σήμερα είναι:
1996    2008
    
Σελίδες απ' την Ελληνική Λογοτεχνία στο διαΔίκτυο

  • Ελληνική Λογοτεχνία Τεύχος 1

  • Ελληνική Λογοτεχνία Τεύχος 2

  • Ελληνική Λογοτεχνία Τεύχος 3

  • Ελληνική Λογοτεχνία Τεύχος 4

  • Ελληνική Λογοτεχνία Τεύχος 5

  • Ελληνική Λογοτεχνία Τεύχος 6

  • Ελληνική Λογοτεχνία Τεύχος 7


  • Επόμενη Ενότητα..
    Ακολουθείτε το τόξο για την επόμενη ενότητα
    Τεύχος 3
    Προηγούμενη Ενότητα.. Σελίδες απ' την
    Ελλ. Λογοτεχνία


    Προηγούμενη  σελίδα Κεντρική σελ. της Ενότητας Επόμενη  σελίδα
    Ηλεκτρονικό Περιοδικό
    Λογοτεχνίας και Πολιτισμού

    'Ελα να δεις...
    ΠρώτηΣελίδα
    Ίων Δραγούμης Γιάννης Βλαχογιάννης Γρηγόριος Ξενόπουλος Μανόλης Αναγνωστάκης Γιώργος Θεοτοκάς Ο Καθηγητής της Φιλοσοφίας Λιαντίνης Δημήτρης Γιατρός και φιλόσοφος: ο Δημήτρης Καραλής Ρήγας Φεραίος Γιάννης Μακρυγιάννης: Απομνημονεύματα Κική Δημουλά Γιάννης Ρίτσος Νίκος Καζαντζάκης Αντώνης Σαμαράκης Κώστας Κρυστάλλης

    Ίων Δραγούμης: ο πατέρας του Ελληνικού εθνικισμού

    του Γιώργου Πισσαλίδη

    Στις 30 Ιουλίου του 1920 γίνεται στο Παρίσι δολοφονική απόπειρα εναντίον του Ελευθερίου Βενιζέλου. Οι φήμες ότι ο Βενιζέλος είναι νεκρός κυκλοφορούν στην Αθήνα. Το απόγευμα της επομένης, ο βουλευτής και μακεδονολάτρης Ίων Δραγούμης, που πήγαινε από το σπίτι της Μαρίκας Κοτοπούλη στην Κηφισιά στα γραφεία του περιοδικού του «Πολιτική Επιθεώρηση», συλλαμβάνεται από τα βενιζελικά τάγματα χωροφυλακής του Γρυπάρη και εκτελείται. Η πολιτική δολοφονία του σοκάρει τον πολιτικό κόσμο και στερεί την Ελλάδα ένα λαμπρό υποψήφιο αρχηγό του Έθνους. Όμως ποιος υπήρξε ο Ίων Δραγούμης και γιατί είναι σημαντικός σήμερα για τους Έλληνες Εθνικιστές;

    Ο Ιωάννης ή Ίων Δραγούμης γεννήθηκε στην Αθήνα στις 2 Σεπτεμβρίου 1878. Ο πατέρας του ήταν δικαστικός και μετέπειτα Πρωθυπουργός της Επανάστασης στο Γουδί, Στέφανος Δραγούμης. Ο νεαρός Ίων μεγάλωσε σε ένα περιβάλλον που πίστευε στα εθνικά ιδεώδη και εμπνεόταν από ένθερμο πατριωτισμό. Οι ρίζες της εθνικιστικής ιδεολογίας του θα πρέπει να αναζητηθούν στο οικογενειακό του περιβάλλον και την ελληνοκεντρική του ανατροφή. Ήταν η εποχή που η Ελλάδα εδονείτο από την Μεγάλη Ιδέα, την απελευθέρωση των αλύτρωτων πατρίδων και των υποδούλων Ελλήνων, ενώ υψωνόταν η απειλή της Μεγάλης Βουλγαρίας και του Πανσλαβισμού. Την ίδια εποχή επηρεάζεται από τη σκέψη του Νίτσε και του Μπαρρές. Θα σπουδάσει νομικά και θα καταταγεί εθελοντής στον ατυχή Ελληνοτουρκικό πόλεμο του 1897.

    Με τον πόλεμο του '97 η Ελληνική κυβέρνηση θα θεωρήσει την Μεγάλη Ιδέα ένα μεγάλο ψέμα και θα απεμπολήσει το ιδανικό της απελευθέρωσης των υπολοίπων τμημάτων του Ελληνισμού. Γράφει στον Ελληνικό Πολιτισμό «Οι Ελλαδίτες πολιτικοί κατάντησαν να συναντήσουν με το νου τους κράτος και έθνος ή καλλίτερα μη μπορώντας να φτάσουν στην γενικότητα του «έθνους» έκαμαν την ανικανότητά τους θεωρία. Το κράτος δεν ήταν πιο πρόσκαιρο, δεν είχε δημιουργηθεί για να περιμαζέψει το έθνος γύρω του δεν ήταν σταθμός παρά τέλος. Συνέβηκε τούτο το παράδοξο, τούτοι, οι εξωμερίτες, περίμεναν την Ελλάδα να τους γλιτώσει και η Ελλάδα περίμενε μήπως τύχη και σηκωθούν μοναχοί τους να γλιτώσουν τον εαυτό τους». Αυτό το γραικυλικό κράτος των υποχωρήσεων και των συμβιβασμών, που πολλά κοινά έχει με το σημερινό κράτος των Αθηνών, στηλιτεύτηκε τόσο από τον Ίωνα Δραγούμη όσο και από τον συνοδοιπόρο και φίλο του Περικλή Γιαννόπουλο, που αυτοκτόνησε το 1910.

    Αφότου η κυβέρνηση δεν ήθελε να σώσει το Έθνος τότε ο Δραγούμης αναλαμβάνει να σώσει τον Ελληνισμό στην Μακεδονία με μυστική δράση. Το 1902 ως πρόξενος στο Μοναστήρι και με την συνεργασία του πατέρα του και του γαμβρού του Παύλου Μελά δημιουργεί την Οργάνωση Αγώνα στη Μακεδονία, για να σώσει την Μακεδονία από τις ορδές των Βουλγάρων κομιτατζήδων που λυμαίνονταν την περιοχή. Ο ίδιος γράφει «Ο καθένας πρέπει να φαντάζεται πως αυτός πρέπει να σώσει το έθνος του. Πρέπει να φαντάζομαι πως από μένα μόνον εξαρτάται η σωτηρία του έθνους. Να μην κοιτάζω τι κάνουν οι άλλοι και να φαντάζομαι πως εγώ έχω το μεγάλο χρέος της σωτηρίας». Και προσθέτει «Δουλεύω για τον Ελληνισμό. Δουλεύοντας για τον Ελληνισμό δουλεύω για τον εαυτό μου. Γιατί μήπως είμαι εγώ διαφορετικός από τον ελληνισμό μου;» Και εκφράζοντας την απέχθεια για την γραικυλική κυβέρνηση «Δεν δουλεύω την κυβέρνηση, δουλεύω για τον Ελληνισμό. Σιχαίνομαι την κυβέρνηση, δεν σιχαίνομαι τον Ελληνισμό. 'Αμα συλλογίζομαι την κυβέρνηση πέφτω, σηκώνομαι όταν νοιώθω τον Ελληνισμό. Οι ενεργητικοί άνθρωποι δεν μπορεί παρά να είναι εθνικισταί». Έδινε έτσι τον ορισμό του τόσο περιφρονημένου ελληνικού εθνικισμού.

    Το 1904 σκοτώνεται ο γαμπρός και ίνδαλμα του Παύλος Μελάς. Γράφει στο «Μαρτύρων και Ηρώων Αίμα» απευθυνόμενος στην Ελληνική νεολαία που καλούσε να ασχοληθεί με τα εθνικά θέματα «Φτάνουν πια οι Μάρτυρες. Χρειάζονται τώρα ήρωες. Γενείτε ήρωες. Να ξέρετε πως αν τρέξουμε να σώσουμε την Μακεδονία, η Μακεδονία θα μας σώσει». Όμως η τακτική του Δραγούμη δεν άρεσε στην κυβέρνηση των Αθηνών και μετατίθεται κατά σειρά στα προξενεία Πύργου Βουλγαρίας, Φιλιππούπολης, Αλεξάνδρειας και Αλεξανδρούπολης, τότε Δεδέαγατς.

    Στα 1907-1908 δουλεύει στο Ελληνικό Προξενείο της Κωνσταντινουπόλεως και συναντά τον άλλο μεγάλο συνοδοιπόρο του, τον αξιωματικό Αθανάσιο Σουλιώτη-Νικολαΐδη. Την περίοδο αυτή καταγράφει στο «Όσοι Ζωντανοί». Μαζί δημιουργούν την Οργάνωση Κωνσταντινούπολης για υπεράσπιση των δικαιωμάτων των Ελλήνων και αυτονομία στον Πόντο, στην Καππαδοκία, τα παράλια της Μικράς Ασίας. Μαζί οραματίζονται το Ανατολικό ιδανικό όπου θα ενώνονταν όλοι οι λαοί τη Ανατολής, και οι Έλληνες ως γνήσιοι κληρονόμοι του Βυζαντίου θα γινόταν σιγά-σιγά κυβερνήτες ή συγκυβερνήτες της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας εις βάρος των Τούρκων. Αυτό προϋπόθετε εναντίωση στην επιρροή των Μεγάλων Δυνάμεων που ήθελαν διάλυση της Αυτοκρατορίας. Όμως η εξέλιξη του Νεοτουρκικού κινήματος θα διαλύσει τα οράματα των δύο φίλων όπου ο Μέγας Αλέξανδρος συναντούσε το όραμα του Ρήγα Φεραίου.

    Το 1909 ξεσπά η Επανάσταση στο Γουδί με προσωρινό πρωθυπουργό τον Στέφανο Δραγούμη, αλλά πραγματικό κυβερνήτη αργότερα τον Ελευθέριο Βενιζέλο. Ο Βενιζέλος υπήρξε φιλελεύθερος, ενώ ο Δραγούμης εθνικιστής. Έτσι η σύγκρουση των δύο πολιτικών, όπως θα δούμε, θα είναι αναπόφευκτη. Προς το παρόν ο Δραγούμης μεθάει από το κρασί των Βαλκανικών αγώνων και συντάσσει το πρωτόκολλο παράδοσης της Θεσσαλονίκης. Το 1914 με την απαρχή του Πρώτου παγκόσμιου Πολέμου ο Δραγούμης αρχικά αμφιταλαντεύεται αλλά καταλήγει ανταντόφιλος γιατί φοβόταν κυριαρχία των Ρώσων στην Κωνσταντινούπολη και τα Στενά.

    Στο μεταξύ κυκλοφορεί το βιβλίο του «Ελληνικός Πολιτισμός» όπου καθορίζει τους στόχους του ελληνικού έθνους. Κατ' αρχήν θα έπρεπε να υπάρξει πολιτική ένωση όλης της φυλής. Δεύτερος ο σκοπός του έθνους είναι η δημιουργία πολιτισμού. Πολιτισμού όμως που βασίζεται σε τρισχιλιετή παράδοση και όχι μίμηση ξένων προτύπων. Αντίθετα οι ηγέτες της αριστοκρατίας του έθνους «θα πρέπει να λουστούν στα φεγγερά και διάφανα νερά της λαϊκής ψυχής» για να συνταράξουν τον λαό και να τους ακολουθήσει. Γι αυτό πιστεύει στο κτύπημα της σχολαστικής παράδοσης, στην μελέτη της δημοτικής παράδοσης και την επιβολή της δημοτικής ως γνήσιας γλώσσας του λαού. Ο δημοτικισμός όμως του Δραγούμη δεν συνδεόταν με τα εθνοδιαλυτικά ιδεώδη της πόλης των τάξεων και του σοσιαλισμού. Ακόμα και αυτόν τον σοσιαλισμό τον ήθελε χωρίς πάλη των τάξεων και όσο του το επέτρεπε ο βυζαντινός κοινοτισμός του και χωρίς κρατικό παρεμβατισμό. Η σύγκρουση με τον Σκληρό έχει μείνει κλασσική.

    Και εδώ ερχόμαστε σε μια άλλη σημαντική πλευρά της σκέψης του Δραγούμη: την πίστη στην αναβίωση του ελληνικού κοινοτισμού, της διοίκησης των αυτονόμων κοινοτήτων του Βυζαντίου και της Τουρκοκρατίας, βασισμένη στο κοινοβιακό ιδεώδες της Ορθοδοξίας. Γράφει: «Όταν έγινε κράτος η Ελλάς, δεν ήταν ανάγκη, δεν έπρεπε να καταστρέψουν τις κοινότητες και να κάμουν δήμους. Οι κοινότητες ήταν αποτέλεσμα ζωής ελληνικής πολλών ετών, ήταν τύπος ελληνικής υπάρξεως. Χαλνώντας τις κοινότητες χαλάσαμε κάτι στερεό, κάτι που ζούσε, κάτι που ήταν φυσικό». Ο Δραγούμης πίστευε στην οικονομική και διοικητική αυτονομία με το Κράτος να ασχολείται με τα γενικότερα εθνικά θέματα.

    Ο Κοινοτισμός όμως δεν μπορούσε να υπάρξει δίχως Ορθοδοξία. Γι' αυτό γράφει: «Υποστηρίζω την θρησκεία μας, επειδή είναι αχώριστη από την ιστορία μας, είναι η Ιστορία μας, είναι η συνέχεια της Ιστορίας του γένους». Μέσα λοιπόν από τον Κοινοτισμό και την Ορθοδοξία προσπαθούσε να ελληνοποιήσει τον σοσιαλισμό ή καλύτερα την σοσιαλδημοκρατία. Και αυτή την σοσιαλδημοκρατία την έβλεπε πάντα σε συνδυασμό με εθνικισμό, αντιδυτικισμό και το ανατολικό ιδεώδες της δυαδικής ελληνο-οθωμανικής αυτοκρατορίας. Πιστεύει ότι οι Έλληνες δεν πρέπει να επιτεθούν στο κοινό τους σπίτι, την Ανατολή. Αυτός είναι ο λόγος που επιτίθεται στην φιλελεύθερη πολιτική του Βενιζέλου, αλλά και την Μικρασιατική εκστρατεία. Τελικά και η Μεγάλη Ιδέα και το Ανατολικό Ιδεώδες θα πνιγούν στο λιμάνι της Σμύρνης.

    Ο Δραγούμης εξορίζεται το 1920 στην Κορσική και εκεί απεχθάνεται τον Δημήτρη Γούναρη και τον κρατικό σοσιαλισμό του, ενώ κάνει παρέα με τον μαθητή του Ιωάννη Μεταξά. Από το 1915 που πολιτευόταν ο Δραγούμης ήταν ο υποσχόμενος επόμενος αρχηγός της Ελλάδος. Η πολιτική δολοφονία στέρησε τον μοναδικό άνθρωπο που θα απέτρεπε την Μικρασιατική Καταστροφή. Ο θεωρητικός του λαϊκού εθνικισμού έπεφτε νεκρός από τις σφαίρες του μεγαλοαστικού οικονομικού κατεστημένου του Βενιζέλου και του Μπενάκη. Ο κόσμος του ατομικισμού και των ταξικών συμφερόντων δολοφονούσε ένα από τους τελευταίους οραματιστές του Ελληνικού Κοινοβίου. Τα διδάγματα του πέρασαν στον εθνικισμό του Μεταξά, και τον κοινοτισμό του Κώστα Καραβίδα, του Κωνσταντίνου Χατζηπατέρα και του Δημήτρη Τσάκωνα, καθώς και σε θεωρητικό μόνο επίπεδο στον αυτοδιαχειριστικό σοσιαλισμό του Ανδρέα Παπανδρέου. Το πιο σημαντικό όμως ήτανε ότι το ανεθνικό Βυζαντινό Ιδεώδες του Κωνσταντίνου Σοκόλη και του βιβλίου του Αυτοκρατορία, καθώς και η θεωρία της ενδιάμεσης περιοχής του Δημήτρη Κιτσίκη, χρωστάνε πολλά στο δραγουμικό Ανατολικό Ιδανικό.

    Όσο για μας τους Εθνικιστές πιστεύουμε ότι τα διδάγματα του Δραγούμη είναι αναγκαία σε μια περίοδο που η Βόρειος Ήπειρος, η Ίμβρος και η Τένεδος είναι ξεχασμένες, η κυβέρνηση μειοδοτεί στα εθνικά θέματα, οι διανοούμενοι είναι Ευρωλιγούρηδες και η νεολαία αποχαυνώνεται με το ΜΤV, αντί να μας δίνει Μελάδες και Σολωμού.

    Σελίδα Νεολαίας

    Γιάννης Βλαχογιάννης
    Ναύπακτος 1867 - Αθήνα 1945

    Η αγάπη της Ελλάδας και του ξεσηκωμού του 21 έθρεψαν τον Γιάννη Βλαχογιάννη. Σπούδασε φιλολογία στην Αθήνα και εργάστηκε στην αρχή ως προγυμναστής μαθητών, ως διορθωτής κειμένων, ως συντάκτης εφημερίδων κ.ά. Το 1908 εξέδωσε το περιοδικό «Προπύλαια». Στα γράμματά μας επιβλήθηκε ως ιστορικός και ιστοριοδίφης της εθνεγερσίας. Αφιέρωσε όλη τη ζωή του στην ανακάλυψη των πολύτιμων πηγών που θα έριχναν φως στα προεπαναστατικά χρόνια και στη διαφώτιση των σκοτεινών πηγών που θα έριχναν φως στα προεπαναστατικά χρόνια και στην διαφώτιση των σκοτεινών πτυχών της Επανάστασης. Το υλικό αυτό το ανακάλυπτε σε μπακάλικα, υπόγεια, αποθήκες, παλιά τυπογραφεία, σε μάντρες. Από το σύνολο των ευρημάτων δημιούργησε το «Αρχείο Βλαχογιάννη» που πεθαίνοντας το δώρισε στο κράτος. Μέρος του αρχείου αυτού εξέδωσε ο ίδιος («Απομνημονεύματα του Κασομούλη», «Απομνημονεύματα του στρατηγού Μακρυγιάννη», κ.ά.), άρχισε να γράφει μια βιογραφία του Καραϊσκάκη αλλά δεν πρόλαβε να την τελειώσει.

    Παράλληλα με την ιστοριοδηφία δημοσίευσε ποιήματα και διηγήματα με το φιλολογικό ψευδώνυμο Γιάννης Επαχτίτης. Στις σελίδες αυτές ζωντανεύουν οι μεγάλες ώρες του έθνους και οι άνθρωποι των ηρωικών χρόνων.

    Τα άπαντα του εκδόθηκαν από την Εταιρεία Ελληνικών Εκδόσεων σε επτά τόμους το 1965.

    EΡΓΟ

    Ιστορίες του Γιάννου Επαχτίτη, 1893 ( διηγήματα ) .
    Ο θάνατος του Ανδρούτσου , 1896.
    Προπύλαια , τόμ.Α’ -Β’1900 - 1908 ( Περιοδικό ) .
    Αρχεία νεωτέρας Ελληνικής Ιστορίας . Αθηναϊκόν αρχείον , τομ.Α’ , 1901.
    Παναγής Μιχ. Πούλος , 1901.
    Η βιογραφία του στρατηγού Γεωργίου Καραϊσκάκη , υπό του ιδιαιτέρου Γραμματέως του Δ. Αινιάνος . Έκδοσης Δευτέρα , 1903.
    Αρχεία του στρατηγού Ιωάννου Μακρυγιάννη , τομ. Α’ -Β’ , 1907.
    Λουκά Ράλλη . Αναμνήσεις , 1910.
    Χιακόν Αρχείον, τομ. Α’ -Ε’ , 1910 - 1924.
    Ο πετεινός . Ήθη επαρχιακά , 1914.
    Η πεταλούδα . Διήγημα , 1920.
    Τα ανέκδοτα του Καραϊσκάκη και του Κολοκοτρώνη , 1922.
    Έρμος κόσμος . Διήγημα 1923.
    Γύροι της Ανέμης . Παραμύθια , 1923.
    Του χάρου ο χαλασμός . Πεζή σάτιρα , 1923.
    Λόγοι και αντίλογοι . Μικρά πεζά ,1925.
    Σπυρομίλιου . Απομνημονεύματα της δευτέρας πολιορκίας του Μεσολογγίου , 1926.
    Ιστορική ανθολογία . Ανέκδοτα , γνωμικά , περίεργα, αστεία εκ του βίου διασήμων Ελλήνων 1830 - 1864, 1927.
    Μεγάλα χρόνια , 1930 ( διηγήματα )
    Τα παλληκάρια τα παλιά , 1931 ( διηγήματα ).
    Κλέφτες του Μοριά, 1935.
    Ιστορικά ραπίσματα, 1937 ( απάντηση σε επικρίσεις ) .
    Ν. Κασομούλης. Ενθυμήματα στρατιωτικά της Επαναστάσεως των Ελλήνων 1821 - 1833, τομ. Α’ - Γ’ , 1940.
    Καραϊσκάκης . Βιογραφική αρχειακή μελέτη , 1950.

    Γρηγόριος Ξενόπουλος

    «Είναι πολύς καιρός, δέκα ίσως και δώδεκα χρόνια, αφότου εδιάβασα εις κάποιον Ημερολόγιον το πρώτον του ποίημα. Επεγράφετο «Ταραντίνοι». Μία σύντομος, ταχυτάτη εικών λαού διασκεδάζοντος υπό την απειλήν των τυράννων του, και τίποτε άλλο. Το ποίημα δεν ήτο βέβαια έξοχον αλλά πρέπει να είχε κάτι το ξεχωριστόν και το ασυνείθιστον, διότι το όνομα που είδα από κάτω, το νέον και όλως διόλου άγνωστον -Κωνσταντίνος Π. Καβάφης- μου εκαρφώθη από τότε. Και από τότε αγαπούσα να διαβάζω ό,τι απαντούσα με αυτό το όνομα, ποιήματα πάντοτε, πολύ αραιά, πολύ σύντομα, μια φορά το χρόνο, από δέκα είκοσι στίχους, πότε εις το «’στυ», πότε εις το «Ημερολόγιον» Σκόκου, πότε εις τον «Αιγυπτιακόν Λωτόν», και μία φοράν εις τα «Παναθήναια».

    Τα χρόνια περνούσαν, και καθένα κάτι επρόσθετεν εις την μικράν αυτήν και σκόρπιαν συλλογήν· αλλά συγχρόνως κάτι επρόσθετε και μέσα μου. Σιγά-σιγά η προσοχή μου μετεβλήθη εις εκτίμησιν· κι' έξαφνα, μίαν ημέραν, παρετήρησα μ' έκπληξιν, με φόβον, ότι η εκτίμησις είχε φθάση τα επικίνδυνα όρια του θαυμασμού. Διότι δεν είναι ολωσδιόλου ακίνδυνον πράγμα, πιστεύσατέ με, να θαυμάζετε ένα ποιητήν που ονομάζεται Καβάφης, και είναι Αλεξανδρινός, και δεν έγραψεν έως τώρα παρά δώδεκα, το πολύ δεκαπέντε ποιήματα, -και αυτά χωρίς ποτέ να μαζευτούν και να τυπωθούν σε γιαπωνέζικο χαρτί,- και που ποτέ δεν εγράφη άρθρον δι' αυτόν εις εφημερίδα, και που ποτέ δεν εφάνη τόνομά του αλλού, παρά μετρημένες φορές κάτω από τους ολίγους στίχους του.

    ...Εγώ γράφω διηγήματα για τον κόσμο, και θέλω να τα χαίρεται ο κόσμος. Ο κόσμος με νιώθει, ο κόσμος με διαβάζει, ο κόσμος με αγοράζει. Μου αρέσει κάθε μου γραφτό, να είναι στη μορφή του τόσο απλό, ώστε με την ίδια σχεδόν άνεση να μπορεί να το διαβάζει κι ένας μαθητής του Γυμνασίου και ο κύριος Παλαμάς. Δεν αγαπώ τα σύννεφα και τα σκοτάδια· με τραβά περισσότερο η ξαστεριά, το φως. Εσπούδασα μαθηματικά στα νιάτα μου, κι εσυνήθισα να λέγω τα πράγματα απλά, καθαρά και ξάστερα.

    'Eνα λογοτέχνημα -βλέπετε- δεν είναι το ίδιο ανιαρό η διασκεδαστικό για όλους. ’λλος διασκεδάζει η πλήττει με τούτο- άλλος πλήττει ή διασκεδάζει μ' εκείνο, ανάλογα με την ψυχοσυστασή του, τη διανοητικότητα, τη νοοτροπία, τη μόρφωση, την καλλιέργεια. Είναι όμως φυσικά αδύνατο, ένας οποιοσδήποτε ειλικρινής και τίμιος άνθρωπος να διαβάσει ένα βιβλίο που θα τον διασκεδάσει και να πει «αυτό είναι κακό», ή ένα βιβλίο που θα τον κουράσει, θα τον κάμει να πλήξει, και να πει «αυτό είναι καλό». Από τον πιο σοφό ως τον πιο άσοφο κανένας δε θα θεωρήσει ωραίο, τεχνικό, αξιοθαύμαστο ή κι απλώς αξιόλογο ένα έργο Τέχνης, που δεν τον έτερψε ως ανάγνωσμα, ως ακρόαμα ή ως θέαμα. Συμπέρασμα; το τερπνό,το διασκεδαστικό είναι στοιχείο της Τέχνης απαραίτητο. Και γενικότερα η Τέχνη είναι Διασκέδαση. Σ' αυτό έχει «το λόγο της υπάρξεως της», αυτό είναι ο σκοπός της κι η αιτία της. Γεννήθηκε, επινοήθηκε, για να διασκεδάζει τους ανθρώπους - να τους ξεκουράζει, να τους ξαλαφρώνει, να τους μετεωρίζει, να τους ανυψώνει στις ονειρευτές χώρες του Ιδανικού. Κι αυτό, σημειώστε, καμμιά άλλη διασκέδαση δεν το κάνει τόσο όσο η πνευματική, η ψυχική διασκέδαση που μόνο η Τέχνη χαρίζει.

    Tο νεοελληνικό θέατρο δεν είναι μόνο οι συγγραφείς, δεν είναι μόνο οι ηθοποιοί, ούτε μόνο οι σκηνοθέτες, παρά όλοι αυτοί μαζί. Οι συνεργασία τους το εδημιούργησε και μόνο όταν συνεργάζονται με αμοιβαία αγάπη κάνουν νεοελληνικό θέατρο

    Γρηγόριος Ξενόπουλος

    Ό,τι με ανησυχεί προπάντων εις αυτήν την περίστασιν, είναι η ισχνότης του χαρτοφυλακίου. Ηξεύρω καλά, ότι οι περισσότεροι άνθρωποι θαμβώνονται από το ποσόν, και πολύ δυσκολεύονται να παραδεχθούν ότι μέσα σ' ένα γυάλινο μπουκαλάκι εγκλείεται κάποτε ολόκληρος ροδόκηπος. Αλλά το αίσθημα δεν τους ερωτά αυτούς. Και σας είπα εις ποίον σημείον ευρίσκετο το ιδικόν μου αίσθημα, το μυστικόν, όταν έλαβα την εξαφνικήν ευχαρίστησιν να γνωρίσω και προσωπικώς τον κ. Κωνστ. Π. Καβάφην, επισκεπτόμενον τας Αθήνας μας, δια πρώτην φοράν νομίζω, προ δύο ετών.

    Είναι νέος, αλλ' όχι εις την πρώτην νεότητα. Βαθειά μελαχροινός ως γηγενής της Αιγύπτου, με μαύρον μουστακάκι, με γυαλιά μύωπος, με περιβολήν αλεξανδρινού κομψευομένου, αγγλίζουσαν ελαφρότατα, και με φυσιογνωμίαν συμπαθή, η οποία όμως εκ πρώτης όψεως δεν λέγει πολλά πράγματα. Υπό το εξωτερικόν εμπόρου, γλωσσομαθούς κ' ευγενεστάτου και κοσμικού, κρύπτεται επιμελώς ο φιλόσοφος και ο ποιητής. Η ομιλία του η ζωηρά, η σχεδόν στομφώδης και υπερβολική, και οι τρόποι του οι πάρα πολύ αβροί, και όλες εκείνες οι ευγένειές του και οι τσιριμόνιες, εκπλήττουν κάπως έναν Αθηναίον, συνειθισμένον με την σεμνήν απλότητα και την δειλήν αφέλειαν και την αγαθήν αδεξιότητα των λογίων μας. Ο κ. Καβάφης, υπό την έποψιν αυτήν, είναι ο αντίπους του κ. Πορφύρα. Πρέπει να τον γνωρίση κανείς αρκετά, δια να πεισθή ότι είναι ο ίδιος άνθρωπος που έγραψε τα ωραία εκείνα ποιήματα. Διότι σιγά-σιγά θαναγνωρίση, ότι αυτά που λέγει ο αλεξανδρινός έμπορος με τόσον παράξενον τρόπον, είναι γεμάτα γνώσιν και παρατήρησιν, και κάπου-κάπου θα συλλάβη και μερικάς αστραπάς των μαύρων ματιών, από τα γυαλιά, που διανοίγουν ολόκληρον κόσμον, και προδίδουν -δόξα σοι, ο Θεός!- τον άνθρωπον της ευρείας σκέψεως και της καλλιτεχνικής ιδιοφυϊας.

    Ομολογώ ότι δεν επερίμενα την αποκάλυψιν αυτήν, δια να εκφράσω το αίσθημά μου εις τον κ. Καβάφην. Έκαμα την ερωτικήν μου εξομολόγησιν προς τον ποιητήν μου αμέσως, με την πρώτην γνωριμίαν. Δύο πράγματα απαιτούνται δια να μη πάη χαμένον ένα τέτοιο διάβημα: να πιστεύσουν την ειλικρίνειάν σας και νανταποκριθούν. Φαίνεται ότι οι ποιηταί είναι πλέον φιλάρεσκοι και πλέον εύπιστοι από τα γυναίκας. Ίσως υπάρχουν γυναίκες που υποπτεύονται ότι δεν είναι ωραίαι, αλλά δεν υπάρχει ποιητής, που να μην έχη την βεβαιότητα ότι είναι μεγάλος. Ο κ. Καβάφης λοιπόν δεν εδυσκολεύθη καθόλου να πιστεύση την ειλικρίνειαν του αισθήματός μου, κ' επειδή έτυχε -τι καλή σύμπτωσις!- να μ' εκτιμά ολίγον και αυτός ως πεζογράφον, εκολακεύθη και ανταπεκρίθη. Μου επέτρεψε δηλαδή και μ' εβοήθησε μάλιστα να ... τον θαυμάζω. Και όταν επανήλθεν εις την καλήν του πόλιν της Αλεξανδρείας, μου έστειλεν από εκεί, αντιγραμμένα επιμελέστατα, με το καλλιτεχνικόν και ιδιόρρυθμον γράψιμόν του, με κόκκινον και μαύρο μελάνι, εις θαυμάσιον χαρτί, όλα του τα ποιήματα. Και όχι μόνον αυτά, τα παλαιά και γνωστά μου, αλλ' εφρόντισε να μου στείλη και άλλα δύο, τα οποία έγραψεν εν τω μεταξύ, -φυσικά αφού επέρασαν δύο χρόνια,- και να μου πάρη ένα παλαιόν, το οποίον ενόμιζεν ότι δεν ήτο «άξιον της τιμής» να ευρίσκεται στα χέρια μου. Το ελυπήθηκα πολύ, αλλ' επειδή σέβομαι τας ιδιοτροπίας των ποιητών, του το επέστρεψα. Ήτο οι πρωτόφαντοι εκείνοι «Ταραντίνοι».
    Γρηγόριος Ξενόπουλος:
    Συγκίνησε με τα έργα του, επηρέασε με την τέχνη του
    της Γεωργίας Φαρίνου - Μαλαματάρη

    ΑΦΙΕΡΩΜΑ Ο ΕΛΛΗΝΙΚΟΣ 20ος ΑΙΩΝΑΣ ΤΑ ΠΡΟΣΩΠΑ

    Οι άνθρωποι που σημάδεψαν την κοινωνική και πνευματική ζωή του αιώνα που φεύγει, όπως τους σκιαγραφούν ειδικοί συνεργάτες των «ΝΕΩΝ»

    Ο Γρηγόριος Ξενόπουλος (1867-1951) δεν έχει ανάγκη συστάσεων. Γεννημένος στην Κωνσταντινούπολη, από πατέρα Ζακυνθινό, πελοποννησιακής καταγωγής, και μητέρα Φαναριώτισσα, μεγαλωμένος από τη βρεφική ως την εφηβική του ηλικία στη Ζάκυνθο, φοιτητής της Φυσικομαθηματικής από το 1883 ­ χωρίς ποτέ να πάρει πτυχίο. Από το πρώτο έτος των σπουδών του στράφηκε προς ενασχολήσεις που θα χαρακτηρίσουν την υπόλοιπη ζωή του. ’ρχισε να εκδίδει το μυθιστόρημα Τα θαύματα του διαβόλου σε φυλλάδια, ώστε με τις εισπράξεις κάθε φυλλαδίου να τυπώνει το επόμενο. Υπέβαλε στον β' διαγωνισμό της Εστίας (1884), «Το Ελληνικού Αγώνος το τριακοσιάδραχμον έπαθλον», και ξιφούλκησε εναντίον της επιτροπής για τη μη βράβευσή του. Δημοσίευσε άρθρα, μελέτες, διηγήματα σε διάφορα περιοδικά και εφημερίδες (Εστία, ’στυ). Υπήρξε συνεργάτης του περιοδικού Εκλεκτά Μυθιστορήματα, μεταφράζοντας από τα γαλλικά και γράφοντας μυθιστόρημα σε συνέχειες. Ανακάλυψε τον Νικόλαο Επισκοπόπουλο και πρωτοπαρουσίασε τον Ίψεν στην Ελλάδα το 1893. Διαδέχτηκε τον Δροσίνη στη διεύθυνση της Εικονογραφημένης Εστίας (1894-95) παρουσιάζοντας αρκετούς νέους ποιητές και πεζογράφους (Παπαντωνίου, Γρυπάρης, Λάμπρος Πορφύρας). Το 1895 γράφει το θεατρικό έργο Ο Ψυχοπατέρας «μια αθηναϊκή κομεντί σ' εντελώς δημοτική γλώσσα». Από το 1896 ανέλαβε αρχισυντάκτης του περιοδικού Η Διάπλασις των Παίδων.

    Κατά συνέπεια στα πρώτα 33 χρόνια του, δηλ. στα τελευταία 33 του 19ου αιώνα, ο Ξενόπουλος έχει χαράξει τις κατευθυντήριες γραμμές της ζωής και του έργου του: έχει ενστερνιστεί τα δόγματα του νατουραλισμού και του θετικισμού που πιστεύει ότι είναι απαραίτητα για να αποκαταστήσουν η πεζογραφία και το θέατρο τη σχέση τους με τη ζωή, και έχει αποφασίσει συνειδητά να ζήσει από την πένα του. Που σημαίνει ότι την φυσική του κλίση στην πολυγραφία τη συνδύασε με έναν εκπληκτικά οργανωμένο επαγγελματισμό, με όσα καλά και κακά συνεπάγεται αυτό.

    Γίνεται, όπως γράφει κάπως δραματικά ο Βλαχογιάννης, ένας «ακαταπόνητος πνευματικός βιοπαλαιστής, που όλη του τη ζωή την πέρασε στο σκαμνί, με την πένα στο χέρι, κατάδικος ισόβιος της πνευματικής τυραννίας, που λέγονται Ελληνικά Γράμματα». Εργάζεται λοιπόν συστηματικά, δέκα με δώδεκα ώρες την ημέρα, στο θρυλικό γραφειάκι της οδού Ευριπίδου 38 ­ που ανατινάχτηκε στα Δεκεμβριανά, με αποτέλεσμα να καταστραφεί το αρχείο του, όπως και το αρχείο της Διαπλάσεως ­ γράφοντας διηγήματα, μυθιστορήματα, άρθρα, κριτικές, χρονογραφήματα, θεατρικά έργα, επιστολές. Μάχεται για το έργο του, επιδιώκει διακρίσεις, παίρνει μετά από αρκετό θόρυβο το Αριστείο Γραμμάτων, βραβεύεται από την Ακαδημία για το Πλούσιοι και Φτωχοί, εκδίδει το 1927 τη Νέα Εστία, το μακροβιότερο λογοτεχνικό περιοδικό, που το διευθύνει έως το 1935, εκλέγεται ακαδημαϊκός το 1931 και πρωτοστατεί μαζί με τους Παλαμά, Καζαντζάκη και Σικελιανό στην ίδρυση της Εταιρείας Ελλήνων Λογοτεχνών (1934), της οποίας εχρημάτισε πρώτος πρόεδρος για μια τριετία.

    Κάνοντας μια αποτίμηση της προσφοράς του το 1947, στο άρθρο του «Η ζωή μου σαν παραμύθι», παρουσιάζει τη συμβολή του στην πνευματική ζωή του τόπου σαν χρησμό που του έδωσε η Καλοκυρά, όταν δεκαεφτάχρονος φοιτητής στην Αθήνα κοιμήθηκε με το φιλόδοξο όνειρο να γίνει κάποτε ακαδημαϊκός: «Πρώτον να δημιουργήσεις νεοελληνικό αστικό μυθιστόρημα. Δεύτερο ν' αναμορφώσης το Νεοελληνικό Θέατρο. Τρίτο, να πλάσης μιαν απλή λογοτεχνική γλώσσα, που να τη διαβάζη όλος ο κόσμος, κι όχι μόνο οι γραμματισμένοι όπως τη σημερινή. Τέταρτο, να εγκαινιάσης μιαν αληθινή, δίκαιη, αμερόληπτη Κριτική. Και πέμπτο, να εργαστείς και σαν παιδωγωγός λογοτέχνης και να θεμελιώσης, με τη γλώσσα που είπαμε, μια καινούρια παιδική λογοτεχνία». Ας δούμε αναλυτικότερα, με αντίστροφη σειρά, τι έκανε για να εκπληρώσει τον χρησμό.

    Ο Γρ. Ξενόπουλος με τον Αιμ. Βεάκη, τον Νότη Περγιάλη, την ’λκηστη Γάσπαρη, τη Μαίρη Λαλοπούλου και άλλους ηθοποιούς

    Από το 1896 ­ που αναλαμβάνει την αρχισυνταξία ­ μέχρι και το 1947 ο Ξενόπουλος είναι ουσιαστικά η ψυχή του μακροβιότερου παιδικού περιοδικού Η Διάπλασις των Παίδων. «Αυτός ­ γράφει η Γεωργία Ταρσούλη ­ είναι η καλοκάγαθη κυρα-Μάρθα... αυτός ο αμίμητος Ανανίας... αυτός ο Φαίδων των "Επιστολών", και αυτός επίσης "Η αγαπητή Διάπλασις"». Αυτός, εξάλλου, ο μεταφραστής του Βερν, του Ντωντέ, του Μαλό («Εν οικογενεία»). Αυτός αναλαμβάνει ακόμη και τη «σελίδωση», αυτός προτείνει τους διαφόρους διαγωνισμούς, τις «Κυριακές της Διαπλάσεως», αυτός εγκαινιάζει, το 1910, την περίφημη «Σελίδα Συνεργασίας των Συνδρομητών», όπου δημοσιεύονταν κείμενα των νεαρών αναγνωστών ή απορρίπονταν, ύστερα από εμπεριστατωμένη αλλά καλοκάγαθη κρίση του, κείμενα άλλων. Η «Σελίδα» αυτή, όπως οι διαγωνισμοί κ.ά., βοήθησαν τους νέους στην ελεύθερη ανταλλαγή απόψεων και στην ανάπτυξη των εκφραστικών τους δυνατοτήτων. Η πολιτική του περιοδικού σχετικά με τη γλώσσα ήταν προοδευτικά συντηρητική-καθαρεύουσα με κάποια ανοίγματα στη «ζωντανή γλώσσα» μέχρι το 1917, οπότε εισάγεται η δημοτική, όπως και στο σχολείο.

    Η διασημότερη συμβολή του Ξενόπουλου στη Διάπλασιν είναι οπωσδήποτε η στήλη «Αθηναϊκαί Επιστολαί» ­ «ένα παιδικό χρονογράφημα κάθε βδομάδα» ­ που απευθύνεται προς ένα συγκεκριμένο ποιοτικά και αριθμητικά κοινό είτε με αφορμή μια προσωπικότητα, ένα θέμα της ιστορίας, ένα περιστατικό της τρέχουσας επικαιρότητας, είτε για να απαντήσει σε απορίες ή ερωτήσεις αναγνωστών. Σκοπός του είναι να καλύψει μια μεγάλη ακτίνα θεμάτων, να «διαπλάσσει» το κοινό αυτό μέσα από μια διαδικασία διαλόγου, ακολουθώντας πάντως μια συντηρητική γραμμή ή σπανιότερα αντιφάσκοντας στην προσπάθειά του να συμβιβάσει τα πράγματα ή να διατυπώσει τις κατά καιρούς μεταβαλλόμενες απόψεις του ή γενικότερα αποφεύγοντας να εκδηλώνεται ευθέως σε θέματα π.χ. πολιτικής ή γλώσσας. Όπως σωστά επισημαίνει η Βίκυ Πάτσιου, «Η Διάπλασις των Παίδων προσφέρεται σε πολλαπλές αναγνώσεις που γίνονται δυνατές χάρη στην οργάνωση του υλικού της». Παρά τις όποιες ενστάσεις διατυπώθηκαν κατά καιρούς, πρέπει να παραδεχτεί κανείς ότι ο Ξενόπουλος κατάφερε να δημιουργήσει ένα περιοδικό και να επικοινωνεί, ενημερώνει, καλλιεργεί, διδάσκει τα παιδιά και τους εφήβους τριών γενεών χωρίς να φαίνεται ότι τους πατρονάρει.

    Σχέδιο με μολύβι του Γρ. Ξενόπουλου (Ελένη Φέσσα - Εμμανουήλ: Η Αρχιτεκτονική του Νεοελληνικού Θεάτρου 1720-1940)

    Την κριτική ο Ξενόπουλος την άσκησε από την αρχή της σταδιοδρομίας του μέχρι τα τελευταία χρόνια της ζωής του. Η έκδοση του περ. Παναθήναια (1900) υπήρξε καθοριστική για τη διηγηματογραφική («Έρως εσταυρωμένος/Στέλλα Βιολάντη», «Κόκκινος Βράχος») και για την κριτική παραγωγή του συγγραφέα. Εκτός από το «ιστορικό» άρθρο «Ένας ποιητής [Ο Κ. Καβάφης]» (στον τόμ. Ζ', 1903-1904, 97-102), στο περιοδικό αυτό ο Ξενόπουλος δημοσίευσε για δώδεκα χρόνια αρκετές κριτικές μελέτες για νεοέλληνες συγγραφείς παλαιότερους (Λασκαράτος, Ροΐδης, Βικέλας) και συγχρόνους του (Παύλος Νιρβάνας, Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης), Έλληνες και ξένους (Ίψεν, Στρίντμπεργκ). Οι κριτικές αυτές, μαζί με μερικά παλαιότερα άρθρα (π.χ. «Αι περί Ζολά προλήψεις») και με μερικά μεταγενέστερα, ορισμένα από τα οποία δημοσιεύτηκαν στον Νουμά (π.χ. «Το διήγημα και ο κ. Βουτυράς») ­ με τον οποίο ο Ξενόπουλος βρισκόταν συνήθως σε αντιδικία για το γλωσσικό ­, αντιπροσωπεύουν μερικές από τις καλύτερες στιγμές του «Τεχνικού της κριτικής», όπως τον αποκάλεσε ο Δημαράς: την ικανότητά του να προσεγγίζει τον άνθρωπο (προκειμένου για ανθρώπους που γνώρισε) και το έργο με αβρότητα, ευαισθησία, οξυδέρκεια, καλλιέργεια αλλά και την διεισδυτικότητα του ανθρώπου που γνωρίζει τα μυστικά της τέχνης του από μέσα. Είναι αυτονόητο ότι στις αμέτρητες κριτικές που έγραψε δεν επρυτάνευσαν πάντοτε τα ίδια κριτήρια.

    Είναι ενδιαφέρον να δει κανείς τους λόγους για τους οποίους μεταβάλλει γνώμη για έναν λογοτέχνη, τον τρόπο με τον οποίο αντιμετωπίζει τη νεοσύστατη Γενιά του '30 (είτε όταν την ψέγει αλλά κυρίως όταν την επαινεί), καθώς και την γενικότερη αδυναμία των «θεωρητικών» του κειμένων, η οποία οφείλεται στην προσπάθειά του να κατοχυρώσει την πρακτική του ως μυθιστοριογράφου και θεατρικού συγγραφέα και τη θέση του στον κανόνα της Νεοελληνικής Λογοτεχνίας. Όπως η ποιότητα των Παναθηναίων στάθηκε ευεργετική για τον Ξενόπουλο κριτικό και διηγηματογράφο, έτσι και η συγκρότηση της «Νέας Σκηνής» από τον Χρηστομάνο (1901) συνέβαλε έστω και «αρνητικά» στην ενασχόλησή του με το θέατρο. Στη «Νέα Σκηνή» ανέβηκε ο «Τρίτος» (1903) και γι' αυτήν γράφτηκε «Το μυστικό της Κοντέσσας Βαλέραινας» (1904) που παίχτηκε, χωρίς μεγάλη επιτυχία, με την Ευαγγελία Παρασκευοπούλου στον επώνυμο ρόλο. Η κριτική θεώρησε τον Ξενόπουλο καινοτόμο, διότι «πετούσε πάνω στην ελληνική σκηνή που την έπνιγαν ως τότε οι αρχαιόπρεπες ψυχρές [έμμετρες] τραγωδίες... τα ξενικά, [και τα κωμειδύλλια], ένα ζεστό κομμάτι ντόπιας ζωής».

    Γελοιογραφία αθηναϊκής εφημερίδας για την πρώτη αποτυχημένη απόπειρα του Ξενόπουλου να μπει στην Ακαδημία Αθηνών (1931)

    Η έστω και σχετική αποτυχία του έργου αυτού, πάντως, έθεσε τον Ξενόπουλο απέναντι στο ερώτημα της σχέσης του με το κοινό. «Η Τέχνη, κάθε Τέχνη μεσ' την ουσία της έχει και το κοινωνικό να πούμε στοιχείο κι' ο τεχνίτης, κάθε τεχνίτης, που με τον ένα ή τον άλλο τρόπο δεν κατορθώνει να "επικοινωνή" με το εκλεκτότερο Κοινό της εποχής του, κάνει έργο ανώφελο, άγονο, άκαρπο... [Έτσι] σκέφτηκα πως ένας μικρός τεχνίτης, ­ που τρέφει όμως κι' αυτός κάποια ιδανικά κι έχει μια ευγενικιά φιλοδοξία, όταν βλέπη πως δεν συνεννοείται καλά με το Κοινό του, δεν πρέπει να τ' απαρατά με την παράλογη αξίωση πως χρωστούσε ν' ανέβη μονάχο του, διαμιάς, αλλά να χαμηλώση λίγο κι ο ίδιος, ως εκεί που χρειάζεται για να το φτάση και να το σηκώση... πώς ένα θεατρικός συγγραφέας... θα μπορούσε, χωρίς να βγει κι'από τα όρια της τέχνης του, να γράψη έργα ικανά να το τραβήξουν, να το συγκινήσουν, να το επηρεάσουν».

    Η λύση δόθηκε (και η επιτυχία ήρθε) πέντε χρόνια μετά, κατά τη δεύτερη θεατρική του περίοδο (1908-1915) με τη «Φωτεινή Σάντρη» και τη «Στέλλα Βιολάντη» που παίχτηκαν από τον θίασο της Κυβέλης και της Μαρίκας Κοτοπούλη αντίστοιχα. Οι δύο αυτές κυρίες στάθηκαν σχεδόν μόνιμες πρωταγωνίστριες των έργων του Ξενόπουλου, ο οποίος πρωτοστάθηκε στην ελληνική σκηνή γράφοντας γύρω στα τριάντα θεατρικά έργα, πολλά από τα οποία προήλθαν από τα μυθιστορήματά του (το αντίστροφο είναι μάλλον σπάνιο). Έργα του όπως «Ο πειρασμός», «Το φιόρο του Λεβάντε» (με τον Νίκο Πλέσσα), «Το μυστικό της κοντέσσας Βαλέραινας» (παίζεται τροποποιημένο το 1918 από την Κυβέλη και γνωρίζει τεράστια επιτυχία), «Φοιτηταί», «Ο ποπολάρος» παίζονται ακόμη και σήμερα, διότι εκτός των τεχνικών τους προτερημάτων (ο Ξενόπουλος είναι κύριος της σκηνικής οικονομίας και της σπιρτάδας του διαλόγου) «μας δίνουν μια ζωηρή, με πολύ χρώμα, αναπαράσταση μιας κοινωνίας που εξακολουθεί να κινεί την περιέργεια και το ενδιαφέρον μας... και γιατί η ηρεμία που την περιέβαλλε και μέσα στην οποία το κάθε ιδιωτικό περιστατικό έπαιρνε διαστάσεις κοσμοϊστορικού γεγονότος, μαζί μας διασκεδάζει και κάπως μας συγκινεί» (’λκης Θρύλος).

    Με την ανατολή του 20ού αιώνα το ηθογραφικό διήγημα υποχωρεί στο κοινωνικό μυθιστόρημα. Ο Γρηγόριος Ξενόπουλος, ο Κ. Θεοτόκης και ο Κ. Χατζόπουλος αντιπροσωπεύουν τις κοινωνικές αναζητήσεις του ελληνικού νατουραλισμού. Στη φωτογραφία ο Γρηγόριος Ξενόπουλος σε νεαρή ηλικία

    Αυτή η σχέση με το κοινό επανέρχεται και στην περίπτωση της πεζογραφίας. Το «κοινό» εδώ έχει δύο σημασίες: είτε είναι το «αγοραστικό κοινό», δηλ. αυτοί που θέλουν να έχουν ένα αριθμημένο αντίτυπο των Διηγημάτων (1901) του Ξενόπουλου με το όνομά τους κάτω από τον αριθμό και γι' αυτό προεγγράφονται με τέτοιο ζήλο που ο συγγραφέας καταφέρνει και να κερδίσει χρήματα και να εκδώσει και δεύτερο τόμο, είτε είναι οι αναγνώστες της εφημερίδας στην οποία ο Ξενόπουλος γράφει το ένα μετά το άλλο μυθιστόρημα σε συνέχειες.

    Η αρχή έγινε από το Έθνος του Σπ. Νικολόπουλου, το 1913. Μέχρι το 1933 ο Ξενόπουλος δημοσίευσε στην εφημερίδα αυτή περισσότερα από τριάντα μυθιστορήματα, ενώ από την ίδια χρονιά συνέχισε την ίδια πρακτική ως το 1945 στα Αθηναϊκά Νέα (που τη χρονιά εκείνη μετονομάστηκαν σε Νέα) δημοσιεύοντας έναν αντίστοιχο περίπου αριθμό μυθιστορημάτων. Ενδιαμέσως ο συγγραφέας δημοσίευσε ευάριθμα μυθιστορήματα και σε άλλες εφημερίδες είτε σε λαϊκά περιοδικά, όπως το Διάβασέ με.

    Η υπόθεσή τους είναι κυρίως ερωτική και διαδραματίζεται είτε στη Ζάκυνθο με τη βενετοκρατική δομή είτε στην αναπτυσσόμενη Αθήνα. Η συζήτηση για τον ποιοτικό προσδιορισμό του μεγάλου αναγνωστικού κοινού σε συνδυασμό με την πολυγραφία και άρα την ευκολογραφία του συγγραφέα είναι προφανώς συζήτηση για το είδος της λογοτεχνίας που ασκεί ο Ξενόπουλος (υψηλή λογοτεχνία ή παραλογοτεχνία) και θέτει τόσο αισθητικά όσο και ηθικά ζητήματα. Έννοιες όπως «λαϊκός συγγραφέας», «διασκεδαστική τέχνη», «άσεμνο», «εμπορικόν και φιλολογικόν» επαναλαμβάνονται και επαναπροσδιορίζονται τόσο από τους κριτικούς όσο και από τον ίδιο τον συγγραφέα.

    Ίσως σήμερα να μπορούμε ­ τηλεγραφικά ­ να πούμε ότι ο Ξενόπουλος διαβάστηκε και διαβάζεται α) διότι ήταν ένας άνθρωπος που ήξερε να γράφει («κατείχε το metier του» θα πει ο Νιρβάνας) σε μια εν τέλει «νοικοκυρεμένη και καθόλου επιδεικτική δημοτική» κατά τον Καραντώνη και β) διότι με τη «μοναδική μνήμη του, οπτική, ακουστική, μηχανική και κριτική» και την «ασυνδυαστική φαντασία του» (Τέλλος ’γρας) κατόρθωσε να αναπαραστήσει τον αστικό (με όλα τα παρακλάδια του) κόσμο της εποχής του, παρουσιάζοντας μεν τα προβλήματα αλλά χωρίς να θίγει τις παγιωμένες δομές της υπάρχουσας κατάστασης και την καθιερωμένη στάση των αναγνωστών του απέναντι στους θεσμούς και την εξουσία στη σχέση της με τα προσωπικά συναισθήματα.

    ΥΓ: Ήδη από το 1951 ο Πέτρος Μαρκάκης είχε καταρτίσει μια «ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ ΓΡΗΓΟΡΙΟΥ ΞΕΝΟΠΟΥΛΟΥ» με 8.170 λήμματα, μια πρώτη συμβολή της οποίας δημοσιεύτηκε στη Νέα Εστία, τόμ. 50 (Χριστούγεννα 1951). Έκτοτε η πολύτιμη αυτή εργασία έμεινε κατά την έκφραση του Γ.Π. Σαββίδη «σκανδαλωδώς ανέκδοτη». Φαντάζομαι πως μια σημαντική υπηρεσία στα Ελληνικά Γράμματα θα ήταν η έκδοση της Βιβλιογραφίας αυτής, εν όψει μάλιστα του 2001, οπότε θα γιορταστούν τα πενήντα χρόνια από τον θάνατο του Ξενόπουλου.

    Η Γεωργία Φαρίνου - Μαλαματάρη είναι αναπληρώτρια καθηγήτρια στο Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο της Θεσσαλονίκης

    Τώρα μου μένουν ένα, δύο, τρία ... δώδεκα ποιήματα. Και οι «Ταραντίνοι» δεκατρία. Αυτό είναι όλον το έργον του Καβάφη. Έγραψε και μερικά άλλα, αλλ' ή τα παρέδωσεν εις τον Ήφαιστον ή τα θεωρεί «ανάξια της τιμής». Οπωσδήποτε, κατά μέσον όρον, κάθε ποίημα του Καβάφη κυοφορείται όσον και ο άνθρωπος: εννέα μήνας. Η έμπνευσις, η σύλληψις, δεν ειμπορεί παρά να είναι στιγμιαία· αλλ' εις τον Καβάφην έρχεται ως αποτέλεσμα και ούτως ειπείν ως αμοιβή της μακράς και επιμόνου προσηλώσεώς του εις ωρισμένον αντικείμενον, εις ωρισμένον κύκλον ιδεών. Τώρα εσχημάτισε τον πυρήνα του, κατέχει την ιδέαν του, ηξεύρει καλά τι θα ειπή. Αλλά πώς θα το ειπή; πώς θα το αισθητοποιήση; με τι υλικόν θ' αποτελέση την βαθυτέραν εκείνην μορφήν, την ουσιαστικωτέραν, η οποία δεν έχει σχέσιν ούτε με την λέξιν, ούτε με τον ρυθμόν, ούτε με την ρίμαν; την καθαυτό καλλιτεχνικήν μορφήν, η οποία μένει και αφού τυχόν αλλαχθούν ολ' αυτά; Υποθέτω, ότι δια τον Καβάφην και η εργασία αυτή, η ολωσδιόλου διανοητική, απαιτεί πολύν χρόνον. Αλλ' αφού τελειώση, το ποίημα, κατ' ουσίαν, είναι έτοιμον. Δεν μένει παρά να εκφρασθή. Να εκλεχθούν δηλαδή αι απολύτως αναγκαίαι λέξεις, ώστε να μη περισσεύη, να μη λείπη καμμία, και να παραταχθούν κατά τρόπον ώστε ν' αποτελέσουν μίαν εξωτάτην μορφήν, τελείως αρμόζουσαν, τελείως ανταποκρινομένην προς την ιδέαν. Και η εργασία αυτή απαιτεί τον περισσότερον χρόνον. Τώρα ο ποιητής θα λεπτολογήση -με όλον του το δικαίωμα πλέον- και θα έχη να κάμη με όλα εκείνα τα «μικρά πράγματα» του Μιχαήλ Αγγέλου, τα βασανιστικά, που αποτελούν την τελειότητα, η οποία όμως δεν είναι «μικρόν πράγμα»... Και από το απελπιστικόν εκείνον χάος των σβυσιμάτων, των προσθηκών, των παραπομπών, των αλλεπαλλήλων διορθώσεων, από τον λαβύρινθον του χειρογράφου, που μαρτυρεί τόσους αγώνας, τόσην μακροχρόνιον προσπάθειαν, τόσον δισταγμόν, ο ποιητής, διστάζων ακόμη, θα ξεχωρίση τους ολίγους του τελευταίους στίχους, θα τους καθαρογράψη, και με την γενναιοτέραν προσπάθειαν, καταπνίγων τον τελευταίον, τον επιμονώτερον δισταγμόν -αν το κατορθώση- θα τους υπογράψη. Έτσι γίνεται ένα ποίημα το χρόνον... Αλλά το ποίημα αυτό είναι πολλάκις θαυμασία μικρογραφία. Κλείει μέσα του κόσμον ολόκληρον. Και ενώ το βλέπεις και λέγεις ότι αυτό είναι όλον, το ξαναβλέπεις και κάτι υποπτεύεσαι... και έξαφνα ανακαλύπτεις -θαύμα!- ότι με το μικροσκόπιον σου παρουσιάζει πράγματα που δεν εφαντάζεσο, και μετά την υποψίαν σου ακόμη, ότι θα τα έχη. Κάτι το απείρως συγκεντρωμένον και απείρως μεστόν. Όλα τα ποιήματα όσα θα έγραφεν εις τον ίδιον καιρόν, σφικτοδεμένα, συμπιεσμένα, εις τους πέντε-δέκα αυτούς στίχους. Και το ποιηματάκι, το μικροσκοπικόν, απλώνει, απλώνει, ξετυλίγεται, ξεχειλίζει και σου γεμίζει την ψυχήν. Όλα τα ποιήματα του Καβάφη δεν είναι βέβαια επίσης περιεκτικά κ' επίσης θαυμάσια. Δια τα πρώτα του μάλιστα, τα νεανικώτερα, ειμπορεί και να μη χρειάζεται μικροσκόπιον. Τα άλλα όμως, -πέντε ή εξ από τα τελευταία,- είναι ακριβώς όπως εζήτησα να σας παραστήσω, και αυτά κυρίως τον χαρακτηρίζουν. Αλλ' ας ομιλήσωμεν καλλίτερα με τα πράγματα. Κάμετέ μου πρώτα την χάριν να διαβάσετε αυτό:

    ΔΕΗΣΙΣ

    Η θάλασσα στα βάθη της πήρ' ένα ναύτη.
    Η μάνα του, ανήξερη, πηγαίνει και ανάφτει

    στην Παναγία μπροστά ένα υψηλό κερί
    για να επιστρέψη γρήγορα και νάν καλοί καιροί

    και όλο προς τον άνεμο στήνει ταυτί.
    Αλλά, ενώ προσεύχεται και δέεται αυτή,

    η εικών ακούει σοβαρή και λυπημένη,
    ξεύροντας πως δεν θάλθει πια ο υιός που περιμένει.

    Έχει, βλέπετε, την σφραγίδα του και αυτό το ποιηματάκι. Ο ρυθμός του δεν είναι η συνειθισμένη τυμπανοκρουσία, η γλώσσα του έχει πολύ τον ατομικόν χαρακτήρα, και η πλουσιωτάτη ομοιοκαταληξία - ομοιολεξία μάλλον, κερί-καιροί, αυτί-αυτή, όπως θα την απαντήσωμεν και εις άλλα ποιήματα του Καβάφη,- έχει τι το σεμνόν και μαλακόν, το σχεδόν κρύφιον, που δεν καταστρέφει, ως απότομος έκρηξις ρουκέτας, τον θρηνώδη λυρισμόν, την ήρεμον μελαγχολίαν της φράσεως. Είναι μία φόρμα τελείως αρμόζουσα εις την ιδέαν. Αν δε προσέξετε και εις την ιδέαν αυτήν, θανακαλύψετε κάποιαν σύνθεσιν εις την απλότητά της, φιλοσοφικόν βάθος, συμβολισμόν αν θέλετε, και ίσως το εικόνισμα, το κερί, η μάνα, η θάλασσα, ο ναύτης, να σας φανούν διαφορετικά από ό,τι τα ξεύρετε, γενικώτερα και διαρκέστερα. Λέγω «ίσως», διότι αυτό το πράγμα δεν εκφράζεται εδώ κατά τρόπον ο οποίος θα μας επέβαλλε το «βεβαίως». Αλλά και η εξωτάτη μορφή έχει μερικάς ελλείψεις, που ο ίδιος ο κ. Καβάφης, με την λεπτολόγον ακρίβειαν άλλων του ποιημάτων μας έκαμε να τας προσέξωμεν. «Προσεύχεται και δέεται» δι' αυτόν είναι πλεονασμός, μου φαίνεται δε ότι το «ναν' καλοί καιροί» έπρεπε να λεχθή πριν από το «για να επιστρέψη γρήγορα». Αλλά η «Δέησις» είναι από τα πρώτα. Αυτό που θα διαβάσετε τώρα είναι από τα τελευταία: ΘΕΡΜΟΠΥΛΑΙ

    Τιμή σ' εκείνους όπου στην ζωήν των
    ώρισαν και φυλάγουν Θερμοπύλας.
    Ποτέ από το χρέος μη κινούντες
    δίκαιοι κ' ίσιοι σ' όλαις των ταις πράξεις,
    αλλά με λύπη κιόλας κ' ευσπλαχνία·
    γενναίοι οσάκις είναι πλούσιοι, κι' όταν
    είναι πτωχοί, πάλ' εις μικρόν γενναίοι,
    πάλι συντρέχοντες όσο μπορούνε·
    πάντοτε την αλήθεια λαλούντες,
    πλην χωρίς μίσος για τους ψευδομένους.

    Και περισσότερη τιμή τους πρέπει
    όταν προβλέπουν και πολλοί προβλέπουν-
    πως ο Εφιάλτης θα φανή στο τέλος,
    κι' οι Μήδοι επί τέλους θα διαβούνε.

    Μα την αλήθειαν, τέτοιον ποίημα δεν γίνεται εις μίαν ώραν! Αυτός ο ορισμός του ανωτέρου ανθρώπου, του ευσταθούς μετά συγκαταβάσεως και του δικαίου μετ' επιεικείας, ο οποίος γνωρίζει ότι θα νικηθή εις τον αγώνα της ζωής, και μολοντούτο επιμένει εις το καθήκον, και εις αυτό θυσιάζει άκαμπτος κάθε συμφέρον, και δεν ευρίσκει την δικαίωσιν, την νίκην και την δόξαν παρά μόνον μετά θάνατον, είναι προϊόν μελέτης μακράς και γνώσεως τελείας. Προδίδει ολόκληρον σύστημα κοινωνικής φιλοσοφίας, καταστρωθέν ολίγον κατ' ολίγον. Πόσας παρατηρήσεις θα έκαμε, και πόσας γνώμας θα εκοσκίνισε, και πόσας εικόνας θα συνεδύασεν ο ποιητής, όταν ευρίσκετο εις αυτόν τον κύκλον των ιδεών, δια να φθάση εις το οριστικόν συμπέρασμα, δια να ξεχωρίση την ιδέαν καθαράν, ώριμην πλέον δι' αισθητοποίησιν. Και ιδού, εις στιγμήν ωραίας εμπνεύσεως, του παρουσιάζονται αι Θερμοπύλαι, αι αθάνατοι Θερμοπύλαι, ως η ζωηροτέρα εικών, ως το τελειότερον σύμβολον. Η φιλοσοφία έγινε πλέον ποίησις, η ιδέα επλάσθη. Τώρα πρέπει ναποδοθή με λέξεις. Η μεγάλη φυσικότης επιτυγχάνεται εδώ δια της μεγάλης επιτηδεύσεως, και όλα αυτή η ελευθερία, η λιτότης, η ευκολία των στίχων, που νομίζει κανείς ότι είναι αυτοσχέδιοι, δεν αποκρύπτει από τον γνώστην τον μακρόν και σοφόν αγώνα: ο οποίος υπέταξε την ιδέαν εις την έκφρασιν.

    Η ιστορία και η μυθολογία παρέχουν συχνά εις τον κ. Καβάφην το θεμέλιον των ποιημάτων του. Αλλά περιορίζεται πάντοτε εις εν γεγονός, εις μίαν εικόνα, εγκλείουσαν αυστηρώς την ιδέαν, που θέλει να παρουσιάση ούτω στηριγμένην επί βάσεως ασφαλούς κ' αιωνίας. Δια τούτο εις τα ποιήματά του δεν θαπαντήσετε σύμβολα διασταυρούμενα πυκνώς, δεν θα ιδήτε τον φόρτον εκείνον των ιστορικών και μυθολογικών ονομάτων που βαρύνει τα ποιήματα άλλων συγχρόνων ποιητών, και που προδίδει κάποτε επίδειξιν κ' επιπολαιότητα, και που προξενεί ζάλην κ' εκμηδένισιν. Και δια να εκτιμήσετε αυτήν την ολιγάρκειαν και την συμμετρίαν, ιδού η ωραία αυτή ΔΙΑΚΟΠΗ

    Το έργον των θεών διακόπτομεν ημείς,
    τα βιαστικά κι' άπειρα όντα της στιγμής.
    Στης Φθίας και στης Ελευσίνος τα παλάτια
    η Θέτις και η Δήμητρα έργα καλά
    αρχίζουν μες σε φλόγες και καπνόν. Αλλά
    πάντοτε η Μετάνειρα από τα δωμάτια
    του βασιλέως τρέχει κατατρομαγμένη
    και πάντοτε ο Πηλεύς φοβάται κ' επεμβαίνει.

    Αλλά και όταν η εικών δεν είναι παρμένη σοφώτατα από την ιστορίαν και την μυθολογίαν, αλλ' απλούστατα και ανθρωπινώτατα από την φύσιν, από την ζωήν, η ιδία εγκράτεια και η ιδία αυστηρότης βασιλεύει. Μία εικών, αναπτυσσομένη κ' εξελισσομένη φυσικώς είναι το ποίημα όλον απ' αρχής μέχρι τέλους: ΚΕΡΙΑ

    Η αγαπητές του μέλλοντός μας μέραις
    αραδιασμέναις στέκοντ' εμπροστά μας
    σαν μιά σειρά κεράκια αναμμένα
    χρυσά, ζεστά και ζωηρά κεράκια.

    Η περασμέναις μέραις πίσω μένουν·
    μια θλιβερή σειρά κεριών σβυσμένων·
    τα πιο κοντά βγάζουν καπνόν ακόμη
    κατάμαυρα κεριά, ψυχρά, λυωμένα.

    Δε θέλω να τα βλέπω, με λυπεί η μορφή των,
    και με λυπεί το πρώτο φως των να θυμούμαι.
    Εμπρός κυττάζω ταναμμένα μου κεριά.

    Δεν θέλω να γυρίσω να μη διω και φρίξω
    τι γρήγορα που η σκοτεινή γραμμή μακραίνει
    τι γρήγορα που τα σβυστά κεριά πληθαίνουν.

    Ομολογώ, ότι το ποίημα αυτό εξήσκησεν επ' εμού εν είδος παραδόξου υποβολής. Μολονότι εις την αρχήν -και εις το τέλος ακόμη- η εικών δεν μου εφάνη τελείως ευτυχής, δεν ηξεύρω πώς τα κεριά αυτά κατώρθωσαν να ζωντανέψουν εις την φαντασίαν μου, και τώρα, όσες φορές κυττάξω εμπρός μου, ή γυρίσω οπίσω μου, είναι αδύνατον να μην ιδώ με τα μάτια της ψυχής την φωτεινήν αυτήν γραμμήν των αναμμένων κεριών και την θλιβεράν, -πόσον θλιβεράν, αλλοίμονον!- των σβυσμένων... Ίσως η μαγγανεία αυτή οφείλεται εις τον θρήνον των τριών τελευταίων στίχων, εις την οδυνηράν απήχησιν των λέξεων, αι οποίαι εξέρχονται, νομίζεις, βιαστικαί, δια να προφθάσουν, να μην διακοπούν από λυγμούς...

    Αλλ' εκείνο που με συνεκλόνισε περισσότερον από κάθε άλλο, και μου έκαμεν εντύπωσιν καταπληκτικήν, και το απεστήθισα χωρίς να το θέλω, και το ψιθυιρίζω ως βαυκάλημα εις τας αγρυπνίας του πόνου μου, κ' ευρίσκω μέσα εις αυτό την θλιμμένην ψυχήν μου, την σπαραγμένην ζωήν μου, είναι το απελπιστικόν, το μοιραίον αυτό ποίημα, που επιγράφεται: ΤΕΙΧΗ

    Χωρίς περίσκεψιν, χωρίς λύπην, χωρίς αιδώ,
    μεγάλα κ' υψηλά τριγύρω μου έκτισαν τείχη.
    Και τώρα κάθημαι και απελπίζομαι εδώ.

    Με τρώγει την καρδίαν και τον νουν αυτή η τύχη,
    διότι πράγματα πολλά έξω να κάμω είχον.

    Α, όταν έκτιζαν τα τείχη πώς να μη προσέξω;

    Αλλά δεν ήκουσα ποτέ κρότον κτιστών ή ήχον:
    Ανεπαισθήτως μ' έκλεισαν από τον κόσμον έξω.

    Αρκετά ποιήματα συγχρόνων ποιητών μας, από εκείνα που ο πολύς κόσμος τ' αντιπαρέρχεται ως ακατανόητα, μ' έκαμαν επίσης να μείνω με ανοικτό στόμα. Και πολλά επίσης τ' απεστήθισα, και εις στιγμάς ρέμβης τα επανελάμβανα ως μίαν ηχώ της ιδίας μου ψυχής. Αλλ' ολίγα, πολύ ολίγα διετήρησαν το κράτος αυτό μέχρι τέλους. Σιγά-σιγά μου εφαίνοντο επιτηδευμένα, ανειλικρινή, απατηλά, κενά, και σιγά-σιγά έπαυσα να τα πιστεύω. Τα «Τείχη» όμως του Καβάφη αντέστησαν εις κάθε μου ανάλυσιν. Κ' εξακολουθούν να με κατέχουν, να με περιζώνουν όρθια, αμείλικτα και θαυμάσια. Ο ποιητής μ' εφυλάκισε, μ' αιχμαλώτισε. Και από την αιχμαλωσίαν αυτήν χρονολογείται ο θαυμασμός μου. Βεβαίως δεν θα τον συμμερισθούν ολόκληρον, -ούτε το απαιτώ,- όσοι ήκουσαν κάποτε κρότον κτιστών ή ήχον, κ' επρόσεξαν όταν εκτίζοντο τριγύρω των ύπουλα τείχη, και δεν αφήκαν, οι συνετοί, να τους κλείσουν έξω από τον κόσμον ανεπαισθήτως... Αλλ' εγώ δεν πρόσεξα, το εξομολογούμαι. ’φισα να πυργωθή τριγύρω μου ο φοβερός φραγμός, και τώρα είμαι εντελώς ανίσχυρος εναντίον του! Και όλον αυτό το κακόν έγινε τόσον ανεπαισθήτως, ώστε θα το αγνοούσα ακόμη, δεν θα είχα παρά μίαν αόριστον υποψίαν της οικτράς μου τύχης, αν δεν μου το εφανέρωνεν έξαφνα ο ποιητής, εις όλην του την έκτασιν, εις όλην του την φρίκην... Και τώρα κάθημαι και απελπίζομαι εδώ... Ε, αυτός ο ποιητής ειμπορεί να μην είναι δι' εμέ κάτι τι;

    Εν άλλο ποίημα όμως, που επιγράφεται «Τα παράθυρα», είναι ίσως καθολικώτερον. Δεν εικονίζει την τύχην μερικών ανθρώπων, και την ιδικήν μου, αλλά την τύχην του ανθρώπου εν γένει. Εις το σκότος αυτό, εις το οποίον μας κατεδίκασε το ’γνωστον, ο πόθος του φωτός είναι επίσης αγωνιώδης δι' όλους όσοι το αντιλαμβάνονται και υποφέρουν, και μεταξύ αυτών η σκέψις του ποιητού, η απαισιόδοξος, θα εύρη πάντοτε ηχώ, ή θα γεννήση μίαν άλλην αντίθετον: ΤΑ ΠΑΡΑΘΥΡΑ

    Σ' αυταίς ταις σκοτειναίς κάμαραις που περνώ
    μέραις βαρυαίς, επάνω κάτω τριγυρνώ
    για νάβρω τα παράθυρα. Όταν ανοίξη
    ένα παράθυρο θάναι παρηγορία.
    Πλην τα παράθυρα δεν βρίσκονται ή δεν μπορώ
    να τάβρω. Και καλλίτερα ίσως να μην τα βρω.
    Ίσως το φως θάναι μια νέα τυραννία.
    Ποιός ξέρει τι καινούργια πράγματα θα δείξη.

    Συμμερίζομαι τον φόβον του ποιητού κ' εγκαρτερώ με την ιδέαν ότι το φως θα είναι νέα τυραννία. Όχι θα έλεγα, αν ευρίσκετο κανείς να μου ανοίξη το παράθυρον, και ας ήξερα ότι το όχι αυτό, το ορθόν, θα με κατέβαλλεν εις όλην την ζωήν μου. Και αν με ξαναρωτούσαν, όχι θα εφώναζα. Και αυτό ακόμη μου το έμαθεν ο ποιητής, ή μάλλον μ' εστερέωσε και πάλιν εις την αμυδράν υποψίαν μου, μ' ένα ποίημα το οποίον αφορά εις προσκαιρότερα κ' έχει σχέσιν μάλλον με την κοινωνικήν παρά με την ατομικήν ζωήν, αλλά δεν είναι δια τούτο ολιγώτερον βαθύ και ολιγώτερον αληθινόν: «CHE FACE...IL GRAN RIFIUTO»

    Σε μερικούς ανθρώπους έρχεται μιά μέρα
    που πρέπει το μεγάλο Ναι ή το μεγάλο το Όχι
    να πούνε. Φανερώνεται αμέσως όποιος τώχει
    έτοιμο μέσα του το Ναι, και λέγωντάς το, πέρα
    πηγαίνει στην τιμή και στην πεποίθησί του.
    Ο αρνηθείς δεν μετανοιώνει. Αν ρωτιούνταν πάλι,
    Όχι θα ξανάλεγε. Κι' όμως τον καταβάλλει
    τ' Όχι εκείνο, το ορθόν, εις όλην την ζωή του.

    Ήθελα ακόμη να σας παρουσιάσω από το έργον του κ. Καβάφη τις «Ψυχαίς των Γερόντων», τα «’λογα του Αχιλλέως» και τον «Θάνατον του Αυτοκράτορος Τακίτου», διότι καθέν από αυτά έχει ιδιαίτερον χαρακτήρα. Αλλά νομίζω ότι όσα παρέθεσα είναι αρκετά να σας δώσουν κάποιαν ιδέαν της πρωτοτύπου αυτής φιλοσοφικής ποιήσεως, της τόσον νηφαλίου, με το αυστηρόν και ιδιόρρυθμον ένδυμα, με την αριστοκρατικήν τεχνοτροπίαν, με την όλως προσωπικήν υφήν, με την γλώσσαν την υπενθυμίζουσαν μακρόθεν τον Κάλβον, και προπάντων με την έλλειψιν κάθε αναρμόστου ελαφρότητος, κάθε ανοήτου ηχολαλιάς, κάθε απατηλού στολίσματος. Τίποτε εξ εκείνων, τα οποία φορτόνουν άλλα ποιήματα αερολόγων, εκφυλισμένων και υπνοβατών, δια να κρύπτουν μόνον την γυμνότητά των. Αν εκ πρώτης όψεως τα ποιήματα του κ. Καβάφη φαίνωνται παράξενα και πιθανόν δεν αρέσουν, είναι διότι είμεθα κακοσυνειθισμένοι με τα άλλα. Αλλ' ο κ. Καβάφης ομοιάζει -αν ομοιάζη με κανένα- μάλλον προς τους κλασικούς, παρά προς οιονδήποτε εκ των συγχρόνων.

    Νομίζω ακόμη, ότι όσα παρέθεσα είναι αρκετά δια να προκαλέσουν την οφειλομένην εκτίμησιν, αν όχι και να δικαιολογήσουν τον θαυμασμόν μου, προς ποιητήν, τον οποίον, με όλον το ολιγόστιχόν του, θεωρώ άξιον μεγαλυτέρας προσοχής από πολλούς άλλους που έχουν γράψη εκατονταπλάσια. Και όχι τόσον δια να τον χαρακτηρίσω ακόμη, αλλά δια να τον επαινέσω με δικά του λόγια, θα παραθέσω εδώ και αυτό το έξοχον ποίημα: ΤΟ ΠΡΩΤΟ ΣΚΑΛΙ

    Εις τον Θεόκριτο παραπονείτο
    μιά μέρα ο νέος ποιητής Ευμένης.
    «Τώρα δυό χρόνια πέρασαν που γράφω
    κ' ένα ειδύλλιο έκαμα μονάχα,
    το μόνο τέλειόν μου έργον είναι.
    Αλλοίμονον, είν' υψηλή, το βλέπω,
    πολύ υψηλή της Ποίησις η σκάλα,
    κι' απ' το σκαλί το πρώτο εδώ που είμαι
    ποτέ δεν θαναιβώ ο δυστυχισμένος!».
    Ειπ' ο Θεόκριτος: «Αυτά τα λόγια
    ανάρμοστα και βλασφημίαις είναι.
    Και αν ήσαι στο σκαλί το πρώτο, πρέπει
    νάσαι υπερήφανος κ' ευτυχισμένος.

    Εδώ που έφθασες, λίγο δεν είναι.
    Τόσο που έκαμες, μεγάλη δόξα.
    Κι' αυτό ακόμη το σκαλί το πρώτο
    πολύ απ' τον κοινό τον κόσμο απέχει.
    Εις το σκαλί για να πατήσης τούτο,
    πρέπει με το δικαίωμά σου νάσαι
    Πολίτης εις των Ιδεών την Πόλι.
    Και δύσκολο στην πόλι εκείνην είναι
    και σπάνιο να σε πολιτογραφήσουν-
    στην αγορά της βρίσκεις νομοθέτας
    που δε γελά κανένας τυχοδιώκτης.
    Εδώ που έφθασες, λίγο δεν είναι.
    Τόσο που έκαμες, μεγάλη δόξα.»

    Ο κ. Καβάφης έκαμεν ίσως κάτι περισσότερον από τον νέον ποιητήν Ευμένην, που έγραφεν από δύο χρόνια και δεν είχε να δείξη παρά ένα μόνον τέλειον ποίημα... Αλλ' ο κ. Καβάφης γράφει από δέκα-δώδεκα. Θα ήτο δικαιωματικώτερα πολίτης εις των Ιδεών την Πόλιν, και τίποτε κακόν δεν θα είχε να φοβηθή από τους Νομοθέτας, που ευρίσκονται εις την Αγοράν της. Το υποθέτω τουλάχιστον και το ελπίζω. Και την ιδέαν μου, η οποία βλέπετε πόσον είναι ατομική, την υποβάλω απλώς εις τους Νομοθέτας.»

    Γρηγόριος Ξενόπουλος - 1903

    Μανόλης Αναγνωστάκης
    Βιογραφικό Σημείωμα

    Ο Μανόλης Αναγνωστάκης γεννήθηκε στη Θεσσαλονίκη το 1925. Σπούδασε Ιατρική και ειδικεύτηκε ως ακτινολόγος στη Βιέννη (1955-1956).'Aσκησε το επάγγελμα του ακτινολόγου στη Θεσσαλονίκη και το 1978 μετεγκαταστάθηκε στην Αθήνα.
    για την πολιτική του δράση στο φοιτητικό κίνημα φυλακίστηκε στο διάστημα 1948-1951, ενώ το 1949 καταδικάστηκε σε θάνατο από έκτακτο στρατοδικείο. Εμφανίστηκε στα γράμματα από το περιοδικό Πειραϊκά Γράμματα (1942) και το φοιτητικό περιοδικό Ξεκίνημα (1944). Του τελευταίου περιοδικού διετέλεσε και αρχισυντάκτης, από το τεύχος 1 (15 Φεβρ. 1944) μέχρι και το 11-12 (1 και 15 Οκτ. 1944). Δημοσίευσε ποιήματα και κριτικά σημειώματα σε πολλά περιοδικά, ενώ είχε και πυκνή παρουσία στην εφημερίδα Αυγή, με κείμενα για θέματα λογοτεχνικά και πολιτικά. Εξέδωσε το περιοδικό Κριτική (Θεσσαλονίκη, 1959-1961), υπήρξε μέλος της εκδοτικής ομάδας των Δεκαοκτώ κειμένων (1970), των Νέων Κειμένων και του περιοδικού Η Συνέχεια (1973). Ποιήματά του μεταφράστηκαν στα αγγλικά, γαλλικά, γερμανικά, ιταλικά. Ακόμα, ποιήματά του μελοποίησαν ο Μίκης Θεοδωράκης, ο Θάνος Μικρούτσικος, η Αγγελική Ιονάτου και ο Μιχάλης Γρηγορίου.

    Φοβάμαι...

    Φ ο β ά μ α ι τους ανθρώπους που εφτά χρόνια έκαναν πως δεν είχαν πάρει χαμπάρι και μια ωραία πρωία μεσούντος κάποιου Ιουλίου βγήκαν στις πλατείες με σημαιάκια κραυγάζοντας "δώστε τη χούντα στο λαό".

    Φ ο β ά μ α ι τους ανθρώπους που με καταλερωμένη τη φωλιά πασχίζουν τώρα να βρούν λεκέδες στη δική σου.

    Φ ο β ά μ α ι τους ανθρώπους που σου κλείναν την πόρτα μην τυχόν και τους δώσεις κουπόνια και τώρα τους βλέπεις στο Πολύτεχνείο να καταθέτουν γαρίφαλα και να δακρύζουν.

    Φ ο β ά μ α ι τους ανθρώπους που γέμιζαν τις ταβέρνες και τα σπάζαν στα μπουζούκια κάθε βράδυ και τώρα τα ξανασπάζουν όταν τους πιάνει το μεράκι της Φαραντουρη και εχουν και "άπόψεις".

    Φ ο β ά μ α ι τουε ανθρώπους που άλλαζαν πεζοδρόμιο όταν σε συναντούσαν και τώρα σε λοιδορούν γιατί, λέει, δεν βαδιζεις ίσιο δόμο.

    Φ ο β ά μ α ι , φοβάμαι πολλούς ανθρώπους.

    Φέτος φοβήθηκα ακομη περισσότερο.
    Μανολης Αναγνωστάκης
    Νοέμβρης 1983

    /
    η χώρα των θεών
    Σελίδες απ' την Ελληνική Λογοτεχνία στο Διαδίκτυο
    Αθήνα, 24.06.2005

    "ΕΦΥΓΕ" Ο ΜΑΝΩΛΗΣ ΑΝΑΓΝΩΣΤΑΚΗΣ Την τελευταία του πνοή άφησε σε ηλικία 80 ετών, στο νοσοκομείο Αμαλία Φλέμινγκ, όπου νοσηλευόταν με καρδιοαναπνευτσικά προβλήματα, ο ποιητής Μανώλης Αναγνωστάκης. Ο Μανώλης Αναγνωστάκης, ο οποίος καταγόταν από τη Θεσσαλονίκη και είχε φυλακιστεί, εξοριστεί στη Μακρόνησο και καταδικαστεί σε θάνατο για την ένταξή του στην αριστερά, ήταν γιατρός ακτινολόγος στο επάγγελμα και είχε αναδειχτεί ως μία από τις πιο σημαντικές παρουσίες στην ελληνική ποίηση. Ποιήματά του μεταφράστηκαν στα αγγλικά, γαλλικά, γερμανικά, ιταλικά και έχουν μελοποιηθεί από το Μίκη Θεοδωράκη, το Θάνο Μικρούτσικο, την Αγγελική Ιονάτου και το Μιχάλη Γρηγορίου.
    συνέχεια :


    Επίλογος
    Οι στίχοι αυτοί μπορεί και νά' ναι οι τελευταίοι
    οι τελευταίοι στους τελευταίους που θα γραφτούν
    γιατί οι μελλούμενοι ποιητές δε ζούνε πιά
    αυτοί που θα μιλούσανε πεθάναν όλοι νέοι.
    Τα θλιβερά τραγούδια τους γενήκανε πουλιά
    σε κάποιον άλλον ουρανό που λάμπει ξένος ήλιος
    γενήκαν άγριοι ποταμοί και τρέχουνε στη θάλασσα
    και τα νερά τους δε μπορείς να ξεχωρίσεις.
    Στα θλιβερά τραγούδια τους φύτρωσε ένας λωτός
    να γεννηθούμε στο χυμό του εμείς πιο νέοι.

    Γιώργος Θεοτοκάς

    Ο Γιώργος Θεοτοκάς γεννήθηκε στην Κωνσταντινούπολη, γιος του δικηγόρου Μιχαήλ Θεοτοκά και της Ανδρονίκης το γένος Νομικού. Στην Κωνσταντινούπολη τέλειωσε το Ελληνογαλλικό Λύκειο και το 1922 εγκαταστάθηκε με την οικογένειά του στην Αθήνα, όπου γράφτηκε στη Νομική Σχολή του Πανεπιστημίου. Το 1925 εκλέχτηκε Γενικός Γραμματέας της δημοτικιστικής οργάνωσης Φοιτητική Συντροφιά (για τη δράση του κινδύνευσε το 1926 να αποβληθεί από το Πανεπιστήμιο) και υποδέχτηκε τον Γιάννη Ψυχάρη στη Χίο. Μετά την αποφοίτησή του (1927) έφυγε για τρία χρόνια στο Παρίσι και το Λονδίνο.

    Στο Λονδίνο έγραψε το πρώτο του βιβλίο Ελεύθερο Πνεύμα, που θεωρήθηκε ως το μανιφέστο της γενιάς του Τριάντα (δημοσιεύτηκε στην Αθήνα το 1929). Το 1929 επέστρεψε στην Αθήνα, όπου εργάστηκε ως δικηγόρος και δημοσίευσε πολλά κείμενά του στον ημερήσιο και περιοδικό Τύπο. Το 1940 κατατάχτηκε εθελοντικά στο στρατό και πολέμησε στην Αλβανία.Το 1948 παντρεύτηκε τη φιλόλογο Ναυσικά Στεργίου, η οποία πέθανε το 1959. Το 1952 ταξίδεψε στην Αμερική, το 1955 έθεσε υποψηφιότητα στις βουλευτικές εκλογές στο νομό Χίου, χωρίς επιτυχία. Το 1966 παντρεύτηκε την ποιήτρια Κοραλία Ανδρεάδη. Πέθανε τον ίδιο χρόνο στην Αθήνα. Συνεργάστηκε με πολλά λογοτεχνικά περιοδικά και με την εφημερίδα Το Βήμα, ενώ υπήρξε επίσης μέλος της συντακτικής επιτροπής του περιοδικού Εποχές.

    Υπήρξε συνιδρυτής του περιοδικού Νέα Γράμματα (1935). Διετέλεσε διευθυντής του Εθνικού Θεάτρου (1945-1946 και 1951-1952) και πρόεδρος του Διοικητικού Συμβουλίου του Κ.Θ.Β.Ε. Εκπροσώπησε την Ελλάδα στις διεθνείς συναντήσεις της Γενεύης και στο Διεθνές Συνέδριο του Εδιμβούργου. Ταξίδεψε σε πολλές χώρες και έργα του μεταφράστηκαν σε πολλές ξένες γλώσσες. Τιμήθηκε με το βραβείο πεζογραφίας της Ακαδημίας Αθηνών (1939 για το μυθιστόρημα Το δαιμόνιο) και το Α’ Κρατικό Βραβείο Δοκιμίου (1957 για το έργο του Τα προβλήματα του καιρού μας).

    Ο Γιώργος Θεοτοκάς τοποθετείται στη γενιά του ’30, της οποίας υπήρξε ένα από τα πολυγραφότερα πρόσωπα. Ασχολήθηκε με την πεζογραφία, το θέατρο, την ποίηση, το δοκίμιο, την κριτική , την ταξιδιωτική λογοτεχνία. Με το έργο του έθεσε τις βάσεις της θεωρίας της γενιάς του Τριάντα για την ελληνικότητα, η οποία πηγάζει παράλληλα από την ελληνική παράδοση (αρχαιοελληνική, βυζαντινή, λαϊκός πολιτισμός) αλλά και από την ευρωπαϊκή παράδοση και σύγχρονη πραγματικότητα. Ο αφηγηματικός του λόγος επηρεάστηκε έντονα από την ελληνική πεζογραφική δημιουργία του 19ου αιώνα. Από τα έργα του σημειώνουμε ως ορόσημα τον Λεωνή, τους Ασθενείς και οδοιπόρους, το Δαιμόνιο και την Αργώ.

    1. Για περισσότερα βιογραφικά στοιχεία του Γιώργου Θεοτοκά βλ. Αργυρίου Αλεξ. - Γεωργουσόπουλος Κώστας, «Θεοτοκάς Γιώργος», Παγκόσμιο Βιογραφικό Λεξικό

    2. Αθήνα, Εκδοτική Αθηνών, 1985, Γιαλουράκης Μανώλης, «Θεοτοκάς Γιώργος», Μεγάλη Εγκυκλοπαίδεια της Νεοελληνικής Λογοτεχνίας

    3. Αθήνα, Χάρη Πάτση, χχ., Τζιόβας Δημήτρης, «Χρονολόγιο Γιώργου Θεοτοκά», Διαβάζω137, 12/2/1986, σ.8-11 και Αράγης Γιώργος, «Γιώργος Θεοτοκάς», Η Μεσοπολεμική πεζογραφία · Από τον πρώτο ως τον δεύτερο παγκόσμιο πόλεμο (1914-1939)Δ΄, σ.8-81. Αθήνα, Σοκόλης, 1992.



    14/10/2005

    O Γιώργος Θεοτοκάς, στις σελίδες του περιοδικού
    EΠIΘEΩPHΣH TEXNHΣ Aριθ. τεύχους 135

    EΛΛHNIKH ANOIΞH 1966: Συλλήψεις. Eκτοπίσεις, Δίκες και καταδίκες νέων, φοιτητών επιστημόνων, λογοτεχνών, Λογοκρισία. Tο Eικοσιένα ξυλοδαρμένο στην επέτειό του... Γκανγκστερική δράση παρακρατικών πάντα ασύλληπτων. Oι πολιτικοί κρατούμενοι άλλο ένα Πάσχα στη Φυλακή. ’θλια μαγειρέματα νέων πραξικοπημάτων στην Kύπρο και την Eλλάδα για νατοϊκό διαμελισμό.

    Σκυλοκαβγάς για το πάπλωμα της εξουσίας, κατακουρελιασμένο πια από το σκυλοτράβηγμα. Kάθε βδομάδα ξεσκόνισμα φράκων νέων υποψήφιων σωτήρων...

    Σ' αυτό το κλίμα ο Γιώργος Θεοτοκάς δίνει συνέντευξη στην EΠIΘEΩPHΣH TEXNHΣ με θέμα: H ΠEZOΓPAΦIA, τα ρεύματα, οι επιδράσεις, το κλίμα το Mάρτιο του 1966.

    Eίπε... «Για τον Έλληνα συγγραφέα και τον καλλιτέχνη το ζήτημα είναι να βρει το σημείο της ισορροπίας ανάμεσα στην εθνική του πραγματικότητα και στις διεθνικές καταστάσεις που έχουν μια γνησιότητα για την σημερινή Eλλάδα. Nα το βρει, εννοώ, ο καθένας, για λογαριασμό του και υπό την ευθύνη του. Nα μην πέφτουν σε επιπόλαιους και στείρους μιμητισμούς, που δεν ανταποκρίνονται σε τίποτα το αληθινό για μας, μόνο και μόνο για να είμαστε της μόδας. Δύσκολος, βέβαια, είναι ο ρόλος των πεζογράφων στη σημερινή Eλλάδα.

    [...]

    ... Nα μη μας διαφεύγει ότι στον κόσμο του πνεύματος, εκδηλώνονται οι διαθέσεις κατά κάποιον τρόπο προφητικές, που προβλέπουν καταστάσεις που δε σχηματίστηκαν ακόμα και που δεν τις συλλαμβάνει ο κοινός νους». Στο ίδιο τεύχος ο K.ΠOPΦYPHΣ κάνει κριτική στο πολιτικό δοκίμιο του Γιώργου Θεοτοκά «H εθνική κρίση». Θα επικαλεστούμε μόνο τι γράφει του Θεοτοκά που παρεμβάλλει ο Πορφύρης στην κριτική του. «... Tα βαθύτερα αίτια της κρίσης» προχώρησαν σε υψηλότερα επίπεδα ζωής, ενώ άλλα έμειναν πολύ πίσω. Eξ ου οι χτυπητές αντιθέσεις.

    ... παρακαλώ τον αναγνώστη, αν έχει καιρό, να κάνει έναν περίπατο ως τη γωνία της λεωφόρου Iλισού και της οδού Παπαδιαμαντοπούλου. Θα αντικρίσει εκεί μέσα σ' ό,τι απομένει από την κοίτη του Iλισού, έναν απερίγραπτο, οικισμό από τρώγλες... Tριγύρω θα δει ολοκαίνουργιες πολυκατοικίες, φρέσκες και γελαστές, πλούσια περίπτερα της μπενζίνας, μεγάλη κίνηση ιδιωτικών αυτοκινήτων. Σε λίγα λεπτά απόσταση αστράφτει το Xίλτον. Eίναι μια παραστατική εικόνα της σημερινής ελληνικής πραγματικότητας, που αν αρχίσετε να τη συλλογίζεστε μπορεί να σας δώσει ένα άγχος... H ελληνική κοινωνία των ημερών μας κατέχεται από συγκεχυμένες ανησυχίες και τύψεις» ... Oι συντηρητικές δυνάμεις της Eλληνικής κοινωνίας έχουν μείνει πολύ πίσω από την εποχή μας...

    ... O λαός δε θα συγχωρήσει εύκολα ότι του καταστρέψανε την Eλλάδα του και ότι του φέρθηκαν έτσι όπως του φέρθηκαν.

    Στο βιβλίο προβάλλει ανάγλυφη η αντίθεση, η συντριπτική πλειοψηφία του έθνους αγωνίζεται να ξεφύγει από την καθυστέρηση και να βαδίσει στην πρόοδο, από την άλλη οι δυνάμεις της συντήρησης, που γυρεύουν να πισωδρομίσουν την πορεία του έθνους, χρησιμοποιώντας θεμιτά και αθέμιτα τα ηθικά και προπαντός ανήθικα, ανθρώπινα και προπαντός απάνθρωπα, και προσπαθώντας για να πετύχουν το σκοπό τους να διατηρήσουν τεχνητά «με κάθε τρόπο στην Eλλάδα μια ατμόσφαιρα εμφυλίου πολέμου».

    Ποια είναι η λύση κατά τον κ. Θεοτοκά. Tην προτείνει «πάντα την ίδια» όπως λέει στο πρώτο δοκίμιο: «να λειτουργήσει ομαλά το δημοκρατικό πολίτευμα στην Eλλάδα, δηλαδή να ψηφίσει ελεύθερα ο λαός και να είναι σεβαστή η εντολή του, σεβαστή όχι μόνο από την εξουσία, αλλά και από τους ίδιους, τους εντολοδόχους. Mε ιδιαίτερη ελπίδα στρέφεται στους νέους, στη νέα γενιά, που πρέπει ν' αρχίσει να αναλαμβάνει τις ευθύνες της.

    Συμπόσιο για την εκπαιδευτική μεταρρύθμιση: O κ. Θεοτοκάς βεβαιώνει «η εκπαιδευτική μεταρρύθμιση ταυτίζεται με τη δημοκρατία... όποιος πολεμά τη μια είναι και της άλλης εχθρός». Γράφει στο δοκίμιο «τα βαθύτερα αίτια της κρίσης» για το ρόλο του φόβου στην ελληνική κοινωνία. «Ψάχνοντας κανείς ανάμεσα στις γραμμές (των πρακτικών του καλοκαιρινού συμβουλίου του Στέμματος) θα δει πως το κύριο θέμα του Συμβουλίου, το θέμα που προσδιορίζει όλα τα άλλα είναι τούτο: Έρχονται οι Λαμπράκηδες να μας σκοτώσουν. Tι θα κάμουμε για να σωθούμε;

    Συμπέρασμα: για να έχουμε το κεφάλι μας ήσυχο, ας πάει πάλι ο τόπος μισό αιώνα πίσω, στις μοναρχικές ιδέες, στον καθαρευουσιανισμό, στην καταπίεση των «μαζών». Φοβάμαι πως έτσι δίδεται ένα ελαφρυντικό πρώτης γραμμής, δίδεται το ελαφρυντικό της «πλήρους συγχύσεως» στους πρωτεργάτες και δημιουργούς της ανωμαλίας». EΠIΘEΩPHΣH TEXNHΣ: Aριθ. Τεύχους 142 - Oκτώβριος 1966 σελίδα 302 ΓIΩPΓOΣ ΘEOTOKAΣ: Tα απρόοπτα: της Mέλπως Aξιώτη: «MEΣA σ' αυτό το χώρο της βιασύνης της φασαρίας, της πληθώρας, όπου γίνονται όλα πολλά, ενώ το αποτέλεσμα είναι λίγο, έρχονται όλοι οι σειρμοί φουσκωμένοι και η πρόοδος λειψή, αλλιώς βαδίζουν άνθρωποι στα νιάτα τους, αλλού τελειώνουν τα γεράματά τους, μιλούνε άφθονα για τους εαυτούς τους και για τον άλλον ελάχιστα, πολλοί οι ενθουσιώδεις νέοι που πηδούνε ψηλά για να χαμηλώσουν τόσο περισσότερο, όπου το εύκολο προβιβάζεται για να καθαιρεθεί το ενάντιό του, και ο στοχασμός συχνά θεωρείται αφέλεια, όπως συχνά οι αξίες μπαίνουν θεόστραβα στη θήκη της κατάταξης - μέσα σ' αυτό το χώρο ο Γιώργος Θεοτοκάς βαστούσε το υποδεκάμετρο των μαθηματικών. Tο μέτρο της ισορροπίας. Aυτό είναι το δικό του μάθημα.

    ... H συντήρηση του Γιώργου Θεοτοκά έχει την έννοια της διατήρησης των αξιών. Έτσι και η υπομονή του έχει απρόβλεπτο για μερικούς αποτέλεσμα: να τον ανακαλύπτουν με το θάνατό του. Mε την υπομονή του ασκούμενου δημιούργησε και το έργο του, βήμα - βήμα κατακτά το έδαφος, συνθέτει το μύθο, προκαλεί με λογική, καρτεσιανή τάξη, ταχτοποίηση. M' αυτή την έννοια, το έργο του συγγραφέα αποτελεί αδιαίρετη ενότητα με το άτομό του. Aλληλοσυμπληρώνονται.

    Eσωστρεφής φυσιογνωμία, που μιλούσε όσο γίνεται λιγότερο για τον ίδιο. «Eπί τέλους κρατώ την Aργώ στα χέρια μου τυπωμένη ολόκληρη σ' ένα τόμο. Ξέρω καλά τι έκανα. Έκανα ένα μυθιστόρημα αρκετά κατώτερο από εκείνο που είχα φανταστεί, ένα βιβλίο με πολλές ελλείψεις, με κενά, με ορισμένα σημεία ξεπεσμού (όχι εκείνα που λένε, ωστόσο).»

    ... Aν προχωρήσουμε τώρα στην περιοχή των φίλων του, πρέπει να πιστέψουμε όταν λέμε πως ο Γιώργος Θεοτοκάς ήταν διαυγής, καθαρός. «Για να γράψω, θέλω να είμαι ντυμένος, ξυρισμένος» έλεγε. Kαθαρός, δηλαδή τίποτα λιγότερο από το αίσθημα της ευθύνης, να μη βρεθεί μέσα σε κάτι βρόμικο. Γι αυτό στέκεται φοβισμένος, δισταχτικός, μπροστά στις περιπέτειες, γι αυτό τις μεταφέρει το λογοτεχνικό του έργο. Φοβισμένος μπροστά στις περιπέτειες, ενώ απολύτως θαρραλέος σε βασικά, κεφαλαιώδη θέματα. Δισταχτικός στους έρωτες και όμως πέθανε ερωτευμένος - βαθύτατα. Πολλά απρόοπτα, άλλωστε, γίνανε με το θάνατό του. Aυτός, ο άνθρωπος ο «ψυχρός» επροκάλεσε θρήνο. Kατάλαβαν πολλοί ότι είναι συναισθηματικά δεμένοι μαζί του... Tώρα οι νέοι θα έχουν να μάθουν από την ηλικία του και οι γεροντότεροι, να σταθούν μπροστά στη νεότητά του. Σπάνια τυχαίνει σε κηδεία ν' ακούσεις τόση σιωπή.

    Tίποτα δεν έφερνε ταραχή, ούτε η νεκρική ψαλμωδία. H ησυχία ήταν απαραίτητη. Mόνο που άκουγες όλους να μιλούνε από μέσα τους στο νεκρό».

    2005, εκατό χρόνια από τη γέννησή του.

    30 Oκτωβρίου 1966 ήταν 51 χρόνων.

    Στο ίδιο τεύχος: Mια συνέντευξή του στα «Eλληνικά Γράμματα» 20-11-37. Aποσπάσματα: «Όταν ιδρύεται ένα συγχρονισμένο ιατρείο σ' ένα χωριό, όταν χτίζονται υγιεινές πολυκατοικίες για το λαό, όταν μια πολιτεία αποκτά άφθονο NEPO και άφθονη ηλεκτρική ενέργεια, αυτά είναι γεγονότα σημαντικά, που επηρεάζουν το σώμα και την ψυχή των ανθρώπων και τους βοηθούν να γίνουν καλύτεροι».

    «...Tο δράμα των ημερών μας είναι ότι οι επιστήμονες προοδεύουν πολύ γρήγορα κι η κοινωνία δεν πρόφτασε ακόμα να προσαρμοστεί στην εξέλιξή τους. Aπ' αυτή την ανισορροπία του κοινωνικού και οικονομικού οργανισμού προκύπτουν οι οδυνηρές αντιφάσεις του 20ού αιώνα. H πρόοδος όμως υπάρχει, είναι αναμφισβήτητη. Θα καρποφορήσει πλήρως όταν ισορροπήσει ξανά η κοινωνία μέσα σε μια καινούργια σύνθεση... η μελλοντική κοινωνία θα είναι κράμα στοιχείων παλαιών και νέων.»

    «- Tο ζήτημα της γυναίκας το έλυσα πολύ νωρίς στη συνείδησή μου. Παραδέχτηκα ανεπιφύλακτα την πλήρη και τέλεια ισότητα των δικαιωμάτων και των καθηκόντων ανάμεσα στα δύο φύλα και θεωρώ κάθε διαφορετική αντίληψη των πραγμάτων ως ανήθικη και βάρβαρη και δεν εννοώ μονάχα τα πολιτικά και νομικά δικαιώματα της ζωής με την πιο γενική σημασία τους. Kαι τα αντίστοιχα καθήκοντα και τις ευθύνες της ζωής. Aυτή άλλωστε είναι η μοιραία κατεύθυνση των πραγμάτων. Δεν υπάρχει άλλος δρόμος.

    ... η εποχή μας τείνει να διαμορφώσει καινούργιους γυναικείους τύπους, καινούργιες γυναικείες ψυχικές καταστάσεις και ταυτόχρονα μια καινούργια αντίληψη του έρωτα... Kοιτάζω τη γυναίκα - στη λογοτεχνία - σαν κάτι καινούργιο, συγκεχυμένο και ακαταστάλαχτο, σαν κάτι που γυρεύει τον εαυτό του και δεν τον βρήκε ακόμα εντελώς. Για τούτο, ίσως, τα περισσότερα γυναικεία πρόσωπά μου είναι κορίτσια.»
    Tου NIKOY KIOYPANH



    Γιώργος Θεοτοκάς (1905-1966) Από την δημοσίευση του Ελεύθερου Πνεύματος, το 1929, έως την Εθνική Κρίση , που την εξέδωσε στο «Θεμέλιο» λίγο πριν πεθάνει ξαφνικά, το 1966, ο Γιώργος Θεοτοκάς ήταν ο εκπρόσωπος της Γενιάς του ΄30 με την εντονότερη παρουσία στα δημόσια πράγματα του τόπου. Θα ήταν πράγματι δύσκολο να βρει κανείς κάποιο μείζον πολιτικό, κοινωνικό ή πολιτιστικό γεγονός σε αυτές τις ταραγμένες δεκαετίες, που να μην το έχει σχολιάσει, είτε με αρθρογραφία στον καθημερινό τύπο, είτε με συμμετοχή σε δημόσιες εκδηλώσεις, είτε .τέλος- με «εν θερμώ» εγγραφές στο προσωπικό ημερολόγιο του. Αν σε αυτά προσθέσει κανείς τα κείμενα λογοτεχνικής κριτικής που ο ίδιος δημοσίευε συστηματικά την ίδια περίοδο, θα αντιληφθεί ότι, μέσα από το δοκιμιακό έργο του Θεοτοκά, μπορεί να παρακολουθήσει -με ακρίβεια και προπάντων με ζωντάνια- την εξέλιξη των ιδεών και των νοοτροπιών σε μιαν από τις πιο ενδιαφέρουσες περιόδους της σύγχρονης ιστορίας μας.

    Ταυτόχρονα ο προσεκτικός αναγνώστης θα διερωτηθεί τι είναι αυτό που τελικά καθιέρωσε τον Θεοτοκά ως πνευματικό άνθρωπο με σημαντική απήχηση στη συνείδηση των συγχρόνων αλλά και των κατοπινών του: η παρουσία του ως ανεξάρτητου στοχαστή και μαχητή στον αγώνα τον καλό για την ελευθερία, τη δημοκρατία και την δικαιοσύνη, ή αυτό καθ. εαυτό λογοτεχνικό του έργο; Ένα έργο διόλου ισχνό σημειωτέον, αφού περιλάμβανε, πέρα από τα πέντε γνωστά μυθιστορήματά του . δηλαδή την Αργώ (1936), το Δαιμόνιο (1938), τον Λεωνή (1940), τους Ασθενείς και Οδοιπόρους (1961) και τις Καμπάνες (1967)- μια συλλογή διηγημάτων (τον Ευριπίδη Πεντοζάλη, 1936), δύο βιβλία ταξιδιωτικών εντυπώσεων και είκοσι περίπου θεατρικά έργα.

    Οσο για τον Θεοτοκά-στοχαστή και δοκιμιογράφο, ο αναγνώστης μπορεί να τον «γνωρίσει» στα Τετράδια Ημερολογίου, που πρόσφατα ξανακυκλοφόρησαν, καθώς και στις συλλογές Πνευματική Πορεία (β. έκδ., 1994), Στοχασμοί και Θέσεις (1996) και Αναζητώντας τη Διαύγεια (2005).

     
    Ο Καθηγητής της Φιλοσοφίας Λιαντίνης Δημήτρης

    Ο Καθηγητής της Φιλοσοφίας Λιαντίνης Δημήτρης) εξαφανίστηκε ένα πρωί από το σπίτι του αφήνοντας στην γυναίκα του και την κόρη του ένα γράμμα όπου λέει μεταξύ άλλων τα εξής:
    "Φεύγω αυτοθέλητα. Αφανίζομαι όρθιος, στιβαρός και περήφανος.Ετοίμασα τούτη την ώρα βήμα βήμα ολόκληρη την ζωή μου, που υπήρξε πολλά πράγματα αλλά πάνω από όλα εστάθηκε μια προσεκτική μελέτη θανάτου. Τώρα που ανοίγω τα χέρια μου και μέσα τους συντρίβω τον κόσμο, είμαι κατάφορτος με αισθήματα επιδοκιμασίας και κατάφασης. Πεθαίνω υγιής στο σώμα και στο μυαλό, όσο καθαρά είναι το νωπό χιόνι στα όρη και το επεξεργασμένο διαμάντι... η τελευταία μου πράξη έχει το νόημα της διαμαρτύρησης για το κακό που ετοιμάζουμε εμείς οι ενήλικοι στις αθώες νέες γενεές που έρχονται. Ζούμε τη ζωή μας τρώγοντας τις σάρκες τους. Ενα κακό αβυσσαλέο στη φρίκη του. Η λύπη μου γι αυτό το έγκλημα με σκοτώνει." Λόγος προφανής δεν υπήρχε. Ηταν όπως υπερασπίζουν αυτοί που τον ξέρουν, η έμπρακτη απόδειξη της στάσης του απέναντι στη ζωή και στο θάνατο. Οι αγωνιώδεις προσπάθειες των δικών του ανθρώπων και της αστυνομίας στα βουνά της Λακωνίας απεδείχθησαν άκαρπες. Τραγικά πρόσωπα στην ιστορία η γυναίκα του και η κόρη του. Το περίεργο είναι ότι μετά από τόσο καιρό δεν έχει βρεθεί κανένα στοιχείο που να επιβεβαιώνει το θάνατό του. Γνωστός του Καθηγητή διαβεβαιώνει ότι γνωρίζει τι συμβαίνει και όταν θα έρθει η στιγμή ο Κ. Λιαντίνης θα γυρίσει...

    Liantinis.gif "γιατί η διαφορά η τρομερή εστάθηκε ότι οι ποιητές, που μοιάζαν την αλήθεια, είπανε ψέματα. Εγώ όμως, που μοιάζει με τα ψέματα, έζησα την αλήθεια"
    "Ο Σολωμός ως σωτήρας του μύθου του '21" Δημήτρης Λιαντίνης

    ΤΟ ΠΑΡΕΛΘΟΝ, ΤΟ ΠΑΡΩΝ ΚΑΙ ΤΟ ΜΕΛΛΟΝ.

    Eνα δε σου δίνω. Eίναι ο θάνατός μου.

    Η ΒΡΑΔΥΝΗ:Ζωντανός νεκρός ο Λιαντίνης! Ξεδιαλύνεται το απίστευτο μυστήριο της εξαφάνισης

    Athens News Agency: Press Review in Greek, 01-07-25

    Ο Δημήτρης Λιαντίνης περιγράφει την…Αμέρικα!

     

    Γιατρός και φιλόσοφος: ο Δημήτρης Καραλής

    "Οι αρχαίο Έλληνες αγαπούσαν τη ζωή και λάτρευαν την ομορφιά της ιδιαίτερα, αλλά τιμούσαν όμως συνάμα και τον θάνατο με ιεροτελεστίες και μεγάλες λαμπρότητες. Στόλιζαν τους τάφους τους, με στεφάνια δάφνης και μαϊντανού. Θάβανε δε μαζί, και τα αγαπημένα είδη που λάτρευε στη ζωή του ο νεκρός. Έβλεπαν τον θάνατο, σαν τον διανομέα της άφθαρτης και αιώνιας δόξας. Παρόμοια....."
    Δημήτρης Καραλής
    Johannesburg South Africa
     
    Η αλληλογραφία μου με τον
    Δρ Δημήτρη Καραλή και η αρθρογραφία του
    (πρόεδρος του Νεοπλατωνικού συνδέσμου Νοτίου Αφρικής)
     
    Ο γιατρός κ. Δημήτρης Καραλής αναμφισβήτητα γνωρίζει τον αρχαίο μας πολιτισμό πολύ καλά γι' αυτό η ευχαρίστησής του είναι να μάθουν γι΄ αυτόν και εκείνοι που τον διαβάζουν στην αρθρογραφία του κι' αυτό γίνεται με σιγουριά. Τα κείμενά του, είναι φορτωμένα το πλούσιο καλάθι της λυρικής ποίησης μαζί της σοφίας! Μεστά σαν το γερό κρασί και γιομάτα πράγματα και σκέψεις που αφορούν άμεσα τον αναγνώστη στο πνεύμα και την υγεία του: Αυτά τα δύο, πιστεύω, είναι και ο μεγάλος του στόχος.
    Σέβεται και αγαπάει τον αναγνώστη του γι΄ αυτό τον κατακτάει με το πρώτο. Και νομίζω αυτό είναι το γνώρισμα του ολοκληρωμένου συγγραφέα όπου στο ίδιο πνεύμα καθώς εκείνων των δυναμικών προγόνων μας που έζησαν εδώ και 2,500 χιλ. χρόνια η ανθρωπότητα δεν τους ξεχνάει επειδή αυτοί είναι οι πρώτοι που έδωσαν το φως της σοφίας. Στο ίδιο πνεύμα και φως, έχω την γνώμη πως κινούνται και τα θέματα του Δημήτρη Καραλή στην αρθρογραφία του.
    Κώστας Δουρίδας.
     
      

    200 ΧΡΟΝΙΑ ΑΠΟ
    ΤΟΝ ΘΑΝΑΤΟ ΤΟΥ ΜΕΓΑΛΟΜΑΡΤΥΡΑ
    ΡΗΓΑΣ

    ΦΕΡΑΙΟΣ

    Μακρυγιάννη
    Απομνημονεύματα
    by K. Douridas

    200 ΧΡΟΝΙΑ ΑΠΟ
    ΤΗ ΓΕΝΝΗΣΗ ΤΟΥ

    Ο Μακρυγιάννης
    στο Internet
    N. I Kyriazidi &
    Menis Malaxianakis

     

    βιοΓΡΑΦΙΚΟ  (γραμμένο από την ίδια την Κική Δημουλά)

    " Ένα βιογραφικό σημείωμα πρέπει , αφού γραφτεί, να μείνει επ' αρκετόν καιρό κρεμασμένο στον αέρα από ένα τσιγκέλι αυστηρότητας, ώστε να στραγγίξουν καλά τα στερεότυπα, οι ωραιοποιήσεις, η ρόδινη παραγωγικότης και ο πρόσθετος ναρκισσισμός, πέραν εκείνου που ενυπάρχει στη φύση μιας αυτοπαρουσίασης. Μόνον έτσι βγαίνει το καθαρό βάρος: το ήθος που επέβαλες να τηρεί η προσπάθειά σου.

      Τα πόσα βιβλία έγραψε κανείς, πότε τα εξέδωσε, ποιες μεταφράσεις τα μεταναστεύουν σε μακρινές ξένες γλώσσες και ποιες διακρίσεις τα χειροκροτούν είναι τόσο τρέχοντα, όσο το να πεις ότι μέσα σ' έναν βαρύτατο χειμώνα υπήρξαν και κάποιες μέρες με λαμπρή λιακάδα.

      Ωστόσο, επειδή αυτό είναι το υλικό της πεπατημένης, που δεν μπορεί να συνεχίσει τη χάραξή της με συνεσταλμένες καινοτόμες επιφυλάξεις,

      γεννήθηκα στην Αθήνα το 1931. Η παιδική ηλικία πέρασε χωρίς να αναδείξει το "παιδί θαύμα". Το 1949, τελειώνοντας το Γυμνάσιο, υπέκυψα εύκολα στο "πρέπει να εργαστείς", και εργάστηκα στην Τράπεζα της Ελλάδος είκοσι πέντε χρόνια.

      Ανώτερες σπουδές: η μακρά ζωή μου κοντά στον ποιητή ’θω Δημουλά. Χωρίς εκείνον, είμαι σίγουρη ότι θα είχα αρκεστεί σε μια ρεμβαστική, αμαθή τεμπελιά, προς την οποίαν, ίσως και σοφά, ακόμα ρέπω. Του οφείλω το λίγο έστω που της ξέφυγα, την ατελή έστω μύησή μου στο τι είναι απλώς φωνήεν στην ποίηση και τι είναι σύμφωνον με την ποίηση, του οφείλω ακόμα την πικρότατη δυνατότητα να μπορώ σήμερα, δημόσια, να τον μνημονεύω εις επήκοον της πολυπληθούς λήθης.

      Αυταπαρνητική, παραχωρήθηκα στο ρόλο της μητέρας και με τρυφερή γενναιότητα άκουσα να προσφωνούμαι "γιαγιά". Κυλώ τώρα με ψυχραιμία και χωρίς βλέψεις διαιωνίσεως μέσα σ΄ αυτές τις νέες παρακαμπτήριες του αίματός μου. Κυλώ και, όσο πλησιάζω στις εκβολές, όλο και ονειρεύομαι ότι θα μου πετάξει η ποίηση ένα σωσίβιο ποίημα.

      Δεν νιώθω δημιουργός. Πιστεύω ότι είμαι ένας έμπιστος στενογράφος μια πολύ βιαστικής πάντα ανησυχίας, που κατά καιρούς με καλεί και μου υπαγορεύει κρυμμένη στο ημίφως ενός παραληρήματος, ψιθυριστά, ασύντακτα και συγκεκομμένα, τις ακολασίες της με έναν άγνωστο τρόπο ζωής. Όταν μετά  αρχίζω να καθαρογράφω, τότε μόνον, παρεμβαίνω κατ' ανάγκην: όπου λείπουν λέξεις, φράσεις ολόκληρες συχνά και το νόημα του οργίου, προσθέτω εκεί δικές μου λέξεις, δικές μου φράσεις, το δικό μου όργιο στο νόημα, ότι τέλος πάντων έχει περισσέψει από δικές μου ακολασίες με έναν άλλον, άγνωστο τρόπο ζωής.

      Τόσο μεταχειρισμένη και υπηρεσιακή είναι η ανάμειξή μου στη δημιουργία. Φύσει ολιγογράφος, εξέδωσα οκτώ ποιητικές συλλογές μέσα σε σαράντα πέντε χρόνια. Η σημασία τους είναι ακόμα συμβατική. Είναι γραμμένη στη λίστα αναμονής των μεγάλων επερχόμενων κυμάτων του μετα-κριτή χρόνου."

    Διαβάστε ακόμα για την ποιήτρια:    Κική Δημουλά       Κική Δημουλά    ΓΡΑΨΕ ΛΑΘΟΣ    ΕΛΛΗΝΕΣ ΣΥΓΓΡΑΦΕΙΣ ΠΟΙΗΣΗ ΚΙΚΗ ΔΗΜΟΥΛΑ    Κική Δημουλά: «Η ποίηση αναπληρώνει αυτό που δεν μπορείς να ζήσεις»    ΠΟΙΗΣΗ    ΔΕΥΤΕΡΗ ΜΕΤΑΠΟΛΕΜΙΚΗ ΓΕΝΙΑ    Το βιβλίο στην Ελλάδα. Συγγραφείς    Φιλικές Ιστιοσελίδες    σύγχρονη ελληνική ποίηση : Κική Δημουλά    σύγχρονη ελληνική ποίηση
     
      

    ο Γιάννης Ρίτσος

    "Γιατί εμείς δεν τραγουδάμε για να ξεχωρίσουμε αδελφέ μου απ' τον κόσμο.
    Εμείς τραγουδάμε για να σμίξουμε τον κόσμο.
    ...έχεις ακόμη να κλάψεις πολύ ώσπου να μάθεις τον κόσμο να γελάει".

    Αχ, να φυσήξει μια, να πάρει σβάρνα
    τις πορτοκαλιές της θύμησης,
    Αχ, να φυσήξει δυο, να βγάλει σπίθα
    η σιδερένια πέτρα σαν καψούλι,
    Αχ, να φυσήξει τρεις και να τρελάνει
    τα ελατόδασα στη λάκουρα,

    Να δώσει μια με τη γροθιά του
    να τινάξει την τυράγνια στον αγέρα,
    Και να τραβήξει της αρκούδας νύχτας το χαλκά
    να μας χορέψει τσάμικο καταμεσής στην τάπια,
    Και ντέφι το φεγγάρι να χτυπάει
    που να γεμήσουν τα νησιώτικα μπαλκόνια,
    Αγουροξυπνημένο παιδολόι και σουλιώτισσες μανάδες

    Ένας μαντατοφόρος φτάνει
    απ' τη μεγάλη λαγκαδιά κάθε πρωινό,
    στο προσωπό του λάμπει ο ιδρωμένος ήλιος,
    κάτου απ' την μασκάλη του
    κρατάει σφιχτά τη ΡΟΜΙΟΣΥΝΗ
    όπως κρατάει εργάτης
    την τραγιάσκα του μέσα στην εκκλησιά.
    «Ήρθε η ώρα» λεει «Νάσαστε έτοιμοι.
    Κάθε ώρα είναι η δικιά μας ώρα»


    Γιάννης Ρίτσος

    L I N K S για τον Ποιητή: Εκεί που μαρτύρησε ο Ρίτσος Με αφορμή τη συμπλήρωση των 6 χρόνων από το θάνατό του ένα οδοιπορικό στους τόπους της εξορίας του. Ο Γιάννης Ρίτσος, ο μεγάλος ποιητής του Ελληνισμού Yiannis Ritsos: Chirografo Γιάννης ΡίτσοςΟ ΑΝΘΡΩΠΟΣ ΜΕ ΤΟ ΓΑΡΥΦΑΛΛΟ greekbooks.gr ΡΙΤΣΟΣ ΓΙΑΝΝΗΣ Από τους μεγαλύτερους έλληνες ποιητές. ΤΟ ΒΗΜΑ , 21-01-2001 Ρίτσος ανθολογούμενος Γιάννης Ρίτσος, Η Σονάτα του Σεληνόφωτος ΤΕΤΡΑΜΗΝΑ Γιάννης Ρίτσος, Ποίηση: Γιάννης Ρίτσος (Ι), (ΙΙ) ΜΑΝΟΣ ΛΟΪΖΟΣ" Γράμματα στην Αγαπημένη" Ποίηση: Ναζίμ Χικμέτ Απόδοση: Γιάννης Ρίτσος Από τον "ΕΠΙΤΑΦΙΟ" ΗΜΕΡΟΛΟΓΙΟ ΕΞΟΡΙΑΣ, Ι Ναζίμ Χικμέτ Yiannis Ritsos Γλυκέ μου εσύ δεν Χάθηκες Καπνισμένο Τσουκάλι


    Pages:
    Nikos Kazantzakis 1883-1957
    Nikos Kazantzakis
    ΣΕΛΙΔΕΣ ΝΙΚΟΥ ΚΑΖΑΝΤΖΑΚΗ
    N. Kazantzakis   (1883-1957)
    The Last Temptation
    Historical Museum
    Ανθολογήματα ενός μεγάλου




    Nikos Kazantzakis
    (1883-1957)




    ΕΛΛΗΝΕΣ ΣΥΓΓΡΑΦΕΙΣ ΠΕΖΟΓΡΑΦΙΑ
    ΑΝΤΩΝΗΣ ΣΑΜΑΡΑΚΗΣ

    Βιογραφικό Σημείωμα:

    "Ο Αντώνης Σαμαράκης γεννήθηκε στην Αθήνα το 1919. Πτυχίο Νομικής. Στην Κατοχή, ήταν στην Αντίσταση. Τον Ιούνιο 1944, πιάστηκε από τους ναζί και καταδικάστηκε σε θάνατο. Ύστερα από περιπέτειες, μπόρεσε να ξεφύγει. Από παιδί έγραφε ποιήματα.
    Τα έργα του έχουν μεταφραστεί σε 30 γλώσσες, σε 101 ξένες εκδόσεις. Για τη συλλογή διηγημάτων Αρνούμαι, τιμήθηκε με το Κρατικό Βραβείο Διηγήματος 1962, και για το μυθιστόρημά του Το λάθος, με δύο λογοτεχνικά βραβεία: στην Ελλάδα, το Βραβείο των "12" - 1966, στη Γαλλία, το Μεγάλο Βραβείο Αστυνομικής Λογοτεχνίας - 1970. Κρατικό Βραβείο Τεχνών και Λογοτεχνίας 1995. (Γαλλία). Επίτιμος διδάκτωρ, ομόφωνα, του Τμήματος Φιλολογίας των Πανεπιστημίων Αθηνών, Πατρών και Ιωαννίνων. Στην Ελλάδα και στο εξωτερικό, τα έργα του διδάσκονται στη δημοτική και μέση εκπαίδευση και στα πανεπιστήμια. Επίτιμος δημότης σε 37 πόλεις στην Ελλάδα και στην Κύπρο. Χρυσό Μετάλλιο Αξίας της πόλεως των Αθηνών. Μεγαλόσταυρος του Τάγματος Εθνάρχου Μακαρίου Γ΄, Κύπρος. Το 1989, η UNICEF Νέας Υόρκης τον ονόμασε πρώτο Έλληνα πρεσβευτή καλής θέλησης για τα παιδιά του κόσμου. Πνευματικός πρεσβευτής των Γιατρών χωρίς Σύνορα. Διάκριση Ειρήνης και μετάλλιο από την Έκκληση της Ακρόπολης για την Ειρήνη, τη Ζωή και τον Πολιτισμό".... Αντώνης Σαμαράκης - Έκθεση βιβλίου ...

    Κώστας

    Κρυστάλλης
    (1868-1894)

    ORIGINAL PAGE
    ΑΝΘΟΛΟΓΙΑ ΕΛΛΗΝΩΝ ΠΟΙΗΤΩΝ     by Kostas Douridas
    Το Tραγούδι της ξενιτιάς | Στο σταυραητό | Ο Τσέλιγκας | Το τραγούδι του τρυγητού
    | Ο τρύγος | Το κέντημα του μαντηλιού | Τραγούδι του αργαλιού
    LINKS για τον ποιητή:
    σήμερα:
      
    The LAND of GODS Since October 1996
    Oakville Ontario Canada