τα ΜΙΚΡΑ ενθυμήματα..
    
Αφιέρωμα στον ΄Εντζο Μιρακόλη
Click to download the main image download main image Click to download the main image

Ο Σπύρος Μελάς
(Εστία - 28ης Οκτωβρίου 1940 για το κλίμα που επικράτησε στην πρωτεύουσα)



Επτακόσιες χιλιάδες άνθρωποι - ήσαν και δεν ήσαν - όλοι-όλοι που αποτελούσαν την Ελλάδα, όταν πήραν την εκπληκτική απόφασι ν' αποτινάξουν το ζυγό της Οθωμανικής αυτοκρατορίας. Πόσους οπλοφόρους μπορούσαν να βγάλουν; Μια φούχτα.

LivePedia.gr : Μελάς Σπύρος Δημοσιογράφος, λογοτέχνης και θεατρικός συγγραφέας Ναύπακτος - Αθήνα. Νέος πήγε στον Πειραιά, όπου με μεγάλες στερήσεις τελείωσε το γυμνάσιο. Μετά γράφτηκε στη Νομική Σχολή, αλλά δε φοίτησε ποτέ σ` αυτήν. Από τα 20 του χρόνια ασχολήθηκε με τη δημοσιογραφία και τη λογοτεχνία, των οποίων καλλιέργησε όλα τα είδη: δημοσιογραφικό ρεπορτάζ, κύριο άρθρο, σχόλιο, χρονογράφημα ποίηση, διήγημα, μυθιστόρημα, βιογραφική μυθιστορία, κριτική, δοκίμιο, οδοιπορικό, θέατρο. 'Aρχισε τη δημοσιογραφία με τις εφημερίδες "'Aστυ" και "Ακρόπολις", για να θητεύσει μέχρι τα 64 χρόνια εργασίας του, διαδοχικά, σε περισσότερες από 15 εφημερίδες. Κατά την περίοδο 1920-1922 πήρε μέρος και στην πολιτική. Αγωνίστηκε κατά του Βενιζέλο και φυλακίστηκε. Το 1940 βρέθηκε στο αλβανικό μέτωπο ως ανταποκριτής και πρόσφερε μεγάλες εθνικές υπηρεσίες. Πολλές φορές πήρε μέρος και σε διπλωματικές αποστολές, καλυπτόμενος κάτω από τη δημοσιογραφική του ιδιότητα. Το 1935 έγινε ακαδημαϊκός. Ο Μελάς υπήρξε ένα πληθωρικό ταλέντο και ένας από τους πολυγραφότερους συγγραφείς. Μερικοί από τους τίτλους των έργων του: Θέατρο: "Ο γιος του ίσκιου" 1907, "Το κόκκινο πουκάμισο" 1908, "Το χαλασμένο σπίτι" 1909, "Το άσπρο και το μαύρο" 1913, "Ο μπαμπάς εκπαιδεύεται" 1939, "Αργυροί γάμοι" 1942, "Έρωτα μαστροχαλαστή" 1943, "Ρήγας Βελεστινλής" 1962 κ.ά. Ιστορικές μυθιστορίες: "Ο Γέρος του Μοριά", "Ο Ναύαρχος Μιαούλης", "Τα ματωμένα ράσα", "Το λιοντάρι της ερήμου", "Μαντώ Μαυρογένους" κ.ά. Χρονογραφήματα: τα συγκέντρωσε ο ίδιος σε 2 τόμους: "Σφυρίγματα" 1913 και "Κουβέντα του Φορτούνιο" 1936. Δοκίμια: "Τέχνη και Ζωή" 1944. Ποίηση "Τα τραγούδια του ανθρώπου", "Τα κρυφομιλήματα της ζωής" 1907. Ταξιδιωτικές εντυπώσεις: "Από τα ταξίδια μου" Ιταλία, Σερβία, Ρουμανία κλπ. κ.ά. Στα κείμενα του Μελά υπάρχει μια πετυχημένη εναλλαγή επικής αφήγησης και λυρικού συναισθηματικού. Τα θεατρικά του έργα παρουσιάζουν φυσική και αβίαστη πλοκή, ικανότητα ψυχογραφική των ηρώων και συναρπαστικό διάλογο. Εκεί όμως που διακρίθηκε περισσότερο είναι οι βιογραφικές μυθιστορίες του για τις οποίες ο Δ. Αθανασόπουλος έγραψε "Οι βιογραφίες του Μελά θα μείνουν ως μνημεία και επιτεύξεις του νεοελληνικού λόγου, κλασικά υποδείγματα δυνατών έργων". LivePedia.gr

Και με τι οπλισμό; Διαβάστε τα απομνημονεύματα του Φωτάκου, του γραμματέως του Κολοκοτρώνη, να ιδήτε: Κοντάρια, σούβλες· και, επιπλέον, «κάτι σκουρομαχαίρες, οπού δεν κολλούσαν ούτε εις το ξύλον, πολύ ολιγώτερον εις το ανθρώπινον σώμα». Και με τι πυρομαχικά; Με μερικά βαρέλια μπαρούτι, που είχε φέρει ο Παπαφλέσσας από τις συνεισφορές των Ελλήνων της Σμύρνης, και με την ελάχιστη παραγωγή των μπαρουτόμυλων της Δημητσάνας. Και με τι διπλωματικές προϋποθέσεις; Όλη την Ευρώπη εναντίον τους. Και όμως, σήκωσαν τη σημαία, μ' ένα θάρρος υπεράνθρωπο. Από πού το αντλούσαν; Από δύο δυνάμεις ακαταμάχητες: Από την αιώνια ιδέα της Ελλάδος· και από την αιώνια ιδέα της δικαιοσύνης. Όταν ο γέρος του Μωρηά προσφώνησε τα παλληκάρια, για πρώτη φορά, με τη μαγική λέξι:

- Έλληνες!...

Ξύπνησε διά μιάς, μέσα τους, ιστορία τριών χιλιάδων χρόνων, γεμάτη από κατορθώματα εκατό φορές δοξασμένα, γιατί πάντα ήτανε νίκες περίλαμπρες της υπερψυχίας εναντίον της υπεροπλίας - νίκες της εσωτερικής αξίας του ανθρώπου, της υψηλής συνειδήσεως εναντίον του ψυχροτέρου των τεράτων - της υλικής βίας. Και το θαύμα έγινε. Οι άμαχοι ραγιάδες βγήκαν λιοντάρια· μέσα σε λίγες βδομάδες τους είδε ο κόσμος, έκπληκτος, πολιορκητάς και πορθητάς κάστρων, όπως της Τριπόλεως και του Ναυπλίου· και νικητάς ισχυρών στρατιών, όπως αυτή του Δράμαλη. Μόλις είχεν αρχίσει η μάχη στα Δερβενάκια, που υπήρξεν ο τάφος του, όταν ο Κολοκοτρώνης είδεν αντίκρυ του ένα τσοπανάκο, που στεκότανε, παράμερα, μελαγχολικός:

- Γιατί δεν πας και συ να πολεμήσης, βρε Έλληνα; τον ρώτησε.

- Δεν έχω άρματα! του απεκρίθη ο νεαρός βοσκός:

- Και η αγκλίτσα όπλο είναι, μωρέ! Σύρε να σκοτώσης μ' αυτήν έναν εχθρό, να πάρης τ' άρματά του και να μπης στη μάχη!

Που θα βρείτε τα βιβλία του Σπύρου Μελά greekbooks.gr/
Το βράδυ της ίδιας ημέρας τον είδε με καρυοφύλι και γιαταγάνι, μπαρουτοκαπνισμένο, ματωμένο και νικητή. Αυτό το θαύμα είναι καθημερινό μέσα στις πάμφωτες σελίδες της Ελληνικής ιστορίας. Το γνώρισαν οι Πέρσαι στον Μαραθώνα και στα νερά της Σαλαμίνας· το γνώρισαν οι 'Αραβες, όταν το μαύρο τους κύμα έσπασε, μ' αφρούς αιμάτων, επάνω στα τείχη του Βυζαντίου· το γνώρισαν πρόσφατοι εχθροί στην Τζουμαγιά, στην Κρέσνα, στο Σκρα-Ντιλέγκεν. Κι' ελπίζω στο Θεό, τον γενικό θεό της ανθρωπότητας και τον ειδικό της Ελλάδος - γιατί υπάρχει κι' αυτός, είμαι βέβαιος - ότι θα το γνωρίσουν, αυτό το θαύμα, οι σημερινοί επιδρομείς. Γι' αυτό εγγυάται το υπέροχο πνεύμα του λαού, η ακλόνητη πίστι του στο έθνος και στον αρχηγό του, που ενεπνεύσθη τη στάσι του από τα υψηλότερα παραδείγματα της Ελληνικής ιστορίας, η βαθύτατη και ήρεμη συνείδησις, ότι μάχεται για τα ευγενέστερα ιδανικά του ανθρώπου, που συνοψίζονατι σε μια λέξι: Ελλάς! Αυτή μιλούσε σήμερα το πρωΐ, στα στήθη της νεότητος, που πλημμύρισε με τις ζητωκραυγές και τα θούριά της, τους δρόμους της πρωτευούσης - μιλούσε με τους θρύλους και την ιστορία των αιώνων, με το φως, που καταύγασε την ανθρωπότητα και στης πιο σκοτεινές περιόδους της, με την αίγλη των λαμπρότερων σελίδων της, με το ηθικό μεγαλείο της, με την ακατάβλητη ψυχή της, που έγινε πάντα το προζύμι όλων των ανθρωπίνων αναγεννήσεων.

Ας έρθουν τώρα, όλοι εκείνοι, που μας έλεγαν ότι οι καιροί σήμερα είναι διαφορετικοί, ότι, με τα σύγχρονα μέσα, δεν μπορεί να παίξη κανένα ρόλο η ευψυχία. Ας έρθουν να ιδούν αυτόν τον πληθυσμό, που εφαντάζοντο πως θα πτοήσουν τα φτερά του θανάτου. Εις μάτην τον καλούσαν η σειρήνες του συναγερμού στα καταφύγια. Η νεότης, ακάλυπτη, τραγουδώντας στους δρόμους, παίζοντας με τον κίνδυνο και το θάνατο, παρακολουθούσε τ' αντιαεροπορικά πυρά εναντίον των εχθρικών αεροπλάνων. Κάποια στιγμή, ένας νέος με πλησιάζει, μ' αγκαλιάζει συγκινημένος:

- Έχε γεια, φεύγω!

- Εκάλεσαν την ηλικία σου;

- Όχι, έχω απαλλαγή, αλλά πάω εθελοντής: Ζήτω η Ελλάς!...

Και ήταν ένας γλεντζές αυτός, ένας ακκορντεονίστας νυκτερινού κέντρου. Από την ανοικτή πόρτα του γραφείου μου, την ώρα που βροντούσαν τα πυροβόλα, επάνω στο κομμάτι του σκεπασμένου φθινοπωρινού ουρανού, γράφονται δυο μαύρα στίγματα, δυο έντομα πετούν, ξυρίζοντας τα νέφη: Είναι τα φτερά του θανάτου. Περνούν για να σπειρουνίσουν την έμπνευσι των συντακτών, που γράφουν, σκυμμένοι στα τραπέζια τους, σαν να μη συμβαίνη τίποτε. Από τους δρόμους ως τα γραφεία δεν υπάρχει ένας άνθρωπος, αυτή τη στιγμή, που να μη έχη βαθύτατη συνείδησι της σημασίας του μεγαλείου αυτού του αγώνος. Αν είναι σκληρός ο κλήρος που έλαχε στον μικρόν αυτό λαό, είνε όμως τρισένδοξος: Μέσα στην απέραντη θάλασσα των σκλάβων, που ενδίδουν στην απαίσια μορφή της βίας, καλείται να ορθωθή και να παλαίση, στ' όνομα της αιωνίας Ελλάδος, για να σώση ό,τι συμβολίζει αυτή η λέξις στην ιστορία της ανθρωπότητος: Την ελευθερία, την τιμή και την ηθική αξιοπρέπεια του ανθρώπου. Κι' αν η Μοίρα μας έγραψε να ολοκαυτωθούμε σ' αυτό τον αγώνα, να ιδούμε τη χώρα μας ερείπια αιματόβρεκτα κι' αποκαΐδια καπνισμένα και στάχτη απ' άκρου εις άκρον, ο ρόλος μας, στη θλιβερή αυτή στιγμή της ιστορίας, θ' απομείνη πάντα σπουδαίος. Θα δείξουμε στα εκτραχηλισμένα θηρία, που μάταια προσπαθούν να κρυφτούν κάτω από τα τελευταία κουρέλια ενός καταρρεύσαντος πολιτισμού, ότι υπάρχουν ακόμη άνθρωποι επάνω στον πολυπαθή αυτόν φλοιόν της γης.

Σπύρος Μελάς

Απ' την σελίδα του http://www.greece.org/




Απόσπασμα από το έργο του

«Ακούς Σεβαστή, είν' ένας βλάκας!»:

Η Σεβαστή, αναγυρτή στην πολυθρόνα, με το τσιγάρο αναμμένο, βρισκότανε με τονα μάτι υψωμένο στον έβδομο ουρανό και με το άλλο παραμόνευε την πιο παραμικρή εντύπωση στην έκφραση του μουσαφίρη της. Ποτέ τα πιτσουνάκια της δεν είχαν ρουκουλήσει πιο γλυκά τα τραγουδάκια τους. Η μορφή του ξένου έφεγγε από αγαλλίαση.

-Ελάτε, τραγουδήστε μας και σεις. Πέστε μας κάτι, του είπε κάποια στιγμή τινάζοντας με τσαλιμάκι τη στάχτη του τσιγάρου της.

Χωρίς να τον παρακαλέσουν δεύτερη φορά, σηκώθηκε λαμπάδα, σταύρωσε τα χέρια εμπρός και άρχισε να τραγουδάει, με τα μάτια στηλωμένα στο ταβάνι, ξένο σκοπό, σε ξένα λόγια. Δεν μπόρεσαν να καταλάβουν τίποτα. Αυτό που τραγουδούσε δεν ήταν διόλου πεταχτό. Η φωνή του, γλυκειά και καθαρή, σαν το τρεχούμενο νεράκι του αβουνού, ανάβλυζε λες απ' την ψυχή του. Η παράξενη μελωδία έκλαιγε, παρακαλούσε και ύστερα, σα να λύτρώθηε, με μιας κυμάτισε ψηλά, ίδια σημαία του θριάμβου σ' αιθέρα πεντακάθαρο. Στην αρχή τους ήρθε να γελάσουν και κρατιόντουσαν με κόπο, μα στο τέλος τους είχε πάρει όλους, τους σήκωνε μαζί της, χωρίς αυτοί να νοιώθουν το γιατί. Γίνηκε όταν τελείωσε βαθύτατη σιωπή, γεμάτη νοσταλγία.

-Αχ, για πέστε... παρακαλώ... Πέστε άλλο, είπε σα μαγεμένη, άθελά της, η Φωτεινή.

-Μα τι ήτανε αυτό που τραγουδήσατε; ρώτησε η Αγλαΐα.

-Τίποτα, μια προσευχή, της αποκρίθηκε και ξανακάθισε ήσυχα στη θέση του. Μια προσευχή, που λέγαμε καμμιά φορά όλοι μαζί εκεί κάτω...

Η φαμίλια κοιτάχτηκε, σα να ζητούσε ο ένας τη γνώμη του αλλουνού. Ο μουσαφίρης τους είχε μπερδέψει φοβερά. Ακόμα όμως περισσότερο, αυτό που είχε κάνει λίγο πριν να φύγει. Είχε βγάλει από την τσέπη ένα καρνέ, είχε γράψει κάτι, τράβηξε, ξεκόλλησε το φύλλο, τόχε διπλώσει, και την ώρα που χαιρετούσε, τόβαλε με τρόπο στο χέρι του Μπαγάκου.

-Τι είναι; τραύλισε ο άλλος.

-Τίποτα, του μουρμούρισε στ' αυτί. Ένα τσεκ. Δέξου το σαν από αδερφό, αθ μου κάνεις μεγάλη ευχαρίστηση. Δε θα ξεχάσω την αποψινή βραδιά.

Ο Μπαγάκος το ξεδίπλωσε ανυπόμονα, μόλις η πόρτα έκλεισε πίσω από τον ξένο: ένα εκατομμύριο...

-Το λοιπόν, σας λέω, είπε σ' όλους, τσεπώνοντας το τσεκ, πως είναι γεννημένο παπάκι πρώτης. Δε θα το αφήσω πούπουλο για πούπουλο. Θα ιδήτε...

κι αυτή η νύχτα τόκρινε ολωσδιόλου περιττό- και με το δίκιο του- να πάει στο «σύλλογο». Πόσες φορές δεν είχε αναθεωρήσει, από το βράδυ αυτό, τη γνώμη του. Και πόσες άλλες δεν ξαναγύρισε σ' αυτή, για να την ξαναφήσει πάλι σε λίγες μέρες... Είχε χάσει, μ' αυτόν, μπούσουλα και κομπάσο και όλη την περίφημη πείρα και τη μαστοριά του. Την ίδια στιγμή που νόμιζε πως τον τσακώνει, πως του βρίσκει το κλειδί, την ίδια και πελάγωνε. Ο «Αμερικάνος» γρήγορα είχε γίνει κάτι περισσότερο από φίλος του σπιτιού, παντοτινός και αχώριστος. Ήταν η ίδια η Πρόνοιά του. Έδινε πια χωρίς να τα λυπάται. Ο Μπαγάκος, όσο και νάτριβε κάθε φορά τα χέρια του, άρχισε στο τέλος να ανησυχεί. Ξέχασε σιγά σιγά, τον τρόπο πούχανε γνωριστεί και το καθάριο από μιας αρχής, ανυστερόβουλο φέρσιμο του ανθρώπου. Με την κλειστή καρδιά του, πώς να πάει ολόισα στην ολοφάνερη, απλή εξήγηση; Βασανιζόταν, δεν κοιμότανε, χίλια τριβέλια του δούλευαν το νου. Άλλοτες του φαινότανε ψηρμάνι βολικό κι ήθελε να ασφαλίσει, αν ήτανε δυνατό, ισόβια τα όσα είχε απ' αυτόν καλά. Άλλοτες όμως ο Σατανάς μονάχος και ζήταγε αυτός ν' ασφαλιστεί από κείνον, να φυλαχτεί απ' τα σκοτεινά του σχέδια. Ω, να μπορούσε να μάθει θετικά, γιατί σκορπούσε τους παράδες του; Μην έβαλε στο μάτι τα κορίτσια μου; Μη θέλει τη γυναίκα μου; Και καθώς ο «Αμερικάνος» δεν έλειπε σχεδόν από τις συναυλίες του σπιτιού, όταν αυτός χαρτόπαιζε στο «σύλλογο», είχε κολλήσει ο Μπαγάκος σ' αυτή τη γενική υπόθεση, πως κάτι τέτοιο του μαγέρευε. Μακάρι, έλεγε από μέσα του. Για όποιαν και να πάει από τις τρεις, θα τον κανονίσω ανάλογα. Θα δουλέψει τανάλια στα σαγόνια του. Και ήταν όλος μάτι κι αυτί, αυτί και μάτι. Με τρόπο και σύστημα ξομολογούσε κάθε πρωί τη Σεβαστή και τα κορίτσια του. Αλλά δεν τούφτανε. Τους είχε βάλει και μυστική αστυνομία, την ξαδέρφη, τον ανιψιό, το γιο του Σταυράκη και τη δούλα του. Και τούδιναν ατέλειωτη αναφορά μ' όλες τις λεπτομέρειες.

Ήρθε στιγμή που πίστεψε πως έπιασε στεριά. Ήτανε μια βραδιά που ο «Αμερικάνος» είχε κάνει το πρώτο δώρο του στην Αγλαΐα, ένα σταυρό για το λαιμό της, από χρυσάφι κάμποσης αξίας. Από το στήθος του Μπαγάκου σα να σηκώθηκε πλάκα βαριά. Επί τέλους... Έβλεπε φως. Συζήτησε το πράγμα πρώτα με τον εαυτό του. Δεν μπόραγες να πεις πως τον ενθουσιάζει, θάθελε για την κόρη του λεβέντη. Μα έλα πάλι που μ' αυτόν εδώ θα ήτανε βασίλισσα. Κουβέντιασε και με τη Σεβαστή. Ούτε λόγος καλέ, πως έπρεπε να γίνει, και μάλιστα το γληγορότερο.

-Καλά, κι αυτή;

-Άλλο που δεν θέλει. Της αρέσει.

-Κι η ηλικία, βρε γυναίκα;

-Κάτι μας είπες... Για βόϊδι την περνάς την Αγλαΐα; Έννοια σου συ και θα τη δεις αν ξέρει να κρατήσει και το σκύλο χορτάτο και την πίττα γερή.

Το ίδιο βράδυ όμως, που λογαριάζανε να του ανοίξουν μόνοι τους, με τρόπο την κουβέντα, ο «Αμερικάνος» τους είχε ετοιμάσει έκπληξη: Καινούργιο δώρο ακόμα πλουσιότερο, στη Φωτεινή.

-Δεν μπόρεσα τίποτα να βρω που να ταιριάζει κάπως με της Αγλαΐας, της είχε πει με άπειρη στοργή. Σας πήρα όμως κάτι που συνηθίζεται περισσότερο. Έτσι έρχεται, πιστεύω το ισοζύγιο.

Ήτανε παντατίφ από πλατίνα, μ' ένα τρανό μπριλλάντι κι άλλα μικρότερα τριγύρω, δεμένο αρχοντικά. Ο Μπαγάκος γίνηκε θηρίο μονάχο.

-Αλλού ναν τα πουλά... φώναξε κατακόκκινος, άμα ο άλλος έφυγε. Δεν τα τρώμε εμείς αυτά. Πήρε της Αγλαΐας πρώτα το σταυρό-στάχτη στα μάτια- για να χαρίσει αμέσως της Φωτεινής αυτό εδώ... που του κοστίζει διπλά... Του μύρισε τρυφεράδι, του κυρίου. Αρνάκι του γάλακτος. Ας περιμένει.

Των κοριτσιών τους βούρκωσαν τα μάτια. Της μεγάλης, για το λαχείο πούχανε, της μικρής για το λαχείο που της έπεφτε και κίνδυνος ήτανε να το χάσει, απ' αυτόν τον πατρικό θυμό, που δεν μπορούσε να καταλάβει από πού ερχότανε.

Απ' την σελίδα του ΑΠΕ-ΜΠΕ




Aναζητώντας θέμα

Θα ήταν γύρω στο 1960, όταν δεν θυμάμαι πώς, γιατί και από πού και ώς πού βρέθηκα σ' ένα από τα φθίνοντα τότε πλέον παλιά αθηναϊκά φιλολογικά σαλόνια. O Γιάννης Παπακώστας έχει γράψει ένα θαυμάσιο βιβλίο για τα φιλολογικά σαλόνια των αρχών του αιώνα
O Σπύρος Μελάς υπήρξε μια εκρηκτική προσωπικότητα, ταλαντούχος συγγραφέας, κριτικός, χρονογράφος, θεατρικός δημιουργός, σκηνοθέτης και μεγάλος δημοσιογράφος (μια εποχή ο αποκλειστικός δημοσιογράφος του Ελ. Βενιζέλου), αλλά άνθρωπος εμπαθής, ιδεολογικός ανεμόμυλος, μέγας λιβελλογράφος και ηγεμόνας κλίκας στα πνευματικά πράγματα

Στα μέσα του περασμένου αιώνα έφθιναν πια και βρίσκονταν σε κάποια ακμή τα φιλολογικά καφενεία ή τα ουζάδικα όπως το Μπραζίλιαν, ο Φλόκας ή ο Απότσος. Στον Απότσο σύχναζε ο δάσκαλός μου ο Ροντήρης με τον σκηνογράφο Κλώνη, τον δημοσιογράφο Παπαλεξάνδρου (μεταφραστής του Νίτσε), τον δικηγόρο και αργότερα υπουργό Ρωμανό. Εκεί γνώρισα τον Κόντογλου που περνώντας απ' έξω με το πατροπαράδοτο δίχτυ των ψώνιων τον καλούσε η παρέα και τον πείραζαν για τις ορθόδοξες εμμονές του και την αντιδυτική του ιδεολογία. Αγαθός και πράος ο κυρ-Φώτης, με χιούμορ λαϊκό τούς αντιμετώπιζε. Για μένα τουλάχιστον τα φιλολογικά σαλόνια τα εναπομείναντα, ήταν απρόσιτα και λόγω ταξικής καταγωγής και λόγω ιδεολογίας.

Μια φορά βρέθηκα στους Μερλιέ με τον Παπανούτσο, τον Γιάννη Μηλίαδη, τον Χρ. Χρηστίδη (τον μεταφραστή του Μονταίνι), τον Σπύρο Σκιαδαρέση (τον μεταφραστή Βιγιόν) κ.ά. όπου η βραδιά θύμιζε πλατωνικό Συμπόσιο, αφού ο πρόσκληση στο δείπνο καθόριζε αυστηρά και το θέμα της συζήτησης. Άλλη μια φορά μια επίσκεψη σε σπίτι λογίων για επαγγελματική δουλειά εξελίχτηκε σε φιλολογικό σαλόνι. Κάπου στους Αμπελοκήπους, στον Ερυθρό Σταυρό, κατοικούσε το ζεύγος Δημήτρη Σταύρου και Τατιάνας Σταύρου, όπου θα μπορούσε κανείς να συναντήσει τον μεγάλο φιλόλογο και μεταφραστή του Ευριπίδη, του Αριστοφάνη, του Μολιέρου, του Μένανδρου, του Γκαίτε, Θρασύβουλο Σταύρου. Με είχε στείλει ο δάσκαλός μου Ροντήρης με το κείμενο των «Τρωαδιτισσών» στη μετάφραση του Σταύρου, όπου ο σκηνοθέτης είχε κάνει κάποιες επεμβάσεις, είχε προβεί στα απαραίτητα «κοψίματα» και ζητούσε την άδεια και την έγκριση του μεταφραστή. Έτυχε την ώρα της επίσκεψης, βραδάκι, να βρίσκονται στο σαλόνι του σπιτιού ο Θεόδωρος Ξύδης, ο Γιώργος Αλισανδράτος (που να φανταζόμουν πως δέκα χρόνια αργότερα θα με αξίωνε ο Θεός να είμαστε συνάδελφοι στη Σχολή Μωραΐτη) και ο Αθανάσιος Τζάρτζανος, γιος του μεγάλου Γραμματικού, που με τους Σταύρου, Αλισανδράτο, με την εποπτεία του Τριανταφυλλίδη, συνέταξαν τη «Γραμματική της Δημοτικής», το 1940.

Όταν ο Θρασύβουλος Σταύρου αποσύρθηκε να μελετήσει τις προτάσεις Ροντήρη σε άλλο χώρο του σπιτιού για μία ώρα σιωπηλός σε μια γωνιά άκουγα μια συζήτηση για τη γλώσσα, ανάμεσα στους συνδαιτυμόνες. Συζήτηση άνετη, ήπια, σοφή, κατασταλαγμένη, χωρίς πάθος, συχνά έντονη, με σεβασμό στις εκατέρωθεν απόψεις. Τη συζήτηση συνόδευε ουζάκι Μυτιληνιό και μυζήθρα Τήνου.

Αλλά ας γυρίσω στην πρώτη και αυθεντική βραδιά σε φιλολογικό σαλόνι παλιού τύπου. Σ' αυτό συνήθως κεντρικό πρόσωπο ήταν ένας, όπως λένε σήμερα, επώνυμος καλεσμένος, χωρίς να αποκλείεται κάθε φορά να περιβάλλεται και από άλλους επίσης επώνυμους δορυφόρους. Εκείνο το βράδυ καλεσμένος-πυρήνας ήταν ο διαβόητος Σπύρος Μελάς. Βρέθηκα εκεί με τον δάσκαλό μου Ροντήρη, παλαιό συνεργάτη του Μελά και σκηνοθέτη έργων του στο Εθνικό. Οι σχέσεις τους δεν ήταν αυτό που λέμε στενές, δεδομένου ότι ο Μελάς υπήρξε πολέμιος σφοδρός του Φώτου Πολίτη, κριτικού και σκηνοθέτη, τον οποίο ο Ροντήρης θεωρούσε δικό του δάσκαλο.

O Μελάς υπήρξε μια εκρηκτική προσωπικότητα, ταλαντούχος συγγραφέας, κριτικός, χρονογράφος, θεατρικός δημιουργός, σκηνοθέτης και μεγάλος δημοσιογράφος (μια εποχή ο αποκλειστικός δημοσιογράφος του Ελ. Βενιζέλου), αλλά άνθρωπος εμπαθής, ιδεολογικός ανεμόμυλος, μέγας λιβελλογράφος και ηγεμόνας κλίκας στα πνευματικά πράγματα. Αντίπαλος του Ξενόπουλου, επικριτικός στο έργο του Παντελή Χορν, περιφρονητικός με τον Μπόγρη ο Μελάς κυκλοφορούσε σαν πνευματικός τρομοκράτης και ιδεολογικός τύραννος. Τον Ροντήρη τον τιμούσε, αλλά είχαν τελείως αντίθετο χαρακτήρα. H τελευταία τους συνεργασία ήταν το 1954, όταν ο Ροντήρης ανέβασε την ιστορική του κωμωδία «Ο βασιλιάς κι ο σκύλος» (ο Αλέξανδρος και ο κυνικός Διογένης).

Πώς βρεθήκαμε σε κείνο το σαλόνι, μεγαλοαστικό και σνομπ, δεν μπορώ να θυμηθώ. Πιθανόν ο Ροντήρης με πήρε μαζί του για να έχει κάποιον να μιλάει και ένα άλλοθι για να φύγει, δεδομένου πως ήταν άνθρωπος στενάχωρος, κλειστός, κλειστοφοβικός, κυκλοθυμικός και συχνά παράφορος. Είχε μια ιδιάζουσα ευαισθησία σε θέματα ήθους και δεν ανεχόταν χυδαιότητες, κουτσομπολιά, κοσμικές κακίες και βιτριολικό χιούμορ, αθλήματα στα οποία διέπρεπε ο Μελάς. Δεν θυμάμαι τι συζητήθηκε εκείνο το βράδυ. Άγνωστος μεταξύ αγνώστων (ουδείς πλην του Μελά και του Ροντήρη μού έλεγε τίποτε ως όνομα ή δραστηριότητα) σε μια γωνιά παρακολουθούσα μάλλον μια ανιαρή βραδιά με πειράγματα, αναμνήσεις του Μελά από τις δημοσιογραφικές του αποστολές (ο δαιμόνιος αυτός δημοσιογράφος και ρεπόρτερ ήταν ανταποκριτής εφημερίδων στη Μικρασία στα χρόνια της επέλασης και της καταστροφής, παλιότερα στους Βαλκανικούς πολέμους, στο αλβανικό μέτωπο, αλλά και στα μεγάλα διεθνή συνέδρια συνοδεύοντας τον Βενιζέλο). Περιβόλι ανεκδότων και ερωτικών πιπεράτων περιστατικών.

Κάποια στιγμή και αυτό χαράχτηκε για πάντα στη μνήμη μου, κάποια κυρία ρώτησε τον «Μετρ»: Πώς τα καταφέρνει και γράφει δύο χρονογραφήματα την ημέρα, ένα στην «Εστία» και ένα στην «Ελευθερία». Εκείνος απάντησε πως γράφει κάθε ημέρα με ψευδώνυμο και στη «Βραδυνή» άλλο ένα χρονογράφημα! «Και πού βρίσκετε τρία θέματα την ημέρα;», ρώτησε επίμονα η κυρία. «Κυρία μου», απάντησε με αλαζονική μετριοφροσύνη ο Μελάς, «κάθε τι μπορεί να γίνει θέμα. Κάθε τι». H κυρία καθόταν μπροστά στο γραφείο του σαλονιού, όπου υπήρχε για πρες παπιέ μια ποταμίσια στρογγυλή λεία πέτρα. «Αυτή η πέτρα μπορεί να γίνει θέμα;», είπε η κυρία. «Ιδιαιτέρως αυτή», είπε ο Μελάς.

Σε λίγο άλλαξε θέματα η κουβέντα κάπου και χωρίς να γίνει αντιληπτός χάθηκε ο Μελάς. Γύρισε σε είκοσι λεπτά. Κρατούσε δύο φύλλα γραμμένο χαρτί και με τη μετριόφρονα αλαζονεία του διάβασε ένα αριστουργηματικό χρονογράφημα με τον τίτλο «H πέτρα». Κάπου είναι καταχωνιασμένο απόκομμα στο αρχείο μου. Το δημοσίευσε την μεθεπομένη στην «Εστία». Μιλούσε για τον χρόνο, πώς επιδρά και διαμορφώνει τα πάντα, πώς λείανε την πέτρα, πώς στρογγύλεψε τις αιχμές της, πώς από πέτρωμα την έκανε γλυπτό. Και ύστερα περνούσε στους ανθρώπους, στην Παιδεία, στις επιρροές που υφίστανται οι συνειδήσεις, πώς ο χρόνος τορνεύει τις γωνίες, πώς η εφηβεία με τις εξάρσεις της και την ενστικτώδη φύση της λειαίνεται και παραδίδεται στην ισορροπία της ωριμότητας. Πώς εν τέλει ο χρόνος απαλύνει τα πάθη, κατασταλάζει τις ορμές, παραδίδει τα φυσικά πράγματα στη διάκριση της πολιτιστικής ραστώνης. Είναι λυπηρό πώς χάθηκαν μεγάλοι χρονογράφοι μέσα στη βιασύνη της εποχής μας. Μαστόροι που έκαναν θέμα ακόμη και την απουσία, την έλλειψη θέματος. Μαστόροι του στυλ. Μαστόροι που εγκαθιστούσαν ως κέντρο της θεματικής τους την ίδια τη γραφή. Και αποσκοπούσαν στην αναγνωστική απόλαυση.

Έστωσαν τα ανωτέρω ένα αφιέρωμα σε κείνους που έκαναν θέμα το κάθε τι προκαλώντας ένα κείμενο σε κάποιον που δεν είχε θέμα!




Σπύρος Μελάς - Ηρακλής Αποστολίδης

'Aλλα στελέχη της Σοσιαλιστικής Συνδικαλιστικής

Από το Δέκατο Τέταρτο Κεφάλαιο με τίτλο "Αναρχικοί & Ελευθεριακοί σε μη Αναρχικές & Ελευθεριακές Οργανώσεις" του έργου "Για Μια Ιστορία του Αναρχικού Κινήματος του Ελλαδικού Χώρου". Ολόκληρο το έργο δημοσιεύεται στο http://ngnm.vrahokipos.net 'Aλλο σημαντικό μέλος της οργάνωσης ήταν ο δημοσιογράφος και λογοτέχνης Σπύρος Μελάς, ο οποίος γεννήθηκε στη Ναύπακτο το 1883 και πέθανε στην Αθήνα το 1966 και που εκείνη την εποχή πίστευε στις αναρχοσυνδικαλιστικές ιδέες. Πίστευε ότι οι συνδικαλιστές είναι «μια μειοψηφία εκλεκτών, οι οποίοι άλλο δεν περιμένουν παρά την ευκαιρίαν ν' ανατρέψουν από τα θεμέλια, μ' έναν βίαιον τιναγμόν, μ' ένα ηρωικόν κίνημα το σάπιον οικοδόμημα της παλαιάς κοινωνίας», ότι οι σοσαλιστές βουλευτές «δεν είναι κατά βάθος παρά μεταμφιεμένοι αστοί, εκμεταλλευταί του εργάτου πολύ χειρότεροι». 'Aρχισε να δημοσιογραφεί στην αθηναϊκή εφημερίδα «'Aστυ» το 1901 και το 1904 κυκλοφόρησε το πρώτο του πεζογράφημα με τον τίτλο «Αγνή». Το 1905 κυκλοφόρησε το μυθιστόρημα «Μαύροι 'Aνθρωποι» το οποίο είχε σοσιαλιστικό περιεχόμενο, ενώ κυκλοφόρησε ακόμα δύο πεζογραφήματα τη «Γεροντοκόρη» (1906) και τα «Μυστήρια του Πειραιά».

Ο Σπύρος Μελάς

Σύμφωνα με τον Κορδάτο, ο Σπύρος Μελάς έγινε περισσότερο γνωστός ως δημοσιογράφος, χρονογράφος και θεατρικός συγγραφέας. Το πρώτο του θεατρικό με τίτλο «Ο γιός του Ίσκιου» κυκλοφόρησε το 1907, στο οποίο φάνηκαν οι επιρροές του από τον Ίψεν και τους Ρώσους αναρχικούς. 'Aλλα θεατρικά του έργα ήταν το «Κόκκινο πουκάμισο» (1909), το «Χαλασμένο Σπίτι» (1909) και το «'Aσπρο και μαύρο» (1924).

Μετά το «Άστυ» εργάστηκε στις εφημερίδες «Πατρίς» και «Χρόνος» και από το 1911 στη «Νέα Ημέρα» (στην οποία έστελνε ανταποκρίσεις - εν είδει αντιπολεμικών και φιλειρηνικών μανιφέστων - από το μέτωπο των Βαλκανικών Πολέμων ως λοχίας του πυροβολικού) και, αργότερα, σε όλες σχεδόν τις αθηναϊκές εφημερίδες. Ήταν από τους πρώτους που στις στήλες της εφημερίδας «Χρόνος» υπεράσπισε τα δικαιώματα των εργατών. Από τη δεκαετία του 1920, όμως, άλλαξε ιδέες και ειδικά με την κυκλοφορία του θεατρικού του «Μια νύχτα μια ζωή». Στη δεκαετία του 1950 κυκλοφορούσε το περιοδικό «Ελληνική Δημιουργία». 'Aλλο εξέχον μέλος της οργάνωσης ήταν ο δημοσιολόγος Αρίστος Αρβανίτης, ο οποίος σπούδασε στη Γερμανία και αργότερα υπήρξε ηγετικό στέλεχος του ΣΕΚΕ από το οποίο αποχώρησε το 1920 γιατί διαφώνησε με τη ένταξή του στη Γ΄ Διεθνή. Στο τέλος συμμετείχε το 1927-1928 στην ίδρυση κάποιου βραχύβιου Εργατικού Κόμματος Ελλάδας, σοσιαλδημοκρατικών αποκλίσεων.

Ο Ηρακλής Αποστολίδης

Μέλος της οργάνωσης ήταν και ο Ηρακλής Αποστολίδης, πατέρας του λογοτέχνη Ρένου Αποστολίδη, γεννήθηκε στον Πύργο Βουλγαρίας το 1893 και πέθανε στην Αθήνα το 1970. Πατέρας του ήταν ο Νίκος Αποστολίδης, που καταγόταν από το Ντομπρίνοβο Ζαγορίου Ηπείρου και μητέρα του η Φωτεινή Κούτσικου από τα Γιάννενα. Ο πατέρας του ήταν σιτέμπορος στον Πύργο και στο Ρουσόκαστρο Βουλγαρίας από το 1890 μέχρι και το 1924 που πέθανε στην Κωνσταντινούπολη. Ο Ηρακλής τελείωσε το Δημοτικό και το Ελληνικό Σχολείο στον Πύργο. Κατά τη διάρκεια των σπουδών του έμαθε τη βουλγαρική και την παλαιοσλαβική γλώσσα, ενώ αργότερα έμαθε και τη γαλλική.

Σε ηλικία 15 χρόνων, ήταν ήδη αναρχικός καθώς η σκέψη του έχει αρχίσει να σχηματοποιείται από τα έργα των Προυντόν, Μπακούνιν, Κροπότκιν, Τολστόι και άλλων. Μαζί με μια ομάδα Ελλήνων και Βούλγαρων νεαρών αναρχικών γκρέμισαν τον ανδριάντα του βασιλιά Φερδινάνδου που βρισκόταν στην προβλήτα του λιμανιού του Πύργου. Το γεγονός αυτό έγινε αιτία να τσακωθεί τότε με τον πατέρα του - ο οποίος εκείνη την περίοδο ήταν πρόεδρος του Δημοτικού Συμβουλίου - και έφυγε από το σπίτι, αναζητώντας την τύχη του στην Ανδριανούπολη, στο Γυμνάσιο της οποίας και φοίτησε. Κατόπιν, εγκαταστάθηκε στην Κωνσταντινούπολη, όπου συνέχισε να σπουδάζει και να εργάζεται ταυτόχρονα ως δημοσιογράφος. Παρά τη σύντομη διαμονή του στην Κωνσταντινούπολη, ήρθε σε επαφή με αρμενικές επαναστατικές οργανώσεις όπως η «Χιντσάκ», η οποία είχε και αναρχικούς στους κόλπους της. Μετέπειτα, συμμετείχε στην ίδρυση του Σοσιαλιστικού Κόμματος Τουρκίας, μέσα από την αναρχοσυνδικαλιστική του τάση και υπήρξε ο κύριος συντάκτης του εκφραστικού οργάνου του κόμματος αυτού «Ο Εργάτης». Οργάνωσε το συνδικάτο των φορτοεκφορτωτών, οι οποίοι στην πλειοψηφία τους ήταν Κούρδοι, οδηγώντας τους σε απεργία.

Για τη δράση του αυτή, αλλά και για δύο άρθρα του στον «Εργάτη», το ένα εναντίον της θανατικής καταδίκης του Ισπανού αναρχικού παιδαγωγού Φραντσίσκο Φερρέρ και το άλλο, με τίτλο «Τα καρα-καζάνια του Φαναριού», στο οποίο επιτέθηκε σφοδρά εναντίον των συνοδικών του πατριαρχείου, απελάθηκε από το τουρκικό κράτος. Πριν εγκατασταθεί στην Αθήνα πέρασε για ένα μικρό διάστημα από τα Γιάννενα. Στην Αθήνα, μετά από μια σύντομη φοίτηση στο Βαρβάκειο, εγκατέλειψε τις σπουδές και αφιερώθηκε στη δημοσιογραφία. Συμμετείχε στην ίδρυση της Σοσιαλιστικής Συνδικαλιστικής Οργάνωσης το 1911 και κατόπιν έγινε γραμματέας του Σοσιαλιστικού Κόμματος, αλλά εξακολούθησε να υποστηρίζει αναρχοσυνδικαλιστικές απόψεις τις οποίες και προώθησε στο συνδικάτο τροχιοδρομικών στο οποίο έπαιξε σημαντικό ρόλο. Σύντομα, όμως, αποχώρησε από το κόμμα αυτό όταν μετατράπηκε σε κομμουνιστικό και δεν αναμείχθηκε ξανά με κόμματα και οργανώσεις. Διετέλεσε, επίσης, αρχισυντάκτης της εφημερίδας «Ριζοσπάστης», αλλά παραιτήθηκε όταν αυτή έγινε όργανο του ΣΕΚΕ (ΚΚΕ).

Ας αφήσουμε, όμως, το γιο του Ρένο Αποστολίδη, να μιλήσει ο ίδιος για τον πατέρα του (αναφέροντάς τον ως Η.Ν.Α.):

«Η επαναστατική δράση του στην πόλη ήταν σημαντική: ωργάνωσε καθαυτό εργατικά συνδικάτα (των φορτοεκφορτωτών του λιμένος Πόλης κα.) και συνειδητά κατέτεινε στη δημιουργία ευρυτέρου αναρχοσυνδικαλιστικού κινήματος, υπό την καλύπτρα γενικωτέρων σοσιαλιστικών τάσεων. Γι' αυτό και ήρθε σε ρήξη εντέλει, τόσο με τις τουρκικές αρχές, που και τον απέλασαν, όσο και με τους θεωρητικούς σοσιαλιστάς της Δευτέρας Διεθνούς, που εδώ στα Βαλκάνια είτε εβραιοκρατούντο (Μπεναρόγια, με τον οποίο ήρθε σε προσωπική ρήξη) είτε συνεδέοντο με το (σοσιαλίζον δήθεν) Βουλγαρικόν Κομμιτάτο (κατά του οποίου ο Η.Ν.Α. και ως γνώστης των βουλγαρικών πραγμάτων, αλλά και σαν έλληνας, όχι μόνο σαν αναρχικός, εμαίνετο. Στην Πόλη έρριξε ένα μάρμαρο τραπεζιού στο κεφάλι δύο βούλγαρων κομμιτατζήδων, σε μεγάλο δημόσιο κέντρο.)

Στην Αθήνα συνέχισε την αναρχοσυνδικαλιστική του δραστηριότητα, πάλι μέσα στα πλαίσια του Σοσιαλιστικού Κόμματος του «Παταριού», και ωργάνωσε καθαρώς συνδικαλιστικά το σωματείο των τροχιοδρομικών, σπρώχνοντας προς καθαρά αναρχοσυνδικαλιστική-επαναστατική δράση, υποδεικνύοντας ν' απαλλαγούν απ' τους σοσιαλκομμουνιστές εργατοπατέρες κ.λ. επειδή ο βενιζελισμός ήταν η χύτρα μέσα στην οποία δρούσαν οι αντιαναρχικοί σοσιαλκομμουνίζοντες και αργότερα το ΚΚΕ, γι' αυτό δούλεψε σε εφημερίδες μόνον του αντιβενιζελισμού, σπρώχνοντας στον εργατικό τομέα προς αναρχοσυνδικαλισμό (ιδιαίτερα με την 'Aμυνα), με σταδιακό αποτέλεσμα να πετύχη κάποτε ως και την διαγραφή πάμπολλων σοσιαλκομμουνιστών εργατοπατέρων από διάφορα συνδικάτα, μεταξύ άλλων και του Θέου. (Έφαγα έναν πόντικα/ δόξα νάχη ο Θέος: που γράφει ο Βάρναλης ειρωνικά στον «Τρελλό» του).

Παρητήθη από την αρχισυνταξία του «Ριζοσπάστη» και από το Σοσιαλιστικό Κόμμα της Ελλάδος όταν έγιναν κομμουνιστικά. Ωστόσο, και στην κατοχή - δηλαδή 20 χρόνια αργότερα - επηρέασε σοβαρώτατα το Σοσιαλιστικό Κόμμα της Ελλάδος, με γραμματέα τον εκτελεσθέντα Χωμενίδη, προς το να μη ενταχθή στο ΕΑΜ να μη πέση στις διάφορες παγίδες του ΚΚΕ κλ. (Ο ανόητος κομμουνιστής Κορδάτος αποκρύπτει επιμελώς, στις δήθεν «ιστορίες» του, την πραγματική δράση του Η. Ν. Α.)»

»Ίδρυσε, με άλλους έλληνες και μη, το Σοσιαλιστικό Κόμμα της Τουρκίας, που συνδέθηκε μεν με τη Δευτέρα Διεθνή, περισσότερο όμως ενεργούσε αναρχοσυνδικαλιστικά και ανατρεπτικά, κυρίως λόγω των τάσεων αυτών του Η.Ν.Α, που δεν υπήρξε κυρίως σοσιαλιστής παρά μόνο κατά επιμέρους θέσεις, πράγματι δε αναρχικός και αναρχοσυνδικαλιστής στην πράξη. Ανέφερε ότι αυτός ωργάνωσε το συνδικάτο των κούρδων φορτοεκφορτωτών της Πόλης, και ότι τους περεκίνησε και τους ώθησε σε μαχητική απεργιακή διαδήλωση, κατά την οποία ισοπέδωσαν ένα διώροφο αστυνομικό τμήμα της Πόλης. Πιάστηκε εν τέλει άγρια με τους τυπικούς σοσιαλιστάς Γιαννιό και Μπεναρόγια, που εκτελούσαν τυφλά εντολές της Δευτέρας Διεθνούς, χλιαρά επαναστατικής (και εδώ στα Βαλκάνια με τις ομάδες της διαβρωμένες από ποίκιλα στοιχεία ύποπτης προέλευσης και σκοπουμένων, κρυπτοεθνικιστικών - του Βουλγαρικού Κομμιτάτου κυρίως κ.α. - εβραϊκών - δια του Μπεναρόγια πρωτίστως - κλ.)...

Αργότερα, διηύθυνε την εφημερίδα 'Aμυνα, με καθαρά επαναστατικές αναρχοσυνδικαλιστικές τάσεις και επέφερε ρήγμα στις εργατικές τάξεις που κρατούσαν εργατοπατέρες» κομμουνιστές, με απώτερο αποτέλεσμα τη διαγραφή των κομμουνιστικών εργατικών στελεχών (Θέου κ. ά.) απ' τα εργατικά συνδικάτα, και επικράτηση σοβαρή αναρχοσυνδικαλιστών που πολύ δυσκόλεψαν το ΚΚΕ ώσπου να τους εξοντώσει και να ξανακαταλάβει τα εργατικά σωματεία.

Μετά το ‘20 παύει κάθε ανάμιξη του σε «σοσιαλιστική» δράση με άλλους. Τον απορροφά η δημοσιογραφία». Μετέπειτα, εκτός από τη δημοσιογραφία, ασχολήθηκε με τη σύνταξη εγκυκλοπαιδειών και λογοτεχνικών ανθολογιών.

Στις 5 Απριλίου 1920, άρχισε να κυκλοφορεί η καθημερινή εφημερίδα «'Aμυνα» ως «εφημερίδα των εργατικών τάξεων της Ελλάδος», της οποίας αρχισυντάκτης ήταν ο Ηρακλής Αποστολίδης με διευθυντή τον Τ. Λαμπρινόπουλο. Η εφημερίδα «'Aμυνα» αποτελεί σημαντικό σταθμό στον επαναστατικό συνδικαλιστικό Τύπο του «ελλαδικού» χώρου, αν αναλογιστούμε ότι την περίοδο ακριβώς αυτή αρχίζει να εδραιώνεται ο κρατικός συνδικαλισμός ως απόρροια της ανόδου του μπολσεβικισμού στη Ρωσία. Μέχρι τις 4 Νοεμβρίου 1920, που σταμάτησε η έκδοσή της, η εφημερίδα «'Aμυνα» στάθηκε σε καθημερινή βάση μπροστάρης στον αγώνα του προλεταριάτου για τη χειραφέτησή του από το κράτος και το κεφάλαιο.

Στην εφημερίδα αυτή τις αναρχοκομμουνιστικές και επαναστατικές συνδικαλιστικές ιδέες εκπροσώπησε επάξια και με σπάνια επαναστατική διαύγεια και καθαρότητα ένας από τους σημαντικότερους αναρχικούς επαναστάτες που πέρασαν ποτέ από τον «ελλαδικό» χώρο, ο Σταύρος Κουχτσόγλους, ο οποίος δημοσίευσε σε αυτήν αρκετά κείμενα, ενώ δημοσιεύτηκαν σε σειρές και ανάλογες μεταφράσεις άρθρων, όπως του Μ.Σαιν-Λεών «Τι είνε συνδικαλισμός;» (23 Μαίου 1920), του A. Labriola «Ο Συνδικαλισμός» (19 Ιουνίου 1920) και «Κ. Μαρξ» (2 Ιουλίου 1920), του H. Lagardelle «Η σοσιαλιστική πολιτική» (19 Αυγούστου 1920), τα άρθρα του Μ. Μπακούνιν «Η μόρφωσις των εργατών» (2 Σεπτεμβρίου 1920) και «Κατά πάσης δικτατορίας» (16 Σεπτεμβρίου 1920) του G. Sorel «Γνώμαι και περικοπαί» (16 Οκτωβρίου 1920) και άλλα. Ωστόσο, το σημαντικότερο στην «'Aμυνα» ήταν ότι επί 62 συνεχόμενες ημέρες δημοσίευε άρθρα του Μπακούνιν σε συνέχειες.

Ενδεικτικό των απόψεων του Ηρακλή Αποστολίδη είναι αυτό που έγραψε ο ίδιος στην εφημερίδα «'Aμυνα» στις 21 Αυγούστου 1920: «Παντού υπήρξα αριστερός, συνδικαλιστής, άκαμπτος, αδιάλλακτος, ασυμβίβαστος, στραβόξυλο. Σοσιαλαρχηγός μόνον δεν υπήρξα ποτέ, αλλά, τουναντίον, παντού και πάντοτε εκαλλιέργησα την δυσπιστίαν κατά των διανοουμένων κατεργαρέων, ως μόνην εξασφαλίζουσαν τους εργάτας από πάσης εκμεταλλεύσεως».

Συνεχίζεται

Related Link: http://ngnm.vrahokipos.net


Το άγνωστο έπος
της ελληνικής δημοσιογραφίας
Του Δημήτρη Ν. Μανιάτη
ΔΗΜΟΣΙΕΥΘΗΚΕ στα ΝΕΑ:
Τετάρτη 20 Οκτωβρίου 2010

Πλάι στη γνωστή εποποιία του Ελληνοαλβανικού Μετώπου του 1940, ξετυλίγεται η άγνωστη εποποιία των ελλήνων πολεμικών ανταποκριτών, που συνοψίζεται στο βιβλίο «Ηταν κάποτε ένας πόλεμος» Ηδημοσιογραφική παρέα που συναντήθηκε εκείνο το πρωί της 15ης Νοεμβρίου του 1940 στον Σταθμό Λαρίσης δεν είχε συνηθισμένο ρόλο. Ο Ευστάθιος Θωμόπουλος, ο Θωμάς Μαλαβέτας, ο Γιώργος Ανδρουλιδάκης, ο Θόδωρος Δογάνης και ο Παύλος Παλαιολόγος ήταν οι πρώτοι πέντε διαπιστευμένοι αθηναίοι δημοσιογράφοι που ξεκινούσαν για το Αλβανικό Μέτωπο ως πολεμικοί ανταποκριτές.

Το μέτωπο είχε ήδη σταθεροποιηθεί, η ιταλική εισβολή είχε αντιμετωπιστεί και η Ηγουμενίτσα είχε ανακαταληφθεί από τις δυνάμεις της θρυλικής 8ης Μεραρχίας. Τους πρώτους πέντε που έφτασαν στο μέτωπο από τα Γιάννινα στις 18 Νοεμβρίου του 1940 προδρόμους ενός Καπισίνκι θα μπορούσαμε να πούμε θα ακολουθήσουν άλλοι 36 δημοσιογράφοι για να αφηγηθούν, να περιγράψουν εκείνες τις εχθροπραξίες ή απλώς να ανιχνεύσουν την αλήθεια μέσα στα συντρίμμια του πολέμου.

«Αν η Ενωση Συντακτών είχε 170 εγγεγραμμένα μέλη το 1955, στο Πολεμικό Μέτωπο του 1940 βρέθηκαν 41 δημοσιογράφοι», σημειώνει στα «ΝΕΑ» ο επιμελητής του τόμου (που συμπληρώνεται με δεκάδες σκίτσα, φωτογραφίες και κείμενα της εποχής) Αγαμέμνονας Φαράκος.

Αυτό το κλίμα της πολέμου, της αλληλεγγύης, της μαχόμενης πένας αλλά και του τρόπου που η δημοσιογραφία αντάμωσε την Ιστορία και τη λογοτεχνία αποτυπώνονται έξοχα στον τόμο «Ηταν κάποτε ένας πόλεμος. Αφιέρωμα στους 41 Ελληνες δημοσιογράφους που κάλυψαν αυτό τον πόλεμο» (εκδ. ΕΔΟΕΑΠ). «Ζήτημα τιμής» ήταν για τον Ενιαίο Δημοσιογραφικό Οργανισμό Ασφάλισης και Περίθαλψης αυτό το βιβλίο σύμφωνα με την πρόεδρό του Ελένη Σπανοπούλου. Είναι αξιοσημείωτο πως ένας μόνο από τους έντεκα πρώτους δημοσιογράφους που βρέθηκαν στο Μέτωπο της Πίνδου είχε κάποια εμπειρία από πόλεμο. Ηταν ο Πολύμερος Μοσχοβίτης που είχε μετάσχει στον Πόλεμο της Μικράς Ασίας, ενώ οι υπόλοιποι δεν είχαν πολεμικές εμπειρίες με εξαίρεση τον Παντελή Καψή που είχε καλύψει και τη θρυλική Μάχη του Σκρα το 1918. Κάποιοι μάλιστα ήταν ήδη μεγάλοι όπως ο Σπύρος Μελάς που πλησίαζε τα 60 όταν βρέθηκε στο Αργυρόκαστρο. Ας μην ξεχνάμε ακόμη πως η ευκαιρία να βρεθούν ως απεσταλμένοι τέσσερα χρόνια πριν στον Ισπανικό Εμφύλιο Πόλεμο πλην Νίκου Καζαντζάκη που τα κατάφερε είχε χαθεί, αφού η δικτατορία Μεταξά δεν τους είχε επιτρέψει να καλύψουν το ιστορικό εκείνο γεγονός.

Η Μάχη της Μάροβα ή Μόροβα φαίνεται πως έπαιξε σπουδαίο ρόλο, αφού η ελληνική δύναμη έσπασε τη ραχοκοκαλιά της ιταλικής άμυνας και πήρε πρώτα την Κορυτσά και μετά το Αργυρόκαστρο. Ο απεσταλμένος της «Πρωίας» Γιώργος Δρόσος φτάνει στην Κορυτσά και συναντά τον ήρωα της Μάροβας. «Εκεί λοιπόν σ' ένα καφενείο συναντήσαμε τον ήρωα της Μάροβας. Είναι απλώς στρατιώτης. Ενα κακοδεμένο παιδί 25-26 ετών με καστανά μάτια, με σπασμένα δυο τρία δόντια από κάποιο γλίστρημα επάνω στους βράχους της Μάροβας, με λασπωμένες μπότες, με ένα διαρκές μειδίαμα στα χείλη και με μια σεμνότητα και συστολή που τον κάνει καταφανώς να στενοχωριέται όταν μιλεί για τον εαυτό του.

Είμαι, λέγει, ο πρώτος, μα εντελώς πρώτος έλληνας στρατιώτης που μπήκε μέσα στην Κορυτσά...».

Μερικές εβδομάδες μετά ο Νίκος Γιοκαρίνης στέλνει στα «Αθηναϊκά Νέα» την πρώτη ανταπόκριση έλληνα δημοσιογράφου από το ελεύθερο πλέον Αργυρόκαστρο, ενώ μέσα στις φλόγες του πολέμου βρίσκει τον δικό του χώρο και το χιούμορ. Το κείμενο του Αλέκου Λιδωρίκη για τον Σπύρο Μελά όταν ο πρώτος συνάντησε τον δεύτερο 60χρονο στην Πρεμετή που μόλις είχε καταληφθεί από τον Ελληνικό Στράτο είναι απολαυστικό:

«Ο Σπύρος Μελάς (με την ιδιότυπη, αλλοπρόσαλλη ιδεολογικά αλλά και πολύ συχνά συναρπαστική, απρόσμενα τολμηρή, προσωπικότητά του) ήταν μία έκπληξη για μένα όταν απαντηθήκαμε στην Πρεμετή. Ναι, ορέ..., μου είπε. Αισθάνομαι πολεμιστής αυτή την ώρα! Και αισθάνομαι παιδί (είχε περάσει τα εξήντα). Και μάχομαι με το καλέμι μου και με τον θάνατο κάθε ώρα, κάθε στιγμή!. Υπερβολές του μάστορα της πένας, αμφιλεγόμενου Νέστορα της τότε λογοτεχνίας μας; Οχι! Γιατί έτσι μαχόμαστε όλοι... Γιατί χωρίς εμείς οι δημοσιογράφοι να είμαστε στην πρώτη γραμμή, χωρίς την ετικέτα του Παλικαριού στα μέτωπά μας, παίζαμε με τον κίνδυνο αδιάκοπα».

Τέλος, δύο ονόματα των γραμμάτων και της δημοσιογραφίας από αντίπαλα στρατόπεδα (ο Κώστας Βάρναλης από την «Πρωία» και ο Γρηγόριος Ξενόπουλος από τη «Διάπλαση των Παίδων») γράφουν για τον Πόλεμο και το σθένος των ελλήνων στρατιωτών μακριά απ? το Μέτωπο, αλλά κοντά στις διαθέσεις του λαού.

«Θλιβερές φάλαγγες  περνούν από τον δρόμο της Κλεισούρας  την επομένη της μάχης. Ράκη ανθρώπινα  που σέρνουν με βραδύ ρυθμό τα βήματά τους προς τα μετόπισθεν. Είναι οι 
αιχμάλωτοι. Λίγες ημέρες πέρασαν από τη  στιγμή της παραδόσεώς τους και οδηγούνται τώρα να καταυλισθούν πριν κατανεμηθούν σε στρατόπεδα αιχμαλώτων. Πώς  καταντά ο άνθρωπος  που δεν αγωνίζεται  για ένα ιδανικό, αλλά  δουλεύει κάτω από  το μαστίγιο ενός τυράννου», γράφει στην  δική του ανταπόκριση  ο Παύλος Παλαιολόγος στο «Ελεύθερον  Βήμα»   Τον Ιανουάριο   του 1941,  ένας έλληνας   φαντάρος «προσανατολίζει» προς  τη σωστή 
κατεύθυνση   την πινακίδα του  δρόμου  που δείχνει την  απόσταση που  τον χωρίζει από  τα Τίρανα Δύο ιερά τέρατα της ελληνικής δημοσιογραφίας, ο Αλέκος  Λιδωρίκης και ο Σπύρος Μελάς, στο αλβανικό μέτωπο
Μόλις ένας στους έντεκα πρώτους δημοσιογράφους που βρέθηκαν
στο Μέτωπο της Πίνδου είχε κάποια εμπειρία από πόλεμο

«Ο τραυματίας» και «Η κουραμάνα»

Ο Γιώργος Ανδρουλιδάκης, πολεμικός απεσταλμένος της «Πρωίας», γράφει μια συγκινητική ανταπόκριση με τον τίτλο «Ο τραυματίας» και περιγράφει πως του τραβάει την προσοχή ένα κοντό, ξανθό καλοδεμένο παλικάρι 23-24 ετών που είχε τραύμα από πολυβόλο στο δεξί πόδι και η σφαίρα του είχε σπάσει το κόκαλο. «Ηταν από τους ανθρώπους εκείνους που νομίζει κανείς ότι τους προίκισε η φύση να μην λερώνονται ποτέ, κάτω από οποιεσδήποτε συνθήκες κι αν βρεθούν». Γνωρίζονται στον σταθμό επιδέσεως μέχρι που ο φαντάρος μεταφέρεται στο χειρουργείο. Τρεις μήνες αργότερα ο Γιώργος Ανδρουλιδάκης έχει επιστρέψει απ' το Μέτωπο και τον Απρίλιο του '41 έχει μιαν απρόσμενη συνάντηση αφού μέσα στο λεωφορείο ένας φαντάρος με τις πατερίτσες που τραβάει τα βλέμματα των επιβατών είναι ο παλιός του γνώριμος από το Μέτωπο.

«Ενας στρατιώτης που επέστρεφε από το αυτοκίνητο με την κουραμάνα ήρθε προς το μέρος μας. Ηταν μούσκεμα. Η βροχή γυάλιζε πάνω στο μέτωπό του και γλιστρούσε στα μάγουλά του. Ηταν βουτηγμένος στην λάσπη ώς τα γόνατα. Δώδεκα ώρες τώρα οδηγούσε ένα μουλάρι και μόλις τώρα σταματούσε να πάρει συσσίτιο. Εριξε μια ματιά μέσα στ' αυτοκίνητό μας και είδε ότι δεν τρώγαμε. Μας έτεινε τότε ένα καρβέλι, που το είχε αγοράσει κι αυτό από την περιοχή, και μ' ένα ολόλαμπρο χαμόγελο ξεχυμένο σ' όλο το πρόσωπό του μας είπε:

Το θέλετε; Δυστυχώς δεν έχω τίποτε άλλο να σας προσφέρω...», γράφει ο Ανδρέας Ιωσήφ στην ανταπόκριση με τον τίτλο «Η κουραμάνα».

Δημήτρης Ν. Μανιάτης


Το 1909 του Σπύρου Μελά και ο σημερινός ευπρεπισμός

Το Βήμα μοιράζει τον τελευταίο καιρό μια σειρά από βιβλία, με τον γενικό τίτλο «Ο ελληνικός εικοστός αιώνας βήμα προς βήμα». Αγόρασα δύο του Σπύρου Μελά, το ένα για το 1909 και το άλλο για τους βαλκανικούς πολέμους. Τα βιβλία πουλιούνται χώρια από την εφημερίδα, προς 5,5 ευρώ το ένα. Αυτά τα δυο που αγόρασα είναι πολυσέλιδα, οπότε η τιμή είναι χαμηλή.

Το βιβλίο του Μελά για το 1909 είχε πρωτοδημοσιευτεί το 1957. Η νέα έκδοση έγινε σε μονοτονικό αλλά, κατά τα άλλα, μας πληροφορούν, τηρήθηκε απολύτως η ορθογραφία και η στίξη του πρωτοτύπου.

Η λύση αυτή είναι η πιο εύκολη και είναι σχετικά ανώδυνη όταν έχεις να εκδώσεις κείμενο του Μελά, όπου το πολύ κανένα «ξαίρω» να βρεθεί, δηλαδή δεν έχει τις περίεργες παλιότερες ορθογραφίες, όπως είνε, μεγαλείτερος, συνειθίζω, αφίνω που θα ξένιζαν τον αναγνώστη. Ωστόσο, η προσαρμογή του μονοτονικού δεν έγινε τέλεια. Για παράδειγμα, στη φράση να διορίσει βιβλιοφύλακα του Σουλτάνου το γυιο του Χασάν Χαλίν εφέντη (σελ. 103) θέλει τόνο στο «του», το ίδιο και η είχε πληροφορηθεί τα χαράματα ότι οι επαναστάτες του πήραν το σύνταγμα (σελ. 261).

Αυτό είναι παρωνυχίδα, ίσως, και σπεύδω να διευκρινισω ότι θεωρώ αξιέπαινη την πρωτοβουλία του Βήματος να μονοτονίσει το κείμενο. Κατά την ταπεινή μου γνώμη, όλα τα παλιότερα κείμενα πρέπει να μονοτονίζονται εφόσον επανεκδίδονται. Ως πόσο παλιά; Τουλάχιστον τα μεσαιωνικά και δώθε, αν και θα ήταν ενδιαφέρον να δούμε λχ. και Ευαγγέλιο ή γενικώς αρχαία κείμενα στο μονοτονικό.

Το κακό όμως είναι ότι το συγκεκριμένο βιβλίο είναι γεμάτο τυπογραφικά λάθη, κάποιες φορές ως και 3-4 στη σελίδα, που δείχνουν τσαπατσουλιά. Κι αν λάθη όπως Ψιλή Επικυρχία, πρίγκικας, υπήρχρν (σελ. 29), 'Aγγεγλος, αδρφωσύνης, πολαιοδομική (81), κατφούφης δεν εμποδίζουν την κατανόηση, κάποιοι αναγνώστες θα σκοντάψουν στο φτάναν ως το βαθμό του υπολογισμού [διάβαζε: υπολοχαγού] και αποστρατεύονταν λοχαγοί (164), άλλοι μπορεί να μην αντιληφθούν τι σημαίνει το σημείωμα αυτό υπήρξε το εμπόρευμα [εμπύρευμα] της εκρήξεως (243), ενώ όλοι θα χαμογελάσουν με τον θρυλικό Γυιο της Κολογριάς (231).

Όμως εδώ δεν θέλω να γκρινιάξω για τα λάθη, όσο για να συνεχίσω μια κουβέντα που είχαμε πιάσει τις προάλλες, όταν έβαλα το «δύσκολο κουίζ». Εκεί, κάποιοι φίλοι επισήμαναν ότι η απάντηση του περιοδικού ήταν γραμμένη σε «άπταιστη μεσοπολεμική κομμουνιστική ελληνική», κι έφεραν για παράδειγμα τύπους όπως εχτός, χαραχτηρίζει, ρώτημα. Επειδή τον τελευταίο καιρό διαβάζω πολλά παλιότερα κείμενα, του μεσοπολέμου ας πούμε, βλέπω ότι αυτό δεν ισχύει, ότι τους τύπους αυτούς τους χρησιμοποιούσαν όχι μόνο οι κομμουνιστές (που άλλωστε άργησαν να υιοθετήσουν τη δημοτική) παρά όλοι οι δημοτικιστές και όχι ειδικώς οι λεγόμενοι «μαλλιαροί».

Ο Μελάς ήρθε να με επιβεβαιώσει. Να θυμίσω ότι ο Σπύρος Μελάς ποτέ δεν ήταν αριστερός. Από νωρίς πήγαινε πάντοτε με το δοβλέτι κι έτσι κατάφερε να γίνει ακαδημαϊκός πολύ νέος (το 1935, μόλις 53 χρονών) παρά το ότι δεν έγραψε και κανένα αριστούργημα. Στην κατοχή έγραψε χρονογραφήματα που καλούσαν για συνεργασία με τον καταχτητή (μπορεί να τα δούμε κάποια στιγμή), με αποτέλεσμα να έχει μερικές σκοτούρες μετά την απελευθέρωση αλλά ελίχθηκε γρήγορα και έξυπνα και τελικά γλίτωσε μάλλον φτηνά. Το αποκορύφωμα της καριέρας του ήταν όταν έγινε το 1966 πρόεδρος της Ακαδημίας. Την ίδια χρονιά πέθανε, στα 84 χρόνια του.

Το βιβλίο με τις αναμνήσεις του από το κίνημα του 1909 και όσα προηγήθηκαν, το γράφει λοιπόν στα 75 του χρόνια. Είχε παρακολουθήσει από κοντά τα γεγονότα, ως δημοσιογράφος, και οι αναμνήσεις του διαβάζονται με μεγάλο ενδιαφέρον. Όμως, θα σταθώ στη γλώσσα του. Η γλώσσα του βιβλίου λοιπόν είναι γεμάτη με τύπους που σήμερα πολλοί θα τους θεωρούσαν ακραίους, μαλλιαρούς, ξύλινους, κομματοπαγείς.

Κρίνετε και μόνοι σας. Εννοώ τύπους όπως: ξακολουθούσε, συχωρούσαν, το πέσιμο του μεγάλου πολιτικού [= η πτώση] (40), να προστέσω, οι κίντυνοι που ο Θεοτόκης πρόβλεψε, σκέδιο, φιλελεύτερες, από το μέρος των αυλικών [εκ μέρους], ελευτερίες, του υπερέτη, ανεξάρτητα φυλής, των πραμάτων, η αχίλλεια φτέρνα, η θρησκευτική του κορφή [κορυφή], να δραπετέψουν, διαπόμπεψη, κατηγόριες για καταχρήσεις, γλήγορα, ανεύτυνος, ο ξεχωρισμός αυτός είναι κάπως σχηματικός, συφορά, θυελλώδικες, λεύτερος σκοπευτής, μιστοί, σκολειά, εξυπερέτησαν, ξαφανίστηκαν, αυτοσκέδιος, να μολογήσει το αντίθετο, υπερεσιακή αναφορά, οι δρόμοι ρημώθηκαν, η λεωφόρο Αλεξάντρας, ξενεύριζε, το ρώτημα του Ζορμπά, πιτυχημένες, πυρετώδικη, μποπαρδισμός.

Νομίζω ότι μετά τη μεταπολίτευση, όταν είχαμε τη νομιμοποίηση της δημοτικής με τις υποτιθέμενες ακρότητες, ελάχιστοι τόλμησαν να χρησιμοποιήσουν στον γραπτό λόγο τέτοιους τύπους -και οπωσδήποτε κανείς ακαδημαϊκός.

Να σημειωθεί ότι οι περισσότεροι δημοτικισμοί του Μελά στο βιβλίο αυτό είναι στη μορφολογία των λέξεων, όχι στη γραμματική. Δηλαδή δεν θα δείτε «τις λέξες» ή «τις περίστασες», αν και στα τριτόκλιτα θηλυκά χρησιμοποιεί τον σημερινό τύπο (κυβέρνηση-κυβέρνησης), ενώ δεν δειλιάζει να αγνοήσει την εσωτερική αύξηση στα λόγια ρήματα: επίμειναν, ανάφερε, επίβαλε στην Ελλάδα, μετάθεσε.

Ωστόσο, εκεί που ξεχωρίζει η γλώσσα του είναι τα συμφωνικά συμπλέγματα. Σήμερα, που ο προφορικός λόγος έχει υποταχτεί σχεδόν ολοκληρωτικά στον γραφτό (αυτό το λέω κάπως άτσαλα, αλλά μάλλον με καταλαβαίνετε), γράφουμε και μετά προφέρουμε τερατώδεις χασμωδίες (δύο του Ιουνίου) και άγαρμπα συμπλέγματα (σθ, χθ, φθ), που από το πολύ το λέγε-λέγε της τηλεόρασης τα έχουμε συνηθίσει και τα θεωρούμε φυσιολογικά. Ο Μελάς διακρίνεται ιδιαίτερα στο βιβλίο του για την απέχθειά του προς το -κτ- και το -χθ-, που τον κάνει να χρησιμοποιεί τύπους όπως έχταχτο παράρτημα που σήμερα φαίνονται εξωφρενικοί.

Επειδή το βιβλίο το διάβασα στο αεροπλάνο και είχα μπόλικη ώρα, σημείωσα αρκετούς. Ιδού ορισμένοι «χτισμοί» του Μελά: πραχτικογράφος, είχεν εχτέσει, αγανάχτηση, κατεβρόχτισα, εχτελεστικά όργανα, εχτρός, χτηματίες, εχτοπίζουν, τέλειο δίχτυ για συγκοινωνία και πληροφορίες, δεχτό, αναχτορική κλίκα, εκπληχτική, αποχτήσει, να εχτιμήσει, χτήμα, αχτιδοβολία, οιχτρή εμφάνιση, ταχτική, μειονεχτική θέση, έχταχτο παράρτημα (95), χαραχτηριστικά, ανύπαρχτο, ανεχτός, αρπαχτικώτερος, πλεχτάνες, αναχτοβούλιο, καχτοειδή, κατανυχτική, φριχτή, χτηνοτρόφος, λιποτάχτες, εχπληχτικός, καταδιωχτικά, χτίρια, προαχτέοι, αναίμαχτοι, αντίχτυπος, έχταση, άφευχτη, ασφυχτικά, χαραχτήρας, ψηφολέχτες, εχτός, ηλέχτριζε, εχτελώντας, κατάπληχτοι, απαράδεχτα, θωρηχτά, έμπραχτα, φαντασιόπληχτος, το ακατάδιωχτο [ακαταδίωκτο], εχπαιδευτικού ιδρύματος, αμείλιχτη, με επιδειχτικό τρόπο.

Και δεν ήταν ο Μελάς μοναδική περίπτωση. Το «χτ» είναι συχνότατο προπολεμικά σε λόγιους που δεν είναι ακραίοι δημοτικιστές. Τέλος πάντων, δεν γράφω με νοσταλγία για μια πραγματικότητα που πέρασε, ούτε σας παροτρύνω να χρησιμοποιείτε όλους αυτούς τους τύπους, αλλά καλό είναι να βλέπουμε και μιαν άλλη διάσταση των πραγμάτων.

Η σύντομη εισαγωγή της νέας έκδοσης είναι γραμμένη από τον Ι. Πρετεντέρη, ο οποίος παινεύει βέβαια τον Μελά και το βιβλίο. Θα παρατηρήσω ωστόσο ότι ο Πρετεντέρης χρησιμοποιεί τον τύπο «Γουδή», όπως έχει γίνει υποχρεωτικό πλέον σήμερα, ενώ ο Μελάς, που ήταν στο Γουδί όταν γινόταν το κίνημα το γράφει βέβαια «Γουδί» όπως όλος ο κόσμος τότε, παρά το γεγονός ότι τότε ήταν πανταχού παρούσα η εφοπλιστική οικογένεια, οι Γουδήδες, από την οποία πήρε την ονομασία της το στρατόπεδο. Δεύτερον, ο Πρετεντέρης λέει ότι η επανάσταση του 1909 ήταν «ένα από αυτά τα στρατιωτικά "προνουντσιαμέντο"», άκλιτο. Ο Μελάς, βέβαια, όπως και όλος ο κόσμος πριν γλαφυρέψουμε, λέει διάφορα «προνουντσιαμέντα» (π.χ. σελ. 62). Και τέλος, ο Πρετεντέρης κλείνοντας δηλώνει ότι νοσταλγεί κάποιους «συντακτάκους», ενώ βέβαια ο Μελάς λέει ότι ήταν ένας απλός «συνταχτάκος».