τα ΜΙΚΡΑ ενθυμήματα..
    
Αφιέρωμα στον Γιάννη Μπουτρογιάννη
Click to download the main image download main image Click to download the main image
Φεντερικο Γκαρθια Λορκα

Μεγάλος Ισπανός ποιητής και θεατρικός Συγγραφέας! Γεννήθηκε στις 5 Ιουνίου του 1898 στο Φουέντε Βακέρος και σπούδασε στο Πανεπιστήμιο της Γρανάδα στην Ισπανία. Ο Πατέρας του ήταν πλούσιος κτηματίας και ο Λόρκα, από την επαφή του με την ζωή των αγροτών της Ισπανίας είχε αποκτήσει μια διαφορετική αντίληψη των πραγμάτων και της ψυχής του Ισπανικού Λαού.
Από το 1910 έως το 1934 ζούσε κυρίως στην Μαδρίτη όπου και οργάνωνε θεατρικές παραστάσεις και εργαζόταν πάνω στην ποίησή του. Σε ηλικία 20 χρόνων δημοσίευσε το πρώτο έργο του με ταξιδιωτικές εντυπώσεις από την Ισπανία. O Λόρκα θεωρείται ο ανανεωτής του ποιητικού και θεατρικού λόγου κατά τον 20ο αιώνα. Γνωστά Θεατρικά έργα του Λόρκα έχουν μεταφραστεί στα Ελληνικά και παίχτηκαν στο θέατρο γνωρίζοντας μεγάλη επιτυχία! Επίσης στίχοι του μελοποιήθηκαν και τραγουδήθηκαν από γνωστούς ερμηνευτές, όπως ο Γ. Πουλόπουλος και άλλοι! Το έργο του Λόρκα είναι ποτισμένο με την αγάπη του για τον Ισπανικό Λαό, τις παραδόσεις του, τις χαρές και τις λύπες του! Πέθανε το 1936 δολοφονημένος στην Γρανάδα από την Φασιστική πολιτοφυλακή του καθεστώτος του Φράνκο! Tο πτώμα του δεν βρέθηκε ποτέ!

Ο 'Aλτμαν γράφει για την δολοφονία του Λόρκα:

«Δεν τον σκότωσαν στην τύχη, Ανέκαθεν, όπως έλεγε ο Φλομπέρ, εξυφαίνονταν μια συνομωσία ενάντια στην ποίηση, ενάντια στην λευτεριά!»

Στο βιβλίο του «Εκλογή Ποιημάτων» ο Λόρκα λέει για την Ποίηση!
«Μα τι να σου πω για την Ποίηση; Τι να σου πω γι' αυτά τα σύννεφα, γι' αυτό τον ουρανό; Να τα κοιτάζω, να τα κοιτάζω, να τα κοιτάζω και τίποτ' άλλο. Καταλαβαίνεις πως ένας ποιητής δεν μπορεί να πει τίποτα για την Ποίηση· ας τ' αφήσουμε αυτά στους κριτικούς και τους δασκάλους. Μα ούτε εσύ, ούτε εγώ, ούτε κανένας ποιητής, δεν ξέρουμε τι είναι Ποίηση. Είναι εκεί! κοίταξε. Έχω τη φωτιά μέσα στα χέρια μου, το ξέρω και δουλεύω τέλεια μαζί της, μα δεν μπορώ να μιλήσω γι' αυτή χωρίς να κάνω φιλολογία. Καταλαβαίνω όλες τις ποιητικές τέχνες. Θα μπορούσα να μιλήσω γι' αυτές, αν δεν άλλαζα γνώμη κάθε πέντε λεπτά. Δεν ξέρω. Ίσως μια μέρα ν' αγαπήσω πολύ την κακή ποίηση, όπως αγαπώ σήμερα την κακή μουσική, παράφορα. Θα κάψω ένα βράδυ τον Παρθενώνα για ν' αρχίσω να τον χτίζω το πρωί και να μην τον τελειώσω ποτέ. Στις διαλέξεις μου μίλησα κάποτε για την Ποίηση, αλλά το μόνο για το οποίο δεν μπορώ να μιλήσω είναι η ποίησή μου. Όχι γιατί δεν έχω συνείδηση του τι κάνω. Αντίθετα, αν είν' αλήθεια πως είμαι ποιητής από χάρη του Θεού -ή του δαίμονα- είναι εξίσου αλήθεια ότι είμαι ποιητής χάρη στην τεχνική και την προσπάθεια, και γιατί κατέχω απόλυτα του τι είναι ποίημα.»

ΤΟ ΣΚΟΡΠΙΟ ΑΙΜΑ
(Ελληνική απόδοση ΝΙΚΟΥ ΓΚΑΤΣΟΥ)

Σκαλί-σκαλί πάει ο Ιγνάθιο το θάνατό του φορτωμένος. Γύρευε να 'βρει την αυγή μα πουθενά η αυγή δεν ήταν. Γυρεύει τη σωστή θωριά του και τ' όνειρό του αλλάζει δρόμο. Γύρευε τ' όμορφο κορμί του και βρήκε το χυμένο του αίμα.

Στιγμή δεν έκλεισε τα μάτια που είδε τα κέρατα κοντά του, όμως οι τρομερές μανάδες ανασηκώσαν το κεφάλι. Κι από το βοσκοτόπια πέρα ήρθ' ένα μυστικό τραγούδι που αγελαδάρηδες ομίχλης τραγούδαγαν σε ουράνιους ταύρους.

Δεν είχε άρχοντα η Σεβίλλια μπροστά του για να παραβγεί ούτε σπαθί σαν το σπαθί του ούτε καρδιά να 'ν' τόσο αληθινή. Σαν ποταμός από λιοντάρια η ξακουσμένη του αντρειοσύνη, και σαν σε πέτρα σκαλισμένη η στοχασιά του η μετρημένη.

Τώρα για πάντα πια κοιμάται. Τώρα τα μούσκλια και τα χόρτα με δάχτυλα που δε λαθεύουν το άνθος ανοίγουν του μυαλού του. Και το τραγουδιστό του αίμα κυλάει σε βάλτους και λιβάδια, γλιστράει στο σύγκρυο των κεράτων, άψυχο στέκει στην ομίχλη, σε βουβαλιών σκοντάφτει πόδια, σα μια πλατιά, μια λυπημένη, μια σκοτεινή γλώσσα, ώσπου τέλμα να γίνει από αγωνία, πλάι στον Γουαδαλκιβίρ των άστρων.

ΤΟ ΞΗΜΕΡΩΜΑ
(Μετάφραση Βας. Λαλιώτης)

Το ξημέρωμα της Νέας Υόρκης έχει τέσσερις κολόνες από λάσπη κι έναν τυφώνα από μαύρα περιστέρια που αναταράζουνε τα σάπια τα νερά. Το ξημέρωμα της Νέας Υόρκης στενάζει στ' απέραντα κλιμακοστάσια ψάχνοντας μέσα απ' τις γωνίες νάρδους από σχεδιασμένη αγωνία. Το ξημέρωμα φτάνει και κανείς δεν το παίρνει στο στόμα του γιατί εκεί δεν έχει αύριο και δυνατότητα ελπίδας: Κι είναι φορές που τα νομίσματα σε σμήνη αγριεμένα τρομάζουν και σπαράζουνε παιδιά εγκαταλειμμένα. Οι πρώτοι που βγαίνουνε νιώθουνε με τα κόκαλά τους πως δε θα βρούν παράδεισο ούτε έρωτες ξεφυλλισμένους: ξέρουν πως πάνε σ' ένα βόρβορο από αριθμούς και νόμους, σε άτεχνα παιχνίδια,σ' άκαρπους ιδρώτες. Το φως είναι θαμμένο από αλυσίδες και θορύβους σε μιάν άσεμνη πρόκληση μιάς γνώμης δίχως ρίζες. Στις συνοικίες είναι άνθρωποι που τουρτουρίζουν άυπνοι σαν να γλιτώσαν μόλις από ένα ναυάγιο αίματος.