Since 1996
LAND of GODS: Ενότητες, Ανθολογίες & άλλα:
  1. LAND of GODS: η ΠρώτηΣελίδα

  2. τα δικά μου γραψίματα και άλλα..

  3. Κώστας Δουρίδας,
    Καπνόν Αποθρώσκοντα:
    Γράμμα στον Έλληνα της Διασποράς

  4. Γη των πατέρων μου
    τρισαγαπημένη ΑΡΚΑΔΙΑ

  5. Ανθολογία:
    το Δημοτικό τραγούδι..

  6. Ανθολογία:
    ποιήματα τα αγαπημένα

  7. Ανθολογία:
    Νεοελληνική Πεζογραφία

  8. Σελίδες απ' την Ελληνική
    Λογοτεχνία στο διαΔίκτυο

  9. το Έργο του
    Οδυσσέα Ελύτη

  10. Ανθολογία:
    Έλληνες ποιητές και
    συγγραφείς στο διαΔίκτυο

  11. Ανθολογία:
    τα Μικρά Ενθυμήματα:
    (Αφιέρωμα για τα ΔΕΚΑΧΡΟΝΑ)
    της LAND of GODS 1996 - 2006

  12. Σύγχρονη Αρκαδική
    και Γορτυνιακή Ανθολογία

  13. LAND of GODS
    ...FTP... κ.α.

  14. τα Απομνημονεύματα
    του Γιάννη Μακρυγιάννη
    (Ολόκληρο το βιβλίο)

  15. τα Απομνημονεύματα
    του Θεόδωρου Κολοκοτρώνη

  16. LAND of GODS: a Little Bit
    of Greece: Newspapers & more..

  17. LAND of GODS:
    το περιοδικό μας
    το "Έλα να δεις"

  18. Ανθολογία:
    στην ΑΚΡΗ του ματιού..
    Για να δείτε καλύτερα αυτή
    την Σελίδα χρησιμοποιήστε
    Internet Explorer)

  19. 4 Ανθολογίες της EELSPH :
    'Ελληνες Συγγραφείς των Πέντε Ηπείρων
    γράφουν και δημιουργούν

  20. Κριτικές Αναλύσεις
    στο ανέκδοτο βιβλίο του
    "Καπνόν Αποθρώσκοντα"

  21. Ανθολογία:
    LAND of GODS:
    το Ποίημα της ημέρας

  22. Ανθολογία:
    LAND of GODS:
    ο Στίχος της ημέρας

  23. η LAND of GODS
    στο FaceBook

  24. ο Ελληνισμός της Διασποράς

  25. Βιβλία και Αφιερώματα

  26. το Καρδαρίτσι
    μέσα απ' τις Φωτογραφίες

  27. LAND of GODS:
    Μηνύματα και επιστολές..

  28. LAND of GODS:
    Συνεντεύξεις | αναλύσεις | γνώμες
    και ο καλός ο Λόγος
    των Φίλων..

  29. η Μετάφραση
    της Ρέας Φραγκοφίνου

  30. LAND of GODS:
    Καινούρια και Παλιά..

  31. η LAND of GODS
    μέσα από το Google.. (Α)

  32. η LAND of GODS
    μέσα από το Google.. (Β)

  33. ο Κώστας Δουρίδας
    μέσα από το Google..

  34. Κώστας Δουρίδας,
    Καπνόν Αποθρώσκοντα :
    Γράμμα στον Έλληνα της Διασποράς
    στο GOOGLE

  35. δείτε Φωτογραφίες
    -ίσως και την δική σας!-
    μέσα από το GOOGLE..

  36. Πάμε Καρδαρίτσι??
    (η Ιστοσελίδα του Συλλόγου)

Αλέξανδρος
Παπαδιαμάντης

Προηγούμενη  σελίδα Κεντρική σελ. της ΕνότηταςΕπόμενη  σελίδα

Home to LAND of GODS
Ανθολογία: Έλληνες ποιητές και συγγραφείς στο διαΔίκτυο
Κώστας Βάρναλης| Νικηφόρος Βρεττάκος| Οδυσσέας Ελύτης| Γιώργος Σεφέρης| Κωστής Παλαμάς | Γιάννης Ψυχάρης| 'Aγγελος Τερζάκης | Νίκος Καζαντζάκης| Μ. Καραγάτσης| Κώστας Καρυωτάκης| Κώστας Κρυστάλλης| Μήτσος Λυγίζος| Κώστας Ουράνης| Κική Δημουλά | Αφιέρωμα στον Γιάννη Ρίτσο| ΜΑΝΩΛΗΣ ΑΝΑΓΝΩΣΤΑΚΗΣ : Φοβάμαι... | Φώτης Κόντογλου| Αλκυόνη Παπαδάκη | ΝΙΚΟΣ ΣΠΑΝΙΑΣ | Μήτσος Παπανικολάου | Γιάννης Σκαρίμπας | Τάσος Λειβαδίτης | Θωμάς Γκόρπας | Ανδρέας Καρκαβίτσας | Καραντώνης Ανδρέας| Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης | Κωνσταντίνος Καβάφης | Νίκος Καββαδίας |
ΤΟ ΜΥΡΟΛΟΓΙ ΤΗΣ ΦΩΚΙΑΣ

Κάτω από τον κρημνόν, οπού βρέχουν τα κύματα, όπου κατέρχεται το μονοπάτι, το αρχίζον από τον ανεμόμυλον του Μαμογιάννη, οπού αντικρύζει τα Μνημούρια, και δυτικώς,
MUSICALE - Ερμηνευτές - Αλίκη Καγιαλόγλου - Κεντρική σελίδα
Η Αλίκη Καγιαλόγλου διαβάζει απόσπασμα από το διήγημα του κοσμοκαλόγερου, το «Μοιρολόγι της Φώκιας» και τραγουδά μελοποιημένους στίχους του, από τον 'Aλκη Μπαλτά
Ο μισθός του Παπαδιαμάντη

Όταν ο Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης πρωτοπήγε να δουλέψει στο «Άστυ», ο διευθυντής της εφημερίδας Δημήτριος Κακλαμάνος, με κάποια δειλία και επιφύλαξη, του μίλησε και για την αμοιβή:
- Ο μισθός σας θα είναι 150 δραχμές, είπε.
Ο Παπαδιαμάντης έμεινε σκεπτικός, σα να λογάριαζε κάτι.
- Μήπως είναι λίγα; ρώτησε δειλά ο Κακλαμάνος, έτοιμος να αυξήσει το ποσό.
- Πολλές είναι 150! αποκρίθηκε ο «κοσμοκαλόγερος». Με φθάνουν 100.
Κι έφυγε βιαστικός και ντροπαλός χωρίς να προσθέσει λέξη.

δίπλα εις την χαμηλήν προεξοχήν του γιαλού, την οποίαν τα μαγκόπαιδα του χωρίου, οπού δεν παύουν από πρωίας μέχρις εσπέρας, όλον το θέρος, να κολυμβούν εκεί τριγύρω, ονομάζουν το Κοχύλι -φαίνεται να έχη τοιούτον σχήμα- κατέβαινε το βράδυ-βράδυ η γριά-Λούκαινα, μία χαροκαμένη πτωχή γραία, κρατούσα υπό την μασχάλην μίαν αβασταγήν, διά να πλύνη τα μάλλινα σινδόνια της εις το κύμα το αλμυρόν, είτα να ξεγλυκάνη εις την μικράν βρύσιν, το Γλυφονέρι, οπού δακρύζει από τον βράχον του σχιστολίθου, και χύνεται ηρέμα εις τα κύματα. Κατέβαινε σιγά τον κατήφορον, το μονοπάτι, και με ψίθυρον φωνήν έμελπεν εν πένθιμον βαθύ μυρολόγι, φέρουσα άμα την παλάμην εις το μέτωπόν της, διά να σκεπάση τα όμματα από το θάμβος του ηλίου, οπού εβασίλευεν εις το βουνόν αντικρύ, κ' αι ακτίνες του εθώπευον κατέναντί της τον μικρόν περίβολον και τα μνήματα των νεκρών, πάλλευκα, ασβεστωμένα, λάμποντα εις τας τελευταίας του ακτίνας.

Ενθυμείτο τα πέντε παιδιά της, τα οποία είχε θάψει εις το αλώνι εκείνο του χάρου, εις τον κήπον εκείνον της φθοράς, το εν μετά το άλλο, προ χρόνων πολλών, όταν ήτο νέα ακόμη. Δύο κοράσια και τρία αγόρια, όλα εις μικράν ηλικίαν της είχε θερίσει ο χάρος ο αχόρταστος.

Τελευταίον επήρε και τον άνδρα της, και της είχον μείνει μόνον δύο υιοί, ξενιτευμένοι τώρα. ο εις είχεν υπάγει, της είπον, εις την Αυστραλίαν, και δεν είχε στείλει γράμμα από τριών ετών. αυτή δεν ήξευρε τι είχεν απογίνει. ο άλλος ο μικρότερος εταξίδευε με τα καράβια εντός της Μεσογείου, και κάποτε την ενθυμείτο ακόμη. Της είχε μείνει και μία κόρη, υπανδρευμένη τώρα, με μισήν δωδεκάδα παιδιά.

Πλησίον αυτής, η γριά-Λούκαινα εθήτευε τώρα, εις το γήρας της, και δι' αυτήν επήγαινε τον κατήφορον, το μονοπάτι, διά να πλύνη τα χράμια και άλλα διάφορα σκουτιά εις το κύμα το αλμυρόν, και να τα ξεγλυκάνη στο Γλυφονέρι.

Η γραία έκυψεν εις την άκρην χθαμαλού, θαλασσοφαγωμένου βράχου, και ήρχισε να πλύνη τα ρούχα. Δεξιά της κατήρχετο ομαλώτερος, πλαγιαστός, ο κρημνός του γηλόφου, εφ' ου ήτο το Κοιμητήριον, και εις τα κλίτη του οποίου εκυλίοντο αενάως προς την θάλασσαν την πανδέγμονα τεμάχια σαπρών ξύλων από ξεχώματα, ήτοι ανακομιδάς ανθρωπίνων σκελετών, λείψανα απόχρυσές γόβες ή χρυσοκέντητα υποκάμισα νεαρών γυναικών, συνταφέντα ποτέ μαζί των, βόστρυχοι από κόμας ξανθάς, και άλλα του θανάτου λάφυρα. Υπεράνω της κεφαλής της, ολίγον προς τα δεξιά, εντός μικράς κρυπτής λάκκας, παραπλεύρως του Κοιμητηρίου, είχε καθίσει νεαρός βοσκός, επιστρέφων με το μικρόν κοπάδι του από τους αγρούς, και, χωρίς ν' αναλογισθή το πένθιμον του τόπου, είχε βγάλει το σουραύλι από το μαρσίπιόν του, και ήρχισε να μέλπη φαιδρόν ποιμενικόν άσμα. Το μυρολόγι της γραίας εκόπασεν εις τον θόρυβον του αυλού, και οι επιστρέφοντες από τους αγρούς την ώραν εκείνην - είχε δύσει εν τω μεταξύ ο ήλιος - ήκουον μόνον την φλογέραν, κ' εκοίταζον να ίδωσι που ήτο ο αυλητής, όστις δεν εφαίνετο, κρυμμένος μεταξύ των θάμνων, μέσα εις το βαθύ κοίλωμα του κρημνού.

Μία γολέτα ήτο σηκωμένη στα πανιά, κ' έκαμνε βόλτες εντός του λιμένος. Αλλά δεν έπαιρναν τα πανιά της, και δεν έκαμπτε ποτέ τον κάβον τον δυτικόν. Μία φώκη, βόσκουσα εκεί πλησίον, εις τα βαθιά νερά, ήκουσεν ίσως το σιγανόν μυρολόγι της γραίας, εθέλχθη απότον θυρυβώδη αυλόν του μικρού βοσκού, και ήλθε παραέξω, εις τα ρηχά, κ' ετέρπετο εις τον ήχον, κ' ελικνίζετο εις κύματα. Μία μικρά κόρη, ήτο η μεγαλυτέρα εγγονή της γραίας, η Ακριβούλα, εννέα ετών, ίσως την είχε στείλει η μάννα της, ή μάλλον είχε ξεκλεφθή από την άγρυπνον επιτήρησίν της, και μαθούσα ότι η μάμμη ευρίσκετο εις το Κοχύλι, πλύνουσα εις τον αιγιαλόν, ήλθε να την εύρη, διά να παίξη ολίγον εις τα κύματα. Αλλά δεν ήξευρεν όπως πόθεν ήρχιζε το μονοπάτι, από του Μαμογιάννη τον μύλον, αντικρύ στα Μνημούρια, και άμα ήκουσε την φλογέραν, επήγε προς τα εκεί και ανεκάλυψε τον κρυμμένον αυλητήν. και αφού εχόρτασε ν' ακούη το όργανόν του και να καμαρώνη τον μικρόν βοσκόν, είδεν εκεί που, εις την αμφιλύκην του νυκτώματος, εν μικρόν μονοπάτι, και ότι εκείθεν είχε κατέλθει η γραία η μάμμη της. κ' επήρε το κατηφορικόν απότομον μονοπάτι διά να φθάση εις τον αιγιαλόν να την ανταμώση. Και είχε νυκτώσει ήδη.

Η μικρά κατέβη ολίγα βήματα κάτω, είτα είδεν ότι ο δρομίσκος εγίνετο ακόμη πλέον απόκρημνος. Έβαλε μίαν φωνήν, κ' επροσπάθει ν' αναβή, να επιστρέψη οπίσω. Ευρίσκετο επάνω εις την οφρύν ενός προεξέχοντος βράχου, ως δύο αναστήματα ανδρός υπεράνω της θαλάσσης. Ο ουρανός εσκοτείνιαζε, σύννεφα έκρυπταν τα άστρα, και ήτον στην χάσιν του φεγγαριού. Επροσπάθησε και δεν εύρισκε πλέον τον δρόμον πόθεν είχε κατέλθει. Εγύρισεν πάλιν προς τα κάτω, κ' εδοκίμασε να καταβή. Εγλίστρησε κ' έπεσε, μπλουμ! εις το κύμα. Ήτο τόσον βαθύ όσον και ο βράχος υψηλός. Δύο οργυιές ως έγγιστα. Ο θόρυβος του αυλού έκαμε να μη ακουσθή η κραυγή. Ο βοσκός ήκουσεν ένα πλαταγισμόν, αλλά εκείθεν όπου ήτο, δεν έβλεπε τη βάσιν του βράχου και την άκρην του γιαλού. 'Aλλως δεν είχε προσέξει εις την μικράν κόρην και σχεδόν δεν είχεν αισθανθή την παρουσίαν της.

Καθώς είχε νυκτώσει ήδη, η γραία Λούκαινα είχε κάμει την αβασταγήν της, και ήρχισε ν' ανέρχεται το μονοπάτι, επιστρέφουσα κατ' οίκον. Εις την μέσην του δρομίσκου ήκουσε τον πλαταγισμόν, εστράφη κ' εκοίταξεν εις το σκότος, προς το μέρος όπου ήτο ο αυλητής.

- Κείνος ο Σουραυλής θα είναι, είπε, διότι τον εγνώριζε. Δεν του φτάνει να ξυπνά τους πεθαμένους με τη φλογέρα του, μόνο ρίχνει και βράχια στο γιαλό για να χαζεύη... Σημαδιακός κι αταίριαστος είναι.

Κι εξακολούθησε το δρόμο της.

Κ' η γολέτα εξηκολούθει ακόμη να βολταντζάρη εις τον λιμένα. Κι ο μικρός βοσκός εξηκολούθει να φυσά τον αυλόν του εις την σιγήν της νυκτός.

Κ' η φώκη, καθώς είχεν έλθει έξω εις τα ρηχά, ηύρε το μικρόν πνιγμένον σώμα της πτωχής Ακριβούλας, και ήρχισε να το περιτριγυρίζη και να το μυρολογά, πριν αρχίση το εσπερινόν δείπνον της.

Το μυρολόγι της φώκης, το οποίον μετέφρασεν εις ανθρώπινα λόγια εις γέρων ψαράς, εντριβής εις την άφωνον γλώσσαν των φωκών, έλεγε περίπου τα εξής:

Αυτή ήτον η Ακριβούλα
η εγγόνα της γριά-Λούκαινας.
Φύκια 'ναι τα στεφάνια της,
κοχύλια τα προικιά της...
Κ' η γριά ακόμα μυρολογά
τα γεννοβόλια της τα παλιά.
Σαν νά 'χαν ποτέ τελειωμό
τα πάθια κ' οι καημοί του κόσμου.
Πηγή http://members.tripod.com/~sarant_2/kibwtos/ppd_moirologi.html





Στρίγγλα Μάννα

Πώς το είχε πάθη, να καταντήση σχεδόν τρελός, κανείς δεν ήξευρεν. ’λλοι έλεγαν ότι του είχε προέλθει από έρωτα· άλλοι έλεγαν ότι, όταν υπηρέτει ως κληρούχος εις το πολεμικόν ναυτικόν, ο κυβερνήτης τού πλοίου, διά μικρόν πταίσμα τού είχεν επιβάλη υπερμέτρως σκληράν και βάρβαρον τιμωρίαν· άλλοι έλεγαν ότι η ιδία η μάνα του τον είχε τρελάνη, με τις στριγλιές και με τις βλασφήμιες της.

Επήγαινεν ανάμεσα για χταπόδια ή για ψάρια με τις βάρκες. Αν του έδιδαν μερίδιον από την άγραν, το έπαιρνε, αν δεν του έδιδαν, δεν εζήτει. Η μητέρα του έτρεχε με τις φωνές εις τα σπίτια των ψαράδων, κ' εζητούσε διά της βίας το μερίδιον· εφώναζεν ότι αδικούσαν το παιδί της — ο Θεός κ' η γης να τους εύρη! Η γυναίκα του βαρκάρη με όρκους διεμαρτύρετο ότι δεν έβγαλεν ο άνδρας της ψάρια· ούτε γαρίδα! Η μητέρα του Ζάχου δεν τα επίστευεν αυτά, επειδή πολλάκις είχε καή η γούνα της!

Αυτή η ιδία τον εβίαζε να πηγαίνη με τις βάρκες· αυτή τον ηνάγκαζε να πάη να σκάψη τ' αμπέλι – γιατί δεν είχε να πληρώση μεροκάματα· αυτή τον υπεχρέωνε να κάμνη όλες τις δουλειές. Εκείνος υπέκυπτεν εις την θέλησίν της την υπερτέραν, ως να ήτον ακόμη παιδίον. Και ήτον ως εικοσιπέντε ετών. Τον περισσότερον καιρόν, όταν δεν είχε δουλειά, ή όταν δεν του είχεν εύρη δουλειά η μητέρα του, τον επερνούσε καθήμενος επάνω εις μίαν πεζούλαν, αντικρύ εις το παραθυράκι της κουζίνας του νέου δημάρχου. Ο νέος δήμαρχος ήτον άγαμος, και είχεν αναλάβη υπό την σκέπην των πτερύγων του την δασκάλισσαν, ως ξένην και απροστάτευτον νέαν, ήτις εκατοικούσεν αντικρύ της οικίας του από τον επάνω δρόμον, παράλληλον της παραθαλασσίας αγοράς, προς την οποίαν έβλεπεν από την άλλην πλευράν η οικία τού δημάρχου. Εκεί, κάτω από τα παράθυρα της νεαράς δασκάλας και αντικρύ της δημαρχικής οικίας, εκάθητο ο Ζάχος μονοτόνως επί ώρας, κ' έπαιζε μονότονους ήχους, σχεδόν άνευ ρυθμού και μέλους με το μπουζούκι του. Εκεί, το δειλινόν θερινής ημέρας, έμελπε το άσμα·

Κρέμετ' η καπότα στην
αλυγαριά· ντέρτι και μαράζι
κι' αναπαραδιά!

Με το άσμα τούτο, και αν εζήτει να ελκύση την προσοχήν των νεαρών γειτονισσών, ακριβή συνείδησιν δεν είχε του πράγματος αλλά μάλλον, Σαούλ άμα και Δαυίδ εις τον εαυτόν του, επροσπάθει διά της μουσικής ταύτης να διασκεδάση την ιδίαν τρέλαν του.

Πλην τότε, καθώς είχεν αρχίσει να τονίζη το άχαρι άσμα, μόλις παρήρχοντο ολίγα λεπτά, και ηκούετο φοβερά οξεία φωνή από το πέραν μπαλκόνι, από την άκρην της σειράς, πέντε ή εξ σπίτια πάρα-πέρα, προς το δυτικόν μέρος.

– Ε! σκασμός! ...έλα γλήγορα!... Η βάρκα καρτερεί...

Ο Ζάχος καταρχάς δεν έδιδε προσοχήν, ή μάλλον δεν αντελαμβάνετο ευκρινώς, κ' εξηκολούθει να παίζη το μπουζούκι του. Ήτο δειλινόν, και ήτον γλυκεία δροσίτσα εις το μπογάζι εκείνο του δρομίσκου. Με το άσμα του εβαυκάλιζε τον μεσημβρινόν ύπνον τής δασκάλας, ήτις είχε κάμη εξετάσεις και απήλαυε την άνεσιν των διακοπών, και με το άσμα του, ως με κέλευσμα, συνώδευε τα πλυσίματα των πιάτων, τα σφουγγαρίσματα, και όλα τ' ανεβοκατεβάσματα της Αμέρσας, της θεραπαινίδος του δημάρχου, η οποία ξυπόλυτη, ξεσκούφωτη, ξεκάλτσωτη, έκαμνε τις δουλειές της, και δεν εφαίνετο να δίδη προσοχήν εις το άσμα και εις τον τραγουδιστήν. Κατεδέχετο μόνον να γελά ενίοτε, όταν άλλες γειτόνισσες επείραζαν διά λόγων τον Ζάχον. Αυτή δεν του είχεν αποτείνη ποτέ τον λόγον.

– Αχ! Ζάχο μου, Ζάχο! έλεγεν η Ακρίβω η Ανυφαντίνα. «Όποιος θέλη ν' αγαπήση, θέλει να χασομερήση! ...». Κ' εσένα, πού σ' αφήνει να χασομερήσης η προκομμένη η μάνα σου!

Δευτέρα φωνή ήρχετο από το πέραν μπαλκόνι. Η Ζωγάρα, η μητέρα του Ζάχου, εξηκολούθει να φωνάζη:

– Βρε συ, τίνος το λέω;... Θα τσακιστής από κει γλήγορα ή θα 'ρθω να σου κάμω τα μούτρα σου... μαύρα σαν το μπουζούκι!...

Ο Ζάχος εις απάντησιν εγέλα τον γέλωτά του, τον σκαιόν και θλιβερόν. Η φωνή της μητρός του δεν επενήργει επ' αυτού μακρόθεν. Αλλ' η παρουσία της πλησίον ήτον εξόχως επιβάλλουσα.

Ήτον Αύγουστος μην, καιρός που λαμβάνουν τα μέτρα τους οι άνθρωποι, όσοι μιμούνται τον μύρμηκα, όχι τον τέττιγα, και θέλουν να ξεχειμωνιάσουν. Η Ζωγάρα είχε διαθέσει ήδη τον υιόν της, τον είχεν ενοικιάσει, τον είχε βάλη εις αγώγι. Μεγάλες βάρκες θα έπλεαν προς ξύλευσιν και μεταφορά καυσόξυλων ανά τας έρημους ακρογιαλιάς, μακράν του λιμένος, κάτω από τους πευκώνας και τους δρυμούς της νήσου. Εις μίαν απ' αυτές τις βάρκες η Ζωγάρα είχε στρατολογήσει τον Ζάχον. Της εχρειάζοντο καυσόξυλα διά τον χειμώνα.

Σαν είδεν η Ζωγάρα, ότι ο υιός της είχε κωφεύσει εις τας δύο προσκλήσεις της, επήρε μίαν μακράν στραβολέκαν ή μαγγούραν την οποίαν είχε διά στήριγμα εις τας εκδρομάς της ανά τους αγρούς —χρησιμεύουσαν προσέτι και διά να φθάνη τα σύκα εις τα ξεκλώναρα των δένδρων, των ιδικών της, καθώς και των γειτονικών, όσα ευρισκόμενα παρά το σύνορον εσκίαζον το αμπέλι το ιδικόν της— και κατέβη εις τον δρόμον. Ολίγα βήματα, κ' ευρέθη πλησίον του Ζάχου.

– Γκρεμοτσακίσου τώρα, κι' άφσε το μπουζούκι σου! ... Να κάθωνται τρεις νομάτοι να σε καρτερούν εσένα! ... Θα πας για ξύλα, τώρα, είπαμε!... Αυτό δα είνε κοντά στο νου!...

Ο Ζάχος, σαν είδε την μητέρα του, είδε και την μαγγούραν, ήκουσε και την φωνήν της πλησίον εκεί, εσηκώθη, επήρε το μπουζούκι του, κ' έφυγε τρέχων. Επήγε στο σπίτι, εφόρεσε τα ρούχα «της φωτιάς», επήρε το ζεμπίλι του και τα εφόδια και τα σύνεργα, αξίνην και κλαδευτήρι κτλ. , τα οποία είχεν έτοιμα η μάνα του, κ' επήγε να της φέρη ξύλα διά να ζεσταίνεται τον χειμώνα.

* *
*

Έλεγαν πως τον είχε τρελάνει η μάνα του!... Αυτό το παιδί τής είχε μείνη μόνον... Δύο άλλοι υιοί της είχον ξενιτευθή εις την Αμερικήν, εις τον Ειρηνικόν Ωκεανόν, εις την Πολυνησίαν... Είχε στείλη γράμματα εις προξένους και εις αρχάς, εις τας αστυνομίας των αμερικανικών πόλεων του Σικάγου και της Φιλαδελφείας... Δύο ή τρεις άλλοι «σουρτούκιδες», υιοί άλλων μητέρων, είχον ανευρεθή άλλοτε με τον τρόπο αυτόν. Αλλ' οι υιοί οι δικοί της δεν ανεκαλύφθησαν πουθενά. «Μήτε γράμμα μήτε απολογία». Ούτε φωνή ούτε ακρόασις.

Ο κόσμος έλεγεν, ότι αυτή με την αστοργίαν της τους είχεν αποξενώσει, αυτή τους είχε κάμη να σουρτουκέψουν. Είχε δύο θυγατέρας, και ήτον χήρα, και οι υιοί της την είχαν παραιτήσει, κ' έκλαιε και ωδύρετο, κ' «εψήλωνεν ο νους της»! ...Πώς θα τας υπανδρεύση, πώς θα τας αποκαταστήση! ... Και τας εβλασφήμει, και τας κατηράτο, να μην είχαν ποτέ γεννηθή, να μη σώσουν να πάνε παραπάνω!...

Και τας υπάνδρευσε καλά... Τας εστόλισε και τας εστεφάνωσε, την μίαν κατόπιν της άλλης... και τας εσκέπασε και τας εκουκούλωσε με το χώμα... «Πήραν την πλάκα πεθερά», πήραν το μνήμα προίκα, το μαύρο χώμα σύντροφο!...

Τα δύο κορίτσια, ως φαίνεται, είχαν γείνη φθισικά, και απέθαναν όπως είχαν γεννηθή η μία δεκαοκτώ μήνας κατόπιν της άλλης... Κ' έτσι η μάνα τους δεν είχε πλέον καϋμόν, πώς θα τας υπάνδρευεν...

Έλεγεν ο κόσμος ότι αυτή τας είχε ψωμοφάγη με την γρίνια, με τη στριγλιά της, με τις βλασφημίες και τις κατάρες... Κ' αι δύο κόραι ετάκησαν κ' εμαράνθησαν, κ' εκοιμήθησαν βαθειά εις τον τάφον, και δεν ήτο φόβος πλέον να της ζητήσουν προικιά! ... Κι' αυτή τας εμακάριζε, διότι επήγαν, αθώες, εις τον Παράδεισον.

Της είχε μείνη μόνον αυτός ο υιός, ο Ζάχος, τον οποίον αυτή ωνόμαζεν «ο ζουρλός, ο αχαΐρευτος!» Και τον έστελλε διά να κάμνη όλας τας αγγαρείας, και να της φέρη και ξύλα.

Α! αυτός ποτέ δεν θα της εζήτει προικιά.

Η μόνη προίκα του ήτον αυτό το μπουζούκι, με το οποίον, μελαγχολικός Σαούλ, άχαρις Δαυίδ, διεσκέδαζε την τρέλαν του... Πλεια αυτό το έρμο το μπουζούκι η μάνα του το είχεν «αγκάθι στα μάτια της», κ' εσκέπτετο καμμίαν ημέρα να του το πετάξη, να το σφενδονήση εκεί που, αν ήθελε, ας επήγαινε να το εύρισκε!

Επίστευεν ότι αυτό εμπόδιζε τον Ζάχον να είνε προκομμένος, και τον έκαμνε ανίκανον να εκτελή όλας τας αγγαρείας που ήθελεν αυτή.

Το είχε κρύψει μίαν φοράν ή δύο. Εδίσταζε να το πετάξη όλως διόλου, ή να το σπάση και να το καταστρέψη... Ίσως να ήτο καλόν διά την Κυριακήν και τας εορτάς· όχι να κάθεται τας καθημερινάς το δειλινόν την ώραν που η Εύα εκρύβη εις τον Παράδεισον σαν εκροτίσθη με τ' αυτιά της – και να τραγουδή την «καπότα στην αλυγαριά» αντικρύ στα παράθυρα τού δημάρχου, διά να γελούν μαζύ του η δασκάλισσα, κ' η Ακρίβω η Ανυφαντίνα, κ' η Αμέρσα, κι' ο ίδιος ο δήμαρχος! Το είχε κρύψει, λοιπόν, (διά να μην το παρακάνη) κάτω εις το κατώγι του σπιτιού, την μία φοράν μέσα εις ένα πιθάρι άδειο, με σπασμένον στόμιον, και το στόμιον το εκάλυψε μ' ένα κόσκινον· την άλλην φορά ανάμεσα εις τα καυσόξυλα, υποκάτω εις τον σοφάν, εις το σκότος και εις την υγρασίαν.

Αλλά και την μίαν και την άλλην φορά ο Ζάχος έψαξε, το ηύρε, εγέλασε μέγαν γέλωτα παράφρονος χαράς· το επήρε πάλιν, και της έφυγε, και ήρχισε «να το ρίχνη έξω», και να τραγουδή την «καπότα στην αλυγαριά».

Τέλος την ημέρα εκείνην κατώρθωσεν αυτή να τον φέρη εις θεογνωσίαν, και τον εκατάφερε να πάη να της κουβαλήση καυσόξυλα, διά να έχη να ζεσταίνεται τον χειμώνα.

* *
*

Σιμά εις όλα τ' άλλα, ο κόσμος την είχε διά «γρουσούζα» διά «γουρνοπόδαρη». Ήτον απαισία. ’μα επρόκειτο ν' αποπλεύση καμμία βάρκα ή κανένα καΐκι και ο καραβοκύρης ή οι σύντροφοι την συνήντων εις τον δρόμον, εγύριζαν οπίσω και ανέβαλλον την αναχώρησιν.

Όταν συνοδία τις ήτον ετοίμη ν' αναχωρήση εις εξοχικήν εκδρομήν, και την εύρισκε καθ' οδόν, έμενε, δεν ανεχώρει. Εάν εξεκίνει τις δι' εμπορικήν ή άλλην επιχείρησιν, αλλοίμονον αν την εύρισκεν εμπρός του!

Όταν επρόκειτο περί αρραβώνος ή γάμου, και η πεθερά ή η γυναικαδέλφη την εύρισκε μπροστά της, και αυτή της ηύχετο «ώρες καλές!» ω! οι ώρες εκείνες εγίνοντο κακές ώρες, κ' εσήμαινον ότι δεν ήτον «κεσμέτι» να γείνη το μελετώμενον συνοικέσιον!

Όταν μετά δύο ημέρας επέστρεψεν ο Ζάχος από τα ξύλα, αφού τα εξεμβαρκάρισαν, κ' εκουβάλησε κι' αυτός το μερίδιόν του, —η μητέρα του εφρόντισε να είνε παρούσα, καθώς θα έλεγεν η γείτων δασκάλα, εις όλον το ξεμβαρκάρισμα και το μοίρασμα, διά να μην γελάσουν τον Ζάχον και του δώσουν μισό μερδικό— κ' εγέμισε το κατώγι του σπιτιού της μητέρας του, ησθάνθη την ανάγκην τής αναψυχής, και «το έριξε» χειρότερα έξω, αυτός και το μπουζούκι του.

Επί τρεις ημέρας, όχι μόνον παρήκουσεν εις τας διαταγάς της μητρός του, αλλ' ούτ' επαρουσιάσθη εις τους οφθαλμούς της. Είχε δραπετεύσει, είχε ξεπέσει εις άλλην γειτόνων, όπου «δεν έφθανεν η χάρη της». Αυτή τον εκυνηγούσε, και δεν ημπορούσε να τον συμμαζώξη, δεν ημπορούσε να τον ανακάλυψη.

Ούτε ήλθεν εις την οικίαν διά να κοιμηθή την νύκτα. Εκοιμάτο, αυτή δεν ήξευρε πού, εις μικροκαπηλεία, εις τον Απάνω Μαχαλά, ή εις το ύπαιθρον.

Μερικοί εύθυμοι νέοι, οπού έκαμνον θόρυβον εις τις γειτονιές την νύκτα, τον είχαν κάμη «παρέα», και τον έσερναν μαζύ τους, διά να τους παίζη την «καπότα στην αλυγαριά», και άλλα τραγούδια. Επί τρεις ημέρας και δύο νύκτας αυτός συνδιητάτο και συνηγελάζετο μαζύ τους. Εφαίνετο ότι η συντροφιά εκείνη τον έτρεφε με λωτόν, ότι τον επότιζε το ύδωρ της Λήθης κ' εξέχασεν, ο πτωχός, την μητέρα του.

Τότε η Ζωγάρα έγεινε σκύλα, έγεινε τούρκα, μετενόησε πικρώς διατί να μην το έχη σπάσει, διατί να μην το έχη κάψει στην εστίαν της μίαν ημέραν χειμερινήν το μπουζούκι τού υιού της, αφού τούτο, ως της εφαίνετο, τον έκαμνε να χάνη τα μυαλά. Εν τω θυμώ της, δεν υπέφερεν αυτή να χολοσκάνη και να βράζη επί πολύ, όπως άλλαι γυναίκες, μέσα της, αλλά προέβη ευθύς εις γενναίαν απόφασιν.

Το κατάστημα της τότε νεοϊδρύτου στρατιωτικής αστυνομίας ετύγχανε να είνε γειτονικόν, πλησίον εις την οικίαν της. Ιδούσα δύο νεαρούς χωροφύλακας παρά την θύραν του στρατώνος, επλησίασε και τους λέγει:

– Δεν κάνετ' ένα έλεος, παιδιά, έτσι να σας δεχτούν με το καλό οι μανάδες σας — να πάτε να βρήτε κείνον το γυιό μου, τον παλαβό, να του πάρετε κείνο το μπουζούκι απ' τα χέρια του;...

– Το μπουζούκι, είπες κυρά; ηρώτησεν ο ένας.

– Κείνο το μπουζούκι! ... έτσι να σας χαρούν οι μανάδες σας! ... Γιατί σουρτούκεψε και μουρλάθηκε, κ' έχασε το μυαλό του... και δεν μπορώ να τον μαζώξω! ... όλο απ' αυτό το μπουζούκι...

– Καλά κυρά.

Οι δύο νεαροί χωροφύλακες μόνον αφορμήν εζήτουν. Το ν' αρπάσουν δύο ένοπλοι εν πράγμα από τας χείρας ενός αόπλου, δύο φρόνιμοι εν μουσικόν όργανον από τας χείρας τρελού, ακινδύνου μάλιστα τρελού, είνε τόσον εύκολον και τόσον διασκεδαστικόν. — Κ' έτσι το βράδυ εκείνο ο Ζάχος ευρέθη χωρίς μπουζούκι...

Έχασε το όργανον του ο πτωχός τρελός, ο υποχονδριακός Σαούλ, ο ατερπής Δαυίδ, και τώρα κλαίει, άνευ ρυθμού και μέλους, κλαίει μέσα του την συμφοράν του, την οποίαν πικρώς μισοαισθάνεται.

Δεν είχεν υπάγει εις τον Ειρηνικόν Ωκεανόν διά να εύρη τους δύο αδελφούς του, και δεν κατήλθεν υπό την κρύαν πλάκα εις την μαύρην γην, διά να συναντήση τας δύο αδελφάς του. Έμεινε κτήνος άμουσον και άχαρι εις την υπακοήν της μητρός του, διά να της κουβαλή ξύλα, όσον βαστούν οι πλάτες του! Και ως πόσα θα της κουβαλήση ακόμα! Και ως πόσους χειμώνας θα ζεσταίνεται αυτή!

Μόνον μίαν ημέραν της είπε με ήθος πολύ ταπεινόν.

– Δεν λες, μάνα, της Ακρίβως, να πη της Αμέρσας, να πη της δασκάλας, να πη του δημάρχου, κι ο δήμαρχος να πη του αστυνόμου, κι ο αστυνόμος να διατάξη τους χωροφυλάκους, να μου δώσουν το μπουζούκι μου πίσω!

Έβλεπε τάχα, ως τρελός, την ιεραρχικήν άλυσιν, με την οποίαν εφαίνοντο να είνε δεμένοι όλοι οι φρόνιμοι; Και ησθάνετο ότι αυτός δεν ήτο απηλλαγμένος από την περίσφιγξιν της αλύσεως ταύτης;

Τίς έμαθεν αν του απέδωκαν ποτέ το άχαρο μπουζούκι, το όργανον της παρηγορίας του;

. . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . .

Μετά καιρόν εγνώσθη ότι ο εις των δύο νεαρών χωροφυλάκων είχε μετατεθή και έλαβε φύλλον πορείας. Ενώ ούτος έμελλε να επιβιβασθή εις πλοίον διά ν' απέλθη εις την Στερεάν, μεγάλη έρις και λογομαχία ήναψε μεταξύ των δύο ομοσκήνων περί της κατοχής του μπουζουκιού. Ο φεύγων επέμενε να το πάρη μαζύ του, ο μένων ήθελε να το κρατήση. Ο δεύτερος εκράτη την κεφαλήν του οργάνου, ο πρώτος ετράβα την ουράν. Ούτος ήτον λίαν θυμώδης και πείσμων, και σφόδρα εξαφθείς έκραξε:

– Το σπάζω καλλίτερα! απ' το παράθυρο το ρίχνω, όχι!... θα το κράτησης εσύ! ...

Και αμ' έπος αμ' έργον. Ο νεαρός ούτος χωροφύλαξ ωμοίαζε με τους αιρετικούς, οίτινες, διότι τους εξέφυγεν, επάνω εις την σειράν της διαλεκτικής των, μια κακοδοξία, εννοούν να εμμείνουν μέχρι θανάτου εις αυτήν, διά να μη χάσουν την φήμην ότι είνε αλάνθαστοι.

Κατ' αρχάς, μάλλον ημιαστειευόμενος και ημιωργισμένος, εξέφερε την απειλήν ταύτην, είτα, διά να μη φανή ότι ματαίως ηπείλει, ηθέλησε να πραγματοποιήση την απειλήν. Διά σφοδρού κινήματος, απέσπασε το όργανον από τας χείρας του άλλου, χαλαρωθείσας προς στιγμήν από την απορίαν μεθ' ης εκείνος εκύτταζε τον σύντροφόν του, και διά του ανοικτού παραθύρου το εσφενδόνισεν έξω.

Κάτωθεν ακριβώς του παραθύρου του πατώματος, ήτο το σιδηρόφρακτον παράθυρον του ισογαίου, το οποίον εχρησίμευεν ως κρατητήριον. Μία προβατίνα βαθύμαλλος, με τα δύο αρνιά της, τα οποία δεν είχαν ανάγκην να δεθούν διά να μη φύγουν, ήτον δεμένη από τα σίδερα του παραθύρου τούτου, οδηγηθείσα εκεί υφ' ενός των αγροφυλάκων ίσως. Το μπουζούκι, καθώς είχεν εκσφενδονισθή, περιεστράφη επί στιγμήν εις τον αέρα, και είτα έπεσεν ακριβώς επάνω εις την πολύμαλλον ράχιν της προβατίνας, ήτις εβέλασε θρηνωδώς. Το όργανον, εταλαντεύθη προς στιγμήν εκεί επάνω, ημβλύνθη η ορμή της πτώσεως του, κ' έπεσεν εις το έδαφος τόσον μαλακά, ώστε δεν έπαθε τίποτε.

Την ιδίαν στιγμήν εν δεκαετές παιδίον, ο μικρός Αλέξης της Βάσως, της γειτόνισσας, διήρχετο τρέχον έμπροσθεν τού στρατώνος. Είχε ακούσει την ιστορίαν τού μπουζουκίου και ηγάπα πολύ τον Ζάχον, όστις ήτο και αυτός εν μέγα παιδίον. Καθώς είδε το όργανον να πέση, επλησίασεν, έκυψε, το ήρπασεν, έτρεξε πάραυτα εις την οικίαν της Ζωγάρας, κ' εφώναξε τον Ζάχον:

– Να!... έλα πάρε το μπουζούκι σου!

 

 

Αρχή σελίδας · Απάνθισμα
Μικρός Απόπλους
http://www.mikrosapoplous.gr/
Ιούλιος 2004




Πάσχα ρωμέικο

Ο μπαρμπα-Πίπης, ο γηραιός φίλος μου, είχεν επτά ή οκτώ καπέλλα, διαφόρων χρωμάτων, σχημάτων και μεγεθών, όλα εκ παλαιού χρόνου και όλα κατακαίνουργια, τα οποία εφόρει εκ περιτροπής μετά του ευπρεπούς μαύρου ιματίου του κατά τας μεγάλας εορτάς του ενιαυτού, οπόταν έκαμνε δύο ή τρεις περιπάτους από της μιας πλατείας εις την άλλην διά της οδού Σταδίου. Οσάκις εφόρει τον καθημερινόν κούκον του, με το σάλι του διπλωμένον εις οκτώ ή δεκαέξ δίπλας επί του ώμου, συνήθιζε να κάθηται επί τινας ώρας εις το γειτονικόν παντοπωλείον, υποπίνων συνήθως, μετά των φίλων, και ήτο στομύλος και διηγείτο πολλά κι εμειδία προς αυτούς.

Οταν εμειδία ο μπαρμπα - Πίπης, δεν εμειδίων μόνον αι γωνίαι των χειλέων, αι παρειαί και τα ούλα των οδόντων του, αλλ' εμειδίων οι ιλαροί και ήμεροι οφθαλμοί του, εμειδία στίλβουσα η σιμή και πεπλατυσμένη ρις του, ο μύσταξ του ο ευθυσμένος με λεβάνταν και ως διά κολλητού κηρού λελεπτυσμένος, και το υπογένειόν του το λευκόν και επιμελώς διατηρούμενον, και σχεδόν ο κούκος του ο στακτερός, ο λοξός κι επικλινής προς το ους, όλα παρ' αυτώ εμειδίων. Είχε γνωρίσει πρόσωπα και πράγματα εν Κερκύρα, όλα τα περιέγραφε μετά χάριτος εις τους φίλους του. Δεν έπαυσε ποτέ να σεμνύνεται διά την προτίμησιν, την οποίαν είχε δείξει αείποτε διά την Κέρκυραν ο βασιλεύς, και έζησεν αρκετά διά να υπερηφανευθή επί τη εκλογή, ην έκαμε της αυτής νήσου προς διατριβήν «ή εφτάκρατόρισσα της Αούστριας». Ενθυμείτο αμυδρώς τον Μουστοξύδην, μα δόττο, δοττίσιμο κε ταλέντο! Είχε γνωρίσει καλώς τον Μάντζαρον, μα γαλαντουόμο! τον Κερκύρας Αθανάσιον, μα μπράβο! τον Σιερπιέρρο, κε γκραν φιλόζοφο! Το τελευταίον όνομα έδιδεν εις τον αοίδιμον Βράιλαν, διά τον τίτλον ον του είχαν απονείμει, φαίνεται, οι Αγγλοι. (Sir Pierro = Sir Peter).

Είχε γνωρίσει επίσης τον «Σόλωμο» κε ποέτα, του οποίου απεμνημόνευε και στίχους τινάς, απαγγέλλων αυτούς κατά το εξής υπόδειγμα:

Ωσάν τη σπίθα κρουμμένη στη στάχτη

που εκρουβόταν για μας λευτεριά;

Εισέ πάσα μέρη πετιέται κι ανάφτει

και σκορπιέται σε κάθε μεριά.

Ο μπαρμπα-Πίπης έλειπεν υπέρ τα είκοσι έτη εκ του τόπου της γεννήσεώς του. Είχε γυρίσει κόσμον κι έκαμεν εργασίας πολλάς. Εστειλέ ποτε και εις την Παγκόσμιον «Εκτεση», διότι ήτο σχεδόν αρχιτέκτων, και είχε μάλιστα και μίαν ινβεντσιόνε. Εμίσει τους πονηρούς και τους ιδιοτελείς, εξετίμα τον ανθρωπισμόν και την τιμιότητα. Απετροπιάζετο τους φαύλους.

«Ιλ τραδιτόρε νον α κομπασιόν» - ο απατεώνας δεν έχει λύπηση. Ενίοτε πάλιν εμαλάττετο κι εδείκνυε συγκατάβασιν εις τας ανθρωπίνους ατελείας. «Ουδ' η γης αναμάρτητος - άγκε λα τέρρα νον ε ιμπεκκάμπιλε». Και ύστερον, αφού ουδ' η γη είναι, πώς θα είναι ο Πάπας; Οταν του παρετήρει τις ότι ο Πάπας δεν εψηφίσθη ιμπεκκάμπιλε, αλλά ινφαλλίμπιλε, δεν ήθελε ν' αναγνωρίση την διαφοράν.

Δεν ήτο άμοιρος και θρησκευτικών συναισθημάτων. Τας δύο ή τρεις προσευχάς, ας ήξευρε, τας ήξευρεν ελληνιστί. «Τα πατερμά του ήξευρε ρωμέικα». «Ελεγεν: «Αγιος, άγιος, άγιος Κύριος Σαβαώθ... ως ενάντιος υψίστοις!». Οταν με ηρώτησε δις ή τρις τι σημαίνει τούτο ως ενάντιος, προσεπάθησα να διορθώσω και εξηγήσω το πράγμα. Αλλά μετά δύο ή τρεις ημέρες υποτροπιάζων πάλιν έλεγεν: «Αγιος, άγιος, άγιος... ως ενάντιος υψίστοις».

Εν μόνον είχεν ελάττωμα, ότι εμίσει αδιαλλάκτως παν ό,τι εκ προκαταλήψεως εμίσει και χωρίς ν' ανέχηται αντίθετον γνώμην ή επιχείρημα. Πολιτικώς κατεφέρετο πολύ κατά των Αγγλων, θρησκευτικώς δε κατά των Δυτικών. Δεν ήθελε ν' ακούση το όνομα του Πάπα, και ήτο αμείλικτος κατήγορος του ρωμαϊκού κλήρου...

Την εσπέραν του Μεγάλου Σαββάτου του έτους 188.... περί ώραν ενάτην, γερόντιόν τι ευπρεπώς ενδεδυμένον, καθόσον ηδύνατο να διακρίνη τις εις το σκότος, κατήρχετο την απ' Αθηνών εις Πειραιά άγουσαν, την αμαξιτήν. Δεν είχεν ακόμη ανατείλει η σελίνη, και ο οδοιπόρος εδίσταζε ν' αναβή υψηλότερον, ζητών δρόμον μεταξύ των χωραφίων. Εφαίνετο μη γνωρίζων καλώς τον τόπον. Ο γέρων θα ήταν ίσως πτωχός, δε θα είχε 50 λεπτά διά να πληρώση το εισιτήριον του σιδηροδρόμου ή θα τα είχε κι έκαμνεν οικονομίαν.

Αλλ' όχι δεν ήτο πτωχός, δεν ήτο ούτε πλούσιος, είχε διά να ζήση. Ητο ευλαβής, και είχε τάξιμο να καταβαίνη κατ' έτος το Πάσχα πεζός εις τον Πειραιά, ν' ακούη την Ανάστασιν εις τον Αγιον Σπυρίδωνα και όχι εις άλλην εκκλησίαν, να λειτουργήται εκεί και μετά την απόλυσιν ν' αναβαίνη πάλιν πεζός εις τας Αθήνας.

Ητο ο μπαρμπα-Πίπης, ο γηραιός φίλος μου, και κατέβαινεν εις Πειραιά διά ν' ακούση το Χριστός Ανέστη εις τον ναόν του ομωνύμου και προστάτου του, διά να κάμη Πάσχα ρωμέικο κι ευφρανθή η ψυχή του.

Και όμως ήτο... δυτικός!

Ο μπαρμπα-Πίπης ήτο Ιταλοκερκυραίος, απλοϊκός, Ελληνίδος μητρός, Ελλην την καρδίαν, και υφίστατο άκων ίσως, ως και τόσοι άλλοι, το άπειρον μεγαλείον και την άφατον γλυκύτητα της εκκλησίας της ελληνικής. Εκαυχάτο ότι ο πατήρ του, όστις ήτο στρατιώτης του Ναπολέοντος Α`, «είχε μεταλάβει ρωμέικα» όταν εκινδύνευε ν' αποθάνη εκβιάσας μάλιστα προς τούτο, διά τινων συστρατιωτών του, τον ιερέα τον αγαθόν. Και όμως όταν, κατόπιν τούτων, φυσικώς του έλεγέ τις: «Διατί δε βαπτίζεσαι, μπαρμπα-Πίπη;» η απάντησίς του ήτο, ότι άπαξ εβαπτίσθη, και ότι ευρέθη εκεί.

Φαίνεται ότι οι Πάπαι της Ρώμης, με τη συνήθη επιτηδείαν πολιτικήν των, είχον αναγνωρίσει εις τους ρωμαιοκαθολικούς των Ιονίνων νήσων τινά των εις τους Ουνίτας απομενομένων προνομίων, επιτρέψαντες αυτοίς να συνεορτάζωσι μετά των ορθοδόξων όλας τας εορτάς. Αρκεί να προσκυνήση τις την εμβάδα του Ποντίφηκος, τα λοιπά είναι αδιάφορα.

Ο μπαρμπα-Πίπης έτρεφε μεγίστην ευλάβειαν προς τον πολιούχον Αγιον της πατρίδος του και προς το σεπτόν αυτού λείψανον. Επίστευεν εις το θαύμα το γενόμενον κατά των Βενετών, τολμησάντων ποτέ να ιδρύσωσιν ίδιον θυσιαστήριον εν αυτώ τω ορθοδόξω ναώ, (il Santo Spiridion ha fatto cquesto aso), ότε ο Αγιος επιφανείς νύκτωρ εν σχήματι μοναχού κρατών δαυλόν αναμμένον, έκαυσεν ενώπιον των απολιθωθέντων εκ του τρόμου φρουρών το αρτιπαγές αλτάρε. Αφού ευρίσκετο μακράν της Κερκύρας, ο μπαρμπα-Πίπης ποτέ δε θα έστεργε να εορτάση το Πάσχα μαζί με τσου φράγκους.

Την εσπέραν λοιπόν εκείνην του Μεγάλου Σαββάτου, ότε κατέβαινεν εις Πειραιά πεζός, κρατών εις τη χείρα τη λαμπάδα του, ην έμελλε ν' ανάψη κατά την Ανάστασιν, μικρόν πριν φθάση εις τα παραπήγματα της μέσης οδού, εκουράσθη και ηθέλησε να καθίση επ' ολίγον ν' αναπαυθή. Εύρεν υπήνεμον τόπον έξωθεν της μάνδρας, εχούσης και οικίσκον παρά τη μεσημβρινήν γωνίαν, κι εκεί εκάθισεν επί των χόρτων, αφού υπέστρωσε το εις πολλάς δίπλας γυρισμένο σάλι του. Εβγαλεν από την τσέπην την σπιρτοθήκην του, ήναψε σιγαρέττον κι εκάπνιζεν ηδονικώς.

Εκεί ακούει όπισθέν του ελαφρόν θρουν ως βημάτων επί παχείας χλόης και, πριν προφθάση να στραφή να ίδη, ακούει δεύτερον κρότον ελαφρότερον. Ο δεύτερος ούτος κρότος του κάστηκε, ότι ήτον ως ανυψουμένης σκανδάλης φονικού όπλου.

Εκείνην τη στιγμήν είχε λαμπρυνθή προς ανατολάς ο ορίζων, και του Αιγάλεω αι κορυφαί εφάνησαν προς μεσημβρίαν λευκάζουσαι. Η σελήνη, τετάρτην ημέραν άγουσα από της πανσελήνου, θ' ανέτελλε μετ' ολίγα λεπτά. Εκεί όπου έστρεψε την κεφαλήν προς τα δεξιά, εγγύς της βορειανατολικής γωνίας του αγροτικού περιβόλου, όπου εκάθητο, του κάστηκε, ως διηγείτο αργότερα ο ίδιος, ότι είδε ανθρωπίνην σκιάν, εις προβολήν τρόπον τινά ισταμένην και τείνουσα εγκαρσίως μακρόν τι ως ρόπαλον ή κοντάριον προς το μέρος αυτού. Πρέπει δε να ήτο τουφέκιον.

Ο μπαρμπα-Πίπης ενόησεν αμέσως τον κίνδυνον. Χωρίς να κινηθή άλλως από την θέσιν του, έτεινε τη χείρα προς τον άγνωστον κι έκραξεν εναγωνιως.

- Φίλος! καλός! μη ρίχνης...

Ο άνθρωπος έκαμε μικρόν κίνημα οπιισθοδρομήσεως, αλλά δεν επανέφερε το όπλον εις ειρηνικήν θέσιν, ουδέ κατεβίβασε τη σκανδάλην.

- Φίλος και τι θέλεις εδώ; ηρώτησε με απειλητικήν φωνήν.

- Τι θέλω; επανέλαβεν ο μπαρμπα-Πίπης. Κάθουμαι και φουμάρω το τσιγάρο μου.

- Και δεν πας αλλού να το φουμάρης, ρε; απήντησεν αυθαδώς ο άγνωστος. Ηύρες τον τόπον, ρε, για να φουμάρης το τσιγάρο σου!

- Και γιατί; επανέλαβεν ο μπαρμπα-Πίπης. Τις σας έβλαψα;

- Δεν ξέρω εγώ απ' αυτά, είπεν οργίλως ο αγρότης, εδώ είναι αποθήκη, έχει χόρτα, έχει κι άλλα πράματα μέσα. Μόνον κότες δεν έχει, προσέθηκε μετά σκληρού σαρκασμού. Εγελάστηκες.

Ητο πρόδηλον, ότι είχεν εκλάβει το γηραιόν φίλον μου ως ορνιθόκλοπον, και διά να τον εκδικηθή του έλεγεν ότι τάχα δεν είχεν όρνιθας, ενώ κυρίως ο αγρονόμος διά τας όρνιθάς του θα εφοβήθη και ωπλίση με την καραβίναν του.

Ο μπάρμπα-Πίπης εγέλασε πικρώς προς τον υβριστικόν υπαινιγμόν.

- Συ εγελάστηκες, απήντησεν, εγώ κότες δεν κλέφτω, ούτε λωποδύτης είμαι, εγώ πηγαίνω στον Πειραιά ν' ακούσω Ανάσταση στον Αγιο Σπυρίδωνα.

Ο χωρικός εκάγχασε.

- Στον Περαία; στον Αϊ - Σπυρίδωνα; κι από πού έρχεσαι;

- Απ' την Αθήνα.

- Απ' την Αθήνα; και δεν έχει εκεί εκκλησίες ν' ακούσης Ανάσταση;

- Εχει εκκλησίες, μα εγώ το έχω τάξιμο, απήντησεν ο μπάρμπα-Σπύρος.

Ο χωρικός εσιώπησε προς στιγμήν, είτα επανέλαβε.

- Να φχαριστάς καημένε...

Και τότε μόνον κατεβίβασεν τη σκανδάλην και ώρθωσε το όπλον προς τον ώμον του.

- Να φχαριστάς, καημένε, την ημέραν που ξημερώνει αύριον, ει δε μη, δεν το 'χα για τίποτες να σε ξαπλώσω δω χάμου. Τράβα τώρα!

Ο γέρων Κερκυραίος είχεν εγερθή και ητοιμάζετο ν' απέλθη, αλλά δεν ηδυνήθη να μη δώση τελευταίαν απάντησιν.

- Κάνεις άδικα και συγχωρεμένος να 'σαι που με προσβάλλεις, είπε. Σ' ευχαριστώ ως τόσο που δε με ετουφέκισες, αλλά νον βα μπένε... δεν κάνεις καλά να με παίρνης για κλέφτη. Εγώ είμαι διαβάτης, κι επήγαινα, σου λέω, στον Πειραιά.

- Ελα, σκόλα, σκόλα τώρα, ρε...

Και ο χωρικός στρέψας την ράχιν εισήλθεν ανατολικώς διά της θύρας του περιβολίου, κι έγινεν άφαντος.

Ο γέρων φίλος μου εξηκολούθησε τον δρόμον του.

Το συμβεβηκός τούτο δεν εμπόδισε τον μπαρμπα-Πίπην να εξακολουθή κατ' έτος την ευσεβή του συνήθειαν, να καταβαίνη πεζός εις τον Πειραιά, να προσέρχηται εις τον Αγιον Σπυρίδωνα και να κάμη Πάσχα ρωμέικο.

Εφέτος το μισοσαράκοστον μοι επρότεινεν, αν ήθελα να τον συνοδεύσω εφέτος εις την προσκύνησίν του ταύτην. Θα προσεχώρουν δε εις την επιθυμίαν του, αν από πολλών ετών δεν είχα τη συνήθεια να εορτάζω εκτός του Αστεως το Αγιον Πάσχα.

ΟΝΕΙΡΟ ΣΤΟ ΚΥΜΑ

Ήμην πτωχόν βοσκόπουλον εις τα όρη. Δεκαοκτώ ετών, και δεν ήξευρα ακόμη άλφα. Χωρίς να το ηξεύρω, ήμην ευτυχής. Την τελευταίαν φοράν οπού εγεύθην την ευτυχίαν ήτον το θέρος εκείνο του έτους 187... Ήμην ωραίος έφηβος, κ' έβλεπα το πρωίμως στρυφνόν, ηλιοκαές πρόσωπον μου να γυαλίζεται εις τα ρυάκια και τας βρύσεις, κ' εγύμναζα το ευλύγιστον, υψηλόν ανάστημα μου ανά τους βράχους και τα βουνά.

Τον χειμώνα που ήρχισ' ευθύς κατόπιν μ' επήρε πλησίον του ο γηραιός πάτερ Σισώης, ή Σισώνης, καθώς τον ωνόμαζον οι χωρικοί μας, και μ' έμαθε γράμματα. Ήτον πρώην διδάσκαλος, και μέχρι τέλους τον προσηγόρευον όλοι εις την κλητικήν "δάσκαλε". Εις τους χρόνους της Επαναστάσεως ήτον μοναχός και διάκονος. Είτα ηγάπησε μίαν Τουρκοπούλαν, καθώς έλεγαν, την έκλεψεν, από ένα χαρέμι της Σμύρνης, την εβάπτισε και την ενυμφεύθη.

Ευθύς μετά την αποκατάστασιν των πραγμάτων, επί Καποδίστρια κυβερνήτου, εδίδασκεν εις διάφορα σχολεία ανά την Ελλάδα, και είχεν ου μικράν φήμην, υπό το όνομα "ο Σωτηράκης ο δάσκαλος". Αργότερα αφού εξησφάλισε την οικογένειάν του, ενθυμήθη την παλαιάν υποχρέωσιν του, εφόρεσε και πάλιν τα ράσα, ως απλούς μοναχός την φοράν ταύτην, κωλυόμενος να ιερατεύη κ' εγκατεβίωσεν εν μετανοία, εις το Κοινόβιον του Ευαγγελισμού. Εκεί έκλαυσε το αμάρτημά του, το έχον γενναίαν αγαθοεργίαν ως εξόχως ελαφρυντικήν περίστασιν, και λέγουν ότι εσώθη.

Αφού έμαθα τα πρώτα γράμματα πλησίον του γηραιού Σισώη, εστάλην ως υπότροφος της Μονής είς τινα κατ' επαρχίαν ιερατικήν σχολήν, όπου κατετάχθην αμέσως εις την ανωτέραν τάξιν, είτα εις την εν Αθήναις Ριζάρειον. Τέλος, αρχίσας τας σπουδάς μου σχεδόν εικοσαετής, εξήλθα τριακοντούτης από το Πανεπιστήμιον· εξήλθα δικηγόρος με δίπλωμα προλύτου...

Μεγάλην προκοπήν, εννοείται, δεν έκαμα. Σήμερον εξακολουθώ να εργάζωμαι ως βοηθός ακόμη εις το γραφείον επιφανούς τινος δικηγόρου και πολιτευτού εν Αθήναις, τον οποίον μισώ, αγνοώ εκ ποίας σκοτεινής αφορμής, αλλά πιθανώς επειδή τον έχω ως προστάτην και ευεργέτην. Και είμαι περιωρισμένος και ανεπιτήδειος, ουδέ δύναμαι να ωφεληθώ από την θέσιν την οποίαν κατέχω πλησίον του δικηγόρου μου, θέσιν οιονεί αυλικού.

Καθώς ο σκύλος, ο δεμένος με πολύ σχοινίον εις την αυλήν του αυθέντου του, δεν ημπορεί να γαυγίζη ούτε να δαγκάση έξω από την ακτίνα και το τόξον τα οποία διαγράφει το κοντόν σχοινίον, παρομοίως κ' εγώ δεν δύναμαι ούτε να είπω, ούτε να πράξω τίποτε περισσότερον παρ όσον μου επιτρέπει η στενή δικαιοδοσία, την οποίαν έχω εις το γραφείον του προϊσταμένου μου.

* * * Η τελευταία χρονιά που ήμην ακόμη φυσικός άνθρωπος ήτον το θέρος εκείνο του έτους 187... Ήμην ωραίος έφηβος, καστανόμαλλος βοσκός, κ' έβοσκα τας αίγας της Μονής του Ευαγγελισμού εις τα όρη τα παραθαλάσσια, τ' ανερχόμενα αποτόμως δια κρημνώδους ακτής, ύπερθεν του κράτους του Βορρά και του πελάγους. Όλον το κατάμερον εκείνο, το καλούμενον Ξάρμενο, από τα πλοία τα οποία κατέπλεον ξάρμενα ή ξυλάρμενα, εξωθούμενα από τας τρικυμίας, ήτον ιδικόν μου.

Η πετρώδης, απότομος ακτή μου, η Πλατάνα, ο Μέγας Γιαλός, το Κλήμα, έβλεπε προς τον Καικίαν, και ήτον αναπεπταμένη προς τον Βορράν. Εφαινόμην κ' εγώ ως να είχα μεγάλην συγγένειαν με τους δύο τούτους ανέμους, οι οποίοι ανέμιζαν τα μαλλιά μου, και τα έκαμναν να είναι σγουρά όπως οι θάμνοι κ' αι αγριελαίαι, τας οποίας εκύρτωναν με το ακούραστον φύσημα των, με το αιώνιον της πνοής των φραγγέλιον.

Όλα εκείνα ήσαν ιδικά μου. Οι λόγοι, αι φάραγγες, αι κοιλάδες, όλος ο αιγιαλός, και τα βουνά. Το χωράφι ήτον του γεωργού μόνον εις τας ημέρας που ήρχετο να οργώση ή να σπείρη, κ' έκαμνε τρις το σημείον του σταυρού, κ' έλεγεν: "Εις το όνομα του Πατρός και του Υιού και του Αγίου Πνεύματος, σπέρνω αυτό το χωράφι, για να φάνε όλ' οι ξένοι κ' οι διαβάτες, και τα πετεινά τ' ουρανού, και να πάρω κ εγώ τον κόπο μου!"

Εγώ, χωρίς ποτέ να οργώσω ή να σπείρω, το εθέριζα εν μέρει. Εμιμούμην τους πεινασμένους μαθητάς του Σωτήρος, κ' έβαλλα εις εφαρμογήν τας διατάξεις του Δευτερονομίου χωρίς να τας γνωρίζω.

Της πτωχής χήρας ήτον η άμπελος μόνον εις τας ώρας που ήρχετο η ίδια διά να θειαφίση, ν' αργολογήση, να γέμιση ένα καλάθι σταφύλια, ή να τρύγηση αν έμενε τίποτε διά τρύγημα. Όλον τον άλλον καιρόν ήτον κτήμα ιδικόν μου.

Μόνους αντιζήλους εις την νομήν και την κάρπωσιν ταύτην είχα τους μισθωτούς της δημαρχίας, τους αγροφύλακας, οι οποιοι επί τη προφάσει, ότι εφύλαγαν τα περιβόλια του κόσμου, εννοούσαν να εκλέγουν αυτοί τας καλυτέρας οπώρας. Αυτοί πράγματι δεν μου ήθελαν το καλόν μου. Ήσαν τρομεροι ανταγωνισταί δι' εμέ.

Το κυρίως κατάμερόν μου ήτον υψηλότερα, έξω της ακτίνος των ελαιώνων και αμπέλων, εγώ όμως συχνά επατούσα τα σύνορα. Εκεί παραπαίω, ανάμεσα εις δύο φάραγγας και τρεις κορυφάς, πλήρεις αγρίων θάμνων, χόρτου και χαμοκλάδων, έβοσκα τα γίδια του Μοναστηρίου. Ήμην "παραγυιός", αντί μισθού πέντε δραχμών τον μήνα, τας οποίας ακολούθως μου ηύξησαν εις εξ. Σιμά εις τον μισθόν τούτον, το Μοναστήρι μου έδιδε και φασκιές διά τσαρούχια, και άφθονα μαύρα ψωμία ή πίττες, καθώς τα ωνόμαζαν οι καλόγηροι.

Μόνον διαρκή γείτονα, όταν κατηρχόμην κάτω, εις την άκρην της περιοχής μου, είχα τον κυρ Μόσχον, ένα μικρόν άρχοντα λίαν ιδιότροπον. Ο κυρ Μόσχος εκατοίκει εις την εξοχήν, εις ένα ωραίον μικρόν πύργον μαζί με την ανεψιάν του την Μοσχούλαν, την οποίαν είχεν υιοθετήσει, επειδή ήτον χηρευμένος και άτεκνος. Την είχε προσλάβει πλησίον του, μονογενή, ορφανήν εκ κοιλίας μητρός, και την ηγάπα ως να ήτο θυγάτηρ του.

Ο κυρ Μόσχος είχεν αποκτήσει περιουσίαν εις επιχειρήσεις και ταξίδια. Έχων εκτεταμένον κτήμα εις την θέσιν εκείνην, έπεισε μερικούς πτωχούς γείτονας να του πωλήσουν τους αγρούς των, ηγόρασεν ούτως οκτώ η δέκα συνεχόμενα χωράφια, τα περιετείχισεν όλα ομού, και απετέλεσεν εν μέγα διά τον τόπον μας κτήμα, με πολλών εκατοντάδων στρεμμάτων έκτασιν. Ο περίβολος διά να κτισθή εστοίχισε πολλά, ίσως περισσότερα ή όσα ήξιζε το κτήμα· αλλά δεν τον έμελλε δι' αυτά τον κυρ Μόσχον θέλοντα να έχη χωριστόν οιονεί βασίλειον δι' εαυτόν και διά την ανεψιάν του.

Έκτισεν εις την άκρην πυργοειδή υψηλόν οικίσκον, με δύο πατώματα, εκαθάρισε και περιεμάζευσε τους εσκορπισμένους κρουνούς του νερού, ήνοιξε και πηγάδι προς κατασκευήν μαγγάνου διά το πότισμα. Διήρεσε το κτήμα εις τέσσαρα μέρη· εις άμπελον, ελαιώνα, αγροκήπιον με πλήθος οπωροφόρων δένδρων και κήπους με αιμασιάς ή μποστάνια.

Εγκατεστάθη εκεί, κ' έζη διαρκώς εις την εξοχήν, σπανίως κατερχόμενος εις την πολίχνην. Το κτήμα ήτον παρά το χείλος της θαλάσσης, κ' ενώ, ο επάνω τοίχος έφθανεν ως την κορυφήν του μικρού βουνού, ο κάτω τοίχος, με σφοδρόν βορράν πνέοντα, σχεδόν εβρέχετο από το κύμα.

* * * Ο κυρ Μόσχος είχεν ως συντροφιάν το τσιμπούκι του, το κομβολόγι του, το σκαλιστήρι του και την ανεψιάν του την Μοσχούλαν. Η παιδίσκη θα ήτον ως δύο έτη νεωτέρα εμού. Μικρή επήδα από βράχον εις βράχον, έτρεχεν από κολπίσκον εις κολπίσκον, κάτω εις τον αιγιαλόν, έβγαζε κοχύλια κ' εκυνηγούσε τα καβούρια. Ήτον θερμόαιμος και ανήσυχος ως πτηνόν του αιγιαλού. Ήτον ωραία μελαχροινή, κ' ενθύμιζε την νύμφην του ?σματος την ηλιοκαυμένην, την οποίαν οι υιοί της μητρός της είχαν βάλει να φυλάη τ' αμπέλια· "Ιδού εί καλή, η πλησίον μου, ιδού εί καλή· οφθαλμοί σου περιστεραί...". Ο λαιμός της, καθώς έφεγγε και υπέφωσκεν υπό την τραχηλιάν της, ήτον απείρως λευκότερος από τον χρώτα του προσώπου της.

Ήτον ωχρά, ροδίνη, χρυσαυγίζουσα και μου εφαίνετο να ομοιάζη με την μικρήν στέρφαν αίγα, την μικρόσωμον και λεπτοφυή, με κατάστιλπνον τρίχωμα, την οποία εγώ είχα ονομάσει Μοσχούλαν. Το παράθυρον του πύργου το δυτικόν ηνοίγετο προς τον λόγγον, ο οποίος ήρχιζε να βαθύνεται πέραν της κορυφής του βουνού, οπού ήσαν χαμόκλαδα, ευώδεις θάμνοι, και αργιλλώδης γη τραχειά. Εκεί ήρχιζεν η περιοχή μου. Έως εκεί κατηρχόμην συχνά, κ' έβοσκα τας αίγας των καλογήρων, των πνευματικών πατέρων μου.

Μίαν ημέραν, δεν ηξεύρω πώς, ενώ εμέτρουν καθώς εσυνήθιζα τας αίγας μου (ήσαν όλαι πενηνταέξ κατ εκείνον τον χρόνον· άλλοτε ανεβοκατέβαινεν ο αριθμός των μεταξύ εξήντα και σαρανταπέντε), η Μοσχούλα, η ευνοούμενη μου κατσίκα, είχε μείνει οπίσω, και δεν ευρέθη εις το μέτρημα. Τας εύρισκα όλας 55. Εάν έλειπεν άλλη κατσίκα, δεν θα παρετήρουν αμέσως την ταυτότητα, αλλά μόνον την μονάδα πού έλειπεν· αλλ' η απουσία της Μοσχούλας ήτον επαισθητή. Ετρόμαξα. Τάχα ο αετός μου την επήρε;

Εις τα μέρη εκείνα, τα κάπως χαμηλότερα, οι αετοί δεν κατεδέχοντο να μας επισκέπτωνται συχνά. Το μέγα ορμητήριον των ήτον υψηλά προς δυσμάς, εις το κατάλευκον πετρώδες βουνόν, το καλούμενον Αετοφωλιά φερωνύμως. Αλλά δεν μου εφαίνετο όλως παράδοξον ή ανήκουστον πράγμα, ο αετός να κατήλθεν εκτάκτως, τρωθείς από τα κάλλη της Μοσχούλας, της μικράς κατσίκας μου. Εφώναζα ως τρελός:

-Μοσχούλα!... πού ειν' η Μοσχούλα; Ούτε είχα παρατηρήσει την παρουσία της Μοσχούλας, της ανεψιάς του κυρ Μόσχου, εκεί σιμά. Αυτή έτυχε να έχη ανοικτόν το παράθυρον. Ο τοίχος του περιβολιού του κτήματος, και η οικία η ακουμβώσα επάνω εις αυτόν, απείχον περί τα πεντακόσια βήματα από την θέσιν οπού ευρισκόμην εγώ με τας αίγας μου. Καθώς ήκουσε τας φωνάς μου, η παιδίσκη ανωρθώθη, προέκυψεν εις τον παράθυρον και έκραξε:

-Τί έχεις και φωνάζεις; Εγώ δεν ήξευρα τι να είπω· εν τοσούτω απήντησα:

-Φωνάζω εγώ την κατσίκα μου, τη Μοσχούλα!... Με σένα δεν έχω να κάμω.

Καθώς ήκουσε την φωνήν μου, έκλεισε το παράθυρον κ' έγινεν άφαντη.

Μίαν άλλην ημέραν με είδε πάλιν από το παράθυρον της εις εκείνην την ιδίαν θέσιν. Ήμην πλαγιασμένος εις ένα ίσκιον, άφηνα τας αίγας μου να βοσκούν, κ' εσφύριζα ένα ήχον, εν άσμα του βουνού αιπολικόν.

Δεν ηξεύρω πώς της ήλθε να μου φωνάξη:

- Έτσι όλο τραγουδείς!;.. Δε σ' άκουσα ποτέ μου να παίζης το σουραύλι!... Βοσκός και να μην έχη σουραύλι, σαν παράξενο μου φαίνεται!...

Είχα εγώ σουραύλι (ήτοι φλογέραν), αλλά δεν είχα αρκετόν θράσος ώστε να παίζω εν γνώσει ότι θα με ήκουεν αυτή... Την φοράν ταύτην εφιλοτιμήθην να παίξω προς χάριν της, αλλά δεν ηξεύρω πως της εφάνη η τέχνη μου η αυλητική. Μόνον ήξεύρω ότι μου έστειλε δι' αμοιβήν ολίγα ξηρά σύκα, κ' ένα τάσι γεμάτο πετμέζι.

* * * Μίαν εσπέραν, καθώς είχα κατεβάσει τα γίδια μου κάτω εις τον αιγιαλόν, ανάμεσα εις τους βράχους, όπου εσχημάτιζε χιλίους γλαφυρούς κολπίσκους και αγκαλίτσες το κύμα, όπου αλλού εκυρτώνοντο οι βράχοι εις προβλήτας και αλλού εκοιλαίνοντο εις σπήλαια· και ανάμεσα εις τους τόσους ελιγμούς και δαιδάλους του νερού, το οποίον εισεχώρει μορμυρίζον, χορεύον με άτακτους φλοίσβους και αφρούς, όμοιον με το βρέφος το ψελλίζον, που αναπηδά εις το λίκνόν του και λαχταρεί να σηκωθή και να χορεύση εις την χείρα της μητρός που το έψαυσε ? καθώς είχα κατεβάσει, λέγω, τα γίδια μου διά ν' "αρμυρίσουν" εις την θάλασσαν, όπως συχνά εσυνήθιζα, είδα την ακρογιαλιάν που ήτον μεγάλη χαρά και μαγεία, και την "ελιμπίστηκα", κ' ελαχτάρησα να πέσω να κολυμβήσω. Ήτον τον Αύγουστον μήνα.

Ανέβασα το κοπάδι μου ολίγον παραπάνω από τον βράχον, ανάμεσα εις δύο κρημνούς και εις ένα μονοπάτι το οποίον εχαράσσετο επάνω εις την ράχιν. Δι αυτού είχα κατέλθει, και δι' αυτού έμελλα πάλιν να επιστρέψω εις το βουνόν, την νύκτα εις την στάνην μου. ?φησα εκεί τα γίδια μου διά να βοσκήσουν εις τα κρίταμα και τας αρμυρήθρας, αν και δεν επεινούσαν πλέον. Τα εσφύριξα σίγα διά να καθίσουν να ησυχάσουν και να με περιμένουν. Με άκουσαν κ' εκάθισαν ήσυχα. Επτά ή οκτώ εξ αυτών τράγοι ήσαν κωδωνοφόροι και σα ήκουον μακρόθεν τους κωδωνισμούς των, αν τυχόν εδείκνυον συμπτώματα ανησυχίας.

Εγύρισα οπίσω, κατέβην πάλιν τον κρημνόν, κ έφθασα κάτω εις την θάλασσαν. Την ώραν εκείνην είχε βασιλέψει ο ήλιος, και το φεγγάρι σχεδόν ολόγεμον ήρχισε να λάμπη χαμηλά, ως δύο καλαμιές υψηλότερα από τα βουνά της αντικρινής νήσου. Ο βράχος ο δικός μου έτεινε προς βορράν, και πέραν από τον άλλον κάβον προς δυσμάς, αριστερά μου, έβλεπα μίαν πτυχήν από την πορφύραν του ήλιου, που είχε βασιλέψει εκείνην την στιγμήν.

Ήτον η ουρά της λαμπράς αλουργίδος που σύρεται οπίσω, ή ήτον ο τάπης, που του έστρωνε, καθώς λέγουν, η μάννα του, διά να καθίση να δειπνήση.

Δεξιά από τον μέγαν κυρτόν βράχον μου, εσχηματίζετο μικρόν άντρον θαλάσσιον, στρωμένον με άσπρα κρυσταλλοειδή κοχύλια και λαμπρά ποικιλόχρωμα χαλίκια, που εφαίνετο πως το είχον ευτρεπίσει και στολίσει αι νύμφαι των θαλασσων. Από το άντρον εκείνο ήρχιζεν ένα μονοπάτι, διά του οποίου ανέβαινε τις πλαγίως την απότομον ακρογιαλιάν, κ έφθανεν εις την κάτω πόρταν του τοιχογυρίσματος του κυρ Μόσχου, του οποίου ο ένας τοίχος έζωνεν εις μήκος εκατοντάδων μέτρων όλον τον αιγιαλόν.

Επέταξα αμέσως το υποκάμισον μου, την περισκελίδα μου, κ' έπεσα εις την θάλασσαν. Επλύθην, ελούσθην, εκολύμβησα επ' ολίγα λεπτά της ώρας. Ησθανόμην γλύκαν, μαγείαν άφατον, εφανταζόμην τον εαυτόν μου ως να ήμην έν με το κύμα, ως να μετείχαν της φύσεως αυτού, της υγράς και αλμυράς και δροσώδους. Δεν θα μου έκανε ποτέ καρδιά να έβγω από την θάλασσαν, δεν θα εχόρταινα ποτέ το κολύμβημα, αν δεν είχα την έννοιαν του κοπαδιού μου. Όσην υπακοήν και αν είχαν προς εμέ τα ερίφια, και αν ήκουον την φωνήν μου διά να καθίσουν ήσυχα, ερίφια ήσαν, δυσάγωγα και άπιστα όσον και τα μικρά παιδιά. Εφοβούμην μήπως τινά αποσκιρτήσουν και μου φύγουν, και τότε έπρεπε να τρέχω να τα ζητώ την νύκτα εις τους λόγγους και τα βουνά οδηγούμενος μόνον από τον ήχον των κωδωνίσκων των τραγών. Όσον αφορά την Μοσχούλαν, διά να είμαι βέβαιος, ότι δεν θα μου φύγη πάλιν, καθώς μου είχε φύγει την άλλην φοράν, οπότε ο άγνωστος κλέπτης (ω να τον έπιανα) της είχε κλέψει, ο ανόητος, τον επίχρυσον κωδωνίσκον με το κόκκινον περιδέραιον από τον λαιμόν, εφρόντισα να την δέσω μ' ένα σχοινάκι εις την ρίζαν ενός θάμνου ολίγον παραπάνω από τον βράχον, εις την βάσιν του οποίου είχα αφήσει τα ρούχα μου πριν ριφθώ εις την θάλασσαν.

Επήδησα ταχέως έξω, εφόρεσα το υποκάμισον μου, την περισκελίδα μου, έκαμα ένα βήμα διά να ανάβω. ?νω της κορυφής του βράχου, του οποίου η βάσις εβρέχετο από την θάλασσαν, θα έλυα την Μοσχούλαν, την μικρήν αίγα μου, και με διακόσια ή περισσότερα βήματα θα επέστρεφα πλησίον εις το κοπάδι μου. Ο μικρός εκείνος ανήφορος, ο ολισθηρός κρημνός ήτο δι' εμέ άθυρμα, όσον ένα σκαλοπάτι μαρμάρινης σκάλας, το οποίον φιλοτιμούνται να πηδήσουν εκ των κάτω προς τα άνω αμιλλώμενα τα παιδιά της γειτονιάς.

Την στιγμήν εκείνην, ενώ έκαμα το πρώτον βήμα, ακούω σφοδρόν πλατάγισμα εις την θάλασσαν, ως σώματος πίπτοντος εις το κύμα. Ο κρότος ήρχετο δεξιόθεν, από το μέρος του άντρου του κογχυλοστρώτου και νυμφοστολίστου, όπου ήξευρα, ότι ενίοτε κατήρχετο η Μοσχούλα, η ανεψιά του κυρ Μόσχου, κ' ελούετο εις την θάλασσαν. Δεν θα ερριψοκινδύνευα να έλθω τόσον σιμά εις τα σύνορα της, εγώ ο σατυρίσκος του βουνού, να λουσθώ, εάν ήξευρα ότι εσυνήθιζε να λούεται και την νύκτα με το φως της σελήνης. Εγνώριζα ότι το πρωί, άμα τη ανατολή του ήλιου, συνήθως ελούετο.

-Έκαμα δύο-τρία βήματα χωρίς τον ελάχιστον θόρυβον, ανερριχήθην εις τα άνω, έκυψα με άκραν προφύλαξιν προς το μέρος του άντρου, καλυπτόμενος όπισθεν ενός σχοίνου και σκεπόμενος από την κορυφήν του βράχου, και είδα πράγματι ότι η Μοσχούλα είχε πέσει αρτίως εις το κύμα γυμνή, κ' ελούετο...

* * * Την ανεγνώρισα πάραυτα εις το φως της σελήνης το μελιχρόν, το περιαργυρούν όλην την άπειρον οθόνην του γαληνιώντος πελάγους, και κάμνον να χορεύουν φωσφορίζοντα τα κύματα. Είχε βυθισθή άπαξ καθώς ερρίφθη εις την θάλασσαν, είχε βρέξει την κόμην της, από τους βοστρύχους της οποίας ως ποταμός από μαργαρίτας έρρεε το νερόν, και είχεν αναδύσει· έβλεπε κατά τύχην προς το μέρος όπου ήμην εγώ, κ' εκινείτο εδώ κ' εκεί προσπαίζουσα και πλέουσα. Ήξευρε καλώς να κολυμβά.

Δια να φύγω έπρεπεν εξ άπαντος να πατήσω επί μιαν στιγμήν ορθός εις την κορυφήν του βράχου, είτα να κύψω όπισθεν θάμνων, να λύσω την αίγα μου, και να γίνω άφαντος κρατών την πνοήν μου, χωρίς τον ελάχιστον κρότον η θρούν. Αλλ' η στιγμή καθ' ην θα διηρχόμην διά της κορυφής του βράχου ήρκει διά να με ίδη η Μοσχούλα. Ήτον αδύνατον, καθώς εκείνη έβλεπε προς το μέρος μου, να φύγω αόρατος.

Το ανάστημα μου θα διεγράφετο διά μίαν στιγμήν υψηλόν και δεχόμενον δαψιλώς το φως της σελήνης, επάνω του βράχου. Εκεί η κόρη θα με έβλεπε, καθώς ήταν εστραμμένη προς τα εδώ. Ω! πώς θα εξαφνίζετο. θα ετρόμαζεν ευλόγως, θα εφώναζεν, είτα θα με κατηγόρει διά σκοπούς αθεμίτους, και τοτε αλλοίμονον εις τον μικρόν βοσκόν!

Η πρώτη ιδέα μου ήτον να βήξω, να της δώσω αμέσως είδησιν, και να κράξω: "? Βρέθηκα εδώ, χωρίς να ξέρω... Μην τρομάζης!... φεύγω αμέσως, κοπέλα μου!"

Πλην, δεν ηξεύρω πώς, υπήρξα σκαιός και άτολμος. Κανείς δεν με είχε διδάξει μαθήματα κοσμιότητος εις τα βουνά μου. Συνεστάλην, κατέβην πάλιν κάτω εις την ρίζαν του βράχου κ' επερίμενα.

"Αυτή δεν θ' αργήση, έλεγα μέσα μου· τώρα θα κολυμπήση, θα ντυθή και θα φύγη... θα τραβήξη αυτή το μονοπάτι της, κ εγώ τον κρημνό μου!..." Κ' ενθυμήθην τότε τον Σισώην, και τον πνευματικόν του μοναστηρίου, τον παπα-Γρηγόριον, οίτινες πολλάκις με είχον συμβουλεύσει να φεύγω, πάντοτε, τον γυναικείον πειρασμόν!

Εκ της ιδέας του να περιμένω δεν υπήρχεν άλλο μέσον ή προσφυγή, ειμή ν' αποφασίσω να ριφθώ εις την θάλασσαν, με τα ρούχα, όπως ήμην, να κολυμβήσω εις τα βαθέα, άπατα νερά, όλον το προς δυσμάς διάστημα, το από της ακτής όπου ευρισκόμην, εντεύθεν του μέρους όπου ελούετο η νεάνις, μέχρι του κυρίως όρμου και της άμμου, επειδή εις όλον εκείνο το διάστημα, ως ημίσεος μιλίου, η ακρογιαλιά ήτον άβατος, απάτητος, όλη βράχος και κρημνός. Μόνον εις το μέρος όπου ήμην εσχηματίζετο το λίκνον εκείνο του θαλασσίου νερού, μεταξύ σπηλαίων και βράχων.

Θ' άφηνα την Μοσχούλαν μου, την αίγα, εις την τύχην της, δεμένη εκεί επάνω, άνωθεν του βράχου, και άμα έφθανα εις την άμμον με διάβροχα τα ρούχα μου (διότι ήτο ανάγκη να πλεύσω με τα ρούχα), στάζων άλμην και αφρόν, θα εβάδιζα δισχίλια βήματα διά να επιστρέψω από άλλο μονοπάτι πάλιν πλησίον του κοπαδιού μου, θα κατέβαινα τον κρημνόν παρακάτω διά να λύσω την Μοσχούλαν την αίγα μου, οπότε η ανεψιά του κυρ Μόσχου θα είχε φύγει χωρίς ν' αφήση βεβαίως κανέν ίχνος εις τον αιγιαλόν. Το σχέδιον τούτο αν το εξετέλουν, θα ήτο μέγας κόπος, αληθής άθλος, θα εχρειάζετο δε και μίαν ώραν και πλέον. Ουδέ θα ήμην πλέον βέβαιος περί της ασφαλείας του κοπαδιού μου.

Δεν υπήρχεν άλλη αίρεσις, ειμή να περιμένω. Θα εκράτουν την αναπνοήν μου. Η κόρη εκείνη δεν θα υπώπτευε την παρουσίαν μου. ?λλως ήμην εν συνειδήσει αθώος.

Εντοσούτω όσον αθώος και αν ήμην, η περιέργεια δεν μου έλειπε. Και ανερριχήθην πάλιν σιγά-σιγά προς τα επάνω και εις την κορυφήν του βράχου, καλυπτόμενος όπισθεν των θάμνων έκυψα να ίδω την κολυμβώσαν νεανίδα.

Ήτον απόλαυσις, όνειρον, θαύμα. Είχεν απομακρυνθή ως πέντε οργυιάς από το άντρον, και έπλεε, κ' έβλεπε τώρα προς ανατολάς, στρέφουσα τα νώτα προς το μέρος μου. Έβλεπα την αμαυράν και όμως χρυσίζουσαν αμυδρώς κόμην της, τον τράχηλόν της τον εύγραμμον, τας λεύκας ως γάλα ωμοπλάτας, τους βραχίονας τους τορνευτούς, όλα συγχεόμενα, μελιχρά και ονειρώδη εις το φέγγος της σελήνης. Διέβλεπα την οσφύν της την ευλύγιστον, τα ισχία της, τας κνήμας, τους πόδας της, μεταξύ σκιάς και φωτός, βαπτιζόμενα εις το κύμα. Εμάντευα το στέρνον της, τους κόλπους της, γλαφυρούς, προέχοντας, δεχομένους όλας της αύρας τας ριπάς και της θαλάσσης το θείον άρωμα. Ήτο πνοή, ίνδαλμα αφάνταστον, όνειρον επιπλέον εις το κύμα· ήτον νηρηίς, σειρήν, πλέουσα, ως πλέει ναυς μαγική, η ναυς των ονείρων...

Ούτε μου ήλθε τότε η ιδέα ότι, αν επάτουν επάνω εις τον βράχον, όρθιος ή κυρτός, με σκοπόν να φύγω, ήτον σχεδόν βέβαιον, ότι η νέα δεν θα μ έβλεπε, και θα ημπορούσα ν' αποχωρήσω εν τάξει. Εκείνη έβλεπε προς ανατολάς, εγώ ευρισκόμην προς δυσμάς όπισθεν της. Ούτε η σκιά μου δεν θα την ετάραττεν. Αύτη, επειδή η σελήνη ήτον εις τ' ανατολικά, θα έπιπτε προς το δυτικόν μέρος, όπισθεν του βράχου μου, κ' εντεύθεν του άντρου.

Είχα μείνει χάσκων, εν εκστάσει, και δεν εσκεπτόμην πλέον τα επίγεια.

* * * Δεν δύναμαι να είπω αν μου ήλθον πονηροί, και συνάμα παιδικοί ανόητοι λογισμοί, εν είδει ευχών κατάραι. "Να εκινδύνευεν έξαφνα! να έβαζε μιά φωνή! να έβλεπε κανένα ροφόν εις τον πυθμένα, τον οποίον να εκλάβη διά θηρίον, διά σκυλόψαρον, και να εφώναζεν βοήθειαν!..."

Είναι αληθές, ότι δεν εχόρταινα να βλέπω το όνειρον, το πλέον εις το κύμα. Αλλά την τελευταίαν στιγμήν, αλλοκότως, μου επανήλθε πάλιν η πρώτη ιδέα... Να ριφθώ εις τα κύματα, προς το αντίθετον μέρος, εις τα όπισθεν, να κολυμβήσω όλον εκείνο το διάστημα έως την άμμον, και να φύγω, να φύγω τον πειρασμόν!...

Και πάλιν δεν εχόρταινα να βλέπω το όνειρον... Αίφνης εις τας ανάγκας του πραγματικού κόσμου μ' επανέφερεν η φωνή της κατσίκας μου. Η μικρή Μοσχούλα ήρχισεν αίφνης να βελάζη!...

Ώ, αυτό δεν το είχα προβλέψει. Ημπορούσα να σιωπώ εγώ, αλλά δυστυχώς δεν ήτον εύκολον να επιβάλω σιωπήν εις την αίγα μου. Δεν ήξευρα καλά αν υπήρχον πρόχειροι φιμώσεις διά τα θρέμματα, επειδή δεν είχα μάθει ακόμη να κλέπτω ζωντανά πράγματα, καθώς ο άγνωστος εχθρός, ο οποίος της είχε κλέψει τον κωδωνίσκον· αλλά δεν της είχε κόψει και την γλώσσαν διά να μη βελάζη. - Με ράμνον πολύκλαδον εις το στόμα, ή με σπαρτίον περί το ρύγχος, ή όπως άλλως· αλλά και αν το ήξευρα πού να το συλλογισθώ!

Έτρεξα τότε παράφορος να σφίγξω το ρύγχος της με την παλάμην, να μη βελάζη... Την στιγμήν εκείνην ελησμόνησα την κόρην την κολυμβώσαν χάριν αυτής ταύτης της κόρης. Δεν εσκέφθην αν ήτον φόβος να με ίδη, και ημιωρθώθην κυρτός πάντοτε, κ επάτησα επί του βράχου, διά να προλάβω και φθάσω πλησίον της κατσίκας.

Συγχρόνως μ' εκυρίευσε και φόβος από την φιλοστοργίαν την οποίαν έτρεφα προς την πτωχήν αίγα μου. Το σχοινίον με το όποιον την είχα δέσει εις την ρίζαν του θάμνου ήτον πολύ κοντόν. Τάχα μην "εσχοινιάσθη", μην εμπερδεύθη και περιεπλάκη ο τράχηλος της, μην ήτον κίνδυνος να πνίγη το ταλαίπωρον ζώον;

* * * Δεν ηξεύρω αν η κόρη η λουσμένη εις την θάλασσαν ήκουσε την φωνήν της γίδας μου. Αλλά και αν την είχε ακούσει, τί το παράδοξον; Ποίος φόβος ήτον; Το ν' ακούη τις φωνήν ζώου εκει που κολυμβά, αφού δεν απέχει ειμή ολίγας οργυιάς από την ξηράν, δεν είναι τίποτε έκτακτον.

Αλλ' όμως, η στιγμή εκείνη, που είχα πατήσει εις την κορυφήν του βράχου, ήρκεσεν. Η νεαρά κόρη, είτε ήκουσεν είτε όχι την φωνήν της κατσίκας -μάλλον φαίνεται ότι την ήκουσε, διότι έστρεψε την κεφαλήν προς το μέρος της ξηράς...- είδε τον μαύρον ίσκιον μου, τον διακαμόν μου, επάνω εις τον βράχον, ανάμεσα εις τους θάμνους, και αφήκε μισοπνιγμένην κραυγήν φόβου...

Τότε με κατέλαβε τρόμος, συγκίνησις, λύπη απερίγραπτος. Τα γόνατα μου εκάμφθησαν. Έξαλλος εκ τρόμου, ηδυνήθην ν' αρθρώσω φωνήν, κ' έκραξα:

-Μη φοβάσαι!... δεν είναι τίποτε... δεν σου θέλω κακόν!

Και εσκεπτόμην λίαν τεταραγμένος αν έπρεπε να ριφθώ εις την θάλασσαν, μάλλον, διά να έλθω είς βοήθειαν της κόρης, ή να τρέξω και να φύγω... Ήρκει η φωνή μου να της έδιδε μεγαλύτερον θάρρος ή όσον η παραμονή μου και το τρέξιμόν μου εις βοήθειαν.

Συγχρόνως τότε, κατά συγκυρίαν όχι παράδοξον, καθότι όλοι οι αιγιαλοί και αι θάλασσαι εκείναι εσυχνάζοντο από τους αλιείς, μια βάρκα εφάνη να προβάλλη αντίκρυ, προς το ανατολικομεσημβρινόν μέρος, από τον πέρα κάβον, τον σχηματίζοντα το δεξιόν οιονεί κέρας του κολπίσκου. Εφάνη πλέουσα αργά, ερχομένη προς τα εδώ, με τας κώπας· πλην η εμφάνισις της, αντί να δώση θάρρος εις την κόρην, επέτεινε τον τρόμον της.

Αφήκε δεύτερον κραυγήν μεγαλυτέρας αγωνίας. Εν ακαρεί την είδα να βυθίζεται, και να γίνεται άφαντη εις το κύμα. Δεν έπρεπε τότε να διστάσω. Η βάρκα εκείνη απείχεν υπέρ τας είκοσιν οργυιάς, από το μέρος όπου ηγωνία η κόρη, εγώ απείχα μόνον πέντε ή εξ οργυιάς. Πάραυτα, όπως ήμην, ερρίφθην είς την θάλασσαν, πηδήσας με την κεφαλήν κάτω, από το ύψος του βράχου.

Το βάθος του νερού ήτον υπέρ τα δύο αναστήματα. Έφθασα σχεδόν εις τον πυθμένα, ο οποίος ήτο αμμόστρωτος, ελεύθερος βράχων και πετρών, και δεν ήτο φόβος να κτυπήσω. Πάραυτα ανέδυν και ανήλθον εις τον αφρόν του κύματος.

Απείχον τώρα ολιγώτερον ή πέντε οργυιάς από το μέρος του πόντου, όπου εσχηματίζοντο δίναι και κύκλοι συστρεφόμενοι εις τον αφρόν της θαλάσσης, οι οποίοι θα ήσαν ως μνήμα υγρόν και ακαριαίον διά την ατυχή παιδίσκην τα μονά ίχνη τα οποία αφήνει ποτέ εις την θάλασσαν αγωνιών ανθρώπινον πλάσμα!... Με τρία στιβαρά πηδήματα και πλευσίματα, εντός ολίγων στιγμών, έφθασα πλησίον της...

Είδα το εύμορφον σώμα να παραδέρνη κάτω, πλησιέστερον εις τον βυθόν του πόντου ή εις τον αφρόν του κύματος, εγγύτερον του θανάτου ή της ζωής· εβυθίσθην, ήρπασα την κόρην εις τας αγκάλας μου, και ανήλθον.

Καθώς την είχα περιβάλει με τον αριστερόν βραχίονα, μου εφάνη ότι ησθάνθην ασθενή την χιλιαράν πνοήν της εις την παρειάν μου. Είχα φθάσει εγκαίρως, δόξα τω Θεώ!... Εντούτοις δεν παρείχε σημεία ζωής ολοφάνερα... Την ετίναξα με σφοδρόν κίνημα, αυθορμήτως, διά να δυνηθή ν' αναπνεύση, την έκαμα να στηριχθή επί της πλάτης μου, και έπλευσα, με την χείρα την δεξιάν και με τους δύο πόδας, έπλευσα ισχυρώς προς την ξηράν. Αι δυνάμεις μου επολλαπλασιάζοντο θαυμασίως.

Ησθάνθην ότι προσεκολλάτο το πλάσμα επάνω μου· ήθελε την ζωήν της· ω! ας έζη, και ας ήτον ευτυχής. Κανείς ιδιοτελής λογισμός δεν υπήρχε την στιγμήν εκείνην εις το πνεύμα μου. Η καρδία μου ήτο πλήρης αυτοθυσίας και αφιλοκερδείας. Ποτέ δεν θα εζήτουν αμοιβήν!

Επί πόσον ακόμη θα το ενθυμούμαι εκείνο το αβρόν, το απαλόν σώμα της αγνής κόρης, το οποίον ησθάνθην ποτέ επάνω μου επ' ολίγα λεπτά της άλλως ανωφελούς ζωής μου! Ήτο όνειρον, πλάνη, γοητεία. Και οπόσον διέφερεν από όλας τας ιδιοτελείς περιπτύξεις, από όλας τας λυκοφιλίας και τους κυνέρωτας του κόσμου η εκλεκτή, η αιθέριος εκείνη επαφή! Δεν ήτο βάρος εκείνο, το φορτίον το ευάγκαλον, αλλ' ήτο ανακούφισις και αναψυχή. Ποτέ δεν ησθάνθην τον εαυτόν μου ελαφρότερον ή εφ' όσον εβάσταζον το βάρος εκείνο... Ήμην ο άνθρωπος, όστις κατώρθωσε να συλλάβη με τας χείρας του προς στιγμήν εν όνειρον, το ίδιον όνειρον του...

* * * Η Μοσχούλα έζησε, δεν απέθανε. Σπανίως την είδα έκτοτε, και δεν ηξεύρω τί γίνεται τώρα, οπότε είναι απλή θυγάτηρ της Εύας, όπως όλαι.

Αλλ' εγώ επλήρωσα τα λύτρα διά την ζωήν της. Η ταλαίπωρος μικρή μου κατσίκα, την οποίαν είχα λησμονήσει προς χάριν της, πράγματι "εσχοινιάσθη"· περιεπλάκη κακά εις το σχοινίον, με το οποίον την είχα δεμένη, και επνίγη!... Μετρίως ελυπήθην, και την έκαμα θυσίαν προς χάριν της.

Κ' εγώ έμαθα γράμματα, εξ ευνοίας και ελέους των καλογήρων, κ' έγινα δικηγόρος... Αφού επέρασα από δύο ιερατικάς σχολάς, ήτον επόμενον!

Τάχα η μοναδική εκείνη περίστασις, η ονειρώδης εκείνη ανάμνησις της λουομένης κόρης, μ έκαμε να μη γίνω κληρικός; Φευ! ακριβώς η ανάμνησις εκείνη έπρεπε να με κάμη να γίνω μοναχός.

Ορθώς έλεγεν ο γηραιός Σισώης ότι "αν ήθελαν να με κάνουν καλόγερον, δεν έπρεπε να με στείλουν έξω από το μοναστήρι...". Διά την σωτηρίαν της ψυχής μου ήρκουν τα ολίγα εκείνα κολλυβογράμματα, τα όποια αυτός με είχε διδάξει, και μάλιστα ήσαν και πολλά!...

Και τώρα, όταν ενθυμούμαι το κοντόν εκείνο σχοινίον, από το όποιον εσχοινιάσθη κ' επνίγη η Μοσχούλα, η κατσίκα μου, και αναλογίζωμαι το άλλο σχοινίον της παραβολής, με το οποιον είναι δεμένος ο σκύλος εις την αυλήν του αφέντη του, διαπορώ μέσα μου αν τα δύο δεν είχαν μεγάλην συγγένειαν, και αν δεν ήσαν ως "σχοίνισμα κληρονομίας" δι' εμέ, όπως η Γραφή λέγει.

Ω ας ήμην ακόμη βοσκός εις τα όρη!..."
Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης