Η ΡΕΑ ΖΟΓΚΑΡΗ - ΚΑΠΟΡΔΕΛΗ γεννήθηκε στην Αετόπετρα Ιωαννίνων.
Ο σύζυγός της ΔΗΜΗΤΡΗΣ ΚΑΠΟΡΔΕΛΗΣ κατάγεται από την ΤΡΙΠΟΛΗ. Ασχολείται με την ποίηση, το χρονογράφημα και το διήγημα. Η δουλειά της έχει αποσπάσει πολλές διακρίσεις στην Ελλάδα και στο εξωτερικό. Στίχοι της έχουν μεταφραστεί σε ξένες γλώσσες. Ποιήματά της και πεζά της έχουν φιλοξενηθεί στον Τύπο, σε ξένα λογοτεχνικά περιοδικά και υπάρχουν σε Ανθολογίες. Είναι μέλος της "Ένωσης Ελλήνων Λογοτεχνών" και της "Διεθνούς Εταιρείας Ελλήνων Λογοτεχνών". Έχει εκδώσει τις ποιητικές συλλογές: "Ποιητικά φτερουγίσματα" το 2001, τις "ΣΚΙΑΓΡΑΦΗΣΕΙΣ" το 2003 και "ΣΤΗΝ ΑΚΡΗ ΤΟΥ ΦΤΕΡΟΥ ΟΙ ΣΤΟΧΑΣΜΟΙ" το 2004. Το 2003 εξέδωσε επίσης τη συλλογή διηγημάτων της "ΟΙ ΜΙΚΡΕΣ ΜΟΥ ΙΣΤΟΡΙΕΣ".
*******
"ΣΤΗΝ ΑΚΡΗ ΤΟΥ ΦΤΕΡΟΥ ΟΙ ΣΤΟΧΑΣΜΟΙ...", η τρίτη ποιητική συλλογή της Ρέας Ζόγκαρη - Καπορδέλη, περιέχει λιτούς αλλά δυνατούς στίχους. Η ποίηση είναι παρούσα παντού. Το παρελθόν, το πεπρωμένο, σκέψεις, στοχασμοί, καρδιοχτύπια, προσμονές, πρόσωπα αγαπημένα, ελπίδες, το ξημέρωμα και η γαλήνη μετά την καταιγίδα... Όλοι οι άνθρωποι ελπίζουμε για το καλύτερο. "Ας το αναζητάμε" μας λέει η ποιήτρια. Και η ζωή είναι ένα πολύτιμο δώρο. Πολυτάραχη, πολυσύνθετη - πολύπλοκη, πολυβασανισμένη, πολυποίκιλη, πολύχρωμη... Πόσο καλά ξέρεις το παιχνίδι της; Πόσο θα μείνεις εδώ; Όταν θα φύγεις, κάτι ωφέλιμο για τους άλλους ανθρώπους ν' αφήσεις πίσω σου. Ο ποιητής μπορεί με τα ποιήματά του να βοηθήσει τον κόσμο μας να γίνει καλύτερος. Και "στην άκρη του φτερού οι στοχασμοί" μπορούν να μας ταξιδέψουν στο όραμα, σ' αυτό το ταπεινό κι ωραίο όνειρο για τον κόσμο μας...
Ζαχαρούλα Γαϊτανάκη
Ικεσίες Αναφοράς
Πώς με μαγεύει το θρόισμα των φύλλων...
Αγέρας ανάμεσά τους σαν περνά,
αμέτρητα φιλιά κερνά
και τα κλαδιά αναριγούν στο πέρασμά του.
Ω! Το είναι μου πώς γαληνεύει
ωσάν κελάηδημα πουλιών
την πλάση ανασταίνει.
Την ώρα του αναπαμού,
που η τρίλια του αηδονιού
το ταίρι του γυρεύει.
Το κύμα σαν αργοκυλά
χαδιάρικα στην άμμο,
αφήνοντας ξοπίσω του
τα χνάρια τα βαθιά του.
Αιθέρια χέρια, ναι, θαρρώ,
το σώμα γης σου πως θωπεύουν
και καρτερείς ξανά την αγκαλιά του.
Αχ, πώς πονώ! Σαν αφουγκράζομαι
τους στεναγμούς των βράχων,
που το υγρό στοιχειό
το χιλιοτρύπητο κορμί τους δέρνει.
Και ηρεμώ μεσ' το ξωκλήσι το μικρό,
εσπερινός στα ουράνια στέλνει
του νου, ικεσίες αναφοράς της ζήσης.
Ο ερχομός της 'Aνοιξης
Της άνοιξης ο ερχομός
στης μυγδαλιάς τα κλώνια
πιο γαλανός ο ουρανός,
γλυκολαλούν αηδόνια.
Γεννιέται η πλάση κι αρχινά
τ' αρώματά της να σκορπά.
Αναστενάζει η καρδιά
που αγάπη αναζητά.
Δένδρο Ζωής
Ρίζες βαθιές η Πίστη.
Κορμός η Αγάπη.
Ελπίδες τα βλαστάρια,
λούλουδα μυριόπνοα'
το σύμπαν αλλάζει.
Ελλάδα 2004
Ι.- Μεγαλόπρεπη και ταπεινή πέρασες τις πέντε ηπείρους.
Το φως σου το αιώνιο έλαμψε στην οικουμένη.
Ξέχωρη τιμή γι' αυτούς που σ' άγγιξαν,
κλείνοντάς σε παντοτινά στις θύμησές τους!
Οι καρδιές στο αντίκρισμά σου,
αλλοτινούς μεγαλόπρεπους αγώνες
οραματίσθηκαν, στης Ολυμπίας τα στάδια.
Που ο νικητής με κότινο στην κεφαλή
τη νίκη του περίτρανα διαλαλούσε.
Ι Ι.- Ο Καιάδας σφραγίζει με ντροπή
το φρικτό άνοιγμά του.
Ψυχή, σώμα και πνεύμα
μεγαλουργούν στους Παραολυμπιακούς.
Ίσοι όροι για όλους. Αγνή άμιλλα!
Το φως το σκοτάδι απαλύνει,
τρέχοντας χέρι με χέρι, μ' ελπίδα διάκρισης.
Ύμνος στο αισιόδοξο μέλλον!
Η σημαία σαν υψωθεί, γιγάντιο το κορμί.
Το δάκρυ βροχή, το βάθρο μουσκεύει...
Αθάνατη, ατσάλινη ψυχή,
σε προσμονή, για νίκη μελλοντική.
Η Αγάπη ζει αιώνια
Ηλιόλουστη ήταν μέρα
που ήρθα να σε βρω.
Στην ζέστα της αγκάλης σου,
να γείρω, να χαθώ...
Γλυκολαλούν αηδόνια
στο συναπάντημα.
Τι κι αν περάσαν χρόνια;
Η Αγάπη ζει αιώνια !
Λατρευτή μου
Κάτασπρες δαντελωτές κορδέλες
γύρω - γύρω σε τυλίγουν.
Μύρια αρώματα γεμίζουν
την πανάρχαια ομορφιά σου!
Τα ρουμάνια τις πλαγιές σου
και τις δροσερές πηγές σου
που γλυκόλαλα υμνούνε,
πόσους έχουνε μαγέψει...
Χρυσαφένιος λάμπει ο ήλιος
πάνωθέ σου, σου χαμογελά με χάρη
και χαϊδεύει όλη μέρα,
το πανώριο σου κορμί.
Υποσχέσεις να χαρίζεις,
σ' όσους έρχονται κοντά σου,
πως αιχμάλωτοι θα μένουν
στα αιώνια φιλιά σου!
Λατρευτή μου Ελλαδίτσα.
Όσοι έφυγαν μακριά σου,
απ' τη λάγνα αγκαλιά σου,
θα σ' αποζητούν για πάντα...
Μόνο αυτοί καλά γνωρίζουν,
πόσο εσύ, τους έχεις λείψει.
* Διήγημα της Ρέας Ζόγκαρη - Καπορδέλη *
Όνειρα Χαμένα
Ο κυρ - Αλέκος καθισμένος στην αναπηρική του καρέκλα, χρόνια τώρα, από την τζαμαρία του δωματίου του παρακολουθεί την βροχή που αδιάκοπα κυλά στα τζάμια προμηνύοντας τον ερχομό του φθινοπώρου. Η γη διψασμένη από την κάψα του καλοκαιριού, ρουφά με λαχτάρα την ευεργετική δροσιά της. Από την κληματαριά του κήπου, χρυσοκόκκινα φύλλα παρασύρονται στο πέρασμά της. Έτσι, σαν το νερό της βροχής κυλάει η ζωή μας, τα όνειρά μας και οι ελπίδες χάνονται όπως τα φύλλα του φθινοπώρου.
Ο κυρ - Αλέκος γυρίζει στα παλιά... Τέτοια μέρα ήταν που πήρε την απόφαση να φύγει μακριά χωρίς να το γνωρίζει κανείς. Ανήσυχος από τα μικρά του χρόνια, το σπίτι του δεν τον χωρούσε. Οι ιδέες του αλλιώτικες στους άλλους, ακαταλαβίστικες.
Οι φίλοι του από το Γυμνάσιο προσπαθούσαν να τον συνετίσουν. Όμως κρυφά μέσα του σιγόκαιγε η ιδέα της φυγής. Έτσι, τελειώνοντας το εξατάξιο Γυμνάσιο, ξαφνικά χάθηκε από προσώπου γης, όπως λένε.
Οι γονείς του αρρώστησαν και τ' αδέλφια του τον έψαχναν παντού. Για πολλά χρόνια ήταν εξαφανισμένος. Ώσπου κάποια στιγμή έμαθαν πώς βρισκόταν κάπου στις βόρειες χώρες, αλλά δίχως άλλα στοιχεία.
Ένας πολύ αγαπητός του φίλος και συμμαθητής, ρωτώντας τους δικούς του τον πληροφόρησαν για τα καθέκαστα. Ο καιρός περνούσε. Όλοι αναρωτιόντουσαν τι απέγινε. Ξάφνου, ένα δείλι σκάει μύτη στην παρέα ο Αλέκος. Χαρές, κακό! Απανωτά άρχισαν οι ερωτήσεις.
- Τι έγινες, βρε Αλέκο; ο ένας.
- Ποια σε ξεμυάλισε, ο άλλος.
Αυτός τους κοιτούσε, δεν έβγαζε μιλιά.
- Ε, τώρα βλέπεις έγινε Ευρωπαίος και δεν μας καταδέχεται, λέει ειρωνικά ο Σάκης.
Τα μάτια του σκοτείνιασαν, όπως ξαφνικά ήρθε, έτσι έφυγε. Ο πιο κολλητός του, τον πήρε ξοπίσω.
- Ε, στάσου, βρε Αλέκο, τι σ' έπιασε ξαφνικά; Ξέρεις πολύ καλά ότι από αγάπη και ενδιαφέρον σου τα λέμε.
- Ίσως να ΄ναι κι έτσι, απαντά ξερά αυτός.
- Λοιπόν; του λέει πάλι ο καλητός του. Θα μείνεις στην Ελλάδα; 'Aντε βρε, σου έχω μια καλή κοπέλα, κούκλα ζωντανή. Ξέρεις, του γούστου σου.
Ήταν και πειραχτήρι ο δικός σου.
- Κράτησέ την για πάρτη σου.
- Μπα! Μπα! Μήπως μωρέ παντρεύτηκες και δεν το λες; Γιατί δεν μας την έφερες να την δούμε;
- Πολλά ρωτάς, καημένε, και δεν έχω όρεξη.
- Καλά, καλά λέει ο άλλος με συγκατάβαση. Εάν μείνεις, να σου δώσω το τηλέφωνό μου. Ό,τι θέλεις και μπορώ, θα σε βοηθήσω.
Ο Αλέκος κατέβασε το κεφάλι, πήρε το χαρτάκι με το νούμερο του τηλεφώνου κι έφυγε βιαστικά. Μέσα του πονούσε πολύ! Τι να τους πει; Μήπως θα τον καταλάβαιναν;
Για κοίταξε, έλεγε στον εαυτό του. Όλοι οι παλιόφιλοι κουτσά - στραβά που λένε, είχανε βολευτεί. Αυτός με τα τόσα όνειρα γύρισε πίσω σε χειρότερη κατάσταση αφ' ότου έφυγε. Οι δικοί του τον αγκάλιασαν με αγάπη, και η μάνα του ξαναπήρε τα πάνω της. Βέβαια ήταν και ο αδελφός του που τον λοξοκοίταζε, γιατί περίμενε πλούτη να φέρει και "όχι να τον ταϊζουν τον χαραμοφάη" όπως έλεγε.
Περνούσε ο καιρός, δουλειά δεν έβρισκε πουθενά. Θες οι ιδέες του, θες ο χαρακτήρας του... Έτσι ξαφνικά, όπως παλιά, εξαφανίστηκε πάλι... Η μάνα του αυτή τη φορά έπεσε του θανατά. Ο αδελφός του είπε: "Δεν πάει στα τσακίδια, αρκετά μας έφαγε τόσο καιρό." Οι φίλοι του, τα δικά τους.
- Ποιος ξέρει που είναι μπλεγμένος κι έφυγε άρον - άρον πάλι, είπε ο Σάκης.
- Ε, καλά, εσύ δεν θα πεις ποτέ καλή κουβέντα, του απαντά ο κολητός του Αλέκου, ο Τάκης.
- Μμ! Μπας και σου θίξουμε τον κολητό σου, ε; ξανάπε ο Σάκης. Κρύβεις καλά τον φιλαράκο μας. Αλήθεια, τι σου είπε όταν τον πήρες ξοπίσω;
- Δεν μας παρατάς, καημένε, έχεις όρεξη. Πάντα τον κέντριζες, επειδή δεν ταίριαζαν οι ιδέες σας.
- Τι μου λες μωρέ; Έγινες και υπερασπιστής του βλέπω, λέει ειρωνικά ο Σάκης.
- Εσύ, παιδί μου, δεν τρώγεσαι με τίποτε. Γειά χαρά1
Έφυγε γρήγορα, γιατί δεν άντεχε τις σπόντες τους. Στο μυαλό του κλωθογύριζε η ερώτηση. Γιατί; Τι να του συμβαίνει; Αν τουλάχιστον μίλαγε σ' αυτόν θα έκανε το παν για να τον βοηθήσει. Τον αγαπούσε πολύ τον φίλο του και τον πονούσε.
Τι να πει κανείς... 'Aβυσσος η ψυχή του ανθρώπου. Το 'ξερε και ο Αλέκος αυτό πολύ καλά. Μα βλέπεις κλεινόταν στον εαυτό του και δεν άφηνε περιθώρια στους άλλους για τα συναισθήματά του. Έτσι περνούσε ο καιρός δίχως πια ελπίδα γυρισμού.
Οι περισσότεροι από την παρέα παντρεύτηκαν. ’ρχισαν ν' αραιώνουν τις συναντήσεις τους. Οι υποχρεώσεις δεν τους άφηναν καιρό για το παλιό τους στέκι. Τον Αλέκο οι πιο μακρινοί τον ξέχασαν. Μόνο ο φίλος του ο Τάκης, μαζί με τον Μηνά, τον έφερναν στην κουβέντα τους. Ποιος ξέρει που να βρίσκεται... Αχ! Βρε Αλέκο. Γιατί ο εγωισμός σου να μην αφήνει στης ψυχής σου τα ανεξερεύνητα μονοπάτια οι φίλοι σου να περπατήσουν και να σε βοηθήσουν; Στις ιδέες σου και στον εαυτό σου πίστευες. Τι λάθος! Πάντα χρειαζόμαστε στήριγμα. Δεν ζήτησες ποτέ βοήθεια, ούτε στις τραγικές στιγμές σου, από τον πιο πιστό μας φίλο που μόνο Αυτός γνωρίζει τα πάντα για μας. Παράπαιες μες την δίνη της ζωής μόνος!
Αρκετά χρόνια πέρασαν. Όλοι οι παλιοί φίλοι γκριζάρισαν, καθώς και ο Αλέκος. Η μητέρα του έφυγε από την ζωή με τον καημό της, επίσης και ο πατέρας του, που δεν τον κατάλαβε ποτέ.
Ένα πρωί χτύπησε το τηλέφωνο του Τάκη. Το σήκωσε. Από την άλλη άκρη άκουσε μια γνώριμη φωνή να του λέει: "Γεια σου, φίλε Τάκη, είμαι εδώ στην Ελλάδα. Εάν θέλεις να με δεις έλα στο σπίτι της θείας μου."
Το απότομο κλείσιμο του τηλεφώνου τον ξένισε. Ο Αλέκος! Δεν πίστευε στ' αυτιά του. Ώστε είναι καλά! Εάν μπορούσε, θα πήγαινε κοντά του αμέσως. Βλέπεις, είχε και την δουλειά του. Τον ευλογημένο, έκλεισε γρήγορα και δεν του έδωσε ούτε το νούμερο του τηλεφώνου.
"Όπως πάντα" σκέφτηκε.
Πού να θυμάται το επίθετο της θείας του μετά από τόσα χρόνια; "Να πάρει η ευχή." Πάνω στην αγωνία του θυμήθηκε την περιοχή. Είπε στη γυναίκα του, αν ξαναπάρει ο φίλος του ο Αλέκος, να του πει πως θα πάει σίγουρα το απόγευμα να τον δει, αν και δεν το πολυπίστευε.
Έφυγε από τη δουλειά του με ανυπομονησία και προσμονή για την συνάντησή τους. Κάτι δεν του άρεσε στην φωνή του... Δεν πήγε το μεσημέρι σπίτι του. Έτρεξε να βρει τον αγαπημένο του φίλο. Φτάνοντας στην περιοχή αντίκρισε την γνωστή πολυκατοικία. Ευτυχώς η εξώπορτα ήταν ανοιχτή. Ανέβηκε στον πρώτο όροφο και χτύπησε με αγωνία την πόρτα του γνωστού πλέον διαμερίσματος. Του άνοιξε η καλοκάγαθη θεία του καλωσορίζοντάς τον.
- Έλα , παιδί μου, μέσα. Σε περιμένει ο Αλέκος μου.
(Παιδί μου; Αλήθεια, δεν είδε τα γκρίζα του μαλλιά;) Του έκανε εντύπωση πως δεν του άνοιξε ο φίλος του. Τέλος πάντων.
- Έλα, έλα, εδώ στο δωματιάκι είναι.
Μπήκε μέσα με την λαχτάρα της συνάντησής τους έπειτα από τόσα χρόνια σιωπής. Θεέ μου! Έμεινε άναυδος. Ο Αλέκος! Καθηλωμένος σε αναπηρική πολυθρόνα, σκεπασμένος με μια καρό κουβέρτα από την μέση και κάτω να τον κοιτάζει ίσια στα μάτια, προφανώς για να δει την αντίδρασή του. Συνήλθε από το πρώτο ξάφνιασμα λέγοντάς του: " - Βρε, βρε, καλώς τον χαμένο Αλέκο! Τι γίνεται βρε παλιόφιλε; Που εξαφανίστηκες πάλι;"
Προσπαθούσε να δώσει κουράγιο στον εαυτό του. Δεν ήθελε να δείξει τα συναισθήματά του γι' αυτό που έβλεπε.
- Περίμενες να με δεις σ' αυτά τα χάλια; του απάντησε.
- Τι έγινε, μωρέ, που χτύπησες; Όλα θα περάσουν, με τον ακιρό θα ξεχαστούν.
Το έλεγε μα δεν το πίστευε.
- Μακάρι να ήταν έτσι, φίλε μου.
Με σπασμένη φωνή άρχισε να του λέει όλα όσα πέρασε αυτά τα χρόνια. Πρώτη φορά άκουγε τον φίλο του να του εξομολογείται τις δυσκολίες της ζωής του. Κι ήταν πολλές!
- Που λες, μπάρκαρα κρυφά σ' ένα βαπόρι, τότε την πρώτη φορά, με
χτυποκάρδι μήπως μ' ανακαλύψουν. Ευτυχώς γνωρίστηκα μ' ένα καλό παιδί - μούτσος ήταν, ώρα του καλή - με βοήθησε μέχρι το τέλος του ταξιδιού. Βρέθηκα σ' ένα λιμάνι στις βόρειες χώρες, δεν θυμάμαι πως το έλεγαν. Δεν έχει σημασία άλλωστε. Σε ξένη χώρα εγώ, δίχως να ξέρω τη γλώσσα τους... Καταλαβαίνεις. Ευτυχώς με τα λίγα αγγλικά μου κατάφερα να συνεννοηθώ. Τι να συνεννοηθώ, τέλος πάντων... Που να πάω; Ποια στέγη θα με σκέπαζε; Λύγισα,. Είπα στον εαυτό μου: "Γύρνα πίσω πριν να είναι αργά". Δεν μ' έπαιρνε όμως. Το πείσμα μου και ο εγωισμός δεν μ' άφηναν να κάνω πίσω. Έπειτα ήταν και ο στρατός στη μέση. Εγώ έφυγα άρον - άρον για να μην πάω, εάν γύριζα δεν θα γλίτωνα την λιποταξία. Κοίταζα γύρω μου σα χαμένος. Ένα χτύπημα στην πλάτη μου με έκανε να γυρίσω ξαφνιασμένος και τι να δω... Την αστυνομία να μου μιλούν σε ακαταλαβίστικη γλώσσα. Τα έχασα, δεν ήξερα τι να κάνω. Αυτοί με φωνές και σπρωξίματα ήθελαν να με πάρουν στο τμήμα. Ε! είπα, έως εδώ ήταν. Ούτε χαρτιά είχα ούτε τίποτα, μόνο ταυτότητα. Για καλή μου τύχη μια γυναίκα, απ' αυτές, ξέρεις, πλησίασε κοντά τους και κάτι τους είπε. Αυτοί σαν να μαλάκωσαν λιγάκι, μ' έβαλαν στο αυτοκίνητο, μπήκε κι αυτή μέσα. Φτάσαμε στην αστυνομία. Ήμουν σαν χαμένος. Αμούστακο παιδί ήμουν... Έλεγαν, έλεγαν αγριεμένα, αλλά τι μου έλεγαν δεν καταλάβαινα. Μόνο την γυναίκα που ήρθε μαζί μας κοιτούσα με αγωνία εκλιπαρώντας την βοήθειά της, με τα μάτια φυσικά.
Έβλεπα τις φιλικές προθέσεις της απέναντί μου κι αυτό με ανακούφιζε. Τελικά η άγνωστη γυναίκα με πήρε μαζί της. Ήταν δεν ήταν τριάντα χρονών. Κρατώντας με σφιχτά από το χέρι και περνώντας από κάτι άθλια σοκάκια, φτάσαμε σε μια φτωχική καμαρούλα. Ένα αμυδρό κόκκινο φως την έκανε ακόμα πιο φτωχή. 'Aλλη λύση δεν είχα, έπρεπε να μείνω... Ένα διπλό κρεβάτι στην άκρη που το έκρυβαν κουρτίνες και ένα τραπεζάκι απέναντι με δυο καρέκλες. Δεν διέφερε από φυλακή... Η σκέψη μου πήγε στην Ελλάδα και το όμορφο σπιτικό μου. Μεγαλεία ήθελες, Αλέκο μου, μεγαλεία. Να δούμε πως θα ξεμπερδέψεις μ' όλα αυτά. Εκείνη ήρθε κοντά μου, μ' αγκάλιασε τρυφερά λέγοντάς μου "ti amo, ti amo". Στα ιταλικά και με νοήματα μου είπε να κοιμηθώ. Εκείνη θα έφευγε για δουλειά. Έως ότου έρθει δεν έπρεπε να βγω έξω. Για καλό και για κακό, όπως λένε, με κλείδωσε κι έφυγε. Ένιωσα τη γη να φεύγει κάτω από τα πόδια μου μόλις που πρόλαβα να ξαπλώσω στο κρεβάτι. Ξύπνησα με φρικτούς πόνους στο στομάχι. Είχα να βάλω κάτι τι στο στόμα μου δυο μέρες. Συνειδητοποίησα την κατάσταση που βρισκόμουν. Τι να κάνω; Πώς έμπλεξα έτσι; Μόνος και ξένος σ' αυτή τη μακρινή χώρα... Σανίδα σωτηρίας η άγνωστη γυναίκα. Σηκώθηκα να βρω κάτι φαγώσιμο. Αλλά δεν υπήρχε τίποτα. Ένιωθα σαν θηρίο σε κλουβί και μάλιστα νηστικό. Κάποια στιγμή άκουσα το κλειδί ν' ανοίγει την πόρτα και να μπαίνει μέσα η κοπελιά. Στο φως της ημέρας είδα το σπασμένο της πρόσωπο από το ξενύχτι, το χνώτο βαρύ από το ποτό. Αηδίασα! Ήρθε κοντά μου, ακουμπώντας επάνω στο τραπέζι μια χάρτινη σακούλα. Η μυρωδιά από τα φρεσκοψημένα τόστ και τα λουκάνικα γέμισε τη μικρή καμαρούλα. Την άνοιξε, προτρέποντάς με να φάω, μιλώντας μου πάντα ιταλικά. Ήταν αδύνατον όμως. Μου κόπηκε μαχαίρι η όρεξη με όλα αυτά. Τελικά, επειδή δεν είχα άλλη επιλογή, δέχθηκα την κατάσταση αυτή, έπρεπε να επιβιώσω. Έμαθα πως το όνομά της ήταν Μπέλα. Αργότερα, πολύ αργότερα, όταν μπορούσαμε να συνεννοηθούμε, έμαθα πως ήταν Ιταλίδα. Είχε αγαπήσει έναν ομοεθνή της που την έφερε για καλύτερη ζωή στη Σουηδία αλλά τελικά την εξέδιδε. Στην αρχή σε πλούσιους αλλά αργότερα ξέπεσε στο λιμάνι. Δεν ξέρω αν ήταν αλήθεια ή η κλασική ιστορία αυτών των δύστυχων κοριτσιών... Τι να πει κανείς. Βλέπω την απορία στα μάτια σου. Πώς δέχθηκα όλα αυτά συγκατοικώντας μάλιστα μαζί της; Η ανάγκη, φίλε μου, η ανάγκη και η μοναξιά. έπειτα, ένιωθα συμπόνια μα και σιγουριά. Είναι αλήθεια ότι έκανε τα πάντα για να περνώ όσο γίνεται πιο όμορφα κοντά της. Έφτιαχνε υπέροχες ιταλικές μακαρονάδες, πίτσες κι άλλα πολλά. Ήθελε να με βλέπει χαμογελαστό, χαρούμενο. Με αγάπησε αληθινά! Καταλάβαινα πως στο πρόσωπό μου έβρισκε όσα είχε χάσει. Την οικογένεια, τον μόνιμο σύζυγο κι αυτό το υπέροχο συναίσθημα της μητρικής αγάπης που κάθε γυναίκα κουβαλά μέσα της. Γιατί, αλήθεια, η ζωή τα φέρνει έτσι; Το πεπρωμένο, η λάθος εκτίμηση της πορείας μας. Έκρυβε τόσο πλούτο η ψυχή της! Ακόμα στ' αυτιά μου αντηχεί το ιταλικό τραγούδι που συνήθιζε να λέει με την μελωδική φωνή της. "Amore mio"... Εσύ όμως ξέρεις πολύ καλά ότι ποτέ δεν μου άρεσε η πίεση. Έτσι, όταν στάθηκα στα πόδια μου, το πρώτο πράγμα που σκέφτηκα ήταν το πώς θα φύγω μακριά. Ήρθα την πρώτη φορά στην Ελλάδα αλλά κι εδώ δεν μπορούσα να σταθώ. Αισθάνθηκα τόσο άσχημα
όταν σας είδα όλους μαζεμένους και τακτοποιημένους... Τι να σας έλεγα, πως μια γυναίκα - και τι γυναίκα - με συντηρούσε; Ανάκατα συναισθήματα ντροπής και ταπείνωσης με έκαναν να φύγω ξανά από την πατρίδα. Αυτή τη φορά σαν κυνηγημένος. Δουλεύοντας σ' ένα βαπόρι γύρισα πίσω στην Σουηδία, όχι όμως στο παλιό μου στέκι, δεν θα το άντεχα ξανά. Καμιά φορά οι τύψεις με πολιορκούν για τη Μπέλα... Την άφησα τόσο ξαφνικά.... Εκείνη πίστεψε πως θα έμενα κοντά της, ήθελε μάλιστα να με παντρευτεί. Καημένη, Μπέλα, χαμένα τα όνειρά σου σαν τα δικά μου...
Ο Τάκης τον άκουγε με προσοχή. Πολλές οι απορίες του, ήξερε όμως πως ο Αλέκος ένα τον ρωτούσε περισσότερα, ίσως να σταματούσε την αφήγησή του.
Συνέχισε: "Βρήκα δουλειά σ' ένα εργοστάσιο. Μύθος ότι έξω πληρώνουν καλά... Ανειδίκευτος εργάτης ήμουν. Μόλις και τα κατάφερνα να σταθώ στα πόδια μου, που λένε. Ας είναι... Μετά από καιρό, γνωρίστηκα με μια Σουηδέζα που δούλευε κι αυτή στο εργοστάσιο. Της έκανε εντύπωση που δεν μιλούσα σε κανέναν. Με καλούσε συχνά στο δωμάτιό της, βγαίναμε στην πόλη γνωρίζοντάς μου τα αξιοθέατα. Ήταν όμορφα μαζί της, προπάντων δεν με πίεζε. 'Aρχισα να την συμπαθώ. Αναζητούσα την συντροφιά της όλο και περισσότερο, άλλωστε δεν είχα άλλον κανένα... Έτσι, όταν μου ζήτησε να πάμε στο Δημαρχείο να παντρευτούμε, δεν δίστασα ούτε στιγμή κι είπα το ναι. Όχι πως την ερωτεύτηκα, αλλά να, ένιωθα κοντά της σιγουριά. Ήρθε και το πρώτο μας παιδί, ένα χαριτωμένο αγοράκι. Το λάτρεψα! Αλλά δύσκολη ζωή, φίλε μου... Η Μπριγκίτε, η γυναίκα μου, σκέφτηκε να πάμε σε άλλη χώρα μήπως και ορθοποδήσουμε. Έτσι πήγαμε στην Κολομβία. Κάποιους συγγενείς είχε εκεί. Στρωμένοι δρόμοι με χρυσάφι δεν υπήρχαν. Έπρεπε να δουλεύεις σκληρά για το μεροκάματο. Τι να πεις; Γνωρίστηκα με κάτι Έλληνες που είχαν μπαρ και με πήραν στο μαγαζί τους. Η Μπριγκίτε δούλευε στο ξενοδοχείο των συγγενών της. Νοικιάσαμε κι ένα σπιτάκι για να στεγάσουμε την... αγάπη μας. Αυτά. Δυο χρόνια μετά ήρθε και η κορούλα μας. Χάρμα οφθαλμών! Πανευτυχής εγώ. Η ζωής μας κυλούσε ήσυχα, τα παιδιά μας μεγάλωναν. Η γυναίκα μου διαμαρτυρόταν ότι δούλευα πολύ, δεν μ' έβλεπαν σχεδόν καθόλου στο σπίτι. Όταν εγώ πήγαινα οι άλλοι έφευγαν. Τι μπορούσα να κάνω; Δύσκολη η ζωή της νύχτας, επικίνδυνη. Δεν είχα άλλη επιλογή όσο κι αν προσπάθησα για κάτι καλύτερο. Ώσπου ήρθαν τα χειρότερα. Ένα βράδυ, σε κάποια παρέα που είχαν προσωπικούς λογαριασμούς, αρπάχτηκαν στα χέρια κάνοντας το μαγαζί άνω κάτω. Τι μου ήρθε κι εμένα, μπήκα ανάμεσά τους να τους χωρίσω. Τι λάθος! Ρωμαίικο φιλότιμο βλέπεις. Ένας από αυτούς τράβηξε πιστόλι, μια σφαίρα με βρήκε στη μέση. Η μοίρα μου διαγράφηκε. Μετά από πολύμηνη θεραπεία, εγκαταστάθηκα στο αναπηρικό καροτσάκι. Έχασα και την δουλειά μου και την γυναίκα μου... Ναι, ναι, μην απορείς, φίλε μου. Μ' εγκατέλειψε σ' αυτή την δύσκολη φάση της ζωής μου, το δε χειρότερο, μου πήρε τα παιδιά που τόσο λάτρευα. Σ' αυτή μου την εγκατάλειψη θυμήθηκα την Μπέλα. Οι τύψεις με βασάνιζαν. Πόσο θα πόνεσε κι εκείνη... Τι να πεις... Ο καιρός περνούσε. Με ξέχασαν όλοι... Τι άλλο μπορούσα να κάνω; Έγραψα στην θεία μου που έμενε μόνη της στην Αθήνα και με υπεραγαπούσε, αν μπορούσε να με πάρει κοντά της. Δεν μου το αρνήθηκε, να είναι καλά. Κανένας δεν με ήθελε. Πήγα για λίγο στο χωριό αλλά τα αδέλφια μου κι οι νύφες μου μ' έβλεπαν με μισό μάτι. Βλέπεις δεν είχα κανένα περιουσιακό στοιχείο για να με κρατήσουν... Ένιωσα ξανά ξένος στην πατρίδα μου, περισσότερο κι από την ξενιτιά."
Κατέβασε το κεφάλι και δάκρια αυλάκωσαν το καταπονημένο πρόσωπό του.
Τον πονούσε πολύ, ήθελε να τον σφίξει στην αγκαλιά του, να του εκφράσει τα φιλικά του αισθήματα. Ήξερε πολύ καλά τον φίλο του, δεν ήθελε παρηγοριές και συμπόνια. Έμεινε ακίνητος, κρεμάμενος από τα χείλη του, κοιτάζοντάς τον ίσα στα μάτια. Το μόνο που μπόρεσε να πει:
- Ό,τι θέλεις, βρε παλιόφιλε και περνάει από το χέρι μου να ξέρεις
θα το κάνω.
- Να έρχεσαι να με βλέπεις καμιά φορά. Αυτό θέλω. Και που
είσαι... δεν θέλω να μάθει κανείς την κατάντια μου. Έτσι;
Αχ, βρε Αλέκο, πάντα ο ίδιος!
- 'Aντε, τώρα, πέρασε η ώρα, τα παιδιά σου σε περιμένουν, μην τους
στερείς την παρουσία σου. Πήγαινε, θα τα ξαναπούμε. Να μου χαιρετίσεις την γυναίκα σου.
Καταλάβαινε τον πόνο του για την χαμένη οικογενειακή του ευτυχία... Πρέπει να χάσουμε ό,τι θεωρούμε κεκτημένο για να εννοήσουμε την αξία του. Αλλά τότε είναι αργά, πολύ αργά.
Το άνοιγμα της πόρτας, τον έβγαλε από τις αναδρομές του παρελθόντος. Του έφεραν το μεσημεριανό του φαγητό. Ας είναι καλά ο φίλος του ο Τάκης που φρόντισε να μπει στο Ίδρυμα. Βλέπεις, η καλοκάγαθη θεία του έφυγε νωρίς απ' τη ζωή. Έμεινε πάλι στο έλεος του Θεού και στην αγάπη του πιστού του φίλου. Η έμπρακτη πραγματική φιλία αξίζει περισσότερο από όλα τα αγαθά της γης! ’λλωστε δεν είχε κανέναν πια... Του ήταν ευγνώμων... Κάθε φορά που τον επισκεπτόταν, δεν ξεχνούσε να τον ευχαριστεί. Ποιος, ο Αλέκος. Μάλιστα! Αυτός. Που δεν άφηνε κανέναν να τον πλησιάσει. Οι δυσκολίες της ζωής, η αγάπη των συνανθρώπων μας, μαλακώνουν και τις πιο σκληρές καρδιές.
Η βροχή δεν έλεγε να σταματήσει. Κοιτούσε τον δρόμο με τα ρυάκια που παράσερναν ό,τι έβρισκαν στο πέρασμά τους.
- Σαν τα χαμένα όνειρά μας χάνονται κι αυτά! Είπε μονολογώντας ο κυρ Αλέκος....
Ρέα Ζόγκαρη - Καπορδέλη
|