ο Ελληνισμός Since 1996  της Διασποράς
...αλλά ο Οδυσσέας ποθεί ακόμη και καπνό μονάχα της πατρίδας του να δει να πετιέται προς τ' απάνω κι ας πεθάνει... (Οδύσσεια, α, στ. 57 κ.π.)
   
(Μιλάτε Word) : Συνήθως στο Διαδίκτυο, οι ιστοσελίδες που βλέπουμε στην οθόνη είναι έτοιμες να εκτυπωθούν στον εκτυπωτή μας, αφού, επισκεπτόμενοι τις σελίδες αυτές, κάνουμε την επιλογή Print από το μενού File του εξερευνητή μας (browser, π.χ. Internet Explorer). Υπάρχει εδώ όμως ένα μικρό πρόβλημα που είναι το ότι δεν θα εκτυπωθούν ακριβώς όπως τα βλέπουμε στην οθόνη. Επίσης υπάρχει και η πιθανότητα να εκτυπωθούν κομμένες γραμμές αν δεν έχουμε ρυθμίσει σωστά την εκτύπωση. : Next Top
               
Ιάκωβος Γαριβάλδης

diasporic
literature spot
Λογοτεχνία της διασποράς

Ιάκωβος Γαριβάλδης
               
Χριστούγεννα πριν το ταξίδι...
Νάτα μας πάλι... Ακόμη μια χρονιά πέρασε σαν το απέραντο μαύρο σύννεφο αφού μας έκρυψε τον ήλιο για κάμποσες ώρες έτρεξε πια να συναγωνιστεί τα άλλα. Σαν τη μέρα που σε παίρνουν οι σκέψεις για τον πηγαιμό, τον ερχομό και το μεγάλο ταξίδι και σ' αφήνει με την πίκρα στη γλώσσα γιατί δεν κατάλαβες πώς πέρασε; Σαν τη νύχτα που κοιμάσαι μέχρι το πρωί όταν το φως σου δίνει μια και στα δυο μέρη του προσώπου να σε σηκώσει από τα σκεπάσματα. Σαν τα γερά σφιχταγκαλιάσματα την ώρα κάποιας ποθητής συνάντησης... Ενώ τα φωτάκια αναβοσβήνουν στο δεντράκι σε μια γωνιά του σαλονιού. Του κάθε σαλονιού που πέρασε απ' αυτό μια οικογένεια.

Η δική μου οικογένεια, αν και σκορπισμένη σε δύο ηπείρους, κρατιέται ενωμένη από το αχρείο εκείνο μικρόφωνο του τηλεφώνου που σε ενώνει για λίγο και μετά σε χωρίζει.
Ήρθανε κι αυτά τα Χριστούγεννα, όπως κι άλλα που πέρασαν και στα ενδιάμεσα ρίξαμε πολλή δουλειά και βγάλαμε χρήμα για να βρούμε την ευτυχία μας...

Ποια ευτυχία; Αυτή που δεν συμμαζεύεται. Αυτή που δεν υπάρχει εκεί όπου υπάρχει το χρήμα και η μοναξιά.

Ξημέρωσε όμως Χριστούγεννα. Ζέστη φοβερή που καίει το κατώφλι και δεν μπορείς να ξεμυτίσεις από το σπίτι. σου. Μα κι αν βγεις, πού θα πας, αν δεν είναι 20 ή 30 χιλιόμετρα μακριά, όπου και να πας θα είναι 10 ή 15. Τόσο κοντά που δεν σου κάνει όρεξη κι ας διαθέτεις αυτοκίνητο με κλιματισμό και άνετα καθίσματα. Εσύ ζητάς να πας κάπου με τα πόδια. "Θεέ μου, θέλω να περπατήσω..." λες και ξαναλές μέσα σου.

Μια άλλη σκέψη πάλι, δίχως παράλογες απαιτήσεις αλλά σίγουρα νοσταλγικές σε πλανεύει στα μέρη της γέννησής σου. Στο χωριό και στη μικρή εκκλησία που την περιτριγύριζε εκείνο το πανέμορφο άλσος με τα πευκόδεντρα και τις βαλανιδιές. Ήταν τόσο όμορφα εκείνα τα Χριστούγεννα του τότε. Που σου μιλούσε ο κόσμος για την παγωνιά κι εσύ ζεσταινόσουν μπρος στα χαμόγελα ενώ καταλάβαινες τόσα πιο πολλά. Που σε φώναζε ο φίλος πάνω από το φράχτη και καταλάβαινες πως ήταν ώρα για χαρά.

Εδώ τώρα έμπηξα τα κλάματα μόλις είδα το σπίτι αδειανό... Κι ας είχε τόσα πολλά δώρα κάτω από το δεντράκι. Κι ας ήταν το ψυγείο γεμάτο κουραμπιέδες, μελομακάρονα, γλυκά και λιχουδιές κάθε είδους, ενώ στο φούρνο μοσχομύριζε το ψητό. Το σπίτι, πεντακάθαρο, με περίμενε μόλις γυρίσω από την εκκλησία. Τι σου είναι το προκομμένο γυναικείο χέρι. Όπου βγει λάμπει ο τόπος. Σημαδεύει το περιβάλλον με τη χάρη του.

Είπα στον αδερφό να περάσει να κάνουμε Χριστούγεννα. Μένει περί τα 40 χιλιόμετρα παραπέρα. Μακρύτερα δεν μπορούσε να πάει, όπως εμάς που βρήκαμε την άκρη αυτής της γης, κι ας είναι σφαίρα, κι ας μην έχει άκρες. Είπα και στην αδερφή μου από το τηλέφωνο να φέρει την οικογένειά της, γιατί μια φορά το χρόνο είναι καλά να βρισκόμαστε βρε παιδί μου. Ο αδερφός είπε θα έρθει, μα δε φάνηκε. Η αδερφή μου έκοψε το βήχα από την αρχή. «Έχω να πάω κάπου αλλού», μου είπε. Κάθισα κι εγώ να ψήσω το αρνί για να το φάω μόνος. Εγώ και η κυρά.

Πρέπει να ήταν γραμμένο. Δεν μπορεί! Ήταν γραμμένο να μείνουμε σ' αυτή τη χώρα την πανέμορφη, την απέραντη, τη φιλόξενη. Τι είπα, φιλόξενη; Α.. ναι έτσι λένε για να μην υποφέρουν. Για να πείσουν τελικά τον εαυτό τους πως δεν χάθηκαν στην ξενιτιά, αλλά βρήκαν τη χώρα της επαγγελίας. Εδώ που όλα δουλεύουν ρολόι. Εδώ που αισθάνεσαι ρομπότ από τη στιγμή που θα σηκωθείς από το κρεβάτι σου το πρωί, τη στιγμή που θα οδηγήσεις το αυτοκίνητό σου να πας στη δουλειά από τον ίδιο πάντα δρόμο, τη στιγμή που θα πάρεις το κολατσιό το μεσημέρι και την ώρα που θα χτυπήσει η κάρτα και θ' ακούσεις το κλικ καθώς θα τρέχεις προς την έξοδο του εργοστασίου. Αν είσαι τυχερός να έχεις δουλειά.
Χωρισμός

Σε βλέπω τρυφερή, τόσο μικρή
η σκέψη στις γραμμές σου καρφωμένη,
χωρίσαμε ξεχνώντας το γιατί
κι αφήσαμε τη θύμηση γραπτή
σε πέτρα απ’ τον ήλιο σου καμένη.

Μα σαν χαράξει νέο το πρωί
και βγει το μπλε σου σκόρπιο στο σεργιάνι
μια αίσθηση τιμής μοναδική
γεμίζει κάθε μου σεμνή πνοή
και βρίσκει μες στα στήθη μου λιμάνι...

Η γλώσσα σου ασπίδα εναργής
με κράταγε κοντά όλα τα χρόνια
επούλωνε το αίμα μιας πληγής
και μ’ έσωνε στο τραύμα της αυγής
με βλέψεις μες στης θύμησης τ’ αλώνια.

Κι αν σήμερα μ' ενέργεια τρομερή
στα χώματά σου έστησαν πλεκτάνες
και βάλθηκαν εσένα καψερή
να ρίξουν στη φτιαχτή χωματερή
οι βάρβαροι με ψεύτικες δαπάνες,

τους όρκους κείνου του καλοκαιριού
στα ξένα δεν τους ξέχασα πατρίδα,
με μνήμες άκακου μικρού παιδιού
προσμένω κάλεσμα κατοπινού
να φέρουμε μαζί στερνή ελπίδα...

Ιάκωβος Γαριβάλδης

Κατά τα άλλα πάλι τους είδα εδώ. Μιλάς και κάνουν πως δε σ' ακούνε. Τους δείχνεις και κάνουν πως δε βλέπουν. Φωνάζεις και σε περνούν για τρελό και σ' αποφεύγουν. Όταν τελικά την πάθουν δεν ξέρουν τι έχει φταίξει. Αυτό ήταν το πεπρωμένο... λένε.

'Ασε που αν γυρίσεις τότε καταλαβαίνεις πως εκείνοι κυνηγούν τους άλλους που μισείς εσύ. Τους προσποιούμενους, τα ανδρείκελα, τους χαφιέδες του κινηματογράφου και των χρηματιστηρίων. Τους τεχνομανείς και ρατσιστές της φτήνιας. Αυτούς εσύ τους μισείς παράφορα. Κι εκείνοι οι δικοί σου στη μητρόπολη πάνε να τους μοιάσουν και ξοδεύουν την πολύτιμη παράδοση και κουλτούρα τους για να παρομοιάσουν πολεμοχαρείς ανθρωποφάγους. Τους Φιλισταίους και παράφρονες, αυτούς που βρήκαν κι εκμεταλλεύτηκαν, όχι αυτούς που είδαν το μέλλον και δημιούργησαν.

Μετά σου λέει φιλόξενη χώρα και πράσινα άλογα... Μετά σου λέει γη της επαγγελίας, γη του ευκαλύπτου και της καγκουρό, των απέραντων πεδιάδων και της ερήμου που κρατάει μέχρι να ρίξεις έναν ύπνο στο αεροπλάνο, αν βέβαια είσαι απ' αυτούς που μπορούν να κοιμηθούν στ' αεροπλάνο.
Το ταξίδι όμως μακρινό και μπορείς να σκεφτείς πολλά πράγματα καθ' όλη τη διάρκεια της επιστροφής πριν μουδιάσουν τα πόδια σου και χρειαστείς να σουλατσάρεις πάνω - κάτω στο διάδρομο. Όχι τίποτε άλλο αλλά για ν' αποφύγεις έτσι εκείνα τα νερόβραστα και κατεψυγμένα αηδιαστικά αφάγωτα που σου προσφέρουν. Αν πεις και για τον εθνικό μας αερομεταφορέα, άσε ας μην πω τίποτε και παρεξηγηθώ. Αλλά το να μας αφήσει στα κρύα των άλλων αεροπορικών εταιριών δεν είναι μόνον απαράδεκτο αλλά και ανεπίτρεπτο, μια και είχε να λέει πως πετάει στις πέντε ηπείρους... Τώρα έγιναν τέσσερις από δαύτες για να μην έχουμε πρόβλημα στη διαίρεση και να σώσουμε την τιμή και οικονομική ευρωστία μας...

Αυτά σου λέει και επιπλέον να κάτσεις εκεί στην ξενιτιά γιατί σε θέλει να πιπιλάς το μυαλό των ξένων κυβερνήσεων προς όφελος των εθνικών συμφερόντων. Δεν μπορεί η εξωτερική πολιτική της πατρίδας να τα βγάλει πέρα με τόσους και τόσους υπουργούς ξένων κρατών που ανοίγουν το στόμα τους και δεν ξέρουν τι λένε. Γιατί όλοι τους φορούν παρωπίδες, όλοι τους ενδιαφέρονται γι' άλλα θύματα. Όχι για σένα. Αν δεν βρισκόσουν στο 'Αουτσβιτς ή σε άλλα σαπουνάδικα του Χίτλερ δεν ενδιαφέρεται κανείς για το κακό που σε βρήκε.

Τελικά κάποια μέρα και όλως αιφνιδίως ακούς στο μεγάφωνο ν' αναγγέλλει τη θερμοκρασία της Αθήνας και βλέπεις το Ελευθέριος Βενιζέλος κάτω από τα πόδια σου. Σε λίγο ακούς το τσούλισμα των τροχών κι αφού ξεπεράσεις το ελαφρύ τράνταγμα του σκάφους ξέρεις πλέον φίλε μου πως έφτασες στη χώρα σου. Έφτασες στο σπίτι σου· να λίγο πιο πέρα είναι, δεν αργείς. Ενώ κατεβαίνεις τα σιδερένια σκαλοπάτια και εισπνέεις το άρωμα του δικού σου αέρα, της δικής σου γωνιάς και μοίρας σ' αυτό τον πλανήτη, προσπαθείς ν' αποφύγεις να πατήσεις τον αεροδιάδρομο για να μη λερώσεις κάτι τι καθαρό που φάνηκε στον διάβα της μεγάλης σου αγάπης για την γενέτειρα.

Δε σ' ενοχλεί διόλου ο έλεγχος στις βαλίτσες για κατοχή και εισαγωγή οτιδήποτε απαγορευμένου, γιατί η ματιά σου κοιτάζει πιο πέρα. Μέχρι το χωριό, τη γειτονιά, το παλιό σου σπίτι. Έτσι σου 'ρχεται να σκύψεις και να φιλήσεις το χώμα, αλλά η άγρια ματιά των τελωνιακών σου κόβει τη φόρα κι αποφασίζεις να το κάνεις αργότερα, όταν δε σε βλέπουν αυτοί και πιο κοντά στο δικό σου χώρο. Αργότερα καταλαβαίνεις πως πάντα σε βλέπουν αυτοί.
- Έ ταξί... !!!
- Πού πάτε κύριος...; Μαγκιά που φαίνεται αμέσως με την τρίτη λέξη.
- Πάμε για το Φάληρο.
Αν είσαι τυχερός μπορεί να μη σου κάνει ερώτηση την ώρα της διαδρομής. Όσο και να είσαι ζαλισμένος πρέπει να του απαντήσεις, γιατί στο μέρος που ζεις έτσι είναι, πώς να το κάνουμε. Αισθάνεσαι υποχρέωση να του απαντήσεις. Τότε αρχίζει το πρόβλημα... «Πόσα χρόνια έχεις που λείπεις;», «Τι δουλειές έχεις και ήρθες;» κλπ. Σαν να σου λέει «Τι θέλεις και ήρθες, δεν μας άφηνες στην ησυχία μας;». Ή ακόμη λες και τον έβαλε η μυστική αστυνομία να σου κάνει ανάκριση. Τελικά όμως σταματάει. Κοιτάζεις το ρολόι του και γράφει 25 (ευρώ είναι τώρα) και τον ρωτάς από ευγένεια:
- Πόσα χρωστώ φίλε μου;
- Τριαντα-πέντε...
- Τι λες μωρέ και γιατί τόσα;
Αν είσαι μπαγάσας του δίνεις 27 και του λες στο καλό. Αν όχι, τον κοιτάζεις στα μάτια και σκέφτεσαι, να του τα δώσω τώρα να τελειώνουμε ή ν' αρχίσω καυγά; «'Αντε δώστα» σου λέει κάτι από μέσα σου, «ποιος ξέρει ο φουκαράς τι τραβάει για να επιβιώσει;» «Γιατί να του τα δώσεις, είσαι κορόιδο» σου λέει μια δεύτερη φωνή. Τελικά μπαίνεις βαθιά στην τσέπη και του δίνεις όσα ζητάει σίγουρος πως αργότερα θα βγάλεις το άχτι σου κακολογώντας τους ταξιτζήδες της Αθήνας. Αυτός όμως κάνει τη δουλειά του κι από κει και πέρα κάνε ότι θέλεις κι εσύ.
Ξαφνικά ακούς τις φωνές της θείας από το μπαλκόνι που σε περιμένει και ξέρει πως θα περάσεις να τη δεις. Είχε η κακομοίρα το νου της να σε δει στο δρόμο. Μόλις άκουσε το ταξί πετάχτηκε έξω. Στην αρχή δε σε αναγνώρισε γιατί έχει τόσα χρόνια να σε δει, αλλά μετά κατάλαβε εκείνο το ύφος σου και την κορμοστασιά που θυμάται.
Η δική μας ξενία παρτίδα με τη δική μας πατρίδα;

Ιάκωβος Γαριβάλδης




The LAND of GODS Since October 1996
Oakville Ontario, Canada