τα ΜΙΚΡΑ ενθυμήματα..
    
Αφιέρωμα στον Παντελή Μπέττα
Click to download the main image download main image Click to download the main image
Η βιβλιοθήκη
του Μάρκου Αυγέρη

A'
Η Βιβλιοθήκη του Μάρκου Αυγέρη (1884-1973) δωρήθηκε, σύμφωνα με τη διαθήκη του, στη Βικελαία Δημοτική Βιβλιοθήκη Ηρακλείου. Η Έλλη Αλεξίου (1894-1988), αδερφή της Γαλάτειας Καζαντζάκη (1881-1962), με επιστολή της στις 30.5.1976 προς το Δημοτικό Συμβούλιο Ηρακλείου πρόσφερε και τη δική της βιβλιοθήκη στον ομώνυμο Δήμο. Ως εκ τούτου και οι δύο φιλοξενούνται συνενωμένες στον ίδιο χώρο.
Η προσεκτική αναδίφηση του υλικού αυτού μας οδηγεί στις παρακάτω διαπιστώσεις:
1. Δεν υφίσταται αυτόνομη βιβλιοθήκη Μάρκου Αυγέρη. Με βάση το υπάρχον σώμα των 2398 αντιτύπων, δεν μπορούμε να είμαστε βέβαιοι ποιος ήταν ο αρχικός κάτοχος αρκετών βιβλίων. Από το 1962, χρονιά του θανάτου της συζύγου του Αυγέρη Γαλάτειας, ο Αυγέρης και η Αλεξίου συγκατοικούν στο ίδιο σπίτι και πολλά βιβλία που τους αποστέλλονταν φέρουν αφιέρωση και στους δύο. Πέραν τούτου, υπάρχουν αρκετά έντυπα που ήταν αφιερωμένα στη Γαλάτεια Καζαντζάκη, ακόμη και στον πρόωρα χαμένο σύζυγο τής Έλλης Αλεξίου, τον Βάσω Δασκαλάκη (1897-1944).   Επιπλέον, εισχώρησαν και βιβλία που δεν ανήκαν σε κανέναν από τους προηγούμενους, αλλά βρέθηκαν στα χέρια τους προφανώς ύστερα από δανεισμό.
2. Η βιβλιοθήκη αυτή πρέπει να έχει υποστεί απώλειες αγνώστου αριθμού εντύπων. Ο Αυγέρης όπως και η Αλεξίου ήταν άνθρωποι που στη διάρκεια του μακρόχρονου βίου τους διατηρούσαν έναν ευρύ κύκλο κοινωνικών και λογοτεχνικών σχέσεων, και όσον αφορά τον πρώτο, η εκτενής και για ορισμένα θέματα επαναλαμβανόμενη και συνεχής κριτική ή δοκιμιογραφική του δραστηριότητα, θα συνεπάγονταν ως ένα σημείο και την κατοχή εντύπων τα οποία, αν δεν τα είχε προμηθευτεί ο ίδιος, θα μπορούσαν να του είχαν δωρηθεί. Θα αναφέρω εδώ ένα παράδειγμα για να είμαι ακριβέστερος: Στη Βιβλιοθήκη Γιώργου και Μαρώς Σεφέρη, που βρίσκεται και αυτή στη Βικελαία, εντόπισα ανάμεσα σε άλλα κείμενα του Αυγέρη και ένα ανάτυπο που περιείχε την εργασία του «Εισαγωγή στην ποίηση του Παλαμά», η οποία δημοσιεύτηκε στο περιοδικό Berliner Byzantinistische Arbeiten (Band 17, Βερολίνο 1959) και είχε στην πρώτη σελίδα την εξής αφιέρωση: «Στον κύριο Γιώργο Σεφέρη/ με πολλές ευχαριστίες για το βιβλίο του/ που θα το διαβάσω με μεγάλη επιμέλεια/ Μ. Αυγέρης». Τα μόνα βιβλία του Σεφέρη που βρέθηκαν στη βιβλιοθήκη Αλεξίου – Αυγέρη είναι η έβδομη έκδοση των Ποιημάτων (Ίκαρος 1967) και η τέταρτη έκδοση των μεταφράσεων του Θ.Σ. Έλιοτ (Η Έρημη Χώρα και άλλα ποιήματα, Ίκαρος 1967), τα οποία μάλιστα δεν φέρουν ιδιόχειρη αφιέρωση του νομπελίστα ποιητή. Θεωρώ απίθανο για το Αυγέρη, ο οποίος για εφτά και πλέον δεκαετίες παρακολουθούσε τη λογοτεχνική κίνηση, να μην έχει στην κατοχή του κανένα άλλο βιβλίο ενός τόσο πολυσυζητημένου προσώπου όπως ο Σεφέρης, δεδομένου ακόμη ότι συμμετείχε το 1961 στον συλλογικό τόμο Για τον Σεφέρη. Τιμητικό αφιέρωμα στα τριάντα χρόνια της «Στροφής».
3. Η βιβλιοθήκη αυτή δεν περιέχει πλήρη σειρά βιβλίων ή ανατύπων των κατόχων της. Εντύπωση προξενεί το γεγονός ότι βρέθηκαν ελάχιστοι τόμοι ή τεύχη περιοδικών, παρά το γεγονός ότι ο Αυγέρης και η Αλεξίου συνεργάστηκαν κατά καιρούς με πληθώρα τέτοιων εκδόσεων. Γνωρίζουμε ότι ο πρώτος επιχείρησε προς το τέλος της ζωής του να συγκεντρώσει τα δημοσιευμένα κείμενά του, και έτσι εξηγείται εν μέρει το γεγονός ότι εντοπίστηκαν τεύχη περιοδικών όπου άρθρα του ιδίου είχαν αφαιρεθεί με ξυράφι. Μπορεί λοιπόν, αποσπώντας έντυπα από τη φυσική τους θέση, να ξεχώρισε ό,τι τον αφορούσε άμεσα. Πάντως το υλικό αυτό λανθάνει ή έχει χαθεί οριστικά.
4. Ορισμένο αρχειακό υλικό που ανήκε στην Έλλη Αλεξίου, στη Γαλάτεια Καζαντζάκη και στον Μάρκο Αυγέρη φυλάσσεται στο Ε.Λ.Ι.Α.   Όσον αφορά τον τελευταίο, ελάχιστα τεκμήρια διασώζονται σε έναν μικρό φάκελο που περιέχει κυρίως αλληλογραφία. Αρκετά χειρόγραφα βρέθηκαν στη Βικελαία μέσα στις σελίδες των βιβλίων, είτε με τη μορφή σημειωμάτων που γράφονταν στις αρχικές ή στις τελευταίες σελίδες βιβλίων, είτε ως αυτόνομα φύλλα διαφόρων μεγεθών. Θα μπορούσαμε συνεπώς να πούμε ότι τα παραπάνω τεκμήρια συνιστούν τα τελευταία υπολείμματα των αρχείων του Αυγέρη και της Αλεξίου.
5. Να σημειωθεί επίσης ότι για ένα διάστημα αρκετά από τα βιβλία αυτά εντάχθηκαν στο δανειστικό τμήμα της Βικελαίας. Αργότερα, επί διευθύνσεως του αείμνηστου Νίκου Γιανναδάκη, αφαιρέθηκαν από τo συγκεκριμένο τμήμα για να αποτελέσουν μια ενιαία βιβλιοθήκη. Το γεγονός όμως ότι για άγνωστο διάστημα μέρος των βιβλίων δανείστηκε σε αναγνώστες, μας εμποδίζει να θεωρήσουμε ορισμένα αναγνωστικά ίχνη ότι ανήκουν στους πρώτους κατόχους. Ούτε επίσης γνωρίζουμε αν κατά τον δανεισμό τους αφαιρέθηκαν ή χάθηκαν σημειώματα που υπήρχαν μέσα. Συνεπώς η βιβλιοθήκη αυτή δεν φτάνει στον σημερινό μελετητή εξ ολοκλήρου ακέραιη. Και εκκρεμεί ακόμη μία οργανωμένη ταξινόμησή της με βάση τη σύγχρονη βιβλιοθηκονομία, αλλά και η παραδοσιακή ή ηλεκτρονική δημοσίευσή της. Επίσης εντύπωση προξενεί το γεγονός ότι βρέθηκαν και μερικά έντυπα που εκδόθηκαν μετά το 1976, πράγμα που μας κάνει καχύποπτους για το αν εισχώρησε υλικό που δεν ανήκε στους αρχικούς κατόχους.
6. Να προσθέσουμε, τέλος, ότι η Έλλη Αλεξίου, μετά το 1976 και μέχρι τον θάνατό της, συνέχιζε να λαμβάνει βιβλία τα οποία δεν βρήκαν τη φυσική τους θέση πλάι σε εκείνα που δωρήθηκαν στη Βικελαία.
Πάντως, όπως και να έχουν τα πράγματα, η παραπάνω βιβλιοθήκη διαγράφει πρισματικά και συμπληρωματικά τα πορτρέτα των ανθρώπων που τη συγκρότησαν, χωρίς να σημαίνει αυτό κατανάγκην ότι οι αναγνωστικές τους εμπειρίες ταυτίζονται με έναν δοσμένο κατάλογο βιβλίων. Μέσα από τις αφιερώσεις, επίσης, πληροφορούμαστε για ένα ευρύ φάσμα ανθρώπινων και λογοτεχνικών σχέσεων που είχαν αναπτυχθεί στη διάρκεια της ζωής τους. Έτσι παλαιότεροι και νεότεροι δημιουργοί αποστέλλουν τα έργα τους ως ένδειξη φιλίας και κυρίως εκτίμησης για την ποικιλόμορφη προσφορά τους, ενώ παράλληλα επίδοξοι λογοτέχνες επιζητούν μία θετική κρίση από τους δύο καταξιωμένους των γραμμάτων.

Στο σημείο αυτό θα ήταν χρήσιμη μία σύντομη περιγραφή των θεματικών ενοτήτων που συγκροτούν τη Βιβλιοθήκη Αυγέρη-Αλεξίου:
Ελληνική αρχαιότητα (μεταφράσεις αρχαίων κειμένων, μελέτες για τη λογοτεχνία, την κοινωνία και την τέχνη εν γένει).
Νεοελληνική λογοτεχνία (εκδόσεις και μελέτες): δημοτικά τραγούδια, κρητική λογοτεχνία, νεοελληνικός διαφωτισμός, Κάλβος, Σολωμός, Παλαμάς, μεταπαλαμικοί, γενιά του 1920, γενιά του 1930, μεταπολεμική λογοτεχνία, γενιά του '70. Απουσιάζουν πρώτες εκδόσεις του Σικελιανού, του Καζαντζάκη, του Καβάφη, του Παλαμά και σημαντικών εκπροσώπων της γενιάς του ’30 (λ.χ. Γ. Θεοτοκάς, Ο. Ελύτης, Α. Εμπειρίκος, κ.ά.), ενώ αντίθετα εμφανίζεται μια πληθώρα άγνωστων λογοτεχνών που δεν διακρίθηκαν στη συνέχεια. Αν οι παραπάνω απουσίες δεν υποδηλώνουν μία κριτική στάση, τότε οι διαρροές εντύπων πρέπει να ήταν σημαντικές.
Ξένη λογοτεχνία (κυρίως αμερικανοί, άγγλοι, ρώσοι και γάλλοι λογοτέχνες).
Θέατρο (νεοελληνικό και παγκόσμιο).
Φιλοσοφία, αισθητική, τέχνη.
Πολιτική, κοινωνικές επιστήμες (μαρξισμός- λενινισμός, σοσιαλισμός, καπιταλισμός, κοινωνικοί αγώνες, εργατικό ζήτημα, οικονομικά συστήματα, ανθρώπινα δικαιώματα, ανεργία, κοινωνικό δίκαιο κ.ά.).
Ιστορία ελληνική, ευρωπαϊκή και παγκόσμια (ξένες επαναστάσεις και επαναστατικά κινήματα, Ελληνική Επανάσταση, Μικρασιατική Καταστροφή, Κατοχή, Εθνική Αντίσταση, Κυπριακό κ.ά.).
Αρχαιολογικά.
Κρητολογικά (ιστορικά, αρχαιολογικά).
Λαογραφία.
Ταξιδιωτικά, περιηγητικά- γεωγραφικά.
Βιβλία που αφορούν την επαγγελματική δραστηριότητα του Αυγέρη (ιατρικά, υγιεινολογικά προγράμματα, κοινωνικές ασφαλίσεις κ.ά.).
Διάφορα (βιβλιογραφίες ατομικές ή γενικές, εκκλησιαστικά κ.ά.)
Περιοδικά (κυρίως τεύχη της Επιθεώρησης Τέχνης).

B'
Στο σημείο αυτό θα περάσω σε ένα αλλο σημαντικό θέμα που αφορά την ύπαρξη των αναγνωστικών ιχνών σε αρκετά από τα εντύπα της βιβλιοθήκης Αυγέρη - Αλεξίου. Πρόκειται για σημειώσεις στις αρχικές ή στις τελευταίες σελίδες των βιβλίων ή ακόμα και σε ξεχωριστά φύλλα. Ο μελετητής έρχεται σε επαφή με έναν πλούσιο αναγνωστικό κώδικα, δηλαδή τον προσωπικό τρόπο κατανόησης και επικοινωνίας με τους ορατούς και αόρατους αρμούς των κειμένων. Οι σημειώσεις αυτές καταδεικνύουν μία άμεση ανάγκη να ανοιχτεί ένας άνετος και απροσχημάτιστος διάλογος με τον εκάστοτε συγγραφέα, χωρίς φυσικά να υπάρχει προς το παρόν δυνατότητα αντιλόγου. Η γραφή του Αυγέρη είναι βιαστική, “τρεμάμενη” και πολλές φορές δυσανάγνωστη, σαν να αγωνίζεται να καθηλώσει την κριτική έμπνευση και να καταγράψει απροκάλυπτα την ουσία της σκέψης του, έστω κι αν το αποτέλεσμα είναι ένας λόγος πρωτογενής και ακατέργαστος. Γι' αυτό και στα κείμενα αυτά συναντούμε πολλές διαγραφές, διορθώσεις και μουντζούρες οι οποίες επιβραδύνουν ή εμποδίζουν το έργο της μεταγραφής. Οι απόψεις εδώ εκφράζονται άμεσα και χωρίς συμβατικές επικαλύψεις, ξεφεύγουν ενίοτε από τα όρια της ευγένειας, αφήνοντας να παρεισφρύσουν ειρωνικές ή και ισοπεδωτικές κρίσεις. Θα λέγαμε ότι τα «ιδιωτικά» ή «απόκρυφα» αυτά κείμενα, συνδυαζόμενα με δημοσιευμένες μορφές και με αρχειακές ή άλλες πηγές (λ.χ. αλληλογραφία), μπορούν να φωτίσουν τη σταδιακή και την πραγματική πρόσληψη ενός έργου από έναν αναγνώστη. Διότι πολλές φορές ο δημοσιευμένος κριτικός λόγος, κινούμενος στα πλαίσια της συγκατάβασης, κρύβει επιμελώς τις πραγματικές προθέσεις του δίνοντας πρόσφορο έδαφος για  παρερμηνείες.
Για να γίνω σαφέστερος θα αναφέρω δύο παραδείγματα που αφορούν δύο μείζονες ποιητές, τον Κ.Π. Καβάφη και τον Γιώργο Σεφέρη, τους οποίους συνδέει κάτι κοινό, όπως θα γράψει πρόχειρα ο Αυγέρης στο οπισθόφυλλο της έκδοσης (1963) των ποιημάτων του πρώτου: «Καβάφης- Σεφέρης, κι οι δύο ασχολούνται με τον ξεπεσμό του ελληνισμού, ο πρώτος βλέποντας τα περασμένα, ο δεύτερος τα σημερινά».
1. Ο Αυγέρης αφήνει στα περιθώρια των σελίδων της 7ης έκδοσης των Ποιημάτων του Σεφέρη (1967) αρκετά αναγνωστικά ίχνη. Ξεκινά τη νεότερη ανάγνωσή του από το «Μυθιστόρημα», και συγκεκριμένα από το ΙΕ' μέρος, αφήνοντας πίσω το πρώιμο έργο του ποιητή. Ο γηραιός πια αναγνώστης επισημαίνει κυρίως στίχους ή χωρία όπου κυριαρχεί το έλλογο στοιχείο, ή έχουν αποφθεγματικό, θυμοσοφικό και διδακτικό χαρακτήρα (λ.χ. «Βουλιάζει όποιος σηκώνει τις μεγάλες πέτρες»/ «Δε θέλω τίποτε άλλο παρά να μιλήσω απλά, να μου δοθεί ετούτη η χάρη»).
Αν συνεξετάσουμε το υλικό αυτό με το δοκίμιο που παρουσιάστηκε το 1961 στον γνωστό αφιερωματικό τόμο Για τον Σεφέρη, θα διαπιστώσουμε ότι η νεότερη ανάγνωση δεν προσθέτει τίποτε σε σχέση με την προηγούμενη. Ο κριτικός θεωρεί ότι το έργο του κατοπινού έλληνα νομπελίστα είναι «από τα κορυφαία στη νέα μας ποίηση», ωστόσο, διατηρεί αρκετές επιφυλάξεις για την τέχνη αυτή, η οποία χαρακτηρίζεται «δύσκολη» και «ερμητική». Αυτό όμως που τον αναδεικνύει, όπως λέει, δεν είναι ο ερμητισμός αλλά «η διαύγεια κ' η λυρική ποιότητα των εικόνων, η ποικιλία κι ο πλούτος της παράστασης, καθώς κ' η λυρική σκέψη που τη συνοδεύει». Όταν μάλιστα «η ειλικρίνεια των συναισθημάτων κ' η λυρική σκέψη βρίσκουν την έκφρασή τους… τότε η τέχνη του Σεφέρη φτάνει …σε εξαιρετική λάμψη». Μα όταν παρεμβαίνει ο ερμητισμός, η παραπάνω συνεργία «είναι βάρος κ' εμπόδιο στην ποιητική ενέργεια κι οδηγεί στην αισθητική αδράνεια». Από μια πληθώρα χαρακτηρισμών, συμπεραίνουμε ότι ο Αυγέρης ως κριτικός επιχειρεί να αποτιμήσει τη σεφερική τέχνη με βάση την παλαιότερη ποίηση, την οποία εξάλλου υπηρέτησε και ο ίδιος ως λογοτέχνης. Από την άλλη βέβαια επιδοκιμάζει τις αρετές του Σεφέρη: εγκράτεια, λιτότητα, αυτοκυριαρχία, ενότητα εκφραστικών στοιχείων, κ.ά. Η βασική του όμως αντίρρηση επικεντρώνεται στη θεματολογία του κρινόμενου. Το «Μυθιστόρημα», λ.χ., «εικονίζει το καταστροφικό κι αντικλασικό σήμερα ενός κόσμου εξαντλημένου που πάει προς τη δύση του» αλλά και ότι «Οι παλιές δόξες ενός κόσμου χαμένου κι ο σημερινός εθνικός ξεπεσμός δεν αφήνουν τον ποιητή να ιδεί τα ζωτικά κινήματα που αναταράζουν τα βάθη των σημερινών λαών και του λαού μας». Ο παρακμιακός και απαισιόδοξος, δηλαδή, Σεφέρης στέκεται στο αντίποδα των προτιμήσεων του Αυγέρη.
Η νεότερη ανάγνωση που επιχειρεί ο Αυγέρης, όπως διαγράφεται μέσα από τη μελέτη των αναγνωστικών ιχνών, φαίνεται ότι αναψηλαφεί την προηγούμενή του κριτική προσέγγιση, φέροντας μέσα της ορισμένα στοιχεία της μαρξιστικής παθολογίας. Ο Σεφέρης είναι ένας κορυφαίος ποιητής αλλά η σχέση του με την πραγματικότητα διαπιστώνεται προβληματική. Ο κόσμος του είναι βουλιαγμένος και η τέχνη του πένθιμη και απελπισμένη. Οι υπογραμμίσεις στα περιθώρια των σελίδων εντοπίζουν τις ψηφίδες αυτού του γεμάτου φαντάσματα και θρυμματισμένου στο πέρασμα των αιώνων κόσμου. Το ζήτημα είναι και παραμένει κατά βάση ιδεολογικό. Ο απαισιόδοξος Σεφέρης «δεν μπόρεσε ως την ώρα να αποχτήσει άμεση κοινωνική χρησιμότητα, γιατί εκφράζεται κατά τρόπο σκοτεινό, μυστικό και υποβλητικό, δηλαδή απρόσιτο στο κοινό και γιατί είναι διαποτισμένος από μια ιδεολογία σύμφωνη με την ιδεολογία του κόσμου που κρίνεται, έστω κι αν παίρνεται στη μορφή που διατηρεί τον ανθρωπισμό της εποχής της ακμής του αστικού ευρωπαϊκού κόσμου.»
Αναλύοντας τον αναγνωστικό κώδικα του Αυγέρη διαπιστώνουμε ότι έχουμε να κάνουμε με έναν προσεχτικό και επίμονο κριτικό που μελετάει επαρκώς το κείμενο μικροσκοπώντας τις λέξεις όσο και τα σύνολα, που ιχνηλατεί τις ποικίλες γραμματειακές πηγές και διαβάζει τους στίχους όσο και τα φιλολογικά σχόλια που ακολουθούν. Έτσι:
α) Ψηλαφεί τις αρχαίες καταβολές της σεφερικής ποίησης και αναζητά τις ξένες επιδράσεις.
β) Προτείνει διορθώσεις στο περιθώριο προσπαθώντας να εκλογικεύσει σεφερικούς στίχους.
γ) Bάζει στα περιθώρια ερμηνείες λέξεων.
δ) Προβαίνει σε ερμηνείες χωρίων.
ε) Yπογραμμίζει κομβικά σημεία ποιημάτων, δηλαδή εκείνα που κατά τη γνώμη του προσφέρουν αμεσότερα ερμηνευτικά κλειδιά για την προσέγγισή τους.  
στ) Διορθώνει τυπογραφικά σφάλματα της 7ης έκδοσης.

2. Το δεύτερο παράδειγμα έχει να κάνει με ένα ιστορικό για την καβαφική βιβλιογραφία έργο. Πρόκειται για την εργασία του Στρατή Τσίρκα, Ο Καβάφης και η εποχή του, (Αθήνα, Κέδρος 1958). Το βιβλίο αυτό, που φέρει ιδιόχειρη προσωπική αφιέρωση του συγγραφέα, είναι, περισσότερο από κάθε άλλο έντυπο της βιβλιοθήκης του, κατάφορτο από πυκνές σημειώσεις, εκατοντάδες ερωτηματικά, θαυμαστικά, κάθετες γραμμές και υπογραμμίσεις, που εκτείνονται από το εξώφυλλο ως το οπισθόφυλλο. Από τα ποικίλα αποτυπώματα της μελάνης και λιγότερο του μολυβιού, μπορούμε να υποθέσουμε ότι τα αναγνωστικά αυτά ίχνη δημιουργήθηκαν σε διάφορες χρονικές στιγμές. Είναι τοποθετημένα σε καίρια σημεία του κειμένου, ερχόμενα να επιτελέσουν έναν ανασκευαστικό και απομυθοποιητικό ρόλο. Από μια υποσημείωση σε άρθρο του Δημήτρη Ραυτόπουλου στο περιοδικό Ελληνική Αριστερά (Σεπτ. 1964), πληροφορούμαστε ότι ο Αυγέρης έστειλε στο παραπάνω έντυπο κριτική του για το βιβλίο του Τσίρκα αλλά αυτή δεν συμπεριλήφθηκε στην ύλη του. Τελικά οξύτατη κριτική για την εργασία αυτή δημοσιεύτηκε έξι χρόνια αργότερα στο δυσεύρετο περιοδικό Πολιτική- Οικονομική Έρευνα. Οι περιπέτειες και η υποδοχή που γνώρισαν οι απόψεις του Αυγέρη διαφαίνονται σε αδημοσίευτες επιστολές του αρχείου του. Παράθέτω δύο χαρακτηριστικά αποσπάσματα από γράμματα του τελευταίου προς τον Τίμο Μαλάνο:
Αθήνα 2 Απριλ. 1964
Αγαπητέ κύριε Μαλάνο,
Είχα μάθει για τα άρθρα σας και σκόπευα να τ' αναζητήσω μα σας ευχαριστώ πολύ [που] μου τα στείλατε. Είναι μια σκληρή αναίρεση της μυθιστορίας, όπως ορθά την αναφέρετε, του Τσίρκα Ο Καβάφης και η εποχή του.
Μα ποιος με καλή πίστη και υγιά κρίση άνθρωπος δε θα συμφωνούσε μαζί σας. Τα ίδια πάνω – κάτω έγραφα κ' εγώ σ' ένα άρθρο για τα μυθιστορήματα και την κριτική του Τσίρκα πριν από πολλούς μήνες, μα δε θέλησαν να το δημοσιέψουν στην Επιθ. Τέχνης γιατί αναιρούσε όλες τις υπεύθυνες γνώμες της και τους εξέθετε μπροστά σ' όλους τους αριστερούς. Έπρεπε να κινήσω γη και ουρανό για να δημοσιευθεί πριν από μήνα περίπου στο θεωρητικό όργανο Ελληνική Αριστερά το πρώτο μέρος. Το δεύτερο μέρος που αφορά τους μύθους του Τσίρκα για τον Καβάφη, περιφέρεται ακόμα από συρτάρι σε συρτάρι. Ελπίζω ωστόσο πως τελικά θα δημοσιευτεί στην Ελλ. Αριστ. που άργησε να κυκλοφορήσει […]. Ελπίζω δηλαδή πως θα δημοσιευτεί, γιατί κ' εδώ φτάνει η δύναμη των διαστρεμμένων συντελεστών της Ε.Τ. [Επιθεώρησης Τέχνης] και μπορεί να καταφέρουν να μη δημοσιευτεί. […]

Στη δεύτερη επιστολή (με στοιχεία: Αθήνα 18.5.1964) ο Αυγέρης αναφέρει  τα παράκάτω:

Όσο για τα δικά μου τελευταία δύο άρθρα, το α' [“Μερικά προβλήματα ιδεολογίας και τέχνης (Παρατηρήσεις στο έργο του Στρατή Τσίρκα”] ύστερα από οχτώ μήνες που γύριζε από συρτάρι σε συρτάρι, βρήκε τέλος μια θέση στην Ε.Α. [Ελληνική Αριστερά, τχ. 7 (Φεβρ. 1964) 49-55] και δε διαβάζεται σχεδόν καθόλου. Το β' που αφορά μόνο τη μελέτη του Τσίρκα Ο Καβάφης και η εποχή του στα τελευταία με επέμβαση της κλίκας που παρουσιάζεται σήμερα δυνατότερη από μένα, δε δημοσιεύτηκε. Γι' αυτό αναγκάστηκα να καταφύγω σ' άλλο περιοδικό “Έρευνα οικον. και πολιτική” [Πολιτική- Οικονομική Έρευνα] και θα δημοσιευτεί εκεί από την αρχή. Η Έρευνα είναι εξωκομματικό φύλλο μα ίδια αριστερό με τ' άλλα. Μόλις κυκλοφορήσει θα σας το στείλω.[…]

Οι πυκνές σημειώσεις που υπάρχουν στο βιβλίο Ο Καβάφης και η εποχή του θα μπορούσαν να θεωρηθούν το ακατέργαστο πρόπλασμα του παραπάνω άρθρου.
Η πρώτη φράση που αποτυπώνεται στο εξώφυλλο και κάτω από τον τίτλο είναι μια σχεδόν υποτιμητική άποψη που αφορά τον ίδιο τον Καβάφη, όχι τον ποιητή, αλλά τον άνθρωπο: «Ένας που φεύγει έντρομος μπροστά στις κοινωνικές Εριννύες». Η δεύτερη φράση διατυπώνει τη διαφωνία του Αυγέρη για τον τίτλο της εργασίας: «Ο τίτλος του βιβλίου θα ήταν πιο σύμφωνος με το περιεχόμενο αν ήταν μόνο Η εποχή του Καβάφη. Πολλά λέει [ο Τσίρκας] γι' αυτή κ' ελάχιστα για τον ίδιο τον ποιητή». 
Ακολουθούν κάποιες άλλες διαπιστώσεις: «Όμως οφείλουμε να ομολογήσουμε πως ο κ. Τσίρκας είδε στην κριτική του πολλά και διάφορα, καλά και στραβά και θετικά κι' αρνητικά, δεν έφτασε ωστόσο ως το σημείο να δει κι άλλα, πως ο Καβάφης ανήκει στον κόσμο της ακμής ή και πώς ανακαλύψαμε στο πρόσωπό του ένα νέο εθνικό ποιητή! Τα παραστρατήματα οπωσδήποτε κανένας δεν θα βρεθεί να τα φορτώσει στην καμπούρα της μαρξιστικής θεωρίας».
Α. Παραθέτω στη συνέχεια μια επιλογή από τις σημειώσεις αυτές για να ακολουθήσει αργότερα ο σχολιασμός τους. Ο Αυγέρης στοχεύει κυρίως στην κριτική ικανότητα του Τσίρκα:
«Το κολλητό ντουέτο ανάμεσα στο κάθε ποίημα και σ' ένα ορισμένο εξωτερικό περιστατικό είναι η αδυναμία αυτής της κριτικής, η προσπάθεια άμεσης σύνδεσης.» (σελ. 212).
«μια άλλη υπόθεση-βεβαιότητα» (σελ. 238).
«Δεν μπορεί ο Μπάτλερ [Samuel Butler] να τον οδηγήσει [τον Τσίρκα] σε τίποτε σοβαρά συμπεράσματα αν δεν είχε [ο Καβάφης] από πριν σχηματισμένη στέρεη γνώμη για την Εκκλησία και για τις υποσχέσεις της για μέλλουσα ζωή.» (σελ. 242).
«αυθαίρετες υποθέσεις όπως πάντα» (σελ. 242).
«από τις σπάνιες ορθές παρατηρήσεις του κριτικού» (σελ. 242).
«η ασυδοσία του [Τσίρκα] είναι από τις σπάνιες καθώς κ' η τόλμη του στην παραχάραξη της πραγματικότητας» (σελ. 259).
«[ο Τσίρκας] βρίσκεται διαρκώς στο περιθώριο, φλυαρεί για πολλά και ποικίλα, μα οι ουσίες τού διαφεύγουν πάντα, γιατί δεν πάει καλόπιστα να βρει το σωστό, παρά αγωνίζεται πώς ν' αναιρέσει τις ακλόνητες θέσεις του Μαλάνου, που διηγείται από ισόρροπη κρίση κι απο καμιά προκατάληψη» (σελ. 291)
«Φοβάται μη τυχόν συμφωνήσει σε τίποτε με την αντίθετη γνώμη· όλη η επιχειρηματολογία του κανονίζεται απ' αυτή την αντιρρητική ψυχολογία.» (σελ. 292)
«Είναι εξοικειωμένος με τις αντιφάσεις· ή ίσως πιστεύει πως οι αντιρρήσεις του τον κάνουν πρωτότυπο. Αστάθεια λογική, παραδοξολόγες υποθέσεις· κριτική αντιρρησία» (σελ. 298).
«αυτά είναι αυθαίρετες υποθέσεις»/ «η μια αντίφαση πλάι στην άλλη» (σελ. 298).
«”Δε θέλει [ο Καβάφης] να γράψει για τον έρωτά του, γιατί κάθε ομολογία του απάνω σ' αυτόν θαρχόταν σε σύγκρουση με την πρόληψη των άλλων που για τον έρωτα έχουν τα κανονικά γούστα, όχι γι' αυτόν, που έχει απαλλαχθεί από την πρόληψη του ορθόδοξου έρωτα”. Κι' αυτό είναι μια ομολογία σύμφωνη μ' όλες τις άλλες· πού βλέπει ο Τσ. τη σύγκρουση ανάμεσα στο  σώμα και στο πνεύμα. Το παράδοξο είναι πως ενώ θέλει να εξηγήσει στην κοινωνική τους συνάρτηση όλα τα φαινόμενα, εδώ πάει στην αντίθεση [ανάμεσα] στο σώμα και στο πνεύμα; Κι αυτό μια αντίφαση της λογικής του. Δεν τον τρώει η έγνοια της αλήθειας, μα η μανία της αντίρρησης, της αντιλογίας· αυτό φανερώνει  ένα είδος φιλοδοξίας κ' υπεροπτικής έξαρσης.» (σελ. 298).
«αυτό είναι ψυχανάλυση» (σελ. 299).
«[ο Τσίρκας] λέει κι αμέσως αναιρεί» (σελ. 299).
«Προς τι ο τόσος δικολαβισμός; Φιλόδοξη επίδειξη. Πρόκληση για θόρυβο γύρω από τ' όνομά του;» (σελ. 301).
«Κατά τι διαφέρει το δεύτερο από το τρίτο κλειδί; Το πραγματικό από το ψυχικό γεγονός; Σε ποια χώρα γίνεται το ένα και σε ποια το άλλο; μήπως δεν υπάρχει συγχρονισμός; Αυτή η τριχοτόμηση της ποιητικής λειτουργίας και της αισθητικής συγκίνησης μου φαίνεται έξω από την πραγματική εσωτερική διαδικασία της σύνθεσης.» (σελ. 318).
«Λάθος πέρα για πέρα [η φράση υπογραμμισμένη]. Είναι τολμηρός παραδοξολόγος [ο Τσίρκας]· λίγο απέχει από την αγιοποίηση του Καβ. Ένας poéte maudit [υπογραμμισμένες οι γαλλ. λέξεις] απόστολος των καιρών κι ανορθωτής του κόσμου.» [Ο Τσίρκας ισχυρίζεται ότι το “Περιμένοντας τους Βαρβάρους” είναι «πριν απ' όλα ένα μήνυμα του ποιητή προς το μέλλον. Γι' αυτό και κάθε διαστρέβλωση της βαθύτερης ουσίας του ισοδυναμεί με πνευματική προδοσία.»] (σελ. 322).
«Τι θα πει αυτό το κορακίστικο;!» [απάντηση στο: «Η φαντασία του Καβάφη είναι περισσότερο πλαστική παρά δημιουργική»]. (σελ. 328)
«με τέτοια βάση δε γίνεται κανένας σπουδαίος ποιητής» [Ο Τσίρκας γράφει: «Χρειάζεται [ο Καβάφης] πάντα κάποιον  ερεθισμό, που κατά κανόνα τον βρίσκει στο τυπωμένο κείμενο, βιβλίο ή εφημερίδα» (σελ. 328)
«τι ατσίδας κριτικός που είναι αυτός ο Τσίρκας!» (σελ. 328).
«Πάντα αυτές οι αναφορές σε ορισμένα γεγονότα της σύγχρονης ιστορίας της Αλεξ[άνδρειας]· είναι τραβηγμένες από τα μαλλιά.» (σελ. 328).
«Χρειάζεται υπομονή να τον παρακολουθήσει κανείς [τον Τσίρκα] στις τέτοιες αναλύσεις του τις χτισμένες στον αέρα.» (σελ. 329).
«αυτό είναι από τ' άγραφα, πολύ πρωτότυπο» (σελ. 363).
«Φανταστικό διήγημα, για φανταστικό προσωπο […]» [σχετικά με το υποθετικό δίλημμα του Καβάφη για το αν θα πάει εθελοντής στον πόλεμο του 1897] (σελ. 363).
«!!Αγγίζει συχνά το γελοίο με αποφασιστικότητα» (σελ. 365).
«Η αδυναμία του είναι οι αφηγηματικές παρεκβάσεις και οι έντονες τάσεις προς το μυθιστόρημα.» (σελ. 369).
«Ρόλο μεγάλου κοινοτικού ηγέτη αγωνίζεται [ο Τσίρκας] να δώσει σ' έναν άνθρωπο που έπαιζε όλη του τη ζωή κρυφτούλι και με τους κοντινούς του.» (σελ. 369)
«Σχέση στα άσχετα» [για την άποψη του Τσίρκα: «Έτσι οι “Θερμοπύλες” είναι η αντίθετη όψη του “Δωδεκάλογου του γύφτου”»] (σελ. 369).
«Η ταχυδακτυλουργία σα μέθοδος κριτικής» (σελ. 404)

Β. α) Παράλληλα ο Αυγέρης εκφέρει κρίσεις για την ποιότητα της τέχνης του αλεξανδρινού ποιητή και τη σχέση τής ποίησής του με την πραγματικότητα:
«κακές ρίμες», εννοώντας τις ρίμες «στίχοι-τύχη-ήχοι-τοίχοι» «Αοιδός» (σελ. 271).
«Τεχνητά σχήματα όλα αυτά. Η αξία της ποίησης του Κ. στηρίζεται ολόκληρη στο εσωτερικό δράμα του, όταν αυτό υπάρχει υπάρχει και το ποίημα, όταν λείπει δεν υπάρχει ποίηση ούτε προοπτική, η ποίησή του γίνεται πεζή, χωρίς βάρος. Τίποτε δεν τη σώζει τότε, ούτε η εκλoγή στις λέξεις, ούτε η δουλεμένη φράση, ούτε η ιδιοτυπία στο ύφος, όλη η ποίησή του είναι επίπεδη και τέτοια είναι στο μεγαλύτερο μέρος της.» (σελ. 320).
Επίσης απαντώντας στην άποψη του Τσίρκα ότι ο Καβάφης ήταν «θιασώτης της πιστής απεικόνισης της ζωής» γράφει: «καμιά πιστή απεικόνιση· η μετάθεση στην ιστορία φανερώνει συγκάλυψη, απόκρυψη, καμουφλάρισμα, παραποίηση της πραγματικότητας.» (σελ. 301).
β) Στο στόχαστρο όμως του Αυγέρη μπαίνει και η ανθρώπινη προσωπικότητα του Καβάφη:
«για την ηθική του απομόνωση δεν αιτιάται τον εαυτό του μα τις κοινωνικές εριννύες και τα κοινωνικά credo» (σελ. 272).
Ο Τσίρκας γράφει για τον Καβάφη: «Αρνήθηκε τιμές και δράση, το εμπόριο, τα κοινοτικά, για ν' αφιερωθεί στην ποίηση. Το νόημα τούτο τον προικίζει με στωικότητα και φανατισμό για την τέχνη.» Και ο Αυγέρης απαντά: «Μα δεν είχε το ηθικό κύρος για τίποτε παρόμοιο, κι ο Κ. τόξερε αυτό πολύ καλά κι αν ήθελε ακόμα τέτοιες τιμές ή τέτοια δράση, - που χωρίς άλλο δεν μπορούσε να τις θέλει, όπως μαρτυράει όλη η προσεκτικότητά του, ο γνωστός χαρακτήρας του κι' η κοινωνική εκτίμηση χαμηλής θερμοκρασίας- κι αν θάθελε δε θα μπορούσε να επιδιώξει κάτι τέτοιο.» (σελ. 366).
Ο Αυγέρης σχολιάζει τη φράση «”πάλ' εις μικρόν γενναίοι”» του ποιήματος “Θερμοπύλες”: «Σε κανένα κατάλογο ευεργετών, κοινοτικών ή εθνικών  εισφορών, κατά τα ίδια τα λεγόμενα του βιογράφου, δε βρίσκεται τ' όνομά του [Καβάφη]. Πόσο ήταν το ενδιαφέρον του για τα κοινά.». Εδώ ο Αυγέρης παγιδεύεται από την μέθοδο του Τσίρκα, εφόσον χρησιμοποιεί τη συγκεκριμένη φράση σε σχέση με εξωτερικά δεδομένα, για να διαπιστώσει σε τελική ανάλυση την υποκρισία του Καβάφη, ότι δηλαδή η ευαισθησία του για τα κοινά ήταν ανύπαρκτη. (σελ. 404)

Γ. Σε ορισμένα σημεία μάλιστα, όταν ο Τσίρκας αναφέρεται στον ίδιο τον Αυγέρη, ο τελευταίος προβαίνει σε προσωπικές εξομολογήσεις οι οποίες υπό άλλες συνθήκες δεν θα ήταν ανακοινώσιμες: «ως τα σήμερα δεν έχω διαβάσει σχεδόν τίποτε απ' όσα έχουν γραφεί για τον Κ.[Καβάφη]. Μόνο κάποια άρθρα 2 ή 3 δημοσιευμένα στην Αγγλ. Επιθεώρηση – και τον Παπανούτσο που δε θυμούμαι καθόλου τι γράφει.» (σελ. 285). Σε άλλο σημείο ο Τσίρκας γράφει: «Το “φαινόμενο Καβάφη” παύει κι αυτό να είναι “ξεμοναχιασμένο κι απαρομοίαστο μ' όποιο άλλο”, αν σωστά συσχετισθεί με τις καταστάσεις του κοινωνικού του περίγυρου. Αλλά τις καταστάσεις αυτές ο κ. Αυγέρης δεν μπορούσε να τις ξέρει. Στηρίχτηκε μ' όλη του την καλή πίστη στις πληροφορίες των αλεξαντρινών βιογράφων του ποιητή και στην ιστορία του παροικιακού αστισμού, που έγραψαν οι απολογητές του αγγλόφιλου προσανατολισμού της Αλεξαντρινής Κοινότητας ύστερα από το θάνατο του Γεωργίου Αβέρωφ». Και ο Αυγέρης απαντάει: «ούτε και τώρα μπόρεσα να σχηματίσω καθαρή αντίληψη· η παροικία της Αιγ. αρχίζει να ξεπέφτει πραγματικά όταν οι δουλειές όλες κι οι επιχειρήσεις αρχίζουν να περνούν στα χέρια των ντόπιων κι αυτή η διαδικασία της μεταλλαγής διαρκεί κάμποσο από τις αρχες του αιώνα μας.» (σελ. 302). Και αλλού σημειώνει ο Τσίρκας: «Ίσως αυτό [το ποίημα “Μέρες του 1896”] έκαμε τον κ. Αυγέρη να πει: “Όπως το λέει κι ο ίδιος, ο αστικός κόσμος της Αιγύπτου ήταν αυστηρών αρχών”». Για να απαντήσει στη συνέχεια ο Αυγέρης: «Δεν έχω υπ' όψη μου αυτό το ποίημα μα άλλο από τα πολύ γνωστά του, που δεν το θυμούμαι τώρα· θα το βρω» (σελ. 302).

Συμπερασματικά, σε σχέση με το δεύτερο παράδειγμα, θα μπορούσαμε να πούμε τα εξής: Ο Αυγέρης έρχεται να ανατρέψει εκ βάθρων το φιλολογικό σύστημα του Τσίρκα. Θεωρεί ότι ο τελευταίος φωτογραφίζει παραμορφωτικά τον ποιητή μέσα από τους στίχους του, διαστρεβλώνει, διογκώνει ή ακόμα επινοεί εξωλογοτεχνικά ή ενδολογοτεχνικά ερεθίσματα (αναλογίες, παράλληλα χωρία, αντικατοπτρισμούς) ως πηγές της καβαφικής τέχνης, και κατασκευάζει βεβαιότητες μέσα από αστήρικτες υποθέσεις. Άλλοτε πάλι παίζει το ρόλο του συνηγόρου του Καβάφη επιχειρώντας να δικαιολογήσει συμπεριφορές του ή ακόμα να δημιουργήσει «άλλοθι» που να πλαστογραφούν την πραγματική του εικόνα. Πιστεύει ότι ο κρινόμενος ουσιαστικά «σβύνει τα χνάρια του Καβάφη» (σελ. 303). Τον ενοχλεί η μυθιστορηματικότητα της γραφής του Τσίρκα, τα εκφραστικά πυροτεχνήματα και οι λεκτικές ασάφειες και γενικώτερα το ύφος εκείνο που είναι ξένο προς έναν κριτικό λόγο συμπαγή και στηριγμένο σε στέρεη επιχειρηματολογία. Η επιμονή του να ελέγχει “ταχυδακτυλουργικά” και να ρυθμίζει αυθαίρετα το νοηματικό σύμπαν των ποιημάτων του Καβάφη, οδηγούν τον Αυγέρη στην άποψη ότι η ενασχόλησή του Τσίρκα με τον αλεξαντρινό είναι μια φιλόδοξη κίνηση άγονης επίδειξης ερευνητικών ικανοτήτων και αυτοπροβολής. Αλλά από την άλλη σκέφτεται ότι ο Τσίρκας, ως αριστερός διανοούμενος, θα έπρεπε να είναι περισσότερο προσεκτικός για να μη δώσει λαβές στους επικριτές της μαρξιστικής θεωρίας. Αυτή η σχέση αιτιοκρατίας ανάμεσα στο ποιητικό υποκείμενο και στην εποχή του και ανάμεσα στο έργο τέχνης και στις συνθήκες που το περιβάλλουν, ξεπερνάει τα όρια της υπερβολής, οδηγώντας τη μαρξιστική αντίληψη στη διακωμώδηση.
Η σχέση του λογοτεχνικού κειμένου με την πραγματικότητα δεν μπορεί, κατά τον Αυγέρη, να είναι ευθύγραμμη γιατί επεμβαίνει αδιάγνωστα η καλλιτεχνική αίσθηση η οποία διυλίζει το βιωματικό, βιογραφικό ή κοινωνικό περίγραμμα. Δηλαδή το λογοτεχνικό κείμενο δεν είναι ένα κλειστό σύνολο που ερμηνεύεται με τους κοινωνιολογικούς ακροβατισμούς ή τους αυθαίρετους και σε τελική ανάλυση ατελέσφορους συσχετισμούς του Τσίρκα.  Από την άλλη ενδέχεται η οξεία αυτή αντίδραση του Αυγέρη να υποδηλώνει και την αδιόρατη έναρξη μίας διαδικασίας ελέγχου ή εκσυγχρονισμού της μαρξιστικής μεθόδου. Μήπως τελικά η στάση απέναντι στο έργο του Τσίρκα τον κατευθύνει στην ανομολόγητη συμφιλίωση με τις ετερόδοξες απόψεις που αναπτύσσονταν μέσα στη χοάνη του περιοδικού Επιθεώρηση Τέχνης;
Άλλοτε πάλι ο Αυγέρης, ζυγίζοντας στοχαστικά το ειδικό βάρος των λέξεων, αντιδράει απέναντι στις ασαφείς διατυπώσεις οι οποίες μπορούν να εκληφθούν ως επικρίσεις προς την ιδεολογική παράταξη που υποστηρίζει. Μην ξεχνούμε ότι ο ευαισθητοποιημένος αναγνώστης της εποχής που εκδίδεται το παραπάνω βιβλίο δεν είναι απροκατάληπτος, καθώς ζει σε ιστορικές συνθήκες ιδιαίτερα αντίξοες για  το στρατόπεδο στο οποίο ανήκει. Όταν, λ.χ., ο Τσίρκας γράφει: «Στα 1951, στις πιο κρίσιμες ώρες του ψυχρού πολέμου, κάποιος που ερχόταν από τη Γερμανία, πληροφορούσε τους αλεξαντρινούς πως εκεί το δημοφιλέστερο ποίημα του Καβάφη ήταν το “Περιμένοντας τους βαρβάρους”.[….] Κι έτσι, ύστερα από το “Θερμοπύλες”, προσαρτιόταν τώρα κι αυτό στο ιδεολογικό οπλοστάσιο μια ορισμένης πολιτικής.» Ο Αυγέρης αντιδράει σε αυτή την ασαφή πληροφόρηση και σπεύδει να διευκρινίσει στο αριστερό περιθώριο: «Ποιας πολιτικής; όχι της αριστερής βέβαια που δεν περιμένει τους βαρβάρους.» (σελ. 321). Και στο δεξί περιθώριο: «μα η προσδοκία των βαρβάρων κι ο επικείμενος μεσαίωνας είναι ίσια- ίσια μια έμμονη ιδέα των φιλοσόφων της αντίδρασης, Κάυζερλιγκ, Μπερντιάεφ, […] Σπένγγλερ, που προβλέπουν καταστροφή του πολιτισμού από την πρόοδο του αριστερισμού κ’ ιδιαίτερα της σοβιετικής δύναμης.» (σελ. 321). Εδώ ο Αυγέρης αναρωτιέται για την οπτική γωνία με την οποία βλέπει ο αριστερός Τσίρκας τις καταστάσεις, επειδή, ίσως, δεν διασαφηνίζει τις πραγματικές του προθέσεις. Ο κριτικός δηλαδή, προσπαθεί να διαφυλάξει τον χώρο και τις ιδέες που πρεσβεύει η αριστερά απέναντι στους θολούς υπαινιγμούς του Τσίρκα.
Ολοκληρώνοντας θα λέγαμε ότι οι σημειώσεις αυτές του Αυγέρη στοιχειοθετούν έναν ενεργό κρίκο στην αλυσίδα των αντιδράσεων που προκάλεσε η έκδοση του βιβλίου Ο Καβάφης και η εποχή του. Ο Αυγέρης δηλαδή συντάσσεται με ένα μεγάλο μέρος των κριτικών της εποχής του, οι οποίοι ελέγχουν την εργώδη προσπάθεια του Τσίρκα και αμφισβητούν τη μεθοδολογική βάση της εργασίας του. Ο λόγος του Αυγέρη δεν είναι δηλαδή τόσο παρωχημένος και εγκλωβισμένος σε στεγανά όπως πίστευε, λ.χ., ο Γ.Π. Σαββίδης.   Μπορεί οι πεποιθήσεις του να ευθυγραμμίζονται με το επίσημο δόγμα, αλλά θα ήταν υπερβολή να ισχυριστούμε ότι το αισθητικό του σύμπαν παρέμεινε αρραγές και απρόσβλητο από τις ανανεωτικές τάσεις του μεταπολεμικού χρόνου.
Εν κατακλείδι θα ήθελα να συνοψίσω ως εξής: η μελέτη της βιβλιοθήκης μιας σύνθετης προσωπικότητας όπως ο Αυγέρης θα έρθει να συμπληρώσει την εικόνα που έχουμε από τα δημοσιευμένα του έργα, τη στιγμή που τα έντυπά της λειτουργούν ως πεδία ενός ιδιότυπου διαλόγου. Πόσο επαρκώς, λ.χ., μπορούμε να αντιληφθούμε τις διαθλάσεις ή μεταλλάξεις της μαρξιστικής θεωρίας στη διαμόρφωση της κριτικής του ιδιοσυγκρασίας αν, πέρα από τα γραπτά του, δεν διεξέλθουμε τις πυκνές σημειώσεις στα θεωρητικά κείμενα της βιβλιοθήκης του (λ.χ. στα κείμενα του Λούκατς), καθώς μάλιστα δεν έχει διασωθεί ολόκληρο το αρχείο του πνευματικού αυτού ανθρώπου; Ιδιαίτερα στην εποχή μας, όπου έχουν αμβλυνθεί οι αντιθέσεις και οι ιδεολογίες, μπορούμε διατηρώντας την αναγκαία επιστημονική απόσταση να αντικρύσουμε νηφαλιότερα τα πράγματα για να προβούμε σε ορθότερες και ακριβέστερες αποτιμήσεις της προσφοράς των κριτικών του αριστερού χώρου.

 

Ανακοίνωση στο Επιστημονικό Συνέδριο: Μάρκος Αυγέρης. 30 χρόνια από το θάνατό του, Ιωάννινα 17-19 Οκτωβρίου 2003· Διοργάνωση: Πανεπιστήμιο Ιωαννίνων, Τομέας Μεσαιωνικής και Νέας Ελληνικής Φιλολογίας – Δήμος Ζίτσας. Ιδιαίτερες ευχαριστίες οφείλω στον κ. Στυλιανό Αλεξίου και στην κ. Ευγενία Ζήκου για τις πολύτιμες πληροφορίες που μου έδωσαν, και στη βιβλιοθηκάριο της Βικελαίας κ. Άννα Μαυρογιάννη για τις διευκολύνσεις που μου παρείχε.

Βλ. την υπ’ αριθμόν 165/1976 απόφαση του Δημοτικού Συμβουλίου Ηρακλείου (Συνεδρία της 8ης Ιουνίου 1976). Επίσης, τις σχετικές ειδήσεις στον ημερήσιο τύπο: «Η δωρεά των Βιβλιοθηκών Μ. Αυγέρη- Ε. Αλεξίου», «Τα βιβλία της δωρεάς Αυγέρη – Αλεξίου», Αλλαγή, Ηρακλείου, 17.6.1976 και 1.7.1976 αντίστοιχα.

Να σημειωθεί ότι στον αριθμό αυτό δεν συμπεριλαμβάνονται τα δεκάδες τεύχη περιοδικών.

1. Στράτης Μυριβήλης, Η δασκάλα με τα χρυσά μάτια, Μυθιστόρημα, Δεύτερη έκδοση, Αθήνα· αφιέρωση: «Στους πολύ αγαπημένους μου/ συναδέλφους Δασκαλάκηδες/ θύμηση/ [δυσανάγνωστη υπογραφή]. 2. Λιλίκα Νάκου, Οι παραστρατημένοι, Μυθιστόρημα, Αθήνα, Γκοβόστης 1935· αφιέρωση: «Στην αγαπημένη/ Λιλίκα/ [δυσανάγν. λέξεις] τον καλό/ τον Κο Βάσσο/ Με αγάπη/ Λιλίκα Νάκου»

Τέτοια βιβλία είναι τα παρακάτω: 1. Πάρης Κωνσταντινίδης, Κοινωνικά ιδεώδη και ανθρώπινη φύση. Δοκίμια πάνω στη βιολογική πλευρά κάποιων κοινωνικών προβληματισμών, Αθήνα 1945· αφιέρωση: «Στον κ. Κ. Βάρναλη/ με άπειρο σεβασμό/ Πάρις Κωνσταντινίδης/ Αθήνα 21.9.45»· στο εξώφυλλο είναι γραμμένο με μολύβι και με το χέρι του Αυγέρη το όνομα του ίδιου. 2. Ρίτα Μπούμη- Παπά, Καινούργια χλόη, Αθήνα, Μαυρίδης 1949· αφιέρωση: «Στον αγαπητό μου  φίλο/ κ. Λευτέρη Αλεξίου, τον/ ποιητή της Αμαλίας, που/ με το τρυφερό τραγούδι του ανάστησε/ νικώντας το θάνατό της/ Με ειλικρινή αγάπη/ Ρίτα Μπούμη- Παπά [υπογραφή]/ Αθήνα, Φλεβ. 1951/ Χαρ. Τρικούπη, 88».

Τα άλλα βιβλία του Αυγέρη που υπάρχουν στη Βιβλιοθήκη Γιώργου και Μαρώς Σεφέρη είναι τα παρακάτω: 1. Μάρκος Αυγέρης, Ο Έλιοτ ποιητής του δυτικού κόσμου, Λογοτεχνική Γωνιά, χ.χ.· 2. Μάρκος Αυγέρης, Άγγελος Σικελιανός. Ι. Η ποίησή του. ΙΙ. Το θέατρό του. ΙΙΙ. Κριτικός απόλογος, Αθήνα 1952· 3. Μάρκος Αυγέρης, Αντίδρομα και παράλληλα, Στίχοι, Αθήνα 1969· το τελευταίο με την ακόλουθη αφιέρωση: «Στο Γιώργο Σεφέρη/ τον πρωτομάστορη κι οδηγό/ στη σύγχρονη ελληνική ποίηση/ προσφορά τιμής κι αγάπης/ Μάρκος Αυγέρης/ 17 Ιανουαρίου 1970».

Θα μπορούσα να αναφέρω ακόμη ένα παράδειγμα: σε αδημοσίευτη επιστολή του Aυγέρη στον Στρατή Tσίρκα, που βρίσκεται στο Aρχείο του τελευταίου στο E.Λ.I.A. και φέρει ημερομηνία 15.11.1958, ο αποστολέας ισχυρίζεται το εξής: «Aγόρασα επίτηδες το έργο του [Mαλάνου] για να το γνωρίσω στο σύνολό του [...].» Tο μόνο όμως βιβλίο του Tίμου Mαλάνου που βρέθηκε στη Bιβλιοθήκη Aυγέρη, και αυτό εκδομένο μεταγενέστερα, είναι το παρακάτω: Δειγματολόγιο (κριτικά διάφορα), Αθήναι, Εκδοτικός Οίκος Φέξη 1962· Mε αφιέρωση: «Στον διδάσκαλο και φίλο κ. Μάρκο Αυγέρη, / με όλη μου την εκτίμηση/ Τ. Μαλάνος».

Στη βιβλιοθήκη του Πανεπιστημίου Κρήτης στο Ρέθυμνο εντόπισα δύο βιβλία που ανήκαν στη Βιβλιοθήκη Μέλπως και Octave Merlier, με ιδιόχειρη αφιέρωση της Έλλης Αλεξίου: 1. Μάρκος Αυγέρης, Θεωρήματα, Αθήνα, Ίκαρος 21972· αφιέρωση: «Στην κορυφαία προσωπικότητα/ της ελληνικής και γαλλικής διανόησης,/ τον Οκτάβ Μερλιέ, με απόλυτη / την εκτίμηση και την αγάπη μου,/ Έλλη Αλεξίου/ Αθήνα 29.6.1975». 2. Έλλη Αλεξίου, Και υπέρ των ζώντων, Αθήνα, Κέδρος 1972· αφιέρωση: Στην κορυφαία προσωπικότητα/ της ελληνικής και γαλλικής/ διανόησης, τον Οκτάβ Μερλιέ,/ με απόλυτη την εκτίμηση/ και αγάπη μου/ Έλλη Αλεξίου/ Αθήνα 29.6.1975». Κανένα αντίτυπο από τις παραπάνω δύο εκδόσεις δεν βρέθηκε στη Βιβλιοθήκη Αυγέρη- Αλεξίου, πράγμα που μας κάνει να υποθέσουμε ότι ίσως η πεζογράφος τα αφαίρεσε από τη προσωπική της βιβλιοθήκη (ο Αυγέρης είχε ήδη πεθάνει) για να τα χαρίσει στον Merlier.

«Όλη δε την περυσινή χρονιά, 1972, είχαμε γίνει βάρος στον ανιψιό μου το Στυλιανό Λευτέρη Αλεξίου, γιατί ήθελε ο Αυγέρης να του βρει ο Στέλιος και να του φωτοτυπήσει οτιδήποτε δικό του, ή για κείνον βρισκότανε στα περιοδικά της αρχής του αιώνα, κυρίως στα Παναθήναια. Ένιωθε πολύ ζωηρή την επιθυμία να συγκεντρώσει όλες τις εργασίες του.»: Έλλη Αλεξίου, «Για τον Αυγέρη», Το Βήμα, 12.9.1973.

Όπως με πληροφόρησε η κ. Ευγενία Ζήκου, υπεύθυνη του Μουσείου της οικογένειας Αλεξίου, από την Έλλη Αλεξίου διασώζεται και άλλο υλικό που βρίσκεται στην κατοχή της.

Ο φάκελος αυτός περιέχει μερικά αυτόγραφα (ποιήματα ή σημειώματα) του Αυγέρη, φωτογραφίες, άδειους μικρούς φακέλους αλληλογραφίας, και κυρίως γράμματα από τους: Τάκη Αδάμο, Τεύκρο Ανθία, Μανόλη Αναγνωστάκη, Μανόλη Γλέζο, Άγγελο Δόξα, Μελή Νικολαΐδη, Δρ. Ίρμσερ (Deutche Akademie der Wissenschaften Berlin), Κωνστ. Κουκίδη, Bruno Lavagnini, Τίμο Μαλάνο, Θοδόση Πιερίδη, Βασίλη Ρώτα, Αντώνη Σκουλικίδη, Μανόλη Χαλβατζάκη, Ρένα Χατζηδάκη – Ventura. Επίσης, αντίγραφα ή προσχέδια επιστολών του Αυγέρη προς τρίτους: Γιώργο Θεοτοκά, Τίμο Μαλάνο, Γιώργη Α. Παναγιώτου και Ράλλη (γυναίκα, χωρίς άλλα στοιχεία). Να προσθέσω τέλος ότι ένας μικρός φάκελος με αλληλογραφία, που αφορά τον Αυγέρη και την Αλεξίου, σώζεται στη Βικελαία.

Αναφέρω ενδεικτικά ορισμένα ονόματα, καθώς προτίθεμαι να δημοσιεύσω σύντομα τις αφιερώσεις αυτές: Νάσος Βαγενάς, Νικηφόρος Βρεττάκος, Ν. Γρυπάρης, Στρατής Δούκας, Γιώργος Θεοτοκάς, Μ. Καραγάτσης, Θράσος Καστανάκης, Φώτης Κόντογλου, Μαργαρίτα Λυμπεράκη, Μελισσάνθη, Παντελής Πρεβελάκης, Γιάννης Ρίτσος, Αντώνης Σαμαράκης, Γιάννης Σκαρίμπας, Κώστας Στεργιόπουλος, Στρατής Τσίρκας, Άγγελος Σικελιανός, Αντρέας Φραγκιάς, κ.ά.

Ο Αυγέρης γι’ αυτούς είναι «ο Νέστωρας των ελληνικών γραμμάτων» (Α. Μινωτής), «ο σοφός δάσκαλος και ο βράχος των δημοκρατικών ιδεών» (Ρ. Μπούμη – Παπά), «ο εκλεκτός κριτικός» (Κρ. Αθανασούλης), «ο πρωτοπόρος διανοητής» (Γ. Κοτζιούλας), «το εφηβικό πνεύμα» (Χρήστος Μαλεβίτσης), «ο λεβέντης γέροντας» (Ν. Βαγενάς), ενώ η Έλλη Αλεξίου είναι η «σεβαστή δέσποινα» (Ν. Μπακόλας), η «εκλεκτή συγγραφέας» που εξαίρεται για το πανανθρώπινο έργο της (Σ. Μαυροειδή – Παπαδάκη), κ.ά.

Τις αναγνωστικές αυτές συνήθειες του Αυγέρη περιγράφει και η Έλλη Αλεξίου, «Για τον Αυγέρη», Το Βήμα, 12.9.1973.

Κ.Π. Καβάφη, Ποιήματα Α’ (1896-1918), Δεύτερη τυποποιημένη έκδοση, Φιλολογική επιμέλεια Γ.Π. Σαββίδης, Αθήνα, Ίκαρος 1963.

Μάρκος Αυγέρης, «Η ποίηση του Σεφέρη», Για τον Σεφέρη. Τιμητικό αφιέρωμα στα τριάντα χρόνια της «Στροφής», Αθήνα, Νεφέλη 31989, 35-50.

Ανάλογες θέσεις διατυπώνονται και στο σημείωμα που συνοδεύει την ανθολόγηση ποιημάτων του Σεφέρη στον τόμο: Μάρκος Αυγέρης, Μ.Μ. Παπαϊωάννου, Β. Ρώτας, Θρ. Σταύρου, Η ελληνική ποίηση ανθολογημένη, Δ’ τόμος: ΙΙ. Νέοι χρόνοι, Αθήνα 1959, 525.

Έτσι τοποθετεί κάθετες γραμμές πλάι στους στίχους διαφόρων ποιημάτων: «Ο Στρατής Θαλασσινός στη Νεκρή Θάλασσα» (στ. 71-83: σελ. 210)· «Μέρες τ’ Απρίλη '43» (στ. 5-9, 15-20: σελ. 212)· «Θεατρίνοι, Μ.Α.» (στ. 14: «πες μου πού πάμε; πες μου πού πας;»/ στ. 18: «πότε μας γέννησαν; πότε μας θάψαν;»/ στ. 21-24: «και την καρδιά μας· ένα σφουγγάρι… και του τετράρχη και του ληστή.», σελ. 213-214)· «Ανάμεσα στα κόκαλα εδώ» (στ. 11-13: «Ψηλά βουνά, δε μας ακούτε!/ Βοήθεια! Βοήθεια!/ Ψηλά βουνά θα λιώσουμε, νεκροί με τους νεκρούς!» - σελ. 215)· «Τελευταίος Σταθμός» (στ. 31-51: «Ερχόμαστε απ’ την Αραπιά, την Αίγυπτο την Παλαιστίνη τη Συρία·… στο παραμικρό σφύριγμα του κέρδους.» -  σελ. 217-218)· Κίχλη: «Το σπίτι κοντά στη θάλασσα», (στ. 1-2: «Τα σπίτια που είχα μου τα πήραν. Έτυχε/ να ’ναι τα χρόνια δίσεχτα· πόλεμοι χαλασμοί ξενιτεμοί·» - σελ. 223) κ.ά.

Λ.χ. Κίχλη: «δακρυσμένο γέλιο» = «δακρυόεν γελάσασα», Ιλιάδα Ζ· «γέλιο των κυμάτων στις δημοσιές του πόντου»= «ποντίων τε κυμάτων ανήριθμον  γέλασμα», Προμηθεύς Δεσμώτης του Αισχύλου, σελ. 232· «Τρεις μούλες»: «λησμονήθηκαν σαν το χώμα του άλλου χρόνου», βάζει δίπλα στον στίχο το όνομα «Villion», σελ. 261.

Λ.χ. «Ένας γέροντας στην ακροποταμιά»: στον στίχο «στη στάλα του μεσημεριού, εμείς το υπομονετικό ζυμάρι», ο Αυγέρης προτείνει με ερωτηματικό αντί για τη λέξη «στάλα» τη λέξη «ντάλα;», σελ. 206.

Λ.χ. στο ποίημα «Ο Δαίμων της πορνείας» τοποθετεί δίπλα στη λέξη «γούφα» τη σημασία «βαθύ και στενό κελί», σελ. 253.

Λ.χ. στο ποίημα «Σαλαμίνα της Κύπρος» βάζει πλάι στο χωρίο «Φίλοι του άλλου πολέμου… προσεύχουνταν» μία κάθετη γραμμή και ένα «+», και στο κάτω περιθώριο της σελίδας την εξής σημείωση: «-μακρυά πολύ μακρυά/ από τη χώρα των ζωντανών/ στα σύνορα του θανάτου.-», σελ. 268.

Βλ. λ.χ. τις σελ. 96-97, της 7ης έκδοσης.

«Του σεβαστού μου Μάρκου Αυγέρη/ με μεγάλη εκτίμηση και αγάπη/ 10.9.58 Στρατής Τσίρκας [υπογραφή]». Στη συγκεκριμένη βιβλιοθήκη υπάρχουν και τα παρακάτω βιβλία του Τσίρκα: 1. Αριάγνη, Αθήνα, Κέδρος 1962: αφιέρωση με “χειρόγραφη” σφραγίδα: «Τιμητική προσφορά/ Σ. Τσίρκας [υπογραφή]»· 2. Η Νυχτερίδα, Αθήνα, Κέδρος 1965: «Στο Μάρκο Αυγέρη/ τιμητική προσφορά/ 3.ΧΙ.65  Σ. Τσίρκας [υπογραφή]». Στο Αρχείο Αυγέρη στο Ε.Λ.Ι.Α. βρέθηκαν και δύο μικροί άδειοι φάκελοι γραμμάτων του Τσίρκα, οι οποίοι έχουν στις σφραγίδες άφιξης στην Αθήνα τις χρονολογίες 4.10.58 και 4.ΧΙΙ.58.

Αντιγράφω ολόκληρη την υποσημείωση: «Για λόγους ανεξάρτητους από τη θέλησή μας, η προφορική συζήτηση, που είχε προτείνει η Ε.Α., για το θέμα της Αριάγνης και της κριτικής της σε συνέχεια του άρθρου του Μ. Αυγέρη (Ε.Α., αρ. τ. 7) δεν κατορθώθηκε να γίνει. Και δυστυχώς, η Ε.Α. που έχει να εξυπηρετήσει πιο γενικό τομέα, δεν μπορεί ν’ ανοίξει τις στήλες της για όλους όσους θα ήθελαν να συμμετάσχουν στη γραπτή συζήτηση. Για τον ίδιο, άλλωστε, λόγο δεν δημοσίευσε και την κριτική του Μ. Αυγέρη για τον Καβάφη του Τσίρκα, που αποτελούσε κάτι πολύ πιο ειδικό-φιλολογικό, έστω κι αν αφορούσε το κριτικό έργο του ίδιου του συγγραφέα της Αριάγνης. Έτσι, κλείνοντας το θέμα, δημοσιεύουμε την επιστολή που έστειλε ο Μίμης Ραυτόπουλος, κριτικός της Ε.Τ. [Επιθεώρησης Τέχνης], και μια επιστολή του Άγγελου Διαμαντόπουλου της Συντακτικής μας Επιτροπής. Η Ε.Α. ζήτησε να μετάσχει σε τούτη την ανταλλαγή απόψεων και ο Μάρκος Αυγέρης αλλά δεν το κατόρθωσε, και λυπάται γι’ αυτό.»: Δημήτρης Ραυτόπουλος, «Συζήτηση γύρω από την Αριάγνη και την κριτική της –1», Ελληνική Αριστερά, τχ. 14 (Σεπτ. 1964) 70 [= Χρύσα Προκοπάκη (επιμ.), Οι Ακυβέρνητες Πολιτείες του Στρατή Τσίρκα και η κριτική 1960-1966, Αθήνα, Κέδρος 1980, 107].

Μάρκος Αυγέρης, «Μερικά προβλήματα ιδεολογίας και τέχνης Β’», Πολιτική Οικονομική Έρευνα, τχ. 90 (Ιούν. 1964) 25-28 (βλ. Κατερίνα Πλασσαρά, Στρατής Τσίρκας. Βιβλιογραφία 1926-1978, Αθήνα, Ελληνικό Λογοτεχνικό και Ιστορικό Αρχείο 1979, λήμμα 597). Μέχρι στιγμής δεν κατάφερα να εντοπίσω το άρθρο αυτό.

Τη λογοτεχνικότητα του ύφους του Τσίρκα επισημαίνει και ο Κ.Θ. Δημαράς: «Και από μιαν άλλη όμως πλευρά πλησιάζοντας στην εργασία αυτήν νιώθει κανείς ότι πλησιάζει σε κείμενο λογοτεχνικό.[...] Φανερό πως κι εδώ έχουμε να κάνουμε με λογοτέχνη που δοκιμάζεται σε μια τεχνική, που τον έχει ξυπάσει. Το κλίμα του κυρίου Τσίρκα είναι η λογοτεχνία.»: «Περί Καβάφη», Το Βήμα, 24.10.1958.

Ο Κ.Θ. Δημαράς γράφει για το βιβλίο του Τσίρκα ότι «σε μακρές σελίδες έχουμε χάσει εντελώς από τα μάτια μας τον αντικειμενικό μας σκοπό» και ότι «εδώ επιχειρείται μάλλον διακωμώδηση των υπερβολών του ιστορικού υλισμού», «Περί Καβάφη», ό.π.

Για τις αντιλήψεις αυτές βλ. Τάκης Καγιαλής, «Ποίηση, ιδεολογία και λογοτεχνική κριτική στην Επιθεώρηση Τέχνης», στον τόμο Επιστημονικό Συμπόσιο Επιθεώρηση Τέχνης. Μια κρίσιμη δωδεκαετία, (29 και 30 Μαρτίου 1996), Αθήνα, Εταιρεία Σπουδών Νεοελληνικού Πολιτισμού και Γενικής Παιδείας, Σχολή Μωραΐτη 1997, 47-67. Επίσης Αγγελική Κουφού, «Αισθητική και κριτική στην Επιθεώρηση Τέχνης: θεωρητικές αφετηρίες και αντιπαραθέσεις», ό.π., 89-114.

Βιβλιογραφία της κριτικής και των σχολίων που προκάλεσε η έκδοση αυτή υπάρχει στον τόμο: Δημήτρης Δασκαλόπουλος, Βιβλιογραφία Κ.Π. Καβάφη 1886-2000, Θεσσαλονίκη, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας 2003, 667-669.

Γ.Π. Σαββίδης, «Ο “άλλος” Αυγέρης», Το Βήμα, 23.6.1973, [=Πάνω νερά, Αθήνα, Ερμής 1973, 128-135]. Βλ. και την ανασκευή των θέσεων του Σαββίδη από την Έλλη Αλεξίου: «Για τον Αυγέρη», Το Βήμα, 12.9.1973. Για τις αντιδράσεις που προκάλεσαν οι θέσεις του Σαββίδη βλ. Έ. Αλεξίου, «Μεταυγέριο», Από πολύ κοντά (Αυτοβιογραφικό), Αθήνα, Εκδόσεις Καστανιώτη 1979 [Άπαντα, 17], 300-304.

Πηγή: e-poema.eu