 |
Λογοτεχνία στο διαΔίκτυο |
 |
|
Χόρχε Λούις Μπόρχες
 Ο Χόρχε Λουίς Μπόρχες γεννήθηκε στην Αργεντινή, το 1899. Έζησε τυφλός τα περισσότερα χρόνια της ζωής του. Έγραψε ποιήματα, διηγήματα, δοκίμια, κινηματογραφικά σενάρια. Δίδαξε σε πανεπιστήμια των Η.Π.Α. και αναγορεύτηκε επίτιμος διδάκτωρ στα μεγαλύτερα πανεπιστήμια του κόσμου. Θεωρείται ένας από τους μεγαλύτερους συγγραφείς του εικοστού αιώνα. Δεν τιμήθηκε με το Νόμπελ Λογοτεχνίας. Πέθανε στη Γενεύη το 1986. |
«Θεωρώ τον εαυτό μου κυρίως αναγνώστη.
Όπως γνωρίζετε, έχω τολμήσει την περιπέτεια της γραφής.
Αλλά πιστεύω πως αυτά που έχω διαβάσει είναι πολύ πιο σημαντικά
απ' αυτά που έχω γράψει. Γιατί κάποιος διαβάζει αυτά που
του αρέσουν - ωστόσο γράφει όχι αυτά που θα ήθελε
να γράψει, αλλά αυτά που είναι ικανός να γράψει». Χόρχε Λούις Μπόρχες
|
Μπόρχες σημαίνει, για τα εκατομμύρια των φανατικών του αναγνωστών σε όλο τον κόσμο, ένα σύμπαν δημιουργημένο από την αρχή με τα υλικά που πλάθονται τα όνειρα. Ένα σύμπαν που συγκροτείται από επάλληλους Λαβυρίνθους (που διαφέρουν στις διακλαδώσεις καίτοι ομόκεντροι), ένα σύμπαν Βιβλιοθήκη όπου οι πάντες χάνονται αναζητώντας το Νόημα.
Σ' αυτό το δαιδαλώδες τοπίο των συναρπαστικών του γραπτών -και ιδίως των πεζών κειμένων που συγκεντρώνονται όλα για πρώτη φορά σε ενιαίο τόμο-, η πραγματικότητα είναι μια απάτη, ο ορθός λόγος συνιστά αυθαιρεσία και ό,τι μπορεί να φανταστεί κανείς, είτε έχει ήδη συμβεί είτε επίκειται να συμβεί· στο παιγνιώδες σύπαν του Μπόρχες, ο ένας είναι γέννημα της φαντασίας κάποιου άλλου και σε μια θεία χρονική στιγμή, σε μια ανύποπτη Επιφάνεια μια ολόκληρη ζωή μπορεί να δικαιωθεί...
Από το οπισθόφυλλο του βιβλίου "'Aπαντα τα Πεζά" του Χόρχε Λουίς Μπόρχες
|
Στους ορισμούς της ποίησης...
Ενα βιβλίο του Χόρχε Λουίς Μπόρχες για την «Τέχνη του στίχου» και μια Ανθολογία «αυτοαναφορικών» νεοελληνικών ποιημάτων
Του Παντελη Μπουκαλα
1) Χόρχε Λουίς Μπόρχες: «Η τέχνη του στίχου». Επιμέλεια: Calin-Andrei Mihailescu. Μετάφραση: Μαρία Τόμπρου. Πανεπιστημιακές Εκδόσεις Κρήτης, 2006, σελ. 184.
2) «Ποίηση για την ποίηση». Ανθολόγηση-πρόλογος: Αντώνης Φωστιέρης, Θανάσης Θ. Νιάρχος. Εκδόσεις Καστανιώτη, 2006, σελ. 219.
Αν υποθέσουμε ότι αμηχανούμε και δοκιμάσουμε να λύσουμε την απορία μας για το τι εστί ποίηση με τη βοήθεια των λεξικών, μάλλον δεν θα διευκολυνθούμε αποφασιστικά· οι λεξικογραφικοί ορισμοί της ποίησης πάσχουν επίσης από αμηχανία, αφού συνήθως επιχειρούν να την προσδιορίσουν σε αντιδιαστολή προς την πεζογραφία (εντοπίζουν δηλαδή το τι δεν είναι), χωρίς να κατορθώνουν να «φυλακίσουν» σε λέξεις κάτι περισσότερο από την ουσία της και πιο καίριο· επιπλέον, στους ορισμούς του «ποιητή» συνεχίζουμε να διαβάζουμε τα ημιαριστοκρατικά εκείνα που τον εννοούν σαν ένα σχεδόν παραμυθένιο πλάσμα το οποίο, ευλογημένο (ή καταραμένο;) από τη μοίρα, έχει το κοπιράιτ της «ευαισθησίας», του «ρομαντισμού» κ.λπ. Προφανώς αυτήν τη λεξικογραφική αδυναμία και το ανέφικτο των ορισμών τα γνώριζε καλά ο Χόρχε Λουίς Μπόρχες (1899-1986). Γι’ αυτό και στην πρώτη κιόλας από τις έξι διαλέξεις του για την «τέχνη του στίχου», στο Πανεπιστήμιο του Χάρβαρντ, το φθινόπωρο του 1967, σπεύδει να αποσαφηνίσει ότι, παρά τα εβδομήντα χρόνια του και την εικαζόμενη σοφία τους, «έχει να προσφέρει μόνο τις αμηχανίες του», «μόνο καθιερωμένες από τον χρόνο αβεβαιότητες». Για να λύσει το «αίνιγμα της ποίησης» μόνο μία μέθοδο διαθέτει: να τη ν ι ώ σ ε ι, να την εννοήσει σαν «πάθος και χαρά».
«Τί σημαίνει για μένα να είμαι συγγραφέας; Σημαίνει απλώς το να είμαι πιστός στη φαντασία μου. Όταν γράφω κάτι, το σκέφτομαι όχι ως πραγματικά αληθινό, αλλά ως αληθινό ως προς κάτι βαθύτερο. Όταν καταστρώνω μια πλοκή, τη γράφω γιατί κατά κάποιον τρόπο πιστεύω σ' αυτήν - όχι όπως πιστεύει κάποιος στην ιστορία αλλά όπως πιστεύει σε ένα όνειρο ή σε μιαν ιδέα».
Χορχέ Λουίς Μπόρχες : Η Τέχνη του στίχου
|
|
«Εάν πρέπει να ορίσω την ποίηση», λέει λοιπόν ο μεγάλος Αργεντινός συγγραφέας, «και νιώθω κάπως αμήχανα γι’ αυτό, εάν δεν είμαι πολύ σίγουρος γι’ αυτό, λέω κάτι όπως: “Ποίηση είναι η έκφραση του ωραίου διαμέσου λέξεων περίτεχνα υφασμένων μεταξύ τους”. Αυτός ο ορισμός μπορεί να είναι αρκετά καλός για ένα λεξικό ή ένα εγχειρίδιο, αλλά όλοι νιώθουμε πως είναι κάπως αδύνατος. Υπάρχει κάτι πολύ σημαντικότερο - κάτι που θα μπορούσε να μας ενθαρρύνει να συνεχίσουμε όχι μόνο προσπαθώντας να γράψουμε ποίηση, αλλά και να την ευχαριστιόμαστε, και να νιώθουμε ότι ξέρουμε τα πάντα γι’ αυτήν. Αυτό είναι ότι ξ έ ρ ο υ μ ε τι είναι ποίηση. Το ξέρουμε τόσο καλά που δεν μπορούμε να το ορίσουμε με άλλες λέξεις, όπως δεν μπορούμε να ορίσουμε τη γεύση του καφέ, το κόκκινο ή το κίτρινο χρώμα, ή την έννοια του θυμού, της αγάπης, του μίσους, της ανατολής, του ηλιοβασιλέματος, ή της αγάπης μας για την πατρίδα μας. Αυτά τα πράγματα είναι τόσο βαθιά μέσα μας, που μπορούν να εκφραστούν μόνο με εκείνα τα κοινά σύμβολα που μοιραζόμαστε. Ετσι, γιατί να χρειαστούμε άλλες λέξεις;». Κι ωστόσο, ο Μπόρχες και χρειάζεται και χρησιμοποιεί κι άλλες λέξεις στην προσπάθειά του, αν όχι να ξεκλειδώσει το μυστήριο της ποίησης, τουλάχιστον να προσφέρει στους ακροατές του τότε, στους αναγνώστες του τώρα, στοιχεία της προσωπικής του μεθόδου προσέγγισης των λογοτεχνημάτων, πεζών και στιχουργημένων. Οντας εμπειρότατος αναγνώστης, αναψηλαφεί με κριτική αυστηρότητα τη λογοτεχνία πολλών αιώνων, με σημείο εκκίνησης τον Ομηρο και τα έπη και με μια ταχύτητα που τον οδηγεί ενίοτε στον αφοριστικό τόνο, ο οποίος πάντως μετριάζεται από τον συχνά εκδηλούμενο αυτοσαρκασμό («ελάσσονα ποιητή» και «πολύ δειλό στοχαστή» χαρακτηρίζει τον εαυτό του). Αν επιχειρούσαμε να συνοψίσουμε, κάπως αυθαίρετα, τις σκέψεις του, όσες εκτυλίσσονται ενόσω μιλάει για τη μουσική των λέξεων, τον τρόπο της αφήγησης και τα λογοτεχνικά τεχνάσματα, θα εδραζόμασταν οπωσδήποτε στην «εμμονή» του ότι η ποίηση και η ανάγνωσή της είναι «πάθος και χαρά», καθώς και στην πεποίθησή του ότι «η τέχνη συμβαίνει κάθε φορά που διαβάζουμε ένα ποίημα». Αν οι γνώσεις μας, μοιάζει να λέει, δεν υπηρετούν τον σκοπό της απόλαυσης, αν δεν μας ξανακάνουν αφελείς με έναν καινούργιο τρόπο, είναι εμπόδιο και παγίδα.
«Η ποίηση είναι μια απλή, ρητορική μαγεία. Το γράψιμο ενός ποιήματος είναι μια μικρή μαγική χειρονομία που συντελείται με τη φαντασία και το πνεύμα του αναγνώστη μαζί με του ποιητή». |
Στην ελληνική έκδοση του βιβλίου του Μπόρχες η δυνατότητα της «τέχνης να συμβεί» δυσχεραίνεται από το γεγονός ότι τα ποιητικά αποσπάσματα που χρησιμοποιεί σαν παραδείγματα ο συγγραφέας παρατίθενται σε σχεδόν πεζή μετάφραση, η οποία δεν υπολογίζει το μέτρο ή τη ρίμα των πρωτοτύπων. Ενα άλλο πρόβλημα (συνηθισμένο ωστόσο σε ελληνικές εκδόσεις ξένων βιβλίων με αναφορές στα αρχαιοελληνικά γράμματα) είναι ότι υπάρχουν παραπομπές σε αρχαιοελληνικούς στίχους οι οποίοι δεν ταυτίζονται ούτε από τον επιμελητή ούτε από τη μεταφράστρια και επιμεταφράζονται χωρίς αυτοψία, χωρίς έλεγχο του πρωτοτύπου. Κάποια στιγμή, ας πούμε, ο Μπόρχες αναφέρει ένα επίγραμμα από τη «Παλατινή Ανθολογία», αποδιδόμενο στον Πλάτωνα, λέγοντας: «Οι στίχοι (δεν ξέρω αρχαία ελληνικά) είναι πάνω-κάτω οι εξής: “Θα θελα να ’μουν η νύχτα, ώστε να μπορούσα να σε κοιτάζω να κοιμάσαι, με χίλια μάτια”». Το πρωτότυπο, από το 7ο Βιβλίο της Παλατινής, έχει τη δική του χάρη και μάλλον μας οδηγεί σε άλλη μετάφραση: «Αστέρας εσαθρείς αστήρ εμός· είθε γενοίμην / ουρανός ως πολλοίς όμμασιν εις σε βλέπω». Ενα άλλο αρχαίο ποίημα πάντως που αναφέρει ο Μπόρχες, αποδίδοντάς το σε «Ελληνα ποιητή της Αλεξάνδρειας», ο οποίος έγραψε για τη «λύρα της τριπλής νύχτας» («όταν κοίταξα τα σχόλια της έκδοσης βρήκα ότι η λύρα ήταν ο Ηρακλής», σημειώνει απογοητευμένος ο Μπόρχες), δεν μπόρεσα να το εντοπίσω. Εικάζω ότι εννοείται ο Παλλαδάς ο Αλεξανδρεύς και το ποίημά του για τον «τρισέληνο Ηρακλή», όμως η εικασία μου είναι αυθαίρετη κι έτσι όσα σημειώνει σχετικά ο Μπόρχες για το «υπέροχο αίνιγμα της λύρας της τριπλής νύχτας», μένουν όντως αίνιγμα άλυτο, συνοδευμένα από την υποψία μιας πιθανής φιλολογικής παρερμηνείας.
From: Victoria Movras: email asteri_55@yahoo.com
Date: 24 Αυγούστου 2011

Στον παγκόσμιο λόγιο, συγγραφέα Χορχε Λουις Μπόρχες αφιερώνει σήμερα το λογότυπό της η google.
Γεννήθηκε στις 24 Αυγούστου 1899 στο Μπουένος 'Αιρες και πέθανε, 87 χρονών, στη Γενεύη. Στα χρόνια που μεσολαβήσανε μεγαλούργησε. Ο άνθρωπος που 'λεγε πως επιθυμία του είναι να γράψει «μια σελίδα, μια παράγραφο, ένα βιβλίο που να 'ναι για όλο τον κόσμο» έγραψε δεκάδες δοκίμια, μυθιστορήματα και ποιήματα. Η τύφλωσή του το 1960 δεν τον εμπόδισε να ταξιδέψει και να δώσει διαλέξεις σ' όλο το κόσμο.
Απέκτησε φανατικούς αναγνώστες κι αγαπήθηκε όσο λίγοι.
Ο Μπόρχες, ακολουθώντας μια πορεία σταδιακής τύφλωσης για είκοσι περίπου χρόνια και ολικά
τυφλός στα τελευταία, ήταν από τους μεγαλύτερους συγγραφείς του εικοστού αιώνα με ποίηση, διηγήματα, δοκίμια, κινηματογραφικά σενάρια.
Χωρίς παρεμβάσεις, παρατίθενται προσωπικές του σκέψεις και θέσεις:
«Χωρίς να το έχω προσχεδιάσει, αφιέρωσα την ήδη μακριά ζωή μου στη λογοτεχνία, στη διδασκαλία, στην απραξία, στην ήρεμη περιπέτεια της συζήτησης, στη φιλολογία, που την αγνοώ, σ’ αυτή τη μυστήρια μανία, το Μπουένος Άιρες, και στις περιπλοκότητες που, όχι χωρίς κάποια δόση υπεροψίας, αποκαλούνται μεταφυσική. Ταυτόχρονα, δεν έλειψε από τη ζωή μου και η φιλία ανθρώπων, που είναι και το ουσιαστικότερο. Πιστεύω πως δεν έχω ούτε έναν εχθρό ή, αν έχω κάποιους ποτέ δεν με άφησαν να το καταλάβω. Η αλήθεια είναι ότι κανείς δεν μπορεί να μας πληγώσει, παρά μόνο εκείνοι που αγαπάμε ....
Είμαι στρατευμένος στη λογοτεχνία, δεν κάνω στρατευμένη λογοτεχνία. Εχω πολιτικές απόψεις και μάλιστα, συχνά, έντονες. Προσπαθώ μόνο να τις αφήσω έξω από το λογοτεχνικό μου έργο. Οταν γράφω, προσπαθώ να τις βάλω στην άκρη, να τις ξεχάσω. Κι αυτό, γιατί οι πολιτικές μου απόψεις είναι ρηχές, ενώ το έργο μου είναι, νομίζω, βαθύτερο. Είμαι, δηλαδή, στρατευμένος προσωπικά σαν άτομο και όχι σαν συγγραφέας. Οι πολιτικές μου απόψεις είναι επικαιρικές».
Wikipedia ,perigrafisgr |
«Υποθέτω ότι πρέπει να υπάρχουν τόσο πολλά πιστεύω, τόσο πολλές θρησκείες, όσοι και ποιητές» λέει ο Μπόρχες στη διάλεξή του υπό τον τίτλο «Το πιστεύω του ποιητή». Κατά κάποιον τρόπο, αυτός ο «ποιητικός πολυθεϊσμός», η ποικιλία των πιστεύω, αποκαλύπτεται στην Ανθολογία «Ποίηση για την ποίηση» που εκπόνησαν ο Αντώνης Φωστιέρης και ο Θανάσης Θ. Νιάρχος, ποιητές αλλά και έμπειροι πια ανθολόγοι. Στο βιβλίο, 150 Ελληνες ποιητές, του 19ου και, κυρίως, του 20ού αιώνα, κεκυρωμένοι και άδοξοι, «παραδοσιακοί» και «μοντέρνοι», εκθέτουν, με ένα ποίημά του ο καθένας τις ιδέες τους για την τέχνη τους, την «τέχνη του στίχου» (καλό θα ήταν να υπήρχε βιβλιογραφική σημείωση για τα ποιήματα, με προσδιορισμό της συλλογής στην οποία ανήκουν και του χρόνου έκδοσής της). Ο τόμος θα μπορούσε να είναι και διπλάσιος σε όγκο, αφού υπάρχουν πολλά ακόμη ποιήματα που θεματοποιούν την ποίηση, το άγχος ή τη δόξα της (οπωσδήποτε ξενίζει η απουσία του Βύρωνα Λεοντάρη, ποιητή με ιδιαίτερα σκεπτική ποίηση, ο στίχος του οποίου «τα ποιήματα συμβαίνουν», συμφωνεί με το πόρισμα του Μπόρχες)· θα μπορούσε όμως να είναι και μικρότερος, αφού αρκετά από τα παρατιθέμενα ποιήματα διασώζονται λόγω του θέματός τους και της ιδρυτικής συνθήκης της Ανθολογίας και όχι λόγω της λογοτεχνικής αυταξίας τους. «Νομίζω πως ένα από τα αμαρτήματα της σύγχρονης λογοτεχνίας είναι ότι παραασχολείται με τον εαυτό της», λέει ο Μπόρχες στο δικό του βιβλίο, και είτε σαν αμάρτημα το δούμε αυτό είτε σαν αυτογνωστική υποχρέωση, η αλήθεια είναι ότι έχουν πληθύνει ιδιαίτερα τα αυτοαναφορικά ποιήματα, τα ποιήματα που χρησιμοποιούν σαν αφορμή και τέλος τους την ίδια την ποιητική τέχνη. Είναι επίσης ευδιάκριτο ότι στη σχετική παραγωγή ο τόνος δίνεται πλέον στη ματαιότητα ή την αδυναμία της ποίησης, παρά στον λυρικό εγκωμιασμό της. Στον παρόντα τόμο ανθολογούνται στίχοι που αναλύουν σε πρώτο πληθυντικό πρόσωπο τα αισθήματα του ποιητή, αναζητώντας μάλλον κάποιο «εμείς», παρά επιβεβαιώνοντας την ύπαρξή του, και άλλοι που εκφέρουν στο πρώτο ενικό το όποιο πάθος τους, το οποίο ενίοτε αναλώνεται από τη ρητορική. Υπάρχουν εκδοχές ιδανικευτικού χαρακτήρα και άλλες που τις οργανώνει η απογοήτευση. Υπάρχουν οι ανοιχτές πολιτικές «απαντήσεις» και οι ενδοστρεφείς ιδιωτικές, οι δοξαστικές και οι ειρωνικές. Συλλειτουργώντας μέσα στις διαφορές και την αντιδικία τους, συγκροτούν ένα θερμό εν τέλει σώμα, ικανό να οδηγήσει τον αναγνώστη στον δικό του στοχασμό για το τι είναι η ποίηση, ή τι επιθυμεί να είναι, ώστε να συμπεράνει αν συμφωνεί ή όχι με τον στίχο του Νίκου Καρούζου, «ο ποιητής κύριοι περισσεύει».
Πηγή :
KAΘHMEPINH
Hμερομηνία δημοσίευσης: 09-01-07

----- Original Message -----
From: Dra. Cristina Tsardikos
To: Kostas Douridas
Sent: Wednesday, January 24, 2007 2:14 PM
Subject: JORGE LUIS BORGES
Agaphte mou Kwsta,
Xarika pou diabasa to keimeno tou argentinou, Borges, o opoios agapouse tromera thn ellhnikh logotexnia kai mythologia, idieteros, ton "labirintho", ston opoio exei afierosei polla paramythia:px. To spiti tou Asteriona, kai Dyo Baseiliades, dyo labyrinthoi...kai to poihma Labyrinthoi, pou einai spoudaio. Ean theleis mporw na ta metafrasw sta ellhnika gia thn istoselida.
O Borges htane fwberos. Ta televtaia tou xronia eixe meinei tyflos, alla egrafe to idio, me thn idia dynamh kai poiothta.
Sou stelnw ena mikro keimeno pou exw metafrasei apo ta ispanika, einai o logos tou otan phre to didaktoriko diploma timhs eneken...sto Panepistimio ths Krhths.
Na eisai panta kala
Me agaph
Xristina
Ο ΧΟΡΓΕ ΛΟΥΙΣ ΒΟΡΧΕΣ στο Πανεπιστήμιο Κρήτης είπε τον εξής λόγο
Ρέθυμνο. ΣΧΟΛΗ ΦΙΛΟΣΟΦΙΑΣ 12 ΜΑΙΟΥ 1984 :
«..Σαν ποιητής έχω μάθει να μιλώ με μεταφορές , και σε αυτή την περίπτωση, θα χρησιμοποιήσω άλλες δυο.
Η πρώτη, έχει σχέση, με την επιστροφή στην πατρίδα, την επιστροφή του Οδυσσέα.
Ο Οδυσσέας άργησε 10 χρόνια για να επιστρέψει στην Ιθάκη. Εγώ θα έλεγα πως επιστρέφω στην Κρήτη, πως επιστρέφω στην Ελλάδα, εικοσιπέντε αιώνες μετά από την στιγμή που όλα άρχισαν εδώ. Εδώ που άρχισε ο στοχασμός, η διαλεκτική, η ποίηση, η φιλοσοφία, απλός όλα. ». Χόρχε Λούις Μπόρχες |
|
Χόρχε Λούις Μπόρχες: «Εσείς μπορείτε να διαλέξετε τώρα, Μπορείτε να με υπολογίσετε σαν έναν εξόριστο έλληνα στην Νότιο Αμερική, που επιστρέφει στην πατρίδα του, η να πείτε πως πάντα ήμουν στην Ελλάδα, όχι με το σώμα άλλα με το πνεύμα.. Μπορείτε να διαλέξετε. 'Aλλα αυτό που θέλω να γίνει κατανοητό -ξέρω πως με καταλαβαίνετε, η μάλλον με αισθανόσαστε-πως είμαι ευτυχισμένος που βρίσκομαι στην Ελλάδα, πως εγώ διαλέγω αυτή τη χώρα για να μείνω για πάντα, ακόμα και όταν το σώμα μου δεν θα υπάρχει.». |
|
|
Ο ΛΑΒΥΡΙΝΘΟΣ
Χόρχε Λούις Μπόρχες
Ο ίδιος ο Δίας, δεν θα μπορούσε
να λύσει τα πέτρινα δίκτυα
που με περικυκλώνουν.
Έχω ξεχάσει τους άντρες που ήμουν στα παλιά.Ακολουθώ το μισητό δρόμο
με τους μονότονους τοίχους, που είναι η μοίρα μου.
Ορθογώνιες στοές που καμπυλώνουν σε μυστικούς κύκλους με τα χρόνια.
Παραπέτα που έχουν ραγίσει μες του χρόνου τη φθορά..
Στη χλομή σκόνη έχω αποκρυπτογραφήσει ίχνη που φοβάμαι.
Ο αέρας έχει φέρει μες την απογευματινή κοιλότητα μια κραυγή
Η τον αντίλαλο μιας έρημης κραυγής.
Ξέρω πως μες τις σκιές είναι 'Aλλος, που έχει σκοπό
Να εξαντλήσει τις ατελείωτες μοναξιές.
|
Δρ. Χριστίνα Τσαρδίκος
Μπουένος Αϊρες
|
συνέντευξη
Τα μάτια του συγγραφέα
H Μαρία Κοδάμα, σύντροφος του Μπόρχες, μιλάει στο «Βήμα»
ΑΝΑΣΤΑΣΗΣ ΒΙΣΤΩΝΙΤΗΣ
H Μαρία Κοδάμα
H Μαρία Κοδάμα γεννήθηκε στο Μπουένος Αϊρες και σπούδασε Φιλολογία στο εκεί
πανεπιστήμιο. Συνάντησε τον Μπόρχες σε ηλικία 16 ετών και από τότε έγινε η
μόνιμη σύντροφός του, ως τον θάνατο του συγγραφέα. Μαζί του μελέτησε την
αγγλοσαξονική λογοτεχνία και τα σκανδιναβικά και μεσαιωνικά έπη. Ταξίδεψε σε
πολλές χώρες, όπου έδωσε πλήθος διαλέξεις για το έργο του μεγάλου αργεντινού
συγγραφέα και τιμήθηκε με πολλά διεθνή βραβεία. Σήμερα είναι πρόεδρος του
Διεθνούς Ιδρύματος Μπόρχες, που εδρεύει στο Μπουένος Αϊρες. H Μαρία Κοδάμα
βρέθηκε πρόσφατα στην Αθήνα για να συμμετάσχει σε συζήτηση στρογγυλής τραπέζης
στο Γαλλικό Ινστιτούτο και παραχώρησε τη συνέντευξη που ακολουθεί ειδικά για
«Το Βήμα».
- Κυρία Κοδάμα, αυτή είναι η τρίτη σας επίσκεψη στην
Ελλάδα, αν δεν κάνω λάθος.
«Οχι, είναι η πέμπτη. Την πρώτη φορά ήρθα με τον Μπόρχες τη δεκαετία του '70
και επισκεφθήκαμε την Κρήτη».
- Την Κρήτη; Το θέμα του λαβυρίνθου,
υποθέτω.
«Ακριβώς. Είναι, όπως ξέρετε, από τα βασικά στο έργο του Μπόρχες».
- Ολοι ξέρουμε ότι σχεδόν για 40 χρόνια ο Μπόρχες ήταν τυφλός.
Προσπαθώ να φανταστώ πώς είναι να «βλέπει» κανείς μέσα από τα μάτια
κάποιου άλλου και ακόμη πώς αισθανόσασταν εσείς όταν ξέρατε ότι ο Μπόρχες
«έβλεπε» με τα δικά σας μάτια. Τι σας ρωτούσε
π.χ. όταν περπατούσατε μαζί στους δρόμους της Αθήνας;
«Του περιέγραφα τα όσα έβλεπα με τρόπο που θα τα προσλάμβανε και ο ίδιος.
Π.χ., με χρώματα ζωγράφων που αγαπούσε και θαύμαζε. Συχνά χρησιμοποιούσα
μεταφορές που παρέπεμπαν στην τέχνη και στη λογοτεχνία. Πολλές από αυτές του
θύμιζαν την παιδική του ηλικία, τα πρώτα του διαβάσματα και τις ιστορίες που
του έλεγε η γιαγιά του ή τις εικόνες που του έδειχνε».
- Δηλαδή, όταν του περιγράφατε τον περίγυρο,
τα πράγματα, τα κτίσματα και τους ανθρώπους,
αυτός έκανε παραπομπές στη λογοτεχνία;
«Ακριβώς».
- Σαν να λέμε, προσπαθούσε να δημιουργήσει μια σύνθετη
εικόνα της πραγματικής ζωής και του φανταστικού κόσμου.
Κρατούσατε σημειώσεις από αυτές τις συζητήσεις;
«Κατά κανόνα όχι, εκτός από κάποιες πολύ ειδικές περιπτώσεις».
- Πώς εργαζόταν ως συγγραφέας όταν δεν μπορούσε πια να
δει;
«Πρώτα μου υπαγόρευε, στη συνέχεια του διάβαζα το κείμενο, το διόρθωνε και
πρόσθετε κάποια πράγματα, το ξανάγραφα, το ξαναδιόρθωνε, το έγραφα πάλι από
την αρχή και ούτω καθ' εξής ώσπου να καταλήξει στην τελική του μορφή. Το
αρχικό κείμενο συνήθως ήταν ένα είδος μικρογραφίας του τελικού».
- Θυμάμαι το 1985, όταν είχε οργανωθεί μια καταπληκτική
βραδιά για τον Μπόρχες στο Center for Interamerican
Relations στη Νέα Υόρκη, πόσο ευγενής ήταν με όλους.
Γνώριζε τότε ότι ήταν πολύ άρρωστος;
«Φερόταν στους πάντες με μεγάλη ευγένεια - ήταν ο χαρακτήρας του. Τότε το
ήξερε ότι ήταν πολύ άρρωστος και ότι ο χρόνος του ήταν μετρημένος».
- Για ποιον λόγο επέλεξε να περάσει τους τελευταίους μήνες της ζωής του
στην Ελβετία;
«Ο Μπόρχες ήθελε να έχει έναν αξιοπρεπή θάνατο, όπως ήταν αξιοπρεπής σε όλη
του τη ζωή. Δεν ήθελε στη σοβαρότερη στιγμή της ζωής του να γίνει θύμα των
παπαράτσι που θα προσπαθούσαν να τον φωτογραφίσουν στο νοσοκομείο σε στιγμές
πλήρους σωματικής κατάρρευσης. Είχε άλλωστε παρουσιαστεί ένα παρόμοιο
φαινόμενο στην Αργεντινή με ένα άλλο δημόσιο πρόσωπο και αυτό τον είχε
εξοργίσει και κατατρομάξει».
- Ποια είναι η απήχηση του έργου του σήμερα στον ισπανόφωνο
κόσμο; Στη Νοτιοανατολική Ευρώπη, π.χ., δύο από
τους σημαντικότερους πεζογράφους, ο Ντανίλο Κις και ο Μίλοραντ
Πάβιτς, χαρακτηρίστηκαν αμφότεροι «Μπόρχες των
Βαλκανίων». Εξακολουθεί να επηρεάζει τους νεότερους συγγραφείς
στη Λατινική Αμερική;
«Ασφαλώς - και μάλιστα πολύ έντονα, γι' αυτό άλλωστε και θεωρείται πλέον
κοινός τόπος ότι υπάρχουν δύο περίοδοι στην ισπανόφωνη λογοτεχνία: η προ και η
μετά τον Μπόρχες».
- Γιατί πιστεύετε ότι δεν επιχείρησε ποτέ να γράψει μυθιστόρημα;
«Ηταν τελειομανής. Είχε τέτοιο πάθος με την ακρίβεια που πίστευε ότι ο
συγγραφέας δεν μπορεί να την επιτύχει στο μυθιστόρημα. Ελεγε ότι υπάρχουν
μυθιστορήματα που τμήματά τους είναι εκπληκτικά αλλά σε κανένα δεν μπορεί να
βρει κανείς την οικονομία και τη μορφική τελειότητα ενός διηγήματος ή ενός
ποιήματος».
- Ας κλείσουμε με μια ας πούμε λίγο προσωπική ερώτηση: Τι
είναι αυτό που θυμάστε περισσότερο από τη συμβίωσή σας;
«Δεν υπάρχει ένα μόνο πράγμα. Εκείνο που μένει ως κυρίαρχο αίσθημα είναι η
αγάπη, η οποία με παρακολουθεί και με συντροφεύει ακόμη και τώρα που ο Μπόρχες
δεν βρίσκεται στη ζωή».
Το ΒΗΜΑ, 02/07/2006 , Σελ.: S04
Κωδικός άρθρου: B14802S041
ID: 278869
|