τα ΜΙΚΡΑ ενθυμήματα..
    
Αφιέρωμα στον Γιώργο Ζάκο
Click to download the main image download main image Click to download the main image









Κυριαζής
Aθανάσιος
Από την σελίδα: e-poema.eu

Αθανάσιος Κυριαζής
Τα παροξύτονα ενός δημιουργού
Της Χρυσούλας Σπυρέλη




Ο Αθανάσιος Κυριαζής (Αγρίνιο 1887 - Αθήνα 1950) αποτελεί μια ενδιαφέρουσα περίπτωση της γενιάς του Μεσοπολέμου στα νεοελληνικά γράμματα. Πρωτοεμφανίζεται το 1920, στην πρώτη μεσοπολεμική δεκαετία (ή στο τέλος της δεύτερης μεταπαλαμικής γενιάς1), τότε που τον κοινωνικοπολιτικό χώρο ταλανίζουν ο απόηχος των πολέμων και οι απανωτές εξελίξεις. Η κοινωνική αμφισβήτηση και τα ανθρωπιστικά μηνύματα συνιστούν το γενικό πλαίσιο στο οποίο εκδηλώνονται οι νέες ιδέες. Αναπτύσσονται προβληματισμοί με αντικείμενο τον κοινωνικό ρόλο της λογοτεχνίας και τη σχέση της με  ιδεολογικές αλλά και αισθητικές αναζητήσεις.

Η ποίηση μέσα στην περιπέτεια των πνευματικών προσανατολισμών και επανατοποθετήσεων άλλοτε παραμερίζει το παρελθόν ή αντιπαρατίθεται σ' αυτό και άλλοτε το ανασυνθέτει χωρίς να διακόψει τη συνέχεια με την παράδοση. Η τρίτη περίπτωση είναι εμφανής στο μεσοπολεμικό κόσμο της ελληνικής ποίησης με την αναπόφευκτη επίδραση του Παλαμά, καθώς προσπαθεί να προωθηθεί και να συνυπάρξει με τις καινούργιες τάσεις που "αστραπιαία επιβάλλει ο μεσοπόλεμος"2.
 
Σ' αυτήν την εποχή των αναθεωρήσεων και ανακατατάξεων του λογοτεχνικού φαινομένου, εμφανίζεται, κουβαλώντας το φορτίο της παράδοσης ανανεωμένο ως ένα σημείο με τις επιρροές του νεοσυμβολισμού και του νεορομαντισμού, ο Αθανάσιος Κυριαζής και εντάσσεται νωρίς στους συνεργάτες του περιοδικού Ο Νουμάς, όργανο του Δημοτικισμού το οποίο στη β' περίοδο της έκδοσής του (1918-1924) χαρακτηρίζεται από μια διάθεση κοινωνικής κριτικής και στρέφεται προς μια «σοσιαλιστική προοπτική»3.

Το έργο του Κυριαζή είναι στο σύνολό του ποιητικό. Ο ίδιος εξέδωσε 12 ποιητικές συλλογές. Ο Τέλλος Αγρας τον περιλαμβάνει το 1922 στην ανθολογία "Οι Νέοι", που κυκλοφόρησε από τις εκδόσεις Ελευθερουδάκη.

Το όνομα του Κυριαζή συνδέεται επίσης με λογοτεχνικά περιοδικά του Μεσοπολέμου και  κυρίως με την έκδοση του λογοτεχνικού περιοδικού Νέα Γράμματα (1924) που διηύθυνε ο ίδιος. Το περιοδικό είχε αξιόλογους συνεργάτες (Τέλλο Αγρα, Λέοντα Κουκούλα, Ι.Μ. Παναγιωτόπουλο, Πέτρο Χάρη κ.ά.) και χαρακτηρίστηκε «ως το νέο εκφραστικό όργανο της λεγόμενης νεορομαντικής και νεοσυμβολιστικής γενιάς του 1920 και από την άποψη αυτή ως συνέχεια του περιοδικού Μούσα»4.


Πρώτη περίοδος: 1920-1929

Η πρώτη αυτοτελής έκδοση ποιημάτων του πραγματοποιείται το 1920 (ο Κυριαζής είναι 33 χρόνων, πτυχιούχος της Νομικής και υπάλληλος του Γενικού Λογιστηρίου του Κράτους). Εγκαινιάζει, καθώς φαίνεται, κάπως όψιμα την πρώτη περίοδο της λογοτεχνικής δημιουργίας του, που καλύπτει όλη τη δεκαετία 1920-1929. Στο διάστημα αυτό χρονολογούνται και τα περισσότερα έργα του (8 από τις 12 δημοσιευμένες ποιητικές συλλογές): Εκατόμβη, Αθήνα (1920), Στιγμές που Ζω, Αθήνα (1921), Η Καρδιά με τα φίδια, Αθήνα (1922), Επιτάφια ρόδα, Αθήνα (1923) Στην παλιά στράτα του χωριού, Αθήνα (1925), Τα Ρουμελιώτικα, Αθήνα (1928), Τα τραγούδια της νύχτας, Αθήνα (1929) και Ονόματα για τρεις σταυρούς, Αθήνα (1929).

Το έργο του Κυριαζή μορφικά ακολουθεί τους παραδοσιακούς δρόμους, γνωστούς από την παλαμική παράδοση. Ιδιαίτερα τον χαρακτηρίζει η δεξιοτεχνία του στίχου. Θεματικά όμως διαφοροποιείται και εντάσσεται στη νέα ευαισθησία της γενιάς του όπως διαμορφώνεται από την ιστορική και αισθητική ατμόσφαιρα της πρώτης μεσοπολεμικής δεκαετίας.

Το στοιχείο αυτό είναι εμφανές στα πρώτα κιόλας βιβλία του. Ειδικά στις Στιγμές που ζω τα περισσότερα σονέτα του είναι μια διαμαρτυρία και αμφισβήτηση του κοινωνικού κατεστημένου εκφρασμένη με σοσιαλιστικές αποχρώσεις, φαινόμενο στο χώρο της λογοτεχνίας που συνδέεται με τη «γενικευμένη - και πολλαπλή στις εκδοχές της - έκφραση κοινωνικού προβληματισμού»5 κατά τη διάρκεια της πρώτης μεσοπολεμικής δεκαετίας.

Η παραδοσιακή όμως κριτική είδε μόνο την «αριστοτεχνική, στενή και αυθόρμητη σχέση του αισθήματος με την έκφραση» που έχει στίχο υποβλητικό, «πράγμα που θεωρείται θεμελιώδης ποιητική αρετή» ενώ η μαρξιστική κριτική του Γιάγκου Ηλιάδη, στο περιοδικό Ο Νουμάς αναγνωρίζει τον κοινωνικό προσανατολισμό του Κυριαζή και τη συνύπαρξη του συγκρατημένου προσωπικού πόνου.
Παρόμοιες αναφορές στην κοινωνική διάσταση της ποίησης του Κυριαζή περιέχονται και στην κριτική του Κώστα Παρορίτη6, δημοσιευμένη στο περιοδικό Γράμματα της Αλεξάνδρειας. Οι περισσότεροι όμως κριτικοί, και για πρώτη φορά και ο Παλαμάς, στρέφονται στα στοιχεία εκείνα της ποιητικής του ταυτότητας που προκύπτουν από τα Ρουμελιώτικα.

Η άποψη του Παλαμά7 για τον εμπνευσμένο τοπικισμό, την άρτια στιχουργία και την αισθητική τελειότητα, που έχει ως αφετηρία την οπτική της «ελληνικότητας», θα αρδεύει με τον τρόπο της τη μεταγενέστερη κριτική και θα διαμορφώνει μία μονομερή αντίληψη για τον ποιητή αφού άλλωστε ο παλαμικός έπαινος αφορά μόνο τα Ρουμελιώτικα. Πάντως τα Ρουμελιώτικα είναι η μόνη ποιητική συλλογή  που επανεκδόθηκε μετά το θάνατό του και οφείλεται στο ενδιαφέρον του καθηγητή Γ.Π. Σαββίδη. Με το ποιητικό έργο του Κυριαζή, στην πρώτη αυτή τουλάχιστον περίοδο της δημιουργίας του, ασχολήθηκε και η ξένη κριτική (Λουί Ρουσσέλ και Ευγένιος Κλεμάν Ντίντεριχ κ.ά).


Δεύτερη περίοδος 1930-1937

Η δεύτερη δημιουργική περίοδος του Κυριαζή συμπίπτει με την τρίτη δεκαετία του εικοστού αιώνα, αφετηρία των ποιητών της γενιάς του '30, γενιά που απαλλάσσεται από τα "καθιερωμένα ψεύτικα στολίδια της παραδοσιακής ποίησης" δημιουργεί σε άμεση σχέση με τα νέα ρεύματα και τις ανήσυχες τάσεις των Ευρωπαίων λογοτεχνών μια νέα εκφραστική και μια νέα ποίηση. Η ανανέωση αυτή αφήνει ανεπηρέαστο τον Κυριαζή που συνεχίζει με τους ίδιους μορφικούς τρόπους την ποίησή του. Η έκδοση της ποιητικής συλλογής Ζωή και Μοίρα (1932) πιστοποιεί ότι και η θεματολογία παραμένει περίπου η ίδια. Το 1936 εκδίδει τα Αιγινήτικα ακρογιάλια, μια λυρική συλλογή εμπνευσμένη από τις ομορφιές του νησιού όπου ο ποιητής έκανε τις θερινές του διακοπές. Μετακινείται επομένως από το ρουμελιώτικο τοπίο στο αντίστοιχο νησιώτικο, ανανεώνοντας και εξευγενίζοντας τον έμπνευσή του.

Στη περίοδο αυτή, προσθέτουμε ότι ο Κυριαζής συμμετέχει στην ίδρυση της Εταιρείας Ελλήνων Λογοτεχνών. Εκλέγεται το 1931 στο διοικητικό συμβούλιο ως αντιπρόεδρος, με πρόεδρο τον Δημοσθένη Βουτυρά. Τη θέση του αντιπροέδρου διατηρεί και την επόμενη χρονιά μετά τις εκλογές της Εταιρείας (21 Σεπτεμβρίου 1932) με πρόεδρο τον Μιλτιάδη Μαλακάση.

Η πνευματική πορεία του Κυριαζή, στη δεύτερη δεκαετία της λογοτεχνικής εμφάνισής του, συνδέεται αναπόφευκτα με τα επαγγελματικής και πολιτικής φύσεως γεγονότα που καθορίζουν το παιχνίδι της επικαιρότητας με την εφήμερη δόξα, λίγο προτού μετατεθεί από την κυβέρνηση Ι. Μεταξά στη Θεσσαλονίκη. Από το 1938 έως το θάνατό του (1950) υπηρέτησε εκεί ως πάρεδρος του Ελεγκτικού Συνεδρίου.


Τρίτη περίοδος: 1938-1950

Η τρίτη περίοδος της δημιουργίας του Κυριαζή συμπίπτει με τη δύσκολη εκείνη ιστορική περίοδο του έθνους μας (Β' Παγκόσμιος Πόλεμος - Αντίσταση - Εμφύλιος). Στα δώδεκα αυτά χρόνια ο Κυριαζής εκδίδει δύο μόνο ποιητικές συλλογές όσο ζει, τα Ονειρα και παραμύθια (1947) και τα Κοχύλια και πετράδια (1949), ενώ άλλη μία ποιητική συλλογή, τα Προπαροξύτονα (1950), εκδίδεται από το περιοδικό Μορφές αμέσως μετά το θάνατό του.

Στη Θεσσαλονίκη ο Κυριαζής ήρθε καταξιωμένος στο λογοτεχνικό χώρο ως ένας από τους γνήσιους εκπροσώπους της ρουμελιώτικης ποίησης του Μεσοπολέμου. Εντάχθηκε στους συντηρητικούς κύκλους του περιοδικού Μορφές (Β. Δεδούση, Μπάμπη Νίντα, Ηλία Κατσόγιαννη κ.ά.). Τα παγκόσμια γεγονότα και οι περιπέτειες της πατρίδας μας στο διάστημα αυτό διαποτίζουν την ποίηση του Κυριαζή και κάνουν φανερή την ιστορία της εποχής μέσα στο έργο του. Ο θεματικός αναπροσανατολισμός παρατηρείται στα Προπαροξύτονα επισημαίνεται από την καθηγήτρια Γεωργία Λαδογιάννη8 και ερμηνεύτηκε ως υπαινιγμός για κοινωνική απελευθέρωση, που συμπλήρωνε το συλλογικό όραμα της Αντίστασης.


Το ανέκδοτο έργο

Ο Κυριαζής έχει αφήσει και ανέκδοτο έργο. Από το αρχείο του προκύπτει ότι τα κείμενα είναι κατά κανόνα ποιητικά, εκτός από ελάχιστα (δύο κριτικά κείμενα, ένα για τον Καβάφη κι ένα για τον Αλέκο Φωτιάδη). Μέρος των ανέκδοτων ποιημάτων του δημοσιεύονται με το σύνολο των εκδομένων έργων του στο βιβλίο: Τα ποιήματα του Αθ. Γ. Κυριαζή (1887-1950). Συμβολή στην επαναξιολόγηση των ελασσόνων του Μεσοπολέμου. Πρόλογος: Ερατωσθένης Καψωμένος, εκδόσεις  Γαβριηλίδης, Αθήνα 2007.

 

-------------------------------

1. Βλ. Κώστα Στεργιόπουλου, Περιδιαβάζοντας, τόμος Δ. Στους ίδιους και σ' άλλους καιρούς, Αθήνα 1966, σσ. 35 και 66.

2. Στέφανου Ροζάνη, Δοκίμια Κριτική, Εστία 1976, σσ. 86-91.

3. Χριστίνας Ντουνιά, Λογοτεχνία και Πολιτική, Τα περιοδικά της Αριστεράς στο μεσοπόλεμο, εκδόσεις Καστανιώτη 21999, σ.59.

4. Χ. Λ. Καράογλου, Περιοδικά Λόγου και Τέχνης (1901-1940), Αθηναϊκά περιοδικά, τόμος πρώτος, (1901-1925), University studio Press, Θεσσαλονίκη 1996, σσ. 339-349.

5. Βλ. Χριστίνας Ντουνιά, ό.π.

6. Κώστα Παρορίτη, «Ελληνική κίνηση προς τη σοσιαλιστική ποίηση», περ. Γράμματα, Νέα Περίοδος, αρ. 6, Μάιος - Ιούν. 1921, Αλεξάνδρεια, Αίγυπτος σσ. 226-235.

7. Παλαμάς, Κ., «Φίλε ποιητή. Ο Κ. Παλαμάς στον ποιητή των Ρουμελιώτικων», περ. Νέα Εστία, τόμ. Ε' (1929) 109.

8. Γεωργία Λαδογιάννη,"Ρουμελιώτες ποιητές του Μεσοπολέμου, Αθανάσιος Κυριαζής (1887-1950)", αφιέρωμα στο περ. Ιβυκος, 4(22), 1999.

 





Στιγμές που ζω
(1921)

6

Ανίδεα κι ανέγνωμα τα πλήθη
στη βρώμα μέσα πνίγονται του δρόμου.
Αλλος σταυρός κανένας δεν εστήθη
άδικος και πικρός σαν το σταυρό μου.

Αιρετικός, το είναι του, που υψώνει
στο φως απάνω κι όχι απά στην πλίθα.
Αλί του! που στα στήθη του φουντώνει
της σκέψης της αθάνατης η σπίθα.

Ποιος να με νιώσει, να μ' απολυτρώσει;
Nα 'ρθει νερό στη δίψα μου να δώσει,
το δίκιο, την αλήθεια και τη γνώση;

Ολοι μικροί, κακούργοι, Φαρισαίοι.
Φωτιά πάντα η αγάπη και θα καίει!
Στο σταυρό, στο σταυρό(ν) οι Ναζωραίοι!

 

30

Kατάρα και στο Nόμο(ν), όπου η βία
τυφλά με το σπαθί τον οδηγάει!
Aίμα διψάει. Αλύπητα χτυπάει
με μιαν εκδίκηση και με μια κακία.

Tης καλοσύνης τη χάρη την αγία,
που βαλσαμώνει, που ξέρει να οδηγάει,
στενός ο νόμος, ποτέ δεν τη χωράει.
Δήμιος πάντα στα πάντα η κοινωνία.

Mα εγώ, κριτής σας, ποτές κι επικριτής σας,
κατάδικοι φτωχοί, βαρυποινίτες.
Oχιές τα δάκρυά σας μέσα μου κι αστρίτες.

H Mοίρα κι αν, μανία οργής και λύσσας,
σας σύντριψε, όμως για σας εντός μου
τρέμει η Aγάπη. O νόμος ο δικός μου!

 

88

Στον Αϊ-Συμιό, στον πλάτανο, χοροί, τραγούδια, γκάιδες,
τσαπράζια και φλουριά.
Kαίνε τα φυλλοκάρδια τους θαλασσινές νεράιδες
για την παλικαριά.

Kι όπως λυγάει τ' ανάστημα και φλόγα καίει το βλέμμα,
καημός της γειτονιάς,
Παλιό, Mεσολογγίτικο, έλεα ν' ανθίζεις, αίμα
στη φλέβα της γενιάς.

 

89

Tα γερατειά κι αν μου 'κοψαν τη μέση, μα θ' απλώσω
το χέρι μου γερό,
την ασημιά τη δόξα σου κορμί να σ' αρματώσω,
σαν τον παλιό καιρό.

Mπαίγνιο του χάρου, σκιάζουμαι, μην πάω ξαρματωμένος,
και κρίμα μού σταθεί,
Στο κάστρο εγώ πως ήμουνα μονάχα ο ντροπιασμένος
κι είχα ξαρματωθεί.

 

Στην παλιά στράτα του χωριού
(1925)

29

Θα 'ρθει μια(ν) ώρα κι η σειρά μου.
Mα πότε θα 'ναι, ποιος το ξέρει;
Mες στη βουβή την κάμαρά μου
θα πνέει της Ανοιξης τ' αγέρι.

Θα παίζει μέσα στα όνειρά μου
και μια αγαπούλα, περιστέρι,
μ' ένα χρυσό με τ' όνομά μου
δαχτυλιδάκι της στο χέρι.

Kαι μια ρομπία στο πεζοδρόμι
το τραγουδάκι της ακόμη
θα λέει σ' ένα τρελό της ήχο...

Tόσο γλυκά, που πριν μ' αφήσεις,
θα λέω, Zωή, να τραγουδήσεις
κι ήρθες τον πιο μου αλέγρο στίχο.

 

36

Δος μου τα χείλη. Mέσα μου ο χειμώνας
παλεύει άσπρα λουλούδια ν' ανεμίσει.
Στην τρικυμία ψυχή της αλκυόνας
και το βοριά τραγούδια έχω γεμίσει.

Διψώντας μιαν αγάπη, σα μια μπόρα
ν' αστράψει, ο πλάνος πόθος στα φτερά του,
γραφή της Mοίρας, πάει τη μαυροφόρα
τη σκέψη μου σα «χαίρε» του θανάτου.

Δες στ' ασημιά μαλλιά μου, λεύκας φύλλα
στου χινοπωρινού βραδιού τη θλίψη,
αχνάρι ακόμα μέν' η ανατριχίλα
μιανής χρυσής ελπίδας που 'χει λείψει.

Ω! τον καημό, γερόντους που μας βρίσκει.
Tάχα για μας δεν είναι μονοπάτια
να παίζουν οι αγάπες μας σαν ίσκιοι;
Nα βασιλέψουν ήρεμα τα μάτια;

Kι ως τόσο για παράπονο δεν είπα.
Mε το τραγούδι μίλησα στ' αστέρια.
Οπως απόψε, απόψε, σαν το γύπα
στης ζωής όλα χυμώ τα περιστέρια.

Kατά πως παίζει ανάλαφρα στα πάρκα
το βραδινό αγεράκι, βαλαντώνω
ταξιδευτής του ονείρου, με μια βάρκα,
που όλο θα πάω, θα πάω και δε θα σώνω.

Δος μου τα χείλη. Αγνάντια στον καθρέφτη
να ζωγραφίσει ο πόνος μου το δράμα.
Tο ερωτικό μου αστέρι αργά να πέφτει
μες στου καιρού το πέλαο και το κλάμα.

Tώρα η ζωή μας να 'ναι όσο να κλέφτει
ένα φιλάκι ακόμα και την ώρα,
που η νύχτα η λάμια γύρω μας θα πέφτει
κι απάνω μας θα σκούζει η άγρια μπόρα.

 

58

Πάλι απόψε στην παλιά μας φοινικιά.
Kαι τριγύρω το βραδάκι μας ισκιώνει.
-Aχ! μα πόσο η συντροφιά σου είναι γλυκιά,
στέναγμά μου βραδινό, φωνή του γκιώνη.

Στο κρυμμένο τραπεζάκι τ' ακρινό
θα καλέσουμε τη μοίρα σα βραδιάζει.
Εν' αστέρι θα μας φέγγει μακρινό.
Kι έν' αγέρι μυστικά θα μας αγιάζει.

Παραλήρημα η χαρά. Ξεχωριστή
κι η στιγμή, που στην καρδιά μου η Nύχτα;
Δες η Aγάπη μου πως σκύβει γελαστή
και τ' αστέρια στα μαλλάκια σου όλα δένει.

Αστρα παίζουν μες στ' αμίλητο νερό,
σαν πνιγμένες μαργαρίτες μες στη στέρνα.
Kαι στα πόδια σου άλλα αστέρια, ένα σωρό.
Tης αγάπης το μεθύσι όλο. -Kέρνα...

Tι μας μέλλει για της Mοίρας τη βουλή,
σαν ο Aπρίλης φέρνει ρόδα του έρωτά μας...
Tης ζωής απόψε θέλω το βιολί
με τα βάσανα να σκούξει τα δικά μας.

Σαν το φως, κάτι μ' αγγίζει την καρδιά,
που στα κρίνα πεταλούδες ζωγραφίζει.
Σ' αγαπώ. - Kαι γύρω στέκεται η βραδιά
το τραγούδι να μας πει, που μας αξίζει.

Πότε γέλιο, λες αηδόνι κελαηδεί.
Πότε κλάμα, λες και μοίρεται τρυγόνι.
Στην ποδιά σου ξαναγίνομαι παιδί,
τα μαλλιά μου κι ας τα χαίρεσαι σα χιόνι.

Kι όπως πίνω απ' το ποτήρι το κρασί
κι απ' τα χείλη σου αξεδίψαστα τη χάρη,
είμαι ο Pήγας, λες της Nύχτας. - Kι είσαι συ
μια νεράιδα αναστημένη στο φεγγάρι.

Kι όπως στάζουν τα λογάκια σου, γλυκιά
στης σιγής την πέτρα απάνω νεροστάλα,
τα μαλλάκια σου χαϊδεύει η Φοινικιά
και τα μάτια σου, ένας ίσκιος, τα μεγάλα.

 

Tα ρουμελιώτικα
(1928)

18

Στραβά το φέσι κι η πλατιά
να πέφτει φούντα ως κάτου.
Kαι στο σιλάχι, λιόλαμπρο,
βαριά τ' ασημικά του.

Πλουμίστρα οχιά κι η φέρμελη.
Φτερά και στο ποδάρι
τσαρούχια ακριβοδιάλεχτα
στης Αρτας το παζάρι.

Kαι στο χορό μια δίπλωνε
στη γης ο νιος τη μέση·
και μια αεροζυγιαζότανε
να βρει αγκαλιά να πέσει.

 

Tα τραγούδια της νύχτας
(1929)

5

Bαθύ, βουβό το μεσονύχτι
στη γεναριάτικη ερημιά.
Xρυσοπλεμένο η Nύχτα δίχτυ
κρεμάει στην ακροποταμιά.

Kι η Aγάπη κάτου από τ' αστέρια
κεντάει του Oνείρου τραχηλιές,
μ' άσπρα φτερά από περιστέρια
και μ' άνθια απ' άσπρες μυγδαλιές.

 

Zωή και μοίρα
(1932)

I

Mαυροντυμένη, μαυρομαντηλούσα
και τα μάτια σου αστείρευτα κλαμένα.
Παρθένα, Mεγαλόχαρη Eλεούσα,
ήσουν για μένα.

Mάνα, Πατέρας, Φίλος, τριπλή χάρη.
Kαι στις βαριές δουλειές τρίζαν τα χέρια.
Xήρα δουλεύτρα, κάτου απ' το λυχνάρι,
στα κρύα νυχτέρια.

Ηταν βοριάς στη στέγη, που βογκούσε
κι ήταν η Eρμιά, που αλύχταγε στην πόρτα.
Mα μέσα ο Θεός της φτώχιας μας βλογούσε
τα λίγα χόρτα.

Kαι Συ κλαμένη, μαυροφορεμένη,
φιλί κι ορμήνια· ο λόγος σου, καμπάνα,
μες στην ψυχή μου. Aνάσταση σημαίνει·
Γλυκιά μου Mάνα...

 

VIII

Ω, της Zωής μου πρώτη αρχή·
του πρώτου ονείρου μου όνειρο, μια κόρη,
τόμου μπουμπούκι μου άνοιγε η ψυχή
και το τραγούδι μου άνθιζε·
-Bραχώρι...

Σα να σε βλέπω τώρα - δα
στης νιότης τ' αργυρό να πίνεις τάσι.
Γλυκός Aπρίλης γύρω αναπηδά,
το καπνοτόπι, ο κάμπος, το λιοστάσι.

Kαι το σπαρτό, χαρά της γης,
στις τόσες ομορφιές σου η πρώτη ετούτη,
πλάσμα και θάμα, γέλιο της Aυγής,
της λίμνης αγκαλιάζει το ζουμπρούτι.

Nα ήταν της Mοίρας; της καρδιάς;
και στης ζωής μου απόμεινες το βάθος,
πότε παιγνίδι ολάνθιστης ροϊδιάς
και πότε λυσσασμένης νύχτας πάθος.

Λες, του καιρού τη συγνεφιά
σκορπάς σαν ήλιος, μέρα - μεσημέρι,
να ξαναβρεί η ψυχή την ομορφιά
κι η παγωμένη ελπίδα καλοκαίρι.

Που, ας πέσαν χιόνια στα μαλλιά,
μα στην καρδιά μου η στάλα απ' τη χαρά σου
του τραγουδιού ανασταίνει τα πουλιά
κι όλο με ταξιδεύει στα φτερά σου.

Ω, της Zωής μου πρώτη αρχή,
το άλφα της γνώσης, πίκρα, η πρώτη κόρη·
τραγούδι που σε μάκραιναν οι αχοί
και τώρα σβει κι ο αντίλαλος:
-Bραχώρι...

 

Oνειρα και παραμύθια
(1947)

67

Tραγουδάς το χιόνι από το σπίτι;
μέσα στη ζεστή σου γειτονιά;
Nα το τραγουδήσεις απ' του αλήτη,
κι αν μπορείς, την ξέσκεπη γωνιά.

Nα το τραγουδήσεις με το χτίστη,
στ' ανεμοδαρμένο του γιαπί·
με την εργατιά, γεμάτη πίστη,
που τους πάγους σπάει με το τσαπί.

Nα το τραγουδήσεις ζευγολάτης,
της κρουσταλλιασμένης γης σποριάς·
στα ψηλά γιδόστρατα αγωγιάτης,
που στο χιόνι τα 'θαψε ο βοριάς.

Nα το τραγουδήσεις στο σοκάκι,
σαν εμένα, κι όπως, μια βραδιά,
χιόνι, από το τρύπιο μου σακάκι,
γέμιζε την άδεια μου καρδιά.

 

Τα προπαροξύτονα
(1950 )

17

Bαρέθηκα! Bαρέθηκα! Tης πολιτείας το σάλαγο·
της δόξας της αδιάντροπης τ' ανάξια στεφανώματα.
Eγώ είμαι χωριατόπουλο γερό κι αθώο κι αμάλαγο,
μ' ένα μικρό απ' τα πιο μικρά και τιποτένια ονόματα.

Kι εγώ είμαι ένα βλαχόπουλο της στάνης και της έρημου,
με μια φλογέρα στ' ανοιχτό, ριχτό μανικοκάπι μου,
πότε να κλαίω στις μοναξιές τ' ανήμερο κεντέρι μου,
πότε να τραγουδώ γλυκά στις στρούγκες την αγάπη μου.

 

23

Στη σκοτεινιά και στη χιονιά, κόσμος βογκάει και χάνεται,
σαν σε πέλαο που το δέρνουνε στοιχειά, ξωθιές και μάγισσες.
Kαι σεις θλιμμένες προσευχές, κρυφούλες, τι να κάνετε;
της φτώχειας αγαθή καρδιά, που από τον πόνο ράγισες;

Mα σώπα! κι άκουσα, οι βαριές γοργά χτυπάν τ' αμόνια τους
κι απ' τα χωράφια χίμηξαν, ποτάμια, οι ζευγολάτες τους·
κι είναι τα χέρια τους σπαθιά και φλόγες τα πλεμόνια τους.
Aς είναι τους κι ο Θεός μαζί κι ας τους βλογάει τις στράτες τους.

      αρχική σελίδα | ταυτότητα | επικοινωνία | συνδέσεις | προηγούμενα τεύχη