Στιγμή και πάθος
Φούσκωσε της αυγής το κλάμα,
καταντικρύ στη ματωμένη τρίλια .
Λάγνο της κόρης το κορμί,
λούζεται απ' τους μαστούς της άνοιξης.
Παίρνει φτερά,
δίνει φιλί
χάνεται,
σβήνει τρέχει!
Ξανάβει..
κράζει τον Πάνα ,
ματώνει το χείλι.
Απόμακρα γνέφει,
θυμούς αφροσύνη.
Καμώνεται.. θέλει,
μα πάλι ολολύζει..
Ξαμώνει, περιμένει..
ψυχή πώχει δώσει..
κ/δ
|
|
|