σήμερα είναι:
Since 1996
Αρκαδική και Γορτυνιακή Ανθολογία
Kostas Douridas
  1. Προλογικά..

  2. Γαϊτανάκη Ζαχαρούλα

  3. Γιαννούκου Ευαγγελία

  4. Γρίβα Ελένη

  5. Γρίβας Στάθης

  6. Δημόπουλος Γιάννης

  7. Διονυσόπουλος Κώστας

  8. Δουζένης Γιώργος

  9. Δουρίδας Κώστας

  10. E. Ηλιοπούλου - Ζαχαροπούλου

  11. Ιωαννίδης Τάκης (Παναγιώτης)

  12. Καπαρδέλη Ευτυχία

  13. Καπορδέλης Δημήτρης

  14. Καπορδέλη - Ζογκαρη Ρέα

  15. Καραμούντζος Κ. Σπύρος

  16. Κατράκης Πότης

  17. Κομίνης Θ. Αντώνης

  18. Κουφοπούλου-Ηλιοπούλου Θ.

  19. Κουσουνέλος Γιώργος

  20. Μποτής Γεώργιος

  21. Παλαμήδης Νίκος

  22. Παναγοπούλου Μαρία

  23. Παπαιωάννου Καλύβα Ζ.

  24. Πρωτοπαπάς Κάκου Γ.

  25. Ρέππας Χρίστος

  26. Σπηλιόπουλος Τάκης

  27. Στασινόπουλος Γιώργος

  28. Συμιγδαλάς Αντώνης

  29. Τριάδης Νικόλαος

  30. Τρουπής Θεόδωρος

  31. Τσίτσος Ιωάννης

  32. Βερβενιώτης Δημήτιος

  33. Χρυσοχός Ηλίας




Προηγούμενη  σελίδα Κεντρική σελ. της Ενότητας Επόμενη  σελίδα
ΠρώτηΣελίδα
«Οι δίοδοι του απανταχού Ελληνισμού έχουν σίγουρα ανοίξει και είναι απαράδεκτο αν δεν επιτύχουμε με την τεχνολογία που έχουμε». Ιάκωβος Γαριβάλδης
Αναζητήσεις
  • Nationanal Book Centre of Greece
  • Toussulis
  • Translator on Line
  • Wikipedia
  • Αναπηρία Τώρα
  • Αρχιπέλαγος
  • Ασπρη Λέξη
  • Γιάννης Κοντός
  • Δημοτική Βιβλιοθήκη Ραψάνης
  • Ειδήσεις
  • Εκδόσεις Αρμός
  • Εκδόσεις Ενδυμίων
  • Εκδόσεις Ηλέκτρα
  • Ελληνική Βιβλιογραφική Πύλη
  • Ελληνική Μπλογκόσφαιρα
  • Ηριδανός Βιβλία
  • Θανάσης Παπακωνσταντίνου
  • Καλειδοσκόπιο
  • Κωνσταντίνος Πέτρου Καβάφης
  • Μαΐστρος Εκδόσεις
  • Μαρία Βουμβάκη
  • Μετάφραση
  • Μικρός Απόπλους
  • Μουσικά προάστια
  • Μυριόβιβλος
  • Πυξίδα
  • Ραδιοφωνικοί Σταθμοί
  • Σπουδαστήριο Νέου Ελληνισμού
  • τέχνης παίδευσις
  • ONLINE ΠΕΡΙΟΔΙΚΑ

    Specials Poiein

    Ιστολόγια

    ΝΟΜΟΣ ΑΡΚΑΔΙΑΣ

    Ιστορική και γεωγραφική περιοχή της Πελοποννήσου, στο κεντρικό τμήμα της, που σήμερα αποτελεί στο σύνολό της σχεδόν τον νομό Αρκαδίας (4.419 τ. χλμ., 102.035 κάτοικοι) με πρωτεύουσα την Τρίπολη. Ο νομός συνορεύει βόρεια με τους νομούς Κορινθίας και Αχαΐας, δυτικά με τους νομούς Ηλείας και Μεσσηνίας, νότια με τους νομούς Λακωνίας και Μεσσηνίας, και ανατολικά βρέχεται από τον Αργολικό κόλπο.

    Στο κέντρο σχεδόν της Αρκαδίας απλώνεται το οροπέδιο της Τρίπολης που περιβάλλεται από τα Αργολιδοαρκαδικά όρη, Ολίγυρτο (Σκίπιζα 1.935 μ.), Τραχύ (1.808 μ.), Λύρκειο (Γούπατα, 1.755 μ.), Αρτεμίσιο (1.771 μ.), Κτενιά (1.634 μ.) και Μαίναλο (1.980 μ.), το κυρίως αρκαδικό βουνό, με πολλά δάση και άφθονα νερά, όπου κατά την αρχαιότητα λατρευόταν ο Παν και οι Δρυάδες, και από τις βόρειες προεκτάσεις του Πάρνωνα (κορυφή Κούκουρα 1.449 μ.). Το οροπέδιο της Τρίπολης χωρίζεται με χαμηλά εγκάρσια υψώματα στις μικρές λεκάνες της Τρίπολης, της Τεγέας, της Μαντινείας και του Ορχομενού. Είναι καρστικής προέλευσης και οι λεκάνες του έχουν γεμίσει με νεότερες προσχώσεις. Τα νερά των λεκανών αυτών αποχετεύονται υπογείως με καταβόθρες (τα ζέρεθρα των αρχαίων Αρκάδων) που σχηματίζουν λίμνες, έλη και κεφαλάρια, έξω από τα σύνορα του νομού, ή εκβάλλουν στον Αλφειό και τον Αργολικό κόλπο. Στα νότια του οροπεδίου της Τρίπολης σχηματίζεται το οροπέδιο της Ασέας, που κατεβαίνει προς τη λεκάνη της Μεγαλόπολης, τεκτονικό βύθισμα, λίμνη κατά το τριτογενές και τέλμα κατά το τεταρτογενές. Οι φυτικές ύλες που συγκεντρώθηκαν εκεί έχουν σχηματίσει επιφανειακά κοιτάσματα λιγνίτη πάχους 65 μ., τα μεγαλύτερα της Ελλάδας μαζί με αυτά της Πτολεμαΐδας. Τα όρη Λύκαιο (1.421 μ.) και Τετράζιο (1.389 μ.) κλείνουν τη λεκάνη της Μεγαλόπολης στα Δ και τη χωρίζουν από τη σχετικά εύφορη πεδιάδα της Μεσσηνίας.

    Το οροπέδιο της Τρίπολης και τα γύρω βουνά του αποτελούν τον κυρίως υδροκρίτη της Πελοποννήσου. Στα νότια του οροπεδίου πηγάζει ο Αλφειός. Πριν βγει από τον νομό δέχεται και τα νερά του Λάδωνα και του Ερύμανθου που και οι δύο πηγάζουν από την Αχαΐα. Στα βόρεια των Τροπαίων (Γορτυνία) έχει κατασκευαστεί φράγμα μήκους 105 μ. και ύψους 57 μ. που συγκρατεί τα νερά του Λάδωνα και σχηματίζεται έτσι τεχνητή λίμνη (έκταση 6.000 στρέμ., χωρητικότητας 50.000.000 κ. μ.). Η λίμνη αυτή τροφοδοτεί υδροηλεκτρικό εργοστάσιο με δύο ηλεκτροπαραγωγικές μονάδες εγκατεστημένης ισχύος 70.000 κιλοβάτ που παράγουν κατά μέσο όρο 300.000.000 ωριαία κιλοβάτ ηλεκτρικής ενέργειας τον χρόνο. Το κλίμα του νομού Αρκαδίας, εκτός από τις χαμηλές παραλιακές περιοχές, είναι μάλλον ψυχρό και ηπειρωτικό. Τον χειμώνα το ψύχος είναι δριμύ, ανάλογα με το γεωγραφικό πλάτος, λόγω του ορεινού χαρακτήρα της περιοχής. Οι βροχοπτώσεις ξεπερνούν τα 800 χιλιοστά.

    Τα γεμάτα δάση βουνά, τα άφθονα νερά, οι όμορφες τοποθεσίες, οι ηλιόλουστες κοιλάδες, όπου βόσκουν προφυλαγμένα τα κοπάδια, έκαναν από την αρχαιότητα την Αρκαδία ιδιαίτερα ειδυλλιακή χώρα. Οι ποιητές (Θεόκριτος, Βιργίλιος) έπλασαν έτσι μια φανταστική χώρα όπου οι βοσκοί διατηρούσαν τα αγνά ήθη τους και επικρατούσε η ευτυχία της ήρεμης ζωής. Με τον τίτλο Αρκαδία ο Ι. Σανατσάρο δημοσίευσε βουκολικό ποίημα, το οποίο θεωρείται ένα από τα χαρακτηριστικότερα έργα της ιταλικής λογοτεχνίας. Με τον ίδιο τίτλο ο ’γγλος ποιητής Φ. Σίντνεϊ έγραψε έργο σε πεζό λόγο όπου παρεμβάλλονται στίχοι (η τρίτη μορφή του δημοσιεύτηκε το 1593) και ο Λόπε ντε Βέγκα βουκολικό ποίημα (1598). Αλλά και ο Γάλλος ζωγράφος Πουσέν εμπνεύστηκε από την Αρκαδία τον περίφημο πίνακά του Ποιμένες της Αρκαδίας (1653) που φυλάσσεται στο Μουσείο του Λούβρου.

    Τρουπής Θεόδωρος
    * * * Θεόδωρος Κ. Τρουπής Γραφεία του περιοδικού "ΜΟΡΙΑΣ"
    Βερανζέρου 14 (7ος όροφ.) * 106 - 32 8 * Αθήνα * Greece
    Στην εφημερίδα "Γορτυνία":

    (*) Aφιέρωμα στον Θεόδωρο Κ. Τρουπή:
    "ΦΘΙΝΟΠΩΡΙΝΑ" Τόμος με ποιήματα (6 συλλογές)
    Eκδόσεις "ΜΟΡΙΑΣ", Αθήνα 2003

    "Κρέμασε ρόπτρο / η ποίηση / στην Πύλη της καρδιάς μου."

    Ο Θεόδωρος Κ. Τρουπής γεννήθηκε στο χωριό Σέρβου το 1932. Σπούδασε στην Παιδαγωγική Ακαδημία Τριπόλεως και εργάστηκε ως δάσκαλος. Από το 1986 εκδίδει ένα από τα καλύτερα λογοτεχνικά περιοδικά της χώρας μας, τον "ΜΟΡΙΑ". Πολλά ποιήματά του έχουν μεταφραστεί σε ξένες γλώσσες και έχουν περιληφθεί σε διάφορες Ανθολογίες. Ο Θεοδ. Τρουπής έχει καταπιαστεί με όλα σχεδόν τα είδη του έντεχνου γραπτού λόγου. Εμείς τον θεωρούμε έναν σπουδαίο διηγηματογράφο ενώ αξιοπρόσεχτα είναι τα λαογραφικά του και τα δοκίμιά του.

    Στα "ΦΘΙΝΟΠΩΡΙΝΑ" του έχει συγκεντρώσει 6 ποιητικές συλλογές από τις οποίες ανθολογούμε ένα ποίημα από την καθεμιά, ως δείγμα γραφής του:

    1) Από τη συλλογή "ΤΑ ΑΦΕΛΗ", σελ. 80, το ποίημα "ΔΙΔΑΧΗ" στη σελ. 11: "Ξεχέρσωσα. / Ίδρωσα. / Όργωσα. / Έσπειρα. / Βοτάνισα. / Θέρισα. / Δεμάτιασα. / Κουβάλησα. / Αλώνισα. / Λίχνισα. / Τ' άχυρα. / Φύγανε. Μείνανε. / Ελάχιστα / άρρωστα / σταρόσπυρα / αψώμοτα. / Μέρμηγκες / αδιάφοροι / τα ' βλεπαν. / Ένιωσα / μέσα μου / άδικο / θάνατο. / Πεινάσαμε. / Μάθαμε. / Ζήσαμε."

    2) Από τη συλλογή "ΑΥΤΟΝΟΗΤΑ", σελίδες 64, το ποίημα "ΙΔΙΑ ΒΡΩΜΑ", στη σελίδα 23: "Παντού ο ίδιος στοχασμός / το χάος και ο μαρασμός / στο δόγμα και στο κόμμα. // Όπου ιδρώνουν οι πολλοί / και τρώνε οι αμαρτωλοί / βγαίνει η ίδια βρώμα..."

    3) Από τη συλλογή "ΤΑ ΑΔΕΣΠΟΤΑ", σελίδες 64, το ποίημα "ΜΑΤΑΙΟΣ ΑΓΩΝΑΣ" στη σελίδα 47: "Μια ζωή αγωνίστηκα / και δεν τα κατάφερα / να γίνω χριστιανός. / Και τα δυο παλτά μου / ακόμα στην ντουλάπα / άθικτα κρέμονται!"

    4) Από την αφιερωματική συλλογή (σονέτων με Υστερόγραφο και αφιέρωση σε γνωστούς και φίλους ποιητές και όχι μόνο) "ΕΠΙΣΤΟΛΑΡΙΑ", σελίδες 144, το ποίημα αφιέρωση στη Ζαχαρούλα Γαϊτανάκη, στη σελίδα 13: "(Η δόξα των εθνών και η μεγαλοσύνη / μετριούνται με την ομορφιά και την ειρήνη.) Ανθρωποφάγε Μπους, σου στέλνω απόψε / παιδάκι απ' το Ιράκ καλοψημένο... / Όσο τραβά η όρεξή σου κόψε... / Έν' άλλο σου ΄χω για αύριο φυλαγμένο. // Κι αίμα πού σου στέλνω να μεθύσεις. / Κι όλους τους κανιβάλους να κεράσεις. / Στον κόσμο ελεύθερον να μην αφήσεις. / Αν φας και τα παιδιά σου, ίσως χορτάσεις. // Σου στέλνω τις κραυγές όλου του κόσμου / ένα ποτάμι δάκρυα και κατάρες / και μύριους σατανάδες με κιθάρες. // Για όλα αυτά παρακαλώ σε δώσ' μου / ένα χαμόγελο απ' το παιδί σου. / Ίσως μ' αυτό γιατρέψω την ψυχή σου. Υ.Γ. Ακούω τη λέξη "πόλεμος" και ορφανά μετράω..."

    5) Από τη συλλογή "ΤΑ ΑΝΕΠΙΣΗΜΑ", σελ.: 80, το ποίημα "Η ΦΗΜΗ", στη σελίδα 46: " Ο κονιορτός της καθημερινότητας / επικάθεται στα πέπλα της φήμης / την αλλοιώνει και την αφανίζει / στου χρόνου το έρεβος."

    6) Από τη συλλογή "ΕΣΠΕΡΙΝΑ", σελ.: 64 υπογραμμίσαμε το καλοσώρισμα: "Εσκάψανε για OPERA / και φύτρωσε ΓΚΑΡΑΖΙ." και το ποίημα "ΣΤΥΛΩΜΑΤΑ" - συμβουλές σε ποιητές στη σελίδα 26: "Όταν μια λέξη στο στίχο τρεκλίζει / μην τη στυλώνεις με άρθρα και μόρια / (Όλο το ποίημα το ανοστίζει). / Είναι σαν να φοράς πατινάζ / κοθόρνους ή ξυλοπόδαρα... / στα πόδια ενός μεθυσμένου..."

    Η ποίηση του κ. ΘΕΟΔΩΡΟΥ Κ. ΤΡΟΥΠΗ στα "ΦΘΙΝΟΠΩΡΙΝΑ" του είναι γεμάτη μηνύματα, συναισθήματα και ιδέες. Και "Οι ιδέες είναι άστρα / Πυρπολούν, γκρεμίζουν κάστρα." μας λέει ο ποιητής. Κι οι λέξεις του, είναι το υλικό της δουλειάς του. "Του μυαλού μας ψήγματα./ Λέξεις! Έχουν μέταλλο! / Μέταλλο πανάκριβο / λαμπερό κι απρόσβλητο / από κάθε ψεύτικο / λαμπερό και κίβδηλο." Αυτές οι λέξεις, το βασικό στοιχείο της ποίησης "Θέλουν όμως λιώσιμο / στης ψυχής την κάμινο. / Θέλουν σφυρηλάτημα / στου μυαλού τον άκμονα / για να γίνουν άγαλμα."

    Ο ΘΕΟΔΩΡΟΣ Κ. ΤΡΟΥΠΗΣ, από τους λίγους καλούς ποιητές της εποχής μας, σπέρνει τις ευαισθησίες του και τους στοχασμούς του παντού. Κι ελπίζει πώς οι σπόροι του θα βρουν πολλά γόνιμα εδάφη να φυτρώσουν και να δώσουν καρπούς στις καρδιές των ανθρώπων. Μας λέει "Ξερολιθιές, πεζούλια οι στίχοι μου / σ' ορθές βουνοπλαγιές και άνυδρες. / Το χώμα της ψυχής μου στήριξαν. / Το είναι μου εκεί εφυτούργησα. / Κι έτσι, έφυγε η ζωή μου ολάκερη. // Θέλω, κι ελπίζω να καρπίσουνε. / να τους τρυγάτε όποτε θέλετε / ελεύθερα κι εγώ θα χαίρομαι, ./ εδώ στη χώρα των ασφόδελων." (το ποίημά του "ΟΙ ΣΤΙΧΟΙ ΜΟΥ").

    Αυτόν τον ποιητή αξίζει να γνωρίσετε. Τιμά τη Γορτυνία, τιμά την Ελληνική Λογοτεχνία, λαμπρύνει την παγκόσμια Ποίηση.

    Ζαχαρούλα Γαϊτανάκη





    Διηγήματα:

    Τα πρόβατα

    Πήγαινα να πάρω τα ρούχα μου και να ξενοικιάσω το δωμάτιο που έμενα μαθητής τότε στο γυμνάσιο της Δημητσάνας. Την παραμονή πήγα να πάρω άδεια από τους αντάρτες που είχαν την έδρα τους στου Κοκκορά ή στου Λώτη. Πέρασα στου Παλούμπα. Ερημιά. Στα πρώτα σπίτια στου Λώτη στο δρόμο με τις φραγκοσυκιές είδα μια γριά ξεδοντιάρα και μονόματη να σέρνει ξύλα για το φούρνο και σήκωνε πολύ μπουχό. Τη ρώτησα που είναι οι αντάρτες. Ήταν καλά πληροφορημένη η γερόντισσα και ήθελε να μου τα ειπεί όλα για να μου δείξει πως το χωριό τους ήταν τόπος με αρχές και πόστα και πολλούς αγωνιστές. Κράτησα μόνο τη λέξη «σχολείο»... και τη διεύθυνση του δάχτυλου της γριάς και προχώρησα. Έφτασα στο σχολείο. Ιούλιος μήνας. Σε τούτον τον τόπο το καλοκαίρι είναι πολύ ζεστό, αποπνιχτικό. Τα δημητριακά θερίζονται στις αρχές του θεριστή και προφταίνουν και τους ντόπιους και τους βουνίσιους της περιοχής, που τα σπαρτά τους αργούν να γίνουν για θερισμό κι αλώνισμα.

    Στην αυλή του σχολείου πολλές προβατοκοπριές. Στον ίσκιο της μουριάς κοιμότανε ένας αξύριστος αρματωμένος με τρύπιο το χακί παντελόνι στα γόνατα, βγαλμένες τις αρβύλες και βαλμένες... προσκέφαλο!

    Στην είσοδο του σχολείου στέκονταν δύο άλλοι αρματωμένοι και σιγοκουβέντιαζαν. Δεν μου έδωσαν σημασία. Καλημέρισα. Δεν με πρόσεξαν. Παραμέρισαν να περάσω, να μπω. Με τον τρόπο τους μου έλεγαν...πως μέσα είναι... ο πρώτος...Μπήκα. Πριν προλάβω ν' ανοίξω το στόμα μου με πρόλαβε ένας γεροδεμένος σαραντάρης με μαύρα μαλλιά, κατάμαυρο μουστάκι κι ένα δόντι καπρί χρυσό.

    - Ακούω!
    - Αδεια θέλω να πάω στη Δημητσάνα.
    - Γιατί;
    - Να πάρω τα ρούχα μου και να ξενοικιάσω το δωμάτιο.
    - Σε ποια τάξη πας;
    - Στην πέμπτη θα πάω.
    - Θες να πας στα Τρόπαια να γίνεις δάσκαλος στο χωριό σου; Από που είσαι;
    - Από του Σέρβου.
    - Μετά από έξι μήνες θα πάρεις πτυχίο δασκάλου και θα σε διορίσουνε στο χωριό σου.
    -  ....
    - Σκέψου και εμείς εδώ είμαστε. Όνομα! Είπα τ' όνομα μου.
    - Μαζί σου δεν θα πάρεις ούτε ένα αβγό! θα την κλείσουμε από παντού τη Βαβυλώνα...να πεθάνουν από την πείνα...

    Έλεγε κι έγραφε.
    Σε ένα λεπτό η άδεια ήταν έτοιμη κι έγραφε:

    «Επιτρέπουμε στο μαθητή... (Τάδε) από τον Σέρβον να πάει χωρίς τρόφιμα στη Δημητσάνα για να πάρει τα ρούχα του.
    Λώτη Ηραίας, 20 Ιούνη 1948
    ο φρούραρχος
    Χρήστος.

    Παίρνοντας στα χέρια μου την άδεια, τον ευχαρίστησα. Εκείνος σηκώθηκε από την καρέκλα που καθότανε και μ' οδήγησε σ' ένα χαμόσπιτο, όπου έβραζαν κρέας προβάτου σ' ένα φρεσκογανωμένο λεβέτι.

    - Περίμενε εδώ, μου είπε. Αν δεν φας δεν θα φύγεις.

    Πεινούσα πολύ. Ήμουν από το βράδυ νηστικός και η ώρα πλησίαζε τρεις το απόγεμα.

    Σε λίγο μου πρόσφεραν κρέας, ζουμί και ψωμί ζεστό κι έφαγα μέχρι χορτασμού. Ήταν τρυφερό, καλοβρασμένο το κρέας και μοσχοβόλαγε φλισκούνι.

    Ανηφόρισα στην κάψα του καλοκαιριού. Όπου έβρισκα  ίσκιο πάνω στο δρόμο ξεκουραζόμουνα. Το μυαλό μου ήταν απασχολημένο επίμονα μ' ένα πρόβλημα. Τι θα έκανα την άδεια των ανταρτών, όταν πλησίαζα κοντά στη Δημητσάνα; Ήταν απρόβλεπτες οι συνέπειες αν, μπαίνοντας, μ' έψαχναν; σπάνιο φαινόμενο, κι έβρισκαν πάνω μου την άδεια των κομμουνιστοσυμμοριτών; Σκέφτηκα πολλά. Τέλος αποφάσισα να την κρύψω στο σαμάρι του μουλαριού. Μικρό χαρτάκι ήτανε από μπακαλοδεύτερο με μπλε και κόκκινες γραμμές. Διπλωμένη στα οχτώ θ' αφανιζότανε κάτω από μια παϊδα του σαμαριού... Αλλά και να την έκαιγα, λίγο πριν μπω στη Δημητσάνα, ήταν η καλύτερη λύση. Οι αντάρτες ζητούσαν άδεια απ' αυτούς που πήγαιναν στη Δημητσάνα κι όχι απ' αυτούς που έβγαιναν. Έφτασα αργά το βράδυ στο χωριό μ' αυτές τις κρίσιμες αποφάσεις.

    Τοιμάστηκα. Νύχτα το πρωί ξεκίνησα. Στης Γριάς το σωρό συνάντησα μερικούς αρματωμένους αντάρτες να φέρνουν στο χωριό ανθρώπους που πήγαιναν για δουλιές τους στη Δημητσάνα. Τους γύρισαν στο χωριό. Έστησαν λαϊκό δικαστήριο και τους δίκασαν σε χρηματικές ποινές που τις εξαγόρασαν οι καταδικασμένοι με καρπούς και τρόφιμα διάφορα.

    Εμένα μ' άφησαν και πέρασα, χωρίς να με ρωτήσουν που πάω. Παραξενεύτηκα. Ήμουν καβάλα στο μουλάρι. Παραμέρισα να περάσουν εκείνοι και συνέχισα. Λίγο πριν περάσω το ποτάμι, έκανα ψιλά - ψιλά κομματάκια την άδεια, τόσο που να μην συναρμολογείται και, φτάνοντας στο αυλάκι της Σολωμής, την έριξα στο νερό.

    Νωρίς γύρισα στο χωριό.

    Στο σπίτι είχαμε κάποιες τάβλες από τα έλατα για να ταβανώσουμε το χειμωνιάτικο και να φτιάσουμε καινούργια τα κουφώματα. Τα είχαν πάρει οι αντάρτες για να φτιάσουν παράγκες να κατοικούν οι λουόμενοι στα Λουτρά της Ηραίας.

    Πήρανε όλα τα ελατίσια ξύλα που βρήκαν στο χωριό. Πήρανε και τα γιδοπρόβατα του Μητροσπήλιου, γιατί το παιδί του ο Μήτσιος ήτανε αξιωματικός της χωροφυλακής, θα καίγανε και το σπίτι αλλά κάποιος από τους ίδιους τους εμπόδισε.

    Τέτοια κοπάδια είχαν συγκεντρώσει αρκετά στη Λιωδόρα και στην περιοχή της. Έσφαζαν κάθε ημέρα και τα έβραζαν με δυόσμους και φλισκούνια για να τρώνε ντόπιοι και περαστικοί αντάρτες.

    Πέρασε το καλοκαίρι.

    Στις τριάντα Αυγούστου χτύπησαν οι αντάρτες τη Δημητσάνα. Έπαθαν μεγάλη ζημιά. Πάνω από εκατό κοιμούνται στο ρόβολο... κάτω από την Καλλιθέα.

    Οι τραυματίες ανυπολόγιστοι. «Έτσι διάταξε το κόμμα τότε»...μου έλεγε ο καπετάνιος που χτύπησε το φυλάκιο της Αγίας Παρασκευής σαρανταπέντε χρόνια αργότερα. Πετάξανε στην άκρη, στ' άχρηστα τον Πέρδικα...Φέρανε άλλους στην κορφή... Τους αχρηστέψανε και κείνους...Κι όλο ψάχνουν για τους άξιους κι είν' όλοι έτοιμοι να τους καταπατήσουν και δεν τ' ομολογούν...ότι δεν ξέρουν πότε θα φάνε και ποιόν... και πώς...

    Κι όλα είναι για το καλό μας. Κι όλα σε κακό μας βγαίνουν... Και κείνο που δεν περνάει είναι το μαράζι που φωλιάζει στις καρδιές των μανάδων, όταν χάνουν τα παιδιά τους μόνο για το μίσος και για το τίποτα.
    Τρούπης Θεόδωρος





    Ο βήχας

    Πετάχτηκε στο κεφαλόσκαλο η γιαγιά ν' αφουγκραστεί. Ακουσε οχλοβοή στο χειμωνιάτικο της Χρίσταινας. Γύρισε μέσα στην καμαρούλα. Καθάρισε τα χέρια της από τα ζυμάρια με καθαρό αλεύρι στην άκρη του σκαφιδιού κι έτρεξε κατά κει.

    Οι πόρτες ήσαν ανοιχτές. Η Βασίλαινα, η Θανάσαινα, η Σπήλιαινα, η Μήτσιαινα, η Γιαννού, η Ρήνα, η Χριστίτσα, στη σκάλα κάτι σιγολέγανε και μέσα η Χρήσταινα είχε σιγάσει από τους αναστεναγμούς και μονάχα τα δάκρυα της δεν μπορούσε να συγκρατήσει. Τρέχανε στα σταφιδιασμένα ωχρά μαγουλά της κι από κει έσταζαν πάνω στα σταυρωμένα χέρια της, στην ποδιά της, στην τραχηλιά της,καθώς ήταν διπλοποδιασμένη στο δεξί παραγώνι.

    Η γιαγιά, μπαίνοντας, ρώτησε τις γυναίκες και κείνες με τα πρόσωπα φρικιασμένα και χλωμοπράσινα την πληροφόρησαν χαμηλόφωνα πως ήρθε χαρτί στον πρόεδρο ότι λαβώθηκε ο Λιάς.

    Στεναχωρέθηκε η γιαγιά. Πήγε κι έκατσε αμίλητη κοντά στη φιλενάδα της τη Χρήσταινα και της έπιασε τα χέρια μες στις παλάμες της... σα να ήταν τότε που παίζανε μικρά κοριτσάκια στη δική τους γειτονιά να της τα ζεστάνει. Η Βασίλω, αυτό ήτανε το όνομα της Χρήσταινας, μόλις είδε τη φιλενάδα της τη Μαρίνα, αυτό ήταν τ' όνομα της γιαγιάς μου, έγειρε στην αγκαλιά της κι άφησε να της φύγουν κι άλλα πολλά δάκρυα. Ψιθύριζε όσο γινότανε πιο σιγανά: «Λαβώθηκε ο Λιάκος μου από νάρκη, Μαρίνα μου, και είναι άσχημα. Το είδα κι όνειρο. Είναι βαριά. Είναι βαριά το παλικάρι μου και δεν μου το λένε. Μπορεί και να πέθανε και να μου το κρύβουνε...

    Δεν τους πιστεύω. Ο πατέρας του λείπει στη Μεσσένια, θα του πέσει αστραπή. Εκείνον συλλογίζομαι. Έπεσε η πέτρα, την ώρα που φόρτωνε το μουλάρι, του 'σπασε το πόδι. Ήτανε τότε εννιά χρονώνε. Τον έτρεξε στο Γιωργολιά, του τόφτιασε. Φύλαξε έξι μήνες το κρεβάτι... πέρασε... Τώρα η νάρκα τον ζήλεψε. Τον διάλεξε. Λίγο, λένε... Αν ήτανε λίγο... γιατί να μου το ειπούνε; Μονάχα ο θεός και ο Λιάκος μου ξέρουν... Μαρίνα μου».

    Η γιαγιά μου της έλεγε λόγια παρηγοριάς. Οι άλλες γυναίκες συμφωνούσαν όλες με τα λεγόμενα της γιαγιάς μου.

    Κι αφού είπαν οι γειτόνισσες και οι φιλενάδες και οι συγγένισσες όσες παρηγοριές είχαν ακούσει σε άλλες περιστάσεις, άρχισαν μια - μια να φεύγει στο σπίτι της και στις δουλιές. Λέγοντας στις απληροφόρητες και τις περαστικές τα όσα είδαν κι άκουσαν με κάποια προσθήκη από κείνα που φανταζόσανται.

    Η γιαγιά μου άργησε να φύγει. Είχε ξεχάσει πως άφησε το ζύμωμα στη μέση. Και αν δεν έτρεχα να της ειπώ πως οι κότες και το σκυλάκι της Ρήνας είχαν πέσει στη σκάφη, θ' αργούσε ακόμη περισσότερο.

    Σαν σηκώθηκε να τρέξει στο ζύμωμα υποσχέθηκε στη θεια - Χρήσταινα πως θα γύριζε, σαν φούρνιζε τα ψωμιά. Και δίχως να δείξει βιασύνη, μουρμούρισε: «Ας φάνε κι εκείνα... ψυχή έχουνε...». Μα περνώντας το κατώφλι της πονεμένης γειτόνισσας και καλής παιδικής φίλης, γόργωσε το βήμα και μάλωσε, από μακριά, τα αγαπημένα της ζωντανά... με οργή και αγάπη μαζί.

    Αγωνίστηκε η γιαγιά να βγάλει τις κότες από τη σκάφη και την καμαρούλα αλλά πιο πολύ απασχολήθηκε με το καθάρισμα του τσιμπημένου ζυμαριού. Πέταξε σχεδόν το μισό. Μάλωνε κι εμένα που βγήκα να παίξω και δεν έκλεισα την πόρτα της καμαρούλας. Δεν άντεχα να τη βλέπω να κλαίει και να βασανίζεται κι έφυγα να μην τη βλέπω και πήγα να παίξω στη γειτονιά... μα δεν βρήκα παιδιά και ξαναγύρισα και κάθησα στο κάτω σκαλί της σκάλας, ολομόναχος κι έκλαιγα κι εγώ για όλα.

    Μ' αγαπούσε πολύ η γιαγιά μου. Αλλιώτικα από τη μάνα μου κι από τον παππούλη μου. Με μάλωνε τόσο πολύ χαδιάρικα που χαιρόμουν περισσότερο το μάλωμά της παρά το χάδι της. Είχε μια γλύκα το μάλωμά της που μου γιάτρευε κάθε μου λάθος και μου έπαιρνε τις περισσότερες ευθύνες για λογαριασμό της.

    Γύρισε στο σπίτι γερός ο Λιάκος της θεια - Χρήσταινας με αναρρωτική άδεια. Ντύθηκε η γειτονιά τη γιορτινή χαρά της. Έτρεξαν όλοι το βράδυ που γύρισαν από τις δουλιές τους να τον υποδεχτούν. Να τον κρατήσουν στην αγκαλιά τους και να μάθουν τα καθέστατα. Να ιδούν και με τα μάτια τους τις λαβωματιές.

    Ο Λιάκος είχε ένα βλήμα στο δεξί του μάτι και δεν έβλεπε καθόλου απ' αυτό. Δεν ήθελε να το μάθει το χωριό και ιδιαίτερα η μελαχρινή γειτονοπούλα με τις μεγάλες πλεξίδες και τα γαϊτανάτα φρύδια.

    Είχε και στο πνευμόνι μερικά θραύσματα αλλά και αυτά δεν φαινόσανται. Τα λιγοστά βληματάκια, σαν κρυφές ελιές, που είχε ο Λιάκος στο πρόσωπο δεν ήταν ανάγκη να τα δείξει. Τα έβλεπαν όλοι και δεν ρωτούσαν.

    Έδειξε στη μάνα του και τις ουλές που άφησαν μερικά βλήματα στα πόδια, στην κοιλιά και στο στήθος.

    Η κυρά μάνα του τις κοίταζε ικανοποιημένη και με κλειδωμένα τα δάκρυα... μην την «παραϊδεί και ο θεός» όπως έλεγε και της τον πάρει ολότελα.

    Τον μεγάλο της τον γιο τον είχε χάσει από χρόνια. Τον είχε υποδουλώσει κάποια μοναχοκόρη στα χωριά της Σπάρτης.

    Είχε τις τρεις κόρες και το Λιάκο. Αλλες δεν είχανε τίποτε να παρηγορηθούν. Τους τα πήρανε οι πόλεμοι και τα μπουντρούμια του Παλαμηδιού.

    Είχαν περάσει δύο ημέρες από το βράδυ που ήρθε ο Λιάκος στο σπίτι τους και δεν είδε ούτε μια φορά τη μαυρομάτα και λεβεντονιά γειτονοπούλα του.

    Μήτε στο παραπόρτι φάνηκε, μήτε στο παράθυρο, μήτε στο μπαλκόνι, μήτε στη στράτα με τις βαρέλες να περάσει για νερό.

    Αδιάφορα, τάχα, ρώτησε τη μεγάλη του αδερφή να μάθει τα νέα του χωριού. Και τα ερωτήματα του όλο και πλησίαζαν προς το ποθούμενο. Κι εκεί που ρώταγε και μάθαινε άκουσε τη φωνή της και στράφηκε να την ιδεί στο μπαλκόνι... μα δεν την είδε. Δεν ήταν δυνατό να μην έμαθε, να μην άκουσε τον ερχομό του. Τα παράθυρα τ' ανατολικά και το παραπόρτι του σπιτιού της έβλεπαν στην αυλή του.

    Ίσως κάποιος σοβαρός λόγος να την εμποδίζει, σκέφτηκε. Μα θα τον μάθαινε από τους δικούς... δυο ημέρες τώρα. Αποφάσισε να πάει μια βόλτα ως τη βρύση. Το περιβόλι της ήταν προς τα εκεί. Κι εκείνο το απόγεμα με αγωνία πέρασε.

    Πριν πάει στρατιώτης δεν τόλμησε να της πει κάτι. Σχεδίαζε να τα ειπεί όλα, όταν, με καλό, γύριζε. Κι ο τραυματισμός του είχε αλλάξει όλον τον κόσμο.

    Κάθησε όλο το απόγεμα στο μπαλκόνι. Τα παράθυρα της, που άλλοτε φωτοβολούσαν, κείνο το βράδυ ήταν σκοτεινά.

    Χωρίς όρεξη έφαγε κάτι και ξάπλωσε να κοιμηθεί στο κρεβάτι που ήταν στο δυτικό παράθυρο, αγνάντια στο δικό της, που το περβάζι του στόλιζε η γλάστρα με τα γαρύφαλα και τον ριγανάτο βασιλικό. Τρεις ημέρες είχαν να ποτιστούν. Ήταν σίγουρος. Αρχισαν να διψούν. Τα είχε παρατηρήσει και το μεσημέρι.

    Ξημερώματα και τα αυτιά και τα μάτια του Λιάκου ξάγρυπνα παρακολουθούσαν τα παράθυρα της αγαπημένης του. Κατά τις οχτώ το πρωί τον πήρε ο ύπνος. Δεν τον ξύπνησαν. Μόνος του ξύπνησε το απόγεμα κατά τις πέντε.

    Ακουσε κουβέντες στην είσοδο και ρώτησε τη μικρότερη αδελφή του τι ζητούν.

    Εκείνη τον πληροφόρησε πως... το βράδυ του Σαββάτου θ' αρραβωνιάσει ο μπάρμπα - Νικόλας ο γείτονας την Κατερίνα του με το Δημήτρη του Παντελή και πως τους προσκαλεί στη χαρά.

    Δεν άντεξε. Σκεπάστηκε με την ελαφριά κουβερτοΰλα. Γύρισε στο πλευρό του κι έκλαψε. Έκλαιγε πολύ και κρυφά... Αρχισε να τον ενοχλεί το τραυματισμένο μάτι. Δεν του έδωσε σημασία. Δεν μπορούσε ν' αρνηθεί στο σπίτι την αδιαθεσία του. Με πολλή επιφύλαξη τον πλησίασε στο φως του φεγγαριού η μάνα του και τον ρώτησε αν θέλει να φάει κάτι. Εκείνος αρνήθηκε... για μια στιγμή αλλά σηκώθηκε και κάθησε στο τραπέζι και πήρε κάτι για βραδινό χωρίς κέφι.Όλοι στο σπίτι φρόντιζαν να ετοιμάζουν το καλύτερο για τον τραυματία. Καλοφαγία είχε διατάξει κι ο γιατρός ο δικός του που ήρθε και τον είδε φιλικά, χωρίς να τον καλέσουν.

    Οι δικοί του ξέρανε τον ερωτά του μα δεν ήθελαν να του ειπούν την αλήθεια, για να μην τον πληγώσουν, θα το μάθαινε στον καιρό του, όπως και το 'μαθε. Τετάρτη βράδυ ήτανε, περασμένες δέκα. Το Σάββατο το βράδυ θα την έβλεπε στις χαρές της με το φίλο του και συμμαθητή του το Δημήτρη του Παντελή.

    Ρώτησε τη μάνα του κι έμαθε. Δεν θα παντρευόσανται από αγάπη. Με συνοικέσιο τ' αποφασίσανε. Κι έτσι, παραμονή των αρραβώνων δεν ήταν πρεπούμενο η Κατερίνα ν' ανοίγει παράθυρα και να ποτίζει μυριστικά κατά κείθε που είχε κάποτε αφήσει την καρδιά της να φτερουγίσει.

    Το Λιάκο ήθελε. Τον περίμενε. Μα ο πατέρας της και η μάνα της είχαν αποφασίσει αλλιώς. Έπρεπε να υπακούσει. Να μην ακουστεί στο χωριό και τότε ποιος μπορεί να μαζέψει τα λόγια σαν φύγουν από τα δόντια παραέξω.

    Χίλιες φορές αποφάσισε να της στείλει ένα σημείωμα με δυο λέξεις. Δεν το 'στειλε. Περίμενε το Σαββατόβραδο.

    Ήρθε το Σαββατόβραδο. Πήρε τη μεγάλη του αδερφή και πήγανε. Αντεξε όλο το βράδυ να μην την κοιτάξει στα μάτια... να τραγουδάει... να χορεύει... και να πίνει.

    Την Κυριακή πήγε και στην εκκλησία. Την είδε μετά τη λειτουργία με τον αρραβωνιαστικό της και τους ξαναευχήθηκε. Μα αισθανότανε ένα ιδρώτα να τον περιλούζει. Να τρέμουν τα πόδια του και το πρόσωπο του να φουντώνει. Και πάλι κατάφερε να σταθεί στα πόδια του, να κατηφορίσει να μπει στο σπίτι και να σωριαστεί στο κρεββάτι το γνωστό. Εκεί που ξάπλωνε για έξι μήνες για να γιατρέψει το τριψαλιασμένο πόδι του. Όλα πέρασαν σαν γλυκό όνειρο... Τότε ερχότανε η Κατερινόύλα. Του έφερνε σταφύλια και σύκα και μούρα και βύσσινα και βατόμουρα. Τότε αγαπήθηκαν. Τότε τη φίλησε στο μάγουλο κι εκείνη του είπε: «Λιάκο, σ' αγαπάω. Σ' αγαπάω ίσαμε τα ουράνια».

    Τα χρόνια περνούσαν. Η αγάπη ρίζωσε και φούντωνε. Και ξαφνικά φύσηξε άγριος βοριάς και το ξερίζωσε. Χωρίς καμιά αιτία. Και του Λιάκου το μυαλό ήταν στενό. Δεν είχε τόπο να χωρέσει μήτε το κακό μήτε τις αιτίες του.

    Ήρθε για θερισμό κι αλώνισμα και ο πατέρας. Τι να ειπεί; Ήξερε κείνος από πολέμους και κακουχίες. Λογάριαζε πως τα δικά του βάσανα δεν τάχε άλλος δοκιμάσει. Σαν είδε τα καινούργια άρβυλα του Λιάκου τα ζήλεψε. Τέτοια άρβυλα δεν είχε φορέσει ποτέ. Και έκανε πέντε χρόνια στρατιώτης.

    Πέρασε ο Αύγουστος. Έπρεπε να πάει να τον ιδούν οι γιατροί και να πάρει το απολυτήριο του στρατού. Έτσι του είχαν ταμένο.

    Τις τελευταίες ημέρες του Αυγούστου τον είχε και τον βασάνιζε ένας ξερόβηχας. Του κάνανε χαμομήλι και φασκόμηλο και γάλα ζεστό και λίγο ρακί τσουκαλόκαφτο, τόλμησε να το δοκιμάσει, μα λίγο έλειψε να τον πνίξει ο βήχας του με την πρώτη μικρή - μικρή ρουφηξιά.

    Το πρόσωπο του χαλκοπρασίνιζε λίγο - λίγο.

    Δεν του έλεγε κανένας το κατάντημα του. Κι όλοι περίμεναν νάρθει ο καιρός και η ώρα να φύγει για τους γιατρούς.

    Ανήμερα του Σταυρού πήρε το σακίδιο του, δύο - τρία αβγά βρασμένα, λίγη μυζήθρα και ένα ρούπι λουκάνικο κι έφυγε με τις ευχές των δικών του.

    Ο Λιάκος δεν ξαναγύρισε ποτέ στο χωριό. Τον έφαγε ο βήχας, οι λαβωματιές της νάρκης και το μαράζι της Κατερίνας. Τον κλείσανε, για θεραπεία, σε σανατόριο. Δεν κατάφεραν να τον γιατρέψουν.

    Μετά από μερικά χρόνια συνάντησα το γαμπρό του στα Λαγκάδια. Ερχότανε από την Αθήνα. Σε μια ξύλινη βαλίτσα, έφερνε τα λείψανα του. Ούτε ξέρω που τα έχουνε.

    Έφυγε από τη ζωή ο Λιάκος με την πεποίθηση πως κανένας δεν έμαθε ποτέ πως είχε χάσει το μισό φως του και πως τα πνευμόνια του ήσαν γεμάτα σκλήθρες θανάτου. Κι όμως το χωριό όλα τα ήξερε. Και μονάχα η μάνα του και ο πατέρας του και τα αδέρφια του... Δεν ήξεραν κι ούτε έμαθαν ποτέ τίποτα.

    Πολύ αργότερα, κάποιος τους είπε πως τις λαβωματιές τις πήρε σε κάποια βουνοπλαγιά του Γράμμου. Και τι μ' αυτό;

    Τρούπης Θεόδωρος

    Τα παραπάνω διηγήματα του συγγραφέα τα πήραμε από την καταπληκτική Ιστοσελίδα του Χρήστου Δημητρόπουλου αφιερωμένη στο χωριό Σέρβου όπου είναι και η γενέτειρα του ιδίου αλλά και του συγγραφέα.. 'Aλλες πηγές για τον συγγραφέα θα βρείτε στο Τριμηνιαίο Λογοτεχνικό- Λαογραφικό- Ιστορικό Περιοδικό ΜΟΡΙΑΣ
    Αναζητήσεις





    Νομαρχιακή Αυτοδιοίκηση Αρκαδίας
    Επιμελητήριο Αρκαδίας
    Παναρκαδική Ομοσπονδία Αμερικής
    Δήμος Γόρτυνος
    Δάρα
    Levidi
    ΤΟ ΚΑΛΛΙΑΝΙΟΝ
    το Χωριό Σέρβου
    Θεοξένια
    Κοσμά Κυνουρίας

    Ανθολογίες

    Ελληνικά Κείμενα - Περιεχόμενα

    Σπουδαστήριο Νέου Ελληνισμού του Κ. Θ. Δημαρά και Γ.Π. Σαββίδη

    συγχρονη ελληνικη ποιηση του Χρήστου Δημάκη

    ΤΑ ΑΠΑΝΤΑ ΤΗΣ ΠΗΝΕΛΟΠΗΣ ΔΕΛΤΑ

    Ανθολογία - Ποίηση - Θράκης.

    Ανθολογία Σύγχρονης Ελληνικής Ποίησης του Σταύρου Αμπελά

    The LAND of GODS: Ανθολογία 'Ελληνες Ποιητές στο Διαδίκτυο

    ΜΥΡΙΟΒΙΒΛΟΣ : Κεντρική Σελίδα Αφιερωμάτων

    Meta-theses: An Electronic Magazine in Greek

    The LAND of GODS: Ποιητική Ανθολογία : ποιήματα: τα αγαπημένα ...

    ΠΑΙΔΙΚΗ ΑΝΘΟΛΟΓΙΑ του Αρχιμήδη Αναγνώστου

    Οι Ποιητές της Κύπρου

    Ανθολογία Η γωνιά των Ποιητών και Συγγραφέων

    Ελληνική λογοτεχνία οι Γραμμές

    Ανθολογία Φραγκφούρτης 2001 ...

    Ανθολογία από την ποίηση του Κωστή Παλαμά

    The LAND of GODS: Λογοτεχνία της ΕΕΛΣΠΗ 'Ελληνες Συγγραφείς των Πέντε Ηπείρων γράφουν και δημιουργούν

    ΔΙΑΠΟΛΙΤΙΣΜΟΣ ... Ανθολογία ποιημάτων. Θέλω να το διαβάσω...

    Ποίηση, διηγήματα. Ανθολογία Ρένου Αποστολίδη

    Ανθολογία τα ΚΕΙΜΕΝΑ του Νίκου Σαραντάκου

    The LAND of GODS: Σελίδες απ' την Ελληνική Λογοτεχνία στο Διαδίκτυο

    Πολιτικό καφενείο "Ο Μεγάλος Ανατολικός"

    Λέξημα.gr - Λογοτεχνικό Περιοδικό & Πύλη::

    ΟΔΥΣΣΕΑΣ ΕΛΥΤΗΣ

    'Aτυπη Λέσχη Νέων Λογοτεχνών


    Τα πρόσωπα.." της kathimerini.gr.
  • Αλ Γκορ

  • Εντιθ Πιαφ

  • Ερνέστο Τσε Γκεβάρα

  • Σίνζο 'Aμπε

  • Ρεσέπ Ταγίπ Ερντογάν

  • Τζέρι Γιάνγκ

  • Πολ Γούλφοβιτς

  • Τζέρι Φάλγουελ

  • Νικολά Σαρκοζί

  • Στίβεν Χόκινγκ

  • Ρούπερτ Μέρντοχ

  • Μπόρις Γιέλτσιν

  • Τσο Σέουνγκ-Χούι

  • Νάνσι Πελόζι

  • Νίκος Εγγονόπουλος

  • Κων/νος Καραμανλής

  • Κεμάλ Ατατούρκ

  • Ιωσήφ Στάλιν

  • Μάρτιν Σκορτσέζε

  • Χίλαρι Κλίντον

  • Ιντί Αμίν

  • Νίκος Κούρκουλος

  • Μίλτον Φρίντμαν

  • Ορχάν Παμούκ

  • Οδυσσέας Ελύτης

  • Αμεντέο Μοντιλιάνι

  • Ζινεντίν Ζιντάν

  • Ρέμπραντ

  • Βλάντιμιρ Πούτιν

  • Κιμ Γιονγκ Ιλ

  • Kαραβάτζιο

  • Νόαμ Τσόμσκι

  • Λεονάρντο Ντα Βίντσι

  • Τζον Κένεθ Γκαλμπρέιθ

  • Αλέξης Δαμιανός

  • Σίγκμουντ Φρόιντ

  • Bernardo Provenzano

  • Σάμιουελ Μπέκετ

  • Απόστολος Βαβύλης

  • Γεωργίος I. Ράλλης

  • E. X. Γονατάς

  • Κων/να Μπουρμπούλια

  • Mehmet Ali Agca

  • 'Aλμπερτ Αϊνστάιν


  • τα Ιστορικά ανέκδοτα
    του Κολοκοτρώνη

    Ο θρυλικός «Γέρος του Μωριά» γεννήθηκε στην Παλαιά Μεσσηνία. Να πως τον περιγράφει ο Βλαχογιάννης: 'Οψη «αδύνατη και μαυρειδερή' μάτια βαθουλά, ματιά σκληρή και δυνατή' μεγάλο μουστάκι μαύρο, γερακωτή μεγάλη μύτη' μαλλιά μακρυά κυματιστά. Μικρό κόκινο φέσι στραβοφορεμένο. Τέλος, πρόσωπο που χτυπάει και ξαφνίζει, και που του κάκου θα γύρευε κανείς να βρη σ' έναν Ευρωπαίο το ταίρι του».

    Οι Αρβανίτες έτρεμαν κυριολεκτικά το Κολοκοτρωναίκο σπαθί. Γι' αυτό κι' ο φοβερώτερος όρκος τους ήταν: -Να μη γλυτώσω απ' το σπαθί του Κολοκοτρώνη!.

    -Πόσο μεγάλη είναι η χώρα που γεννήθηκες; τον ρώτησε κάποιος 'Αγγλος περιηγητής. -'Εχει διακόσιους φούρνους! είπε γελώντας ο Κολοκοτρώνης. (Κάθε σπίτι στα χωριά έχει και δικό του φούρνο).

    Μια γυναίκα του ζήτησε κάποια χάρη: -Αφέντη μου, τού'λεγε, κάνε μου αυτό το καλό, και σκλάβα σου να γένω! -Τί λες, μωρή ζουρλή; Εμείς για τη λευτεριά πολεμούμε κι' εσύ θέλεις να γίνης σκλάβα μου;

    Του είπαν κάποτε: -Κολοκοτρώνη, η πατρίδα θα σε ανταμείψη. -Το ξέρω, απάντησε' εμένα θα πρωτοεξορίση.

    Κάποτε φιλοξένησε εν γνώσει του το φωνιά του αδερφού του, ο οποίος νόμιζε ότι δεν τον ξέρει ο «Γέρος». -Παιδί μου! λέει η μάνα του, δίνεις να φάει ψωμί ο φονιάς του παιδιού μου; -Σώπα μάννα' είπε ο στρατηγός. Αυτό είναι το καλύτερο μνημόσυνο του σκοτωμένου.

    Από τη στιγμή, που ο Κολοκοτρώνης ανακατεύτηκε στην πολιτική, έχασε τα νερά του. Πολύ γρήγορα όμως κατάλαβε το σφάλμα του και ξαναγύρισε στ' άρματα.
    Διηγόταν μάλιστα και το ακόλουθο μύθο, για να δείξη πως την έπαθε, όταν πήγε να γίνη πολιτικός: 'Ενας λύκος άρπαξε ένα αρνί από το μαντρί και πήγε παραπέρα να το φάει. -Κυρ λύκο, θα με φας, το ξέρω, είπε το αρνί. Γι' αυτό όμως το καλό, κάνε μου και μένα αυτή τη χάρη: τραγούδα μου λιγάκι, γιατί έχεις πολύ γλυκιά φωνή και μένα μου αρέσουν τα τραγούδια.
    'Αφησε ο λύκος το αρνί κι άρχισε να ουρλιάζη. Τον άκουσαν τότε τα σκυλιά και τον πήραν στο κυνηγητό. Είδε κι έπαθε, ώσπου να γλυτώσει. Τότε στάθηκε ψηλά στη ράχη κι αγναντεύοντας το μαντρί είπε: -Τί ήθελα εγώ να κάμω τον τραγουδιστή; Καλά να πάθω!.
    'Ελεγε κι αυτόν το μύθο: Η κουκουβάγια είχε βρωμίσει πολύ τη φωλιά της κι αποφάσισε να κατοικήση αλλού. Της λέει τότε ο κούκος: -Του κάκου βασανίζεσαι, όσο παίρνεις μαζί σου και τον πισινό σου.

    Οι μεγάλοι καπεταναίοι της Επαναστάσεως είχαν διάφορα παρατσούκλια μεταξύ τους.
    Τον Οδυσσέα Ανδρούτσο τον έλεγαν Γερο-Χουλιάρα για τις πονηριές και τα τερτίπια του' Γέροντα έλεγαν τον Γκούρα για την φρονιμάδα του' Γύφτο έλεγαν τον Κολοκοτρώνη για το χρώμα του' Γύφτο έλεγαν και τον Καραϊσκάκη.

    Καταδιωκόμενος ο Κολοκοτρώνης από τα κυβερνιτικά στρατεύματα στον εμφύλιο πόλεμο του 1825, στάθηκε κάτω από μια καρυδιά να ξεκουραστή. Και μονολογούσε λυπημένος: -Τί έχεις, καρυδιά μου, και παραπονιέσαι; Μη σε πετροβολάνε τα παιδιά; Είναι γιατί έχεις τα καρύδια...
    * (Γνωστή και η λαϊκή παροιμία: «Το δέντρο πώχει τον καρπό όλο πετροβολιέται».

    Ο Κολοκοτρώνης σχολίασε τη δολοφωνία του Καποδίστρια με τον ακόλουθο μύθο: Κάποτε, λέει, τα γαϊδούρια πήραν την απόφαση να σκοτώσουν το σαμαρά, για ν' απαλλαγούν απ' τα σαμάρια κι απ' το φορτίο, που τους έβαζαν οι άνθρωποι. 'Ετσι κι έγινε.
    Αμέσως όμως κατόπιν πήραν την πρωτοβουλία τα καλφάδια (οι μαθητευόμενοι) του σαμαρά, μα δεν ήξεραν να κάμουν καλή τη δουλειά, γιατί έχασαν το μαστορά τους.
    'Ετσι τα κακοφτιαγμένα σαμάρια άρχισαν να χτυπάνε και να πλυγώνουν τα δυστυχισμένα γαϊδούρια, που δεν άργισαν να καταλάβουν ότι με την ανόητη πράξη τους έπεσαν από το κακό στο χειρότερο...

    Στον 'Οθωνα, ο οποίος τον ρώτησε τι γνώμη είχε για το νέο πανεπιστήμιο, που άρχισε να χτίζεται, απάντησε:
    -Να σας πω, μεγαλειότατε' μου φαίνεται ότι τούτο εδώ -κι έδειξε το Πανεπιστήμιο- δεν έπρεπε να κτισθή κοντά σε κείνο -κι έδειξε το Παλάτι' διότι φοβούμαι ότι τούτο θα φάει εκείνο..

    'Ελεγε «Οι 'Ελληνες είναι τρελλοί, αλλά έχουν θεόν φρόνιμον».

    Μετά την καταδίκη του τον πληροφόρησαν ότι ο βασιλιάς του χαρίζει τη ζωή και τον αφήνει μόνο... 20 χρόνια φυλακή. -Θα γελάσω το βασιλιά! Δεν θα ζήσω τόσους! Αποκρίθηκε.


    ο Ελληνισμός της Διασποράς
    ...αλλά ο Οδυσσέας ποθεί ακόμη και καπνό μονάχα της πατρίδας του να δει να πετιέται προς τ' απάνω κι ας πεθάνει... (Οδύσσεια, α, στ. 57 κ.π.)
    ΚΑΠΝΟΝ ΑΠΟΘΡΩΣΚΟΝΤΑ:
    Γράμμα στον 'Ελληνα της Διασποράς
    ο 'Υμνος του μετανάστη

    ο Πρόλογος

    Πνεύμα Κοινότητας

    Γη των πατέρων μου

    Οι αυριανοί Ποσειδωνειάτες του Καβάφη

    Αποξεχασμένη μεραρχία

    Πάνω στα βράχια της πατρίδας

    Στο ελληνόπουλο της διασποράς

    'Αγιε μου μετανάστη

    η Προσευχή του μετανάστη

    το Πάσχα των Ελλήνων της διασποράς

    Λαμβρινή Σταύρου

    Μάθε, προχτές σου έστειλα

    Ο Θάνατος του μετανάστη

    Στις εκκλησιές της διασποράς..

    Τα απόμακρα κι' ερημικά χωριά της πατρίδας μου

    Και λέω άραγε ταχιά

    Και είπε ο λαός μου

    «'Oπου φωνάζω και να βρίσκεστε αδελφοί»

    Κυπριακή παράδοση

    Ένα τραγούδι για το 21

    Με το τραγούδι το δημοτικό

    Στάλα τη στάλα

    Και οι μεν πήραν τους δρόμους..

    'Ενα ακόμα λάθος

    Χαμπέρια

    Υστερόγραφο

    Οι χωριανοί λιγόστεψαν

    Να μου το θυμάσαι..

    Στον ύπνο του μικρού παιδιού

    Στις αυλές και στα μπαλκόνια

    Στις πέρα ανηφοριές

    Φύγανε τα χρόνια μας

    Στα 2004

    Η Ολυμπιακή Φλόγα του μετανάστη

    Τόσο μακριά

    'Ελα βρε γέρο να μας δεις..

    Για μιαν Αθήνα...

    Στα 1950 όταν ο Ανδρέας Πούλος... ή το παράπονο του μετανάστη

    Το μόνο που ξέχασαν

    Σε ψάχνω

    Γεννήθηκε στην Γαλλία..

    Ζει ο Μεγαλέξανδρος;

    Αρετή Κετιμέ

    Αφιέρωμα

    Η πατρίδα μου

    Διασπορά μου

    Θέλω να ξέρεις

    Κοίτα φίλε μου

    Μου ήρθε κοντά..

    Παλιέ μου φίλε

    Την μάνα την φευγάτη

    O έφεδρος λοχίας Παπαχρήστου

    Ο χαμένος μου παράδεισος

    Tσάμικο, βλάμικο!

    Τα παιδιά του μετανάστη

    Πρόσωπα

    ΠατροΚοσμάς

    Αυτός ο τόπος

    Είναι το ίδιο??

    η Επιστροφή του μετανάστη

    Kαι θα υπάρχω έως ότου θα υπάρχεις..

    Με πέντε οργιές καζάντι..

    Στον τόπο τα κλαρίνα

    Γράμμα στην Ελένη Φοκά

    Σκληρή Πραγματικότητα

    Κοινοτικά και Οργάνωση

    Ζητείται ελπίδα

    Ελληνική Διασπορά ώρα Μηδέν?

    η Ελληνική Διασπορά απ' τους Αρχαίους Χρόνους..

    Τι είναι η Διασπορά?

    Αντί για Επίλογο





    ..Σήμερα ο εχθρός του 'Ελληνα δεν είναι ορατός, γιατί δεν έχει πρόσωπο ούτε σάρκα.., όμως υπάρχει παντού σαν τον αγέρα!. Μερικοί τον είπαν καλοπέραση. 'Αλλοι ..πολιτισμό και παγκοσμιοποίηση.. Οι πιο τολμηροί τον είπαν αφομοίωση...κδ.
      




    σήμερα: