Στην άκρη του ματιού: Ένα οδοιπορικό μέσα από τις σελίδες του ηλεκτρονικού περιοδικού "Έλα να δεις" της "LAND of GODS"

«Η Χώρα των Θεών», των ποιητών
και του καπνόν αποθρώσκοντα...

Previous
INDEX
Next
Η ΠΟΡΕΙΑ ΠΡΟΣ ΤΟ ΜΕΤΩΠΟ

Ξημερωνοντας τ' Αγιαννιου, με την αυριο των φωτων, λαβαμε τη διαταγη να κινησουμε παλι μπροστα, για τα μερη οπου δεν εχει καθημερινες και σκολες. Επρεπε, λεει, να πιασουμε τις γραμμες που κρατουσανε ως τοτε οι Αρτινοι, απο Χειμαρρα ως Τεπελενι. Λογω που εκεινοι πολεμουσανε απ' την πρωτη μερα, συνεχεια, και ειχαν μεινει σκεδον οι μισοι και δεν αντεχανε αλλο.

Δωδεκα μερες κιολας ειχαμε μεις πιο πισω, στα χωρια. Κι απανω που συνηθιζε τ' αυτι μας παλι στα γλυκα τριξιματα της γης, και δειλα συλλαβιζαμε το γαβγισμα του σκυλου ή τον αχο της μακρινης καμπανας, να που ηταν αναγκη, λεει, να γυρισουμε στο μονο αχολόι που ξεραμε: στο αργο και στο βαρυ των κανονιων, στο ξερο και στο γρηγορο των πολυβολων.

Νυχτα πανω στη νυχτα βαδιζαμε ασταματητα, ενας πισω απ' τον αλλο, ιδια τυφλοι. Με κοπο ξεκολλωντας το ποδαρι απο τη λασπη, οπου, φορες, εκατοβουλιαζε ισαμε το γονατο. Επειδη το πιο συχνα ψιχαλιζε στους δρομους εξω, καθως μες στην ψυχη μας. Και τις λιγες φορες οπου καναμε σταση να ξεκουραστουμε, μητε που αλλαζαμε κουβεντα, μοναχοι σοβαροι κι αμιλητοι, φεγγοντας μ' ενα μικρο δαδι, μια-μια εμοιραζομασταν τη σταφιδα. Η φορες παλι, αν ηταν βολετο, λυναμε βιαστικα τα ρουχα και ξυνομασταν με λυσσα ωρες πολλες, οσο να τρεξουν τα αιματα. Τι μας ειχε ανεβει η ψειρα ως το λαιμο, κι ηταν αυτο πιο κι απ' την κουραση ανυποφερτο. Τελος, καποτε, ακουγοτανε στα σκοτεινα η σφυριχτρα, σημαδι οτι κινουσαμε, και παλι σαν τα ζα τραβουσαμε μπροστα να κερδισουμε δρομο, πριχου ξημερωσει και μας βαλουνε στοχο τ' αεροπλανα. Επειδη ο Θεος δεν κατεχε απο στοχους ή τετοια, κι οπως το 'χε συνηθιο του, στην ιδια παντοτε ωρα ξημερωνε το φως.

Τοτες, χωμενοι μες στις ρεματιες, γερναμε το κεφαλι απο το μερος το βαρυ, οπου δε βγαινουνε ονειρα. Και τα πουλια μάς θυμωναν, που δε διναμε ταχα σημασια στα λογια τους - ισως και που ασκημιζαμε χωρις αιτια την πλαση. Αλλης λογης εμεις χωριατες, μ' αλλω λογιω ξιναρια και σιδερικα στα χερια μας, που ξορκισμενα να 'ναι.

Δωδεκα μερες κιολας, ειχαμε μεις πιο πισω στα χωρια κοιταξει σε καθρεφτη, ωρες πολλες, το γυρο του προσωπου μας. Κι απανω που συνηθιζε ξανα το ματι τα γνωριμα παλια σημαδια, και δειλα συλλαβιζαμε το χείλο το γυμνο ή το χορτατο απο τον υπνο μαγουλο, να που τη δευτερη τη νυχτα σαμπως παλι αλλαζαμε, την τριτη ακομη πιο πολυ, την υστερη, την τεταρτη, πια φανερο, δεν ειμασταν οι ιδιοι. Μονε σα να πηγαιναμε μπουλουκι ανακατο, θαρρουσες, απ' ολες τις γενιες και τις χρονιες, αλλοι των τωρινων καιρων κι αλλοι πολλα παλιων, πού 'χαν λευκανει απ' τα περισσια γενια. Καπεταναιοι αγελαστοι με το κεφαλοπανι, και παπαδες θερια, λοχιες του 97 ή του 12, μπαλτατζηδες βλοσυροι πανου απ' τον ωμο σειώντας το πελεκι, απελάτες και σκουταροφοροι με το αιμα επανω τους ακομη Βουργαρων και Τουρκών. Ολοι μαζι, διχως μιλια, χρονους αμετρητους αγκομαχωντας πλάι-πλάι, διαβαιναμε τις ραχες, τα φαραγγια, διχως να λογαριαζουμε αλλο τιποτε. Γιατι καθως οταν βαρουν απανωτες αναποδιες τους ιδιους τους ανθρωπους παντα, συνηθαν στο Κακο, τελος του αλλαζουν ονομα, το λεν Γραμμενο ή Μοιρα - ετσι κι εμεις επροχωρουσαμε ισια πανου σ' αυτο που λεγαμε Καταρα, οπως θα λεγαμε Ανταρα ή Συννεφο. Με κοπο ξεκολλωντας το ποδαρι απο τη λασπη οπου πολλες φορες εκατοβουλιαζε ισαμε το γονατο. Επειδη το πιο συχνα, ψιχαλιζε στους δρομους εξω καθως μες στην ψυχη μας.

Κι οτι ημασταν σιμα πολυ στα μερη οπου δεν εχει καθημερινες και σκολες, μητε αρρωστους και γερούς, μητε φτωχους και πλουσιους, το καταλαβαιναμε. Γιατι κι ο βροντος περα, κατι σαν πισω απ' τα βουνα, δυναμωνε ολοενα, τοσο που καθαρα στο τελος να διαβαζουμε το αργο και το βαρυ των κανονιων, το ξερο και το γρηγορο των πολυβολων. Υστερα και γιατι ολοενα πιο συχνα, τυχαινε τωρα ν' απαντουμε, απ' τ' αλλο μερος vα 'ρχονται, οι αργες οι συνοδειες με τους λαβωμενους. Οπου απιθωνανε χαμου τα φορεια οι νοσοκομοι, με τον κοκκινο σταυρο στο περιβραχιωνιο, φτυνοντας μεσα στις παλαμες, και το ματι τους αγριο για τσιγαρο. Κι οπου σαν ακουγανε για που τραβουσαμε, κουνουσαν το κεφαλι, αρχινωντας ιστοριες για σημεια και τερατα. Ομως εμεις το μονο που προσεχαμε ηταν εκεινες οι φωνες μεσα στα σκοτεινα, που ανεβαιναν, καυτες ακομη απο την πισσα του βυθου ή το θειαφι. "Όι, όι μανα μου", "όι, όι μανα μου", και καποτε, πιο σπανια, ενα πνιχτο μουσουνισμα, ιδιο ροχαλητο, που 'λεγαν, οσοι ξερανε, ειναι αυτος ο ρογχος του θανατου.

Ηταν φορες που εσερνανε μαζι τους κι αιχμαλωτους, μολις πιασμενους λιγες ωρες πριν, στα ξαφνικα γιουρουσια που κάναν τα περιπολα. Βρωμουσανε κρασι τα χνωτα τους, κι οι τσεπες γιοματες κονσερβα ή σοκολατες. Ομως εμεις δεν ειχαμε, οτι κομμενα τα γιοφυρια πισω μας, και τα λιγα μουλαρια μας κι εκεινα ανημπορα μεσα στο χιονι και στη γλιστραδα της λασπουριας.

Τελος καποια φορα, φανηκανε μακρια οι καπνοι που ανεβαιναν μεριες-μεριες, κι οι πρωτες στον οριζοντα κοκκινες, λαμπερες φωτοβολιδες.

Οδυσσέας Ελύτης

Γιώργος Βλάχος

Από τη ποιητική μου συλλογή -δεν έχω visa για την ελευθερία- Αθήνα 2005 ένα ποίημα.

Ένα ξυπόλυτο βράδυ
σ' ένα δυάρι απόκοσμο
είδα το Θεό και τα είπαμε.

'Aρχισα πρώτος να λέω:
-Θεέμου,είδα τον έρωτα
παράφρονα να μου κτυπά
τη πόρτα μεσάνυκτα

Είδα τα βιβλία μου
να τα διαβάζουν
φαντάσματα και κατσαρίδες
στη προθήκη μιας παράγκας

Είδα το χαφιέ να γλείφει
το αυτί μιας πόρνης
στ' ανάκτορα

Είδα μπάτσους
να εκθέτουν
ποιητικές συλλογές
σε οβελιστήρια
διπλώματα κρεμασμένα
σε τοίχους
και απαγχονισμένους διπλωματούχους

Είδα τα λόγια μου κρεμασμένα
σε κρεοπωλεία
σαν αρνιά,
λουλουδια στο τσιγκέλι του χρόνου
να στάζουν αίμα

Είδα μήτρα γυναίκας να σπέρνει
και να χωνεύει πολέμους

Είδα και τη γη χρεωμένη
στον 'Aρη

Του είπα και άλλα...

και όταν ο Θεός άρχισε να μιλάει
μου είπε:
-παιδί μου,τίποτε δεν είδες ακόμη.

Γιώργος Βλάχος

November 15, 2008
----- Original Message -----
From:GEORGE VLACHOS gvlachos@otenet.gr
To: kostas@douridasliterature.com
Sent: Friday, November 28, 2008 12:25 PM
Subject: ποίηση

Αγαπητέ μου Κώστα ευχαριστώ για τα καλά σου λόγια για το ποίημα μου,απ'τη συλλογή ''δεν έχω visa για την ελευθερία'' και τη δημοσιευσή του .Σύντομα θα σου στείλω φωτογραφία και ποιήματα που μπορείς να τα δημοσιεύσεις.΄Εχω εκδώσει τρεις ποιητικές συλλογες: H πρώτη το 1973 με τίτλο '' Γυμνός στο φως '' , η δεύτερη το 2000 με τίτλο '' Μέσα στης ζωής το τετραβάγγελο '' με ποιήματα και τραγούδια και η τρίτη '' δεν έχω visa για την ελευθερία ''.Δισκογραφία ένα τραγούδι: ΑΝΔΡΟΜΕΔΑ στο cd ΟΝΕΙΡΟΥ ΓΕΝΝΑ . Γεννήθηκα στην Αθήνα 22 Αυγούστου 1954 και από τότε κατοικώ στο χαιδάρι .Επάγγελμα Ναυτικός .Για να μη σε κουράζω σου στέλνω ένα ποίημα από συλλογή -Μέσα στης ζωής το τετραβάγγελο- και ένα τραγούδι από την ίδια συλλογή .Ευχαριστώ για τη φιλοξενία. Γιωργος Βλάχος 24-11-2008

Δίκοχα,πηλίκια,μπερέδες
κι έμποροι με κυβερνάνε κοκαίνης .
Γέμισε ο πλανήτης με χαφιέδες
και στο άπειρο να ψάχνεις για να μείνεις.

Σαπουνόπερες μου δείχνουνε το δρόμο,
να στρώσω τη ζωή μου σε κρεβάτι
κι η καρδιά μου ν' αγαπά τον αστυνόμο
που μιλάει με τα όπλα στη Βαγδάτη .

Φασκελώνουν την Ειρήνη οι προστάτες
-σαν τους κλέβει τη παράσταση στη μάχη-
κι οδηγούνε σε κελιά τους λιποτάκτες
να τους κρίνουνε αγράμματοι φελάχοι.

Το μέλλον ζωγραφίζουνε με σφαίρες
της εποχής μου αόρατοι Πικάσσο.
Τρελά μυαλά εξουσιάζουν τους αιθέρες
μα θ' άρθει ΄μέρα για να τα δικάσω.

Το μέλλον ζωγραφίζουνε με σφαίρες
κι ας τολμήσουν να μου πουν το πόθεν έσχες
για τους πύργους σε διάττοντες αστέρες
οι στρατοκράτες που με παίζουνε σε λέσχες.

Πλυντήρια που πλένουνε με σκόνες,
να καθαρίζουνε βρώμικους λεκέδες,
κι απ' τη γη μου,ποιος θα διώξει τους πατρόνες,
π' αγαπάει κι όλο γλείφει τους σκεμπέδες

Ποντίκια τραγουδάν στους υπονόμους
και συ να μουρμουρίζεις ένα γρίφο .
Σ' απόπατους να γράφω γω τους νόμους
και της ζωής την άχρηστη τη ψήφο .
Με ζώνουνε τα φίδια και φωνάζω
για τα σκουπίδια που σηκώνουνε κεφάλι .
Δεν είμαι απ' τα παιδάκια που λουφάζω
κι αν θέλετε θα τους το πω και πάλι :

Το μέλλον ζωγραφίζουνε με σφαίρες
της αποχής μου αόρατοι Πικάσσο .
Τρελά μυαλά εξουσιάζουν τους αιθέρες
μα θα 'ρθει μέρα ,για να τα δικάσω .

Το μέλλον ζωγραφίζουνε με σφαίρες
κι ας τολμήσουν να μου πουν το πόθεν έσχες
για τους πύργους σε διάττοντες αστέρες
οι στρατοκράτες που με παίζουνε σε λέσχες .

από την ίδια συλλογή:

Μια μάγισσα γριά στη Δραπετσώνα
που έλυνε τα μάγια του αιώνα ,
με τη Πανσέληνο ταξίδευε στη Κρήτη
και έλιωνε με λόγια το γρανίτη .

Μα τη δική μου αγάπη δεν τη λιώνει
είναι αστείρευτη πηγή και δεν τελειώνει .

Μια μάγισσα γριά απ' τη Βαγδάτη
μες στου Κυκλώνα με ταξίδευε το μάτι ,
κι όλα του κόσμου,εγώ,είδα τα γραμμένα
τ' αταξίδευτα και τα ταξιδεμένα .

Γιώργος Βλάχος

November 28, 2008

Κώστας Δουρίδας  the LAND of GODS

Καλό Χειμώνα

Ο ΚΟΣΜΟΣ ΚΙ ΕΜΕΙΣ

Αν περιορίζαμε ολόκληρη την ανθρωπότητα σε ένα χωριό εκατό κατοίκων, αλλά διατηρούσαμε τις αναλογίες όλων των λαών τότε αυτό το χωριό θα αποτελείτο από:

57 Aσιάτες
21 Ευρωπαίους
14 Αμερικανούς
8 Αφρικανούς
52 γυναίκες
48 άνδρες
70 μη άσπρους
30 άσπρους
70 μη Χριστιανούς
30 Χριστιανούς
89 ετεροφυλόφιλους
11 ομοφυλόφιλους
6 πρόσωπα θα κατείχαν το 59% του παγκόσμιου πλούτου. Και τα έξι θα προέρχονταν από την Αμερική.
80 θα είχαν μη ικανοποιητικές συνθήκες κατοικίας
70 θα ήταν αναλφάβητοι
50 θα ήταν υποσιτισμένοι
1 θα πέθαινε
2 θα γεννιόνταν
1 θα είχε κομπιούτερ
1 (μόνο ένας) θα είχε πτυχίο Πανεπιστημίου

Αν κάποιος παρατηρήσει τον κόσμο από αυτή την πλευρά, τότε γίνεται φανερό στον καθένα ότι η ανάγκη για συναδέλφωση, κατανόηση, αποδοχή και μόρφωση είναι πολύ μεγάλη.

Σκεφτείτε τα ακόλουθα:
Αν σήμερα το πρωί ξυπνήσατε υγιείς και όχι άρρωστοι τότε είστε πιο τυχεροί από1
εκατομμύριο ανθρώπους οι οποίοι δεν πρόκειται να ζουν την επόμενη βδομάδα.
Αν δεν ζήσατε ποτέ ένα πόλεμο, ούτε νοιώσατε την μοναξιά της αιχμαλωσίας,
την αγωνία του τραυματισμού και την πείνα τότε είστε τυχερότεροι από 500 εκατομμύρια ανθρώπους του κόσμου.
Αν μπορείτε να πηγαίνετε στην εκκλησία χωρίς τον φόβο ότι θα σας απειλήσουν,
συλλάβουν ή σκοτώσουν, τότε είστε τυχερότεροι από 3 δισεκατομμύρια
ανθρώπους του κόσμου.
Αν έχετε φαγητό μέσα στο ψυγείο σας, αν είστε ντυμένοι, αν έχετε μια στέγη πάνω
από το κεφάλι σας και ένα κρεβάτι, τότε είστε πλουσιότεροι από το 75% των κατοίκων αυτού του κόσμου.
Αν έχετε λογαριασμό στην τράπεζα, λίγα λεφτά στο πορτοφόλι και λίγα ψιλά σε
ένα κουμπαρά, τότε ανήκετε στο 8% των εύπορων ανθρώπων αυτού του κόσμου.
Αν διαβάζετε αυτή την είδηση είστε διπλά ευλογημένη γιατί:

1. Κάποιος σας έχει σκεφτεί.
2. Δεν ανήκετε στα δύο δισεκατομμύρια ανθρώπων που δεν ξέρουν να διαβάζουν.
3. Έχετε ηλεκτρονικό υπολογιστή.

Κάποιος είπε κάποτε:
Να δουλεύεις σαν να μην σου χρειάζονταν χρήματα.
Να αγαπάς σαν να μην σε έχουν πληγώσει ποτέ.
Να χορεύεις σαν να μην σε παρακολουθούσε κανείς.
Να τραγουδάς σαν να μην σε άκουγε κανείς.
Να ζεις σαν να ήταν ο παράδεισος πάνω στη γη.

 

Δώστε αυτή την είδηση σε όσους ονομάζετε φίλους. Αν δεν την δώσετε δεν θα γίνει τίποτα. Αν την δώσετε θα κερδίσετε ένα χαμόγελο από κάποιον.

 28/09/2002

 

Κώστας Δουρίδας      
Canada      





Το λάβαμε από τον
Θανάση Λαμπρόπουλο
Houston Texas :

Μια φορά και έναν καιρό σ΄ ένα χωριό, ένας άντρας ο Χάρης ανακοίνωσε στους χωρικούς ότι θα αγόραζε μαϊμούδες προς 10 δολάρια τη μία. Ξέροντας οι χωρικοί ότι υπήρχαν πολλές μαϊμούδες γύρω στο δάσος πήγαν και τις έπιασαν. Ο Χάρης αγόρασε χιλιάδες προς 10 δολάρια τη μία όπως είπε. Το εμπόρευμα όμως λιγόστευε και οι χωρικοί σταμάτησαν να κυνηγάνε μαϊμούδες.

Ο Χάρης ξαναανακοινώνει ότι θα αγόραζε μαϊμούδες για 20 δολάρια τη μία. Οι χωρικοί έτρεξαν και έπιασαν και άλλες μαϊμούδες. Σύντομα όμως οι μαϊμούδες λιγόστεψαν κι άλλο, οι χωρικοί επέστρεψαν στα κτήματά τους.

Ο Χάρης ανακοινώνει πάλι ότι επειδή δεν υπάρχουν πλέον πολλές μαϊμούδες θα αγόραζε τη μία προς 25 δολάρια. Οι χωρικοί πιάνουν και τις λίγες που έμειναν.

Ο Χάρης τούς λέει καταλαβαίνω ότι δεν υπάρχουν πλέον παρά ελάχιστες μαϊμούδες γι' αυτό και εγώ θα σας δώσω 50 δολάρια τη μία. Αλλά επειδή πρέπει να φύγω για την πόλη για δουλειές θα αναλάβει την αγοροπωλησία ο βοηθός μου.

Ο βοηθός φωνάζει τους χωρικούς και τους λέει. Κοιτάξτε τι έκανε ο Χάρης. Γέμισε ένα στάβλο γεμάτο με μαϊμούδες, θα σας τις πουλήσω εγώ για 35 δολάρια τη μία και όταν γυρίσει ο Χάρης τού τις πουλάτε εσείς για 50 δολάρια τη μία. Οι χωρικοί στριμώχτηκαν μάζεψαν όλες τις οικονομίες τους και αγόρασαν όλες τις μαϊμούδες.

Δεν ξαναείδαν ούτε τον βοηθό ούτε τον Χάρη.

Καλώς ήρθατε
στη
Wall Street.

November 14, 2008
----- Original Message -----
From: Su 30mks
To: kostas Douridas
Sent: Saturday, November 22, 2008 1:22 PM
Subject: Fw: POLLA KALLON

ΕΚΘΕΣΗ ΠΑΡΑΠΟΝΗΜΕΝΟΥ ΣΥΖΥΓΟΥ (ΚΥΠΡΙΟΥ)
ΓΙΑ ΤΕΣ ΣΥΖΥΓΙΚΕΣ ΥΠΟΧΡΕΩΣΕΙΣ Προς γεναίκαν!

Τον χρόνον που επέρασεν, επάσκησα να κάμω μιτά σου την δουλειάν 365 φορές. Εκατάφερα 18!

Δηλαδή πάνω-κάτω μιάν κάθε είκοσι μέρες!

Τες 347 εν τα εκατάφερα επειδή:
45 φορές ήσουν ποσταμένη (παντές τζι είπα σου να τσαππίσεις)
. 39 φορές δεν είσιες διάθεση
. 37 φορές ήσουν "πιασμένη"
. 35 φορές είσιες στενοχώρια
. 24 φορές επόνες την τζιεφαλήν σου
. 23 φορές επύρωνες (εβάλαμεν σου τζιαι έαρκοντίσιον!)
. 19 φορές είπες ότι ενύσταζες
. 18 φορές έπρεπεν να σηκωστείς πρωϊν
. 10 φορές τα σεντόνια ήταν καθαρά τζι έν έθελες να ξιμαρίσουν
. 9 φορές εφοάσουν ότι εν να μας ακούσει η μάνα σου (ζιεί τρία φλάτ που κάτω μας)
. 8 φορές εφοάσουν αμπα τζι ακούση μας ο γείτονας
. 5 φορές εφοάσουν αμπα τζιαι ξυπνήσουμεν το μωρό
. 5 φορές ήσουν αναστατωμένη γιατί ο Γιάγκος απάτησεν την Βίρνα!
. 5 φορές έκαμες πως εν άκουσες
. 5 φορές εν έθελες να χαλάσεις το μαλλί σου που ήτουν του κομμωτηρίου
. 5 φορές έκρουσες που τον ήλιον τζι επόνες την ράσσιην σου
. 4 φορές εδκιάβαζες ''Αρλεκιν'' τζι έβαλες τα κλάματα
. 16 φορές είπες μου ''Μα σήμερα;''
. 14 φορές είπες μου ''Μα τωρά;''
. 12 φορές είπες μου ''Μα πάλαι;''

Τες 18 φορές που εδέχτηκες, η δουλειά εν ήτουν ''σόϊν'', γιατί:

. 1 φοράν εφοήθηκα πως εχτύπησα σε γιατί άκουσά σε τζιαι εκούγκας
. 2 φορές εδιάκοψες για να λιμάρεις το νύσιην του ποδκιού σου που εκοράκαν πάς το σεντόνιν
.
. 3 φορές εσκέφτηκα να σε ξυπνήσω να σου πώ ετέλειωσα!!
. 3 φορές είδες ραϊσματα πάνω στο ταβάνιν τζι αθυμήθηκες πως θέλει βάψιμον
. 4 φορές εκόλλησες πας την καρκόλαν τζι εν ετάρασσες
. 5 φορές είπες μου ''Χάτε τέλειωνε'' τζιε είσες παράπονον που μετά εν είχα όρεξην να συνεχίσω.

Τωρά ρωτώ σε..

ΕΝΝΑ ΦΤΑΙΩ ΕΓΙΩ ΑΝ ΠΑΩ ΜΕ ΡΟΥΜΑΝΕΣ;;;;;