Έμεινε να κοιτάζει για πολλή ώρα το μνημείο. Το βλέμμα του στάθηκε
εξεταστικά σε κάθε φιγούρα: Στους άνδρες (ιερωμένους και λαϊκούς), στις
γυναίκες (γριές και νιες), σ' όλους τους εκπροσώπους του κυπριακού λαού, που
βγαίνουν από το σκοτάδι της δουλείας και πορεύονται προς το φως της
ελευθερίας.
Κοίταξε εξεταστικά τα πρόσωπα και τη στάση του σώματος. Πρώτα,
εκείνων που βρίσκονταν ακριβώς στην έξοδο. Κορμιά που λύγισαν από τη
δοκιμασία των δεκαετιών της αγγλικής σκλαβιάς και από τα όσα πέρασαν κατά τη
διάρκεια του αγώνα ενάντια στην αποικιοκρατία. Πρόσωπα που δοκιμάστηκαν από
το χρόνο, με βαθιά αυλάκια, - κάθετα, οριζόντια, πλάγια - έκφραση που την
σκλήρυνε ο καιρός. Λίγο πιο πέρα, προχωρώντας προς το φως, οι φιγούρες -
δεξιά και αριστερά - έχουν πιο στητό το κορμί και το κεφάλι ψηλά, στραμμένο
προς το ξέφωτο της λευτεριάς. Η * ΕΟΚΑ: Εθνική Οργάνωση Κυπρίων Αγωνιστών
(1955-1959). χαρά γίνεται πιο έκδηλη στις άλλες τέσσερις φιγούρες, που
ανεβαίνουν τα σκαλοπάτια της λευτεριάς, ψηλά όλο και πιο ψηλά. Κατευθύνει το
βλέμμα πιο πάνω, κάτω από τα πόδια Εκείνης. Δύο αγωνιστές κρατούν με τα
νευρώδη δυνατά χέρια τους τις αλυσίδες της σκλαβιάς και σηκώνουν με τα
στιβαρά μπράτσα τους τα σίδερα της φοβερής πύλης της δουλείας. Εδώ, προσέχει
πως η πύλη δεν είναι εντελώς ανοιχτή. Τα σίδερα βρίσκονται ακόμα εκεί, πάνω
από τα κεφάλια των εξερχόμενων. Η μισάνοιχτη πύλη... Μα βέβαια! Τελικά η
Ένωση με την Ελλάδα δεν έγινε. Οι σκοποί του μεγάλου εκείνου αγώνα δεν είχαν
ολοκληρωθεί.
Θυμάται που μαθητούδι τότε του δημοτικού σχολείου, φώναζε κι αυτός
μαζί με τα μεγαλύτερα παιδιά: Ε - Ε- ΕΝΩ ΣΙΣ. Δύο, τρεις, πέντε, αμέτρητες
φορές. Και κάθε φορά πιο δυνατά, μέχρι που να τον πονέσει ο λαιμός του.
Θυμάται κείνη τη μέρα. Μάλλον νύχτα ήτανε. Γλίστρησε κρυφά από το
σπίτι και βγήκε για να συναντήσει τους άλλους. Στη γωνία του δρόμου, στα
σκοτεινά. Περπατούσε στο σκοτάδι και δε φοβόταν. Ένιωθε μόνο λαχτάρα,
ανυπομονησία να φτάσει στον τόπο της συνάντησης.
- Γεια σας παιδιά.
- 'Aντε Μιχάλη, άργησες!
- Εε μέχρι να τα καταφέρω να το σκάσω απ' το σπίτι...
- Ελάτε, πάμε. Μην αργείτε άλλο.
- Παύλο, έφερες τη σημαία;
- Εδώ την έχω, απάντησε με κρυφή περηφάνια εκείνος κι έσφιξε στο
στήθος του τη γαλανόλευκη, που είχε κρυμμένη κάτω από το πουλόβερ του.
- Εμπρός, παιδιά, φύγαμε!
- Με το παράγγελμα ξεκίνησαν όλοι μαζί. Βιάζονταν να φτάσουν στον
προορισμό τους.
Ο δρόμος ήταν έρημος. Ο ουρανός εκείνο το βράδυ τους ευνόησε. Δεν
είχε φεγγάρι. «Σε λίγο φτάνουμε. Λίγα λεπτά περπάτημα ακόμα», σκέφτηκε.
Δεν πρόλαβε να χαρεί με τη σκέψη, κι ακούστηκε, πολύ κοντά, το βαρύ
πάτημα της αγγλικής μπότας.
- Εγγλέζοι!
Η λέξη ήταν σαν να βγήκε από ένα στόμα.
- Πίσω από τα βαρέλια! Γρήγορα!
Μόλις που πρόλαβαν να κρυφτούν πίσω από τα σκυβαλοδοχεία. Διέκριναν
τους Εγγλέζους στρατιώτες να προβάλλουν από τη γωνία, μόλις λίγα πόδια από
τον κρυψώνα τους.
«Ευτυχώς που προλάβαμε», είπε μέσα του. Μα και πάλι, πριν ακόμα
τελειώσει τη σκέψη του, ένας εκκωφαντικός κρότος τάραξε την ησυχία της
νύχτας. Ένα σιδερικό, που έμοιαζε με πώμα κατσαρόλας, κύλησε σαν
δαιμονισμένο ανάμεσα στα πόδια με τις εγγλέζικες μπότες. Τα όπλα γύρισαν
προς τα πάνω τους.
- Out! Get out! We saw you. Get out, bastards! Δεν θυμάται πώς ένιωσε
εκείνη τη στιγμή. Το μόνο που θυμάται είναι ότι δεν μπόρεσε να κάνει την
παραμικρή κίνηση. Το ίδιο φαίνεται πως θα είχαν νιώσει και οι άλλοι. Κανένας
δε σάλεψε. Έμειναν όλοι αποσβολωμένοι, σαν στήλη άλατος. Έπειτα κοιτάχτηκαν
στα μάτια, μα πάλι κανείς δεν είπε τίποτα. Θα 'πρεπε να είχαν μεσολαβήσει
μερικά δευτερόλεπτα ή - πολύ πιθανόν - μερικά δέκατα του δευτερολέπτου.
- Get out! Now! Ακούστηκε πιο άγρια η διαταγή. Ξανακοιτάχτηκαν με
νόημα. «Να βγούμε;» Χοπ! Πε- τάχτηκε το ζωντανό μέσα από τον σκουπιδοτενεκέ
κι έτρεξε σαν τρελό να διασχίσει το δρομίσκο. Στάθηκε για λίγο σαστισμένο
μπροστά στους κοκκινοσκούφηδες κι έπειτα το 'βαλε στα πόδια και...
δραπέτευσε. Και τότε ακούστηκαν τα γέλια των Εγγλέζων, ενώ κατέβαζαν τα
όπλα.
- Ha ha haaa. It was only a cat! Oh God! Ha ha ha. A cat!
Τα γέλια και οι κουβέντες τους περί του... δραπετεύσαντος γάτου,
ακούγονταν πιο αμυδρά μέχρι που έσβησαν στο βάθος του δρόμου. Ένας βαθύς
αναστεναγμός αναπήδησε από το στήθος των παιδιών. Ένιωσαν το αίμα να κυ
κλοφορεί και πάλι στις φλέβες τους. Ήτανε σαν μαρμαρω μένα που ξαφνικά
κάποιος τους εμφύσησε ζωή, τους έλυσε τα μάγια και ξαναζωντάνεψαν.
- Φτηνά τη γλιτώσαμε, παιδιά!
- Αν μας έπιαναν;
- Σίγουρα θα 'βρισκαν τη σημαία.
Στο άκουσμα της λέξης σημαία θυμήθηκαν τον προορισμό της αποστολής
τους.
- Παιδιά, ας μη χάνουμε καιρό.
- Προσεχτικά!
- Μη μιλάτε!
- Σσσσ...
- Φύγαμε!
Σε λίγο βρίσκονταν μπροστά στην ψηλή καγκελόπορτα. Σκαρφάλωσαν στα
σίδερα και, στο τσακ, βρέθηκαν στην άλλη μεριά: στην αυλή του σχολείου τους.
Σαν κουρδισμένοι, έτρεξαν όλοι προς τον ιστό.
- 'Aτε1 ρε Αντρίκκο. Σκαρφάλωσε.
Ο Αντρίκκος ήταν ο πιο ευκίνητος απ' όλους. Αγρίμι.
-'Aτε, ρέε!
- Καλάαα. Παύλο, τη σημαία.
Ο Παύλος σήκωσε το πουλόβερ κι έβγαλε τη γαλανόλευκη από τον κρυψώνα.
Την ξεδίπλωσε με τρόπο τελετουργικό. Προσεχτικά... χωρίς να βιάζεται
καθόλου. Με στοργή.
- Τσαλακώθηκε, είπε φανερά στεναχωρημένος. Τη σιδέρωσα πριν ξεκινήσω.
Παρά λίγο να με πάρουν και χαμπάρι.
- Ουου, άστα αυτά τώρα. Δώσε τη σημαία.
Βοήθησαν όλοι. Όπως μπορούσε ο καθένας τους. 'Aλλος κρατούσε τον ιστό,
να μην κουνιέται πολύ, άλλος βοήθησε με τη σημαία, άλλος έκανε το φρουρό και
κοίταζε μήπως φανούν τίποτα Εγγλέζοι. Σε λίγα λεπτά η γαλανόλευκη βρισκόταν
στη θέση που δικαιωματικά της ανήκε. Η καρδιά φτερούγισε από χαρά.
- Έτσι κοπέλια νάσιει2 η Κύπρος, τζαι να δούμεν αν θα μείνει Εγγλέζος
σε τουν τον τόπον!
- Όι καλό!3 Ενομίσαν πως επειδή είμαστεν μιτσιοί εν
-Χμ! Εθ θα τους περάσει!
- Αύριον να δουν ίντα πον να πάθουν!4
Στην επιστροφή, παρ' όλη τη χαρά και τον ενθουσιασμό τους, ήτανε πιο
προσεχτικοί. Κι όταν έφτασαν στο δρομάκι με τους σκουπιδοτενεκέδες, ξέχασαν
και τη χαρά τους. Σφίχτηκε η καρδιά. Λαχτάρα που ήταν κι αυτή! Παραλίγο να
τους χαλάσει τα σχέδια! Στο σημείο που είχαν συναντηθεί, εκεί ακριβώς και
χώρισαν.
- Αύριο.
- Αύριο.
-Καληνύχτα.
-Αύριο, αύριο.
Ναι, το αύριο θα 'ταν σπουδαία μέρα.
Χώθηκε στο κρεβάτι του και σκεπάστηκε με το φρεσκο πλυμένο σεντόνι.
Δεν ήξερε γιατί, αλλά όταν έκλεισε τα μάτια νόμισε πως τον είχε σκεπάσει η
γαλανόλευκη. Ήταν ευτυχισμένος. Η αποστολή πέτυχε.
Την άλλη μέρα σηκώθηκε πολύ πρωί. Λαχταρούσε να φτάσει πρώτος. Μα
φαίνεται πως δεν ήταν ο μόνος που βιαζόταν. Στο δρόμο συνάντησε και τους
άλλους της παρέας. Είχαν όλοι τον ίδιο πόθο, την ίδια λαχτάρα.
Έτρεχαν. Λαχάνιασαν. Η καρδιά ήθελε να πεταχτεί απ' το στήθος, να
δραπετεύσει, να προπορευτεί. Σε λίγο έφταναν. Λίγο ακόμα και θα ήξεραν.
- Παιδιά, να την! Φαίνεται από δω! Ναι, εκεί ήταν. Φάνηκε από μακριά.
Κυμάτιζε περήφανα στον ιστό.
Σε λίγο θα έφταναν και οι άλλοι μαθητές. Και οι δάσκαλοι. Κι ο
κουλούρας. Κι οι εργάτες. Κι οι περαστικοί! Πολύς λαός θα την χαιρετούσε
εκείνο το πρωί. Πριν το πάρουν χαμπάρι οι Εγγλέζοι!
- Ζήτω!
- Ζήτωωω!
-Ζήτω η Ελλάδα
- Ζήτω η Ένωση !
- Σκέπασε, μάνα, σκέπασε
γαλανομάτα κόρη...
- Πάντα, κι όπου σ' αντικρίζω
με λαχτάρα σταματώ
και περήφανα δακρύζω...
ταπεινά σε χαιρετώ...
Τους είχε συνεπάρει ο ενθουσιασμός.
Σήκωσε το κεφάλι προς τα πάνω να κοιτάξει ψηλά, να δει καλύτερα.
Και τότε, αντίκρισε. Εκείνη, ντυμένη με τη χάρη του ελληνικού γυναικείου
ενδύματος.
-Ανοιγόκλεισε τα μάτια. Να βεβαιωθεί ότι δεν ήταν πια μαθητής. Να
βεβαιωθεί πως δε βρισκόταν στην αυλή του σχολείου με το Μιχάλη, τον Παύλο
και τον Αντρίκκο. Κοίταξε τα γερασμένα χέρια του κι έπειτα έστρεψε πάλι το
βλέμμα σ' Εκείνη.
Το κεφάλι της κοιτάζει προς τα κάτω, το βλέμμα της, ν' αγκαλιάζει με
στοργή τον Ελληνικό λαό της Κύπρου, που τόσο πολύ την αγάπησε, τόσο πολύ την
πόθησε. Εκείνο τον υπέροχο λαό, που στήριξε τον αγώνα και τους αγωνιστές της
ΕΟΚΑ, με το μοναδικό όπλο που διέθετε: τη δύναμη της ψυχής του.
Με τον καρπό του αριστερού της χεριού σηκώνει με χάρη απαράμιλλη το
χιτώνα της. Το δεξί χέρι υπερυψωμένο, δείχνει προς τον ουρανό.
- Αυτή είναι η Ελευθερία των Ελλήνων της Κύπρου, ψέλλισε. Χωρίς
ρομφαία. Δεν πολέμησε με σπαθί ο κυπριακός λαός. Με την ατσαλένια θέληση του
πολέμησε, με την αφοσίωσή του στην αξία που λέγεται Πατρίδα και με τη βαθιά
του πίστη στο Θεό.
«Με την βοήθειαν του Θεού, με πίστην εις τον τίμιον αγώνα μας,
με την συμπαράσταση ολοκλήρου του Ελληνισμού και με την βοήθειαν των
Κυπρίων, αναλαμβάνομεν τον αγώνα δια την αποτίναξιν του αγγλικού ζυγού, με
σύνθημα εκείνον το οποίον μας κατέλιπον οι πρόγονοί μας ως ιεράν
παρακαταθήκην: Η TAN Η ΕΠΙ ΤΑΣ».
Αυτά έλεγε η πρώτη προκήρυξη, που έφερε την υπογραφή του αρχηγού Διγενή.
Ένα σύννεφο σκέπασε τη μέρα. Όλα τα 'βλέπε σαν μέσα από σπασμένο
καθρέφτη. Σκούπισε τα μάτια του και πήρε μια βαθιά ανάσα. Έπειτα
κατευθύνθηκε προς τα δεξιά, προς τη μαρμάρινη πλάκα που βρισκόταν δίπλα στο
μνημείο. Διάβασε:
«ΤΟΔΕ ΤΗΣ ΕΛΕΥΘΕΡΙΑΣ ΜΝΗΜΕΙΟΝ ΥΠΟ ΙΩΑΝΝΟΥ ΝΟΤΑΡΑ ΦΙΛΟΤΕΧΝΗΘΕΝ... ΕΙΣ
ΜΝΗΜΟΣΥΝΟΝ ΤΩΝ ΥΠΕΡ ΕΛΕΥΘΕΡΙΑΣ ΑΓΩΝΩΝ ΤΟΥ ΚΥΠΡΙΑΚΟΥ ΕΛΛΗΝΙΣΜΟΥ ΚΑΙ ΔΗ ΚΑΙ
ΕΙΣ ΤΙΜΗΝ ΤΩΝ ΑΓΩΝΙΣΑΜΕΝΩΝ ΚΑΤΑ ΤΟΝ ΑΠΕΛΕΤΘΕΡΩΤΙΚΟΝ ΑΓΩΝΑ 1955-1959 ΑΛΛΑ ΚΑΙ
ΠΡΟΣ ΥΠΟΜΝΗΣΙΝ ΤΟΥ ΧΡΕΟΥΣ ΤΩΝ ΕΠΕΡΧΟΜΕΝΩΝ ΓΕΝΕΩΝ ΟΠΩΣ ΕΣΑΕΙ ΜΑΧΟΝΤΑΙ»
Μνημείο... μνημόσυνο... μνήμη... Και τότε, το συνειδητοποίησε:
Η ιστορική μνήμη ... Αυτή που τον συντρόφευε σε όλη του τη ζωή, αυτή που
καθοδηγούσε τα βήματα του και δεν ξεστράτισε. Χρόνια τώρα... Δεκαετίες από
τότε...
* ΕΟΚΑ: Εθνική Οργάνωση Κυπρίων Αγωνιστών (1955-1959).
1 άιντε, άντε.
2 τέτοια παλικάρια να 'χει
3 Έτσι, μπράβο!
4. Αύριο θα δουν τι θα πάθουν!
|
|
|
Από τις εκδόσεις του Γραφείου του πρώην Προεδρικού
Επιτρόπου της Κυπριακής Δημοκρατίας, κυκλοφόρησε πρόσφατα, η Ανθολογία
«ΞΕΝΙΤΕΙΑ» της Ρούλας Ιωαννίδου -Σταύρου.
Η Ανθολογία κυκλοφόρησε τον
Ιανουάριο του 2003.
|
Η Ανθολογία περικλείει ένα θησαύρισμα ποιητικών και
πεζών κειμένων με θέμα τη μετανάστευση, τη ζωή στην αλλοδαπή, τη νοσταλγία για
τη γενέθλια γη και τον πόθο για επιστροφή .
Πρόκειται για ένα πρωτότυπο και πρωτοποριακό επίτομο
έργο 530 σελίδων, που είναι καρπός μιας χρονοβόρας και επίπονης έρευνας και
εργασίας της λογοτέχνιδος, εκπαιδευτικού και ερευνήτριας κας Ρούλας Ιωαννίδου -
Σταύρου. Αποτελεί δε, έργο συστηματικής μελέτης και ανθολόγησης της ελληνικής
λογοτεχνικής παραγωγής με θέμα την ξενιτειά , από την αρχαιότητα έως τις μέρες
μας. Η Ανθολογία περιλαμβάνει τις ακόλουθες ενότητες: Α' ) Αρχαία Ελληνική
Γραμματεία Β΄) Ποίηση Γ΄) Η ξενιτειά στο Δημοτικό Τραγούδι και Δ' ) Πεζογραφία.
Ανθολογούνται πέραν των 100 Ελλήνων συγγραφέων (
Ελλαδιτών, Κυπρίων και Γκρεκάνων-Ελλήνων της Κάτω Ιταλίας) από τον Όμηρο μέχρι
και τη σύγχρονη ελληνική λογοτεχνική παραγωγή. Τα πλείστα των κειμένων
εκφράζουν τα βιώματα και τις εμπειρίες των ξενιτεμένων μας.
Η Ανθολογία αποτελεί ένα σημαντικό βοήθημα για το
μελετητή και για όλους τους ενδιαφερομένους. Είναι, παράλληλα, και μια σημαντική
προσφορά προς τους ξενιτεμένους αδελφούς μας, αφού μπορεί να λειτουρ γήσει και
ως συνδετικός κρίκος ανάμεσα στον όπου γης απόδημο ελληνισμό.
Το πολύπτυχο και πολυδιάστατο της θεματικής αλλά και
της λογοτεχνικής έκφρασης καθιστούν το βιβλίο κατάλληλο για κάθε πνευματικό
φορέα (εκπαιδευτικά ιδρύματα όλων των βαθμίδων, κέντρα ερευνών, βιβλιοθήκες,
πολιτιστικούς συνδέσμους, σωματεία κλπ) καθώς επίσης και για τον κάθε αναγνώστη.
Πρόκειται για ένα μνημειώδες έργο που φιλοδοξεί να καλύψει ένα σημαντικό κενό
στην πανελλήνια αλλά και την παγκόσμια βιβλιογραφία.
|
|
|
Στον Έφεδρο Ανθυπίλαρχο Δημήτρη Σταύρου
που έπεσε ηρωικώς μαχόμενος κατά του Τούρκου
εισβολέα, τον Αύγουστο του 1974
Παρά τη μεγάλη του κούραση και παρά
το γεγονός ότι τον πονούσε ολόκληρό του το σώμα, εκείνος προχώρησε. Ήταν πια
ηλικιωμένος. Τρόμαξε στη σκέψη. Ηλικιωμένος! Αλήθεια, πότε πρόλαβε ο χρόνος!
Αυτός o πανδαμάτωρ, ο αιώνιος κυρίαρχος του παιγνιδιού, o παντοτινός νικητής
...
- Ο παντοτινός νικητής; Αυτό το τελευταίο, ας μου
επιτρέψει να του το αμφισβητήσω, ο κύριος πανδαμάτωρ. Έκανε τη σκέψη
φωναχτά.
Τα γόνατά του τον πονούσαν φριχτά και τα πόδια του
είχαν μουδιάσει. Δε βρήκε στασίδι στην εκκλησία και στην ηλικία του δεν
άντεχε πια την ορθοστασία. Όμως κρατήθηκε. Ακουμπούσε μια από δω μια από κει
και κρατήθηκε. Ώσπου έφτασε η στιγμή για την επιμνημόσυνη δέηση "υπέρ
αναπαύσεως της ψυχής των υπέρ πίστεως και πατρίδος αγωνισαμένων και
πεσόντων". Έπειτα, ακούστηκε το "Αιωνία η μνήμη. Αιωνία αυτών η μνήμη".
- Αιωνία η μνήμη, είπε κι αυτός μαζί με τους άλλους.
Βγαίνοντας από την εκκλησία, κάθισε στο πεζούλι. Έμεινε εκεί για λίγο, να
ανακάμψει. Δεν είχε δυνάμεις να προχωρήσει μέχρι εκεί που μοίραζαν τα
κόλλυβα. Κρατούσε το κομμάτι από το αντίδωρο και μασούσε με δυσκολία. Ας
είναι. Αιωνία τους η μνήμη. Επιστράτευσε όσες δυνάμεις του είχαν απομείνει
και περπάτησε μέχρι το αμάξι του. Με πολλή ανακούφιση, σχεδόν με αγαλλίαση,
άνοιξε την πόρτα του οδηγού και κάθισε στο τιμόνι. Ύστερα από δύο
αποτυχημένες προσπάθειες, η μηχανή πήρε τελικά μπρος. Το σαραβαλάκι του είχε
κι αυτό τα χρονάκια του και του δυσκόλευε τη ζωή. Ωστόσο, ποτέ μα ποτέ δεν
του πέρασε από το μυαλό να το αποχωριστεί. Αν το αποχωριζόταν, θα πέθαινε.
"Μαζί θα πεθάνουμε", σκεφτόταν συχνά. Μ' εκείνο το αμάξι είχε διανύσει το
μεγαλύτερο μέρος της διαδρομής, το μεγαλύτερο κομμάτι της ζωής του. Στα
δύσκολα και στα εύκολα, μαζί. Στις χαρές και στις λύπες, πάλι μαζί. Τέλος
πάντων.
Βρέθηκε να τρέχει στη μεγάλη Λεωφόρο, τη Λεωφόρο Γρίβα
Διγενή στη Λευκωσία. Σίγουρα, το αμάξι του δεν τον πήγαινε στο σπίτι του.
Μα, ποιος κρατούσε το τιμόνι, επιτέλους; Το μυαλό; Η καρδιά;
Το σαραβαλάκι διέσχισε τη Λεωφόρο, πέρασε τον οδικό κόμβο και έστριψε
αριστερά. Ανέβηκε αγκομαχώντας την ανηφόρα και σταμάτησε μπροστά στο
Στρατιωτικό Κοιμητήριο Μακεδονίτισσας, το γνωστό ως "Τύμβος της
Μακεδονίτισσας". Δε θυμάται τη διαδρομή. Ούτε πότε κατέβηκε από το
σαραβαλάκι.
Συνειδητοποίησε πως ανέβαινε τα σκαλιά που οδηγούσαν
στο μνημείο, μόνο όταν ένιωσε τα γόνατά του να λυγίζουν. Σταμάτησε. Ήταν
περίπου στη μέση της κλίμακας. Στάθηκε και κοίταξε το μνημείο. Ουρά
αεροπλάνου. Έτσι έμοιαζε το λιτό λευκό μάρμαρο, που γυάλιζε στον ήλιο. Του
είχαν πει πως ο καλλιτέχνης έτσι το ήθελε να μοιάζει. Για να θυμίζει το
γεγονός, για να θυμίζει το αεροπλάνο που ήτανε θαμμένο από κάτω: το
αεροπλάνο Νοράτλας, το "Νίκη 4" που μετέφερε από τη Σούδα της Κρήτης τους
καταδρομείς, τα παλικάρια από την Ελλάδα που εθελούσια πέταγαν προς την
Κύπρο με ένα και μοναδικό σκοπό: Να μην αφήσουν τον Τούρκο Αττίλα να πάρει
το νησί.
Η επιχείρηση "ΝΙΚΗ" άρχισε τη νύχτα της 21ης Ιουλίου
1974. Τα αεροσκάφη που θα μετέφεραν την Α΄ Μοίρα των Ελλήνων καταδρομέων
απογειώθηκαν από τη Σούδα. Προορισμός : Αεροδρόμιο Λευκωσίας. Οι οδηγίες
ρητές. Ύψος πτήσης : 500 πόδια πάνω από τη θάλασσα. Απόλυτη σιγή ασυρμάτου.
Όλα τα φώτα πλεύσεως σβηστά. Να φθάσουν στον προορισμό τους, τις πρώτες ώρες
της 22ας Ιουλίου, χωρίς να γίνουν αντιληπτά από τον εισβολέα, σκοπός που οι
επιδέξιοι κυβερνήτες κατάφεραν να επιτύχουν. Ωστόσο, οι φίλιες δυνάμεις που
επάνδρωναν τα υψώματα Μακεδονίτισσας δεν ενημερώθηκαν για την άφιξη των
Ελληνικών αεροσκαφών. Το φοβερό λάθος! Και ο τραγικός απολογισμός: Η
κατάρριψη του "Νίκη 4" και ο θάνατος όλων των γενναίων πολεμιστών που
επέβαιναν σ' αυτό, πλην ενός!
Το βλέμμα του σταματά στην επιτύμβια πλάκα, όπου
βρίσκονται αναγραμμένα τα ονόματα των παλικαριών. Έπειτα χαμηλώνει,
κατευθύνεται κάτω στη βάση του μνημείου. Τα γόνατα λυγίζουν. Γονατίζει
μπροστά στο μεγαλείο του θανάτου τους. "Απ' τα κόκαλα βγαλμένη των Ελλήνων
τα ιερά", σιγοψιθυρίζει.
Κατέβηκε την κλίμακα. Τώρα βρισκόταν στο τελευταίο
σκαλί. Τα βήματά του τον οδήγησαν εκεί που τον έπαιρναν κάθε φορά που
επισκεπτόταν το χώρο. Προτού φύγει, ήθελε να σταθεί για λίγο και να
χαιρετήσει ένα δικό του παλικάρι. Στάθηκε μπροστά στον τάφο. Το βλέμμα του
κατευθύνθηκε στο σταυρό με τη φωτογραφία. Και έπειτα στην επιτύμβια πλάκα :
Ανθυπίλαρχος Δημήτριος Σταύρου. Έπεσε 16. 8. 1974.
Η μορφή του παλικαριού ξαναζωντανεύει. Ήταν κάποτε
καθηγητής του Δημήτρη στο Παγκύπριο Γυμνάσιο. Εκείνο τον έφηβο τον είχε
πάντα στην καρδιά του. Κι'αυτό δεν ήταν τυχαίο, γιατί οι πολλές αρετές του
τον έκαναν να ξεχωρίζει ανάμεσα στους συμμαθητές του. Ο μαθητής με το
λαμπερό βλέμμα και το ζεστό χαμόγελο. Ο έφηβος με το λαμπρό μυαλό μα και το
ξεχωριστό ήθος. Ο νέος με την ελληνική ψυχή, το ακαταμάχητο σθένος και το
αποφασιστικό βλέμμα. Και το σπουδαιότερο όλων. Συνδύαζε την ευφυία με την
αρετή της ταπεινοφροσύνης, πράγμα τόσο σπάνιο, μια πραγματική κατάκτηση.
Η μνήμη ανακαλεί τα γεγονότα Εκείνος, παλαιός
αγωνιστής του 55-59 και αργότερα καθηγητής φιλόλογος . Δίδασκε Αρχαία
Ελληνικά και Ιστορία. Μιλούσε αδιάκοπα στους μαθητές του για την αξία που
λέγεται πατρίδα και για το ιδεώδες της ελευθερίας. Τους έλεγε για το
Μαραθώνα και τις Θερμοπύλες, τους έλεγε για το '21 και για το Έπος του ' 40
και για το κυπριακό έπος του 1955-59 . Τους μάθαινε τι θα πει Έλληνας και τι
σημαίνει Ελλάδα. Έγραφε στον πίνακα το " Ή ταν ή επί τας " των Σπαρτιατών
και από τον Αισχύλο το "Ω, παίδες Ελλήνων ίτε, ελευθερούτε πατρίδα..." και
από το Θουκυδίδη "Το εύδαιμον το ελεύθερον" και από τον Πλάτωνα το "Μητρός
τε και πατρός και των άλλων προγόνων απάντων τιμιώτερον εστίν η πατρίς"
Ο Δημήτρης τον άκουγε πάντα με προσοχή και με βαθιά
συγκίνηση. Με δέος. Όταν κάποτε τον ρώτησε τι σκόπευε να κάνει μετά την
αποφοίτησή του, εκείνος απάντησε πως ήθελε να σπουδάσει γιατρός και να
προσφέρει τις υπηρεσίες του στο συνάνθρωπο. Αυτό τον ξένισε κάπως. Οι
μαθητές που ήθελαν να γίνουν γιατροί, επέλεγαν τον κλάδο των Θετικών
Επιστημών στο σχολείο. Μα εκείνος επέλεξε το Κλασσικό, δηλαδή τον κλάδο των
Θεωρητικών Επιστημών και των Κλασσικών Γραμμάτων.
- Θέλω να μάθω καλύτερα την ελληνική ιστορία και τη γλώσσα μας, του είπε
απαντώντας σε σχετική ερώτησή του.
Και όταν προκηρύχτηκε ο διαγωνισμός στη μνήμη του ηρωομάρτυρα του '55
Κυριάκου Μάτση, ο Δημήτρης πήρε το βραβείο. Αλλά και στην αποφοίτηση
απέσπασε το Βραβείο για την Ιστορία, ανάμεσα στα τόσα άλλα που επάξια
κέρδισε.
Ήταν δύσκολο να εισαχθεί κανείς στην Ιατρική όντας
απόφοιτος του Κλασσικού κλάδου.
- Θα τα καταφέρω και από το Κλασσικό κύριε, του είπε πάλι όταν εκείνος
επέμενε.
Και ο Δημήτρης τα κατάφερε. Κέρδισε υποτροφία και,
αφού εκπλήρωσε τη θητεία του στην Εθνική Φρουρά, μπήκε στην Ιατρική Σχολή
του Πανεπιστημίου Αθηνών. Έμαθε πως και εκεί ξεχώρισε με τις επιδόσεις αλλά
και με το ήθος του. Νεαρός, τριτοετής φοιτητής της Ιατρικής, ήρθε το
καλοκαίρι του 1974 στην Κύπρο για τις θερινές διακοπές. Μαζί όμως ήρθε και
το κάλεσμα της πατρίδας. Τουρκική εισβολή στο νησί! Γενική Επιστράτευση!
"Καλούνται όλοι οι στρατεύσιμοι να παρουσιαστούν στις μονάδες τους",
ανάγγελλε το ραδιόφωνο. Έτσι, ο νεαρός φοιτητής έβγαλε τη λευκή ποδιά της
Ιατρικής και φόρεσε την τιμημένη στολή του Έφεδρου Ανθυπολοχαγού των
Τεθωρακισμένων, τη στολή του Ανθυπίλαρχου.
Μετά τα γεγονότα της εισβολής, έμαθε πως ο Δημήτρης
ήταν αγνοούμενος . Χάθηκε στη θρυλική μάχη στο ύψωμα "Γρηγορίου". Μια μάχη,
που η έκβασή της θα έκρινε πολλά και που θα σηματοδοτούσε το αποτέλεσμα της
άνισης αναμέτρησης με τον Τούρκο εισβολέα. Έψαξε και βρήκε τ' όνομά του στον
κατάλογο των 1619 αγνοουμένων του '74.
Είκοσι-οχτώ χρόνια μετά, είδε πρωτοσέλιδη τη
φωτογραφία του στην εφημερίδα κάτω από τον τίτλο: " Το ρολόϊ σταμάτησε στις
12.50" Και τον υπότιτλο: "Κηδεύεται αύριο νεαρός ανθυπολοχαγός που σκοτώθηκε
το 1974".Έπειτα διάβασε και την είδηση: "Ανάμεσα στους αγνοούμενους οι
οποίοι αναγνωρίστηκαν με τη μέθοδο του DNA περιλαμβάνεται και ένας από του
άριστους αποφοίτους του Παγκυπρίου Γυμνασίου, ο οποίος τη σχολική χρονιά που
αποφοίτησε σάρωσε τα βραβεία. Πρόκειται για τον Έφεδρο Ανθυπίλαρχο Δημήτρη
Σταύρου ο οποίος πολέμησε και έπεσε μαχόμενος στις μάχες του Αεροδρομίου
Λευκωσίας, σε ηλικία 22 ετών". Και λίγο παρακάτω: " Ο Δημήτρης σκοτώθηκε
στις 16 Αυγούστου 1974 από βλήματα όλμου, 50 λεπτά μετά την κήρυξη της
εκεχειρίας".
Δεν μπορούσε να πιστέψει πως το παλικάρι ήταν νεκρό.
Κι όμως, για 28 ολόκληρα χρόνια ο Δημήτρης ήταν θαμμένος στο Κοιμητήριο
Λακατάμιας σε κοινό τάφο μαζί με άλλους γενναίους συμπολεμιστές του. Χωρίς
τις δάφνες της τιμής που τους άξιζαν. Εκεί. Ξεχασμένοι. Αφημένοι στη δίνη
του χρόνου και στο σαρωτικό της πέρασμα. Ένιωσε οργή, αγανάχτηση. Εντελώς
αυθόρμητα, ψιθύρισε τους στίχους του Ανδρέα Κάλβου.
Ω γνήσια της Ελλάδος /τέκνα. Ψυχαί που επέσατε /εις τον αγώνα ανδρείως, /
τάγμα εκελκτών Ηρώων, /καύχημα νέον.
Σας άρπαξεν η τύχη / την νικητήριον δάφνην / και από μυρτιάν σας έπλεξεν/
και πένθιμον κυπάρισσον / στέφανον άλλον.
Αλλ' αν τις αποθάνει /διά την πατρίδα, η μύρτος / είναι φύλλον ατίμητον/ και
καλά τα κλαδιά /της κυπαρίσσου.
Την επόμενη μέρα πήγε στην κηδεία. Τυχαία, συνάντησε
εκεί ένα συμπολεμιστή του παλικαριού. Τα έμαθε όλα από πρώτο χέρι.
-Ήμουν μαζί με τον Ανθυπίλαρχο Δημήτρη Σταύρου κατά τη διάρκεια της
τουρκικής εισβολής, για δυο περίπου βδομάδες, στην περιοχή "Κολοκάση" παρά
το ύψωμα "Γρηγορίου", κοντά στο Αεροδρόμιο Λευκωσίας. Πολεμήσαμε πλάι στα
παιδιά της ΕΛΔΥΚ, στις επικές μάχες του '74. Ο Δημήτρης ήταν ο μόνος
αξιωματικός του 212 Τάγματος Επιστράτευσης, που θυμάμαι να πολεμά με την
ομάδα των απλών στρατιωτών όπου ανήκα κι εγώ. Μου έκαμε εντύπωση η αγάπη και
η στοργή με την οποία περιέβαλλε τους στρατιώτες του. Με εντυπωσίασε, ακόμα,
η σεμνότητα και η ταπεινοφροσύνη του. Παρόλο που ήταν αξιωματικός, μας έκανε
και το μεταφορέα. Μας έφερνε νερό να ξεδιψάσουμε, κουβαλούσε πολεμοφόδια για
μας τους απλούς στρατιώτες. Εντύπωση μου έκανε, επίσης, το θάρρος του. Μας
εμψύχωνε, μας έδινε κουράγιο και συνάμα, μ' ένα μοναδικό τρόπο, μας
προστάτευε. Εκείνος πολεμούσε πάντα στην πρώτη γραμμή. Μας έδινε συμβουλές
και οδηγίες πώς να πολεμούμε. Εγώ ήμουν του Πυροβολικού. Δεν ήξερα πώς να
αντιμετωπίσω τον εχθρό από κοντινή απόσταση. Ήταν και άλλοι σαν κι εμένα. "Ο
Ανθυπίλαρχος Δημήτρης Σταύρου μας έκαμε ταχύρυθμη εκπαίδευση ", είπαμε όλοι.
Και έτσι ήταν. Μέσα σε ελάχιστο χρόνο, μας δίδαξε τόσα πολλά. Όλοι
παραδεχτήκαμε πως μας έκανε τέλειους πολεμιστές. Εάν δεν τον είχαμε κοντά
μας, πολλοί από μας σήμερα θα ήταν νεκροί. Δεν μπορώ να πιστέψω πως εμείς
σωθήκαμε κι εκείνος σκοτώθηκε...
Κάτι άλλο που δεν θα ξεχάσω ποτέ ήταν πως δεν άφηνε εκείνους που ήταν
παντρεμένοι και είχαν οικογένειες να πολεμήσουν στην πρώτη γραμμή. "Εσείς
έχετε οικογένειες. Να μείνετε πίσω", τους έλεγε. "Εμείς οι ανύπαντροι θα
πολεμήσουμε μπροστά". Και πήγαινε πάντα στην πρώτη γραμμή.
Σταμάτησε για λίγο να πάρει ανάσα. Και συνέχισε.
- Στη διάρκεια της δεύτερης φάσης της τουρκικής εισβολής, μάθαμε και
γνωρίζαμε πολύ καλά πως επρόκειτο στην περιοχή που πολεμούσαμε, στις
προκεχωρημένες θέσεις του υψώματος "Γρηγορίου", θα γινόταν μεγάλο μακελειό,
πως οι Τούρκοι θα μας έβαλλαν από παντού, πως θα ήταν πραγματική κόλαση.
Κάποιοι είπαν να πάμε πίσω στις μονάδες μας. Όμως, ο Ανθυπίλαρχος Δημήτρης
Σταύρου είπε: 'Αν φύγετε, θα αφήσετε τους Τούρκους να προελάσουν
ανενόχλητοι. Εδώ πρέπει να μείνουμε και να πολεμήσουμε. Πρέπει να σώσουμε τη
Λευκωσία. Εγώ θα μείνω εδώ και θα τους αντιμετωπίσω'.
Έμεινε και τους αντιμετώπισε γενναία. Μείναμε και πολεμήσαμε. Η Λευκωσία
σώθηκε. Χαθήκαμε μέσα στους καπνούς της μάχης και δεν τον ξανάδα από τότε.
Αυτά του είπε.
Έφερε όλα ετούτα στη μνήμη του πάλι. Κοίταξε και τους
διπλανούς τάφους. Δίπλα από το Δημήτρη θαμμένα αλλά δύο παλικάρια. Ο Μιχάλης
και ο Δώρος. Έπειτα σήκωσε το βλέμμα και ατένισε τις εκατοντάδες σταυρούς
και τις επιτύμβιες πλάκες. Ξανακοίταξε και το μνημείο. Έπειτα πάλι τους
τάφους . Εκατέρωθεν του μνημείου, μια σειρά από μαρμάρινες πλάκες. Χαραγμένα
επάνω λόγια ηρωομαρτύρων της ΕΟΚΑ: του Γρηγόρη Αυξεντίου, του Κυριάκου
Μάτση, των τεσσάρων του Λιοπετρίου, των παιδιών της αγχόνης. Χωρίς να το
θέλει, πρόβαλε μπροστά του η εικόνα ενός άλλου μνημείου εκείνου της
Ελευθερίας, που στήθηκε στην μνήμη του Αγώνα της ΕΟΚΑ 1955-59. Η βάση του
παριστάνει μια φυλακή με σιδερένια πύλη. Μέσα, στο βάθος κλεισμένος και
φυλακισμένος ο κυπριακός λαός. Μορφές σκυθρωπές με χαραγμένα επάνω τους τα
σημάδια της πολύχρονης δοκιμασίας. Κορμιά λυγισμένα από τη δοκιμασία τόσων
χρόνων σκλαβιάς. Η πύλη της φυλακής μισάνοιχτη. Από εκεί εξέρχονται οι
φυλακισμένοι. Εκατέρωθεν της πύλης δύο μικρές κλίμακες. Κάποιες φιγούρες στα
σκαλοπάτια, φαίνεται να προχωρούν προς το φως της λευτεριάς. Είναι οι
εκπρόσωποι του κυπριακού λαού: Οι αγρότες, οι αστοί , ο κλήρος, τα
γυναικόπαιδα ...Τα κορμιά εδώ, πιο στητά, το κεφάλι ψηλά και τα χέρια
σηκωμένα προς τον ουρανό δοξάζουν το Θεό. Πάνω ακριβώς από την πύλη της
φυλακής δύο παλικάρια, αγωνιστές του '55, τραβούν με τα μυώδη δυνατά χέρια
τους τις αλυσίδες της σκλαβιάς και σηκώνουν τα σίδερα της φυλακής. Ωστόσο, η
πύλη παραμένει μισάνοιχτη. Το μήνυμα στέλνεται ξεκάθαρο: Ο σκοπός του αγώνα
του '55-59 δεν ολοκληρώθηκε. Οι Άγγλοι έφυγαν αλλά η ένωση με την Ελλάδα δεν
έγινε. Στο πιο ψηλό σημείο του μνημείου, στέκεται μεγαλόπρεπα Εκείνη. Η
Ελευθερία! Ντυμένη με ένα λιτό αρχαίο ελληνικό ένδυμα. Το κεφάλι της έχει
μια ελαφριά κλίση προς τα κάτω, έτσι που το βλέμμα της να αγκαλιάζει με
στοργή το βασανισμένο και συνάμα περήφανο κυπριακό λαό, που αγωνίστηκε με
αυτοθυσία για να την καταχτήσει . Με τον πήχυ του αριστερού της χεριού
σηκώνει με απαράμιλλη χάρη το χιτώνα της, ενώ το δεξί χέρι υπερυψωμένο
δείχνει τον ουράνιο θόλο. Η Ελευθερία των Ελλήνων της Κύπρου. Χωρίς ρομφαία.
Έτσι την έφτιαξε ο καλλιτέχνης, αφού έτσι αγωνίστηκε τότε ο ελληνικός λαός
της Κύπρου για να την καταχτήσει. Χωρίς σπαθιά και όπλα. Μόνο με τη δύναμη
της ψυχής, την ατσαλένια θέληση και τη βαθιά πίστη στο Θεό.
Λίγο πιο κάτω, παρά το μνημείο, η μαρμάρινη πλάκα με την επιγραφή που λέει:
"Τόδε της Ελευθερίας μνημείον ..... ...εις μνημόσυνον των υπέρ ελευθερίας
αγώνων του Κυπριακού Ελληνισμού και δη και εις τιμήν των αγωνισαμένων κατά
τον απελευθερωτικόν αγώνα 1955-1959 αλλά και προς υπόμνησιν του χρέους των
επερχομένων γενεών όπως εσαεί μάχονται..."
Δύο μνημεία. Δύο σελίδες της νεότερης κυπριακής ιστορίας. Δύο μνημεία αγώνων
του κυπριακού ελληνισμού, που στήθηκαν για να θυμίζουν στις νεότερες και
στις επερχόμενες γενιές αλλά και σ' όλους μας, τις ζωές που χάθηκαν για να
πραγματοποιηθεί το κυπριακό όραμα. Το όραμα της ελευθερίας, που κληροδότησαν
στους Κυπρίους οι Έλληνες πρόγονοί τους. Αυτοί οι δύο ιεροί χώροι κρατούν
ζωντανή την ιστορική μνήμη και αιώνια τη μνήμη των ηρωομαρτύρων της
λευτεριάς.
"Ας, μου επιτρέψει λοιπόν ο χρόνος να του αμφισβητήσω
την ιδιότητά του πανδαμάτορα", σκέφτηκε. " Έτσι ακριβώς είναι, όπως το λέει
κι ο ποιητής", είπε πάλι στον εαυτό του και ψιθύρισε τους στίχους του
Κάλβου.
Αλλ' ότε πλησιάσει/ την γην όπου σας έχει/ θέλει αλλάξειν τον δρόμον του / ο
Χρόνος, το θαυμάσιον / χώμα σεβάζων.
*
ΡΟΥΛΑ ΙΩΑΝΝΙΔΟΥ ΣΤΑΥΡΟΥ
Α΄ Βραβείο στο 2ο Πανελλήνιο Λογοτεχνικό Διαγωνισμό που προκήρυξε ο
Ελληνικός Πνευματικός Όμιλος Κυπρίων Ελλάδος.
|
|
|
ΑΠΟΣΠΑΣΜΑΤΑ ΑΠΟ ΤΟ ΒΙΒΛΙΟ ΤΗΣ ΡΟΥΛΑΣ ΙΩΑΝΝΙΔΟΥ ΣΤΑΥΡΟΥ
ΚΙΤΡΙΝΕΣ ΚΟΡΔΕΛΕΣ
Το βιβλίο τιμήθηκε νε το Παγκόσμιο Βραβείο JEAN MONNET
Μεταφράστηκε στα ιταλικά από τον ελληνιστή Michele Iannelli
με τίτλο "Nastrini Gialli"
Θέμα: Μια συνομιλία ανάμεσα σε ΕΚΕΙΝΗ, που
λιώνει μέσα στην αναμονή, και ΕΚΕΙΝΟ, που χάθηκε στον πόλεμο. Μια επικοινωνία
καθ' ολοκληρίαν πνευματική, που πραγματοποιείται χάρις στις μυστηριώδεις
δυνάμεις, συνειδητές ή ασυνείδητες του ψυχικού κόσμου. Μια σειρά
ποιητικών-θεατρικών διαλόγων, μέσα από συγκλονιστικές αποκαλύψεις και τον πικρό
επίλογο. Ένα έργο πρωτότυπο, μια καινοτομία στο χώρο της ελληνικής ποίησης,
υποδειγματικό τόσο στη σύλληψη όσο και στη λογοτεχνική απόδοση.
Michele Iannelli
Ελληνιστής-Μεταφραστής
ΔΕΙΓΜΑΤΑ ΓΡΑΦΗΣ ΑΠΟ ΤΟ ΒΙΒΛΙΟ
Εκείνη: Πώς είναι δυνατόν
να διατηρεί
τις ίδιες ακριβώς διαστάσεις
η καρδιά
κι όμως
τα ίδια πράγματα
να μην χωράνε μέσα της πια!
Εκείνος: Ένα από τα δύο
θα πρέπει να συμβαίνει.
Ή τα πράγματα
θα έχουν αλλάξει
ή η καρδιά.
*******
Εκείνη: Θα ταράξω κι απόψε
τον ύπνο σου.
Η νύχτα
δε μετράει τις ώρες
όπως τότε.
Μα εκείνες
επιμένουν να στέκουν εκεί
όρθιες
αγαλματώδεις
με πρησμένα
κόκκινα μάτια.
Εκείνος: Άπλωσε το σώμα σου
στο πυρακτωμένο σώμα
της αναμονής
κι άφησε τη ζέστα της
να κυκλοφορήσει στους ιστούς σου
να φτάσει στα βλέφαρά σου
και να τ' αποκοιμίσει.
*****
Εκείνος: Κι ενώ σε ονειρευόμουν
Μ' έσπρωξε τ' όνειρο και μου 'πε:
"Κοιμάσαι, εε κοιμάσαι!"
Γυρίζω απ' τ' άλλο πλευρό
Μου δίνει άλλη μια και ξαναλέει:
"Κοιμάσαι, σου λέω!"
Και με κτυπά δυνατά.
Εκείνη: Χρόνια τώρα
τα όνειρα ασελγούν στον ύπνο μου.
Ωστόσο
Έχω πάντοτε έτοιμη την απάντηση:
"Λέτε να μην το ξέρω
Πως κοιμάμαι!"
*****
Εκείνη: Εκείνες οι παλιές φωτογραφίες
έμειναν ξύπνιες όλη τη νύχτα.
Μες στο σκοτάδι
μια με κοιτούσαν, την άλλη μου μιλούσαν
μια με χάιδευαν, την άλλη με φιλούσαν
στην προσπάθειά τους να με καθησυχάσουν
και να με διαβεβαιώσουν
πως σίγουρα ο καιρός κι οι ώρες θα περάσουν.
Έστω και χωρίς εσένα
έστω και χωρίς εμένα
σιγά-σιγά κάπου θα φτάσουν
έτσι όπως ακριβώς περνούσαν
τα χρόνια
που τόσο καιρό μεσολαβούσαν
κι εν τω μεταξύ ασθμαίνοντας κυλούσαν.
Εκείνος: Μέσα σ' ένα μικρό δάκρυ ανασυντάσσω
τα εφηβικά και τα νεανικά μας χρόνια
περισυλλέγω τις αναμνήσεις
που αφήσαμε πίσω.
Μέσα σ' ένα χρέος ασίγαστο
ανασυγκροτώ τ' αγνοούμενα λόγια μας και προσεύχομαι
μιαν αδιάλειπτη προσευχή
για τη συνέχεια της ζωής
για επιστροφή και καλή αντάμωση
στην κατεχόμενη γη μας.
Εκείνη: Τι θα κάνω, τώρα
αυτό το υπόλοιπο
που μ' άφησες;
Εκείνος: Το υπόλοιπο
αποτελεί μέρος
του ολόκληρου.
Γι' αυτό
να 'σαι σίγουρη
πως κάποτε
θα διεκδικήσει
τα δικαιώματά του.
*****
Εκείνη: Με ποιο δικαίωμα
το καλοκαίρι του '74
απέκλεισε την αγάπη μας;
Βάσει ποιου άγραφου νόμου
απέρριψε αβασάνιστα την αίτησή της;
Εκείνος: Ο χρόνος
δεν ήταν δίκαιος μαζί μας
όταν μοίραζε
τις μέρες
τις νύχτες
τα καλοκαίρια
τους χειμώνες του.
*****
Εκείνος: Σταγόνες ακαθορίστου προελεύσεως
συστάσεως και πυκνότητος
κύλησαν από τα μάτια μας
και στερεοποιήθηκαν στα μάγουλά μας.
Εκείνη: Άραγε η βροχή θα καταφέρει
να ξεπλύνει αυτά τα δάκρυα
να τους αφαιρέσει την αρμύρα
να τους πάρει τη ζέστα
να απαλλάξει τον κόσμο
από κάθε ενοχή;
*****
Εκείνη: Σήμερα έγραψα το παιδί στο σχολείο.
Συμπλήρωσα το ατομικό του δελτίο.
Όνομα πατέρα:
Έγραψα το δικό σου.
Επάγγελμα πατέρα:
Έγραψα: Αγνοούμενος.
Εκείνος: Του χρόνου
Όταν θα γράψεις το παιδί
στην επόμενη τάξη
θα συμπληρώσεις
το ατομικό του δελτίο
ως εξής:
Όνομα πατέρα:
Το δικό μου.
Επάγγελμα πατέρα:
Το δικό μου.
|
|
|
Στη μνήμη
του πρωτομάρτυρα του Αγώνα της ΕΟΚΑ
Μόδεστου Παντελή
και των πρώτων απαγχονισθέντων παλικαριών
Μιχαλάκη Καραολή και Ανδρέα Δημητρίου
Ανοιγόκλεισε τα μάτια ξανά και ξανά. Στην προσπάθειά
της να ξυπνήσει, τα βλέφαρα έπεφταν βαριά και κου- ρασμένα. Νύσταζε. Είχε
περάσει δύσκολη νύχτα. Παρακολουθούσε τους μεγάλους που ήσαν ανήσυχοι, σκυφτοί,
σκυθρωποί. Τους άκουγε που κρυφομιλούσαν. Μαζεύονταν στις βεράντες της γειτονιάς
- πότε στο ένα σπίτι, πότε στο άλλο - κι έλεγαν, έλεγαν... δεν ήξερε τι, μα
σίγουρα γύρω από κάτι πολύ σοβαρό περιστρεφόταν η συζήτηση. Οι γυναίκες της
φάνηκαν όλες γριές εκείνο το βράδυ. Τα πρόσωπα τους ήταν ζαρωμένα, ρυτιδωμένα,
και το βλέμμα τους είχε μια έκφραση που λες κι ερχόταν από το σκοτάδι. Κάθονταν
στα ξωπόρτια. Όλες με τον ίδιο τρόπο. Το σώμα διπλωμένο, οι αγκώνες
ακουμπισμένες στα γόνατα και τα χέρια να βαστάζουν το κεφάλι.
Όλα ετούτα τα παρακολουθούσε από παράθυρο του δωματίου
της και δεν την άφηναν να κλείσει μάτι. Στην αρχή αισθάνθηκε περιέργεια - τι να
λένε; - που σταδιακά μετατράπηκε σε ανησυχία ώσπου όλα μέσα της έγιναν μια φουρ-
τουνιασμένη θάλασσα. Ήθελε να τρέξει έξω, να ρωτήσει, να μάθει τι επιτέλους
συνέβαινε. Έκανε να σηκωθεί, μα στη στιγμή μετάνιωσε. Ήξερε πως κανείς δε θα της
έλεγε αυτό που ήθελε να μάθει. Εν όψει δε του κινδύνου να την αναγκάσουν να
κλείσει και το παράθυρο της, ξαναμετάνιωσε. Έτσι όπως ήταν, μπορούσε τουλάχιστον
να παρακολουθεί τις κινήσεις των μεγάλων χωρίς να την αντιληφθεί ή να την
ενοχλήσει κανείς. Μα έλα πάλι, που η ανησυχία της όλο και μεγάλωνε... Πρέπει να
ήταν πολύ αργά όταν αποκαμωμένη πια αποκοιμήθηκε.
Άνοιξε τα μάτια αλαφιασμένη προσπαθώντας να καθορίσει
τι ήταν αυτό που την είχε ξυπνήσει. Οι ήχοι ανα- κατεύονταν ανάμεσα στον ύπνο
και στον ξύπνιο της. Της φάνηκε πως άκουσε ήχο καμπάνας και φωνές ανάμειχτες με
κλάματα και μοιρολόγια. Σιγά-σιγά άρχισε να συνέρχεται. Ναι, ήταν η καμπάνα της
εκκλησίας που χτυπούσε. Ο ήχος της ακουγόταν αργός και λυπητερός, όπως όταν
καλούσε τους ανθρώπους σε κηδεία. Νταν, νταν, νταν. Έπειτα άκουσε και τα
κλάματα. Μέσα στο μοιρολόι ξεχώρισε και τα λόγια.
- Εκρεμάσαν τον Καραολή...
- Εκρεμάσαν το Δημητρίου...
- Ας όψονται... ας όψονται οι τύραννοι... Πετάχτηκε
από το κρεβάτι.
Οι αιώνες γονατίζουν και τους τάφους προσκυνούν
των ηρώων του αγώνα, του σκοπού του ιερού.
Ρεφραίν: Οι καιροί στεφάνια σας πλέκουν
και τραγούδια για σας τραγουδούν,
και στο κάλλος της νιότης που 'χάθη
οι ουρανοί φως αιθέριο σκορπούν.
Του αγώνα μας το Έπος, τρόπαιο ελληνικό,
γράφτηκε(ν) από τα νιάτα στης ΕΟΚΑ τον παλμό.
Η πατρίδα μας ακούει τη φωνή τους ν' αντηχεί
και τον κάθε κραδασμό της τόνε κάνει προσευχή.
Οι αιώνες γονατίζουν και τη γη σου προσκυνούν
Κύπρος, νήσος των αγίων, της χαράς και του καημού.
ΡΟΥΛΑ ΙΩΑΝΝΙΔΟΥ - ΣΤΑΥΡΟΥ
(Από το βιβλίο της Ρούλας Ιωαννίδου - Σταύρου «ΜΟΙΡΑΣΜΕΝΗ ΛΕΥΚΩΣΙΑ», Αθήνα
1995, Εκδόσεις ΑΙΓΕΑΣ το βιβλίο «ΤΟ ΕΠΟΣ ΤΗΣ ΕΟΚΑ», 1996. Εκδόσεις ΣΙΜΑΕ,
Υπουργείου Παιδείας και Πολιτισμού Κύπρου)
|
|
|
- Μητέρα, μητέρααα...
- Μητέρααα...
Έτρεξε να βγει έξω, με τα μαλλιά αχτένιστα και φορώντας
ακόμα τη νυχτικιά της. Στάθηκε στην εξώπορτα. Είδε τις γυναίκες ντυμένες με
σκούρα χρώματα να μοιρολογούν.
- Εκρεμάσαν τους, που να όψονται...
- Παναγία μου, κακόν που γίνηκεν... - Παναγία μου, τα
παιδκιά μας... τα παλικάρια μας...
- Κρίμ,αν τζ' άδικον... Κάποιες άλλες φωνές ακούγονταν
από μακριά, κι ήταν σαν να 'βγαιναν από τον Άδη.
- Εκρεμάσαν τον Καραολή...
- Εκρεμάσαν το Δημητρίου... Ανάμεσα στις άλλες
γυναίκες διέκρινε και τη μητέρα της. Δάκρυα έτρεχαν από τα μάτια της. Ήταν
σιωπηλή. Δε μοιρολογούσε, μα ο ψυχικός πόνος της είχε παραμορφώσει το πρόσωπο.
Σχεδόν δεν την αναγνώρισε. Όλα έγιναν ένα μεγάλος κόμπος μέσα της. Μπήκε ξανά
στο σπίτι. Κατευθύνθηκε προς το δωμάτιο της. Έκλεισε με βρόντο την πόρτα κι
έπεσε με ορμή στο κρεβάτι της. Έκλαψε ώρα πολλή. Έπειτα σηκώθηκε, πλύθηκε,
ντύθηκε, χτενίστηκε και βγήκε στην πίσω αυλή. Κάθισε κάτω από τη μεγάλη λεμονιά.
Εκεί καθόταν κάθε φορά που ήταν λυπημένη ή όταν ήθελε να στοχαστεί. Ένιωθε μια
έντο- νη αναγούλα και είχε τάση για εμετό. Το μυαλό της ήταν σκοτισμένο κι η
ψυχή της δεμένη σφιχτά. Δεν είχε καν την ικανότητα να κάνει την παραμικρή σκέψη.
Στ' αυτιά της ηχούσαν συνεχώς τα ίδια λόγια. «Εκρεμάσαν τον Καραολή. Εκρεμάσαν
το Δημητρίου». Λόγια, που επαναλάμβανε κι εκείνη μηχανικά πολλές φορές, ξανά και
ξανά, κι έτρεμε σύγκορμη.
Θυμήθηκε την «9η Ιουλίου», το μακροσκελές εκείνο ποίημα
του εθνικού ποιητή της Κύπρου Βασίλη Μιχαηλίδη. Μιλούσε κι εκείνο για κρεμάλα,
για τον απαγχονισμό του εθνομάρτυρα Αρχιεπίσκοπου Κυπριανού και των άλλων
επισκόπων από τους Τούρκους το 1821.
«Ήτουν μια νύχτα μ,ουλλωτή, μια νύχτα μουρρωμένη
που θάρρειες πως χώννεταί που του Θεού την κρίσην. Σε τέθκοιαν νύχταν σιανήν οι
Τούρτζοι 6αδωμένοι μες στο Σαράγιον είχασιν μιάλον μετζιλήσιν»
Τους ήξερε καλά κείνους τους στίχους, παρόλο που δεν
είχε μάθει ακόμα να διαβάζει. Η μητέρα της είχε απαγγείλει αμέτρητες φορές
ολόκληρο το ποίημα, μεσ' από ένα παλιό βιβλίο, που είχε στο εξώφυλλο το
πορτραίτο του Βασίλη Μιχαηλίδη. Κείνες οι στιγμές ήταν μια μοναδική μυσταγωγία,
μια εξαίσια προσευχή προς το Θεό.
«Ήτουν μαα νύχτα μουλλωτή, μ.ια νύχτα μουρρωμένη...»,
έτσι όπως ακριβώς ήταν κι η ψεσινή. Τότε, το 1821, οι Τούρκοι απεργάζονταν το
θάνατο των ιερωμένων, και τώρα, το 1956, οι Εγγλέζοι εκείνον του Μιχαλάκη
Καραολή και του Ανδρέα Δημητρίου.
Έμεινε να κοιτάζει μεσ' από το πυκνό φύλλωμα της
λεμονιάς κάποια μικρά κομμάτια ουρανού που ξεχώριζαν.
Τότε, της ήρθαν στο νου τα τελευταία λόγια του εθνομάρτυρα, που τα είπε
υψώνοντας το βλέμμα προς τα επάνω, λίγο πριν οι δήμιοι του περάσουν τη θηλιά στο
λαιμό:
«Θεέ, που νάχραν δεν εσείς ποττέ στην καλοσύνην
λυπήθου μας τζαι δώσε πκιον χοφάν στην Ρωμιοσύντην».
Τους στίχους αυτούς προσπάθησε να τους πει φωναχτά και
τότε συνειδητοποίησε πως έκλαιγε μ.ε λυγμούς. Χάιδεψε τα φύλλα της λεμονιάς και
κοίταξε το δένδρο μ.' αγά- πη.
- Εσύ ακούς πάντα τη φλυαρία μου χωρίς βαρυγκώμια.
Ποτέ δε με βαριέσαι, ποτέ δε διαμαρτύρεσαι...
Τα ίδια λόγια της τα 'χε πει πολλές φορές, είτε σε
στιγμές μεγάλης χαράς είτε πάλι σε άλλες απύθμενης θλίψης.
Η λεμονιά ήταν το καταφύγιο της. Το πιο όμορφο, το πιο
δροσερό καταφύγιο που θα μπορούσε κανείς να διαλέξει μες στο απέραντο περιβόλι
του σπιτιού, που ήταν ο καρπός των κόπων του πατέρα και της μεγάλης αγάπης που
εκεί- νος έτρεφε για τη φύση. Όλων των ειδών τα δέντρα είχε φυτέψει στην αυλή κι
έφτιαξε το πιο όμορφο περιβόλι στη γειτονιά. Οι πορτοκαλιές, οι μανταρινιές, η
ρόδια, η μεσπιλιά1, η τεράστια ψηλόλιγνη φοινικιά, η αμυγδαλιά, η μη- λιά, ήταν
μερικά από τα δέντρα που κοσμούσαν το μικρό παράδεισο του σπιτιού. Κι εκεί
ακριβώς που τελείωνε η παρέλαση των δέντρων, απλωνόταν μια άλλη καταπράσινη
έκταση: ο λαχανόκηπος με όλων των ειδών τα λαχανικά της εποχής. Ο πατέρας τον
προστάτευε με ειδικό συρ- ματένιο περίφραγμα, που είχε φτιάξει μαζί με το
μάστορα. Μέρες ολόκληρες δούλευαν μαζί με υπομονή και με πείσμα. Κι όταν το
τέλειωσαν, το κοίταξαν με καμάρι και φανερή ικανοποίηση. Δεν είχε το παραμικρό
ψεγάδι.
Εκεί μέσα, όλα τ' αγαπούσε η Δανάη. Το κάθε δέντρο, το
κάθε μικρό φυτό, το κάθε πράσινο φύλλο. Όλα της γέμιζαν την ψυχή ευφροσύνη, με
την ξεχωριστή ομορφιά, το χρώμα και τη μυρωδιά τους. Ωστόσο, η λεμονιά είχε άλλη
χάρη. Μοναδική. Ήταν μεγαλόπρεπη, φουντωτή, με μια παράξενη γαλήνη απλωμένη στο
φύλλωμα της, που απόπνεε απέραντη καλοσύνη. Μια μεγάλη πράσινη αγκαλιά που
χωρούσε μέσα της όλες τις χαρές και τις λύπες του κόσμου. Ανθισμένη, έμοιαζε μ.'
αρχόντισσα που φορούσε το πιο ευγενικό άρωμα στον κόσμιο. Με τον καρπό στους
κλώνους, ήταν η πιο ωραία κυρά της γης. Η Δανάη αναλογί- στηκε πόσες και πόσες
φορές είχε μοιραστεί τις στιγμές και τις ώρες της με την αγαπημένη της λεμονιά,
όπως και τώρα που περνούσαν μαζί άλλη μια ανεπανάληπτη στιγμή του αγώνα, όπως
ακριβώς είχε συμβεί και την ημέρα της έναρξης του, ένα χρόνο πριν: την 1η τ'
Απρίλη του 1955.
Κείνο το πρωί την ξύπνησαν οι εκκωφαντικές εκρήξεις
που δονούσαν τη γη της Κύπρου. Απανωτές, η μια μετά την άλλη. Σφίχτηκε η καρδιά
της. Μα την ίδια στιγμή είδε, με ανακούφιση, τη μητέρα της να μπαίνει στο
δωμάτιο της.
- Μη φοβάσαι, κορίτσι μου, της είπε.
Σε λίγο βρέθηκαν κι οι δυο τους έξω, όπου είχε
μαζευτεί όλη η γειτονιά.
- Τι συμβαίνει;
- Βόηθα Χριστέ και Παναγιά!
Κάποιοι κρατούσαν φυλλάδια και τα διάβαζαν με φανερή
αδημονία. Σε χρόνο μηδέν και πριν προλάβει να δει πώς, είχε κι η μητέρα της ένα
στα χέρια και το διάβαζε με την ίδια βιασύνη κι αγωνία όπως και οι άλλες
γειτόνισσες.
- Τι λέει μητέρα;
- Μητέρα, τι λέει το φυλλάδιο; πείσμωσε η Δανάη.
- Διάβασε μου μάνααα...
Η μάνα υπάκουσε. Διάβασε:
- Τι σημαίνουν αυτά, μητέρα;
- Πού να ξέρω παιδί μου... πού να ξέρω... Ας ευχηθούμε
να μην είναι κανένα από τα συνηθισμένα κόλπα των Εγ- γλέζων... Ο Θεός να μας
φυλάει, είπε η μητέρα κι έβαλε το σταυρό της. Έλα, κόρη μου, πάμε στην εκκλησία
ν' ανάψουμε ένα κερί. Ολόκληρη η γειτονιά ζητούσε να μάθει.
- Μα τι συμβαίνει;
- Τι γίνεται;
- Πρωταπριλιάτικο ψέμα.
- Κι οι εκρήξεις;
- Κανένα κόλπο των Εγγλέζων για να μας
τρομοκρατήσουν...
- Όχι, δεν είναι δυνατόν!
- Και το φυλλάδιο;
- Σωστά... Το φυλλάδιο...
- Ε.Ο.Κ.Α. λέει... Ο Αρχηγός Διγενής...
Την επόμενη μέρα, ο λαός της Κύπρου πληροφορήθηκε από
τις εφημερίδες τι ακριβώς συνέβαινε. Κι έτσι άρχισαν τα «Ζήτω». Ολόκληρο το νησί
φώναζε «Ζήτω». Ο Αγώνας κατά της αποικιοκρατίας είχε αρχίσει.
- Ζήτω η Ελλάς!
- Ζήτω η Ένωσις!
- Ζήτω η Ε.Ο.ΚΑ.!
Ωστόσο, η χαρά δεν άργησε να κοπεί στα δύο. Το φοβε-
ρό νέο ταξίδεψε σαν αστραπή: Ένα παλικάρι έπεσε ενώ προσπαθούσε να προκαλέσει
συσκότιση. Ο Μόδεστος Παντελή. Ο πρώτος νεκρός του Αγώνα.
Ήταν τότε που η Δανάη έτρεξε στην αγαπημένη της
λεμονιά και μίλησαν για πρώτη φορά για τον αγώνα της ΕΟΚΑ, κι έκλαψαν μαζί για
τον πρώτο νεκρό.
Το ίδιο έκανε και σήμερα, που ο λαός της Κύπρου
θρηνούσε τους πρώτους απαγχονισθέντες.
Δε θυμάται πόσο έμεινε εκεί. Ύστερα, σηκώθηκε και
μπήκε πάλι στο σπίτι.
- Πήγαινε να πλύνεις το πρόσωπο σου, της είπε η μητέρα
της. Άντε, κορίτσι μου, πήγαινε.
Ήταν ένα πρωινό του Μάη του 1956.
|
|
|
Δείγματα Κριτικής για το έργο
|
«Βρήκαμε (στους στίχους της Ρ. Ιωαννίδου-Σταύρου) μια φιλοσοφημένη σκέψη να
σπιθοβολάει, που μας ξάφνιασε με το βάθος της. Είναι ο στοχασμός το κύριο
χαρακτηρι-στικό στοιχείο του έργου της, με έναν υποβόσκοντα λυρι-σμό να
ξεφεύγει από τους στίχους της, απροσδιόριστο και μυστικό, υποβλητικό ωστόσο,
μεσ' απ' τις έντονες, μεστές έννοιες, που μορφοποιούνται σε αποφθέγματα,
γνωμικά ή επιγράμματα».
Δημοσθένης Ζαδές
Κριτικός - Λογοτέχνης («Ροδιακή», 22/12/92 και «Πάνω από τον ξένο μόχθο»
Τόμος Η΄ σ.99 )
«Ο ασυνήθιστα ευαίσθητος στίχος της Στις διαστάσεις των Χρωμάτων, ψαύει τώρα
υπαρξιακά θέματα και μας δονεί, καθώς τα προσεγγίζει με βαθύ λυρισμό,
αμεσότητα και πόνο. Η ποίηση της Ρ. Ιωαννίδου-Σταύρου παίρνει με τη συλλογή
της αυτή πρωτοποριακή θέση στη γυναικεία ποιητική παραγωγή του νησιού, κι
ενώ έχει το δικό της χώρο, αποκτά πια μια πολύ ξεχωριστή θέση στην
πανελλήνια γυναικεία ποίηση».
Κώστας Μόντης
Λογοτέχνης («Φιλελεύθερος», 16.11.90)
«Εδώ (στην ποιητική συλλογή ΓΡΗΓΟΡΕΙΤΕ) η ποίηση της είναι μεστωμένη από
φιλοσοφική σκέψη και αγωνία συνεί-δησης, από οξεία ενδοσκόπηση και
θρησκευτικούς οραμα-τισμούς, αλλά και αναδίδει πλούσια το λυρικό λόγο. Η
θρησκευτική ποίηση της Ρούλας Ιωαννίδου-Σταύρου είναι μια ξεχωριστή
δημιουργία μέσα στην Κυπριακή Λογοτεχνία, αξιοπρόσεχτη για το μοναδικό
περιεχόμενο της και για την καλά τεχνουργημένη μορφή της».
Κώστας Μ. Προυσής
Κριτικός-Μελετητής («Φιλελεύθερος», 19/7/93)
«Η Ρ. Ιωαννίδου-Σταύρου έχει στοχασμό, έχει συγκίνηση, δύναμη εκφραστική,
λεκτική συνθετική. Χειρίζεται με σι-γουριά κι αυτοπεποίθηση το εκφραστικό
της όργανο. Γνωρίζει την εσωτερική αρμονία του ελεύθερου στίχου».
Παράσχος Παρασός
Κριτικός της Λογοτεχνίας και Δημοσιογράφος («Ροδιακή», 19.7.91)
«Με τη διασάλπιση του ουσιωδέστατου λόγου της, γίνεται τροφοδότης εθνικής
αναρρίγησης, λυρικής ευπρέπειας, αγάπης, πίστης και ζωής. Διαβάζοντας την
ποίηση της κας Ιωαννίδου-Σταύρου, εύκολα πειθόμαστε ότι δύσκολα θα υπάρξουν
στίχοι να αποδώσουν το δράμα των αγνοουμένων, όπως αυτοί οι στίχοι που
δομούν τα ποιητικά λειτουργήματα της ποιήτριας μας. Η κυπριακή πνευματική
ζωή, ζωηρό αντικαθρέφτισμα του ελλαδικού προτύπου, δικαιότατα σεμνύνεται για
τους άξιους εκπροσώπους της, στους οποίους επαξίως καταλέ-γεται η κα.
Ιωαννίδου-Σταύρου».
Αντώνης Τζιώτης
Φιλόλογος- Κριτικός Λογοτεχνίας, Μελετητής ( Τιμητικό αφιέρωμα. Σπίτι της
Κύπρου, Αθήνα 28.9. 1998, Περ. «Αιγαιοπελαγίτικα Θέματα», Τεύχος 43, Αθήνα,
Εφημερίδα «Ο Φιλελεύθερος 19.7. 1998 )
«Η ποίηση της αποστάζει την πεμπτουσία του κόσμου»
Γ. Λυσιώτης
Φιλόλογος - Κριτικός («Κυπριακός Λόγος», Αρ. 63-64, 1979)
«Η ποιήτρια Ρούλα Ιωαννίδου-Σταύρου υπηρετεί με συνέπεια και σεβασμό την
τέχνη της και σέβεται τον αναγνώστη της. Ξεκινώντας από προσωπικές εμπειρίες
στέλλει μηνύματα οικουμενικά - όπως για τη μητέρα, την πατρίδα. Η ποιήτρια
νιώθει ότι είναι στρατευμένη στην υπηρεσία της πατρίδας της. Όλα τα ποιήματα
της μαρτυρούν τη βαθιά αγάπη, τη λατρεία και τον ερωτά της για το νησί μας».
Κλαίρη Αγγελίδου
Υπουργός Παιδείας και Πολιτισμού Κύπρου («Αλήθεια» 2.12.93)
«Η κα. Ιωαννίδου-Σταύρου είναι μια ευαίσθητη ποιητική φωνή, αλλά είναι
ταυτόχρονα και μια δυνατή φωνή, όταν μιλά για την Κύπρο».
Χαράλαμπος Χριστόφορου
Πρέσβης της Κύπρου στην Αθήνα (Απόσπασμα από την ομιλία του στην τελετή
βράβευσης της ποιήτριας από το πανελληνίου ακτινοβο-λίας πνευματικό ίδρυμα
«ΕΣΤΙΑ» Ν. Σμύρνης σε εκδήλωση που οργανώθηκε σε συνεργασία με τον εκδοτικό
οίκο ΑΙΓΕΑΣ στις 13.3.95. (Περιοδ. «Αιγαιοπελαγίτικα θέματα», Αθήνα 1995).
«Η συμβολή της κυρίας Ρούλας Ιωαννίδου-Σταύρου στη διάσωση της πολιτιστικής
μας κληρονομιάς και τη διατήρηση της Ελληνικότητας της Κύπρου είναι
καθοριστική.Η προσφορά της κας Σταύρου στα Ελληνικά Γράμματαείναι
εξαιρετικής σημασίας»
Ηλίας Τσιμπίδης
Γενικός Γραμμτέας Υπουργείου Αιγαίου (Απόσπασμα από ομιλία του κ. Τσιμπίδη
κατά την τελετή βράβευσης της ποιήτριας από την ΕΣΤΙΑ Ν. Σμύρνης στην Αθήνα,
στις 13 Μαρτίου 1995)
«Τους χαρισματικούς πνευματικούς ανθρώπους αναζητά να παρουσιάσει και να
επιβραβεύσει η ΕΣΤΙΑ Ν. Σμύρνης και είναι επιλεκτική και αυστηρή στην
επιλογή της ώστε να βραβεύονται οι Αριστοι. Ένας τέτοιος εργάτης του
πνεύματος είναι και η σήμερον τιμώμενη ποιήτρια κα. Ρούλα Ιωαννίδου Σταύρου»
Αυγουστίνος Καμπάς
Πρόεδρος ΕΣΤΙΑΣ Ν. Σμύρνης (Απόσπασμα από την ομιλία του κατά την τελετή
βράβευσης της ποιήτριας από την ΕΣΤΙΑ Αθήνα, 13.3.1995)
«Η ποιήτρια Ρ. Ιωαννίδου-Σταύρου ξέρει πάντα να κρατά καλά τον ποιητικό τόνο
και να συγκερνά γόνιμα τις ιστορικές, εθνικές και ποιητικές
αντιθέσεις-διαδράσεις στο κοσμογονικό γίγνεσθαι. Η μητέρα-πατρίδα, ο
άνθρωπος-κάτοικος της Κύπρου και ο φιλοσοφικός ανθρωπισμός παρακινούν την
έμπνευση και την ύπαρξη της συγγραφέως».
Παντελής Απέργης
Ερευνητής - Μελετητής - Κριτικός Λογοτεχνίας (Απόσπασμα από μελέτη τον Π.
Απέργη με τίτλο «Ρεαλισμός και Ελληνικότητα στο έργο της Ρούλας Ιωαννίδου -
Σταύρου», Αθήνα 1995).
«Χρησιμοποιεί με άνεση τόσο την ομιλούμενη δημοτική όσο και την καθαρεύουσα,
που ωστόσο προσδίδει μια σπάνια μουσικότητα στον στίχο της. Ο λόγος απλός,
λαγαρός και απέριττος φανερώνει μια ιδιαίτερη μαστοριά και πάθος τελειότητος
εκ μέρους της ποιήτριας, που με πραγματική δεξιοτεχνία ανασυνθέτει όχι μόνο
τα στοιχεία της Ελληνικότητας αλλά και ανακαλεί ένδοξες ιστορικές μνήμες. Η
Ρούλα Ιωαννίδου-Σταύρου είναι μια γνήσια ποιητική φωνή, ένα αληθινό διαμάντι
του μείζονος Ελληνισμού, που κρατά αναμμένη τη φλόγα της ελπίδας του έθνους
μας στο μακρινό κυπριακό μετερίζι».
Γιώργος Πετρόπουλος
Λογοτέχνης - Κριτικός - Μελετητής - Πολιτικός Επιστήμων ( Περ. «Ενδοχώρα»
Τεύχος 39, Αλεξανδρούπονλη)
«Η ελληνοπρέπεια και η προσήλωση στη μεγάλη ιδέα της λευτεριάς έρχεται να
αξιοποιήσει την πολύ συναισθηματική έκφραση της ποιήτριας. Αυτή η ποιητική
έκφραση μέσα στην απλότητα και οικειότητα του καθημερινού μας λόγου με τις
γνωστές εικόνες των δικών μας τοπίων, μας επιβάλλεται έτσι και διεισδύει
μέσα μας και ανταποκρινόμαστε σε αυτή τη διείσδυση, με το δέοντα παλμό.
Τούτο κιόλας είναι μια αδιαμφισβήτητη επιτυχία του έμμετρου λόγου της Ρ.
Ιωαννίδου-Σταύρου».
Κύπρος Χρυσάνθης
Λογοτέχνης («Η Σημερινή», 7.8.92, και περ. «Πνευματική Κύπρος»)
«Πλούσιος λυρισμός, ευαισθησία ξεχωριστή και ένας κό-σμος αστείρευτης
φαντασίας, η ποιητική φωνή της Ρούλας Ιωαννίδου-Σταύρου. Πηγαία έμπνευση και
κατάκτηση μια θέσης στο λογοτεχνικό χώρο της ποιητικής δημιουργίας»
Ανδρέας Χατζηθωμάς
Φιλόλογος-Κριτικός Λογοτεχνίας («Πρωινά Νέα» 27.10.90)
«Η δημιουργία ενός καλλιτεχνικού έργου με αυτή τη θεματική («Μοιρασμένη
Λευκωσία») απαιτεί γνώση της ιστορίας, γνώσεις της τεχνικής του θεάτρου,
ικανότητα παρουσίασης των χαρακτήρων μέσα από ολιγόστιχα ποιήματα, ποιητικό
ταλέντο, ωραίο αφηγηματικό λόγο, καθώς και ικανότητα αποφυγής μελοδραματικών
στοιχείων και πατριωτικών εξάρσεων. Η Ρούλα Ιωαννίδου- Σταύρου, συγγραφέας
με περγαμηνές στην ποίηση, στην πεζογραφία και στο θέατρο, πληροί όλες τις
προϋποθέσεις για την δημιουργία ενός τόσο απαιτητικού καλλιτεχνικού έργου. Η
στοχαστική της διάθεση, η προσήλωση της στα ωραία και υψηλά, η βαθύτατη
αγάπη της για την αιμάσσουσα πατρίδα, το εντελώς προσωπικό συγγραφικό της
ύφος, η άνεση στη χρήση των εκφραστικών μέσων και ο πλούτος της ψυχής της
συνδυάστηκαν για μια ακόμη φορά για να δώσουν έργο επιπέδου».
Θέμις Θεοχάρους
Φιλόλογος, Κριτικός Λογοτεχνίας, Παραγωγός Προγραμμάτων στο ΡΙΚ (ΡΙΚ
22/9/95).
«Με γνώση και λιτότητα η ποιήτρια, μας ξεναγεί στους δρόμους των στοχασμών
της. Οι δρόμοι της δεν είναι δαιδαλώδεις αλλά σαφείς και φωτεινοί. Η σκέψη
της διαυγής ο στοχασμός της καθαρός. Ξέρει τα όρια της και τον εσωτερικό
χώρο που κινείται. Η γραφή της ποιητική και ευκρινής. Οι περιπλανήσεις της,
που ντύνονται τις διαστάσεις των κυριοτέρων χρωμάτων της χρωματικής
κλίμακας, γίνονται σε μια εσωτερική διάσταση με ευαισθησία, ποιότητα και
λυρισμό».
Λένα Κωνσταντέλλου
Κριτικός Λογοτεχνίας (Περ. «Σύγχρονα Βήματα», Τεύχος 90, Αθήνα)
«Συγκλονιστικό το συνθετικό αυτό έργο της ποιήτριας! Με συγκίνησαν βαθιά οι
στοχαστικοί ευαίσθητοι στίχοι της. Η Μοιρασμένη Λευκωσία όπως μας την
παρουσιάζει η Ρ.Ι.Σ. θα πρέπει ν' ανεβαίνει στην σκηνή όλων των ελληνικών
σχολείων από άκρη σ' άκρη για να μην ξεχνάνε οι γενεές, ότι το καθήκον τους
είναι να βρίσκονται πάντοτε σε ετοιμότητα. Είναι ένα έργο με πρωτοτυπία στη
δομή με υπευθυνότητα στη λογοτεχνία και μεγάλη αγάπη στο πολύπαθο νησί μας.
Είναι μια προσφορά σημαντική. Είναι ο πόλεμος του λόγου που φέρνει ειρηνικά
πάντα την νίκη που περιμένουμε!»
Ισαβέλλα Μαλόβρουβα
Κριτικός Λογοτεχνίας («Σμύρνα Αρμονία», Αθήνα, Μάιος 1995)
«Η αγάπη για το γενέθλιο χώρο μεταμορφώθηκε σε άνετο, ειλικρινή και στρωτό
ποιητικό λόγο. Η ειλικρίνεια της έμπνευσης, η γλωσσική άνεση, η καθολικότητα
στη συλλογή και η λεπτή ευαισθησία χαρακτηρίζουν την ποιητική συλλογή Του
νησιού μου».
Λ. Κεφαλληνός
Φιλόλογος - Κριτικός (Εφημ. «ΑΓΩΝ», 26.5.1985)
«Η Μοιρασμένη Λευκωσία» είναι ένα θεατρικό έργο και ακόμη ένα καταπληκτικό
σενάριο για το ραδιόφωνο που θα το άκουγες ξανά και ξανά με το ίδιο
ενδιαφέρον και αγάπη γιατί είναι έργο καρδιάς και αφοσίωσης στο ιδανικό που
λέγεται Πατρίδα η οποία όταν είναι μοιρασμένη, ματώνει πιότερο τα στήθη.
Λόγος δυνατός, συγκινητικός, ανθρώπινος, μα κύρια ποιητικός».
Αριστείδης Μιαούλης
Κριτικός Λογοτεχνίας - Δημοσιογράφος («Η Δημοκρατική», Ρόδος 12.5.1995)
Λίγες φορές η ποίηση βρήκε τόση τρυφερότητα και τόνισε με τόσο συγκρατημένο
πόνο το μέλος της για να υψώσει ένα δοξαστικό αντάξιο της μάνας. Τα ποιήματα
αυτής της συλλογής («Τα Τραγούδια της Μητέρας μου») θα πρέπει ν'
ανθολογηθούν στα σχολικά βιβλία για να μάθουν τα παιδιά τι θα πει
τρυφερότητα και πώς οφείλουν να την εκφράζουν και να τη βιώνουν. Είναι έξοχα
δείγματα τρυφερής λυρικής ποίησης.
Παράσχος Παρασός
Κριτικός - Δημοσιογράφος (Απόσπασμα από ομιλία τον σε εκδήλωση προς τιμή της
ποιήτριας - Πολιτιστικό Κέντρο Λαϊκής Τράπεζας Λευκωσία 2.11.1993)
«Από ευλύγιστο και στερεό υλικό είναι η πένα της Ρ.Ι.Σ. και μάλιστα με την
προοπτική μελοποίησης των στίχων της, ντύνονται τα γραφόμενά της το μελωδικό
χιτώνα του τραγουδιού και στιγμές καθώς τα διαβάζουμε, σάμπως και ν' ακούμε
τη μελωδία τους!»
Γιάννης Σπανόπουλος
Συγγραφέας - Κριτικός Λογετεχνίας (Περ. «Αιγαιοπελαγίτικα θέματα», Τεύχος
44, Αθήνα)
| |
|
4η ΑΝΘΟΛΟΓΙΑ - Ρούλα Ιωαννίδου - Σταύρου
|
ΑΡΙΣΤΕΙΟ ΚΑΙ Α΄ ΒΡΑΒΕΙΟ
ΣΤΗ ΡΟΥΛΑ ΙΩΑΝΝΙΔΟΥ ΣΤΑΥΡΟΥ
LITERATURA ET ARTES email: literetart@gmail.com
ΔΕΛΤΙΟ ΤΥΠΟΥ
ΔΙΕΘΝΗΣ ΔΙΑΓΩΝΙΣΜΟΣ ΕΠΟΚ ΕΛΛΑΔΟΣ
Απονεμήθηκαν πρόσφατα τα βραβεία του Γ΄ Διεθνούς Λογοτεχνικού Διαγωνισμού
που προκήρυξε ο Ελληνικός Πολιτιστικός Όμιλος Κυπρίων Ελλάδος με θέματα από
την Ιστορία της Κύπρου.
Η Κύπρια λογοτέχνις Ρούλα Ιωαννίδου Σταύρου απέσπασε Αριστείο και Α΄ Βραβείο
για δύο έργα της ως εξής:
1. Α΄ Βραβείο καλύτερου θεατρικού έργου με ιστορικό περιεχόμενο, για το
βιβλίο της "Της νήσου Κύπρου κωπηλάται".
2. Αριστείο για την ποιητική της συλλογή "Τρεις Ποιητικές Συνθέσεις για την
Κύπρο".
Η τελετή απονομής πραγματοποιήθηκε πρόσφατα μέσα σε μια κατάμεστη αίθουσα
στο "Παρασκευαϊδειο Πολιτιστικό Κέντρο Κύπρου", στην Αθήνα. Η εκδήλωση
άρχισε με ομιλία του Δρος Ηρακλή Ζαχαριάδη, Προέδρου του ΕΠΟΚ Ελλάδος και
ακολούθησε η επίδοση των βραβείων. Το πρόγραμμα εμπλούτισε η χορωδία " Η
Κύπρος" που ερμήνευσε κυπριακά τραγούδια.
Πέρυσι στον Β' Διεθνή διαγωνισμό του ΕΠΟΚ Ελλάδος το διήγημά της Ρούλας
Ιωαννίδου Σταύρου "Συναπάντημα" τιμήθηκε με το Α΄ Βραβείο Διηγήματος. Το εν
λόγω διήγημα ήταν αφιερωμένο από τη συγγραφέα στον Έφεδρο Ανθυπίλαρχο
Δημήτρη Σταύρου που έπεσε ηρωικώς μαχόμενος κατά του Τούρκου εισβολέα τον
Αύγουστο του 1974.
Η κα Ιωαννίδου Σταύρου τιμήθηκε μέχρι σήμερα, με τέσσερα Διεθνή βραβεία, από
διάφορους πνευματικούς φορείς.
Διάθεση των βιβλίων: email: literetart@ gmail.com
|
|
|
|
|
ΠΑΓΚΟΣΜΙΑ ΗΜΕΡΑ ΠΟΙΗΣΗΣ ΤΗΣ UNESCO |
Με μια σημαντική έκδοση, η Κύπρος συμμετέχει στις
εκδηλώσεις της Παγκόσμιας Ημέρας Ποίησης της UNESCO. Πρόκειται για την ποιητική
συλλογή «ΕΠΟΧΕΣ ΜΕ ΧΑΪΚΟΥ» της καταξιωμένης ποιήτριας ΡΟΥΛΑΣ ΙΩΑΝΝΙΔΟΥ ΣΤΑΥΡΟΥ,
που κυκλοφόρησε από τις εκδόσεις LITERATURA ET ARTES.
Η έκδοση σηματοδοτεί μια νέα εποχή στην Κυπριακή
Ποίηση, αφού είναι η πρώτη ποιητική συλλογή Χαϊκού γραμμένη από Κύπριο ποιητή
και η πρώτη που κυκλοφορεί στην Κύπρο. Το Χαϊκού είναι φόρμα ποιητικής γραφής
που πατρίδα έχει την Ιαπωνία. Το είδος αυτό αγαπήθηκε και υιοθετήθηκε από
ποιητές στην Ευρώπη αλλά και σε όλο τον κόσμο. Στην Ελλάδα, το εισήγαγε o Γ.
Σεφέρης.
Σε εισαγωγικό σημείωμα που περιλαμβάνεται στο
βιβλίο, ο γνωστός Ελλαδίτης κριτικός και ιστορικός της λογοτεχνίας Γ.
Πετρόπουλος γράφει μεταξύ άλλων: «Επί σειράν ετών, με σεβασμό και συνέπεια
προς την Τέχνη, η γλυκόφθογγη μολπή της Ρούλας Ιωαννίδου - Σταύρου μας
συντροφεύει σε γαλήνιους ή τρικυμισμένους καιρούς, σε εθνικές εξάρσεις και
τραγωδίες, σε νόστους, πόθους και πάθη, αλλά και στη σφαίρα του έρωτα,
χαρίζοντάς μας λεπτές συγκινήσεις και έντονες ψυχικές διακυμάνσεις. Σήμερα,
αποκτά το υπέρτατο προνόμιο να χαρίσει στην Κύπρο την πρώτη ποιητική συλλογή
Χαϊκού, με τον εύγλωττο τίτλο «ΕΠΟΧΕΣ ΜΕ ΧΑΪΚΟΥ», που κυκλοφορεί από τις
εκδόσεις LITERATURA ET ARTES με την ευκαιρία της Παγκόσμιας Ημέρας Ποίησης που
καθιέρωσε η UNESCO. Ασφαλώς, η έκδοση του έργου αυτού δεν έρχεται ως «κεραυνός
εν αιθρία», αφού η ποιήτρια έχει καλλιεργήσει με εξαιρετική επιτυχία το
ιαπωνικό αυτό είδος ποιητικής γραφής στο οποίο έχει διακριθεί και έχει
ανθολογηθεί τόσο στην Ελληνική όσο και στην Παγκόσμια Ανθολογία Χαϊκού όσο και
σε ιαπωνικά περιοδικά λόγου και τέχνης.
Η Ρούλα Ιωαννίδου - Σταύρου με τη συλλογή της
«ΕΠΟΧΕΣ ΜΕ ΧΑΪΚΟΥ» εγκαινιάζει μια καινούρια σελίδα στην Ιστορία της Κυπριακής
Λογοτεχνίας αλλά και στην Παγκόσμια Βιβλιογραφία. Η δοκιμασμένη γραφίδα της
ποιήτριας αποτελεί εχέγγυο για την επιτυχία τόσο του βιβλίου αυτού όσο και για
τη μελλοντική αξιοποίηση του Χαϊκού από τους Κύπριους λογοτέχνες, στους
οποίους ανοίγει τώρα το δρόμο».
«ΕΠΟΧΕΣ ΜΕ
ΧΑΪΚΟΥ»
Oλόκληρο το κείμενο
ΑΝΟΙΞΗ
ΚΑΛΩΣΟΡΙΣΜΑ ΣΤΗΝ ΑΝΟΙΞΗ
Χρώματα χίλια
Κήποι γιορτάζουν
άνοιξη ήρθε
Η πεταλούδα
μυστικά ψιθυρίζει
στη μαργαρίτα
Φωνή των δέντρων
των άνθεων τραγούδι
των καρπών γιορτή
Φούλια στον κήπο
χελιδονοπέταγμα,
'Aνοιξη πάλι!
Πλάση θαυμαστή
πράσινο, γαλάζιο, μπλε
κίτρινο, μαβί...
Πράσινος κάμπος
απλώνει το σώμα του
στου ήλιου το φως.
Λουλούδια μύρια
πανηγύρι στον κάμπο
Απρίλης μήνας.
ΑΥΛΗ ΤΗΝ ΑΝΟΙΞΗ
Γιούλια, γιασεμιά
πυκνή κληματαριά μου
κοκκινο ρόδο.
Γιασεμί λευκό
άνθισε στον κήπο μου
γλυκό γελάκι.
Λευκό γιασεμί
πράσινο φύλλωμά μου
πως μ' ανασταίνεις!
Γλάστρα με φούλι
παράθυρο στον ήλιο
ανοίγει πάλι.
Τριαντάφυλλα
σε βάζο στο σαλόνι
κοκκινα, λευκά.
Ο μίσχος ισχνός
το λουλούδι φοτεινό
η καρδιά λάμπει.
ΠΕΝΤΕ ΧΑΪΚΟΥ
ΓΙΑ ΕΝΑ ΚΥΚΛΑΜΙΝΟ
Αθόρυβα ήρθες
πως με ξάφνιασες πάλι
ανθάκι γλυκό!
Κυκλάμινό μου
σκυφτό κεφαλάκι μου
πως με σκλαβώνεις!
Από τ' αψηλά
ταπεινά με κοιτάζεις,
κτυπά η καρδιά.
Μου χαμογελάς
της καρδιάς μου λουλούδι
κυκλάμινό μου!
Κυκλάμινό μου
το ισχνό σου κορμάκι
πόσα μου 'μαθε!
ΚΑΛΟΚΑΙΡΙ
Το καλοκαίρι
από τ' όνειρο ξυπνά
μια μέρα ζεστή.
Λευκό πανάκι
ξανθό καλοκαιράκι
καλωσορίζει.
Καλοκαιράκι
να 'ταν όλα σαν πρώτα
μπλε θάλασσά μου!
Κρίνο της άμμου
γέλιο καλοκαιρινό
φαντάζεις λευκό.
Ακροθαλάσσι
που, άραγε, σε ξέρω?
Γνώριμο είσαι.
Τις αναμνήσεις
το κύμα που έρχεται
θέλω να πάρει.
Χρώμα θαλασσί
κύμα, σε περιμένω
στο ακρογιάλι.
Ο ήλιος λέει
τραγούδια στον έρωτα
σε μέρα ζεστή.
Μικρό λουλούδι
μέλισσα ξελόγιασε
το καλοκαίρι.
Μ' ένα τραγούδι
ο έρωτας κοιμάται
στο ακρογιάλι.
Κάτω απ' τον ήλιο
το καπέλο σου βάλε
καλοκαιράκι.
το καλοκαίρι
ψάθινο καπελάκι
φορά η ακτή.
Το καλοκαίρι
στον ίσκιο πως κάθεται
να ξαποστάσει!
ΝΗΣΙΩΤΙΚΑ
Σπιτάκια λευκά
γαλάζια παράθυρα
μπαλκόνια ψηλά.
Βλέπω μακριά
βαρκούλες σε πέλαγο
κάτασπρα πανιά.
Ο ήλιος καυτός.
Παγωτό τριαντάφυλλο
στην παραλία.
Κατακόκκινη
μέρα καλοκαιρινή
στο μπαλκόνι μου.
Μυστικά κρυφά
το τραγούδι τ' ανέμου
στην καρδιά λέει.
Από μια ρωγμή
των κυμάτων ο φλοίσβος
μπαίνει στο σπίτι.
Ήλιος ρίχνεται
σε πέλαγο γαλάζιο
και δροσίζεται.
Το μεσιμέρι
η πέτρα καίει πολύ.
Μην την αγγίζεις.
Δίπλα στο κύμα
στα χαρτιά μου σκυμμένη
γράφω, διαβάζω...
ΑΠΟΧΑΙΡΕΤΙΣΜΟΣ
Βαρκούλα περνά
ζεστό καλοκαιράκι
αποχαιρετά.
ΦΘΙΝΟΠΩΡΟ
ΚΑΛΩΣΟΡΙΣΜΑ
ΤΟΥ ΦΘΙΝΟΠΩΡΟΥ
ΜΕ ΔΥΟ ΧΑΪΚΟΥ
Συννεφάκι, να!
"Φθινόπωρο έρχεται
ξανά", μου λέει.
Φθινόπωρό μου!
Κίτρινο φύλλο πέφτει.
Πρώτη βροχούλα.
Ο ΓΥΡΙΣΜΟΣ
ΤΗΣ ΒΡΟΧΗΣ
Η θλίψη βαθιά
που δεν βρίσκει πια ξανά
πράγματα παλιά.
Βροχούλα, βροχή
μονάχη ξεκίνησε
τον κόσμο να δει.
Πόση μονάχη
της βροχής η σταγόνα
σαν ταιδεύει.
Σταγόνες βροχή
περνώ περιδέραιο
σε λευκό λαιμό.
Κοίτα! Ουρανός!
Σύκωσε το σύννεφο
ψηλά, πιο ψηλά.
Βροχούλα, βροχή
μεθυσμένο τραγούδι
που να πηγαίνεις?
Τραγούδι βροχή
ποτάμι που κύλησε
γι' αλλού έφυγε.
Βροχούλα φέρνει
τραγούδια του έρωτα'
το τζάμι κτυπά.
Βροχούλα κτυπά
το τζάμι τικ τακ, τικ τακ
σαν μικρή καρδιά.
Βροχούλα κτυπά
το τζάμι της μνήμης μου
να την ξυπνήσει
Γλυκιά συντροφιά
βροχούλα φθινοπώρου
στην μοναξιά μου.
Πόσο όμορφα
βροχούλα, συντροφιά μου
παραμύθια λες!
Μύρια μυστικά
βροχούλα ψιθυρίζει
στ' αυτί μου, κρυφά.
Το φθινόπωρο
ομπρέλες πολύχρωμες
κοίτα ανοίγουν!
Κίτρινα φύλλα
πέταξαν τα όνειρα
με τον άνεμο.
Ζηλεύω πολύ
σταγόνας το κρύσταλλο
που λάμπει στο φως.
Βρέξε σύννεφο.
Δίψασε η γη πολύ.
Σε περιμένει.
Νερό κρύσταλο
ποτάμι ταξιδεύει
τη γη ποτίζει.
Χρυσό τοπίο.
Φύλλα φθινοπωρινά'
κιτρινο χαλί.
ΕΝΑΡΞΗ
ΤΗΣ ΣΧΟΛΙΚΗΣ ΧΡΟΝΙΑΣ
ΜΕ ΤΡΙΑ ΧΑΪΚΟΥ
Σεπτέμβρης μήνας
το σχολείο ανοίγει'
παιδιά στην αυλή!
Γελάκια πολλά
στη σχολική τους τσάντα
κλείσαν τα παιδιά.
Την αγκαλιά του
το σχολείο άνοιξε
για τα παιδιά του.
ΦΕΓΓΑΡΙ ΦΘΙΝΟΠΩΡΟΥ
Θολό φεγγάρι
στ' όνειρο ποιος θα φέγει?
'Aστρο δεν έχει.
ΑΝΑΧΩΡΗΣΗ
Φεύγει η βροχή.
Σ' αλαργινό ταξίδι
παίρνει τις σκέψεις.
ΑΠΟΧΑΙΡΕΤΙΣΜΟΣ
ΣΤΟ ΦΘΙΝΟΠΩΡΟ
Αντίο, γεια σου.
Καλοτάξιδο να 'σαι
και να 'ρθεις πάλι.
ΧΕΙΜΩΝΑΣ
'Aνεμος πήρε
τ' ανέμελα νιάτα μας
κι' ήρθε το χιόνι
Στην καρδιά πάλι
το χιόνι στοιβάχτηκε
Μπα! Ποιος γνοιάζεται!
Χειμώνας περνά
μεσ' από την ζωή μου
Θα φύγει, λέω.
Σύννεφα πυκνά
χιόνια στο δέντρο λευκά
χειμώνας ξανά.
Ομπρέλες! βροχή!
Κατακλυσμός στην ψυχή
στα μάτια δάκρυ.
Κρύο, παγωνιά'
στο τζάκι μας ζεστασιά'
στο σπίτι πάλι.
Ήρθε χειμώνας'
κοιμήθηκ' ο έρωτας
κατ' απ' το χιόνι.
Μην ψάχνεις να βρεις
τραγούδι στον άνεμο.
Μονάχα βροχή.
Αστραπή πέφτει
στο σώμα του έρωτα
να το σκοτώσει.
Βροντή σ' ακούω'
μουγκρίζεις σαν ύαινα.
Φοβάμαι πολύ.
ΤΕΣΣΕΡΙΣ ΣΠΟΥΔΕΣ
ΓΙΑ ΕΝΑ ΧΕΙΜΩΝΙΑΤΙΚΟ
"Σ' ΑΓΑΠΩ"
Ένα "σ' αγαπώ"
του έρωτα έγραψες
στο χιόνι πάνω.
Βροχή έπεσε'
σβήσηκε το "σ' αγαπώ"
Το χιόνι λιώνει.
Το χιόνι λιώνει
ποταμάκι γίνεται
η λέξη φεύγει.
Το χιόνι λιώνει
ποταμάκι γίνεται
φεύγω μαζί του.
ΕΠΕΙΤΑ ΑΠΟ ΤΗΝ ΚΑΤΑΙΓΙΔΑ
ΤΕΣΣΕΡΙΣ ΕΙΚΟΝΕΣ
Βρεγμένη μέρα
με τα μαλλια να στάζουν
κρύες σταγόνες
Έφυγ' ο άνεμος
η φύση σιώπησε
μέρεψ' η πλάση.
Κυλάει γλυκά
νερό στο ποταμάκι
τραγούδι λέει
Στο μαξιλάρι
έγειρε κουρασμένη
η μέρα πάλι.
ΕΠΩΔΟΣ
Από το χιόνι
άνοιξη θ' αναδυθεί
άνοιξη θα 'ρθει.
ΕΠΟΧΕΣ ΤΗΣ ΖΩΗΣ
Φεύγει ο χρόνος
σε μακρινό ταξίδι
παίρνει τις ώρες.
Ταξίδι πήγε
η στιγμή που έφυγε
δε θα γυρίσει.
Λεύτερη σκέψη
της μνήμης τα πέλαγα
κάθε δειλινό.
Αυτό ήτανε
μια μέρα που πέρασε
και χάθηκε πια.
'Aδειο μπουκάλι'
ποτήρι αφημένο
σε καφενείο.
Μια ξένη μέρα
από δίπλα μας περνά.
Δε χαιρετά πια.
Δείλι μακρινό
φεγγαράκι κόκκινο
πως μας ξέχασες!
Τα όνειρα μου
βαρκούλες από χαρτί
στο ποταμάκι.
Μικρό όνειρο
λουσμένο στα δάκρυα
γύρισες πίσω.
Φιλί κόκκινο
στα χείλη δεν έφτασες.
πως μετάνιωσες!
Αστεράκι μου
το δρόμο σου έχασες
μέσα στη νύχτα.
Μικροί ουρανοί
σκεπάζουν τα όνειρα
να μην ξυπνήσουν.
Όνειρο γλυκό
στο βράχο ακούμπησε
να ξαποστάσει.
Γλυκέ Μορφέα
ως το πρωί καρτερώ
να μ' αγκαλιάσεις.
Μια μελωδία
τον κόσμο πως ξύπνησε
μιας ανάμνησης!
Η νοσταλγία
ρίχνει απ' το φεγγίτη
ρόδινο χρώμα.
Μια ηλιαχτίδα
φάνηκε στον ουρανό
τραγούδι λέει.
Βάλε τις έγνοιες
στο μεγάλο κοχύλι
και φυλαξέ τες.
Σε νέο σπίτι
μετοικεί η ελπίδα
Ανοίγει φτερά.
Ελπίδα χτίζω
στην άκρη της θάλασσας
κι όμως βραδιάζει.
Στο μαξιλάρι
της πρώτης αγάπης
η μέρα γέρνει.
Πρώτη αγάπη
σ' ολόλευκο σεντόνι
κοιμάται γλυκά.
'Aλλα πράγματα
φανέρωσε ο ήλιος
που ανέτειλε.
Τα μάτια κοιτούν
βυθομετρούν την ψυχή
στην άλλη άκρη.
Εσύ έφυγες'
τα πράγματα έμειναν
να σε θυμίζουν.
'Aδεια η καρδιά'
αλλιώτικα πως χτυπά
χωρίς αγάπη.
Η θλίψη εκεί
σ' αγαπημένα μάτια
να μας κοιτάζει.
Χτυπώ τη θλίψη
πάνω σε βράχο σκληρό
να τη σκοτώσω
Κατά που τραβά
εκείνος ο άνεμος
θέλω να ξέρω.
Πόσο κοντά μας
βρίσκεται η γαλήνη?
'Aραγε, ξέρεις?
Δροσερό νερό'
Να ξεδιψάσ' η ψυχή.
Τα χείλη καίνε.
Λύσε τα μαλλιά'
δώσε τα στον άνεμο'
κάνε την αρχή.
ΤΡΕΙΣ ΜΙΚΡΕΣ ΣΠΟΥΔΕΣ
ΓΙΑ ΤΗ ΣΙΩΠΗ
Σίγησε ο λόγος.
Στάθηκε περήφανα
απρναντί μας.
'Aηχος ήχος
της σιωπής φωνή
εϋηχες νότες.
'Aγνωρες φωνές
μέσ' από την άβυσσο
αναδύονται.
ΔΥΟ ΜΙΚΡΑ ΝΥΧΤΕΡΙΝΑ
ΤΟΠΙΑ
Θολό φεγγάρι.
Ποιος θα φέγγει στ' όνειρο?
'Aστρο δεν έχει.
Φεγγάρι περνά
από το παράθυρο,
"γεια σου" μου λέει.
Μέσα στο ρόδι
ευλογία του θεού
είναι κλεισμένη.
Μικρό λουλούδι
χαμόγελο και δάκρυ
μόνο στον κάμπο.
Ξωκλήσι παλιό
στο βράχο πως στέκεται!
Το Θεό υμνεί.
Πλάση σ' αγαπώ.
Δέντρα κι άνθρωποι μαζί.
Δόξα τω θεώ.
Κοίταξε έξω.
Ανοιχτό παράθυρο
τον κόσμο δείχνει.
Λευκό σεντόνι
στεγνώνει στον άνεμο
φρεσκοπλυμένο.
Χαμόγελό μου
παιδιά να παίζουν κρυφτό
στην πλατεία μας.
Παιδιά στο στενό.
Γέλια, τραγούδια, φωνές
ξυπνούν τη ζωή.
Παιδιά στο δρόμο
πρντόβολα παίζουνε
ξανά στη γωνιά.
ΣΚΕΨΗ
Πόλους του κόσμου.
σύνορα γης καταργεί
παντούθα βρεθεί.
ΞΕΝΙΤΕΙΑ
Κλείσε τα μάτια
γλυκά να ονειρευτείς
του νόστου τη γη.
ΧΑΡΑ
Το αβγάτισμα
του αέναου φωτός
στην ψυχή εντός.
Ο ΧΡΟΝΟΣ
Ελλοχεύει, ναι
την ομορφιά να γερνά
στιγμής που περνά.
ΤΑΧΙΔΙ
Επιτέλους πια!
γυρίσαμε, πατρίδα.
Αταξίδευτοι!
ΓΥΡΙΣΜΟΣ
Η θλίψη βαθιά
που δε βρίσκει πια ξανά
πράγματα παλιά.
ΔΥΟ ΧΑΪΚΟΥ
ΓΙΑ ΤΟ ΘΑΝΑΤΟ
ΤΩΝ ΔΕΝΤΡΩΝ
Πύρινη φλόγα
περήφανα πέθαναν
τα δέντρα πάλι.
Φωτιά στο δάσος.
Το δεντράκι όρθιο
έγινε στάχτη.
|
|
|
|