Since 1996
LAND of GODS: Ενότητες, Ανθολογίες & άλλα:
  1. LAND of GODS: η ΠρώτηΣελίδα

  2. τα δικά μου γραψίματα και άλλα..

  3. Κώστας Δουρίδας,
    Καπνόν Αποθρώσκοντα:
    Γράμμα στον Έλληνα της Διασποράς

  4. Γη των πατέρων μου
    τρισαγαπημένη ΑΡΚΑΔΙΑ

  5. Ανθολογία:
    το Δημοτικό τραγούδι..

  6. Ανθολογία:
    ποιήματα τα αγαπημένα

  7. Ανθολογία:
    Νεοελληνική Πεζογραφία

  8. Σελίδες απ' την Ελληνική
    Λογοτεχνία στο διαΔίκτυο

  9. το Έργο του
    Οδυσσέα Ελύτη

  10. Ανθολογία:
    Έλληνες ποιητές και
    συγγραφείς στο διαΔίκτυο

  11. Ανθολογία:
    τα Μικρά Ενθυμήματα:
    (Αφιέρωμα για τα ΔΕΚΑΧΡΟΝΑ)
    της LAND of GODS 1996 - 2006

  12. Σύγχρονη Αρκαδική
    και Γορτυνιακή Ανθολογία

  13. LAND of GODS
    ...FTP... κ.α.

  14. τα Απομνημονεύματα
    του Γιάννη Μακρυγιάννη
    (Ολόκληρο το βιβλίο)

  15. τα Απομνημονεύματα
    του Θεόδωρου Κολοκοτρώνη

  16. LAND of GODS: a Little Bit
    of Greece: Newspapers & more..

  17. LAND of GODS:
    το περιοδικό μας
    το "Έλα να δεις"

  18. Ανθολογία:
    στην ΑΚΡΗ του ματιού..
    Για να δείτε καλύτερα αυτή
    την Σελίδα χρησιμοποιήστε
    Internet Explorer)

  19. 4 Ανθολογίες της EELSPH :
    'Ελληνες Συγγραφείς των Πέντε Ηπείρων
    γράφουν και δημιουργούν

  20. Κριτικές Αναλύσεις
    στο ανέκδοτο βιβλίο του
    "Καπνόν Αποθρώσκοντα"

  21. Ανθολογία:
    LAND of GODS:
    το Ποίημα της ημέρας

  22. Ανθολογία:
    LAND of GODS:
    ο Στίχος της ημέρας

  23. η LAND of GODS
    στο FaceBook

  24. ο Ελληνισμός της Διασποράς

  25. Βιβλία και Αφιερώματα

  26. το Καρδαρίτσι
    μέσα απ' τις Φωτογραφίες

  27. LAND of GODS:
    Μηνύματα και επιστολές..

  28. LAND of GODS:
    Συνεντεύξεις | αναλύσεις | γνώμες
    και ο καλός ο Λόγος
    των Φίλων..

  29. η Μετάφραση
    της Ρέας Φραγκοφίνου

  30. LAND of GODS:
    Καινούρια και Παλιά..

  31. η LAND of GODS
    μέσα από το Google.. (Α)

  32. η LAND of GODS
    μέσα από το Google.. (Β)

  33. ο Κώστας Δουρίδας
    μέσα από το Google..

  34. Κώστας Δουρίδας,
    Καπνόν Αποθρώσκοντα :
    Γράμμα στον Έλληνα της Διασποράς
    στο GOOGLE

  35. δείτε Φωτογραφίες
    -ίσως και την δική σας!-
    μέσα από το GOOGLE..

  36. Πάμε Καρδαρίτσι??
    (η Ιστοσελίδα του Συλλόγου)

'Aγγελος
Τερζάκης

Προηγούμενη  σελίδα Κεντρική σελ. της ΕνότηταςΕπόμενη  σελίδα

Home to LAND of GODS
Ανθολογία: Έλληνες ποιητές και συγγραφείς στο διαΔίκτυο
Κώστας Βάρναλης| Νικηφόρος Βρεττάκος| Οδυσσέας Ελύτης| Γιώργος Σεφέρης| Κωστής Παλαμάς | Γιάννης Ψυχάρης| 'Aγγελος Τερζάκης | Νίκος Καζαντζάκης| Μ. Καραγάτσης| Κώστας Καρυωτάκης| Κώστας Κρυστάλλης| Μήτσος Λυγίζος| Κώστας Ουράνης| Κική Δημουλά | Αφιέρωμα στον Γιάννη Ρίτσο| ΜΑΝΩΛΗΣ ΑΝΑΓΝΩΣΤΑΚΗΣ : Φοβάμαι... | Φώτης Κόντογλου| Αλκυόνη Παπαδάκη | ΝΙΚΟΣ ΣΠΑΝΙΑΣ | Μήτσος Παπανικολάου | Γιάννης Σκαρίμπας | Τάσος Λειβαδίτης | Θωμάς Γκόρπας | Ανδρέας Καρκαβίτσας | Καραντώνης Ανδρέας| Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης | Κωνσταντίνος Καβάφης | Νίκος Καββαδίας |

'Aγγελος Τερζάκης (1907-1978)

Τίτλοι στη βάση Βιβλιονέτ
(2009) Ελληνική εποποία 1940-1941, Δημοσιογραφικός Οργανισμός Λαμπράκη
(2009) Η πριγκιπέσα Ιζαμπώ, Βιβλιοπωλείον της Εστίας
(2008) Η πριγκιπέσα Ιζαμπώ, Βιβλιοπωλείον της Εστίας
(2008) Η πριγκιπέσα Ιζαμπώ, Δημοσιογραφικός Οργανισμός Λαμπράκη
(2005) Εισαγωγή στην πεζογραφία του Παπαδιαμάντη, Πανεπιστημιακές Εκδόσεις Κρήτης
(2005) Τυφώνας. Φαλκ. Τα νιάτα, Βιβλιοπωλείον της Εστίας, [μετάφραση]
(2000) La princesse Isabeau, Kauffmann
(2000) Απρίλης, Βιβλιοπωλείον της Εστίας
(2000) Ο χαμένος ουρανός, Εκδόσεις των Φίλων
(2000) Ταξίδι με τον έσπερο, Βιβλιοπωλείον της Εστίας
(1999) Δίχως Θεό, Βιβλιοπωλείον της Εστίας
(1999) Η ελληνική εποποιία, Βιβλιοπωλείον της Εστίας
(1999) Μνήμη του Ηλία Βενέζη, Ευθύνη
(1999) Το μυθιστόρημα των τεσσάρων, Βιβλιοπωλείον της Εστίας
(1998) Του έρωτα και του θανάτου, Βιβλιοπωλείον της Εστίας
(1998) Τυφώνας. Φάλκ, Ίνδικτος, [μετάφραση]
(1997) Η παρακμή των σκληρών, Βιβλιοπωλείον της Εστίας
(1996) Εποχή των ερωτημάτων, Εκδόσεις των Φίλων
(1996) Προσανατολισμός στον αιώνα, Εκδόσεις των Φίλων
(1995) Δεσμώτες, Βιβλιοπωλείον της Εστίας
(1995) Η μενεξεδένια πολιτεία, Βιβλιοπωλείον της Εστίας
(1995) Σε καμπή της ιστορίας, Εκδόσεις των Φίλων
(1994) Καιροί τρικυμισμένοι, Εκδόσεις των Φίλων
(1994) Μυστική ζωή, Βιβλιοπωλείον της Εστίας
(1993) Οι απόγονοι του Κάιν, Εκδόσεις των Φίλων
(1993) Οι επαναστατημένοι, Βιβλιοπωλείον της Εστίας
(1993) Πρόσωπο - προσωπείο Κατίνας Παξινού, Αλέξη Μινωτή, Ευθύνη
(1993) Ταραγμένες ψυχές, Εκδόσεις των Φίλων
(1993) Το Εικοσιένα, Ευθύνη
(1992) Η πριγκηπέσσα Ιζαμπώ, Βιβλιοπωλείον της Εστίας
(1991) Το πρωτείο του πνεύματος, Εκδόσεις των Φίλων
(1990) Ένας μεταβαλλόμενος κόσμος, Εκδόσεις των Φίλων
(1990) Επικεφαλής, Εκδόσεις των Φίλων
(1989) Αφιέρωμα στην τραγική μούσα, Εκδόσεις των Φίλων
(1989) Κρίση και έλεγχος της εποχής μας, Εκδόσεις των Φίλων
(1989) Πριν από την αυλαία, Καστανιώτη
(1989) Το λυκόφως των ανθρώπων, Βιβλιοπωλείον της Εστίας
(1987) Για μια δικαίωση του ανθρώπου, Εκδόσεις των Φίλων
(1986) Προσωπικές σημειώσεις, Ευθύνη
(1981) Ο άνθρωπος σε αδιέξοδο, Εκδόσεις των Φίλων
(1979) Η νεοελληνική κριτική για τον Παντελή Πρεβελάκη, Ευθύνη
(1978) Η 28η Οκτωβρίου 1940, Ίδρυμα Κώστα και Ελένης Ουράνη
(1971) Ορέστης, Εκδόσεις των Φίλων, [μετάφραση]
Η στοργή, Βιβλιοπωλείον της Εστίας
Θέατρο, Βιβλιοπωλείον της Εστίας
Κωνσταντίνος Θεοτόκης, Δαίδαλος Ι. Ζαχαρόπουλος, [επιμέλεια]
Ο 'Aγγελος Τερζάκης γεννήθηκε στο Ναύπλιο, γιος του τότε δημάρχου της πόλης Δημητρίου Τερζάκη και της Αγγελικής το γένος Πανοπούλου. Το 1915 εγκαταστάθηκε με την οικογένειά του στην Αθήνα, όπου ολοκλήρωσε τις εγκύκλιες σπουδές του και γράφτηκε στη Νομική Σχολή του Πανεπιστημίου, της οποίας αναγορεύτηκε διδάκτωρ το 1927. Από το 1929 και για δυο χρόνια άσκησε το επάγγελμα του δικηγόρου. Το 1925 πρωτοεμφανίστηκε στο χώρο της λογοτεχνίας με τη δημοσίευση της συλλογής διηγημάτων του Ο ξεχασμένος. Το 1929 εξέδωσε την Φθινοπωρινή Συμφωνία. Ακολούθησε η έκδοση του μυθιστορήματός του Δεσμώτες, που μαζί με τον Πρίγκηπα του Θράσου Καστανάκη θεωρήθηκαν από την κριτική ως τα πρώτα πεζογραφήματα της γενιάς του '30 και Η παρακμή των Σκληρών, που επαινέθηκε από τον Κωστή Παλαμά, ενώ με μεγάλη επιτυχία εκδόθηκε το 1937 Η μενεξεδένια πολιτεία. Το 1936 παντρεύτηκε τη Λουΐζα Βογάσαρη, με την οποία απέκτησε ένα γιο το Δημήτρη. Τον ίδιο χρόνο παραστάθηκε στο Εθνικό Θέατρο η βυζαντινή τραγωδία του Αυτοκράτωρ Μιχαήλ. Το 1937 ανέλαβε τη Γραμματεία του Εθνικού Θεάτρου, όπου κατέλαβε διαδοχικά διάφορες διοικητικές θέσεις, φθάνοντας ως εκείνη του υπηρεσιακού γενικού διευθυντή (με αίτησή του παρέμεινε ως το 1960 στη θέση του διευθυντή δραματολογίου, την οποία κατέλαβε το 1940). Από το 1940 και ως τη λήξη του πολέμου υπηρέτησε στο Αλβανικό Μέτωπο.Τιμήθηκε με το Κρατικό Βραβείο Θεάτρου (1939), το Α' Κρατικό Βραβείο Μυθιστορήματος (1958 για τη Μυστική Ζωή), το Βραβείο Δοκιμίου των Δώδεκα (1964 για τον τόμο δοκιμίων Προσανατολισμός στον αιώνα), το Αριστείο Γραμμάτων της Ακαδημίας Αθηνών (1969, για το Μυστήριο του Ιάγου). Ταξίδεψε στη Ρουμανία (1958), τη Σοβιετική Ένωση (1959), τις Η.Π.Α. (1966, όπου έδωσε διαλέξεις στα Πανεπιστήμια Princeton και Tufts), την Ουγγαρία (1966), το Ρήνο (1974). Διετέλεσε μορφωτικός σύμβουλος του ελληνικού Υπουργείου Εξωτερικών (1966) και μέλος της Ακαδημίας Αθηνών (εκλέχτηκε το 1974). Το λογοτεχνικό έργο του Άγγελου Τερζάκη κινείται στα πλαίσια του τραγικού που γεννάται από το αναπόφευκτο της καταστροφής στην οποία οδηγούνται οι ήρωές του. Επηρεασμένος από συγγραφείς όπως ο Κνουτ Χάμσουν, ο Φιοντόρ Ντοστογιέφσκι αλλά και ο Δημοσθένης Βουτυράς, δημιούργησε πρόσωπα αδύναμα να αντιδράσουν στην μιζέρια της ζωής του, πρόσωπα που ασφυκτιούν στο οικογενειακό και το ευρύτερο κοινωνικό τους περιβάλλον και εκπροσωπούν το αίσθημα απογοήτευσης και παραίτησης του συγγραφέα. Την ελπίδα τοποθέτησε στο χώρο των ιδανικών που ξεπερνούν πολιτικές και άλλες κατηγοριοποιήσεις, καθώς και στο χώρο της μεταφυσικής αναζήτησης. Από τα έργα του σημειώνουμε ενδεικτικά την Πριγκηπέσσα Ιζαμπώ, τη Μυστική ζωή, τη Μενεξεδένια Πολιτεία, ενώ πρέπει επίσης να αναφερθεί το σημαντικό δοκιμιακό έργο του που άσκησε επίδραση τόσο στη λογοτεχνική όσο και στη θεατρική παραγωγή του. Θεατρικά του έργα παραστάθηκαν από το Εθνικό Θέατρο, τους θιάσους Αιμίλιου Βεάκη (1942), Κατσέλη - Γληνού - Παρασκευά (1949), Κατερίνας (1959), Δημήτρη Χορν (1962), το Πειραματικό Θέατρο της Μαριέτας Ριάλδη (1970), το Αμφιθέατρο του Σπύρου Ευαγγελάτου (1995), καθώς και από άλλους θιάσους της Ελλάδας και του εξωτερικού. Έργα του μεταφράστηκαν σε ξένες γλώσσες και ο ίδιος μετέφρασε έργα των Τζόζεφ Κόνραντ, Μπεν Τζόνσον, Ανρί Μπεργκσόν και Ευριπίδη. Διετέλεσε διευθυντής των βραχύβιων λογοτεχνικών περιοδικών Πνοή και Λόγος (1929) και του περιοδικού Εποχές (1963), και από το 1947 συνεργάστηκε σε τακτική βάση με την εφημερίδα Το Βήμα. Πέθανε στην Αθήνα. Για περισσότερα βιογραφικά στοιχεία του Άγγελου Τερζάκη βλ. Ζήρας Αλεξ., «Τερζάκης Άγγελος», Παγκόσμιο Βιογραφικό Λεξικό 9β. Αθήνα, Εκδοτική Αθηνών, 1988, Μπερλής Άρης, «Άγγελος Τερζάκης», Η μεσοπολεμική πεζογραφία· Από τον πρώτο ως τον δεύτερο παγκόσμιο πόλεμο (1914-1939) Η΄, σ.188-213. Αθήνα, Σοκόλης, 1993 Τερζάκης Άγγελος, «Βιογραφικόν Σημείωμα», Νέα Εστία 108, Χριστούγεννα 1980, αρ.1283, σ.2-4, Φαρμάκης Φρ., «Τερζάκης Άγγελος», Μεγάλη Εγκυκλοπαίδεια της Νεοελληνικής Λογοτεχνίας 12. Αθήνα, Χάρη Πάτση, χ.χ. και «Χρονογραφία του Άγγελου Τερζάκη», Προσφορά στον Άγγελο Τερζάκη· Για τα εβδομηντάχρονά του, Τετράδια Ευθύνης 4, 12/1977, σ.101-103 (Πηγή: Αρχείο Ελλήνων Λογοτεχνών, Ε.ΚΕ.ΒΙ.).




Περιγραφή
Με κύριο πρόσωπο την Ισαβέλλα ή Ιζαμπώ των Βιλλαρδουίνων -πρόσωπο ιστορικό-, με κεντρικό γεγονός την κατάληψη του φραγκικού κάστρου της Καλαμάτας το 1293 από Έλληνες και Σλάβους χωρικούς και με ιστορικό πλαίσιο την πολυτάραχη εποχή της Φραγκοκρατίας, ο Άγγελος Τερζάκης συνθέτει ένα χρονικό ηρωισμού και αγάπης. Είναι ο καιρός των τροβαδούρων, των σταυροφόρων, των κουρσάρων και των ιπποτών, κι είναι το πρώτο ξύπνημα της ψυχής του νέου ελληνισμού τον 13ο αιώνα.




Περιγραφή
Με κύριο πρόσωπο την Ισαβέλλα ή Ιζαμπώ των Βιλλαρδουίνων, πρόσωπο ιστορικό, κεντρικό γεγονός την κατάληψη του φραγκικού κάστρου της Καλαμάτας το 1293, από Έλληνες και Σλάβους χωρικούς, και ιστορικό πλαίσιο την πολυτάραχη εποχή της Φραγκοκρατίας, ο Άγγελος Τερζάκης συνθέτει ένα χρονικό ηρωισμού και αγάπης, τον καιρό των τροβαδούρων, των σταυροφόρων, των κουρσάρων και των ιπποτών, στο πρώτο ξύπνημα της ψυχής του νέου ελληνισμού τον 13ο αιώνα.

"Η πριγκιπέσα Ιζαμπώ" είναι το πιο κλασικό στην κατασκευή κείμενο του Άγγελου Τερζάκη, οργανωμένο με εξαιρετική προσοχή και ικανότητα, ζωντανό, πολύχρωμο, με θέρμη στην αφήγηση, εύληπτο και ιδιαίτερα ενδιαφέρον στην ανάγνωση παρά την έκτασή του. Είναι ένα ιστορικό μυθιστόρημα, το οποίο αναπλάθει ζωηρά και πειστικότατα μια τόσο μακρινή και διαφορετική εποχή. [...] Ο συγγραφέας ασχολείται, έστω έμμεσα, με τα διαχρονικά κεντρικά ερωτήματα της ζωής, καταθέτοντας την πάγια πίστη του για την ουσιαστική τραγικότητα της ζωής, και ιδίως για τη μοιραία απόληξη των πιο ευαίσθητων και άξιων ανθρώπων.

(από την εισαγωγή του Άγγελου Αφρουδάκη)




Περιγραφή
"O Παπαδιαμάντης είναι ο πιο μεγάλος πεζογράφος της νέας ελληνικής λογοτεχνίας", έγραφε το 1943 ο Σεφέρης· για να τον συγκαταλέξει λίγα χρόνια αργότερα (1952) ανάμεσα στους μεγάλους Έλληνες ποιητές. Αυτός ο διπλός χαρακτηρισμός είναι ενδεικτικός της παπαδιαμαντικής γραφής. Έργο ποιητικό που τυχαίνει να είναι γραμμένο σε πρόζα, ή πεζογραφικό ποιητικής υφής, το έργο του Σκιαθίτη συγγραφέα αποτέλεσε πρόκληση και γόνιμο πεδίο άσκησης για την κριτική. Γι' αυτό και μια ουσιώδης επιλογή κειμένων για το έργο αυτό ήταν απαραίτητη.
Η παρούσα ανθολογία περιλαμβάνει 45 κείμενα (σε ακέραια ή αποσπασματική μορφή) από την τεράστια βιβλιογραφία για τον Παπαδιαμάντη. Προτάσσεται μια εισαγωγή στην πρόσληψη του έργου του καθώς και ένας σύντομος χρονολογικός δείκτης της ζωής του.
Η ανθολόγηση έγινε με βάση την αντιπροσωπευτικότητα των κειμένων (κριτικές που καλύπτουν όλο το διάνυσμα από το 1899 έως τις μέρες μας, ανήκουν σε όσο το δυνατόν περισσότερα είδη φιλολογικής και κριτικής προσέγγισης, περιλαμβάνουν όσο το δυνατόν περισσότερους τύπους και τίτλους έργων του Παπαδιαμάντη κ.τ.λ.)· την συμπερίληψη θετικών και αρνητικών κρίσεων· την αξία και τη διαλογικότητα (όχι συμπαράθεση αντιμαχόμενων κειμένων, αλλά κειμένων που ευρύτερα διαλέγονται μεταξύ τους, συγκροτούν μια ενδεικτική ιστορία της πρόσληψης και αναδεικνύουν τα ερωτήματα που εγείρει σε διάφορες εποχές το παπαδιαμαντικό κείμενο). Επιτάσσεται ένας σύντομος χρονολογικός κατάλογος των διηγημάτων του Παπαδιαμάντη και μια κατά το δυνατόν αναλυτική βιβλιογραφία των μελετών του παπαδιαμαντικού έργου κατά τα τελευταία εικοσιπέντε χρόνια.




Περιγραφή
Τρεις γενιές, τρεις ήπειροι, μισός αιώνας ζωής. Από την Αμερική και του αγρούς του Κάνσας με το καλαμπόκι, στην επαρχιακή Σουηδία του μεσοπολέμου με τον εκβιομηχανισμό και τη μουσική τζαζ, μέχρι τη Νέα Ζηλανδία, μια οικογένεια πασχίζει να βρει τη θέση της στη ζωή. Σύμμαχό της στην αναζήτηση έχει τη μουσική και τον πόθο για αγάπη.
Ο Άρον: Χάνει τη γυναίκα του και μαζί το νου του, την ξαναβρίσκει όμως, στην άλλη άκρη της γης. Ο Σίντνερ: Θεωρεί πως δύο πράγματα έχουν αξία στη ζωή: η μουσική και ο έρωτας. Προορισμός του, όμως, γίνεται να πληρώσει ένα χρέος του πατέρα του.
Ο Βίκτωρ: Επιστρέφει στη γενέτειρά του για να κλείσει τον κύκλο, ολοκληρώνοντας ένα μεγαλειώδες έργο που έμεινε ημιτελές.
Το "Ορατόριο των Χριστουγέννων" του Μπαχ, που υπήρξε το ξεκίνημα αυτής της οικογενειακής Οδύσσειας, θα αποτελέσει και το φωτεινό κλείσιμο μιας πλοκής που ξετυλίγεται με την περίτεχνη δομή μιας καντάτας του Μπαχ και το συναισθηματικό πλούτο ενός έργου του Μπέργκμαν.
Πολύ περισσότερο από μια επική γενεαλογία ο Goran Tunstrom έχει δημιουργήσει ένα από τα σπάνια εκείνα έργα που φανερώνουν το ανθρώπινο δράμα σε όλο του το εύρος, με όρους ταυτόχρονα συγκινητικούς, κωμικούς, ερωτικούς, ρεαλιστικούς και μαγικούς. Το μυθιστόρημα αυτό αποδεικνύει ανυπέρβλητο εύρος και λεπτότατες ψυχολογικές αποχρώσεις, και αποτελεί μια συγκλονιστική πρώτη εμφάνιση στα Ελληνικά, του κορυφαίου Σκανδιναβού συγγραφέα της εποχής μας.
[...]




Περιγραφή
Στον "Απρίλη", ο αναγνώστης συναντά μερικές από τις ωραιότερες σελίδες του συγγραφέα της "Πριγκιπέσσας Ιζαμπώ" και του "Δίχως Θεό", αλλά και της "Ελληνικής εποποιίας 1940-41". Παιδικές αναμνήσεις από το Ναύπλιο -γενέτειρα του Τερζάκη- και εντυπώσεις από τον πόλεμο στην Αλβανία μας δίνουν σ' ένα βιβλίο ιδιαιτέρως αισθαντικό, για το οποίο έγραψαν οι κριτικές φωνές του τόπου:

Υπάρχουν στον "Απρίλη" πολλά αποκαλυπτικά μέρη. Ο κ. Τερζάκης δεν παρασύρθηκε στο σφάλμα ξένων λογοτεχνών που στα "απομνημονεύματά" τους συμπεριέλαβαν το καθετί, ακόμα και το πιο αδιάφορο περιστατικό που τους αφορά, κατέγραψαν καθεμιά, ακόμα και την πιο ασήμαντη σκέψη τους. Ο κ. Τερζάκης έκαμε επιλογή. Άλκης Θρύλος

Ο "Απρίλης" παίρνει μέσα στο έργο του κ. Τερζάκη μια θέση που έχει τη σημασία ενός συνόρου. Ο κ. Άγγελος Τερζάκης ανήκει στη γενιά των αυθεντικών συγγραφέων που με την ευρύτατη μάθησή τους και το καλλιεργημένο τους τάλαντο αποτελούν την πρωτοπορία στη μεγάλη προσπάθεια για την ανύψωση του επιπέδου της πνευματικής ζωής. Γιάννης Χατζίνης




Περιγραφή
Tο Δίχως Θεό του Aγγελου Tερζάκη, που η κριτική το χαρακτήρισε από τα λαμπρότερα δείγματα της νεοελληνικής λογοτεχνίας (A. Kαραντώνης), όχι απλώς έργο αλλά μαρτυρία (Γ. Xατζίνης), αφηγείται την ιστορία ενός ανθρώπου σκεπτόμενου, επαναστάτη κάποτε, που επιφορτίζεται με την ανατροφή δυό ορφανών ανιψιών του. O Παραδείσης θα αγωνιστεί να τα μεγαλώσει με τις πλατιές αντιλήψεις του, που δεν χωρούν σε δογματισμούς. Tα δυό παιδιά θ' ακολουθήσουν δρόμο περίεργο, αυτόν που ονομάζαμε άλλοτε κακό. Tο πολυδιαβασμένο αυτό μυθιστόρημα, που ζωντανεύει τη μεσοπολεμική Aθήνα και τον κόσμο της, υφαίνεται -όπως ολόκληρο το έργο του Tερζάκη-πάνω σ' έναν ιστό πλοκής και στοχασμού με άξονα, εδώ, την ανεπίλυτη συνάρτηση ανατροφής και κληρονομικότητας. O Παραδείσης θα πληρώσει με τη ζωή του ένα πείραμα υψηλό




Περιγραφή
Tο βιβλίο αυτό εδώ προβάλλει αξιώσεις στην αυστηρότερη ιστορική αλήθεια, όχι όμως και στην ιστορική πληρότητα. Δεν είναι σύνθεση επιστημονική. Γραμμένο εξ άλλου από άνθρωπο που είχε την τύχη ν' αναπνεύσει τον τραγικό αέρα του μετώπου, αποκρούει με περιφρόνηση κάθε βέβηλη φαντασία, κάθε αδιάκριτη ανάμιξη του μυθιστορηματικού. H εκστρατεία του 1940-41 είναι από μόνη της πολύ πλούσια σε περιεχόμενο για να χρειάζεται τη συμπλήρωση της σκηνοθεσίας. Ωστόσο αυτή η εκστρατεία, που όλοι τη λένε το Έπος", έχει τούτο το παράδοξο: πως είναι ένα έπος άγνωστο. Θέλω να πω άγνωστο στις ζεστές του πτυχές, στην ανθρώπινη ουσία του. Φαινόμενο ψυχολογικό και ιστορικό απροσδόκητο, δημιούργημα μιας στιγμής ανεπανάληπτης, αδικήθηκε από τα μετέπειτα γεγονότα, την πλησμονή των βιωμάτων: H Kατοχή, η Aντίσταση, το Kίνημα του Δεκέμβρη, τα πρώτα μεταπολεμικά χρόνια, το ξύπνημα ενός νέου κόσμου, του κόσμου της πυρηνικής εποχής, ήρθανε να κατακαλύψουν τη στιγμή της Aλβανίας. Tο κεφάλαιο τούτο της Eλληνικής Iστορίας, ένα από τα πιο σημαντικά, κλείστηκε, σφραγίστηκε και τοποθετήθηκε στο Aρχείο προτού μνημειωθεί. Όχι πως δεν υπάρχουν Iστορίες του ελληνοϊταλικού πολέμου: Yπάρχουν, και αξιόλογες. Aλλά εκείνο που λείπει είναι ένα βιβλίο δίχως αξιώσεις, προσιτό στον μέσο αναγνώστη, τον ανειδίκευτο στα στρατιωτικά, στα διπλωματικά, και που να διαβάζεται άνετα. Δεν ξέρω αν μπόρεσα να το δώσω. Πρέπει να πω ότι θέλησα να προλάβω προτού αποχωρήσει από τη ζωή η γενιά των μαχητών και χαθεί έτσι ανεπανόρθωτα η άχνα των ανθρώπων που έκαμαν την Iστορία. Γιατί την Iστορία τη συνθέτουν πάντοτε δύο στοιχεία που ο χρόνος τ' αποχωρίζει, μια σειρά γεγονότα κι ένα άρωμα εποχής. Tο πρώτο, τα γεγονότα, μπορείς να τα' αποκαταστήσεις ακόμα κι ύστερα από αιώνες. Tο δεύτερο όχι. Xάνεται, πετάει μαζί με τη στιγμή. Aκόμα κι εκείνοι που το ένιωσαν -όπως και όσο νιώθει κανένας το παρόν- ακόμα κι αυτοί χάνουν την αίσθησή του όταν το πάρει ο άνεμος του Xρόνου." AΓΓEΛOΣ TEPZAKHΣ




Περιγραφή
"Το μυθιστόρημα των τεσσάρων" γράφτηκε κάτω από ιδιότυπες συνθήκες οι οποίες εξηγούν την όλη δομή του, τον αποσπασματικό του χαρακτήρα, καθώς επίσης το κέφι που το διαπνέει, την επινόηση περίπλοκων καταστάσεων και μυστηρίων - όχι τόσο, υποψιάζεται κανείς, για να κινηθεί το ενδιαφέρον των αναγνωστών, όσο κυρίως για να δούμε πώς θα ξεμπλέξει από τις κακοτοπιές ο φίλος συγγραφέας που ακολουθεί. Με το πνεύμα αυτό, του παιχνιδιού και του πειραματισμού, θα' πρεπε ίσως να πλησιάσουμε κι εμείς "Το μυθιστόρημα των τεσσάρων".

ΚΡΙΤΙΚΗ

Την Κυριακή 16 Φεβρουαρίου 1958 στην πρώτη σελίδα της εφημερίδας «Ακρόπολις», μαζί με τις τεμαχισμένες φωτογραφίες τεσσάρων ανδρών που συνοδεύονταν από ένα ερωτηματικό για την ταυτότητά τους, εμφανίστηκε το εξής κείμενο: «Τέσσαρες Ελληνες, κορυφαίοι εις το είδος των, θα δώσουν από των στηλών της "Ακροπόλεως" κάτι που θα αφήσει εποχήν ­ Από την Κυριακήν 2 Μαρτίου». Σε επόμενο φύλλο της εφημερίδας οι φωτογραφίες δημοσιεύτηκαν ολόκληρες αποκαλύπτοντας τα πρόσωπα τεσσάρων γνωστότατων συγγραφέων ενώ το συνοδευτικό κείμενο διασαφήνιζε το εγχείρημα: «Καθένας από τους τέσσαρες συγγραφείς θα γράφη επί μίαν εβδομάδα "Το μυθιστόρημα των 4" και θα αφήνη να συνεχίζη ο επόμενος. Αλλά μεταξύ των συγγραφέων δεν θα υπάρχη προσυνεννόησις διά την πλοκήν του έργου. Ο καθένας θα το σταματά και θα το συνεχίζη κατά την κρίσιν και την φαντασίαν του. Είνε, λοιπόν, πραγματική λογοτεχνική σκυταλοδρομία».
Ύστερα από κλήρωση, πρώτος πήρε τη σκυτάλη ο Στράτης Μυριβήλης, ο οποίος την Κυριακή 2 Μαρτίου δημοσίευσε το πρώτο μέρος του μυθιστορήματος, που το συνέχισαν οι Μ. Καραγάτσης και Αγγελος Τερζάκης και το ολοκλήρωσε στις 26 Απριλίου ο Ηλίας Βενέζης. Η ιδέα του λογοτεχνικού εκείνου εγχειρήματος ανήκε στον Γιάννη Μαρή: αυτός επέλεξε τους τέσσερις συγγραφείς της λεγόμενης γενιάς του 30 ­αγνοούμε με ποια κριτήρια και αν η πρόταση έγινε και σε άλλους ομοτέχνους τους­ και αυτός τους έπεισε να δεχθούν. Στον πρόλογο του βιβλίου, γραμμένο από τον εκδότη του, διαβάζουμε ότι οι συγκεκριμένοι συγγραφείς «πείστηκαν ύστερα από πολλές αμφιβολίες» να λάβουν μέρος στο πείραμα, επομένως είχαν εκφράσει ενδοιασμούς για τη σκοπιμότητα ή την επιτυχία του. Το τελικό αποτέλεσμα, πάντως, ήταν αρκούντως ικανοποιητικό, δεδομένου ότι το μυθιστόρημα περιείχε όλα εκείνα τα συστατικά που ο Μαρής θεωρούσε απαραίτητο να συνυπάρχουν στις δικές του αστυνομικές ιστορίες: μυστήριο, δράση, αγωνία, έρωτας, εγκλήματα και έρευνες για την εξιχνίασή τους, αναδρομές στο παρελθόν, ιδιαίτερα στην περίοδο της Κατοχής, όταν ετίθεντο αντιμέτωποι ήρωες και προδότες.
Η ιστορία αρχίζει το 1920 στην Αίγινα, σε έναν ανεμόμυλο, και τελειώνει πάλι στην Αίγινα τρεις δεκαετίες αργότερα, το 1953, στον ίδιο ανεμόμυλο. Κύριος όμως χώρος δράσης των ηρώων της είναι η Αθήνα, όπου ύστερα από έναν αιματηρό εμφύλιο πόλεμο οι κάτοικοι προσπαθούν να επουλώσουν τις παντοειδείς πληγές τους. Μολονότι οι πολιτικές αναφορές απουσιάζουν, οι λεπτομέρειες για τα ήθη και τις ασχολίες των ανθρώπων εκείνης της εποχής αφθονούν. Μαθαίνουμε, λοιπόν, ότι οι Αθηναίοι έβλεπαν ιταλικές νεορεαλιστικές ταινίες με την Αννα Μανιάνι, ότι στα νησιά του Αργοσαρωνικού κατέφθαναν ομάδες τουριστών, ότι οι κοσμικοί σύχναζαν στα μπαράκια της πλατείας Συντάγματος πίνοντας ουίσκι μαζί με τους αμερικανούς δημοσιογράφους ­ η αμερικανική παρουσία στην πολιτική ζωή της χώρας ήταν φανερή και απροκάλυπτη.
Στην Αίγινα, παλιά πρωτεύουσα του ελληνικού κράτους, με απομεινάρια παλιάς δόξας και κτίσματα ιστορικού ενδιαφέροντος ­τα αρχοντικά του Τρικούπη, του Καποδίστρια, των Βουλγαραίων, των Ζαΐμηδων­, ο Αντρέας Μανιάτης, ιδιοκτήτης μύλου και σαπουνάδικου, συλλαμβάνει τη νεαρή σύζυγό του σε ερωτικές περιπτύξεις με τον ανιψιό του. Η τιμωρία που επιβάλλει στους μοιχούς είναι τρομερή: ο ανιψιός ρίχνεται στο καζάνι με το σαπούνι και η γυναίκα δένεται γυμνή στη φτερωτή του ανεμόμυλου. Ο απατημένος σύζυγος εξαφανίζεται για πάντα ενώ η μοιχαλίδα σε κατάσταση παράκρουσης πλέον γίνεται σκεύος ηδονής των σεξουαλικά πεινασμένων αντρών της περιοχής. Καρπός του τυχαίου σμιξίματός της με ένα χωρικό είναι ένα κοριτσάκι, το οποίο μετά τον θάνατο της μητέρας του υιοθετείται από μια κυρία της καλής κοινωνίας. Όταν η κοπέλα μεγαλώνει, στέλνεται για σπουδές μουσικής και χορού στη Γερμανία, επιστρέφοντας δε στην Αθήνα αρχίζει επιτυχημένη καριέρα στο κρατικό λυρικό θέατρο ως Νενέλα. Στη διάρκεια της Κατοχής γίνεται μέλος παράνομης οργάνωσης αναλαμβάνοντας τη φροντίδα των φυλακισμένων πατριωτών και τη διενέργεια εράνων για τους αντάρτες του Ζέρβα.
Η γνωριμία της Νενέλας με τον Αμεντέο Μαντσίνι, λοχαγό του δικαστικού τμήματος της ιταλικής διοίκησης, γιο Ελληνίδας και ιταλού σταφιδέμπορου της Πάτρας, αλλάζει δραματικά τη ζωή της. Ο Μαντσίνι, που της δίνει πληροφορίες για καταδιωκόμενους Ελληνες της Αντίστασης, την ενημερώνει για την επικείμενη σύλληψη του ίλαρχου Μυλωνάκου, ήρωα του αλβανικού πολέμου και ηγέτη παράνομης οργάνωσης, αλλά, παρά τα ληφθέντα μέτρα, ο ίλαρχος συλλαμβάνεται, με αποτέλεσμα ο διχασμένος αξιωματικός ­ακροβατεί ανάμεσα στην αγάπη του για την Ελλάδα και στο χρέος του έναντι της Ιταλίας­ να σταλεί στο μέτωπο της Λιβύης.
Τα ερωτήματα για τον αναγνώστη αναδύονται στο δεύτερο κεφάλαιο του βιβλίου, διατυπωμένα από τον Μ. Καραγάτση, συγγραφέα ­ανάμεσα στα άλλα­ του αστυνομικής υφής μυθιστορήματος «Ο κίτρινος φάκελος». Ποιος κατέδωσε τον ίλαρχο Μυλωνάκο; Ποιος έστειλε το ανώνυμο γράμμα-καταγγελία για τον λοχαγό Μαντσίνι; Ποιος γνώριζε τα απόρρητα στοιχεία ενός χαρτοφύλακα που αφορούν τη σχέση του Μυλωνάκου με τον Μαντσίνι; Η Νενέλα, βλέποντας ότι την υποπτεύονται ως ένοχη προδοσίας και ότι την κυκλώνει ένας παράξενος κόσμος με κρυμμένα μυστικά, επιχειρεί να εξιχνιάσει τα αινίγματα και ταυτόχρονα να διαλευκάνει το σκοτεινό της παρελθόν, το οποίο συνδέεται με την Αίγινα. Επιστρέφοντας στο νησί των γονιών της για να ανακαλύψει τις ρίζες της, συνειδητοποιεί τους δεσμούς που ενώνουν τους ανθρώπους με την Ιστορία, η οποία μπολιασμένη συχνά με τη φαντασία θυμίζει πολλές φορές παραμύθι, αλλά τα μυστήρια εξιχνιάζονται από δύο αστυνομικούς συντάκτες ­ καθ ύλην αρμοδιότερους. Το συλλογικό αυτό μυθιστόρημα έδωσε στους τέσσερις συγγραφείς ­όλοι ήταν ενταγμένοι στον κεντροδεξιό πολιτικό χώρο και είχαν συμμετάσχει σε αντιστασιακές δραστηριότητες την περίοδο της Κατοχής­ τη δυνατότητα να εκφράσουν διάφορες σκέψεις τους σχετικές με εθνικά και κοινωνικά θέματα. Ο Μ. Καραγάτσης (1908-1960) μιλάει για τους προδότες: «Ναι, ανάμεσα στους Έλληνες υπήρχαν μερικοί προδότες, το ελάχιστο εκείνο βιολογικό κατακάθι της κάθε φυλής. Όλοι τους όμως ήταν υποκείμενα ιδιοτελή, που πρόδιναν την πατρίδα τους κινημένοι από υλικό συμφέρον». Λέει ο Ηλίας Βενέζης (1904-1973) για τους προλετάριους: «Η ζωή στο λιμάνι, τόσο πρωί, έπαιρνε με τούτο το πλήθος που φώναζε το σκληρό της νόημα, το πρώτο. Ο αγώνας για το ψωμί, τον άρτον τον επιούσιον, ήταν πάνω απ όλα θεότητα που επόπτευε την κίνηση των ανθρώπων». Σημειώνει ο Αγγελος Τερζάκης (1907-1979) για τις φιλόδοξες νεαρές: «Ο κινηματογράφος τής είχε βάλει φωτιά στο αίμα. Εκείνη μια φορά ήταν ζωή, όπως τη βλέπεις στα κοσμικά φιλμ: δεξιώσεις, γουναρικά, διαδήματα, βίλες, καζίνα, κούρσες, κότερα...». Τέλος, ο Στράτης Μυριβήλης (1892-1969) διατυπώνει την εξής άποψη για τις εθνοκτόνες συγκρούσεις: «Ο πόλεμος είναι ένα φριχτό γεγονός έξω από τη θέλησή μας. Και μια φορά που θα γίνει κινείται μέσα σε μια δική του νομοτέλεια, μέσα σε μια δική του λογική που είναι έξω από κάθε λογική, μέσα σε μια δική του δικαιοσύνη που είναι η άρνηση της κάθε δικαιοσύνης».
Η επιτυχία του εγχειρήματος ­4.208 αναγνώστες πήραν μέρος στον διαγωνισμό για τον τίτλο του μυθιστορήματος, το πρώτο βραβείο δόθηκε στο «Μανιάτικο αίμα»­ ενθουσίασε τους εμπνευστές του. Έτσι η «Ακρόπολις» προανήγγειλε τη δημοσίευση ενός παρόμοιου μυθιστορήματος ­το διαφήμιζε επί μέρες ως το «Μυθιστόρημα των 90 ημερών»­ γραμμένου από 30 κορυφαίους πρωταγωνιστές του ελληνικού θεάτρου! Πολλά χρόνια αργότερα, το 1987, το περιοδικό «Το τέταρτο» δημοσίευσε σε συνέχειες την «Αθέατη όψη», μια ιστορία γραμμένη εκ περιτροπής από έξι συγγραφείς: Δ. Νόλλας, Φ. Δρακονταειδής, Α. Κοτζιάς, Χ. Μηλιώνης, Γ. Γιατρομανωλάκης, Τ. Καζαντζής. Παρά το θετικό του πράγματος, το μυθιστόρημα δεν είχε την προσδοκώμενη επιτυχία, με αποτέλεσμα να μην εκδοθεί σε βιβλίο. Έκτοτε το εγχείρημα δεν επαναλήφθηκε ώσπου φθάσαμε στο «Παιχνίδι των τεσσάρων», μυθιστόρημα των Γ. Σκούρτη, Κ. Μουρσελά, Α. Σουρούνη, Π. Τατσόπουλου, που δημοσιεύτηκε στα «Νέα» τον εφετεινό Φεβρουάριο. Η ανταπόκριση του αναγνωστικού κοινού στο ομότιτλο βιβλίο, το εκδοθέν από τον Καστανιώτη, θα προδιαθέσει ασφαλώς κάποιους συγγραφείς για παρόμοια μελλοντικά εγχειρήματα.

Φίλιππος Φιλίππου, «ΤΟ ΒΗΜΑ», 17-05-1998




Περιγραφή
Όσοι από εμάς παρακολουθήσαμε μόλις τελείωσε ο μεγάλος πόλεμος, τον ευρωπαϊκό στοχασμό στα νέα τότε φανερώματά του, θαρρώ πως απομένουμε με τη σφραγίδα του εντυπωμένη στο λογισμό μας, στη συνείδηση που έχουμε του κόσμου. Όμως η πρόταση τούτη βλέπω αμέσως πως χρειάζεται αποσαφήνιση. Πρέπει να διατυπωθεί έτσι: Εμείς όσοι, όχι από συμβατική ή επαγγελματική περιέργεια, όχι από φιλοδοξία για ενημέρωση, αλλά από εσωτερική και ιστορική ανάγκη, παρακολουθήσαμε... Στην επανασύνδεσή μας με την ευρωπαϊκή σκέψη, ύστερα από το τρομερό χάσμα που άνοιξε ο σεισμός, μας έσπρωχνε ο κόμπος από ερωτήματα, αγωνία, δίψα, που είχε πήξει μέσα στο λαιμό μας. Δεν γυρεύαμε απαντήσεις -τώρα μου φαίνεται να το ξεκαθαρίζω αυτό-: γυρεύαμε μιαν ομόλογη με τα σκοτεινά, μέσα μας, αιτήματα, διατύπωση, μιαν έκφραση επάξια, που και μόνη της, με την ευγλωτία της , με την ευστοχία της, να τα δικαιώνει. Απαντήσεις, οι πιο συνειδητοί από εμάς, ξέραμε πως δε υπάρχουν στον κόσμο. Η ζωή του ανθρώπου είναι ερώτημα αναπάντητο. Συμπέρασμα: η βασιλεία των μεγάλων φιλοσοφικών συστημάτων είχε πια περάσει.[...]
(Απόσπασμα από το βιβλίο)




Περιγραφή
Απόψε που ψιλοβρέχει, απόψε που το φθινόπωρο έγειρε πάνω στην πολιτεία με τον υγρό μανδύα του, ας παρατηρήσουμε τους πολυσύχναστους δρόμους, την οχλοβοή της αγοράς, κι ας πάρουμε τα παλιά τα στενά. Είναι ανηφορικά, τρικυμισμένα, το βήμα που ένα καιρό τα δρασκελούσε σβέλτο, τώρα πορεύεται βαρύ. Κάνε καρδιά ωστόσο. Πιο δύσκολος κι' από τον ανήφορο, σου φαίνεται βέβαια ετούτος ο γυρισμός, το προσκύνημα, η αναζήτηση ενός ίσκιου λιανού, που όλο φεύγει. Το ξέρεις καλά πως δεν θα τον προλάβεις. Ακολούθησε τον όμως μ' εγκαρτέρηση, ίσκιος του ίσκιου κι' εσύ.
Το φεγγάρι φεύγει δρομαίο σ' έναν ουρανό μαβή, που τον σαρώνουν αντιπερνώντας ξέμπλεκα τα σύννεφα. Και στα δρομάκια γλυστράνε χαμοπετώντας κάποια ζευγάρια, χάνονται στις γωνίες. Οι άνθρωποι τρέχουν να κρύψουν το λάφυρο της ευτυχίας τους, να το παραχώσουν κάπου, με δάκτυλα που τρέμουν. Τι είναι το λάφυρο? Μια ζεστή ανάσα, η λάμψη μιας ματιάς, ένα χαμόγελο, το μύρο ενός κόρφου, που θα το πιεί ο αέρας. Όμως το κρύβουν, και θα το κρύβουν. Έτσι, για να τους μείνει αργότερα, σε χρόνια στείρα, η θύμηση από τη λαχτάρα των χεριών που έκρυβαν. Ίσκιος του ίσκιου.
Στο καφενεδάκι της γειτονιάς, γύρω � γύρω, ο τόπος έχει γίνει μια έρημος. Σκάψανε να βρούνε αρχαία, ψαχούλεψαν στα σπλάχνα της γης με νύχια σιδερένια, βγάλανε στο φώς, στη βροχή, κάτι μάρμαρα ροκανισμένα από τα δόντια του Χρόνου. Τα βλέπεις τώρα να κείτονται σκόρπια, ναυαγισμένα μέσα στον άγνωστο τους κόσμο μας, να καρτερούν την απόφαση μας. Στο καφενεδάκι μέσα κελαϊδάει ένα πουλί.
«Καφέ � μπαρ». Είναι το κλουβί και το μεγάφωνο, η Μετανοούσα Μαγδαληνή στον τοίχο κι' ο φθορισμός που τη φωτίζει, η πρέφα κι' ο νταβατζής με το αμερικάνικο μπουφάν. Δυο γεροντάκια σε δύο διαφορετικές γωνιές, ξεροσταλιάσανε πάνω στις βραδινές εφημερίδες, έστυψαν όλες τις ειδήσεις, μη τους ξεφύγει καμμιά προτού βάλουνε πλώρη για τον άλλο κόσμο. Το καναρίνι θάπρεπε να κοιμάται από δύο ώρες τώρα, μα το έφαγε η ξεσυνέρια : πλέκει βαριατσιόνες, μελωδικά αραβουργήματα, γύρω στα μπουζούκια του ραδιοφωνικού σταθμού. Έχει μια φαντασία, έναν οίστρο! Άλλωστε είναι μπασταρδεμένο, το βγάλανε από ζευγάρωμα με καρδερίνα. Μπορεί και γι' αυτό να είναι έτσι μεθυσμένο και απαρηγόρητο.
Το τάβλι βροντάει, το μεγάφωνο ρουχαλίζει, οι τρίλιες μέσα στο κλουβί τινάζονται ψηλά, φωτεινό σιντριβάνι, πυροτέχνημα. Βροχή διαττόντων αστέρων. Η γάτα του καταστήματος περνάει μ' ατάραχο βήμα νοικοκυράς, μας κοιτάζει με συγκρατημένη περιφρόνηση. Στοιχηματίζω πως το μάτι της, όπως σε κάθε νοικοκυρά, κρύβει μια ρέμβη : Κάτω από κάθε αξιοπρέπεια παραμονεύει η νοσταλγία των κεραμιδιών.
Είναι αυτά που τώρα σταλάζουν έξω αργά, απολησμονημένα. Τι ήρθαμε να βρούμε εδώ, ή τι να φέρουμε, άλλο από το άφωνο τούτο τραγούδι? Οι νότες του σκόρπισαν στον αέρα, και τώρα πασχίζουμε μάταια να τις ανασυντάξουμε. Τη μικρή του τη ζωή την περνάει κανένας πολεμώντας να ξαναθυμηθεί μια χαμένη μελωδία. Οι τόποι είναι οι ίδιοι � λιγάκι μόνο διαφορετικοί � η θωριά μας η ίδια � λιγάκι μόνο διαφορετική � ο κόσμος ο ίδιος � λιγάκι μόνο πιο παλιός και πιο καινούργιος. Κάτι μας σκούντησε και προσπέρασε. Δεν το προσέξαμε. Ήταν ίσκιος.
Ορίστε τώρα να τον ξαναπλάσετε! Τ' αντικείμενα έχουν στερεότητα, ο άνθρωπος το ίδιο, παντού υπάρχει όγκος, βάρος, ιδιότητες, η καθημερινή πείρα μας λέει πως έτσι ν' απλώσουμε το χέρι κάτι θα συναντήσουμε, κάποιο έρεισμα θα βρούμε, η καθημερινή χρήση μας κάνει να το πιστεύουμε. Ο κόσμος είναι υλικός, πείθει. Και ξάφνου να! Μέσα στον ίδιο τον χώρο, εμείς οι ίδιοι βρισκόμαστε μια μέρα εξόριστοι. Κάτι γλίστρησε, λάκισε, σε μια δύναμη μες' από τα πράγματα, ένα άρωμα που δεν το νιώθεις μέσα στο παρόν, αλλά μόνο σα θύμηση, όταν έχει πετάξει. Και βλέπεις τότε πως το μύρο τούτο της στιγμής ήταν η μοναδική γεύση των πραγμάτων, η άπιαστη κι αληθινή τους υπόσταση. Ότι απομένει γύρω είναι χαλάσματα, σχήματα δίχως νόημα, συλλαβές χωρίς ήχο. Έτσι καθώς τα ροκανισμένα μάρμαρα του χαμένου κόσμου εδώ γύρω στο συνοικιακό καφενεδάκι, έρημα, άναυδα μέσα στο βράδυ και στην βροχή.
Δύο χιλιάρικα (παλαιά) κάτω από το φλιτζάνι του καφέ, κούμπωμα το σακάκι και δρόμο. Αργά, να σώζεται η επίφαση της αξιοπρέπειας. «Καληνύχτα σας!» δεν έχεις φτάσει στην πόρτα κι' ο καφετζής σφουγγίζει ορμητικά το τραπεζάκι που κάθισες, με την πατσαβούρα, να μην μείνουν τ' αχνάρια σου. Ντροπή να τα βρει ο νέος πελάτης.
Έξω ο αέρας είναι υγρός. Η ψιχάλα κόπασε, αλλά τι τ' όφελος! κάτι τέτοιες ώρες είναι που τους αρπάζει κανένας τους ρευματισμούς. Ευτυχώς που ο κατήφορος βοηθάει, και η νύχτα προστατεύει τη φυγή. Μια τελευταία στάση. Δίχως να γυρίσεις πίσω το κεφάλι σου. Σαν ίσκιος.
Μέσα στο μαγαζάκι κελαϊδάει πάντα το πουλί.

Άγγελος Τερζάκης (Προσανατολισμός στον Αιώνα) - Δοκίμια




Περιγραφή
Κατά τη Γραφή ο Κάιν, πρωτότοκος του Αδάμ και της Εύας, σκότωσε τον 'Aβελ, το δευτερότοκο αδελφό του. Πολύ αργότερα, κι αφού πια ο Κάιν είχε σπείρει το γένος των ανθρώπων, γεννήθηκε από τον Αδάμ την Εύα ο Σηθ, μακρινός λένε, προπάτορας του Χριστού.
Έτσι, το ανθρώπινο γένος εμφανίζεται με γενάρχη του έναν αδελφοκτόνο. Αν η γενιά του Σηθ, χάρη σην απόληξή της, μπόρεσε στο μάκρος των αιώνων να εξαλείψει το κληρονομικό στίγμα του Κάιν, δεν το ξέρω. Το πιθανότερο είναι πως πασχίζει γι' αυτό, με αβέβαιη ως τώρα έκβαση. Κάτι τέτοιο φαίνονται να δείχνουν η ιστορία και η πείρα της ζωής. Το αίμα του Άβελ βοά ακόμα.
Αφιερώνω τις σελίδες τούτες σ' εκείνους που έχουν μέσα τους την κατάρα -ή την αρετή- να το ακούνε κάποτε να τους ταράζει τους ύπνους. Από εκεί και ο τίτλος του βιβλίου.
Τα κείμενα που ακολουθούν, είναι οι επιφυλλίδες δημοσιευμένες στο "Βήμα". Χρονολογίες έχω βάλει σ' ελάχιστα: σ' εκείνα μόνο που τις χρειάζονται για να τοποθετηθούν από τον αναγνώστη μέσα στα συμφραζόμενα μιας ορισμένης ιστορικής στιγμής.
('Aγγελος Τερζάκης -από την εισαγωγή του βιβλίου)




Περιγραφή
Εκείνος που δεν περιορίζεται να χαίρεται τ' αγαθά -τα πάμπολλα- του πολιτισμού μας, αλλά που έχει την τάση και να τον κρίνει, στέκεται κάτι περισσότερο από ξαφνιασμένος, καθαυτό τρομαγμένος μπροστά στις αντιφάσεις του. Την περασμένη Τετάρτη πήραμε κάποια μικροπεριστατικά της καθημερινής ζωής για πράδειγμα και αφετηρία, όχι τόσο με σκοπό να τα υπογραμμίσουμε όσο για να γίνει αισθητό το πόσο τα συνηθίζουμε, πως πολιτογραφούνται στον κόσμο των συνυθειών μας, περνάνε σ' ένα είδος καθεστώτος, ας πούμε σε μιαν άγραφη νομιμότητα. Το θέμα τώρα είναι τι βαθύτερο φανερώνουν και ποιες οι επιπτώσεις τους. [...]
(Απόσπασμα από το βιβλίο)




Περιγραφή
Φυσιογνωμίες υψηλές-κλειδιά πολύτιμα και πολύσημα για την κατανόηση και ερμηνεία του Νέου Ελληνισμού, εκάλυψαν και κατέλαμψαν με την πολυδύναμη, ασύγκριτης γνησιότητας, σοβαρότητας και βούλησης παρουσία τους το μεγαλύτερο μέρος τον εικοστού μας αιώνα η Κατίνα Παξινού και ο Αλέξης Μινωτής.

Δωρηματοδέκτες καλόμοιροι της αθάνατης Γενιάς τον Τριάντα, και δωρεοδότες προς την ένδοξη αυτή Γενιά, αλλά και προς τις κατοπινές, ως τις ημέρες μας τις ταραγμένες, γενιές, επλαστούργησαν με το θεόδοτο υλικό της ύπαρξής τους δυo μορφές-σύμβολα αναγέννησης, ανανέωσης και γόνιμης προώθησης της αρχαίας ελληνικής θεατρικής παράδοσης και υψώθηκαν σε υποδείγματα αφιέρωσης, αυταπάρνησης και αφοσίωσης στον αείζωο θεατρικό λόγο, τον λόγο που αποκαλύπτει το μυστικό του ανθρώπου μέσα στο μυστήριο του κόσμου.

Τους τιμούμε σήμερα με μνήμη, με καρδιά και με νου συγκινημένο, φωτεινό, σκεπάζοντας τα τίμια ονόματά τους με σμύρτα, ελιόφυλλα και δάφνες της Πατρίδας μας.

Η "Ευθύνη"




Περιγραφή
Σε καιρούς πνευματικού χαλασμού, καθώς οι σημερινοί, είναι δραματικά αναγκαίο και υπαρκτικά τραγικό να αναζητεί, κάθε λαός και κάθε άνθρωπος, τη σωτηρία του σε μια βαθύτερη αυτογνωσία, φροντίζοντας ν' απαλλάξει την αληθινή του ταυτότητα από μύθους και στολίσματα που της πρόσθεσαν τα βιωμένα χρόνια.

Είναι δραματικά αναγκαίο, και νόμιμο, γιατί τέτοιο υψηλό αγώνισμα υποβάλλει η ίδια η εντελέχεια της Ιστορίας· και είναι υπαρκτικά τραγικό, γιατί χωρίς τέτοια συνειδητή κατάχτηση της ταυτότητας, οι άνθρωποι και τα έθνη χάνουν τον εαυτό τους, δεν υπάρχουν κατά τις προδιαγραφές του πνεύματος. Και τότε, δεν μπορούν ούτε να επισημάνουν την αποστολή τους στον κόσμο αυτό.

Το Εικοσιένα είναι ο υψηλός ιστορικός και συνάμα πνευματικός χώρος όπου ο Έλληνας και ο λαός μας σύμπας οφείλει, σε ύψιστη εγρήγορση, να αγωνιστεί για να βρει και να γνωρίσει τον εαυτό του. Αυτό είναι η ιερή κιβωτός του Ελληνισμού με την οποία στην αγκάλη είναι προορισμένο να περνά απείραχτος από την φθορά του χρόνου. Είναι το ταμείο προτύπων μορφών και υποδειγμάτων βίου που εγαλβάνισε με αίμα η Ιστορία και τα ύψωσε εκεί όπου στρέφεται ο άνθρωπος για να ζητήσει εμπνεύσεις βίου. [...]

Η "Ευθύνη"




Περιγραφή
Από δημοσιεύματα του γαλλικού τύπου βλέπω ότι πολλοί εκεί συγκινήθηκαν επειδή πρόκειται να πουληθεί σε δημοπρασία το σπίτι όπου πέθανε ο Ιβάν Τουργκένιεφ στο Μπουζιβάλ. Η τύχη του γίνεται, έτσι αβέβαιη: Αν το γκρεμίσουν; Και ναι μεν ο Τουργκένιεφ, Ρώσος ως τα μύχια της ψυχής του, μόνον φιλοξενήθηκε -όπως τονίζεται- από τη Γαλλία, αυτό όμως δεν είναι λόγος για ν' αδιαφορήσουν οι Γάλλοι. Γίνεται λοιπόν τώρα έκκληση στη σοβιετική πρεσβεία του Παρισιού, ν' αγοράσει το σπίτι, να το διασώσει ως προσκύνημα, που είναι και σήμερα. Στους συμπατριώτες του Τουργκένιεφ -τονίζεται- περιέχεται κανονικά ο λόγος. Οι γαλλικές αρχές σε μπορούν να έχουν την πρωτοβουλία, όσο κι αν συναισθάνονταν τον κίνδυνο να χαθεί ένα με αξία μουσειακή.[...] (Απόσπασμα από το βιβλίο)








Περιγραφή
Τα κείμενα του τόμου αυτού δημοσιεύθηκαν το έτος 1968 στην εφημερίδα "Το Βήμα", δύο την εβδομάδα συνήθως, με την υπογραφή "Ερανιστής" που είχε υιοθετήσει ο Άγγελος Τερζάκης, για ένα διάστημα της περιόδου της δικτατορίας. Χωρίστηκαν και πάλι, σύμφωνα με τη δομή που ο ίδιος είχε επιλέξει στους πρώτους τόμους των "Δοκιμίων" του σε τρείς ενότητες θεμάτων: Της εποχής, του ελληνισμού, του θεάτρου -αφού στην περίοδο αυτή τα θέματα της τέχνης τα χειρίστηκε σε άμεση αναφορά προς την εποχή μας. Τον τίτλο του τόμου αυτού, καθώς και των δύο προγενεστέρων ("Οδοιπόροι μιας εποχής", "Ο άνθρωπος σε αδιέξοδο") επέλεξα γιατί έκρινα πώς μπορούσε άνετα, φυσιολογικά θα έλεγα, να στεγάσει τα κείμενά του. (Κώστας Ε. Τσιρόπουλος)




Περιγραφή
Οι στοχαζόμενοι άνθρωποι του σύγχρονου κόσμου ψάχνουν με πάθος κι αγωνία να βρούνε τα κύρια, βαθύτερα χαρακτηριστικά της περιπλοκής που κρύβεται πίσω από τη λαμπρή πρόσοψη της τεχνοκρατούμενης εποχής μας. Ο μέσος άνθρωπος, μόλο που κι αυτός πληρώνει την κρίση, θαμπώνεται από την πρόσοψη. Όπως γράφει στο τελευταίο, σημαντικό βιβλίο του ο Γάλλος καθηγητής της φιλοσοφίας του Πανεπιστημίου της Ντιζόν κ.Jean Brun (μερικά ξένα ονόματα κακοπαθαίνουν τόσο στην ελληνική μεταγραφή τους, που προτιμάει κανένας να τ' αφήσει στο πρωτότυπο): "δεν είναι πολύ νωρίς για να θέσει κανένας το πρόβλημα από σήμερα κιόλας και να εγκύψει στη σημασία του". Στο βιβλίο αυτό λοιπόν θ' αφιερώσουμε τη σημερινή μας επιφυλλίδα -και ίσως όχι μόνο τη σημερινή. [...] (Απόσπασμα από το βιβλίο)




Περιγραφή
Το βιβλίο τούτο, που μ' έχει απασχολήσει ως πρώτη ύλη όσο σχεδόν ένα έργο ζωής, ξεκίνησε χωρίς σχέδιο και χωρίς ξεκάθαρο στόχο. Χρόνια και χρόνια μελετώντας το θέατρο ή γράφοντας δραματικά έργα, όπως και στα μαθήματα μου Δραματολογίας στη Δραματική Σχολή του Εθνικού Θεάτρου, προπάντων όμως όταν τελείωνα την παράδοση κι έβγαινα από την τάξη τύχαινε να ρίξω στο χαρτί σημειώσεις. Κάποτε τις φύλαγα, άλλοτε τις έχανα. Περιττό να πω ότι οι χαμένες μου φαίνονται σήμερα οι πιο καλές -μόνο και μόνο γιατί είναι χαμένες. Πολλές φορές στο μεταξύ, είπα να συγκεντρώσω όσες απόμεναν, να τις βάλω σε τάξη, να συνθέσω ένα σύνολο με κάποιον ειρμό. Το ανέβαλλα. Ένιωθα πως δεν έχω καταγράψει ακόμα ό,τι αναδεύεται μέσα μου κι ό,τι μου υποβάλλει το θέμα τραγωδία. Τέλος, κάποια στιγμή, κατάλαβα πως αυτή η περιπλάνηση δε θα έπαιρνε τέλος παρά μόνο με τη ζωή μου. Τότε βρήκα μια λύση της ανάγκης: Αντί να καθήσω να γράψω ένα βιβλίο συστηματικό, κάτι δηλαδή που έτσι κι αλλιώς δεν μου ταίριαζε, μια πραγματεία περί τραγωδίας να πούμε, είπα να εκθέσω τα διάφορα που στοχαζόμουν περί τραγωδίας. [...] (Από τον πρόλογο του βιβλίου)




Περιγραφή
Το γενεαλογικό μας δέντρο πλουτίζεται: Φαίνεται πως υπάρχουν νεώτερα για την καταγωγή μας. Στο συνέδριο πενήντα παλαιοντολόγων, το οργανωμένο από την Ουνέσκο, ο Δρ. Λούις Λήκυ από τη Ναϊρόμπι. εξέθεσε -διαβάζουμε- τη θεωρία του για την προέλευση του ανθρώπου. Η θεωρία αυτή προβάλλει δύο θέματα: τη σημασία ενός προγόνου μας αγνώστου πριν από το 1963: του "χόμο χαμπίλις" (homo habilis), που τον ανακάλυψε εκείνη τη χρονιά η οικογένεια Λήκυ -πατέρας, μητέρα, δύο γιοί, όλοι τους παλαιοντολόγοι- και το γνώρισμα που ξεχωρίζει, κατά τον δόκτορα Λήκυ, τον άνθρωπο μέσα στο ζωικό βασίλειο: την αφηρημένη σκέψη. [...] (Απόσπασμα από το βιβλίο)




Περιγραφή
Ο άνθρωπος και έρχεται, και φεύγει από τον κόσμο αυτό χωρίς αποσκευές. Τα κτερίσματα που απέθεταν οι πρόγονοί μας πλάι στα νεκρό σώμα, απέμεναν έξω πάντοτε από τον αναπαυμένο άνθρωπο.

Κι όμως· τα κείμενα που αφήνει πίσω του ο συγγραφέας φεύγοντας, μιλούν για πράγματα που εξακολουθούν να βρίσκονται μέσα στον άνθρωπο που τα έγραψε. Ιδίως, όταν τα κείμενα αυτά έχουν εξομολογητικό χαραχτήρα.

'Όταν ο 'Aγγελος Τερζάκης σφάλισε τα ρεμβαστικά, σοβαρά εκείνα μάτια του και με σταυρωμένα τ' αρχοντικά του χέρια πήρε τον δρόμο της ανόδου στα επουράνια, άφησε σ' ένα φάκελο μια δέσμη φύλλα χαρτί με στοχασμούς του προσωπικούς, εξομολογήσεις, κάποιες ιδέες για βιβλία ή και συντομότερα κείμενα, που άλλες απόμειναν άγονες κι άλλες τον έφεραν σ' ευτυχισμένη ολοκλήρωση κειμένων που περήφανα κληρονομήσαμε οι Νεοέλληνες (Παράδειγμα: "Του γερακιού το μάτι"). [...]

(από το προλογικό σημείωμα του Κώστα Ε. Τσιρόπουλος)



Περιγραφή





Περιγραφή
Συγκροτώντας με τα "Τετράδιά" της η "Ευθύνη" την πινακοθήκη των εξαιρετικών μορφών του Νέου Ελληνισμού, θεώρησε καθήκον της να σταθεί και να γιορτάσει πνευματικά τα εβδομηντάχρονα του Παντελή Πρεβελάκη. Γιατί το έργο του υψώνεται σοβαρό και στέρεο, με ιερή προαίρεση αθανασίας, δίδαγμα και μάθημα των Ελλήνων. Στο έργο αυτό έχει εκφραστεί με αξιοζήλευτη γλώσσα η δραματική συνείδηση του Ελληνισμού και η τραγικότητα των καιρών μας, κι αποτελεί αναπαλλοτρίωτη κατάθεση του Έθνους, τιμή του λαού και καύχηση.

Το "Τετράδιο" έπρεπε κανονικά να συγκροτήσουν μελετήματα γραμμένα για το σκοπόν αυτό. Ωστόσο, ο συγγραφέας που φιλοδοξούμε να τιμήσουμε μας απέτρεψε από ένα τέτοιο σχεδιασμό, για λόγους που μας είναι σεβαστοί. Έτσι, με την φιλική συγκατάθεσή του, συντέθηκε ένας τόμος με κριτικά κείμενα για τα συγκεκριμένα του έργα, δημοσιευμένα από την αρχή της λογοτεχνικής του σταδιοδρομίας. [...]

Η "Ευθύνη"




Περιγραφή
Tο Tαξίδι με τόν Έσπερο κατέχει ιδιάζουσα θέση στην πεζογραφική παραγωγή του Άγγελου Tερζάκη. Mυθιστόρημα της εφηβείας, συνδυάζει την τρυφερότητα με την αφηγηματική χάρη, το λυρισμό με τη λιτή και υπαινικτική γραφή - τα στοιχεία εκείνα που κατέταξαν τον Tερζάκη στους μεγάλους Έλληνες συγγραφείς του εικοστού αιώνα.




Περιγραφή
Ένα γνήσιο αθηναϊκό μυθιστόρημα που άφησε εποχή. Ο ύμνος και το δράμα μιας Αθήνας που χάνει την όψη της ειδυλλιακής πόλης, ενόσω τα προβλήματα του σύγχρονου ανθρώπου που αρχίζουν να συνθέτουν το νέο τοπίο. Από την παλαιότερη εκείνη εποχή, η Μενεξεδένια πολιτεία διατήρησε τη γοητεία των περασμένων καιρών, τη νοσταλγία, την αφέλεια, την αρχοντιά τους. Χαρακτηριστικά που προσωποποιούνται στον Μελέτη Μαλβή, παλιό δικηγόρο, που η γυναίκα του τον άφησε λίγο μετά τον γάμο τους για να ακολουθήσει τον τυχοδιώκτη εραστή της. Η ευγενική μορφή της κόρης του Σοφίας, ο υπερευαίσθητος Γιάννης Μαρούκης αλλά και τα δευτερεύοντα πρόσωπα του μυθιστορήματος περιγράφονται όλα με την ιδιαίτερη διεισδυτικότητα του Τερζάκη και μένουν πάντα στη μνήμη του αναγνώστη.



Περιγραφή





Περιγραφή
«Συγκέντρωσα ανθρώπινες μορφές, που ζούνε σε μιαν ιστορικά καθορισμένη εποχή,και παρακολούθησα τη σταδιοδρομία τους, τις σχάσεις τους, τις αντιδράσεις τους απέναντι στα γεγονότα. Eίναι μια εποχή κρίσιμη, που ξέσκισε πολλά πέπλα. Aδιάφορο! O μυθιστοριογράφος έχει χρέος ν'αγαπάει όλα τα πρόσωπα του, αφήνοντας στους άλλους τη φροντίδα, αν θέλουν να τα κρίνουν. Άλλωστε, τις κυρώσεις, τις επιβάλλει η ζωή. Tο μυθιστόρημα ερμηνεύει τους νόμους της. Δεν τους αλλάζει.» AΓΓEΛOΣ TEPZAKHΣ



Περιγραφή




Περιγραφή




Περιγραφή




Περιγραφή




Περιγραφή




Περιγραφή

΄Αγγελου Τερζάκη :
Το Νεοελληνικό Μυθιστόρημα

Α'

Νεώτερη μορφή και συνέχεια του αρχαίου έπους είναι το σύγχρονο μυθιστόρημα. Συνηθίζουνε ν' αναζητούνε τους ιστορικούς προγόνους της πεζογραφικής του εξέλιξης σ' εποχές μακρυνές και σε συγγραφείς κλασσικούς, όπως τον Ηρόδοτο και τον Πλάτωνα, ή τον Ξενοφώντα στην «Κύρου Παιδεία»… Ο ιστοριοδίφης έχει πάντα δύο ελατήρια που τον παρακινούνε ν' ανατρέξει στις πηγές τις πιο απομακρυσμένες και τις πιο απίθανες. Την επιστημονική κλίση προς την ενημερότητα πρώτα, που είναι μια μορφή κι αυτή ειδικότερη της ευσυνειδησίας. Την κάπως σχολαστική πολυπραγμωσύνη, έπειτα που συχνά φανερώνεται σα συνέπεια της πρώτης και χαρακτηρίζει μια νεώτερη τάση, κάπως υπερβολική, στο ν' αναζητιέται η απαρχή κάθε σύγχρονης έκφρασης ζωής στο πλαίσιο του κλασσικού κόσμου.

Αληθινά, δε θα μπορούσε εύκολα ν' αντισταθεί, μια οποιαδήποτε σημερινή μορφή τέχνης ή επιστήμης, στην εξονυχιστικήν έρευνα της προέλευσής της και να διεκδικήσει τον τίτλο του καινούργιου και του πρωτόφαντου. Οι άνθρωποι της εποχής εκείνης, που στέκεται επικεφαλής ως σήμερα της ιστορίας του πολιτισμού μας, είτε αφομοιώνοντας και συνεχίζοντας παραδόσεις άγνωστων κατά πολύ σ' εμάς προγόνων, είτε πρωτοπλάθοντας τη συνείδηση ενός δικού τους πολιτισμού, βρέθηκαν φυσιολογικά αντιμέτωποι απέναντι σ' όλα τα προβλήματα που περιβάλλουν τον άνθρωπο με την εμφάνισή του στη γη. Ένα είναι βέβαιο πως η φυλή τους ήταν γινόμενο εξέλιξης και καταστάλαγμα πνευματικής ζύμωσης φτασμένης στο βαθμό της ωριμότητας. Ησαν πρωτόγονοι χωρίς να είναι αγροίκοι, ρωμαλέοι αλλά και στοχαστικοί. Απέναντι στα ερωτήματα της ζωής δεν εθορυβήθησαν και δεν υποχώρησαν, καθώς λαός αγρίων. Παραμέρισαν την πρόληψη κι αντί να υποταχτούν εσκέφτηκαν. Τα συμπεράσματά τους, μια και σώθηκαν ως εμάς, καθορίζουν στο εξής επιγραμματικά τις πηγές της γνώσης μας.

Το σκεπτικιστή σύγχρονο δημιουργό δε θα πείσει εύκολα ό,τι ικανοποιεί το φιλόπονο ιστοριοδίφη. Ο πολιτισμός της εποχής μας, αφού πέρασε από το σκοτεινό χωνευτήριο του μεσαιώνα, αφομοίωσε τις πρώτες ύλες, ζυμώθηκε με νέες επιδράσεις, έπαθε αντιδράσεις απροσδόκητες και κάτω από την καταθλιπτικήν επίρροια της Χριστιανικής σκληραγωγίας άλλαξε ουσία και μορφή. Στην πλαστική στατικότητα διδάχτηκε η κίνηση κι ο σπασμός. Η απάρνηση της παρούσης ζωής συνοφρύωσε τις εκφράσεις και συννέφιασε τα μέτωπα. Η μεταθανάτια αισιοδοξία του πνεύματος του Χριστιανισμού, έφερε ένα παράδοξο αντίρροπο: Την πεσιμιστική κοσμοθεωρία της επίγειας διαβίωσης. Τη φιλοσοφική αμεριμνησία του κλασσικού κόσμου διαδέχτηκε η υστερική ενατένιση της μέλλουσας, μεταφυσικής αναβίωσης. Η ψυχή στους αρχαίους είναι αθάνατη γιατί η ζωή της ύλης είναι ωραία. Στους μεταχριστιανικούς χρόνους η ψυχή γίνεται αθάνατη γιατί η ζωή της ύλης είναι οδυνηρή. Η πύλη που οδηγούσε εκείνους στην αιωνιότητα ήταν η χαρά, σ' εμάς η αγωνία.

Φυσικό ήταν, την τέτοια ψυχολογική μεταστροφή, ν' αντιπροσωπέψει κυριώτατα η τέχνη που κατ' εξοχήν περισώζει τον άμεσο παλμό της ψυχής μας. Η τέχνη του λόγου δε μιλάει με σύμβολα, καθώς η μουσική ή οι εικαστικές τέχνες. Καταγράφει αμέσως την παραμικρότερη δόνηση και τον ελαφρότερο σπασμό. Οι αντιδράσεις, εξωτερικές ή εσωτερικές, είναι στην έκφρασή της άμεσες. Η ελαστικότητα της είναι θαυμαστή. Αφομοιώνεται, προσαρμόζεται, μορφοποιείται αυθόρμητα. Κάθε συναίσθημα εκφράζεται στη ζωή πρώτα με το λόγο, έναρθρο ή άναρθρο. Κάθε εποχή περισώζεται ανάγλυφη στα λογοτεχνικά της μνημεία, έστω και στα πιο μέτρια. Γι ΄ αυτό κ' η όψη της λογοτεχνίας ριζικά αλλάζει και κόβεται η συνέχεια με τις πρώτες φιλολογικές μορφές.

Το πιο σύγχρονο μυθιστόρημα, βαθειά, πυκνά ζυμωμένο με τη νεώτερη ψυχική ζωή μας, δύσκολα μπορεί να παραλληλιστεί με τα κλασσικά πρότυπα. Έχει μια χαρακτηριστικήν ιδιομορφία, έντονα προσωπικό χαρακτήρα, και γι' αυτό, από τα είδη του λόγου σαν το πιο νέο, παρουσιάζεται και το ικανότερο ν' αντιπροσωπέψει το σύγχρονο ζωικό παλμό.

Το μυθιστόρημα ανήκει κατ' εξοχήν στην εποχή μας.

Έτσι όμως διαμορφώθηκε στη Δύση, με συνέχεια την παράδοση των μεγάλων συγγραφέων που το καλλιέργησαν από το Θερβάντες ως το Γουώλτερ Σκότ, δημιουργό του ιστορικού κλάδου του, το παρέλαβαν οι δικοί μας της πρώτης μετεπαναστατικής γενεάς. Πρώτο ενδεχόμενο της τέτοιας διαδοχής και φυσικό άλλωστε κατά νόμο σχεδόν απαράβατο, είναι η μίμηση. Δουλική όταν λείπει η προσωπικότητα του επιφυλλιδογραφήματος. Συμβατικούς ήρωες, απίθανα γεγονότα, μελοδραματικούς διαλόγους. Στην «Ηρωίδα» του επεχείρησε αυτόχρημα να κάνει μυθιστόρημα την Επανάσταση του ‘ 21. Βλέπει εκεί κανείς βοσκοπούλες που έχουν αποστηθίσει τον Όμηρο και φωνάζουν τα πρόβατά τους με τα μυθολογικά ονόματα των νυμφών του Παρνασσού!

Οι τύποι είναι οι γνωστοί της σχετικής συνταγής. Η ηρωική κι αγνή παρθένος, ο ατρόμητος νεαρός πρωταγωνιστής, ο απαίσιος ραδιούργος. Ο Βάρθακας απόλαυσε για χρόνια τη λαϊκή αποστροφή… Λαϊκός επίσης συγγραφέας εστάθηκε ο Κωνστ. Ράμφος. Κάπως καλύτερος όμως απ' αυτούς εμφανίζεται ο Αλέξανδρος Ραγκαβής με τον «Αυθέντη του Μωρέως» και τον «Συμβολαιογράφο» που είναι μάλλον κοινωνικό διήγημα μ' επτανησιακό ηθογραφικό χαρακτήρα.

Το «Χρονικό του Μωρέως» χρησιμοποιεί για ιστορική πηγή ο Ραγκαβής στον «Αυθέντη». Για λογοτεχνικό πρότυπο τον «Ιβανόη» του Σκότ. Η υπόθεση πλέκεται στα 1209, γύρω από την προσπάθεια του Γοδεφρίδου Βιλαρδουίνου να κληρονομήσει την αυθεντία του Μωρηά, που ο Γουλιέλμος ο Καμπονίτης είχε αφήσει υπό την εποπτεία του φεύγοντας για τη Γαλλία. Ο Γουλιέλμος δε γυρίζει στην Ελλάδα και στέλνει σ' αντικατάστασή του τον ανηψιό του Ροβέρτο. Μα ο Ροβέρτος δεν κατορθώνει να υπερνικήσει τα εμπόδια που του παρουσιάζονται στο δρόμο. Καθυστερεί, κι ο Βιλλαρδουίνος γίνεται αυθέντης του Μωρηά. Το έργο στο σύνολό του παρουσιάζεται με μια πλοκή καθαρά επιφυλλιδογραφική. Οι διάλογοι ρητορικοί, το μυστηριώδες στοιχείο χρησιμοποιείται με κατάχρηση. Σκοτεινοί καλόγεροι, μεταμφιεσμένοι μαντατοφόροι, ιππότες μαυροντυμένοι κ' αινιγματικοί, επιστρατεύονται.

Ο Ραγκαβής νομίζει ίσως πως έτσι αναπτύσσει και τη μεσαιωνική του ατμόσφαιρα. Αληθινά, κατορθώνει να κινήσει το ενδιαφέρον, με μέσα όμως ολότελα εξωτερικά. Από τα ξένα του πρότυπα δεν εμπνέεται απλά αλλά δανείζεται. Στο κεφάλαιο των ιππικών αγώνων, μπάζει στο στίβο, ακριβώς όπως κι ο Σκοτ στον «Ιβανόη» του, ένα μυστηριώδη ιππότη, ντυμένον στα μαύρα και με το προσωπείο του κράνους κατεβασμένο. Μα νομίζει, μ' αξιοθαύμαστην απλοϊκότητα και σύμφωνα προς το ρητό «αμαρτία εξομολογουμένη...κλπ.» πως αν κάνει μιαν αποστροφή προς τον Άγγλο δάσκαλό του, θα εξαγνιστεί. «Σκιά του μεγαλυτέρου των συγχρόνων μυθιστοριογράφων...» ανακράζει κόβοντας τη διήγηση «...θέλεις άρα εξεγερθεί;... Όχι... Ο φόβος μη ελεγχθώ σος μιμητής δεν θέλει με αναχαιτίσει...» κλπ. Κλπ. Το τελευταίο πάλι κεφάλαιο του «Αυθέντη», με την αποκάλυψη της συνομωσίας, είναι αυτή τούτη η Τρίτη πράξη του «Ερνάνη» του Ουγκώ με την περίφημη σκηνή των τάφων.

Δε φαίνεται να είχαν την πρόθεση, οι άνθρωποι αυτοί, γράφοντας τα έργα τους, να δημιουργήσουν σοβαρό λογοτεχνικό είδος. Τουλάχιστον ο Ραγκαβής, είναι γνωστό πως περιφρονούσε το διήγημα και το θεωρούσε είδος ελαφρό και με μόνο σκοπό του τη διασκέδαση. Αλλά κι αν τα πράγματα ήσαν αλλιώς, δεν θα τους έλειπε μόνη η καλή θέληση. Σημειώνει κανείς την έλλειψη του λεπτού εκείνου αισθητηρίου που παρέχει στον αληθινό συγγραφέα την ικανότητα να επισημάνει τα κυρίαρχα σημεία και τις απαιτήσεις του μύθου του.

Ειδικά στον κλάδο του ιστορικού μυθιστορήματος, αυτού δηλαδή που πιστότερα περισώζει το χαρακτήρα της προέλευσης του είδους από το αρχαίο έπος, δεν έχουν αντιληφθεί παρά το εξωτερικό του γνώρισμα. Την προσπάθεια να περιγραφεί μ' ακρίβεια και κατά το δυνατό να ζωντανέψη μια περασμένη εποχή.

Όμως, ό,τι δίνει την αιθέρια απόχρωση της εξαιρετικότητας σ΄ ένα ιστορικό μυθιστόρημα και δημιουργεί το κριτήριο μεταξύ μέτριου και αριστουργηματικού, δεν είναι αυτή τούτη η ιστορική συνέπεια. Ακόμη κι ο ρόλος της διαγραφής των χαρακτήρων περιορίζεται στο μέτριο επίπεδο της ανθρώπινής τους λογικότητας και της ιστορικής ακρίβειας των μεγάλων μορφών. Η πεμπτουσία είναι η πνοή που περνάει πάνω από τις μεγάλες σκηνές, τις ιστορικές ή εκείνες όπου ο συγγραφέας βάζει σε κίνηση μεγάλα σύνολα ανθρώπων, κινεί μάζες.

Είναι ακόμη η κατηγορηματική εκείνη αναγκαιότητα, που προβάλλεται στο βάθος και φαίνεται αυτή να οδηγεί τα γεγονότα και τα πρόσωπα, με το σταθερό και αναπόφευκτο χέρι της ειμαρμένης. Έτσι γίνεται με την περίφημη σκηνή της πολιορκίας του πύργου στον «Ιβανόη» έτσι με τις τιτάνιες μάχες της Φλωμπερικής «Σαλαμπώ»... Στους δικούς μας- κ' είναι καταθλιπτικός ως το γελοίο ο παραλληλισμός- λείπει αυτή η αίσθηση. Μονάχο τους μέλημα, στενή απασχόληση, είναι η καταποδιαστή παρακολούθηση της υπόθεσης, το αδιάκοπο γαρνίρισμα της πλοκής. Δεν αντιλαμβάνονται το ρόλο τους σαν επικών συγγραφέων, τους λείπει το ανάστημα για να τον αντιληφθούν.

Οι ευκαιρίες ξεφεύγουν μέσ' από τα χέρια τους. Εννοώ κυρίως το Ραγκαβή που έχει κάπως λογοτεχνικότερη μορφή. Μια σκηνή, όπως εκείνη του κονταροχτυπήματος, μένει ανεκμετάλλευτη κ' η περιγραφή της παραμερίζεται κατά τρόπο γελοίο. «Παραιτούμεθα να περιγράψωμεν τας λαμπράς πανοπλίας», «...δεν προτιθέμεθα εις την επίτοσον ταύτην εικόνα να περιγράψωμεν τον ιππικόν αγώνα...!». Σε τίποτα δεν τον ωφελεί τώρα το παράδειγμα του Γουώλτερ Σκότ. Είναι απλός μιμητής. Η μάλλον ούτε καν μιμείται, παρωδεί...

Πολύ περισσότερο φαίνεται να κατάλαβε την αποστολή του σαν ιστορικού συγγραφέα ο Σπ. Ζαμπέλιος. Αναφέρω εδώ τους «Κρητικούς γάμους», αν και μεταγενέστερους τόσο του «Θάνου Βλέκα» του Καλλιγά όσο και της «Πάπισσας Ιωάννας» του Ροϊδη, γιατί συνέχονται μάλλον με το είδος του πρωτόγονου ιστορικού μυθιστορήματος. Τα προσόντα τους όμως είναι λογοτεχνικά. Βέβαια, ούτε αυτούς εμψυχώνει και δικαιώνει η επική ανάταση, ούτε, στο στενώτερο πλαίσιο, η ιστορική τους ακρίβεια είναι άμεμπτη. Ο Παλαμάς γράφει πως το βιβλίο αυτό απορρίπτουν με ίση δυσπιστία η ιστορία και η ποίηση. Μα η γλώσσα του Ζαμπέλιου, αν και αρχαϊζουσα κι απλησίαστη σχεδόν για τον σημερινόν αναγνώστη, είναι νευρώδης, το ύφος του ιδιότυπο και ανδρικό, συχνά μόνο, κατά το ρυθμό της εποχής, ρητορικό. Είναι φανερή η σύγχιση στην οποία πέφτει ο συγγραφέας. Η ιδιοσυγκρασία του βέβαια είναι ορμητική, ρωμαντική, μα κι από τις απαιτήσεις του είδους που χρειάζεται, έχει αντιληφθεί μόνο την εξωτερική. Στην ίδια πλάνη έπεφταν και οι ρωμαντικοί. Τους έλειπε η αίσθηση της πραγματικότητας, του ότι, δηλαδή, η επικότητα βρίσκεται σ' αυτό τούτο το πνεύμα της ζωής, και με μιαν αφέλεια που προκαλεί σήμερα συχνά την αγανάκτηση, ζητούσαν με τη συμβολή της φαντασιοπληξίας τους να την αναπτύξουν. Έτσι η παρουσία τους, η υπερφίαλη, βαραίνει αφόρητα την καθαρή αφήγηση. Μένει άγνωστος και μυστηριώδης γι' αυτούς ο τρόπος με τον οποίο ο Όμηρος, πάντα απλός και κάποτε απλοϊκός, κατορθώνει να διαχύσει το ρίγος του μεγαλειώδους με τα μέσα τα λιτά ως την αγνότητα.

Η φροντίδα με την οποία ο Ζαμπέλιος ζητάει να διαπλάσει την ιστορικήν ατμόσφαιρα στην αρχή των «Κρητικών γάμων» , έχει τη δυσάρεστην έκφραση της προσπάθειας. Περιγράφει, με άπειρες παρεκβάσεις κι άσκοπες ιστορικές λεπτομέρειες, την κατάσταση της Κρήτης στα χρόνια της Ενετοκρατίας. Περιγράφει, ακόμη την πρωτεύουσα, το Χάνδακα, με το βαρύ της μεσαιωνικό χρώμα. Δυσανάλογη είναι η ατέρμονη τούτη εισαγωγή προς τις αναγκαιότητες του μύθου. Η δράση υποτίθεται στα 1570, όταν μια επανάσταση είχε σηκωθεί ενάντια στην Ενετική κυριαρχία. Στον αρχηγό των επναστατών Καντανολέο έρχεται αποσταλμένος του άρχοντα των Χανιών Δαμολίνου που του προτείνει συμμαχία και συμπεθεριά. Ο Καντανολέος δέχεται να παντρέψει το γυιό του με την κόρη του άρχοντα, Σοφία. Μα την ημέρα των γάμων πέφτει θύμα προδοσίας των Ενετών. Στον πύργο, που γίνονταν οι γάμοι, οι προδότες βάζουν φωτιά. Η Σοφία, που αγαπούσε το γυιό του επαναστάτη, αυτοκτονεί μέσα στις φλόγες, ενώ εκείνος κι ο πατέρας του αιχμαλωτίζονται από τους συμπατριώτες της για να θανατωθούν.

Το επεισόδιο είναι αληθινά δραματικό κ' η σκηνή των γάμων με την προδοσία έχει αποδοθεί με δύναμη ύφους. Είναι αξιοσημείωτο πως, ο συγγραφέας που τόσο πλατύαζε, αλλάζει τώρα το ρυθμό του, δίνει ζωντάνια και κίνηση στην αφήγηση, παλμό στις εικόνες. Το έργο, στο σύνολό του, παρουσιάζει ενδιαφέρον, παρά τις ανισοζυγίες της αρχιτεκτονικής και το λογικώτατο φόρτο του συγγραφέα. Ο Ζαμπέλιος ήταν ιδιοσυγκρασία ιστοριοδίφη, σοφού. Η ιδιότητα του οραματιστή ακολουθεί τη σκέψη του, δεν προηγείται.



Β΄

Με το «Θάνο Βλέκα» του Παύλου Καλλιγά, που πρωτοδημοσιεύτηκε στο φιλολογικό περιοδικό «Πανδώρα» (1855) αρχίζει το καθαυτό ελληνικό μυθιστόρημα, το ηθογραφικό αλλά και το αστικό. Η υπόθεση έχει για περιβάλλον πότε το χωριό, πότε την πολιτεία, πότε το βουνό ή και τη θάλασσα ακόμη. Η περιγραφή της κοινωνίας της εποχής εκείνης είναι ζωντανή, με τύπους ανάγλυφους και μια πηγαία ειρωνιστική διάθεση που δεν της λείπει η ευγένεια και η χάρη. Oι χαρακτήρες των ανθρώπων είναι απλοί στη σύλληψή τους, μολονότι- καθώς παρατηρεί ο Αρ. Καμπάνης- η φροντίδα της διάπλασής τους κάποτε ελαττώνει τη ρεαλιστική τους πιθανότητα. Το τελευταίο τούτο μειονέκτημα, που δεν είναι και τόσο ενοχλητικά εδώ έκδηλο, εχαρακτήριζε κι έναν άλλο, ξένον αυτόν, συγγραφέα, χωρίς να τον εμποδίζει γι' αυτό να είναι μεγάλος: Το Ντίκενς. Ο Καλλιγάς όμως είναι καθαρά ερασιτέχνης μυθιστοριογράφος. Στο γράμμα με το οποίο τόσο απλοϊκά προσπαθεί να κρύψει την πατρότητα του έργου του από το διευθυντή της «Πανδώρας» Ν. Δραγούμη, φανερώνεται η συστολή του αναρμόδιου, που κατά παρέκβαση καταπιάνεται μ' ένα ξένο προς το επάγγελμα του είδος. Κι αληθινά, η επιστημονική και λόγια ιδιοσυγκρασία του βαραίνει αδιάλειπτα το έργο.

Η αφήγηση σκοντάβει διαρκώς σε ρητά αρχαία ή και λατινικά, κόβεται από ωφελιμιστικές παρεκβάσεις. Κι όμως, ο άνθρωπος που έγραψε το πρώτο τούτο αξιόλογο ελληνικό μυθιστόρημα, έχει το δώρο του γνήσιου συγγραφέα, τη γερή και οξεία παρατηρητικότητα, τη δύναμη να δημιουργεί ζωντανούς ανθρώπους την ικανότητα να πλέκει ένα μύθο, να προκαλεί το ενδιαφέρον και συχνά να το δεσμεύει...Αποτελεί με την ύπαρξή του μια τρανή διάψευση εκείνων που κρίνουν την Ελληνική κοινωνία, έστω κι εκείνου του καιρού, ανώριμη για να προσφέρει υλικό μυθιστορήματος.

Το πνεύμα της ειρωνείας, της τόσο συγκρατημένης και άκακης, που χαρακτηρίζει στις λεπτομέρειες σε όλο το μυθιστόρημα του Καλλιγά, βρίσκεται συμπυκνωμένο επιγραμματικά στο κεντρικό θέμα. Υπάρχουνε δύο αδερφοί Βλέκα, ο μεγαλείτερος, ο Τάσος, που κυμαίνεται επαγγελματικά μεταξύ αξιωματικού της εποχής εκείνης και ληστή στα βουνά της Λαμίας κι' ο μικρότερος, ο Θάνος, ένας άβουλος και σεμνός καλλιεργητής. Η μητέρα τους, ενσάρκωση του λαϊκού τύπου του καιρού εκείνου, με τη χοντρική παράδοση της παλληκαριάς στην ψυχή της, θαυμάζει κι αναγνωρίζει τον Τάσο της ενώ περιφρονεί το Θάνο που η ζωή του της φαίνεται άσκοπη και δουλική. Η πλοκή γίνεται γύρω από τις περιπέτειες και την καταδίωξη του Θάνου, τον οποίο η μοίρα κ' η... χωροφυλακή κατατρέχουν ως αδερφό του ληστή Τάσου, ενώ ο τελευταίος, με την επιτηδειότητα και το θράσος του τυχοδιώκτη, όχι μόνο πετυχαίνει στη ζωή του τελικά αλλά κι εξασφαλίζει την ευημερία και τη δόξα. Μιαν αισθηματική νότα προσθέτει στην υπόθεση ο ρωμαντικός έρωτας του Θάνου με την κόρη του πλούσιου κτηματία, Ανυφαντή, Ευφροσύνη. Ο έρωτας αυτός, σύμφωνα με τη συνταγή της εποχής, θα καταλήξει στην καταστροφή της ευτυχίας του και το θάνατο των ηρώων.

Ο Καλλιγάς είδε την ελληνική κοινωνία του καιρού του με το έκπληκτο μάτι του κοσμοπολίτη που γυρίζει στον τόπο μετά σπουδές και παραμονή στην πολιτισμένη Ευρώπη αλλά και την φυσικήν ευγενικότητα του ανθρώπου που δεν ξιπάστηκε στο εξωτερικό κι αγαπάει ειλικρινά τη φυλή του. Η άμεση παραβολή της πρωτόγονης και παρδαλής ντόπιας κοινωνίας με τις κατασταλαγμένες ξένες, του χρησίμεψε για να διακρίνει αμέσως και να συλλάβει τις έκδηλες αντιθέσεις, ν' αντιληφθεί, πρώτος αυτός, τα χαρακτηριστικά του ελληνικού περιβάλλοντος. Τα ολοκλήρωσε σε μερικούς αντιπροσωπευτικούς τύπους που μένουν ως τα σήμερα από τους ζωντανότερους της λογοτεχνίας μας. Ο σχολαστικός κι αγαθός δάσκαλος Ηφαιστίδης, ένας τύπος του οποίου τόση κατάχρηση θα γινόταν αργότερα, ο δανδής της εποχής Λέων Ιαπετός, που πρώτα λεγόταν Καποτάς κι άλλαξε τ' όνομά του για να το εξευγενίσει, και πολλοί άλλοι, ολότελα δευτερεύοντες μα πάντα ευδιάκριτοι, χαρακτηριστικοί, διαγράφουν σε μικρογραφία την κοινωνία της πρώτης μετεπαναστατικής γενεάς.

Ανέφερα παραπάνω το Ντίκενς. Δεν εννοώ φυσικά να επεκτείνω καθόλου τον παραλληλισμό, μα θα σημείωνα, με κάθε ευσυνειδησία, πως η σελίδα του «Θάνου Βλέκα» στην οποία περιγράφεται η φυλακή με τους τροφίμους της, υπενθυμίζει αρκετά έντονα κάποιες ανάλογες του «Πίκγουικ». Κ' είναι ένα σημείο όπου ο Καλλιγάς, ζητώντας να χαρακτηρίσει έναν ήρωά του, το γλοιώδη εκείνο Ιαπετό, τον πιο επιτυχημένο του ίσως τύπο, δίνει επιγραμματικά το χαρακτηρισμό μιας ολόκληρης κι αιώνιας κοινωνικής τάξης, της λεγομένης σήμερα «κοσμικής»- Ωμίλει πάντοτε ελαφρώς περί των σοβαρών και σοβαρώς περί των ουτιδανών», λέει για τον ήρωά του...

Από τις τόσο έξυπνες και ζωντανές σκηνές του «Θάνου Βλέκα», θα ήθελα ακόμη ν' αναφέρω ιδιαίτερα μια, τόσο για την πηγαία σατυρική διάθεση και χάρη της όσο και για έναν άλλο, βαθύτερα σημαντικό λόγο. Εννοώ τη σκηνή που κουβεντιάζουν τρεις αξιοπερίεργοι τύποι Ενας Αμερικάνος ιεραπόστολος, ο δάσκαλος Ηφαιστίδης κι' ένας ρωμηός αγριοκαλόγερος.

«- Πως; Ιδού έχομεν τους αρχαίους ποιητάς», λέει ο Ηφαιστίδης στον ιεραπόστολο, εμποτισμένος από την προγονολατρεία της εποχής, «...τους ιστορικούς, τους ρήτορας, αυτούς ακολουθούντες δεν σφάλλομεν.

«- Δεν είμαι σύμφωνος ότι δύνασθε να τους ακολουθήσετε, και εάν κατ' εξαίρεσιν εις εκ των ζώντων κατώρθωσε να τους πλησιάσει, γνωρίζετε ότι «εις ουδείς».

Κι αυτά γράφονταν στα 1855...

Ένας συγγραφέας με μεγάλη σατυρική φλέβα κ' υποδειγματικό ύφος, ανακαλύφτηκε με την «Πάπισσα Ιωάννα» (1865). Ο Εμμανουήλ Ροϊδης δεν έδωσε άλλο μυθιστόρημα και γι αυτό το μοναδικό του εργάστηκε χρόνια, σκαλίζοντας παληές βιβλιοθήκες, διαβάζοντας έργα σπάνια, αναδιφώντας τα χρονικά μοναστηριών και τα Συναξάρια με τους βίους των αγίων. Θέλησε να γράψει ένα ιστορικό μυθιστόρημα, που να ζωντανεύει τη σκοτεινήν εκείνη εποχή του μεσαίωνα καθώς, λέει ο ίδιος, οι «Τύχες του Τηλεμάχου» την ηρωικήν Ελλάδα, οι «Μάρτυρες» τη Ρώμη στη δύση της κι ο «Ιβανόης» την ιπποτική Αγγλία. Το σχέδιό του ήτανε το γνωστό, της αναπαράστασης. Με τη διαφορά πως ο Ροϊδης, αντίθετα από τους άλλους, υπερακόντισε το σκοπό του. Έτσι επέτυχε να δώσει ένα έργο εξαιρετικό.

Αληθινά, αν η «Πάπισσα» ζει και θα ζει, αν εγνώρισε την παγκόσμια επιτυχία, τούτο χρωστιέται στο ότι ο συγγραφέας της διέθετε ικανότητες μεγαλείτερες από τις προθέσεις του.

Φαίνεται να μην είχε ούτε ο ίδιος σαφή αντίληψη της ποιότητάς τους. Η φανατική του επιμέλεια στην αναζήτηση και την εξακρίβωση των πηγών του, δείχνει την καθορισμένη πρόθεση ν' αναπαραστήσει απλά και πιστά μιαν εποχή. Όμως, στην επιτυχία, φθάνει μ΄ έναν άλλο δρόμο, την ιδιότυπη ψυχή που ορμέμφυτα χύνει στο έργο του. Τη σάτυρα. Ό,τι οι άλλοι δεν είχανε κατορθώσει από το δρόμο του επικού, αυτός το κατώρθωσε από το δρόμο του σατυρικού. Γι' αυτό κ' η «Πάπισσα», άσχετα προς την ιστορική ακρίβεια των λεπτομερειών της και την ιστορική ανακρίβεια του μύθου της, δε ζει σαν ιστορικό μυθιστόρημα. Ζει σαν ένα έργο σάτυρας καυστικής, βαθειάς με γερή και σταθερή βάση φιλοσοφικού δόγματος. Η σάτυρά της δεν είναι περιορισμένη «φιλολογική». Αποτελεί είδος κοσμοθεωρίας, κι είναι τόσο σοβαρώτερη όσο δε φαίνεται.

Η άρνηση της (γιατί δημιουργική άρνηση είναι η σάτυρα) παρουσιάζεται συνταραχτική, βαθύτατα επαναστατική. Δίκαια θορυβήθηκε και την αφόρισε η Εκκλησία. Το μυθιστόρημα του Ροϊδη είναι επικίνδυνο για την προληπτική παράδοσή της. Είναι εκρηκτικό, ανατρεπτικό, συγκλονιστικώτερο από δέκα τόμους ρασιοναλιστικής φιλοσοφίας. Κ' η μέθοδος του είναι απλή , το φως. Ρίχνει μιαν αχτίδα, ωμή, σκληρή, ανελέητη, σε κάθε λεπτομέρεια. Οι απρόοπτες παρομοιώσεις του, αποκαλύπτουν, ξεγυμνώνουν την υποκρισία. Η « Πάπισσα» δεν είναι ένα έργο άκακο. Έχει κακία και, το χειρότερο, κακία μεγαλοφυή...

Ο Ροϊδης με την «Πάπισσα Ιωάννα», δεν έγραφε ένα ευθυμογράφημα. Έγραφε ένα έργο πολεμικής. Γιατί, από δύο επόψεις μπορεί ο συγγραφέας να ιδεί τη ζωή. Από την τραγική ή από την γελοία. Μια μόνο δεν επιτρέπεται ποτέ να εγκολποθεί, γιατί είναι ανύπαρχτη. Την ελαφρή. Ένα φαινόμενο τραγικό ή γελοίο είναι η ζωή, μα άξιο της σοβαρότητας μας γιατί είναι από εμάς ανώτερο. Δεν την κυριαρχούμε, μας διέπει. Έτσι, μπορούμε να συλλάβουμε το τραγικό βάθος της και να διαμαρτυρηθούμε με τη στοναχή της Τραγωδίας ή να την αρνηθούμε και ηρωικά να τη λοιδωρήσουμε. Απέναντί της η αδιαφορία μας δεν δικαιολογείται παρά μόνον άμα είναι βάση άρνησης επαναστατικής. Το ν' αδρανείς, να μένεις αμέριμνος, σημαίνει πως δεν την καταλαβαίνεις, άρα είσαι κατώτερος. Οι αρχαίοι συνέλαβαν επιγραμματικά στην Τραγωδία και το Σατυρικό δράμα τις δυο απόψεις. Ο Σαίκσπηρ τις συνεδύασε.

Λογοτεχνικά κρινόμενη η «Πάπισσα», παρουσιάζεται να έχει πρότυπα ξένα, που ούτε ο συγγραφέας της, άλλωστε αρνήθηκε. Στάθηκε όμως άπιστος στα πρότυπα του αυτά κι έδωσε ένα έργο έντονα προσωπικό. Το ύφος του είναι γλαφυρό, κρυστάλλινο, μα και κατηγορηματικά κοφτερό. Ζωντανά πρόσωπα οι ήρωες και ιδιαίτερα ο πολλαπλός τύπος του μεσαιωνικού καλόγερου. Τέλος, το περιβάλλον της εποχής, των μοναστηριών οι περιγραφές των τελετών, δημιουργούν την ατμόσφαιρα της εποχής με μέσα λιτά και ακριβή.

Είναι κρίμα που μια φλέβα τόσο γνήσια ελληνική, το πνεύμα της ευγενικής ειρωνείας και της αυστηρής σάτυρας, που εμφανίστηκε με τις λογοτεχνικές εκδηλώσεις των πρώτων μας άξιων πεζογράφων, του Καλλιγά και του Ροϊδη, έμεινε χωρίς συνέχεια και χάθηκε από την παράδοσή μας. Θέλω να πω στην παράδοση του επικού λόγου, του μυθιστορήματος. Γιατί επέζησε βέβαια στις πέννες των καλών θεατρικών συγγραφέων μας και των επιφανών χρονογράφων.

Ο Δ. Βικέλας έγραψε, με το «Λουκή Λάρα» του, ένα βιβλίο παρθενικό. Είναι η σε πρώτο πρόσωπο αφήγηση, από κάποιο Χιώτη έμπορο, των επεισοδίων της νεανικής ζωής του που σχετίζονται με την Επανάσταση του 21.

Κι ο Βικέλας έχει προσωπικότητα ύφους, αν και η αφήγησή του παίρνει τη γοητευτική απλότητα του κλασσικισμού. Ακριβώς όμως με τη λιτότητα του αυτή, τον απέριτο τρόπο της έκφρασης, συνδέεται με τη βασική διάφορη μέθοδο του Ροϊδη ή του Καλλιγά. Κοινό τους γνώρισμα η διαύγεια κ' η χάρη. Κ' είναι άξιο ιδιαίτερης προσοχής το γεγονός αυτό της σύμπτωσης τριών τόσο βασικά ανόμοιων συγγραφέων. Η φωτεινή λαγαράδα κ' η καλαίσθητη σεμνότητα του ύφους, μπορούνε να χαρακτηριστούνε σα γνωρίσματα γνήσια, ζωτικά, της φυλετικής τους ειλικρίνειας. Το λεκτικό τους όργανο είναι απλό χωρίς να είναι δύσκαμπτο, χρωματισμένο λαμπρά μα όχι ξιπασμένο.

Όταν περάσει η ζάλη της απομίμησης και του πιθηκισμού από τη νεώτερη Ελλάδα, οι συγγραφείς που θάρθουν με τον εγωισμό της δικής τους προσωπικότητας, θα εκτιμήσουν το θείο δώρο που τους κληροδοτήθηκε από πανάρχαια χρόνια, και θα το χαρούν. Θα πάψουν τότε να συγχίζουν το βάθος της έννοιας ή της ψυχολογίας, με την εντυπωσιακή ακαταστασία και τη σκοτεινότητα του λεκτικού, αλλά κι ούτε, εν ονόματι της φωτεινότητας θα δικαιολογούνε τις επιπολαιότητες και τις ανοησίες. Αρκετά πλαταγίσαμε στο βούρκο της σοβαροφάνειας. Είναι καιρός να γίνουμε κι αληθινά τίμια σοβαροί.

Δίπλα στο χέρι μας βρίσκεται το μέσο ν' απολυτρωθούμε...





ΜΙΑ ΠΑΡΤΙΔΑ ΣΚΑΚΙ

Τα σπίτια τους ήταν αντικριστά, κι όμως δεν έτυχε ποτέ να γνωριστούνε. Κάπου δεκαπέντε χρόνια θα κάθονταν κι οι δυο τους στον ίδιο τούτο δρόμο, ο Βριλάκος στη μεσημβρινή πλευρά, ο Μπερεκίδης στη βορινή. Κάθε πρωί, τον καλόν καιρό σαν άνοιγε ο Βριλάκος το παράθυρό του, σκούρα και τζαμιλίκια, για να πάρει τις βαθιές ανάσες που του είχε συστήσει ο γιατρός, θα ‘βλεπε τον Μπερεκίδη με τα μανικοπουκάμισα να πηγαινοέρχεται στην κάμαρά του και σύγκαιρα να ρίχνει κλεφτές, πονηρές ματιές αντίκρυ. Μόλις ένιωθε πως τον κοίταζε ο Βριλάκος, λόξευε, κρυβόταν πίσω απ’ τη χοντρή στόφα της βυσσινιάς κουρτίνας, κι από κει, ασάλευτος με το ρουφηγμένο μούτρο του ισκιωμένο, παραμόνευε.

Παράξενος άνθρωπος μα την αλήθεια, τούτος ο Μπερεκίδης. Όλη η γει­τονιά το λέει. Και να πεις πως ήταν κανένας τυχαίος! Συνταξιούχος τραπεζιτικός, δίχως παιδιά, δίχως σκυλιά, δυο ξερά κορμιά με τη γυναίκα του, που κι αυτή του 'φερε στον καιρό της υπολογίσιμη προίκα, κάπου εκατό χιλιάδες γερές δραχμές, τα μισά σε μετοχές, ένα λιοστάσι στην πατρίδα της, κάμποσα χρυσαφικά που τα 'κλαιγαν ακόμη χήρες και γεροντοκόρες, σακουλιασμένα σπυρί σπυρί από το μακαρίτη τον πατέρα της, το χτηματία και τοκογλύφο. Αυτά πια, ήταν πράματα γνωστά, περιττό να τα ξαναλέμε. Έλα όμως που ο Μπερεκίδης ζούσε κλειστή ζωή! Διαβολεμένα, ενο­χλητικά κλειστή ζωή! Κι η γυναίκα του, ένα ξερακιανό εκεί, κιτρινιάρικο πλάσμα, με μύτη σουβλερή σαν καρφί στραβωμένο πάνω σε παλούκι, σπάνια δρασκέλιζε το κατώφλι της πόρτας. Και τότε πάλι, θα την έβλεπες να ξεμακραίνει γοργά στο πεζοδρόμιο, με το κουρδισμένο, αυτοματικό βάδισμά της, δίχως να ρίχνει μια ματιά δεξιά ή ζερβά. Δε χαιρετούσε κανένα, δεν έβλεπε κανένα. Ήταν πολύ πολύ ακατάδεχτη.

Όλ' αυτά ο Βριλάκος, άνθρωπος κοινωνικός κι ανοιχτομάτης, τα συλλο­γιζότανε δίχως να το θέλει, τα πρωινά που άνοιγε το παράθυρό του. Αθέ­λητα εκεί που έπαιρνε τις τρεις βαθιές του ανάσες, σύγκρινε τον εαυτό του με τον αντικρινό, το μαγκούφη, κι έμενε -αληθινά- πολύ ικανοποιημέ­νος. Συγχαιρότανε τη μοίρα του που τον έπλασε έτσι διαφορετικό. Γιατί, αυτουνού, μ' όλα τα πενηνταοχτώ του χρόνια, τα μάγουλά του ανθίζανε ρο­δαλά σαν του μωρού παιδιού, η ραχοκοκαλιά του έμενε στητή, ντούρα, και τα κέφια του μπορούσανε να συναγωνιστούν άφοβα τις παλαβομάρες του μικρού του γιου, του φοιτητή της χημείας. Αγαπούσε το καλό φαΐ, τό δια­λεχτό κρασί, ο Βριλάκος δεν έλεγε όχι, ακόμα και τώρα, για τις νόστιμες, τις πεταχτές γυναικούλες. Η δικιά του, το τελευταίο τούτο το είχε κρυφό μαράζι, όμως, εκείνος, συχνά το 'νιωθε πως, βαθιά της, τον καμαρώνει σαν τ' άλογο το ατίθασο, που δεν παίρνει χαλινάρι. Τον αγαπούσε ερωτικά, ακόμα και τώρα τον άντρα της με τη βασανισμένη την προσήλωση του θη­λυκού που δεν νιώθει ποτέ σίγουρο τ' αρσενικό του.

Κάτι προδοτικές απόπειρες της ηλικίας να του συκοφαντήσουμε τώρα τώρα την κορμοστασιά, ο Βριλάκος τις πολεμούσε με φανατισμό, στη ρίζα. Κάθε πρωί προτού ξεκινήσει για το ασφαλιστικό του γραφείο θ' άνοιγε το παράθυρο του, θα 'παιρνε τις τρεις βαθιές του ανάσες με «τας χείρας επί τα ισχία», θα ‘κανε μερικές κάμψεις, δυο τρεις κλίσεις, ύστερα, σιγοτραγου­δώντας, καλόκεφα, θα βουτιότανε στο μπάνιο του. Γεμάτος φροντίδα ωστόσο μετρούσε προτού ντυθεί, την κοιλιά του, ένα γύρω την περιφέρεια, μ' ένα μέτρο κορδέλα του ράφτη. Σημείωνε τους πόντους στην ατζέντα του, προ­σεχτικά. Τα πράματα πηγαίνανε -δόξα να 'χει ο θεός- πρίμα, βοηθώντας τώρα τελευταία και η κάποια πολεμική εγκράτεια σε λιπαρά. «Ουδέν κακόν αμιγές καλού», έλεγε στη γυναίκα του συχνά. Υπονοώντας τους αναγκαστικούς περιορισμούς που είχε επιβάλει η κατοχή στο διαιτολόγιο της οικογένειας.

Και να που η Κατοχή -«ουδέν κακόν αμιγές καλού»- το 'φερε να λυθεί ο πάγος ανάμεσα στους Μπερεκίδηδες και στους Βριλάκους. Μια μέρα εκούσιου  περιορισμού μέσα στα σπίτια, που το ντουφεκίδι μάνιαζε κάτω στα κέν­τρα, η κυρία Βριλάκου βρέθηκε σε πολύ δύσκολη θέση, αληθινά. Ο άντρας της γύρευε επίμονα καφέ, να τονώσει την καρδιά του, που απασχολούσε, ύστερα από την κοιλιά, τον κύριο όγκο των φροντίδων του. Κι η κυρία Βριλάκου θα 'δινε τη ζωή της την ίδια για να τον ευχαριστήσει. Με κάτι τέ­τοιες άλλωστε μικροφροντίδες τον κρατούσε κοντά της. Όμως ο καφές δεν ήταν αλεσμένος, ο μύλος είχε χαλάσει από το σιτάρι που κόβανε δυο χρόνια τώρα πληγούρι για τις υπηρέτριες. Έπρεπε να δανειστούν ένα μύλο, όμως από πού; Τα σπίτια γύρω, ήταν αδιάκριτα, φλύαρα, Αν παράγγελνε η κυ­ρία Βριλάκου, πως θέλει το μύλο για να κόψει στάρι -συνηθισμένη στη γει­τονιά πρόφαση- δε θα της τον δάνειζαν, από φόβο μήπως τους τον χαλάσει. Να πει πάλι πως τον θέλει να κόψει καφέ; Θα βούιζε η γειτονιά με το σκάνταλο. «Οι μουσίτσες αυτές, συλλογιζότανε πεισματωμένη η κυρία Βριλάκου, το δικό τους τον καφέ τον έχουν αλεσμένο. Όμως έλα που δεν μπορώ κι εγώ ν' αρνηθώ τη χάρη στον άντρα μου! Είναι φανερό πως ανησυχεί γι' αυτό το βρωμόπαιδο το μικρό μας, που δε γύρισε ακόμα σπίτι, με τέτοιο κακό που γίνεται κει κάτω».

Τότε είναι που της ήρθε η φαεινή ιδέα, έμπνευση πραγματική: «Από την αντικρινή, την Μπερεκίδη, θα στείλω να τον ζητήσω!», είπε ξάφνου μέσα της. «Αυτή δεν έχει σχέση με τις άλλες εδώ γύρω. Επομένως, κου­βέντα δεν πρόκειται να γίνει. Η ίδια πάλι, ας υποθέσει ό,τι θέλει. Λίγο με νοιάζει. Σίγουρα που θα 'χει κι αυτή κομμένο καφέ...».

Κι έστειλε και τον ζήτησε. Κι η Μπερεκίδη τον έδωσε πρόθυμα το μύλο της, δίχως να κάνει καμιάν απολύτως αδιάκριτη ερώτηση στη δούλα. -Πάν­τα μου το 'λεγα, δήλωσε κατενθουσιασμένη, ύστερ' απ' αυτό, η κυρία Βριλάκου στον άντρα της, πως οι αντικρινοί είναι καθώς πρέπει άνθρωποι. Οι καλύτεροι της συνοικίας...

- Να σου πω την αλήθεια, κι εγώ είχα μια τέτοια υποψία, βεβαίωσε αδίσταχτα ο Βριλάκος. Είναι γεγονός ότι τους έχουν συκοφαντήσει τούς αν­θρώπους. Κατά βάθος εγώ, πίστευα πάντα πως είναι αριστοκράτες,

Την άλλη μέρα το πρωί ανοίγοντας το παράθυρό του για τις τρεις ανά­σες, ο Βριλάκος χαμογέλασε χαιρετιστήρια στον Μπερεκίδη. Κι ο Μπερεκίδης απάντησε με το γλυκύτερο του χαμόγελο, εγκάρδια μαζί και τυπικά.

Έτσι είναι που λύθηκε ο πάγος. Από τη μέρα κείνη, ταχτικά κάθε πρωί, οι δυο άνδρες αντάλλαζαν τα χαμογελά τους, χαιρετιόνταν με κλίση ελαφρά του κεφαλιού, κοντοστέκονταν κάποτε, σα να ήθελαν να πουν ο κα­θένας στον άλλο λίγες λέξεις. Η κυρία Βριλάκου το λογάριαζε στα σοβαρά τώρα, σα μικρότερη που ήταν, ν' αποπειραθεί μιαν επίσκεψη στην κυρία Μπερεκίδη. 'Aρχιζε κι όλας να θαμποβλέπει στο μέλλον ένα διακεκριμένο, πολύ εκλεκτό σύνδεσμο με τους αντικρινούς, μια φιλία που θα ξεχώριζε στη συνοικία και θα 'κανε τους άλλους, τους αποκλεισμένους από τέτοιαν αυστη­ρή συναναστροφή να λυσσάνε από φθόνο.

Η γενική κατάσταση άλλωστε βοηθούσε. Τα πράματα όσο πήγαιναν και χειροτέρευαν. Κλείσιμο νωρίς στα σπίτια, μπλόκα, ταραχές. Οι κρυφές δυ­νάμεις της αντίστασης δεν έλεγαν να καθίσουν φρόνιμα, όλο και συδαύλιζαν τη θράκα, δημιουργούσαν αδιάκοπα μπελάδες στους φιλήσυχους.

-  Απελπισία, δήλωσε ένα πρωί από το παράθυρό του ο Βριλάκος στο Μπερεκίδη υστέρα από τις ανάσες, την κλίση της κεφαλής και το χαμό­γελο. Κι αυτές ήταν οι πρώτες, οι αξιομνημόνευτες λέξεις, που αντάλλαξαν μεταξύ τους οι δύο άνδρες. - Θα ‘ρθει μια μέρα, προβλέπω, που δεν θα κοτάμε πια να ξεμυτίσουμε.

-  Φρίκη! Συμφώνησε υποχρεωτικότατα κι ο Μπερεκίδης.

-  Δεν κάθονται στ' αυγά τους, λέω εγώ! Παρατήρησε αγαναχτισμένος ο Βριλάκος.

Την άλλη μέρα το μεσημέρι, θέλησε η μοίρα να συναντηθούν οι δυο τους στο δρόμο, μπροστά στις πόρτες τους. Ζύγωσαν ο ένας τον άλλον εντελώς αυθόρμητα, κρατώντας την πετούγια του καθένας στο χέρι, και τα είπαν πρόχειρα στο πόδι.

-  Πώς να περάσουν οι ατέλειωτες αυτές απογευματινές ώρες, σας παρα­καλώ; Αναστέναξε ο Μπερεκίδης πολύ δυστυχισμένος. Γιατί εγώ, να σας πω την αλήθεια μου, δεν βγαίνω πια καθόλου τ' απογεύματα.

-  Ούτε κι εγώ!

-Αλήθεια, μήπως κατά τύχη παίζετε σκάκι;

-  Και βέβαια που παίζω!

-  Δόξα να 'χει ο θεός! Εμένα είναι το πάθος μου, ξέρετε. Μόνο που δεν βρίσκω εύκολα συμπαίχτη. Τί θα λέγατε αν δοκιμάζαμε κάπου κάπου, μερικές «ρανκόντρ».

-  Δε ζητώ τίποτα καλύτερο.

-  Λαμπρά! Αμ' έπος λοιπόν, αμ' έργον. Δώσανε τα χέρια εγκάρδια, κι ο Βριλάκος δήλωσε πως θα 'ρθει το ίδιο απόγεμα, ν' αρχίσουν.

Η θεά του φθόνου, που επιβουλεύεται πάντα την ευτυχία των διαλεχτών, θέλησε το ιστορικό εκείνο απόγεμα ν' αδιαθετήσει ο Μπερεκίδης. Κάποιο μικροκρυολόγημα είχε πάθει -παράγγειλε η κυρία- λίγο πυρετό, έπρεπε να μείνει στο κρεβάτι. Παρακαλούσε πολύ ν' αναβληθεί το σκάκι.

Ν' αναβληθεί. Τί να γίνει; Όμως, για να μιλήσει κανένας με κάθε ειλι­κρίνεια, αυτό δεν του άρεσε και πολύ του Βριλάκου. Ένα μικροκρυολόγημα, κρεβάτωμα, μερικά δέκατα, σύμφωνοι. Αλλά κατά τί αυτό εμπόδιζε μια παρτίδα σκάκι; Σάμπως δεν μπορούσε ο Μπερεκίδης, να παίξει κι από το κρεβάτι του;... Ή μήπως συνέβαινε κάτι άλλο, κάτι πολύ πιο βαθύ και ύποπτο; Μήπως δηλαδή, είχε μετανιώσει για την πρόσκληση που έκανε, σε μια στιγμή ενθουσιασμού;...

-Οπωσδήποτε εγώ θα περιμένω, δήλωσε στη γυναίκα του ο Βριλάκος. Τώρα είναι η σειρά του να 'ρθει. Αν δεν το κάνει, εγώ θα κρατήσω την αξιοπρέπειά μου, δεν θα τον προσκαλέσω. Με ξέρεις. Δεν είμαι από κείνους που το ρίχνουν εγώ.

Το είπε και το κράτησε. Δυο μέρες, τις κατοπινές, δε φάνηκε στο παρά­θυρό του ο Μπερεκίδης. Κάθε που ο Βριλάκος άνοιγε το δικό του πρωί πρωί, έριχνε μερικές ματιές αντίκρυ, φευγαλέες, έπαιρνε τις ανάσες του και τραβιόταν αμέσως πάλι, για να μην υποτεθεί ότι περιμένει εκεί σα λιμασμένος για παρέα. Την τρίτη μέρα, που ξαναφάνηκε ο Μπερεκίδης, τα πράματα πήρανε τη συνηθισμένη τροπή τους, την τυπική... χαμόγελο, κλίση της κεφαλής, ευχές για την υγεία. Τίποτ' άλλο. η συνάντηση στάθηκε άμεμπτη αλλά κάπως αδιόρατα ψυχρή.

Κι η κατάσταση όλο και ζόριζε, ζόριζε, ξεκινούσες πρωί από το σπίτι σου και δεν ήσουνα καθόλου σίγουρος αν θα γυρίσεις το μεσημέρι. Ο Βρι­λάκος άρχιζε να προβλέπει την εποχή που, όχι μόνο τ' απογέματα, μα και τα πρωινά θα ήταν φρόνιμο να μένεις κλεισμένος στο σπίτι. Για τέτοιες στιγμές, τί καλύτερο από μια διαλεχτή συντροφιά πρόχειρη, εκεί δυο βή­ματα από την πόρτα σου! Μονάχα το δρόμο θα είχες να διασχίσεις από το ένα πεζοδρόμιο στ' άλλο. Κι ο δρόμος τούτος ήταν ήσυχος, μάλλον απόκεν­τρος, ούτε διαδηλώσεις περνούσαν από δω, ούτε περίπολοι καν στις απαγο­ρευμένες ώρες. Ας ήταν αυτός ο Μπερεκίδης μια στάλα αλλιώτικος άν­θρωπος, όχι τόσο μονόχνωτος, όχι τόσο κλειστός! Γιατί άραγε, ας πούμε, να μην ξεκινήσει να 'ρθει για το σκάκι; Μήπως αυτός δεν ήτανε που το ματαίωσε; Άρα, το χρωστούσε. Εξόν πια αν η δειλία του έφτανε σε τέτοιο σημείο που να διστάζει, να φοβάται μήπως εκτεθεί. Μήπως θα 'πρεπε να τον ενθαρρύνει λιγάκι ο Βριλάκος;

Και τον ενεθάρρυνε γενναιόφρονα, όσο πιο πολύ μπορούσε, βγήκε στο παράθυρο του και του χαμογέλασε πολύ εγκάρδια, του έκανε φιλικό νόημα με το χέρι. Έφτασε ίσαμ' εκεί! Να του κάνει φιλικό νόημα με το χέρι.

Τρεις φορές στη σειρά, ολοφάνερα, έδειξε ο Μπερεκίδης πως έχει κάτι να πει. Όμως δεν το είπε-πανάθεμά τον!- δεν το είπε. Και τα τζαμιλίκια σφαλίστηκαν πάλι στο κενό, βουβά.

-Έχω την εντύπωση, είπε ένα πρωί στη γυναίκα του ο Μπερεκίδης, πως αυτός ο αντικρινός μας είναι άνθρωπος υπερβολικά στενοκέφαλος. Τον κάλεσα μια μέρα να 'ρθει για σκάκι, αρρώστησα, κι αυτός θεωρεί, φαίνε­ται, τον εαυτό του προσβλημένο. Περιμένει τώρα να τον παρακαλέσω, να δείξω πως έχω ξελιγωθεί για την παρέα του! Αμ' δε! Τέτοια χάρη δε θα του την κάνω. Ας με καλέσει τώρα κι αυτός.

Και δεν του έκανε τη χάρη, μ' όλο που κι αυτός καιγότανε για μια παρ­τίδα σκάκι. Μέρες, βδομάδες, άνοιγε το πρωί το παράθυρο του, χαιρετιότανε με το Βριλάκο, απόμενε λίγα λεφτά να τον κοιτάζει με το στόμα ανοιχτό. Μα δεν έλεγε λέξη. Λέξη. Κι ο άλλος το ίδιο. Τίποτα.

Κάπου ένα μήνα αργότερα, κάποιο πρωί, ο Βριλάκος ανοίγοντας το πα­ράθυρο του, έκανε το στραβό, δε χαιρέτησε το Μπερεκίδη. Η υπομονή και η υποχωρητικότητα -είχε πει στη γυναίκα του-έχουν τα όριά τους. Αν έχει ο Μπερεκίδης μια φορά αξιοπρέπεια, εγώ έχω δέκα, είκοσι φορές! Κι εννοώ να την περιφρουρήσω.

Ο χαιρετισμός κόπηκε αμέσως, φυσικά, κι από μέρους του Μπερεκίδη με το μαχαίρι. Για δυο τρεις ημέρες έκαναν κι οι δυο τους το στραβό, απόφευ­γαν. Ώσπου, υστέρα από δεκαπέντε μέρες, ο ένας τους έριξε, απερίφραστα τώρα, μια ματιά εχθρική στον άλλον. Ο δεύτερος, δίχως να σαστίσει, απάν­τησε μ' ανάλογη ματιά. Και σ' επίμετρο, για να διατρανώσει καλύτερα την υπεροχή της αξιοπρέπειάς του, έκλεισε το παράθυρο με βρόντο,

Δεν έχει εξακριβωθεί ποιος από τους δυο πρώτος έκλεισε έτσι το παρά­θυρο, στα μούτρα του αλλουνού. Φυσικά, αν δεν ήταν ο Βριλάκος, θα ήταν ο Μπερεκίδης. Ο καθένας τους μια φορά, ισχυριζότανε ύστερα, μ' επιμονή και υπερηφάνεια, πως αυτός το είχε κάνει.





ΤΟ ΚΑΤΙΝΑΚΙ

Το βασίλειό της, φυσικά, ήταν η σκάλα της υπηρεσίας. Ένα κλουβί ψηλό-ψηλό, τετράγωνο, αρματωμένο γύρω-γύρω με σίδερα. Όταν σήκωνες ανάσκελα το κεφάλι, μα τόπο πολύ που να σου πονέσει ο σβέρκος, έβλεπες, εκεί, ψηλά, πολύ ψηλά, ένα κομμάτι γαλάζιον ουρανό, κομμένο στις τέσσερες πλευρές σα με το μαχαίρι. Γυάλιζε η τετράγωνη πλάκα τ΄ ουρανού ολοκάθαρη, σμαλτωμένη, -  ψυχή μου! -  λες και την είχανε σφουγγαρίσει με μανία αποβραδίς οι άγγελοι. Αχ, τι ωραία που ήταν! Όμως κι όταν η πλάκα θάμπωνε από συννεφιά, κι όταν μελάνιαζε κακιωμένη από το μπουρίνι, κι όταν η βροντή κυλιότανε μουγκά, φοβερίζοντας - μάννα μου! - πάλι το Κατινάκι τραγουδούσε.

Μπιτ ξεμυαλισμένο είναι, π΄ ανάθεμά το, αυτό το δουλάκι του δεύτερου!

Ήτανε ξεμυαλισμένο, ούτε λόγος. Χαιρότανε και τη λιακάδα και τη μπόρα. Μέσα στα νερά της βροχής, που κρουνελιάζανε σαν καταρράχτες από τα λούκια και τα σιδερένια πλατύσκαλα, εκείνο πλατσούριζε ξεμυαλισμένο, μπήγοντας ψηλές-ψηλές φωνούλες σα γαρδέλι που το μπουχίσανε και ξαφνιάστηκε. Και πάλι το τραγούδι, τ΄ άσωστο τραγούδι.

Αθήνα και πάλι Αθήνα Αθήνα μ΄ αρέσεις πολύ! ... 

Της άρεσε η Αθήνα, αυτό ν΄ ακούγεται. Ήξερε απ΄ έξω κι ανακατωτά το μπακάλη, το μανάβη, το φούρναρη. Ήξερε και τα τρία παιδιά της κυρίας Παρασκευής του μοίραρχου, αντίκρυ.

Ήξερε και τον συνοικιακό κινηματογράφο, τρία τετράγωνα πιο πέρα. Εκεί έτρεχε, με την ψυχή στο στόμα, κάθε δεκαπέντε, που είχε την έξοδο. Αχ, και που να ήταν από πουθενά η μάνα της να τη βλέπει πόσο μορφωμένη είχε γίνει τώρα, εδώ στην Αθήνα!

Στην είσοδο, όταν συναντιότανε με τον καθηγητή της Γαλλικής που καθότανε στο ισόγειο, θα 'βρισκε πάντα την ευκαιρία να του πει «μερσί». - Πες-πες, συλλογιζόταν, να ιδείς που μια μέρα θα τα καταφέρνω και στα Γαλλικά. Αμ τι νόμισες!

- Κατίνα!  Βρε θεοσκοτωμένη, που είσαι;

Πάει, ξεχάστηκε! Η κυρά της, με τα μούτρα γυαλιστερά σαν αυγό λαδωμένο, πασαλειμμένη κρέμες, έφερνε βόλτα τις κάμαρες να τη βρει.

- 'Aνοιξε, μωρέ, η γη και σε κατάπιε;

- Έφτασα, έφτασα! έμπηξε μια τσιριχτή φωνούλα, για να κερδίσει καιρό, και φρρτς! έχωνε βιαστικά στο μπαουλάκι το κομμάτι από τον καθρέφτη και το χτένι. Αχ, κρίμα, κι ό,τι πήγαινε να το πετύχει αυτό το καινούργιο χτένισμα!

- Έφτασα!

Τσακίζεται να κατέβει, όμως είναι, βλέπεις, κι αυτή η ψηλοκρεμαστή σκαλίτσα, που τρέμει ολάκαιρη σαν πατάς, και πιάνεται η πνοή σου.

Κούρνιαζε σ΄ ένα είδος πατάρι, πάνω από την κουζίνα, αντάμα με μια παλιά κασέλα όπου χώνανε τ΄ άπλυτα. Δεν της ερχόταν άσχημα. Φλωριά να της δώσεις ν΄ αλλάξει κάμαρα, δε θα θελήσει. Την έχει τόσο αγαπήσει αυτήν εδώ! Ίσα-ίσα στα μέτρα της, κι ας μη μπορείς να σταθείς παρά μονάχα καθισμένος. Όμως τι έχει να κάνει; Εδώ, νιώθει τον εαυτό της μόνον, ήσυχο, ασφαλισμένο. Έχει το μπαουλάκι της, το κομμάτι του καθρέφτη, το χτένι, τρία-τέσσερα γράμματα, κάμποσα εικονογραφημένα περιοδικά και - Θε μου, ναι! - κι ένα μπουκαλάκι κολώνια. Μάλιστα! Κολώνια αληθινή. Όταν τη βλέπει να παραλιγοστεύει, της βάζει μέσα νερό.

Όχι, όχι, καθόλου δεν είναι δυσαρεστημένο το Κατινάκι. Η κυρά της έχει τις ώρες της, όπως όλες οι κυράδες, όμως είναι καλή. Συχνά τυχαίνει, την ώρα που κάθεται στην τουαλέτα της και μακιγιάρεται, να έρθει πίσω της να σταθεί και το Κατινάκι, τεντώνοντας τα μάτια από θαυμασμό. Ζητάει εξηγήσεις, λεπτομέρειες. Της δίνουν. Ύστερα ξεθαρρεύεται:

- Κυρία, σήμερα, που πήγαινα στο μπακάλη, ένας, μου είπε στο δρόμο: «Κουκλίτσα μου, τι ωραίο σωματάκι που έχεις!» Αλήθεια, κυρία έχω ωραίο σωματάκι;

- Ωραίο έχεις, Κατινίτσα, ωραίο.

Η κυρά της ξεκαρδίζεται στα γέλια χωρίς αυτό να το πάρει η Κατινίτσα από κακό. Ρίχνει μια ματιά μονάχα στον ψηλό καθρέφτη και κορδώνεται. Άλλοτε πάλι:

- Κυρία, μου είπανε πως έχω ωραία μαλλιά. Αλήθεια;

-Αλήθεια, ου! Θαύμα!

Και δώστου γέλια. Και το Κατινάκι είναι ευτυχισμένο.

- Μπιτ ξεμυαλισμένο είναι τ΄ αφιλότιμο, γκρίνιασε πάλι τ΄ απόγεμα ο κύριος Παντελής. Μέσα στον καφέ που μου έφερε βρήκα μια μύγα.

- Είναι για το διάολο πεσκέσι, συμφώνησε εμπιστευτικά η κυρία Ντίνα, όμως ας κάνουμε καμιά φορά και τον κουτό. Με τόσα που της δίνουμε, πού θα βρούμε άλλη;

- Δε σου λέω...

- Έπειτα, έχει ένα καλό: Είναι πρόθυμη. Ό,τι της πεις, τσακίζεται. Κι αγαπάει το σπίτι σα να 'ναι δικό της. Όσο για τις αδυναμίες της, τι σε νοιάζει εσένα; Της περνάει η ιδέα πως είναι όμορφη. 'Aσε την να νομίζει. Κόρη μας είναι για να της βάλουμε μυαλό;

- Μωρέ τι όμορφη, που είναι σωστή μαϊμού! Το τακουνάκι της έλειψε και το τσαντάκι, σαν έχει έξοδο. Δεκατριών χρονών πράμα!

- Ε λοιπόν εγώ τι να σου πω: Το κάνω γούστο!

Και γέλασαν μαζί, καλόκαρδα.

Η προθυμία της Κατινίτσας έλαμψε σ΄ όλη την αίγλη της τις ημέρες που άρχισε κάτω στο δρόμο το σύμπυκνο τουφεκίδι. Έμοιαζε πολιορκημένο το σπίτι. Ο δρόμος, που άλλοτε άρχιζε να ζει χαρούμενα με το πρωί τραγουδιστός από τις φωνές του γαλατά, της χορταρούς, του μανάβη, ερημώθηκε. Έβλεπες, εκεί στη γωνιά, ταμπουρωμένους ανθρώπους να γεμίζουνε τα όπλα τους, να φερμάρουν για ώρα με προσοχή, κ΄ ύστερα, σκύβοντας γοργά, ν΄ αμολάνε το σμπάρο. Τις νύχτες, το πράμα ήταν ακόμα πιο άγριο, τα όπλα τινάζανε γλώσσες φλόγινες κι΄ αντιφέγγιζαν οι τοίχοι.

Τις πρώτες ημέρες, τις περάσανε με προμήθειες. Ύστερα, κι ενάντια σ΄ όλες τις προβλέψεις, το πράμα παρατράβηξε, το κελάρι άρχισε ν΄ αδειάζει.

- Παντελή, είπε η κυρία Ντίνα νευριασμένη, πρέπει να φροντίσουμε κι εμείς για κανένα ψώνιο. Από τ΄ άλλα πατώματα, αρχίσανε να βγαίνουν. Χτες είδα τον καθηγητή της Γαλλικής που έφερνε πρωί-πρωί δυο ωραιότατα κουνουπίδια.

- Δεν πιστεύω να νομίζεις, αγαπητή μου, πως θα πάω να σκοτωθώ για ένα κουνουπίδι! Αυτό δεν ήταν ούτε καν ηρωικό.

- Να πάω εγώ, κυρία! πετάχτηκε το Κατινάκι.

Ο αφέντης κι η κυρά της κοιτάχτηκαν.

- Η αλήθεια είναι, είπε εκείνος ήσυχα, πως όλες οι κοπέλες της γειτονιάς αρχίσανε να βγαίνουν. Βέβαια, αυτό μπορεί να βαστάξει κι ένα μήνα...

Και το Κατινάκι βγήκε. Την πρώτη μέρα έφερε κουνουπίδια και ξύλα για τη φωτιά. Τη δεύτερη, κονσέρβες. Παραφύλαγε την πρωινή ώρα, που το ντουφεκίδι δεν είχε ακόμα ανάψει για καλά. Τραβούσε τρέχοντας, τοίχο-τοίχο. Σαν έφτανε σε μια γωνιά. στεκότανε, παραμόνευε. Ύστερα, γοργά, έπαιρνε τη βουτιά του, μπήγοντας μια τάχα τρομαγμένη φωνούλα. Και συνέχιζε την τρεχάλα, χοροπηδώντας χαρούμενα, παίζοντας κούνια το κρεμασμένο στο μπράτσο δίχτυ.

- Η άγνοια του κινδύνου! Παρατήρησε δογματικά ο κύριος Παντελής που είχε ενδιαφερθεί μια μέρα να παρακολουθήσει την έξοδο από το παράθυρο.

- Μωρέ αυτή μου λες; είπε η κυρία Ντίνα. Δώσ΄ της δρόμο και παρ΄ της την ψυχή! Σπίτι μονάχα μη της λες να κάθεται. Είναι ο μεγαλύτερος της εχθρός.

Γύριζε γεμάτη ανέκδοτα, περίεργα, ειδήσεις. Στο φούρνο είπανε τούτο και τ΄ άλλο. Είδε δυο σκοτωμένους. Τα φύλλα έγραφαν πως αύριο πρωί θα γίνει ανακωχή.

Η ανακωχή όμως δεν γινόταν, και το Κατινάκι αλώνιζε τους δρόμους, τρέχοντας σύρριζα στους τοίχους σαν ποντίκι, δρασκελώντας τα σταυροδρόμια χοροπηδητό. Το έκανα πολύ χάζι αυτό το κυνήγι με τις σφαίρες. Τις άκουγε να βιτσίζουνε τον αέρα σα χρυσόμυγες ζαλισμένες από το λιοπύρι. Έσκυβε το κεφάλι, καθώς όταν έπιανε η μπόρα, άλλοτε. Φτάνοντας σπίτι, είχε γοργή την ανάσα, τα μάγουλα κόκκινα, και τα μάτια της άστραφταν θριαμβικά.

- Δε φοβάσαι, βρε Κατινάκι; τη ρώτησε μια μέρα η κυρία μοιράρχου που τη βρήκε ταμπουρωμένη στην πόρτα της.

- Α μπα! τι να φοβηθώ καλέ; Δε με πιάνουν εμένα στο σημάδι.

Καθώς όμως η κατάσταση χρόνιζε, ο κύριος Παντελής θυμήθηκε και τους γονιούς του. Ήτανε γέροι, απομονωμένοι σε μια συνοικία μακρινή, ένα μήνα τώρα δεν ήξερε τι γίνονταν: ζούνε, πέθαναν, έχουνε να φάνε;

- Πρέπει να πεταχτώ ως εκεί, δήλωσε ένα πρωί δραματικά.

- Αυτό μας έλειπε! τον αποπήρε η κυρία Ντίνα. Να πας να σκοτωθείς για δυο γέρους ανθρώπους. Αυτοί, την έζησαν πια τη ζωή τους. Ενώ, εσύ, έχεις ακόμα υποχρεώσεις.

- Ας είναι! το μόνο που μ΄ εμποδίζει να βγω είναι που δεν θα ξέρω στο μεταξύ τι γινόσαστε σεις εδώ πέρα.

- Καλά που το λες! Κάτσε στ΄ αυγά σου.

- Ναι, βρε παιδί μου, αλλά πώς να σου πω: Ανησυχώ και για κείνους...

Φυσικά, το Κατινάκι, πετάχτηκε πάλι στη μέση, προπετέστατο:

- Να πάω εγώ, κύριε! Θέλετε:

- Πας, μωρέ;

- 'Aκου λέει! Πως δεν πάω!

Και πήγε. 'Aργησε κάπως να γυρίσει. Αυτό τους έβαλε σ΄ έγνοιες, αρχίσανε να έχουνε τύψεις.

- Τώρα θέλω να πάθει τίποτα, ο μη γένοιτο, είπε νευριασμένη η κυρία Ντίνα, και να σε κυνηγάει η μάννα του. Που φαγώθηκες πια σήμερα με τους γέρους σου κι εσύ:

Ο κύριος Παντελής έκοβε βόλτες σε μεγάλη ψυχικήν αγωνία.

Ευτυχώς γύρισε το Κατινάκι· γύρισε γελαστό, όμως χλωμότατο. Κρατούσε ένα μαντήλι και κάθε τόσο έσκυβα να σκουπίζει τη δεξιά του γάμπα.

- Τι έπαθες, ρε θεοπάλαβο;

Αχ, άστε τα: Εκεί που έφτανε στο σπίτι των γέρων, να 'σου και σκάει μπροστά στα πόδια του ένα πράμα, Θε μου, ξέρω κι εγώ τι ήταν; Έκανε μια φωτιά μεγάλη, πολύ μεγάλη. Θεόρατη. Και κρότο! Την πήρανε στη γάμπα, ξώφαρσα ευτυχώς τα «βλήματα».

- Θραύσματα! θραύσματα θέλεις να πεις φώναξε απελπισμένος ο κύριος Παντελής. Φέρτε το οινόπνευμα! Βρε που να πάρει η οργή! Τι ήθελα εγώ που σ΄ έστελνα;

- Εσύ την έστειλες; στρίγγλισε υστερικά η κυρία Ντίνα. Αυτό το ξεμυαλισμένο φταίει, που δε μπορεί να μαζευτεί από τους δρόμους! Παιχνίδι το πέρασε.

- Καλέ δεν είναι τίποτα, κυρία! γέλασε το Κατινάκι. Να, σταμάτησε κιόλας το αίμα.

- Ο Θεός να μας φυλάει μόνον από καμιά μόλυνση, είπε ταραγμένος ο κύριός της καθώς της έβαζε οινόπνευμα με το βαμπάκι. Που έπιασες κι έβαλες αμέσως απάνω το βρωμομάντηλό σου! Ωχ, Θε μου, μπελάδες!

Η κυρία Ντίνα όμως είχε πολύ ταραχτεί. Το έστρωσε το Κατινάκι σ΄ ένα βρισίδι άγριο, πρωτοφανέρωτο, για να ξεθυμάνουνε τα νεύρα της. Σκουπίδι το έκανε. Και το έστειλε να πλαγιάσει στο πατάρι.

Ούτε μόλυνση, ούτε τίποτα. Την άλλη μέρα, κόκορας πάλι πρωί-πρωί, το Κατινάκι. Μόνον που ήταν ακόμα χλωμό, πολύ χλωμό. Τα μάτια του, κρατούσαν ένα εκστατικό τέντωμα τρόμου. Δεν τραγουδούσε πια.

Τρεις μέρες αργότερα, όλα τελείωσαν κατ΄ ευχή. Ο κανονικός ρυθμός της ζωής ξανάρθε στο σπίτι. Μπορούσανε τώρα να βγαίνουν ελεύθερα, να περνάνε το δρόμο. Ήτανε πολύ καλοδιάθετος ο κύριος Παντελής.

-Χωρίς τα ψέματα, δήλωσε της γυναίκας του εμπιστευτικά. Το παιδί αυτό, το Κατινάκι, μας είναι πολύ χρήσιμο κι αφοσιωμένο. Πρέπει να το περιποιηθούμε.

Πάνω σ΄ αυτά, η πόρτα ανοίγει και το Κατινάκι παρουσιάζεται. Είναι στολισμένο για έξω, τακουνάκι, γοβάκι, όλα στην εντέλεια. Έχει και μια στάλα κολώνια πάνω του, ξεθυμασμένη. Κάτω από το λιγνό μπράτσο σφίγγει ένα μπογαλάκι.

- Για πού, Κατινάκι: Έχεις σήμερα έξοδο;

- Όχι, κυρία.

- Αμ τότε;

Κατέβασε τα μάτια του.

- Θα φύγω, κυρία. Θα φύγω από το σπίτι σας.

Ο κύριος Παντελής κ΄ η κυρία Ντίνα αλληλοκοιτάχτηκαν.

- Γιατί, βρε Κατινάκι;

- Έτσι κυρία.

Δε μπόρεσε να δώσει άλλες εξηγήσεις. Δεν ήξερε ούτε κι αυτό. Το μόνο που ήξερε, ήτανε πως δε μπορούσε πια να μείνει εδώ, όχι.

Βάλανε τα δυνατά τους να το πείσουν, στάθηκε αδύνατο. «Θα φύγω, κυρία» αποκρινότανε στερεότυπα, «θα φύγω», τίποτ΄ άλλο. Τα μάτια του ήτανε τεντωμένα πάντοτε και σα γεμάτα τρόμους.

Κι έφυγε. Κάτω στο δρόμο, ακούστηκε το τακουνάκι του να τυμπανίζει το πεζοδρόμιο, ρυθμικά, σοβαρά, γεμάτο αξιοπρέπεια. Ήτανε τώρα πια το βάδισμα ενός ώριμου ανθρώπου.

  

Μηνύματα και Επιστολές
Μηνύματα και Επιστολές
The LAND of GODS Since October 1996   Oakville Ontario Canada