπητοί φίλοι,

    Σας υποσχέθηκα να σας γράψω για ένα από τα τόσα προτερήματα των Μυτιληνιών. «Στο νησί μας, η διάθεση αποβολής της σοβαροφάνειας, κυριαρχεί στις περισσότερες εκδηλώσεις των ανθρώπων του. Οι Μυτιληνιοί έχουν τη σάτιρα μέσα τους. Είναι τρόπος ζωής. Τους βλέπεις στην αγορά, στο καφενείο, στο σπίτι τους, ακόμα και σε επίσημες συνάξεις, με χιούμορ ν' αντιμετωπίζουν ο ένας τον άλλον - τα συμβάντα. Ο σκωπτικός λόγος είναι έτοιμος, κάτω από τη γλώσσα τους, δεν τον κρατούν. Χωρίς να εναχλούν, να γίνονται πικροί, έστω κι αν αυτό είναι καμιά φορά μέσα στο παιχνίδι. Ύστερα εκείνο που τους διακρίνει είναι ο αυτοσαρκασμός! Όταν αρχίζουν να... αυτοσχολιάζονται, η ευρηματικότητά τους σπάει κόκκαλα - τα δικά τους».

    Είναι μου φαίνεται το ύψιστο δείγμα σάτιρας αυτό και μαζί ένδειξη πνευματικής δύναμης και απελευθέρωσης από τα όποια δεσμά συμβατικού καθωσπρεπισμού.

    Με τέτοια δεδωμένα - που δυστυχώς δεν αποδίδονται εύκολα δια της καταγραφής - πρέπει να ζήσει κανείς εκεί, για λίγο έστω, για να κατανοήσει ότι η εμφάνιση των «Καφελογίων» ήταν αναπόφευκτη. ’λλωστε, πριν από αυτούς, στα χρόνια της «Λεσβιακής ’νοιξης»... μεγαλούργησε η «Ορδή των Βασιβουζούκων» της οποίας τα κατορθώματα δεν ξεχνιούνται.

    «Καφελόγιοι» ήταν μια ομάδα λογίων «του κλεινού άστεως της Μυτιλήνης με ζειδωρίαν πνεύματος, ευφορίαν ψυχής και προπαντός σπινθηροβολίαν προεξέχοντος τινός τεμαχίου του σώματος αυτών», που στα χρόνια 1993-95 θέλησαν να ακολουθείσουν τα βήματα της «Ορδής των Βασιβουζούκων».

    Τώρα θα μου πείτε γιατί σας τα γράφω όλα τούτα που δεν έχουν κανένα γενικότερο ενδιαφέρον - ούτε φυσικά και κανένα στόχο, θέλω να πω, πως μια παρέα, τέλος πάντων, ήταν που με τα... ευτράπελα καμώματά τους διασκέδαζαν και όχι μόνο. Δεν ήταν η χιουμοριστική διάθεση που επικρατούσε. Τα σκωπτικά που λεγόντουσαν. Τα περί των ασημάντων που συζητούσαν. Τα σοβαρά που εκτοξευότανε. Ήταν και όλα αυτά! Και η συμμετοχή τριάντα και παραπάνω ανθρώπων με κάποιο αξιόλογο επίπεδο που τους έβλεπες, το ένιωθες, δεν θέλανε να είναι αυτοί που είναι, θέλανε να πετάξουν από πανω τους τα καθημερινά και τετριμμένα, να αισθανθούν ελεύθερα, άνετα, να γελάσουν με τους άλλους, αλλά και με τον εαυτό τους. Και τα κατάφερναν. Σήμερα, είδος εν ανεπαρκεία, δυστυχώς!

    Οποιαδήποτε ομοιότης με άλλην τινά παρέα...

    Με φιλικούς χαιρετισμούς
    Στράτος Δουκάκης
    Web site: www.aeolos.net

    Πέσ, τε μου αν ο Θεός..


    Σε ποιον να ανήκει, άραγε, ετούτη η ομορφιά

    Πέσ, τε μου αν ο Θεός δεν είχε κέφια τούτη την 'Αοιξη...
    Πάντως, όταν η φύση οργιάζει, η παλαβομάρα της δεν έχει όρια.
    Λες και η μαγεία φύτρωσε εδώ, με μύρια αρώματα και χίλιες ευωδιές.
    Να γλυκαίνει την ψυχή και να οδηγεί τα μάτια που μπορούν να χαίρωνται,
    να ανοίγουν διάπλατα και να εκστασιάζονται.
    Να το θωρείς και να εκλαμβάνεται ως ευλογία.
    Αυτό είναι χάρμα οφθαλμών, ένας υπέροχος πίνακας που δημιούργησε το ακούραστο εργαστήρι της φύσης, μοναδικό για απόλαυση.
    Ένας τέλειος συνδιασμός χρωμάτων πάνω στον καταπράσινο τάπητα του λεσβιακού κάμπου.
    Είναι μια ωδή στην ελληνική φύση, στο πολύχρωμο λεσβιακό αγροτεμάχι.
    Η Λεσβιακή 'Ανοιξη σ, όλο το μεγαλείο της.
    Σας την προσφέρω, αγαπημένοι μου, απλόχερα για να μαγέψετε,
    αν μη τι άλλο... την ψυχή σας.

    Στράτος Δουκάκης

    Χαιρετισμούς και αφιερώματα

    Ο ΤΡΟΒΑΔΟΥΡΟΣ
    ΤΟΥ ΚΑΜΕΝΟΥ ΒΟΥΝΟΥ Στα παιδικά μου μάτια φάνταζε, τότε, σαν μύθος. Μια μορφή βγαλμένη, θαρρείς, από παμπάλαια ξεθωριασμένη φωτογραφία. Έτσι ήταν, όντως, αυτός ο ιδιόρρυθμος, ο πρωτόγονος, ο σκληρός άντρακλας όταν ανηφόριζε το καλτντερίμι, στο έμπα της αγοράς, και ξεπρόβαλε καμαρωτός από το «σκεπαστό». Μ' έναν λεβέντικο, πάντα, ρυθμό στο βημαρισμό του. Το ηλιοκαμένο του πρόσωπο, κάτω από την κάσκα του, άφηνε να φανεί ένα γένι κι ένα αγέρωχο αυστηρό βλέμμα. Παίζαμε, μωρά εμείς, στον αυλόγυρο της Λέσχης κι αμέσως όταν αντηχούσε ο γδούπος από τις αρβύλες του, μια ανατριχίλα, ένα δέος μας διαπερνούσε. Και νάτος εκείνος μοναχικός, περήφανος ιππότης με μια λεβέντικη κορμοστασιά, τραχύς, σαν αντάρτης ντυμένος. Ένα χακί σακίδιο σταυρωτά στον ώμο κι ένα ραβδί στο χέρι, ένας ατίθασος μαχητής της γης. Ερχόταν για λίγο στο χωριό για τις ανάγκες του κι αποτραβιώταν κατόπι στον κόσμο του, στο βουνό του, το Γιανίκ-Μπαϊρ, πάνω απο την Αγια-Λεμονή ανάμεσα Πέτρας και Μόλυβου. Ένιωθε, έλεγε, πως μένοντας κοντά στους ανθρώπους έχανε την ανθρωπιά του, πόθος του και λαχτάρα ήταν να σώσει την καρδιά του. Ένας σύγχρονος ερημίτης μιας απόκοσμης ζωής.

    Αυτή ήταν η εικόνα του για μας, τίποτε περισσότερο δεν γνωρίζαμε γι αυτόν τον παράξενο άνθρωπο που τον θαυμάζαμε αλλά συγχρόνως μας έσκιαζε. Δεν ξέραμε τι έκρυβε στην πονεμένη καρδιά του αυτό το «βουνίσιο, ατίθασο αγρίμι». Κι ούτε μας βοηθούσε η περιορισμένη μας παιδική φαντασία.

    Πέρασαν από τότε πολλά χρόνια, μακριά πια κι εγώ, όταν διάβασα, γι' αυτόν ότι: «Ζούσε σ' ένα κόσμο κλειστό, ερμητικά περιορισμένο, που δεν ήθελε να παραβιαστεί με καμιά δύναμη». Στους λίγους εκλεκτούς του φίλους ομολογούσε πως: «Είναι ευτυχισμένος. Έφυγε από τους ανθρώπους κι έτσι δεν του λείπε τίποτα. Μαζί τους, έλεγε, έχεις το αίσθημα πάντα πως κάτι σου οφείλουν, γι' αυτό είσαι δυστυχισμένος, όπως όλοι οι δανειστές». Όπως και τούτο: «Ήθελε σε κάθε βηματισμό του να κρατά το δικό του ρυθμό, ελεύθερος και απροσγείωτος σε όσα συνέβαιναν γύρω του, για τούτο ήταν απόκοσμος και αυταρχικός, σε όλες τις εκδηλώσεις του». Τίποτα, όμως, καινούργιο σε όλα τούτα, η ξεθωριασμένη φωτογραφία δεν άλλαζε αλλά πάντα είχα στο νου μου πως κάτι μυστηριώδες, ακόμα, υπήρχε γύρω από τούτον τον άνθρωπο.

    Που να φανταζόμουν πως τούτο το «θεριό» για το οποίο μιλάμε ήταν «ο πιο ζωηρός των πρώτων βαζιβουζούκων, τότε που η Λεσβιακή ’νοιξη βρισκόταν στο πρώτο της αναπήδημα και δοκίμαζε τα φτερά της...». Που να χώραγε στο μυαλό μου πως εκείνος «με ροζιασμένα χέρια πάνω σε φλούδες δέντρων, έγραφε στίχους και πεζά, σκορπούσε την πνευματικότητά του σ' όλο το νησί, θρηνούσε τη χαμένη πατρίδα του και τη χαμένη γυναίκα του. Αγύριστη και η πατρίδα και η γυναίκα του. Μόνο στην τέχνη τις ξανάβρισκε και τις πλαστουργούσε...». Χρειάστηκε να διαβάσω, ύστερα από πολύ καιρό το βιβλίο του «ΤΟ ΚΑΜΕΝΟ ΒΟΥΝΟ» για να μπορέσω, κάπως να ξεδιαλύνω στο μυαλό μου τη θαμπάδα που είχα. Κι επιχείρησα, όσο μπορούσα, τώρα, να σκιαγραφήσω μια απ' τις πιο παράξενες μορφές του τόπου μου. Λιγοστό το πνευματικό έργο που άφησε πίσω του, αλλά βγαλμένο από μια γραφίδα με μοναδικό λυρισμό, νοσταλγία και πόνο. Ήταν ο τροβαδούρος του Καμένου Βουνού, ο Μήτσος Καμίτζος, γνήσιος γιος κι αυτός της αστείρευτης νερομάνας... της Αιολίδας γης.

    Στράτος Δουκάκης
    Βαλένσια, Βενεζουέλα

    Στην άκρη του ματιού: Ένα οδοιπορικό μέσα από τις σελίδες του ηλεκτρονικού περιοδικού "Έλα να δεις" της "LAND of GODS"
    ο Ελληνισμός Since 1996 της Διασποράς
    ...Αλλά ο Οδυσσέας ποθεί ακόμη και καπνό μονάχα της πατρίδας του να δει να πετιέται προς τ' απάνω κι ας πεθάνει... (Οδύσσεια, α, στ. 57 κ.π.)
    Προηγούμενη σελίδα Κεντρική σελ. της ΕνότηταςΕπόμενη σελίδα






    Since 1996
    Ενότητες, Ανθολογίες και άλλα.. της LAND of GODS






    Κώστας Δουρίδας

  • τα δικά μου γραψίματα και άλλα..

  • Οδοιπορικό στο Καρδαρίτσι

  • το Δημοτικό τραγούδι και η παράδοση

  • Σελίδες απ' την ελληνική λογοτεχνία στο διαΔίκτυο

  • Έλληνες ποιητές στο διαΔίκτυο

  • Απομνημονεύματα: Γιάννης Μακρυγιάννης

  • Απομνημονεύματα: Θεόδωρος Κολοκοτρώνης

  • A Little Bit of Greece: News on Line and more..

  • το ηλεκτρονικό μας περιοδικό "έλα να δεις"

  • μια Φωτογραφία και ένας τόπος

  • ποιήματα τα αγαπημένα

  • Νεοελληνική πεζογραφία

  • Ανθολογίες της EELSPH

  • Δελτίο τύπου

  • το Ποιήμα της ημέρας

  • ο Στίχος της ημέρας

  • Αρκαδική ανθολογία

  • ο Ελληνισμός της Διασποράς

  • Βιβλία και Αφιερώματα

  • 1996 - 2006 : τα Δεκάχρονα της LAND of GODS

  • στην ΑΚΡΗ του ματιού..

  • Γράμμα στον 'Ελληνα της Διασποράς




  • Επόμενη Ενότητα..
    Ακολουθείτε το τόξο για την επόμενη Ενότητα









    The LAND of GODS
    Since October 1996 Oakville / Τοροντο Canada