Since 1996
LAND of GODS: Ενότητες, Ανθολογίες & άλλα:
  1. LAND of GODS: η ΠρώτηΣελίδα

  2. τα δικά μου γραψίματα και άλλα..

  3. Κώστας Δουρίδας,
    Καπνόν Αποθρώσκοντα:
    Γράμμα στον Έλληνα της Διασποράς

  4. Γη των πατέρων μου
    τρισαγαπημένη ΑΡΚΑΔΙΑ

  5. Ανθολογία:
    το Δημοτικό τραγούδι..

  6. Ανθολογία:
    ποιήματα τα αγαπημένα

  7. Ανθολογία:
    Νεοελληνική Πεζογραφία

  8. Σελίδες απ' την Ελληνική
    Λογοτεχνία στο διαΔίκτυο

  9. το Έργο του
    Οδυσσέα Ελύτη

  10. Ανθολογία:
    Έλληνες ποιητές και
    συγγραφείς στο διαΔίκτυο

  11. Ανθολογία:
    τα Μικρά Ενθυμήματα:
    (Αφιέρωμα για τα ΔΕΚΑΧΡΟΝΑ)
    της LAND of GODS 1996 - 2006

  12. Σύγχρονη Αρκαδική
    και Γορτυνιακή Ανθολογία

  13. LAND of GODS
    ...FTP... κ.α.

  14. τα Απομνημονεύματα
    του Γιάννη Μακρυγιάννη
    (Ολόκληρο το βιβλίο)

  15. τα Απομνημονεύματα
    του Θεόδωρου Κολοκοτρώνη

  16. LAND of GODS: a Little Bit
    of Greece: Newspapers & more..

  17. LAND of GODS:
    το περιοδικό μας
    το "Έλα να δεις"

  18. Ανθολογία:
    στην ΑΚΡΗ του ματιού..
    Για να δείτε καλύτερα αυτή
    την Σελίδα χρησιμοποιήστε
    Internet Explorer)

  19. 4 Ανθολογίες της EELSPH :
    'Ελληνες Συγγραφείς των Πέντε Ηπείρων
    γράφουν και δημιουργούν

  20. Κριτικές Αναλύσεις
    στο ανέκδοτο βιβλίο του
    "Καπνόν Αποθρώσκοντα"

  21. Ανθολογία:
    LAND of GODS:
    το Ποίημα της ημέρας

  22. Ανθολογία:
    LAND of GODS:
    ο Στίχος της ημέρας

  23. η LAND of GODS
    στο FaceBook

  24. ο Ελληνισμός της Διασποράς

  25. Βιβλία και Αφιερώματα

  26. το Καρδαρίτσι
    μέσα απ' τις Φωτογραφίες

  27. LAND of GODS:
    Μηνύματα και επιστολές..

  28. LAND of GODS:
    Συνεντεύξεις | αναλύσεις | γνώμες
    και ο καλός ο Λόγος
    των Φίλων..

  29. η Μετάφραση
    της Ρέας Φραγκοφίνου

  30. LAND of GODS:
    Καινούρια και Παλιά..

  31. η LAND of GODS
    μέσα από το Google.. (Α)

  32. η LAND of GODS
    μέσα από το Google.. (Β)

  33. ο Κώστας Δουρίδας
    μέσα από το Google..

  34. Κώστας Δουρίδας,
    Καπνόν Αποθρώσκοντα :
    Γράμμα στον Έλληνα της Διασποράς
    στο GOOGLE

  35. δείτε Φωτογραφίες
    -ίσως και την δική σας!-
    μέσα από το GOOGLE..

  36. Πάμε Καρδαρίτσι??
    (η Ιστοσελίδα του Συλλόγου)


Επόμενη Ενότητα..
Επομ. Ενότητα
Νίκος
Καββαδίας

Προηγούμενη  σελίδα Κεντρική σελ. της ΕνότηταςΕπόμενη  σελίδα

Home to LAND of GODS
Ανθολογία: Έλληνες ποιητές και συγγραφείς στο διαΔίκτυο
Κώστας Βάρναλης| Νικηφόρος Βρεττάκος| Οδυσσέας Ελύτης| Γιώργος Σεφέρης| Κωστής Παλαμάς | Γιάννης Ψυχάρης| 'Aγγελος Τερζάκης | Νίκος Καζαντζάκης| Μ. Καραγάτσης| Κώστας Καρυωτάκης| Κώστας Κρυστάλλης| Μήτσος Λυγίζος| Κώστας Ουράνης| Κική Δημουλά | Αφιέρωμα στον Γιάννη Ρίτσο| ΜΑΝΩΛΗΣ ΑΝΑΓΝΩΣΤΑΚΗΣ : Φοβάμαι... | Φώτης Κόντογλου| Αλκυόνη Παπαδάκη | ΝΙΚΟΣ ΣΠΑΝΙΑΣ | Μήτσος Παπανικολάου | Γιάννης Σκαρίμπας | Τάσος Λειβαδίτης | Θωμάς Γκόρπας | Ανδρέας Καρκαβίτσας | Καραντώνης Ανδρέας| Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης | Κωνσταντίνος Καβάφης | Νίκος Καββαδίας |
ΜΑΡΑΜΠΟΥ ΓΡΑΜΜΑ ΕΝΟΣ ΑΡΡΩΣΤΟΥ ΠΟΥΣΙ KURO SIWO ΑΡΜΙΔΑ Οι Προσευχές των Ναυτικών Black and White - 1984


Ν. Καββαδίας
(1910-1975
Ο λογοτέχνης Νίκος Καββαδίας γεννήθηκε στις 11 Ιανουαρίου του 1910 στο Χαρμπίν της Μαντζουρίας. Ο πατέρας του, Χαρίλαος, είχε τη ρωσική υπηκοότητα και διατηρούσε επιχείρηση εισαγωγών - εξαγωγών. Η μητέρα του, Δωροθέα, ήταν κεφαλλονίτικης καταγωγής. Σε ηλικία τεσσάρων ετών, η οικογένειά του επέστρεψε στην Κεφαλονιά και το 1921 μετακόμισε στον Πειραιά, όπου τελείωσε το Δημοτικό και το εξατάξιο Γυμνάσιο.

Το 1928 δίνει εξετάσεις στην Ιατρική Σχολή, αλλά την ίδια χρονιά αρρωσταίνει βαριά ο πατέρας του και αναγκάζεται να δουλέψει. Για μερικούς μήνες εργάζεται σε ναυτικό γραφείο, κρατώντας τα λογιστικά βιβλία, και τον επόμενο χρόνο, αμέσως μετά το θάνατο του πατέρα του, μπαρκάρει ναύτης σε φορτηγό.

Κατά τη διάρκεια των ταξιδιών του, αποτυπώνει στο χαρτί τις εικόνες από τα μέρη που επισκέπτεται, τη ναυτική ζωή, τους ναυτικούς και τις σχέσεις τους με την πατρίδα τους, τη θάλασσα και τις γυναίκες. Τον Ιούνιο του 1933 κυκλοφορεί την πρώτη του ποιητική συλλογή, με τίτλο Μαραμπού και εισαγωγικό σημείωμα του Καίσαρα Εμμανουήλ. Το βιβλίο τυπώνεται σε 245 αντίτυπα, στο τυπογραφείο του περιοδικού Ο Κύκλος, με έξοδα του ίδιου.

Το 1939 παίρνει το δίπλωμα ασυρματιστή, αν και αρχικά ήθελε να γίνει καπετάνιος. Ακολουθεί ο Β’ Παγκόσμιος Πόλεμος, πηγαίνει στρατιώτης στην Αλβανία και στα χρόνια της Γερμανικής Κατοχής μένει ξέμπαρκος στην Αθήνα. Ξαναμπαρκάρει το 1944 και ταξιδεύει αδιάκοπα ως ασυρματιστής σ’ όλο τον κόσμο.

Τον Ιανουάριο του 1947 εκδίδεται η δεύτερη ποιητική συλλογή του Πούσι κι επανεκδίδεται, ύστερα από δεκατέσσερα χρόνια, το εξαντλημένο Μαραμπού από τον Θανάση Καραβία, ο οποίος το Μάρτιο του 1954 θα κυκλοφορήσει και τη Βάρδια, το μοναδικό πεζό του Νίκου Καββαδία.

Από το τελευταίο ταξίδι του επέστρεψε το Δεκέμβριο του 1974 και αμέσως ξεκίνησε τις προετοιμασίες για την έκδοση της τρίτης ποιητικής συλλογής του, την οποία όμως δεν πρόλαβε να δει τυπωμένη. Πέθανε ξαφνικά στις 10 Φεβρουαρίου του 1975, από εγκεφαλικό επεισόδιο. Στην ατζέντα του βρέθηκαν τρεις στίχοι που ήθελε να τους προτάξει στο Τραβέρσο, κάτι που δεν έγινε...

Μα ο ήλιος αβασίλεψε κι ο αητός απεκοιμήθη
και το βοριά το δροσερό τον πήραν τα καράβια.
Κι έτσι του δόθηκε καιρός του Χάρου και σε πήρε.

Τρία χρόνια μετά το θάνατό του, κάποια από τα ποιήματά του μελοποιήθηκαν από τον Θάνο Μικρούτσικο, στο δίσκο Σταυρός του Νότου. Μέσω αυτών των τραγουδιών, και άλλων που ακολούθησαν, ο Νίκος Καββαδίας έγινε γνωστός στο ευρύτερο κοινό.

ΜΑΡΑΜΠΟΥ
    Λένε για μένα οι ναυτικοί που εζήσαμε μαζί
πως είμαι κακοτράχαλο τομάρι διεστραμμένο,
πως τις γυναίκες μ' ένα τρόπον ύπουλο μισώ
κι ότι μ' αυτές να κοιμηθώ ποτέ μου δεν πηγαίνω.

Ακόμα, λένε πως τραβώ χασίσι και κοκό
πως κάποιο πάθος με κρατεί φριχτό και σιχαμένο,
κι ολόκληρο έχω το κορμί με ζωγραφιές αισχρές,
σιχαμερά παράξενες, βαθιά στιγμαατισμένο.

Ακόμα, λένε πράματα φριχτά παρά πολύ,
που είν' όμως ψέματα χοντρά και κατασκευασμένα,
κι αυτό που εστοίχισε σε με πληγές θανατερές
κανείς δεν το 'μαθε ποτέ, γιατί δεν το 'πα σε κανένα.

Μ' απόψε, τώρα που έπεσεν η τροπική βραδιά,
και φεύγουν προς τα δυτικά των Μαραμπού τα σμήνη,
κάτι με σπρώχνει επίμονα να γράψω σε χαρτί,
εκείνο, που παντοτινή κρυφή πληγή μου εγίνη.

Ήμουνα τότε δόκιμος σ'ένα λαμπρό ποστάλ
και ταξιδεύαμε Αίγυπτο γραμμή Νότιο Γαλλία.
Τότε τη γνώρισα - σαν άνθος έμοιαζε αλπικό -
και μια στενή μας έδεσεν αδελφική φιλία.

Αριστοκρατική, λεπτή και μελαγχολική,
κόρη ενός πλούσιου Αιγύπτιου οπού 'χε αυτοκτονήσει,
ταξίδευε τη λύπη της σε χώρες μακρινές,
μήπως εκεί γινότανε να τήνε λησμονήσει.

Πάντα σχεδόν της Μπασκιρτσέφ κρατούσε το Ζουρνάλ,
και την Αγία της 'Αλας παράφορα αγαπούσε,
συχνά στίχους απάγγελνε θλιμμένους γαλλικούς,
κι ώρες πολλές προς τη γαλάζιαν έκταση εκοιτούσε.

Κι εγώ, που μόνον εταιρών εγνώριζα κορμιά,
κι είχα μιαν άβουλη ψυχή δαρμένη απ' τα πελάη,
μπροστά της εξανάβρισκα την παιδική χαρά
και, σαν προφήτη, εκστατικός την άκουα να μιλάει.

Ένα μικρό της πέρασα σταυρόν απ' το λαιμό
κι εκείνη ένα μου χάρισε μεγάλο πορτοφόλι
κι ήμουν ο πιο δυστυχισμένος άνθρωπος της γης,
όταν εφθάσαμε σ' αυτήν που θα 'φευγε την πόλη.

Την εσκεφτόμουνα πολλές φορές στα φορτηγά,
ως ένα παραστάτη μου κι άγγελο φύλακά μου,
και μια φωτογραφία της στην πλώρη ήταν για με
όαση, που ένας συναντά μεσ' στην καρδιά της 'Aμμου.

Νομίζω πως θε να 'πρεπε να σταματήσω εδώ.
Τρέμει το χέρι μου, ο θερμός αγέρας με φλογίζει.
Κάτι άνθη εξαίσια τροπικά του ποταμού βρωμούν,
κι ένα βλακώδες Μαραμπού παράμερα γρυλίζει.

Θα προχωρήσω!... Μια βραδιά σε πόρτο ξενικό
είχα μεθύσει τρομερά με ουίσκυ, τζιν και μπύρα,
και κατά τα μεσάνυχτα, τρικλίζοντας βαριά,
το δρόμο προς τα βρωμερά, χαμένα σπίτια επήρα.

Αισχρές γυναίκες τράβαγαν εκεί τους ναυτικούς,
κάποια μ' άρπαξ' απότομα, γελώντας, το καπέλο
(παλιά συνήθεια γαλλική του δρόμου των πορνών)
κι εγώ την ακολούθησα σχεδόν χωρίς να θέλω.

Μια κάμαρα στενή, μικρή, σαν όλες βρωμερή,
οι ασβέστες απ' τους τοίχους της επέφτανε κομμάτια,
κι αυτή ράκος ανθρώπινο που εμίλαγε βραχνά,
με σκοτεινά, παράξενα, δαιμονισμένα μάτια.

Της είπα κι έσβησε το φως. Επέσαμε μαζί.
Τα δάχτυλά μου καθαρά μέτρααν τα κόκαλά της.
Βρωμούσε αψέντι. Εξύπνησα, ως λένε οι ποιητές
«μόλις εσκόρπιζεν η αυγή τα ροδοπέταλά της».

Όταν την είδα και στο φως τα' αχνό το πρωινό,
μου φάνηκε λυπητερή, μα κολασμένη τόσο,
που μ' ένα δέος αλλόκοτο, σαν να 'χα φοβηθεί,
το προτοφόλι μου έβγαλα γοργά να την πληρώσω.

Δώδεκα φράγκα γαλλικά... Μα έβγαλε μια φωνή,
κι είδα μια εμένα να κοιτά με μάτι αγριεμένο,
και μια το πορτοφόλι μου... Μ' απόμεινα κι εγώ
έναν σταυρό απάνω της σαν είδα κρεμασμένο.

Ξεχνώντας το καπέλο μου βγήκα σαν τον τρελό,
σαν τον τρελό που αδιάκοπα τρικλίζει και χαζεύει,
φέρνοντας μέσα στο αίμα μου μια αρρώστια τρομερή,
που ακόμα βασανιστικά το σώμα μου παιδεύει.

Λένε για μένα οι ναυτικοί που εκάμαμε μαζί
πως χρόνια τώρα με γυναίκα εγώ δεν έχω πέσει,
πως είμαι παλιοττόμαρο και πως τραβάω κοκό,
μ' αν ήξερα οι δύστυχοι, θα μ' είχαν συχωρέσει...

Το χέρι τρέμει... Ο πυρετός... Ξεχάστηκα πολύ
ασάλευτο ένα Μαραμπού στην όχθη να κοιτάζω.
Κι έτσι καθώς επίμονα κι εκείνο με κοιτά,
νομίζω πως στη μοναξιά και στη βλακεία του μοιάζω...

ΓΡΑΜΜΑ ΕΝΟΣ ΑΡΡΩΣΤΟΥ
    Φίλε μου Αλέξη, το 'λαβα το γράμμα σου
και με ρωτάς τι γίνομαι, τι κάνω;
Μάθε, ο γιατρός πως είπε στη μητέρα μου
ότι σε λίγες μέρες θα πεθάνω...

Είναι καιρός όπου έπληξα, διαβάζοντας
όλο τα ίδια που έχω εδώ βιβλία,
κι όλο εποθούσα κάτι νέο να μάθαινα
που να μου φέρει λίγη ποικιλία.

Κι ήρθεν εχθές το νέο έτσι απροσδόκητα
- σιγά ο γιατρός στο διάδρομο εμιλούσε -
και τ' άκουσα. Στην κάμαρα εσκοτείνιαζε
κι ο θόρυβος του δρόμου εσταματούσε.

Έκλαψα βέβαια, κάτω απ' την κουβέρτα μου.
Λυπήθηκα. Για σκέψου, τόσο νέος!
Μα στον εαυτό μου αμέσως υποσχέθηκα
πως θα φανώ, σαν πάντοτε, γενναίος.

Θυμάσαι, που ταξίδια ονειρευόμουνα
κι είχα ένα διαβήτη κι ένα χάρτη
και πάντα για να φύγω ετοιμαζόμουνα
κι όλο η μητέρα μου 'λεγε: το Μάρτη...

Τώρα στο τζάμι ένα καράβι εσκάρωσα
κι ένα του Μαγκρ στιχάκι έχω σκαλίσει:
"Τι θλίψη στα ταξίδια κρύβεται άπειρη!"
Κι εγώ για ένα ταξίδι έχω κινήσει.

Να πεις στους φίλους χαιρετίσματα,
κι αν τύχει κι ανταμώσεις την Ελένη,
πως μ' ένα φορτηγό - πες της - μπαρκάρισα
και τώρα πια να μη με περιμένει...

Αλήθεια! Ο Χάρος ήθελα να 'ρχότανε.

ΠΟΥΣΙ
    πεσε το πούσι αποβραδίς
το καραβοφάναρο χαμένο
κι έφτασες χωρίς να σε προσμένω
μες στην τομονιέρα να με δείς.

Κάτασπρα φοράς κι έχεις βραχεί ,
πλέκω σαλαμάστρα τα μαλιά σου.
Κάτω στα νερά του Port Pegassu
βρέχει πάντα τέτοιαν εποχή.

Μας παραμονεύει ο θερμαστής
με τα δυο του πόδια στις καδένες.
Μην κοιτάς ποτέ σου τις αντένες
με την τρικυμία, θα ζαλιστείς.

Βλαστημά ο λοστρόμος τον καιρό
κι είν' αλάργα τόσο η Τοκοπίλα.
Από να φοβάμαι να καρτερώ
κάλλιο περισκόπιο και τορπιλα.

Φύγε! Εσέ σου πρέπει στέρεα γη.
Ηρθες να με δεις κι όμως δε μ' είδες
έχω απ' τα μεσάνυχτα πνιγεί
χίλια μίλια πέρ' απ' τις Εβρίδες.

KURO SIWO
    Π ρώτο ταξίδι έτυχε ναύλος για το Νότο,
δύσκολες βάρδιες, κακός ύπνος και μαλάρια.
Είναι παράξενα της Ίντιας τα φανάρια
και δεν τα βλέπεις, καθώς λένε με το πρώτο.

Πέρ' απ' τη γέφυρα του Αδάμ, στη Νότιο Κίνα,
χιλιάδες παραλάβαινες τσουβάλια σόγια.
Μα ούτε στιγμή δεν ελησμόνησες τα λόγια
που σου 'πανε μια κούφια ώρα στην Αθήνα.

Στα νύχια μπαίνει το κατράμι και τ' ανάβει,
χρόνια στα ρούχα το ψαρόλαδο μυρίζει,
κι ο λόγος της μες στο μυαλό σου να σφυρίζει,
"ο μπούσουλας είναι που στρέφει ή το καράβι; "

Νωρίς μπατάρισε ο καιρός κ' έχει χαλάσει.
Σκατζάρισες, μα σε κρατά λύπη μεγάλη.
Απόψε ψόφησαν οι δυο μου παπαγάλοι
κι ο πίθηκος που 'χα με κούραση γυμνάσει.

Η λαμαρίνα! ...η λαμαρίνα όλα τα σβήνει.
Μας έσφιξε το kuro siwo σαν μια ζώνη
κ' συ κοιτάς ακόμη πάνω απ΄ το τιμόνι,
πως παίζει ο μπούσουλας καρτίνι με καρτίνι.

ΑΡΜΙΔΑ
    Το πειρατικό του Captain Jimmy,
που μ' αυτό θα φύγετε και σεις,
είναι φορτωμένο με χασίς
κ' έχει τα φανάρια του στην πρύμη.

Μήνες τώρα που 'χουμε κινήσει
και με τη βοήθεια του καιρού
όσο να πάμε στο Περού
το φορτίο θα το έχουμε καπνίσει.

Πλέμε σε μια θάλασσα γιομάτη
με λογής παράξενα φυτά,
ένας γέρος ήλιος μας κοιτά
και μας κλείνει που και που το μάτι.

Μπουκαπόρτες άδειες σκοτεινές,
- που να ξοδεύτηκαν τόννοι χίλιοι;
Μας προσμένουν πίπες αδειανές
και τελωνοφύλακες στο Τσίλι.

Ξεχασμένο τ' άστρο του Βορρά,
οι άγκυρες στο πέλαγο χαμένες.
Πάνω στις σκαλιέρες σε σειρά
δώδεκα σειρήνες κρεμασμένες.

Η πλωριά Γοργόνα μια βραδιά
πήδησε στον πόντο μεθυσμένη,
δίπλα της γλιστρούσαν συνοδιά
του Κολόμβου οι πέντε κολασμένοι.

Κ' έπειτα στις ξέρες του Ακορά
τσούρμο τ' άγριο κύμα να μας βγάλει
τέρατα βαμμένα πορφυρά
με φτερούγες γλάρων στο κεφάλι.

Οι Προσευχές των Ναυτικών
    Οι Γιαπωνέζοι ναυτικοί, προτού κοιμηθούν,
βρίσκουν στην πλώρη μια γωνιά που δεν πηγαίνουν άλλοι
κι ώρα πολλή προσεύχονται βουβοί, γονατιστοί
μπρος σ ένα Βούδα κίτρινο που σκύβει το κεφάλι.

Κάτι μακριά ως τα πόδια τους φορώντας νυχτικά,
μασώντας οι ωχροκίτρινοι μικροί Κινέζοι ρύζι,
προφέρουνε με την ψιλή φωνή τους προσευχές
κοιτώντας μια χάλκινη παγόδα που καπνίζει.

Οι Κούληδες με την βαριά βλακώδη τους μορφή
βαστούν σκυφτοί τα γόνατα κοιτώντας πάντα κάτου,
κι οι Αράπηδες σιγοκουνάν το σώμα ρυθμικά,
κατάρες μουρμουρίζοντας ενάντια του θανάτου.

Οι Ευρωπαίοι τα χέρια τους κρατώντας ανοιχτά,
εκστατικά προσεύχονται γιομάτοι από ικεσία
και ψάλουνε καθολικές ωδές μουρμουριστά,
που έμαθαν όταν πήγαιναν μικροί στην εκκλησία.

Και οι Έλληνες, με τη μορφή τη βασανιστική,
από συνήθεια κάνουνε, πριν πέσουν,
το σταυρό τους κι αρχίζοντας με σιγανή φωνή « Πάτερ ημών...»
το μακρουλό σταυρώνουνε λερό προσκέφαλό τους.

Black and White - 1984
    Του Άλμπορ το φανάρι πότε θα φανεί;
Οι μαθήτριες σχολάσανε του ωδείου.
Φωτεινές ρεκλάμες της οδού Σταδίου.
Γέφυρα βρεγμένη σκοτεινή.

Μάτι ταραγμένο μάταια σε κρατώ
στον καιρόν απάνω του Σιρόκου.
Δούλευε το φτυάρι, μαύρε του Μαρόκου
που μασάς βοτάνια για τον πυρετό.

Φεμινά!... Χορός των κεφαλών.
Κ’ οι Ναγκό χορεύουν στην Ασία.
Σε πειράζει μου `πες η υγρασία
κι η παλιά σου αρρώστια της Τουλών.

Τζίντζερ, που κοιτάς με το γυαλί,
το φανάρι του Άλμπορ δεν εφάνη.
Βλέπω στο Λονδίνο εγώ τη Fanny
στο κρεβάτι σου άλλον να φιλεί.

Κρέας αλατισμένο του κουτιού.
Μύωπα καπετάνιο μου και γέρο,
ένα μαγικό σκονάκι ξέρω
τέλειο για την κόρη του ματιού.

Άναψε στη γέφυρα το φως.
Μέσα μου μιλεί ένας παπαγάλος
γέρος στραβομύτης και μεγάλος
μα γιομάτος πείρα και σοφός.

Μέσα μου βαθιές αναπνοές.
Του Κολόμβου ξύπνησαν οι ναύτες.
Όλες τις ρουκέτες τώρα καφ’ τες
και Marconi στείλε το S.O.S.

  
The LAND of GODS Since October 1996
Oakville Ontario Canada
σήμερα: