τα ΜΙΚΡΑ ενθυμήματα..
    
Αφιέρωμα στον Ανδρέα Παπαδάκη
Click to download the main image download main image Click to download the main image
Νίκος Μπατσικανής
Βιογραφικό   ΕΛΛΑΔΑ, ΧΩΡΑ ΤΟΥ ΦΩΤΟΣ   ΤΗΣ ΞΕΝΙΤΙΑΣ   ΑΤΙΤΛΟ   μη λησμονάμε τη χώρα μας !   ΟΙ ΑΛΛΑΓΕΣ ΤΗΣ ΓΛΩΣΣΑΣ ΜΑΣ   ΕΤΟΣ ΝΙΚΟΥ ΕΓΓΟΝΟΠΟΥΛΟΥ (1907-1985)  

Βιογραφικό : Γεννήθηκε και μεγάλωσε στην Πελασγία Φθιώτιδας. Έκανε καριέρα στην Πολεμική Αεροπορία, απ' όπου αποστρατεύτηκε ανώτερος αξιωματικός.
Έχει εκδώσει τις ποιητικές συλλογές : "Σημάδια", 2001, "Εξ ουρανού", α΄εκδ. 2002 - β΄εκδ. 2003 (ΒΙΒΛΙΟΕΚΔΟΤΙΚΗ ΑΘ.), "Νόστιμον Ήμαρ", 2004 (ΦΙΛΙΠΠΟΤΗΣ), Αγρυπνία, 2006 ΓΑΒΡΙΗΛΙΔΗΣ) και τη σειρά διηγημάτων "Στον Παράδεισο", 2005 (ΦΙΛΙΠΠΟΤΗΣ).

Είναι μελετητής της Νεοελληνικής γλώσσας, με επικρότηση της Ακαδημίας Αθηνών. Επίσης, είναι επίτιμος Πρόεδρος του Λογοτεχνικού Ομίλου "Ξάστερον" και υπεύθυνος Δημοσίων Σχέσεων του περιοδικού "Κελαινώ". Υπήρξε αφηγητής σε αφιέρωμα για τα 80χρονα του τραγουδιστή της Ρωμιοσύνης Γρηγόρη Μπιθικώτση κι αντίστοιχο για τη μεγάλη Ντίβα της Όπερας Μαρία Κάλλας, με κείμενό του. Επίσης, ήταν ο κύριος ομιλητής, σε όλη τη χώρα, της Ολυμπιάδας Γραμμάτων "Εν Αθήναις 2004". Συμπεριλήφθηκε στα "Πρόσωπα της Χρονιάς" 2004, για την προσφορά του στον Πολιτισμό και τον 'Aνθρωπο, μεταξύ των: Γιώργου Παπανδρέου, Ντόρας Μπακογιάννη και Μίνου Κυριακού.

Έχει τιμηθεί με Α΄ Βραβείο Πανελλήνιου και Α΄ Βραβείο Παγκόσμιου Διαγωνισμού Ποίησης. Επίσης, με Βραβείο της Ουνέσκο και Διηγήματος της Εταιρείας Ελλήνων Λογοτεχνών. Αρθρογραφεί σε πολλά περιοδικά κι εφημερίδες με Δοκίμια, 'Aρθρα και Μελέτες.

Για το έργο του ο μεγάλος μας Βασίλης Βασιλικός έγραψε: "Και μόνο για το ποίημα "Αλλαγές" άξιζε να εκδώσετε την "Αγρυπνία" σας."

Για την ερμηνεία του, δε, σε απόδοση έργων των: Ελύτη, Ρίτσου, έχει ειπωθεί πως η φωνή του θυμίζει Βυζαντινό ψάλτη και βγαίνει μέσα απ' το "Υπερμάχω".



Από το περιοδικό "Οδός Πανός"




ΕΛΛΑΔΑ, ΧΩΡΑ ΤΟΥ ΦΩΤΟΣ.
Α΄ Βραβείο Παγκόσμιου Διαγωνισμού Ποίησης 2006 Συλλόγου Τέχνης κι Ελληνικού Πολιτισμού Μονάχου (υπό την αιγίδα Υπουργείου Πολιτισμού)

Στης χώρας μου τα περβόλια, ευωδιάζουν Λαμπρή
τα μεσοφόρια της άνοιξης, καθώς ανηφορίζει ο Απρίλης.
Με το γαρούφαλλο του ήλιου ανθισμένο,
πουρνό-πουρνό κινάει δραγάτης-ποιητής,
να προλάβει, πριν αυγατίσουν κι άλλο οι αξίες.
Το Δελφικό φως ακρίβυνε στις μέρες μας,
χαθήκαν τα Ιδανικά. Οι Θερμοπύλες στέρεψαν,
δεν πηγάζουν, πια, "Μολών λαβέ" και "Όχι".
Μα κάποιοι εδώ, βαπτισμένοι στο λόγο του Μακρυγιάννη,
έχουμε, ακόμα, λόγους να παλεύουμε αντρίκια,
για την πιόμορφη Γλώσσα, το Μέτρο, το Ρυθμό
Την Παναγιά 'χουμε μπροστάρη κι οδηγό,
'τί είναι βαρύ το τίμημα Έλληνας να λογιέσαι !
Ασήκωτες υδρίες οι Τέχνες των προγόνων μου,
αστείρευτες πηγές η Γνώση κι η Σοφία,
κρυμμένοι, στο βυθό του νου μας, αμφορείς.
Στην αγκαλιά της θάλασσας, σε κύματ' αφρισμένα,
κοιμάται η πατρίδα μου, χιλιάδες χρόνια τώρα.
Πού να χωρέσ' η ομορφιά στα πέλαγα της σκέψης ;
Η μάνα-γη στα λούλουδα, το έαρ μες τα κρίνα,
ξωκλήσια ταπεινά, κάστρα ψηλά, Βυζαντινά
Μούσα πολύτροπη-ζωή, μέθυσα ευτυχία !
Μες την ατέρμονη του χρόνου τροχαλία,
για όλου του κόσμου το Πνεύμα και το "Αύριο",
έχω καθήκον ιερό να σύρω πρώτος το χορό,
σαν το Χριστό ν' αναστηθώ, Ζορμπάς να ξαναγίνω !



ΤΗΣ ΞΕΝΙΤΙΑΣ

Τι να σου γράψω ταίρι μου εκεί μακριά στα ξένα;
Είμαι δεντρί κατάμαυρο με κλώνια μαραμένα.
Δε βγάζω άνθη και καρπούς να κόψω να σου στείλω,
ορφάνεψα που έφυγες, ξεράθηκα σαν φύλλο.
Σταμάτησα να κελαηδώ σαν χάθηκες πουλί μου,
απότιστα τα λούλουδα στο νου και στην αυλή μου.
Η ξενιτιά είναι μακρύ, αργόσυρτο τραγούδι,
λες, μοιρολόι Μανιάτικο, δίκοπο πελεκούδι.
Μόνο σαν πέφτει η νυχτιά κι απλώνει το σκοτάδι,
ακολουθώ τα χνάρια σου στης μοναξιάς τον 'Aδη
και σε ρωτώ πού βρίσκεσαι, μ' απόκριση δεν παίρνω,
τα όνειρά μου να σε βρω στον αργαλειό υφαίνω,
σαν τις αράχνες στις γωνιές, που μόνες τους τα βράδια
πλέκουν, μαζί με μένανε, λαχτάρες με υφάδια.
Μήπως φανείς προσεύχομαι ως τα βαθιά χαράματα,
στο εικονοστάσι άπειρα κάνω για σένα τάματα.
Κωπηλατώ ως την αυγή λουσμένος στον ιδρώτα,
μα πουθενά δε συναντώ της ξενιτιάς την πόρτα,
ν' ανοίξει λίγο να σε δω, πριν πάλι επιστρέψω,
της ερημιάς μου τις πληγές, με σένα, να γιατρέψω.
Να κάτσω στο κατώφλι της και να σε περιμένω,
'μπρός στο κλειστό θυρόφυλλο, το διπλοσφαλισμένο.
Η ξένη γη σ' αγάπησε και σκλάβα σε κρατάει,
μα μένα η καρδούλα μου για σένα λαχταράει.
Όταν βραδιάζει μακριά, μέσα μου σκοτεινιάζει,
με πιάνει το παράπονο, με τρώει το μαράζι,
άμα νυχτώνει γρήγορα, αργεί να ξημερώσει,
κι όποιον περνάει τον ρωτώ, μήπως σε ανταμώσει.
Κανείς δεν ξέρει να μου πει, διαβάτης δε ζυγώνει
και μόνος ψάχνω στ' άγνωστο, φευγάτο χελιδόνι.
Μέσα στο πλήθος που κοιτώ, σε βλέπω και σου γνέφω,
με ανοιχτά τα χέρια μου στην αγκαλιά σου πέφτω,
χύνοντας δάκρυα χαράς όρκο μεγάλο δίνω,
άλλη φορά αγάπη μου, στα ξένα, δε σ' αφήνω.



ΑΤΙΤΛΟ

Πάλι εδώ... κι απόψε...
εσύ κι εγώ, οι δυο μας.
Μ' ένα ποτήρι ανάμεσά μας...
ένα... μας είναι αρκετό,
δεύτερο περισσεύει.
Πάλι εδώ... κι απόψε...
αντικριστά...
εσύ κι εγώ,
οι δυο μας.
Σαν χθες... σαν κάθε βράδυ.
Έτσι...
έτσι όπως ήπιαμε καφέ το δειλινό.
Βουβή, δεν σ' άκουσα να κρένεις,
μη λόγο... δεν ξεστόμισες...
και πάλι, μοναξιά μου.


ΗΡΩΑΣ ΤΟΥ '40
Το ποίημα είναι για τον αδελφό του πατέρα μου, Νίκο Μπατσικανή,
που έπεσε στον Πόλεμο 1940-41, στην Ελληνοαλβανική μεθόριο, 26ετών.

Κόκκινα πέταλα στη γη, τριαντάφυλλα κομμένα,
πάνω στο χιόνι σκόρπισαν τα νιάτα σου ανθισμένα.
Ασάλευτος στη μοναξιά, γαληνεμένο βλέμμα,
πικρό χυμό έχει η πληγή, μα πορφυρό το στέμμα.
Οδύνη, ή χαμόγελο μοσχοβολούν τα χείλη ;
Κρίνα τα μάτια που 'κλεισαν του φθινοπώρου δείλι.
Έδυσε τ' άστρο της αυγής, που ρόδινο το χρώμα
έβαφε η όψη σου, καθώς, ήλιος που πάει στο γιόμα.
Στα χαρακώματα του νου, σπάω της μνήμης ρόδι,
ρουμπίνια οι κηλίδες σου, κουφέτα για το ξόδι.
Φυλλομετρώ τα χρόνια σου, κι ο άνεμος, με χάδια,
στέλνει γλυκά μηνύματα και Λευτεριάς σημάδια.


Έλληνες,
μην παρακαλώ σας,
μη λησμονάμε τη χώρα μας !

Με τα φτερά του Πήγασου, πετάξαμε ως τις βουνοκορφές του Λυκαίου στην Αρκαδία, μαγεμένοι απ' τον αυλό του Πάνα. Εκεί, απόγονοι Πρωτοέλληνες και φύτρες θεών οι σημερινοί κάτοικοι. Δοξαστικό, του Γένους τών Πελασγών, η Λυκόσουρα. Πρώτη που χάιδεψαν οι ακτίνες του Ήλιου πάνω στη γη, καθώς και η ποίηση των Νικηφόρου Βρεττάκου και Νίκου Γκάτσου. Ο ίδιος Ήλιος, ο Ηλιάτορας, ο της Δικαιοσύνης, ζωοδότης αυτής της λεκάνης που γέννησε το Χριστό, τον Όμηρο, τον Ελύτη, το Ρίτσο, τον Καζαντζάκη, το Θεοτοκόπουλο... Ίδιο το χώμα -ίδιοι και οι βλαστοί. Όπου κι αν ταξιδέψαμε, η Ελλάδα μας ματώνει. Από την ομορφιά και τις ανοιχτές της Κύπρου μας πληγές. Ευαγόρα Παλικάρι μου (Παλληκαρίδης), γρήγορα αυξήσατε (Γρηγόρης Αυξεντίου) τη γενναιότητά μας να νικήσουμε το Γολιάθ. Χρυσοπράσινα φύλλα κι ανθισμένοι κρίνοι στην άμμο (Νάξος). Σε ποια άλλη χώρα, οι κέδροι φυτρώνουν δίπλα στο κύμα ; Είναι που αναδύθηκε εδώ ο Έρωτας... Αφροδίτες. Στη Μήλο, την Κύπρο κι αλλού. Μετά ήρθαν οι Βυζαντινοί και «μ' αγάπης αίματα μας πορφύρωσαν» (Ελύτης). Μα, κείνα τα λευκά ξωκλήσια, είναι που πιότερο μας κάνουν και λυτρώνονται οι ψυχές μας το σούρουπο.

Σαν φτάσαμε ψηλά, στο τελευταίο σκαλί τ' Αναπλιού (Ναύπλιο), ο ήλιος έγερνε στη Δύση. Είδαμε, τότε, Θέ μου, μια μορφή να μας δείχνει το δρόμο. Καβάλα στ' άτι του. Αγέρωχος, αν, και γέρος, του Μοριά. Μεγάλος στις συνειδήσεις μας, αν, κι αχαμνός το δέμας (Θεόδωρος Κολοκοτρώνης). Ακρογωνιαίοι λίθοι, που στηρίζουν αυτό το κάστρο, οι Τερτσέτης και Πολυζωίδης. Αν θαρρείτε, ωρέ, ότι θα κιοτεύαμε, είστε γελασμένοι. Βαπτισμένοι στο λόγο του Μακρυγιάννη, δεν είχαμε άλλη επιλογή, παρά, νάμαστε μονιασμένοι και να παλέψουμε τον αγώνα τον καλό στο στίβο της Οικουμένης. Θέλει αρετή και τόλμη η Ελευθερία, αδέλφια ! Αρχαίο Πνεύμα Αθάνατο είν' αυτό. Ζορμπάς είναι ο Έλληνας... ξέρει και να κλαίει και να γελά. Λεύτεροι, αν και πολιορκημένοι απ' τις υποχρεώσεις, κάναμε Είσοδο στο Μεσολόγγι. Δεν ήταν οι φωνές των σκοτωμένων, μήτε το μπαρούτι, που ευωδίαζαν, ακόμη, τον αγέρα, μα, η ανατριχίλα ήρθε απρόσκλητη, να νοστιμίσει, σαν αλάτι, τις θύμησες με την ιερή διαπίστωση : «Κάθε λεύτερος άνθρωπος είναι πολίτης αυτού του τόπου». Και, να, ήμασταν κι εμείς εκεί ! Δημότες, με Τρικούπη, Παλαμά, Βύρωνα και Μάρκο Μπότσαρη. Στο θέατρο του βουνού, των Αγίων Θεοδώρων, ξαστέρωσε μεμιάς ο ουρανός κι έβρεξε ποίηση του «Κελαινώ» απ' το «Ξάστερον». Όσο για τη νύφη του Θερμαϊκού, δεν πήγαμε να διδάξουμε εμείς Πολιτισμό. Εκεί, στους δρόμους είν' αυτός έξω, και τον βρίσκεις παντού : Βυζαντινές εκκλησιές, Βαρδάρης, Λαδάδικα, Κάστρα του Γεντή Κουλέ, παλιοί ρεμπέτες, Λευτέρης Βενιζέλος, μυδοπίλαφο, Καμάρα, Λευκός Πύργος, τρίγωνα και μπουγάτσες (...απ' όπου και τα παραπανίσια κιλά), Λουτρά, Ροτόντα, Καραβάν-Σαράι. Ποιον έχουνε, θαρρείτε, καβαλάρη κι οδηγό σ' όλα τούτα ; (Αι-Δημήτρη, σχώραμε. Πάει... τόπα, τώρα).

Μετά σύραμε κυκλικούς χορούς ως την Ιερή 'Aλτη, όπου και προσκυνήσαμε. Είχαμε κάνει το χρέος μας ατόφιο. Με πολύ κόστος και δίχως χρήματα ! Μα με αγώνα ! Γι' αυτό, άλλωστε, δεν καθιερώθηκαν και οι Ολυμπιακοί ; Επειδή, ένας αγώνας είναι όλη η ζωή μας ; Τι να τα κάνουμε τα κοσμήματα, εμείς οι λογοτέχνες, όταν έχουμε τέτοιους θησαυρούς ; Δεν τα χρειαζόμαστε, ούτε και τ' ακριβά δείπνα σε πολυτελή εστιατόρια. Τι λέει η παροιμία ; «Ο λόγος σου με χόρτασε και το ψωμί σου φάτω». Αυτή η περιουσία μας : ο Λόγος και οι Γραφές μας ! «Εν αρχή είν' ο λόγος», που λένε. Όχι τα λόγια. Πάει, μ' αυτά, τέλεψα. Ο λόγος που το κάναμε. 'Aλλη ερώτηση, παρακαλώ. Περιττή. Ακούς, εκεί ! Το μεράκι, παιδί μου. Έχεις ακουστά ; Η μεγαλύτερη τρέλα. Αυτό κι ο Έρωτας. Στις μόνες μάχες που μ' αρέσει να πηγαίνω άοπλος. Κι ας λαβωθώ !

Έλληνες, μην παρακαλώ σας, μη λησμονάμε τη χώρα μας !



ΟΙ ΑΛΛΑΓΕΣ ΤΗΣ ΓΛΩΣΣΑΣ ΜΑΣ


Sent: Tuesday, March 27, 2007
ΚΥΡΙΕ ΔΟΥΡΙΔΑ, ............. ΣΤΕΛΝΩ ΣΥΝΝΗΜΕΝΑ ΤΑ ΛΑΘΗ ΤΑ ΟΠΟΙΑ ΕΓΙΝΑΝ ΣΤΗ ΓΡΑΜΜΑΤΙΚΗ ΜΑΣ, ΚΑΤΑ ΤΗΝ ΠΡΟΣΑΡΜΟΓΗ ΣΤΗ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΗ. ΤΗ ΜΕΛΕΤΗ ΜΟΥ ΑΥΤΗ ΕΧΩ ΥΠΟΒΑΛΕΙ ΣΤΗΝ ΑΚΑΔΗΜΙΑ ΑΘΗΝΩΝ, Η ΟΠΟΙΑ ΜΟΥ ΑΠΑΝΤΗΣΕ ΠΩΣ ΣΥΜΦΩΝΕΙ ΜΑΖΙ ΜΟΥ ΣΤΑ ΠΕΡΙΣΣΟΤΕΡΑ ΣΗΜΕΙΑ, ΤΑ ΟΠΟΙΑ ΚΑΙ ΤΟ ΜΕΓΙΣΤΟ ΠΝΕΥΜΑΤΙΚΟ ΙΔΡΥΜΑ ΤΗΣ ΧΩΡΑΣ ΜΑΣ ΕΧΕΙ ΕΝΤΟΠΙΣΕΙ.

ΕΥΧΑΡΙΣΤΩ ΓΙΑ ΤΟΝ ΠΟΛΥΤΙΜΟ ΧΡΟΝΟ ΣΑΣ.
ΜΕ ΕΚΤΙΜΗΣΗ, ΝΙΚΟΣ ΜΠΑΤΣΙΚΑΝΗΣ.

Ως λογοτέχνης, εργάτης της Γλώσσας, έχω υιοθετήσει τη Νεοελληνική, όπως αυτή προσαρμόστηκε το 1976 και αργότερα. Όμως, σε μερικές περιπτώσεις διαπιστώνω αδυναμία εφαρμογής της.

Τα προβληματικά σημεία που έχω εντοπίσει στη Γραμματική, η οποία διδάσκεται στα Σχολεία μας είναι:

1.Στα πάθη φωνηέντων, όπου χάνεται το τελικό ν, όταν η ακόλουθη λέξη αρχίζει από εξακολουθητικό σύμφωνο ( γ, β, δ, χ, φ, θ, μ, ν, λ, ρ, σ, ζ ), για μένα, είναι λάθος να πούμε κάποιο δείρανε, και σωστό να πούμε κάποιον δείρανε, σαν απάντηση στην ερώτηση: "τι έγινε εκεί κάτω;" Τι πρέπει να κάνω όταν πρέπει ν' απαντήσω, σκέτα, εκείνον, όπου δεν υπάρχει άρθρο, ή η λέξη βρίσκεται στο τέλος μιας φράσης; Το ίδιο ερώτημα έχω και για τις άλλες αντωνυμίες, καθώς και για πολλά ουσιαστικά, όπως: βάτος και σπουργίτης, που απαντώνται στη γλώσσα μας και ως αρσενικά και ως ουδέτερα, όπου θα πω: το βάτο και το σπουρ-γίτη -ι- και τις δύο περιπτώσεις Αιτιατικής, χωρίς να μπερδεύεται το Γένος; Ο ίδιος κίνδυνος υπάρχει και για όλα τα επίθετα, στα οποία το ουσιαστικό και το ουδέτερο έχουν κοινό τύπο, όπως π.χ., στα: μάταιο - μάταιος, γραπτό - γραπτός (π.χ. τον μάταιο κόσμο, το μάταιο της ζωής). Τέλος, στα ποσοτικά: τόσο, πολύ, επιβάλλεται το τελικό ν όταν ακολουθεί κ, γιατί, διαφορετικά, λέμε γκ , π.χ. τόσο(ν) κόσμο, πολύ(ν) καιρό. Δείτε και το παράδειγμα: Πήγα να δω το μικρό. Εννοούμε το μικρό παιδί, το μικρό σκυλάκι, ή τον μικρό φίλο;

2. Θεωρώ λάθος να μη βάζουμε ποτέ κόμμα πριν το συμπλεχτικό σύνδεσμο: και.

3.Το ίδιο στις προτάσεις που υπάρχει το διαζευκτικό: ή, όταν αυτές είναι Ερωτηματικές, π.χ.: άσπρο, ή μαύρο θα πάρεις; (Θεωρώ ότι επιβάλλεται). Αλλά κι όταν δεν υπάρχει ερώτηση, αλλά θέλουμε να δώσουμε έμφαση, π.χ. Ή ταν, ή επί τας.

4.Πρέπει ν' απαντηθεί, αν μπορούν να χωρίζονται οι συλλαβές στις πρώην δισύλλαβες και τώρα μονοσύλλαβες λέξεις π.χ ποιος. Είναι σωστό κάτι τέτοιο; Το ίδιο και για τις σύνθετες λέξεις π.χ. συνοδοιπόρος.

5.Μεγάλο πρόβλημα υπάρχει και με την κατάργηση του τελικού ν από το αρνητικό: δεν. Δείτε το παράδειγμα : Η γυναίκα δε φοβήθηκε. Τι εννοούμε; Η γυναίκα δεν φοβήθηκε, ή: Η γυναίκα, δε, φοβήθηκε. (;)

6.Μπερδεμα και με το αριθμητικό: ένα. Παράδειγμα: Δε βρήκαμε ούτε ένα ζωντανό. Πρόκειται για ζώο, ή για άνθρωπο;

7.Πρόβλημα και με την κατάργηση της Δασείας. Λέω στου ξένους Ύδρα, και μου απαντάνε πως δε βρίσκουν αυτό το νησί στο λεξικό. Ενώ: Η-ύδρα, ναι.

Είχαμε ένα γράμμα, το: ν, που προσδιόριζε το γένος του αρσενικού και το ξεχώριζε, από το ουδέτερο το. Τώρα τα κάναμε, όλα ίδια. Το θέμα είναι πώς το λέμε ή πώς πρέπει να το γράφουμε; Σε λίγο, θα πρέπει να γράφουμε Πελα-ζ-γός, με: ζ, αντί Πελασγός, ή να καθιερώσουμε τη λέξη γιαυτό, ενώ οι λέξεις είναι δύο (για, αυτό / γι' αυτό) αφού έτσι τα λέμε; Για μένα, το ότι η Ελληνική γλώσσα έχει ιστορία 3.500 ετών είναι πολύ σπουδαίο, αλλά όχι αρκετό. Η Ιστορία γράφεται καθημερινά, σε κάθε τι. Με συνέπεια, όμως. Οι επεμβάσεις οι οποίες έγιναν στη Γραμματική μας, δημιούργησαν προβλήματα, μα κι ερωτηματικά, για το αν είναι σωστό ν' αφαιρούμε, από το Γραπτό Λόγο, στοιχεία που συνθέτουν, προσδιορίζουν και δικαιολογούν αυτόν.

Είναι, άραγε, λιγότερο έξυπνοι άλλοι λαοί οι οποίοι δεν το κάνουν; Κανείς άλλος, πουθενά στον Κόσμο δεν διαγράφει ό,τι δεν προφέρεται. Οι Γάλλοι, π.χ. λένε Ρενώ, αλλά γράφουν Renault. Με το ίδιο σκεπτικό, γιατί δεν προσθέτουμε κάθε τι που αυξητικά και χάρη ευφωνίας προφέρουμε; (π.χ. ά(ν)γγελος). Γιατί δεν εξομοιώνουμε τα δύο ότι-ό,τι, και να βγάζουμε συμπέρασμα, για το τι εννοούμε, από τα συμφραζόμενα; Η Γραμματική δεν αφορά όσους τη γνωρίζουν, μα όσους μαθαίνουν τη Γλώσσα, όπως τα παιδιά και οι ξένοι. Πώς θα καταλάβουν αυτοί το Γένος στις λέξεις: το βάτο ή το σωστό; Είναι το αρσενικό η το ουδέτερο;

Τα σημεία στίξης αποτελούσαν τη μουσική της Γλώσσας. Αυτά, μαζί με τις παύσεις (τα κόμματα) ήταν η προσωδία της. Το τελικό ν, δε, εκτός που προσδιόριζε το Γένος, ήταν και η ηχητική αρμονία της. Τραγικότερο είναι το γεγονός πως κανείς δεν ενδιαφέρεται για την επίλυση αυτών των προβλημάτων, κι ας έχουν εντοπισθεί από τους αρμόδιους (;;;), οι δε Φιλόλογοι στους οποίους απευθύνομαι, άλλοι μου λένε: "Εγώ το διδάσκω έτσι", ενώ άλλοι: "Αλλιώς". Η Ακαδημία Αθηνών; Το Υπουργείο Παιδείας; Οι Πρυτάνεις; Οι Καθηγητές Πανεπιστημίου; Το Παιδαγωγικό Ινστιτούτο; Ο "Σύλλογος Φιλολόγων"; Εμείς οι απλοί άνθρωποί;



ΣΤΗΝ ΕΛΛΑΔΑ, Η ΦΕΤΙΝΗ ΧΡΟΝΙΑ, 2007, ΑΝΑΚΗΡΥΧΤΗΚΕ ΕΤΟΣ ΝΙΚΟΥ ΕΓΓΟΝΟΠΟΥΛΟΥ (1907-1985),

100 χρόνια από τη γέννησή του. Eπιλεγμένοι στίχοι του μεγάλου Έλληνα υπερρεαλιστή θα "ταξιδεύουν" μαζί μας για ένα μήνα και θα μας συντροφεύουν στις καθημερινές μας μετακινήσεις με τα Μέσα Μαζικής Μεταφοράς. (ΟΡΓΑΝΩΣΗ: ΕΘΝΙΚΟ ΚΕΝΤΡΟ ΒΙΒΛΙΟΥ- ΑΝΩΤΑΤΗ ΣΧΟΛΗ ΚΑΛΩΝ ΤΕΧΝΩΝ). Επίσης, δόθηκε Παράσταση - αφιέρωμα στον Νίκο Εγγονόπουλο στις 16 ΜΑΡΤΙΟΥ, στο ΜΕΓΑΡΟ ΜΟΥΣΙΚΗΣ ΑΘΗΝΩΝ.

Ο Νίκος Εγγονόπουλος γεννήθηκε στην Αθήνα στις 21 Οκτωβρίου του 1907 από πατέρα Κωνσταντινοπολίτη και μητέρα Αθηναία (Αρβανίτικης και Γερμανικής καταγωγής). Ο ποιητής και ζωγράφος Νίκος Εγγονόπουλος αποδείχτηκε ο σημαντικότερος πλάι στον Εμπειρίκο εκπρόσωπος του υπερρεαλισμού στην Ελλάδα. Τα παιδικά του χρόνια τα πέρασε στην Κωνσταντινούπολη, ενώ τις γυμνασιακές του σπουδές θα τις ολοκληρώσει στο Παρίσι, από όπου επιστρέφει για να υπηρετήσει τη θητεία του. Την περίοδο 1928 - 1930 εργάζεται ως υπάλληλος σε Τράπεζα, ενώ παράλληλα παρακολουθεί νυχτερινό γυμνάσιο για να αποκτήσει ελληνικό απολυτήριο. Μολονότι η οικογένειά του τον προορίζει για γιατρό, το 1932 ο Εγγονόπουλος εγγράφεται στην Ανωτάτη Σχολή Καλών Τεχνών της Αθήνας όπου φοιτά με καθηγητές, μεταξύ άλλων, τον Κ. Παρθένη και τον Γ. Κεφαλληνό και συμφοιτητές του τον Γ. Μόραλη και τον Δ. Διαμαντόπουλο. Μετά την αποφοίτησή του από τη Σχολή μαθητεύει πλάι στον Φ. Κόντογλου, από τον οποίον διδάσκεται τη Βυζαντινή αγιογραφία. Το 1930 αποσπάται στο Πολυτεχνείο από το Υπ.Δ.Ε.. Την ίδια περίοδο εγκαινιάζει τη σκηνογραφική του δραστηριότητα.

Το 1941 τον βρίσκει να πολεμά στην πρώτη γραμμή του αλβανικού μετώπου, κάτω από άθλιες συνθήκες. Συλλαμβάνεται από τους Γερμανούς και οδηγείται σε στρατόπεδο εργασίας. Καταφέρνει ωστόσο να δραπετεύσει και επιστρέφει έπειτα από τρομακτική ταλαιπωρία. Το 1956 εκλέγεται επιμελητής στην Αρχιτεκτονική Σχολή, στην έδρα Διακοσμητικής καταρχήν, στην έδρα Ιστορίας της Τέχνης, ένα χρόνο αργότερα (1957). Το 1964 θα παραιτηθεί από τη θέση του στο Πολυτεχνείο, έπειτα από την άρνηση προαγωγής που του επεφύλαξαν οι ανώτεροί του, για να επανεκλεγεί, στη βαθμίδα του τακτικού καθηγητή, το 1967. Το 1973 συνταξιοδοτείται και αναγορεύεται ομότιμος καθηγητής του Εθνικού Μετσόβειου Πολυτεχνείου. Ζώντας μοναχικά τα τελευταία χρόνια της ζωής του, αποτραβηγμένος στο σπίτι του, πεθαίνει το 1985 στην Αθήνα, στις 31 Οκτωβρίου από ανακοπή της καρδιάς. Κηδεύεται στο Α' Νεκροταφείο της Αθήνας με δημόσια δαπάνη.

Στην αρχή της ποιητικής του πορείας τα έργα του θεωρήθηκαν εξεζητημένα, ελιτίστικα παιχνίδια, η βαθιά λυρική τους διάσταση παραγνωρίστηκε εντελώς, ενώ οι τεχνικές και τα τεχνάσματα του ποιητή προβλήθηκαν μέσα από ένα επιθετικό πρίσμα, διογκωμένα και στρεβλά. Την περίοδο 1942 - 1943, με τις μνήμες του πολέμου νωπές, ο Εγγονόπουλος συγγράφει το ποίημά του Μπολιβάρ, με το οποίο κατακτά απολύτως δικαιωματικά μια εξέχουσα θέση στην νεότερη λογοτεχνική πραγματικότητα της Ελλάδος. Εμμένοντας στους υπερρεαλιστικούς τρόπους, ο ποιητής μεταχειρίζεται το όνομα και την προσωπικότητα του αγωνιστή της Λατινικής Αμερικής Σίμωνος Μπολιβάρ για να συγγράψει ένα πραγματικό ύμνο στην ανθρώπινη υπόσταση που ξέρει να αγωνίζεται, πέρα από κάθε περιορισμό, έναν ύμνο ελευθερίας, δείγμα ποιητικής τέχνης, αλλά και μια ειλικρινή κατάθεση μιας ψυχής που ξέρει να συγκινείται και να παραδίδεται με πάθος. Έχοντας εξασφαλίσει πλέον μια πιο θετική αντιμετώπιση, το 1957, με το βιβλίο του Εν ανθηρώ Έλληνι Λόγω θα αποσπάσει το Α΄ Κρατικό Βραβείο Ποίησης. Την αμέσως επόμενη χρονιά (1958) θα εκδοθεί το βιβλίο του "Στην Κοιλάδα με τους Ροδώνες", όπου περιλαμβάνονται, μεταξύ άλλων, μεταφράσεις ξένων ποιητών (Νταν, Λοτρεαμόν, Λόρκα, Μποντλέρ), καθώς και είκοσι πίνακες του Εγγονόπουλου, που θα λάβει για δεύτερη φορά το Κρατικό Βραβείο γι' αυτήν την έκδοση. Το 1980 θα κυκλοφορήσει το μελέτημά του "Ο Καραγκιόζης, ένα Ελληνικό Θέατρο σκιών", ενώ δύο χρόνια μετά το θάνατό του, το 1987, θα συγκεντρωθούν σε μια έκδοση με τον τίτλο Πεζά Κείμενα, ποικίλα σημειώματα, άρθρα κτλ. του ποιητή.

Ο Νίκος Εγγονόπουλος αποτέλεσε μια από τις πιο ιδιόρρυθμες, αλλά και τις πιο έντιμες περιπτώσεις στην νεότερη καλλιτεχνική πραγματικότητα. Σύμφωνα με δήλωσή του, αισθανόταν περισσότερο ζωγράφος παρά ποιητής και ως εκ τούτου λίγο τον ενδιέφερε να δει τυπωμένα τα ποιήματά του. Πράγματι, η προσφορά του στην ζωγραφική υπήρξε εξίσου σημαντική με την αντίστοιχη ποιητική. Παρουσιάζοντας την πρώτη του ατομική έκθεση το 1939, ο Εγγονόπουλος εγκαινίασε μια ριζοσπαστική πορεία στην ελληνική ζωγραφική. Αντλώντας τα υλικά του από ποικίλους χώρους (μυθολογία, δημοτική παράδοση, σύγχρονη ευρωπαϊκή ζωγραφική) τα έντυσε με μία απολύτως προσωπική υπερρεαλιστική τεχνική, που απέδωσε έργα σφραγισμένα με προσωπικό ύφος απολύτως μοναδικά. Τις ίδιες αισθητικές αντιλήψεις ακολούθησε και στο σκηνογραφικό και ενδυματολογικό έργο του. Η παρουσία του σε ομαδικές εκθέσεις τόσο στην Ελλάδα όσο και στο εξωτερικό υπήρξε αδιάλειπτη. Ο Εγγονόπουλος, με την εντιμότητα, το ήθος, την απεριόριστη θέρμη του και την σπάνια μόρφωσή του, κατάφερε να δώσει το Ελληνικό πρόσωπο του Υπερρεαλισμού, μαζί με τον Ανδρέα Εμπειρίκο.

Ποιητικές συλλογές: Μην ομιλείτε εις τον οδηγόν (1938), Τα κλειδοκύμβαλα της Σιωπής (1939), Επτά ποιήματα (1944), Η Επιστροφή των Πουλιών (1946), Έλευσις (1948), Εν Ανθηρώ Έλληνι Λόγω (1957), Στην κοιλάδα με τους ροδώνες (1978).

Ποιήματα: Μπολιβάρ (1944), Ο Ατλαντικός (1954), Η Εικών (1962), Σύντομος βιογραφία του ποιητού Κωνσταντίνου Καβάφη (1968), Των ιερών Εβραίων (1969), Ου δύναται τις δυσί κυρίοις δουλεύειν (1969), Η μπαλλάντα του Ισιδώρου - Σιδερή Στέικοβιτς (1971), Η σημαία (1972), Ένα όνειρο: η ζωή (1972), Η βυκάνη (1974), Η Γιαβουκλού (1981), Τα γαρούφαλλα (1983).

Μελέτες, κείμενα, επιστολές: Ο Καραγκιόζης, ένα Ελληνικό Θέατρο σκιών (1980), Πεζά Κείμενα (1987), ... και σ' αγαπώ παράφορα (1993), Γράμματα στην Λένα 1959-1967 (1993).

Συλλογές: Ποιήματα Α και Β (1977).

Βραβεία: Α΄ Κρατικό βραβείο Ποίησης, (Εν ανθηρώ Έλληνι λόγω) (1957). Το παράσημο Σταυρός του Ταξιάρχη του Φοίνικος (1971). Κρατικό βραβείο Ποίησης, (Στην κοιλάδα με τους Ροδώνες) (1978).

Ζωγραφική (Σπουδαιότερα έργα του): Για τη Ζωγραφική (1963), Ελληνικά Σπίτια (1972). "Ο Αλέξανδρος και οι Έλληνες πλην Λεκαιδεμονίων", "Κυνηγός την αυγή", "Νέστωρ", "Δαίδαλος", "Μερακλής", "Ύπνος και θάνατος", "Εμφύλιος πόλεμος" και από τα Αρβανίτικα θέματα, πλην των γνωστών φουστανελοφόρων του, ο "Μερκούριος Μπούας" και ο "Σκαντέρμπεης".

ΥΜΝΟΣ ΔΟΞΑΣΤΙΚΟΣ ΓΙΑ ΤΙΣ ΓΥΝΑΙΚΕΣ Π' ΑΓΑΠΟΥΜΕ (ΕΛΕΥΣΙΣ)

Ειν' οι γυναίκες π' αγαπούμε σαν τα ρόδια, έρχονται και μας βρίσκουνε τις νύχτες όταν βρέχει, με τους μαστούς τους καταργούν τη μοναξιά μας, μες στα μαλλιά μας εισχωρούν βαθειά και τα κοσμούνε σαν δάκρυα, σαν ακρογιάλια φωτεινά, σαν ρόδια.

ΝΕΑ ΠΕΡΙ ΤΟΥ ΘΑΝΑΤΟΥ ΤΟΥ ΙΣΠΑΝΟΥ ΠΟΙΗΤΗ ΦΕΝΤΕΡΙΚΟ ΓΚΑΡΘΙΑ ΛΟΡΚΑ

Η τέχνη κι η ποίηση δεν μας βοηθούν να ζήσουμε: η τέχνη και η ποίησις μας βοηθούνε να πεθάνουμε περιφρόνησις απόλυτη αρμόζει σ' όλους αυτούς τους θόρυβους τις έρευνες, τα σχόλια επί σχολίων, που κάθε τόσο ξεφουρνίζουν αργόσχολοι και ματαιόδοξοι γραφιάδες, γύρω από τις μυστηριώδικες κι αισχρές συνθήκες της εκτελέσεως του κακορίζικου του Λόρκα, υπό των φασιστών μα επί τέλους! πια ο καθείς γνωρίζει πως από καιρό τώρα -και προ παντός στα χρόνια τα δικά μας τα σακάτικα- είθισται να δολοφονούν τους ποιητάς

**** Περισσότερα για τον Νίκο Εγγονόπουλο

Νίκος Μπατσικανής
Λογοτέχνης, Εν Αποστρατεία Αν. Αξιωματικός