σήμερα είναι:
Since 1996
Αρκαδική και Γορτυνιακή Ανθολογία
Kostas Douridas
  1. Προλογικά..

  2. Γαϊτανάκη Ζαχαρούλα

  3. Γιαννούκου Ευαγγελία

  4. Γρίβα Ελένη

  5. Γρίβας Στάθης

  6. Δημόπουλος Γιάννης

  7. Διονυσόπουλος Κώστας

  8. Δουζένης Γιώργος

  9. Δουρίδας Κώστας

  10. E. Ηλιοπούλου - Ζαχαροπούλου

  11. Ιωαννίδης Τάκης (Παναγιώτης)

  12. Καπαρδέλη Ευτυχία

  13. Καπορδέλης Δημήτρης

  14. Καπορδέλη - Ζογκαρη Ρέα

  15. Καραμούντζος Κ. Σπύρος

  16. Κατράκης Πότης

  17. Κομίνης Θ. Αντώνης

  18. Κουφοπούλου-Ηλιοπούλου Θ.

  19. Κουσουνέλος Γιώργος

  20. Μποτής Γεώργιος

  21. Παλαμήδης Νίκος

  22. Παναγοπούλου Μαρία

  23. Παπαιωάννου Καλύβα Ζ.

  24. Πρωτοπαπάς Κάκου Γ.

  25. Ρέππας Χρίστος

  26. Σπηλιόπουλος Τάκης

  27. Στασινόπουλος Γιώργος

  28. Συμιγδαλάς Αντώνης

  29. Τριάδης Νικόλαος

  30. Τρουπής Θεόδωρος

  31. Τσίτσος Ιωάννης

  32. Βερβενιώτης Δημήτιος

  33. Χρυσοχός Ηλίας




Προηγούμενη  σελίδα Κεντρική σελ. της Ενότητας Επόμενη  σελίδα
ΠρώτηΣελίδα
«Οι δίοδοι του απανταχού Ελληνισμού έχουν σίγουρα ανοίξει και είναι απαράδεκτο αν δεν επιτύχουμε με την τεχνολογία που έχουμε». Ιάκωβος Γαριβάλδης
Αναζητήσεις
  • Nationanal Book Centre of Greece
  • Toussulis
  • Translator on Line
  • Wikipedia
  • Αναπηρία Τώρα
  • Αρχιπέλαγος
  • Ασπρη Λέξη
  • Γιάννης Κοντός
  • Δημοτική Βιβλιοθήκη Ραψάνης
  • Ειδήσεις
  • Εκδόσεις Αρμός
  • Εκδόσεις Ενδυμίων
  • Εκδόσεις Ηλέκτρα
  • Ελληνική Βιβλιογραφική Πύλη
  • Ελληνική Μπλογκόσφαιρα
  • Ηριδανός Βιβλία
  • Θανάσης Παπακωνσταντίνου
  • Καλειδοσκόπιο
  • Κωνσταντίνος Πέτρου Καβάφης
  • Μαΐστρος Εκδόσεις
  • Μαρία Βουμβάκη
  • Μετάφραση
  • Μικρός Απόπλους
  • Μουσικά προάστια
  • Μυριόβιβλος
  • Πυξίδα
  • Ραδιοφωνικοί Σταθμοί
  • Σπουδαστήριο Νέου Ελληνισμού
  • τέχνης παίδευσις
  • ONLINE ΠΕΡΙΟΔΙΚΑ

    Specials Poiein

    Ιστολόγια

    ΝΟΜΟΣ ΑΡΚΑΔΙΑΣ

    Ιστορική και γεωγραφική περιοχή της Πελοποννήσου, στο κεντρικό τμήμα της, που σήμερα αποτελεί στο σύνολό της σχεδόν τον νομό Αρκαδίας (4.419 τ. χλμ., 102.035 κάτοικοι) με πρωτεύουσα την Τρίπολη. Ο νομός συνορεύει βόρεια με τους νομούς Κορινθίας και Αχαΐας, δυτικά με τους νομούς Ηλείας και Μεσσηνίας, νότια με τους νομούς Λακωνίας και Μεσσηνίας, και ανατολικά βρέχεται από τον Αργολικό κόλπο.

    Στο κέντρο σχεδόν της Αρκαδίας απλώνεται το οροπέδιο της Τρίπολης που περιβάλλεται από τα Αργολιδοαρκαδικά όρη, Ολίγυρτο (Σκίπιζα 1.935 μ.), Τραχύ (1.808 μ.), Λύρκειο (Γούπατα, 1.755 μ.), Αρτεμίσιο (1.771 μ.), Κτενιά (1.634 μ.) και Μαίναλο (1.980 μ.), το κυρίως αρκαδικό βουνό, με πολλά δάση και άφθονα νερά, όπου κατά την αρχαιότητα λατρευόταν ο Παν και οι Δρυάδες, και από τις βόρειες προεκτάσεις του Πάρνωνα (κορυφή Κούκουρα 1.449 μ.). Το οροπέδιο της Τρίπολης χωρίζεται με χαμηλά εγκάρσια υψώματα στις μικρές λεκάνες της Τρίπολης, της Τεγέας, της Μαντινείας και του Ορχομενού. Είναι καρστικής προέλευσης και οι λεκάνες του έχουν γεμίσει με νεότερες προσχώσεις. Τα νερά των λεκανών αυτών αποχετεύονται υπογείως με καταβόθρες (τα ζέρεθρα των αρχαίων Αρκάδων) που σχηματίζουν λίμνες, έλη και κεφαλάρια, έξω από τα σύνορα του νομού, ή εκβάλλουν στον Αλφειό και τον Αργολικό κόλπο. Στα νότια του οροπεδίου της Τρίπολης σχηματίζεται το οροπέδιο της Ασέας, που κατεβαίνει προς τη λεκάνη της Μεγαλόπολης, τεκτονικό βύθισμα, λίμνη κατά το τριτογενές και τέλμα κατά το τεταρτογενές. Οι φυτικές ύλες που συγκεντρώθηκαν εκεί έχουν σχηματίσει επιφανειακά κοιτάσματα λιγνίτη πάχους 65 μ., τα μεγαλύτερα της Ελλάδας μαζί με αυτά της Πτολεμαΐδας. Τα όρη Λύκαιο (1.421 μ.) και Τετράζιο (1.389 μ.) κλείνουν τη λεκάνη της Μεγαλόπολης στα Δ και τη χωρίζουν από τη σχετικά εύφορη πεδιάδα της Μεσσηνίας.

    Το οροπέδιο της Τρίπολης και τα γύρω βουνά του αποτελούν τον κυρίως υδροκρίτη της Πελοποννήσου. Στα νότια του οροπεδίου πηγάζει ο Αλφειός. Πριν βγει από τον νομό δέχεται και τα νερά του Λάδωνα και του Ερύμανθου που και οι δύο πηγάζουν από την Αχαΐα. Στα βόρεια των Τροπαίων (Γορτυνία) έχει κατασκευαστεί φράγμα μήκους 105 μ. και ύψους 57 μ. που συγκρατεί τα νερά του Λάδωνα και σχηματίζεται έτσι τεχνητή λίμνη (έκταση 6.000 στρέμ., χωρητικότητας 50.000.000 κ. μ.). Η λίμνη αυτή τροφοδοτεί υδροηλεκτρικό εργοστάσιο με δύο ηλεκτροπαραγωγικές μονάδες εγκατεστημένης ισχύος 70.000 κιλοβάτ που παράγουν κατά μέσο όρο 300.000.000 ωριαία κιλοβάτ ηλεκτρικής ενέργειας τον χρόνο. Το κλίμα του νομού Αρκαδίας, εκτός από τις χαμηλές παραλιακές περιοχές, είναι μάλλον ψυχρό και ηπειρωτικό. Τον χειμώνα το ψύχος είναι δριμύ, ανάλογα με το γεωγραφικό πλάτος, λόγω του ορεινού χαρακτήρα της περιοχής. Οι βροχοπτώσεις ξεπερνούν τα 800 χιλιοστά.

    Τα γεμάτα δάση βουνά, τα άφθονα νερά, οι όμορφες τοποθεσίες, οι ηλιόλουστες κοιλάδες, όπου βόσκουν προφυλαγμένα τα κοπάδια, έκαναν από την αρχαιότητα την Αρκαδία ιδιαίτερα ειδυλλιακή χώρα. Οι ποιητές (Θεόκριτος, Βιργίλιος) έπλασαν έτσι μια φανταστική χώρα όπου οι βοσκοί διατηρούσαν τα αγνά ήθη τους και επικρατούσε η ευτυχία της ήρεμης ζωής. Με τον τίτλο Αρκαδία ο Ι. Σανατσάρο δημοσίευσε βουκολικό ποίημα, το οποίο θεωρείται ένα από τα χαρακτηριστικότερα έργα της ιταλικής λογοτεχνίας. Με τον ίδιο τίτλο ο ’γγλος ποιητής Φ. Σίντνεϊ έγραψε έργο σε πεζό λόγο όπου παρεμβάλλονται στίχοι (η τρίτη μορφή του δημοσιεύτηκε το 1593) και ο Λόπε ντε Βέγκα βουκολικό ποίημα (1598). Αλλά και ο Γάλλος ζωγράφος Πουσέν εμπνεύστηκε από την Αρκαδία τον περίφημο πίνακά του Ποιμένες της Αρκαδίας (1653) που φυλάσσεται στο Μουσείο του Λούβρου.

    Νίκος Παλαμήδης
    Ο λαϊκός ποιητής και αρθρογράφος Νίκος Παλαμήδης, γνωστός ως Πάλδης στην δεκαετία του 50, γεννήθηκε στίς 8 Νοέμβρη 1921 στο χωριό Κάψια της Αρκαδίας.

    Το 1933, έφυγε για την Αθήνα μπαίνοντας στήν τέχνη της χρυσοχοϊας, πηγαίνοντας συγχρόνως σε νυχτερινό Γυμνάσιο και αργότερα στη «Βιοτεχνική Σχολή Βαρβάκη». Από το 1938, σε ηλικία 17 χρονών, αρχίζει να γράφει λυρικά ποιήματα, που δημοσιεύονταν στα περιοδικά «Μπουκέτο» και«Ρομάντσο», που είχαν σελίδες νέων λογοτεχνών. Στην κατοχή, συμμετέχει στην Εθνική Αντίσταση με την σημαία του Ε.Α.Μ και γίνεται στέλεχος της 11ης Αχτίδας (Επαγγλματιών, Βιοτεχνών, Εμπόρων). Μετα την απελευθέρωση, αρχίζει και ολοκληρώνει μαθήματα δημοσιογραφίας στη σχολή της K.O.A του Κ.Κ.Ε.

    Στη δεκαετία του 50 μπαίνει στη δισκογραφία και φωνογραφεί τα τραγούδια «Και τι δεν είσαι για μένα», μουσική Θ. Αγιοβλασίτη, με τις αδερφές Καλουτά, «Πέρασε κι αυτό το τρένο», μουσική Γιάννη Βέλλα, με την Μπελίντα, «Κι απόψε τίποτα», μουσική Γιάννη Βέλλα, με την Λάουρα, και άλλα. Το 1954, εκδίδει την προαστιακή εφημερίδα «Το βήμα της Ν.Σμύρνης». Στη δεκαετία του 50 ήταν αρχισυντάκτης του περιοδικού τραγουδιών «Χόλυγουντ-Τραγούδι».

    Το 1956 φεύγει μετανάστης για την Βενεζουέλα και εκεί εκδίδει τις εφημερίδες «Ελληνικός Τύπος», «Ελληνική Φωνή» και τίς σατιρικές «Η Πλάκα», «Ελεύθερη Σάτιρα» και «Μούντζα». Εχει ασχοληθεί με διάφορα είδη του λόγου: άρθρο, χρονογράφημα, διήγημα, ευθυμογράφημα, έμμετρη σάτιρα, γελοιογραφία και τραγούδι. Επίσης έγραψε άρθρα με πολιτικά θέματα σε εφημερίδες της Βενεζουέλας. Στην Βενεζουέλα, δημιούργησε και κράτησε σε λειτουργία επι είκοσι ολόκληρα χρόνια τον κοινοτικό οργανισμό «Colonia Helenica de Venezuela», σημείο καθημερινής συνάντησης του Ελληνισμού της χώρας αυτής.

    Στα χρόνια της ξενιτίας, ο Βασίλης Τσιτσάνης μελοποίησε τους στίχους του «Το καράβι που σαλπάρει» το οποίο τραγουδήθηκε απο τον Στράτο Διονυσίου το 1971. Το 1981, το τραγούδι του «Τάχα μάνα μου θα ζήσω» προκρίθηκε στους Α Αγώνες Ελληνικού Τραγουδιού της Κέρκυρας που οργάνωσε ο αείμνηστος Μάνος Χατζιδάκης και βραβεύτηκε με 1.000 δολλάρια. Το τραγούδι αυτό φωνογραφήθηκε με τον Ηλία Λιούγκο και κυκλοφόρησε απο την εταιρεία «Σείριος», μαζί με τα άλλα τραγούδια των Αγώνων.

    Τον Ιούνη του 1998, επέστρεψε οριστικά στην Ελλάδα. Το 1993, ο συνθέτης και τραγουδιστής Αλκης Κόλλιας μελοποίησε και κυκλοφόρησε δέκα τραγούδια του Νίκου Παλαμήδη (Πάλδη) με τον τίτλο «Ένα αστέρι...ο κάθε άνθρωπος». Το 1999, εκδόθηκε το CD «Λάτιν της μικρής Βενετιάς», με μουσική του Παντελή Παλαμήδη και εκτέλεση Κώστα Παλαμήδη. Το CD αυτό περιλαμβάνει μια σειρά δεκατεσσάρων τραγουδιών που ηχογραφήθηκαν στο νησί Πουέρτο Ρίκο, και συσπειρώνουν τα μεσογειακά μελωδικά όνειρα του έλληνα μετανάστη με τους ρυθμούς της Λατινικής Αμερικής. Το 2002, εκδόθηκε το CD «Κόντρα στον καιρό», με μουσική του Παντελή Παλαμήδη, ενορχήστρωση Αλκη Κόλλια και εκτέλεση Αλκη Κόλλια και Ελένης Τσαγκαράκη.

    Απο το 2000, σε ηλικία 79 χρόνων, και μέχρι το 2002 συνεργάστηκε με το ελληνικό “website” Athens Photo News, γράφοντας την εβδομαδιαία στήλη «Πεζά και Εμμετρα». Είναι μέλος της Ενωσης Ελλήνων Λογοτεχνών - Συγγραφέων των Πέντε Ηπείρων (ΕΕΛΣΠΗ).






    Εργα του Νίκου Παλαμήδη (Πάλδη)

    Αποχαιρετισμός (ποιήματα, τραγούδια, σάτιρα ), Καράκας, 1964
    Δαγκωματιές (λαϊκά σαρκαστικά τετράστιχα), Καράκας, 1989
    Αποχαιρετισμός (ποιήματα, τραγούδια, σάτιρα ), Νέα έκδοση , Καράκας, 1989
    Αφηγήματα (για γέλια και γιά κλάματα), Καράκας, 1991
    Πυράκανθοι (ποιήματα και τραγούδια), Καράκας, 1991
    Ο Πάγος (θεατρικό μονόπρακτο)
    Χρονικό του Ελληνισμού της Βενεζουέλας, Βύρωνας - Αθήνα, 1996
    Κάψια (στιχουργήματα), Αθήνα, 1999
    Χιλιάδες Τραγούδια (στίχοι για μελοποίηση, τόμος πρώτος) , Αθήνα, 1999.





    Αποσπάσματα απο το βιβλίο ΔΑΓΚΩΜΑΤΙΕΣ,
    ΚΑΡΑΚΑΣ - ΒΕΝΕΖΟΥΕΛΑΣ, 1986





    ΠΟΛΥ ΑΡΓΑ

    Πολλά κεριά γριά ανάβεις,
    κάνεις σταυρούς κι΄ ευχαριστίες,
    την ώρα που το μνήμα σκάβεις
    θυμήθηκες τις αμαρτίες;





    ΑΓΓΕΛΙΑ

    Πήρε η κυρά του σ' ενα χρόνο,
    σπίτι με κήπο και με σκεύη,
    γι΄αυτό ζητάει γεοπόνο
    τα κερατά του να κλαδεύει.





    ΚΑΦΕΝΕΣ

    Τάβλι, καφές κι κομπολόϊ
    και τσιγαρίλα στα βρακιά,
    να μην ξεχάσουμε το σόϊ
    που πιάσαμε απ' την τουρκιά.





    ΕΥΦΡΟΣΥΝΗ

    Είμαι για της κόλασης τον πάτο,
    που τα βάζω με Θεό και ιερά,
    όμως θά' χω και Σουρή και Λασκαράτο
    να τη βγάζω στους αιώνες μια χαρά.





    ΚΑΤΑΝΤΗΜΑ

    Παλιοζωή, με πήρες απο κάτω
    και είμαι στο σταυρό σου καρφωμένος,
    εκεί που είμουν άλογο βαρβάτο,
    κατάντησα να ζώ μουνουχισμένος.





    ΠΡΟΣΟΧΗ

    Κοιτάξου στον καθρέφτη
    και βγάλε απο το νού τους φερετζέδες,
    φυλάξου απο ψεύτη,
    απο θρησκόληπτο κι απο χαφιέδες.





    ΤΟ ΚΟΜΜΑ

    Το Κόμμα, είναι εκκλησιά, είναι Μαφία,
    είναι Γιαγκούλας και Κουμπής,
    κι ακόμα, του Εφιάλτη συντροφία,
    αν είσαι λεύτερος, μη μπείς!





    ΣΙΩΝΙΣΤΗΣ

    Μεγάλη μύτη και φακίδες,
    ψεύτης, θρησκόληπτος, φελός,
    του κόσμου όλου οι ελπίδες
    ενας Αδόλφος πιο τρελός.





    ΕΠΙΦΥΛΑΚΗ

    Εχει η ζωή ανθρώπους, έχεις σκύλους,
    νά' χεις το νού σου γιατί μπορεί,
    αυτούς που λές και τους νομίζεις φίλους,
    να είναι αμείλικτοι εχθροί.





    ΘΡΗΣΚΕΥΤΙΚΟ

    Ο παπάς της ενορίας,
    είναι "αδερφή" μεγάλη,
    ύμνους ψέλνει της Μαρίας
    κι έχει φίλο το Μιχάλη.





    ΔΙΚΤΑΤΟΡΙΑ

    Βάζει τη σκέψη σ' ενα λούκι,
    του κράτους το ταμείο κλέβει,
    παίρνει ο χαφιές ενα ματσούκι
    και ο λαός πεινάει, ρέβει.





    ΗΡΩΑΣ

    Πολύ μεγάλος στρατηγός,
    μετάλλια, δόξα, κρότος,
    απο τις μάχες σαν λαγός
    την αμολούσε πρώτος.





    ΧΑΜΟΣ

    Διαβάτη μου σταμάτησε,
    "ενθάδε κείται" η ντροπή,
    και με ευλάβεια κράτησε
    ενός λεπτού πικρή σιωπή.





    ΚΛΕΨΙΑ

    Οποιος πεινάει και δεν κλέβει,
    μεγάλη αμαρτία πράττει ,
    τζάμπα το είναι του παιδεύει,
    εδώ, αρπάζουν οι χορτάτοι.





    ΔΡΟΜΕΑΣ

    Στα πρώτα μέτρα πρώτος πάς
    στα τελευταία , χάνεις,
    μήπως τον κόπο σου σκορπάς
    που το πουλί σου πιάνεις.





    ΑΣΕΛΓΕΙΑ

    Πόρνη σε κάνανε ειρήνη,
    όλοι σειρά να ασελγείσουν
    και του πολέμου το καμίνι
    πάλι ανάβουν να σε ψήσουν.





    ΠΑΤΡΙΔΑ

    Μου έκανες το κόκκινο αβγό;
    ναζίδες, χίτες και εμφύλιο,
    πήρα τα μάτια μου και κηνυγώ
    στην ξενητιά να βρώ τον ήλιο.





    ΠΑΡΘΕΝΑ

    Παρθένα είναι τ' ονομά σου,
    κακό να μη σε πιάσει μάτι,
    μα εσύ το σκάς απ' τη μαμά σου
    και πάντα ψάχνεις για πελάτη.





    ΠΛΟΥΣΙΟΣ

    Λεφτά πολλά, με το τσουβάλι,
    κι ακόμα μάχεσαι να κάνεις,
    δεν σου περνάει απ' το κεφάλι
    πως κάποια μέρα θα πεθάνεις;





    ΕΚΛΟΓΕΣ

    Αν βγεί αυτός που φωνασκεί
    στο πιο ψηλό μπαλκόνι,
    θα μείνουμε όλοι νηστικοί
    και δίχως παντελόνι.





    ΕΡΩΤΗΜΑ

    Δεν παντρεύεσαι Δεσπότη,
    ζείς στον κόσμο της σιωπής,
    τόση φλόγα πού' χει η νιότη
    πως τη σβήνεις να μου πείς.





    ΧΩΡΙΣ ΤΙΤΛΟ

    Η μάνα μου με φώναζε αλήτη
    σαν φώναζα κατά της βασιλείας,
    κι αν έφυγα μικρός απο το σπίτι,
    στα Τάγματα δεν πήγα Ασφαλείας.





    Αποσπάσματα απο το βιβλίο ΑΦΗΓΗΜΑΤΑ,
    ΚΑΡΑΚΑΣ - ΒΕΝΕΖΟΥΕΛΑΣ, 1991





    ΜΕ ΤΗΝ ΕΥΧΗ ΤΗΣ ΠΑΠΑΔΙΑΣ

    Μου πήρανε καινούργια φορεσιά, παπούτσια και πουκάμισο. Με κουρέψανε στου Καριοφύλλα το κουρείο και με λούσανε με μοσχοσάπουνο. Δώδεκα χρονών παλιόπαιδο, θα 'φευγα την αυγή για την τρανή πολιτεία να βρω την τύχη μου.

    Ήταν Κυριακή απόγιομα, γιορτή του Αϊ Γιώργη, και στο αλώνι του Βερδή, χορεύανε οι κοπελιές και τα παλικάρια. Έπαιζε ο Σιαφάκας το κλαρίνο και ο μπάρμπα- Κωσταντής το νταούλι και ο αχός ακουγότανε στο απέναντι βουνό, το Λιορίτσι. Ο Κιτσέας, που ήταν το καλύτερο κλαρίνο στο Μοριά και που έδενε πάντα στο λαιμό του μια μεταξωτή μισίνα για φιγούρα και δροσιά, καθότανε σε μια καρέκλα στη μέση στο αλώνι κι έπαιζε μοναχά τις μεγάλες παραγγελιές των μερακλήδων. Οι χωριανοί, του κολλούσανε χαρτονομίσματα στο κούτελο και τον κερνούσανε τσίπουρο και κρασί κοκκινέλι. Χίλια αηδόνια τραγουδούσανε την άνοιξη σαν έπαιζε κλαρίνο ο Κιτσέας. Και τα πόδια των χορευταράδων, γινόντουσαν ανάλαφρα και κάνανε φιγούρες απίθανες, αρμονικές και ζηλεμένες.

    Αντίκρυ, στο σπίτι του Καρκά, που γιόρταζε ο νοικοκύρης, η γυναίκα του, κερνούσε τα παιδιά στραγάλια καψερά, σταφίδες και ζαχαράτα, και τους μεγάλους κουραμπιέδες και δίπλες, με μέλι από του Παπαγιάννη το μελίσσι, που λέγανε πως ήταν και το καλύτερο. Πιο κάτω, στο μαγαζί του Μηνά, η Αγγέλω η ζουρλή, μάλωνε με τον Νικολή το Μπολιάρη,- που ήταν κι αυτός ζουρλός- και οι χωριανοί, στεκόντουσαν και έκαναν χάζι. Ο Νικολής, της έλεγε κουβέντες αγάπης, μαζί με πρόστυχες κι εκείνη, σήκωνε ψηλά τα φουστάνια της και του τούρλωνε τον πισινό της. Στα στερνά, που η κρίση την έδερνε πιότερο, γκρέμιζε μανιασμένα τους ξερότοιχους, σκούζοντας ώρες ολόκληρες "κερατά Γκουρδουμάνο", δίχως κανένας να μπορεί να μαντέψει, ποιος ήταν αυτός που στο σαλεμένο της μυαλό τη βασάνιζε.

    Εγώ, είχα βγει ν' αποχαιρετίσω τους φίλους μου και τους κερνούσα λουκούμι με κρύο νερό από το πηγάδι του Πολύβιου, το μπακάλικο, που πουλούσε πιο ακριβά απ' όλους και βερεσέ δεν έδινε. Όλοι, μου ευχόντουσαν καλό ταξίδι και προκοπή και με παρακαλούσανε, όταν με τη βοήθεια του Θεού θα έβρισκα αποκατάσταση, να τους τράβαγα κι αυτούς, να γλιτώνανε από το "παλιοχώρι".

    Έτσι, σιγά, σιγά, πήρε να σουρουπώνει. Ο χορός σταμάτησε κι ο κόσμος έφευγε για το σπιτικό του. Και μοναχά, οι μεγάλοι γλεντζέδες, μαζί με τα όργανα, ανηφορίσανε για τον καφενέ του Σωτήρου για να το ξημερώσουνε. Σαν γύρισα στο σπίτι, η μάνα μου με πήρε και με πήγε στου παπά το αρχοντικό, για να αποχαιρετίσω την παπαδιά που καθότανε πάντα στο παραθύρι, γιατί ήταν στραβή και μισοπιασμένη. Όταν φτάσαμε, λιανοτραγούδαγε κάτι σαν μοιρολόγι. Η μάνα μου την καλησπέρισε, κι εγώ, έσκυψα και της φίλησα το χέρι.

    -Θα φύγω αύριο με το χάραμα, της είπα, κι εκείνη ξαφνιάστηκε.
    -Για που με το καλό; Με ρώτησε.
    -Για την Αθήνα, της απάντησα. Στα στερνά, στηρίχτηκε με τα δυο της χέρια στα γόνατά της και σηκώθηκε.
    -Περίμενε λιγάκι μου είπε: Και ψαχουλεύοντας τοίχο, τοίχο, μπήκε στη διπλανή κάμαρα. Σε λίγο, ξαναγύρισε και κάθισε ανήμπορα στο σκαμνί της.
    -Δως μου το χέρι σου, μου φώναξε κι εγώ συμμορφώθηκα στη διαταγή της. Έβαλε βιαστικά το χέρι της στην τσέπη του φουστανιού της και έβγαλε μια φούχτα νομίσματα…
    -Πάρε αυτά, και σου εύχομαι, όσο ζεις, τα λεφτά να μη σου λείψουνε.

    Της φίλησα το χέρι, την καληνύχτισα, και φεύγοντας την είδα να σκουπίζει με την ποδιά της τα δακρυσμένα μάτια της. Με αγαπούσε πολύ η παπαδιά, γιατί με φώναζε και της έπιανα κρασί από το βαγένι της έδινα νερό, της τάιζα τις κότες, την πήγαινα στην εκκλησιά, και την άφηνα στου σπιτιού της το σταυροδρόμι για να κουβεντιάζει με τις άλλες γερόντισσες.Η νύχτα σκέπαζε ακόμα το χωριό, όταν η μάνα μου με ξύπνησε. Κάτω στην αυλή, ο πατέρας μου σαμάρωνε το γάιδαρό μας και φόρτωνε τα πράγματα που θα 'παιρνα μαζί μου. Τ' αδέρφια μου, είχαν κι αυτά ξυπνήσει να μ' αποχαιρετίσουνε κι όπως με κοιτάζανε άφωνα και λυπημένα, εγώ συγκινήθηκα και άρχισα να κλαίω.
    - Δεν θέλω να κλαις, μου είπε η μάνα μου και με φίλησε.

    Ο πατέρας μου, έπιασε από το καπίστρι το Γρίβα μας και προχώρησε για την ξώπορτα. Τον ακολούθησα γιομάτος πίκρα χωρίς να κοιτάζω πίσω μου που όλοι μου φωνάζανε στο καλό να πας και να μη μας λησμονήσεις.Το τρένο, θα ξεκινούσε από την πόλη για την Αθήνα στις έξι το πρωί και έπρεπε να βιαστούμε να μη το χάσουμε. Γι' αυτό, προχωρούσαμε γρήγορα στη γιομάτη μπουχό δημοσιά, που τη φώτιζε ο πατέρας μου με το κλεφτοφάναρο. Μιλάγαμε, και μου έδινε συμβουλές, το πώς θα 'πρεπε να φερθώ στη μάνα του, στον αδερφό του και την αδερφή του που θα με προστατεύανε. Πως θα 'πρεπε να σέβομαι τ' αφεντικό μου όταν θα 'πιανα δουλειά και πως προκόβει μοναχά αυτός που είναι εργατικός και τίμιος.

    Γύρω ήταν ερημιά και γαλήνη. Το δροσερό αγέρι της άνοιξης με χτυπούσε στο πρόσωπο, μου έφερνε ανακούφιση και μου έδινε κουράγιο. Όταν φτάσαμε στην πόλη, ήταν ακόμα νύχτα. Αφήσαμε το γάιδαρό μας στο χάνι και προχωρήσαμε για το σταθμό. Κόσμος πολύς σπρωχνότανε να μπει στο τρένο. Ο γέρος μου, πήδηξε ανάλαφρα στο βαγόνι και μου έπιασε θέση. Εγώ τον ακολούθησα με το ταγάρι στον ώμο μου. Σε λίγο, το τρένο σφύριξε τρεις φορές απανωτά και όσοι δεν θα ταξιδεύανε κατεβήκανε. Τώρα, άλλοι χαιρετούσανε τους δικούς τους που ήταν κρεμασμένοι στα παραθύρια των βαγονιών, άλλοι κουνούσανε τα μαντήλια τους και άλλοι σκουπίζανε τα δάκρυά τους από τα μάτια τους. Ο πατέρας μου, μου 'δωσε το χέρι σε αποχαιρετισμό και κατέβηκε βιαστικά, γιατί το τρένο άρχισε σιγά, σιγά, να φεύγει. Τα φώτα του σταθμού τρεμοσβήνανε και η πράσινη δεντροστοιχία έμοιαζε σα να τρέχει. Απαλά, απαλά, άρχισε να ξημερώνει.

    Περπατώ ακόμα στη ζωή, και με την ευχή της παπαδιάς που με συνοδεύει, τα λεφτά ποτέ δεν μου λείψανε. Και θα ήθελα, αληθινά και μέσα από την ψυχή μου, μια τέτοια ευχή να συντροφεύει όλους τους βασανισμένους όπου γης…





    ΤΟ ΠΑΙΔΙ ΠΟΥ ΟΛΟ ΓΕΛΑΓΕ

    Στης κατοχής τα μαύρα χρόνια, όλο και κάτι φτιάχναμε στου Μαστρο
    -Mήτσου το εργαστήρι. Έτσι για τη βγάζουμε. Μάλαμα δεν υπήρχε, ούτε καιρός για στολίδια ήτανε. Πεινάγαμε, κινδύνευε η ύπαρξή μας και ελπίζαμε. Τα μαγαζιά, ήτανε όλα χωρίς πολλά εμπορεύματα, φτωχικά και σκονισμένα. Από νωρίς κλείνανε γιατί δεν είχε συγκοινωνίες. Αναγκαστικά, κουρνιάζαμε με τις κότες και ακούγαμε κρυφά ραδιόφωνο και τα χωνιά στις γειτονιές που στέλνανε λευτεριάς μηνύματα.

    Όλοι, όσοι δουλεύαμε στο εργαστήρι, ήμασταν οργανωμένοι στο ΕΑΜ (Εθνικό Απελευθερωτικό Μέτωπο). Τις νύχτες, βγαίναμε παράνομα και προσεκτικά, μοιράζαμε τον τύπο της οργάνωσης στο κέντρο της Αθήνας, και γράφαμε με κόκκινη μπογιά στους τοίχους τα συνθήματα του αγώνα. Την άλλη μέρα, σαν ξημέρωνε, οι διαβάτες σταματάγανε και τα διαβάζανε ευχαριστημένοι. Για καλό και για κακό, είχαμε πάντα τα πιστόλια μας μαζί μας, έτοιμα στον όποιο κίνδυνο για δράση. Όταν πια τελειώναμε, πηγαίναμε και τα κρύβαμε στα δημόσια ουρητήρια της Πλατείας Κλαυθμώνος, μέσα στα καζανάκια του νερού, που τότε ήτανε όλα στεγνά και μουχλιασμένα. Κατόπι, ευχόμασταν ο ένας στον άλλο "καλή αυριανή" και χωρίζαμε.

    Ο Σταύρος, ήτανε το πιο καλό παιδί στο σινάφι μας. Όλο γέλαγε, σκάρωνε φάρσες, όλους τους πείραζε και οι μέρες μαζί του φεύγανε παίρνοντας κοντά τους τις πίκρες μας και τις έννοιες. Ήτανε ορφανός από γονείς και ο προστάτης στις δυο μικρότερες αδερφές του, που τον λατρεύανε. Ονειρευότανε, σαν θα τέλειωνε ο πόλεμος, να τις καλοπαντρέψει και να ζευγαρωθεί κι αυτός με μια ξανθή κοπέλα, που θα τον αγάπαγε. Ο Mαστρο -Μήτσος, τ' αφεντικό, τον κορόιδευε όταν μίλαγε για της παντρειάς του τ' όνειρο. και μια μέρα, που είχε μεγάλα κέφια, του είπε:
    -Στο γάμο σου ρε Σταύρο, θα το φέρω βόλτα το ζεϊμπέκικο, όπως τότε που παντρεύτηκα την κυρά μου. Να, έτσι. Και όπως σηκώθηκε από την καρέκλα του και έκανε επιδειχτικά τη φιγούρα του, τού έφυγε μια δυνατή πορδή, που ντροπιάστηκε και δαγκώθηκε.
    -'Aσε τις πιστολιές αφεντικό, γιατί θα 'ρθουνε οι Γερμανοί και θα 'χουμε τραβήγματα, του είπε σαρκαστικά ο Σταύρος κι εμείς οι άλλοι, σκάσαμε σε τρανταχτά γέλια.Εκείνο το χειμωνιάτικο πρωινό, ο Σταύρος δεν ήρθε στο εργαστήρι. Την προηγούμενη βραδιά, είχαμε αρπαχτεί στο ξύλο με τους χίτες στο Μοναστηράκι, γιατί θέλανε να μας εμποδίσουνε που γράφαμε στους τοίχους "ΚΑΤΩ ΤΑ ΧΕΡΙΑ ΓΕΡΜΑΝΟΙ ΑΠΟ ΤΟΥΣ ΕΒΡΑΙΟΥΣ". Ο Σταύρος, που ήτανε ο πιο γεροδεμένος απ' όλους μας, τους έκανε να σκορπίσουνε τρομαγμένοι. Γι αυτό, όταν δεν ήρθε στη δουλειά, ανησυχήσαμε, μα δεν βάλαμε κακό στο νου μας. Σε λίγο, χτύπησε η πόρτα και με φωνάξανε στο τηλέφωνο του γραφείου. Έτρεξα γρήγορα και έπιασα το ακουστικό.
    -Εμπρός, είπα, εμπρός. Κλάματα ακούγονταν από μακριά και κανένας δεν έδινε απόκριση. Εμπρός, φώναξα πιο δυνατά, ποιος είναι; Τι συμβαίνει;
    -Να 'ρθείτε όλοι, ακούστηκε μια σβησμένη φωνή, να 'ρθείτε όλοι.

    -Ποιος είναι; Που να 'ρθουμε; ρώτησα και άρχισα να υποψιάζομαι ε πως κάτι το φοβερό θα έχει γίνει.
    -Να 'ρθείτε όλοι, "παντρεύουμε" το Σταύρο μας, τον σκοτώσανε χτες το βράδυ οι Γερμανοί, είπε η φωνή και ξέσπασε σε λυγμούς.Σκοτώσανε το Σταύρο οι Γερμανοί, είπα στους άλλους και όλοι χλομιάσανε και πήρανε του κεριού το χρώμα. Αφήσαμε τη δουλειά μας και σηκωθήκαμε θλιμμένοι. Το εργαστήρι νέκρωσε κι έγινε σωστό κοιμητήρι. Κλείσαμε και φύγαμε.Το Σταύρο τον είχανε πάει στο Νεκροτομείο. Όταν φτάσαμε, κάποιοι άλλοι παίρνανε με κραυγές το νεκρό τους. Έδωσα το όνομα σ' έναν αράθυμο και άσχημο υπάλληλο και περίμενα. Σε λίγο, βγήκε και με ρώτησε.
    -Θέλετε να τον δείτε;
    -Ναι, του απάντησα και προχώρησα μέσα. Οι άλλοι δεν είχανε κουράγιο και μείνανε. Πάνω στο μαρμάρινο τραπέζι του Νεκροτομείου, ήτανε ξαπλωμένο το κουφάρι του Σταύρου. Ο υπάλληλος, σήκωσε το σεντόνι που ήτανε σκεπασμένος και σαν τον είδα ρίγησα και δάκρυσα. Είχε μια τρύπα από σφαίρα πίσω στο αριστερό μέρος του κεφαλιού του, που είχε βγει δεξιά μπροστά το μέτωπο. Τρανός σκοπευτής ο φονιάς σκέφτηκα και τον σκέπασα ξανά με το άσπρο σεντόνι.
    -Πως έγινε το κακό κύριε; Ρώτησα τον υπεύθυνο.
    -Χτες το βράδυ, κάνανε μπλόκο οι Γερμανοί στη γειτονιά του, γιατί είχανε πληροφορίες πως οι οργανωμένοι θα μεταφέρανε όπλα για το αντάρτικο, μου είπε. Και ο δύστυχος, μόλις τους είδε, το 'σκασε τρέχοντας για να γλιτώσει. Ένας Γερμανός τον πυροβόλησε. Αυτό ήταν το γραφτό του...

    Το Σταύρο, τον πήραμε το απόγιομα από το Νεκροτομείο. Τον θάψαμε φτωχικά, όπως θάβανε όλους τους πεθαμένους εκείνα τα δύσκολα χρόνια. Κατόπι, πήραμε το δρόμο της επιστροφής, ράκη από την κούραση και τον πόνο. Το παιδί που όλο γέλαγε δεν θα το βλέπαμε πια Είχε για πάντα χαθεί από τη ζωή, απ' τον αγώνα και το σινάφι μας.





    ΛΕΗΛΑΣΙΑ

    Ο πατέρας του, ήταν ένας από κείνους τους φανατικούς μπολσεβίκους της παλιάς εποχής, που φορούσανε τραγιάσκα, που διάβαζαν με κατάνυξη την εφημερίδα του κόμματος και που εφάρμοζαν πιστά και χωρίς αντίρρηση τη γραμμή του. Η μάνα του, ήταν Χριστιανή Ορθόδοξη και είχε μέρα -νύχτα το καντήλι αναμμένο μπροστά στα εικονίσματα της Παναγιάς και του Χριστού και μιας ακόμα δωδεκάδας Αγίων, ανάμεσά τους, σε πιο μεγάλο μέγεθος, τη μορφή του Αϊ Γιάννη που ο πατέρας της είχε τ' όνομά του.

    Οι γονείς του, παντρεύτηκαν νέοι από έρωτα, και όταν αυτός γεννήθηκε και θέλανε να τον βαφτίσουνε, μαλώνανε κάμποσο καιρό, τι όνομα ήταν καλύτερα να του βάλουν. Ο πατέρας του, ήθελε να τον λένε Λένιν, με την ελπίδα, πως κάποτε ο γιος του θα γινότανε ένας τρομερός επαναστάτης, αντάξιος του αρχηγού της επανάστασης του Οκτώβρη. Η μάνα του, τον ήθελε Χρήστο, για να 'χει την προστασία του Ιησού και τη βοήθειά του. Τελικά, τον ονομάσανε Λένιν, γιατί ο νονός του ήταν κι αυτός μπολσεβίκος.

    Ο Λένιν Κύρκος, όταν μεγάλωσε και έβγαλε το Δημοτικό Σχολειό, βρήκε και έπιασε δουλειά σ' ένα μπακάλικο, για να μπορούνε να ζούνε φτωχικά με τη μάνα του, γιατί τον πατέρα του, το πιάνανε κάθε τόσο οι χαφιέδες της Ασφάλειας και πήγαινε πότε φυλακή και πότε εξορία. Εκεί, δούλεψε δέκα ολόκληρα χρόνια και έμαθε πολύ καλά το εμπόριο στα τρόφιμα. Αργότερα, όταν τέλειωσε τις υποχρεώσεις του στην πατρίδα και απολύθηκε από το στρατό και είδε πως η ζωή ήταν δύσκολη για πρόοδο και προκοπή, πήρε την απόφαση να μεταναστεύσει. Εκείνη την εποχή, μετά τον δεύτερο τραγικό Παγκόσμιο Πόλεμο, κατά χιλιάδες οι νιοι της Ευρώπης φεύγανε για τα κράτη της Αμερικής και αλλού, να βρούνε γαλήνη, να δοκιμάσουν την τύχη τους και να φτιάξουν τη ζωή τους....

    Το καράβι "Βενεζουέλα", που είχε σαλπάρει από το Πρίντεζι για το λιμάνι της Λα Γουάϊρα , έφερνε στα σωθικά του χιλιάδες μετανάστες. Ιταλούς, Ισπανούς, Έλληνες και ’ραβες. Ανάμεσά τους, βλοσυρός και αμίλητος ο τριαντάχρονος τότε Λένιν Κύρκος. Όταν το υπερπόντιο πλοίο έδεσε στο λιμάνι του προορισμού του, ήταν μια αυγή βροχερή και πένθιμη. Οι μετανάστες, ξεμπαρκάρανε βιαστικά σαν χαμένα πουλιά στην καταιγίδα. Σε διάφορα εθνικά μπουλούκια, μπαίνανε στα λεωφορεία που τους ξέρναγαν στο Καράκας.

    Ο Λένιν Κύρκος, βρέθηκε μαζί με άλλους συμπατριώτες του σ' ένα λαϊκό ξενοδοχείο. "Κυανή ακτή" το λέγανε. Το είχε ένας Ιταλός, μετανάστης κι αυτός, ο Βισέτζιο, που βρισκότανε κάπου κοντά στην Πλατεία Μπολιβάρ. Το βράδυ, στριμώχτηκαν έξι, έξι, σε κάθε δωμάτιο και γεύτηκαν την πρώτη πίκρα της ξενιτιάς τους. Το πρωί, ξεχύθηκαν στους δρόμους της μεγάλης πολιτείας και τιτιβίζανε σαν τα χελιδόνια, που όταν βλέπουν γκρίζο ουρανό, τρέχουν πέρα, δώθε, αλαφιασμένα.. Τότε, η δικτατορική Κυβέρνηση του Πέρες Χιμένες, είχε αρχίσει τα μεγάλα έργα της Στρατιωτικής Σχολής και των γύρω χώρων της. Οι εργολάβοι, πληρώνανε δέκα μπολιβάρια μεροκάματο, που έφτανε για φαγητό, ύπνο και πλύσιμο.

    -Όταν πας στην ξενιτιά, και τον πρώτο καιρό έχεις να φας, να πλυθείς και να πλαγιάσεις, μην απογοητευτείς, θα 'ρθουν και καλύτερες μέρες, τους έλεγε ο ξενοδόχος.

    Πιάσανε όλοι όσοι θέλανε δουλειά και το βράδυ που γυρίζανε τσακισμένοι από το μόχθο, τραγουδούσανε κιόλας. Έτσι, τα χρόνια κυλήσανε, όπως κυλάνε τα ποτάμια., άλλοτε ήρεμα και άλλοτε θυμωμένα. Ο Λένιν Κύρκος, αφού για χρόνια δούλεψε σκληρά και με οικονομία μάζεψε ένα σεβαστό κεφάλαιο, άνοιξε σε μια συνοικία του Καράκας ένα μεγάλο μαγαζί τροφίμων. Όλοι στο συνοικισμό, τον αγαπούσαν, τον εκτιμούσαν και τον θαύμαζαν. Κι αυτός, ευτυχισμένος, ανταποκρινόταν στα καλά τους αισθήματα, με ανθρωπιά, με συνείδηση και απλοχεριά… Έδινε πίστωση στους εργάτες, βοήθεια στις εγκαταλειμμένες μάνες, καραμέλες και σοκολάτες στα πολύχρωμα φτωχά παιδιά... Τα βράδια, σαν έκλεινε το μαγαζί του, κοιμόταν ήσυχος, μακάριος και ανέμελος. Όλα τα κέρδη τα έριχνε στη δουλειά... Δεν έκανε καμιά άλλη αποταμίευση. Ο δρόμος της επιστροφής είχε γι' αυτόν κλείσει. Οι γονείς του, που όλα τα χρόνια παίρνανε την επιταγή τους σε δολάρια, είχαν πια πεθάνει και καμιά, μα καμιά νοσταλγία για επιστροφή δεν ένοιωθε. Αργότερα, παντρεύτηκε, απόχτησε δυο όμορφα αγόρια, που σαν μεγάλωσαν και έγιναν άντρες, τα πήρε μαζί του στο μαγαζί για να συνεχίσουν τη δουλειά, όταν αυτός δεν θα μπορούσε άλλο.

    Δυστυχώς, τα τελευταία χρόνια, η καινούργια πατρίδα του Λένιν Κύρκου, δεν ήταν πια αυτή που γνώρισε και έζησε τριάντα πέντε ολάκερα χρόνια. Μια κρίση ασφυκτική ταλάνιζε τη χώρα, η ηθική της άρχουσας τάξης εξέλειπε, οι φτωχοί γίνανε φτωχότεροι και το μέλλον του λαού της βάφτιζε γκρίζο χωρίς προοπτικές αλλαγής και καλυτέρευσης. Τους φτωχούς ανθρώπους, τους έπνιξε η αγωνία, η θλίψη και η απελπισιά . Η ώχρα ζωγράφισε τα πρόσωπά τους. Τα χρέη τους στο μαγαζί του Λένιν καθημερινά ανέβαιναν και οι συζητήσεις των πελατών και υπαλλήλων, είχαν τον τόνο της απογοήτευσης.
    -Μέχρι εδώ ήταν οι καλές μας μέρες, έλεγε και ξανάλεγε ο γέρο-Ιωσήφ, που ήταν το δεξί χέρι του Λένιν στο μαγαζί του.
    -Φουρτούνες και καταιγίδες μας περιμένουν στο εξής, συμπλήρωνε παραπονεμένα ο Χουάν ο σοβατζής από την Κολομβία.
    -Δεν είμαι και νιος, να ξαναγυρίσω στην Ιταλία, έλεγε πικραμένος ο τσαγκάρης Φραγκίσκο, που έπαιζε ακορντεόν στις γιορτές και τους διασκέδαζε...Και ξαφνικά και αναπάντεχα, της πίκρας το ποτήρι ξεχείλισε. Ο λαϊκός βοριάς βούιξε, η οργή έσπασε τα τοίχοι της υπομονής και η ελπίδα χάθηκε για το αύριο. Ο νους των πεινασμένων θόλωσε, έχασε τον ειρμό της λογικής, της ανθρωπιάς και της ευθύνης. Τα εγκαταλειμμένα από τους ταγούς πλήθη, ορμήσανε μανιασμένα και λεηλάτησαν ό,τι βλέπανε γύρω τους. Ο Στρατός και η Αστυνομία χτύπησαν ανελέητα στο ψαχνό σκορπίζοντας το θάνατο. Εκατοντάδες οι νεκροί και τραυματίες. Ο ουρανός, είδε το κακό που γινότανε, μούντωσε και συννέφιασε. Τα καταστήματα, κυριολεκτικά ρήμαξαν και του Λένιν το παντοπωλείο είχε την ίδια τύχη. Τα πάντα γύρω μοιάζανε σαν ένα απέραντο κοιμητήρι. Που και πού κάποιος ποντικός πρόβαλλε βιαστικά και έψαχνε μέσα στα συντρίμμια των μαγαζιών να βρει κάτι να φάει. Μια μαύρη γάτα, παραμόνευε στη γωνιά, έτοιμη να σαλτάρει να τον κατασπαράξει. ΕΙΚΟΣΙ ΟΧΤΩ ΤΟΥ ΜΗΝΑ ΦΛΕΒΑΡΗ ΤΟΥ 1989 ήτανε ...

    Ο Λένιν Κύρκος, με την γυναίκα του και τα παιδιά του, τρώνε το πικρό ψωμί της καταστροφής τους στο τραπέζι του σπιτιού τους. Με σκυφτό το κεφάλι, πότε κλαίει, και πότε γελάει νευρικά... Στα στερνά, ανάσανε βαθιά και ξεφώνισε: -Αχ παλιοζωή! Πόσο αβάσταχτη έγινες...





    ΑΧ! ΒΑΣΙΛΗ ΜΑΣ ΒΑΣΙΛΗ...

    Τα πουλιά και τα τζιτζίκια, το 'χανε ρίξει στο τραγούδι στα λιβάδια της Μαντινείας. Ήταν ντάλα μεσημέρι του μήνα αλωνάρη και τα κοπάδια με τα πρόβατα σταλιάζανε κάτω από τ' απόσκια στις γκορτσιές, για να γλιτώσουν από την κάψα. Τα τσοπανόπουλα, τα λέγανε μεγαλόφωνα μεταξύ τους, κάτω από τον πλάτανο της βρύσης, σιγοτρώγοντας ψωμοτύρι από το δισάκι τους. Προσμένανε καρτερικά, να 'ρθει το δείλι, να δροσίσει ο καιρός για να βγάλουνε ξανά τα πρόβατά τους στη βοσκή. Ο Βασίλης, που ήταν κοντός σα νάνος και άσχημος από τη στιγμή που βγήκε από την κοιλιά της μάνας του, έλεγε στ' άλλα βοσκόπουλα, πως το 'χε αποφασίσει ν' αλλάξει ζωή, να φύγει και να δοκιμάσει την τύχη του στην πολιτεία.-Δεν με κρατάει πια αυτός ο τόπος. Τούτο το παλιοχώρι, μέρα με τη μέρα μαραζώνει, θα φύγω κι' όπου το βγάλει η άκρη.Το 'πε και το 'κανε ο Βασίλης. Και μια Δευτέρα του Μαγιού, νάτος παραγιός στο τσαγκαράδικο του Μαστρο-Γιώργη του τροτσκιστή στην πλατεία του ψειρή στην Αθήνα. Κάθε Σάββατο, ο Βασίλης, έκανε ό,τι κάνανε όλα τα άλλα τσαγκαράκια. Σαν έπαιρνε το βδομαδιάτικο, πήγαινε και πλενότανε στα λουτρά του Δήμου, έτρωγε στην ταβέρνα του Αξιώτη, που ετοίμαζε μαρίδες και μπακαλιάρο τηγανητό με σκορδαλιά, και κατόπι, το έπαιρνε ντουγρού για τα σπίτια του έρωτα στην οδό Σωκράτους, για να καλμάρει τις φουσκοθαλασσιές του. Την Κυριακή, έβγαινε πρωί, πρωί, απ' το δωμάτιό του και αγόραζε απ' το περίπτερο του Κωστή, που ήταν ανάπηρος του ελληνοτουρκικού πολέμου, την εφημερίδα "Ταξική πάλη" του τροτσκιστή Παντελή Πουλιόπουλου, για να πλουτίσει τις ιδέες του και τις γνώσεις του, όπως τον είχε κατηχήσει τ' αφεντικό του. Το απόγιομα, πήγαινε στον κινηματογράφο "Αθηναϊκόν" και με ένα τάλιρο, έβλεπε δυο καουμπόικα έργα και τα επίκαιρα της "Φοξ Μούβιτον Νιους". Και όταν πια έπεφτε το σούρουπο, έτρωγε και τα υπόλοιπα παραδάκια που έμεναν στην τσέπη του μπακλαβάδες και κανταΐφια στα λαϊκά ζαχαροπλαστεία της Δημαρχίας και ξεκινούσε για το δωμάτιό του να κοιμηθεί. Είχε δεν είχε δέκα οχτώ χρόνια τότε... Με το πέρασμα του καιρού, ο Βασίλης, έγινε κάλφας, μάστορης και καθοδηγητής της ομάδας τροτσκιστών των τσαγκαράδων. Το Μαρξ και το Λένιν, τους έπαιζε στα δάχτυλα. Η ψυχή του το 'λεγε κι ας ήταν μικρόσωμος και το πρόσωπό του χανόταν μέσα στην τραγιάσκα που φορούσε πάντοτε σαν γνήσιο παιδί της εργατικής τάξης. Κάθε τόσο, τον μπαγλαρώνανε οι χαφιέδες της Ασφάλειας, του ρίχνανε το μπερντάχι του για να αποκηρύξει κάνοντας δήλωση μετάνοιας, και αφού βλέπανε πως δεν ιδρώνει τ' αφτί του, τον στέλνανε στα ξερονήσια εξορία(για παραθέρισμα).Στον πόλεμο, ο Βασίλης, δεν έδωσε το παρόν. Όπως όλοι οι τροτσκιστές, έτσι κι αυτός, άφησε τους Κουκουέδες να βγάλουνε το φίδι απ' την τρύπα του φασισμού. Όσες φορές επιχείρησε να δημιουργήσει δεσμό με γυναίκα, απέτυχε, μια από το παρουσιαστικό του και μια από τις ιδέες του. Στα σαράντα του πια ο Βασίλης, κατάλαβε πως δεν είχαν πια προκοπή οι αγώνες του και πως οι μπολσεβίκοι, οδηγούσαν το προλεταριάτο από πιο σίγουρο δρόμο για τη νίκη. Τότε, σκέφτηκε και αναρωτήθηκε:"Τι κάθομαι εγώ το χαϊβάνι στην ψωροκώσταινα; Δεν τα μαζεύω τα μπογαλάκια μου, όπως κάνουν όλοι οι αποτυχημένοι και να τσακιστώ να φύγω; Κι έφυγε και έφτασε στη Μελβούρνη, στην Αυστραλία. Εκεί, παράτησε και τσαγκαριό και Τρότσκι, έγινε έμπορος τρανός, γιόμισε χρήμα, βρήκε γυναίκα και παντρεύτηκε και έκανε παιδιά, που του μοιάζανε. Τις Κυριακές, πήγαινε πρώτος στην εκκλησιά της Κοινότητας, άρχισε να διαβάζει χριστιανικά βιβλία και έκανε τη Βίβλο αχώριστο σύντροφό του. Όταν κάποιος συμπατριώτης του άνοιγε μαγαζί, πήγαινε και του έκανε αγιασμό για να το βοηθήσει ο Θεός, όπως έλεγε και να πάνε πρίμα οι δουλειές του. Οι πιστοί τον έκαναν Πρόεδρο της Ενορίας και όταν κάποτε ο Αρχιεπίσκοπος επισκέφτηκε την Παροικία, τον υποδέχτηκε με ενθουσιασμό, τον περιποιήθηκε, και όπως είχε από την πολιτική του παιδεία μεγάλη ευφράδεια, έπλεξε γι' αυτόν ένα εγκώμιο τρανταχτό και κατηγόρησε τις δυνάμεις των άθεων Μαρξιστών, προφητεύοντας μάλιστα πως…"θα 'ρθει σύντομα η μέρα που θα κατρακυλήσουν στα τάρταρα της κόλασης για τη σωτηρία της ανθρωπότητας…"Το ίδιο βράδυ, ο Βασίλης, ευτυχισμένος για τις επιτυχίες του, για τις ευχές και τα συγχαρητήρια που δέχτηκε από τον τρανό της Ιεροσύνης, έπεσε και αποκοιμήθηκε . Τη νύχτα, είδε στο όνειρό του, πως τάχα βρέθηκε στην Ελλάδα, στον Πειραιά, πως ήταν η ημέρα των Φώτων και πως ο Αρχιεπίσκοπος, που όλη τη μέρα ήταν μαζί του στη Μελβούρνη, έριχνε το Σταυρό στη θάλασσα. Και εκεί που τα πλήθη σταυροκοπιόντουσαν και ψάλλανε, αυτός τον είδε και τον παρότρυνε να πέσει στο νερό και να πιάσει το Σταυρό. Τότε, αυτός, έδωσε μια γρήγορη βουτιά και βρέθηκε στον πάτο της θάλασσας. Ο Σταυρός άστραψε στα μάτια του, τον πήρε χαρούμενος στα χέρια του και τον ανάσυρε στην επιφάνεια. Όμως, όταν βγήκε έξω από το νερό, το σκηνικό γύρω του είχε σαν από θαύμα αλλάξει. Τα πλήθη των πιστών χριστιανών, είχαν μετατραπεί σε άθεους προλετάριους, φορούσαν τραγιάσκες και με υψωμένες τις γροθιές ζητωκραύγαζαν το Λένιν, που είχε πάρει τη θέση του Αρχιεπισκόπου και μιλούσε. Και ξαφνικά, τα μάτια του πέσανε πάνω σ' ένα τεράστιο πανό που το κρατούσαν ψηλά οι παλιοί του σύντροφοι τσαγκαράδες και που με μεγάλα κόκκινα γράμματα έγραφε: "ΑΧ ΒΑΣΙΛΗ ΜΑΣ ΒΑΣΙΛΗ, ΕΚΑΝΕΣ ΤΟ ΜΑΡΞ ΡΕΖΙΛΙ".Ο Βασίλης, πετάχτηκε τρομαγμένος απ' τον ύπνο του, ανασηκώθηκε στο κρεβάτι, άναψε το φως κι έμεινε άλαλος να σκέπτεται και να προσπαθεί να εξηγήσει το όνειρο μέχρι που ξημέρωσε...





    Ο ΔΑΒΥΙΔ ΞΕΠΟΥΛΗΣΕ...

    Η ζωή, υφαίνει τα τερτίπια της στον αργαλειό του χρόνου και δεν λογαριάζει ποιός είσαι και που φύτρωσες . Αν είσαι άσπρος η μαύρος, πλούσιος η φτωχός, εβραίος η έλληνας, όταν την πιάσουν τα μπουρίνια της, σε βάζει στον πυραυλό της και σε σφεντονίζει στα περατά της. Ετσι και τον Δαβυίδ, που πουλούσε μαζί με τον πατέρα του το Μωυσή βελόνες και κουβαρίστρες στα φτωχοχώρια της Μακεδονίας, τον άρπαξε ενα βροχερό φθινόπωρο απο τη Θεσσαλονίκη και το πέταξε με τις κλωτσιές στο ναζιστικό στρατόπεδο του Νταχάου .Τώρα, θες η μοίρα του που λένε, θες ο Θεός του Ιαχωβάς τον βοήθησε, δεν έγινε μοσχοσάπουνο για να πλένει το μπρός της και τον πίσω της κάποια φροελάϊν της τότε σιδερόφραχτης Γερμανίας . Και μια αυγή, συννεφιασμένη και μουντή, νάτοι οι γιάγκιδες να φτάνουν καταϊδρωμένοι κι ανήσυχοι μήπως τους προλάβουν οι τάρταροι και πάρουν ολόκληρη τη ρημαγμένη γη του Χίτλερ, τον απελευθέρωσαν . Και τότε, φάνηκε πάλι μπροστά του η ζωή να τον αρπάζει και να τον ξαποστέλνει κατά Νέα Υόρκη μεριά . Στην Αμερική, ο Δαβυίδ, τα βρήκε όλα ντυμένα στα μαβιά . Μαθημένος όπως ήταν προπολεμικά να ζεί μποέμικα και ελληνικά κάνοντας το μικροέμπορα, μάζεψε όπως κι όπως τα κουρέλια του, τά' βαλε σε μια παλιοβαλίτσα, χτύπησε την πόρτα της ζωής και τη ρώτησε. Καί τώρα, για που κυρά μου;Για το Τιγρίτο της Βενεζουέλας Δαβυίδ, ξεκουμπίσου και χάσου γρήγορα απο τα μάτια μου. Και ο Δαβυίδ, πενηντάρης πια, ασπρομάλλης και τσακισμένος, άνοιξε με τη βοήθεια της φάρας του ενα ψιλικατζίδικο στο Τιγρίτο καί κούτσα, κούτσα, έγινε με τα χρόνια τρανός και προύχοντας. Κάθε χρόνο στις γιορτές των Χριστουγέννων και της Πρωτοχρονιάς, γιόμιζε το μαγαζί του με παιδικά παιχνίδια, γιατί το είχε παράπονο στη ζωή του που ποτέ του δεν γνώρισε μικρός παχνίδι . Γι αυτό, όταν έβλεπε τους γονείς να αγοράζουν στα παιδιά τους κούκλες, ποδηλατάκια και αυτοκίνητα και αυτά να χαίρονται και να χοροπηδάνε, βούρκωναν τα μάτια του και απο τη συγκίνηση, τους έκανε και έκπτωση. Τα φετεινά Χριστούγενα, δεν ήταν καλά όπως τα προηγούμενα χρόνια. Φτώχια και ερημιά είχε κατακλείσει τη χώρα.. Οι μεγάλες φωτεινές βιρτίνες του μαγαζιού του, οι γιομάτες με παιδικά παχνίδια δεν άδειασαν όπως άλλοτε και ήταν παραμονή πρωτοχρονιάς . Τσούρμο τα πιτσιρίκια έξω απο το μαγαζί του, έβλεπαν με θλίψη τα παιχνίδια, γούρλωναν τα ματάκια τους, αλληλοκοιτάζονταν και χαμήλωναν το κεφάλι . Ο Δ αβυίδ, τα κοίταζε πίσω απο το ταμείο του και σκεφτόταν. Σε λίγο, άρχισε να παραμιλάει . - Οπως κι εγώ τότε στη Θεσσαλονίκη-... Και εκεί που η μνήμη του έρριχνε τις βόλτες της στην τότε εποχή της κόρης του βορρά της Ελλάδας και ζωντάνευε ο εαυτός του μικρόπαιδο φτωχό και πονεμένο να επιθυμεί ενα οποιοδήποτε παιχνίδι, νάτος ενας μαύρος μικρός να τον κοιτάζει ντροπαλά και να του δείχνει με το χεράκι του ενα μικρό τάνκ στη βιτρίνα . Ο Δαβυίδ, ταράχτηκε. Ερριξε βιαστικά τις μνήμες του στης λήθης τα σκοτάδια, σηκώθηκε κουρασμένα, πήγε στη βιτρίνα , την άνοιξε, έβγαλε το παιχνίδι που του είχε δείξει ο μαυρούλης και με δάκρυα στα μάτια του το έδωσε . Αυτός το πήρε, το έσφιξε πάνω του, το χάϊδεψε, είπε ενα σιγανό ευχαριστώ και χάθηκε τρέχοντας στη γωνιά του δρόμου. Σίγουρα, κάτι τέτοιο θα έγινε. Ο μικρός, θα βρήκε στο δρόμο του κι άλλα φτωχόπαιδα, θα τους είπε πως ο Δαβυίδ του χάρισε το παιχνίδι και αυτά θα είπανε . - Δεν πάμε κι εμείς κατά εκεί, τι έχουμε να χάσουμε . Μπορεί ο Χριστός, να έβαλε τον πατριώτη του να μοιράζει παιχνίδια -... Σε λίγο, είχαν μαζευτεί έξω απο το μαγαζί του Δαβυίδ εκατοντάδες φτωχόπαιδα . Κοιτάζανε στη βιτρίνα και παραμένανε αμίλητα.. Η Αστυνομία που φοβήθηκε μήπως επιτεθούν και λεηλατίσουν το μαγαζί πήρε τα μέτρα της και έστειλε ενισχύσεις. Ο Δαβυίδ, δεν άντεξε πιότερο. Ξέσπασε σε λυγμούς. Οταν συνήλθε, φώναξε τον επι κεφαλής της Αστυνομικής δύναμης αξιωματικό και του είπε:Βάλτε σας παρακαλώ στη σειρά όλα τα παιδιά, θέλω να τους δωρίσω παιχνίδια . Ο Αστυνομικός ξαφνιάστηκε. Θα την ψώνισε ο ξένος σκέφτηκε και δεν έδωσε σημασία .Κάντε σας παρακαλώ αυτό που σας είπα , κύριε Αρχιφύλακα . Θα χαρίσω τα παιχνίδια μου στα παιδιά . Ο Αρχιφύλακας συμορφώθηκε στην εντολή του Ισραηλίτη, βγήκε βιαστικά έξω, φώναξε τους Αστυφύλακες, τους εξήγησε τι συμβαίνει και αυτοί, βλοσηροί και αυστηροί βάλανε τα παιδιά στη σειρά .Ο Δαβυίδ, έπαιρνε ενα, ενα, τα παιδιά, τα ρώταγε ποιό παιχνίδι τους άρέσει, τους το έδινε, τα χάϊδευε στοργικά και τα ξεπροβόδιζε μέχρι την πόρτα . Το απόγιομα, το μαγαζί του Δαβυίδ είχε αδειάσει. Έδιωξε το προσωπικό, κατέβασε τα ρολά και κλείστηκε μέσα.. Κάτω απο το ταμείο του, είχε πάντα ενα μπουκάλι ουίσκι. Αρχισε να πίνει. Πιό πέρα, είχε ενα πίκ-άπ και δίσκους με τραγούδια. Πήρε ενα δίσκο, τον έβαλε στο μηχάνημα κι αμέσως ξεχύθηκε δυνατά σε όλο το μαγαζί η μελωδία και ο ρυθμός ενός παλιού ζεϊμπέκικου. Σηκώθηκε και άρχισε να χορεύει.. Η νύχτα, είχε απλώσει τα πλοκάμια της στο Τιγρίτο. Οι κάτοικοι, άρχισαν να μαζεύονται στα σπίτια τους για να υποδεχτούν τον καινούργιο χρόνο. Και ο Δαβυίδ, άνθρωπος άλλης θρησκείας και πρωτοχρονιάς, έσερνε τα βηματά του να πάει να κοιμηθεί ευτυχισμένος.. Απο το βιβλίο ΑΦΗΓΗΜΑΤΑ, ΚΑΡΑΚΑΣ-ΒΕΝΕΖΟΥΕΛΑ, 1991oΐΉΓΔΑΏΖ



    Αναζητήσεις





    Νομαρχιακή Αυτοδιοίκηση Αρκαδίας
    Επιμελητήριο Αρκαδίας
    Παναρκαδική Ομοσπονδία Αμερικής
    Δήμος Γόρτυνος
    Δάρα
    Levidi
    ΤΟ ΚΑΛΛΙΑΝΙΟΝ
    το Χωριό Σέρβου
    Θεοξένια
    Κοσμά Κυνουρίας

    Ανθολογίες

    Ελληνικά Κείμενα - Περιεχόμενα

    Σπουδαστήριο Νέου Ελληνισμού του Κ. Θ. Δημαρά και Γ.Π. Σαββίδη

    συγχρονη ελληνικη ποιηση του Χρήστου Δημάκη

    ΤΑ ΑΠΑΝΤΑ ΤΗΣ ΠΗΝΕΛΟΠΗΣ ΔΕΛΤΑ

    Ανθολογία - Ποίηση - Θράκης.

    Ανθολογία Σύγχρονης Ελληνικής Ποίησης του Σταύρου Αμπελά

    The LAND of GODS: Ανθολογία 'Ελληνες Ποιητές στο Διαδίκτυο

    ΜΥΡΙΟΒΙΒΛΟΣ : Κεντρική Σελίδα Αφιερωμάτων

    Meta-theses: An Electronic Magazine in Greek

    The LAND of GODS: Ποιητική Ανθολογία : ποιήματα: τα αγαπημένα ...

    ΠΑΙΔΙΚΗ ΑΝΘΟΛΟΓΙΑ του Αρχιμήδη Αναγνώστου

    Οι Ποιητές της Κύπρου

    Ανθολογία Η γωνιά των Ποιητών και Συγγραφέων

    Ελληνική λογοτεχνία οι Γραμμές

    Ανθολογία Φραγκφούρτης 2001 ...

    Ανθολογία από την ποίηση του Κωστή Παλαμά

    The LAND of GODS: Λογοτεχνία της ΕΕΛΣΠΗ 'Ελληνες Συγγραφείς των Πέντε Ηπείρων γράφουν και δημιουργούν

    ΔΙΑΠΟΛΙΤΙΣΜΟΣ ... Ανθολογία ποιημάτων. Θέλω να το διαβάσω...

    Ποίηση, διηγήματα. Ανθολογία Ρένου Αποστολίδη

    Ανθολογία τα ΚΕΙΜΕΝΑ του Νίκου Σαραντάκου

    The LAND of GODS: Σελίδες απ' την Ελληνική Λογοτεχνία στο Διαδίκτυο

    Πολιτικό καφενείο "Ο Μεγάλος Ανατολικός"

    Λέξημα.gr - Λογοτεχνικό Περιοδικό & Πύλη::

    ΟΔΥΣΣΕΑΣ ΕΛΥΤΗΣ

    'Aτυπη Λέσχη Νέων Λογοτεχνών


    Τα πρόσωπα.." της kathimerini.gr.
  • Αλ Γκορ

  • Εντιθ Πιαφ

  • Ερνέστο Τσε Γκεβάρα

  • Σίνζο 'Aμπε

  • Ρεσέπ Ταγίπ Ερντογάν

  • Τζέρι Γιάνγκ

  • Πολ Γούλφοβιτς

  • Τζέρι Φάλγουελ

  • Νικολά Σαρκοζί

  • Στίβεν Χόκινγκ

  • Ρούπερτ Μέρντοχ

  • Μπόρις Γιέλτσιν

  • Τσο Σέουνγκ-Χούι

  • Νάνσι Πελόζι

  • Νίκος Εγγονόπουλος

  • Κων/νος Καραμανλής

  • Κεμάλ Ατατούρκ

  • Ιωσήφ Στάλιν

  • Μάρτιν Σκορτσέζε

  • Χίλαρι Κλίντον

  • Ιντί Αμίν

  • Νίκος Κούρκουλος

  • Μίλτον Φρίντμαν

  • Ορχάν Παμούκ

  • Οδυσσέας Ελύτης

  • Αμεντέο Μοντιλιάνι

  • Ζινεντίν Ζιντάν

  • Ρέμπραντ

  • Βλάντιμιρ Πούτιν

  • Κιμ Γιονγκ Ιλ

  • Kαραβάτζιο

  • Νόαμ Τσόμσκι

  • Λεονάρντο Ντα Βίντσι

  • Τζον Κένεθ Γκαλμπρέιθ

  • Αλέξης Δαμιανός

  • Σίγκμουντ Φρόιντ

  • Bernardo Provenzano

  • Σάμιουελ Μπέκετ

  • Απόστολος Βαβύλης

  • Γεωργίος I. Ράλλης

  • E. X. Γονατάς

  • Κων/να Μπουρμπούλια

  • Mehmet Ali Agca

  • 'Aλμπερτ Αϊνστάιν


  • τα Ιστορικά ανέκδοτα
    του Κολοκοτρώνη

    Ο θρυλικός «Γέρος του Μωριά» γεννήθηκε στην Παλαιά Μεσσηνία. Να πως τον περιγράφει ο Βλαχογιάννης: 'Οψη «αδύνατη και μαυρειδερή' μάτια βαθουλά, ματιά σκληρή και δυνατή' μεγάλο μουστάκι μαύρο, γερακωτή μεγάλη μύτη' μαλλιά μακρυά κυματιστά. Μικρό κόκινο φέσι στραβοφορεμένο. Τέλος, πρόσωπο που χτυπάει και ξαφνίζει, και που του κάκου θα γύρευε κανείς να βρη σ' έναν Ευρωπαίο το ταίρι του».

    Οι Αρβανίτες έτρεμαν κυριολεκτικά το Κολοκοτρωναίκο σπαθί. Γι' αυτό κι' ο φοβερώτερος όρκος τους ήταν: -Να μη γλυτώσω απ' το σπαθί του Κολοκοτρώνη!.

    -Πόσο μεγάλη είναι η χώρα που γεννήθηκες; τον ρώτησε κάποιος 'Αγγλος περιηγητής. -'Εχει διακόσιους φούρνους! είπε γελώντας ο Κολοκοτρώνης. (Κάθε σπίτι στα χωριά έχει και δικό του φούρνο).

    Μια γυναίκα του ζήτησε κάποια χάρη: -Αφέντη μου, τού'λεγε, κάνε μου αυτό το καλό, και σκλάβα σου να γένω! -Τί λες, μωρή ζουρλή; Εμείς για τη λευτεριά πολεμούμε κι' εσύ θέλεις να γίνης σκλάβα μου;

    Του είπαν κάποτε: -Κολοκοτρώνη, η πατρίδα θα σε ανταμείψη. -Το ξέρω, απάντησε' εμένα θα πρωτοεξορίση.

    Κάποτε φιλοξένησε εν γνώσει του το φωνιά του αδερφού του, ο οποίος νόμιζε ότι δεν τον ξέρει ο «Γέρος». -Παιδί μου! λέει η μάνα του, δίνεις να φάει ψωμί ο φονιάς του παιδιού μου; -Σώπα μάννα' είπε ο στρατηγός. Αυτό είναι το καλύτερο μνημόσυνο του σκοτωμένου.

    Από τη στιγμή, που ο Κολοκοτρώνης ανακατεύτηκε στην πολιτική, έχασε τα νερά του. Πολύ γρήγορα όμως κατάλαβε το σφάλμα του και ξαναγύρισε στ' άρματα.
    Διηγόταν μάλιστα και το ακόλουθο μύθο, για να δείξη πως την έπαθε, όταν πήγε να γίνη πολιτικός: 'Ενας λύκος άρπαξε ένα αρνί από το μαντρί και πήγε παραπέρα να το φάει. -Κυρ λύκο, θα με φας, το ξέρω, είπε το αρνί. Γι' αυτό όμως το καλό, κάνε μου και μένα αυτή τη χάρη: τραγούδα μου λιγάκι, γιατί έχεις πολύ γλυκιά φωνή και μένα μου αρέσουν τα τραγούδια.
    'Αφησε ο λύκος το αρνί κι άρχισε να ουρλιάζη. Τον άκουσαν τότε τα σκυλιά και τον πήραν στο κυνηγητό. Είδε κι έπαθε, ώσπου να γλυτώσει. Τότε στάθηκε ψηλά στη ράχη κι αγναντεύοντας το μαντρί είπε: -Τί ήθελα εγώ να κάμω τον τραγουδιστή; Καλά να πάθω!.
    'Ελεγε κι αυτόν το μύθο: Η κουκουβάγια είχε βρωμίσει πολύ τη φωλιά της κι αποφάσισε να κατοικήση αλλού. Της λέει τότε ο κούκος: -Του κάκου βασανίζεσαι, όσο παίρνεις μαζί σου και τον πισινό σου.

    Οι μεγάλοι καπεταναίοι της Επαναστάσεως είχαν διάφορα παρατσούκλια μεταξύ τους.
    Τον Οδυσσέα Ανδρούτσο τον έλεγαν Γερο-Χουλιάρα για τις πονηριές και τα τερτίπια του' Γέροντα έλεγαν τον Γκούρα για την φρονιμάδα του' Γύφτο έλεγαν τον Κολοκοτρώνη για το χρώμα του' Γύφτο έλεγαν και τον Καραϊσκάκη.

    Καταδιωκόμενος ο Κολοκοτρώνης από τα κυβερνιτικά στρατεύματα στον εμφύλιο πόλεμο του 1825, στάθηκε κάτω από μια καρυδιά να ξεκουραστή. Και μονολογούσε λυπημένος: -Τί έχεις, καρυδιά μου, και παραπονιέσαι; Μη σε πετροβολάνε τα παιδιά; Είναι γιατί έχεις τα καρύδια...
    * (Γνωστή και η λαϊκή παροιμία: «Το δέντρο πώχει τον καρπό όλο πετροβολιέται».

    Ο Κολοκοτρώνης σχολίασε τη δολοφωνία του Καποδίστρια με τον ακόλουθο μύθο: Κάποτε, λέει, τα γαϊδούρια πήραν την απόφαση να σκοτώσουν το σαμαρά, για ν' απαλλαγούν απ' τα σαμάρια κι απ' το φορτίο, που τους έβαζαν οι άνθρωποι. 'Ετσι κι έγινε.
    Αμέσως όμως κατόπιν πήραν την πρωτοβουλία τα καλφάδια (οι μαθητευόμενοι) του σαμαρά, μα δεν ήξεραν να κάμουν καλή τη δουλειά, γιατί έχασαν το μαστορά τους.
    'Ετσι τα κακοφτιαγμένα σαμάρια άρχισαν να χτυπάνε και να πλυγώνουν τα δυστυχισμένα γαϊδούρια, που δεν άργισαν να καταλάβουν ότι με την ανόητη πράξη τους έπεσαν από το κακό στο χειρότερο...

    Στον 'Οθωνα, ο οποίος τον ρώτησε τι γνώμη είχε για το νέο πανεπιστήμιο, που άρχισε να χτίζεται, απάντησε:
    -Να σας πω, μεγαλειότατε' μου φαίνεται ότι τούτο εδώ -κι έδειξε το Πανεπιστήμιο- δεν έπρεπε να κτισθή κοντά σε κείνο -κι έδειξε το Παλάτι' διότι φοβούμαι ότι τούτο θα φάει εκείνο..

    'Ελεγε «Οι 'Ελληνες είναι τρελλοί, αλλά έχουν θεόν φρόνιμον».

    Μετά την καταδίκη του τον πληροφόρησαν ότι ο βασιλιάς του χαρίζει τη ζωή και τον αφήνει μόνο... 20 χρόνια φυλακή. -Θα γελάσω το βασιλιά! Δεν θα ζήσω τόσους! Αποκρίθηκε.

    Since 1996
    Kostas Douridas
    1. Οι πραγματικοί μου δάσκαλοι
      My real teachers

    2. Της γης το πιο όμορφο στολίδι..
      The earth's most precious jewel..

    3. Βουνοκορφούλες του χωριού
      Village mountain tops

    4. Προσμονή και λήθη
      Expectation and oblivion

    5. Πανηγύρι στο Καρδαρίτσι
      Fair at Kardaritsi

    6. Του Βέλου ο γιος παντρεύεται
      The wedding of Velos"s son

    7. Κατάρα να'χεις ξενιτιά
      A curse upon the foreign land

    8. Ρημοκοπήθει το χωριό
      The village is a waste land

    9. Ο χρόνος είν' ο φταίχτης
      Time is the culprit

    10. Μόνο για το φιλί σου
      For your kiss alone

    11. Κουτσομπολόϊ
      Gossip

    12. Ο Βλαχοθωδωρής
      Vlachothodoris

    13. Τα παρατράγουδα
      Village goings on

    14. Τα Προξενιά
      Matchmaking

    15. Τσοπανοπούλα του Αϊλιά
      Shepherd lass at Ailias

    16. Της Χήρας Δυχατέρα
      The widow's daughter

    17. Ο Θεόδωρος Κολοκοτρώνης
      Kolokotronis and 21

    18. Ο Κολοκοτρώνης
      Kolokotronis

    19. το Εικοσιένα
      1821

    20. Μοριά λεβενταρώνα!
      Morias, Land of Heroes!

    21. Ελα αδελφέ από τα ξένα
      Come brother from abroad

    22. Ελα και φεύγεις
      and come and go

    23. Σαν ζείς στη ξενιτιά
      As you live in foreign lands

    24. Οι χωριανοί λιγόστεψαν
      There are fewer villagers

    25. η Κυρά των αηδονιών
      Lady of the nightingales

    26. Κυρά μου καπετάνισσα
      Mistress of my heart

    27. Μ' ένα φιλί
      With a kiss

    28. Σαράντα αηδόνια
      Forty nightingales

    29. Σου γράφω από τον Καναδά
      I'm writing from Canada

    30. Οϊμένα..
      Woe is me

    31. Η στιγμή
      The moment

    32. Πέσε προσκύνησε..
      pay tribute..

    33. Είσαι..
      You are

    34. Οι άνθρωποι..
      People...

    35. Μην αφήνεις..
      Do not let..

    36. Αν μπορείς..
      If you are able..

    37. Η υποψία..
      Suspicion..

    38. Ο θάνατος..
      Death..

    39. Τα πάντα..
      All things..

    40. Η λογική..
      Logic..

    41. Οι μεγάλοι..
      The great..

    42. Η αφηρημένη Τέχνη..
      Abstract Art..

    43. 'Οταν..
      When..

    44. 'Οταν ζεις..
      When you live..

    45. Κρατήσου..
      Stay..

    46. Η γλώσσα μου η ελληνική..
      My Greek language..

    47. Η ελπίδα..
      Hope..

    48. Είσαι Παιδί
      You are a child

    49. Ελπίδα Φώς
      Light of hope

    50. Σκέψου το αύριο
      Think of tomorrow

    51. Χρόνια περάσαν
      Years have passed

    52. Παιδί της Εποχής
      Child of the times

    53. Σύννεφα στον ήλιο
      Clouds on the sun

    54. Η αγάπη
      Love

    55. Ποιο νάναι το παιδί
      Who is that child

    56. Δίνη στον άνεμο
      Whirlpool in the wind

    57. Το όνειρο
      The dream

    58. Περνάει η Tσιγγάνα
      The Gipsy walks

    59. Νεκρή 'ναι η άνοιξη
      Spring will be dead

    60. Απρίλης
      April

    61. Τι ήταν το όνειρο;
      What was the dream?

    62. Πες μου
      Tell me

    63. Φίλες και φίλοι
      Dear friends

    64. Αντί για Πρόλογο
      In lieu of a prologue

    65. Μors-code test
      Μorse-code test

    66. Το Μοιρολόι
      The Lament

    67. Ενα παιδί με λένε οι φίλοι
      My friends say I am a child

    68. Επιτύμβιο
      Tombstone

    69. Αγριμικό
      Attack of wild beasts

    70. Οι κάργες
      Jackdaws

    71. Θεία η μικρή στιγμή
      Divine small moment

    72. Ερωτικός Λόγος
      Words of Love

    73. Η χαμένη μας Hiroshima
      Our lost Hiroshima

    74. Δεν γίνεται αλλιώς
      It cannot be otherwise

    75. Η έβδομη παράσταση
      The seventh performance

    76. Γλυκόπιοτο τρελό
      Sweet drink of madness

    Επόμενη Ενότητα / Next Unity..
    Ακολουθείτε το τόξο για την επόμενη ενότητα / Follow the arrow to the next section
    Οδοιπορικό στο Καρδαρίτσι / Journey to Kardaritsi
    Οδοιπορικό στο Καρδαρίτσι..
    Journey to Kardaritsi
    Translation of Rhea Frangofinou
    «..Αυτάρ Οδυσσεύς ιέμενος και καπνόν αποθρώσκοντα νοήσαι ης γαίης, θανείν ιμείρεται..» (Οδύσσεια, α, στ. 57 κ.π.) / «..But Odysseus yearning to see if it were but the smoke leap upwards from his own land, hath a desire to die..» (Odyssey, a, f 57).
    σήμερα: