Μα η πόλη επλάνεψε το γιόκα της
και μόνοι: Εκείνη, εσείς , και η ρόκα της.
Στα χάη κοιτάει -τι άγγιχτος κάμπος
θλιμμένος στων ματιών το θάμπος!
Και με το Πάσχα ή τα Χριστούγεννα,
Μαούλα μου, τον πόνο σου' γιαινα.
Δάκρυα στα μάτια, και στο χέρι
βασιλικά. Και μ' εκαρτέρει.
Κ' ήταν το δάκρυ της σα νά' κραινε
"άχ, γιόκα μου η ζωή να μάκραινε!"
Κ' έλε το δάκρυ στο φευγιό μου
"Ψυχή μου, φεύγα με το γιο μου..."
Και τώρα : Εκείνη, εσείς, η ρόκα της,
τα παραμύθια για το γιόκα της.
Αργώ να πάω να δω τη μάνα μου
βασιλικέ μου, μαντζουράνα μου