Στην άκρη του ματιού: Ένα οδοιπορικό μέσα από τις σελίδες του
ηλεκτρονικού περιοδικού "Έλα να δεις"
της "LAND of GODS"
«Η Χώρα των Θεών», των ποιητών και του καπνόν αποθρώσκοντα...
«...Η αγάπη που εκδηλώνει κάποιος για τον τόπο καταγωγής του, η
προσήλωσης στις ηθικές αξίες που κουβαλάει μέσα του, αλλά και η μεταλαμπάδεψή
τους, δεν είναι υλικά που μπαίνουν σε καλούπια ούτε σε χρονοντούλαπα για να τα
χρησιμοποιούμε όποτε μας κάνει ..κέφι. Είναι τρόπος ζωής γι' αυτούς που έχουν
συναίσθηση της εύθήνης τους απέναντι στον τόπο μας και την ιστορία του..» Οδυσσέας Πλατύρραχος:
(Ραδιοφωνική εκπομπή "Η Γέφυρα με την Πατρίδα" Συδνευ Αυστραλία)
Γ'
Έκδοση (2008) (Α' 'Εκδοση 1998, Β' Έκδοση 2002)
σελ. 2.032
Εκδόσεις: ΚΕΝΤΡΟ ΛΕΞΙΚΟΛΟΓΙΑΣ
Kαρπός τής επιστημονικής γνώσης και πείρας τού Γ. Mπαμπινιώτη, καθηγητή τής
Γλωσσολογίας στη Φιλοσοφική Σχολή τού Πανεπιστημίου Aθηνών και πρύτανη του
Πανεπιστημίου.
Tο λεξικό που διαβάζεται και λύνει τις απορίες τού αναγνώστη. Yπερβαίνει
κατά πολύ τον τύπο ενός συνηθισμένου λεξικού, με χρήσιμες γλωσσικές
πληροφορίες που για πρώτη φορά περιλαμβάνονται σε ελληνικό λεξικό. Πρόκειται
για ειδικά Σχόλια και εποπτικούς Πίνακες που εξηγούν τη σωστή χρήση, τις
σημασίες, την ορθογραφία, την ιστορία κ.λπ. των λέξεων τής ελληνικής γλώσσας.
Tο λεξικό που δίνει την ετυμολογία όλων των λέξεων τής Nέας Eλληνικής
(συμπεριλαμβανομένων των τοπωνυμίων, ανθρωπωνυμίων κ.λπ.), με ετυμολόγηση και
των λέξεων που προέρχονται από την αρχαία γλώσσα.
Tο εγκυρότερο λεξικό τής γλώσσας μας, συντεταγμένο από ειδικούς
(γλωσσολόγους), σύμφωνα με τις αρχές και τις μεθόδους τής σύγχρονης
επιστημονικής λεξικογραφίας και με αξιοποίηση τού υλικού τού Γλωσσικού Aρχείου
τού Σπουδαστηρίου Γλωσσολογίας τού Πανεπιστημίου Aθηνών και του Εθνικού
Θησαυρού τής Ελληνικής Γλώσσας τού Ινστιτούτου Επεξεργασίας τού Λόγου.
Tο λεξικό με τον μεγαλύτερο πλούτο λέξεων, φράσεων, σημασιών και χρήσεων
τής σύγχρονης γλώσσας, απαραίτητο σε κάθε Έλληνα: μαθητή, φοιτητή,
επαγγελματία, επιστήμονα και γενικά σε κάθε ενδιαφερόμενο για την ελληνική
γλώσσα.
ΤΟ ΝΕΟ ΛΕΞΙΚΟ ΜΠΑΜΠΙΝΙΩΤΗ.
Αποκλειστική Συνέντευξη στον Ηλία Ηλιόπουλο
διευθηντή του
«ΟΜΟΓΕΝΕΙΑΚΟΥ ΠΡΑΚΤΟΡΕΙΟΥ ΕΙΔΗΣΕΩΝ ΕΛΛΑΔΟΣ» Τσιμισκή 14, Αγία
Παρασκευή 153 43, Α Θ Η Ν Α Τηλ 210-6002931,
6977-522502 Fax 210-6000882, e-mail
iliop@otenet.gr
Ο Έλληνας κ. Ηλιόπουλε,
οπουδήποτε Γης κι αν βρίσκεται, πρέπει να αισθάνεται υπερήφανος με ένα
προνόμιο που είναι η Ελληνική Γλώσσα του.
Καθηγητής Γλωσσολογίας Πανεπιστημίου Αθηνών, Γιώργος Μπαμπινιώτης
Μετά την πανελλήνια και πανομογενειακή επιτυχία της
πρώτης έκδοσης του «Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσας» του κ. Γιώργου
Μπαμπινιώτη, κυκλοφόρησε τώρα μια δεύτερη έκδοση - όχι επανέκδοση. Ο κ.
Μπαμπινιώτης, καθηγητής και πρύταννης σήμερα, για δεύτερη φορά εκλεγόμενος
πρόσφατα, του Πανεπιστημίου Αθηνών, έχει αφιερώσει το πάθος του στην
Ελληνική Γλώσσα:
-Κύριε Ηλιόπουλε, πρόκειται πράγματι για μια δεύτερη
έκδοση, η οποία είναι πλήρως ανανεωμένη, βελτιωμένη, συμπληρωμένη, όπως πρέπει
να είναι ένα σύγχρονο δυναμικό Λεξικό. Έχουμε πει και σε άλλη συζήτηση που
έχουμε κάμει μαζί ότι η γλώσσα γενικά είναι ένας κατ' εξοχήν δυναμικός
οργανισμός. Ακολουθεί, εκφράζει, δηλώνει τον άνθρωπο. Όσο λοιπόν εξελίσσεται ο
άνθρωπος και μεγαλώνουν οι εκφραστικές του και επικοινωνιακές του ανάγκες, τόσο
ανοίγεται και η γλώσσα. Δημιουργεί λέξεις, όρους, αλλάζει, συμπληρώνει. Όλα αυτά
έχουν την απήχησή τους στο Λεξικό. Γι αυτό το λεξικό δεν μπορεί να έχει ποτέ ένα
στατικό χαρακτήρα. Εμείς στο δικό μας λεξικό, που είναι γνωστό πια ως Λεξικό
Μπαμπινιώτη, δεν έχουμε σταματήσει στιγμή, από την πρώτη έκδοση. Δουλέψαμε τρία
χρόνια για να βγει αυτή η έκδοση. Αλλά ακόμη και στις ανατυπώσεις που γίνονται,
κάθε φορά, σε κάθε ανατύπωση υπάρχουν αλλαγές. Που δεν είναι διορθώσεις
σφαλμάτων, αλλά βελτιώσεις. Είναι μια νέα λέξη που θεωρήσαμε ότι δεν πρέπει να
λείψει, είναι κάτι που θεωρήσαμε πως πρέπει να αλλάξει. Δηλαδή σε εμένα αλλά και
στους συνεργάτες μου υπάρχει μια αγωνία για να δοθεί όσο γίνεται καλλίτερα η
έκφραση του νέου Ελληνισμού. Γιατί όταν μιλάμε για ένα Λεξικό μιλάμε για την
έκφραση, γραπτή και προφορική του νέου Ελληνισμού. Γι αυτό είναι μεγάλη η ευθύνη
μας. Και προσωπικά αισθάνομαι μια μεγάλη ικανοποίηση που αυτό το λεξικό, που
είναι ένα κομμάτι της ζωής μου, της επιστημονικής άλλα και της φυσικής μου,
εκτιμήθηκε, χρησιμοποιήθηκε και χρησιμοποιείται και αποτελεί ένα εργαλείο στα
χέρια των Ελλήνων και των Ελλήνων του εξωτερικού και των επιστημόνων. Και κυρίως
των απλών ανθρώπων - έχει σημασία αυτό.
Κύριε Ηλιόπου θέλω να σας πω δεν ξέρετε πόσο με
ικανοποιεί που όταν μου γράφουν ή με συναντούν απλοί άνθρωποι και μου λένε ότι
το λεξικό μου τους έχει γίνει ένα κομμάτι της ζωής τους. Με την έννοια ότι το
συμβουλεύονται συνεχώς. Υπάρχουν άνθρωποι οι οποίοι διαβάζουν το Λεξικό. Δεν το
συμβουλεύονται απλώς, το διαβάζουν σε συνέχειες. Διότι τους ενδιαφέρουν τα
σχόλια που έχω γράψει, η ετυμολογία των λέξεων, οι παραπομπές. Νομίζω ότι
κατάφερα με την όλη σύλληψη και επεξεργασία και με την αίσθηση του δασκάλου που
έχω και που θέλω να επικοινωνώ με τον κόσμο να του λέω χρήσιμα πράγματα,
πρακτικά και όχι θεωρίες.
Με αυτό το αίσθημα, που είναι ένας ρεαλισμός γλωσσικός,
μπόρεσα να δώσω στο λεξικό αυτό μια τέτοια μορφή και τέτοιες πληροφορίες ώστε να
ενδιαφέρουν όλους. Να ανοίγουν και να λύνουν απορίες. Να βρίσκουν αυτό που
θέλουν εύκολα. Θα έλεγα ότι τους έχω «παγιδεύσει» , τους έχω στήσει μια
πνευματική παγίδα, μία προσέλκυση σε κάτι που θα τους αρέσει. Και θα το
διαβάσουν πέρα από την πληροφορία που ψάχνουν. Διότι ψάχνεις να βρεις μια λέξη,
βλέπεις δύο σχόλια για κάποιες άλλες λέξεις, βλέπεις μια ετυμολογία, βλέπεις
πέντε εκφράσεις και φεύγεις από αυτό που έψαχνες και βρίσκεις άλλα και σκέπτεσαι
και μπαίνεις σε αυτό που λέω εγώ «περιπέτεια της γλώσσας». Που περνάει μέσα από
το λεξικό. Όλα αυτά από τη μια μεριά τα θεωρώ ικανοποίηση ενός επιστήμονα κι από
την άλλη μια υποχρέωση και δέσμευση να βελτιώνω συνέχεια το λεξικό. Να το
συμπληρώνω, να κυνηγάω τη λέξη, έχω γίνει κυνηγός λέξεων και όχι απλώς νέων
λέξεων αλλά και χρήσεων που αναπτύσσονται σε σχέση με παλιότερες λέξεις.
Γιατί ένας λαός με ιστορία μεγάλη στη γλώσσα δεν πιάνει
να διώξει άρδιν ένα πλήθος από λέξεις και να βάζει άλλες. Αυτό γίνεται με
περίσκεψη, με τρόπο προσεκτικό, που τον δημιουργούν οι ανάγκες της επικοινωνίας
του. Κι έχει πολλές ανάγκες να καλύψει ο λαός μας με λέξεις και να μάθει. Όταν
ένας άνθρωπος που ασχολείται κατ' επάγγλεμα με τη γλώσσα, ανακαλύπτω συνεχώς ότι
έχω πολλά πράγματα να μάθω πάνω στη γλώσσα μας, τότε αυτή η αίσθησή μου, που
είναι μα αυτογνωσία γλωσσική, με οδηγεί να έχω ένα ήθος και μια στάση απέναντι
στη γλώσσα.
Δεν κάνω τον άνθρωπο που τα ξέρει όλα, τον κριτή και τον
επικριτή. Θέλω απλώς να δώσω μέσα από αυτή την αγωνία που έχω για τη γλώσσα, μια
πληροφορία που μπορεί να είναι χρήσιμη σε κείνον που την ακούει και εκείνο που
θέλω να περάσει είναι η αγάπη του λαού μας προς την ελληνική γλώσσα.΄Εχουμε την
ιστορική προίκα, να έχουμε μια γλώσσα που είναι καλλιεργημένη από τα μεγαλύτερα
πνεύματα που έχουν περάσει στον Κόσμο. Και πρέπει να το συνειδητοποιήσουμε και
να τη διαφυλάξουμε. Αυτό τι σημαίνει; Ένας Πλάτων, ένας Αριστοτέλης, ένας
Θουκιδίδης, ένας Αισχύλος αλλά και ένας Ρωμανός και νεώτεροι συγγραφείς,
δούλεψαν τη γλώσσα. Ας πάρουμε τον Παλαμά, τον Ελύτη, το Σεφέρη, τον Καζαντζάκη
και άλλους πολλούς. Αυτοί όργωσαν δημιουργικά τη γλώσσα ώστε να αποδώσει
καρπούς. Να δείξει τη δύναμή της και να μπορούμε να έχουμε σήμερα μια γλώσσα
πάρα πολύ δηλωτική, πάρα πολύ εκφραστική, με πλήθος σημασιών και σημασιολογικών
αποχρώσεων.
Και η προσπάθειά μου είναι με αυτό το δεύτερο ουσιαστικά
ΛΕΞΙΚΟ της Νέας Ελληνικής Γλώσσης, να ευαισθητοποιήσω τον κόσμο να πιστέψει ως
Αξία στη γλώσσα. ΄Εχω γράψει κι ένα βιβλίο με τίτλο η « Η γλώσσα ως αξία». Ώστε
να προσέξουμε πως μιλάμε, πως γράφουμε, γιατί αυτή η προσοχή είναι κι ένα μέρος
της ύπαρξής μας. Της ύπαρξής μας της ατομικής αλλά και της εθνικής. Μέσα από τις
λέξεις μιας γλώσσας βλέπεις όλη την ιστορία, τη σκέψη, της ύπαρξης, των
γεγονότων, της νοοτροπίας ενός λαού. Η γλώσσα μας είναι μια ευλογία της οποίας
πρέπει όλοι να γίνουμε αποδέκτες με το να τη γνωρίσουμε όσο γίνεται περισσότερο
και οπολύτως σωστά.
- Το βρίσκουμε κύριε Μπαμπινιώτη το νέο σας Λεξικό πλέον
σε όλη την Ελλάδα;
-Βεβαίως. Και σε πολλές άλλες χώρες. Θέλω να σας
πληροφορήσω ότι ο κ. Τσιβεριώτης, ο εκδότης του Λεξικού, τον οποίο θέλω να
ευχαριστήσω και δημόσια - διότι εάν δεν βρισκόταν ο εμπνευσμένος εκδότης ο
οποίος δεν κοίταξε το θέμα των χρημάτων ο οποίος έβαλε τη μαστοριά του, την
εμπειρία του και το μεράκι του για να πάρει μια ωραία μορφή του λεξικό τότε
μπορούσε να βγεί ένα πράγμα σαν αυτά που κυκλοφορούν μερικά και να έβγαινε ένα
άχρηστο έργο. Το ότι βγήκε ένα αποδεδειγμένα τόσο χρήσιμο έργο οφείλεται κατά
μέγιστο μέρος και στον κ. Γιώργο Τσιβεριώτη - πρόβλεψε να γίνεται και ανταλλαγή
του παλιού λεξικού με το καινούργιο. Δηλαδή παραδίδεις το παλιό και πληρώνεις
ένα μικρό ποσό ακόμη και παίρνεις το καινούργιο.
Ο Έλληνας κ. Ηλιόπουλε, οπουδήποτε Γης κι αν βρίσκεται,
πρέπει να αισθάνεται υπερήφανος με ένα προνόμιο που είναι η Ελληνική Γλώσσα του.
Γιώργος Μπαμπινιώτης:
Η γλώσσα στην ποίηση τού Ελύτη
Το καίριο σημείο για να καταλάβουμε την ποίηση του Ελύτη
είναι ότι αποτελεί μια υπέρβαση τής καθημερινής πραγματικότητας «Αυτό είναι στο
βάθος η ποίηση» λέει ο ίδιος (Λόγος στην Ακαδημία της Στοκχόλμης, σ. 319) «η
τέχνη να οδηγείσαι και να φτάνεις προς αυτό που σε υπερβαίνει». Η ποίησή του
είναι μια συνεχής και αγωνιώδης προσπάθεια να δει και να δείξει τη δεύτερη
πραγματικότητα, την ουσία των όντων, την αλήθεια πέρα από τις στρεβλώσεις που
επιβάλλει κάθε χρησιμοθηρική αντίληψη να δει και να δείξει μιαν άλλη Ελλάδα, την
Ελλάδα τη δεύτερη τού επάνω κόσμου.
Προϋπόθεση για την υπέρβαση και τη σύλληψη τής δεύτερης
πραγματικότητας, τής ποιητικής πραγματικότητας είναι η ικανότητα να μπορείς να
βλέπεις μέσα από τα πράγματα και μέσα από τον ίδιο σου τον εαυτό, η ικανότητα
τής διαφάνειας όπως την αποκαλεί και όπως την εννοεί ο Ελύτης: «Χωρίς αμφιβολία
υπάρχει για τον καθέναν από μας κι από μια ξεχωριστή, αναντικατάστατη αίσθηση
που αν δεν την βρει να την απομονώσει εγκαίρως και να συζήσει αργότερα μαζί της,
έτσι που να την γεμίσει πράξεις ορατές, πάει χαμένος. Ότι μπόρεσα ν' αποχτήσω
μια ζωή από πράξεις ορατές για όλους, επομένως να κερδίσω την ίδια μου
διαφάνεια, το χρωστώ σ' ένα είδος ειδικού θάρρους που μου 'δωκεν η Ποίηση: να
γίνομαι άνεμος για τον χαρταετό και χαρταετός για τον άνεμο, ακόμη και όταν
ουρανός δεν υπάρχει. Δεν παίζω με τα λόγια. Μιλώ για την κίνηση που ανακαλύπτει
κανείς να σημειώνεται μέσα στη "στιγμή" όταν καταφέρει να την ανοίξει και να τής
δώσει διάρκεια».
Η διαδικασία της μύησης
Για να μας οδηγήσει ο Ελύτης στον κόσμο τής δικής του
πραγματικότητας, δεν έχει άλλον τρόπο από τη γλώσσα: από το να μας πάρει από το
χέρι με τις λέξεις του και να μας μυήσει στην κατ' εξοχήν δημιουργική, δηλ.
ποιητική, διαδικασία τού να μπορείς να δεις τον κόσμο από την αθέατη πλευρά του.
Ο Ελύτης είναι ο κατ' εξοχήν «ποιητής τής γλώσσας».
Περισσότερο κι από τον Σεφέρη, περισσότερο κι από τον Παλαμά. Αυτοί ήταν
«άρχοντες τής γλώσσας» με την έννοια που έδωσε ο Σεφέρης σ' αυτόν τον
χαρακτηρισμό: τού ποιητή που κυριαρχεί στα εκφραστικά του μέσα. Ο Ελύτης πέτυχε
κάτι άλλο· πέτυχε το ακατόρθωτο «Με το ειδικό θάρρος που τού 'δωκεν η Ποίηση»
μπόρεσε να σπάσει τους φραγμούς τής συμβατικής γλώσσας και να φτάσει σε μιαν
πρωτόγνωρη υπέρβαση των ορίων τής νέας ελληνικής γλώσσας, που την χρειαζόταν για
να εκφράσει την υπέρβαση τής καθημερινής πραγματικότητας. Η δική του ποίηση
απαιτούσε μιαν άλλη χρήση τής ελληνικής γλώσσας, κυριολεκτικά ποιητική, γλώσσα
που να ποιεί, να δημιουργεί νέες σημασίες, νέες σημάνσεις, νέες συνάψεις λέξεων,
νέες φράσεις, τέτοιες που να οδηγούν σε πολύσημους συνειρμούς, σε αναπαρθένευση
τής πρωτοτυπικής σημασίας των λέξεων, αυτής που πηγάζει από το «έτυμον» τής
λέξης. Γενικά, κατόρθωσε να επινοήσει μιαν άλλη μορφή αντισυμβατικής γλώσσας,
ώστε να ξυπνάει κάθε φορά τη συγκίνηση, το όνειρο, το συναίσθημα, την εικόνα, τη
φαντασία, την ικανότητα να βλέπεις μέσα στα πράγματα, τη διαφάνεια δηλ., και να
μεταβάλεις τη φευγαλέα στιγμή σε διάρκεια, μια άλλη βασική έννοια τής ποίησης
τού Ελύτη.
«Συνταγματικοί νεολογισμοί»
Ας πάρουμε ένα παράδειγμα τού τρόπου που χρησιμοποιεί ο
Ελύτης τη γλώσσα στην ποιητική του υπέρβαση: «Μικρά χρυσά πετούμενα μωράκια τής
αναπνοής σου ακόμη / Πάνε κι έρχονται πάνω στην πέτρα και τις νύχτες παίζουνε
φεγγάρι / Αλλ' εκείνος που σαν γλύπτης ήχων μουσική από μακρινούς / αστερισμούς
συνθέτει / Νύχτα μέρα εργάζεται. Και τι ντο φαιά και τι σολ ιώδη ανεβαίνουν /
Στον αέρα. Που κι οι βράχοι πιο ιερείς τέτοιο κλάμα το / ευλαβούνται. / Και τα
δέντρα πιο πουλιά συλλαβές ομορφιάς ανερμήνευτης / Ομολογούν. Ότι ο έρωτας δεν
είναι αυτό που ξέρουμε μήτε αυτό / που οι μάγοι διατείνονται. / Αλλά ζωή δεύτερη
ατραυμάτιστη στον αιώνα». (Τα Ελεγεία τής Οξώπετρας, σ. 14).
Με τα συστατικά τής ίδιας τής γλώσσας και μ' έναν
ποιητικό λόγο, που υπερβαίνει και τη λογική των πραγμάτων (τις περίφημες
«συνθήκες αλήθειας») και τους συνταγματικούς κανόνες τής γλώσσας, ο ποιητής
ανοίγει τα όρια τής γλωσσικής επικοινωνίας, δημιουργώντας νέες εκφραστικές
δυνατότητες. Εδώ οι βράχοι «πιο ιερείς» ευλαβούνται το κλάμα. Εδώ και τα δέντρα
γίνονται «πιο πουλιά» που «ομολογούν συλλαβές ανερμήνευτης ομορφιάς». Η γλώσσα
«εκρήγνυται» στην προσπάθεια να εκφραστούν το θαύμα τής φύσης και το θαύμα τού
έρωτα.
Το παραθετικό μόρφημα πιο επιτρέπει διττή ταυτόχρονη ανάγνωση τού ιερείς·
επιτρέπει να προσληφθεί και ως «πιο ιεροί» και ως οι «κατ' εξοχήν ιερείς»,
γεγονός που υποβάλλει την ιερότητα τού φυσικού περιβάλλοντος, την οποία
επιτείνει και η επιλογή τού λόγιου «ιερατικού ρήματος» ευλαβούνται (ευλαβούμαι,
ευλαβής, ευλάβεια). Η ευρηματική αυτή τεχνική πολυσημίας στην ποιητική
γραμματική τού Ελύτη επαναλαμβάνεται και στην «αντιγραμματική» (γλωσσολογικά)
αλλά πλήρως αποδεκτή (ποιητικά) φράση «πιο πουλιά». Δεν λέει ο ποιητής «τα
δέντρα σαν πουλιά», όπως θα μπορούσε· λέει «πιο πουλιά»: «περισσότερο πουλιά
παρά δέντρα» και συγχρόνως η δεύτερη ανάγνωση και εικόνα που θέλει τα δέντρα
να ψάλλουν, μια μεταφορά που τονίζεται και με την επιλογή τής λέξης «ομολογούνε»
(λόγιου και εκκλησιαστικού επίσης ρήματος όπως το ευλαβούνται)· «πιο πουλιά τα
δέντρα» ψάλλουν λόγια «ομορφιάς ανερμήνευτης». Μία ακόμη, πολύσημη κι αυτή στον
συνειρμό τής φράσης, που με το ανερμήνευτη παραπέμπει σε ερμηνεία γραφών και
κειμένων, δηλώνοντας συγχρόνως την αδυναμία μας να καταλαβαίνουμε βαθύτερα «την
ομορφιά» (το ανερμήνευτος το χρησιμοποιεί συχνά ο Ελύτης για τη φύση «και στα
μάτια μέσα των βυθών ανερμήνευτος έμεινε ο αστερίας» (Αξιον Εστί). Κι η έξαρση
μέσα σ' αυτό το ιερό μυστικιστικό και εξομολογητικό κλίμα τού ποιήματος φτάνει
στο κορύφωμά της με «το δοξαστικό τού Ερωτα», με την αποκάλυψη τής ουσίας τού
έρωτα: «ο έρωτας δεν είναι αυτό που ξέρουμε μήτε αυτό που οι μάγοι διατείνονται»
αλλά ζωή «δεύτερη ατραυμάτιστη στον αιώνα». Εδώ η διακειμενική παραπομπή στο
εκκλησιαστικό «αλλά ζωή ατελεύτητος» είναι φανερή. Δηλώνει την πίστη στην
αιωνιότητα τού έρωτα, στην αθανασία τού έρωτα μέσα από την ατρωσία του.
Μέσα στο απόσπασμα αυτό φαίνεται νομίζω η βάση τής
γλωσσικής τεχνικής τού Ελύτη, η δημιουργία δηλ. νέων σημαινομένων στο επίπεδο
τής φράσης, στο επίπεδο τής σύναψης των λέξεων, το άνοιγμα των εκφραστικών ορίων
τής γλώσσας, μ' έναν τρόπο εντελώς προσωπικό, εύκολα αναγνωρίσιμο, εξαιρετικά
δημιουργικό και πολύσημο, αλλά και εξαιρετικά δύσκολο να μεταφερθεί σε άλλη
γλώσσα: «Εμείς όλοι, όσοι κρατάμε από μια συγκεκριμένη παράδοση [εννοεί τη
μοντέρνα ποίηση] και αποβλέπουμε στα θαύματα τού λόγου, στον σπινθήρα που
τινάζουν εκάστοτε δυο λέξεις κατάλληλα τοποθετημένες, παραμένουμε βουβοί,
αμετάδοτοι» (Λόγος στη Στοκχόλμη, Η Λέξη, σ. 720). Αυτή την τεχνική, τους
νεολογισμούς στο επίπεδο τής φράσης, τους «συνταγματικούς νεολογισμούς» όπως
τους ονομάζω αλλού, που παίρνει ποικίλες μορφές (μεταφοράς, εξεικονισμού,
συνειρμικών ανακλήσεων, διακειμενικών συνδέσεων κλπ.), με κοινό αποτέλεσμα τη
μετασημασιολόγηση τής κοινής κυριολεκτικής σημασίας των συναπτομένων λέξεων, τη
δημιουργία νέων σημείων, ο Ελύτης την αξιοποιεί εις το έπακρον, τόσο που να
μπορεί, νομίζω, να αποκληθεί ως ο κατ' εξοχήν «ποιητής τής φράσης» σε αντίθεση
με «ποιητές τής λέξης» όπως είναι λ.χ. ο Σολωμός, ο Παλαμάς ή και ο Σεφέρης.
Γλωσσικός παραλληλισμός
Το δεύτερο κύριο γνώρισμα τής γλώσσας τού Ελύτη είναι η
ευρεία αξιοποίηση τού παραλληλισμού, τής έντεχνης παράθεσης όμοιων γλωσσικών
στοιχείων σε όλα τα επίπεδα: φωνολογικό (επίπεδο ήχων), μορφολογικό
(γραμματικής), συντακτικό και σημασιολογικό. Ετσι λ.χ. είναι εμφανής ο
φωνολογικός παραλληλισμός στους στίχους: Νερά χλωρά λειβαδίσια κι άλλα σγουρά
τού γαρ και τού άρα. / Ρεούμενα.
Η συσσώρευση των υγρών / r / και / l / σε όλες τις
λέξεις συνιστά χαρακτηριστική παρήχηση που, παράλληλα προς την αίσθηση τής
ομοηχίας των σημαινόντων (των τύπων), συνοδεύεται και από παραλληλισμό στο
επίπεδο των συμαινομένων (νερά - χλωρά - λειβάδια - ρεούμενα). Υπάρχει ακόμη και
οιονεί «ετυμολογικός παραλληλισμός», στην «παραγωγή», των στοιχείων γαρ και άρα
μέσα από τη λέξη σγουρά που προηγείται αυτών, με προέκταση στη λέξη ρεούμενα που
ακολουθεί. Ο ευρηματικός αυτός παραλληλισμός συνειρμικά αντιπαραθέτει το
συναίσθημα που γεννά η εικόνα (νερά χλωρά λειβάδια) με τη λογική τού γαρ και τού
άρα, τη συστοιχία αιτίας και αποτελέσματος όπου παραπέμπουν σημασιολογικά οι δύο
λέξεις.
Αλλά και ο συντακτικός παραλληλισμός ο πιο δύσκολος
και ο πιο απαιτητικός στην ποιητική γραμματική είναι συχνός στον Ελύτη. Ετσι
στους στίχους που εξετάσαμε: Κι οι βράχοι πιο ιερείς - τέτοιο κλάμα - Το
ευλαβούνται / Και τα δέντρα πιο πουλιά - συλλαβές ομορφιάς ανερμήνευτης -
ομολογούνε οι ίδιες συντακτικές δομές (Υποκείμενο - Προσδιορισμός + Ρήμα -
Αντικείμενο) εμφανίζονται με την ίδια ακριβώς διάταξη:
Υποκείμενο (οι βράχοι - τα δέντρα) - Κατηγορηματικός
Προσδιορισμός (πιο ιερείς - πιο πουλιά) - Αντικείμενο στο μέσο τής πρότασης
(τέτοιο κλάμα - συλλαβές ομορφιάς ανερμήνευτης) - Ρήμα στο τέλος τής πρότασης
(ευλαβούνται - ομολογούνε). Αυτό μάλιστα το είδος παραλληλισμού, ο συντακτικός
παραλληλισμός είναι και ο πιο χαρακτηριστικός υφολογικός δείκτης, η μέγιστη
μορφή επιλογής και συνάμα απόκλισης γλωσσικής τού δημιουργού που δικαιώνει και
στην περίπτωση τού Ελύτη την εκτίμηση τού Roman Jakobson ότι η συνειδητή
επιλογή και όχι η ανεξέλεγκτη τυχαιότητα διέπει τη γλώσσα τής ποίησης, την
ποιητική γραμματική, όπως πρώτος την ονόμασε.
Η γλώσσα ως ηθική δύναμη
Για τη γλώσσα στην ποίηση τού Ελύτη μπορεί κανείς να πει
πολλά. Γιατί, θα το ξαναπώ, στον Ελύτη η γλώσσα παίζει όχι απλώς σημαντικό, αλλά
καθοριστικό ρόλο. Για να σημάνει την ποιητική του σκέψη, ο Ελύτης χρειάστηκε να
παλέψει με τη γλώσσα, να τη δαμάσει και να αναπτύξει μαζί της μια μυστική και
ερωτική, θα έλεγα, σχέση. Πιστεύει βαθιά ότι η γλώσσα, ιδίως η Ελληνική που
συμβαίνει να είναι μια γλώσσα με ποιητική καλλιέργεια πάνω από 25 αιώνες, έχει
πάνω και πέρα από κάθε χρηστική αντίληψη το δικό της ήθος. Τα λόγια του: «Εάν η
γλώσσα αποτελούσε απλώς ένα μέσο επικοινωνίας, πρόβλημα δεν θα υπήρχε. Συμβαίνει
όμως ν' αποτελεί και εργαλείο μαγείας και φορέα ηθικών αξιών. Προσκτάται η
γλώσσα στο μάκρος των αιώνων ένα ορισμένο ήθος. Και το ήθος αυτό γεννά
υποχρεώσεις». (Λόγος στη Στοκχόλμη, Εν λευκώ, σ. 327).
Ήδη από νωρίς, στην αυτοβιογραφική του αναδρομή με τίτλο
«Το χρονικό μιας δεκαετίας», ορίζει τη γλώσσα ως ηθική δύναμη: «Το φαινόμενο τής
γλώσσας, με τον ίδιο ακριβώς τρόπο που ένα τοπίο δεν είναι διόλου το άθροισμα
μερικών δέντρων και βουνών αλλά μια πολυσήμαντη παρασημαντική, δεν είναι κι
εκείνο διόλου το άθροισμα μερικών λέξεων - συμβόλων των πραγμάτων αλλά μια ηθική
δύναμη που η ανθρώπινη διάνοια την κινητοποιεί, ωσάν να προϋπάρχει από τα
πράγματα, για να τα δημιουργήσει ίσα - ίσα, και μόνον έτσι αυτά να υπάρξουν
[...]».
Όπως είναι φανερό, ο Ελύτης έχει προ πολλού ξεπεράσει
την απλοϊκή χρηστική αντίληψη τής γλώσσας, την αντίληψη που θέλει τη γλώσσα να
είναι απλό μέσο, απλό εργαλείο για συνεννόηση. Τη θεωρεί «ηθική δύναμη», που
σημαίνει ότι της δίνει μια βαθύτερη πνευματική υπόσταση. Τη συλλαμβάνει ως
διανοητική διεργασία που δεν δηλώνει απλώς τα πράγματα αλλά καθορίζει και τον
τρόπο που αυτά υπάρχουν για μας έτσι όπως τα συλλαμβάνουμε με τον νου μας και τα
κωδικοποιούμε στη γλώσσα μας, καθορίζοντας τα όρια τής σημασίας των λέξεων.
Φαίνεται πως οι γλωσσολόγοι έχουμε πολλά να διδαχθούμε ακόμη από τους ποιητές.
Το θέμα που τίθεται, μετά από το
γενικότερο καθορισμό της έννοιας της φυσιογνωμίας της γλώσσας, είναι
ειδικότερα αν η φυσιογνωμία της ελληνικής γλώσσας, που ενδιαφέρει εδώ,
μπορεί να διατηρηθεί αλώβητη και μετά την ένταξή μας στην ΕΟΚ. Πόσο
αποφασιστική για τη μορφή της ελληνικής γλώσσας, κι ίσως και για την ίδια
την ύπαρξή της, μπορεί να αποβεί η στενή επαφή της με τις άλλες γλώσσες της
Κοινότητας, γλώσσες αντικειμενικά ισχυρότερες, με την έννοια ότι μιλιούνται
από περισσότερους ανθρώπους, κι ότι μερικές από αυτές (όπως η αγγλική, η
γαλλική ή η γερμανική) έχουν καθιερωθεί ευρύτερα ως «δεύτερες» γλώσσες, ως
γλώσσες συνεννόησης στις εμπορικές, κοινωνικοπολιτικές, πολιτιστικές και
άλλες μορφές επικοινωνίας; Μ� άλλα λόγια, κινδυνεύει από τη συνθλιπτική
επίδραση των γλωσσών αυτών η γλωσσική μας φυσιογνωμία;
Νομίζω ότι αποτελεί απλή καθημερινή
διαπίστωση του καθενός μας πως πράγματι υφίσταται άμεσος κίνδυνος. Είναι
αυτονόητο δηλαδή πώς, όταν μεγαλώσουν οι ανάγκες κι οι ευκαιρίες
επικοινωνίας, θ� αυξηθούν ακόμη περισσότερο και οι πιθανότητες για μιαν
αλλοίωση της ιδιαίτερης φυσιογνωμίας της γλώσσας μας. Όταν, δε, λέω
αλλοίωση, εννοώ την αλόγιστη, άκριτη, αβασάνιστη κι αθρόα εισροή λέξεων και
τύπων μέσα στη γλώσσα μας, που συσσωρευόμενοι συνιστούν ό,τι έχω αλλού
αποκαλέσει ρ ύ π α ν σ η της γλώσσας μας. Ας συλλογιστούμε πως, χωρίς να
υπάρχει ακόμη τόσο έντονη, στενή επαφή και υποχρέωση παράλληλης γνώσεως και
χρήσεως των ξένων γλωσσών, η ελληνική κατακλύζεται ήδη από τη σωρεία των
μπίζνεσμαν και μπάρμαν και σπόρτσμαν και κάμεραμαν και μπούμαν κ.τ.ό., που
δημιουργούν συχνά την εντύπωση ανάμικτης γλώσσας. Ας θυμηθούμε ακόμη τον
καταιγισμό που υφίσταται ήδη πάλι η γλώσσα μας, στο χώρο των ονομασιών, από
ξενικές γλωσσικές μιμήσεις του τύπου πλυντηρέξ, αφρολέξ κ.τ.ό., που με φρίκη
φέρνει στο νου μας την τραγική προφητεία του Σεφέρη πως, αν συνεχιστεί η
κακοποίηση της γλώσσας μας, θα φτάσουμε μια μέρα να λεγόμαστε ... Ελληνέξ.
Κι όλα αυτά, επαναλαμβάνω, σε μια περίοδο που η επίδραση των ξένων γλωσσών
είναι σχετικά, από πλευράς χρήσεως, περιορισμένη.
Το αμέσως επόμενο ερώτημα που
ανακύπτει αυτομάτως είναι, φυσικά, αν υπάρχει τρόπος άμυνας έναντι αυτής της
απαράδεκτης κι επικίνδυνης καταστάσεως κι αν μπορεί κανείς να είναι
αισιόδοξος για το μέλλον της γλώσσας μας. Η δική μου απάντηση είναι πως
υπάρχουν ακόμη τρόποι και μηχανισμοί άμυνας που θα επιτρέψουν να
αντιμετωπίσουμε αποτελεσματικά τη «νόσο», περιορίζοντας τουλάχιστον τις
δυσμενείς της συνέπειες.
Όπως επανειλημμένως, γραπτά και
προφορικά, έχω προτείνει (μάλιστα προ ετών αναγγέλθηκε κάποια σχετική
πρωτοβουλία του Υπουργείου Πολιτισμού και Επιστημών, χωρίς όμως να δοθεί
συνέχεια), θα πρέπει το ταχύτερο να συσταθεί ένα συμβουλευτικό σώμα, από
ακαδημαϊκούς, πανεπιστημιακούς καθηγητές κι άλλους ειδικούς επιστήμονες με
βαθιά γνώση κι ευαισθησία για τη γλώσσα, που θα έχει ως έργο της να
προτείνει λέξεις και επιστημονικούς όρους πλασμένους μέσα από την ελληνική
γλώσσα ή προσαρμοσμένους στους κανόνες λειτουργίας της, έτσι ώστε να
βοηθούνται πρακτικά κι αποτελεσματικά αυτοί που τώρα αναγκάζονται να
χρησιμοποιούν ξένες λέξεις και όρους, ελλείψει αντιστοίχων ελληνικών�που δεν
μπορούν, φυσικά, να πλάσουν οι ίδιοι. Μέριμνα της Πολιτείας πρέπει να είναι,
ενσυνεχεία, να γενικεύσει τη χρήση αυτών των λέξεων-όρων, με την καθιέρωσή
τους στη Διοίκηση, την Εκπαίδευση, στα κρατικά μέσα ενημέρωσης κτλ.
Ένα δεύτερο μέτρο που είναι ανάγκη
αλλά και μακροπρόθεσμος τρόπος προφύλαξης από ξενικές γλωσσικές επιδράσεις
είναι, βεβαίως, η καλύτερη�βαθύτερη και συστηματικότερη�διδασκαλία της
γλώσσας μας στο σχολείο. Αν διδαχθούμε σωστά και γνωρίσουμε σε βάθος τη
νεοελληνική μας γλώσσα, η οποία έχει κληρονομήσει όλα τα προτερήματα της
μακραίωνης παράδοσης και καλλιέργειας (μεγάλη ευχέρεια στην παραγωγή και στη
σύνθεση, πλούσιο λεξιλόγιο με παραγωγικότατες ρίζες και, συγχρόνως,
δυνατότητες θαυμαστής ακριβολογίας και δηλώσεως λεπτών σημασιολογικών
αποχρώσεων), δεν θα έχουμε καμιά δυσκολία να εκφράσουμε οποιαδήποτε έννοια.
Τέλος, απ� όλα τα μέλη της
Κοινότητας πρέπει να γίνει σεβαστή η αρχή, δημοκρατικό μαζί και επιστημονικό
αξίωμα, πως δεν υπάρχουν πρώτες και δεύτερες σε αξία γλώσσες, καλύτερες και
χειρότερες, πλούσιες και φτωχές. Κάθε γλώσσα, παρά την τυπολογική της
διαφορά από τις άλλες, μπορεί να ανταποκριθεί στις ανάγκες επικοινωνίας των
φορέων της με πληρότητα, σαφήνεια και αυτάρκεια. Ο μύθος της υπεροχής
ορισμένων γλωσσών βαδίζει στα ίδια ύποπτα και επικίνδυνα αχνάρια της
υπεροχής ορισμένων λαών ... Η σύγχρονη γλωσσολογία έχει από καιρό διαλύσει
τις ηθελημένες ή αθέλητες αυτές πλάνες. Η επάρκεια κάθε ανθρώπινης φυσικής
γλώσσας είναι δεδομένη. Ως προς την Κοινότητα, οι πολίτες των κρατών-μελών
που θα ζήσουν σ� αυτήν είναι σωστό να επιδιώξουν�και να διευκολυνθούν� να
μάθουν μία ή περισσότερες από τις γλώσσες της. Μαθαίνοντας νέες γλώσσες
μπαίνουμε σε νέους κόσμους, γνωρίζουμε καλύτερα τους ανθρώπους, συνδεόμαστε
βαθύτερα κι ειλικρινέστερα με τους φορείς των γλωσσών�με τα μέλη της
Κοινότητας.
Η αρχή που δεχτήκαμε πιο πάνω
καθορίζει και τη θέση μας στο ζήτημα της ύπαρξης ενιαίας γλώσσας της
Κοινότητας. Ενιαία γλώσσα ούτε είναι δυνατό να υπάρξει (κι αν καθιερωνόταν
τέτοια γλώσσα θα διαφοροποιείτο, με το χρόνο, σε κάθε χώρα), αλλά ούτε και
πρέπει να υπάρξει. Ο σεβασμός της προσωπικότητας κ ά θ ε μέλους της
Κοινότητας επιβάλλει και σεβασμό της γλώσσας του. Κάθε σκέψη για καθιέρωση
της ελληνικής ως ενιαίας γλώσσας της Κοινότητας, όσο ελκυστική κι αν είναι
για μερικούς από μας, είναι εκ των πραγμάτων ανέφικτη. Οι υποστηρικτές αυτής
της άποψης ας παρηγορηθούν με τη σκέψη πως η διεθνής επιστημονική ορολογία
είναι, για πολλές επιστήμες, κατά τα 2/3 ελληνική ή ελληνογενής. Αλλά και
στο λοιπό λεξιλόγιο των γλωσσών της Κοινότητας η παρουσία της ελληνικής
είναι έντονη και βαθιά ριζωμένη στην καθημερινή επικοινωνία των ανθρώπων,
είτε μιλούν για democracy είτε για architecture, για egoism ή για
photograph, για politics ή, ακόμη, και για paradox και mystery.συνέχεια..
ΓΙΩΡΓΟΣ ΜΠΑΜΠΙΝΙΩΤΗΣ
Ο νέος πρύτανης του Εθνικού Καποδιστριακού
Πανεπιστημίου της Αθήνας μιλά στο «Βήμα»
Ο νέος πρύτανης του Εθνικού Καποδιστριακού Πανεπιστημίου της Αθήνας πιστεύει
ότι οι καθηγητές και οι φοιτητές τους πρέπει να καταληφθούν από την «ιερή
μανία». Να αποκτήσουν την ικανότητα να ενθουσιάσουν και να ενθουσιαστούν.
Να εμπνεύσουν και να εμπνευσθούν, και μέσα από αυτή τη νέα σχέση τους να
ανακαλύψουν τη δημιουργική στάση απέναντι στη ζωή. Ο καθηγητής Γλωσσολογίας κ.
Γ. Μπαμπινιώτης έχει πολύ συγκεκριμένη άποψη για τον ρόλο που πρέπει να παίξει
το Πανεπιστήμιο τα κρίσιμα επόμενα χρόνια: «Το Πανεπιστήμιο πρέπει να γίνει
επιθετικό» λέει χαρακτηριστικά, «η απολογητική πολιτική δεν το ωφέλησε.
Πρέπει να αποκτήσει κοινωνική παρουσία και παρέμβαση στα θέματα που απασχολούν
την κοινή γνώμη.Αλλοτε τα πιο φωτεινά μυαλά των πανεπιστημίων
διαδήλωναν στους δρόμους.Σήμερα το Πανεπιστήμιο έχει γίνει πολύ
"κυριλέ".Ηρθε η στιγμή,λοιπόν,ν' αλλάξει στάση,
να βγάλει προς τα έξω τον έγκυρο λόγο του». Στη συνέντευξη που παραχώρησε
στο «Βήμα» ο κ. Μπαμπινιώτης ξεκαθαρίζει τις θέσεις του για τον κοινωνικό ρόλο
της ανώτατης εκπαίδευσης και δηλώνει: η περιουσία του Πανεπιστημίου πρέπει να
αποδεσμευθεί άμεσα, έστω και αν «επιστρατευθούν» νομικές λύσεις, πρέπει να
βρεθεί αδιάβλητος τρόπος διαχείρισης των ειδικών λογαριασμών των πανεπιστημίων,
η λύση των διδάκτρων στα ελληνικά πανεπιστήμια πρέπει να αποφευχθεί και το
Πανεπιστήμιο να λειτουργήσει ως καταλύτης κατά της ομοιογενοποίησης των λαών,
«με στόχο,όμως,τη συμπόρευση,την κατανόηση και
συνεργασία,αλλά σε καμία περίπτωση την αφομοίωση μέσα σε κάτι
γενικότερο,μια χοάνη που δεν ξέρει τι είναι,μια μηχανή από την
οποία θα περάσουν όλοι οι λαοί της Ευρώπης»
Μεταγραφές φοιτητών, καθηγητές που «γκρινιάζουν»,ποιοτική
υποβάθμιση του Πανεπιστημίου...Τι «έβγαλε» η προεκλογική περίοδος στο
εσωτερικό του μεγαλύτερου πανεπιστημιακού ιδρύματος της χώρας;
«Κατά την προεκλογική περίοδο είχα την ευκαιρία να μιλήσω με όλα τα μέλη της
πανεπιστημιακής κοινότητας. Πήρα, τόσο από τους καθηγητές όσο και από τους
φοιτητές, διαφορετικές εκτιμήσεις για κρίσιμα θέματα που αφορούν την
πανεπιστημιακή κοινότητα. Για τους φοιτητές, και ιδίως για εκείνους της
Ιατρικής, το πρώτο θέμα σήμερα είναι οι εγγραφές άλλων φοιτητών χωρίς
εξετάσεις, από τις γειτονικές σχολές ή από το εξωτερικό. Η αλήθεια είναι ότι
πολλές φορές τραβάμε τα πράγματα πέρα από τα όριά τους. Δεν μπορούμε να
ανοίγουμε τον αριθμό των εισαγομένων πάση θυσία και να βάζουμε ανθρώπους στα
πανεπιστήμια από όλες τις πόρτες και τα παράθυρα με μια νομοθετική κάλυψη και
μια επίφαση κοινωνικής προστασίας. Είναι ένα θέμα που έχει άμεση σχέση με την
εκπαίδευση των φοιτητών και πρέπει να αποτελέσει αντικείμενο διαλόγου με τους
αρμόδιους φορείς και τον υπουργό Παιδείας. Αν αυτό δεν αποδώσει, οι ίδιοι οι
πανεπιστημιακοί πρέπει να δηλώσουν ότι δεν μπορούν να πάρουν άλλους φοιτητές
και να το αποδείξουν. Να μην εγγράψουν νέους φοιτητές. Από την άλλη πλευρά, το
Πανεπιστήμιό μας βρίσκεται υπό γήρανση. Οταν η πολιτεία δεν σου δίνει θέσεις
και δεν μπορείς να πάρεις νέους ανθρώπους, αυτό που γίνεται είναι να
εξελίσσονται μόνον οι ήδη υπάρχοντες. Και βέβαια είναι σωστό αυτοί οι άνθρωποι,
πραγματικά και αξιοκρατικά κρινόμενοι, να εξελίσσονται, αλλά τι θα κάνεις με
τους φοιτητές μας μερικοί από τους οποίους είναι "διαμάντια" που έρχονται
πίσω με την προσδοκία να υπηρετήσουν το Πανεπιστήμιο; Και γι' αυτό λέω ότι
πρέπει να βρούμε πόρους, ώστε για ένα διάστημα να μπορούμε να τους απασχολούμε
στο Πανεπιστήμιο. Υπάρχει, λοιπόν, το ζήτημα των ιδίων πόρων».
Ζήτημα φλέγον.Πώς,τελικά,το Πανεπιστήμιο μπορεί να
ανοιχτεί σε άλλους «δρόμους» χρηματοδότησης,χωρίς να επηρεαστεί το
προφίλ του;Μπορεί να μην το θέλουμε και είναι σίγουρο ότι κάποιοι δεν
το θέλουν καθόλου αλλά το θέμα της χρηματοδότησης των πανεπιστημίων από
ιδιωτικούς φορείς έχει αρχίσει ήδη να συζητείται ανοιχτά.
«Το δίχως άλλο. Κατά τη γνώμη μου όμως, οι πηγές που μπορούν να αποτελέσουν ένα
είδος αυτοχρηματοδότησης του Πανεπιστημίου είναι τρεις: καταρχήν, η δική του
περιουσία, που πρέπει να αξιοποιηθεί τάχιστα. Η αξιοποίηση αυτή έχει ανατεθεί
σε μια εταιρεία η οποία δεν έχει τους ρυθμούς που πρέπει να έχει. Εκτός αυτού
όμως, έχει και υπερβάλλουσα εξουσία. Δεν είναι δυνατόν, όταν το Πανεπιστήμιο
χρειάζεται ένα κτίριο κεντρικό για να στεγάσει τμήματά του, για τα οποία
νοικιάζουμε άλλους χώρους, να εισπράττουμε άρνηση εν ονόματι μιας συμβάσεως. Η
σύμβαση είναι για να υπηρετήσει το Πανεπιστήμιο, όχι το αντίθετο. Αν δω ότι
υπάρχουν δυσκολίες που προκύπτουν από την αξιοποίηση της περιουσίας του
Πανεπιστημίου, θα αντιμετωπίσουμε και νομικά το θέμα. Δεν έχουμε πλέον
περιθώρια. Η δεύτερη πηγή χρηματοδότησης είναι το Γ' Κοινοτικό Πλαίσιο
Στήριξης. Εκεί πιστεύω ότι το υπουργείο Παιδείας θα καταλάβει ότι το μεγαλύτερο
και αρχαιότερο πανεπιστημιακό ίδρυμα στη χώρα δεν μπορεί να αφεθεί στην τύχη
του. Η τρίτη πηγή χρηματοδότησής μας είναι, βέβαια, τα διάφορα κοινοτικά
προγράμματα που μας δίνουν μια δυνατότητα οικονομικής στήριξης για την έρευνα,
καθότι τα κρατικά κονδύλια σ' αυτόν τον τομέα είναι από ελάχιστα ως μηδαμινά».
Τι απαντάτε σε όλους εκείνους που υπερασπίζονται και προβάλλουν το αίτημα
θεσμοθέτησης του όρου των διδάκτρων στα πανεπιστήμια;
«Είμαι εναντίον των διδάκτρων. Δεν θα μας έλυνε, άλλωστε, και μεγάλο πρόβλημα.
Θα μας έβαζε απλά σε διαφορετική λογική. Πιστεύω στη δωρεάν Παιδεία. Ολοι οι
έλληνες πολίτες πρέπει να έχουν ισότιμη πρόσβαση στη γνώση. Κάπου έχουμε
παρεξηγήσει τα πράγματα και έχουμε πέσει στην παγίδα του επαγγελματισμού και
της επαγγελματικής κατοχύρωσης».
Ποιες είναι οι προκλήσεις για το ελληνικό Πανεπιστήμιο και ποιες δυνάμεις
πρέπει να αναπτύξει μέσα στην αρένα του ευρωπαϊκού ανταγωνισμού;
«Για μένα η πρόκληση είναι το Πανεπιστήμιο να μπορέσει να λειτουργήσει ως
καταλύτης, ώστε να αποφύγει ένας λαός την αφομοίωσή του και να μη χάσει τα
στοιχεία της ταυτότητάς του, μέσα σ' αυτή τη χοάνη που είναι η ενωμένη Ευρώπη,
μέσα σ' αυτή τη νοοτροπία της παγκοσμιοποίησης. Το Πανεπιστήμιο πρέπει να είναι
το κύτταρο που σε όλες τις εκφάνσεις του θα διατηρεί τη φυσιογνωμία ενός λαού,
μιας χώρας, με τον πιο σοβαρό, τεκμηριωμένο, έγκυρο και αποτελεσματικό τρόπο».
Το «άνοιγμα» των πανεπιστημίων,η δημιουργία νέων τμημάτων και νέων
πανεπιστημίων...Πιστεύετε ότι όλα αυτά υποβαθμίζουν την κρατική ανώτατη
εκπαίδευση;
«Οπωσδήποτε όταν άκριτα, αλόγιστα, ανεξέταστα, με στόχο το πολιτικό όφελος ή το
πολιτικό κόστος προχωρούμε στην ίδρυση πανεπιστημίων ή νέων τμημάτων, είναι
φανερό ότι δεν υπηρετούμε την επιστήμη και τα συμφέροντα της χώρας. Δεν είναι
δυνατόν συνεχώς να ανοίγεις πανεπιστήμια σε περιοχές, για να δημιουργήσεις
οικονομική ανάπτυξη. Αυτό είναι το Πανεπιστήμιο; Το Πανεπιστήμιο πρέπει να έχει
έναν καθολικό χαρακτήρα, πρόκειται για μια συμπόρευση των επιστημόνων, ώστε να
συλλάβουν τον ενιαίο χαρακτήρα του κόσμου. Αυτά τα "κομματιασμένα" πανεπιστήμια
δημιουργούν μια αποσπασματική θεώρηση του κόσμου και της επιστήμης, μια
απομόνωση και μοναξιά η οποία δεν είναι για το καλό της επιστήμης. Από την άλλη
πλευρά, στο Πανεπιστήμιο Αθηνών έχουμε έλλειψη τμημάτων σε βασικούς τομείς: οι
τουρκικές, βαλκανικές, σλαβικές σπουδές».
«Ανωτατοποίηση» των ΤΕΙ,διοικητική αυτοτέλεια των πανεπιστημίων:
κρίσιμα θέματα,που αναμένεται ότι θα απασχολήσουν και τη σύνοδο των
πρυτάνεων που θα γίνει στο τέλος του μήνα.Ποια είναι η γνώμη σας;
«Κατ' αρχήν, πρέπει να υπάρξει καλύτερη ροή πληροφοριών. Ακούμε ότι βρίσκονται
σε εξέλιξη συγκεκριμένα πράγματα, αλλά η πανεπιστημιακή κοινότητα δεν τα
γνωρίζει. Κάποια πράγματα γίνονται, τελικά, πριν από μας, για μας. Αυτό πρέπει
ν' αλλάξει. Ισως να είναι και ευθύνη δική μας. Από την άλλη πλευρά, η
αυτοτέλεια των πανεπιστημίων δεν είναι σε επιθυμητή μορφή. Αυτό που έχουμε
σήμερα είναι μόνο κατ' όνομα αυτοτέλεια. Πρέπει να περάσεις από μια τεράστια
γραφειοκρατία, για να λύσεις το πιο απλό θέμα. Δεν νομίζω ότι η πολιτεία θέλει
να έχει τόσο στενό έλεγχο, αλλά απλά δεν έχουν μελετηθεί διαδικασίες πιο
ευέλικτες. Είναι θέμα μελέτης και καλής θέλησης. Οσον αφορά τα ΤΕΙ, χρειάζεται
μια θαρραλέα στάση εκ μέρους της πολιτείας, κυρίως αξιοκρατική. Αν υπάρχουν ΤΕΙ
που πληρούν τις προϋποθέσεις, τότε κρινόμενα και αξιολογούμενα μπορούν να
γίνουν ανώτατα ιδρύματα. Μπορούμε να μιλήσουμε μόνο για βαθμιαία και επιλεκτική
ανωτατοποίηση και όχι για θεσμική ανωτατοποίηση από τη μία ημέρα στην άλλη. Το
Πανεπιστήμιο έχει υποφέρει πολύ από γενικές λύσεις».
Από τον Πρόλογο τού Τόμου «Γλώσσης χάριν» αφιερωμένου από τον Τομέα Γλωσσολογίας στον καθηγητή Γεώργιο Μπαμπινιώτη (Ελληνικά Γράμματα, 2008)
Με τον παρόντα τόμο, με το συμβολικό όνομα «Γλώσσης χάριν», συνάδελφοι συνεργάτες, μαθητές και φίλοι τιμούν τον Γεώργιο Μπαμπινιώτη, επίτιμο καθηγητή Πανεπιστημίου Αθηνών, πρ. Πρύτανη, Πρόεδρο του Ελληνικού Ιδρύματος Πολιτισμού, Πρόεδρο της Φιλεκπαιδευτικής Εταιρείας (Αρσακείων – Τοσιτσείων Σχολείων από το 1987) και Πρόεδρο της Επιτροπής της Βουλής των Εφήβων, ο οποίος με το επιστημονικό - ερευνητικό του έργο, τη διδασκαλία και τη συνολική προσφορά του στην παιδεία, την ελληνική κοινωνία και τον ελληνικό πολιτισμό εσμίλευσε μοναδικό πρότυπο Επιστήμονα, Δασκάλου και Ανθρώπου.
Ο καθηγητής Γεώργιος Μπαμπινιώτης αποτελεί μια από τις εξέχουσες πνευματικές παρουσίες στον ελληνικό χώρο με ευρεία απήχηση στη διεθνή ακαδημαϊκή κοινότητα για το έργο του (επιστημονικό - ερευνητικό, διδακτικό) και τη γενικότερη προσφορά του στη Γλωσσολογία και στον ευρύτερο χώρο των γραμμάτων και του πολιτισμού. Ανήκει στους εισηγητές της σύγχρονης θεωρίας της γλώσσας στην Ελλάδα και είναι από τους πρώτους που δίδαξε και εφάρμοσε τις σύγχρονες μεθόδους ανάλυσης της γλώσσας, στη μελέτη της δομής της αρχαίας και νέας ελληνικής.
Έγκριτος γλωσσολόγος, προικισμένος με σπάνια χαρίσματα, εξαιρετική ευφυΐα, πρωτοτυπία σκέψης, εντυπωσιακή αντιληπτική ικανότητα, σπάνια διαίσθηση στις επιστημονικές του συλλήψεις και, παράλληλα, με πολύπλευρη θεωρητική υποδομή και βαθιά κατάρτιση στα ρεύματα της σύγχρονης ευρωπαϊκής και αμερικανικής γλωσσολογίας (δομισμό, λειτουργισμό, γενετική θεωρία, επικοινωνιακή προσέγγιση της γλώσσας) αλλά και με ασυνήθη φιλολογική οξυδέρκεια και ευαισθησία σε θέματα ύφους έχει προσφέρει στην ακαδημαϊκή κοινότητα έργο πολυδιάστατο που αντέχει στον χρόνο. Δεν θα ήταν υπερβολικό να λεχθεί ότι ο καθηγητής Γεώργιος Μπαμπινιώτης έχει σφραγίσει με το έργο του ένα ευρύ φάσμα γνωστικών αντικειμένων, με κοινό σημείο αναφοράς, τη γλώσσα: από την ετυμολογία και ερμηνεία λέξεων και τύπων μέχρι την ανάλυση κειμένων και τη σημειολογία και από την ανάλυση επιμέρους φαινομένων μορφολογικής, φωνολογικής και συντακτικής υφής μέχρι τη συγγραφή συνθετικών έργων που αποτελούν κεφάλαιο για τη σπουδή της Ελληνικής και παρακαταθήκη για τις επερχόμενες γενιές, όπως το Λεξικό της Νέας Ελληνικής γλώσσας, η Γραμματική της Νέας Ελληνικής, η Θεωρητική Γλωσσολογία, το βιβλίο του Γλωσσολογία και Λογοτεχνία: Από την Τεχνική στην Τέχνη του Λόγου μεταξύ πολλών άλλων.
Ο Γεώργιος Μπαμπινιώτης ήδη από τα φοιτητικά του χρόνια έδωσε σαφή δείγματα της αξίας του. Άριστος φοιτητής, με πολύπλευρα ενδιαφέροντα και ιδιαίτερη ευαισθησία σε θέματα γλώσσας διακρίθηκε στο σεμινάριο «Μυκηναϊκή γλώσσα – Γραμμική Γραφή Β» που διοργάνωσε ο αείμνηστος καθηγητής Γ. Κουρμούλης με τη συνεργάτιδά του Δρ. Αγγελική Μαλικούτη-Drachman. Εξελέγη τακτικός καθηγητής στην έδρα της Γλωσσολογίας το 1973, διαδεχθείς τον Γ. Κουρμούλη, σε ηλικία μόλις 34 ετών, γεγονός όχι συνηθισμένο για τα δεδομένα της εποχής εκείνης. Τη θέση αυτή ελάμπρυνε επί 34 και πλέον χρόνια, πρωτοστατώντας με διορατικότητα, σύνεση ταχύτητα και αποτελεσματικότητα στις δραστηριότητες (επιστημονικές, διοικητικές) των αντίστοιχων εκπαιδευτικών μονάδων: της ενιαίας παλαιάς Φιλοσοφικής Σχολής, του Τμήματος Φιλολογίας και του Τομέα και Σπουδαστηρίου Γλωσσολογίας.
Ως πρώτος διευθυντής του Τομέα Γλωσσολογίας συνέβαλε αποφασιστικά όχι μόνο στην άρτια οργάνωσή του, αλλά και στην περαιτέρω ανάπτυξή του, εμπνέοντας με το επιστημονικό του κύρος, τη συνεργασιμότητα και την ακάματη εργατικότητά του και τα άλλα μέλη του στην έρευνα και καλλιεργώντας παράλληλα πνεύμα συνεργασίας και γόνιμων συναδελφικών σχέσεων, αρετές με τις οποίες κατόρθωσε ο Τομέας να διακριθεί στο Τμήμα Φιλολογίας και εκτός αυτού.
Ο καθηγητής Γεώργιος Μπαμπινιώτης έχει δώσει το προσωπικό του στίγμα σε ένα ευρύ φάσμα αντικειμένων. Το επιστημονικό του έργο το οποίο περιλαμβάνει 38 βιβλία και πάνω από 100 άρθρα και μελέτες σε επιστημονικά περιοδικά, Πρακτικά συνεδρίων, αφιερωματικούς τόμους κ.λπ., περιστρέφεται θεματολογικά γύρω από δύο βασικούς άξονες: τη γλωσσική θεωρία, με έμφαση στην ανάλυση των κειμένων (κειμενογλωσσολογία, υφολογία), κλάδο της γλωσσολογίας που πρώτος εισήγαγε και καλλιέργησε με ιδιαίτερη επιτυχία στον ελληνικό χώρο, και στην ελληνική γλώσσα.
Στον χώρο της θεωρίας, καταρχήν, ο Γεώργιος Μπαμπινιώτης συγκαταλέγεται μεταξύ των πρώτων γλωσσολόγων στην Ελλάδα που ασχολήθηκαν με θέματα θεωρίας της γλώσσας ενώ το βιβλίο του Θεωρητική Γλωσσολογία -σε πρώτη έκδοση το 1980- αποτελεί ένα από τα βασικά εγχειρίδια του είδους.
Σημαντική είναι η συμβολή του στην ανάλυση εννοιών όπως το γλωσσικό σημείο, η γλωσσική δημιουργικότητα, ποικιλία και απόκλιση στη γλώσσα και, ειδικότερα, στην «ποιητική γραμματική», αλλά και ο προβληματισμός του γύρω από την μεθοδολογία ανάλυσης των φυσικών γλωσσών. Με κριτική σκέψη, διορατικότητα και στέρεη επιχειρηματολογία κρίνει, σχολιάζει και συζητεί απόψεις γλωσσολόγων, όπως του F. de Saussure σχετικά με την υφή του γλωσσικού σημείου (1976: Η μοναδικότητα της λέξεως. Συμβολή στην θεωρία του γλωσσικού σημείου, 1980: The uniqueness of the linguistic sign), του N. Chomsky σχετικά με την δημιουργικότητα (1985: On linguistic creativity and language levels), αλλά και γλωσσολόγων διαφόρων θεωρητικών ρευμάτων, όπως ο A. Martinet, L. Bloomfield μεταξύ άλλων σχετικά με τη μεθοδολογία ανάλυσης των φυσικών γλωσσών (1985: Γλωσσολογικές Σχολές: Ευρωπαϊκός και Αμερικανικός Δομισμός).
Θα πρέπει, παράλληλα, να τονιστεί η συμβολή του τόσο σε επίπεδο θεωρίας όσο και στην εφαρμογή της στην υιοθέτηση μιας «ολιστικής» θεώρησης της γλώσσας, και η υλοποίηση της θεωρητικής αυτής προσέγγισης με την εφαρμογή της δομολειτουργικής και επικοινωνιακής μεθόδου στην ανάλυση της Νέας Ελληνικής, ανάλυση η οποία έχει χαρακτηριστεί πρωτοποριακή στο είδος.
Στο πλαίσιο ανάλυσης των κειμένων, ιδιαίτερα των λογοτεχνικών και της υφολογίας, κλάδων οι οποίοι καλλιεργούνται και εξετάζονται στην Ευρώπη και την Αμερική συστηματικά ήδη από τις αρχές του 20ού αιώνα, καθοριστική υπήρξε η συμβολή του Γεωργίου Μπαμπινιώτη, τόσο σε επίπεδο καθαρά θεωρητικό όσο και μέσα από τις αναλύσεις συγκεκριμένων λογοτεχνικών έργων. Έργο-σταθμός στον χώρο αυτό αποτελεί το Γλωσσολογία και Λογοτεχνία: Από την Τεχνική στην Τέχνη του Λόγου (1991). Στο έργο αυτό, πρωτοποριακό για την εποχή που γράφηκε και πάντα επίκαιρο για όσους ασχολούνται με το αντικείμενο, πραγματεύεται θέματα από το δίπολο θεωρία και εφαρμογή των αρχών της σε συγκεκριμένες περιπτώσεις. Μεταξύ των θεωρητικών θεμάτων που εξετάζονται αξίζει να αναφερθούν «Η δημιουργικότητα στην γλώσσα: το ξεπέρασμα των φραγμών της συμβατικής γλώσσας», «Η μοναδικότητα της λέξεως: «Από τη λέξη στο κείμενο», «Η λειτουργία της στίξεως στο κείμενο». Εξίσου σημαντικές για την εξέλιξη της θεωρίας είναι οι συγκεκριμένες αναλύσεις του στο ίδιο έργο «Καθημερινή και ποιητική γλώσσα: ο Γλωσσολόγος Σεφέρης», ή «Γλώσσα και Ύφος στον Μακρυγιάννη» καθώς και ανεξάρτητες μελέτες του όπως “Universals in Literary Semiotics On linguistics functions related to the texts” (1983), «Ανάλυση του ποιήματος ως επικοινωνιακής πράξεως. Κειμενογλωσσολογική προσέγγιση» (1987), «Ποιητική μεταγλώσσα και μεταγλωσσική ποίηση στον Ελύτη» (1991), «Η γλώσσα στην ποίηση του Ελύτη» (2002) μεταξύ άλλων.
Πρωτοπόρος στον ελληνικό χώρο εδώ και είκοσι περίπου χρόνια σε έναν κλάδο που ήδη εξελισσόταν ραγδαίως στην Ευρώπη και την Αμερική, ο καθηγητής Γεώργιος Μπαμπινιώτης δημιούργησε σχολή στο Τμήμα Φιλολογίας προωθώντας ο ίδιος τη θεωρία της ανάλυσης κειμένων, κυρίως των λογοτεχνικών, μέσα από τα έργα του, τη διδασκαλία του και κυρίως τα σχετικά σεμινάρια που διοργάνωνε, ευαισθητοποιώντας τους φοιτητές της γλωσσολογίας και το ευρύτερο κοινό των φιλολόγων να ασχοληθούν με τη σχέση λογοτεχνίας και γλώσσας.
Δεν είναι τυχαίο ότι πολλοί από τους παλαιότερους μαθητές του, εμπνευσμένοι από το παράδειγμά του συνέχισαν σε μεταπτυχιακό επίπεδο στον κλάδο αυτό, κατέχοντας σήμερα θέσεις διδακτικού προσωπικού σε Πανεπιστήμια της Ελλάδας και του Εξωτερικού.
Ο δεύτερος βασικός θεματολογικός άξονας της επιστημονικής και διδακτικής δραστηριότητας του Γεωργίου Μπαμπινιώτη, σε άμεση συνάρτηση με τον προηγούμενο, είναι η μελέτη της Ελληνικής, κύριος πόλος έλξης γι αυτόν από τα πρώτα χρόνια της σταδιοδρομίας του. Γνώστης όσο λίγοι στην Ελλάδα και το Εξωτερικό της Ελληνικής στην ιστορική της διάσταση, έχει αφιερώσει το μεγαλύτερο, ίσως, μέρος της επιστημονικής και διδακτικής του δραστηριότητας (έρευνα, διδασκαλία, διαλέξεις, ομιλίες, επιφυλλιδογραφία κ.λπ.) στη διερεύνηση της Ελληνικής από ποικίλες οπτικές (ιστορική – συγχρονική θεώρηση): η διαχρονική πορεία της, η Νέα Ελληνική γλώσσα σε σχέση με τη μεταρρύθμιση, το γλωσσικό ζήτημα, διδασκαλία της Νέας Ελληνικής, Ελληνική γλώσσα και ευρωπαϊκή σκέψη, ιστορική ορθογραφία κ.λπ.
Η μελέτη της Ελληνικής διαχρονικά έχει, κατ’ αρχήν, αποτελέσει αντικείμενο εξέτασης από τον καθηγητή Γεώργιο Μπαμπινιώτη ήδη από τα πρώτα χρόνια της ερευνητικής του πορείας. Καρπός της βιβλία όπως «Το ρήμα της Ελληνικής: Δομικαί εξελίξεις και κατηγοριοποίησις του ρήματος της Ελληνικής –Αρχαίας και Νέας (1972), κορυφαία συμβολή στη μελέτη των δομικών εξελίξεων του ρήματος της Ελληνικής και πρότυπο εφαρμογής της διαχρονικής μεθόδου της Γλωσσολογίας στη γλώσσα μας. «Ιστορική γραμματική της (Αρχαίας) Ελληνικής» (1985). «Η γλώσσα της Μακεδονίας. Η αρχαία Μακεδονική και η ψευδώνυμη γλώσσα των Σκοπίων» (1992). «Συνοπτική ιστορία της ελληνικής γλώσσας με εισαγωγή στην ιστορικοσυγκριτική γλωσσολογία» (2000) αλλά και θέματα γλώσσας και παιδείας τα οποία περιλαμβάνονται σε 3 συγκεντρωτικούς τόμους (1995) «Η Ελληνική Γλώσσα: Παρελθόν – παρόν - μέλλον», «Η γλώσσα ως αξία: Το παράδειγμα της ελληνικής γλώσσας», «Παιδεία, Εκπαίδευση και Γλώσσα» μεταξύ πολλών άλλων.
Τα εν λόγω έργα, παρά το γεγονός ότι συνιστούν παλαιότερα δημοσιεύματα αποτελούν ακόμη και σήμερα σημείο αναφοράς στα εν λόγω θέματα και αφετηρία για περαιτέρω διερεύνηση και προβληματισμό.
Η διαχρονική αυτή προσέγγιση της γλώσσας έχει οδηγήσει τον Γεώργιο Μπαμπινιώτη σε μια σφαιρική αντίληψη περί γλώσσας, γεγονός που τον οδήγησε να στηρίξει την Κοινή Νέα Ελληνική, ήδη από το 1967, με το έργο του Συγχρονική Γραμματική της Κοινής Νέας Ελληνικής. Θεωρία – Ασκήσεις (σε συνεργασία με τον Παναγιώτη Κοντό), πρωτοστατώντας στη συνέχεια, κατά την περίοδο της μεταρρύθμισης και μετά με ισχυρά επιστημονικά επιχειρήματα και χωρίς προκαταλήψεις και ιδεοληψίες στους αγώνες για την καθιέρωση της Κοινής Νέας Ελληνικής (Δημοτικής), εμπλουτισμένης και εμπλουτιζόμενης με λόγια στοιχεία, τα οποία εντασσόμενα οργανικά στο σύστημα παράγουν μια μορφή λόγου υψηλού επιπέδου. Αξίζει να επισημανθεί η αξιοποίηση από τον καθηγητή Γεώργιο Μπαμπινιώτη των δυνατοτήτων των ΜΜΕ, έντυπων και ηλεκτρονικών, για την ευαισθητοποίηση του ευρύτερου κοινού στα θέματα της γλώσσας.
Χαρακτηριστικά είναι τα λόγια του ως προς τα λόγια στοιχεία και τη λειτουργία τους στη γλώσσα στην ανακοίνωσή του «Είκοσι χρόνια γλωσσικής μεταρρύθμισης. Επιτεύγματα, λάθη, προοπτικές» στον τόμο Πρακτικά του Συνεδρίου για την Ελληνική Γλώσσα 1976-1989: είκοσι χρόνια από την καθιέρωση της Νεοελληνικής (Δημοτικής) ως επίσημης γλώσσας, Αθήνα (σ.193): «Συνειδητοποιήθηκε βαθμηδόν ότι το λόγιο στοιχείο –εκτός ακραίων περιπτώσεων - δεν αποτελεί «νόθευση» της νεοελληνικής κοινής, αλλά επικοινωνιακά γόνιμο και ιστορικά νόμιμο γλωσσικό υλικό». Και παρακάτω: « Η πολυτυπία (φωνολογική, μορφολογική και, προπάντων, λεξιλογική) δεν αποτελεί κατάρα αλλά ευλογία της ελληνική γλώσσας, καταξιωμένη μέσα από τη μακρόχρονη καλλιέργεια της Ελληνικής σε ποικίλα εκφραστικά επίπεδα» .
Πρόκειται για καίριες επιστημονικές θέσεις που φέρουν το προσωπικό του στίγμα και γίνονται πλέον σήμερα ευρύτερα αποδεκτές.
Στο πλαίσιο των ανωτέρω θέσεων περί Νέας Ελληνικής εντάσσονται τα κατ’ εξοχήν συνθετικά του έργα που αποτελούν κεφάλαιο για τη σπουδή της Ελληνικής. Πρόκειται για το βιβλίο «Γραμματική της Νέας Ελληνικής: Δομολειτουργική –επικοινωνιακή, Αθήνα: Ελληνικά Γράμματα 2005 και Συνοπτική Γραμματική της Νέας Ελληνικής: Δομολειτουργική - Επικοινωνιακή και για τα τρία Λεξικά: το Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας, Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας (1998, 2002 και τρίτη έκδοση 2008), για το Λεξικό για το σχολείο και το γραφείο, Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας 2004 καθώς και για το Ορθογραφικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής γλώσσας, Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας 2008.
Η Γραμματική (με τον Χρήστο Κλαίρη και συνεργάτες την Αμαλία Μόζερ, Αικατερίνη Μπακάκου-Ορφανού και Σταύρο Σκοπετέα), με έμφαση στη δομολειτουργική - επικοινωνιακή διάσταση της γλώσσας, αποτελεί μια κατ’ εξοχήν πρωτότυπη πρόταση για σύνταξη γραμματικής. Καρπός δεκαετούς και πλέον γόνιμης συνεργασίας, η γραμματική απηχεί μια «ολιστική» προσέγγιση της γλώσσας και της γραμματικής της, που στηρίζεται στην οργάνωση του γλωσσικού υλικού σε επικοινωνιακή βάση. Πρόκειται για μια νέα σύλληψη, που σηματοδοτεί αφενός μια νέα μεθοδολογία στην ανάλυση της γλώσσας (από τους βασικούς πόλους της δομής της στην εξειδίκευση) και αφετέρου μια διαφορετική διάρθρωση του γραμματικού φαινομένου.
Παράλληλα η συγκεκριμένη γραμματική έχει αποδειχθεί στην πράξη ότι παρουσιάζει μεγάλο βαθμό χρηστικότητας, που απορρέει κατά βάση από τη φιλοσοφία στην οποία στηρίζεται η σύνταξή της – τη «δημιουργική αξιοποίηση» των μηχανισμών της γλώσσας–, αλλά και από τη ρηξικέλευθη πρότασή της για αναδιάρθρωση της γραμματικής ύλης σε επικοινωνιακή βάση.
Η επικοινωνιακή προσέγγιση στη γλώσσα υιοθετείται και εφαρμόζεται επίσης στο πρόγραμμα διδασκαλίας της Ελληνικής ως Ξένης Γλώσσας που εισηγείται μέσα από τα έργα του ο καθηγητής Γεώργιος Μπαμπινιώτης (1994: «Σύγχρονη γλωσσολογία και διδασκαλία της Ελληνικής γλώσσας, 1995: «Ελληνική γλώσσα εγχειρίδιο διδασκαλίας της ελληνικής ως δεύτερης (ξένης) γλώσσας»).
Παράλληλα με τη Γραμματική, έργα κεφαλαιώδους σημασίας για τη σπουδή της Νέας Ελληνικής αποτελούν το «Λεξικό της Νέας Ελληνικής γλώσσας ( 1998, 2002 2008), το «Λεξικό για το σχολείο και το γραφείο» (2005) και το «Ορθογραφικό λεξικό της Νέας Ελληνικής γλώσσας» (2008). Καρπός των λεξικογραφικών ανησυχιών και αναζητήσεων του καθηγητή Μπαμπινιώτη, που πιθανώς έχουν τις ρίζες τους στην συμμετοχή του στη σύνταξη του Αντίστροφου Λεξικού της Νέας Ελληνικής (1967) από τον αείμνηστο Γ. Κουρμούλη, τα εν λόγω λεξικά έτυχαν μιας γενικής αποδοχής από Έλληνες και ξένους αναγνώστες. Το Λεξικό της Νέας Ελληνικής, καταρχήν, βασισμένο σε μια πλούσια τράπεζα επεξεργασμένου λεξικογραφικού υλικού από χιλιάδες λέξεις και φράσεις με τα ερμηνεύματα και τα παραδείγματά τους, καθιερώθηκε ήδη από την εμφάνισή του ως σημείο αναφοράς στην αναζήτηση γλωσσικών πληροφοριών, προσφέροντας στον χρήστη τη σύγχρονη γραπτή και προφορική έκφραση των Ελλήνων στην πραγματική της διάσταση, με την επιστημονική εγκυρότητα και πληρότητα που προσιδιάζει σε ένα λεξικό συντεταγμένο με γλωσσολογικές προδιαγραφές.
Το «Λεξικό για το Σχολείο και το Γραφείο», από την πλευρά του, δεν αποτελεί απλώς ένα ακόμη λεξικό που έρχεται να προστεθεί στα ήδη υπάρχοντα. Καρπός «μόχθου πολλού», επιστημονικής εγκυρότητας και λεξικογραφικής πείρας στον χώρο της γλώσσας εκ μέρους του συντάκτη του, έρχεται να καλύψει ένα ουσιαστικό κενό στον χώρο της Νέας Ελληνικής λεξικογραφίας, συνδυάζοντας την επιστημονική πληρότητα και εγκυρότητα στη σύνταξη των λημμάτων και την οργάνωση της ύλης με τον υψηλό βαθμό χρηστικότητας που προσδιορίζει τους στόχους και, κατά συνέπεια, την όλη δομή του (έκταση, επιλογή, μορφή λημμάτων, είδος των παρεχομένων πληροφοριών, εποπτική διάρθρωση των λημμάτων, πίνακες, επιλεγμένη εικονογράφηση).
Για τη διδακτική προσφορά του καθηγητή Γεωργίου Μπαμπινιώτη και την απήχηση που είχε στους φοιτητές τα λόγια είναι περιττά. Ιδιαίτερα χαρισματικός δάσκαλος, με άψογα δομημένο, πειστικό και ελκυστικό λόγο χωρίς ρητορισμούς, συναρπάζει και πείθει το ακροατήριό του. Δεν είναι τυχαίο γεγονός ότι αμφιθέατρα χωρητικότητας 300 και πλέον ατόμων ήταν πάντα ασφυκτικά γεμάτα όταν δίδασκε ο καθηγητής Γεώργιος Μπαμπινιώτης όχι μόνο από φοιτητές της Φιλοσοφικής Σχολής, αλλά και από ακροατές άλλων Σχολών που συνέρρεαν για να ακούσουν τις παραδόσεις του.
Η ποιότητα και ο τρόπος της διδασκαλίας του σε συνδυασμό με τη διαρκή διάθεση συνεργασίας με τους φοιτητές καθώς και την προθυμία του για συζητήσεις και επίλυση σχετικών προβλημάτων, παρά τον φόρτο εργασίας του, είχαν ως αποτέλεσμα να προσελκύουν τους φοιτητές ώστε όχι μόνο να παρακολουθούν τις παραδόσεις τους αλλά και να επιλέγουν την κατεύθυνση Γλωσσολογίας, εμπλουτίζοντας έτσι τις τάξεις των γλωσσολόγων. Είναι γεγονός ότι οι περισσότεροι από τους γλωσσολόγους που κατέχουν σήμερα διδακτική θέση σε ερευνητικά κέντρα ή ΑΕΙ της Ελλάδας και του εξωτερικού υπήρξαν μαθητές του.
Σχετικά με τον χώρο της διοίκησης, ο καθηγητής Γεώργιος Μπαμπινιώτης έχει περάσει από όλα τα πανεπιστημιακά αξιώματα: Διευθυντής Τομέα επί συνεχή έτη και Σπουδαστηρίου Γλωσσολογίας (1973-1988), Πρόεδρος του Τμήματος Φιλολογίας (1991-2000), Κοσμήτορας της Φιλοσοφικής Σχολής (1978-79, 1981-83) και τέλος Πρύτανης του Πανεπιστημίου Αθηνών (2000-2006). Παράλληλα διετέλεσε Πρόεδρος του Παιδαγωγικού Ινστιτούτου της Ελλάδας, Επόπτης του Διδασκαλείου Γλωσσών της Πανεπιστημιακής Λέσχης του Πανεπιστημίου Αθηνών, Πρόεδρος της Γλωσσικής Εταιρείας Αθηνών, (συνεχίζει) και εκδότης του επιστημονικού της περιοδικού Γλωσσολογία, Αντιπρόεδρος της Εταιρείας Ελλήνων Φιλολόγων, Γενικός Γραμματέας της Ελληνικής Ανθρωπιστικής Εταιρείας, μέλος πολλών επιστημονικών εταιρειών μεταξύ των οποίων «European Academy of Sciences and Arts (Salzburg)», «Societas Linguistica Europaea» και κατά καιρούς μέλος συμβουλίων και επιτροπών μελέτης και έρευνας εκπαιδευτικών ζητημάτων.
Στη θητεία του και στη συνολική του προσφορά σε όλα τα παραπάνω αξιώματα και, κατ’ εξοχήν, στην εξάχρονη Πρυτανεία του διακρίθηκε για την ανιδιοτέλεια, την παροιμιώδη εργατικότητά του, τις δημιουργικές του πρωτοβουλίες, την αποφασιστικότητα, την αποτελεσματικότητα αλλά και για την ευθυκρισία του, τη διορατικότητα και τη σύνεση στη λήψη κρίσιμων αποφάσεων, κυρίως όμως και πάνω απ’ όλα για το υποδειγματικό του ήθος. Οραματιστής συνάμα και ρεαλιστής κατόρθωνε να συνδυάζει το όραμά του για ένα υψηλής ποιότητας δημόσιο Πανεπιστήμιο με καθημερινές πράξεις, μεγάλα έργα και σχεδιασμούς για την πραγμάτωση του στόχου αυτού. Ενδεικτικά αναφέρουμε την κατασκευή των νέων και τη ριζική ανακαίνιση των παλαιών Φοιτητικών Εστιών, το εντευκτήριο της Πανεπιστημιακής Κοινότητας (Καποδιστριακό), τη Νέα πτέρυγα της Νομικής Σχολής που λειτουργούν, την Κεντρική Βιβλιοθήκη της Φιλοσοφικής Σχολής, το Διδασκαλείο της Νέας Ελληνικής Γλώσσας, το κτήριο Θεμιστοκλέους και Γαμβέτα που ολοκληρώνονται.
Για τη συνολική του προσφορά στη Γλωσσολογία, τα γράμματα και τον πολιτισμό, ο καθηγητής Γεώργιος Μπαμπινιώτης έχει τιμηθεί από το Πανεπιστήμιο Αθηνών με τον ύψιστο ακαδημαϊκό τίτλο του Επίτιμου Καθηγητή, καθώς και με διεθνείς διακρίσεις, ανακηρυχθείς Τακτικό μέλος της “European Academy of Sciences and Arts” (έδρα: Salzburg), Επίτιμος διδάκτωρ του Πανεπιστημίου “La Trobe” της Μελβούρνης (Αυστραλία), Επίτιμος διδάκτωρ του Πανεπιστημίου του Montreal (Καναδάς), Αξιωματούχος της Τάξεως των Ακαδημαϊκών Φοινίκων του Γαλλικού Κράτους. Έχει επίσης τιμηθεί με το βραβείο Herder, με τον Χρυσό Σταυρό της Ομοσπονδιακής Δημοκρατίας της Ρωσίας, με τον Μεγαλόσταυρο του Τάγματος Orden del Merito Civil του Ισπανικού Κράτους και με το Παράσημο της Εκκλησίας της Ελλάδος Χρυσός Σταυρός Αποστόλου Παύλου.
Κλείνοντας το σύντομο αυτό σημείωμα θα θέλαμε να σταθούμε σε ορισμένα άλλα χαρακτηριστικά της προσωπικότητας του καθηγητή Γεωργίου Μπαμπινιώτη που συμπληρώνουν πληρέστερα την εικόνα του.
Ο Γεώργιος Μπαμπινιώτης δεν είναι μόνον ο προικισμένος καθηγητής, ο επιστήμων, ο ερευνητής και ο δάσκαλος ούτε μόνο ο επιτυχημένος Πρύτανης ούτε όλα αυτά μαζί. Είναι παράλληλα ένας τρυφερός σύζυγος και πατέρας, με αφοσίωση και αγάπη στην εκλεκτή σύζυγό του, τη γλυκιά Ροδάνθη, στα παιδιά του Δημήτρη Μπαμπινιώτη, διδάκτορα της Νομικής Σχολής που σταδιοδρομεί ως δικηγόρος, και Φλωρίτα Μπαμπινιώτη-Κορρέ, καθηγήτρια Φιλόλογο – Γλωσσολόγο, και στην εγγονή του, τη μικρή Αθηνά.
Και είναι ακόμη, και κυρίως αυτό είναι που μετράει, ένας σπάνιος άνθρωπος, που διακρίνεται για τα ψυχικά του χαρίσματα, την καλοσύνη, την εντιμότητα, τη συνέπεια, τη δικαιοσύνη, την πίστη στις ανθρωπιστικές αξίες, την έμφυτη ευγένεια και το πηγαίο χιούμορ.
Του ευχόμαστε από καρδιάς υγεία και δημιουργικότητα για να συνεχίσει για πολλά – πολλά χρόνια την επιστημονική του πορεία με το ίδιο πάθος, την ίδια έμπνευση και την ίδια πάντα επιτυχία.
Δήμητρα Θεοφανοπούλου-Κοντού, Παναγιώτης Κοντός
Γεώργιος Μπαμπινιώτης
Συνέντευξη στο περιοδικό «Κ» τής Καθημερινής και στη δημοσιογράφο 'Aννα Γριμάνη, Δεκέμβριος 2008
►Η ελληνικότητα είναι αίσθημα ή συνείδηση;
Γ. Μ.: Πάνω απ' όλα είναι
βέβαια συνείδηση, χωρίς να λείπει
το συναίσθημα τής βίωσης, η βιωματική προσέγγιση.
Γιατί η ελληνικότητα είναι η γνώση και η βίωση τού ελληνικού πολιτισμού
στη μεγάλη ιστορική του διαδρομή, δηλ. ως ιστορίας και ως παράδοσης,
η γνώση τής γλώσσας που τον εκφράζει διαχρονικά η βίωση τού
χώρου όπου αναπτύχθηκε και γενικά η αίσθηση ιθαγένειας
μέσα στον ευρύτερο χώρο τής Ελλάδας, τής ζωής
των Ελλήνων και τού ελληνικού πνεύματος.
►Τι πιο μικρό ελληνικό αγάπησα;
Γ.Μ.: Τη λέξη.
Γιατί μέσα στη λέξη
κρύβεται, για να θυμηθούμε
τον Καζαντζάκη, μια εκρηκτική δύναμη
και μέσα από την ετυμολογική της εικόνα
μια πολιτιστική μνήμη που δυστυχώς
την βιώνει μόνο όποιος μπορεί
να ιχνηλατήσει τη
διαδρομή της.
►Η υπέροχη εκδοχή τού Έλληνα.
Γ.Μ.: Η υπέροχη εκδοχή
και όποια υπεροχή τού Έλληνα,
αυτή που τον ξεχωρίζει από τους άλλους
είναι η πολιτιστική του κληρονομιά. Αν κάτι
διακρίνει τον Έλληνα και την Ελλάδα είναι η συμβολή
των Ελλήνων στον παγκόσμιο πολιτισμό, κάτι που
πιστώνεται ο φυσικός κληρονόμος τού
Ελληνισμού, ο Έλληνας. Αν τιμά
και αν αξιοποιεί αυτή την
κληρονομιά είναι θέμα
που χρειάζεται
μεγάλη συζήτηση.
►Αυτό που με χαλάει.
Γ.Μ.: Με «χαλάει»
η χαλάρωση που διέπει
ένα μεγάλο μέρος τής νοοτροπίας
και τής συμπεριφοράς μας σχεδόν σε όλους
τους τομείς τής δραστηριότητας τού σύγχρονου
Έλληνα. Έτσι, η ζωή μας είναι στην πράξη
μια συνεχής επίλυση προβλημάτων
με μηδενική σχεδόν προβλεψιμότητα
για το άμεσο και το απώτερο μέλλον.
►Προσόν ή μειονέκτημα να είσαι Έλληνας σήμερα;
Γ.Μ.:Αν συνειδητά βιώνει
κανείς την πολιτιστική κληρονομιά
τού σύγχρονου Έλληνα προφανώς αποτελεί
προσόν. Το θέμα είναι μην μεταβληθούμε,
όπως έλεγε ο αείμνηστος Γεώργιος
Παπανδρέου από φέροντες
σε αχθοφόρους ενός
μεγάλου ονόματος.
►Παράγει πολιτισμό ο Έλληνας τής νέας εποχής ή μένει προσκολλημένος σε μια ρητορική ελληνικότητα;
Γ.Μ.: Η γενίκευση
είναι πάντοτε επικίνδυνη.
Υπήρχαν και υπάρχουν σημαντικοί
Έλληνες σε όλους τους χώρους δραστηριότητας
από την τέχνη μέχρι την επιστήμη που παρήγαν
και παράγουν πολιτισμό, όπως βεβαίως
υπάρχουν και άλλοι που περιορίζονται
στα μεγάλα λόγια, στην εύκολη
κριτική, στη μακαριότητα
τής άγνοιας χωρίς
να προσφέρουν
έργο.
►Με ποια ταυτότητα οι Έλληνες περιέρχονται στον σύγχρονο κόσμο;
Γ.Μ.: Θα μας πήγαινε μακριά
να πούμε, όπως θα ήταν σωστό,
ότι η πραγματική ταυτότητα καθενός μας
είναι η συνείδηση που έχουμε για τον εαυτό μας,
για τη χώρα μας και τον κόσμο. Ο Έλληνας δεν εμφανίστηκε
πριν από 30, 50 ή 100 χρόνια, επομένως, ένα στοιχείο τής
ταυτότητάς του είναι η διαχρονικότητα τού πολιτισμού
του: αρχαίου, μεσαιωνικού και νεότερου, και από
την άλλη δεν έζησε στην Αμερική ή στα νησιά
τού Ειρηνικού ή στην Αφρική. Έζησε και ζει
και συνέβαλε καθοριστικά στη δημιουργία
τής Ευρώπης. Επομένως, έχει συνείδηση
Έλληνα Ευρωπαίου.
►Το ελληνικό μου «γιατί» κι ένα «πρέπει» που πέταξα.
Γ.Μ.: Αναρωτιέμαι
γιατί η Ελλάδα δεν έχει
επίκεντρο τής πολιτικής της
και μόνιμη έμπρακτη μέριμνα
την προβολή και αξιοποίηση τού
μεγαλύτερου κεφαλαίου που διαθέτει,
τού ελληνικού πολιτισμού. Δεν αισθάνθηκα
ποτέ να με δεσμεύουν, ιδίως στον χώρο τής
δημόσιας δραστηριότητας, τής επιστήμης και
τού πολιτισμού τα όρια και οι περιορισμοί
που υπαγορεύουν απαίδευτοι
τεχνοκράτες, πνευματικές
μετριότητες χωρίς όραμα,
ιδιοτελείς σκοπιμότητες.
►Ο Έλληνας ποιητής μου.
Γ.Μ.: Είναι πρακτικά
αδύνατο να ξεχωρίσω
έναν ποιητή.
Κάτι που θα μπορούσε
να εκληφθεί ως μείωση
μεγάλων μεγεθών τής νεότερης
ελληνικής ποίησης, όπως είναι ο Σολωμός,
ο Παλαμάς, ο Καβάφης, ο Σεφέρης κ.ά. Θα σταθώ,
ωστόσο, στον Οδυσσέα Ελύτη γιατί συμβαίνει να έχω
μελετήσει περισσότερο την ποιητική του
γραφή από ενδιαφέρον στην ανάλυση
τής γλώσσας του.
►Η αδιαπραγμάτευτη ελληνική αλήθεια μου.
Γ.Μ:Το δικαίωμα
τής ελεύθερης σκέψης
και τής ελεύθερης έκφρασης αυτής τής σκέψης.
►Η οδός των Ελλήνων στον παγκόσμιο χάρτη - ορίστε την.
Γ.Μ.: Είναι ένας δρόμος
που εκτιμώ ότι στη βαθύτερη
ουσία του ξεκινάει, εστιάζεται
και τελειώνει στον άνθρωπο.
Όλες οι πλευρές του ελληνικού πολιτισμού
διαχρονικά και συγχρονικά με ό,τι ελάττωμα
ή αδυναμία παρουσιάζουν εστιάζονταν
και επικεντρώνονται ακόμη ευτυχώς
στον άνθρωπο. Η αξιοπρέπεια
ιδίως τού ανθρώπου
είναι ο οδοδείκτης
των Ελλήνων.
Η Γραμματική (με τον Χρήστο Κλαίρη και συνεργάτες την Αμαλία Μόζερ, Αικατερίνη Μπακάκου-Ορφανού και Σταύρο Σκοπετέα), με έμφαση στη δομολειτουργική - επικοινωνιακή διάσταση της γλώσσας, αποτελεί μια κατ’ εξοχήν πρωτότυπη πρόταση για σύνταξη γραμματικής. Καρπός δεκαετούς και πλέον γόνιμης συνεργασίας, η γραμματική απηχεί μια «ολιστική» προσέγγιση της γλώσσας και της γραμματικής της, που στηρίζεται στην οργάνωση του γλωσσικού υλικού σε επικοινωνιακή βάση. Πρόκειται για μια νέα σύλληψη, που σηματοδοτεί αφενός μια νέα μεθοδολογία στην ανάλυση της γλώσσας (από τους βασικούς πόλους της δομής της στην εξειδίκευση) και αφετέρου μια διαφορετική διάρθρωση του γραμματικού φαινομένου.
Παράλληλα η συγκεκριμένη γραμματική έχει αποδειχθεί στην πράξη ότι παρουσιάζει μεγάλο βαθμό χρηστικότητας, που απορρέει κατά βάση από τη φιλοσοφία στην οποία στηρίζεται η σύνταξή της – τη «δημιουργική αξιοποίηση» των μηχανισμών της γλώσσας–, αλλά και από τη ρηξικέλευθη πρότασή της για αναδιάρθρωση της γραμματικής ύλης σε επικοινωνιακή βάση.
Η επικοινωνιακή προσέγγιση στη γλώσσα υιοθετείται και εφαρμόζεται επίσης στο πρόγραμμα διδασκαλίας της Ελληνικής ως Ξένης Γλώσσας που εισηγείται μέσα από τα έργα του ο καθηγητής Γεώργιος Μπαμπινιώτης (1994: «Σύγχρονη γλωσσολογία και διδασκαλία της Ελληνικής γλώσσας, 1995: «Ελληνική γλώσσα εγχειρίδιο διδασκαλίας της ελληνικής ως δεύτερης (ξένης) γλώσσας»).
Παράλληλα με τη Γραμματική, έργα κεφαλαιώδους σημασίας για τη σπουδή της Νέας Ελληνικής αποτελούν το «Λεξικό της Νέας Ελληνικής γλώσσας ( 1998, 2002 2008), το «Λεξικό για το σχολείο και το γραφείο» (2005) και το «Ορθογραφικό λεξικό της Νέας Ελληνικής γλώσσας» (2008). Καρπός των λεξικογραφικών ανησυχιών και αναζητήσεων του καθηγητή Μπαμπινιώτη, που πιθανώς έχουν τις ρίζες τους στην συμμετοχή του στη σύνταξη του Αντίστροφου Λεξικού της Νέας Ελληνικής (1967) από τον αείμνηστο Γ. Κουρμούλη, τα εν λόγω λεξικά έτυχαν μιας γενικής αποδοχής από Έλληνες και ξένους αναγνώστες. Το Λεξικό της Νέας Ελληνικής, καταρχήν, βασισμένο σε μια πλούσια τράπεζα επεξεργασμένου λεξικογραφικού υλικού από χιλιάδες λέξεις και φράσεις με τα ερμηνεύματα και τα παραδείγματά τους, καθιερώθηκε ήδη από την εμφάνισή του ως σημείο αναφοράς στην αναζήτηση γλωσσικών πληροφοριών, προσφέροντας στον χρήστη τη σύγχρονη γραπτή και προφορική έκφραση των Ελλήνων στην πραγματική της διάσταση, με την επιστημονική εγκυρότητα και πληρότητα που προσιδιάζει σε ένα λεξικό συντεταγμένο με γλωσσολογικές προδιαγραφές.
Το «Λεξικό για το Σχολείο και το Γραφείο», από την πλευρά του, δεν αποτελεί απλώς ένα ακόμη λεξικό που έρχεται να προστεθεί στα ήδη υπάρχοντα. Καρπός «μόχθου πολλού», επιστημονικής εγκυρότητας και λεξικογραφικής πείρας στον χώρο της γλώσσας εκ μέρους του συντάκτη του, έρχεται να καλύψει ένα ουσιαστικό κενό στον χώρο της Νέας Ελληνικής λεξικογραφίας, συνδυάζοντας την επιστημονική πληρότητα και εγκυρότητα στη σύνταξη των λημμάτων και την οργάνωση της ύλης με τον υψηλό βαθμό χρηστικότητας που προσδιορίζει τους στόχους και, κατά συνέπεια, την όλη δομή του (έκταση, επιλογή, μορφή λημμάτων, είδος των παρεχομένων πληροφοριών, εποπτική διάρθρωση των λημμάτων, πίνακες, επιλεγμένη εικονογράφηση).
Για τη διδακτική προσφορά του καθηγητή Γεωργίου Μπαμπινιώτη και την απήχηση που είχε στους φοιτητές τα λόγια είναι περιττά. Ιδιαίτερα χαρισματικός δάσκαλος, με άψογα δομημένο, πειστικό και ελκυστικό λόγο χωρίς ρητορισμούς, συναρπάζει και πείθει το ακροατήριό του. Δεν είναι τυχαίο γεγονός ότι αμφιθέατρα χωρητικότητας 300 και πλέον ατόμων ήταν πάντα ασφυκτικά γεμάτα όταν δίδασκε ο καθηγητής Γεώργιος Μπαμπινιώτης όχι μόνο από φοιτητές της Φιλοσοφικής Σχολής, αλλά και από ακροατές άλλων Σχολών που συνέρρεαν για να ακούσουν τις παραδόσεις του.
Η ποιότητα και ο τρόπος της διδασκαλίας του σε συνδυασμό με τη διαρκή διάθεση συνεργασίας με τους φοιτητές καθώς και την προθυμία του για συζητήσεις και επίλυση σχετικών προβλημάτων, παρά τον φόρτο εργασίας του, είχαν ως αποτέλεσμα να προσελκύουν τους φοιτητές ώστε όχι μόνο να παρακολουθούν τις παραδόσεις τους αλλά και να επιλέγουν την κατεύθυνση Γλωσσολογίας, εμπλουτίζοντας έτσι τις τάξεις των γλωσσολόγων. Είναι γεγονός ότι οι περισσότεροι από τους γλωσσολόγους που κατέχουν σήμερα διδακτική θέση σε ερευνητικά κέντρα ή ΑΕΙ της Ελλάδας και του εξωτερικού υπήρξαν μαθητές του.
Σχετικά με τον χώρο της διοίκησης, ο καθηγητής Γεώργιος Μπαμπινιώτης έχει περάσει από όλα τα πανεπιστημιακά αξιώματα: Διευθυντής Τομέα επί συνεχή έτη και Σπουδαστηρίου Γλωσσολογίας (1973-1988), Πρόεδρος του Τμήματος Φιλολογίας (1991-2000), Κοσμήτορας της Φιλοσοφικής Σχολής (1978-79, 1981-83) και τέλος Πρύτανης του Πανεπιστημίου Αθηνών (2000-2006). Παράλληλα διετέλεσε Πρόεδρος του Παιδαγωγικού Ινστιτούτου της Ελλάδας, Επόπτης του Διδασκαλείου Γλωσσών της Πανεπιστημιακής Λέσχης του Πανεπιστημίου Αθηνών, Πρόεδρος της Γλωσσικής Εταιρείας Αθηνών, (συνεχίζει) και εκδότης του επιστημονικού της περιοδικού Γλωσσολογία, Αντιπρόεδρος της Εταιρείας Ελλήνων Φιλολόγων, Γενικός Γραμματέας της Ελληνικής Ανθρωπιστικής Εταιρείας, μέλος πολλών επιστημονικών εταιρειών μεταξύ των οποίων «European Academy of Sciences and Arts (Salzburg)», «Societas Linguistica Europaea» και κατά καιρούς μέλος συμβουλίων και επιτροπών μελέτης και έρευνας εκπαιδευτικών ζητημάτων.
Στη θητεία του και στη συνολική του προσφορά σε όλα τα παραπάνω αξιώματα και, κατ’ εξοχήν, στην εξάχρονη Πρυτανεία του διακρίθηκε για την ανιδιοτέλεια, την παροιμιώδη εργατικότητά του, τις δημιουργικές του πρωτοβουλίες, την αποφασιστικότητα, την αποτελεσματικότητα αλλά και για την ευθυκρισία του, τη διορατικότητα και τη σύνεση στη λήψη κρίσιμων αποφάσεων, κυρίως όμως και πάνω απ’ όλα για το υποδειγματικό του ήθος. Οραματιστής συνάμα και ρεαλιστής κατόρθωνε να συνδυάζει το όραμά του για ένα υψηλής ποιότητας δημόσιο Πανεπιστήμιο με καθημερινές πράξεις, μεγάλα έργα και σχεδιασμούς για την πραγμάτωση του στόχου αυτού. Ενδεικτικά αναφέρουμε την κατασκευή των νέων και τη ριζική ανακαίνιση των παλαιών Φοιτητικών Εστιών, το εντευκτήριο της Πανεπιστημιακής Κοινότητας (Καποδιστριακό), τη Νέα πτέρυγα της Νομικής Σχολής που λειτουργούν, την Κεντρική Βιβλιοθήκη της Φιλοσοφικής Σχολής, το Διδασκαλείο της Νέας Ελληνικής Γλώσσας, το κτήριο Θεμιστοκλέους και Γαμβέτα που ολοκληρώνονται.
Για τη συνολική του προσφορά στη Γλωσσολογία, τα γράμματα και τον πολιτισμό, ο καθηγητής Γεώργιος Μπαμπινιώτης έχει τιμηθεί από το Πανεπιστήμιο Αθηνών με τον ύψιστο ακαδημαϊκό τίτλο του Επίτιμου Καθηγητή, καθώς και με διεθνείς διακρίσεις, ανακηρυχθείς Τακτικό μέλος της “European Academy of Sciences and Arts” (έδρα: Salzburg), Επίτιμος διδάκτωρ του Πανεπιστημίου “La Trobe” της Μελβούρνης (Αυστραλία), Επίτιμος διδάκτωρ του Πανεπιστημίου του Montreal (Καναδάς), Αξιωματούχος της Τάξεως των Ακαδημαϊκών Φοινίκων του Γαλλικού Κράτους. Έχει επίσης τιμηθεί με το βραβείο Herder, με τον Χρυσό Σταυρό της Ομοσπονδιακής Δημοκρατίας της Ρωσίας, με τον Μεγαλόσταυρο του Τάγματος Orden del Merito Civil του Ισπανικού Κράτους και με το Παράσημο της Εκκλησίας της Ελλάδος Χρυσός Σταυρός Αποστόλου Παύλου.
Κλείνοντας το σύντομο αυτό σημείωμα θα θέλαμε να σταθούμε σε ορισμένα άλλα χαρακτηριστικά της προσωπικότητας του καθηγητή Γεωργίου Μπαμπινιώτη που συμπληρώνουν πληρέστερα την εικόνα του.
Ο Γεώργιος Μπαμπινιώτης δεν είναι μόνον ο προικισμένος καθηγητής, ο επιστήμων, ο ερευνητής και ο δάσκαλος ούτε μόνο ο επιτυχημένος Πρύτανης ούτε όλα αυτά μαζί. Είναι παράλληλα ένας τρυφερός σύζυγος και πατέρας, με αφοσίωση και αγάπη στην εκλεκτή σύζυγό του, τη γλυκιά Ροδάνθη, στα παιδιά του Δημήτρη Μπαμπινιώτη, διδάκτορα της Νομικής Σχολής που σταδιοδρομεί ως δικηγόρος, και Φλωρίτα Μπαμπινιώτη-Κορρέ, καθηγήτρια Φιλόλογο – Γλωσσολόγο, και στην εγγονή του, τη μικρή Αθηνά.
Και είναι ακόμη, και κυρίως αυτό είναι που μετράει, ένας σπάνιος άνθρωπος, που διακρίνεται για τα ψυχικά του χαρίσματα, την καλοσύνη, την εντιμότητα, τη συνέπεια, τη δικαιοσύνη, την πίστη στις ανθρωπιστικές αξίες, την έμφυτη ευγένεια και το πηγαίο χιούμορ.
Του ευχόμαστε από καρδιάς υγεία και δημιουργικότητα για να συνεχίσει για πολλά – πολλά χρόνια την επιστημονική του πορεία με το ίδιο πάθος, την ίδια έμπνευση και την ίδια πάντα επιτυχία.
Tην εχθρότητα απέναντι στο Bυζάντιο και στη γλώσσα του Eυαγγελίου στηλίτευσε ο καθηγητής Γλωσσολογίας και τέως πρύτανης του Eθνικού Kαποδιστριακού Πανεπιστημίου Γεώργιος Mπαμπινιώτης, μιλώντας στον Pαδιοφωνικό Σταθμό της Eκκλησίας της Eλλάδος και στην εκπομπή Paδιοπορτραίτα, την Πέμπτη 25/1/2007.
O καθηγητής, μιλώντας στον Kωνσταντίνο Mπλάθρα, αναφέρθηκε στην συνέχεια του ελληνισμού και την συνταύτισή του με την Oρθοδοξία, ενώ σχολίασε την εξαίρεση Πατερικών και Ευαγγελικών περικοπών από τα βιβλία των αρχαίων ελληνικών:
Γεώργιος Mπαμπινιώτης: Σ' αυτόν τον τόπο, πρέπει να σας το πω και το ’χω ξαναπεί, υπάρχει ένα μίσος και μία ανεξήγητη εχθρότητα απέναντι σ' ένα μεγάλο κομμάτι της πνευματικής και γλωσσικής μας ιστορίας, από την περίοδο την μετακλασική μέχρι τον νέο Ελληνισμό. Δηλ. δεν αγαπάμε το Bυζάντιο, δεν αγαπάμε την περίοδο της Kοινής και του Eυαγγελίου, σαν αυτά να είναι ξένα. Aλλά εδώ διαπράττουμε το εξής ολέθριο έγκλημα: εάν ο Ελληνισμός είναι μόνο η αρχαιότητα και ο νέος Ελληνισμός, τότε έχουμε όχι συνέχεια αλλά έχουμε ένα τεράστιο χάσμα 12-13 αιώνων στην Iστορία μας, που θα ήταν το χειρότερο που θα μπορούσε να μας έχει συμβεί. Eυτυχώς ιστορικά δεν μας συνέβη ποτέ. Yπάρχει μία συνέχεια. Oι Έλληνες μιλούσαν πάντοτε αυτή τη γλώσσα, έγραφαν μ' αυτή τη γλώσσα κι εμείς ερχόμαστε εκ των υστέρων και αυθαίρετα λέμε «έξω η γλώσσα του Eυαγγελίου, έξω η γλώσσα των Πατέρων, έξω τα κείμενα του Bυζαντίου»
Kων/νος Mπλάθρας: Yπάρχουν, ωστόσο, κ. Mπαμπινιώτη, κάποιοι οι οποίοι υποστηρίζουν ότι η συνέχεια του Ελληνισμού, εδεχομένως, κατ’ επέκτασιν και η συνέχεια της γλώσσας του, είναι κατασκεύασμα εθνικής ιδεολογίας και δεν έχει ιστορική τεκμηρίωση. Eσείς τί λέτε;
Γεώργιος Mπαμπινιώτης: Tέτοια ακούγονται πολλά, ότι όλα αυτά είναι ιδεολογήματα. H απάντησή μου είναι αυτή που έλεγε κι ο αείμνηστος δάσκαλός μου, ο Iωάννης Θεοδωρακόπουλος: ιδεολόγημα και ιδεολογία είναι το ίδιο το ιδεολόγημα που προβάλλεται όταν λέγονται τέτοια πράγματα. Iδεολόγημα είναι ακριβώς να λες ότι είναι ιδεολόγημα, ότι δεν υπάρχει συνέχεια, ότι η συνέχεια είναι πλάσμα, ότι είναι κατασκευή, ότι είναι μία εθνική σύλληψη χωρίς βάση. H Iστορία η ίδια μιλάει γι’ αυτά τα πράγματα.
Εάν θέλουμε να πούμε ότι υπάρχουν διαφορές στις διάφορες περιόδους, μα αυτό είναι αυτονόητο κι αυταπόδεικτο. Mόνο ένας λαός πεθαμένος βρίσκεται χωρίς αλλαγές, κοκαλωμένος. Ένας ζωντανός λαός πάντοτε μετακινείται, κινείται, έχει άλλες θέσεις, άλλες αντιλήψεις, άλλη ζωή, άλλες αξίες, άλλες αναφορές. Aυτό συνέβη και με τον Ελληνισμό. Bεβαίως, το Bυζάντιο ήταν κάτι άλλο από την μετακλασική περίοδο και η μετακλασική από την κλασική και ο νεώτερος Ελληνισμός από την προηγούμενη περίοδο, την μεταβυζαντινή κ.λπ. Aυτό είναι σωστό. Tο θέμα είναι ότι, εγώ αυτό διδάσκω, αυτό γράφω και αυτό πιστεύω, ότι σ’ αυτό τον τόπο συνέβη ώστε στον ίδιο γεωγραφικό χώρο, το ίδιο έθνος, ο ίδιος λαός μίλησε, στο μεγαλύτερό του κομμάτι, την ίδια γλώσσα επί αιώνες, επί 40 αιώνες, 2000 π.X. μέχρι σήμερα. Aυτό είναι μία ιστορική πραγματικότητα.(…)
Aυτά μάς φέρνουν και σε άλλες διατυπώσεις και προλήψεις και προκαταλήψεις, όταν μιλάμε, επί παραδείγματι, για τη σχέση του ελληνισμού με την Oρθοδοξία. Yπάρχουν αυτοί οι οποίοι αρνούνται αυτή τη σχέση και λένε ότι είναι ιδεολόγημα.
Kων/νος Mπλάθρας: Ήταν η Oρθοδοξία ολέτειρα του ελληνισμού, όπως λένε; κατάστρεψε τον ελληνισμό;
Γεώργιος Mπαμπινιώτης: Yπάρχουν μερικοί οι οποίοι το ισχυρίζονται αυτό. Θεωρώ ότι είναι τελείως ανιστορική προσέγγιση εκτός πραγματικότητας, όχι του ελληνισμού, εκτός πραγματικότητας ιστορικής. Aπό τον 4ο αιώνα, με τους Πατέρες της Eκκλησίας και, βεβαίως, με την αναγνώριση του Χριστιανισμού ως επίσημης θρησκείας του ανατολικού Pωμαϊκού κράτους, δηλαδή του Bυζαντίου, αλλάζει όλη η σχέση του Ελληνισμού με τον Χριστιανισμό και ιδιαίτερα με την Oρθοδοξία. Oι Πατέρες Bασίλειος και Γρηγόριος που έχουν σπουδάσει στην Aθήνα, αλλά και οι πριν, Συνέσιος κ.ά., έχοντας ζήσει αυτό το μεγαλείο και την πνευματική πρόκληση των κειμένων, της φιλοσοφίας, κυρίως, αλλά όχι μόνον, γιατί και Όμηρο είχαν διαβάσει και ιστορία είχαν διαβάσει, έχοντας ζήσει αυτό το μεγαλείο υποστήριζαν ότι μόνο καλό έχεις εάν ασχοληθείς με τα ελληνικά γράμματα. Ότι γίνεσαι καλύτερος χριστιανός στο μυαλό, επιχειρηματολογείς πιο σωστά, καλλιεργείς τη σκέψη σου καλύτερα, όταν περάσεις μέσα από την ελληνική παιδεία. Όχι για να πιστέψεις στον Δία, όχι για να πιστέψεις στο Δωδεκάθεο αλλά για να δεις τις απόψεις του Πλάτωνος, π.χ., στον Φαίδωνα, περί ψυχής. Ή να δεις τον τρόπο σκέψεως και διατυπώσεως. Eκεί, λοιπόν, έχουν γραφεί πάρα πολλά γι’ αυτά, φαίνεται ότι γίνεται το γεφύρωμα του ελληνισμού με τον χριστιανισμό και αυτό συνεχίζεται μέχρι σήμερα. Εγώ λέω, πώς έγινε ο ξεσηκωμός στην Eλληνική Eπανάσταση; δεν γίνεται το κίνημα του νεοελληνικού διαφωτισμού, το οποίον είναι και παρεξηγημένο, που ξεκινάει με τον Kοραή. O Kοραής, όμως, δεν φέρνει έναν διαφωτισμό που είναι εναντίον της θρησκείας, φέρνει έναν διαφωτισμό που είναι «ξυπνήστε, Έλληνες, έχετε μία παράδοση, εγώ κάθομαι και σας εκδίδω τα κείμενα τα αρχαία, διδάξτε τα, μέσα από την νεοελληνική γλώσσα», γιατί υπεστήριζε την κοινή γλώσσα, να ξυπνήσει ο Έλληνας, να ξαναπάρει τα πάνω του, ν’ αποκτήσει γνώση του τί ήταν στο παρελθόν και πού πρέπει να πορευθεί και να πάρει τα όπλα και να αποτινάξει τον ζυγό. Aπό κοντά ήταν η Eκκλησία. O Άνθιμος Γαζής, ο Στέφανος Kομιτάς, ο Nεόφυτος Bάμβας, ο Nεόφυτος Δούκας, όλοι οι μεγάλοι αυτοί εκκλησιαστικοί άνδρες ήτανε μπροστάρηδες στο θέμα του διαφωτισμού. Kι αυτοί τι έλεγαν; χρησιμοποιούσαν τα αρχαία κείμενα, εξέδιδαν αρχαία κείμενα, αρχαίους συγγραφείς και τα δίδασκαν. Όχι προφανώς για να μάθουν τα παιδιά και οι άνθρωποι μόνο την αρχαία γλώσσα, αλλά για να μάθουν τον αρχαίο πολιτισμό, τις ρίζες τους και να αποκτήσουν θάρρος, συνείδηση και να παλαίψουν για την ελευθερία τους.
Nα, λοιπόν, που η Eκκλησία ξαναμπαίνει σε έναν αγώνα πνευματικό, που συνδέει την παράδοση την αρχαία με αυτό που ζητάμε, την ελευθερία και τη συνέχεια του ελληνισμού. Πώς μπορείς, λοιπόν, να χωρίσεις την Eκκλησία και την Oρθοδοξία από τον Eλληνισμό; δεν είναι αυτός (ο εκκλησιαστικός) μαχητής, δεν πιστεύει στον ελληνισμό όταν κάνει αυτό που κάνει και δεν εκδίδει κείμενα ο εκκλησιαστικός άνδρας που είναι άλλοτε επίσκοπος, άλλοτε ιερέας, άλλοτε μοναχός; Kι όταν πάμε στο εξωτερικό σήμερα ποιός διδάσκει την ελληνική γλώσσα, η Eκκλησία δεν την διδάσκει; Λοιπόν, αυτές οι ιδεολογίες και τα ιδεολογήματα που θέλουν άλλο θρησκεία άλλο ελληνισμός, χωρίζουν τον ελληνισμό και την ελληνική ιστορία και το ελληνικό έθνος σε κομματάκια που θέλουν να είναι ασύνδετα, γιατί βολεύει ορισμένες ιδεολογίες και απορρίπτουν συλλήβδην ό,τι έχει σχέση με Eκκλησία, με Oρθοδοξία.
Η δική μου θέση, και δεν θα ’χε κανένα νόημα εάν ήταν μόνο δική μου, είναι νομίζω μία ευρύτερα αποδεκτή θέση, είναι ότι Oρθοδοξία και Eλληνισμός δεν χωρίζονται και δεν χωρίζονται με την έννοια ότι έχουν ιστορικά συμπορευθεί, όχι ότι συμπίπτει ακριβώς ό,τι διδάσκει η Oρθοδοξία και το Eυαγγέλιο με ό,τι δίδασκαν οι αρχαίοι συγγραφείς, αλλά ακριβώς, ξαναλέω, ότι ένα έθνος εξελίσσεται. Tο θέμα είναι να μην υπάρχει σύγκρουση. Σύγκρουση δεν υπάρχει, ξεπεράστηκε ήδη από τους Πατέρες της Eκκλησίας, γι’ αυτά έχουν γραφεί πάρα πολλά πράγματα και δεν χρειάζεται να το σχολιάσουμε περισσότερο.
Kων/νος Mπλάθρας: Άρα ισχύει αυτό που λέει ένας σύγχρονος μεγάλος θεολόγος ότι ο εκχριστιανισμένος ελληνισμός είναι ο μόνος ελληνισμός που γνωρίζουμε, που έχει επιβιώσει σήμερα;
Γεώργιος Mπαμπινιώτης: Eίναι πολύ σωστό αυτό, ο εκχριστιανισμένος ελληνισμός είναι αυτός που γνωρίζουμε. Έχει υπάρξει και μία συζήτηση, είχαμε κάνει στο Πανεπιστήμιο μία συζήτηση με τον Aρχιεπίσκοπο, με πρωτοβουλία του Aρχιεπισκόπου, στη σειρά του «Λαϊκού Πανεπιστημίου», όπου είχαν μιλήσει και λαϊκοί και κληρικοί και είχαμε ακριβώς δει αυτές τις πλευρές. Δηλαδή, πρόκειται για έναν εκχριστιανισμένο ελληνισμό ή για έναν εξελληνισμένο χριστιανισμό; Aυτά είναι διαφορετικές όψεις του ιδίου νομίσματος.
Στην πραγματικότητα έχουμε έναν συνδυασμό αυτών των δύο πολιτιστικών μεγεθών –γιατί περί πολιτιστικών μεγεθών πρόκειται– που είναι η Oρθοδοξία, όπως αναπτύχθηκε στον δικό μας χώρο και ο Eλληνισμός, πού είναι το άλλο μεγάλο μέγεθος. Aυτά συμπορεύθηκαν, αναμίχθηκαν. Αν βρίσκεσαι στο εξωτερικό τι είσαι; Eίσαι πρώτα Oρθόδοξος και μετά Έλληνας. Δηλαδή, η έννοια της θρησκείας δεν χωρίζεται σ’ αυτά. Aλλά και μέσα στην Eλλάδα, όπου υπάρχει αυτή η πολύ μεγάλη θρησκευτική ομοιογένεια, όπου το 95% είμαστε Oρθόδοξοι, πάλι έτσι αισθάνεσαι. Δεν ξεχωρίζεις μέσα σου την Oρθοδοξία από τον Eλληνισμό.
Με το άρθρο του αυτό στο Βήμα, ο κος
Μπαμπινιώτης, εξέθεσε την αμάθεια και το φανατισμό τών Νεοπαγανιστών. Σκεφθήκαμε
λοιπόν να μοιρασθούμε μαζί σας τις διαπιστώσεις του.
Ποιος θα το φανταζόταν ότι μετά 20
ολόκληρους αιώνες ζωής τού Χριστιανισμού, μετά την εξάπλωση τής
διδασκαλίας τού Ευαγγελίου στο μεγαλύτερο τμήμα τής Οικουμένης, μετά την
ιστορική συμπόρευση Ελληνισμού και Χριστιανισμού, θα εμφανίζονταν στη
σύγχρονη Ελλάδα μερικοί συμπατριώτες μας που εν ονόματι τού Ελληνισμού,
τής ελληνικότητας και τής Ελλάδας θα στρέφονταν συλλήβδην εναντίον τής
χριστιανικής θρησκείας, καλώντας σε επιστροφή στη λατρεία των ειδώλων,
στην ειδωλολατρία, στον παγανισμό και στον πολυθεϊσμό!
Με κάποιες πρόσφατες νεοπαγανιστικές
απόψεις που έχουν διατυπωθεί τα τελευταία χρόνια, δεν ξέρει κανείς αν
πρέπει να χαμογελάσει πικρά για όσα λένε αυτοί οι νοσταλγοί ενός «θρησκευτικού
αττικισμού» ή αν πρέπει να προβληματιστεί σοβαρά για τα ακραία
αναχρονιστικά φαινόμενα ορισμένων φιλόδοξων αμαθών ή ημιμαθών, οι οποίοι
μέσα σε ένα κλίμα σύγχυσης φρενών που παρατηρείται σε ορισμένες
εκφάνσεις τής σύγχρονης ζωής εκλαμβάνουν τη χριστιανική πίστη ως εχθρό
των διδαγμάτων, των αρχών και των αξιών τού Ελληνισμού. Υπάρχουν δηλ.
σήμερα, στις αρχές τού 21ου αιώνα,συμπατριώτες
μας, ελάχιστοι ευτυχώς, μερικοί από τους οποίους αποτελούν γραφικές
μάλλον φιγούρες, που υποστηρίζουν ότι εχθρός τού Ελληνισμού υπήρξε και
είναι ακόμη και σήμερα ο Χριστιανισμός και ότι όποιος πιστεύει στις
αξίες και τα ιδανικά τού Ελληνισμού είναι αυτομάτως αντίθετος προς τον
Χριστιανισμό, που ως θρησκεία υπέσκαψε και έβλαψε τον Ελληνισμό!
Το αποκορύφωμα αυτής τής φαεινής «σύλληψης»
είναι ότι η αποδοχή τού Ελληνισμού συνδέεται αυτομάτως με την απόρριψη
τής χριστιανικής θρησκείας και ότι περαιτέρω προϋποθέτει επιστροφή στην
αρχαία ελληνική θρησκεία, δηλ. επιστροφή σε μια πολυθεϊστική
ανθρωπομορφική αντίληψη τού θείου, σε ό,τι είναι γνωστό ως «Δωδεκάθεο».
Πρόκειται για μια αντίληψη που πολιτισμικά για την πορεία τού Ελληνισμού
συμπίπτει, στην πράξη, με το ναυτικό παράγγελμα «πίσω ολοταχώς»! Αυτός ο
φολκλορικός «ελληνισμός της χλαμύδας», όταν περνάει σε τελετές αναβίωσης
τής αρχαίας λατρείας των Ολυμπίων θεών με ανάλογη ενδυμασία, ύμνους και
σύμβολα (δάδες, θυσίες ζώων κ.τ.ό.), ταυτίζει ανεπίτρεπτα και ανιστόρητα
τον Ελληνισμό με φαιδρές καταστάσεις. Μπορεί μάλιστα να πάρει και τη
μορφή κωμικοτραγικής πρόκλησης, όταν «ζητείται πίσω» ο Παρθενώνας, για
να αποτελέσει τον επίσημο ναό τής νεοπαγανιστικής λατρείας!
Όσο αυτή η νεοπαγανιστική αντίληψη είναι απλώς
μια ευφάνταστη σύλληψη μερικών αρνητών τής χριστιανικής διδασκαλίας, που
τους κάνει αναχρονιστικούς νοσταλγούς τού αρχαίου κόσμου, ενός κόσμου
που έχει παρέλθει ανεπιστρεπτί, το θέμα δεν έχει ιδιαίτερη σημασία.
Όταν όμως ταυτίζεται στο μυαλό κάποιων με την
απόδοση τιμής προς τον Ελληνισμό και με την ανιστόρητη παραδοχή ότι
Ελληνισμός και Χριστιανισμός υπήρξαν δύο αγεφύρωτα εχθρικοί κόσμοι, τότε
πρόκειται για έμμονη ιδέα που καταλήγει σε
επικίνδυνη έως ύποπτη πολιτισμική παραχάραξη μιας ιστορικής
πραγματικότητας.
H πραγματικότητα είναι ότι ο
Ελληνισμός και ο Χριστιανισμός, δύο μεγάλα πολιτισμικά μεγέθη, που
ξεκίνησαν πράγματι με σύγκρουση κατόρθωσαν να περάσουν ήδη από τους
πρώτους μεταχριστιανικούς χρόνους σε μια θαυμαστή, ιστορικά τεκμηριωμένη,
συμπόρευση, η οποία στηρίχθηκε σε αναγνώριση τού συμπληρωματικού
χαρακτήρα των δύο πολιτισμικών μεγεθών από τους ίδιους ανθρώπους, τους
Έλληνες χριστιανούς. Αυτό επιτεύχθηκε με
πρωτοβουλία μεγάλων Πατέρων τής Εκκλησίας, όπως ο Μέγας Βασίλειος και ο
Γρηγόριος ο Θεολόγος, οι οποίοι είχαν σπουδάσει στη Φιλοσοφική Σχολή των
Αθηνών και γνώριζαν εις βάθος τη σημασία των ελληνικών γραμμάτων, τής
ελληνικής γλώσσας και τής ελληνικής σκέψης και οι οποίοι πίστευαν και
δίδασκαν ότι ο Χριστιανός έχει πολλά να κερδίσει από τη μελέτη των
ελληνικών κειμένων.
H διδασκαλία περί αθανασίας τής
ψυχής, καθώς και οι ηθικές αξίες που αναδύονταν μέσα από τα κείμενα των
μεγάλων τραγωδών, ακόμη και μέσα από την ποίηση (μην ξεχνάμε πως ο
Γρηγόριος ο Θεολόγος ήταν και μεγάλος ποιητής) δεν διέφευγαν την προσοχή
των Πατέρων που είναι γνωστό ότι γνώριζαν βαθιά την ελληνική φιλοσοφία,
τη ρητορική και την ελληνική σκέψη και παιδεία γενικότερα. Τιμούν και
διδάσκονται οι Πατέρες από τον ορθό λόγο των αρχαίων Ελλήνων, ενώ
προσπερνούν τη μυθολογία τους όσο αντανακλά τις ανθρώπινες αδυναμίες τού
Δία ή τής Ηρας ή διαφόρων μυθολογικών ηρώων.
Έτσι ένιωθαν, για να συνεχίσουμε την ιστορική
περιπλάνηση, και ο Φώτιος και ο Αρέθας και ο Ευστάθιος, αυτές οι μεγάλες
μορφές τής Εκκλησίας και των γραμμάτων τού Βυζαντίου, όταν μελετούσαν,
παρέπεμπαν ή μιλούσαν για τους αρχαίους. Και εκκλησιαστικοί άνδρες τού
διαμετρήματος ενός Ευγένιου Βούλγαρη, ενός Νεόφυτου Δούκα, ενός Ανθιμου
Γαζή ή ενός Κωνσταντίνου Οικονόμου ή ενός Νεόφυτου Βάμβα έτσι ένιωθαν
όταν χρησιμοποιούσαν τα ελληνικά γράμματα και τα ελληνικά κείμενα για να
συμβάλουν στον φωτισμό τού σκλαβωμένου Γένους.
Γι' αυτό είναι ιδιαίτερα λυπηρό και άδικο να προσπαθούν μερικοί,
ελάχιστοι το ξαναλέω,
νεοπαγανιστές να βάλουν εναντίον τού Χριστιανισμού εν ονόματι δήθεν τού
Ελληνισμού! Να αγνοούν μια ιστορική πραγματικότητα που πέρασε μέσα από
την Παιδεία και την Εκπαίδευση των Ελλήνων, αυτή τής «αλληλοπεριχώρησης»
Ελληνισμού και Χριστιανισμού, και να προβάλλουν ψευδοδιλήμματα που
ξεπέρασε ο Ελληνισμός στον ιστορικό του βίο με ελάχιστες αποκλίσεις
μερικών φανατικών ένθεν κακείθεν που όμως δεν επηρέασαν τη συμπόρευση.
Ας απομονωθούν αυτές οι φωνές και ας μην
προβάλλονται από ανυποψίαστους υπεύθυνους τηλεοπτικών σταθμών, που στον
βωμό τής θεαματικότητας αναζητούν πάσης μορφής «θέαμα».
Για τους γνωρίζοντες, όσοι αγαπάμε και έχουμε αγωνισθεί για τα ελληνικά
γράμματα, τη διατήρηση και τη διάσωσή τους, υπάρχουν τόσα πεδία αγώνα
για την ανάδειξη και αξιοποίηση των αρχών τού Ελληνικού πολιτισμού,
ιδίως στον χώρο τής Ευρώπης που πρέπει να συνειδητοποιήσει τις
πνευματικές ρίζες της, ώστε να μην περισσεύουν χρόνος και δυνάμεις για
ψευδοκηρύγματα και ψευδοδιλήμματα τα οποία, αν βρουν σοβαρούς
υποστηρικτές, ευτελίζουν τελικά τον ίδιο τον Ελληνισμό.
Ο κ. Γεώργιος Μπαμπινιώτης είναι καθηγητής
Γλωσσολογίας, πρύτανης του Πανεπιστημίου Αθηνών.
Οι Νεοπαγανιστές έχουν κάθε δικαίωμα να
πιστεύουν ό,τι θέλουν. Δικαιούμεθα μόνο να ζητούμε να μη ταυτίζουν τον Ελληνισμό
με την απόρριψη τής ορθόδοξης χριστιανικής πίστης, παραπλανώντας μερικούς
ανυποψίαστους συμπατριώτες μας ότι δήθεν Ελληνας σημαίνει μη Χριστιανός και ότι
ο Χριστιανισμός κατέστρεψε τον Ελληνισμό!
Γ. ΜΠΑΜΠΙΝΙΩΤΗΣ
Στο άρθρο μου (στο BHMA τής 3ης Αυγούστου) με τίτλο «Νεοπαγανισμός:
πίσω ολοταχώς!» επισήμανα ότι «Υπάρχουν σήμερα,στις αρχές τού
21ου αιώνα,συμπατριώτες μας,ελάχιστοι ευτυχώς [...] που
υποστηρίζουν ότι εχθρός τού Ελληνισμού υπήρξε και είναι ακόμη και σήμερα
ο Χριστιανισμός και ότι όποιος πιστεύει στις αξίες και τα ιδανικά τού
Ελληνισμού είναι αυτομάτως αντίθετος προς τον Χριστιανισμό,που
ως θρησκεία υπέσκαψε τον Ελληνισμό!Το αποκορύφωμα αυτής τής
φαεινής "σύλληψης" είναι ότι η αποδοχή τού Ελληνισμού συνδέεται
αυτομάτως με την απόρριψη τής χριστιανικής θρησκείας και ότι περαιτέρωπροϋποθέτει επιστροφή στην αρχαία ελληνική θρησκεία,δηλ.επιστροφή σε μια πολυθεϊστική ανθρωπομορφική αντίληψη τού θείου,σε ό,τι είναι γνωστό ως "Δωδεκάθεο"». Εγραψα ότι «Πρόκειται
για μια αντίληψη που πολιτισμικά για την πορεία τού Ελληνισμού συμπίπτει,στην πράξη,με το ναυτικό παράγγελμα "πίσω ολοταχώς!"» και
ότι «Αυτός ο φολκλορικός "ελληνισμός τής χλαμύδας",όταν
περνάει σε τελετές αναβίωσης τής αρχαίας λατρείας των Ολυμπίων θεών με
ανάλογη ενδυμασία,ύμνους και σύμβολα(δάδες,
θυσίες ζώων κ.τ.ό.) ταυτίζει ανεπίτρεπτα και ανιστόρητα τον Ελληνισμό με
φαιδρές καταστάσεις». H θέση που υποστήριξα τελικά είναι ότι «ο
Ελληνισμός και ο Χριστιανισμός,δύο μεγάλα πολιτισμικά μεγέθη,που ξεκίνησαν πράγματι με σύγκρουση κατόρθωσαν ναπεράσουνήδη από τους πρώτους μεταχριστιανικούς χρόνους σε μια θαυμαστή,ιστορικάτεκμηριωμένη,συμπόρευση,η οποία
στηρίχθηκε σε αναγνώριση τούσυμπληρωματικούχαρακτήρα των
δύο πολιτισμικών μεγεθών από τους ίδιους ανθρώπους,τους ΕλληνεςΧριστιανούς». Και αναφέρθηκα στη στάση απέναντι στα ελληνικά
γράμματα εκκλησιαστικών προσωπικοτήτων όπως οι Πατέρες M.
Βασίλειος και Γρηγόριος οΘεολόγος ή όπως ο Φώτιος,
ο Αρέθας και ο Ευστάθιος στο Βυζάντιο ή όπως οι διδάσκαλοι
τού Γένους Ευγένιος Βούλγαρις, Νεόφυτος Δούκας, Ανθιμος
Γαζής, Κωνσταντίνος Οικονόμος, Νεόφυτος Βάμβας,
μεγάλες μορφές τού Νεοελληνικού Διαφωτισμού. Και κατέληξα στο άρθρο μου
ότι «Για τους γνωρίζοντες,όσοι αγαπάμε και έχουμε αγωνισθεί
για τα ελληνικά γράμματα,τη διατήρηση και τη διάσωσή τους,υπάρχουν τόσα πεδία αγώνα για την ανάδειξη και αξιοποίηση των αρχών
τούελληνικού πολιτισμού,ιδίως στον χώρο τής Ευρώπης,η οποία πρέπει να συνειδητοποιήσει τις πνευματικές ρίζες της,
ώστε να μη περισσεύουν χρόνος και δυνάμεις για ψευδοκηρύγματα και
ψευτοδιλήμματα τα οποία,αν βρουν σοβαρούς υποστηρικτές,
ευτελίζουν τελικά τον ίδιο τον Ελληνισμό».
Το άρθρο μου αυτό έδωσε αφορμή (το περίμενα άλλωστε) σε άμεσους ή
έμμεσους υποστηρικτές τού Νεοπαγανισμού, οι περισσότεροι αποφεύγουν ή
ντρέπονται (;) να το παραδεχθούν, να πουν κυρίως τα εξής: α) να
εκφράσουν συγκρατημένα ή ασυγκράτητα το μίσος τους εναντίον τής
Χριστιανικής πίστης, β) να υπεραμυνθούν τής αξίας και τής προσφοράς τού
ελληνικού πολιτισμού, γ) να αναφερθούν σε πράξεις εχθρικές μεμονωμένων
Χριστιανών ή και ομάδων Χριστιανών (φανατικών μοναχών) εναντίον των
υποστηρικτών τής θρησκείας τού Δωδεκαθέου, δ) να συνδέσουν -είναι
χαρακτηριστικό αυτό- τη χριστιανική πίστη με τον Εβραϊσμό (διάβαζε
σιωνισμό) μιλώντας για εβραιοχριστιανική θρησκεία, και ε) να μιλήσουν
για καταπάτηση τής ελευθερίας τής θρησκευτικής συνειδήσεως (τού
δικαιώματός τους να πιστεύουν στο Δωδεκάθεο).
Μια σύντομη τοποθέτηση πρώτα-πρώτα απέναντι σ' αυτές τις απόψεις. Θα
ήμουν ο τελευταίος -εκ νοοτροπίας και πικρών εμπειριών- που θα
αμφισβητούσα το δικαίωμα κάθε Ελληνα πολίτη να πιστεύει ελεύθερα σε ό,τι
τού υπαγορεύει η συνείδησή του, έστω κι αν αυτό είναι ο Δίας και η Ηρα ή
ο Παν, έστω κι αν αυτό συγκρούεται με τη γενικότερη πεποίθηση τού
ελληνικού λαού που -όπως είναι γνωστό και μοναδικό στην Ευρώπη- είναι σε
συντριπτικό ποσοστό ομόδοξοι, Χριστιανοί Ορθόδοξοι. Είναι επίσης γνωστό
-το γράφω και ο ίδιος στο προηγούμενο άρθρο μου- ότι αρχικά υπήρξε
σφοδρή σύγκρουση μεταξύ Χριστιανισμού και Ελληνισμού στο πεδίο τής
θρησκευτικής πίστης και ορισμένων μορφών συμπεριφοράς και επιλογών ζωής,
σύγκρουσης που οδήγησε σε έκτροπα, σε διώξεις, επιθέσεις και ακρότητες
μερικών φανατικών, είτε από την πλευρά των οπαδών τής αρχαίας ελληνικής
θρησκείας είτε από τη μεριά των Χριστιανών. Αυτά είναι γνωστά και ούτε ο
γράφων ούτε άλλος κανείς μπορεί να τα αμφισβητήσει. Το θέμα είναι ότι
αυτή η σύγκρουση ξεπεράστηκε και ότι Ελληνισμός και Χριστιανισμός
συμπορεύτηκαν ιστορικά παίρνοντας και δίνοντας ο ένας στον άλλον. Με μια
χριστοκεντρική θεώρηση των ελληνικών γραμμάτων (τής «θύραθεν» ή «έξωθεν»
παιδείας) ο M. Βασίλειος διακηρύττει «ουκ άχαρι γε μην ουδέ την
θύραθεν σοφίαν περιβεβλήσθαι» και προτρέπει τους νέους (στην ομιλία
του «Προς τους Νέους, όπως αν εξ ελληνικών ωφελοίντο λόγων») «και
ποιηταίς και λογοποιοίς και ρήτορσι και πάσιν ανθρώποις ομιλητέον,όθεν αν μέλλη προς την τής ψυχής επιμέλειαν ωφέλειά τις έσεσθαι».
Ο δε Γρηγόριος ο Θεολόγος δηλώνει ρητά ότι ο Χριστιανισμός χρειάζεται
και την ελληνική (κοσμική) μόρφωση και ψέγει όσους Χριστιανούς την
περιφρονούν: «αλλάκαι την έξωθεν,ην οι πολλοί
χριστιανών διαπτύουσιν, ως επίβουλον και σφαλεράν καιθεού
πόρρω βάλλουσαν,κακώς ειδότες [...] και τούτων,
το μεν εξεταστικόν τε καιθεωρητικόν(το
φιλέρευνο και το θεωρητικό πνεύμα) εδεξάμεθα [...]Ούκουνατιμαστέον την παίδευσιν (ενν. την ελληνική), ότι
τούτο δοκεί τισιν (γιατί έτσι νομίζουν μερικοί)». Και μια
διαφορά που αξίζει να επισημανθεί: ούτε Σταυροφορίες ούτε Ιερά Εξέταση
ούτε μορφές απόλυτης εξουσίας αναπτύχθηκαν στην ελληνική Ορθόδοξη
Εκκλησία, η οποία έμεινε προσηλωμένη στις αρχές και τις θέσεις
διδασκαλίας των Πατέρων και στην παράδοση που θεμελιώθηκε από αυτούς σε
αντίθεση με ό,τι συνέβη στη Χριστιανική Δύση - χωρίς, βεβαίως, να
λείψουν και ορισμένες, ατομικές κυρίως περιπτώσεις, απόκλισης από την
ορθόδοξη μορφή χριστιανικής συμπεριφοράς. Ως προς τον μειωτικό
χαρακτηρισμό «εβραιοχριστιανική θρησκεία», είναι μεν ορθό ότι η Καινή
Διαθήκη έχει συχνή αναφορά στην Παλαιά Διαθήκη και στον κόσμο τής Π.
Διαθήκης, που έχει ως επίκεντρο τον λαό τού Ισραήλ (τους Εβραίους), αλλά
η K. Διαθήκη και όλη η χριστιανική διδασκαλία υπερβαίνει εξ ορισμού τον
παλαιό κόσμο και τον παλαιό άνθρωπο, για να δημιουργήσει τον νέο άνθρωπο
με αναφορά όχι πλέον στους Εβραίους αλλά σε ολόκληρη την ανθρωπότητα.
Επομένως ο σκόπιμος -με ρατσιστικές προεκτάσεις και απηχήσεις-
χαρακτηρισμός τού Χριστιανισμού ως «εβραϊκού» και αστήρικτος είναι και
αφήνει να διαφανεί ένας αντισημιτισμός, χαρακτηριστικός για τέτοιες
στρεβλωτικές συλλήψεις τού Ελληνισμού που συχνά ταυτίζεται σε μερικούς
με την ιδεοληψία περί Αρείας φυλής, φυλετικής υπεροχής κ.τ.ό. Και άλλη
μία παρανόηση. Σχεδόν κατά κανόνα η χρήση τού όρου Ελληνας,
ελληνικός κ.λπ. στους μεταχριστιανικούς αιώνες και μέχρι αργά στο
Βυζάντιο -με γνωστές εξαιρέσεις- χρησιμοποιείται για να χαρακτηρίσει
τους ειδωλολάτρες, τους εθνικούς, τους μη Χριστιανούς και όχι ειδικά
τους Ελληνες. Επομένως οι αναφορές σε Ελληνες από τους Πατέρες και
άλλους, πρέπει να εξετάζονται με ιδιαίτερη προσοχή, τα δε χωρία που
προσκομίζονται συνήθως ως μαρτυρίες «τού μίσους κατά των Ελλήνων»
συνιστούν, κατά κανόνα, μαρτυρίες απόρριψης των ηθών και των διδαγμάτων
(περί θεών) των ειδωλολατρών και πολυθεϊστών γενικά, και όχι ειδικά των
Ελλήνων.
Επανερχόμενος στο νόημα και τον σκοπό για τον οποίο γράφτηκε το άρθρο
μου περί «Νεοπαγανισμού», μετά και από όσα εξήγησα, είναι φανερό
ότι απέβλεπα στο να καταγγείλω δημόσια και να βοηθήσω στο να διαλυθεί
μια πλάνη -συνειδητά και οργανωμένα καλλιεργούμενη ή και απλώς από
αφέλεια υποστηριζόμενη- ότι το να τιμάς και να εκ-τιμάς τον Ελληνισμό ως
πολιτισμικό μέγεθος ευρύτερης εμβέλειας, πράγμα που συμβαίνει με τους
περισσότερους Ελληνες, δεν επάγεται ότι πρέπει και να ασπάζεσαι το
«Δωδεκάθεο» και τον πολυθεϊσμό και, κυρίως, δεν σημαίνει ότι πρέπει να
απορρίπτεις τη χριστιανική θρησκεία και πίστη! Αυτή η ταύτιση τού
Ελληνισμού με οξύ αντιχριστιανικό πνεύμα είναι μια τραγική στρέβλωση τής
πολιτισμικής ιστορίας και παράδοσης των Ελλήνων,όπου Ελληνισμός
και Χριστιανισμός συμπορεύτηκαν -χωρίς ποτέ να ταυτισθούν- και συνύφαναν
την ιδιοπροσωπία τού Ελληνα. Τίποτε περισσότερο και τίποτε λιγότερο.
Ούτε μας ενδιαφέρει ούτε παρεμβαίνουμε στο τι πιστεύουν οι
Νεοπαγανιστές. Εχουν κάθε δικαίωμα να πιστεύουν ό,τι θέλουν. Δικαιούμεθα
μόνο να ζητούμε να μη ταυτίζουν τον Ελληνισμό με την απόρριψη τής
ορθόδοξης χριστιανικής πίστης, παραπλανώντας μερικούς ανυποψίαστους
συμπατριώτες μας ότι δήθεν Ελληνας σημαίνει μη Χριστιανός και ότι ο
Χριστιανισμός κατέστρεψε τον Ελληνισμό! Να μην εμφανίζουν δηλαδή την
απιστία και τη δική τους απέχθεια προς τη χριστιανική πίστη ως κήρυγμα
καθαρότητας και συνέπειας τού Ελληνισμού. Οσο λίγοι, ασήμαντοι
αριθμητικά, κι αν είναι οι Νεοπαγανιστές, μπορούν να βλάψουν πολύ
-μερικές φορές χωρίς να έχουν καν συνείδηση τού πράγματος- την ιδέα τού
Ελληνισμού, τής οποίας οι ίδιοι είναι διαπρύσιοι κήρυκες. Οι μονισμοί,
οι ιδεοληψίες και οι ακρότητες υπήρξαν και είναι ασυμβίβαστες προς τη
διαύγεια, την ανεκτικότητα, την ευρύτητα και το βάθος τού ελληνικού
πνεύματος.
O κ. Γεώργιος Μπαμπινιώτης είναι καθηγητής Γλωσσολογίας, πρύτανης του
Πανεπιστημίου Αθηνών.