ο ΕλληνισμόςSince 1996 της Διασποράς
...αλλά ο Οδυσσέας ποθεί ακόμη και καπνό μονάχα της πατρίδας του να δει να πετιέται προς τ' απάνω κι ας πεθάνει... (Οδύσσεια, α, στ. 57 κ.π.)
Προηγούμενη σελίδα Κεντρική σελ. της Ενότητας Επόμενη σελίδα

Η ποιήτρια 'Aννα Δεληγιάννη-Τσιουλπά

Περιέχονται : Bιογραφικό ΔΙΗΓΗΜΑΤΑ: Η "Πατατούλα" στο συνέδριο! Η «Ζαχαρούλα»! Ιστορίες για τους μικρούς μας φίλους Ο Ανδρέας της Κερύνειας! Τρίτη Ηλικία! ΠΟΙΗΜΑΤΑ: «Όχι» - Ελληνικά Νησιά Αντισταθείτε! Ελπίζω σε κάτι, Φοβάμαι τους ξένους, Είμαι υπόδουλη! Η απομυθοποίηση των κομμάτων Έμμετρες Ιστορίες για τους μικρούς μας φίλους Θέλω να φωνάξω! Ο Αλτρουιστής Δεν θα ξεχάσω ποτέ Υπό καθεστώς πτώχευσης! Στον πρεσβευτή της παραδοσιακής μουσικής Φθαρμένη Πίστη! Ο Δρόμος της Φύσης Στο Σταθμό Ονείρου Φως Σερενάτα Μοίρα μου! Α.Κ Το δέντρο, η ζωή μου! Στον Έβρο κάποτε... Στόχος Η αρχή και το τέλος Με τα μάτια της ψυχής Ματωμένα όνειρα 'Aκρατοι υλιστές ! Πρόσκληση Στα όνειρά μου η Σμύρνη Η δική σου σφραγίδα Απόδραση Δακρυσμένο Διαμάντι Στοχασμοί 2 Όλα αλλάζουν! O " 'Aλλος" Συνθέσεις Συνθέσεις (2) Διψασμένες Ψυχές ΝΕΟΣ ΤΙ ΘΑ ΠΕΙ; Ελλάδα μου Η φυλακή Το Ταξίδι Νίκος Καζαντζάκης ,ο Ανοιχτός Νους Νίκος Καζαντζάκης Ο διαχρονικός, επίκαιρος και πολυπλάνητος Νίκος Καζαντζάκης, ο Ταξιδευτής της Κρήτης Εσωτερική Επιταγή (Στον Παύλο Μελά) Στο Θανάση Βέγγο Ο Έρωτας! ΧΡΟΝΗΣ ΑΗΔΟΝΙΔΗΣ Η ευτυχία του Ευτύχιου «Πικρή» ανάπτυξη! Το παρόν μιας άλλης ζωής! Κίρκη Έβρου Αναζήτηση Γυναίκες αγωνίστριες Ανθρώπων έργα Η ΠΟΙΗΣΗ ΕΙΝΑΙ ΔΟΚΙΜΑΣΙΑ Φοβάμαι Μνήμης λόγια Αμαλία Φλέμιγκ Σου μιλώ Αμαλία Φλέμιγκ (2) Αμαλία Φλέμιγκ: Προφίλ(2) Το Χρέος Οι πνευματικοί άνθρωποι Πολιτική Σκέψη Αλέξανδρος Γ' ο Μακεδών Μετανάστης Δράκοι και στοιχειά... Όταν Οι Δρόμοι Πίνοντας Σαμοθράκης παράπλους. Συνένοχη Σιωπή Η βεντάλια Καλάβρυτα Ακριβή μου φίλη Συλλογισμοί. ΑΚΚΙΖΟΜΕΝΟΙ* ΜΠΑΡΜΑΝ ΠΑΤΡΙΔΑ ΜΟΥ! O κόσμος ένα H Μνήμη Στο Μανόλη Αναγνωστάκη Σαν τις μέλισσες! Τι άνθρωποι Θεέ μου,τι άνθρωποι! Το Καταφύγιό μου η Τέχνη Τσαντόρ Γυναικεία Ύπαρξη Της Ξενιτιάς ΕΡΩΤΙΚΟ 1 Εις ώτα μη ακουόντων Ο Εραστής της Θάλασσας ΜΟΝΑΞΙΑ ΦΕΥΓΕΙ Η ΖΩΗ O κόσμος Στις μύτες ! ΟΨΟΜΕΘΑ Το σπίτι! Γήπεδα. Πλατείες ΕΡΩΤΙΚΟ 2 Το 'Aλμπουμ Σωπαίνω σημαίνει φεύγω... Συνταγές (αγάπης) Αγαπόπιτα! Χάι-Κου (Της πόλης) Στον Ανδρέα Παπανδρέου Τσιγγάνικοι ρυθμοί 'Aδραξε τη μέρα! Ποίηση είναι.. Έξη Χάι-Κου Χάι-Κου (Της Τέχνης) Έρωτας είναι.. Για το Μουσείο της Ακρόπολης Μεταμέλεια Η ζωή απρόβλεπτη Μάταιη η αναζήτηση; Η Ώρα Της Περίσκεψης Κοινή γαρ η τύχη.. Ακάματος δημιουργός. 'Aθρησκη ζωή 'Aλγος ονείρων! Νίκη της Σαμοθράκης! Το άθυρμα Αθώα θύματα Κοσμοσυρροή Παγκόσμια η κρίση Όταν γεννήθηκα... Αφειδώλευτη αγάπη! Ασνήφ, η ηρωίδα μου! Ο Κιρκαλιώτης Η εξάρθρωση του χρόνου Η γλώσσα της ψυχής Κρυμμένα δάκρυα Δύο μετά τα μεσάνυχτα Ουράνιο τόξο Μόνο για σένα Πρόσφυγας κι εγώ Στο θέατρο Τα παιδιά όλου του κόσμου. Έκφραση απελπισίας Εγώ κι εσύ Απόδημοι Αναζήτησε την ουσία των πραγμάτων Πνοή ζώσα. Στο παιδί μου Μάνα Προσκύνημα Η παλινόρθωση των πραγμάτων Αριθμοί οι άνθρωποι!

τα Ποιήματα:

«Όχι» - Ελληνικά Νησιά Αντισταθείτε!

«Όχι»
Ζουράρι μου, Ζουράρι μου , πιάσε άλλο μετερίζι
γιατί εδώ η καρέκλα σου άρχισε πια να τρίζει ,
όχι απ' την πολυκαιριά αλλά απ' τις ατάκες
που εδώ κι εκεί κουτρουβαλούν σαν παλιοσακαράκες!
Δεν δέχομαι να με πουλάς σαν μια φτηνή πραμάτεια
με ύποπτη πολιτική που τάζει αλλού "παλάτια".
Εγώ είμαι περήφανη για την καταγωγή μου
και για τους συντοπίτες μου και τ'όμορφο νησί μου.
Μπορεί να'ναι τα λόγια σου αδιάντροπα ,πικρά
και τα δικά μου αυθάδικα και επιθετικά
όμως με τις πρωτάκουστες ,αβίαστες δηλώσεις
το ρούχο που κουρέλιασες, πώς τώρα να μπαλώσεις!
Τα πήρανε τα λόγια σου οι στράτες του εχθρού
λόγια επιγραμματικά από χείλη υπουργού.

Λάδι βαρύ σε μια φωτιά που καίει και δεν σβήνει
βάζοντας μερικά νησιά σαν ξύλα στο καμίνι!
"Όχι" σου λέω μια φορά από τη Σαμοθράκη
δεν θα μας κάνεις πρόσφυγες για ένα σου μεράκι :
να μας περνάς για ερπετά που δεν αντιλογούμε
γιατί είσαι εσύ ο υπουργός και πρέπει να σιωπούμε!
«Όχι» θα πούμε τα νησιά ,οι νησιώτες με ένα στόμα
αυτός που θα επιβουλευτεί δεν βρέθηκε ακόμα !

Πέμπτη, 15 Δεκεμβρίου 2016





Ελπίζω σε κάτι, Φοβάμαι τους ξένους, Είμαι υπόδουλη!

Ακατάπαυτη φουρτούνα ,μανιακή και τρομερή
Ριψοκίνδυνη μου μοιάζει τούτη η πολιτική.
Φόροι αβάσταχτοι ,μεγάλοι, έκτακτοι και τακτικοί
Αχ το μαύρο μας το χάλι ποιο μυαλό θα το σκεφτεί
Και μια μέρα, άσπρη μέρα ,ένδοξη, ηρωική
Μια να δώσει και να στείλει τους ξερόλες φυλακή!
Δεν μπορεί ένας λαός ,ένδοξος κι εργατικός
Να ξεπέσει εντελώς! Κάποιοι κάνανε τα λάθη
Κι ο λαός, πότε θα μάθει με ποια πρόφαση καλή
Κατρακύλησε η χώρα ως το πρώτο το σκαλί!
Πόσα λάθη τραγικά, μας ταιριάζουν
Ώστε άλλοι λαοί να διατάζουν
Κι η Ελλάδα να βγει απ΄ την κρίση
Αφού πρώτα το χρέος ξοφλήσει!

26 Αυγούστου 2014





Η απομυθοποίηση των κομμάτων.

Τι πληρώνεις Έλληνά μου, την κακή πολιτική
την αχορταγιά του πλούτου, και του ξένου την οργή!
Προχωρούσε η Ελλάδα πέντε βήματα μπροστά
αλλά άφηνε πιο πίσω τα τεράστια κενά.
Βολευόταν να της λένε λόγια ενθαρρυντικά
και σαν το λαθρεπιβάτη ξεπερνούσε τα «στενά»!
Και έλεγε το ένστικτό σου, μη σου φαίνονται λαμπρά
όταν η Ελλάδα χτίζει σε θεμέλια σαθρά.
Ο δημόσιος τομέας ,η υγεία, η παιδεία
οι ασκήσεις επί χάρτου, η φτηνή τους ρητορεία
οι ανέλεγκτες κινήσεις, με πολλή ελευθερία
τα κυκλώματα, το χρήμα, κι ό,τι λέμε «κεκτημένο»,
το μπατάρησαν το πλοίο, και με το λαό πνιγμένο
ψάχνουν νάβρουν λύσεις τώρα, να σκορπίσουνε τη μπόρα!
.........................................................................................

Για να βγούμε απ' την κρίση γρήγορα να βρούμε λύση.
Τα λεφτά σαφώς υπάρχουν αλλά κάνανε φτερά
και πετάξαν σε άλλα μέρη που κανείς πια να μην ξέρει
πόσες γενεές θα θρέψουν,
πόσους άλλους θα κουρέψουν,
που καλούνται τα κλεμμένα να πληρώσουν
και τους πρόσθετους τους φόρους να αποδώσουν.
Για να βγούμε απ' την κρίση κάποιος τα δόντια να τους τρίξει
Που σερβίρουν με τα e-mail το πολιτικό κοκτέιλ.
Κουρδισμένοι μια για πάντα στην πολιτική
τρώνε χίλιοι και ένας μπαίνει φυλακή!
Κι όταν ως εχθρός η φτώχεια φτάνει πια προ των πυλών
Εποφθαλμιούν τις θέσεις με το τρικ των εκλογών.






Έμμετρες Ιστορίες για τους μικρούς μας φίλους

Ο δάσκαλος

Η γιαγιά μου, ήξερε πολλές ιστορίες
και παραμύθια και είχε επιλέξει μάλλον να τα ανακατεύει, κι απ' το ένα έπαιρνε και στο άλλο έδινε...

Κι επειδή τότε παιδιά,
δεν υπήρχαν τα παιχνίδια
προτιμούσαμε συχνά ,
της γιαγιάς τα παραμύθια.
Όχι άνοιξη και θέρος!
Μας τραβούσε άλλο μέρος,
του ολάνθιστου αγρού ,
του ήλιου του μεσημεριού!
Το φθινόπωρό μας, πάλι ,
που ανοίγαν τα σκολειά,
τα καινούρια μας βιβλία,
κάναν «πέρα» τη γιαγιά .
Μα σαν έπιανε ο χειμώνας
και μικραίνανε οι μέρες ,
κι οι βροχές κι οι αστραπές
εγινόταν πια, συχνές,
μαζευόμαστε παιδιά,
στης γιαγιά μας τη γωνιά!
Μια κλωστή, πάντα κρατούσε,
που απ' τα χέρια μας περνούσε
και την τράβαγε με τρόπο,
να φανεί ότι γλιστρούσε.
Κι αν την έπιανε κανείς
τη λεπτή κλωστή ,
η γιαγιά μας απαντούσε:
« Έτσι είναι η ζωή!
Όλο μπρος κυλάει και πάει
κι απ' τα χέρια μας γλιστράει,
και του χρόνου το κουβάρι,
μας τυλίγει μας γερνάει».
Ας αρχίσουμε κι εμείς
τη μικρή μας ιστορία ,
τώρα που έχουμε ευκαιρία .
Θα ακούτε μόνο, τώρα,
και στο τέλος θα μου πείτε,
τι σας άρεσε απ' όλα!
Ένας δάσκαλος παιδιά μου,
πήγε σε ένα χωριό.
Δυο παιδιά στην πρώτη τάξη ,
στη δευτέρα μόνο ένα ,
δυο τετάρτη,
έξι πέμπτη,
τρίτη κι έκτη, με κανένα.
-Τι θα κάνω ,μοναχός
εσκεφτόταν συνεχώς.
Ποιος μπορεί να βοηθήσει
και να με παρηγορήσει;
-Εγώ, του είπε μια φωνή,
που ήταν η υπομονή!
Η ζωή καλέ μου φίλε ,
όπου και να πας,
είναι αχόρταγα ωραία
φτάνει να την αγαπάς
και να δείχνεις κάθε μέρα
με τις πράξεις σου ,
πώς να δίνεις και σε άλλους,
την αγάπη σου.
Στάθηκε ο δάσκαλός μας,
καλοσκέφτηκε ,
πήγε μπρος και πήγε πίσω ,
μα, μπερδεύτηκε .
-Ας ξαναγυρίσω πάλι στη φωνή ,
και θυμήθηκε τι είπε η υπομονή.
Όπου πήγα ναι, ως τώρα,
μ' έδερνε βροχή και μπόρα!
Όλα μου φταίγανε και όλοι,
καθημερινή και σκόλη.
Πάντα ήμουν σκυθρωπός ,
μίζερος αλλιώτικος,
και τα «άκουσε» μια μέρα
κι η δασκάλα από πέρα,
που μου φώναξε με βιάση :
«ένας παπάς να σε διαβάσει!»
Τώρα που το σκέφτομαι ,
Θεέ μου, πόσο ντρέπομαι!
Μαα, πώς θα μάθουν τα παιδιά
σε μια αίθουσα, έντεκα!
-Τα παιδιά να ξέρεις φίλε ,
θέλουνε αγάπη ,
δοκίμασε το και θα δεις
σε άλλον κόσμο θα βρεθείς.
Ένας τον άλλο θα μαθαίνει,
θα δείχνει πως καταλαβαίνει ,
ένα θα λες ,δύο θα πούνε
στο τέλος θα σ' ευγνωμονούνε,
που ήρθες, δάσκαλος ,κοντά τους
κι έκλεισε η περιπέτειά τους
και μείναν έτσι στο χωριό,
μες στο δικό τους το σκολειό.
Η αγάπη είμαι , και να ξέρεις,
χωρίς εμένα στη ζωή,
πάντα θα υποφέρεις.
-Μαα, πώς θα μάθουν, μοναχά
με υπομονή και αγάπη!
Γραφή, ανάγνωση, ιστορία,
θρησκευτικά ,γεωγραφία!
-Όπως έμαθες κι εσύ στο μονοθέσιό σου ,
και δάσκαλος σαν έγινες,
ξέχασες το χωριό σου,
του είπε η μνήμη κι έφυγε
και πήγε παρά πέρα
και μια φωνή αχνή γλυκιά
έσβηνε στον αέρα.
-Είναι ωραία η ζωή
και έχει μεγάλη αξία!
Να ζεις την κάθε της στιγμή
και μνήμη να έχεις ζωηρή,
μέλλον παρόν και παρελθόν,
γράφουν την ιστορία!
Την πρώτη μέρα ο δάσκαλος
που πήγε στο σχολείο
με το Γιωργάκη κάθισε
στο ίδιο το θρανίο!
-Σας αγαπάμε κύριε,
όπως τον εαυτό μας,
έτσι όπως καθίσατε,
σας νιώθουμε δικό μας !
Πώς πήρατε απόφαση
κύριε, εδώ να ρθείτε ,
κι όλους μαζί τους έντεκα
πώς θα μας ανεχτείτε;
Κι όπως μιλούσαν τα παιδιά,
ο δάσκαλος τα είπε:
ρωτήστε ό,τι θέλετε,
δε θα βαρυγκωμήσω,
θα έχω την υπομονή
στο τέλος ν' απαντήσω.
Η μνήμη κι η υπομονή
κι η αγάπη μας η τόση ,
θα είναι τα εργαλεία μας ,
που θα μας φέρουν γνώση !

Ερωτήσεις:
1)Γιατί παλιότερα τα παραμύθια λέγονταν, κυρίως, το Χειμώνα; Τι συμβαίνει σήμερα ;

2)Πώς μπορούμε να αλλάξουμε συμπεριφορά-στάση στη ζωή μας; Παίζει ρόλο το πόσο χρόνο διαθέτουμε για τον εαυτό μας;

3)Ήταν καλή ή κακή η επιλογή του δασκάλου στο συγκεκριμένο σχολείο;








Θέλω να φωνάξω!

Θέλω κάτι να πω κι ένας φόβος αόρατος με κυριεύει
σ' ένα δωμάτιο λίγων τετραγωνικών.
Θέλω να φωνάξω ,αυτό που χρόνια τώρα με βασανίζει
απ' το Γιώργο ,τον Κώστα ,το Χάρη...
Ο χτύπος του ρολογιού ,ο υπόκωφος χτύπος
του κρυμμένου κάτω απ' το μαξιλάρι ρολογιού ,
μου κλέβει τα λεπτά, τις ώρες.
Θέλω κάτι να πω, να το φωνάξω !
Μέσα μου βαθιά καίει μια φωτίτσα ,
που αν φωνάξω θα γεμίσει φως η κάμαρα ,
θ' αντηχήσουν τα ντουβάρια
και θ' ακουστεί παραέξω ο κρυφός μου καημός και πόθος.
Θέλω να φωνάξω να μ' ακούσεις
εσύ που δεν καταλαβαίνεις τους ψιθύρους ,
τη γλώσσα της συνομωσίας του κρυφού!
Βγάλτε τις μάσκες !Oχι -όχι άλλο θα πω μα, πώς να το ξεστομίσω;
Η σοφία του Γιάννη αγοράστηκε στην Αμερική!
Η ερευνητική διάθεση του Γρηγόρη θάφτηκε σε τόνους χαρτί!
Τ' απωθημένα της Ελένης προβάλλονται ως επιτυχίες
στον ξένο τύπο!
Θέλω να φωνάξω για την αμφισβήτηση των καλών προθέσεων!
Εδώ και χρόνια μπερδεύουμε το καλό
με την κακότητα μας, το νεποτισμό και το συμφέρον!
Σέβομαι τον κόπο και το μόχθο , τις ατέρμονες προσπάθειες
ανάδειξης του χρήσιμου .
Οι φιγούρες στα μάτια μας,
γίνονται προσωπικότητες, μακριά μας...
Θέλω να φωνάξω να μ' ακούσεις εσύ.
«Ως πότε η Ελλάδα θα «τρώει» τα παιδιά της!»
(Σε εσάς που σας αγνόησε η πατρίδα
και στην «ξένη» αναδείξατε το τάλαντό σας)

Ιαν.2012 Άννα Δεληγιάννη-Τσιουλπά






Ο Αλτρουιστής .

Για να φτάσω εδώ ξεπέρασα τα όριά μου ,
γιατί έτσι μόνο μπορούσα να τιθασεύσω
την περιέργεια του επέκεινα.
Γράφω, γράφω για τον άνθρωπο
τον απλό, τον αστό ,τον πολιτευτή,
τον πολιτικό ,τον τεχνοκράτη,
τον καιροσκόπο ,τον αλτρουιστή.
Πιάνομαι από το τέλος για να
σώσω ό, τι σώζεται , όσο θα σώζονται
Άνθρωποι.
Ο νουνεχής αλτρουιστής , το 1999
θα έχει κλείσει έναν τουλάχιστον
κύκλο προσπαθειών, στην κυκλική ανέλιξή του!
Θ' ανεβαίνει, θα συγκρούεται , θα πέφτει,
για να σηκωθεί πιο δυνατός
και να πει: το τοπίο αυτό πρέπει να γίνει ανθρώπινο.
Τότε θα πεισμώσει γιατί απ' τους τσαγκάρηδες και τις ράφτρες
έφτασε στις τεράστιες βιομηχανίες
στις μηχανές που τις έδωσε ονόματα θηλυκά.
Αλλά ,ερωτεύσιμες αρχικά ,
τον έπλεξαν στα γρανάζια του και τον σακάτεψαν.
Σήκωσε τείχη και τα γκρέμισε
Είδε τον Άνθρωπο-για πόσο άραγε-
Πεθαίνοντας το 2009, θ' αφήσει τον άλλον που
αντάμωσε στο δρόμο, οδοδείκτη ως το 2019.
Έτσι θα περάσει ο αιώνας και κάποιοι
θα έχουν πάρει στους ώμους τους,
τη βαριά ευθύνη ,να σώσουν τον Άνθρωπο!
Ένας από αυτούς είσαι και συ
γιατί αν δεν ήσουν, δε θα διάβαζες
κείμενα που παλεύουν
να μη σβηστούν για να διαβάζονται.

9 Νοεμβρίου 1989
(Η Ιστορία καταγράφει γεγονότα
και η ποίηση αναδεικνύει συναισθήματα)







Δεν θα ξεχάσω ποτέ

Αυτό το δράμα της Ελλάδας
και την ακρότατη σιωπή μας!
Αυτούς που μας σέρβιραν
σε ασημένιο δίσκο
την υπέροχη ,ω Θεέ,
διαβολική τους σκέψη,
που μας μεθούσαν για χρόνια
με το μπαμπέσικο κρασί τους!
Δεν θα ξεχάσω ποτέ
τις καλοπαιγμένες σκηνές
και τις χάρτινες μάσκες
στις ευρύχωρες ,φωτισμένες
αίθουσες των ακροάσεων!
Το ταπεινωτικό χαστούκι
της εξευτελιστικής χρεοκοπίας,
το ανεξόφλητο χρέος ,
που μας επέβαλαν
οι κήνσορες!
Δεν θα ξεχάσω ποτέ
την επιβολή
των επείσακτων ιδεολογιών
στις πλάτες του λαού μου-ω Θεέ-
που δεν συνέτριψαν
οι αιματηροί πόλεμοι τόσο ,
όσο η καιροσκοπική ,
κερδοσκοπική πολιτική
εκείνων κι εκείνων ,
που, για μια στιγμή χαράς,
διέσπειραν για χρόνια
τον πανικό και την απόγνωση!

(24 Δεκεμβρίου 2011)






Υπό καθεστώς πτώχευσης!

Κοινόχρηστοι χώροι ,των χωρών οι τόποι,
ευάλωτοι στο αλάθευτο χτύπημα της πτωτικής μοίρας!
Δραματική η έξοδος κι οι εφιάλτες φοβεροί
επηρεάζουν την ψυχή μου, και τη ζήση μου.
Ύπουλοι εχθροί, καμουφλαρισμένοι ,
φέρνουν τη ματιά μου στο πεδίο
της τρομακτικής ήττας ,της ειδεχθούς συμφωνίας,
όπου τα χαρτιά αντιστέκονται
περισσότερο από τους ανθρώπους
στα πολλά, μικρά, γράμματα
που συγκροτούν διφορούμενα κείμενα!
Ληστρικά ιδρύματα ,απομυζούν το βιος μου ,
σα να πληρώνω την τελευταία έκσταση τελειότητας
απέναντι στην ένωση της Ένωσης.
Πάλι σου μιλώ για χαμένη πατρίδα!
Έλα να την αναζητήσουμε
Στην ψυχή μας!







Στον πρεσβευτή της παραδοσιακής μουσικής Κυριάκο Στεργίου

Είδα του αστεριού το φως πολύ νωρίς να πέφτει
στο σπίτι που γεννήθηκες τη μοίρα σου να φέγγει!
Στης μουσικής την κάμαρα ,στης δοξαριάς τη χάρη
η τύχη σου σε όρισε του κύρη σου κλωνάρι.
Πολύτιμη περγαμηνή με τ' αποτύπωμά του
τη μελωδία του βιολιού ,το θείο χάρισμά του,
σου τα' φερε στην κούνια σου με περισσό μεράκι
κι επάξια εκπροσώπησες παντού, τη Σαμοθράκη!
Λεβέντης πάνω στ' άλογο στα πρωτινά σου νιάτα,
καμάρωνες σαν πέρναγες απ' τη μεγάλη στράτα.
Γιατί ήξερες και ήξεραν πως είσαι φημισμένος
και στου βιολιού την ομορφιά γερά ακουμπισμένος.
Γλέντια ,αξέχαστα, πολλά ,χοροί και πατινάδες
με τ' όνομά σου δένουνε στις μουσικές αράδες.
Σήμερα όλοι σε τιμούν, γιατί με την ψυχή σου σκοπούς παραδοσιακούς που είχε το νησί σου, με χάρη, τους ανέδειξες ,χρυσή κληρονομιά και θα σ' ευγνωμονεί γι αυτό κάθε νέα γενιά.






Φθαρμένη Πίστη!

Κάθε που ο ήλιος ψηλώνει ,λιγοστεύουν οι φόβοι
και κατακτώντας τη γη με τις ακτίνες του ,
κάνει τους κατακτητές του κόσμου,
-μικροί κι αδύναμοι μπροστά στο μεγαλείο Σου -
να πουν -για πολλοστή φορά- με τη φωνή του νου :
Ως εμεγαλύνθη τα έργα Σου!
Θα περάσουν τη μέρα τους ,
θερίζοντας τρυφερά βλαστάρια ,
εκστασιασμένοι θαρρείς
από τη δύναμη του χεριού τους!
Μα, σαν γείρει ο ήλιος
κι απομακρυνθούν από τα φώτα των πόλεων
στεγασμένοι σ' έναν αστερωμένο ουρανό,
θα φωνάξουν με τη φθαρμένη πίστη τους :
πάντα εν σοφία εποίησας!
Και στο χιμαιρικό τους ξύπνημα
θ' ανοίξουν και πάλι τα κλειστά ματόφυλλα,
θ' αντικρύσουν κορμιά αθώων γύρω τους
και με φθαρμένη πίστη ,
θα κάνουν το ίδιο κίβδηλο ερώτημα:
άνθρωπος ή ήρωας, που πάει να πει
συμφιλίωση με το Θεό ή απομάκρυνση!







Ο Δρόμος της Φύσης

Γλυκό φύσημα του αγέρα,
γλυκιά ανάσα σπαθάτου κορμιού,
εμψυχωμένου απ΄ την υπέροχη γενιά του.
Ασύγκριτη δόξα του ήλιου
το χρυσορόδινο των βουνών!
Αθάνατη δόξα της ζωής
το ουρανόχρωμα των ματιών!
Ο Δρόμος της φύσης,
ο δρόμος μου !
Αρμονική η φύση
Χαρισάμενη η ζωή!







Στο Σταθμό

Αργά το βράδυ που περνούσα
στο δρόμο έξω απ' το σταθμό,
τα μάτια να 'κλεινα αν μπορούσα
την κίνηση να μην κοιτώ.
Ήσουν εσύ κι εσύ κι εσύ
σε χαρτοκούτια στη γραμμή,
για να γλιτώσει απ' το κρύο,
το παγωμένο σας κορμί !
Ψυχές μου εσείς, ανεξερεύνητες
καρδιές μου πληγωμένες,
αθεράπευτες,
χαμένο στοίχημα το αύριο,
όλη η ζωή ένα ναυάγιο!
Αργά το βράδυ που περνούσα
στο δρόμο έξω απ' το σταθμό,
προσκέφαλο τα δυο σας χέρια,
χωρίς ψωμί, χωρίς νερό!
Ήσουν εσύ κι εσύ κι εσύ
στου τραίνου την υποδοχή!
Κακότυχα τα νιάτα σας
κι ατέλειωτη η στράτα σας!
Ψυχές μου σκοτεινές,
αλαργοτάξιδες !







Ονείρου Φως

Ονειρεύομαι το αύριο, όχι για μένα,
αλλά για το αύριο των παιδιών των παιδιών μου!
Ονειρεύομαι το καλό, όχι για μένα ,
αλλά για εκείνους που θα πραγματώσουν τ' όνειρό μου!
Ονειρεύομαι τη μέρα εκείνη, του χρόνου,
που οι άνθρωποι θα χαμογελούν στην ευτυχία!
Ονειρεύομαι τον καιρό που την τύχη τους,
επίμονα δε θα τη ρίχνουν στα λαχεία...

..................................

Ονειρεύομαι την ώρα που στο χορταριασμένο μονοπάτι ,
δε θα σηκώνεται «μαχαίρι»
στην πονεμένη και συφοριασμένη πλάτη!
Ονειρεύομαι κι ας μη μ' αφήνετε, νόμοι σημερινοί,
δικαίωμά μου απαράγραπτο, η ακατάλυτη ψυχή!
Όχι στο φως, μα στο σκοτάδι, μες στου ονείρου μου το χάδι
θα ονειρεύομαι, όσο θα ζω, της φαντασίας μου
τον κόσμο τον καλό.








Σερενάτα

Στο παράθυρό σου το ψηλό,
έρχομαι αργά και τραγουδώ,
αγάπη μου αξέχαστη, μεγάλη,
ξύπνα απ' του ονείρου σου τη ζάλη,
ν 'ακούσεις σιγανό γλυκό τραγούδι
του Μάη δροσοστάλαχτο λουλούδι.

Ομορφιά μου εξωτική ,παραμυθένια
μάτια μου χρυσά, χαμηλωμένα,
βγες απ' τη θλιμμένη σου φωλιά
κι έλα στη δική μου αγκαλιά.

Ομορφιά μου, εξωτική, παραμυθένια
της καρδιά μου περιβόλι δροσερό ,
τα χείλη σου, πώς τα ποθώ, τα ζαχαρένια,
το χάδι των χεριών σου το απαλό








Μοίρα μου!

Μοίρα μου ,απόψε πάλι σε φωνάζω
Μοίρα μου,
Για να μου πεις σ αυτόν τον κόσμο
Πού πηγαίνω
Χορτάριασαν τα όνειρα και χάθηκαν
Δεν έχω τίποτα να περιμένω.

Αναλαμπές κι αντιφεγγίσματα μονάχα
Ψευτιά και υποκρισία η ζωή μου
Αναλαμπές κι αντιφεγγίσματα σα νάχα
Μα δε μου λέει τίποτα η ψυχή μου

Μοίρα μου ,απόψε πάλι σε φωνάζω
Μοίρα μου,
Άλλο τεφτέρι να ανοίξεις πια για μένα
Γράψε χαρές κι αγάπες κι αγκαλιές
και βάλε μολυβιά στα περασμένα!








Α.Κ

Ανελέητη καθημερινότητα!
Πώς με παγίδεψες κι έχασα τον εαυτό μου,
τη στιγμή που θαρρούσα πως τον έχω κερδίσει;

Τώρα το μυαλό μου ξέφυγε από τους φίλους
ξέφυγα απ' των ανθρώπων τις όμορφες παραξενιές
κι έγινα παράξενος εγώ, άθυρμα δικό σου.
Ανελέητη καθημερινότητα!

Και να,γράφω τώρα για σένα ,για
να σου πω, πως φεύγεις
αφήνοντας μου μια αναίτια θλίψη κι ένα
αίνιγμα στη θολωμένη μου σκέψη!

Τι είναι αυτό που σε κάνει να ζεις
σα να μη ζεις, να μη βλέπεις τα χρώματα
να μη νιώθεις τ' αρώματα
να μη μετράς την τροχιά
στο χρυσό του ήλιου και στ' ασημί του φεγγαριού
που κάνει άδεια την ψυχή, λιμάνι δίχως πλοία,
κι απλώνει γύρω βάναυσα, βαριά μελαγχολία;








Το δέντρο, η ζωή μου!

Νάχα τ' αετού το πέταμα ,και της χαράς τη νιότη,
και να πετάξω στ' αψηλά , να δω τ' απάτητα βουνά.
Κι ως θ' ανεβαίνω τ' ουρανού, χρωματικές συνθέσεις
των φυλλωμάτων των δεντρών, να δω τις αντιθέσεις,
και να χαρώ την ομορφιά , πριν τ' όνειρο τελέψει,
γιατί την άδεντρη τη γη, ποιος θα τη διαφεντέψει;
Στα χρόνια εκείνα τα παλιά, που δεν γνωρίζανε πολλά
οι κάτοικοι της γης,
στα δάση φτιάχναν ιερά, για να φυλάνε με αυτά,
τους πνεύμονες ζωής!
Σαν ήρθε η ανάπτυξη, θέλοντας να προβάλλει
τα φοβερά της κάλλη, ξεχέρσωσε γύρω τη γη,
έκτισε σπίτια στη στιγμή ,κι άναψε στο κεφάλι μας
φωτιά πολύ μεγάλη!
Δέντρο κρατάει τη φυλλωσιά ,κι απλώνει γύρω του σκιά
διαβάτη αποσταμένε,
το δέντρο δίνει τη ζωή , σου δίνει την ελπίδα,
κι όταν το κόβεις
χάνεται χλωρίδα και πανίδα!
Μες στα πυκνά του τα κλαδιά, φωλεύουν όλα τα πουλιά,
και κάτω στα ριζώματα ,μες σε ανθούς και χρώματα,
κρατάει το βρόχινο νερό, που δεν κυλά ορμητικό,
για να σαρώσει μονομιάς ,τις πέτρες και τα χώματα.
Δε δραπετεύω στ' όνειρο ,θαρρώ πως το φοβάμαι!
Τα δάση μου, τα έκοψα, τα έκαψα, τα έθαψα.
μπετόν παντού και σίδερα , αποδάσωση, λυπάμαι!
Ποιο επιμύθιο να πω σε εκείνους που ρωτάνε
γιατί οι ειδήσεις συνεχώς για μόλυνση μιλάνε;
Το δέντρο και ο άνθρωπος πορεύονται αντάμα
Προστάτεψε το και θα δεις πως θα γενεί το θαύμα!







Στον Έβρο κάποτε...

Ήθελα να μιλήσω για τον Έβρο,
τόπο και ποταμό
και να σας πω για τους ανθρώπους,
για εκείνα, που τόσο νοσταλγώ!

Όμως, θαρρώ πώς ψεύτικος ακούγεται
ο ήχος της φωνής μου,
γιατί δε βλέπω δυστυχώς
-όσο κι αν μοιάζω νοσταλγός-
ανάταση του νου και της ψυχής μου!
Εδώ στον Έβρο, τόπο και ποταμό
είναι δύσκολο να ζήσουμε στ' αλήθεια,
βλέμματα σκοτεινά εδώ κι εκεί,
συναλλαγή στα στοιχειωμένα σπίτια!

..........................................

Στον Έβρο είπες, κάποτε
η μοίρα κι η ζωή πορεύονταν αντάμα
και πίστεψες πως από 'δω
θα γίνει ένα θαύμα!
Και συνυπάρχουμε αλχημικά
σε καταστάσεις ψευδεπίγραφες,
σαν πήγε πέρα μακριά
το αύριο που ονειρευόσουν χτες.

Φτιάξαμε σπίτια να χωρούν τη μοναξιά
με απέραντη στις κάμαρες γαλήνη,
φύγανε τα παιδιά μας μακριά,
την τύχη ψάχνοντας με πόνο και οδύνη!

Θέλω να σου μιλήσω για τον Έβρο,
μα δύσκολα να πεις και την αλήθεια
Με μύθους ψάχνουμε τη λύτρωση
και τα παιδιά μας δεν ακούν τα παραμύθια.
Δέηση στο Θεό υψώνουμε
να μας φυλάξει πιο πολύ
σ' ένα μωσαϊκό ετερόκλητων,
στην κολασμένη μας σιωπή!







Στόχος

Θέλω να φτάσω στην Ιθάκη, ποιητή μου,
μα, το σκοτάδι είναι βαθύ, χάνεται η όρασή μου!
Θέλω να φτάσω στην Ιθάκη, ποιητή μου,
μα οι προσπάθειες πολλές, κουράστηκε η ψυχή μου.
Κι εσύ μου λες και ξαναλές στον ύπνο μου το βράδυ,
μην απαρνιέσαι του μυαλού το πιο καλό σημάδι,
μην απελπίζεσαι, μπορείς πολλά να καταφέρεις,
λιπόψυχος μες στη ζωή δε γίνεται, το ξέρεις!
Πάλεψε για το στόχο σου, στ' αγριεμένα κύματα
άντεξε στους ανέμους που σε δέρνουν
και στης ζωής τα πείσματα.!
Βουλιάζω, χάνομαι μαζί με την ελπίδα
και το φεγγάρι το χλωμό, μου δείχνει δρόμο σκοτεινό.
Αλλά θα φτάσω στην Ιθάκη όπως λες,
έτσι το παραδίδουν κι οι γραφές!
Ας είναι σταύρωση η δύσκολη κατάσταση
αυτή θα φέρει κάποια μέρα την ανάσταση!







Η αρχή και το τέλος

Στο σύθαμπο της μέρας, πλησιάζω ακροποδητί
το πατρικό μου σπίτι,
ενοχλημένη κι απ' αυτήν ακόμα την ανάσα μου.

Καταθλιπτική η ατμόσφαιρα, βαρύς ο αγέρας.
Σώθηκαν τα λόγια και περίσσεψαν
τα απεγνωσμένα βλέμματα
στο πατρικό μου σπίτι.

Δεν ακουμπώ καν το χέρι μου στη δρύινη πόρτα
που ολάνοιχτη θα αποχαιρετήσει
τον τοξεμένο αετό.

Τυραννικές οι σκέψεις μου, ανεκδήλωτες,
φέρνουν, συγκινημένο το βλέμμα μου
στη χαμηλόσκεπη κάμαρη
και σ �εκείνον που άφησε, άθελα του,
τη γη, όταν αδάκρυτος ο θάνατος
ο ψυχοκαταλύτης τον έσυρε
σε μάχη φονική!

Θρηνώ μάταια, στο μάταιο κόσμο,
στη συνείδηση της φθοράς!
Στο σύθαμπο της μέρας πλησιάζω ακροποδητί
το πατρικό μου σπίτι.
Η αρχή και το τέλος!







Με τα μάτια της ψυχής
( Στην Ευγενία)

Ρίγος τρομερό ,ασυγκράτητο με κατέλαβε στο άκουσμά σου
Φωνή η ψυχή, σαν έλειψε η όραση!

..........................................

Στα κορφοχιόνιστα βουνά έφερε ο αγέρας
Το γλυκασμό της μέρας,
Με τη δική σου τη φωνή ,γλυκό, πετούμενο πουλί
Τι κι αν αλλάξαν οι καιροί ο αγώνας είναι ένας!

Μπήκες μπροστά και με καρδιά παλικαριού στη μάχη
Τραγούδι είπες λεβέντικο για τον Καραϊσκάκη
Η αδάμαστή σου δύναμη ,το θαυμαστό σου θάρρος
Κι η κρυσταλλένια σου φωνή, που ως τα πέρατα αντηχεί
Μας δείχνουν άλλη μια φορά,πως σαν το λέει η καρδιά,
Όλα μπροστά σου γίνονται ακτινοβόλος φάρος!







Ματωμένα όνειρα
(Ιαπωνία Μάρτιος 2011)

Ταξίδια μακρινά στη σκέψη μου γυρίζουν
καθώς γυρίζει η γη,
οι τόποι έρχονται μπροστά μου μοναχοί.

Κι όνειρο πάνω στ' όνειρο ,
ταξίδια μακρινά, αλαργινά θα κάνω ,
όσο οι χτύποι της ζωής μαζί μου θάρχονται,
χρόνο ποτέ στο χρόνο να μη χάνω!

................................................

Ταξίδια κάθε μέρα στη ζωή
με καπετάνιους κι επιβάτες μύριους ,
γερό σκαρί είν' η ζωή ,μα φέρνει
αγλύκαντες στιγμές και θρήνους!

Ευλογημένη η ώρα που θα δω
σε μια κορφή τον ήλιο ν' ανατέλλει
μοιρόγραφτη για κείνον, που το δείλι,
θα του ανάψει νεκρικό πικρό καντήλι.

Θρηνώ μαζί με σένα Ιαπωνία,
καράβι τσακισμένο απ' το κύμα!
Βαρύλυπη η ψυχή μου,
μπρος σ' έναν τόπο ορφανό
μουχρό στο πρώτο δειλινό,
ευλαβική στο θάνατο η σιωπή μου!

. Ξέχειλο το ποτάμι ήρθε απάνω σου
τετράβαθα και σκοτεινά νερά
πέτρωσε ακόμα και το δάκρυ σου
μπροστά στην πιο μεγάλη συμφορά!

.Φαρμακωμένες οι καρδιές και θρήνος
ανέλπιδες κραυγές σπαρακτικές
μην κοιμηθείς ,γιατί θα φέρει ο ύπνος
στα μάτια σου τις ίδιες συμφορές.

Ταξίδια ματωμένα ,τρομερά
στη σκέψη μου γυρίζουν
καθώς γυρίζει η γη.
Οι τόποι έρχονται μπροστά μου μοναχοί
μα είναι άξενοι ,ανοχύρωτοι ,γυμνοί
κι οι φυσικές δυνάμεις μάς ορίζουν!

Θρηνώ μαζί με σένα Ιαπωνία,
δύστυχο θύμα των απρόβλεπτων καιρών
βαρύλυπη η ψυχή μου
ω, τι κρίμα
ο αφανισμός μας, υπόθεση λεπτών!








'Aκρατοι υλιστές !

Άκρατοι υλιστές, χωρίς θεό
χωρίσανε στα δύο τον πλανήτη,
οι δυνατοί πηγαίνουνε μπροστά ,
τραβώντας τους φτωχούς από τη μύτη!

Εξευτελίζοντας ανθρώπους και λαούς,
όσοι βουλήθηκαν τον κόσμο να κερδίσουν,
-δυσάρεστο το ξέρω να τ' ακούς-
στο θάνατο ποντάρουν να πλουτίσουν

Χαμήλωσε το πνεύμα και υπάκουσε
στις φοβερές επιταγές της τεχνικής
μηχανικός ο άνθρωπος και τρέχει
σαν σώμα με απώλεια ψυχής!








Πρόσκληση

Μια σκέψη κάνε τολμηρή μια σκέψη μόνο
Ναρθεις απόψε στο νησί
και να γλεντήσουμε μαζί
Και να γλεντήσουμε μαζί
Να διώξουμε τον πόνο.

Πάρε την απόφασή σου
Κι ο καιρός θάναι μαζί σου
Πάρε απόφαση και τρέξε
Με τον έρωτά μας παίξε

Του νησιού μου επισκέπτη
Αχ και της καρδιάς μου κλέφτη
έλα απόψε δίχως άλλο
να χορέψουμε το μπάλο.








Στα όνειρά μου η Σμύρνη

Απόψε πάλι γύρισα στις στράτες,
στις γειτονιές της Σμύρνης τις παλιές,
στην προκυμαία και στο Κουμερκάκι
στους βερχανέδες και στις εκκλησιές!

Του ονείρου μου γλυκιά, καθάρια εικόνα,
και Άνοιξη μου φέρνεις, και Χειμώνα,
πώς με χαλάς σα βλέπω στις φωτιές
να μη σκιάζει τίποτα απ' το χτες!

Κρεμάω τον απόηχο του ονείρου
κλείνω την πόρτα απ το φως να μη σβηστείς
έχω ένα χάος μέσα στην ψυχή μου
το βράδυ είναι κοντά να ξαναρθείς,

να δω στα τρίστρατα, τα τραπεζάκια
τον Αλεξίου με το βιολί,
το "Θοδωράκι" να τραγουδάει
πριν τη μεγάλη καταστροφή.

Βερχανέδες: οικήματα Ευρωπαίων εμπόρων στο Φραγκομαχαλά στα ισόγεια των οποίων υπήρχαν καταστήματα και αποθήκες
Κουμερκάκι: συνοικία
Αλεξίου Γιάννης: βιολιστής
Το "Θοδωράκι": ο μεγαλύτερος τραγουδιστής της Σμύρνης, ο Θεόδωρος Μαυρογένης








Η δική σου σφραγίδα

Στα σκοτεινά τα μονοπάτια που τραβάς
ό,τι κι αν κάνεις δεν αλλάζει ο ντουνιάς
γιατί κι εκείνος στα σκοτάδια περπατά
στων βολεμένων τις αυλόπορτες μπροστά

Κι η φωτιά που σου καίει τα στήθια
σου θυμίζει συχνά την αλήθεια,
τη δική σου σφραγίδα χτυπάς
στη ζωή σου απ' όπου περνάς.

Ρυτιδιασμένες οι ελπίδες σου παλιές
χωρίς κουράγιο τριγυρίζουνε στο χθες
γιατί έναν σπόρο δεν εφύτεψες στο χώμα
βάφεις το δέντρο της ζωής με μαύρο χρώμα!

Κι η φωτιά που σου καίει τα στήθια
σου θυμίζει συχνά την αλήθεια
τη δική σου σφραγίδα χτυπάς
στη ζωή σου απ' όπου περνάς.

Κυλάει το δάκρυ αλμυρό στο μάγουλό σου
γιατί άλλα κάνεις κι άλλα λέει το μυαλό σου
κι η πληγωμένη περηφάνια δε σ' αφήνει
στο φως του ήλιου, μόνος νά βρεις τη γαλήνη!








Απόδραση

Τη λευτεριά λαχτάρησες
και σχέδιο κατάστρωσες,
πώς απ' τη φυλακή να βγεις
και σ' άλλους κόσμους να βρεθείς

Στων βουνών τις άκρες
φύγανε οι άνδρες
και τα χέρια απλώνουν
για το δίκιο τους!

Σε βάραινε το άδικο
και η αχαριστία
κι ήθελες να εκδικηθείς
γι' αυτήν την αδικία.

Στων βουνών τις άκρες
φύγανε οι άνδρες
και αγώνα κάνουν
για το δίκιο τους

Και πήρες την απόφαση
στου φεγγαριού τη χάση
να φύγεις απ' την κόλαση
που τόσα έχεις περάσει!








Δακρυσμένο Διαμάντι.

Παντού ακούω τις σειρήνες των καιρών,
τα τύμπανα της αλλοφροσύνης
που υπέταξαν τον άνθρωπο,
για να μην ακούει τη φωνή του Θεού,
παρά μόνον εκείνη ,που πυρήλατη
τον κάνει να αλυχτά σαν το σκυλί
κοντά στο ματωμένο κρανίο του τόπου του!

......................................

Και πιάνει ο λογοτέχνης την πέννα
για να γράψει πολυσέλιδα για εκείνη ,
που σαν είδε τον καιρό να χάνεται
σε στρατηγικές και σχέδια αλλότρια,
τριμμένο αποφόρι σε συχνοπέραστο δρόμο,
βάλθηκε να δικαιώσει την ύπαρξή της ,επί γης!

Διαμάντι λαμπερό, θα κομματιάσει την πλάνη
παλεύοντας το διχασμό, την ημιμάθεια
με την επιμονή της να κερδίσει
τη γνώση και τον άνθρωπο
,συμπορευόμενη μετά δακρύων, στο τέλος !

Δακρυσμένο Διαμάντι ,
άντεξες στη μανία της βροχής
και στη θέα του ήλιου!
Δάκρυσες ,όταν κατάλαβες
ότι η θέληση δεν σε κάνει μαριονέττα
μόνο ζεσταίνει τις ψυχές
και φέρνει τον άνθρωπο
στη συμπόρευση
ακόμα και στον ουρανό για νανοίξει ένα νέο παράθυρο όταν ο θάνατος γράφει το δικό του πεπρωμένο !

'Αννα Δεληγιάννη-Τσιουλπά

***Το ποίημα γράφτηκε με αφορμή το βιβλίο του συγγραφέα Όμηρου Μαυρίδη Δακρυσμένο Διαμάντι με ηρωίδα μια Πομάκα που εξαιτίας της περιορισμένης ζωής στην ορεινή Δυτ.Θράκη πάλεψε να σπουδάσει και να καταφέρει αυτά που από τη μάνα της έμαθε να ονειρεύεται... αλλά άγνωσται αι βουλαί... και το μοιραίο άφησε ημιτελές ένα πρωτοποριακό έργο Τον ευχαριστώ που μου έδωσε έμπνευση
Αλεξανδρούπολη 13-3-2011








Στοχασμοί 2

(Α)

Στη μοναξιά μου
Αναζητώ εσένα
Που ξεμάκρυνες

Στην ερήμωση
Και στη θέα του κενού
κι ονειρεύομαι

Παίρνω δύναμη
Να συναντήσω ξανά
Την παραίσθηση

(Β)

Σωπαίνει ευθύς
Εκείνος που μίλησε
Για την ειρήνη

Κρύβει τον πόνο
Βαθειά στα σωθικά του
Και περιμένει!

(Γ)

Άτεγκτη ψυχή,
Άγρυπνη στη μοίρα σου,
Σώζεις τη χώρα

Όταν η κρίση
Την οδηγεί μοιραία
Στην καταστροφή

Δοκιμασία
Στο γύρισμα του χρόνου,
Της ελευθερίας μας!








Όλα αλλάζουν!
(11-3-2011)

Αλλάζουν οι καιροί ,οι άνθρωποι, οι ειδήσεις
όλα γίνονται πιο σκληρά!
Οι καιροί φέρνουν σεισμούς
και φουσκώνουν οι θάλασσες
για να σηκώσουν τόσο ψηλά τ' ανάστημά τους,
να βγουν στους ανύποπτους της στεριάς
και να τους πνίξουν!
Οι άνθρωποι έχασαν τα συναισθήματά τους ,
και να θέλουν να δείξουν συνοφρυωμένα τη λύπη τους,
δεν μπορούν,
γιατί πάγωσαν κι αυτό ακόμα το κούτελο,
που, αρυτίδωτο, στενάζει
στο όνομα της ομορφιάς!

Ψυχροί πίσω απ το γυαλί- ευτυχώς κινούνται τα μάτια-
επαναλαμβάνουν τις συντελεσμένες καταστροφές
σαν τρόπο διασκέδασης με τη φράση ,αποκλειστικές εικόνες!
Κι εσύ θα πεις,
δε θα βγω ,θα δω τις ειδήσεις ,εννοώντας
τα άπειρα σχόλια που δε βάνει ανθρώπου νους!

Όλα αλλάζουν!Tο κατάλαβες ,
γι αυτό κάθε τόσο λες ,άλλοτε,
κι ας είσαι τριάντα Μαΐων μόνο!
Αυτός ο χρόνος που σε κάνει να τρέχεις-
γιατί εσύ επινόησες τις γρηγορότερες μηχανές
και μπάζεις όλο και περισσότερα στη μέρα
και στη νύχτα σου-
σε κάνει να νιώθεις μεγάλος,
γιατί γεύτηκες τόσο πολλά ,
ώστε να πεις ,μα πότε πέρασε η βδομάδα ,
γιατί ο χρόνος τρέχει και τα ρολόγια απλά
τα φοράμε για να μας δείχνουν την ώρα!

Όλα αλλάζουν ,γυρίσαμε στις γραφές
διαβάζουμε τα βράδια τον ένα γέροντα, τον άλλον,
ποτέ δεν είναι αργά,
γιατί φοβόμαστε για τα χειρότερα,
ποια χειρότερα δηλαδή,
είναι που δεν συμβαίνουν κοντά μας!
Τώρα, που κάναμε όλο τον κόσμο σπίτι,
που τρώμε με συντροφιά
έναν δέκτη κι αυτό το κάνουμε από βιάση ,
που κλείνει
μόνο για να κοιμηθούμε
παρακολουθώντας
τα φριχτά που συμβαίνουν στον κόσμο
ο καθένας μόνος ή μαζί ,μουγκοί,
τι να πεις, άλλωστε ,
έτσι συνήθισες!
Όλα αλλάζουν κι εμείς .... γερνάμε!








O " 'Aλλος"

Απολαύσεις της ζωής αμέτρητες
Ανέλεγκτος εαυτός ,δύσκολος!
Aίτιον της ανελευθερίας μου,
Το εγώ μου,
Ως φιληδονία, φιλαργυρία,
Όχι και φιλανθρωπία!
Να απεκδυθούμε το παλαιό
Ενδυόμενοι το νέο!
Τότε το μίσος θα γίνει αγάπη
Το ελάττωμα αρετή
Κι ο άνθρωπος
Άνθρωπος!








Συνθέσεις
(για τη Σύνη Αναστασιάδη)

Η τέχνη σου, των ματιών μου απόλαυση
Γεύση γλυκιά της δημιουργικής ηδονής
Του χαρίσματος ,της στιγμιαίας έμπνευσης
Της ψυχικής ευαισθησίας!
Η τέχνη σου ,καρπός μελίρρυτος
Στο δέντρο της παράδοσης
Και της επίγειας αρμονίας!







Συνθέσεις
( εγκάρδιος χαιρετισμός στη δημιουργό Σύνη Αναστασιάδη)

Χάρισμα πολύτιμο η τέχνη της Τέχνης σου
Τίμιο δώρο του Υπερτάτου
Στην πολύκαρπη γη.
Δύναμη παραγωγική,
Εξαιρετική συμβολή ,
Στάχυ πολύσπυρο
Στην πολύχρονη προσπάθεια
Εκείνων που αντιμάχονται
-Με εξαιρετική επιμονή-
Το μηδενισμό!
Χάρισμα πολύτιμο η τέχνη της Τέχνης σου
Σκέψη ακοίμητη, φωτεινή του δημιουργικού νου
Ως δυνατή έκφραση παραστατικών εικόνων
Ως συμπύκνωση εμπειρίας!







Διψασμένες Ψυχές
(Το ποίημα γράφτηκε, τιμής ένεκεν ,για τους υπέροχους Κιρκαλιώτες -κατοίκους του χωριού Κίρκη , Ν. Έβρου.)

Στη διψασμένη μου ψυχή και στην καρδιά μου
Κίρκη μου ,είσαι φάρμακο ,γλυκιά παρηγοριά μου,
θέμα του ονείρου μου εσύ , κι ανταύγεια του νου
φέγγος μου αχνορόδινο του κάθε δειλινού.
Εφήμερη αγαλλίαση η εικόνα σου μου δίνει
μα και σαν ράμφισμα πουλιού ,πόνο βουβό μ' αφήνει.
Αγκάθι είναι ο άνεμος πέρα στις ξένες στράτες
τον ήλιο που στραφτοκοπά δε βλέπουν οι διαβάτες!
Γιατί εκείνη η ζωή που κάναμε κοντά σου
χρόνια ανέμελα ,ζεστά ,μέσα στην αγκαλιά σου,
ορίζεται πια ρυθμικά, στου ρολογιού τον ήχο
κι έγινε φόβος δίδυμος με της καρδιάς το χτύπο.
Τώρα που καταφέραμε κοντά σου να βρεθούμε,
εδώ στην εκκλησιά κοντά να ξανανταμωθούμε,
γέμισαν οι αισθήσεις μας ,φωτίστηκε η ματιά μας
και στις παλιές τις θύμισες αναριγά η καρδιά μας!
Σαν τώρα που γυρίζουμε τα μάτια μας σε σένα ,
και βλέπουμε εδώ μπροστά πρόσωπα αγαπημένα,
σου δίνουμε υπόσχεση απ' της καρδιάς τα βάθη
πόθε κρυφέ ,ακοίμητε, πολύτιμο χρυσάφι:
Κίρκη μου ,θα 'ρθουμε ξανά στην ανοιχτή αγκαλιά σου,
να ξεδιψάσουν οι ψυχές στη μαγική θωριά σου!







ΝΕΟΣ ΤΙ ΘΑ ΠΕΙ;
Στους μαθητές μου

Διάβασμα στο διάβασμα
πες μου τι θα γίνει ,
να ο πονοκέφαλος!
- πάρε ασπιρίνη.
Γκρίνια όλοι σα σε δουν
λίγο να καθίσεις
- τρέξε μέσα
θα σου πουν
-λύσε τις ασκήσεις
απ' το φροντιστήριο
κι από το σχολείο
από το βοήθημα
κι από το βιβλίο.
.Τι να κάνεις τώρα πια
πίσω δε γυρίζεις
κάνεις τάχα πως ακούς
κι απ ο μέσα... βρίζεις,
όλα τα συστήματα
και τις αυθεντίες ,
που σε ρίξαν μια ζωή
μες στις δυσκολίες!
Βάλθηκαν οι δίβουλοι
να σε κουρελιάσουν
και τα όνειρα σου πια
να μη λογαριάσουν.
Το παιχνίδι κι η χαρά
άγνωστα σε σένα,
μόνιμα να σε κρατούν
μέσα στην αρένα,
το πανί να σε κουνούν
να σε προκαλούνε
ταυρομάχοι τέλειοι
να αναδειχτούνε !
Και το χάλι μας αυτό
τάχα που θα βγει
όταν όλοι ξέχασαν
νέος τι θα πει
ΝΕΟΣ, ΤΙ ΘΑ ΠΕΙ;
Τα παιδιά μας!Δεν έχουν παιδική αλλά ούτε εφηβική ηλικία.
Ζουν για να διαβάζουν!
Κάθε μέρα μαζεύουν τη γνώση !
Ποιος στ' αλήθεια νοιάζεται για τα προβλήματα της εφηβείας τους;
Ποιος �στο χώρο του σχολείου �μπορεί να ασχοληθεί με τη Διάπλαση των Παίδων;
Στο σημερινό σχολείο όλοι κλίνουμε το ρήμα τρέχω.
Ποιος θα μετριάσει την ταχύτητα για να βλέπουμε από πού περνάμε;
Πόσο μας ενδιαφέρει η ψυχική υγεία των παιδιών μας;







Ελλάδα μου

Όταν άθελά μου πήρα τον δρόμο της ξενιτιάς
ηθελημένα κράτησα μέσα μου την Ελλάδα.
Η νιότη μου ,αυτή μου την απόφαση την είπε
περιπέτεια ,σήμερα που δεν κατάφερα να γυρίσω στην πατρίδα
τη λέω βάσανο!

Σπάθισε την καρδιά μου η θύμησή σου
κι η μοναξιά κατάπιε τις ελπίδες μου.
Θάμπωσε τον καθρέφτη η ανάσα μου,
Ελλάδα μου!

Ακίδες κοφτερές οι γειτονιές σου,
η γεύση του κρασιού και του νερού
για χρόνους τρέφαν την ικμάδα μου,
Ελλάδα μου!

Στο χάραμά της πια , η αυγή δε μου γελάει
γαλάζιε ουρανέ και θάλασσα ,
στην ξενιτιά γέρνει και σβήνει η λαμπάδα μου,
Ελλάδα μου!








Η φυλακή

Ξύπνησα πάλι απ' τον ύπνο μου γιατί
το φροντιστήριο της βίας με καλεί,
και δε μ' αφήνει να στενάξω και να πω
έ χω τη δύναμη μπορώ ν' αντισταθώ.

Η φυλακή μου έκλεισε τα μάτια
και την καρδιά μου, έκανε κομμάτια.

Ο χρόνος χάθηκε κι ακόμα προσπαθώ
την άκρη μες στη μνήμη μου να βρω
που είναι βουβή και σκοτεινή
ίδια κι αυτή με φυλακή.

Η φυλακή μου έκλεισε τα μάτια
και την καρδιά μου, έκανε κομμάτια.

Απεγνωσμένα πια τολμώ να κρατηθώ,
το φόβο απ' το κελί θέλω να διώξω,
μα κάθε βράδυ γίνεται διπλός
μες στο σκοτάδι, στις φωνές πιο δυνατός.

Όταν μικρός βρεθείς στη φυλακή
κλάψε την τύχη σου που σ' έριξε εκεί
γιατί, το ένα λάθος σου θα γίνει
μαρτύριο που κάθε μέρα θα σε σβήνει!







Το Ταξίδι
(Σε σένα Νίκο Καζαντάκη, που προείδες ,ότι ο κόσμος όλος, οφείλει να πορεύεται αλληλέγγυα)

Έκανες κι εκείνο το ταξίδι
Με τις περιορισμένες διαδρομές
Γιατί στη γη αυτό συμβαίνει.!

Έσπειρες σπόρους ελπίδας
Κι αναθάρρεψαν αυτοί
Που λεγόταν χαμένοι.!

Ήξερες μες στους λίγους εσύ
Της ανθρωπότητας το λάθος,
Που πήγαινε στο χαμό.!

Κι ήθελες με καρδιά χολωμένη
Να περάσεις στον κόσμο
Το μεγάλο καλό.!

Κι αν τα χρόνια περάσαν εκεί
Όπου σ' έταξε η μοίρα σου μόνο,
Στις καρδιές μας θα μένεις «παρών»
Να σμιλεύεις τον άκαιρο χρόνο!








Νίκος Καζαντζάκης
ο Ανοιχτός Νους

Απόψε, μου φάνηκε σα να κλείδωσα το νου και την καρδιά μου
καθώς έγερνα αργά στο προσκεφάλι, σα νάθελα να φυλάξω καλά αυτά που μου ψιθύρισες,
τις ώρες που με ταξίδευες στη λευτεριά.
Κι έπλεξα σφιχτά τα χέρια στο στήθος,
στοιχηματίζοντας αυστηρά με τον εαυτό μου,
το αύριο νάναι καλύτερο.
Απόψε, στάθηκαν απέναντί μου οι άλλοι,
οι φορτωμένοι με θεωρίες, συγχυσμένοι
απ' τις φυλλάδες του καθωσπρεπισμού,
που, πριν γνωρίσουν τον εαυτό τους
βάλθηκαν να καταλάβουν τους άλλους!
Κι ανακάλυψα τη διαφορά στη μαγεία των λόγων σου!
Καταπιάστηκες με τη ζωή, περπάτησες στη ράχη της ,
ακροβατώντας ανάμεσα στον πλούτο και τη φτώχεια,
στην ομορφιά και την ασχήμια.
Δεν μπήκες σε καλούπια, δεν υπέταξες το λόγο σου
στη σκέψη του άλλου, αλλά ο δικός σου ανοιχτός νους,
παρήγαγε έναν λόγο ασυγκράτητο από μια γεμάτη καρδιά.
Κράτησα ό,τι με άγγιξε από τον τρόπο σου
και κοιμήθηκα, ταξιδεύοντας σ' έναν κόσμο
που ήξερε πια να ψάχνει τον άνθρωπο,
που έμοιαζε στο δικό σου μόχθο ν' ανακαλύψει
το νόημα της ζωής!
Και στα χέρια ,που γερά στο στήθος κρατούσα,
άνθισε ο σπόρος της ακατάβλητης επιμονής σου,
να γίνουμε άνθρωποι!







Νίκος Καζαντζάκης
Ο διαχρονικός, επίκαιρος και πολυπλάνητος

Τούτη την ώρα αποτραβηγμένη στο εργαστήρι μου
σε διαβάζω ξανά και ξανά,
γιατί εσύ, ο Οδυσσέας του εικοστού αιώνα,
που συνθέτεις τις αντιφάσεις με την απλότητα,
στρατευμένος στα προβλήματα της κοινωνίας,
διαβάζεσαι για το ανθρώπινο.
Στα κείμενά σου δεν καθρεφτίζομαι,
γιατί το διάβασμά τους σημαίνει έρευνα, στοχασμό,
εντρύφηση, σε τι άραγε παρά στη φιλοσοφία,
στον πολιτισμό στις λαϊκές παραδόσεις.
Ανηφορίζω μαζί σου,
παρατηρώ, μαθητεύω στις ιδέες σου,
τις καλοβαλμένες
στο φόντο της ηθογραφίας.
Μ' έμαθες να μη βολεύομαι, να μην επαναπαύομαι,
και μου φανέρωσες το μυστικό σου:
Να μην καταγίνομαι με μιαν ιδέα, μ' έναν τόπο, μ 'ένα έργο.
Νίκο Καζαντζάκη,
διαχρονικέ, επίκαιρε, πολυπλάνητε,
τούτη την ώρα περιπλανιέμαι στη μαγεία του λόγου σου ,
που μ' έχει αιχμαλωτίσει,
ενός λόγου που δεν περιχαρακώνεται στα όρια της λογοτεχνίας
αλλά εξακτινώνεται στα πέρατα της παιδείας.
Οι ήρωές σου ασκητικοί,
μέσα από μια �χωρίς ανάπαυλα-ένταση ψυχής,
μου καταθέτουν τα διαπιστευτήρια
πως η φαντασία σου έγινε λόγος,
για να σώσει τα γεγονότα από τη λήθη.







Νίκος Καζαντζάκης, ο Ταξιδευτής της Κρήτης

Όλα αρχίζουν μ' ένα ταξίδι
που θα φέρει κι άλλο, κι άλλα
και θα σε φέρουν ως την άκρη της γης,
ως εκεί που ονειρεύτηκες,
αναζητώντας την αξία των πραγμάτων.
Ως εξαίρεση, εξαίρετος,
έμαθες να μη συνθλίβεσαι,
κι η αλήθεια συνοδοιπόρος
σου μίκραινε τις αποστάσεις
για ν' αγγίξεις αγόγγυστα,
την αβουλία των ανθρώπων.
Ταξιδευτής του ονείρου,
που σαν πραγματώθηκε,
ανακάλυψες την τέχνη της ζωής
κι άφησες να κυλήσουν από μέσα του
η ομορφιά και η αγάπη.
Κάθε σκέψη σου κι ένα συναίσθημα
για τα φθαρτά και μάταια,
που προδίδουν την αναισχυντία,
όσων θεώρησαν τη φιλοδοξία αρετή
και πηγή της ευτυχίας..
Όλα άρχισαν από ένα ταξίδι στις ιδέες
κι ο προβληματισμός σου,
τάραξε τους ανθρώπους
με τον κρυμμένο εγωτισμό,
που τεχνηέντως απέκρυψαν,
για να σου δώσουν το «ιδιώνυμο».
Κι εσύ, ο ταξιδευτής της Κρήτης,
μέχρι τ' αγγέλιασμα, άφηνες
έργο ασύγκριτο,
για να τρέφεται η εποχή μας
απ' την εποχή σου!







Εσωτερική Επιταγή
(Στον Παύλο Μελά)

Όνειρο ήταν άραγε ή βούληση της μνήμης;
.....................................
Στρέφομαι στον εαυτό μου,
στην παράδοσή μου στη γη,
που είναι ποτισμένη με αίμα ηρώων,
με το αίμα σου, ανθυπολοχαγέ Μελά ,
και μια εσωτερική επιταγή με καλεί
προσκυνητή του τάφου σου!
Είναι το ίδιο τάχατες το χρέος!
Γιατί η δική σου επιταγή ήταν
να σώσεις, να διασώσεις ,
μια γωνιά της πατρίδας .
Τα βήματά μου αργόσυρτα ,
σε χλωμού μεσημεριού πνοή,
με φέρνουν
κάτω απ' τις γραμμωτές σκιές
των άφυλλων δέντρων,
σε τούτον τον πανίερο τόπο,
εδώ, που χαλύβδωσες τον εαυτό σου
για το χειρότερο !
Ανάταση και λύτρωση η μνήμη σου,
που μπρος μου τώρα ορθώνεται.
Μακροφερμένος προσκυνητής του τάφου σου
στέκομαι για να εκστομίσω χωρίς φόβο:
Ανδρειωμένη λευτεριά του ανδρειωμένου
καθάρια έκφραση του φιλελεύθερου φρονήματος,
μνήμη οδηγητική εις τους αιώνες!







ΧΡΟΝΗΣ ΑΗΔΟΝΙΔΗΣ

Καθώς ανέβαινε ψηλά το στρογγυλό μάτι του φεγγαριού ,η φωνή σου , αργυρόηχη γέμιζε την πλάση κι αντηχούσαν τα κάστρα όπου περπάτησες, σιγοτραγούδησες ,ονειρεύτηκες ,καλλιτεχνική ψυχή, συνεπαρμένη απ' το μεθυστικό άρωμα της φύσης.

Εντυπωσιάστηκα απ' το μεγαλείο σου κι έγραψα στη στιγμή λίγες αράδες ,για να ακούσω πιότερο τη σκέψη μου ,τη φωνή μου, την ώρα που η ματιά σου έπεφτε επιβεβαιωτική στον κόσμο που σε αγάπησε, σε τίμησε ,σε δόξασε, κι ο νους σου αγκάλιαζε τη Θράκη ως το Βυζάντιο, την Ελλάδα ,πρεσβευτή της παράδοσης ,ευεργετικό βάλσαμο της ανήσυχης στους καιρούς ψυχής μας!

Στην ερημιά του κόσμου ,αηδονόλαλη φωνή,
σιμώνεις και ηχείς γλυκά στ' αφτιά μου ,
και ζω τις πιο γλυκές στιγμές,
μ' ένα ηχόχρωμα ζεστό,
μ' ένα τραγούδι που μαγεύει την καρδιά μου!

Μες στα σκοτάδια της ψυχής, αργό ξημέρωμα
τα ίχνη της παράδοσης αγγίζω,
νότες δημοτικές, βυζαντινές,
στις αντιθέσεις της ζωής
σημάδι αλάνθαστο να ζω και να ελπίζω!








Ο Έρωτας!

Στην καλοκαιρινή ξαστεριά
σκιρτά μια ψυχή
παρθενική , ασκλάβωτη.
Και τα χέρια γυμνά ,
υψώνονται αργά
στον αστρόφωτο ουρανό.
Αδάμαστος ο έρωτας
ταράζει τις αισθήσεις,
βασανίζει το γαλήνιο πνεύμα
βιάζοντας το δικαίωμα
της ηθικής αυτονομίας.
Όνειρο τα λεπτά χαρακτηριστικά,
αυστηροί οι κανόνες της ζήσης.
Τι φύση απειθάρχητη
μέσα στη μυστηριώδη φύση!
Βασανίζεται η γαληνεμένη συνείδηση
από ακατανόητες σκέψεις ,
που κινούν το λιπόσαρκο σώμα
σε παράτολμη απόφαση.
Αλλά ο πρωτοφανής έρωτας ,
τοξεύει τρυφερές καρδιές
κι ευγενικές υπάρξεις,
ώσπου να κερδίσει την είσοδο
στο πολύπλοκο παιχνίδι ,
που το γεύονται όλοι!








Στο Θανάση Βέγγο
Όλα είναι δρόμος...ατέλειωτος!

, Άλογο ξεκαπίστρωτο που τρέχει στο λιβάδι
που αφρίζει και ιδροκοπά χωρίς σταματημό
έτσι τρέχει κι ο άνθρωπος μες στη μεγάλη οθόνη
φαινόμενο στη χώρα μας μάλλον μοναδικό.

Πολύτροπος ,πολύξερος και περιπετειώδης
του δρόμου του ατέλειωτου δρομέας μανιώδης.
μια μηχανή αυτολίπαντη με καύσεις συνεχείς
ο επιδέξιος σοφέρ της νέας εποχής!

Ψυχή αγνή ,ασκλάβωτη, καρδιά μαλαματένια
φωνή λεπτή λαρυγγική μπάσα και κρυσταλλένια
ο πράκτορας ,ο φαλακρός, στη σκόνη βουτηγμένος
και στης σειρήνας τη βοή καλά εξασκημένος.

Απ΄την επιθεώρηση μέχρι την κωμωδία
Και ξέχωρα σε καθεμιά ελληνική ταινία
Μηνύματα αγωνιστικά, μας στέλνει συνεχώς
Κι αφήνει να εννοηθεί το « πρόσω ολοταχώς»

----------------------------------------------
Ο Ατσίδας, ο 00, Θ.Β και Παλαβιάρης
Όσες φορές και να τις δεις μηνύματα θα πάρεις.
Γιατί είναι ο άνθρωπος που βγάζει την αλήθεια
Πιστεύοντας στο ρόλο του και όχι στη συνήθεια.










Το παρόν μιας άλλης ζωής!
(Στο Νίκο Κακαουνάκη)

Θα είσαι εκεί θητεύοντας σε μια ζωή αλλιώτικη
χωρίς μιζέριες και καημούς και βάσανα
πασχίζοντας ν' αποδιώξεις την -επί γης- αδικία
και στους κλυδωνισμούς θα ρίχνεις άγκυρα,
να σώζεται η δημοσιογραφία!
Γιατί, τόσο που αντιστάθηκες σ 'εκβιασμούς
και απειλές, συμφέροντα ,και προσταγές
σε όλων θα μείνεις τις καρδιές,
και θάχουμε να λέμε:
ήταν κι ο Νίκος μια φορά
που έκανε τη διαφορά!
Κι όμως έφυγες
για να δημιουργείς σε κόσμο άλλον
που το κοινό μυαλό δε συλλαμβάνει,
παρών δυναμικό σε μια ζωή,
που με τ' ανθρώπινα δεν έχει πια να κάνει!
Και όταν θάρθουμε κι εμείς από το παρελθόν
οι μαχητές, οι ευφάνταστοι, οι διορατικοί,
θα μας θωρείς περίεργα, αγνώριστους σχεδόν,
Γιατί σε χρόνο άχρονο έχεις ήδη ταχθεί.






Κίρκη Έβρου

Αιώνες τώρα ζεις σ' ένα ξέφωτο
όπως η ομώνυμη Νύμφη
και μαγεύεις τους περαστικούς
την ώρα που προβάλλεις
στο τέλος του φιδωτού δρόμου.

Αναδύεσαι από το πράσινο,
από γλυκές, πολυποίκιλες αποχρώσεις
και υψώνεσαι ,περήφανο χωριό,
ν' ανταμώσεις τα σύννεφα,
να παίξεις με τις ηλιαχτίδες,
με τις στάλες της βροχής ,
με το χαριτωμένο κελάρυσμα
των ρυακιών, με τους ανθρώπους!

Αιώνες τώρα, η θέρμη των χεριών σου
αγκαλιάζει τους αλλοστρατημένους,
τους πλανεμένους απ' το γκρίζο των πόλεων,
τα παιδιά σου, που έφυγαν αλλά δεν ξέχασαν
την αθώα λαμπράδα των ημερών σου!

Κίρκη, δόξα της σκέψης μου,
ελπίδα κι όνειρο της ταραγμένης μου ζωής,
καταφύγιό μου ,ένα γλυκό μαγιάτικο πρωινό,
σκέψη κι απαντοχή, λάμψη ασημένιου φεγγαριού.
Κίρκη, όπως και να σε ονομάσω
περπατάς με τις αναμνήσεις μου,
παλεύεις να σωθείς στην απληστία των καιρών,
κρύβοντας την παράδοση και την αγάπη
των προγόνων μου!






Αναζήτηση

Απέναντί μου το κράτος
που υπάρχει και δεν υπάρχει!
Δεν υπάρχει
γιατί ως πολίτης
προσφεύγω εκεί
που μου λένε
"περάστε αύριο".
Απέναντί μου οι άνθρωποι
που υπάρχουν και δεν υπάρχουν!
Δεν υπάρχουν
γιατί ως συνάνθρωπος
προσφεύγω σ' αυτούς
και μου λένε:
"δεν σε ξέρω"!
Απέναντί μου ο εαυτός μου
που υπάρχει και δεν υπάρχει!
Δεν υπάρχει
γιατί μέσα απ' τον καθρέφτη
πώς ν' απλώσει το χέρι.!
Απέναντί μου υπάρχει το ποίημα
Αυτό θα υπάρχει
Για να μου ψιθυρίζει:
"Ό,τι υπάρχει ,αγγίζει
Την ανθρώπινη ψυχή"!






Γυναίκες αγωνίστριες
(Για την Έλλη Παππά)

Τα βήματά σου αργά , μελαγχολικά
σ΄ έφεραν ως εδώ,
αποκαμωμένη απ' τους αγώνες σου,
οδηγημένη από το όραμα της ελεύθερης πατρίδας!
Κι αγνάντεψες έναν κόσμο
που κινδυνεύει να εκραγεί,
γιατί, σαν κόπασαν τα μίση,
περίσσεψε η απληστία,
και επιτήδειοι με στρατιώτες τα συμφέροντα,
πολεμούν να νικήσουν το πνεύμα εκείνων
που αντιμάχονται τον πλούτο!
Ελλάδα των Ελλήνων της Έλλης!
Έλλη των Ελλήνων της Ελλάδας!
Ποια νάσαι άραγε εσύ που διαδηλώνεις,
εσύ, που πήρες τη ζωή στα σοβαρά,
θύμα ,στα θύματα ενός θύτη
που υπονόμευσε τα θεμέλια της πατρίδας,
των ανθρώπων της,
της ανθρωπότητας !
Η βία το καταφύγιό του
σ' έναν κόσμο
που δεν ακολουθεί τα βήματά σου,
σα γράφεις συνθήματα, στίχους,
ειρμούς μέσα στα δύσκολα.
Όλες οι σοφιστείες, των εγκεφαλικών
τάχα ανθρώπων, έρχονται στο μυαλό σου
ατόφιες σαν και τώρα που μιλάς για το παρελθόν!
Τι να σκεφτώ!
Την τύχη σου που σ' έφερε μπροστά στη σύλληψη,
στη φυλακή,
αλλά άξιζε ,γιατί κυοφορούσες μια ζωή,
σε πείσμα της κατάρας που δεν έλεγε να σβήσει.
Και τώρα να,
27-10-2009
διαβάζω το όνομά σου στην εφημερίδα
ως παρελθόν ,ως ανίκητο παρελθόν,
που δε θα σβήσει,
γιατί του ονείρου σου η φλόγα
υψώθηκε νωρίς πάνω απ' τα κεφάλια των αδίστακτων,
φώτισε τον ουρανό ,και φωτίστηκε το άστρο σου,
που αιώνες θα κινείται
στην ίδια τροχιά της νίκης και της ελπίδας
μέσα απ' το επέκεινα ,μέσα απ' τα λόγια μας ,
που θα μιλούν για σένα:
"Όμορφη η ζωή μα και αφόρητη
όταν την κοιτάξεις κατάματα
με τα όχι και τα μη
που σε κάνουν περίεργο, σχεδόν καχύποπτο
απέναντι στο ίδιο το όνειρό σου ,
καχύποπτο στην αυθεντία
που θέλει την καταπίεση
ως μέσο ανάδειξης της ικανότητας
να εξουσιάζει".
Έτσι δάμασες τα δύσκολα ,τις δήθεν αυθεντίες
ορμήνεψες τους αλλοστρατημένους
και μας έφερες ως εκεί
που χαράζει η ελευθερία,
που φωτίζει άπλετα ο ήλιος,
που οι λαοί καταλαβαίνουν τι θα πει αυτό που έλεγες:
"κοινωνικοπολιτική χειραφέτηση"!






Ανθρώπων έργα

Γράφουν πολλά και ταιριαστά
Οι άνθρωποι
Λευκές σελίδες τις γεμίζουν με μελάνι
Και ήρωές τους είναι αυτοί,
Οι λιγοστοί
Που λένε η ζωή πολλά τούς κάνει.

. Και πολεμούν,πασχίζουν,απειλούν
Σα θέατρο
Να κλείσουν τις πληγές αντιπαλεύουν
Αγώνας άνισος ,σκληρός,
Οι δυστυχείς
Τι θέλουν τώρα νάβρουν, τι γυρεύουν!

Ανθρώπων έργα εδώ κι εκεί περίπλοκα
Πονήματα
Πλάνη στους δρόμους της καρδιάς, απελπισία
Γραμμένα άπειρες φορές
Κακότυχοι
Μια λύση θεωρούν την επαιτεία

Τι ωφελούν και τα γραπτά ,οι λόγοι
Οι φανφάρες
Παρηγοριάς φιλί, της φτώχειας λύση
Μια κοινωνία δύσκολη,σκληρή
Άπονη
Ποιος θα τους βγάλει άραγε απ'την κρίση!






Η ΠΟΙΗΣΗ ΕΙΝΑΙ ΔΟΚΙΜΑΣΙΑ

Έκανα κάποιες δοκιμές να γράψω στίχους
τους έσβηνα και πάλι απ' την αρχή.
Δεν είναι ίσως ο καιρός για μύθους
τους ποιητές τους έχουν λένε βαρεθεί!

Όμως επέμενα να γράφω,
κάτι κι εγώ στο τέλος νάχω.

Έτσι, συνέχισα να φτιάχνω στίχους ,
και μερικούς τους κράτησα εδώ,
σ 'ένα βιβλίο δοκιμών πολύ μεγάλο
μια συλλογή που ίσως χρειαστώ.

Κι έτσι συνέχισα να γράφω
κάτι κι εγώ στο τέλος νάχω

Σήμερα που το σκέφτομαι απορώ
ώρες ατέλειωτες σκυμμένος,
τι στα ποιήματα ήθελα να πω
το πέτυχα ή βρέθηκα χαμένος;
Και λέω ναι σε μια γραφή
που σίγουρα με συγκινεί
σ' αυτές τις γκρίζες εποχές
κάτι να έχω απ' το χθες!






Φοβάμαι
(για τους πρόσφυγες ,όπου γης)

Κάθομαι στ' ακροθαλάσσι μόνος.
Καταλαβαίνω τη μοναξιά μου
όταν σωπαίνουν τα κύματα,
όταν τα γλαροπούλια φεύγουν
πέρα μακριά,
ακολουθώντας το τελευταίο πλοίο!
Αύριο πάλι!
Κάθομαι στο παράθυρο
ώσπου η νύχτα ν' απλωθεί
ώσπου να διακρίνω τα φύλλα
που ανεμισμένα
χορεύουν στο σούρουπο.
Κάθομαι στο κρεβάτι ,
ο αγέρας ροκανάει την πόρτα
που αντιστέκεται.
Δε θα κοιμηθώ ,φοβάμαι.
Φοβάμαι τη μνήμη
που άθελά μου θα μ' εύρει
και θα ροκανίσει με τη σειρά της
τα φθαρμένα μου όνειρα!
Κι αν κοιμηθώ, φοβάμαι.
Φοβάμαι τα όνειρα,
τις ταινίες μικρού μήκους,
συνάφεια της μέρας μου
που μου δίνουνε σενάριο,
σενάριο της μοναξιάς
να με πηγαίνει
καλπάζοντας,πού άραγε
στην κατάντια των ανθρώπων!






Μνήμης λόγια
(Για τον Αλέξη Γρηγορόπουλο )

Μέχρι χθες περπατούσες στους δρόμους,
με παιδιάστικο βλέμμα και χάρη .
Ποιος να το' λεγε αλήθεια, καλό μου,
πως μια σφαίρα ψηλά θα σε πάρει!
Και θα φύγεις απ' τον κόσμο που ξέρει,
μ' ένα όπλο μονάχα στο χέρι,
να ρημάζει της μάνας τη γέννα ,
να σκοτώνει παιδιά σαν κι εσένα!
Μέχρι χθες, σου ψιθύριζα λόγια ,
συμβουλές ,ιστορίες ,τραγούδια!
Και το δρόμο, σού έδειχνα φως μου ,
τον γεμάτο χαρές και λουλούδια.
Όλα τώρα γκρεμίστηκαν, πάνε,
των ματιών σου το χρώμα χαμένο,
τι να πω στα παιδιά που ρωτάνε
αν της μοίρας σου ήταν γραμμένο;
Τι να πω, στην παρέα που σ' έχασε
και στους φίλους που ήρθαν απόψε ;
Είναι ψεύτικη τούτη η ζωή ,
κάθε ελπίδα και όνειρο κόψε;
Για τη μνήμη σου μόνο θα πω ,
η ζωή είναι μεστή και ωραία
Και οι φαύλοι γνωρίζουνε πώς,
αργοσβήνει στα μάτια το φώς .






Αμαλία Φλέμιγκ.
Σου μιλώ.

Το άστρο της γέννησής σου φωτίστηκε
απ' τον ήλιο της Ανατολής
που ανέβαινε σιγά το Βόσπορο.
Κι από τότε όλα άλλαξαν
γιατί δεν έστειλες στις καλένδες
τα όνειρά σου.
Επέμενες και τα πραγματοποίησες!
Δεν ενστερνίστηκες την αστική ευτυχία
γιατί δεν αγάπησες την ύλη.
Ιχνογράφησες τη μοίρα σου
παρατηρώντας ζωντανούς οργανισμούς.
Κι όταν ήρθε η ώρα , η καρδιά σου σκίρτησε
στο ζωντανό μύθο ,Αλέξανδρος Φλέμιγκ,
όταν εκείνος σου 'πλεξε εγκώμιο αγάπης!
Κι όσο η ανθρωπότητα κλυδωνιζόταν
από τη θέρμη των μικροβίων
αντιπάλευες να σώσεις ψυχές
με τη δύναμη του καθαρού νου
με τη μαγεία του λόγου σου.
Και κατάφερες με αγώνες,
να θητεύσουν οι άνθρωποι
στη λευτεριά.
Ανυστερόβουλη η εφαρμογή της γνώσης,
πληθωρική η αγκαλιά σου!
Κι η απλοχεριά σου
που σώζει σήμερα ζωές,
στο επέκεινα
δικαίως σε ανταμείβει!






Αμαλία Φλέμιγκ
Υπέροχη ψυχή!

Έζησες τις μεγάλες ώρες ενός αιώνα
που η θύμησή του με ταράζει.
Πολίτισσα ,τα βήματά σου, σε ταξίδεψαν
στην Ευρώπη για ν' αποδώσεις,
σκυμμένη στο μικροσκόπιο,
την αγάπη της επιστήμης σου
στον άνθρωπο.
Φως στο σκοτάδι, χαρά στη λύπη
των φτωχών και ανήμπορων,
μέσα από ατέλειωτες προσπάθειες
ανίχνευσης του τρόπου
που μετριάζει τον πόνο
και γεμίζει ελπίδα τα υγρά μάτια
εκείνων, που απέλπιδες
έμαθαν να λένε:
"είμαστε χαμένοι"!
Απέραντο το μεγαλείο σου,
ένιωσες βαθιά μέσα σου την αγάπη
που γεννά η ειρήνη.
Ονειρεύτηκες ελεύθερη την Ελλάδα
και με μεγαλοσύνη
επιβεβαίωνες το πορτρέτο
της γυναίκας
που σ' ένα κόσμο αβέβαιο, ενέπνεε
με το ανυποχώρητο, και το ακλόνητο
του χαρακτήρα της.
Τούτη την ώρα στοχάζομαι
την ευγένεια των αισθημάτων σου
και υποκλίνομαι στους κοινωνικούς σου αγώνες,
στο πάθος σου για την ελευθερία,
στα οράματά σου που θα δείχνουν
τον χαρισματικό άνθρωπο!






Αμαλία Φλέμιγκ: Προφίλ

Ήρθες στην πιο κατάλληλη στιγμή
κι ακούμπησες το είναι μου
έτσι καθώς έπεφτε η ματιά μου
στο ωραίο προφίλ της ωριμότητάς σου!
Κι ο ρυθμικός θόρυβος των τροχών
συνόδευε τη σκέψη μου,
στο ταξίδι που δε θα' μενα μόνη
γιατί ήσουν εκεί σαν όνειρο,
κοιτάζοντας επίμονα στο μικροσκόπιό σου.
Άπλωσα το χέρι μου ν΄ αγγίξω τη μορφή σου,
να αισθανθώ το μεγαλείο σου
σα ν' ακουμπούσα αλήθεια ,το ουράνιο τόξο
κι οι σκέψεις μου έτρεχαν πιο γρήγορα
απ' την ταχύτητα του τρένου,
που με πήγαινε στην ομιλία του Αντρέα.
Κι όπως ξεθώριαζε η πραγματικότητα
μακριά απ 'τον κόσμο
υπέροχη ψυχή ,το προφίλ σου
γιγάντωνε τον πόθο μου
να εντρυφήσω στις αράδες,
που παιχνιδίζοντας καταμαρτυρούσαν
τη μεγαλοπρέπεια της γυναίκας
που οι καταβολές της
την έφεραν ως εκεί, ν' ανακαλύψει
στο δάσος το άφυλλο δέντρο,
να φωτίσει το μουντό τοπίο
του κόσμου, που χειραγωγημένος
από χρονίζουσες ασθένειες
έχανε τον ήλιο απ' τα μάτια του.






Το Χρέος

Κρατάω ακόμα το χρέος στο χέρι
Και σε διαβάζω ουράνιο αστέρι
Τόσα που έγραψες για ανθρώπων πάθη
Πρέπει ο καθένας να δει και να μάθει.
Πόσες θυσίες πόσοι καημοί
Πόσα παθήματα και στεναγμοί
Για μία θέση στου ήλιου το φως
Σε μίσησ 'ακόμα κι ο αδελφός
Που στο σκοτάδι έφερες φως.!
Θείο το βλέμμα σου, πώς με καρφώνει
Μου δίνει λύση απ' την οθόνη
Το χρέος είναι όσο μπορώ
Να βγάλω ανθρώπους απ' το χορό,
Της εκμετάλλευσης και της σιωπής
Και της ιώβειας υπομονής!
Σε χρόνια δύσκολα έχουμε φτάσει
Κι ένας τον άλλο πάει να δικάσει
Για μία θέση στου ήλιου το φως
Έπεσε πάνω σου ένας λαός
Που πόρτες γύρω βρίσκει κλειστές
Κι είναι οι τσέπες άδειες κι αυτές.
Γι αυτό κρατάω το χρέος στο χέρι
Σαν σε διαβάζω ουράνιο αστέρι!
Είπες και έγραψες πώς στη ζωή
Στην πάλη ο ένας υποχωρεί
Αυτός που έδρεψε άλλων καρπούς
Και οδηγήθηκε σε ατραπούς
Στενές περίεργες και σκοτεινές
Με μόνη τύχη τις φυλακές
Εσύ θα μείνεις και θα γυρεύεις
Νέους αγώνες για να παλεύεις
Όλους εκείνους που κυνηγούν
Χωρίς καθόλου να ωχριούν
Χρήμα και ψέμα και αδικία
Τις τύχες του κόσμου στην κοινωνία!.






Οι πνευματικοί άνθρωποι

Γεμίσαμε απορίες κι ερωτήματα
Υψώθηκαν τριγύρω μας προβλήματα
Αιθεροβάμονες πετάμε
Χωρίς να ξέρουμε
Πού πάμε.

Ισχυρογνώμονες συνάμα κι αφελείς
Στο όνομα μιας δήθεν προκοπής
Κάναμε πέρα εκείνους
Που μπορούν
Με γνώση τη γροθιά τους
Να χτυπούν.

Αρπάξαμε την ύλη απ' τα μαλλιά
Κι ορμήσαμε με τόση αποκοτιά
Μας βόλεψε για λίγο
Η σιωπή
Το έτσι θέλω
Μέσα στη ζωή.

Τώρα τα λάθη μας γυρνάμε και μετράμε
Και θέλουμε τη γνώση των σοφών
Που τους καλούμε απεγνωσμένα
Να μας σώσουν
Και χέρι σωτηρίας
Να μας δώσουν.







Πολιτική Σκέψη

Δοκίμασαν να σε κλείσουν σε συρτάρια
εκείνοι που πίστεψαν πως σε κατείχαν πραγματικά,
μα λάθεψαν ,γιατί εσύ είσαι πάντα παρούσα,
δοκιμάζεσαι καθημερινά και βελτιώνεσαι
-έτσι στ' αλήθεια πρέπει !
Δοκίμασαν να σε βάλουν σε παλάτια
εκείνοι που τάχα σ' εξαγόρασαν ,
μα το πνεύμα αντιμάχεται το σκοτάδι ,
τους μύκητες του άφεγγου χώρου,
γιατί τρέφεται απ' του ήλιου το φως !
Κι εγώ "θαύμασα" τις απολιθωμένες συνειδήσεις τους ,
τις "θυσίες" τους,
κι απόρησα με την αδηφάγο επιμονή τους
να μας περάσουν για αγροίκους!
Κι αν ήταν ρήτορες με έπαρση,
ένα σημάδι μόνο στο χάρτη των ιδιοτήτων τους,
της σκέψης της πολιτικής αμέτοχοι αποδείχτηκαν
και η ηθελημένη σύζευξη ,τους έβαλε στην άκρη.
Κι όσοι σε φιλοξένησαν στο νου και στην καρδιά
Πηγαίο αίσθημα αγάπης και ευθύνης
Σε ύψωσαν ψηλά καστρόπορτα
Στη δεινή κρίση του καιρού μας
Στις τόσες απλωμένες εκκρεμότητες,
Χωρίς τεχνάσματα ρητορικά χωρίς εξάρσεις.
Πολιτική σκέψη ,οι αρετές σου είναι πολλές
κρυστάλλινη, σχεδόν διάφανη,
δοκιμάζεσαι καθημερινά κι αντέχεις
για να σώσεις έναν λαό, τους λαούς
από συμπλέγματα κατωτερότητας
τώρα που οι κριτές είναι πολλοί
και οι κραδασμοί της ψυχής μας αμέτρητοι.






Αλέξανδρος Γ' ο Μακεδών

Ήτανε κάποτε στη γη μας ,
πίσω σε δύσκολους καιρούς
ο Αλέξανδρος ο Μακεδόνας
που κατατρόπωνε λαούς...
Ο ήλιος, ο φιλόσοφος ,
άνθρωπος κι υπεράνθρωπος!
Ο μέγας ελευθερωτής
της κάθε υπόδουλης ζωής.

Κι έχουμε σήμερα να λέμε
μύθους κι αλήθειες
και να κλαίμε, να γελάμε
κι ό,τι άλλο αγαπάμε.
Θράκη, Ελλήσποντος, και Τροία
Γρανικός, Γόρδιο, Ισσός,
Συρία, Φοινίκη ,Παλαιστίνη, Αίγυπτος
Βαβυλώνα...
"παις Διός" επέρασε
και νέες πόλεις έχτισε!

Ο Μέγιστος πάντων των θνητών
με όπλο τον πολιτισμό
και την ελπίδα,
στο ιερό του Άμμωνος
προσκύνησε ,
στην όαση της Σίβα.

Και έφυγε απ'τη ζωή
χωρίς να επιβεβαιωθεί
πού η ταφή εγίνη
για να ερίζουν εφεξής
οι άνθρωποι της γης αυτής
ποιο χώμα τον εσκέπασε
το σώμα του
πού κείτεται.
Γιατί και μετά θάνατον
προσφέρει στην καρδιά μας,
το έργο του το ηρωικό
πλουτίζει τα όνειρά μας
Και μας ωθεί πέρα μακριά
Πνεύμα συνεργασίας
Στους φάρους του πολιτισμού
Στις ράχες της Ασίας

Εσάς , εμάς, η ανάμνηση
γλυκά μας συντροφεύει
και μες τα πλάτη όλης της γης
Αλέξανδρο, γυρεύει.






Μετανάστης

Στο περιθώριο της ανθρωπότητας
παρωχημένο ακούγεται το όνομά μου,
θύμα μιας άβολης ζωής
εκτός έδρας, βαρύ το πέρασμά μου.
Μετανάστης! Μοναχικός αγωνιστής
στη δίνη της δοκιμασίας
ρόλος σε έργο υπαρκτός
πολιτικής αβελτηρίας.
Στο περιθώριο της ανθρωπότητας
παράδοξα παγιδευμένος
βαριές, ατέλειωτες δουλειές
ο τελευταίος κι ο ριγμένος.
Μετανάστης! Εργάτης, βιοπαλαιστής
τάχα σε γη επαγγελίας
πολίτης κι όχι μέτοικος
λόγια σαθρά της εξουσίας.
Η γη ,δική σου και δική μας
δύσκολη η επιστροφή μας
όλοι το ίδιο, συντοπίτες
Και όχι θύματα και θύτες.

Για όλους τους μετανάστες
Με αγάπη

05.04.2006






Δράκοι και στοιχειά...
η αλαζονεία καταστρέφει την ομορφιά της ζωής
ο ξερόλας αντιμάχεται τον σοφό...τα αποτελέσματα,
άμεσα και ορατά


Όπως λεν τα παραμύθια μια φορά κι έναν καιρό
Έναν γέροντα σοφό τον επήρε το νερό
Του ξερού του ποταμιού, που όταν ήρθε η καταιγίδα
Μήτε ξέρω, μήτε είδα
Tι εγίνηκε ο σοφός,
Που τον άκουγε ο λαός ,σαν καθόταν στη σειρά ,
Γυναίκες άντρες και παιδιά.
Προκαλούνε λένε άλλοι της γλυκιάς φύσης τα κάλη!
Μα συνάμα ελκυστικός γίνεται κι ο ουρανός ,
Μαύρος, μαύρος στη βροχή ,στην ολόφωτη αστραπή,
Με τους κεραυνούς να οργώνουν την κατάξερή μας γη.
Κι ήρθαν πέρασαν τα χρόνια, ήρθαν έφυγαν σοφοί
που μας μίλησαν κι αυτοί ,
για ανθρώπους καταιγίδες, που σαρώσαν μονομιάς,
όσα ξάφνου βουληθήκαν, στη σκιά της μοναξιάς!
Είπαν ,έλκονται οι ανθρώποι από δράκους φοβερούς
Και από τα παραμύθια ας τους κάνω αληθινούς.
Σ' ένα θέατρο πολέμου θα μαζέψω τους πολλούς,
Για να μάθουν να φοβούνται οι μικροί τους δυνατούς.
Θα σκορπίσω και στοιχειά τα πιο πονηρά μυαλά
Σαστισμένοι να κοιτούν ,όσοι θέλουν να κρυφτούν
Γιατί το μυαλό του ανθρώπου
Παραφρόνησε επί τόπου
Και φαντάστηκε με μιας, πως θ' αλλάξει ο ντουνιάς...







Όταν

Όταν κηρύττεις τον, επί γης, Παράδεισο
ενέχει κινδύνους περισσούς
όπως η ακολουθία της διάψευσης,
των διαψεύσεων!

Τότε ο κόσμος αφήνεται στην πλάνη
εκείνου, που όρισε ως σκοπό του
να χτίζει τα μισογκρεμισμένα οικοδομήματα.,
να αιχμαλωτίζει το είναι μας ,
να ελαχιστοποιεί ή να μηδενίζει
τις μεταρρυθμιστικές μας δυνατότητες,
και το τέλος πλησιάζει!

Όταν κηρύττεις την αλλαγή
επιβάλλεται να γκρεμίσεις
τις ανισορροπίες,
να αναδείξεις τον άνθρωπο
και μπροστά στο υποβαθμισμένο παρελθόν
να προτάξεις τον συνειδητοποιημένο πολίτη,
εκείνον που ξέρει ότι
αυτός που ορίζει την αξία του ατόμου,
αντιμάχεται την υποκρισία,
τον αυταρχισμό,
και υπερμάχεται τη δημοκρατία.






Οι Δρόμοι

Μαύρη ράχη, σκληρή
Πυρακτωμένη στο κατακαλόκαιρο
Υπομένει
Την πίεση των βαριών τροχοφόρων
Και διαλέγεται
Με σιδερένιες κατασκευές
Που χρόνια κουβαλούν
Τις άψυχες δημιουργίες
Εκείνων
Που θάρρεψαν
Πως η ύλη είναι το παν.
Μαύρη ράχη σκληρή
Παγωμένη στο καταχείμωνο
Κι η ματιά σου την ακολουθεί
Πιστά
Με περιορισμένες εξαιρέσεις
Οδεύοντας στον τόπο
Που ο νους βουλήθηκε να συναντήσει..
Όλοι οι δρόμοι
Με τις μαύρες ράχες
Μαζί μας, γράφουν
Την ιστορία
Και δίνουν νόημα στα ταξίδια μας.






Πίνοντας

Ένα ποτήρι κρασί
Γεύση σε κόκκινα χείλη
Λαμπερά στην αρχή
Στην δοκιμή την πρώτη.
Κι όταν δυο δάχτυλα μένει
Κοιτάζω επίμονα
Στο ίδιο ποτήρι
Ένα περίεργο ολόγιομου φεγγαριού
Που φοβάμαι πια
Ν 'αγγίξω την καλλιτεχνία του!
Ω, τι δύναμη έχει,
Πώς στροβιλίζει το νου
Στου καιρού τα γυρίσματα
Που θυμάσαι και δε θυμάσαι
Και θέλεις να το πιείς μονορούφι
Για να μην προκαλεί
Την υποψιασμένη ματιά σου
Τούτο το ιδιαίτερο περιεχόμενο
Του γλυκοθώρητου
Κρυστάλλινου
Ποτηριού.







Σαμοθράκης παράπλους.

Ένα άγαλμα μόνο έφτασε να αναδείξει
το όνομά σου!
Το παν ήταν η "σύλληψη" της ιδέας
και άθελά του ταξίδεψε ως το Λούβρο
καταπονημένο απ' την ανευλόγητη πράξη!
Αρχήθεν,
μεγάτιμη σήκωσε η Νίκη το ανάστημά της
και χαιρέτησε τους επισκέπτες
με την επιτηδευμένη, ανάλαφρη κίνηση
που τις προσέδωσε ο καλλιτέχνης.
Κι εγώ παραπλέοντας τις ακρογιαλιές σου
θα δω πάλι τις Νηρηίδες
με ξέπλεκα μαλλιά
να αναδύονται ,παυσίλυπες
με σμιλευμένα κορμιά
στραμμένα στις αλάξευτες ακρώρειες
την ώρα του σούρουπου
όταν θα εκλείψει
κι ο τελευταίος παφλασμός
των κυμάτων.
Και οι ντερτιλήδες ,
στης νύχτας το ξαστέρωμα
χορό θα σύρουν,
περήφανοι για τη δόξα
της παρουσίας του ονόματος,
του απόντος αγάλματος
στην πολύβλαστη γη!







Συνένοχη Σιωπή

Σιωπή πάλι σιωπή
Να ξεγελάσω προσπαθώ
Τη δύσκολη ζωή μου!

Τρομάζω σα συλλογιστώ
Τα σφάλματά μου τα πολλά
Πονάει η ψυχή μου!

Και η ενοχή μου με καλεί
Να βγω και να μιλήσω,
Να ακούσουν όλοι
Πως στη γη ,ό τι δε λύνεις
Στη στιγμή
Μέχρι θανάτου ακολουθεί,
Και στα δυο βήματα μπροστά
Ένα σε φέρνει πίσω!







Η βεντάλια

Ορθάνοιχτη στις εκατόν ογδόντα μοίρες
τόσο που δεν παίρνει άλλο
ανάμεσα στα δάχτυλα
του δεξιού χεριού
με τον αντίχειρα
να ορίζει μόνιμα
το πλάτος της ταλάντωσης!
Κόκκινο κίτρινο, πράσινο
ο έρωτας ,η ζωή ,η ελπίδα
αντιφεγγίζουν στο σώμα της,
ανακουφίζοντας τα ρόδινα μάγουλα
νεαρής γυναικός,
εργαλείο και καταφυγή
μιας αμήχανης
πλην όμως ενδιαφέρουσας κατάστασης!
Ύφασμα, χαρτί, ξύλο
με παραστάσεις, που στο άπλωμά της
αναδεικνύουν
μια νότα ευχάριστη στα μάτια σου
που πάνε να συναντήσουν τη ματιά της,
όταν επίμονα κι αριστοτεχνικά σε κοιτάζει!







Καλάβρυτα
Βλέπε σελ. "το Ολοκαύτωμα των Καλαβρύτων"

Οι καμπάνες του όρθρου
σήμαναν εκείνο το πρωί
το τέλος του ονείρου!
Κι όταν κοιμήθηκαν οι άνεμοι
δεν έφταναν στ' αφτιά μου
χαρούμενες φωνές απ' τα Καλάβρυτα
γιατί ο χάροντας τις έκανε δικές του!
Καλάβρυτα,
πεδίο εκτελέσεων η ράχη σας
που έγειρε πονεμένη
και δεν μπόρεσε να δει
παρά τ' αποσταμένο φεγγάρι
στην παγωμένη νυχτιά
Κύριε,
Σώσον ημάς!







Ακριβή μου φίλη
(για την Τριάδα Καραφυλλούδη
που έφυγε νωρίς από τον κόσμο τούτο
σε αεροπορικό δυστύχημα στα Πιέρια όρη)


Ακόμα ηχεί στ' αφτιά μου
το γέλιο σου
ακριβή νιότη που χάθηκες
στων Πιερίων τις κορφές.
ακόμα ταράζεις τον ύπνο μου
υπέροχη ψυχή,
στου ονείρου τις στροφές.
Κι όπως άλλοι πολλοί
στου καιρού τα γυρίσματα
ήρθαν, φύγαν,
έτσι πήγες και συ
σ' ουρανού αγκαλιές
σαν ανοίγαν.
Ακόμα ηχούν στ 'αφτιά μου
τα λόγια σου
ακριβή μου φίλη ,
που πέταξες
στων Μακαρίων τις σκηνές
ακόμα ταράζεις το είναι μου
τη ζωή μου, τη ζήση μου
Σα να έφυγες χτες!







Συλλογισμοί.

Εγώ και συ μες στον κόσμο βουβοί
προχωράμε
στο κακό που περίσσεψε,
στο παιδί που μας μίσησε
δε μιλάμε.

Τι να πεις ,τι να πω τώρα πια
σε δυο μάτια γλυκά απορημένα
τι να πεις τι να πω τώρα πια
σε ανθρώπους που ζουν στερημένα;

Εγώ κι εσύ μες στον κόσμο βουβοί
προχωράμε
για χαρές που λιγόστεψαν
για αγάπες που σκόρπισαν
δε μιλάμε.

Τι να πεις ,τι να πω τώρα πια
μοναξιά και σκοτάδι η ζωή μας
αργά βήματα μας πάνε μπροστά
μα πίσω απομένει η ψυχή μας!







ΑΚΚΙΖΟΜΕΝΟΙ*

Ψυχική ταραχή ,
Αισθηματική κρίση,
Έρωτας, θάνατος, πένθος,
Ταιριαστά σε όλους!
Γιατί;
Απανθρωπιά, άρωμα πολέμου,
Φιλοδοξίες με πολλή ματαιοδοξία!
Γιατί;
Παγκοσμιοποίηση, τεχνοκρατία,
Ζόφος γύρω, απόγνωση,
Πάλι τα ίδια, χρόνια τώρα τα ίδια!
Γιατί;
Κι οι ποιητές, τι κάνουν,
Γράφουν ;
Γράφουν. Αλίμονο αν δε γράφανε!
Έστω, με τρεμάμενο χέρι
Καυτό,
Σαν τις πυρακτωμένες πέτρες
Το κατακαλόκαιρο,
Και με καρδιά μαραμένη
Γιατί οι ψυχές απ' όλους
Λησμονήθηκαν,
Γιατί στη βολεμένη μας ζωή
Δεν αφουγκραστήκαμε τις σειρήνες
Κι οι κοινωνίες μας επίπεδες,
Επιπολάζουν στα παράθυρα
Για τη δόξα!
Συνθέτουν, αναλύουν,
Μα πάλι τα ίδια και τα ίδια!
Αισθηματική κρίση
Έρωτας θάνατος, πένθος
Ταιριαστά σε όλους
Γιατί;
Θα το μάθεις άραγε;

** Ακκίζομαι*=καμώνομαι,σκερτσάρω






ΜΠΑΡΜΑΝ

Ο νους στην εντατική εργασία
μάτια ορθάνοιχτα "επί σκοπόν"
χέρια αεικίνητα,
πόδια γυμνασμένα,
σε δύο επί δύο.
Μπάρμαν
άνθρωπος της υπερπροσφοράς,
"σκοτωμένος" απ' τη ρουτίνα
αδιάψευστος μάρτυρας κακών συνηθειών,
έξεων
στον κόσμο της διασκέδασης,
του νεκρού χρόνου,
του δηλωμένου κάματου,
των πολλαπλών συνειδησιακών συγκρούσεων.
Η ρέουσα έγχρωμη ύλη αντικείμενο εργασίας,
πρόκληση δοκιμής,
αγώνας γευσιγνωσίας.
Μπάρμαν
ο καλλιτέχνης, ο ηθοποιός,
ο ζογκλέρ ,ο μεσίτης
στον πόνο της απληστίας,
ο θεραπευτής των συναισθηματικών ασθενειών,
ο γητευτής άγριων ενστίκτων,
ο κρίκος ενός φαύλου κύκλου!







ΠΑΤΡΙΔΑ ΜΟΥ!
(Για τον αξιαγάπητο φίλο Κώστα Δουρίδα ,
το φίλο στον άφιλο τούτο κόσμο, του οποίου οι σκέψεις ,
αναταράσσουν τη μνήμη των νοσταλγών της Ελλάδας του αβασάνιστου χρόνου)


Ελλάδα μου, έφυγα νωρίς
μα πρόλαβα να γευτώ τη γλύκα σου
αυτήν που θαρρώ έχω στα χείλη μου
την αγάπη σου από τη μυριοπόθητη
μεθυστική αγκαλιά σου!
Ελλάδα ,των παιδικών μου χρόνων,
με τα γλυκόφεγγα φεγγάρια
και τις μυριόχρωμες θάλασσες,
που σε τραγουδούν τ'αηδόνια
πριν τη ροδόχρωμη αυγή,
και σε φρουρούν τα νησιά σου,
με το ολόλευκο των σπιτιών
να καθρεφτίζεται
στα πρασινογάλαζα νερά,
όταν ο ήλιος προβάλλει
και πυρόξανθος υψώνεται
για να φωτίσει την πλάση,
να ζεστάνει το φτέρωμα
του αψηλοπετή, κυνηγάρη αετού,
να φανούν τα μαγευτικά ακρογιάλια
κι οι άδεντροι κάμποι, όπου ιδροκοπούν
οι ξωμάχοι και τα ξεκαπίστρωτα άλογα,
οι γυναίκες με τις κροσσωτές μαντίλες
που μαζεύουν τη σοδειά τους.
Ελλάδα ,με προκαλείς ασύγκριτα
μου δίνεις ψυχή, δύναμη ,όραμα ,πίστη
και δραπετεύω στην ποίηση
Για να σου γράφω στίχους!







O κόσμος ένα

Ταξίδια πολλά
στους δρόμους
της γης
κι εγώ περιπατητής
συνοδοιπόρος!
Συνάθροισης εγκώμιον
ο κόσμος ένα!
Όλοι ίδιοι
χωρίς τους νουνεχείς
που απεχθάνονται
ηθελημένα έργα
πλάνητων, καιροσκόπων, άφιλων
Ο κόσμος ένα!
Φέρελπις, αλληλέγγυος
ειρηνιστής, αλτρουιστής
ταξιδευτής!







H Μνήμη

Ένα καράβι που αρμενίζει απ' το Βορρά,
παίρνει του αγέρα την πνοή και τη δροσιά του Πόντου,
για να τη φέρει εδώ σιμά,
στις πληγωμένες τις ψυχές, στις κλειδωμένες τις καρδιές
με το κλειδί του πόνου.

Φέρνει μαζί του και σιωπές, συρτές κραυγές τρομαχτικές,
του κόσμου που δε ρόδισαν ποτέ τα όνειρά του,
παρά μονάχα το κακό ,το μαύρο εκείνο φονικό,
που σήκωσε και έκανε πρόσφυγες τα παιδιά του.

Κι αν περιμένεις κάθε μέρα στο λιμάνι
τον ερχομό του καραβιού από τον Πόντο,
δε θα το δεις ποτέ-ποτέ να φτάνει,
γιατί είναι η μνήμη εκείνη που το κάνει
να έρχεται την ίδια μέρα κάθε χρόνο.

Όμως τα παραμύθια σου ,τους στίχους που τραγούδησες
συνέχισε να λες, γιατί η σιωπή όπως φαίνεται,
δεν είναι πια χρυσός
κι αντίδωρο σε όλα αυτά, εικόνες απ' το χθες,
θάρχονται να σκορπίζουνε μες στο σκοτάδι φως.







Στο Μανόλη Αναγνωστάκη

Σώπασες κι εσύ
που σαν ένοιωσες
το μένος των ανθρώπων,
έγραψες πως οι ποιητές
δεν πρέπει να σωπαίνουν.
Σώπασες κι εσύ
που έταξες στη ζωή σου
να μιλάς για το άδικο,
για τον πόνο
που φέρνει ο παραλογισμός,
καθώς τοξεύει ψυχές αθώων!
.Σώπασες ,
γιατί περίσσεψε η αλαζονεία
και έλειψε η ακοή μας.
Έτσι αδιάφοροι
που καταντήσαμε
τι άλλο πια να έλεγες,
Μανόλη Αναγνωστάκη;
Τώρα καθόμαστε
και γράφουμε αράδες,
αράδες πολλές
για την πολύχρονη εμμονή σου
να μοιάσουμε Εκείνου,
που κατ' εικόνα και ομοίωση
μας έστειλε να διαφεντέψουμε
σε τούτον τον πλανήτη.
Πάλεψες με τον άνθρωπο,
που έμαθες να σώζεις
σαν σε καλούσε
στο κρεβάτι του πόνου.
Κι όταν στεκόταν στα πόδια του,
λες και δεν ήταν ο ίδιος,
σε μάζευε στη φυλακή
για να γράφεις:
Μα ποιος με πόνο
θα μιλήσει για όλα αυτά;
Μανόλη Αναγνωστάκη,
Έκανες το καθήκον σου
Κι αν δεν τιθάσευσες
τον παραλογισμό,
ακόνισες τη μνήμη μας,
να σε κρατάει κοντά της.
Κοιμήσου εν ειρήνη.







Σαν τις μέλισσες!

Αγαπάμε τους ανθρώπους
και πάνω στην αγάπη
χτίζουμε τα όνειρά μας.
Αγαπάμε τη ζωή
και ερωτοτροπούμε μαζί της,
όπως η μέλισσα πάνω στον ανθό.
Ρουφάμε το νέκταρ και το κρατάμε
σαν παρακαταθήκη
για τις λεπτές ισορροπίες
που διαγράφονται ανάμεσά μας.
Σαν τις μέλισσες
δουλεύουμε ακατάπαυτα ,
για να έχουμε τόσα
όσα θα μας κάνουν ευτυχισμένους.
Αλλά τον κόπο μας
κάποιος θα βρεθεί να τον κόψει
και η αρχή μιας νέας περιπέτειας
είναι κοντά μας.







Τι άνθρωποι Θεέ μου,τι άνθρωποι!

Ο κόσμος, μια μάζα
κινούμενη σ' ένα χώρο
που πλέον δεν ορίζεται
από κανόνες,
μια πληγή που ολοένα μεγαλώνει
στον γερασμένο πλανήτη!
Κι οι άνθρωποι
με ψυχή, καρδιά και νου
υποτίμησαν την αξία της ζωής
κι έγιναν τετράποδα,
μηρυκάζοντας το δούναι και λαβείν.
Πάτησαν πάνω στο δικαίωμα
κι ανέδειξαν το συμφέρον
σε αριστείο προχωρημένης αναισχυντίας!
Τι άνθρωποι Θεέ μου, τι άνθρωποι!
Κέρδισαν τη γνώση
και την έκλεισαν ερμητικά
ως κληροδότημα για τα παιδιά.
Προτίμησαν ατραπούς σκοτεινές,
που άκοπα οδηγούν
στο βάθρο του κομπασμού
κι ασχημονούν στην κάθε μέρα
χωρίς αιδώ, χωρίς συγγνώμη.
Τι άνθρωποι, Θεέ μου, τι άνθρωποι!
Φόρεσαν μάσκες
και με κρυμμένη όψη
επιζητούν και προσβλέπουν
στο ψωμί του φτωχού,
που δεν κατάφερε
να κρύψει μια μπουκιά,
που δεν έμαθε
να φοβάται
το μειδίαμα εκείνων,
που πλησιάζουν
με το χέρι απλωμένο,
για να υποσχεθούν
τι άλλο,
την καταστροφή!







Το Καταφύγιό μου η Τέχνη

Στέκει ο κιθαρίστας στη γωνία
Όταν τον κόσμο πνίγει η αγωνία,
Στα δάχτυλά του αφημένες οι χορδές
Γλυκά θυμίζουν άλλες εποχές.

Ο πόλεμος, ολόγυρα σιμώνει
Ατμόσφαιρα θανάτου, μας πληγώνει
Κι ο κιθαρίστας πέρα στη γωνία,
Κάνει τον κόσμο να ξεχνά με συγχορδία.

Να ένας τρόπος ,φίλοι, να ξεχνάμε
Τις δύσκολες τις ώρες που περνάμε,
Σαν έχουμε γλυκό απάγκιο όλοι
Της Τέχνης τ' ανεξάντλητο περβόλι.







Τσαντόρ

Έκλεισες τα μάτια σου,
κι όλα τα παλάτια σου
ένα ψέμα!
Το μικρό παράθυρο
μοιάζει σιδερόφραχτο
πια για σένα.
Έκλεισες τα μάτια σου
και το όνειρό σου
πικραμένο!
Σ' έναν κόσμο άδικο
σ' έριξε η τύχη σου
πεπρωμένο,
να πονάς ,να γελάς
όλα ίδια
στο τσαντόρ
ν' ανεμίζουνε
μάτια φρύδια!







Γυναικεία Ύπαρξη (στην Κατερίνα)

Τάχτηκες κι εσύ στον αγώνα εκείνον
που έμελλε
να ικανοποιήσει τα όνειρα
των ονείρων σου!
Αμφίεση απλή, καθημερινή,
πρώτη θέση στο λεωφορείο
της ελπίδας,
με σκέψεις τολμηρές,
προφυλαγμένες
απ' το μαυρόασπρο καπέλο,
επιλογή εκκεντρική,
αντίθεσης στο σύνολο
ή στην ομάδα των έμψυχων
εκείνων, που σκέφτονται
και δε σκέφτονται.
Εσύ, μια ακόμα γυναικεία ύπαρξη
είσαι εδώ
και μάλλον εξισορροπείς
τα κακώς κείμενα,
με τη στάση του σώματός σου
και με την ομιλούσα σιωπή σου!







Της Ξενιτιάς

'Aγριος χειμώνας την πόρτα μου χτυπάει
κι η ξενιτιά πολύβουη
ζαλίζει το μυαλό μου ,
σε σκέφτομαι ώρες πολλές
και ουρανού νεροσυρμές
παίρνουν το λογικό μου.
Κι όπως χαμογελώ
μες στον καθρέφτη μου
και τραγουδώ τη λύπησή μου να ξεχάσω,
λιώνουν τα σπλάχνα μου ,
μαζεύονται, πονούν,
τη θύμησή σου δεν μπορώ να ξεπεράσω.
Κι η κάθε μέρα μου τελειώνει με ευχή:
σε Σένα Κύριε το βλέμμα μου γυρίζω,
φύλαγε το παιδί μου από ψηλά
και 'γω στη δύναμή σου θα ελπίζω.







ΕΡΩΤΙΚΟ 1
(το όνειρο εξάπτει τη φαντασία
ή η φαντασία δημιουργεί το όνειρο;)


Απόψε πήρα συντροφιά
τις σκέψεις μου περιστέρι μου,
και βρήκα όμορφη γωνιά
στο κορμί σου αστέρι μου
να σταθώ να κουρνιάσω για λίγο.
Κι όπως σε συλλογίζομαι παλικάρι μου
την πλανεύτρα ματιά μου, για χάρη μου,
την αφήνω γλυκά να με πάρει να φύγω.
Δυο χέρια δυνατά με τυλίγουνε
και τα χείλη ερωτικά τώρα σμίγουνε
στου μυαλού μου τη σκέψη,
και περνάνε τα βράδια μου μάτια μου ,
περιμένοντας κι όποιος αντέξει!







Εις ώτα μη ακουόντων
(για να σωθεί το περιβάλλον και.. να σώσει κι εμάς!)

Συναντηθήκαμε πάλι ξανά, σε μια γωνιά της γης
για να καταδείξουμε τις προσπάθειές μας
να ακυρώσουμε τα έργα εκείνων,
που σε δύσκολους καιρούς
μόχθησαν παραπάνω
για ανθρωπινότερη ζωή!
Κι όλοι μαζί διατρανώσαμε την ευτυχία μας
που αργοσβήνει στην επιθυμία του κέρδους.
Ώρες ατέλειωτες, ως ιδανικοί ρήτορες
Προτείναμε, όσα δεν πιστεύαμε
και ενθαρρύναμε τους εαυτούς μας
να εκφράσουν κι άλλα πολλά,
εις ώτα μη ακουόντων
Συναντηθήκαμε πάλι ξανά
γιατί πιστεύουμε ότι θα σώσουμε
ό,τι μπορούμε με γνώμονα το συμφέρον
κι ενθαρρύναμε τους εαυτούς μας,
να εκφράσουν την ωδίνη των ανθρώπων
για έργα που προσβλέπουν στην ευμάρεια
μέσω της καταπάτησης του δικαιώματος
όλων των ολιγαρκών,
να πορευτούν με το έχει τους,
να περνάνε καλύτερα απολαμβάνοντας λιγότερα!
Θα συναντηθείτε κι εσείς αύριο,
όχι για τους ίδιους λόγους!
Θα συναντηθείτε ίσως, για να προτείνετε
τρόπους αποφυγής των συναντήσεων.
Άλλωστε, τα μεγάλα έργα
εκ του μακρόθεν επιλύονται
γιατί τ' αποτελέσματά τους
επιβάλλεται
να αγνοούν εκείνους που τα έφεραν.







Ο Εραστής της Θάλασσας
(Στο Νίκο Καββαδία)

Εραστή της θάλασσας,
ποιητή σπουδαίε,
γεύομαι την αλμύρα της
μέσα απ' τα ποιήματά σου,
την ευαισθησία των ναυτικών
μέσα απ' τη βιωματική σου
ποίηση!
Ταξίδεψες,
ερωτεύτηκες
γνώρισες κόσμο
που συνθέτει το έργο σου!
Γεμάτος φως ,πάθος και αλήθεια
η ποίησή σου μετέωρη
μεταξύ ανάμνησης και ζωής
ως το θάνατό σου!







ΜΟΝΑΞΙΑ

Στο χειμωνιάτικο τοπίο
στυφά τα χείλη μου προβάλλουν
παγώνουν στο πολύ το κρύο
ανάσα δε μπορούν να πάρουν.

Απόψε πόσο με πονά
η μοναξιά μου!
Φυλακισμένη απ' το χιονιά
κι από τον κόσμο μακριά
καίνε τα σωθικά μου!

Στο χειμωνιάτικο τοπίο
άσπρο σεντόνι απλωμένο,
το χιόνι που έφτασε νωρίς
κι εγώ, ακόμα περιμένω.

Απόψε πόσο με πονά
η μοναξιά μου,
η λάμπα μου η σκοτεινή,
τ' αστέρια που έχουνε χαθεί,
παγώνουν την καρδιά μου!







ΦΕΥΓΕΙ Η ΖΩΗ

Τα θέλω μου, λιμνάζοντα νερά ,
ρυτιδιασμένα απ'το φύσημα
του αγέρα,
άρχισε η ψυχή μου να γερνά
και σώνεται γοργά
η κάθε μέρα!
Κλείνω τις χούφτες
μη μου φύγει το νερό,
τη διψασμένη μου ζωή
για να ποτίσω,
μα ο χρόνος ανελέητος,
σκληρός,
τα περασμένα
δεν τα φέρνει πίσω!







O κόσμος

Τρία ρήματα, τρεις λέξεις!
αναζητώ, διαπιστώνω, ελπίζω.
Ήθελα να σταθώ στο τρίτο
μα είναι μόνο μια αισιόδοξη κατάληξη.
Γι αυτό ,αναζητώ την έλλειψη
ως αιτία των κακών, ως ενοχή
της απομόνωσης του εγκλεισμού
των πολλαπλών δογμάτων.
Αναζητώ την αρετή ως δηλωτική
της αγάπης, ως ουσιώδη αιτία
ύπαρξης και συνύπαρξης,
ως κατανόηση και αντίληψη
των ανθρωπίνων,
και διαπιστώνω
ότι ο φόβος των πραγμάτων
βασανίζει το νου,
που μας οδηγεί
-χάριν διαφυγής-
στη συνταύτιση,
ότι ο κόσμος είμαστε εμείς!
Και ελπίζω!







Στις μύτες !
(άλλοι καιροί ,άλλα τραγούδια)

Στις μύτες σηκωνόμουνα συχνά
τις πράξεις των μεγάλων να προλάβω
να ανάψω ένα κερί στην εκκλησιά
ή για να φτάσω τον παπά να μεταλάβω.

Στις μύτες περπατούσα μες το σπίτι
τις ώρες που ησύχαζε ο πατέρας
μην ενοχλήσω έναν ύπνο του βαθύ
που τούβγαζε η κούραση της μέρας.

Το δάσκαλο σεβόμουν στο σχολειό
και έξω έβγαινα σχεδόν ακροβατώντας
τρύπια στις μύτες τα παπούτσια μου σχεδόν
για τις συνήθειες που είναι παρελθόν!







ΟΨΟΜΕΘΑ

Αγεώργητη απόμεινε η γη μας
κι οι βαθύβουλοι μας πήραν
την τροφή μας, την τροφή μας
μέσα από τα χέρια μας.

Μεγαληγορούν οι μανδαρίνοι
όποιος δε διαβάζει
τι θα γίνει,
τι θα γίνει η φαρέτρα μας;

Κι από γνώσεις πλείστες όσες
θα μεθάμε
στο τραπέζι καθισμένοι
θα πεινάμε!

Γεωργοί στην τηλεόραση μπροστά,
κτηνοτρόφοι που αφήσανε τ' αρνιά,
διαδήλωση, σημαίες, πανηγύρια ,
εισαγόμενα θα φάμε και σκουπίδια.

Και ο homo canapedicus γνωρίζει
όλο τον κόσμο απ' το σπίτι να γυρίζει!
Διαβάζει εφημερίδα και κρατάει
Στα Lidl ο Rio mare πόσο πάει.

Αγεώργητη απόμεινε η γη του,
ήδη ψάχνει σε κονσέρβες την τροφή του,
κι οι βαθύβουλοι συσκέπτονται δεόντως
πώς στη φύση να γυρίσουν επειγόντως!







Το σπίτι!

Το σπίτι μας,
είχε μια κάποια αρχιτεκτονική
Το σπίτι σας ,τα σπίτια μας!
Κάτι μας βάζαν στο μυαλό
κι απόμενε στη μνήμη.
Τώρα πια σύννεφο σκεπάζει
τις όμορφες αυλές,
τα καφασωτά παράθυρα ,
τους ζεστούς τοίχους
που μεγαλοβδόμαδα ζωντάνευαν
στ' ασβεστοχρώματα..
Τώρα η μνήμη μου ,
σκοντάφτει στα σπίτια ,
που -από κοινού-
επιλέξαμε να ζούμε.
Και το γκρίζο, παγωμένο ,
αφιλόξενο χρώμα τους
το ύψος, που σ' αποκόβει απ' το χώμα
που πετάς και δεν πετάς,
που μετεωρίζεσαι
στο πάνω και στο κάτω.
Τα σπίτια μας, δίχως θέα,
δίχως αρχιτεκτονική,
μας διώχνουν,
κι απεγνωσμένα προσπαθούμε
με μια γλάστρα, ένα κατοικίδιο
να αισθανθούμε άνθρωποι
που έχουμε οράματα,
να φτιάξουμε τι άραγε,
παρά γυάλινους πύργους
για να κρύψουμε την ασχήμια μας.

Όχι όμως και τα φρικτά αισθήματά μας!







Γήπεδα.

Τα σαρώνει η βία!
Τι εποχές!
Βία φραστική
δε θέλω να σκεφτώ.
Η βία με τα χίλια πρόσωπα!
.Κυοφορεί κι άλλες μορφές.
Φοβάμαι.
Η αβελτηρία ,τα σύνδρομα,
τα μεγάλα αφεντικά,
οι αγώνες!
Ομάδες έγχρωμες,
φίλαθλοι,
άραγε με φίλαθλο πνεύμα;
Κ-οπαδοποίηση!
Σ' ένα κομμάτι γης
το θέατρο του πολέμου!
Να αντιτεθούμε
στην κοινωνία του φόβου!
Κι όμως ,δεν υπάρχει πρόθεση







Πλατείες
(ο υδροκεφαλισμός των πόλεων
και η συρρίκνωση των ανοιχτών χώρων)


Είχαν φαίνεται ένα λόγο ύπαρξης
οι χώροι εκείνοι οι ανοιχτοί
στα χωριά και στις πόλεις.
Εκεί μαζεύονταν το πλήθος
σε κάθε ηχηρό προσκλητήριο,
για ν' αφουγκραστεί τα συμβαίνοντα
στην πλατεία, στις πλατείες
που ξανοίγονταν στο χώρο,
πλαισιωμένες από δρόμους
που ολοένα στένευαν,
-για να κλείσουν αργότερα-
από τσιμεντένιες επιδρομές
και συμφέροντα.
Ήξεραν καλά οι τεχνίτες
τη χρηστική τους αξία
αυτήν που παρέβλεψε
ο πολιτισμός
καλπάζοντας στο άγνωστο.
Έχουν φαίνεται λόγο ύπαρξης
οι πολυκατοικίες που υψώθηκαν,
καταργώντας τους χώρους
της ελεύθερης κίνησης των ανθρώπων ,
που ήθελαν ένα κομμάτι γης
ν' ατενίζει ανεμπόδιστα
ίσο κομμάτι τ' ουρανού ,
ο ήλιος να διαπερνά τη σάρκα τους
κι η σκέψη ξεκάθαρη
να καταστρώνει το μέλλον,
το μέλλον τους!







ΕΡΩΤΙΚΟ 2
(η πραγματικότητα και το όνειρο. το καθένα με την αξία του)

Φτεροκόπησε η καρδιά μου
που σε σκέφτηκα
κι έφτιαξες τα όνειρά μου
να περάσω τη νυχτιά μου.

Άπλωσες το ένα χέρι
και γλυκά ψιθύρισες
της καρδιάς σου το μεράκι
μου μαρτύρησες.

Και τα μάτια όλο κλείνω
να ονειρευτώ
ό,τι έζησα στ' αλήθεια
να το ξαναδώ.

Tο όνειρό μου θα γλυκάνει
την πικρή στιγμή
που θα σε κρατώ το χέρι
μέχρι την αυγή.







Το 'Aλμπουμ
(μην αδιαφορείς για ό,τι βλέπεις να το βλέπεις καλά).

Κοιτάζω τις φωτογραφίες,
μαζεύω το μυαλό μου
απ' τις τύχες του κόσμου,
συγκεντρώνομαι
και κερδίζω το μεγαλείο
του να είσαι ο εαυτός σου!
Ω! Ναι ,πόσο με χαροποιεί!
Γελάω.
Είχα κάτι μέρες να γευτώ λίγο γέλιο
κι αυτό μου δίνει ζωή.
Κι αναρωτιέμαι:
πόσο στ΄ αλήθεια σε γνωρίζω;
Μα δεν έχει σημασία,
σημασία έχει ότι οι άνθρωποι
με ενδιαφέρον για τη ζωή,
αυτοί που γεμίζουν τις ώρες τους
με έργα..ναι ανθρώπινα,
δε σπουδάζουν την κοινωνική επαφή,
την αντλούν από την τράπεζα των αξιών!
Έλεγα για τις φωτογραφίες, υπέροχες
δεν είναι βλέπεις απ΄ το μέτωπο,
δε δείχνουν ανοσιουργήματα
συνανθρώπων μας ,αποτροπιαστικά.
Θα μπορούσε νάναι κι έτσι
μέρες που είναι..
Δείχνουν όμως τον τρόπο
να περνάς καλά:
τα ρούχα, τα χρώματα η περιποίηση,
βγάζουν τους ανθρώπους απ΄ την αφάνεια.
Το μυαλό δυστυχώς
δε μπορεί σα ρούχο
να αγορασθεί και να πουληθεί,
είναι σταθερή αξία
ή το έχεις ή δεν το έχεις.
Όποιος διαθέτει μυαλό,
παράγει έργο
κι όποιος παράγει έργο αποκτά φίλους
-όλα αυτά βέβαια στο πλαίσιο
του θέλω άρα μπορώ.
Έτσι παρήγαγες έργο,
απέκτησες φίλους
και ήθελες ,
γι αυτό μπόρεσες.







Σωπαίνω σημαίνει φεύγω...

....................................
Ήσουν κάποτε υπολογίσιμος
στο μυαλό των τυχάρπαστων,
των βολεμένων,
όλων εκείνων που έλεγαν εγώ,
υπολογίζοντας στο εσύ.
Και φτάνοντας στα άκρα
της αναισχυντίας τους,
θεώρησαν την απάτη αγαθοεργία
και την υπερβολή εκούσια
παραχώρηση των ταπεινών!

....................................
Όμως δεν άντεξες.
Περιπατητής στην άμμο
έφευγες, χανόσουν
στο βάθος του ορίζοντα,
φιγούρα σκοτεινή, φωτισμένη
από τις λιγοστές ακτίνες του ήλιου.

Πρόβλημα η παρουσία
ανάμεσα σε μυαλά τάχα καθαρά
και σε ύπουλα βλέμματα.
Ανάγκη η απουσία, η φυγή.
Κι η τελευταία ματιά στον καθρέφτη
που σε φιλοξένησε χρόνια και χρόνια,
χαμήλωσε,
δείχνοντας τα γόνατα
να τρέμουν στο αδιέξοδο.
Έφυγες ,αφήνοντας για άλλη μια φορά
την πόρτα ορθάνοιχτη
να περάσουν όσα δε δέχτηκες
η υστεροβουλία, ο ατομισμός
και το συμφέρον!







Συνταγές (αγάπης)

Αγαπόπιτα!

Ένα κιλό φύλλα αγάπης
Μισό κιλό κρέμα υπομονής
Ένα τέταρτο καρπούς ανοχής
Μια χούφτα αλήθεια για άλειμμα
Μερικές σταγόνες χαράς
Εφτά φλιτζανάκια προσήνεια
Τρία τέταρτα κούπας
Κομμένο ψέμα

Για το σιρόπι:

Δύο κούπες κουράγιο
Μία κούπα εχεμύθεια
Τρεις φλούδες φαντασία
Ένα φύλλο σχεδίου

Εκτέλεση

Σε ένα μεγάλο διάστημα
Απλώνουμε τα φύλλα αγάπης
Ρίχνουμε μισό κιλό κρέμα υπομονής
Ανακατεμένη με καρπούς ανοχής
Σιγά -σιγά μη μας φύγει,
Πασπαλίζουμε με την αλήθεια
Ανακατεμένη με σταγόνες χαράς
Προσθέτουμε προσήνεια
Προσέχοντας μην ξεχειλίσει.
Και πάνω- πάνω απλώνουμε
Κομμένο ψέμα.

Ψήνουμε την αγαπόπιτα
Και πριν κρυώσει τη σιροπιάζουμε
Λιώνοντας το φύλλο σχεδίου
στο ζεστό κουράγιο

Κόβουμε κομμάτια
Και μοιράζουμε στους
Συνανθρώπους μας.

Καλή επιτυχία








Χάι-Κου (Της πόλης)

Σύγχρονη πόλη
υβριδικό ποίημα
άθλιας διάστασης!

Εντός ορίων
τραγικές αντιφάσεις
του πολιτισμού.

Φυλακή ψυχών
καταδυνάστευση
πλήθους ανθρώπων!

Πλούτος και φτώχεια
φοβερές αντιθέσεις
της νέας ζωής

Μόνο στολίδι,
πυκνό μαύρο σύννεφο,
ύλη μοντέρνων καιρών!

Κι όμως σκέφτεσαι
η μοίρα των πόλεων
είναι γραμμένη!

Bιογραφικό

Η 'Aννα Δεληγιάννη-Τσιουλπά γεννήθηκε στις Μακρυλιές Σαμοθράκης. Σπούδασε ελληνική φιλολογία στο Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο της Θεσσαλονίκης .Το 2007 ήταν υποψήφια βουλευτής του ΠΑΣΟΚ στο Ν.'Εβρου και είναι Γραμματέας (πρόεδρος) της Τοπικής Οργάνωσης του κινήματος στο δήμο Αλεξ/πολης για δεύτερη θητεία.

Υπήρξε μέλος του διοικητικού συμβουλίου των παιδικών σταθμών του δήμου ,αντιπρόεδρος του ΚΑΠΗ και σήμερα πρόεδρος της δημοτικής επιτροπής ονοματοθεσίας οδών και πλατειών. Υπήρξε μέλος του διοικητικού συμβουλίου της Α'ΕΛΜΕ Ν.Έβρου και για επτά χρόνια υποδιευθύντρια στο 4ο Γεν.Λύκ της πόλης όπου υπηρετεί ως φιλόλογος.

Αρθρογραφεί σε εφημερίδες και περιοδικά .ΖωγραφίζειΓράφει κριτικές λογοτεχνικών έργων και έχει παρουσιάσει το έργο αρκετών ποιητών και λογοτεχνών Γράφει ποιήματα, μικρές ιστορίες στη Σαμοθρακίτικη διάλεκτο -τα καταλαβαίνουν μόνο οι Σαμοθρακίτες- και μικρά διηγήματα Είναι παντρεμένη με τον εκπαιδευτικό Γιώργο Τσιουλπά και έχει δύο παιδιά το Χάρη και τη Φιλίτσα..






Η "Πατατούλα" στο συνέδριο!

Η Λούντη ήταν όμορφη ,τόσο, που τα κάλλη της προκαλούσαν τα βλέμματα, των μικρών αγοριών στην αρχή, των μεγάλων έπειτα και τα πράγματα εξελίχτηκαν λίγο διαφορετικά.
Ήξερε ότι ήταν η "ξένη" και αυτό την τσάκιζε ,όταν για κάποιο λόγο ,απερίσκεπτα, της έλεγαν: "είσαι ξένη ,ξέρεις άραγε από πού βαστάει η σκούφια σου;".
Τώρα αν σας πω ότι αυτή η φράση επαναλαμβάνεται συχνά τελευταία, μην απογοητευτείτε γιατί οι μετανάστες πάτησαν τα σύνορα στο όνομα μιας λέξης. Ελευθερία, έμαθαν να φωνάζουν.
-Από πού έρχεσαι;- Ελευθερία!
-Που πηγαίνεις;-Ελευθερία! Η Λουντμίλα , ήρθε από τη Ρωσία με τους θείους της, γιατί οι γονείς της ,όσο ήταν μικρή ,πήγαν να βρουν την τύχη τους στην Αμερική .Έκτοτε φωνή βοώντος...
Όταν ήρθε στην Ελλάδα ήταν οκτώ χρονών, καλοθρεμμένη , "αφρατούλα" ,όπως τη φώναζε η γιαγιά Νίτσα ,γειτόνισσα μικρασιάτισσα.
Κάθε φορά που την έβλεπε ,της έλεγε :εγώ παιδάκι μου ,δε θυμάμαι το όνομά σου, θα σε φωνάζω αφρατούλα ,έτσι όπως είσαι γεμάτη, όμορφη και ασπριδερή σα χάσικο ψωμί.
-Φώναζέ με όπως θες, φτάνει να μ' αγαπάς ,να μ' αγαπάς, τ' ακούς γιαγιάκα;
Οι συμμαθητές της, τη φώναζαν " πατατούλα", κοροϊδεύοντας τη γιαγιά Νίτσα .Η Λούντη το αποδέχτηκε γιατί ήταν καλή και δεν ασχολούνταν ιδιαίτερα με τα προσωνύμια ,που της έδιναν οι γύρω.
Για να πούμε την αλήθεια, όταν από την κουζίνα η θεία Λαρίσα φώναζε, Λούντη τι θα φας, εκείνη απαντούσε :πατατούλες θείτσα μου ,πατατούλες. Σιγά ,σιγά έκλεισε τα είκοσι. Ήταν πολύ όμορφη και λεγόταν πλέον, Λούντη !Έτσι ήθελε να τη φωνάζουν.
Η Λουντμίλα, που έγινε Αφρατούλα ,Πατατούλα και κατέληξε Λούντη μόλις έκλεισε τα είκοσι άρχισε να γράφει, παραμύθια ,ιστορίες για παιδιά και εφήβους και τι δεν έγραφε!
Μια μέρα είπε στη θεία της να της δώσουν το δωμάτιο στη σοφίτα για να μην μπλέκεται στα πόδια τους .Βέβαια η θεία και ο θείος δεν είχαν παιδιά και την είχαν μη στάξει και μη βρέξει γι αυτό και η θεία Λαρίσα δικαιολογήθηκε.
-Όχι Λούντη ,πού να πας παιδί μου, αν έχεις την εντύπωση ότι μας ενοχλείς, αυτό βγάλτο απ' το μυαλό σου .Ο θείος σου ,θα στεναχωρηθεί. Την άλλη και την παρ' άλλη η Λούντη έπεισε το θείο της να της φτιάξει το δωμάτιο και επικαλέστηκε χίλιους δυο λόγους. Είπε και ένα μικρό ψεματάκι, που όμως ήταν και το πιο πειστικό επιχείρημα.
-Θείε μου ,βράδια ολόκληρα μένω άγρυπνη, γιατί ροχαλίζετε!
-Αα, αυτό μάλιστα είναι σοβαρός λόγος να μετακομίσεις ,μήπως ,να κοιμάμαι εγώ επάνω και εσύ με τη θεία σου κάτω;
-Όχι θείε ,γιατί και η θεία ροχαλίζει !
-Έχεις δίκιο παιδί μου, αφού πολλές φορές τη σκουντάω και μ' ένα χρ...ρούπ γυρίζει στο πλάι. Τώρα θυμάμαι που ένα βράδυ μου είπε :μη με σκουντάς με το χέρι πάρε καλύτερα το σκουπόξυλο, θα μου έρθει πιο ...μαλακό. Γέλασε η Λούντη ,γέλαγε κι ο θείος χωρίς σταματημό!
- Λαρίσα ,είπε κάποια στιγμή στη γυναίκα του ,το κορίτσι μεγάλωσε και όντως θέλει το χώρο του .Μπορεί να μην το καταλαβαίνουμε αλλά ας το δοκιμάσουμε.
-Καμιά αντίρρηση ,εξάλλου αν ήταν εδώ η αδελφή μου, θα της έκανε το χατίρι, εγώ γιατί όχι;
-Ε, η αδερφή σου, σιγοψιθύρισε! Έτσι της έφτιαξαν ένα καταπληκτικό χώρο, που η Λούντη τον λάτρεψε. Αργότερα φώναζε επάνω τη θεία και το θείο και τους διάβαζε τα γραφόμενα της.
-Το βραδάκι ,σας έχω έκπληξη έλεγε θα σερβίρω και ποπ κορν ή για τους απαιτητικούς κόκκινο ξηρό κρασί και ποπ κορν. Ένιωθε υπέροχα! Η επιτυχία της στην παιδαγωγική ακαδημία της πόλης της, ήταν ό τι καλύτερο, γιατί ο θείος δε θα την έστελνε αλλού το είχε ξεκαθαρίσει :Λούντη, παιδί μου, κοίταξε να περάσεις εδώ! Να, η ακαδημία στα πόδια μας, γιατί δεν έχω χρήματα να σου στέλνω, σαν πας σε άλλη πόλη.
Όλα λοιπόν ήρθαν κατ' ευχήν.
Μια Παρασκευή απόγευμα η Λούντη κάθισε στην καρέκλα ,ακούμπησε τα χέρια στο τραπέζι και ατενίζοντας το φουρτουνιασμένο Αιγαίο που απλώνονταν μπροστά της, πήρε το στυλό και έγραψε:
Πατατούλα, μεγάλωσες αλλά δεν είσαι πλέον "πατάτα". Το μελέτησε λίγο ,έριξε μια φευγαλέα ματιά στον μεγάλο καθρέφτη της πόρτας και με μια βίαιη κίνηση το έσβησε.
Στον καθρέφτη της πόρτας; Ναι, δική της η πρόταση φεύγοντας να βλέπει τις τυχόν ατέλειες ή την ομορφιά της. Μια κοπελάρα ίσα μ' εκεί πάνω!
Παράτησε το στυλό πάνω στο χαρτί, κατέβηκε γρήγορα τις σκάλες και πήγε δίπλα στη γιαγιάκα, τη μικρασιάτισσα γειτόνισσα.
-Έλα, της λέει ,να δεις το δωμάτιό μου!
-Αμέσως, της απάντησε, σα να περίμενε εδώ και καιρό την πρόσκληση. Την πήρε απ' το χέρι και ανέβηκαν επάνω .Η γιαγιά Στυλιανή έμεινε άφωνη, σαν είδε το περιποιημένο δωμάτιο. Κάθισε στην καρέκλα και αγνάντευε με ευχαρίστηση, πέρα τη θάλασσα. Ο νους μου παιδί μου, είναι πάντα εκεί ,στη Σμύρνη. Εκεί γεννήθηκα το 1910.Ημουνα το πέμπτο από τα οκτώ παιδιά της οικογένειας Τριανταφυλλίδη. Το 1922 ,μόνο εγώ σώθηκα και δεν ξέρω πώς ,έφτασα σε αυτόν τον ευλογημένο τόπο.
-Γιαγιάκα, έχουμε την ίδια μοίρα, γι' αυτό σε αγαπώ πολύ, της είπε, και την αγκάλιασε και τη φίλησε . Σμύρνη μου, αγαπημένη
στην καρδιά μου φυλαγμένη
σιγομουρμούρισε εκείνη, κι έπειτα...
Έστειλα δυο πουλιά, στην κόκκινη μηλιά
που λένε τα γραμμένα το' να σκοτώθηκε
Τ' άλλο λαβώθηκε δε γύρισε κανένα...

-Εγώ τώρα γράφω ιστορίες και θα γράψω και τα δικά μου και τα δικά σου βάσανα. Έσκυψε η γιαγιά και βλέποντας τα σβησμένα είπε: σαν κι αυτά εδώ είναι τα γραψίματά σου ;
-Όχι, σαν περάσει λίγος καιρός θα δεις.
-Να πηγαίνω τώρα ,είσαι πολύ ωραία εδώ ,έχεις το χώρο σου ,διάβαζε και γράφε!
-Περίμενε να σε κεράσω, δεν είναι σωστό να φύγεις με άδεια χέρια. Πήρε ένα γλειφιτζούρι πετεινάρι, και εκείνη: αα, πού το βρήκες ,μου θυμίζει τα παιδικά μου χρόνια στην Αγία Φωτεινή μπροστά που αγοράζαμε σιμίτια και πετειναράκια!
-Έλα ντε, κάτι ξέρουμε κι εμείς οι νέοι, κι αυτό το κάτι είναι που συγκινεί! Η παράδοση γιαγιάκα ,η παράδοση!
-Μένω άφωνη, μπράβο!
Η Λούντη με τον καιρό άρχισε την έρευνα γύρω από το προσφυγικό κι όταν είχε αρκετές πληροφορίες , έστελνε επιστολές σε υπουργεία και οργανισμούς , εντός και εκτός Ελλάδος, προκειμένου να αναδειχτούν κάποια ζητήματα μέσω ενός συνεδρίου για παράδειγμα.
Μια Κυριακή, καθώς γυρνούσε από την εκκλησία, άνοιξε το γραμματοκιβώτιο κι ένας σωρός γράμματα έπεσαν κάτω. Χωρίς να ξέρει τι ακριβώς είναι, τα μάζεψε με βιάση ,ανέβηκε γρήγορα τα σκαλιά απλώθηκε στον καναπέ και άνοιγε ένα-ένα τους φακέλους.
Στάθηκε σε μία πρόσκληση για ομιλία σε συνέδριο .Ανάμεσα στους εισηγητές έδιναν και μία θέση σε φοιτητή που θα έστελνε πρώτος συμμετοχή με το θέμα και τα γνωστά. Στάθηκε όρθια, φαντάστηκε τον εαυτό της εισηγήτρια, σκέφτηκε και το τελευταίο καινούριο σύνολο που αγόρασε και τι δε σκέφτηκε! Αλλά σε αυτές τις περιπτώσεις είτε το θέλεις είτε όχι το μυαλό χωρίς αμοιβή σε πάει στους γεννήτορές σου! Ω! Πού να ζουν άραγε, αν ζουν! Από τις βασανιστικές, τυραννικές σχεδόν σκέψεις την έβγαλε η θεία της που χτύπησε την πόρτα.
-Έλα ,έλα να σου πω τα νέα μου!
-Κοπέλα μου, αχτιδωτή μου λάμψη, κόρη μου μονάκριβη, είμαι όλη αυτιά! Ένα δάκρυ κύλησε από το ροδαλό της μάγουλο που έγινε ένα με το δάκρυ της Λαρίσας στο αναστάσιμο μητρικό φιλί.
-Να με φανταστείς ομιλήτρια σε συνέδριο για τους πρόσφυγες!
-Τι θα πει να σε φανταστώ, είσαι ήδη! Άσε τη φαντασία, γιατί αυτή είναι καλή και κακή. Ας κυριαρχήσει λοιπόν η καλή και ο Θεός μαζί σου! Εκείνη έφυγε γρήγορα να πει τα νέα στο θείο και η Λούντη διάβασε με υπομονή τα υπόλοιπα γράμματα. Της είχαν γράψει πολλοί πρόσφυγες που διάβασαν το ενδιαφέρον της σε περιοδικά του συλλόγου τους!
"Λούντη, ψυχή μου",της έγραφε από τη Νέα Σμύρνη η Ελένη , "ξέρω οι πολίτες αναζητούν την χαμένη πατρίδα πάντοτε, ξέρω ότι η ψυχή του πρόσφυγα δε βρίσκει αναπαμό παρά μόνο στην πατρίδα, ξέρω ότι οι αλλεπάλληλες διώξεις, μας στοίχησαν σε αριθμό χαμένων ,αλλά να ξέρεις ότι οι δυνατοί αγέρηδες που ακουμπούν το νου μου, θα φυσούν προς τη μεριά σου ,γιατί το ενδιαφέρον σου με συγκινεί αφάνταστα! Είμαστε στο πλευρό σου!". Ελένη.
-Έβγαλε ένα βαθύ αναστεναγμό ικανοποίησης και φώναξε δυνατά: οι παιδικές μνήμες, οι μνήμες επιστρέφουν σε τραυματισμένα απομεσήμερα μα, όχι εδώ θα νικήσουμε ,αποκαλύπτοντας τα μυστικά που μας κρατούν θλιμμένους!
Βρήκε το θέμα της εισήγησης! "Η μοίρα της προσφυγιάς αγρυπνάει στην ψυχή μου!".
Από εκείνη την ώρα έγραφε, όλο έγραφε! Κάποια στιγμή έστειλε την εισήγηση και πήρε τη θετική απάντηση μαζί με όλο το πρόγραμμα! Στέγη Γραμμάτων και Τεχνών, Λεωφόρος Συγγρού, Νέα Σμύρνη !Τρίτη στη σειρά ,Θεοδωρίδου Λούντη ,φοιτήτρια Παιδαγωγικής Ακαδημίας Αλεξανδρούπολης.
-Ελένη, βάλε τα δυνατά σου έρχομαι! Από το πουθενά απόκτησα φίλους, σκέφτηκε! Το όνομα πάντοτε την ενοχλούσε γιατί ήταν ξενικό !Τι σημασία έχει το πώς λέγεσαι ,σημασία έχει το ποιος είσαι, το ποιόν σου, το πώς μας ονόμασαν για να μας διώξουν άρον-άρον είναι δευτερεύον μονολόγησε!
Το συνέδριο στέφτηκε με επιτυχία, μέχρι και η γιαγιάκα παραβρέθηκε!
Η Λούντη ,από τότε, ταξιδεύει στον κόσμο και με τις ομιλίες της αναδεικνύει σε υπέρτατη αξία τον άνθρωπο με προμετωπίδα τη φράση "όπου υπάρχει θέλω υπάρχει και μπορώ!".Η "Πατατούλα" στο συνέδριο!

Η Λούντη ήταν όμορφη ,τόσο, που τα κάλλη της προκαλούσαν τα βλέμματα, των μικρών αγοριών στην αρχή, των μεγάλων έπειτα και τα πράγματα εξελίχτηκαν λίγο διαφορετικά.
Ήξερε ότι ήταν η "ξένη" και αυτό την τσάκιζε ,όταν για κάποιο λόγο ,απερίσκεπτα, της έλεγαν: "είσαι ξένη ,ξέρεις άραγε από πού βαστάει η σκούφια σου;".
Τώρα αν σας πω ότι αυτή η φράση επαναλαμβάνεται συχνά τελευταία, μην απογοητευτείτε γιατί οι μετανάστες πάτησαν τα σύνορα στο όνομα μιας λέξης. Ελευθερία, έμαθαν να φωνάζουν.
-Από πού έρχεσαι;- Ελευθερία!
-Που πηγαίνεις;
-Ελευθερία! Η Λουντμίλα , ήρθε από τη Ρωσία με τους θείους της, γιατί οι γονείς της ,όσο ήταν μικρή ,πήγαν να βρουν την τύχη τους στην Αμερική .Έκτοτε φωνή βοώντος...
Όταν ήρθε στην Ελλάδα ήταν οκτώ χρονών, καλοθρεμμένη , "αφρατούλα" ,όπως τη φώναζε η γιαγιά Νίτσα ,γειτόνισσα μικρασιάτισσα.
Κάθε φορά που την έβλεπε ,της έλεγε :εγώ παιδάκι μου ,δε θυμάμαι το όνομά σου, θα σε φωνάζω αφρατούλα ,έτσι όπως είσαι γεμάτη, όμορφη και ασπριδερή σα χάσικο ψωμί.
-Φώναζέ με όπως θες, φτάνει να μ' αγαπάς ,να μ' αγαπάς, τ' ακούς γιαγιάκα;
Οι συμμαθητές της, τη φώναζαν " πατατούλα", κοροϊδεύοντας τη γιαγιά Νίτσα .Η Λούντη το αποδέχτηκε γιατί ήταν καλή και δεν ασχολούνταν ιδιαίτερα με τα προσωνύμια ,που της έδιναν οι γύρω.
Για να πούμε την αλήθεια, όταν από την κουζίνα η θεία Λαρίσα φώναζε, Λούντη τι θα φας, εκείνη απαντούσε :πατατούλες θείτσα μου ,πατατούλες. Σιγά ,σιγά έκλεισε τα είκοσι. Ήταν πολύ όμορφη και λεγόταν πλέον, Λούντη !Έτσι ήθελε να τη φωνάζουν.
Η Λουντμίλα, που έγινε Αφρατούλα ,Πατατούλα και κατέληξε Λούντη μόλις έκλεισε τα είκοσι άρχισε να γράφει, παραμύθια ,ιστορίες για παιδιά και εφήβους και τι δεν έγραφε!
Μια μέρα είπε στη θεία της να της δώσουν το δωμάτιο στη σοφίτα για να μην μπλέκεται στα πόδια τους .Βέβαια η θεία και ο θείος δεν είχαν παιδιά και την είχαν μη στάξει και μη βρέξει γι αυτό και η θεία Λαρίσα δικαιολογήθηκε.
-Όχι Λούντη ,πού να πας παιδί μου, αν έχεις την εντύπωση ότι μας ενοχλείς, αυτό βγάλτο απ' το μυαλό σου .Ο θείος σου ,θα στεναχωρηθεί. Την άλλη και την παρ' άλλη η Λούντη έπεισε το θείο της να της φτιάξει το δωμάτιο και επικαλέστηκε χίλιους δυο λόγους. Είπε και ένα μικρό ψεματάκι, που όμως ήταν και το πιο πειστικό επιχείρημα.
-Θείε μου ,βράδια ολόκληρα μένω άγρυπνη, γιατί ροχαλίζετε!
-Αα, αυτό μάλιστα είναι σοβαρός λόγος να μετακομίσεις ,μήπως ,να κοιμάμαι εγώ επάνω και εσύ με τη θεία σου κάτω;
-Όχι θείε ,γιατί και η θεία ροχαλίζει !
-Έχεις δίκιο παιδί μου, αφού πολλές φορές τη σκουντάω και μ' ένα χρ...ρούπ γυρίζει στο πλάι. Τώρα θυμάμαι που ένα βράδυ μου είπε :μη με σκουντάς με το χέρι πάρε καλύτερα το σκουπόξυλο, θα μου έρθει πιο ...μαλακό.
Γέλασε η Λούντη ,γέλαγε κι ο θείος χωρίς σταματημό!
- Λαρίσα ,είπε κάποια στιγμή στη γυναίκα του ,το κορίτσι μεγάλωσε και όντως θέλει το χώρο του .Μπορεί να μην το καταλαβαίνουμε αλλά ας το δοκιμάσουμε.
-Καμιά αντίρρηση ,εξάλλου αν ήταν εδώ η αδελφή μου, θα της έκανε το χατίρι, εγώ γιατί όχι;
-Ε, η αδερφή σου, σιγοψιθύρισε! Έτσι της έφτιαξαν ένα καταπληκτικό χώρο, που η Λούντη τον λάτρεψε. Αργότερα φώναζε επάνω τη θεία και το θείο και τους διάβαζε τα γραφόμενα της.
-Το βραδάκι ,σας έχω έκπληξη έλεγε θα σερβίρω και ποπ κορν ή για τους απαιτητικούς κόκκινο ξηρό κρασί και ποπ κορν. Ένιωθε υπέροχα! Η επιτυχία της στην παιδαγωγική ακαδημία της πόλης της, ήταν ό τι καλύτερο, γιατί ο θείος δε θα την έστελνε αλλού το είχε ξεκαθαρίσει :Λούντη, παιδί μου, κοίταξε να περάσεις εδώ! Να, η ακαδημία στα πόδια μας, γιατί δεν έχω χρήματα να σου στέλνω, σαν πας σε άλλη πόλη.
Όλα λοιπόν ήρθαν κατ' ευχήν.
Μια Παρασκευή απόγευμα η Λούντη κάθισε στην καρέκλα ,ακούμπησε τα χέρια στο τραπέζι και ατενίζοντας το φουρτουνιασμένο Αιγαίο που απλώνονταν μπροστά της, πήρε το στυλό και έγραψε:
Πατατούλα, μεγάλωσες αλλά δεν είσαι πλέον "πατάτα". Το μελέτησε λίγο ,έριξε μια φευγαλέα ματιά στον μεγάλο καθρέφτη της πόρτας και με μια βίαιη κίνηση το έσβησε.
Στον καθρέφτη της πόρτας; Ναι, δική της η πρόταση φεύγοντας να βλέπει τις τυχόν ατέλειες ή την ομορφιά της. Μια κοπελάρα ίσα μ' εκεί πάνω! Παράτησε το στυλό πάνω στο χαρτί, κατέβηκε γρήγορα τις σκάλες και πήγε δίπλα στη γιαγιάκα, τη μικρασιάτισσα γειτόνισσα.
-Έλα, της λέει ,να δεις το δωμάτιό μου!
-Αμέσως, της απάντησε, σα να περίμενε εδώ και καιρό την πρόσκληση. Την πήρε απ' το χέρι και ανέβηκαν επάνω .Η γιαγιά Στυλιανή έμεινε άφωνη, σαν είδε το περιποιημένο δωμάτιο. Κάθισε στην καρέκλα και αγνάντευε με ευχαρίστηση, πέρα τη θάλασσα. Ο νους μου παιδί μου, είναι πάντα εκεί ,στη Σμύρνη. Εκεί γεννήθηκα το 1910.Ημουνα το πέμπτο από τα οκτώ παιδιά της οικογένειας Τριανταφυλλίδη. Το 1922 ,μόνο εγώ σώθηκα και δεν ξέρω πώς ,έφτασα σε αυτόν τον ευλογημένο τόπο.
-Γιαγιάκα, έχουμε την ίδια μοίρα, γι' αυτό σε αγαπώ πολύ, της είπε, και την αγκάλιασε και τη φίλησε . Σμύρνη μου, αγαπημένη
στην καρδιά μου φυλαγμένη
σιγομουρμούρισε εκείνη, κι έπειτα...
Έστειλα δυο πουλιά, στην κόκκινη μηλιά
που λένε τα γραμμένα το' να σκοτώθηκε
Τ' άλλο λαβώθηκε δε γύρισε κανένα...

-Εγώ τώρα γράφω ιστορίες και θα γράψω και τα δικά μου και τα δικά σου βάσανα. Έσκυψε η γιαγιά και βλέποντας τα σβησμένα είπε:
σαν κι αυτά εδώ είναι τα γραψίματά σου ;
-Όχι, σαν περάσει λίγος καιρός θα δεις.
-Να πηγαίνω τώρα ,είσαι πολύ ωραία εδώ ,έχεις το χώρο σου ,διάβαζε και γράφε!
-Περίμενε να σε κεράσω, δεν είναι σωστό να φύγεις με άδεια χέρια. Πήρε ένα γλειφιτζούρι πετεινάρι, και εκείνη: αα, πού το βρήκες ,μου θυμίζει τα παιδικά μου χρόνια στην Αγία Φωτεινή μπροστά που αγοράζαμε σιμίτια και πετειναράκια!
-Έλα ντε, κάτι ξέρουμε κι εμείς οι νέοι, κι αυτό το κάτι είναι που συγκινεί! Η παράδοση γιαγιάκα ,η παράδοση!
-Μένω άφωνη, μπράβο! Η Λούντη με τον καιρό άρχισε την έρευνα γύρω από το προσφυγικό κι όταν είχε αρκετές πληροφορίες , έστελνε επιστολές σε υπουργεία και οργανισμούς , εντός και εκτός Ελλάδος, προκειμένου να αναδειχτούν κάποια ζητήματα μέσω ενός συνεδρίου για παράδειγμα.
Μια Κυριακή, καθώς γυρνούσε από την εκκλησία, άνοιξε το γραμματοκιβώτιο κι ένας σωρός γράμματα έπεσαν κάτω. Χωρίς να ξέρει τι ακριβώς είναι, τα μάζεψε με βιάση ,ανέβηκε γρήγορα τα σκαλιά απλώθηκε στον καναπέ και άνοιγε ένα-ένα τους φακέλους.
Στάθηκε σε μία πρόσκληση για ομιλία σε συνέδριο .Ανάμεσα στους εισηγητές έδιναν και μία θέση σε φοιτητή που θα έστελνε πρώτος συμμετοχή με το θέμα και τα γνωστά. Στάθηκε όρθια, φαντάστηκε τον εαυτό της εισηγήτρια, σκέφτηκε και το τελευταίο καινούριο σύνολο που αγόρασε και τι δε σκέφτηκε! Αλλά σε αυτές τις περιπτώσεις είτε το θέλεις είτε όχι το μυαλό χωρίς αμοιβή σε πάει στους γεννήτορές σου! Ω! Πού να ζουν άραγε, αν ζουν! Από τις βασανιστικές, τυραννικές σχεδόν σκέψεις την έβγαλε η θεία της που χτύπησε την πόρτα.
-Έλα ,έλα να σου πω τα νέα μου!
-Κοπέλα μου, αχτιδωτή μου λάμψη, κόρη μου μονάκριβη, είμαι όλη αυτιά!
Ένα δάκρυ κύλησε από το ροδαλό της μάγουλο που έγινε ένα με το δάκρυ της Λαρίσας στο αναστάσιμο μητρικό φιλί.
-Να με φανταστείς ομιλήτρια σε συνέδριο για τους πρόσφυγες!
-Τι θα πει να σε φανταστώ, είσαι ήδη! Άσε τη φαντασία, γιατί αυτή είναι καλή και κακή. Ας κυριαρχήσει λοιπόν η καλή και ο Θεός μαζί σου! Εκείνη έφυγε γρήγορα να πει τα νέα στο θείο και η Λούντη διάβασε με υπομονή τα υπόλοιπα γράμματα. Της είχαν γράψει πολλοί πρόσφυγες που διάβασαν το ενδιαφέρον της σε περιοδικά του συλλόγου τους!
"Λούντη, ψυχή μου",της έγραφε από τη Νέα Σμύρνη η Ελένη , "ξέρω οι πολίτες αναζητούν την χαμένη πατρίδα πάντοτε, ξέρω ότι η ψυχή του πρόσφυγα δε βρίσκει αναπαμό παρά μόνο στην πατρίδα, ξέρω ότι οι αλλεπάλληλες διώξεις, μας στοίχησαν σε αριθμό χαμένων ,αλλά να ξέρεις ότι οι δυνατοί αγέρηδες που ακουμπούν το νου μου, θα φυσούν προς τη μεριά σου ,γιατί το ενδιαφέρον σου με συγκινεί αφάνταστα! Είμαστε στο πλευρό σου!". Ελένη.
-Έβγαλε ένα βαθύ αναστεναγμό ικανοποίησης και φώναξε δυνατά: οι παιδικές μνήμες, οι μνήμες επιστρέφουν σε τραυματισμένα απομεσήμερα μα, όχι εδώ θα νικήσουμε ,αποκαλύπτοντας τα μυστικά που μας κρατούν θλιμμένους!
Βρήκε το θέμα της εισήγησης! "Η μοίρα της προσφυγιάς αγρυπνάει στην ψυχή μου!".
Από εκείνη την ώρα έγραφε, όλο έγραφε! Κάποια στιγμή έστειλε την εισήγηση και πήρε τη θετική απάντηση μαζί με όλο το πρόγραμμα! Στέγη Γραμμάτων και Τεχνών, Λεωφόρος Συγγρού, Νέα Σμύρνη !Τρίτη στη σειρά ,Θεοδωρίδου Λούντη ,φοιτήτρια Παιδαγωγικής Ακαδημίας Αλεξανδρούπολης.
-Ελένη, βάλε τα δυνατά σου έρχομαι! Από το πουθενά απόκτησα φίλους, σκέφτηκε! Το όνομα πάντοτε την ενοχλούσε γιατί ήταν ξενικό !Τι σημασία έχει το πώς λέγεσαι ,σημασία έχει το ποιος είσαι, το ποιόν σου, το πώς μας ονόμασαν για να μας διώξουν άρον

-άρον είναι δευτερεύον μονολόγησε!
Το συνέδριο στέφτηκε με επιτυχία, μέχρι και η γιαγιάκα παραβρέθηκε!
Η Λούντη ,από τότε, ταξιδεύει στον κόσμο και με τις ομιλίες της αναδεικνύει σε υπέρτατη αξία τον άνθρωπο με προμετωπίδα τη φράση "όπου υπάρχει θέλω υπάρχει και μπορώ!".Η "Πατατούλα" στο συνέδριο!

Η Λούντη ήταν όμορφη ,τόσο, που τα κάλλη της προκαλούσαν τα βλέμματα, των μικρών αγοριών στην αρχή, των μεγάλων έπειτα και τα πράγματα εξελίχτηκαν λίγο διαφορετικά.
Ήξερε ότι ήταν η "ξένη" και αυτό την τσάκιζε ,όταν για κάποιο λόγο ,απερίσκεπτα, της έλεγαν: "είσαι ξένη ,ξέρεις άραγε από πού βαστάει η σκούφια σου;".
Τώρα αν σας πω ότι αυτή η φράση επαναλαμβάνεται συχνά τελευταία, μην απογοητευτείτε γιατί οι μετανάστες πάτησαν τα σύνορα στο όνομα μιας λέξης. Ελευθερία, έμαθαν να φωνάζουν.
-Από πού έρχεσαι;- Ελευθερία!
-Που πηγαίνεις;
-Ελευθερία! Η Λουντμίλα , ήρθε από τη Ρωσία με τους θείους της, γιατί οι γονείς της ,όσο ήταν μικρή ,πήγαν να βρουν την τύχη τους στην Αμερική .Έκτοτε φωνή βοώντος...
Όταν ήρθε στην Ελλάδα ήταν οκτώ χρονών, καλοθρεμμένη , "αφρατούλα" ,όπως τη φώναζε η γιαγιά Νίτσα ,γειτόνισσα μικρασιάτισσα.
Κάθε φορά που την έβλεπε ,της έλεγε :εγώ παιδάκι μου ,δε θυμάμαι το όνομά σου, θα σε φωνάζω αφρατούλα ,έτσι όπως είσαι γεμάτη, όμορφη και ασπριδερή σα χάσικο ψωμί.
-Φώναζέ με όπως θες, φτάνει να μ' αγαπάς ,να μ' αγαπάς, τ' ακούς γιαγιάκα;
Οι συμμαθητές της, τη φώναζαν " πατατούλα", κοροϊδεύοντας τη γιαγιά Νίτσα .Η Λούντη το αποδέχτηκε γιατί ήταν καλή και δεν ασχολούνταν ιδιαίτερα με τα προσωνύμια ,που της έδιναν οι γύρω.
Για να πούμε την αλήθεια, όταν από την κουζίνα η θεία Λαρίσα φώναζε, Λούντη τι θα φας, εκείνη απαντούσε :πατατούλες θείτσα μου ,πατατούλες.
Σιγά ,σιγά έκλεισε τα είκοσι. Ήταν πολύ όμορφη και λεγόταν πλέον, Λούντη !Έτσι ήθελε να τη φωνάζουν.
Η Λουντμίλα, που έγινε Αφρατούλα ,Πατατούλα και κατέληξε Λούντη μόλις έκλεισε τα είκοσι άρχισε να γράφει, παραμύθια ,ιστορίες για παιδιά και εφήβους και τι δεν έγραφε!
Μια μέρα είπε στη θεία της να της δώσουν το δωμάτιο στη σοφίτα για να μην μπλέκεται στα πόδια τους .Βέβαια η θεία και ο θείος δεν είχαν παιδιά και την είχαν μη στάξει και μη βρέξει γι αυτό και η θεία Λαρίσα δικαιολογήθηκε.
-Όχι Λούντη ,πού να πας παιδί μου, αν έχεις την εντύπωση ότι μας ενοχλείς, αυτό βγάλτο απ' το μυαλό σου .Ο θείος σου ,θα στεναχωρηθεί. Την άλλη και την παρ' άλλη η Λούντη έπεισε το θείο της να της φτιάξει το δωμάτιο και επικαλέστηκε χίλιους δυο λόγους. Είπε και ένα μικρό ψεματάκι, που όμως ήταν και το πιο πειστικό επιχείρημα.
-Θείε μου ,βράδια ολόκληρα μένω άγρυπνη, γιατί ροχαλίζετε!
-Αα, αυτό μάλιστα είναι σοβαρός λόγος να μετακομίσεις ,μήπως ,να κοιμάμαι εγώ επάνω και εσύ με τη θεία σου κάτω;
-Όχι θείε ,γιατί και η θεία ροχαλίζει !
-Έχεις δίκιο παιδί μου, αφού πολλές φορές τη σκουντάω και μ' ένα χρ...ρούπ γυρίζει στο πλάι. Τώρα θυμάμαι που ένα βράδυ μου είπε :μη με σκουντάς με το χέρι πάρε καλύτερα το σκουπόξυλο, θα μου έρθει πιο ...μαλακό.
Γέλασε η Λούντη ,γέλαγε κι ο θείος χωρίς σταματημό!
- Λαρίσα ,είπε κάποια στιγμή στη γυναίκα του ,το κορίτσι μεγάλωσε και όντως θέλει το χώρο του .Μπορεί να μην το καταλαβαίνουμε αλλά ας το δοκιμάσουμε.
-Καμιά αντίρρηση ,εξάλλου αν ήταν εδώ η αδελφή μου, θα της έκανε το χατίρι, εγώ γιατί όχι;
-Ε, η αδερφή σου, σιγοψιθύρισε! Έτσι της έφτιαξαν ένα καταπληκτικό χώρο, που η Λούντη τον λάτρεψε. Αργότερα φώναζε επάνω τη θεία και το θείο και τους διάβαζε τα γραφόμενα της.
-Το βραδάκι ,σας έχω έκπληξη έλεγε θα σερβίρω και ποπ κορν ή για τους απαιτητικούς κόκκινο ξηρό κρασί και ποπ κορν.
Ένιωθε υπέροχα! Η επιτυχία της στην παιδαγωγική ακαδημία της πόλης της, ήταν ό τι καλύτερο, γιατί ο θείος δε θα την έστελνε αλλού το είχε ξεκαθαρίσει :Λούντη, παιδί μου, κοίταξε να περάσεις εδώ! Να, η ακαδημία στα πόδια μας, γιατί δεν έχω χρήματα να σου στέλνω, σαν πας σε άλλη πόλη.
Όλα λοιπόν ήρθαν κατ' ευχήν.
Μια Παρασκευή απόγευμα η Λούντη κάθισε στην καρέκλα ,ακούμπησε τα χέρια στο τραπέζι και ατενίζοντας το φουρτουνιασμένο Αιγαίο που απλώνονταν μπροστά της, πήρε το στυλό και έγραψε:
Πατατούλα, μεγάλωσες αλλά δεν είσαι πλέον "πατάτα". Το μελέτησε λίγο ,έριξε μια φευγαλέα ματιά στον μεγάλο καθρέφτη της πόρτας και με μια βίαιη κίνηση το έσβησε.
Στον καθρέφτη της πόρτας; Ναι, δική της η πρόταση φεύγοντας να βλέπει τις τυχόν ατέλειες ή την ομορφιά της. Μια κοπελάρα ίσα μ' εκεί πάνω! Παράτησε το στυλό πάνω στο χαρτί, κατέβηκε γρήγορα τις σκάλες και πήγε δίπλα στη γιαγιάκα, τη μικρασιάτισσα γειτόνισσα.
-Έλα, της λέει ,να δεις το δωμάτιό μου!
-Αμέσως, της απάντησε, σα να περίμενε εδώ και καιρό την πρόσκληση.
Την πήρε απ' το χέρι και ανέβηκαν επάνω .Η γιαγιά Στυλιανή έμεινε άφωνη, σαν είδε το περιποιημένο δωμάτιο. Κάθισε στην καρέκλα και αγνάντευε με ευχαρίστηση, πέρα τη θάλασσα. Ο νους μου παιδί μου, είναι πάντα εκεί ,στη Σμύρνη. Εκεί γεννήθηκα το 1910.Ημουνα το πέμπτο από τα οκτώ παιδιά της οικογένειας Τριανταφυλλίδη. Το 1922 ,μόνο εγώ σώθηκα και δεν ξέρω πώς ,έφτασα σε αυτόν τον ευλογημένο τόπο.
-Γιαγιάκα, έχουμε την ίδια μοίρα, γι' αυτό σε αγαπώ πολύ, της είπε, και την αγκάλιασε και τη φίλησε . Σμύρνη μου, αγαπημένη
στην καρδιά μου φυλαγμένη
σιγομουρμούρισε εκείνη, κι έπειτα...
Έστειλα δυο πουλιά, στην κόκκινη μηλιά
που λένε τα γραμμένα το' να σκοτώθηκε
Τ' άλλο λαβώθηκε δε γύρισε κανένα...
-Εγώ τώρα γράφω ιστορίες και θα γράψω και τα δικά μου και τα δικά σου βάσανα.
Έσκυψε η γιαγιά και βλέποντας τα σβησμένα είπε:
σαν κι αυτά εδώ είναι τα γραψίματά σου ;
-Όχι, σαν περάσει λίγος καιρός θα δεις.
-Να πηγαίνω τώρα ,είσαι πολύ ωραία εδώ ,έχεις το χώρο σου ,διάβαζε και γράφε!
-Περίμενε να σε κεράσω, δεν είναι σωστό να φύγεις με άδεια χέρια. Πήρε ένα γλειφιτζούρι πετεινάρι, και εκείνη: αα, πού το βρήκες ,μου θυμίζει τα παιδικά μου χρόνια στην Αγία Φωτεινή μπροστά που αγοράζαμε σιμίτια και πετειναράκια!
-Έλα ντε, κάτι ξέρουμε κι εμείς οι νέοι, κι αυτό το κάτι είναι που συγκινεί! Η παράδοση γιαγιάκα ,η παράδοση!
-Μένω άφωνη, μπράβο! Η Λούντη με τον καιρό άρχισε την έρευνα γύρω από το προσφυγικό κι όταν είχε αρκετές πληροφορίες , έστελνε επιστολές σε υπουργεία και οργανισμούς , εντός και εκτός Ελλάδος, προκειμένου να αναδειχτούν κάποια ζητήματα μέσω ενός συνεδρίου για παράδειγμα.
Μια Κυριακή, καθώς γυρνούσε από την εκκλησία, άνοιξε το γραμματοκιβώτιο κι ένας σωρός γράμματα έπεσαν κάτω. Χωρίς να ξέρει τι ακριβώς είναι, τα μάζεψε με βιάση ,ανέβηκε γρήγορα τα σκαλιά απλώθηκε στον καναπέ και άνοιγε ένα-ένα τους φακέλους.
Στάθηκε σε μία πρόσκληση για ομιλία σε συνέδριο .Ανάμεσα στους εισηγητές έδιναν και μία θέση σε φοιτητή που θα έστελνε πρώτος συμμετοχή με το θέμα και τα γνωστά. Στάθηκε όρθια, φαντάστηκε τον εαυτό της εισηγήτρια, σκέφτηκε και το τελευταίο καινούριο σύνολο που αγόρασε και τι δε σκέφτηκε! Αλλά σε αυτές τις περιπτώσεις είτε το θέλεις είτε όχι το μυαλό χωρίς αμοιβή σε πάει στους γεννήτορές σου! Ω! Πού να ζουν άραγε, αν ζουν! Από τις βασανιστικές, τυραννικές σχεδόν σκέψεις την έβγαλε η θεία της που χτύπησε την πόρτα.
-Έλα ,έλα να σου πω τα νέα μου!
-Κοπέλα μου, αχτιδωτή μου λάμψη, κόρη μου μονάκριβη, είμαι όλη αυτιά!
Ένα δάκρυ κύλησε από το ροδαλό της μάγουλο που έγινε ένα με το δάκρυ της Λαρίσας στο αναστάσιμο μητρικό φιλί.
-Να με φανταστείς ομιλήτρια σε συνέδριο για τους πρόσφυγες!
-Τι θα πει να σε φανταστώ, είσαι ήδη! Άσε τη φαντασία, γιατί αυτή είναι καλή και κακή. Ας κυριαρχήσει λοιπόν η καλή και ο Θεός μαζί σου! Εκείνη έφυγε γρήγορα να πει τα νέα στο θείο και η Λούντη διάβασε με υπομονή τα υπόλοιπα γράμματα. Της είχαν γράψει πολλοί πρόσφυγες που διάβασαν το ενδιαφέρον της σε περιοδικά του συλλόγου τους!
"Λούντη, ψυχή μου",της έγραφε από τη Νέα Σμύρνη η Ελένη , "ξέρω οι πολίτες αναζητούν την χαμένη πατρίδα πάντοτε, ξέρω ότι η ψυχή του πρόσφυγα δε βρίσκει αναπαμό παρά μόνο στην πατρίδα, ξέρω ότι οι αλλεπάλληλες διώξεις, μας στοίχησαν σε αριθμό χαμένων ,αλλά να ξέρεις ότι οι δυνατοί αγέρηδες που ακουμπούν το νου μου, θα φυσούν προς τη μεριά σου ,γιατί το ενδιαφέρον σου με συγκινεί αφάνταστα! Είμαστε στο πλευρό σου!". Ελένη.
-Έβγαλε ένα βαθύ αναστεναγμό ικανοποίησης και φώναξε δυνατά: οι παιδικές μνήμες, οι μνήμες επιστρέφουν σε τραυματισμένα απομεσήμερα μα, όχι εδώ θα νικήσουμε ,αποκαλύπτοντας τα μυστικά που μας κρατούν θλιμμένους!
Βρήκε το θέμα της εισήγησης! "Η μοίρα της προσφυγιάς αγρυπνάει στην ψυχή μου!".
Από εκείνη την ώρα έγραφε, όλο έγραφε! Κάποια στιγμή έστειλε την εισήγηση και πήρε τη θετική απάντηση μαζί με όλο το πρόγραμμα! Στέγη Γραμμάτων και Τεχνών, Λεωφόρος Συγγρού, Νέα Σμύρνη !Τρίτη στη σειρά ,Θεοδωρίδου Λούντη ,φοιτήτρια Παιδαγωγικής Ακαδημίας Αλεξανδρούπολης.
-Ελένη, βάλε τα δυνατά σου έρχομαι! Από το πουθενά απόκτησα φίλους, σκέφτηκε!
Το όνομα πάντοτε την ενοχλούσε γιατί ήταν ξενικό !Τι σημασία έχει το πώς λέγεσαι ,σημασία έχει το ποιος είσαι, το ποιόν σου, το πώς μας ονόμασαν για να μας διώξουν άρον

-άρον είναι δευτερεύον μονολόγησε!
Το συνέδριο στέφτηκε με επιτυχία, μέχρι και η γιαγιάκα παραβρέθηκε!
Η Λούντη ,από τότε, ταξιδεύει στον κόσμο και με τις ομιλίες της αναδεικνύει σε υπέρτατη αξία τον άνθρωπο με προμετωπίδα τη φράση "όπου υπάρχει θέλω υπάρχει και μπορώ!".








Η «Ζαχαρούλα»!
Ιστορίες για τους μικρούς μας φίλους.

-Ζαχαράτος Ζαχαρίας !Τυχαίο;
Δε νομίζω ,αφού το επίθετο το κληρονόμησε από τον πατέρα του ,τον Ζαχαράτο Χαρίτο, και το όνομα, χάρισμα της νονάς του που ήθελε ,σώνει και καλά, να δώσει στο αγόρι, αυτό το όνομα, παραβλέποντας την παράδοση, που θέλει οι παππούδες να ακούν το όνομά τους στα εγγόνια τους.
Αλλά, και το Χαρίτος, ποιος το έδωσε;
-Δεν έχει αγαπητή μου, τέλος η ιστορία αλλά ,για να καταλάβω, θες να πεις κάτι; Τόση ώρα μονολογείς !
-Φυσικά και θέλω, γιατί η κόρη μου, φωνάζει τη γάτα «Ζαχαρούλα» και η γιαγιά γκρινιάζει.
Πολύ συχνά εκνευρίζεται και μονολογεί: « ακούς εκεί το όνομά μου στις γάτες !Μα ,καλά αυτά τα παιδιά δεν σέβονται κανέναν; Οι γονείς μπορεί να αδιαφορούν, μα εγώ απαιτώ σεβασμό από τώρα κιόλας. Ή εγώ ή η γάτα».
Μου λες, σε παρακαλώ τι θέση ,να πάρω;
Και πάνω στην κουβέντα:
-Ψιψίναααα, ψιψίνααα πού είσαι ;
Η ψιψίνα άφαντη ,ώσπου ακούστηκε η παιδική φωνή:
- Ζαχαρούλααα, έλα ψψψ, έλα.
Νάσου μπροστά η γάτα με τη φουντωτή ουρά. Το φαγητό έτοιμο στο πιάτο της .
Κατευθύνθηκε εκεί και έπεσε με τα μούτρα στο φαί.
-Αχ κάτι πρέπει να κάνω, είπε πάλι η γιαγιά .Δεν είναι δυνατόν το ζωντανό να ακούει στο όνομά μου. Το βρήκα! Θα της δώσω ένα «φάρμακο», να πάει πριν την ώρα της.
Σκέφτηκε λίγο και συμπλήρωσε: πώς κατάντησα, μια γριά δύστροπη ,χωρίς συναισθήματα, μα είναι δυνατόν να σκέφτομαι έτσι για το ζωάκι ,τι μ' έχει κάνει ;Κι αν δεν το έλεγε η εγγονή μου «Ζαχαρούλα», θα το λέγαμε «Τιτίκα», «Φιφή», «Μαλού» ,ό,τι άλλο αλλά πάλι γυναικείο θα ήταν ,πάλι θα υπήρχε μια γυναίκα σαν κι εμένα, το όνομα της οποίας θα δίνανε σε μια γατούλα ,κι όπου αλλού.
Η γάτα, «Ζαχαρούλα!» Τυχαίο; Δε νομίζω. Πού να ψάχνεις τώρα για όνομα! Ψάχνεις στο οικογενειακό σου περιβάλλον και βρίσκεις. Άλλωστε ,το όνομα της γιαγιάς δεν συνηθίζουν τελευταία να το δίνουν στην εγγονή! Προτιμούν τα καλλιτεχνικά! Κι οι παπάδες, πώς τα βαφτίζουν; Γιατί δεν αντιδρούν;
Σε μια βάφτιση τελευταία, όταν ρώτησαν τη νονά για το όνομα, φώναξε με ιταλική προφορά: Γκαμπριέλα !
-Γαβριηλία, φώναξε η γιαγιά, έτσι με βάφτισαν.
Κι ο παπάς: ό, τι πει η νονά.
-Ό,τι πει. Ας είναι, συμφώνησε η γιαγιά.
Τι μπορούσε δηλαδή να κάνει; Ο κόσμος άλλαξε!
Καλά, η εγγονή μου! Το Ζαχαρία δεν τον πειράζει λέτε; Σίγουρα όχι, γιατί θα το απέφευγε. Ω, τι σκέψεις κάνω;
Θεέ μου ,πόσο με άλλαξε ο χρόνος! Σαν κοφτερό μαχαίρι κόβει και πονεί.
Αμέσως άλλαξε τροπάριο.
Κάλεσε την εγγονή και το γιο και τους ανακοίνωσε ότι στο εξής θα φροντίζει εκείνη τη γάτα. Μάλιστα ,τους είπε περιπαικτικά: σήμερα που πήγα να δω τη Δέσποινα στο γηροκομείο, είδα αυτήν και άλλες τρόφιμες να κρατάνε λούτρινα ζωάκια!
Εγώ που είμαι σχετικά καλά και το έχω ζωντανό, γιατί να μην το χαρώ να δεχτώ τα νάζια του και τα παιχνίδια του!







Ο Ανδρέας της Κερύνειας!

Θέλω να σου πω μια ιστορία ,που μοιάζει με παραμύθι αλλά έχει τόσα αληθινά στοιχεία μέσα που, ούτε παραμύθι είναι. Θέλω να σου πω, πώς μοιράζουν οι ξένοι τον τόπο σου, χωρίς να λογαριάζουν κανένα ,παρά μόνο το δικό τους όφελος! Είναι πολλά, ιστορία δίχως τέλος! Δε θα σε κουράσω, θα περιοριστώ σ' αυτά που με πόνεσαν, γιατί είναι κοινή η μοίρα πολλών ανθρώπων στη γη, γιατί ξέρω ,τούτον τον καιρό έχεις και συ τα δικά σου ,τα μαθήματά σου ,τις ξένες γλώσσες, τα μαθήματα μουσικής! Τρέχεις στ΄ αλήθεια μα ,δώσε λίγη προσοχή ,γιατί κάποτε κι εγώ έβλεπα, πώς κυλούσε η ζωή ωραία, στο δικό μας απλόχωρο σπίτι, στο δικό μας περιποιημένο κήπο, όπου απολάμβαναν τον περίπατό τους ο Μόργκαν, ο μαύρος γάτος και ο Μαξ, το μεγαλόσωμο σκυλί μας, περνώντας κάτω απ' τα ολάνθιστα , πολύχρωμα λουλούδια. Κάθομαι στο μικρό καναπέ του σπιτιού και κάπου- κάπου, ξεφεύγοντας από το ρεμβασμό ,σηκώνω το βλέμμα στη φωτογραφία του τόπου μου. Κερύνεια!

Πόσο με πονάει ,πόσο με θλίβει στ΄ αλήθεια, και το κυριότερο ,το όνομά μου! Σπάνια το φωνάζουν ,δεν το ξέρουν κιόλας κι ας πέρασαν τόσα χρόνια ! Το "προσφυγάκι" πέρασε και ζήτησε αυτό ,το "προσφυγάκι" πέρασε και πήρε εκείνο άκουγα και, μερικές φορές ακούω και τώρα! Σκέψου ήρθα στην Ελλάδα σε ηλικία 11 ετών πριν από 37 ολόκληρα χρόνια ,μόνος, χωρίς την οικογένεια μου. Τι μπορεί να σκέφτεται ένα παιδί που το κυνήγησαν και σαν πήγε να κρυφτεί σαστισμένο στον πορτοκαλεώνα, το άρπαξαν και δεν είδε ούτε άκουσε για τους συγγενείς του το παραμικρό; Πού πήγαν οι άλλοι, ο μεγαλύτερος αδελφός, οι γονείς ,η γιαγιά που κοιμόταν εκείνη την ώρα; Πόσο θάθελα να τους ξαναδώ! Ασυγκράτητα ,αλμυρά δάκρυα κυλούν στο πρόσωπό μου. Δε θέλω καν να τ' αγγίξω και δεν είναι η πρώτη φορά .Όσα χρόνια, τόσο δάκρυ!

Μια σκέψη είναι κι αυτή που όμως με στενοχωρεί πολύ ,γιατί δεν μπόρεσα έστω και με βοήθεια να μάθω ποια είναι η αλήθεια. Κατέβασα τα μάτια μου στο στρογγυλό τραπέζι με το κλαρωτό τραπεζομάντιλο και η ζωγραφιά ,η "πολύτιμη" ζωγραφιά μου, που βρίσκεται εκεί ακουμπισμένη στο τενεκεδένιο κουτί των μπισκότων, σα μαγνήτης με τράβηξε για πολλή ώρα . Το πατρικό μου σπίτι ,με το μεγάλο κήπο στην άκρη της πόλης ,ανάμεσα σε δυο ψηλά κτήρια ,ο κήπος ,ο γάτος και ο σκύλος, η γιαγιά στο πηγάδι και μπροστά -μπροστά ο μεγάλος δρόμος. Αν και την έφτιαξα μόνος μου με κηρομπογιές -χονδρές κηρομπογιές, μη τοξικές που δεν αφήνουν χρώμα στα χέρια-έτσι έγραφε το κουτί, το θυμάμαι σαν και τώρα, που μου τις έδωσε τότε η κυρία Εύα (από το Ευαγγελία)για να περνάω την ώρα μου ,μέχρι σήμερα παραμένει ανέπαφη.

Συχνά, πυκνά μάλιστα μου έλεγε :άιντε γιόκα μου ,φτιάξε τον τόπο μας κι εγώ ένα παραμύθι θ' αρχινήσω .Κι άρχιζε : Λαλούν ,ότι μιαν βολάν τζι έναν τζαιρόν ο ουρανός εσύναξεν ούλην την μαυρισούραν... Εγώ φώναζα: όχι -όχι δεν είναι καλό . Όσο για τη ζωγραφιά, φρόντισα να της βάλω κορνίζα και απ' ό τι φαίνεται καλώς έπραξα. Σκέφτομαι τον αδερφό μου πιο πολύ απ' όλους ,σκέφτομαι το μαρτυρικό του θάνατο, αφού τους κάλεσαν να μαρτυρήσουν ,να δώσουν πληροφορίες και τους σκότωσαν! Η πληροφορία ήταν αυτή, αλλά δυστυχώς πικρή. Σαν παιδάκι, έκανα την προσευχή μου και παρακαλούσα τον Όσιο Θεοφάνη να με βοηθήσει να σωθώ. Θυμάμαι έντονα την εικόνα του, πάνω στο εικονοστάσι της μεγάλης ανατολικής κάμαρας και τη μητέρα μου, που, μόλις συναντούσε μια δυσκολία, μουρμούριζε: Όσιε Θεοφάνη βάλε το χέρι σου , είμαι αδύναμη να τα βγάλω πέρα μόνη μου. Και η γιαγιά μου στο τραπέζι, πέρα από την καθιερωμένη προσευχή ,συμπλήρωνε : "Όσιε Θεοφάνη, βόηθα μας ,και τον κόσμο όλον".

Τον αδελφό μου τον έλεγαν Θεοφάνη . Βρέθηκα λοιπόν την άλλη μέρα μόνος, να περπατάω χωρίς να ξέρω πού πηγαίνω, νηστικός και ταλαιπωρημένος .Αυτοί που με άρπαξαν δεν μιλούσαν καθόλου, μόνο με νοήματα και με κάτι χαρτιά συνεννοούνταν .Μου έκανε εντύπωση ,γιατί εμένα, και γιατί μόνος ,άλλους δεν έβρισκαν; Η κυρία Εύα, μου έλεγε λίγο αργότερα ,ότι κάποια παιδιά σαν κι εμένα φρόντισαν να τα οδηγήσουν μακριά κι άλλα τα σκότωσαν .Να πω ότι στάθηκα τυχερός ε, ας το πούμε κι έτσι . 20 Ιουλίου 1974 η μέρα έγινε νύχτα .Πού νάξερε ο κοσμάκης να τρέξει να φύγει για να σωθεί... Κάποιοι βέβαια που άκουγαν ότι τα πράγματα δεν πήγαιναν καλά ,και είχαν και οικονομική άνεση βρέθηκαν στη Θεσσαλονίκη ή στην Αθήνα. Εγώ πάντως, αφημένος σε μιαν άκρη κάπου προς τη Λευκωσία κατάφερα ,την ώρα που ο ήλιος ήθελε να υψώνεται λίγα μέτρα από τον Πενταδάκτυλο ,κατάφερα να περπατήσω, και την ώρα που σμήνη αεροπλάνων "όργωναν" τον κυπραίικο ουρανό και ο τόπος μύριζε φωτιά και μπαρούτι, έμπαινα στη Λευκωσία! Περπάτησα αρκετά και ξαφνικά ένα χέρι με άρπαξε και με έσπρωξε μέσα σε ένα υπόγειο.

-Πού γυρνάς παιδάκι μου ,πού είναι η μάνα σου ,ο πατέρας σου ,πού περπατάς στο χαμό; Εγώ έμεινα άφωνος και δεν καταλάβαινα πολλά -πολλά. Μου έδωσαν λίγο γάλα και μπισκότα. Το γάλα δεν το πίνω είπα στην ηλικιωμένη κυρία ,τα μπισκότα θα φάω μόνο , κι αν έχετε την καλοσύνη δώστε μου λίγο νερό. Τη στιγμή που κατάπινα το νερό ,σκέφτηκα τους δικούς μου κι ένας κόμπος ανέβηκε στο λαιμό, που θαρρώ πως μέχρι σήμερα τον αισθάνομαι. Η κυρία Εύα ,όπως μου συστήθηκε, μου είπε περίπου τι γίνεται κι εγώ κατάπια τη λαλιά μου. Όταν συνήλθα κάπως τόλμησα να πω: κυρία πρέπει να φύγω.

- Σε καλό σου παιδάκι μου, τρελάθηκες; Πού να πας ,ποιο μέσο να πάρεις μόνος σου ! Δε θα πας πουθενά, θα ηρεμήσουν τα πράγματα και θα βρούμε την άκρη .Πρώτα ο θεός να ζήσουμε ,θα τα βρούμε όλα με τη σειρά. - Φοβάμαι της είπα ,φοβάμαι.
-Ποιοι ήταν αυτοί που σ' έφεραν ως εδώ;
-Δεν γνωρίζω! Για Τούρκοι, για Έλληνες ,δεν μιλούσαν καθόλου. Εγώ έπαιζα με το σκύλο μου, ήμουν μόνος στην αυλή και μόλις τους είδα έφυγα προς τον πορτοκαλεώνα με ακολούθησαν και με βάλανε στο αυτοκίνητο.
- Τι να σκεφτώ δεν ξέρω είπε η κυρία Εύα. Θα τηλεφωνήσω στου Ηλία είπε στους άλλους ,που βρίσκονταν εκεί ένας άνδρας και δυο γυναίκες, ο άνδρας της, η αδερφή του και η κουμπάρα, έτσι τουλάχιστον μου συστήθηκαν στην αρχή μέχρι να σπάσει ο πάγος. Η ώρα περνούσε και τα καλά νέα αργούσαν να' ρθουν, όλο και χειρότερα !

Ο εχθρός κατέλαβε τη μια μετά την άλλη τις πόλεις .Δεν υπήρχε περίπτωση να επικοινωνήσω με τους δικούς μου και έτσι καθώς έπεσε η ματιά μου προς το μικρό παράθυρο που κοίταζε στην πίσω αυλή, είδα τον Όσιο Θεοφάνη, την εικόνα του δηλαδή, και ταράχτηκα. Εκεί με πήραν τα κλάματα . Τόση ώρα κρατιόμουνα, έσφιγγα τα χείλη μου να μην κλάψω αλλά η θλίψη μου και η ανακούφισή μου ,δεν ξέρω ,μου φάνηκε πως αφού έχουν τον ίδιο άγιο στο σπίτι τους, για καλό μου θα είναι .Γονάτισα μπροστά στην εικόνα του, έκλαιγα και ξεφώνιζα :άγιε μου, γύρνα με πίσω στον αδερφό μου στη γιαγιά μου, που μόλις ξυπνούσε φώναζε: Ανδρέα, φέρε παιδάκι μου λίγο νερό για το χάπι μου, πιάσε το μπαστούνι μου, πάρε αυτά εδώ έξω στην αυλή. Ο κύριος Χρήστος μ' έπιασε από το χέρι .Σήκω παιδί μου ,στην ηλικία σου δεν πρέπει να θλίβεσαι τόσο πολύ, εμείς θα είμαστε κοντά σου και όσο μιλούσε ακούγονταν οι βομβαρδισμοί και εγώ σώπασα κι όλοι κουρνιάσαμε στις γωνίες. Η κυρία Εύα σιγομουρμούρισε: τι κακό μας βρήκε, τι κακό! Πάει το νησί ,πάνε όλα καταστραφήκαμε. Στο μεταξύ ούτε φως ,ούτε τηλέφωνο

-Τώρα μάλιστα !Τι θ' απογίνουμε !Πρόσφυγες! Θα φύγουμε !
Για πρώτη φορά άκουγα τούτη την περίεργη λέξη που έμελλε να μ' ακολουθεί μια ζωή για να μου θυμίζει όσα παθαίνει κανείς χάνοντας το σπίτι του, την πατρίδα του. Οι μέρες πέρασαν, έγινε το κακό πήραν το νησί οι Τούρκοι- έτσι έλεγαν κι ας πήραν ένα τμήμα του -κι εγώ έγινα μέλος της οικογένειας Χαραλάμπους, χωρίς να έχω κανένα νέο για τους δικούς μου. Κάποια μέρα πήραν την απόφαση να φύγουμε από το νησί. Η κυρία Εύα, μόλις είχα ξυπνήσει, με πήρε κοντά της και μου είπε στοργικά: άκουσε Ανδρέα, τα πράγματα είναι δύσκολα, πρέπει να φύγουμε να πάμε στην Ελλάδα. Σπίτι έχουμε εκεί, άρα δεν υπάρχει λόγος να αναβάλλουμε. Εμείς έχουμε μόνο εσένα, γιατί τα δυο κορίτσια μας έχουν παντρευτεί στην Αγγλία και δεν υπάρχει περίπτωση να γυρίσουν. Οι δικοί σου, αν ζουν, θα φροντίσουν να σε βρουν και παρόμοιες προσπάθειες θα κάνουμε και εμείς. Έχουμε τις οικονομίες μας ,κάπως θα τα βολέψουμε . Και πήραμε των ομματιών μας ,αφού δεν υπήρχε περίπτωση να γυρίσω στην Κερύνεια, να φύγουμε ένα πρωί του Σεπτέμβρη του 1974.

Στο πλοίο προχωρούσα μπροστά από τον κύριο Χρήστο και ο Ελλαδίτης καπετάνιος φώναξε .Σας παρακαλώ ,το "προσφυγάκι" κρατήστε. Να και μια άλλη λέξη που θα μείνει γραμμένη στην ψυχή και στην καρδιά μου. Το "προσφυγάκι", και πώς κατάλαβε τι ήμουν! Είχε έρθει για να παραλάβει μόνο πρόσφυγες. Την άλλη μέρα το απόγευμα ,το πλοίο έδενε στο λιμάνι του Πειραιά .Πλήθος κόσμου κατέβηκε στην αποβάθρα κι ανάμεσά τους πολλά παιδιά μόνα ,ασυνόδευτα.

Από το μεγάφωνο ακουγόταν : " όσα παιδάκια δεν συνοδεύονται να περιμένουν κοντά στις κυρίες με τη σημαία". Τυχερός είπα μέσα μου, εγώ τουλάχιστον ξέρω πού πάω, ας είναι καλά η κυρία Εύα που με μάζεψε από την πρώτη στιγμή. Κι όπως γύρισα το κεφάλι μου να κοιτάξω προς την πόλη είδα έναν κύριο καλοντυμένο να με καρφώνει με το βλέμμα του σαν κάτι να του θύμιζα .Πλησίασε.
-Aπό πού είσαι παιδί μου, μου λέει .
-Από την Κερύνεια του απαντάω. Κοιτάζοντας τον κύριο Χρήστο .
-Ο πατέρας σου; Ρώτησε.
-Όχι-όχι ! Δηλαδή ναι και ....τάχασα ούτε λέξη δεν έβγαλα προς στιγμήν. -Ποιος είστε ,τον ρώτησε ο κύριος Χρήστος .
-Μάλλον έκανα λάθος κύριε, λάθος, με συγχωρείτε, κι έφυγε γρήγορα για να χαθεί σε λίγο στην πολυκοσμία του λιμανιού του Πειραιά. Πρόλαβα όμως ένα γρήγορο βούτηγμα του χεριού του στην τσέπη, του παππού. Του άφησε ή του πήρε κάτι, ξέχασα να ρωτήσω.

Το σπίτι που πριν χρόνια ,όταν ήρθαν τα κορίτσια στο Πανεπιστήμιο ,το αγόρασαν γιατί συνέφερε πιο πολύ από το ενοίκιο επειδή ήταν δύο, ένα διώροφο στην οδό Αφροδίτης πίσω από την Ακτή Θεμιστοκλέους, στον Πειραιά, κοίταζε στη θάλασσα στο απέραντο Αιγαίο. Και το νησί της Αίγινας στο βάθος θύμιζε το νησί μου την Κύπρο; Πήραμε ένα ταξί και σε λίγα λεπτά βρεθήκαμε στην πόρτα του. Τα δάκρυά μου περίσσευαν κι όσο κι αν ήθελα να κρυφτώ δεν μπορούσα και ξεφώνισα και έκλαιγαν και οι παππούδες λέγοντας : "αχ τι μας έμελλε ,να γίνουμε πρόσφυγες στα γεράματα ,πώς να προσαρμοστείς σε αυτήν την ηλικία ,ποιους γειτόνους ,ποιους φίλους ποια καινούρια τερτίπια να συνηθίσεις". Η κυρία Εύα φάνηκε πιο θαρραλέα, έτσι τουλάχιστον έδειχνε.

-Έλα Ανδρέα ,βάλε ένα χεράκι να μαζευτούμε μέσα και θα τα πούμε. Τώρα δεν είναι καιρός για συγκινήσεις και κλάματα ,ο δυνατός στην ανάγκη φαίνεται.
- 'Aιντε Χρήστο άσε τη φιλοσοφία, μην παίρνεις το ψωμί των σοφών. Η δουλειά σου ήταν ράφτης, τώρα το ράβε
-ξήλωνε, μην το κάνεις λέγε- σώπα .Σώπα και βλέπουμε. Αστειευόταν βέβαια και μου άρεσε.
Εκείνο το βράδυ σαν πέτρα έπεσε στο κεφάλι μου! Τι να σκεφτώ! Τους δικούς μου, αχ άγιε Θεοφάνη μου, κάνε το θαύμα σου, να ακούσω τη φωνή της γιαγιάς μου! Τι παραμύθια μου έλεγε! Όταν ήθελε να με δασκαλέψει φώναζε ,έλα δω γιόκα μου κάτσε .Κι άρχιζε χωρίς εισαγωγές και παρόμοια: "η ζωή και ο θάνατος ανταμώνονται κάθε φορά που ο πόλεμος κάνει την εμφάνισή του.

Όλοι περνάν καλά και δε συλλογίζονται τα χειρότερα, κι όμως έρχονται. Γι αυτό παιδάκι μου, να είσαι άνθρωπος με αρχές, σα σε φωνάζει κάποιος μην κάνεις πως δεν ακούς ,θα σε ξαναφωνάξει γιατί έχει την ανάγκη σου ,όπως τώρα σε φώναξα να μου φέρεις νερό κι έβαλα το χάπι στο στόμα, αλλά εσύ κάνεις πως δεν ακούς να μη σου λείψει το παιχνίδι με το σκύλο, και έλιωσε το χάπι, και το κατάπια χωρίς νερό και πικράθηκα". Αχ η γιαγιά μου, είχε και χιούμορ. Και οι υπόλοιποι ,τι να απέγιναν οι υπόλοιπο! Δάκρυα καφτά στα μάγουλά μου ,έβρεχαν αργά το καθαρό μαξιλάρι που μου έβαλε η κυρία Εύα. Τα κουβάλησε όλα μαζί της, γιατί το σπίτι ήταν κλειστό από τον προηγούμενο Απρίλη και όσο νάναι ήθελε ένα συγύρισμα.

Ξημέρωσε η 14η Σεπτεμβρίου .Βγήκα στο μπαλκόνι. Οι καμπάνες χτυπούσαν καλώντας τους χριστιανούς στη γιορτή της εύρεσης του Τιμίου Σταυρού στα Ιεροσόλυμα από την Αγία Ελένη και της ύψωσής του στον άμβωνα της εκκλησίας. .Θυμήθηκα τον πατέρα Γρηγόριο που έψαλλε: "Σταυρός ο φύλαξ πάσης οικουμένης...Σταυρός η ωραιότης της εκκλησίας" .Νομίζω αν θυμάμαι καλά οι Τούρκοι, μια μέρα σαν κι αυτή, κατέλαβαν την Κερύνεια στα 1570 κάπως έτσι μας τα είπε ο δάσκαλος . Ο κύριος Χρήστος με φώναξε: " έλα μέσα παιδάκι μου να φας κάτι". Είχε πάει στο μαγαζάκι της γωνίας και έφερε γάλα και μπισκότα .
-Γάλα δεν πίνω μόνο μπισκότα.
-Μα γιατί το γάλα κάνει καλό θα πέσουν τα δόντια σου, θα καμπουριάσεις ,θα γεράσεις γρήγορα. Η ζάχαρη τι νομίζεις ότι κάνει καλό .Πρόσεχε είσαι μικρό και πρέπει να τρως υγιεινά! Μέχρι σήμερα δεν κατάφερα να πείσω τον εαυτό μου να πίνει γάλα .

Το κουδούνι χτύπησε παρατεταμένα. Έτρεξα να ανοίξω .Δυο κυριούλες με ρώτησαν: είσαι "προσφυγάκι"; 'Aιντε πάλι τα ίδια. Αρχικά, σκέφτηκα να μη μιλήσω αλλά ,δε βαριέσαι, ναι είπα.
- Πού είναι ο πατέρας σου;
- Ο παππούς μου θέλετε να πείτε .
-Ο παππούς σου.
-Μια στιγμή, κι έτρεξα να τον φωνάξω .Έμεινα πιο πίσω και κρυφάκουγα. Τι να έλεγαν άραγε! "Το παιδάκι σας κύριε μου ,μπορείτε να το φέρνετε το απόγευμα της Κυριακής στο χώρο που έχουμε οργανώσει για να παρακολουθεί κάποια μαθήματα ειδικά για την περίπτωσή του". 'Aφησαν διεύθυνση και τηλέφωνο και ο... παππούς μου πλέον, ενδιαφέρθηκε να με πάει ,θεωρώντας ότι θα μου έκανε πράγματι καλό. Κι εγώ ήθελα να πάω, γιατί να σας πω την αλήθεια έλεγα ,κάποιος θα βρεθεί να ξέρει κάτι για την Κερύνεια.

Κερύνεια , Κερύνεια,
μες στου μυαλού μου τη χάση
σ' έχω κιόλας ξεχάσει,
όμως εσύ θα μένεις πάντα εκεί
κι ας έρθουν χιλιάδες εχθροί .

Σιγοψιθύρισα το τραγουδάκι μου και μου άρεσε και σκέφτηκα να γράφω τις σκέψεις μου για τη... "ματωμένη" πόλη . Στάθηκα μπροστά στον παππού και αυθόρμητα του το τραγούδησα κι εκείνος έριξε ένα δάκρυ λέγοντας με: να γράψεις για όλο το νησί για την Κύπρο, που τη σφυροκόπησαν ,τη λεηλάτησαν, την ατίμασαν ,την έκαψαν!
Είναι νωρίς ,σιγά-σιγά όμως να ωριμάζουν στο μυαλό σου ,γιατί του πρόσφυγα το παράπονο είναι ένα: όπου και να πάει είναι ξένος κι η πατρίδα του ορφανή κι αυτός ορφανεμένος, κι οι δυο πίκρες μεγαλώνουν τον πόνο που τρώει τα σωθικά μέχρι το θάνατο.

Συμφώνησα και βγήκα για λίγο στο δρόμο και πέρασα λίγο παρακάτω στη Θεμιστοκλέους .Αγνάντευα το πέλαγο ,αλλά ποιος ξέρει πώς φαινόμουνα πως ήμουν ξένος και ρωτούσαν οι περαστικοί τι και πως και μ' έλεγαν το καημένο κι εγώ ένιωθα ελεεινός, κατατρεγμένος, αδύναμος και πάνω απ' όλα πρόσφυγας! Πέρασε κι ένας κύριος και μου έδωσε ένα χαρτί που έγραφε: "οι πρόσφυγες και τα ανήλικα παιδιά που εγκαταλείπουν τις πατρίδες τους εξαιτίας εμπόλεμων καταστάσεων και διώξεων, δικαιούνται προστασίας και φροντίδας σύμφωνα με τις Διεθνείς Συνθήκες και τη Σύμβαση για τα Δικαιώματα του Παιδιού του ΟΗΕ" και παρακάτω έγραφε διεύθυνση και τηλέφωνο για όποιον ενδιαφερόταν.

Έτσι ,με τις φροντίδες του ενός και του άλλου ,πέρασαν 37 ολόκληρα χρόνια, και σήμερα θα βρω τους δικούς μου ,και αύριο, αλλά δυστυχώς τίποτα !Μόνο για τον αδερφό μου έμαθα όπως είπα και στην αρχή από την κυρία Εύα κι ο Θεός ξέρει την αλήθεια. Ένα βράδυ είδα στον ύπνο μου τη μάνα μου! Πόσο παραξενεύτηκα ,την είχα σχεδόν ξεχάσει .Με πλησίασε κρατώντας ένα κανάτι με νερό .Ήταν ρακένδυτη .-Για δε γελάς της είπα και ξανά :για δε μου γελάς όπως πρώτα εγώ είμαι το παιδί σου ,ο Ανδρέας, γιατί πάγωσες ;Η μάνα μου όλο και πλησίαζε ,έφτασε σχεδόν στο ένα μέτρο και σήκωσε το κανάτι, τάχα να μου ρίξει νερό ,κι εγώ πήγα παραπίσω κοιτάζοντας φοβισμένα. -Για δε μου μιλάς της είπα πάλι ,μίλα μου ,μίλα μου ,μίλα μου και φώναζα τόσο που σηκώθηκε η κυρία Εύα .
-Τι έπαθες παιδάκι μου κοιμήσου αργεί να φέξει.
- Όνειρο ,τη μάνα μου ,όνειρο είδα της είπα.
-Η μανούλα σου είναι ο άγγελός σου ,ποτέ δε θα σου κάνει κακό. Γύρισα στο άλλο πλευρό και έκανα τάχα πως κοιμόμουνα αλλά εγώ σιγο μουρμούριζα:

το πρωί σα σηκωθώ ,
πριν να πάω στο σχολειό,
η μανούλα με κανάτι
θα μου ρίξει το νερό,
να πλυθώ καλά- καλά
μάτια πρόσωπο αυτιά,
και μετά θα με σκουπίσει
με πετσέτα καθαρή ,
δίνοντάς με ένα φιλί.

Έτσι γινόταν, πλενόμουνα έξω τις περισσότερες φορές ,γιατί δεν έφτανα στη βρύση και τα νερά έτρεχαν μέσα στα μανίκια μου. Η γιαγιά μου ,αχ η γιαγιά, μου έλεγε: " βλέπεις πώς σε φροντίζει η μάνα, αύριο κι εσύ έτσι θα τη φροντίζεις...". Αχ ,τι πόνος ,τι καημός αβάσταχτος! Ο παππούς Χρήστος ,πέθανε νωρίς αλλά άφησε στη γυναίκα του ένα γράμμα .Της είπε: "μου το έδωσε ένας κύριος στο λιμάνι του Πειραιά να το δώσουμε στον Ανδρέα όταν μεγαλώσει".Η κυρία Εύα ,μου το έδωσε όταν ήμουν φοιτητής στο δεύτερο έτος της Νομικής ,με ένα δικό της γράμμα- της το είχε αφήσει ο παππούς- γιατί ήταν πολύ άρρωστη και καταλάβαινε ότι το "προσφυγάκι" θα έμενε μόνο και μοναχό. Τώρα που κάθομαι στο μικρό καναπέ του σπιτιού μου, στην οδό Αφροδίτης ,και παρατηρώ τη ζωγραφιά μου, τον τόπο μου, την Κερύνεια ,μπαίνω στον πειρασμό να ξαναδιαβάσω τα γράμματα κι ας βασανιστώ για άλλη μια φορά . Εν πλω προς Πειραιά. Σεπτέμβριος 1974

"Μικρέ μου ,ώρες ατέλειωτες σε καρφώνω με τα μάτια μου γιατί ξέρω ότι είσαι εσύ το παιδάκι που κατάφερα να σώσω αρπάζοντας σε κυριολεκτικά για να προλάβω. Δεν είμαι εντελώς βέβαιος ότι είσαι εσύ, γι αυτό και αν τα καταφέρω θα φροντίσω τούτο το γράμμα, να σου δοθεί πολύ αργότερα όταν θα μπορείς να καταλάβεις δυο πράγματα ,αν βέβαια θυμάσαι την Κερύνεια και τον φοβερό ξεσηκωμό. Εκείνο το πρωί με το φίλο μου, είδαμε να μπαίνουν από την πίσω πόρτα στο σπίτι σου οι εχθροί. Τρέξαμε, γιατί σε είχαμε δει που έπαιζες στην αυλή με το σκύλο κι εσύ μόλις μας είδες το έβαλες στα πόδια. Σε προλάβαμε στον πορτοκαλεώνα και φροντίσαμε χωρίς να βγάλουμε μιλιά γιατί δεν ήταν καιρός για εξηγήσεις ,τι να πεις σε ένα παιδί ,να σε οδηγήσουμε σε ασφαλές μέρος. Αργότερα μάθαμε ότι όλοι με τον ένα ή τον άλλο τρόπο ,όλοι οι αιχμάλωτοι πεθάνανε .Εδώ έκανα μια παύση. Άρα η κυρία Εύα είχε ανοίξει το γράμμα, γνώριζε την αλήθεια όταν μου είπε τότε, να μην περιμένω το αδελφάκι μου ,γιατί χάθηκε. Όποτε διαβάσεις αυτό το γράμμα να ξέρεις ότι θέλαμε μόνο το καλό σου και μάλλον δικαιωθήκαμε. Κι εμείς υποφέραμε, ο φίλος μου σκοτώθηκε ,η οικογένειά μου χάθηκε κι εγώ γύρισα μαζί σου εκείνη τη μέρα στην Ελλάδα. Να θυμάσαι πως η προσφυγιά είναι βαριά ,ελαφραίνει μόνο με τη γνώση". Παύλος

Τι σημαίνει αυτό το τελευταίο !Από τη θέση μου σήμερα μιαν απάντηση θα δώσω. Η γνώση είναι δύναμη. Το γιατί, έχει πολλές απαντήσεις. Γιατί για παράδειγμα, διαλύει τα σκοτάδια μας και βλέπουμε καλύτερα τις καταστάσεις. Γύρισα λίγο στα δεξιά κάθισα καλύτερα και διάβασα και το άλλο σημείωμα του παππού. "Ανδρέα ,ανδρείε στη ζωή ,ξέρω πόσο πόνεσες από την περιπέτειά σου και πόσο θα πονέσεις ακόμα γιατί η μνήμη δε σβήνει .Ένα πράγμα να ξέρεις .Τα κορίτσια μου θα μείνουν στην Αγγλία ,είναι ευκατάστατα και δεν πρόκειται να γυρίσουν πίσω. Φρόντισε την κυρά Εύα όσο θα ζήσει και ο παππούς Χρήστος σου αφήνει με χαρτιά επίσημα και με την υπογραφή μας όλα τα περιουσιακά στοιχεία στη Λευκωσία ,υπολογίσιμης αξίας ,εκτός από το μικρό πατρικό μου σπίτι με το οικόπεδο που το αφήνω στα κορίτσια για να μη ξεχνούν τις ρίζες τους.

Τις οικονομίες μου θα τις βρεις στην Τράπεζα με το βιβλιάριο που αφήνω στο όνομά σου μόνο .Είναι αρκετές ψάξε να βρεις τι σήμαινε ράφτης στα χρόνια μου. Έχει συμφωνήσει η κυρά Εύα και τα κορίτσια επίσης. Έχεις μόνο την υποχρέωση να σπουδάσεις κατά την επιθυμία σου και όταν θα βολευτείς να μεταφέρεις τα οστά μας, μετά από χρόνια στη Λευκωσία για να βρει ανάπαυση η ψυχή μας! Δυστυχής ,που έφυγα μια φορά από την πατρίδα ,που δεν πρόλαβα το γάμο σου με την Ελένη .Ευτυχής γιατί το "προσφυγάκι" βγήκε καλό, υπάκουο παιδί και ο Θεός ,όσο κι αν οι άνθρωποι το πίκραναν ,δε θέλησε το κακό του. Καλή τύχη Ανδρέα!"

Έκλεισα τα γράμματα τα έβαλα σε ένα φάκελο και είπα ,η ζωή τραβάει μπροστά ,τι περιμένω ! Τηλεφώνησα στην Ελένη η οποία μου απάντησε ειρωνικά .
-Σε τι οφείλεται ,παρακαλώ ,το όψιμο ενδιαφέρον σας; Αν ρωτάτε για μένα είμαι καλά, αν ρωτάτε για το καναρίνι μου, το έφαγε η κουκουβάγια, αν ρωτάτε για τον κογκολέζο μου, ψόφησε γιατί τον παρατάισα, αν ρωτάτε για το λουλούδι που μου φέρατε ξεράθηκε, γιατί από την πρώτη στιγμή είπα δεν θέλω κύριε Γεωργίου το λουλούδι, τον Ανδρέα θέλω.
-Ελένη ό τι χάθηκε- χάθηκε δεν μπορώ ειλικρινά, να κάνω κάτι, αλλά ως "προσφυγάκι" ζητάω "πατρίδα" στην δική σου καρδιά!







Τρίτη Ηλικία!

Πήρα το τηλέφωνο και δοκίμασα να καθίσω στο μεγάλο καναπέ ,εκεί που συνήθιζε να κοιμάται η γάτα μου-ξέρετε οι γάτες κοιμούνται τη μέρα και το βράδυ γυρνάνε στο κυνήγι.
Δίπλωσα το αριστερό μου πόδι, όπως κάθε φορά αλλά οποία έκπληξη, δεν μπορούσα να τακτοποιήσω το άλλο μου πόδι !Έκανα τόση φασαρία στη μάταιη προσπάθειά μου και το μόνο που πέτυχα ήταν ν' αγριέψει η γάτα και να ζητάει τρόπο να φύγει.
'Aνοιξα την πόρτα, ελευθέρωσα την ψιψίνα αλλά έμεινα κόκαλο. Το πόδι δεν πήγαινε ούτε μπρος ούτε πίσω. Γύρισα προς την τηλεόραση και είδα την πρόσκληση του ΚΑΠΗ για την 1η του Οκτώβρη.
- Τι περιμένεις ,γέρασες ,είπα στον εαυτό μου, χωρίς κατά βάθος να το πιστεύω. Πήρα, με πολύ κόπο, την πρόσκληση ,κάθισα στην καρέκλα και συλλογίστηκα. Εβδομήντα εννιά! Εβδομήντα εννιά φθινόπωρα βγάζω σε λίγες μέρες, τι να περιμένω! Στη στιγμή χτύπησε το τηλέφωνο. Με δυσκολία σηκώθηκα να πάρω το ακουστικό, αλλά επειδή επέμενε το πρόλαβα. Ήταν η Τζούλια, εβδομήντα επτά Φθινοπώρων, από το Υακίνθη, που έγινε Ζουμπουλιά για να καταλήξει στο παραπάνω εύγλωττο, χήρα όπως κι εγώ, εδώ και δέκα χρόνια. Ήθελε να πούμε δυο κουβέντες, βλέπεις η μοναξιά μας, ξεσπά στο τηλέφωνο!
Τα παιδιά αλλού, τα εγγόνια σπουδάζουν, πνιγμένοι όλοι στα έξοδα και τις ευθύνες, εμάς θα κοιτάξουν;
Νάναι καλά η πολιτεία μου είπε, έτσι περιμένω την εκδήλωση του ΚΑΠΗ, να πάμε επιτέλους να ξεσκάσουμε λιγάκι, να τραγουδήσουμε να πούμε κάτι βρε αδερφέ, πέρα από τους πόνους μας και τα χάπια. Αα! Χάπια !Θυμήθηκα πως δεν είχα κανένα παυσίπονο, ούτε έμπλαστρο για το πόδι μου και της είπα, να μου στείλει το παιδί τής εξυπηρέτησης. Ο Πέτρος, παίρνει ένα ευρώ και πηγαίνει στην αγορά για τέτοιου είδους εξυπηρετήσεις, ευτυχώς! Αλλά τι τα θες μετά τη Τζούλια τάβαλα με τον εαυτό μου, που τον άφησα και γέρασε, έτσι λέω, αφού η ζωή μου, κύλησε στα χαμένα, παραμελώντας τον εαυτό μου ,γιατί περίμεναν τέσσερις παππούδες να τους κοιτάξω! Ήλπιζα ότι θα έρθει και η ώρα να κάνω κανένα ταξίδι, αλλά ο άνδρας μου έκανε το μακρύτερο ταξίδι, αποδήμησε εις Κύριον, όπως οι περισσότεροι άνδρες! Τα παιδιά μου, έχουν τα δικά τους και ...και ήρθε η ώρα του απολογισμού ,της αγανάκτησης ,του καταλογισμού ευθυνών. Οι ηλικιωμένοι σώζονται μόνο με το ΚΑΠΗ;
Όπως κάνω κι άλλες φορές σηκώθηκα ,άπλωσα την παλάμη μου στο ακέφαλο άγαλμα της Νίκης ,μου θυμίζει το ταξίδι στο Λούβρο το ένα και μοναδικό,φώναξα τη γάτα γιατί το γουργουρητό της μου κρατάει συντροφιά, και έγραψα στο τετράδιο παραπόνων, δώρο της Τζούλιας από το ταξίδι της στη Σεβίλλη ,που έχει πάνω του έντεχνα τοποθετημένη πένα και στο εξώφυλλο ένα ζευγάρι να χορεύει τανγκό. Βλέπετε οι φωνές εξέλιπαν από το σπίτι και τι σπίτι, μεγάλο, αγύριστο! Περνάω τις ώρες μου -αν είμαι στα καλά μου- χαζεύοντας τα « εκθέματά» του. Θυμίζει λίγο μουσείο με τα τόσα που έχω μαζέψει στο εσωτερικό του. Ακόμα προσθέτω αντικείμενα, σκεφτόμενη ότι στα εγγόνια μου θα φανούν χρήσιμα !
Μια μέρα , απελπισμένη φώναξα το φωτογράφο με την κάμερα, να πάρει βίντεο αφού στο μεταξύ έβαλα τα καλά μου.
Μπορεί να γελάσετε, αλλά φαίνομαι -στο σαλόνι μπροστά από το Χριστό σε καμβά, τον αγόρασα από την Έκθεση της Θεσσαλονίκης σε ανάμνηση του ταξιδιού μου, αριστερά, το βιολί του Μικρασιάτη παππού μου πάνω στη σιφονιέρα, και από πάνω, σε δυο σημεία που φθάρθηκε η ταπετσαρία, τοποθετημένες μάσκες βενετσιάνικες-να τραγουδάω « Σ' αγαπώ γιατί 'σαι ωραία»
Έτσι περνάς σαν είσαι μεγάλη και μόνη, προπαντός μόνη!
Θα έρθετε σίγουρα στην ηλικία μου. Πριν έρθετε αγωνιστείτε ,παλέψτε, η ζωή είναι ωραία. «Η αντίθεση στη ζωή είναι τα γηρατειά παρά ο θάνατος. Τα γεράματα είναι η παρωδία της ζωής» γράφει η Σιμόν ντε Μπωβουάρ
Η παρωδία της ζωής! Και τα έβαλα με την πολιτεία! Της τα έψαλα λιγάκι και ανέβασα τον τόνο και τινάχτηκε η γάτα προς επίρρωση των λεγομένων μου!
-Τιτίκα, συμφωνείς φαντάζομαι ,γιατί κι εσύ όλο κάπου γυρεύεις να χωθείς κι ευτυχώς, είσαι τυχερή, γιατί άλλες γάτες γυρνάνε άστεγες και πεθαίνουν όπως οι άνθρωποι από έλλειψη φροντίδας!
Η πολιτεία επιβάλλεται να φροντίζει τους ηλικιωμένους όπως τότε που εκείνοι φροντίζανε για την πολιτεία. Δεν είμαστε απόμαχοι, γινόμαστε ,λόγω της αδράνειας και της μελαγχολίας που μας βαραίνει. Ήθελα κι εγώ μετά τη συνταξιοδότησή μου να κάνω κάτι, να απασχολούμαι. Τα θέλω μου πολλά η υπομονή λίγη, η υγεία μου επιβαρυμένη 'Aστα να πάνε ,μουρμούρισα.
Ο καιρός περνάει δύσκολα! Σώνουμε τη μέρα για να κλειστούμε στον εαυτό μας να μονολογήσουμε και να κοιμηθούμε
Όσοι επαίρονται για τη φροντίδα μας, ας μη βιάζονται, γιατί τα παρατράγουδα είναι πολλά.
Το τηλέφωνο ξαναχτύπησε.
- Εγώ είμαι η Τζούλια
-Καλά ντε δε γέρασα τόσο που να μη σε καταλαβαίνω!
-Τι έγινε ,κλείσαμε λίγο βιαστικά το τηλέφωνο και δεν πρόλαβα να σου πω για τη γιορτή του ΚΑΠΗ, θα πάρουμε κάνα καινούριο ρούχο ή έτσι θα βολευτούμε απ' τα παλιά.
-Τζούλια μου, έχω φυλάξει κάτι ευρώ αλλά τώρα που το λες να πάμε στα μαγαζιά να αγοράσουμε κάτι ,το καινούριο λένε φτιάχνει την ψυχολογία.
-Να πάρουμε κανένα παυσίπονο, πριν βγούμε, γιατί θα σερνόμαστε και θα μας κοροϊδεύουν .
-Αύριο, θα το κανονίσουμε .
Τώρα, θα γράψω μια επιστολή και αύριο ο Πέτρος θα την πάει στο Δήμαρχο.
Θα του γράψω να φτιάξει δημοτικό γηροκομείο και να πληρώνουν όλοι οι πολίτες μαζί με τα δημοτικά τέλη ένα ποσό μηδαμινό για τον καθένα και όταν θα φτάσουν στην ανάγκη να γίνουν τρόφιμοι να καταβάλλεται η σύνταξή τους .Το μέλλον των ηλικιωμένων βρίσκεται στα χέρια της πολιτείας γιατί τα παιδιά σήμερα δουλεύουν , δεν μπορούν να μας φροντίζουν. Η κυρία Χρυσάνθη πληρώνει χίλια ευρώ για τη θεία της ,είναι πολλά ,αλλά έχουν, όσοι δεν έχουν δηλαδή να τους φάνε τα σκυλιά;
Δήμαρχε μου ,και η επιχείρηση θα είναι προσοδοφόρα και ο κόσμος θα ζει χωρίς το άγχος του αύριο, και θα πατάξεις την ανεργία. Θέλω να ζω με αξιοπρέπεια να μην εξαρτώμαι από τη βούληση των παιδιών μου, αφήστε που τα τελευταία χρόνια και τα παιδιά αδυνατούν να φροντίσουν τους γέροντες.
Σας αναφέρω την εικόνα που εύχομαι να μη ζήσετε.82χρονη παρακολουθεί την εξής συζήτηση μεταξύ γιατρού και οικείων:- Αν κάνει εγχείρηση η γιαγιά 99% δε θα ζήσει ,αν πάει συμβατικά ελπίζω να γίνει καλά αλλά θα χρειαστεί πολύ φροντίδα από τη μεριά σας. Εξαρτάται από εσάς.
-Από εμάς γιατρέ μου !Αλληλοκοιτιούνται . Εμείς δουλεύουμε ,καλά να βρούμε καμιά γυναίκα να τη φροντίζει αν δε, τι κάνουμε;
Με μια φωνή τα παιδιά.
-Εγχείρηση δεν το συζητάμε κι ό,τι γίνει.
Αχ, νάταν τα νιάτα δυο φορές, τα γηρατειά καμία.
Αυτά θα γράψω είναι λίγα; Δε νομίζω.
Η άλλη μέρα δεν ήταν σαν τις άλλες. Μια επιτροπή περνούσε από τα σπίτια και σε όσους άνοιγαν, τους έκαναν μια ενημέρωση.
Είμαστε νέοι άνθρωποι με πτυχία ιατρικής, ψυχολογίας, εργοθεραπείας νοσηλευτικής, και αποφασίσαμε να επενδύσουμε στον τόπο μας, φτιάχνοντας «Το Σπίτι του Ηλικιωμένου». Θα έχει ο καθένας το δωμάτιό του, την αυλή του, καθ' ότι θα απλώνεται σε μια μεγάλη έκταση. Η φροντίδα θα είναι τέτοια που θα προσδίδει άνετη διαβίωση και το κόστος τριακόσια ευρώ.
Τώρα τι να γράψω στο Δήμαρχο!

Σημείωση: Το κείμενο διακρίθηκε στον Πανελλήνιο Διαγωνισμό Διηγήματος στις 29-1-2011






Η ευτυχία του Ευτύχιου

Το πρόβλημά του τελευταία, όλο και μεγάλωνε, μάλλον το μεγάλωνε ο ίδιος χωρίς να είναι μεγάλο, ούτε καν πρόβλημα, ίσως μια επίπλαστη ανάγκη.

Γι' αυτό επέμενε να βρει λύση σε ό,τι τον απασχολούσε κι αυτό τον έφερνε αντιμέτωπο με πολλά-πολλά αποκόμματα έντυπου υλικού, τα οποία εδώ και καιρό φύλαγε στο μεγάλο πανέρι, αφού φρόντισε να καθαρίσει τα υπολείμματα φρυγανισμένου ψωμιού που έκρυβε μέσα του.

Και το ψωμί τελευταία το είχαν κόψει ,γιατί όπως και να έχει το πράγμα, παχαίνει. Ιδού λοιπόν!

Διαβάζει: "Η προσπάθεια να κατακτήσουμε την ευτυχία".Το αφήνει στην άκρη. Η πρόνοιά του να βάζει κάτω δεξιά έναν αύξοντα αριθμό τον παραπέμπει στο να φυλλομετρήσει το χαρτομάνι, ευκαιρία να το ξεσκονίσει κιόλας. Το χαρτί τραβάει σκόνη και...κατσαριδάκια.

Διαβάζει τώρα τη συνταγή για τον ευτυχισμένο άνθρωπο: "Η μητέρα να είναι ήρεμη κατά τη διάρκεια της εγκυμοσύνης, μετά το παιδί αυτό, θα πρέπει να ζει σε καλό περιβάλλον, με πολλή αγάπη όχι όμως υπερπροστασία". Με φωνή που να ακούγεται στον επάνω όροφο από τη μεριά της σκάλας φωνάζει.

-Ήσουν ήρεμη όταν κυοφορούσες εμένα μητέρα;

-Εννιά μήνες! Πόσο ήρεμη μπορείς να είσαι, όταν μάλιστα έχουν προηγηθεί τρεις επί εννιά και επτά ,τριάντα τέσσερις συνολικά μήνες εγκυμοσύνης;

Τέλος πάντων, ήμουν δε λέω, ήμουν ήρεμη, μα γιατί όλα αυτά; --Άφησέ το, αύριο συνεχίζουμε την κουβέντα μας... Συμμαζεύεται και συνεχίζει να σκαλίζει το υλικό. Τι έψαχνε λοιπόν, ο Ευτύχιος;

Απλούστατα, τον τρόπο να γίνει ευτυχισμένος! Μα πώς;

Έδινε πολύ μεγάλη σημασία στη λέξη ευτυχία. Και είχε διαβάσει τον τελευταίο καιρό τόσο πολλά πράγματα που κατέληξε στο συμπέρασμα ότι καλό, κακό, ευτυχία, δυστυχία ερμηνεύονται διαφορετικά από διαφορετικούς ανθρώπους. Ακόμα, διάβασε κάποιους αφορισμούς, που δυστυχώς ή ευτυχώς συμπλήρωναν τη φιλοσοφία του για την εύρεση της ευτυχίας.

Ένας για παράδειγμα αφορισμός του Αμερικανού σατυρικού Αμβρόσιου Μπιρς έλεγε :βόμβα, όνομα ουσιαστικό, μέσον πειθούς. Όταν χρησιμοποιείται από όσους έχουν την εξουσία, η χρήση της χαρακτηρίζεται "εθνικά συμφέρουσα"και "θαρραλέα".Όταν χρησιμοποιείται από εκείνους που δεν έχουν την εξουσία χαρακτηρίζεται "τρομοκρατία"και "δειλία", από αυτούς που κατέχουν την εξουσία. Μετά από σκέψη κατέληξε: Ευτυχία, όνομα ουσιαστικόν, προσδιοριζόμενο και καθοριζόμενο από επίθετα. Μέσον καλής διαβίωσης. Όταν δεν την έχεις παλεύεις να την αποκτήσεις. Όταν αισθάνεσαι ότι την αποκτάς , φοβάσαι μήπως τη χάσεις και θες να βρεις τρόπο να την κρατήσεις. Το ερώτημα είναι πώς και πόσο;

Είχε κουραστεί αρκετά να ψάχνει και δεν έκανε τίποτα το ιδιαίτερο, αλά τον κούραζε κάθε φορά η αγωνία και το άγχος του, να βρει κάτι καινούριο.

Σκέφτηκε να ξαπλώσει στον καναπέ. Τράβηξε το γαλάζιο μαξιλάρι με τα ανάγλυφα λουλούδια ,αλλά σκέφτηκε τη μητέρα του ,που του χαλούσε την ευτυχία να απολαμβάνει τα καλύτερα, υπενθυμίζοντάς του κάθε φορά ότι αυτό είναι "μαξιλάρι φιγούρας"!

-Πάρε από το ντουλάπι ένα άλλο, ένα του ύπνου, του ύπνου! Ναι αλλά ήταν λευκό και δεν του ενέπνεε καμιά ζεστασιά ,όπως και τα σεντόνια. Φανταστείτε, λευκοί τοίχοι, λευκά σεντόνια ,λευκά μαξιλάρια. Δυστυχώς επηρεάζονταν από τις ιδέες, που δεν ήταν δικές της αλλά τις εμφύσησαν οι παλαιότερες. Το λευκό ήταν συνώνυμο της καθαριότητας, να τολμήσω να συμπληρώσω και της ευτυχίας, αφού έτσι αισθάνονταν απόλυτα καλά.

Ανάσκελα λοιπόν στον καναπέ πάνω στο άσπρο μαξιλάρι σκέφτεται τα λόγια του Γιώργου.

-"Εγώ Ευτύχιε, είμαι ευτυχισμένος να ζω στη Σαμοθράκη το χειμώνα, όχι στη φασαρία, στον κόσμο. Αυτό με ικανοποιεί, ηρεμώ, χαλαρώνω, γεμίζω τις μπαταρίες μου. Δε φαντάζεσαι την εικόνα να ανοίγεις το πρωί τα παντζούρια απέναντι στο γαλάζιο του Αιγαίου! Ο ήλιος που ανατέλλει γεμίζει με φως το σαλόνι μου και αναζωογονεί τις δυο τεράστιες μπουκαμβίλιες που υψώνονται στα παλιά πιθάρια..."

Κι όσο σκέφτεται τα ευχάριστα, τα βλέφαρά του βαραίνουν, σχεδόν κλείνουν για να τον παραδώσουν αυτές οι καλές ,θετικές σκέψεις στην αγκαλιά του Μορφέα, άλλωστε δεν είναι η πρώτη φορά. Μετά από λίγα λεπτά ύπνου και ενός ονείρου, συνέρχεται.

Όνειρο! Μάλλον συνειρμοί, που τελειοποιούνται στο μυαλό του μετά την ανάγνωση του Επίκουρου .Άρα δεν το ονειρεύτηκε, επανέλαβε το νόημα της φράσης. "Πρέπει να μελετούμε εκείνα που μας φέρνουν ευδαιμονία, γιατί αν την έχουμε, έχουμε τα πάντα".(Προς Μενοικέα)

"Ευτυχία είναι το αποτέλεσμα της συγκέντρωσης επαίνων" .(Βούδας).

Το τηλέφωνο θα διακόψει τους στοχασμούς του ή μάλλον θα ανατρέψει μια κατάσταση αδιεξόδου. Βλέπει ποιος τον καλεί και πριν απαντήσει κάνει αυτόματα τη σκέψη: προλαβαίνω να βγω μια βόλτα είναι νωρίς ακόμα!

Μήπως είναι η πρώτη φορά που σκέφτεται έτσι; Θα κανονίσει με το φίλο του να βρεθούν στις εννιά μπροστά στο Φάρο. Λειτουργεί πάλι συνειρμικά. Φάρος! Σημείο αναφοράς της πόλης μας, σημείο κατά περίπτωση ευτυχών συναντήσεων. Από εκεί ξεκινάν οι παρέες για καφέ ή ρετσίνα. Αρκετά με το Φάρο. Ανεβαίνει στον επάνω όροφο, δεν έχει και πολύ χρόνο και ετοιμάζεται. Όσο ετοιμάζεται σιγομουρμουρίζει ,τι άραγε ,ένα ολόδικό του κατασκεύασμα. Συχνά, πυκνά έφτιαχνε στίχους κι αράδιαζε στο τετράδιο σκέψεις για την ευτυχία!

Η δυστυχία βγήκε βόλτα
στη γειτονιά της ευτυχίας
κι είδε πως χόρευαν σμιχτά
η δόξα, ο πλούτος κι η χαρά.
Πικράθηκε γιατί αυτή,
χαρά δεν ξέρει τι θα πει
και μέχρι να καλοσκεφτεί
τη θέση της μες στη ζωή,
ο φθόνος -που μόνος συλλογάται-
της απαντάει ,να μη λυπάται.
-Φύγε και έγνοια πια μην έχεις,
γιατί εδώ τα όσα βλέπεις
είναι μια έκφραση στιγμής,
που αλλάζει γρήγορα, θα δεις!

Ω! Τι να κάνει να βγει ή όχι; Η απόφασή του αναπότρεπτη. Αφού όλα αλλάζουν! Βγαίνει ,αφήνοντας εκεί όλες τις σκέψεις του!

Κυριακή πρωί .Η μητέρα του ,καθώς επιστρέφει από την εκκλησία, διαταράσσει τον ύπνο του ή μάλλον τον βοηθάει να ξυπνήσει για τα καλά.

Ευτύχιε! Σήκω μεσημέριασε. Πότε θα σηκωθείς μια Κυριακή και να πεις ,θα πάω στην εκκλησία. Όλο στην αναβολή είσαι! -Είσαι ευτυχισμένη μητέρα;

-Ευτύχιε, τώρα τελευταία έχεις παλαβώσει. Τι πάει να πει είμαι ευτυχισμένη. Ζω μια μέτρια ζωή, χωρίς πολλά-πολλά και με αυτά τα λίγα είμαι καλά. Τι, να ζητήσω περισσότερα κι ύστερα, τι θα γίνει .Σίγουρα υπάρχουν άνθρωποι που δεν έχουν μια μπουκιά ψωμί .Τι τα θες λοιπόν, καλύτερα άφησέ τα όπως έχουν.

Ο Ευτύχιος μαζεύτηκε πάλι στο πανέρι ,στα χαρτιά του. Ένα πανέρι αποκόμματα! Έτσι ο ένας, αλλιώς ο άλλος. Αποφασίζει να τα πετάξει όλα, κρατώντας όμως σημειώσεις σ' ένα χοντρό τετράδιο. Κάθε απόκομμα, του έδινε τρεις αράδες όχι παραπάνω. Έφτασε να έχει εξήντα σελίδες κείμενο για να το διαβάζει κάπου-κάπου και πέταξε το περιεχόμενο του πανεριού. Σκέφτηκε και κάτι άλλο, να γράψει τις λέξεις που συναντούσε συχνά γιατί, κατά τη γνώμη του, αυτές απασχολούσαν την ανθρωπότητα. Σημείωσε λοιπόν, άνθρωπος, λογική ,ευτυχία, κρίση, δυστυχία, χρήμα, πλούτος, δόξα ,παγκοσμιοποίηση, ενέργεια .

Για μια στιγμή ήρθαν στο νου του τα λόγια της μητέρας του για την εκκλησία. Εκκλησία ! Πουθενά δεν είδα αυτή τη λέξη .Μπερδεύτηκε για τα καλά, αλλά γρήγορα πήρε μια απόφαση. Την Κυριακή να εκκλησιαστεί ,περισσότερο από περιέργεια. Περνάει σε ένα άλλο επίπεδο .Θυμάται το Γιάννη, που είναι επτά αδέρφια, που όπως λέει εκείνος ζουν κοντά στο θεό, εκκλησιάζονται συχνά και που ,τέλος πάντων, στο σπίτι τους επικρατεί μια απέραντη ηρεμία, μια ατμόσφαιρα ήπια όχι εκρηκτική όπως στο δικό του σπίτι κι ας έχει μείνει -ως μικρότερος- μόνος. Και πάλι είπε, ευτυχώς που η μητέρα μου, αρκετές φορές, σβήνει τη φωτιά!

Από αύριο ,από αύριο θα αναζητήσω άλλες παραμέτρους ευτυχίας! Σήμερα όμως θα ολοκληρώσω την εργασία μου για το μεταπτυχιακό ,θα διαβάσω για τις εξετάσεις στην πληροφορική, θα πάω δύο ώρες στο μάθημα των γερμανικών, θα βραδιάσει κιόλας και θα πέσω ψόφιος για ύπνο. Κι αναρωτιέται ,καλά τόσες μέρες τι έκανα, φιλοσοφούσα; Μάλιστα φιλοσοφούσα και να, που μου βγήκε σε καλό ,μπόρεσα να δω και τη στάση ζωής των άλλων. Μεγάλο πράγμα να έχεις χρόνο να ρίχνεις και καμιά ματιά γύρω σου!Τότε είσαι άνθρωπος.

Στο μεταξύ σηκώνεται παίρνει ένα μεγάλο μαύρο φάκελο και βγάζει βεβαιώσεις παρακολούθησης σεμιναρίων, ως τεκμήριο των γνώσεων του για μια καλύτερη ζωή ,ευτυχέστερη θα έλεγα εγώ. Αλλά όλοι κάνουν το ίδιο, όλοι έχουν φακέλους πολλούς και μαζεύουν χαρτιά. Η φιλοδοξία των ανθρώπων ή όντως χρειάζεται όλο αυτό το χαρτομάνι;

Σκέφτεται και μονολογεί :η ευτυχία των ανθρώπων έγκειται στη συγκέντρωση επαίνων. Η ευτυχία, νάτη πάλι!Tα πολλά ρούχα ,τα αναλώσιμα αγαθά "προς τέρψιν" των ανθρώπων, η κατά διαστήματα δουλειά του, στη ρεσεψιόν μεγάλου ξενοδοχείου που ,στην τελική, δε του πρόσφερε τίποτα, γιατί τα έξοδα παράστασης ήταν αρκετά.

Ξημέρωσε η επόμενη μέρα. Θα αναθεωρήσει τις απόψεις του και εν πάση περιπτώσει θα ξεκινήσει μια ζωή λίγο διαφορετική, αλλιώτικη. Πάντοτε έρχεται μια τέτοια μέρα που θέλεις να αλλάξεις πολλά ,που συλλογίζεσαι το πριν ,το αύριο ,που λες, άραγε θα προφτάσω να κάνω κάποιες αλλαγές. Αλλά όταν οι αλλαγές είναι για το καλύτερο, ο χρόνος φαίνεται να κυλάει καλά. Ο Ευτύχιος λοιπόν τακτοποίησε τη ντουλάπα του, πετώντας πολλή σαβούρα. Τι τόθελε για παράδειγμα το καράβι των πειρατών των playmobil, τυλιγμένο μέσα σε ένα παλιό πουκάμισο ;Το κρατούσε για ενθύμιο .Τι κρατούσε χαρτοπετσέτες από τα μέρη που έτυχε να επισκεφτεί με τους γονείς του ή αυτές των γενεθλίων του ;Το πιο αστείο! Βρήκε μέσα σε μια τσάντα τυλιγμένο, ένα καλσόν γεμάτο ροκανίδι με ζωγραφισμένα μάτια και στόμα .Θυμήθηκε πως επρόκειτο για την επίδοσή του στην κηποτεχνία γιατί πάνω-πάνω έριχνε σπόρους γκαζόν κι εκείνο ,με το ανάλογο πότισμα, φύτρωνε και το κούρευε και πάει λέγοντας. Βρήκε κι άλλα πολλά ,μα καθώς τα μάζευε στην άκρη σκέφτηκε, πόσο χάρηκε την πρώτη φορά που τα αντίκριζε και το καλύτερο, αποφάσισε να τα δώσει στην εκκλησία που τα μοίραζε στα παιδάκια .Κι ο Ευτύχιος, τότε κατάλαβε ότι η ευτυχία κρύβεται στα μικρά και -πολλές φορές -ασήμαντα πράγματα!

Ενθουσιασμένος, καθάρισε το μεγάλο γραφείο και πέταξε όλα τα περιοδικά μόδας που μάζευε μετά μανίας, παλεύοντας να βρει την ευτυχία στο παπούτσι ή στο πουκάμισο. Έβαλε τα βιβλία του σε τάξη κι ανάμεσά τους τακτοποίησε και την Αγία Γραφή που ναι μεν υπήρχε αλλά ποτέ δε φρόντισε να γνωρίσει το εσωτερικό της!

Όσο την κρατούσε στα χέρια του σκεφτόμενος, εδώ -εκεί να την τοποθετήσει, άνοιξε στο σημείο που υπήρχε μια διπλωμένη χαρτοπετσέτα, σα σελιδοδείχτης και εντυπωσιάστηκε από τον Ύμνο της Αγάπης του Αποστόλου Παύλου. Τον συνεπήρε.
Ένιωθε ευτυχισμένος! Για πρώτη φορά!




«Πικρή» ανάπτυξη!

Αλεξανδρούπολη 5 Ιουνίου 2034

Σήμερα άνοιξα το ημερολόγιό μου για να γράψω για την πόλη μου, που τελικά δεν αναπτύχθηκε έτσι όπως την ονειρεύτηκε ο παππούς μου, αλλά έτσι όπως θέλησαν τα συμφέροντα, αυτά που υπαγορεύουν κάθε ανισόρροπη στάση απέναντι στα πράγματα ,που ανατρέπουν συνειδήσεις, που κρυμμένα στον κόρφο σου, σε παγώνουν γιατί η καρδιά σου, η ψυχή σου άλλα ποθεί.

Όσα θα γράψω είναι απόρροια αυτών που άκουσα από τον πατέρα μου και όσα σήμερα βιώνω.

Μια φορά κι έναν καιρό, όπως λεν τα παραμύθια, σε μια πόλη που την έλεγαν Αλεξανδρούπολη η ζωή για τους κατοίκους κυλούσε όμορφα. Είχαν περάσει τα δύσκολα χρόνια και λίγο ως πολύ η ανάπτυξη είχε μπει για τα καλά στο χώρο, στην περιοχή της.

Ένα πρωί ο κύριος Γιάννης καθώς άκουγε ραδιόφωνο, άκουσε έκπληκτος μια είδηση που αργότερα θα γινόταν η καθημερινότητα των Αλεξανδρουπολιτών και όχι μόνο.

Αμέσως εντυπωσιάστηκε και φώναξε στη γυναίκα του να ανοίξει την τηλεόραση, μήπως λένε κάτι για να έχει και την εικόνα του θέματος. Πράγματι ,ένα κανάλι που είχε καλεσμένους γνώστες του θέματος, μετέδιδε ως πρώτη είδηση ότι η χώρα θα γνωρίσει καλύτερες μέρες οικονομικά ,διπλωματικά ,θα γίνει υπολογίσιμη στην Ευρώπη και αλλού, γιατί πετρελαιαγωγός που θα ξεκινάει από το Μπουργκάς της Βουλγαρίας θα καταλήγει στην Αλεξανδρούπολη μεταφέροντας αργό πετρέλαιο, το οποίο, με πλοία μεγάλης χωρητικότητας, θα μεταφέρεται σε άλλες χώρες...

Αρχικά το ζευγάρι ενθουσιάστηκε και μάλιστα η κυρία Αγγελική πρότεινε στον άνδρα της να το γιορτάσουν πίνοντας ακόμη έναν καφέ .Πάνω στην ώρα χτύπησε το τηλέφωνο.-Εμπρός!

-Έλα Γιάννη, καλημέρα, άνοιξε την τηλεόραση ν' ακούσεις, κάτι λέει για πετρελαιαγωγό .

-Έλα από 'δω να πιούμε το καφεδάκι μας να τα πούμε κιόλας. Δεν έχασε χρόνο και μια και δυο να, και ο κύριος Άγγελος ο θαλασσόλυκος. Χρόνια καπετάνιος,ταξίδεψε και τις πιο δύσκολες θάλασσες ,πέρασε και από το Τρίγωνο των Βερμούδων αποκρύπτοντας, όσο μπορούσε , τη συγκεκριμένη πορεία, γιατί λένε ότι διάφορα φαινόμενα γίνονται η αιτία να χάνονται στον χώρο αυτόν πλοία.

Ρουφώντας χορταστικές γουλιές από τα μεγάλα φλιτζάνια έλεγαν την άποψή τους -κουβέντα να γίνεται- και μόνο η κυρία Αγγελική τους διέκοπτε για να ρωτήσει τι , πώς και γιατί. Ο κύριος 'Aγγελος μάλιστα κουνώντας χαρακτηριστικά τα χέρια του έλεγε :Αγγελική ,άσε το Γιάννη! Να το θυμηθείς μια μέρα αυτός ο τόπος δεν θα μπορεί να κατοικηθεί και για να μη θεωρηθώ υπερβολικός , οι άνθρωποι θα αγωνίζονται για επιβίωση Κι η Αγγελική :να μη το σώσουν τα παιδιά μας.

-Το σώσουν δε το σώσουν ένα πράγμα βάλε στο νου σου ,στο κέρδος όλοι είναι παρόντες διαφορετικά όλοι άφαντοι κι αφήνουν κάποιους να αλωνίζουν!

Έτσι πέρασε η μέρα κύλησαν τα χρόνια κι ο κόσμος έγινε υποχείριο μιας εταιρείας που ανέλαβε την κατασκευή του αγωγού. Λέω υποχείριο γιατί εκείνοι οι άνθρωποι πηγαινοερχόταν στην πόλη και κάθε φορά αυξάνονταν ο αριθμός των ειδικών ,όλο και περισσότεροι εμφανίζονταν στο τραπέζι προκειμένου να πείσουν για την αλήθεια ή το ψέμα που έλεγαν στον κόσμο .Στην αρχή έλεγαν απλά ένας σωλήνας διαμέτρου χ θα καταλήγει στη θάλασσα και τίποτα, τσιμουδιά για τις εγκαταστάσεις που θα κατέκλυζαν και στην ουσία θα αχρήστευαν την περιοχή.

Τελικά τα πράγματα δυσκόλεψαν γιατί η δήθεν εμπεριστατωμένη διαπραγμάτευση του θέματος ,θα μπαίνει από εκείνη την πλευρά, όχι θα μπαίνει από την άλλη , τι λέει και ο κόσμος ,να σπρώξουμε την κατάληξη όπου θα είναι πιο ανώδυνα κλπ, κλπ, έδωσε ευτυχώς στον κόσμο την ευκαιρία να αντιληφθεί τι ακριβώς θα γίνει !Και ενώ, λόγω άγνοιας, αντιδρούσαν ελάχιστοι, προέκυψε λίγο όψιμα αλλά όχι αργά η άρνηση.

Σε μια ενημέρωση για παράδειγμα βρέθηκαν κάποιοι- όχι πολλοί. Αρκετοί αποχώρησαν και με το δίκιο τους και όσοι , πέντε- δέκα, υπέβαλαν ερωτήσεις , πήραν απάντηση μόνο σε ό,τι δε σχετίζονταν άμεσα με αυτά που εκείνοι δρομολόγησαν να κάνουν! Ανάμεσα στους παρισταμένους ήταν και ο κυρ Γιάννης, ο κύριος Άγγελος και βεβαίως η κυρία Αγγελική.

Τα χρόνια περνούσαν και στην πλάτη τους ένιωθαν να βαραίνει η ευθύνη για το τι πόλη θα παραδώσουν στα παιδιά και κυρίως στα εγγόνια τους. Άκουσαν τους ειδικούς ,αγωνιούσαν για τον ωχαδερφισμό αρκετών συμπολιτών τους και έβαζαν και ξανάβαζαν προς κάθε κατεύθυνση τον προβληματισμό ,τι θα γίνει επιτέλους ,πού θα καταλήξει το θέμα.

Καθώς προχωρούσαν οι διαδικασίες η εταιρεία όλο και κάτι καινούργιο έβαζε στο τραπέζι. Θα γίνουν αποθήκες τόσες των αριθμό, σε τόση απόσταση μεταξύ τους, τόσης διαμέτρου ,σ' εκείνο το χώρο .Τι σήμαιναν όλα αυτά; Οι κάτοικοι ήταν χαμένοι, μάλλον έπρεπε να ξεχάσουν την ωραία νεράιδα, την Αλεξανδρούπολη και να βάλουν πλώρη για αλλού!

Ένα μεσημέρι ο κύριος Άγγελος κάλεσε στο σπίτι του μια ομάδα συμπολιτών του, που ήταν ενήμεροι για όλα όσα είχαν συμβεί και τους είπε: Καλός ο πετρελαιαγωγός αλλά όσο και νάναι κάτι να στραβώσει θα αλληλοβριζόμαστε, γιατί μέχρι να συμβεί το ατύχημα όλα βαίνουν καλώς όλοι είναι ευχαριστημένοι ,μας υπολογίζουν άλλωστε στην Ευρώπη ,στον κόσμο αλλά προσέξτε στο όνομα του συμφέροντος μόνο. Τι λόγω έχουν να κόπτονται να καταλήγει ο αγωγός στο Αιγαίο, να το καταλάβουμε μόνοι μας και να αναρωτηθούμε. Εσύ Κώστα που έχεις ξενοδοχειακή μονάδα ,εσύ Φώτη που έχεις δυο μηχανότρατες, εσύ Γιώργο που είσαι κτηνοτρόφος!

Όταν απευθύνθηκε στο Γιώργο οι άλλοι γέλασαν. Γιατί γελάτε .Δεν είναι μόνο η θάλασσα που θα μολυνθεί αλλά και το έδαφος κατά μήκος του αγωγού .Σε ένα ταξίδι στη Δυτική Αφρική το 2004 μας ενημέρωναν συνεχώς ότι στη Νιγηρία υπήρχε αναστάτωση, εξαιτίας των αγωγών και των συναφών ,και καθώς ταξίδευα σκεφτόμουν ότι εμείς είμαστε καλά στην Αλεξανδρούπολη, έλα όμως που οι πετρελαϊκές εταιρείες έκρουσαν και την πόρτα μας .Θα σας εξηγήσω για την κτηνοτροφία .Οι αγωγοί διαβρώνονται και απαιτείται συντήρηση των σωληνώσεων ,οι οποίες λογικά πρέπει να αντικαθίστανται κάθε είκοσι χρόνια .Αν υπάρξει διαρροή λένε ότι η παρέμβαση και η επέμβαση είναι άμεση .Αλλά δεν είναι νερό είναι πετρέλαιο, οπότε έχει επιμολύνει την περιοχή στο άψε ,σβήσε, μολύνεται ο υδροφόρος ορίζοντας και πάει λέγοντας .Τώρα μπορείτε να γελάσετε.

Σας κάλεσα εδώ για να αναλάβετε πρωτοβουλία, να παρακινήσετε τον κόσμο να βγει από την αμεριμνησία και την αδιαφορία και να απαγκιστρωθεί από τη φράση, αφού θα γίνει, τι μπορούμε να κάνουμε. Με τα χρόνια έγινε ο αγωγός. Οι κάτοικοι δε στάθηκαν ικανοί να εμποδίσουν την κατασκευή του. Μάλλον το πήραν αψήφιστα ή πίστεψαν τους υπεύθυνους της εταιρείας κατασκευής. Αλλά έλεγαν την αλήθεια;

Όσο ζούσε ο παππούς μου, έλεγε: όταν μπαίνει στη μέση το κέρδος, κρύβει την αλήθεια και ανέφερε συνεχώς την ιστορία με τις πατάτες. Ερχόταν στην πόλη ένα αυτοκίνητο και φώναζε πατάτες Νευροκοπίου! Έβγαινε η γιαγιά και φώναζε, περίμενε ,περίμενε.

Ο παππούς επέμενε: άστο, δεν είναι Νευροκοπίου .Κι η γιαγιά:το φορτηγάκι όμως γράφει έδρα Νευροκόπι.- Έδρα, μέδρα, οι πατάτες είναι του Βασίλη που κάθε χρόνο τις μοσχοπουλά με αυτόν τον τρόπο! Έλεγα για το κέρδος. Θα γινόταν ο αγωγός χωρίς οφέλη για την εταιρεία; Όχι βέβαια!

Τα εγγόνια του Γιάννη, του Κώστα, του Γιώργου, της Αγγελικής κοιτάζουν το άλμπουμ με τις φωτογραφίες της πόλης πριν τον αγωγό .Ο κυρ Γιώργος στην παραλία ατενίζει το Θρακικό πέλαγος, τη Σαμοθράκη, η γιαγιά Αγγελική πάνω στο γεμάτο τουρίστες πλοίο για Σαμοθράκη, όρθια σε μια άκρη ατενίζει τα καταγάλανα νερά της θάλασσας και πιο πέρα διακρίνονται ερασιτέχνες ψαράδες με τις βαρκούλες τους, ο θείος Κώστας στη βιομηχανική περιοχή με φόντο τις διάφορες βιομηχανικές εγκαταστάσεις .Ο παππούς Γιάννης με το φίλο του τον κύριο Τάσο και ένα αγοράκι απολαμβάνουν τα πουλιά του Δέλτα ,ο κυρ Δημήτρης ο φίλος του παππού με το πλήρωμα τού «Παναγία Κρεμνιώτισα» τραβάνε τα γεμάτα ψάρια δίχτυα.

Η Αλεξανδρούπολη! Άλλοτε σα νύφη καμάρωνε και μαζί της απολάμβαναν και οι κάτοικοι της ομορφιές της. Τώρα; Ένα γράμμα του παππού μου, τα λέει όλα.

Οκτώβριος 2004 Λιβερία

Αγαπημένη μου Μαίρη,

Ταξιδεύουμε ανοιχτά της Λιβερίας με προορισμό τη Νιγηρία, αλλά πήραμε εντολή να τραβήξουμε για Αγκόλα ,επειδή γίνονται επεισόδια .Στο Δέλτα του Νίγηρα επικρατεί αναβρασμός, γιατί οι κάτοικοι έχουν απαυδήσει από την επιδείνωση του βιοτικού τους επιπέδου, από την ανήκεστη καταστροφή του περιβάλλοντος, το βρώμικο νερό ,τις επιδημίες .Σου τα γράφω προκαταβολικά γιατί φαντάζομαι τι θα γίνει και στην Αλεξανδρούπολη με το έργο που δρομολογείται , αυτό του πετρελαιαγωγού.

Μαίρη μου ,φοβάμαι ότι τα παιδιά μας, τα εγγόνια μας θα μας υβρίζουν αργότερα ,γιατί δε θα μπορούν να ζήσουν σε μια πόλη που μοσχοβολούσε Αιγαίο και θα γίνει τόσο απάνθρωπη και αποπνικτική που θα σπρώχνει τους πάντες να την εγκαταλείψουν. Πες στο φίλο μου το Γιάννη ό,τι σου γράφω .Εντολή και παράκληση να μη ρισκάρουμε τις υπέροχες ελληνικές ακτές στο όνομα μιας ανάπτυξης ,για λόγους οικονομικούς και γεωπολιτικούς, γιατί οι εταιρείες παραφυλάνε παντού και ενεργούν με τον ίδιο ακριβώς τρόπο. Ας μάθει ο κόσμος ότι και η πυρηνική ενέργεια έχει οικονομικά και γεωπολιτικά οφέλη αλλά ποιοι και πόσοι διανοούνται να φτιάξουν πυρηνικά εργοστάσια! Συγχώρα με που αυτή τη φορά σου γράφω μόνο ό,τι με πονάει, αλλά να ,σκέφτομαι το μέλλον του τόπου.
Καλή αντάμωση, φιλιά στα παιδιά.
'Aγγελος

Ευτυχώς που έφτασε αυτό το γράμμα σε μας .Μετά από τριάντα χρόνια τίποτα δεν είναι όπως τότε. Πόσο δίκιο είχε ο παππούς! Η Αλεξανδρούπολη έγινε μια πόλη του πετρελαίου ,βρώμικη, παρά της προσπάθειες των αρμοδίων, από την παραλία δε βλέπεις τη Σαμοθράκη να λούζεται στα καταγάλανα νερά και οι τουρίστες δε θέλουν καν να πάνε προς τα εκεί. Γέμισε η θάλασσα δεξαμενόπλοια που πέρα μακριά φαντάζουν με κινούμενα φέρετρα, που όντως σκορπάνε το θάνατο .Δεν υπάρχει ίχνος ψαριού στην περιοχή και οι ψαράδες στις φωτογραφίες απόμειναν να θυμίζουν τον παλιό καλό καιρό. Ότι είχε να κάνει με τον τουρισμό έσβησε γιατί, ποιοι τουρίστες επιλέγουν ως προορισμό πετρελαιουπόλεις. Ποιος έχει όρεξη να βλέπει στα τέσσερα σημεία του ορίζοντα διάφορες εγκαταστάσεις που λόγω της επικινδυνότητας κρατάνε οποιαδήποτε δραστηριότητα μακριά. Οι Αλεξανδρουπολίτες πουλάνε το βιός τους σε ξένους και φεύγουν .Η γιαγιά μου, ογδόντα ετών σήμερα, θυμάται με παράπονο τις καλές μέρες .Οι γονείς μου, λένε πως πρέπει και εμείς να πάμε νότια ή δυτικότερα γιατί η ζωή είναι αφόρητη. Πριν δυο βδομάδες ο αγωγός παρουσίασε διαρροή στα βόρεια του νομού .Η αντίδραση δεν ήταν η αναμενόμενη. Το πετρέλαιο βγήκε στην επιφάνεια και μολύνθηκε μια αρκετά μεγάλη έκταση. Τι έγινε; Είπαν διαβρώθηκαν οι σωληνώσεις γιατί τόσα χρόνια δεν αντικαταστάθηκαν. Αφήστε που όλη η πόλη μυρίζει .

Όσα έλεγαν τότε κάποιοι, με τη σιγουριά της σύντομης αποχώρησής τους ,ωραία λόγια του αέρα, γιατί έχουν αντικατασταθεί από άλλους ,πού είναι τώρα, πιάσε τον ξυπόλυτο πάρε τα παπούτσια του. Προσοχή ,πότε θα βάλουμε μυαλό !Ο παππούς μου ,έλεγε πως έφταιξε το ξερό μας το κεφάλι αφού μόνο ακούγαμε και ποτέ δεν προβήκαμε σε ενέργειες του τύπου ,υπογράφω σ' αυτά που ακούω. Να κλειδώνεις και να παίρνεις το κλειδί, έλεγε ο παππούς, τονίζοντας τις συνέπειες των πράξεων μας.

Όσο για τη μυρωδιά λένε ότι ο πλοίαρχος ενός VLCC 250.000 τόνων δεν περίμενε να ελαχιστοποιηθούν οι εκπομπές υδρογονανθράκων μέσω του συστήματος αδρανούς αερίου και γι αυτό « ευωδία» πλημμύρισε την πόλη .Λάθος ,σωστό, αυτό άκουσα .Κάπου υπάρχει μια αιτία. Παρανόμησε; Οι συνέπειες, συνέπειες. Μάλλον ατιμωρησία.

Και ζήσανε εκείνοι καλά και μείς ας πεθάνουμε. Μπράβο ωραία προίκα μάς εξασφάλισαν οι πρόγονοί μας.

Ως προίκα μάς δόθηκε το να είμαστε όμηροι των πηγών ενέργειας που βλάπτουν το φυσικό περιβάλλον και κατά συνέπεια καθιστούν απάτριδες τους κατοίκους του!

Κλείνω εδώ ,γιατί τα νέα δεν είναι και τόσο καλά. Ίδωμεν!




Παρασκευή, 10 Απριλίου 2009

''Εγώ, η πόλη σου, η Αλεξανδρούπολη!'

Εγώ, η πόλη σου, η Αλεξανδρούπολη!



-Μμμ, τώρα που ξαναβλέπω τον εαυτό μου, ειλικρινά στενοχωριέμαι. Μεγάλωσα, παραφούσκωσα, δεν έχω ελεύθερο χώρο, πνίγομαι, πνίγομαι.Οξυγόνο ρε παιδιά, μου λείπει το οξυγόνο!Ποιοι μου το πήρανε;Μα καλά θέλει και ρώτημα, άκου λέει ποιοι.Οι γνωστοί, άγνωστοι. Ναι, ναι καλά άκουσες.Τι να κάνω, πλέον δεν έχω ζωή.Το κεφάλι μου, αχ το κεφάλι μου!Τι παραζάλη θεέ μου! Θόρυβοι, συνωστισμός, ακαταστασία.Καλά, έτσι ήμουνα;Δε θυμάσαι που σ’ έβγαζα βόλτα στην παραλία σ’ εκείνο το φοβερό νυφοπάζαρο και δεν ήθελες να γυρίσεις στο σπίτι, που καθόσουν ώρες ατέλειωτες στο ακροθαλάσσι κάτω ακριβώς από το φάρο; Εκεί έσκαγε το κύμα. Και σήμερα έρχεται ο κύριος ΟΛΑ και ζητάει και ρέστα. Δε φτάνει που πήρε το πιο ωραίο κομμάτι, για να το κατοχυρώσει πλήρως το νοικιάζει κιόλας! Και πού να πάνε οι άνθρωποί μου!Και το εμπορευματικό κέντρο τι έγινε; Είχαμε θέσεις εργασίας και τις χάσαμε; Τι να παινεύομαι για λιμάνι, σιδηροδρομικό σταθμό και αεροδρόμιο. Τα εμπορεύματα θα συγκεντρώνονται αλλού, σε άλλο νομό που δεν έχει λιμάνι ούτε αεροδρόμιο αλλά υπουργό;Φοβάμαι ότι στο τέλος θα πεθάνω από άνοια, γιατί ήδη δεν κουνιέμαι καθόλου. Έχω μπει σ’ ένα καλούπι και στριμώχνομαι όλο και περισσότερο! Με στριμώχνουν δηλαδή.Τώρα τα περιθώρια στένεψαν!Τώρα! Αχ, βαρέθηκα αυτή τη λέξη, γιατί είμαι υποχρεωμένη να κάνω αυτόν τον οδυνηρό απολογισμό καθημερινά, γιατί όλα όσα με καταδυναστεύουν είναι γύρω μου και όλοι πέσανε πάνω μου, πάνω μου και κανείς δεν ακούει τη φωνή μου.Ποιος λες ότι νοιάζεται, η πολιτική; Επίτρεψέ μου να διαφωνήσω γιατί κι αυτή μερικές φορές το παρατραβάει… Άκου κουρασμένη!Κουράζεσαι; Γιατί μας κουράζεις;Για την περίπτωση, της προσδίδω δυο φοβερά επιθετάκια, που τη χαρακτηρίζουν απόλυτα: κερδοσκοπική και ανεύθυνη! Από κουρασμένα παλικάρια κι εγώ δεν έχω να ελπίζω πολλά, πολλά. Αλλά τι λέω, άκουσες, πλάκωσαν πάλι οι χρυσοθήρες! Θα με τυλίξουν με χρυσόσκονη!Να στολιστώ με τα χρυσά και να φυσάει, στις εξορύξεις τους μπροστά και στο κυάνιο πλάι…Ναι Σωκράτη Μάλαμα παραφράζοντας το στίχο σου και συγχώραμε γι’ αυτό, με φαντάστηκα όχι στα μεταξωτά, αλλά στα χρυσά, για να τελειώσω μια και καλή.Οι ελπίδες μου αργοπεθαίνουν, γιατί άραγε;Μακριά από την κουρασμένη εξουσία σου λέω.Χτες, σαν έγερνε ο ήλιος βγήκα στο μπαλκόνι να δω λίγο Αιγαίο, να δω, με λίγη προσπάθεια, πέρα στον ορίζοντα βουνοκορφές νησιών και με πήρε το παράπονο.Είδες, κι εγώ κλαίω όσο παράξενο κι αν ακούγεται και απ’ ότι φαίνεται θα κλάψω περισσότερο όταν σε λίγο καιρό τα πετρελαιοφόρα θα οργώνουν τη θάλασσά μας, όταν θα κινδυνεύω να τσουρουφλιστώ από μια ατυχή συγκυρία, όπως θα πουν τα ΜΜΕ.Όσο κι αν μου λες ότι όλα θα πάνε καλά εγώ κρίνω από τα υπόλοιπα. Αφού τίποτα δεν πήγε καλά, αγωνιώ και θα αγωνιώ με το παραπάνω, όταν τα μέχρι τώρα ατυχήματα απέδειξαν πόσο ανασφαλείς είναι οι κάτοικοι των πόλεων, όπου εδράζονται παρόμοιοι αγωγοί!Ναι, είναι όλα τόσο ωραία και προσεγμένα! Μη με παρακινείς να δω άλλες πόλεις. Το ατύχημα είναι ατύχημα, άπαξ και συμβεί δε σώζεσαι ή ασχολείσαι για πολλά χρόνια με αυτό.Χθες, έψαχνα κάτι πράσινες γραβάτες, να με δω λίγο περιποιημένη, δεν απόμεινε μία. Ε, τι να κάνω μιλάω κι εγώ αλληγορικά, πάρκα εννοώ, βάλε το μυαλό σου να δουλέψει.Ήρθε κάποιος με το αεροπλάνο και μου έκανε παράπονα. Καλά μου λέει, απ’ το αεροπλάνο δεν είδα πνεύμονες…πώς ζεις! Ε, τώρα κάτι είπες! Παραλιακή πόλη εγώ ήλπιζα στη θάλασσα όμως, είδανε και πάθανε να ανακατέψουν και τα της θάλασσας, να μας μπουκώσουν με τα του πετρελαίου και αγανακτισμένη, ανέβασα τη φωνή μου!Άλλοι ονειρεύτηκαν ένα τέτοιο έργο, αλλά όταν διείδαν ότι τα πράγματα δεν ήταν και τόσο ευοίωνα, απλά πέρασαν στο χώρο των ιδεών για να έχουν χρόνο να ψάξουν καλά. Έχεις ιδέα τι σημαίνει διπλωματία;Τούτοι, οι αποκαμωμένοι, βάλθηκαν να κάνουν τα ευκολότερα, να κόβουν κορδέλες! Πέντε χρόνια τώρα κόβουν και τελειωμό δεν έχουν, κουράστηκαν να κρατούν το ψαλίδι…«…Εύχομαι να συνεχίσουμε με τους ίδιους ρυθμούς ώστε να κόψουμε την κορδέλα στο άμεσο μέλλον…» Όσο εγώ άκουγα τις δηλώσεις του προέδρου της ρωσικής εταιρείας τόσο οι συνειρμοί μου, γίνονταν εντονότεροι καθώς σκεφτόμουν το κεφάλι μου!Και βέβαια ποιο έργο μεγάλο που θα κάνει ντόρο, έβαλαν στο στόχαστρο; Τον αγωγό!Αγανάκτησα! Χάθηκα είπα… από δω κι εμπρός μόνο ανταποδοτικά και βάλε… για άλλου είδους ανάπτυξη κουβέντα!Αλλά φοβάμαι ότι ως εθνικό έργο εγώ θα πάρω ελαχιστότατα όσο για να καθαρίζω τις… ακτές!Για τους πνεύμονες σου έλεγα…Έλα βρε παιδί μου, χώρους πρασίνου, στην Αθήνα τους λένε πνεύμονες, αλλά κι εκεί προσπαθούν απεγνωσμένα να τους διατηρήσουν υγιείς. Μπούκωσαν από τα, πάσης φύσεως, φουγάρα…Και παινεύονται … Ολοκληρώθηκε λένε το έργο της Εγνατίας οδού… κι εγώ ψάχνω για τα συναφή, γι’ αυτά που μου έλεγες, που πήγες Θεσσαλονίκη και δεν έβρισκες πού να σταθμεύσεις το λεωφορείο, ενώ οι μαθητές φώναζαν, οδηγέ σταμάτα, δεν κρατιόμαστε άλλο. Και τι έκανες, τους έβγαλες όλους – μόνο τα αγόρια φυσικά κατ’ ανάγκη, μετά από πέντε ώρες. Αστείο! Για τα κορίτσια, άστα να πάνε…Ναι ολοκληρώνουν αλλά ποια έργα, τίνων;Γιατί, το Νοσοκομείο μου δεν έχει τα στοιχειώδη, γάζες …Φαίνεται εδώ δεν έχει άλλες κορδέλες και ταρατατζούμ και… θα μας αποτελειώσουν. Οι γιατροί φεύγουν, γιατί δεν έχουν βοηθητικό και νοσηλευτικό προσωπικό. Αρρώστησε και ο υπουργός που περιόδευε στο νομό, τον κάνανε εισαγωγή, έπεσαν πάνω του όλοι -τι να έκαναν άλλωστε- και χωρίς να ελέγξει τι γινόταν στους άλλους θαλάμους – καλά να είναι οι λίγοι με το πολύ φιλότιμο και οι συνοδοί. - τα βρήκε όλα τέλεια - τέλεια!Ακούστηκε και το όνομά μου στο πανελλήνιο. Μη νομίσετε πώς χάρηκα. Από που τον κουβάλησαν τον υπουργό! Κόμπιαζε να πει, ανοίξτε κανένα κόμβο γιατί η ευθεία οδός είναι συντομότερη της τεθλασμένης; Αλλά εκείνος δεν είχε κάτι σοβαρό.Αχ τι να πω, τα θέρετρα μου, τα παραλιακά μέρη θα τα επισκέπτομαι με αλεξίπτωτο, ίσως και τα παιδιά μου δε μαγείρεψαν πριν πεινάσουν…τώρα …ο που ο κόμπος έφτασε στο χτένι πώς θα περάσει…Τι σου έλεγα λοιπόν; Για το πράσινο αλλά σε κάτι συγκριτικές μελέτες που έκανα είδα ότι σε μένα επικρατέστερο χρώμα είναι το μαύρο. Μαύροι τοίχοι, μαύροι δρόμοι…μαύρο χρήμα, μαύρα… μεσάνυχτα και μαύροι, μαύροι που έρχονται οι άνθρωποι απ’ τα πέρατα να εργαστούν εδώ, γιατί μη ξεχνάς ότι άλλαξε και η νοοτροπία των πολιτών μου, οι οποίοι πλέον δεν κάνουν ό,τι δουλειά νάναι αλλά επιλέγουν ή καλύτερα διαλέγουν. Ο κόσμος εκπολιτίζεται τραβάει μπροστά.Και μετά μου λες να γίνει ο πετρελαιαγωγός, θα προσφέρει θέσεις εργασίας! Και ερωτώ: ποιος από τους ντόπιους θα δουλέψει ή… ποιος πρώτα θα δουλέψει. Αχ, φοβάμαι ότι αυτά τα τέκνα της πολιτικής δεν αποφασίζουν σωστά για μένα. Θα χαθώ και μαζί μου θα παρασύρω στο χαμό και όλους εκείνους που σκοτώθηκαν όλα αυτά τα χρόνια να πάρουν ένα σπίτι σε μένα, την πόλη των ονείρων τους…ή ένα παραλιακό οικόπεδο για να αντικρίζουν τα δεξαμενόπλοια, να γεύονται κάπου-κάπου το κατακαλόκαιρο λίγο πετρελαιάκι και να οσμίζονται τη μοναδική μυρωδιά που κατακλύζει κι άλλες παρόμοιες περιοχές!Ήρθε ο Άγγελος από τα καράβια –είχε μπαρκάρει με ένα εμπορικό και μου είπε: τι περιμένεις, κάνε την επανάστασή σου, όπου ταξίδεψα, σε πόλεις με πετρελαιοϊστορίες καταλάβαινα τι συμβαίνει μόλις φτάναμε στο λιμάνι, δε συζητώ για την εξ αποστάσεως εικόνα. Πρόσεξε για χάρη της ανάπτυξης, μου είπε, θα μας πάρεις στο λαιμό σου. Σ& #8217; αρέσει η εικόνα της πόλης του Μπουργκάς;Μα, γιατί γελάς σου φαίνονται αστεία όλα αυτά;Τώρα που το ξανασκέφτομαι, πόσο δίκιο είχε ο Άγγελος! Αλλάζει και η αναπτυξιακή μου προοπτική, αλλάζω χαρακτήρα γίνομαι βιομηχανική, παρά τουριστική περιοχή…Κι εκεί που οι ακτοπλοϊκές γραμμές έδιναν και έπαιρναν, εμπορική Σμύρνη-Αλεξανδρούπολη, τουριστική …τι απέγινε; Ο φόβος κάποιων για τις υποδομές επαληθεύτηκε. Έλλειψη δυστυχώς! Κορδέλες… τέλος. Ποια έργα έκανε η καλή μου η κυβέρνηση 2004-09 συμφωνώ μόνο στην αλλαγή υπουργών, τι ωραίο παιχνίδι, έχει ενδιαφέρον. Να δοκιμάσετε πολίτες μου να παίξετε και θα με θυμηθείτε, θα καταλάβετε γιατί έμεινα στο ράφι:. θα γίνει η ακτοπλοϊκή σύνδεση που είπαμε, θα γίνει εμπορευματικός σταθμός, θα γίνουν σχολεία, θα γίνουν …όλα με λίγη φαντασία γιατί οι υπουργοί, οι πολλά υποσχόμενοι άλλαξαν ρότα και τα υπεσχημένα πάνε.Αλεξανδρούπολη, πόλη του πετρελαίου με τον πετρελαϊκό της λιμένα με τα ενδεχόμενα διυλιστήρια…με τις όποιες άλλες κατασκευές που, θα είναι φαντάζομαι απαγορευτικές για δράσεις των πολιτών μου.Έτσι θ’ ακούγομαι στον κόσμο κι ας με λένε στα τραγούδια τους «νυφούλα» οι πολίτες μου.Ό,τι ύμνους βγάλατε καλώς, πατριωτάκια μου, τώρα ετοιμαστείτε σε λίγο θα έχουμε άλλα…Αλλού, λένε μέχρι και περιοχές χαρακτηρισμένες ως Νatura αποχαρακτηρίστηκαν εξαιτίας των αγωγών.Βέβαια όλα τα μέσα θα ασχολούνται με μένα. «…Διαρροή καυσίμων στο θρακικό πέλαγος. Η Αλεξανδρούπολη κινδυνεύει…»Θα σου πω και τούτο. Πιστεύω ότι μερικοί δοκιμάζουν τη μεγαλοψυχία μου, αλλά όλοι, κάτι κρύβουν, κάτι δεν ομολογούν.Μη βιάζεσαι και πάνω απ’ όλα σοβαρέψου και άκου, άκου καλά. Χρόνια και χρόνια, πέρασαν από τα χέρια μου κόσμος και κοσμάκης. Αφουγκραζόμενη τους καημούς τους, ένα πράγμα καταλάβαινα, ότι αργά και σταθερά θα προκύψει κάτι καλό γι αυτόν τον τόπο και δεν εννοούσα πονοκέφαλο, απεναντίας, ανάπτυξη τέτοια που θα με έκανε γνωστή στον κόσμο όχι για την κακή διαβίωση, όχι για θαύματα της τεχνολογίας που θα με σώσουν από… κάθε κίνδυνο, γιατί να, αυτό είναι που μας παρασύρει όλους, η δήθεν παντελής έλλειψη κινδύνου, αλλά το πιο μικρό λάθος, η παραμικρή αστοχία σημαίνει πολλά και …ανθεκτικά στο χρόνο.Έλεγα ότι στο πίσω μέρος του μυαλού τους όλοι αυτοί που κόπτονται για τούτο και για τ’ άλλο, που κουνούν συγκαταβατικά το κεφάλι στην πρόταση εταιρειών ανάπτυξης, όλοι λέω, κατά βάθος λένε «όχι» Τόση ώρα που σου μιλάω, ελπίζω. Ελπίζω στα αλληλοσυγκρουόμενα συμφέροντα, ελπίζω ότι το σκεπτικό της ανάπτυξης του τύπου… «αντί να γίνει ένα μεγαλόπνοο έργο εκεί ας γίνει εδώ, νάχω και έσοδα» είναι λαθεμένο, επειδή όταν ολοκληρωθεί το έργο, τα έσοδα που σήμερα φαντάζουν υπέρογκα, τότε θα δικαιολογούν απλά και μόνο την κατασκευή ενός, κατά τα άλλα, επικίνδυνου για την πλάτη μου έργου. Ελπίζω… ό,τι ανομολόγητο ελπίζετε όλοι σας!Τραγελαφική η κατάσταση! Το ίδιο το Υπουργείο Ανάπτυξης παραδέχτηκε ότι υπάρχουν κίνδυνοι πολλοί...Θα παρακαλούσα οι πολιτικοί να είναι ρεαλιστικότεροι, αφού το ζήτημα είναι κατ’ ουσίαν πολιτικό!Λες ότι φοβάμαι. Σίγουρα. Θα έλεγα ψέματα αν υποστήριζα κάτι άλλο, αλλά γιατί; Γιατί αν μελετήσεις καλά την Πράσινη Ανάπτυξη στην οποία στοχεύουν άλλοι, εκτιμάς ότι το περιβάλλον τουλάχιστον με ευθύνη προς τον πολίτη και του πολίτη δεν θα επιβαρυνθεί, ίσα-ίσα θα αναπνεύσω. Τώρα ακούω μόνο για χρήμα και ενέργεια αλλά τι είδους και πώς. Ας αποφασίσουν οι ειδήμονες ούτε καν οι ειδικοί. Δε θέλω να διαπληκτίζονται για το μέλλον μου, για τα παιδιά μου και τα παιδιά των παιδιών μου κάποιοι, που ξαφνικά χωρίς ιδιαίτερες γνώσεις με παίρνουν στο λαιμό τους. Θα σου πω ένα απλό παράδειγμα για να χαλαρώσουμε λίγο. Χωρίς πολλά πολλά, έγινε στα θεμέλια του Φάρου μια στέρνα, δήθεν σιντριβάνι. Άσχημο, κακότεχνο, σαράκι του φάρου, που αν δεν πήγαινες κοντά δεν φαινόταν το παραμικρό, και κινδυνεύει το μοναδικό αξιοθέατό μου, νάναι καλά εκεί που είναι οι κατασκευαστές του, γιατί τα σουβενίρ, τα αξιοθέατα, οι φωτογραφίες, ο τουρισμός, η πνευματική αναγέννηση…έχουν ένα όνομα, φάρος…Ο Φάρος μου…Και ερωτώ τι κάνω; Απλά απολαμβάνω τις… κακοτεχνίες κάποιων. Μη ρωτήσεις για μνημείο πεσόντων. Έπεσαν εκεί που έπεσαν. Ευτυχώς που υπάρχουν οι Βισβύζηδες. Τι στεφάνια, εκατοντάδες, κι εκείνοι …δόξα διπλή, τριπλή μεγίστη.-Τόση ώρα μιλάς και δεν είπα σχεδόν λέξη. Κατάλαβα όμως, πόλη μου, ότι αυτά που συμβαίνουν, μας αφορούν όλους. Με τούτα και με τ’ άλλα ο νους μου πήγε ξανά στον ένα και μοναδικό πίνακα που έχω στο σαλόνι μου και που τον απολαμβάνω πραγματικά καθώς τον παρατηρώ καθημερινά.Θα σου πω για την «προσμονή» του Νικηφόρου Λύτρα. Όσες φορές λοιπόν συμβαίνει κάτι, εγώ βλέπω την κόρη-πόλη, εν αναμονή, μπροστά στο μικρό παράθυρο από το οποίο φαίνεται ένα κομμάτι γαλανού ουρανού. Αν και δε φαίνεται το πρόσωπο της κοπέλας-πόλης, η στάση του σώματος καταμαρτυρεί την αναμονή.Το ανασήκωμα των ποδιών, το τέντωμα του κορμιού και του λαιμού, το σήκωμα της κεφαλής και το στήριγμα του σώματος στα χέρια, δείχνει πως ένας ήχος ή κάτι άλλο, την έφερε απότομα στο παράθυρο…Πόλη μου, μπορεί, σαν ερωτευμένη, να σκιρτούσες σε κάθε κάλεσμα ανάπτυξης για το καλό όλων μας, όμως ναι, τώρα έχεις δίκιο να διαμαρτύρεσαι, να τα βάζεις με όλους, γιατί θαρρείς κάποιο λάκτισμα δε θάναι για το καλό μας…
Συντάκτης: Άννα Δεληγιάννη-Τσιουλπά







Στον Ανδρέα Παπανδρέου

Ασύγκριτη καρδιά,
φυλαγμένη σε ατράνταχτο στήθος,
νου διεισδυτικέ ,
που γεννούσες το βαρυσήμαντο λόγο,
υπαγόρευες μελετημένες χειρονομίες
και ενθουσίαζες το πλήθος,
που πολυθόρυβο σε προκαλούσε
να επιτεθείς πεισματικά,
εναντίον εκείνων
που εξέλαβαν το λαό
ως άθυρμα
των υστερόβουλων,
φαυλοκρατικών πολιτικών τους.
Ακατάλυτη ψυχή,
θρεμμένη απ' το πάθος του οικουμενικού
λιγόστεψες την έχθρα
ως τροφή της κοινωνικής βίας,
χωρίς φιλοσοφικά επιχειρήματα
και, με το θάρρος του λάθους,
ανέδειξες σε υψηλή αρετή
την αγάπη για την πατρίδα,
αντιπαλεύοντας
τις τυφλές εμμονές
σε αποπνικτικά αδιέξοδα!
Χαρισματικέ ηγέτη,
των σύνθετων συλλογισμών,
βαθύγνωμε πολιτικέ,
των μακρόπνοων διαλόγων
και των τολμηρών αποφάσεων,
κατέκτησες τη Δημοκρατία
κι έστρεψες το βλέμμα μας
στον ήλιο!







Τσιγγάνικοι ρυθμοί

Βλέμμα χαμηλωμένο στην κιθάρα
Τα δάχτυλά σου ανεμίζουν τις χορδές
Ψηλά τακούνια καστανιέτες συντροφιά σου
Τον έρωτα που χάθηκε να κλαις

Ένα ήχο πένθιμο ακούν οι καλεσμένοι
Που σε τραγούδι γρήγορα θα βγει
Τα μάτια σου κοιτάνε άλλον κόσμο
πλανώνται σ' άλλον τόπο σ' άλλη γη.

Αρώματα και χρώματα κοντά σου
μαλλιά σαν καταρράκτες στο κορμί
Πτυχές που ανεμίζουνε μπροστά σου
Σε κόκκινο, σε μπλε, σε βιολετί.

Σεβίλλη ,Κόρντοβα, Γρανάδα
Χοροί τσιγγάνικοι σε ήχους μαγικούς
Τριαντάφυλλα στολίζουν τα μαλλιά της
Να βλέπεις δε χορταίνεις και ν' ακούς!








Άδραξε τη μέρα!

Θυμάμαι τον εαυτό μου,
χρόνια τώρα,
να ταξιδεύει στο παρελθόν
κάτω απ΄ τη σκιά των δέντρων,
κάτω απ' το φως των άστρων,
του κρυμμένου φεγγαριού,
που μ' έμαθε να το περιμένω
φόντο στη μακρινή εικόνα των ματιών
που είχαν μια αγωνία,
καθώς ξεπρόβαλε στην πλάτη
του μολυβένιου βουνού!
Τι έκανα, τι δεν έκανα, τι θα κάνω
Ποτέ ,τι κάνω!
Κι έχασα το νόημα της ζωής,
σαν τότε και τώρα και αύριο!
Σκληραίνει την ψυχή μου το παρόν
και ασίγαστη η μνήμη
με πάει στο παρελθόν
και τ' όνειρο
στα μελλούμενα.
Κι όμως το νόημα της ζωής
είναι στην κάθε μέρα!
Άδραξέ την!








Ποίηση είναι..

Ελέγχει ό,τι καταγράφω
Μέρα και νύχτα
Και μου δίνει έμπνευση.
Αυτόματα ή σχεδόν αυτόματα
Συλλαμβάνω αυτόν τον κόσμο
Και εκφράζω τα ανέκφραστα,
Αυτά που κι εσύ κρατάς μέσα σου.
Φτάνει ένα θέλω
Για να μπορέσεις
Να ψάξεις τις λέξεις
Που θα φτιάξουν το ποίημά σου!
Γιατί η δημιουργία
Είναι η εσωτερικότητά σου
Είναι ποίηση!
Τώρα σου δίνω ορισμό;
Εσύ το ξέρεις .








Έξι Χάι-Κου

Τα χάι-κου είναι
Ο καλύτερος τρόπος
Να συλλογιστείς!

Όσο ζω, πάντα
Θα επουλώνω πληγές
Τις φρικτές μνήμες.

Φοβερό να ζεις
Και να ονειρεύεσαι
Πως δημιουργείς.

Γιατί δεν είπες
Ξεκάθαρα, αλήθεια,
Βασανίζεσαι.

Έχεις στο νου σου
Τις απουσίες φίλων
Και πικραίνεσαι.

Μνήμες μου παλιές
Στέφανοι εξ ακανθών
Για συμμόρφωση!








Χάι-Κου (Της Τέχνης)

Έργα ανθρώπων
Ορίων υπέρβαση
Επινόηση!

Αναζήτηση
Σφοδρή επιθυμία
Δημιουργίας!

Έκθεση στο φως
Έμφυτου χαρίσματος
Υποφώσκοντος!

Έργα ανθρώπων
Τέχνη, τέχνης τέχνασμα
Νόημα ζωής!








Έρωτας είναι..

Μυστική αγάπη, φλογερή
ο έρωτας
πύρινος στον απειθάρχητο νου,
χρυσοφτέρουγος,
τοξεύει άδολες καρδιές
και τις σκλαβώνει.
Λουλούδι αμάραντο,
δροσοστάλαχτο
στο ανοιξιάτικο πρωί,
ευχάριστο ξαλάφρωμα
του ανεξήγητου κάματου.
Μεγαλόπρεπη στέψη
λαμπρού ονείρου,
κυβερνήτης
τρυφερών υπάρξεων,
φλόγα κι αστραπή
σε σκοτεινές ατραπούς
της χαμένης νιότης,
χαράς φωτοβολιά ,
είσοδος στο λαβύρινθο
των συναισθημάτων .
Ε, ρωτάς ;







Για το Μουσείο της Ακρόπολης

Έργο λαμπρότατο
ακαταπόνητων δημιουργών,
συνυφαίνεις την ιστορία με τη ζωή
για να διδάσκεις εφεξής
την αθανασία!
Φωτεινό και επιβλητικό
σε καταιγισμό μετασχηματισμών,
εντυπωσιάζεις με τον φωτισμό
και τις αντανακλάσεις.
Και η σύγχρονη αρχιτεκτονική-
ανθεκτική σε άπειρους,
πολύμορφους κλυδωνισμούς-
σου προσδίδει
μιαν ακατάβλητη γοητεία,
που συνεπαίρνει τον επισκέπτη,
έτσι όπως καταβυθίζεται
στην αρχαϊκή και κλασσική εποχή,
την ώρα που το φως
αφήνει να εισχωρήσει μέσα σου
ο αρχαίος χώρος της ακρόπολης,
για να θυμίζει το χρέος
της παράδοσης της σκυτάλης
για τον επαναπατρισμό των γλυπτών,
δένοντας αρμονικά
το παρελθόν με το μέλλον
του Ελληνισμού.







Μεταμέλεια

Μου λες κι απόψε ,πως οι στάλες της βροχής
Πρόλαβαν να νοτίσουν το κορμί σου,
Κατακαλόκαιρο και περιπατητής
Σου δίνει λύσεις πάντα η λογική σου!

Μα, μη με σκέφτεσαι την ώρα που μετράς
Βήματα στο λιθόστρωτο μεγάλα,
Τι να σου πουν οι χτύποι της καρδιάς
Στα πρωτινά σου λάθη τα μεγάλα!

Κάστρα στην άμμο χτίσαμε κι οι δυο,
Συνοδοιπόροι και εραστές χωρίς ελπίδα,
Μαζεύονταν τα σύννεφα ψηλά
Αργεί ,μου έλεγες, να έρθει η καταιγίδα .

Τώρα, πάνω στα χνάρια περπατάς
Τα όνειρά μας ένα- ένα αναρριπίζεις,
μα πώς μπορεί να ενώσει το γυαλί
που έμαθες αργά να το ραγίζεις!







Η ζωή απρόβλεπτη

Μέρα και νύχτα λογαριάζουμε
Τη ζωή μας,
,τη διάρκειά της
στη γη, κι ονειρευόμαστε
τα καλύτερα για τον εαυτό μας
τα χειρότερα ,ας τα φορτωθούνε άλλοι!
Έτσι ,τελματώνουμε στην καθημερινότητα,
και οι υπολογισμοί αποκλείουν τις εκπλήξεις.
Μα η ζωή έχει νόημα κι απρόβλεπτη!
Έλα να ρισκάρουμε,
να παίξουμε με το αναπάντεχο,
να τρέξουμε στην αγκαλιά του άφιλου κόσμου,
να τον κερδίσουμε χωρίς υπολογισμούς
που μας αλλοτριώνουν,
χωρίς όρια που φυλακίζουν το είναι μας.
Έλα, μη σκέφτεσαι τους άλλους,
λαχταρώ να σε βλέπω χαρούμενη ,
να ψελλίζεις τραγούδια
να περπατάς στους ρυθμούς του ωραίου.
Ναι ,γίνε δυνατή ,μη λυγίζεις καθημερινά ,
μην αφήνεις τη φυρονεριά να πάρει πίσω
ό,τι ωραίο έφτιαξες κι έχτισες
στο οικόπεδο του μυαλού σου!







Μάταιη η αναζήτηση;

Αναζητώ την αμόλυντη παιδικότητά μου,
και τις παρέες των φίλων μου,
την ανέμελη ζωή, που μας έφερνε
ώρες ατέλειωτες, στα ζεστά βότσαλα
της ακροθαλασσιάς,
το προστατευτικό χέρι
του πατέρα ή της μάνας
που, σχεδόν πάντα, έφτανε
να μ' ακουμπά, όταν τους
καλούσα σε βοήθεια.
Αναζητώ την ελευθερία και την άπλα μου,
στα χιλιάδες τετραγωνικά μέτρα
αφύλαχτης γης,
τα επινοημένα λόγια της γιαγιάς
που με τη σοφία της,
τα έκανε παραμύθια
για να με συμβουλέψει
και να με δασκαλέψει.
Αναζητώ τις εποχές!
Την Άνοιξη των λουλουδιών,
του γυρισμού των πουλιών,
της έξαρσης και του ονείρου,
το Καλοκαίρι του θερισμού
του αλωνισμού ,του ιδροκοπήματος,
της ροδοδάχτυλης ανατολής
και της μεγαλόπρεπης δύσης,
το γλυκό Φθινόπωρο του τρύγου
το βοριασμένο Χειμώνα ,
με τις χριστουγεννιάτικες νύχτες,
την άσβεστη, φλογολαμπούσα φωτιά.
Αναζητώ την ανθρωπιά σου,
την ώρα της καλημέρας
και τη φιλοτιμία σου
να γευτώ απ' το ζεστό χρυσαφένιο καρβέλι σου,
την ταραχή των αισθήσεων,
στη θέα αγαπημένων προσώπων,
την ξεθωριασμένη ξύλινη πόρτα
με την τρύπα κάτω δεξιά
για το μπες-βγες της γάτας,
το τραγούδι του περαστικού,
τα πανηγύρια, τις κοινωνικές εκδηλώσεις..
Αναζητώ το αλλοτινό
ως προϋπόθεση της αμοιβαιότητας,
μέσα στη χαοτική κοινωνία,
όπου συνθλίβονται τα θέλω μας,
από την αίσθηση
των ανικανοποίητων, πλην όμως,
επίπλαστων αναγκών μας.
Χάσαμε το ,εγώ-εσύ ,
την αλληλεγγύη, τη συντροφικότητα.
Εξασφαλίσαμε το, εγώ και τα πράγματα,
που δεν έχουν να μας προσδώσουν
παρά μόνο την πίκρα της εξάρτησης.
Αναζητώ τον εαυτό μου!
Πού χάθηκε;







Η Ώρα Της Περίσκεψης
(στο Θόδωρο Αγγελόπουλο, που μας
έδωσε χρόνο να σκεφτούμε..)

Σιωπή ,μόνο σιωπή, σιωπή,
κι όλοι μαζί στη μοναξιά!
Περίσκεψη, μόνο περίσκεψη!
Κοιτάζω μπροστά
στη μεγάλη οθόνη,
κοιτάζω κι εσένα
με την άκρη του ματιού μου
στο μισοσκόταδο.
Κι η εικόνα εκεί, εγκλωβίζει το χρόνο
με μια μουσική χαμηλή
ίσα-ίσα να τσιγκλάει τη σκέψη σου.
Όλοι εδώ, ήρωες και θεατές
είμαστε ξύπνιοι, γιατί επιτέλους,
βλέπουμε σκεφτόμενοι!
Μα, σα να ζούμε έναν εφιάλτη
αυτόν που άλλους τους έστειλε στο θάνατο,
κι εσύ νιώθεις περίεργα που ζεις
για να βλέπεις επιδέξιες λήψεις
να αποδίδουν τη μοναξιά
στη μοναξιά του τοπίου!
Ο Θίασος, Οι Κυνηγοί, Οι Μέρες του 36
στις μέρες μας, τι άλλαξε άραγε;
Η μοίρα των ανθρώπων, ριγμένη στο υπαρξιακό κενό
στην περιπλάνηση πίσω στην ιστορία
ή στη μνήμη που ενεργοποιείται από μοτίβα
της προσφυγιάς, της διαρκούς αναζήτησης
Αργές ροές, για εντρύφηση
στο εγώ των ηρώων, στο εγώ μας
στην ψυχή μας, στο επέκεινα!
Καταγραφές του πεπρωμένου
όταν το συμφέρον ,ως τροχοπέδη της λογικής,
απλώνεται παντού.
Έχεις πλέον χρόνο,
αυτόν που ποτέ δεν βρίσκεις, να σκεφτείς
πώς οι άνθρωποι
επινόησαν τρόπους του χαμού τους!
Σιωπή ,πολλή σιωπή
και μέσα απ' αυτήν ,η εικόνα που αλλάζει
κι οι αργές κινήσεις με φόντο
το νερό ,τη θάλασσα, τον ουρανό
που ποτέ δεν είναι καταγάλανος
είναι μουντός
κι η θάλασσα ,παίρνει ένα χρώμα γκρίζο ,
ψυχρό που δε θες να το βλέπεις.
Κι όμως αυτό το τοπίο, το Τοπίο Στην Ομίχλη,
σου υποβάλλει
αισθήματα και ερωτήματα.
Τι κάνεις σ' αυτόν το μάταιο κόσμο,
όταν δεν αφήνεις
-με ποιο δικαίωμα άραγε-
τον άνθρωπο να απολαύσει
ένα και μόνο δικαίωμα ,να ζήσει ελεύθερος!
Οι σκηνές προχωρούν αργά ,
θα φτάσει ο χρόνος μιας ταινίας
για να σε πείσει πως το ταξίδι σου
στη ζωή, στη γη έχει δυσκολίες
που εσύ επινόησες;
Θα φτάσει , το έχει περίτεχνα φροντίσει ο σκηνοθέτης!







Κοινή γαρ η τύχη..

Χειραγώγησαν τις συνειδήσεις μας.
Αποδοκιμασία του ακατανόητου.
Μα γιατί, θα πεις.
Η απάντηση θα έρθει αργότερα
Τώρα, σιωπή.
Για να συντηρούνται τα πολιτεύματα.
Όλα τα πολιτεύματα;
Μπορεί και όχι!
Κι όμως οι άνθρωποι κακοπαθαίνουν
Όλοι ;Σχεδόν όλοι.
Κι ο ανθρωπισμός;
Κίβδηλος κι αυτός ,αν υπαγορεύει το συμφέρον.
Η νοημοσύνη που πήγε;
Έγινε αντικείμενο προς πώληση!
Κι οι άνθρωποι δεν αντιδρούν;
Με τόσα αναθέματα πώς να τολμήσουν!
Κι οι μηχανισμοί σώζονται
για να τορπιλίσουν ανθρώπινες ζωές..
Και η φυγή στη φύση;
Κίνηση ηθελημένα χαρακτηρισμένη
αντι-αστική, μοναχική, ερημική των ζώων.
Υπέρβαση των ορίων.
Χειραγώγησαν τα παιδιά μας!
Γιατί δεν τα διδάξαμε
πώς να φυλάσσονται απ' τους βάρβαρους
και δεν τ' αφήσαμε να δουν την ουσία.
Μας ξέφυγαν στις ουσίες
και σώπασαν.
Τι άλλο θα μπορούσαν να κάνουν;
Η εθελοτυφλία βγάζει σίγουρα
σε απόκρημνα μονοπάτια,
κι ο ωχαδερφισμός, άλλους τους σκοτώνει
κι άλλους τους λυτρώνει, αλλά για λίγο,
γιατί στις τρύπες που ανοίγεις
πέφτεις ο ίδιος μέσα ,γιατί κάποιος θα πέσει!




Ακάματος δημιουργός.
(Στο Μίκη Θεοδωράκη)

Εξωτερίκευση ακοίμητου πάθους
η εξαιρετική σου επιμονή
να ελευθερωθεί ο άνθρωπος
για να σκέφτεται καλύτερα
την ανεκτίμητη ελευθερία!
Καρπός αρραγής, η μουσική σου,
χρόνια τώρα,
δίνει το στίγμα των καιρών!
Κι η ζωή σου όλη ,η Ελλάδα ,
η ανθρωπότητα,
το κοινό περί δικαίου αίσθημα!
Η φωνή σου, που ένωσε
κι άλλες πολλές φωνές,
το όραμα του ανθρώπου
που- αισιόδοξος
στην απαισιοδοξία του -
εμμένει στην απόδοση
του νοήματος της ζωής
και μέσα απ' τα ποιήματα
εκείνων που έγραψαν,
σαν είδαν να γέρνει ο ήλιος
και το λυκόφως έφερνε
την αγνωμοσύνη
που σκοτώνει την ειρήνη!
Τραγούδια που σ' ανάθρεψαν
Βυζαντινά,
τραγούδια του λαού δημοτικά
κι ας είναι ακόμα και ριζίτικα,
αυτά σε άνδρωσαν,
πλούτισαν τα οράματά σου
για έναν κόσμο δικαιότερο,
χωρίς βίαιες πολιτικές!
Βαρύφορτη
-από την υπεράσπιση των αξιών-
μνήμη, πυρωμένη απ' τη φλόγα
της αγάπης για την πατρίδα,
ανέδειξες στον παρεπίδημο άνθρωπο,
έργα βγαλμένα απ' την ψυχή,
που ταξίδεψαν στα πέρατα της γης!
Η καρδιά σου,
με την καταβολή της θέρμης
του Παντεπόπτη Χιώτικου ήλιου,
-που υψώνονταν απ'τη Μικρά Ασία
κι αντιφέγγιζε στην Κρήτη-
καμπάνα στην ερημιά ,
χτυπά για την Ελλάδα
για τον άνθρωπο,
για τους ανθρώπους!
Η πίκρα σου, από διωγμούς
φυλακίσεις κι εξορίες,
ηδονή για εκείνους
που θέλγονταν με τέτοιες
βαρβαρότητες,
πίστη στην αντοχή
και την αλληλεγγύη!
Τα θέλω σου, ταράζουν τα σπλάχνα σου,
σα μένουν ανεκπλήρωτα,
κι ο λόγος σου,
του πατριώτη, επαναστάτη, ειρηνιστή
ταράζει τ' αυτιά μας,
σα νάναι η πρώτη φορά!
................................................
Ήρθες σα γάργαρο νερό
Να αρδεύσεις την ψυχή μας,
Συνθέτη εσύ της μουσικής,
Φωσάτο άστρο της αυγής,
Όνειρο καλοθύμητο
Της δύσκολης ζωής μας!







'Aθρησκη ζωή
(Η πληρότητά μου εν Θεώ)

Απολαύσεις ατέλειωτες και πλούτος
στη γη ετούτη όπου μας όρισε Εκείνος
να αγωνιστούμε ,να αντιπαλεύουμε
τις δυσκολίες και την κακότητα
που πολύ εύκολα γεννάνε!

Χαρές αμέτρητες και πάθη
στον πλανήτη, που μας χαρίστηκε
να διαφεντεύουμε ,να αγωνιούμε
για την πορεία του.
Το μέλλον του,
ποιο τάχα να' ναι!

Ηδονή στην ηδονή ,τι ευτυχία!
Νομίσαμε πως ξεγελάσαμε Εκείνον.
Τι μαγεία ,
να ζεις χωρίς να σκέφτεσαι
παρά μόνο τα πλούτη, τη δόξα
και τα μαρτύριά μας δεν υπολογίσαμε
από τα χαλκόστομα δηλητηριώδη τόξα!

Άθρησκοι στις γήινες απολαύσεις μας,
αμέτοχοι οι δύστυχοι,
στον πόνο των ανθρώπων,
φρίκη κι αποτροπιασμός η ζήση μας,
φιλήδονοι
σε στόματα λεόντων!
Καιρός για αφύπνιση και στοχασμό.
Ποιοι είμαστε, τι θέλουμε ,που πάμε;
Χωρίς μυαλό, χωρίς Θεό
στο ψέμα, στην απάτη κολυμπάμε!






'Aλγος ονείρων!
(...πέρασαν τα χρόνια ,ακυρώθηκε
κι ο λυρισμός των λόγων τους ...και τώρα
σε τίνων τα συμφέροντα κοντοστέκεται ο νους τους;)


Σα νάταν χθες που κούρσεψαν
Κύπρο την ομορφιά σου
Που λάβωσαν το σώμα σου
Και την παλικαριά σου
Κι έκλεισες μες στα βλέφαρα
Όνειρα ευτυχισμένα
Να περιμένουνε εκεί
Σε μάτια σαστισμένα
Σα νάταν χθες που η προσφυγιά
Πλήγωσε την καρδιά σου
Κι αγέρας εξολοθρευτής
Άλλαξε τη θωριά σου
Σα να σε αγκυροβόλησαν
Σε λησμονιάς λιμάνι
Και η ηχώ του θρήνου σου
Στ' αυτιά τους πια δεν φτάνει
Η κάθε μέρα που περνά
Πάνω στη ράχη σου φωτιά
Που καίει και δε σβήνει
Φέρνει στα μάτια δυνατών
Καπνούς που τσούζουν
Και πονούν
Κι όμως δε θέλουν στη στιγμή
Να σβήσουν το καμίνι!







Νίκη της Σαμοθράκης!

Ήρθα ξανά μπροστά σου να σταθώ
και να παρατηρήσω πως ναι,
ολόρθη και με ολάνοιχτα φτερά
σαλπίζεις τη νίκη,
τώρα τη νίκη του ονόματός σου !
Σου έφερα του νησιού σου
το ανάλαφρο άρωμα
σαν αντίδωρο ,γιατί η καρτερία σου ,
φέρνει καθημερινά τη Σαμοθράκη
στο στόμα πολλών
κι εκείνων που αναρωτιούνται,
από πού κίνησες ορθόπλωρη
κι ήρθες εδώ ,που δε φτάνουν
οι θρήνοι των βράχων, των δέντρων,
των μαγεμένων πλαγιών του δικού σου Σάος;
Ακόμα θρηνούν την απουσία σου,
τόσο που θαρρώ πως σκεφτόμενη
-με τ' απομεινάρια της λογικής
που πλημμύρισαν το σώμα σου
όταν κούρσεψαν το κεφάλι σου-
έγκλειστη εδώ και χρόνια,
σπαράζουν τα σπλάχνα σου
κάτω από το πετρωμένο- διάφανο σχεδόν -φόρεμα σου!
Σου έφερα δάκρυα απ' το Αιγαίο, τα δάκριά σου
που πέφτανε, όταν αντιλαλούσαν τα φαράγγια
και το βουητό τ' ανέμου έδειχνε,
ν' ανεμίζει πιότερο το ρούχο
που περίτεχνα στολίστηκες απ' το χέρι του γλύπτη.
Ήρθα ξανά, μπροστά σου να σταθώ
να αισθανθώ να μου γνέφεις,
ανυπόταχτη ,και να σου πω, πως θρηνούμε όλοι
την ώρα που το Σάος ρίχνει τη ματιά του
στις έρημες πλατύφυλλες σκιές
ανταριάζει και βρυχάται
και νιώθει βαριά τη σκιά του Ποσειδώνα
που δε χτύπησε μια, να αγριέψει η θάλασσα
για να μείνεις εκεί, στο νησί
όπου ναι, ένα κομμάτι θρήνου απλώθηκε
σαν ένιωσε το χαμό σου !
Ήρθα εδώ για να βρέξω τα χείλη μου
που στέγνωσαν απ' την απαντοχή,
να υψωθώ όσο μπορώ και να σου ψιθυρίσω
Η ελπίδα του γυρισμού σου
ζωντανεύει τα όνειρά μας
τις παραδόσεις μας
τα τραγούδια μας
Το νησί μας!







Το άθυρμα

Σ 'ακολουθώ μονάχα από ανάγκη.
Λατρεύω τις ιδέες σου ,
είσαι το καταφύγιό μου!
Βγαίνω από τα στενά όρια μου
και σ 'ακολουθώ ελπίζοντας
στη σωτηρία μου!
Μέσα στην αθλιότητα των πραγμάτων
στο χάος των νέων καιρών
στη σύγκρουση.
Σε αντιγράφω!
δε δημιουργώ, δεν ιδροκοπώ
δε σκέφτομαι,
γιατί είμαι πίσω σου,
στο πλάι σου.
Είμαι ανήθικος γιατί δεν ψάχνω
την αρετή,
κι όμως αγωνίζομαι
καθημερινά
να πετύχω το στόχο μου,
κίνηση επαναλαμβανόμενη
που οδηγεί στο τέλμα,
γιατί δεν είμαι ελεύθερος,
δεν έχω ιδέες, δεν γεννώ ιδέες..
Το άθυρμα!
Δεν έχω μνήμη, δεν αλλάζει κάτι
Έχω αρχηγό ,δεν έχω μνήμη.
Τι να θυμηθώ;







Αθώα θύματα

Ρίψεις βομβών!
Όχι δεν ήρθαν και πέρασαν
σαν τα πουλιά που χαιρετίζουν
με τις φτερούγες τους
τις πολιτείες των ανθρώπων,
όπου ολονύκτιες
γίνονται συσκέψεις,
για το πώς θα καθηλώσουν
τους επαναστάτες
που- όχι άδικα-
ζητούν μια γωνιά
να μερέψουν απ' το κυνηγητό
εκείνων που κληρονόμησαν
τον πόλεμο, την καταστροφή,
τον αφανισμό των αθώων.
Εδώ ας σταθούμε, εδώ
στα αθώα κορμιά
που έπεσαν στις αδηφάγες
επιθυμίες των δυνατών,
στα κορμιά που βασανίζονται
από τον πόνο του υπερόπλου.
Έξυπνες βόμβες!
Μόνες ή με την εγνωσμένη
συνέργειά μας!
"Καταιγίδα της ερήμου",
υπέροχη φράση, δυνατή, εντυπωσιακή!
χιλιάδες βόμβες επισκέφτηκαν τη Βοσνία,
χιλιάδες βόμβες το Κοσσυφοπέδιο!
Και τα θύματα
δεν ήταν πια απ' το Τσέρνομπιλ!
Αθώοι ζωντανοί, σε ακτινοβολία υπολειμμάτων!







Κοσμοσυρροή

Πώς καταντήσαμε έτσι, άβουλοι και απειθάρχητοι!
.....................................................................................
Μπροστά στην ήρεμη ιδιοσυγκρασία του καλλιτέχνη,
έχω μια εσώψυχη διάθεση, να συναντήσω την αρμονία
κι ας πιστεύω ότι δύσκολα επιτυγχάνεται.
Επικοινωνώ μαζί σου , όχι απαραίτητα με το λόγο,
μαζεύω τις σκέψεις μου και την όποια ευαισθησία μου,
να δώσω νόημα στη ζωή μου, στη ζωή μας!
Κι έτσι υπομένω και γίνομαι πιο ανθρώπινος.
Τελικά, πρέπει να ψάξεις και το ανοίκειο
που δε σε σκοτώνει αλλά σε τρέφει,
σου μεγαλώνει τις ελπίδες ,σε γεμίζει με όνειρα
Φωτίζεται η σκοτεινή σου συνείδηση
και βγαίνεις από τις ατραπούς στο ξέφωτο,
εκεί που έρχονται κι άλλοι κι άλλοι.
Και σε λίγο θα βλέπεις μια κοσμοσυρροή,
μια ανεξήγητη κίνηση ,σπάνια για τη σπανιότητά της!
Θα βγουν από τη μοναξιά και την ερήμωση εκείνοι,
που θα αποτελέσουν το θέμα του επόμενου πίνακα,
που θα θέσεις σε κοινή θέα, για να βλέπουμε
και να αισθανόμαστε
ότι δεν είμαστε μόνο οπαδοί, χειροκροτητές,
ότι κοσμοσυρροή σημαίνει
συνειδητοποίηση και ανάγκη της κοινωνικότητας!







Παγκόσμια η κρίση

Προσβλέπαμε στο όνειρο της αφθονίας
και υποτακτικοί στις χώρες του πλούτου
δεν τιθασεύσαμε την άκρατη επιθυμία
της ανάδειξης σε μεγιστάνες ,ευγενείς
τιτλούχους δίχως νόημα.

Μας τύφλωσε η λάμψη ,χάσαμε την ηθική μας,
μπροστά στο φαινόμενο της υπεραπλούστευσης
και του ωχαδελφισμού.
Απανωτά αμαρτήματα του πολιτισμού
τα λέω τώρα!

Μασκαρευτήκαμε και εμείς οι δήθεν
φτάσαμε σε αδιέξοδο
που σιγά- σιγά και τραγικά οικοδομούσαμε.

Παγκόσμια κρίση!
Παλίρροια,
με προάγγελο τον εγωτισμό και το συμφέρον!

Παγκόσμια κρίση!
Απροσδόκητη κατάσταση με απροσδόκητη
διάσταση!
Βιάσαμε τον άνθρωπο ,τον βγάλαμε
απ' την ονειροπόληση και το ρεμβασμό
τον πνίξαμε στη ναρκισσιστική επιδειξιομανία του.
.................................................................................
Πού να πάω να ονειρευτώ ,μα να γλιτώσω
κι απ' τους εφιάλτες!







Όταν γεννήθηκα...

Όταν γεννήθηκα μητέρα
στο πρώτο κλάμα μου μπροστά
δε συγκινήθηκες λιγάκι
παρά με πότισες με μιας
ολόκληρης ζωής φαρμάκι.

Αχάιδευτο το μέτωπό μου,
αφίλητο το μάγουλό μου,
μα πως με άφησες μητέρα
μονάχο μου νύχτα και μέρα;

Κοιμόμουν και χαμογελούσα
στου ονείρου μου τη σιγουριά
Και λίγο χάδι λαχταρούσα
Στα πρώτα κλάματα μπροστά.

Όταν με γέννησες μητέρα
στο πρώτο κλάμα μου μπροστά
δε συγκινήθηκες λιγάκι
παρά με πέταξες με μιας
στο πρώτο μοναχό παγκάκι,
ή μ' έδωσες για υιοθεσία
ακόμη και στην Ολλανδία!

Ανθρώπινη η αντοχή μου
μεγάλη η επιμονή μου
να ψάξω όσο το μπορώ
τον κόσμο όλο να σε βρω
γιατί στη λογική μπορούν
δυο μάνες τάχα να χωρούν
μα στην καρδιά μου, τι αξία
η μάνα είναι μόνο μία!.

Οι ρίζες της καταγωγής μου
μου' παν πως είναι ελληνικές
κι αναζητώ την ομορφιά σου
μες στης Ελλάδας τις γωνιές

'Aννα Δεληγιάννη-Τσιουλπά

Αγαπητέ Σταύρο, σου στέλνω το ποίημα με αφορμή την εκπομπή σου Συγχαρητήρια.







Αφειδώλευτη αγάπη!

Παιδάκι ακόμη κρατούσα την άκρη της φούστας σου
μητέρα ,
γιατί φοβόμουν τη φύση κι έβρισκα ανακούφιση
στον άνθρωπο!
Μεγαλώνοντας, μεγάλωναν κι οι φόβοι μου
γιατί ερμήνευσα τα φαινόμενα της φύσης
αλλά βρήκα δυσερμήνευτο τον άνθρωπο
και πιότερο τον φοβήθηκα !
Λυπήθηκα όταν έφυγες στην ξενιτιά
μα, τι μπορούσε να κάνει ένα παιδί!
Έκλαψα, έκλαιγα μερόνυχτα
σ' έβλεπα στ' όνειρό μου ,σ' ακουμπούσα.
Τι θλίψη ,όταν το ξημέρωμα σκληρό
μ' έφερνε στην πραγματικότητα.
Τι κρίμα που αφήσαμε τα χρόνια
να περάσουν μέσα απ' την αναβολή
χωρίς αγάπη, χωρίς στοργή!
Μεγάλωσα μητέρα μα ναι,
μεγάλωσες κι εσύ και μίκρυνε η αγκαλιά σου!
Έγινε πάλι αφιλόξενη, από τους πόνους του κορμιού σου.
Έγινα κι εγώ μητέρα ,μα δεν άλλαξε η ζωή μας.
πάλι τα ίδια!
Αγώνας για επιβίωση, αγλύκαντες οι σχέσεις,
συμφέροντα, που εμπορεύονται την αγάπη!
Πρέπει μέσα από αυτό το ποίημα να πω,
όχι μόνο να γινόμαστε μητέρες
αλλά να μεγαλώνουμε την αγκαλιά μας!
Μην κλείνουμε τα χέρια στο παιδί
που ζητάει βοήθεια.
Ό,τι ακυρώνει το μυαλό μας
το σηκώνει το σώμα μας!
Εφ' όρου ζωής.







Ασνήφ, η ηρωίδα μου!
(Στον Όμηρο Μαυρίδη, για το βιβλίο του, Ασνήφ)

Μπροστά μου απλώνεται
η θάλασσα της έμπνευσής μου
το Αιγαίο,
Εκείνη που συνένωσε λαούς ,
έσμιξε αναστεναγμούς και βάσανα.
Στα χέρια μου ο χάρτης του Πόντου, της Αρμενίας!
Στο μυαλό μου εσύ, Ασνήφ,
που λυτρώθηκες σαν έφτασες στην Ελλάδα.
Στα μάτια μου η μορφή σου ,στο μυαλό μου τα λόγια σου, για όλους εκείνους
που μνημόνευες με ένταση και πάθος.
Κι όπως το φως του παντεπόπτη ήλιου
πέφτει στα χέρια μου
ζεσταίνονται οι ιδέες μου,
που σ' έκαναν κιόλας ηρωίδα του βιβλίου μου.
Άγρυπνη, ακαταπόνητη πριν το τέλος,
μου κατέθεσες της ψυχής σου τον κάματο,
που χρόνια αντιπάλευε
με τις δοκιμασίες του αρμένικου λαού,
του λαού σου!
Ασνήφ,
σημάδι των καιρών, γυναίκα ,
ηρωίδα στο μεταίχμιο της ζωής και του θανάτου!
Ασνήφ,
βάλσαμο της ψυχής μου
και των ψυχών του λαού σου!
Προσκυνητής και θαυμαστής σου εγώ,
μνημονεύω εσένα,
που με τη μαρτυρία της ζωή σου,
έπλεξα την ιστορία με το μύθο
σαν αποτέλεσμα της δικής σου κραυγής
για τα μαρτύρια ενός ακόμα λαού!
Ασνήφ,
όλοι σε μνημονεύουμε
γιατί μέσα σε τούτο το βιβλίο,
οι καταβυθίσεις στην ιστορία σου
ακονίζουν πιότερο το μυαλό μας!







Ο Κιρκαλιώτης
(από την Κίρκη Έβρου)

Δεμένος στη μαγεία σου πλανεύτρα
Όπου κι αν πάω το μυαλό μου
Μένει εκεί,
Του ονείρου μου, γλυκιά μου σαγηνεύτρα,
Γη της πατρίδας μου, εσύ μοναδική!

Ένα κομμάτι της καρδιάς μου πάντα αφήνω
Στις θύμησες καιρών αλλοτινών
Σ' αρχέτυπες μορφές ,σκηνές του μύθου
Πλεγμένες στη σκιά των μαγισσών!

Εσύ ,ο κόσμος μου και το χαμόγελό μου,
το βλέμμα μου και το παράπονό μου,
Στη ράχη σου ακουμπάω και ξεχνώ
Της δύσκολης ζωής κάθε καημό.

Κίρκη ,εικόνα του μυαλού μου
Πολύτιμη ,μοναδική
Της φύσης λαμπερό πετράδι
Της μάνας μου φιλί και χάδι
Απ' το λυκόφως ως το λυκαυγές
φτιάχνεις του κόσμου χίλιες ζωγραφιές!







Η εξάρθρωση του χρόνου

Στα φυλλωτά σου τα κλαδιά ζωή μου,
Τα όνειρά μου τα χρυσά απλώνω,
Μα αδάμαστες δυνάμεις, φοβερές,
Αδιάβατο, μου κάνουνε το δρόμο!
Οι φίλοι μου μισέψανε και πάνε
Σε θεϊκών αγγέλων γειτονιές
Κι αφήσαν πίσω τους δικούς τους
Να ρωτάνε
Ποιος καρτερούσε τις περήφανες ψυχές!
Πολύπλοκο παιχνίδι η ζωή
Στου χρόνου τα κιτάπια δίνει αξία
Άλλοι να έχουν περιθώρια πολλά
Και άλλους τους χρεώνει απουσία!
Στα φυλλωτά σου τα κλαδιά ζωή μου
Ψάχνω στο μίσχο τους λιγάκι να πιαστώ
Μα ο χρόνος γέρνει πάλι και μου γνέφει
Σε μονοπάτι ότι μπήκα σκιερό!







Η γλώσσα της ψυχής

Προσανατολίζομαι αργά
στο χρόνο, το χώρο, τα πρόσωπα!
Τώρα που βρήκα το κλειδί
του εσωτερικού μου κόσμου,
τώρα που το ποίημα κίνησε
το αίσθημά μου
αφήνομαι στη συγκίνηση
που μου προσδίδει!
Μη ρωτάς τι είναι ποίηση,
γιατί το αίσθημα δύσκολα
εκφράζεται με λόγια!
Μη ρωτάς.
Δέξου τη σαγήνη της
για να τονώσεις
την εξασθενημένη μνήμη σου
στον απροσδιόριστο χρόνο,
στον απέραντο χώρο,
στα αχνά πρόσωπα.
Γιατί τίποτα δε σβήνει!
Η ελλιπής σκέψη,
μας ταλανίζει,
συσκοτίζει το νου,
ακυρώνει τις εμπειρίες
που όλες έχουν την αξία τους.
Κρυφοί οδοδείκτες που ανάβουν
μόλις σηματοδοτηθούν από τη μνήμη!







Κρυμμένα δάκρυα

Χρόνια πολλά στο νου της γυροφέρνει
η εικόνα του σχεδόν μοναδική
πλανεύει την καρδιά να περιμένει
η μάνα ν' ανταμώσει το παιδί.
Διαδρομή μοναχική όλη η ζωή της
κρυμμένα δάκρυα πολλά
για το παιδί της,
καρπός του έρωτα γλυκός και τρυφερός
που σ' άλλα χέρια πήγε δυστυχώς!
Μάτια θολά κι αργόσυρτο το βήμα
κι ο νους της κολλημένος στα παλιά
στ' αγόρι που το έδωσε τι κρίμα
και χάθηκε μακριά στην ξενιτιά!
Τ' άλλα παιδιά της δεν μπορέσανε
να σβήσουν την πίκρα, τον αβάσταχτο καημό
φέρνει τα χέρια απαλά πάνω στο σώμα
σα ν' αγκαλιάζει το χαμένο της μωρό.
Στον ύπνο της ακόμα τυραννιέται
γέρνει στο μαξιλάρι και ποθεί
λεβέντη αγγελόκορμο να φτάνει
έναν καημό ανείπωτο να γιάνει.







Δύο μετά τα μεσάνυχτα

Βαδίζουμε κι οι δυο αργά στο πλακόστρωτο,
χωρίς νευρωτικές αντιδράσεις,
την ώρα που σωπαίνουν τα τροχοφόρα.
Μπορώ επιτέλους, ν' ακούω τη φωνή σου,
αισθάνομαι το τρυφερό σου αγκάλιασμα ,
τώρα που τα ψηλοτάκουνα παπούτσια
σταμάτησαν να οργώνουν την άσφαλτο ,
τώρα που τα γλυκοθώρητα πόδια μαζεύτηκαν
νωχελικά στο κρεβάτι τους!
Επιτέλους, αφουγκράζομαι την πόλη μου
λίγο πριν στραγγίσει η υπομονή μου!
Εστιάζω στο εδώ, στην απόλυτη ηρεμία
και θλίβομαι για την αβίωτη ζωή μου!
Βαδίζουμε αργά ,την ώρα που ησυχάζει
ο αλαζονικός ελιτισμός,
κι απ' τη γλυκόπικρη ποιότητα ζωής
γεύομαι επιτέλους, τη γλύκα της
-έστω για λίγο-
στις δύο μετά τα μεσάνυχτα!







Ουράνιο τόξο

Υπέροχη εικόνα τ 'ουρανού,
τα μάτια δε χορταίνουν να θωρούνε,
φεύγει ο νους μου πέρα μακριά,
από τ' ανθρώπινα που τόσο με πονούνε!
Στεφάνι απόβροχου ,λαμπρό, χρωματιστό
μου δίνει έμπνευση να τ' απαθανατίσω
σ' ένα καμβά ,στο φύλλο ενός χαρτιού,
κάτω του να διαβώ να ευτυχήσω!
Έτσι θαρρώ πως λέγαν οι παλιοί
κάτω απ' το ουράνιο τόξο σαν περάσεις
καλότυχος θα ταξιδεύεις στη ζωή
γι αυτό να προσπαθείς,
μην το ξεχάσεις!







Μόνο για σένα
(για τον Έλληνα μετανάστη)

Οι φωτογραφίες σου ,
αποσπάσματα της ιστορίας
που έγραψε για σένα η ζωή,
μου δίνουν χρόνο να στοχαστώ:
εκφράζουν άραγε τυχαία γεγονότα,
ανεπιτήδευτες στάσεις για ανάμνηση,
ή ηθελημένη κίνηση μιας απόδρασης από τη γη ,
τη γη σου, ως πηγή αποδεικτική
του συγκρατημένου συναισθήματος,
την ώρα που η λύπη σου, αδιόρατο βέλο,
σου επιτρέπει ακόμα ένα ελαφρό μειδίαμα;
Οι φωτογραφίες σου, άλματα στο παρελθόν
όταν η αλήθεια δε χωράει σε λέξεις
παρά μόνο σε εικόνες,
όταν δεν μπορείς να με κρατήσεις με λόγια
που εκφράζουν την πολυπρισματικότητα
της δικής σου ζωής,
όταν ο νους αδυνατεί να συλλάβει
την πολύχρονη απουσία σου,
σ΄ αυτές διαβάζω
τις ονειροπολήσεις,
τη στέρηση των πραγμάτων,
που κάνουν τη ζωή πιο πολύτιμη,
και στα γκριζογάλανα μάτια σου,
τον διάπυρο πόθο
του δικού σου νόστου!







Πρόσφυγας κι εγώ

Πάνω στα άσπρα σας φτερά
πουλιά μου ταξιδιάρικα,
θα ρίξω μενεξέδες
να πέσουν όπου δεν μπορούν
τα μάτια μου τώρα να δουν,
στης Σμύρνης τους μπαξέδες.

Σμύρνη μου αγαπημένη,
μια κατάρα σε βαραίνει
Να σε καίει ο εχθρός σου
και να σε πονεί ο λαός σου.

Πάνω απ' του Αιγαίου τα νερά
πουλιά μου ταξιδιάρικα,
περάστε την ελπίδα
πως ένας πρόσφυγας εγώ
δε θα ξεχάσω όσο ζω
την πρώτη μου πατρίδα.

Σμύρνη μου αγαπημένη
στην καρδιά μου φυλαγμένη
χρόνους να' χουμε να ζούμε
τ' όνομά σου να υμνούμε.








Στο θέατρο

Η κάθε μέρα που περνάει είναι για μας
Ένα παιχνίδι δοκιμής της αντοχής μας.
Η κάθε ώρα μας ,δεν έρχεται ξανά
γι 'αυτό ας γλεντήσουμε λιγάκι τη ζωή μας.

Έλα στο θέατρο κι εσύ εδώ κοντά μας,
έλα να πάρεις λίγα απ' τα δικά μας.
Ο χρόνος σου δε θα'ναι πια χαμένος
εδώ γελάει κι ο κάθε πικραμένος.

Κι αν σε καλούμε κάτι να πληρώσεις
μη φοβηθείς και δε θα μετανιώσεις.
Δεν έχουν τα ευρώ καμιά αξία
μπροστά σε μια καλή ψυχαγωγία

Έλα στο θέατρο κι εσύ εδώ απόψε
και τους καημούς σου με το γέλιο κόψε.
Δυο ώρες θα καθίσεις και θα δεις,
πώς σατιρίζονται οι τρέλες της ζωής!








Τα παιδιά όλου του κόσμου.

Τα παιδιά όλου του κόσμου, είναι δικά μου
και οι πόνοι τους ραγίζουν την καρδιά μου.
Τα παιδιά, που υποφέρουν και πεινάνε
πρέπει νάχουν μια μανούλα ν'αγαπάνε.
Τα παιδιά μικρά, αγνά και πεινασμένα,
μες τα μάτια μάς κοιτάζουνε κλαμένα.
Ένα λόγο αναζητούν στα δυο μας χείλη
ένα χέρι που βοήθεια θα τους στείλει.
Τα παιδιά όλου του κόσμου είναι δικά μας
και ελπίζουν στη μεγάλη ανθρωπιά μας
Που πονεί όταν πονούν και υποφέρουν.
που βοηθάει όταν βοήθεια γυρεύουν.








Έκφραση απελπισίας

Μουντός καιρός σκεπάζει τα όνειρά μου
Που δε θ' ακτινοβολήσουν ποτέ
Γιατί η μουντή θρασύτατη τύχη μου,
Φανερώθηκε στο κατακαλόκαιρο
Όταν η φύση σκιρτούσε
Κι οι άνθρωποι λαχταρούσαν
Την αλμύρα της θάλασσας
Στα ηλιοκαμένα πρόσωπά τους!

Μου βιάστηκε η ζωή
Και σιγά μ' έβαλε
στων Αγγέλων τους ύμνους,
την ώρα που ποθούσα
καλύτερες μέρες,
που καμάρωνα στη λάμψη
του ασημένιου φεγγαριού
κι έκανα όνειρα!

Αφήνομαι αργά ,αργά, τι άλλο πια,
Αγέρας με πολιορκεί και φοβάμαι
Φοβάμαι την όψη του κυπαρισσιού
Γιατί ξέρω πως αυτά χαιρετίζουν
Τον ήλιο αντί για εκείνους
Που αργά ή γρήγορα τελεύουν
Κι η ταξιδεύτρα ψυχή τους
Θα πλανάται αιώνια στον άχρονο χώρο.
16-07-007








Εγώ κι εσύ

Εγώ και συ μες στον κόσμο βουβοί
προχωράμε,
στο κακό που περίσσεψε
στο παιδί που μας μίσησε
δε μιλάμε.

Τι να πεις, τι να πω τώρα πια
σε δυο μάτια κλειστά, απορημένα
τι να πεις, τι να πω τώρα πια
σε ανθρώπους που ζουν στερημένα.

Εγώ κι εσύ μες στον κόσμο βουβοί
προχωράμε,
για χαρές που λιγόστεψαν
για αγάπες που σκόρπησαν,
δε μιλάμε.

Τι να πεις, τι να πω τώρα πια
μοναξιά και σκοτάδι η ζωή μας
αργά βήματα μάς πάνε μπροστά
μα πίσω απομένει η ψυχή μας.








Απόδημοι

Έχουμε λόγο να υπολογίζουμε σε σας,
Έλληνες ,
που σε καιρούς χαλεπούς
επιλέξατε δρόμους μακρινούς
που σας οδήγησαν εκεί ,τυχαία ίσως,
χωρίς σιγουριά για το αποτέλεσμα!.
Έλληνες!
Πρεσβευτές και κήρυκες του πολιτισμού
η πατρίδα μας η Ελλάδα λίγα σας έδωσε,
ικανά όμως να στεριώνουν πάντα
το ξένο χώμα που πατάτε.
Δαναοί, Αργείοι, Αχαιοί
ενυπάρχετε στις σελίδες όλου του κόσμου.
Μια σταγόνα πολιτισμού φτάνει για ν'
ανάψουν τα φώτα της γνώσης και της ελπίδας.
Αντιπαλεύετε τη ζωή,
Αντιμάχεστε την αδικία ,
Αντιπαρέρχεστε τα δύσκολα
και δημιουργείτε,
έστω στη ράχη μιας ξένης γης,
ό,τι σας διακρίνει ,σας ταιριάζει
σας αναδεικνύει!







Αναζήτησε την ουσία των πραγμάτων

Στο πράσινο, το κίτρινο,
στο ασημόχρυσο των φύλλων,
όταν οι εποχές αλλάζουν,
εκεί άφησε τη ματιά σου
να πλανηθεί
και σκέψου την αξία της ζωής!
Βγες από την γκρίζα πόλη
από τα μαβιά, σκοτεινά της χρώματα
κι αναζήτησε τον άνθρωπο
εκεί που η φύση χαμογελάει.
Άφησε τον έρποντα υλισμό
που ανελεύθερο σε ορίζει πια να ζεις
και ακολούθησε τα χρώματα,
που εναλλάσσονται
κάτω απ' τις ακτίνες του ήλιου.
Άπλωσε το χέρι σου
στη χορδή του ουράνιου τόξου
Είναι ωραία η ζωή,
είναι ωραίος ο άνθρωπος
που αναζητά την ουσία των πραγμάτων!







Πνοή ζώσα.

Ο ήλιος ξεπροβάλλει και σκορπίζει τα σύννεφα
Τότε η ζωή γίνεται φως και κλείνει μέσα της
Τη δύναμη να μπορεί να αναζωογονεί Τα πάντα γύρω...
........................................................................................
Σ' αυτόν τον κόσμο ,σ' αυτή την πλάση
ποιος θα βρεθεί να μας αλλάξει,
από ανθρώπους έλλογα όντα,
σε μηχανές όλο προσόντα
Ποιος θα βρεθεί ποιος θα βρεθεί
σκιά θα ρίξει πάνω στη γη.
Δημιουργός και Πλάστης ένας
γεμάτος σοφία και τέχνη λεπτή
Ένας, που ξέρει να δίνει ανάσα
στην πιο περίπλοκη τη μηχανή!
Σ' αυτόν τον κόσμο' αυτή την πλάση
έψαξαν όλοι να βρουν μια αρχή
μα δεν κατάφεραν να εντοπίσουν
καύσιμη ύλη για τη ζωή.
Τι καίει ο άνθρωπος και δεν τελειώνει
και ποιο πρατήριο τον συντηρεί
Ένας το ξέρει κανείς δε γνωρίζει
πώς μες στο σώμα μας, μπαίνει η πνοή!
Γι αυτό σηκώσαμε ψηλά τα χέρια
κι είπαμε μέσα μας, όλοι οι σοφοί
Θεός θα είναι που φτιάχνει ανθρώπους
κι ο άνθρωπος, μόνο τη μηχανή.







Στο παιδί μου

Όταν σε ένιωσα παιδί μου
στο είναι μου και στην ψυχή μου ,
-τι θείο δώρο ν' ακουμπάς
έναν καρπό που λαχταράς-
έτρεφα όνειρα για σένα
και σου μιλούσα απ' την αρχή ,
μα δεν φαντάστηκα καθόλου
πόσο αλλάξαν οι καιροί.
Κι όσο μεγάλωνες μαζί μου
άλλαζε σχήμα το κορμί μου
κι όταν πια άλλο δε μπορούσες,
να βγεις στον κόσμο λαχταρούσες.
Έσπρωξες ,πόνεσα κι εγώ
κι ήρθες στο φως, ένα μωρό.
Άρχισα τότε να σου λέω
για όλου του κόσμου τα παιδιά
κι έδειχνες να καταλαβαίνεις
με μια χαρούμενη ματιά.
Κι ήρθαν και πέρασαν τα χρόνια
μου είπες ,σ' έμαθα πολλά,
αλλά δε μοιάζουν με το τότε
είναι αλλιώτικα, σκληρά.
Όμως, παιδί μου ,η ζωή μου
για χάρη σου περνά πολλά,
αλλ' έχει νόημα κι αξίζει
γιατί δε ζω στη μοναξιά.
Τον κόσμο όλο νάχεις φίλο,
πάντα στις δύσκολες στιγμές,
η μάνα θα σε προστατέψει
απ 'τις πολλές λαβωματιές.
και θα φροντίσει ,να σου δώσει
όσες χρειάζεσαι αρετές!







Μάνα

Μάνα! Πλάι σου και μακριά σου
κάνω χίλια όνειρα,
έτοιμη να ταξιδέψω
στα πελάγη της ομορφιάς και της αγάπης.
Μάνα! Ελπίδα μου και στήριγμα γερό!
Συνυπάρχουμε μυστικά και αδιόρατα,
για να ζούμε σ' αυτούς τους δύσκολους καιρούς,
σ' αυτόν τον αδηφάγο χρόνο.
Μάνα! Υπάρχεις παντού,
γη κι ουρανός και θάλασσα,
στις πυκνές φυλλωσιές των δέντρων,
εκεί που γεννιέται η ζωή
καθώς τα πουλιά τιτιβίζουν την Άνοιξη.
Η αγάπη σου γεμίζει τον αγέρα,
διώχνει τα μαύρα σύννεφα,
παύει την τρικυμία.
Η αγάπη σου, γλυκιά ηλιαχτίδα σε ανίσκιωτο κάμπο,
δροσερή βροχή σε λειψόνερο καλοκαίρι!
Εσύ μου χάρισες τη ζωή, το γέλιο, την αγάπη
κι όσο θα είσαι πλάι μου
θα πολεμάμε την αθλιότητα των ανθρώπων,
αυτών που σε στερήθηκαν, σ' απαρνήθηκαν
σε μίσησαν ,σε πέθαναν!







Προσκύνημα

Μπροστά σας, στέκομαι αθάνατοι!
Προσκυνώ το χώμα που σας σκέπασε,
την πανίερη γη των Καλαβρύτων,
που έκλεισε στα σπλάχνα της
τους υπερασπιστές της πατρίδας!

Μπροστά σε τούτον το σταυρό,
σε τούτο το μνημείο,
προσεύχομαι για σας
λεβέντες, φιλελεύθεροι,
πατριώτες, ανυπόταχτοι.

Και σωπαίνω
γιατί η μνήμη σας
ζωντανεύει το μυαλό μου,
γιατί η κατάθεση της ψυχής σας
έγινε καρπός αθανασίας,
που θάλλει εδώ και χρόνια
και ευωδιάζει ως εκεί ,
που πλάνητες καιροσκόποι
αντιμάχονται το δίκιο της λευτεριάς

Μπροστά σας, στεκόμαστε αθάνατοι!
Ευλαβούμενοι τη μνήμη σας
Και τη μεστή σιωπή σας!







Η παλινόρθωση των πραγμάτων

Σας αφουγκράζομαι στις γυροτοίχιστες αυλές
των ερειπωμένων σπιτιών ,
στις παλιές κάμαρες και στα περβόλια,
κορίτσια κι αγόρια αλλοτινών καιρών,
που μισέψατε σ' άλλους απλόχωρους ουρανούς,
σ' άλλον , αθέατο κόσμο.
Σκιές οι παρουσίες σας,
μετεωρίζονται στη δίνη
μιας αφόρητης ,συγκεχυμένης εποχής,
επιμένοντας στην παλινόρθωση των πραγμάτων ,
που εξόρισε ο μοντέρνος τρόπος ζωής.
Ένα ανεπαίσθητο σκίρτημα με φέρνει μπρος
μια ενδόμυχη ,πηγαία σκέψη με φέρνει πίσω!
Γιατί οι πολυσήμαντοι λόγοι σας,
τα οράματά σας ,οι υψηλόφρονες διαθέσεις
και οι αγνές προθέσεις σας, νικήθηκαν
από τον άφευκτο θάνατο,
Και σίγησαν οι πλατείες ,
ερήμωσαν από την απανθρωπιά
και τη βαρβαρότητα της ταραγμένης εποχής.
Έμπλεοι παθών, έκθεοι, άθρησκοι, αχαλίνωτοι
επιχειρούμε αλχημικά ,
μέσα στον εμπράγματο χρόνο,
την παλινόρθωση των πραγμάτων,
εκείνων που θα ορίσουν τις αρετές και τις αξίες
τώρα που εκπέσαμε σε αριθμούς και προσωπεία!







Αριθμοί οι άνθρωποι!

Σαν ακούσεις να λένε στις ειδήσεις
ένας εικοσάχρονος το θύμα,
θα πεις...
εγίναμε αριθμοί,
τι κρίμα!
Εκπέσαμε στους δύσκολους καιρούς
και μόνο το συμφέρον μας κοιτάμε,
θα πεις...
όλοι το ίδιο κάνουν δυστυχώς,
τα προσωπεία σήμερα μετράνε!
Σαν δεις τον άνθρωπο ,να θέλει
να συνδράμει
συνάνθρωπο
που σε ανάγκη φτάνει,
θα πεις...
τρελάθηκε δεν ξέρει
πια τι κάνει .
Κι εκεί στη μοναξιά σου
και στους φόβους σου
στη σκέψη, του
ποιοι είμαστε ,πού πάμε,
θα πεις...
μια τραγωδία η ζωή
με μάσκες μόνο προχωράμε!
Σαν ακούσεις να λένε στις ειδήσεις
πενήντα οι πνιγμένοι στο ποτάμι,
θα πεις...
αυτά είναι γνωστά,
τώρα για τέτοια θα μιλάμε!
............................................
Χιλιάδες άνθρωποι στη γη χωρίς ονόματα
μόνο αριθμοί στις λίστες των θυμάτων
συμπτώματα της νέας εποχής
που υπολογίζει στην αξία των πραγμάτων !







'Aννα Δεληγιάννη-Τσιουλπά
Επικοινωνείτε με την ποιήτρια
E-mail: gtsioulp@otenet.gr
  
The LAND of GODS Since October 1996
Oakville Ontario Canada
Κώστας Δουρίδας