Since 1996
Προηγούμενη  σελίδα Κεντρική σελ. της ΕνότηταςΕπόμενη  σελίδα
Ηλεκτρονικό Περιοδικό
Λογοτεχνίας και Πολιτισμού

'Ελα να δεις...
Βιογραφικό

Παν. Τρανούλης

Ο Παναγιώτης Τρανούλης γεννήθηκε στο Αίγιο. Σε ηλικία δύο ετών εγκαταστάθηκε στην Αθήνα μαζί με την οικογένειά του. Επτά μόλις χρονών, μετά το θάνατο του πατέρα του, αντί για σχολείο, μπήκε στη σκληρή δουλειά του καμινιού. Έμαθε μόνος του γράμματα τις νύχτες. Αγάπησε με πάθος τη Λογοτεχνία. Έγραψε τέσσερα βιβλία που αγαπήθηκαν πολύ από το ελληνικό αναγνωστικό κοινό και πήρε περίπου τριακόσιες επαινετικές κριτικές. Το παρόν βιβλίο εκδόθηκε για πρώτη φορά στην Ελλάδα το 1973 με τίτλο "Το Κερατοχώρι" και έχει κάνει μέχρι σήμερα 6 εκδόσεις. Κυκλοφόρησε, επίσης, στη Ρωσία από τον εκδοτικό οίκο "Ράντουκα", καθώς και στην Ουγγαρία, και στη Βενεζουέλα μεταφρασμένο από τα εκεί πανεπιστήμια. Ακόμη έχει εκδοθεί στη Γερμανική και την Αγγλική από τον εκδοτικό οίκο "Β. ΚΥΡΙΑΚΙΔΗΣ". Παρουσιάστηκε από το Εθνικό 'Ιδρυμα Ραδιοφωνίας (Ε.Ι.Ρ.), όπου ο ηθοποιός Κώστας Καζάκος το ανέγνωσε σε δεκατρείς συνέχειες.

«ΠΝΕΥΜΑΤΙΚΗ ΕΣΤΙΑ» Παναγιώτης Τρανούλης :
Πρέσβης Απόδημου Ελληνισμού!
Γράφει ο πρόεδρος της ΕΕΛΣΠΗ Βάιος Φασούλας
ΚΡΙΤΙΚΗ στο έργο του Παναγιώτη Τρανούλη
ΓΙΑΝΝΗΣ ΚΟΡΙΔΗΣ
ΓΙΩΡΓΟΣ ΒΑΛΕΤΑΣ
ΛΑΜΠΡΟΣ ΜΑΛΑΜΑΣ
ΝΤΙΝΟΣ ΒΛΑΧΟΓΙΑΝΝΗΣ
ΝΙΚΟΣ ΓΑΛΑΖΗΣ
ΧΡΗΣΤΟΣ ΛΕΒΑΝΤΑΣ
ΓΙΑΝΝΗΣ ΜΑΡΡΕΣ
ΑΝΔΡΕΑΣ ΤΣΟΥΡΑΣ
ΣΟΦΙΑ ΜΑΥΡΟΕΙΔΗ- ΠΑΠΑΔΑΚΗ
ΓΙΩΡΓΟΣ ΠΟΛΙΤΑΡΧΗΣ
ΜΟΥΓΟΓΙΑΝΝΗΣ ΓΙΑΝΝΗΣ
ΒΟΥΛΑ ΔΑΜΙΑΝΑΚΟΥ
ΣΙΜΟΠΟΥΛΟΣ ΗΛΙΑΣ
ΝΙΚΟΣ ΣΠΑΝΙΑΣ
ΠΑΠΑΧΑΡΑΛΑΜΠΟΥΣ ΠΑΝΑΓΙΩΤΗΣ
Ι. Μ. ΠΑΝΑΓΙΩΤΟΠΟΥΛΟΣ
ΛΟΥΡΟΣ ΝΙΚΟΛΑΟΣ
ΜΗΤΡΟΠΟΥΛΟΣ ΚΩΣΤΑΣ
ΧΑΤΖΙΝΗΣ ΓΙΑΝΝΗΣ
ΦΩΤΙΑΔΗΣ ΔΗΜΗΤΡΗΣ
ΣΚΑΡΙΜΠΑΣ ΓΙΑΝΝΗΣ
ΕΥΑΓΓΕΛΟΥ ΙΑΣΩΝ
ΜΕΡΑΚΛΗΣ ΜΙΧΑΛΗΣ
ΓΡΗΓΟΡΗΣ ΓΕΡΑΣΙΜΟΣ
Ε. Π. ΠΑΠΑΝΟΥΤΣΟΣ
ΚΑΣΙΜΑΤΗΣ ΓΡΗΓΟΡΗΣ

ΠΑΥΛΟΣ ΠΑΛΑΙΟΛΟΓΟΣ
ΜΑΝΟΛΗΣ ΑΝΑΓΝΩΣΤΑΚΗΣ
ΖΕΡΒΑΚΗΣ ΝΙΚΟΣ
ΒΑΓΓΕΛΗΣ ΝΙΚΟΛΟΥΔΗΣ
ΒΑΛΑΒΑΝΗΣ ΚΥΡΙΑΚΟΣ
ΒΡΕΤΤΑΚΟΣ ΝΙΚΗΦΟΡΟΣ
ΓΑΛΗΝΟΣ ΜΙΜΗΣ
ΓΕΡΑΝΗΣ ΣΤΕΛΙΟΣ
ΠΕΤΡΟΣ ΓΛΕΖΟΣ
ΔΕΛΗΓΕΩΡΓΗ ΑΛΕΞΑΝΔΡΑ
ΔΗΜΟΥΛΑΣ ΒΑΣΙΛΗΣ
ΔΑΝΑΣΤΑΣΕΛΛΗΣ ΣΤΡΑΤΗΣ
ΒΑΙΟΣ ΦΑΣΟΥΛΑΣ
 

ΓΙΑΝΝΗΣ ΚΟΡΙΔΗΣ

Με την πεζογραφία του Παναγιώτη Τρανούλη επικοινωνώ για πρώτη φορά. Νιώθω ένοχος. Δεν έτυχε να διαβάσω το προηγούμενο βιβλίο του «Το Κερατοχώρι»(1973). Το «Για μια ρόγα σταφύλι» στάθηκε η αφορμή.

Μονορούφι έφυγε από τα χέρια μου και το «Κερατοχώρι».Έπρεπε να γίνει κι αυτό. Έτσι θα είχα μια ολοκληρωμένη εικόνα του έργου του Τρανούλη. Ας είναι ευλογημένη η στιγμή που έγινε. Ευχαριστώ τον καλό μου φίλο που μου το έστειλε.

Ο Παναγιώτης Τρανούλης με τη νέα δουλειά του, το «Για μια ρόγα σταφύλι» δείχνει τις πολλές δυνατότητες του ταλέντου του. Αβίαστα κυλά ο λόγος του. Κοφτός και διεισδυτικός δεν αγγίζει μόνο, αλλά ταρακουνά τον αναγνώστη του σε σημείο που γίνεται μόνο με συγγραφείς της σειράς του Μαξίμ Γκόρκι, του Παναΐτ Ιστράτι, και του Μενέλαου Λουντέμη.

Βιώματα που ξεκινούν από τα πρώτα παιδικά του χρόνια, τα γεμάτα πίκρα, ορφάνια και πολλή φτώχεια. Ρεαλιστής, ταλαντούχος, συνεπής και ακριβής στο περίγραμμά του ανασταίνει μια ολόκληρη ζωή. Μια ζωή σημαδιακή για τη μετέπειτα εξέλιξή του. Το μικρό κι ορφανεμένο παιδί επωμίζεται όλα τα επακόλουθα της ευθύνης για το καθημερινό. Η ζωή ξεκινά μέσα από μια παράγκα στο Περιστέρι με τη μάνα και τις αδερφές. Χρόνια δύσκολα σκληρά για μια απροστάτευτη οικογένεια.

Όλα χρειάζονταν κάποιο μέτρο. Γι αυτό και οι αιματηρές οικονομίες, οι στερήσεις κι οι θυσίες, για να μπορέσουν να σταθούν στα πόδια τους.

Ο ένας αδερφός έλλειπε. Τον είχε δώσει η μάνα σε ένα κτηνοτρόφο, να φυλάει πρόβατα μόνο για φαΐ. « Είναι πολύ αδύνατος. Δε θα βαστάξει. Θα πεθάνει από την πείνα», έλεγε η μάνα, μας διηγείται ο Τρανούλης.

Κι αμέσως καταλαβαίνουμε σε τι γρανάζια πρόκειται να μπλεχτεί.

Το καμίνι της Ιεράς Οδού είναι η πρωτόγνωρη κοινωνική μέγγενη που θα σφίξει τ' αδύναμα χεράκια του.

Με ιδιαίτερη μαεστρία δημιουργεί τη συγγραφική του ατμόσφαιρα ο Τρανούλης. Καθαρός έρχεται ο λόγος και στήνει παραστατικά το σκηνικό της δράσης. Η γειτονιά με τα δικά της προβλήματα, οι άνθρωποι της γειτονιάς με τις δικές τους προσωπικές ιστορίες, τα καθημερινά τους βάσανα, δίνουν μια ξεχωριστή ατμόσφαιρα σ' όλο το έργο του συγγραφέα. Τα παιδιά όμως, αυτά τα φτωχά παιδιά που κάνουν όνειρα, όπως όλα τα παιδιά, όλων των κοινωνικών τάξεων είναι η μαγιά του συγγραφέα. Τραγικές στιγμές. Ο Θωμάς, το παιδί με το ακορντεόν, θα χαθεί για μια ρόγα σταφύλι. Θα τον σκοτώσει κάποιος ασυνείδητος φύλακας.

Κλείνοντας και την τελευταία σελίδα η πρώτη σελίδα συνεχίζει να κυριαρχεί.

Μπροστά μας έχομε ένα γεννημένο συγγραφέα. Έναν τεχνίτη του λόγου.

Θα επαναλάβω αυτά που σημειώνουν στον πρόλογο του βιβλίου το «Κερατοχώρι» ο Βασίλης Ρώτας και η Βούλα Δαμιανάκου: «Οι εικόνες που περιγράφει είναι τόσο ζωντανές κι έχουν τέτοια αμεσότητα, που συχνά η συμμετοχή του αναγνώστη σ' αυτές γίνεται τόσο έντονη και καθολική, ώστε να του δημιουργεί την αίσθηση πως ζει ο ίδιος χωρίς ενδιάμεσο εκείνη την εφιαλτική ζωή».

ΓΙΑΝΝΗΣ ΚΟΡΙΔΗΣ
Πεζογράφος Περιοδικό « Ιωλκός»

 

ΓΙΩΡΓΟΣ ΒΑΛΕΤΑΣ

A'

«Το Κερατοχώρι» Αθήνα 1973. Το χρονικό της απίστευτα σκληρής παιδικής ζωής του συγγραφέα, και σάτιρα ανελέητη μιας εγκληματικά ανάλγητης και απάνθρωπης κοινωνίας, μια εκ βαθέων στεντόρεια καταγγελία της κοινωνικής ανισότητας και αδικίας, που χωρίς να την υποπτευθούμε βασίλευε πριν τρεις -τέσσερις δεκαετίες στους απόμερους λαϊκούς συνοικισμούς της Αθήνας και ιδίως στο Κερατοχώρι των σημερινών Σφαγείων(Ταύρου), είναι το βιβλίο του πρωτοφανέρωτου συγγραφέα Παναγιώτη Τρανούλη, που προλογίζουν με δικαιολογημένο ενθουσιασμό ο Βασίλης Ρώτας και η Βούλα Δαμιανάκου.

Όσα περιγράφονται στο βιβλίο είναι περιστατικά και παθήματα της σκληρής εμπειρίας του από την δοκιμασία της φτώχειας και της ορφάνιας, είναι γεγονότα που τα έζησε, και τα διηγείται με τόση αξιοπιστία και ειλικρίνεια, αλλά με τόσο ανθρωπισμό, ώστε το χρονικό του να παίρνει την αξία ιστορικού κοινωνικού ντοκουμέντου (περιγράφεται μια απ' τις πρώτες απεργίες),μιας μοναδικής μαρτυρίας για την κατάσταση της φτωχολογιάς σε εποχή που η αστική τάξη έχει κυριαρχήσει κι ωστόσο βασίλευαν τόσο απάνθρωπες κοινωνικές συνθήκες.

«Είναι δύσκολο να γράψω, δηλώνει ο συγγραφέας στην αρχή του βιβλίου του, όλα όσα είδα και έζησα. Γράφω αυτά που μου αφήνουν το κουράγιο να αναπνέω.»

Δουλεύοντας από μικρός στο τουβλάδικο, χωρίς τη δυνατότητα να σπουδάσει, κατόρθωσε όταν οψέποτε με πολύν αγώνα νίκησε τη φτώχεια, να μάθει ανάγνωση και γραφή, να διαβάζει λογοτεχνία, να βρει τους Ρώσους κλασσικούς, ιδίως στον Γκόρκι ένα μέρος του εαυτού του, Και μ' αυτήν την παρόρμηση ν' αφυπνίζει το κοιμισμένο αναμφισβήτητο ταλέντο του, που τα προσόντα του προσόντα αφηγηματικής τέχνης, λιτού, δυνατού, καθοριστικού και απλού λαϊκού λόγου, που αναδίνεται με άνεση και ρεαλισμό μέσα από σκηνές, εικόνες και περιγραφές, πότε με πόνο, πότε με ένα αδιόρατο χιούμορ, πάντα γεμάτος αγάπη και συγκατάβαση για όλους, ακόμα κι όσους τον τυραννούσαν, και να γράψει αυτό το ντοκουμέντο, που διεκδικεί την καλύτερη θέση στην εργατική μας λογοτεχνία, γραμμένο από εργάτη συγγραφέα, που έγραψε με το αίμα του τα δεινοπαθήματά του και απεικόνισε με τα δραματικότερα χρώματα τα βάσανα του εργατόκοσμου, σε εποχή που του έλλειπε η φωνή και η γροθιά.

Το βιβλίο με κεντρικό ήρωα τον ίδιο τον συγγραφέα, που γυρίζει με άκακο πόνο στα παιδικά του χρόνια, είναι χωρισμένο σε κεφάλαια, που το καθένα είναι και μια αποκάλυψη. Τα συγκινητικότερα και τα πιο δουλεμένα είναι τα πρώτα, όπου περιγράφεται το δράμα της μάνας και της ορφανεμένης πολύμελης οικογένειας, και τα δυο τελευταία, όπου και το ανθρωπιστικό μήνυμα του βιβλίου για το ψέμα που είναι η ζωή-«σκιάς όναρ», που το περιζώνει τόση ανθρώπινη κακία.

Γ Ι Ω Ρ Γ Ο Σ Β Α Λ Ε Τ Α Σ Κριτικός συγγραφέας
Περιοδικό « Αιολικά Γράμματα» 5-6-1973

B'

Ύστερα από ένα εξαιρετικό πεζογράφημα, που κυκλοφόρησε πριν 5 χρόνια με τον τίτλο «Κερατοχώρι» και επαινέθηκε ανεπιφύλακτα και ομόφωνα από την κριτική, ο Παναγιώτης Τρανούλης, άγνωστος πριν στα γράμματα, έδειξε ότι είναι κάτοχος ενός γνήσιου λογοτεχνικού ταλέντου Με αφηγηματική στόφα, που δεν απομακρύνεται από τη λαϊκή κουβέντα και έχει όλα τα χαρίσματά της: τη φυσικότητα, την απλότητα, τη ζωντάνια, τη συντομία και τη χάρη. Ύστερα λοιπόν από το μοναδικό βιβλίο στο οποίο μερικοί κριτικοί βρήκαν αναλογίες με τον Γκόρκι, τον Παναΐτ Ιστράτι, και το Χάμσουν, ο Παναγιώτης Τρανούλης , μας δίνει το δεύτερο βιβλίο του, που ουσιαστικά αποτελεί συμπλήρωμα του πρώτου, τόσο ως προς τη μορφή, όσο και ως προς το περιεχόμενο. Ο τίτλος του νέου αφηγήματός του είναι « Για μια ρόγα σταφύλι», που χαρακτηρίζει τη μιζέρια και την ασφυκτική ατμόσφαιρα των παιδικών χρόνων του συγγραφέα που στην ψυχή του τα διάφορα σκληρά περιστατικά άφησαν ανεξίτηλα σημάδια, που η ανάμνηση και η καταγραφή τους σήμερα πλουτίζουν την αφήγησή του με ανθρωπισμό και αληθινή συγκίνηση.

Το χρονικό της ζωής ενός χωριατόπαιδου που δε γνώρισε τη χαρά της ζωής, αλλά μεγαλωμένο μέσα στη φτώχεια, γεύτηκε το φαρμάκι της πικρής βιοπάλης. Το νέο βιβλίο του Παναγιώτη Τρανούλη αρχίζει από τη μετακόμιση του σπιτιού του στο Περιστέρι, στις Γερμανικές παράγκες έξω από τις μονοκατοικίες, όπου η μάνα του κατόρθωσε να πάρει προσφυγικό σπίτι. Με σπάνια ζωντάνια περιγράφει τις μορφές της μάνας του, των θείων του, των αδερφών του, των μαστόρων του και ιδίως του αφεντικού, από τον οποίο έχει αποκομίσει τις σκληρότερες εμπειρίες που πλήγωσαν την παιδική ψυχή του, σε σημείο που και σήμερα ακόμα να ξεχειλίζει μέσα από την αφήγηση σαν βόγκος και σαν παράπονο ο πόνος του συγγραφέα.

Το βιβλίο αυτό των παιδικών αναμνήσεων, είναι γεμάτο ανθρωπισμό, γιατί ξεσκεπάζει και δικαιώνει τον ανθρώπινο πόνο της εργατιάς και της φτωχογειτονιάς, της χωματερής, όπου για μια ρόγα σταφύλι, χάνει τη ζωή του ένα ασυλλόγιστο παιδί.

Αυτό το κεφάλαιο καθώς και το επόμενο «Με προσπέρασε χωρίς να μου μιλήσει» και μερικά άλλα, όπως « Ο Λαλαούνης και ο πάγκος του», το «Πανηγύρι», « Η δουλειά μου στον Νικάκια» είναι από τα πιο δουλεμένα του βιβλίου, χωρίς να υστερούν και τα άλλα, ώστε να παρουσιάζουν ανισότητες και αλλαγές. Τούτο προέρχεται από το γεγονός ότι ο Παναγιώτης Τρανούλης μιλά από την ψυχή του και γράφει, όπως έλεγαν οι παλιότεροι κριτικοί «με το αίμα του» χωρίς καμιά επιτήδευση.

Μπορούμε να δούμε το πρώτο μέρος του κεφαλαίου « Για μια ρόγα σταφύλι»: «Πάνω από τη χωματερή ήτανε ένας απέραντος κάμπος αμπέλια. Το παιδί ξεγελάστηκε κι άπλωσε το χέρι, ο φύλακας που είχε την καλύβα του λίγο πιο πέρα το είδε, του έριξε και το σκότωσε. Ο άνθρωπος αυτός ήτανε πολύ ψηλός, μελαχρινός σχεδόν μαύρος, μεγάλες μουστάκες, τον έβλεπες και σου κοβότανε η καρδιά. Γύριζε πάντα με τον γκρα στην πλάτη, και καυχιότανε: « Όποιος τολμήσει ν? απλώσει στ? αμπέλι να κόψει σταφύλι, θα πεθάνει επί τόπου!» Ανάμεσα στ? αμπέλια είχε ένα δρόμο, κι όποτε κανένα μας τύχαινε να περάσει από κει, κοίταγε μόνο μπροστά. Φοβόμαστε να δούμε δεξιά αριστερά, όταν κοιτάγαμε. Ο φύλακας το έπαιρνε πως θέλαμε να κόψουμε σταφύλια και είχε χτυπήσει πολλούς?

Όταν είδε το Θωμά σκοτωμένο, τα μάτια του μεγαλώσανε, γίνανε και κόκκινα σαν άγρια πυρκαγιά και φώναξε τρομερά εξαγριωμένος : Πού πάει αυτός;?Από κει έκανε?απάντησε ο Μαστρολουλούδας, χλομός σαν κερί, και σήκωσε αργά το χέρι προς το μέρος που έφυγε ο φονιάς.

-Να τονε! Είπε ο δάσκαλος τεντώνοντας το κοντό του χέρι. Κοιτάξαμε όλοι κατά κει που έδειξε. Ο φύλακας φαινότανε μόλις . Το θεόρατο ύψος του το είχε καταπιεί το μάκρος του κάμπου. Έδειχνε σαν ένα πολύ μικρό πραγματάκι. Κι όπως τον έβλεπες δεν μπόραγες να πιστέψεις πως αυτό το μηδαμινό πράμα μπόρεσε να κάνει ένα τόσο μεγάλο κακό. Αμοληθήκαμε όλοι κατά του φύλακα. Από κοντά ακολουθήσαμε κι εμείς τα μικρά. Μπροστά έτρεχε Ο Παντελής ο Βλάχος. Γεμίσανε τα χωράφια κόσμο. Η απόσταση που μας χώριζε από το φονιά μίκραινε και ξεχώριζε όλο και πιο καλά.

Στο ένα χέρι βάσταγε το τουφέκι και στον άλλο του ώμο είχε ριγμένο το σακάκι και με το γιγάντιο ύψος του έδειχνε τρομερός. Ζυγώνοντας του ριχτήκανε με πέτρες. Ο Παντελής του έβαλε άγρια φωνή. «Παραδώσου εγκληματία!? Όπου και να πας δε θα γλιτώσεις, θα πεθάνεις πια!» Στο άκουσμα αυτό τρόμαξα. Ο φύλακας γύρισε την κάνη του όπλου του, Κι έριξε κατά πάνω μας. Ο κρότος απλώθηκε μες στον κάμπο τρομακτικός. Σκορπίσαμε σε χαντάκια, πίσω από ελιές, αλυγαριές, όπου μπόραγε ο καθένας μας. Όταν ο φύλακας προχώραγε, όλο το μπουλούκι κινιότανε πίσω του με πέτρες και λυσσασμένες φωνές που αντιβούιζε ο κάμπος . «Κακούργε, δε θα γλιτώσεις, με τη ζωή σου θα πληρώσεις αυτό που έκανες!»? Σ' αυτό το ύφος το καθαρό, το αβίαστο και απερίτεχνο, που αναβιώνει

Το λαϊκό προφορικό λόγο στη γνήσια μορφή του, είναι γραμμένο όλο το βιβλίο του Παναγιώτη Τρανούλη που επικυρώνει την εντύπωση του πρώτου του βιβλίου και του εξασφαλίζει μια αξιόλογη θέση δημοτικού πεζογράφου στα νεοελληνικά γράμματα, ενός νεώτερου Δούκα.

ΓΙΩΡΓΟΣ ΒΑΛΕΤΑΣ
Περιοδικό « Αιολικά Γράμματα» 8-8-1981

 
  
 

ΛΑΜΠΡΟΣ ΜΑΛΑΜΑΣ

A'

Γνωρίσαμε τον Τρανούλη πριν δυο χρόνια, από το έργο του, που μας πρόσφερε ο σεβαστός και αγαπητός φίλος ποιητής Βασίλης Ρώτας με τον τίτλο «Το Κερατοχώρι», που ο ίδιος τον παρουσίασε με καυχησιά και περηφάνια. Ο Παναγιώτης Τρανούλης βρίσκεται σε μια εξαίρετη κι ανώτερη στάθμη λαϊκής πεζογραφίας. Μας παραδίνει ανάγλυφη και παραστατική τη ζωή της αγωνιστικής και πολυβάσανης βιοτικής πορείας του. Η τέχνη του, εκφράζει την ουσία και τη γεύση των λαϊκών βιωμάτων που γεννούν τις πρωτοπόρες ιδέες και καλλιεργούν τα πιο βαθιά συναισθήματα. Περιέχει το γόνιμο σπέρμα της ηθικής αντοχής, της επίμονης πίστης στην πρόοδο ενός ταλαίπωρου και άξιου παιδιού. Διαγράφει τα μικράτα του χρόνια, γεμάτα από συμβάντα οδυνηρά αλλά και αξιέπαινα.

Ο Τρανούλης με την τέχνη του, που διαβάζοντας τον αναπολεί κανείς τις περιπέτειες του Γκόρκι και του Ιστράτι, αγκαλιάζει τη ζωή και την πραγματικότητα. Το μερικό αντιστοιχεί στο γενικό και αυτή η γενίκευση, δείχνει υποβλητικά τη ρεαλιστική ομοιογένεια των καημών και των προβλημάτων, της πίστης και της αγάπης στην πρόοδο και τις αξίες των ανθρώπων. Με αγνό αίσθημα, πικρή, πεισματική και νικηφόρα στάση κι ενατένιση ζωής, καθιερώνεται έτσι στην αληθινή λογοτεχνία, μ' ένα ύφος αδρό, λιτό κι ανεπιτήδευτο. Μας προσφέρει έντονα μια ψυχή, που την κυριαρχεί η αισιοδοξία κι η αγωνιστική διάθεση για κάθε μελλοντική επιτυχία. Όλο το έργο του πείθει και συγκινεί, κι έχει τη λάμψη της γνησιότητας και το κύρος μιας τερπνής και διδαχτικής λαϊκής δημιουργίας . Ο Τρανούλης είναι ένας αληθινός καλλιτέχνης και οι αυτοβιογραφικές του σελίδες, είναι διαποτισμένες από τον ανθρώπινο πόνο και την ατσαλένια θέληση της ζωής και της νίκης. Πηγαίος αφηγητής ουσιαστικών και συμπονετικών για την αξία του ανθρώπου καταστάσεων...

...Ο Β. Ουγκώ έλεγε, πως η ζωή χωρίς τον αγώνα της δεν έχει καμιά ουσιαστική κοινωνική και ανθρώπινη αξία. Και η τέχνη του Τρανούλη μας χαρίζει -με την αισθητική συγκίνηση- μια τέτοια ανάλυση συμπυκνωμένης ουσίας και δύναμης των χαρακτήρων. Η έκφραση αυτού του πονεμένου ατομικού στοιχείου, αντιστοιχεί και καλύπτει σε συγκεκριμένες συνθήκες και σε σκληρό εργατικό και κοινωνικό περιβάλλον μια αντικειμενική πραγματικότητα. Ο Τρανούλης είναι ένα χτυπητό και λαμπρό παράδειγμα στην πεζογραφία, ηθικής ακεραιότητας. Πάλεψε με πολλές αντιξοότητες και νίκησε... Τίποτα δεν παραποιεί, και το ανώτερο ήθος του τον κάνει παλικάρι μέσα στην ηρωική υπόσταση και λεβεντιά της Ρωμιοσύνης...

Λ Α Μ Π Ρ Ο Σ Μ Α Λ Α Μ Α Σ
Συγγραφέας Περιοδικό « Ελεύθερο Πνεύμα» 8-7-1973

B'

Πολυαγαπημένε φίλε και λεβέντη πνευματικέ αδερφέ Παναγιώτη Όταν έρθεις στην πατρίδα του Βηλαρά και του Ψαλλίδα, σε περιμένω στο φτωχικό μου σπίτι. Θα είναι τιμή μου και πασχαλινή χαρά, να νιώσω κοντά μου έναν άξιο αγωνιστή της ζωής, έναν αυτοδημιούργητο σκυταλοδρόμο της προόδου και πάνω απ' όλα έναν γνήσιο και αληθινό συγγραφέα. Το έργο σου θα παραμείνει αθάνατο, γιατί «εποίησε τα γινόμενα κατά δύναμη» και με το δικό σου τρόπο, όπως αξιώνει ο Αριστοτέλης και όλοι οι ορθόδοξοι αισθητικοί της κριτικής δεοντολογίας. Την αλήθεια έχεις για Θρησκεία σου στην τέχνη, όπως ο Ταγκόρ, ο Γκόρκι και άλλοι. Έγραψα λίγα στο « Ελεύθερο Πνεύμα». Αξίζεις πολύ περισσότερα και θα ασχοληθώ στο μέλλον.....

ΛΑΜΠΡΟΣ ΜΑΛΑΜΑΣ
1-11-1975

 

ΝΤΙΝΟΣ ΒΛΑΧΟΓΙΑΝΝΗΣ

A'

Υπάρχουν οι συμπληγάδες στη θύμησή μας, που κλείνουν όταν πλησιάζουμε και προσπαθούμε να τις περάσουμε. Είναι οι ώρες που μάτωσαν την καρδιά μας και παγιδεύουν τη σκέψη μας στον πόνο, που είχαμε περάσει, γι αυτό και λοξοδρομούμε, απαλύνουμε ή δικαιολογούμε καταστάσεις δυσάρεστες παιδικές απωθήσεις, όπως θα έλεγαν οι γιατροί, που στην ψυχανάλυση θα μας έβγαζαν αρρώστους.

Εξαίρεση η «Πείνα» του Κνουτ Χάμσουν, που την ξέχασε στον μεγάλο πόλεμο γιατί ήταν χορτάτος, ο Παναΐτ Ιστράτι και ο Καζανόβας, που μίλησαν ανοιχτά όσο τους ήταν μπορετό. Εξέχουσα βέβαια μορφή, πλατυτέρα της γης, θα έλεγα, ο Μάξιμος Γκόρκι, απέδειξε ότι η στέρηση κινεί στην πάλη της δημιουργίας του έργου, χωρίς αγανάχτηση. Όμως υπάρχει μία διαφορά, που μετράει νομίζω σημαντικά, στο έργο του Παναγιώτη Τρανούλη.

Η έλλειψη προσπάθειας εξωραϊσμού της αφηγηματικότητας, πράγμα που θα δούλευε ανασταλτικά στην συμμετοχή του αναγνώστη και στην συγκίνηση που πηγαία αναβλύζει από τον ωμό ρεαλιστικό λαϊκό λόγο του. Στους όσους ανέφερα πιο πάνω φαίνεται η λογοτεχνική επένδυση, που βέβαια προσθέτει στην θέαση της χαμοζωής, ας μου επιτραπεί να πω, ότι η παρεμβολή εικόνων φιλοτεχνημάτων για την περιγραφή του φυσικού χώρου, της θάλασσας του δάσους, του ουρανού, σε τραβάει μακριά από τη συμμετοχή και σε κάνει ακροατή μιας τραγικής και άδικης κοινωνίας.

Εδώ βουλιάζεις μαζί με το συγγραφέα, έως το λαιμό μες στη λάσπη και πνίγεσαι ο ίδιος. Βλέπεις ότι υπάρχουν άνθρωποι που δεν πεθαίνουν από τη μεγάλη τους φτώχεια, αλλά σκάζουν από τη μεγάλη τους δυστυχία γιατί δεν έχουν να θάψουν τους δικούς τους. Στο «Κερατοχώρι» γνώρισα ακόμα τη μεγάλη φραστική ευγένεια του Σκαμπιτσέφσκι, που κρίνοντας το έργο του Νικολάι Γκογκόλ γράφει ότι αληθινά είναι θαυμάσιο να εξαναγκάσεις τον αναγνώστη να τελειώσει το βιβλίο μ' ένα θλιβερό συναίσθημα και να φωνάζει μαζί με τον ήρωα:

-Ανιαρός είναι αυτός ο κόσμος, κύριοι!

Εδώ κλείνεις το βιβλίο και μένεις κατάπληκτος, γιατί αντικρύζεσαι με μιαν απέραντη καλοσύνη, τόσο πλατιά, που το ξύλο, η γύμνια, η πείνα, η θεομηνία, ο πόνος η κτηνωδία, η έλλειψη πρόνοιας, δεν γέννησε ούτε ίχνος μίσους στην αγνή του καρδιά. Έτσι το ανιαρός έρχεται τόσο ευγενικό κι απαλό, που με κόπο κρατιέσαι από του να φωνάξεις μόνος κάτω από το βάρος της ασήκωτης ριγγλιάς, που σακατεύει τον τρυφερό ώμο του λυμφατικού παιδιού:

-Κακούργος που είναι αυτός ο κόσμος άθλιοι!..

Ακόμα πρέπει να σημειωθεί ότι το αγαπητό μου ζευγάρι Βασίλη Ρώτα και Βούλα Δαμιανάκου, που τόσο στέρεο και σύμφωνο με το προοδευτικό πνεύμα του καιρού έχουν δώσει έργο διάρκειας, ανυποχώρητοι κι αδιάλλακτοι, έπαιξαν ένα ρόλο στην περίπτωση του Παναγιώτη Τρανούλη, όμοιο με εκείνο του Ρομαίν Ρολλάν, που αποκάλυψε τον Παναΐτ Ιστράτι. Ας μου επιτραπεί η ταπεινή μου γνώμη « το έργο τούτο, με τις τραγικές του κορυφώσεις», όπως σημειώνουν οι προλογίζοντες, είναι ανάγκη να έχει συνέχεια.

Ο συγγραφέας σημειώνει, ότι είναι δύσκολο να γράψει όλα όσα είδε και έζησε. Είναι πολλά από αυτά που δε βαστάει να τα ιστορήσει. Γράφει μόνο εκείνα που του αφήνουν κουράγιο να αναπνέει. Όμως πιστεύω και τούτο φαίνεται από το βιβλίο του, ότι διαθέτει απέραντη δύναμη και καλοσύνη, που μπορεί να θυμάται να συγχωρεί και να καταγράφει την απάνθρωπη πορεία μιας κοινωνίας, όπου ο δούλος από παράδοση γίνεται βασανιστής του μικροσυνεργάτη του, για να σπιλώσουν και οι δυο στις ρημαγμένες πλάτες τους ένα σαθρό και βρόμικο οικοδόμημα. Ομολογώ ότι δεν έχω διαβάσει άλλο βιβλίο με τόσο θλιβερές ιστορίες και τόσο τραγικές εικόνες μαρτυρικού βίου. Θυμάμαι μια οικογένεια από δώδεκα ψυχές στη Βόχα που πέθανε από φθίση ο ένας μετά τον άλλο. Τους πέρναγαν με το ξυλοκρέβατο για να τους διαβάσουν και να τους θάψουν. Στο καφενείο οι χωριάτες έκαναν το σταυρό τους, κούναγαν το κεφάλι κι έλεγαν:

-Τι να τους κάνεις ; Ποιος να τους ταΐσει;

Κι ένας παχύδερμος μεγαλοκτηματίας, πάντοτε πρόσθετε:

-Κι εκείνος ο μακαρίτης, τι...διάβολο τα ήθελε τόσα παιδιά!...

Μα τούτη η συμφορά, που τόσο απλά προβάλλεται μπροστά μας, είναι μια άγνωστη γωνιά που ούτε καν την είχες υποπτευθεί. Έτσι που λυπάσαι, γιατί δεν είσαι πια νέος να ξαναρχίσεις με σφιγμένα δόντια τον αγώνα.

ΝΤΙΝΟΣ ΒΛΑΧΟΓΙΑΝΝΗΣ
Περιοδικό « Νέα σκέψη» 6-2-1976

B'

...Τώρα ο Παναγιώτης Τρανούλης έρχεται με το «Για μια ρόγα σταφύλι» να σιγουρέψει τη θέση του και να μας πει ότι έχει μαζέψει τόσες εμπειρίες, που μπορεί άνετα να γράψει έργο σαν εκείνη την «Πείνα» του Χάμσουν, ή σαν τα διηγήματα του Μαξίμ Γκόρκι. Διαβάζει κι αισθάνεσαι τύψεις ένα αίσθημα ενοχής, γιατί πέρασες πλάι από αυτές τις δυστυχίες, αυτές τις επικλήσεις για βοήθεια και δεν έδωσες τη συνδρομή σου ή δεν αγωνίστηκες για την απάλειψη αυτής της πληγής, που κάνει να αιμορραγεί η ανθρωπότητα. Σε περίπτωση που έχεις αγωνιστεί για τα δίκαια των κοπιώντων, καταλαβαίνεις ότι δεν πήγε άδικα ο μόχθος σου.

Εκείνο που σου κάνει εντύπωση είναι ο απλός εξομολογητικός τόνος του συγγραφέα, που περνά μέσα από τη συμφορά και τη βγαλμένη με τόσο αγώνα και ιδρώτα και τόσο αίμα, μπουκιά των παιδιών, το τυλιγμένο με κουρέλια κορμί του φτωχού, την πείνα και τη στέρηση φαγητού ζεστού και κατοικίας, που το πιο ευρύχωρο σπίτι, μέσα στις σελίδες του βιβλίου είναι μια ξύλινη παράγκα, εκείνο λέω, που σου κάνει εντύπωση, κι ίσως είναι πρωτοφανέρωτο στα γράμματα, είναι ότι ο συγγραφέας δεν φτάνει να επικαλείται τον θάνατο, για τη λύτρωσή του, αλλά διαπνέεται από μια αισιοδοξία για τη ζωή, μια ευτυχία για το ότι έχει ακόμα ανοιχτά τα μάτια του και μάχεται να ξεπεράσει τις φουρτούνες. Έτσι τον ακούς πολλές φορές να φωνάζει ότι είναι ωραία η ζωή, ας έχει μόλις αφηγηθεί τη φτώχεια, την αρρώστια, την πείνα και τη δυστυχία στη διαπασών της κλίμακας του γραφτού λόγου. Με λίγα λόγια ο Παναγιώτης Τρανούλης είναι κάτι άλλο στα νεοελληνικά γράμματα. Είναι η διαμαρτυρία μιας κοινωνίας άδικης, η φωτογραφία της αθλιότητας, η απανθρωπιά και το αίσχος ενός κόσμου που υποκρίνεται ότι ζει ελεύθερα και ότι θέλει να λέγεται πολιτισμένος. Ένα βιβλίο πέρα για πέρα σπαραγμού, όχι όμως πεισιθάνατο.

ΝΤΙΝΟΣ ΒΛΑΧΟΓΙΑΝΝΗΣ
30-11-1981

 
  
 

ΝΙΚΟΣ ΓΑΛΑΖΗΣ

Δεν έχεις παρά να διαβάσεις την πρώτη σειρά για να μην αφήσεις το βιβλίο από τα χέρια σου. Ίσαμε τη στερνή αράδα. Η κατάθεση του συγγραφέα είναι ανάγλυφη και ζωντανή. Εγγράφεται στο χρόνο, κάνοντας ανατομία σε σύνθετα περιστατικά κι αποφαίνεται λακωνικά. Το βιβλίο κρύβει άβυσσο από αισθήματα κι εμπειρίες. Χρυσωρυχείο κι αδαμαντωρυχείο ανεξάντλητο και φοβερό που ξεκόβεις με την αξίνα του θυμικού σου ακατέργαστα κομμάτια που στραφταλίζουν και σου θαμπώνουν την ψυχή για το μεγαλείο τους. Πρόσεξα πως απ' τη γραφή του «Κερατοχωριού», αναδίνεται η ελπίδα και η αγάπη για τη ζωή, η εύθυμη θεώρηση κι φιλοσοφημένη αντιμετώπιση της ζήσης.

Η αγαθοσύνη, η απέραντη ανθρωπιά κι εγκαρτέρηση. Η τιμιότητα και το ήθος. Δεν υπάρχει μέσα σ' αυτήν την αβάσταχτη πείνα κάποιος που να βάλει το χέρι του σε ξένο πράμα. Να σφετεριστεί ακόμα κι ένα ψίχουλο, ένα νεράντζι. Από μοίρα απαίσια και φριχτή και μόνη της η ψυχή ανέγγιχτη κι απροσπέλαστη. Αδιάφθορη. Κορυφαία συνείδηση. Φιλότιμο κι έμφυτη ευγένεια.

Μέσα απ' όλες τις σελίδες του Π. Τρανούλη, ψιθυρίζεται, σ' όλο το μάκρος, υπερκόσμια μουσική. Απ' τις λέξεις, απ' τις φράσεις, απ' τις μαγικές εικόνες, υλοποιείται διακριτικό τραγούδι και λαϊκή ομορφιά. «Τραγούδαγα ατέλειωτα. Από μικρό παιδί, που κατάλαβα τον εαυτό μου μεγάλωνα με το τραγούδι, ξυπνούσα, τραγουδούσα. Περπάταγα στο δρόμο και τραγούδαγα. Εγέρασα κι ακόμα τραγουδάω, αυτό το θαύμα που γύρω μας υπάρχει». Η ίδια η ζωή. Ξυπόλυτοι στη βαρυχειμωνιά. Βουρκωμένη συγκίνηση απ' τα χτυπήματα της μοίρας και της φύσης. Έρμαια ανθρώπων μιας ανελέητης κοινωνίας. Αγώνας με νεκρούς και ναυάγια. Οι άνθρωποι ψοφούσαν σαν τις μύγες. Το παραπάνω βιβλίο του Π.Τρανούλη με προβλημάτισε. Γιατί γράφτηκε από άνθρωπο που δεν πάτησε σε σχολείο και τα λίγα κολυβογράμματα τα' μαθε μόνος του, μεγάλος πια, συλλαβίζοντας φυλλάδες που ξέπεφταν στα χέρια του. Ωστόσο, φοίτησε στο Πανεπιστήμιο της ζωής, πέρασε από εξετάσεις κι αρίστεψε και το έργο τούτο είναι η διδακτορική του διατριβή.

Βιβλίο αυτοβιογραφικό, γραμμένο με τόση αλήθεια, όση μπορούν να βαστάξουν κείνοι που αγωνίζονται καθαρά στη ζωή. Γραμμένο μ' αφέλεια, δίχως φούμαρα, με πυκνή εμπειρία, καταξιώνει μια θέση στ' αριστουργήματα της νεώτερης λογοτεχνίας μας, που σημαδεύουν επάξια κι αντιπροσωπευτικά την πορεία της. Βιβλίο της κατηγορίας αυτής, που δεν έχει όμοιο στα γράμματά μας.

Η ζωή του συγγραφέα έχει αναλογίες με τη ζωή του Γκόρκι και του Παναΐτ Ιστράτι. Κι ο Γκόρκι έμεινε ορφανός από τεσσάρων χρονών, πάλεψε κι αλήτεψε. Μέσα του κρατούσε τυχοδιωχτικό πνεύμα, καθώς κι ο Ιστράτι. Ο δικός μας ρίχτηκε άσπλαχνα στη βιοπάλη της σκυλίσιας ζωής για να καταγράψει τίμια το δυναμικό μιας αποτρόπαιης ανθρωποφάγικης μηχανής.

Οι σελίδες του στέκουν σε παγκόσμιο φάσμα και θα λαμπρύνουν τη λογοτεχνία κάθε αναπτυγμένης χώρας. Σελίδες που θα τις υπόγραφε αδίσταχτα κι ένας Γκόρκι.

ΝΙΚΟΣ ΓΑΛΑΖΗΣ
Ποιητής - Πεζογράφος
Περιοδικό «Νέα Σκέψη» 8-10-1977

 

ΧΡΗΣΤΟΣ ΛΕΒΑΝΤΑΣ

Εξαίρετε φίλε Πήρα το βιβλίο σας « Το Κερατοχώρι» και σας ευχαριστώ θερμότατα όχι μόνο για την ευγενική προσφορά σας, αλλά και για τη μεγάλη χαρά που μου δώσατε. Χωρίς άλλο πρόκειται για κείμενο που πλουτίζει με τη λιτή εκφραστικότητα και τη βαθύτατη ανθρωπιά του και τη δυναμική πρόζα του, από χρώματα αδρά, ρεαλιστικά και με αμεσότητα που τιμά τη νέα πεζογραφία μας.

Θα γράψω σχετικά, όταν μπορέσω, όμως θα επιθυμούσα να είχα τη δυνατότητα να χτυπήσω τις καμπάνες, για να διαλαλήσω την αξία της προσφοράς σας.
Συγχαρητήρια ειλικρινά.

ΧΡΗΣΤΟΣ ΛΕΒΑΝΤΑΣ Διηγηματογράφος

 
  
 

ΓΙΑΝΝΗΣ ΜΑΡΡΕΣ

A'

Φίλε κύριε Τρανούλη

Σας ευχαριστώ μ' όλη μου την καρδιά, για τη μεγάλη συγκίνηση που ένιωσα διαβάζοντας το θαυμάσιο βιβλίο σας! Τι μπορεί να ειπεί κανείς για το βιβλίο αυτό, όταν από τη μια μεριά οι καλοί και αγαπημένοι μου φίλοι στον πρόλογό τους, κι από την άλλη εσείς με το κείμενό σας καλύπτετε τα πάντα; Τίποτα!

Δε χρειάζεται τίποτα άλλο να ειπώ. Μόνο εγώ έτσι μου' ρχεται να ευχαριστήσω τη ζωή, που σας έψησε σας τσουρούφλισε, σας όργωσε κυριολεκτικά και σας έδωσε σε μας, θαυμάσιο, ολοκληρωμένο, γιομάτο δύναμη και ανθρωπιά να μας τραντάξετε την καρδιά με αυτά που προκαλούν τη συγκίνηση, που τόσο σπάνια μας επισκέπτεται στις αναποδιασμένες μέρες του καιρού μας.
Σας σφίγγω δυνατά το χέρι

ΓΙΑΝΝΗΣ ΜΑΡΡΕΣ
Ποιητής - Πεζογράφος 5-3-1973

B'

Αγαπητέ μου Παναγιώτη

Σ' ευχαριστώ μ' όλη μου την καρδιά για το από πολλές πλευρές αξιόλογο βιβλίο σου, που είχες την καλοσύνη να μου στείλεις. Με συγκίνησες βαθύτατα με όλα όσα γράφεις στο βιβλίο σου, πράγματα που έχουν σχέση με την ζωή και τα βάσανά σου, πράγματα που με τόσο απλό και τόσο όμορφο τρόπο γραμμένα από σένα, όχι μόνο συγκινούν βαθιά τον αναγνώστη τους, αλλά τον αναγκάζουν κιόλας να σκεφτεί πολλά για τη ζωή και τα ανθρώπινα....

Να' σαι λοιπόν καλά, να γράφεις, και να μου στέλνεις πάντα τα βιβλία σου.

ΜΑΡΡΕΣ ΓΙΑΝΝΗΣ 14-3-1981

 

ΑΝΔΡΕΑΣ ΤΣΟΥΡΑΣ

Η νεοελληνική πεζογραφία, έχει σημαδευτεί με τον «Αιχμάλωτο» του Στρατή Δούκα. Από κει και πέρα έχουν πολιτογραφηθεί μεγάλα ονόματα στο χώρο της. Σ' αυτά τα ονόματα δίχως άλλο πρέπει να προστεθεί και ο συγγραφέας Παναγιώτης Τρανούλης που με τα βιβλία του «Το Κερατοχώρι», «Για μια ρόγα σταφύλι» και «Από το καμίνι στη φυλακή» μπαίνει στη χώρα των ιδεών, άξιος πολίτης της. Ο Τρανούλης διεισδύει στις ψυχές των ταπεινών και καταφρονεμένων. Ο λόγος του άρωμα ζεστού ψωμιού με τις μετρημένες ελιές στη χούφτα του κουρασμένου και πεινασμένου εργάτη, διεκδικεί το ξεκούρασμα της δυστυχίας, που πολύ τον τυράννησε στα παιδικά του χρόνια.

Είναι συγγραφέας που μας ζωντανεύει έναν κόσμο, άμετρα δυστυχισμένο. Πηγή είναι η ανελέητη και ανεξέλεγκτη φτώχεια του μέσα από απίστευτα χτυπήματα της ζήσης που καταρρακώνουν την έννοια ανθρώπινη ζωή. Ο συγγραφέας ολόρθος και όταν η μάνα του με το δασύ χτένι ρίχνει τις ψείρες από το κεφάλι στο μαγκάλι, δεν αφήνει να παρασυρθούμε από το γεγονός, αλλά με τέχνη μας κρατά στην αισθητική ευαισθησία του λόγου του. Οι εικόνες στο έργο Τρανούλη, έχουν την πικρή αρμύρα και την αίσθηση, που αφήνει το δάκρυ λυτρωμένο από τα μάτια ενός λαβωμένου ανασφάλιστου ορφανού παιδιού και αυτό δεν μπορεί κανείς να το αγγίζει μόνο αν διαβάσει το έργο του.

Τον είπαν Γκόρκι της Ελλάδας, Ντίκενς, Ιστράτι. Αλλά τίποτα δεν τον χαρακτηρίζει περισσότερο από το ότι ο Παναγιώτης Τρανούλης παρέδωσε στην νεοελληνική μας λογοτεχνία με σπάνια μοναδικότητα, τη ζωή ενός κόσμου που δίχως αυτόν, θα χάνονταν. Με προσεχτικά διαλεγμένη λαϊκή σοφία σαν καθαρό φως πετάγεται μέσα από τις γραμμές του, και διδάσκει και εντυπωσιάζει στην απλότητά της.

Δεν μπορώ να ξέρω τι είναι στα Ρώσικα οι σελίδες φτώχεια του Γκόρκι π.χ. Πάντως μεταφρασμένα, δεν έχουν αυτή την αμεσότητα, αυτήν την «παρθενικότητα» της φόρμας του Τρανούλη, που τρυπάει πέρα για πέρα τους ενδοιασμούς μας και προβάλλει μουσκεμένος από «περήφανα» δάκρυα μιας ζωής πνιγμένης στον ιδρώτα και το αίμα του αγώνα για την Ελευθερία. Να γιατί, δεν έχει την ανάγκη σύγκρισης με τους μεγάλους, ο Παναγιώτης Τρανούλης. Όταν διάβαζα τα βιβλία του, σε κάθε πρόταση, σε κάθε δάκρυ του συγγραφέα φτερούγιζε ο στίχος του Πόε «Ποτέ πια, ποτέ πια». Ο λόγος του είναι ως τα κατάβαθά του ατόφιος ελληνικός. Και αυτό είναι το κέρδος του Τρανούλη, αλλά και το δικό μας. «Ποτέ πια....»

ΑΝΔΡΕΑΣ ΤΣΟΥΡΑΣ Ποιητής
Περιοδικό «Θεσσαλική Εστία» 3-4-1987

 
  
 

ΣΟΦΙΑ ΜΑΥΡΟΕΙΔΗ- ΠΑΠΑΔΑΚΗ

A'

Αγαπητέ κύριε Τρανούλη

Ύστερα από μια μεγάλη οικογενειακή δοκιμασία ήρθε στα χέρια μου το βιβλίο σας «Το Κερατοχώρι». Το ρούφηξα κυριολεκτικά καθώς είχα ανάλογα βιώματα -σ' άλλες περιοχές - απ' τη βιοπάλη της παιδικής ηλικίας . Πόση ζωντάνια, πόση αλήθεια, τι ανθρωπιά, κλείνουν οι σπουδαίες σελίδες σας. Και πόσο απλά και παραστατικά μας παρουσιάζετε τη ζωή. Οι άνθρωποι, οι τύποι, τα περιστατικά είναι ζωγραφισμένα με δάκρυ και αίμα κι απλά, όπως η φωνή της καρδιάς.

Κι αστράφτει αναμφισβήτητο το ταλέντο του ποιητή, του αφηγητή, του δημιουργού. Η περιγραφή ως την πιο μικρή λεπτομέρεια, που τόσο τρυφερά με τα ανθρώπινα συναισθήματα είναι πηγή χαράς αλλά και κόλαφος κατά της κοινωνίας. Αρχίζετε πολύ φωτεινά τη δημιουργία σας. Περιμένομε ακόμα πολλά, γιατί σας δασκάλεψε η πίκρα χωρίς να στεγνώσει τη δροσιά της καρδιάς. Θαυμάσια η εισαγωγή Ρώτα- Δαμιανάκου.

ΣΟΦΙΑ ΜΑΥΡΟΕΙΔΗ- ΠΑΠΑΔΑΚΗ
Ποιήτρια 23-4-1973

B'

Αγαπητέ μου κύριε Τρανούλη

Διάβασα με αγάπη το βιβλίο σας «Για μια ρόγα σταφύλι». Είστε ένας καταπληκτικός συγγραφέας και σας θαυμάζω για την ανθρωπιά σας, την αισθαντικότητά σας και την παρατηρητικότητά σας. Είστε από την ίδια στόφα του Γκόρκι και του Ιστράτι και βλέπετε με το ίδιο μάτι τα πράγματα του κόσμου. Καταφέρνετε η λεπτομέρεια να γίνεται τέχνη και να ευχαριστεί. Καταφέρνετε το ασήμαντο να παίρνει τις διαστάσεις του μεγάλου, με τον πλούσιο σε συναισθήματα λόγο σας καταφέρνετε να δίνετε τη ζωή ρέουσα. Έχετε την άνωθεν δωρεά. Δεχθείτε τα θερμά μου συγχαρητήρια και την αγάπη μου.

ΣΟΦΙΑ ΜΑΥΡΟΕΙΔΗ- ΠΑΠΑΔΑΚΗ 27-11-1987

 

ΓΙΩΡΓΟΣ ΠΟΛΙΤΑΡΧΗΣ

Πολλή η σκέψη του κ. Παναγιώτη Τρανούλη να γράψει για τη ζωή ενός κόσμου γιομάτου καλοσύνη και αγωνία. Πρόκειται για το χρονικό της ζωής των καμιναδόρων, κεραμιδάδων, που όμως πήρε το πλάτος λογοτεχνικού έργου, επειδή ο συγγραφέας του είναι εφοδιασμένος με αίσθηση και με παρατηρητικότητα.

Στάθηκε δίπλα στους φτωχούς, είδε τα ελαττώματά τους και τα προτερήματά τους και τόνισε ό,τι καλό υπάρχει στην ανθρώπινη ψυχή. Έτσι ο λόγος του μας έρχεται θερμός και άμεσα ζωντανός. Σελίδες ημερολογίου γραμμένες θαρρείς την ώρα των γεγονότων. Δεν κουράζεσαι να διαβάζεις αυτό το βιβλίο, αντίθετα θέλγεσαι. Οι τύποι του αληθινοί άνθρωποι διαποτισμένοι από το φως ψυχικών αναλαμπών, γίνονται οι οικείοι, σαν να τους γνωρίζαμε από καιρό.

Κι ο διάλογός του όπου υπάρχει, θεατρικότατος. Δε στόλισε το ύφος του με πολυλογίες και φιλολογικότητες, γνωρίσματα της νέας μας λογοτεχνίας. Λιτή μετρημένη, εικονογραφεί τον κοινωνικό περίγυρο, καθώς έκαμαν προηγούμενα συγγραφείς μας δάσκαλοι του είδους.

Ο κ. Τρανούλης έρχεται σαν εκπρόσωπος του εργατικού διηγήματος κι έτσι θα μετατεθεί στο μέλλον κι έτσι τον είδαν και τον προλόγισαν ο δάσκαλός μας Βασίλης Ρώτας και η Βούλα Δαμιανάκου. Ο Βασίλης Ρώτας δε χαρίζεται, δε γελιέται, γι αυτό να είναι βέβαιος ο κύριος Τρανούλης και ας μην αμφιβάλλει για την τέχνη του.

ΓΙΩΡΓΟΣ ΠΟΛΙΤΑΡΧΗΣ Συγγραφέας

 
  
 

ΜΟΥΓΟΓΙΑΝΝΗΣ ΓΙΑΝΝΗΣ

A'

Δικαιωματικά και παλικαρίσια εισέρχεται ο Παναγιώτης Τρανούλης στο λογοτεχνικό στίβο. «Το Κερατοχώρι» είναι το βιβλίο που μιλάει στην καρδιά του καθένα, που ενσπείρει τον προβληματισμό, που κάνει τη ματιά νυστέρι και τη σκέψη φωτιά. Παιδί της φτώχειας ο συγγραφέας, ορφανός από πατέρα και με βαρύ φορτίο στους ώμους του, σήκωσε το σταυρό του και ορθοστήθηκε. Δε λύγισε, δε λιποψύχησε, δεν πούλησε τα όνειρά του. Κι ακόμα δεν πελαγοδρόμησε στα χίλια δυο σοκάκια της εύκολης ζωής. Πάλεψε μοναχός με τη μοίρα και τους ανθρώπους, όρθωσε το ανάστημά του ενάντια στα εμπόδια, ξεπέρασε τις τρικλοποδιές που σπάρθηκαν στο δρόμο του και έφτασε νικητής στο φωτεινό δρόμο της ζωής.

Αγώνας και ευθύνη για την τελείωση, που στέφτηκαν με τον κότινο της νίκης. Οι εμπειρίες που απόχτησε, τις περισσότερες φορές απάνθρωπες και απογοητευτικές, δε στάθηκαν ικανές να λοξοστρατήσουν το χαραγμένο δρόμο. Αντίθετα δυνάμωναν τη θέλησή του και τον έσπρωχναν γερότερα μπροστά.

Το χρονικό αυτό της ορφάνιας της φτώχειας και του αγώνα σύνθεσε τις σελίδες αυτού του βιβλίου που αποτελεί μαζί και μπαλάντα του αγωνιζόμενου ανθρώπου. Ούτε συμβιβασμοί με τη συνείδηση, ούτε ξεστρατήματα από τον τίμιο δρόμο. Μόνο πάλεμα και νίκες.

Μια άμεση και ρεαλιστικά βιωμένη έκφραση της πορείας του κάθε ανθρώπου, που μοχθεί για να σταθεί στην επιφάνεια και να προκόψει. Η στεριά της σωτηρίας τον περιμένει για να τον στεφανώσει νικητή. Αρκεί να μην προδώσει την ίδια του τη ζωή. Μήνυμα που δικαιώνει την προσπάθεια του νέου λογοτέχνη και που υπόσχεται καινούργια πετάγματα με της μνήμης τα ελεύθερα κι αδέσμευτα φτερά.

ΜΟΥΓΟΓΙΑΝΝΗΣ ΓΙΑΝΝΗΣ Δημοσιογράφος
Εφημερίδα «Θεσσαλία» 20-5-1973

B'

Ο Παναγιώτης Τρανούλης όταν πριν λίγα χρόνια κυκλοφόρησε το πρώτο του μυθιστόρημα «Το Κερατοχώρι» ήταν ένα ξάφνιασμα για τη νεοελληνική πεζογραφία. Όρμησε με νεανική ορμή στο χώρο του μυθιστορήματος και με την αφτιασίδωτη ειλικρίνειά του έδωσε ένα καινούργιο παλμό στο λογοτεχνικό αυτό είδος.

Σε τούτο το καινούργιο βιβλίο, «Για μια ρόγα σταφύλι», που στηρίζεται σε εμπειρίες και σε κατάλοιπα της παιδικής ηλικίας, τρυφερής και εύπλαστης όπως ήταν, σκιαγραφεί ρεαλιστικά και με αδρές πινελιές τον περιθωριακό κόσμο της Αθήνας, που ζούσε στις φτωχογειτονιές και στα προσφυγικά της, αποδιωγμένοι κι επαρχιώτες, το λούμπεν προλεταριάτο, που έσφιγγε ασφυκτικά στα χρόνια του πολέμου τον λαιμό της Αθήνας και που μακάρι να τον είχε πνίξει τότε.

Με ρωμαλέα γλώσσα ο Παναγιώτης Τρανούλης ανασύρει από τη λησμοσύνη καταστάσεις και μορφές ζωής αγωνίας και καημούς, πίκρες και ελπίδες ανθρώπων ξεχασμένων κι απ' το Θεό κι απ' τους ηγέτες τους.

'Aλλο ένα βιβλίο του διαλεκτού συγγραφέα, με ξεχωριστό κοινωνικό παλμό και γνήσια λογοτεχνική έκφραση.

ΜΟΥΓΟΓΙΑΝΝΗΣ ΓΙΑΝΝΗΣ

 

ΒΟΥΛΑ ΔΑΜΙΑΝΑΚΟΥ

Ο Παναγιώτης Τρανούλης έκαμε την πρώτη παρουσία του στα ελληνικά γράμματα το 1973 με το «Κερατοχώρι» έργο που ευθύς επιβλήθηκε και καταξιώθηκε στη συνείδηση των ανθρώπων. Συνέχειά του, αναφορά στην ίδια εποχή, τις ίδιες συνθήκες και γραμμένο στο ίδιο κλίμα είναι το δεύτερο έργο του, «Για μια ρόγα σταφύλι», μα πλουτισμένο με καινούργια στοιχεία και νέες εμπειρίες, που συμπληρώνουν εκείνη τη φοβερή εικόνα του αβίωτου βίου, όπως ο συγγραφέας τον εβίωσε από τα πρώτα μικρά παιδικά του βήματα.

Το κανονικό όπως μας έχει δοθεί, είναι και οι συγγραφείς και οι καλλιτέχνες να βάζουν την τέχνη τους στην υπηρεσία των ατομικών, είτε ταξικών, - οικονομικών, κομματικών, πολιτικών-συμφερόντων τους και να την ευθυγραμμίζουν με τις καθέκαστες εξουσίες - φορείς τους, «κατάσταση, κατάστημα, κατεστημένο»(Β. Ρώτας )που τους βολεύει. Γιατί είναι αυτό το βόλεμα, του κόσμου το βαρίδι, που καθορίζει τη συμπεριφορά των ανθρώπων ακόμα και των ποιητών και των ιδεολόγων κι αυτό δίνει κάθε φορά το στίγμα μας, το πολιτικό, το ιδεολογικό, το καλλιτεχνικό. Γιατί, για να παραφράσουμε εδώ το Σέξπιρ, «μάλλον η δύναμη του βολέματος θα μεταμορφώσει την τέχνη, κι απ' αυτό που είναι θα την κάμει μεσίτρα, παρά η δύναμη της τέχνης να μπορέσει ν' αλλάξει το βόλεμα και να το κάμει όμοιό της».

Κι είναι γι αυτό που όσο πάει λιγοστεύουν αποκαρδιωτικά οι γνήσιες φωνές, οι γνήσιες εικόνες βίου, η γνήσια τέχνη κι η πνευματική τροφή που προσφέρεται στις μέρες μας, συναγωνίζεται και πρωτοστατεί στη νοθεία που αλλοτριώνει, εξευτελίζει κι εκμηδενίζει τη ζωή ολάκερη.

Από έναν συγγραφέα λοιπόν, που, όπως ο Παναγιώτης Τρανούλης, έχει πολύ μακρύνει από την κοινωνική τάξη που κάποτε ανήκε, το πολύ που θα περιμέναμε, ήταν να μας έδειχνε ένα είδος βιογραφίας ή απομνημονεύματα, όπου, πάντα σε συνάρτηση με το άτομό του και τον ατομικό του αγώνα, θα μας έλεγε πως επάλεψε τη δύσκολη ζωή, τις φοβερές συνθήκες, τα σκληρά αφεντικά και πως, κάνοντας τη νύχτα μέρα, την ελιά τρεις μπουκιές και στύβοντας τον εαυτό του πολύ πιο πάνω από όσο τον έστυβε ο εργοδότης, κατάφερε να ψυχοπιαστεί, να γλιτώσει απ' τη φτώχεια, να περάσει στην άλλη όχθη, να προκόψει και να γίνει αυτό που είναι.

Ο Τρανούλης ως συγγραφέας, είναι μια πολύ σπάνια εξαίρεση. Στο έργο του δεν μπαίνει καμιά σκοπιμότητα, ατομικό ή άλλο συμφέρον, που με λογής κηρύγματα, ερμηνείες και διαστρεβλώσεις, να μας δώσει άλλου παπά βαγγέλια, παρά με μοναδική εντιμότητα και συγγραφική ευθύνη, χωρίς ρητορείες εργατοπατέρα, χωρίς παχιά λόγια, σαν άνθρωπος, ανθρώπινα, δίνει το «Χρονικό» της πιο αυθεντικής, ανόθευτης, απάνθρωπης σ' όλη την αθλιότητά της, εικόνας που έδωσε συγγραφέας για την ελληνική εργατιά.

Μαθητής της φτώχειας αλλά και του Γκόρκι, «αγράμματος», μα πολυδιαβασμένος, έχοντας αποθησαυρίσει στους σωρούς των σκουπιδιών τα βιβλία, όπου πρωτόμαθε γράμματα, με πολύ πικρή γεύση κατακαθισμένη στην ψυχή του και με πολλά λαμπρά οράματα να μπουμπουκιάζουν στο πνεύμα του, ο Τρανούλης συνταιριάζει στο έργο του τόσο πολύ την πραγματικότητα με την αληθοφάνεια της τέχνης, που δομή και περιεχόμενό του να' ναι μαζί μυθιστόρημα και ντοκουμέντο, και πέρα από τον «καθημερινό» αναγνώστη να δίνει στοιχεία πολύτιμα στον ερευνητή, τον κοινωνιολόγο ή τον πολιτικό. Και θα 'ταν νομίζουμε χρήσιμο για κείνους που μιλάνε ολοένα για «προλεταριακό διεθνισμό», να διάβαζαν το έργο του Τρανούλη για να καταλάβουν για ποιους προλετάριους λέει η Γραφή: «Δεν έχουν να χάσουν άλλο παρά τα δεσμά τους...»

Η εποχή που γίνονται αυτά που περιγράφει εδώ ο συγγραφέας τοποθετείται στην τρίτη προς την τέταρτη δεκαετία του αιώνα μας και μπορούμε απ' αυτό να συμπεράνουμε πόσο αργά και πόσο μισερή εσούρθη ως τη χώρα μας η νέα τάξη πραγμάτων, η αστική, και πόσο μισερές λύσεις έδωσε, αφού ακόμα και στα κράσπεδα της τότε Αθήνας, σ' έναν τόσο σημαντικό τομέα της εργατικής τάξης, λείπει ως και η υποψία νομικής προστασίας, ο συνδικαλισμός ακόμη από τα σπάργανα είναι σε διωγμό, η απεργία σπανιότατο είδος -κατακτήσεις που έχουν κιόλας παλιώσει στην Ευρώπη- η ιδιοκτησία, έστω και ως παράγκα, παραμυθένια πολυτέλεια, η ζωή του εργάτη και της φαμίλιας του, στην ασύδοτη δικαιοδοσία του εργοδότη, με πρώτο τραγικό θύμα το παιδί, στο έλεος των αφεντικών του «κόσμου» και του υπόκοσμου.

Η συνείδηση τούτου του έργου είναι η συνείδηση, η ευαισθησία και η ευθύνη του ανήλικου παιδιού που βγαίνει στη ζωή χρεωμένο με τη συντήρηση μιας ολάκερης οικογένειας. Είναι η συνείδηση του μικρού παιδικού εαυτού του γιομάτου σεβασμό για τους μαστόρους και τους ανθρώπους της δουλειάς, που τον καλό του λόγο τον έχει στην καρδιά του φυλαχτό, που ' χει πίκρα μεγάλη που ο Νικάκιας έβαλε το χέρι στην τσέπη για να τον φιλέψει και το μετάνιωσε, που πάει στο πανηγύρι με την κρυφή ελπίδα πως θα του αγόραζαν κι αυτουνού ένα παιγνίδι κι ακόμη νιώθει τα χέρια του ορφανά απ' αυτή τη χάρη που ποτέ δεν γνώρισε.

Όταν πιάνει το μολύβι να γράψει, θαρρείς πως ο συγγραφέας παίρνει το τσουβάλι να βγει στο δρόμο για πραμάτεια, για κόκαλα, για ότι θα εξασφάλιζε το τσάι, το ψωμί και τη ζάχαρη, την καθημερινή τροφοδοσία για το σπίτι, για να μην κοιμηθούν πάλι νηστικά τα μικρά αδερφάκια -η Βαγγελίτσα και ο Μανόλης -και να μην αντικρίσει ξανά την απόγνωση στο σπαραγμένο πρόσωπο της μάνας. Σα να χει κάμει όρκο σε κείνο το μακρινό, μα τόσο ακριβό μέσα του παιδάκι, σε όλες εκείνες τις αφανισμένες μορφές, τις ταπεινωμένες και καταφρονημένες, πως θα τους βγάλει από την κόλαση εκείνης της ζωής και θα τους παραδώσει με το έργο του στο φως, στη μνήμη των ανθρώπων.

Ο συγγραφέας σε μια λιτή, δωρική περιγραφή, χωρίς τίποτα να εξωραΐζει, δίνει τις συνθήκες και τους ανθρώπους με το δικό του το δίκιο καθέναν, εργάτες παιδιά μαστόρους, σπιούνους, θρήσκους, ιδεολόγους αφεντικά, πρωτοπόρους : την αφεντομάνα κυρά Μανόλαινα, θρήσκα, «άγια γυναίκα», που κουμαντάρει το βιο της στο πουγκί της τα φτωχομεροκάματα των εργατών που φτύνουν αίμα στου γιου της τα καμίνια. Τον Μεθενίτη αυθεντικιά εικόνα αφεντικού. Τον μπάρμπα Μηνά, άθλιον σαν τα σκουπίδια που αφεντεύει, τον Νικάκια, μέγα «κουρελοβιομήχανο» . Τον προστάτη αδερφό, που τρομοκρατεί κι εκμεταλλεύεται περισσότερο κι από τον εργοδότη τα' ανήλικα αδέρφια που ' χει στην προστασία του. Το σοσιαλίζον αφεντικό που κηρύχνει τις νέες ιδέες αλλά διώχνει απ' τη δουλειά τους ύποπτους για σοσιαλισμό εργάτες.

Σκηνές σπαρακτικές όπως του μάστορη που αγκαλιάζει κλαίγοντας το πόδι του πάγκου όπου δούλευε χρόνια και τώρα βάλαν άλλον στη θέση του και κείνον τον διώχνουν σαν το σκυλί. Την κορυφαία φοβερή σκηνή, όπου εξαγριωμένοι εργάτες λιντζάρουν τον αγριάνθρωπο φύλακα που σκότωσε τον σύντροφό τους για μια ρόγα σταφύλι...

Τελειώνοντας το βιβλίο του Τρανούλη, ανεβαίνει από μέσα μας η ευχή: άμποτε κι η δική μας η μνήμη να 'πεφτε στα χέρια ενού τόσο καλοσυνείδητου «κήρυκα».

ΒΟΥΛΑ ΔΑΜΙΑΝΑΚΟΥ Συγγραφέας
Περιοδικό «Αιολικά γράμματα» 9-10-1980

 
  
 

ΣΙΜΟΠΟΥΛΟΣ ΗΛΙΑΣ

A'

Φίλε κύριε Τρανούλη

Ευχαριστώ για το « Κερατοχώρι».Ο λόγος του απλός, ουσιαστικός, εύστοχος, φανερώνει συγγραφέα προικισμένο με δυνατό ταλέντο. Είναι μια αξιόλογη συμβολή στην πεζογραφία μας. Σας εύχομαι δημιουργικό και ευτυχισμένο το 1974.

ΣΙΜΟΠΟΥΛΟΣ ΗΛΙΑΣ
Ποιητής 29-12-1973

B'

Φίλε κύριε Τρανούλη

Σας ευχαριστώ για την ευγένεια που είχατε να μου στείλετε το έργο σας «Για μια ρόγα σταφύλι».Πάντα ξεχώριζα το πεζογραφικό σας ταλέντο. Τώρα εδραίωσα την πίστη μου. Είσθε ένας γεννημένος πεζογράφος. Σας εύχομαι καλές γιορτές και δημιουργικό το νέο χρόνο.

ΣΙΜΟΠΟΥΛΟΣ ΗΛΙΑΣ
Ποιητής 12-12-1980

Γ'

Φίλε κύριε Τρανούλη

Και το νέο σου βιβλίο «Από το καμίνι στη φυλακή» πηγαίο, αληθινό, αποκαλυπτικό, όπως όλα σου, κρατάει αμέριστο το ενδιαφέρον του αναγνώστη, συγκλονίζει, φωτίζει, διδάσκει. Με τους χαιρετισμούς μου

ΣΙΜΟΠΟΥΛΟΣ ΗΛΙΑΣ
Ποιητής 24-3-1982

 

ΝΙΚΟΣ ΣΠΑΝΙΑΣ

( Για το Κερατοχώρι)

Συγκινητικό. Μόνο με αυτή τη λέξη μπορώ να περιγράψω τις αφηγήσεις που συνθέτουν το χρονικό της ζωής ενός χωριού - ενός φτωχομαχαλά -του πεζογράφου Παναγιώτη Τρανούλη. Ναι. Συγκινητικό και όχι σε λίγες περιπτώσεις συγκλονιστικό. « Είναι δύσκολο να περιγράψω όλα όσα είδα και έζησα. Είναι πολλά από αυτά που δεν βαστώ να τα ιστορήσω. Γράφω αυτά που μου αφήνουν το κουράγιο να αναπνέω». Αυτά τα λόγια βάζει σαν προμετωπίδα στο τόσο συμπαθητικό, άρτιο και αξιαγάπητο βιβλίο του ο συγγραφέας... «αυτά που μου αφήνουν το κουράγιο να αναπνέω». Σύμφωνοι. Αλλά καμιά φορά η διήγηση έχει τέτοια ζωντάνια και ενάργεια που μας κόβεται η ανάσα.

Το «Κερατοχώρι», γράφουν σ' ένα κατατοπιστικό πρόλογο στο βιβλίο ο Βασίλης Ρώτας και η Βούλα Δαμιανάκου, είναι ένας γνώμονας που μετράει το άνοιγμα της κοινωνικής αδικίας και ανισότητας. Πολύ λίγες μας έχουν δοθεί τέτοιες εικόνες βίου. Εδώ άνθρωποι δεν παρασταίνουν, δεν λένε θλιβερές ιστορίες για να τους λυπηθούν, για να πείσουν τη φιλάνθρωπη κοινωνία μας πως πνίγονται πραγματικά... Σωστά. Αν, όπως γράφουν οι Ρώτας και Δαμιανάκου, στο «Κερατοχώρι δεν υπάρχουν στολίδια, σχήματα λόγου είναι γιατί η ίδια η φτώχεια -στυγνή και αδυσώπητη- στραγγαλίζει τους απόκληρους της μοίρας, τα φτωχάδια, τα ρημάδια της ζωής. Διάβασα -πιο σωστά ρούφηξα- τις 140 σελίδες του βιβλίου και ποτέ δεν διαπίστωσα, πουθενά δεν είδα τον συγγραφέα να παραλογά μολονότι είναι αποσβολωμένος από τον πόνο, μολονότι η μιζέρια και κι η ανέχεια ώρα την ώρα είναι έτοιμη να τον παρασύρει σαν μικρό, λιγνό, τσακισμένο κλαδί στο λασπωμένο ρείθρο... Τι λάσπη, τι λασπωμένοι άνθρωποι περνούν από αυτές τις σελίδες.

Λασπωμένοι, κυριολεκτικά και οι πιο πολλοί σπιλωμένοι από την φτώχεια και την αναδουλειά. Ο κύκλος της τρισάθλιας ζωής τους αρχίζει το καλοκαίρι σ' ένα καμίνι που κατασκευάζει τούβλα, διακόπτεται στη διάρκεια του παγερού χειμώνα (τότε οι λάσπες κι οι βροχές ορμούν στα σπίτια τους ) για να συνεχιστεί το άλλο καλοκαίρι. Μισή εξάντληση, μισός ερεθισμός. Κάπου- κάπου μέσα στην εξαντλητική δουλειά ρωτούνε έναν εργάτη: Πού είναι αλήθεια ο τάδε; Πέθανε απαντά κάποιος. Κι οι εργάτες συνεχίζουν τη δουλειά τους...Αν ο πλούτος είναι διαφθορά, άλλο τόση και μεγαλύτερη είναι η φτώχεια.

Χωρίς γλυκανάλατα κηρύγματα, ψευτορομαντισμούς, κούφια ρητορικά σχήματα και απεραντολογίες, ο Παναγιώτης Τρανούλης περιγράφοντας τη ζωή στην σχεδόν ανεκδιήγητη μιζέρια της μας προσφέρει ζωντανούς και σχεδόν ανάγλυφους τύπους. Αφηγητής, ή καλύτερα υπομνηματιστής, είναι ένα παιδί- ο Παναγιώτης Τρανούλης σε τρυφερή ηλικία-που βλέπει τα πάντα γύρω του με μάτι αθώο όσο και σοφό: « Αμέσως μετά τον θάνατο του πατέρα μου, εμένα και τον αδερφό μου μας πήγανε για δουλειά στο καμίνι του Κράπα. Εκεί ο γονιός μας είχε αφήσει την τελευταία δύναμη των χεριών του». Αυτή είναι η λιτή και σπαρακτική εναρκτήρια πρόταση απ' το «Κερατοχώρι». Η σεπτή φράση: Εκεί ο γονιός μας είχε αφήσει την τελευταία δύναμη των χεριών του, τα λέει όλα. Έχει η φρασούλα αυτή, τη δύναμη της εισαγωγής σε μια όπερα ή σε μια συμφωνία. Η συμφωνία του ανθρώπινου μόχθου. Της απάνθρωπης κακομεταχείρισης. Της ζητιανιάς. Της αδιάντροπης επαιτείας. Της νηστείας. Του αχνού χαμόγελου.

Οι σελίδες του Παναγιώτη Τρανούλη, μου θύμισαν σελίδες του Ντίκενς, του Γκόρκυ, (απ' τη περίφημη αυτοβιογραφία του « Στα ξένα χέρια»), του Παναΐτ Ιστράτι ( «Η κυρά Κυραλίνα»). Λέω μου θύμισαν απλώς. Γιατί εκεί συναντάς -με κομμένη την ανάσα- την αγέλη των απόρων και την κόλαση των κατατρεγμένων. Όμως, το λέω και το τονίζω, ο Παναγιώτης Τρανούλης με γλώσσα νευρώδη κι εκφραστική έγραψε την ολοδική του και πρωτότυπη συμφωνία της ανθρώπινης δουλείας. Οι μαστόροι, γράφει, είχαν πάνω μας κοντοθεϊκή εξουσία. Μην την περάσετε τροχάδην τη λέξη κοντοθεϊκή. Είναι του Παναγιώτη Τρανούλη (μαζί με άλλες πολλές κι εξ ίσου επιτυχημένες ) και έχουν το δικό τους μπόι, το δικό τους χνώτο, το δικό τους χρώμα, τη δική τους αίγλη...

Και παρακάτω: « Τα σπίτια μας με το καμίνι ήτανε πολύ κοντά, κι όποιος από μας τους παραγιούς, παιδάκια από εφτά ως δώδεκα χρονώ, έτρωγε ξύλο, το άκουγε όλος ο μαχαλάς. Από τις φωνές του καθενός μας ξέρανε οι μάνες μας ποιος τις έτρωγε. Καμιά φορά, έφτανε κανενός η μάνα κλαίγοντας, του έπλενε τα αίματα από τα μούτρα και το ρώταγε κλαίγοντας σιγανά: -Γιατί, δεν ακούς, βρε παιδί μου, τι έκανες πάλι και σε μακέλεψε; Πρόσεχε, παιδί μου, θα σε σκοτώσει καμιά ώρα.». 'Aσχημο το πρόσωπο της φτώχειας . Απαίσιο. Σπαραξικάρδιο. Η ζωή του φτωχού ένας διαρκής εξευτελισμός. Μ' ένα κατακάθι πίκρας και αυτογνωσίας. Μιλώντας για το αφεντικό ο μάστορης Αλέξης Σκαμάγκας (που ήτανε καλλιτέχνης στη δουλειά του) λέει:

-Τι θέλει και ανακατεύεται με μας; Η δουλειά του δε γίνεται;

Εμείς τα χτυπάμε τα παιδιά, ή εκείνος ; Εκείνος τα χτυπάει με τα δικά μας χέρια . Τάχα εμείς δεν τα λυπόμαστε; Τα βλέπω και πονάει η καρδιά μου, μα τι να κάνω; Τα δέρνω άθελά μου. Τους βγάζουμε την πίστη στην δουλειά. Από το πρωί, κάργα και κάργα, τα ψοφάμε. Μικρά παιδιά είναι κι αυτά κουράζονται κι εμείς τα κοπανάμε από πάνω. Τους παίρνουμε την ψυχή για ένα μεροκάματο. Μα έλα που σου ζητάει δέκα χιλιάδες τούβλα την ημέρα από κάθε πάγκο και σε άλλα καμίνια βγάζουνε μόνο εννιά. Ποιος λοιπόν δέρνει τα παιδιά, εμείς ή εκείνος;

Το έργο τούτο, συγκεφαλαιώνει ο Ρώτας και η Δαμιανάκου, όλο τραγικές κορυφώσεις (ο γιος να σπάει στο ξύλο τη μάνα, οι νταήδες να μαχαιρώνονται για τα ναρκωτικά και για το νταηλίκι, τα' ανήλικα να καίγονται από τα πυρωμένα τούβλα) έχει πολλήν οδύνη αλλά πουθενά κλάψες, περίσσια λόγια και καμώματα, παρά γνώση, ήθος, συγγνώμη, θάρρος, και ακόμη και χιούμορ, που είναι κι αυτό ένα απ' τα σημάδια της γνήσιας ποίησης...

Ο Παναγιώτης, (τ' όνομά του μόνο μια φορά αναφέρεται σ' ολόκληρο το βιβλίο και το επίθετό του κι αυτό μια φορά, σαν υποκοριστικό, Τρανουλάκι) , ξυπόλυτος χειμώνα καλοκαίρι, διώχνεται σκαιώς από τους κέρβερους της εκκλησίας. « Να φορέσεις παπούτσια για να ' ρθεις» τον διατάζουν. Μια φορά φόρεσε ένα ζευγάρι παπούτσια κόκκινα και καινούργια (δώρο ενός θείου του) και τολμά να μπει στην εκκλησία. Ουστ...του κάνουν οι κέρβεροι, διώχνοντάς τον. Κι ο Παναγιώτης , ήρεμα, σαν να λέει την προσευχή του σκύβει στ' αυτί ενός και του ψιθυρίζει: «Φοράω παπούτσια...».

Συγκινητικό! Συγκινητικότατο!... Ένα βιβλίο που αξίζει να διαβαστεί από όλους!

ΝΙΚΟΣ ΣΠΑΝΙΑΣ
Ποιητής Εφημερίδα « ΕΘΝΙΚΟΣ ΚΗΡΥΞ» Νέας Υόρκης 29-8-1980

 
  
 

ΠΑΠΑΧΑΡΑΛΑΜΠΟΥΣ ΠΑΝΑΓΙΩΤΗΣ

Όταν ο πόνος σ' έχει γαλβανίσει, όταν η ανέχεια σ' έχει μαραζώσει, όταν η πείνα και η δίψα σ' έχουν στεγνώσει στο σαρκίο σου, τότε μπορείς να καταλάβεις τι θέλει να εκφράσει ο Παναγιώτης Τρανούλης στο έργο του « το Κερατοχώρι». Δεν είναι τίποτα άλλο παρά η απολογία- οδοιπορικό ενός χτυπημένου από τη μοίρα ανθρώπου, που ζητά τη δικαίωσή του. Ποιος όμως θα τον δικαιώσει; Η κοινωνία, οι άνθρωποι, ο Θεός; Να το πρόβλημα.

Η μαύρη εμπειρία των παιδικών χρόνων είναι αυτή που σημαδεύει για πολλούς ανθρώπους ολόκληρη τη ζωή. Ο Παναγιώτης Τρανούλης αν και πέρασε το σκληρό καμίνι της βιοπάλης, όμως δεν καταποντίστηκε, όπως τόσοι στον υπόκοσμο, παρά κατάφερε να βγει στη στεριά κουβαλώντας μαζί τους θησαυρούς, που απ' αυτούς η πρώτη προσφορά του είναι το «Κερατοχώρι». Ο συγγραφέας του δε γράφει, αλλά μιλάει, διηγείται, πασχίζει, ανασταίνει και ζωντανεύει βιώματα που τείνουν να χαθούν καθώς η ζωή του περνά και χάνεται.

Μπορεί η λογοτεχνία να μην κερδίζει πολλά από αυτού του είδους τα έργα. Κερδίζει όμως ο άνθρωπος, η κοινωνία, γιατί μαθαίνει να εκτιμά αυτούς που, σαν άγνωστοι στρατιώτες, ζουν στην αφάνεια, δημιουργούν και πεθαίνουν άκλαφτοι και καταφρονεμένοι. Ωστόσο θα πρέπει ο Παναγιώτης Τρανούλης, με την ρεαλιστικότητα που τον διακρίνει, να μας δώσει κι άλλο πόνημά του για να γνωρίσουμε κι άλλες πτυχές των προσωπικών του εμπειριών.

ΠΑΠΑΧΑΡΑΛΑΜΠΟΥΣ ΠΑΝΑΓΙΩΤΗΣ
Καθηγητής Φιλολογίας Περιοδικό «ΤΑ ΜΕΤΕΩΡΑ»1975

 

Ι. Μ. ΠΑΝΑΓΙΩΤΟΠΟΥΛΟΣ

Πολύ σπάνια βρίσκει κανείς σ' ένα βιβλίο τόσα συμπυκνωμένα βιώματα και τέτοια δύναμη λιτού και πηγαίου λόγου. Ευχαριστώ

Ι. Μ. ΠΑΝΑΓΙΩΤΟΠΟΥΛΟΣ
Συγγραφέας 27- 3-1973

 
  
 

ΛΟΥΡΟΣ ΝΙΚΟΛΑΟΣ

A'

Αξιότιμε κύριε Σας ευχαριστώ για την αποστολή του βιβλίου σας το «Κερατοχώρι». Η ηθογραφία αυτή γραμμένη με αξιέπαινη απλότητα και ειλικρίνεια, παρέχει την απόδειξη του λογοτεχνικού ταλέντου σας, που εύχομαι να καλλιεργήσετε με επιτυχία.

ΛΟΥΡΟΣ ΝΙΚΟΛΑΟΣ
Καθηγητής -Ακαδημαϊκός 29-3-1973

B'

Αγαπητέ κύριε Τρανούλη

Σας ευχαριστώ για την ευγενική αποστολή του βιβλίου σας «Από το καμίνι στη φυλακή». Και άλλοτε σας έγραψα πως το ταλέντο σας είναι μεγάλο, γιατί κατορθώνετε όχι μόνο να εκθέτετε με απλότητα τα νοήματά σας, αλλά και να δημιουργείτε μια ευχάριστη ατμόσφαιρα που ο αναγνώστης παρακολουθεί με ενδιαφέρον. Δεν μπορώ να πω ότι το θέμα που πραγματεύεστε μου προξένησε μεγάλο ενδιαφέρον. Οπωσδήποτε όμως, σας διαβάζει κανείς με πολλή ευχαρίστηση.

ΛΟΥΡΟΣ ΝΙΚΟΛΑΟΣ
Καθηγητής –Ακαδημαϊκός 10-4-1982

 

ΜΗΤΡΟΠΟΥΛΟΣ ΚΩΣΤΑΣ
Αγαπητέ κύριε Τρανούλη

Πήρα το βιβλίο που είχατε την καλοσύνη να μου στείλετε. Πρέπει να σας πω ότι με εντυπωσίασε το λακωνικό και αρκετές φορές εύστοχο ύφος που χρησιμοποιείτε στις απλές και καθημερινές ιστορίες που αφηγείσθε. Ακόμα η συγκίνηση που έχουν πολλές από τις ιστορίες σας και η ανθρωπιά του, πολύ με ξάφνιασε. Εύχομαι να πάει καλά το βιβλίο σας παρ' όλο που ένας Θεός ξέρει πόσο δύσκολο πράγμα είναι αυτό στις μέρες μας.

ΜΗΤΡΟΠΟΥΛΟΣ ΚΩΣΤΑΣ
Σκιτσογράφος 15-4-1973

 
  
 

ΧΑΤΖΙΝΗΣ ΓΙΑΝΝΗΣ

Καθώς διαβάζω το «Κερατοχώρι», με περισφίγγουν μνήμες από πολλές μεριές. Πρώτα –πρώτα, από διαβάσματα παλιά, του Παναΐτ Ιστράτι, του Χάμσον, του Μαξίμ Γκόρκι, που εκμεταλλεύτηκαν μ' ένα έξοχο δημιουργικό τρόπο το αυτοβιογραφικό τους στοιχείο. Ίσως ακόμη και από μερικούς Αμερικανούς συγγραφείς, που μας αποκαλύπτουν μια αθλιότητα και μια μιζέρια, σχεδόν απίστευτη. Αλλά πιο πολύ, από δικές μου προσωπικές μνήμες των παιδικών χρόνων. Ήταν σ' ένα χωριό της Ηγεμονίας της Σάμου, που τα παιδάκια ερχόσαντε στο σχολείο ξυπόλυτα

(είναι ζήτημα αν ένα στα δέκα φορούσε παπούτσια) τρέμοντας από το κρύο, όταν ο πατέρας τους δεν τα απασχολούσε στα χωράφια, στα καμίνια, στο ψάρεμα. Τα θυμάμαι που περιτριγύριζαν στο διάλειμμα τον ταβλά του ζαχαροπλάστη με τα γλυφιτσούδια, χωρίς να 'χουν την πεντάρα που χρειαζόταν για να τα γευτούν. Ήταν η εποχή που ο χασάπης έσφαζε κάθε Κυριακή έναν τράγο για ένα χωριό με τέσσερις χιλιάδες κατοίκους! Ο νους μου γυρίζει σ' αυτά που συνέβαιναν εκεί γύρω στα 1900, κάθε καλοκαίρι που καταφεύγω στο χωριό, για να ξεκουραστώ και να γλιτώσω από τα καυσαέρια. Κανένας όμως πια δεν τα θυμάται, γιατί τώρα το χωριό είναι πλούσιο, αφού κάθε οικογένεια έχει δυο και τρεις ναυτικούς στα καράβια. Άλλο ζήτημα αν οι ναυτικοί αυτοί είναι οι καινούριοι μάρτυρες με την επικίνδυνη και τυραννισμένη ζωή που κάνουν, για να περνάει καλά η οικογένεια...Ας με συγχωρήσει ο κύριος Τρανούλης αλλά πιστεύω πως πρέπει να έχει κανείς προσωπική αντίληψη, για να είναι κι ένας καλός αναγνώστης ενός βιβλίου σαν το «Κερατοχώρι».

Μόλις λοιπόν το πήρα στα χέρια μου, δε σήκωσα το κεφάλι μου παρά μόνον όταν έφτασα στο τέλος. Το βιβλίο είναι μικρό, αλλά και διπλάσιο ή τριπλάσιο να ήταν το ίδιο θα συνέβαινε. Πρόκειται πραγματικά για μια «έκθεση» (όπως πολύ εύστοχα την χαρακτηρίζουν οι Βασίλης Ρώτας και Βούλα Δαμιανάκου στο κοινό προλογικό τους σημείωμα), έκθεση που παίρνει μορφή λογοτεχνήματος, χάρη στο λιτό ύφος, την καίρια επισήμανση του αναγκαίου και την υπόκωφη δραματικότητα που κυβερνάει την πέννα του κ. Τρανούλη.

Είναι ένα χρονικό, απ' αυτά που γράφονται καμιά φορά χωρίς συνέχεια, για να διεκτραγωδήσουν μια κατάσταση, για να επισύρουν την προσοχή σε μια τραγωδία. Δεν έχει λοιπόν καμιά σημασία αν θα συνεχίσει ή όχι το γράψιμο ο κ. Τρανούλης. Είναι αρκετό ότι κατέθεσε τώρα τη μαρτυρία του, που δεν είναι για να καταχωνιαστεί σε κανένα αρχείο, αλλά για να διαβαστεί, και, αν είναι δυνατόν, να ξυπνήσει από το λήθαργο μερικές συνειδήσεις. Δεν ξέρω αν ακόμη εξακολουθούν να υπάρχουν στον τόπο μας τέτοια χωριά, όπου η ζωή να βρίσκεται στα τελευταία όρια της σαπίλας, της εκμετάλλευσης και της αθλιότητας.

Αλλά ήδη ζούμε μέσα σ' έναν κόσμο, που έχει στενέψει τόσο πολύ, ώστε να κλείνεται πια στα όρια του παλιού μικρού χωριού. Και η αθλιότητα του Βιετνάμ λόγου χάρη, μπορεί να ξυπνάει μέσα μας τις ίδιες αντιδράσεις, και μάλιστα πιο έντονες, πιο συγκλονιστικές, όταν βλέπομε πως οι λεγόμενοι «Μεγάλοι»( σ' όποιο στρατόπεδο κι αν ανήκουν), δεν κάνουν παρά να παίζουν, σε μια ευρεία κλίμακα, τον ρόλο του εργοδότη του Κερατοχωριού, που ενδιαφέρεται πιο πολύ για τα καμίνια του των τούβλων και την αφθονότερη παραγωγή που θα γεμίσει τις τσέπες του χιλιάρικα, παρά για τους δυστυχισμένους εργάτες που παράγουν τα τούβλα.

Ο κύριος Τρανούλης, ουσιαστικά, μας θυμίζει πως ζούμε σ' ένα άθλιο κόσμο, σάπιο και τυφλό. Τα στιγμιότυπά του που μας δίνουν μια ζωντανή εικόνα της έσχατης αθλιότητας από ένα μικρό χωριό, θα μπορούσαν, για όποιον διαθέτει κάποια φαντασία, να πάρουν μια τέτοια έκταση, που ν' αγκαλιάσει το ανθρώπινο σύμπαν.

ΧΑΤΖΙΝΗΣ ΓΙΑΝΝΗΣ
Πεζογράφος - Κριτικός 1-5-1973

 

ΦΩΤΙΑΔΗΣ ΔΗΜΗΤΡΗΣ

A'

Κύριε Παναγιώτη Τρανούλη

Ο κοινός κι αγαπητός φίλος Βασίλης Ρώτας μου έδωσε «Το Κερατοχώρι» σας. Το διάβασα τώρα που κάνω διακοπές μου σ' ένα σπιτάκι που έχω εδώ στο Νέο Βουτζά. Τι κόλαση και πόση ανθρωπιά! Με συγκλόνισαν πολλά επεισόδια, όπως παρουσιάζονται σ' ένα γραφτό που η ίδια η ζωή τα αποτύπωσε. Θα μπορούσε να είναι ένα μυθιστόρημα. Ευτυχώς όμως είναι η πραγματικότητα, όπως είχατε το θλιβερό προνόμιο να τη ζήσετε στα τόσο σκληρά παιδικά σας χρόνια. Γι αυτό και η προσφορά σας παίρνει το μέγεθος μιας ανεπανάληπτης εμπειρίας.

ΦΩΤΙΑΔΗΣ ΔΗΜΗΤΡΗΣ
Ιστορικός και Θεατρικός συγγραφέας 21-7-1975

B'

Φίλε Παναγιώτη Τρανούλη Σ' ευχαριστώ για το «Για μια ρόγα σταφύλι». Έχει την αρετή της λιτότητας στη μορφή και του πλούτου σ' εμπειρία στη ζωή. Ειλικρινά δικός σας.

ΦΩΤΙΑΔΗΣ ΔΗΜΗΤΡΗΣ
Ιστορικός και Θεατρικός συγγραφέας 4-11-1980

 
  
 

ΣΚΑΡΙΜΠΑΣ ΓΙΑΝΝΗΣ

Τούτος ο άνθρωπος (ο Παναγιώτης Τρανούλης), που έγραψε τούτο το βιβλίο(το Κερατοχώρι) είναι ένας εξαπόστολος της εξόριστης αλήθειας.

Ένας καταμαρτυρητής μπρος στο κακουργιοδικείο των ανθρώπων. Δεν είναι κανείς κακομοίρης φτωχοπρόδρομος (όπως «ο Φτωχούλης του θεού», ο Φραγκίσκος της Ασσίζης), ούτε κανείς «μακάριος» του Χριστού (που αυτός θα κληρονομήσει τη Βασιλεία των Ουρανών).

Ποιος είπε ότι «τα κανόνια θα νικήσουν»; Μεγαλύτερη κόψη και κοφτερότερη αιχμή, δεν υπάρχει από τον λόγο-κρατούντα σπάθαν.

Αυτός σπέρνει και θερίζει η Επανάσταση. Αυτός στέκεται ο κριός που κερατίζει. Ο Τρανούλης μου θυμίζει τον Ιησού του Ναυή, μπρος στην Ιεριχώ με τις σάλπιγγες, που έκανε τα τείχη να τρέμουν και τον ήλιο να σταθεί κατά Γαβαών, και η σελήνη κατά φάλαγγα Ελών.

Δόστου σε παρακαλώ (του Τρανούλη δηλαδή και όχι... του Ιησού του Ναυή!) τα πιο συγκινημένα συγχαρητήριά μου. Μόνο ότι η εμή ελαχιστότητα, δε θέλω πια καμιά επανόρθωση. Το γδικιωμό αποζητώ,

κι αυτού του γδικιωμού κληροδοτώ στις μέλλουσες γενεές , το πάρσιμό του.

ΣΚΑΡΙΜΠΑΣ ΓΙΑΝΝΗΣ
Ποιητής Πεζογράφος 26-8-1973

 

ΕΥΑΓΓΕΛΟΥ ΙΑΣΩΝ

Πεζό ιστόρημα σε τύπο μυθιστορήματος, μα στην ουσία μια προσωπική εμπειρία που μετουσιώθηκε σε έντεχνο λόγο, είναι το βιβλίο του Παναγιώτη Τρανούλη «Το Κερατοχώρι».Με μια πηγαία ειλικρίνεια κι έναν καθαρό λυρισμό –όπου χρειάζεται- ιστορεί ο συγγραφέας την ανθρώπινη δυστυχία, την οδύνη και τη φτώχεια, την εξουθενωτική εργασία, την πείνα και την αρρώστια, την ταπείνωση και τον χλευασμό, την απόγνωση και την προδοσία. Κι όλα τούτα, χωρίς καμιά φιλόθρηνη διάθεση, αλλά με εντιμότητα και παλικαριά, δεν παύει να υποδείχνει και υπογραμμίζει την ανθρωπιά και την αγάπη, όπου τη βρίσκει, και μαζί την ελπίδα και την πίστη στον άνθρωπο.

Με μια τέχνη ανεπιτήδευτη, ιστορεί αντικειμενικά την εποχή του και ξεσκεπάζει το κοινωνικό σώμα. Η λιτή διατύπωση αλλά και η εκφραστική πυκνότητα, η ευαισθησία και η αφηγηματική του χάρη, όπως και η δύναμη των νοημάτων του, μας κερδίζουν

ΕΥΑΓΓΕΛΟΥ ΙΑΣΩΝ
Ποιητής Πεζογράφος
Περιοδικό «Νέα σκέψη» 8-9-1973

 
  
 

ΜΕΡΑΚΛΗΣ ΜΙΧΑΛΗΣ
Αγαπητέ μου κύριε Τρανούλη

Το γεγονός ότι δεν απάντησα, όταν έλαβα το νέο σας βιβλίο (συνέχεια του προηγούμενου), σας προβλημάτισε, όπως καταλαβαίνω, και μου το ξαναστείλατε, συστημένο. Λυπάμαι που σας δημιούργησα το πρόβλημα.

Σας παρακαλώ να κατανοήσετε τα κενά μου, γιατί και ο σημερινός διανοούμενος, είναι κάποτε, εξίσου αλλοτριωμένος, υποδουλωμένος, σε χρονικές –εκτός των άλλων- πιέσεις, στερήσεις, ώστε να νιώθει και το ίδιο τραγικός, όπως ο ανειδίκευτος εργατάκος των παιδικών σας χρόνων, έτσι που εξιστορείται στα λαμπρά-και ίσως από μια άποψη, μοναδικά- βιβλία σας, που αποτελούν ένα είδος προλεταριακής ηθογραφίας, όπως ευρύτερα θα συζητηθεί.Με τιμή

ΜΕΡΑΚΛΗΣ ΜΙΧΑΛΗΣ
Καθηγητής Πανεπιστημίου-Λαογράφος 31-7-1981

 

ΓΡΗΓΟΡΗΣ ΓΕΡΑΣΙΜΟΣ

Ένα παιδί που μπαίνει στη βιοπάλη εφτά χρονών, χωρίς να πάει καθόλου σχολείο, που παίρνει μια πρόωρη γεύση της ζωής με την σκληρότητα και την αστοργία των γύρω του,- που κι αυτοί βασανίζονται μέσα στη φτώχεια και την κακομοιριά –δεν είναι καθόλου ένα φαινόμενο ασυνήθιστο, ακόμη και σήμερα, μέσα στην κοινωνία της αφθονίας.

Κι ακόμα το ότι αυτό το παιδί, μεγαλώνοντας μακριά από το θεό, μέσα στο καθημερινό ταμάχι, σε κάποιο φτωχοσυνοικισμό, ανάμεσα σε φτωχούς κι αγράμματους ανθρώπους, κατορθώνει να επιτύχει επαγγελματικά, να ορθοποδήσει με την εφευρετικότητά του και να γίνει ένας δημιουργικός παράγοντας στο στενό κύκλο της πιάτσας στο Κερατοχώρι, -το συνοικισμό του-και αυτό δεν είναι κάτι το πρωτοφανές.

Το ότι όμως αυτός ο νέος κατόρθωσε να διατηρήσει την ανθρωπιά του και να πραγματοποιήσει το όραμά του,(ποιος ξέρει ποια δύναμη του χε μπολιάσει από νωρίς την παιδική ψυχή του), μπόρεσε να αναπτύξει το πνεύμα του και να μορφωθεί κάτω από συνθήκες ,που οι συνόμοιοί του ξέμεναν στο βάλτωμα της «υποζωής»ή ξέπεφταν στην αλητεία και την εγκληματικότητα- αυτό είναι το περίεργο και το σπάνιο.

Και να ο καρπός αυτής της θητείας στη ζωή και στο πνεύμα. «Κερατοχώρι», ένα αφήγημα-μυθιστόρημα του κ. Τρανούλη. Ένα βιβλίο μέσα στο οποίο ζωντανεύει ένας κόσμος, ο κόσμος της σκληρής προσπάθειας, ο κόσμος της φτωχολογιάς. Ζωντανεύει ο αγώνας για το ψωμί και για την περηφάνια . Εκεί η σκληρότητα εναλλάσσεται με την ευαισθησία και η κτηνώδης αδιαφορία με γενναίες εξάρσεις. Κι όλα είναι γραμμένα, εκφρασμένα, με μια γλώσσα κοφτή, άμεση, χωρίς ψεύτικες περιπλοκάδες, χωρίς πόζες ή φωνασκίες. Μάλλον με χαμηλή φωνή, με τη φωνή της ψύχραιμης αλήθειας.

Κάποτε με πίκρα, κάποτε με τρυφερότητα και πάντοτε με την αγνότητα, μέσα στην καρδιά που οδηγεί το χέρι να γράφει. Ο συγγραφέας είναι γνήσιος «πριμιτίφ». Περισσότερο ίσως γνήσιος κι από τον Νικ. Νικολαΐδη τον Κύπριο και από το Στρατή Δούκα, που στον νεοελληνικό αφηγηματικό λόγο άνοιξαν πρώτοι το είδος αυτό της γραφής. Ο Τρανούλης, ο συγγραφέας του «Κερατοχωριού» ανήκει -τηρουμένων των αναλογιών-στη σχολή εκείνη, στην οποία κατατάσσουν τον Μαξίμ Γκόρκι και τον Ιστράτι, στο είδος των συγγραφέων εκείνων που έσκυψαν ως το τελευταίο κατακάθι της λαϊκής ζωής, και δεν τον είδαν απλώς, αλλά το έζησαν πάνω στο πετσί τους.

ΓΡΗΓΟΡΗΣ ΓΕΡΑΣΙΜΟΣ
Διηγηματογράφος Περιοδικό «Αιολικά Γράμματα» 1-2-1973

 
  
«ΠΝΕΥΜΑΤΙΚΗ ΕΣΤΙΑ»
Παναγιώτης Τρανούλης : Πρέσβης Απόδημου Ελληνισμού!

Μετά τη βράβευση του μυθιστορήματος του ομογενή συγγραφέα, Γαβριήλ Παναγιωσούλη-ΗΠΑ: «Αχ! νάξερα», εκδόσεις «Β. Κυριακίδη» Αθήνα, και επίσης τη βράβευση του βιβλίου «Άλη και Νινώ» εκδόσεις «Ψυχογιός», (Α` Βραβείο) που έλαβε χώρα στην Αθήνα, στο ξενοδοχείο «Πλάζα» στις 19.10.2003 από το ίδρυμα «Πνευματική Εστία» -Παναγιώτη Τρανούλη, πνευματικό ιδρυτή και συγγραφέα του εν λόγω ιδρύματος, δε θα είχα να δώσω…, δεν υπάρχει άλλος καταλληλότερος χαρακτηρισμός από το: «Πρέσβης του Απόδημου Ελληνισμού».

Για την προσφορά του κ. Παναγιώτη Τρανούλη στον πολιτισμό, και το «πάντρεμα» των πολιτισμών στη βράβευση, όπως αυτό παρουσιάστηκε στην τελετή της 19ης Οκτωβρίου 2003, μάλιστα σε μια εποχή που όλα τα έχει καταβροχθίσει η ύλη, είναι δύσκολο να βρει κανείς τα ανάλογα λόγια προκειμένου να εξάρει το θαυμασμό και έπαινο αλλά και την καταγραφή της ηθικής και ψυχικής ανάτασης που ακτινοβολεί αυτός, ο πρέσβης, και περήφανα τη μοιράζονται οι αποδέκτες, βραβευμένοι και μη.

Πριν συνεχίσω, επιθυμώ, και από αυτή τη θέση, να ευχαριστήσω θερμά τον κ. Π. Τρανούλη για την τιμητική πρόσκληση να παραβρεθώ στη γιορτή του καθιερωμένου βραβείου μυθιστορήματος 2003.

Λοιπόν εστιάζοντας την προσοχή μου στο ευχάριστο γεγονός, το οποίο ενθάρρυνε την Ομογένεια, αναφέρω ότι, ολόκληρο το έργο του αγαπητού Γαβριήλ Παναγιωσούλη, μου είναι πάρα πολύ γνωστό, όπως μου είναι και ο ίδιος. Παρότι η γνωριμία μας ξεκίνησε μέσω του διαδικτύου, η συγγραφική μας έλξη, ο πόθος και η λαχτάρα για μια συνεργασία σε Παγκόσμια κλίμακα για μια Ένωση Ελλήνων Λογοτεχνών, μας έφερε κοντά, και σε μια πανηπειρωτική συνάντηση τα είπαμε.

Πολλοί είναι οι Έλληνες Συγγραφείς της Διασποράς που ασχολήθηκαν με το βραβευμένο έργο του Γ. Παναγιωσούλη, «Αχ! νάξερα» και όχι μόνο. Διακεκριμένοι Έλληνες γηγενείς και εφημερίδες κατέθεσαν τα θετικά τους σχόλια και τις εντυπώσεις. Για μια φορά ακόμη συγχαίρω το φίλο και συνάδελφο Γαβριήλ και του εύχομαι από καρδιά ό,τι το καλλίτερο, να μεγαλώσει το άστρο του και να φωτίσει πιότερο την οικουμένη. Σίγουρα και πάντα η βράβευση έχει δυο σκέλη. Αυτός που βραβεύει και αυτός που βραβεύεται. Βεβαίως ο παράγοντας – κριτικοί-, που θα ασχοληθούν με το έργο και η προσπάθεια του εκδότη σε ό,τι αφορά την προβολή και διακίνησή του. Για τους κριτικούς, που ασχολήθηκαν με το «Αχ! Νάξερα» εκείνο που έχω να καταθέσω είναι ότι τους αξίζει κάθε έπαινος διότι, κατά την ταπεινή μου άποψη, μ ε λ έ τ η σ α ν το βιβλίο αντικειμενικά, ρεαλιστικά, με θάρρος και συνέπεια έναντι των αναγνωστών και έναντι του κ. Π. Τρανούλη. Συγχαρητήρια λοιπόν για την επιλογή τους και τους εύχομαι να δώσουν ακόμη μεγαλύτερο βάρος στο Ομογενειακό στοιχείο.

Τέλος λίγα λόγια ακόμα για τον αγαπητό κ. Παναγιώτη Τρανούλη, τον οποίο ανεπιφύλακτα χαρακτηρίζω: «Πρέσβη του Απόδημο Ελληνισμού». Μέσα από τα βιβλία του πληροφορήθηκα το ιστορικό του, τη δική του βάναυση για την εποχή του Οδύσσεια, που με συγκίνησε βαθύτατα, όταν έμαθα τον δικό του παιδικό Γολγοθά (βλέπε «Η ζωή μου στο καμίνι») και πώς μέσα από ποικίλες αντιξοότητες, σαν πεισματάρης και ανυποχώρητος στα πιστεύω και στα ιδεώδη του, κατάφερε όχι μόνο να ορθοποδήσει αλλά και να προκόψει και επιχειρηματικά και πνευματικά. Αυτά τα πιστεύω και ιδεώδη, που εκφράζονται στο χώρο της λογοτεχνίας και η αγάπη του προς τους δημιουργούς της, τον προέτρεψαν να «στήσει» το 1984 το ίδρυμα της «Πνευματικής Εστίας» και έκτοτε, σαν πνευματικός θεραπευτής, θεραπεύει τις πληγές που δημιουργεί η εμπορευματοποίηση του βιβλίου σε όλα τα επίπεδα. Αυτά τα ιδεώδη αποτελούν και τις ελάχιστες αναλαμπές που ενθαρρύνονται από ευγενικές προσφορές και τιμητικές διακρίσεις μεγάλων μεγεθών. Να γιατί λέω ότι είναι δύσκολο να αναφερθεί κανείς σε Στυλοβάτες και Δραγάτες της Λογοτεχνίας, η οποία μαραζώνει.

Επί τη ευκαιρία δεν μπορώ να παραβλέψω και να μη μεταφέρω ένα μέρος σχολίων φίλων και συνεργατών, που ασχολούνται με το Λόγο και φτάνουν από διάφορα σημεία του πλανήτη εξάροντας με συγκίνηση τα συναισθήματά τους.

Η κ. Ρούλα Ιωαννίδου-Σταύρου, από την Κύπρο γράφει: «Αγαπητέ κ. Φασούλα, Σας ευχαριστώ για την ευγενική καλοσύνη που είχατε να μου αποστείλετε το κατατοπιστικό μήνυμα για την «Πνευματική Εστία» - Παναγιώτη Τρανούλη. Πολύ με συγκίνησε και με εντυπωσίασε το ήθος του ανθρώπου, η άδολη αγάπη του για την Ελληνική Λογοτεχνία και το ειλικρινές ενδιαφέρον του για τους Έλληνες συγγραφείς. Μέσω της ιστοσελίδας σας, τον χαιρετώ και θερμά τον συγχαίρω. Του εύχομαι υγεία, δύναμη και κάθε προσωπική και οικογενειακή ευτυχία. Σας χαιρετώ από την Κύπρο, Ρούλα Ιωαννίδου-Σταύρου…»

Ο κ. Δημήτρης Διαμαντίδης από τη Γερμανία γράφει: «...πες μου ποιος είναι ο τόπος σου και πια πατρίδα έχεις;» Με τον Γαβρήλο, έτσι τον λέμε εμείς οι οικείοι του, γνωριστήκαμε διαμέσου διαδικτύου ήδη από τον καιρό που γινόταν η γιγαντιαία προσπάθεια συγκρότησης της ΕΕΛΣΠΗ. Από τότε με την δημοσίευση κειμένων και άρθρων του στην ιστοσελίδα «www.metanastis.com» ξεκίνησε μια πάρα πολύ συμπαθητική και αγαστή συνεργασία. Χαιρόμουν ιδιαίτερα όταν έβλεπα στο ηλεκτρ. ταχυδρομείο μου μήνυμα του από Νέα Υόρκη.

Με απερίγραπτη χαρά όμως αλλά και συγκίνηση πληροφορήθηκα πρόσφατα από τον εκδοτικό οίκο «Β. Κυριακίδη» την ανεπάντεχη για όλους εμάς βράβευση του φίλου μας και συνιδρυτή της ΕΕΛΣΠΗ Γαβριήλ Παναγιωσούλη από την «Πνευματική Εστία-Παναγιώτη Τρανούλη» για το βιβλίο του: «Αχ! Νάξερα». Τα συγχαρητήρια λοιπόν στον φίλο μας Γαβρήλο, του εύχομαι να’ ναι πάντα καλά και να’ χει δύναμη για περαιτέρω έργα. Παράλληλα με τις ευχές μου όμως θα ήθελα να επισημάνω και κάτι ακόμη, το οποίο θεωρώ άξιον μνείας.

Και βέβαια υπάρχουν οι συγγραφείς, οι λογοτέχνες, οι ποιητές, ενδιάμεσα οι εκδοτικοί Οίκοι και απ’ την άλλη μεριά εμείς οι αναγνώστες που τους διαβάζουμε. Φυσική αλληλεξάρτηση έτσι το λέμε. Εδώ όμως υπάρχει και κάτι άλλο, που εμένα προσωπικά με συγκίνησε βαθιά, αλλά ταυτόχρονα μ’ έκανε και λίγο περήφανο. Αναφέρομαι στον άνθρωπο Παναγιώτη Τρανούλη, που με την ίδρυση της "ΠΝΕΥΜΑΤΙΚΗΣ ΕΣΤΙΑΣ" του και την θεσμοθέτηση βραβείου με οικονομικό έπαθλο, προσφέρει στην «κοινωνία». Σαν τον Παναγιώτη Τρανούλη υπάρχουν λίγοι και γι’ αυτούς του λίγους θεωρώ υποχρέωση μου να φωνάξω δημόσια: «Προσκυνώ την χάρη σου λαέ μου».

Η κ. Ελευθερία Μπέλμπα από Ελλάδα γράφει: «Ο κ. Παναγιώτης Τρανούλης, καταξιωμένος λογοτέχνης και ο ίδιος, γεννήθηκε στο Αίγιο από πολύ φτωχή οικογένεια. Ορφάνεψε από πατέρα στα εφτά του χρόνια και το γεγονός αυτό σημάδεψε ανεξίτηλα την παιδική ηλικία του. Πέρα από το συναισθηματικό κόστος μιας τέτοιας απώλειας, αναγκάστηκε να εγκαταλείψει εσπευσμένα το σχολείο για να δουλέψει, ώστε να βοηθήσει οικονομικά την οικογένειά του, που απαριθμούσε εφτά παιδιά και τη μητέρα του.

Αλλά η θέλησή του για μάθηση και η φλόγα που ένιωθε να σιγοκαίει μέσα του για γνώση δεν τον άφηναν να ησυχάσει και να αφεθεί έρμαιο της σκληρής μοίρας του. Έτσι, παρά τις αντίξοες οικογενειακές συνθήκες, με ζήλο, με υπομονή, αλλά κυρίως με πείσμα και επιμονή, πάλεψε και έκανε το όνειρο του πραγματικότητα. Έμαθε γράμματα μόνος του και μπόρεσε έτσι να βρει τη δική του, προσωπική δικαίωση στις πνευματικές αγωνίες και αναζητήσεις του, μέσα από την Πεζογραφία, που έμελλε να αποτελέσει το δικό του διέξοδο και γι' αυτό την περιέβαλε με ιδιαίτερη αγάπη.

Έτσι, αν και πετυχημένος πλέον επιχειρηματίας, ο βιοπορισμός έπαψε να αποτελεί την πρώτη έγνοια του, δεν λησμόνησε τη Λογοτεχνία και αγκάλιασε με αγάπη τους δημιουργούς της. Θέλοντας μάλιστα να συνεισφέρει ενεργά ίδρυσε το 1984 την «ΠΝΕΥΜΑΤΙΚΗ ΕΣΤΙΑ - ΠΑΝΑΓΙΩΤΗ ΤΡΑΝΟΥΛΗ» και θεσμοθέτησε βραβείο Μυθιστορήματος με οικονομικό έπαθλο 30.000 ευρώ, ενισχύοντας με αυτό τον τρόπο τους Έλληνες κυρίως συγγραφείς. Έργα του:

«Το Κερατοχώρι» (1973)

«Για μια ρόγα σταφύλι» (1980)

«Από το Καμίνι στη φυλακή» (1981)

«Κρυβιέται» (1989)

Το 1993 τα βιβλία του: «Το Κερατοχώρι», «Για μια ρόγα σταφύλι», «Από το Καμίνι στη φυλακή» μεταφράστηκαν στα ρώσικα από τον Εκδοτικό Οίκο «Ράντουκα» της Μόσχας. Το 2001 το βιβλίο του «Το Κερατοχώρι» μεταφράστηκε στα Ουγγαρέζικα από το εκεί Πανεπιστήμιο.

Στον αγαπητό Παναγιώτη Τρανούλη θερμά συγχαρητήρια». Ελευθερία Μπέλμπα, Ελλάδα.

Ο κ. Γιώργος Πλακιάς από τη Γερμανία γράφει:

«Αξιότιμε κ. Τρανούλη! Τιμώντας έναν Έλληνα συγγραφέα της διασποράς τον κ. Παναγιωσούλη τιμήσατε έναν από εκείνους που τα κείμενά του είναι μέρος της ζωής του. Στην ουσία ο κ. Παναγιωσούλης είναι ένας από τους πολύ λίγους που τόλμησε - ή μπόρεσε - να αποτυπώσει τη ζωή του στο χαρτί, εκπροσωπεί έτσι τους εκατοντάδες χιλιάδες Έλληνες που εδώ και πολλές δεκαετίες γράφουν όχι μυθιστόρημα, αλλά την πραγματική ιστορία του λαού, δυστυχώς ένα μικρό τμήμα της γράφεται και ένα ελάχιστο από αυτό ανταποκρίνεται στην πραγματικότητα.

Ο κ. Παναγιωσούλης αφιερώθηκε ακριβώς στην ανάδειξη του τελευταίου. Εγκάρδιες οι ευχές όλων μας προς εσάς κ. Τρανούλη για την αναγνώριση που επιχειρήσατε».

Θερμά συγχαρητήρια και πάλι στην «Πνευματική Εστία» και στον ιδρυτή της. Στις ξεραμένες Πολιτείες του σήμερα, ο Απόδημος Λογοτέχνης συναντά μια όαση.

Φασούλας Βάιος

28.10.2003, Γερμανία

 

Ε. Π. ΠΑΠΑΝΟΥΤΣΟΣ

Στο «Κερατοχώρι» η εντύπωσή μου είναι ότι έχετε πραγματικά αφηγηματικό ταλέντο.

Ε. Π. ΠΑΠΑΝΟΥΤΣΟΣ Ακαδημαϊκός

 

ΚΑΣΙΜΑΤΗΣ ΓΡΗΓΟΡΗΣ

Φίλε κύριε Τρανούλη Σας ευχαριστώ και σας συγχαίρω για το συγκλονιστικό «Κερατοχώρι» σας.

ΚΑΣΙΜΑΤΗΣ ΓΡΗΓΟΡΗΣ Ακαδημαϊκός

 
  
 

ΠΑΥΛΟΣ ΠΑΛΑΙΟΛΟΓΟΣ

Το «Κερατοχώρι» σας πλουτίζει τη φιλολογία της φτώχειας. Μια έκπληξη το βιβλίο σας. Ευχαριστώ για την προσφορά. Με το θαυμασμό μου.

ΠΑΥΛΟΣ ΠΑΛΑΙΟΛΟΓΟΣ Χρονογράφος

 

ΜΑΝΟΛΗΣ ΑΝΑΓΝΩΣΤΑΚΗΣ

Φίλε κύριε Τρανούλη Σας ευχαριστώ θερμά για το «Κερατοχώρι». Το διάβασα με πολλή συγκίνηση. Δικός σας

ΜΑΝΟΛΗΣ ΑΝΑΓΝΩΣΤΑΚΗΣ Ποιητής

 
  
 

ΖΕΡΒΑΚΗΣ ΝΙΚΟΣ

'Aνθρωποι αγνοί σαν τον κ. Παναγιώτη Τρανούλη, μοιάζουν με διαστημικούς μετεωρίτες, που έχουν αναλλοίωτα τα στοιχεία της αρχικής δημιουργίας, και επισκέπτονται μονάχα κατά καιρούς την επιφάνεια του ταραγμένου κόσμου μας, μήνυμα απλό και φωτεινό να πουν, στις γενιές του τώρα και του αύριο. Πως ξεκινήσαμε αγνοί κι απλοί κι έτσι να μείνουμε -αναφωνεί.

ΖΕΡΒΑΚΗΣ ΝΙΚΟΣ Συγγραφέας 19-12-1990

 

ΒΑΓΓΕΛΗΣ ΝΙΚΟΛΟΥΔΗΣ
Φίλε μου

Το βιβλίο σου «Η ζωή μου στο καμίνι» το ξαναδιάβασα. Ο Όσκαρ Ουάιλντ επιβεβαιώνει: «Το βιβλίο που δεν αξίζει να διαβαστεί δύο φορές, ούτε μία αξίζει». Συμπερασματικά διαπιστώνω, πως «Η ζωή μου στο καμίνι» είναι βιβλίο ολόγιομο από ζωντάνια κι ανθρωπιά. Είναι βιώματα, χτισμένα με τεχνική μαστοριά και από καθάριο υλικό προσωπικού ύφους. Αν ο Μαξίμ Γκόρκι, δεν είχε προηγηθεί χρονικά, θα τολμούσα να σ' έλεγα δάσκαλό του.

Στη δομή του βιβλίου, ο επιμελής αναγνώστης, ανακαλύπτει τις τέσσερις θεμελιώδους βαρύτητας αρετές της ζωής, που συντρέχουν για πνευματική ανάταση και επιχειρηματική προκοπή. Πρόκειται αφ' ενός, για την έμφυτη αισιοδοξία, που με τα μάτια της, διακρίνει κανείς, ευκαιρίες ακόμη και στις δυσκολίες.(Ουίνστων Τσώρτσιλ). Αφ' ετέρου, την φιλομάθεια στη ζωή, που προσφέρει πιο βαθιά γνώση, από την σοφία των ανθρώπων.(Μαξίμ Γκόρκι).Τρίτο, η παραδειγματική τιμιότητα, που ανυψώνεται σε καθήκον (Δουμάς).

Και τέλος, η σταθερή εργατικότητα, που εγκολπώνεται θρησκευτικά.(Απόστολος Παύλος). Συνεχίζοντας το διάβασμα, νιώθω, απ' αρχής, το άπλωμα μέσα μου, της προσφοράς σου, μετουσιωμένης σε ζωηρόχρωμους πίνακες βιωμένης αλήθειας. Αλήθεια που μαστιγώνει σκληρά και ανελέητα την τρυφερή ψυχή του παιδιού και που στο «μακελεμένο» αθώο πρόσωπό του, ο σκληρός και ανελέητος τιμωρητής, βρίζει και φτύνει με αυθάδεια την κοινωνία.

Κι έτσι, φίλε μου, ραγίζοντας την επιφάνεια, με τη δύναμη του νου, και κόβοντας τους ανασταλτικούς ιστούς, με το τροχισμένο στο ακόνι, της λεύτερης ψυχής σου, νυστέρι, μπαίνεις σταθερά στο βαθύτερο εσωτερικό της ζωής. Μαζί σου προχωράει και ο αναγνώστης, αντλώντας συνεχώς διδάγματα. Και αυτό το τελευταίο, καταξιώνει τη συγγραφική σου παρουσία.

ΒΑΓΓΕΛΗΣ ΝΙΚΟΛΟΥΔΗΣ
Διευθυντής περιοδικού
«Βιβλιογραφική Επιθεώρηση» Οκτώβριος 1996

 
  
 

ΒΑΛΑΒΑΝΗΣ ΚΥΡΙΑΚΟΣ

(Από το βιβλίο του «Κριτική Μελέτη για το έργο του Παναγιώτη Τρανούλη».Μελέτημα σημαντικό με οξύτατη κριτική σκέψη και τεκμηρίωση των απόψεων του για την ανυπολόγιστη προσφορά του συγγραφέα. Ένα απόσπασμα από το βιβλίο αυτό): Έργο νοηματικής συμπυκνώσεως που περιποιεί ξεχωριστή τιμή στο χώρο της Ελληνικής Γραμματολογίας και νομίζω ότι θα έπρεπε να πάρει τη θέση του Θεόφιλου της Λογοτεχνίας. Και να πούμε πως, αν κάποιοι άλλοι λαοί, είχαν έναν Γκόρκι, έναν Ιστράτι, έναν Χάμσουν, έναν Ντίκενς, εμείς έχουμε έναν Παναγιώτη Τρανούλη.

ΒΑΛΑΒΑΝΗΣ ΚΥΡΙΑΚΟΣ Πεζογράφος Κριτικός

 

ΒΡΕΤΤΑΚΟΣ ΝΙΚΗΦΟΡΟΣ

Το «Κερατοχώρι» και το «Για μια ρόγα σταφύλι» μας επιτρέπουν να επισημάνουμε, πως ο Παναγιώτης Τρανούλης αποτελεί μια ιδιαίτερη περίπτωση. Δεν είναι φτιαγμένος, αλλά γεννημένος συγγραφέας.

ΒΡΕΤΤΑΚΟΣ ΝΙΚΗΦΟΡΟΣ Ποιητής

 
  
 

ΓΑΛΗΝΟΣ ΜΙΜΗΣ
Αγαπητέ κύριε Τρανούλη

Όταν τελείωσα το διάβασμα του λογοτεχνικού σας έργου το «Κερατοχώρι», άθελά μου έκανα την εξής ομολογία: Η συγγραφική ικανότητα δεν είναι κανένα ουρανοκατέβατο ταλέντο, αλλά μια ανθρώπινη δυνατή επιθυμία ή κι αδυναμία να καταστήσει τον συνάνθρωπό του ο γράφων κοντινό στον πόνο του, τα συναισθήματα ή τις καταβολές του, με ένα πάντα σκοπό, στην ανθρώπινη πορεία του το έργο να φέρει τη διδαχή και την καλυτέρευση. Και μάλιστα στην προσπάθειά του αυτή αν είναι αληθινός κι αυθόρμητος, τότε το έργο του οπωσδήποτε βραβεύεται με την καταξίωση και καθιέρωσή του στο χρόνο.

Αυτά νομίζω ή μάλλον πιστεύω, υπήρξαν και σε σας τα βασικά ορμητήρια στη συγγραφή του ανθρωπιστικού έργου σας «Κερατοχώρι» και σας βεβαιώ πως το έργο σας αυτό, όχι μόνο έχει τις ανωτέρω ιδιότητες, αλλά όπως είναι με την ανεπιτήδευτη απλότητά του γραμμένο και δύναμη έχει και συγκινεί και γοητεύει.

Το βιβλίο δε σας κρύβω πως έχει κάποιο χρώμα και κάποια γεύση που θυμίζει αρκετά το ύφος της παλιάς Ρωσικής φιλολογίας. Παρακαλώ δεχθείτε μαζί με την ικανοποίηση και συγκίνησή μου και τα θερμότατα συγχαρητήριά μου. Με εξαιρετική εκτίμηση

ΓΑΛΗΝΟΣ ΜΙΜΗΣ
Πεζογράφος 8-2-1975

 

ΓΕΡΑΝΗΣ ΣΤΕΛΙΟΣ
Αγαπητέ μου Τρανούλη

Το «Για μια ρόγα σταφύλι» δεν είναι βιβλίο σαν κι αυτά που μας αραδιάζουν οι λογής γραφιάδες. Είναι ζεστό ανθρώπινο σώμα. Ρέει αίμα και δάκρυ. Μα το σπουδαίο είναι, πως και τα δύο, το αίμα και το δάκρυ, φτάνουν στον αναγνώστη σου πεντακάθαρα και διυλισμένα. Έχουν περάσει μέσα από το καθαρτήρι της συνείδησής σου και πλουτίστηκαν με φως.

Η πικρή και ματωμένη πορεία των ηρώων σου παίρνει μέσα μας ευεργετικές διαστάσεις. Μας μεταδίδεις, μέσα στους σκληρούς καιρούς που ζούμε, την ανθρώπινη ευγένεια και καλοσύνη, πρώτα σκαλοπάτια της αφήγησης που θυμίζει μεγάλες στιγμές της παγκόσμιας λογοτεχνίας. Έχεις σελίδες συγκλονιστικές που ο λόγος κυλάει αβίαστος από μια πλούσια εσωτερική πηγή.

Επικυρώνεις και προωθείς την εντύπωση που μου προκάλεσε το «Κερατοχώρι». Είσθε πεζογράφος δυνατός, και παραστατικός με αξιοθαύμαστη αφηγηματική μαεστρία.

Σου σφίγγω το χέρι με αγάπη.

ΓΕΡΑΝΗΣ ΣΤΕΛΙΟΣ Ποιητής 24-6-1982

 
  
 

ΠΕΤΡΟΣ ΓΛΕΖΟΣ
Αγαπητέ μας κύριε Τρανούλη

Η Διαλεχτή κι εγώ σας ευχαριστούμε πολύ για την συγκίνηση που μας δώσατε με τα δυο βιβλία σας «Το Κερατοχώρι» και το «Για μια ρόγα σταφύλι». Τα διαβάσαμε με αγάπη. είναι δυο ιστορήματα γεμάτα αληθινή ζωή, πείρα σκληρή, ευγένεια, ανθρωπιά, παρατηρητικότητα, που όλα αυτά δοσμένα με απλό, λιτό λόγο, όμως πυκνό και συχνά λυρικότατο, καθιστούν τα βιβλία σας μοναδικά στο είδος τους. Αυτό, που μερικοί χαρακτηρίζουν με συγκατάβαση αυτοβιογράφημα, είναι έργο βαθύ και αντάξιο έργου φαντασίας, πολύ σπουδαίο, είναι έργο τέχνης.

Έζησα και εγώ από παιδί χρόνια δουλειάς και ταλαιπωριών. Αισθάνομαι βαθιά και αδελφικά παρόμοιες ζωές άλλων ανθρώπων. Η δική σας είναι από τις πιο συγκινητικές. Και πάλι σας ευχαριστούμε. Με τους εγκάρδιους χαιρετισμούς των δυο μας και πολύ φιλικά αισθήματα.

ΠΕΤΡΟΣ ΓΛΕΖΟΣ Συγγραφέας 18-5-1983

 

ΔΕΛΗΓΕΩΡΓΗ ΑΛΕΞΑΝΔΡΑ
Αγαπητέ κύριε Τρανούλη

Είναι σχεδόν ένας μήνας που διάβασα το βιβλίο σας, με το γράμμα μου θέλω να σας ευχαριστήσω και να σας συγχαρώ για την ανεκτίμητη δουλειά που έχετε κάνει με τη συγγραφή του έργου σας.

Απ' όσο γνωρίζω, δεν έχουμε εργασίες που να αναλύουν έστω και μέσα στα πλαίσια της κοινωνιολογίας, την περίοδο που ξετυλίγετε εσείς στο βιβλίο σας και τις σκληρές της συνθήκες.

Θέλω να σας συγχαρώ μ' όλη μου την καρδιά, όχι μόνο γιατί καλύπτετε ένα κοινωνιολογικό κενό καταγράφοντας από τόσο κοντά τη φτώχεια μιας εποχής που μ' ευκολία πάμε να ξεχάσουμε, αν και δυστυχώς ακόμα μας αφορά, αλλά κυρίως γιατί κατορθώνετε κάτι τέτοιο κινούμενος στο χώρο της λογοτεχνίας, όπου οι καταστάσεις μονιμοποιούνται στη μνήμη και ριζώνουν καλύτερα στη συνείδηση. Βαθιά μ' εντυπωσίασε η αμεσότητα και η ξεκάθαρη δύναμη που χαρακτηρίζει το γράψιμό σας. Προσωπικά θεωρώ το έργο σας πολύτιμο λογοτεχνικό και κοινωνιολογικό ντοκουμέντο. Και νομίζω πως η λογοτεχνία έχει να μετρήσει λίγα τέτοια συγκλονιστικά ντοκουμέντα που να μη την προδίνουν.

Έμαθα από τη μητέρα μου πως έχετε σκοπό να γράψετε σε συνέχεια του πρώτου ακόμη δύο βιβλία. Το γράμμα μου, έτσι, μου δίνει προπαντός την ευκαιρία, να σας ευχηθώ για την καινούρια σας προσπάθεια, γιατί δε μου διαφεύγει πόσος κόπος χρειάζεται για να πραγματοποιηθεί μια τριλογία σαν αυτή μέσα στην οποία θέλετε να ολοκληρώσετε το «Κερατοχώρι»

Η τιμή να προλογίζεται το βιβλίο σας από το Βασίλη Ρώτα και η σκέψη πως θα το διαβάσουν άνθρωποι που πραγματικά θα συγκινηθούν, συνειδητοποιώντας καλύτερα ότι κοινωνικός αγώνας μέσα σε σκληρές συνθήκες σημαίνει αγώνας επιβίωσης κι εξανθρωπισμού, ας σας δίνει όλη τη δύναμη που χρειάζεται.

ΔΕΛΗΓΕΩΡΓΗ ΑΛΕΞΑΝΔΡΑ Καθηγήτρια Πανεπιστημίου 29-9-1973

 
  
 

ΔΗΜΟΥΛΑΣ ΒΑΣΙΛΗΣ
Αγαπητέ μου κύριε Τρανούλη

Μετά το έργο σας «Κερατοχώρι», που τόση εντύπωση μου έκανε, έρχεστε τώρα, για άλλη μια φορά, με την καινούρια σας δημιουργία, να επιβεβαιώσετε τη γνώμη μου, πως διαθέτετε σπουδαία αφηγηματική ικανότητα.

Πιστεύω, βέβαια, πως αυτό οφείλεται και στο ότι είστε γεμάτος από καυτά βιώματα, τέτοια και τόσα, που χωρίς ιδιαίτερη προσπάθεια ξετυλίγονται από μέσα σας ζωντανά κι ολόζεστα. Από μόνα τους έχουν τη δύναμη να κινήσουν το ενδιαφέρον του αναγνώστη και να το κρατήσουν αδιάπτωτο ως το τέλος.

Δε χρειάζεται, θαρρώ, να χρησιμοποιήσετε λεκτικά τερτίπια, για να 'χει λογοτεχνική πέραση ο μύθος σας.Έτσι λοιπόν, με λιτά μέσα και λόγο αφτιασίδωτο κυλάει η ιστορία σας θαυμάσια. Χάρηκα το ήρεμο ύφος γραφής που χρησιμοποιείτε. Έρχεται τούτο σε θαυμαστή αντίθεση με τον αιχμηρό δρόμο του μαρτυρίου σας.

ΔΗΜΟΥΛΑΣ ΒΑΣΙΛΗΣ Συγγραφέας

 

ΔΑΝΑΣΤΑΣΕΛΛΗΣ ΣΤΡΑΤΗΣ
Αγαπητέ φίλε.

Έχω δυο μέρες στο Γιοχάνεσμπουργκ-Ιωαννούπολις κατά τους καθαρευουσιάνους, που αλλάξανε την πίστη του Σέξπιρ (Σεξπήρος), που κλίνουν το Μύλερ (Μύλερος), το 'Aμστερνταμ, Αμστερλόδαμο και τα κέρατά τους. Μόνο σύντροφο πνευματικό πήρα μαζί μου το «Κερατοχώρι» σου που το διαβάζω, το μελετώ, και δε χορταίνω. Δακρύζω με τον Παναγιωτάκη, αναστενάζω και θαυμάζω τον άνθρωπο(εάν άνθρωπος ει) που χτυπιέται με τη μοίρα του, τη μοίρα του κόσμου .Σήμερα 17 του μήνα, συναντήθηκα....

....Να 'σαι καλά φίλε μου. Διαβάζω το «Κερατοχώρι» σου κι οι ήρωες σου οι καμινάροι πορεύονται δίπλα μου μ' άλλο χρώμα μαζεύοντας καρπαζιές από τους πολιτισμένους μαστόρους που τους μαθαίνουν να σκύβουν το κεφάλι. Μα διέκρινα πως σκύβοντας δικαιολογούνται και μελετάν τη λευτεριά τους. Το παρατράβηξα, μα ήθελα να ξεθυμάνω. Χαιρέτα μας την καλή σου σύντροφο. Από μένα και τη γυναίκα μου πολλά χαιρετίσματα.

ΔΑΝΑΣΤΑΣΕΛΛΗΣ ΣΤΡΑΤΗΣ
Πεζογράφος 17-10-1978
 
  
 

ΒΑΙΟΣ ΦΑΣΟΥΛΑΣ

Αγαπητέ μου και εξαίρετε φίλε, Παναγιώτη Τρανούλη,

'Oταν προ ημερών είχα τη χαρά και την τιμή να λάβω το βιβλίο σου: "Η ζωή μου στο καμίνι" δεν ξέρω γιατί, αλλά ήταν η πρώτη μου φορά που ξεκίνησα αλλιώς. Δηλαδή, πρώτα διάβασα τα σχόλια των εκλεκτών και ευγενών επιστολογράφων, μετά διάβασα το βιβλίο και μετά τους ξαναδιάβασα, προκειμένου να συμφωνήσω ή να διαφωνήσω μαζί τους. Αν και δεν είμαι ειδήμων για να μπορώ να δώσω κάποιο "βαθμό", αλλού περισσότερο και αλλού λιγότερο συμφώνησα μαζί τους.

Είναι ορισμένες φορές που αυτοί οι "βαθμοί" ατονούν και δεν μπορούν να δώσουν τις ανάλογες διαστάσεις του συγγραφέα και του έργο του. Στα Κ α λ ά Έ ρ γ α έτσι γίνεται και ευτυχώς. Δεν σκιάζονται να τα χαλάσει και να τα φάει ο χρόνος. Έτσι δεν σκιάχτηκαν και τα "πουλιά", που "πετούσαν" στο Κερατοχώρι, στο καμίνι και στις λάσπες, στην ανέχεια και στη δυστυχία, αλλά επέζησαν...

...Πουλιά τρομαγμένα μέσα στη θύελλα. Πουλιά σε μια θύελλα, που δεν έρχονταν ούτε από πάνω ούτε από κάτω. Μια θύελλα που χτυπούσε ανελέητα προς κάθε κατεύθυνση και στα πέρα και στα δώθε. Παντού. Πώς να φυλαχτούν; Πουλιά, με τα αγένωτα και άχνουδα φτερά τους, μέσα σε μια αιμοβόρα και ασίγαστη κοινωνική αιθαλομίχλη, πικρή και απρόσωπη, που ασίγαστα τα συμπίεζε με το θειάφι της να τα κάψει. Πού να πήγαιναν; Να έμεναν άφτερα, άψυχα ή να γίνονταν ύλη μέσα στην ύλη; Να μην έβλεπαν τον ουρανό, τον ήλιο, τ' αστέρια του;

Εγκλωβισμένα στα "καμίνια", απεγνωσμένα και άνισα πάλεψαν με μοναδικό όπλο τους το κλάμα. Το κλάμα να τα προστατεύει απ' την πείνα, την αρρώστια, την ορφάνια, την εγκατάλειψη και τον πόνο. Ακόμα και σε μια, δυο αναλαμπές, που άστραφταν από ένα χάδι, από ένα πονεμένο χαμόγελο κι έναν απλό φιλικό λόγο, τις συνόδευε το κλάμα. Ποιος να ξέρει άραγε την αξία του;

Και να που τα κατάφεραν, έστω και "τσαλακωμένα", όχι μόνο να επιζήσουν απ' τα γήινα κολαστήρια αλλά και να μεταφέρουν τα φριχτά κρωξίματά τους και τα καψαλισμένα τους φτερά να τα γιάνουν κάτω απ' τον απλόχερο ήλιο, μέσα στη ζωή, ανάμεσά μας, αυτή, που λέγεται κοινωνία, που σ' εκείνο που έχει αλλάξει: Σήμερα πλέον φοράμε όλοι μας παπούτσια, ρούχα και τρώμε...αλλά μείναμε άφτεροι...

Η μεταφορά της τότε κοινωνίας και η αντιπαράθεσή της στη σημερινή, δεν είναι δα και τόσο εύκολη υπόθεση όταν ο συγγραφέας δεν έχει να θυμάται τίποτα καλό απ' τα παιδικά του και σκληρά σαν πέτρες χρόνια. Κι εδώ ο συγγραφέας έχει ξεπεράσει τον εαυτό του. Τα "μπράβο" και τα "ζήτω" δεν αρκούν μπροστά στην κοινωνική ανάταση που δίνει: Κλάμα, πόνος, συγχώρεση, αγάπη.

Η μεταφορά, μέσα από τις 127 σελίδες του: "Η ζωή μου στο καμίνι", της τότε κοινωνίας στο σήμερα, αναμφισβήτητα αποτελεί μια παρακαταθήκη μεγάλων μεγεθών και παράλληλα μια "σφήνα" για το άνοιγμα της αποσαθρωμένης κοινωνία μας.

Αγαπητέ φίλε Παναγιώτη Τρανούλη. Περιττεύουν τα δικά μου λόγια, πρυτανεύει ο δικός σου Λόγος, ο αυθεντικός και απλός που, μέσα από τα παιδικά σου μάτια, κατέγραψες τον Άθλο σου, που γίνεται βίωμα και πνευματική τροφή για μας κι ας ήτανε για σένα Γολγοθάς.

ΒΑΙΟΣ ΦΑΣΟΥΛΑΣ
Γερμανία, Φύρτη - Σεπτέμβρης 24 2003
 
The LAND of GODS
Since October 1996
Oakville Ontario Canada
2.500 χρόνια από τη μάχη του Μαραθώνα
Δείτε εδώ τα κείμενα -μπορεί και τα δικά σας- μέσα από το Google.. (About 925 results)
..Φωτογραφίες της LAND of GODS στο Google..
Γράψτε μας!!
.."Τότε έφκιασα ντουφέκι ασημένιον, πιστιόλες και άρματα και ένα καντήλι καλό. Και αρματωμένος καλά και συγυρισμένος το πήρα και πήγα εις τον προστάτη μου και ευεργέτη μου κι' αληθινόν φίλον, τον Αϊγιάννη, και σώζεται ως τον σήμερον - έχω και τ' όνομά μου γραμμένο εις το καντήλι. Και τον προσκύνησα με δάκρυα από μέσα από τα σπλάχνα μου, ότι θυμήθηκε όλες μου τις ταλαιπωρίες οπού δοκίμασα"... Γιάννης Μακρυγιάννης τα Απομνημονεύματα... // Απαγγέλλει Ο Μάνος Κατράκης. Μουσική επένδυση του Νίκου Μαμαγκάκη... Εισαγωγή και σχόλια του Ακαδημαϊκού Ηλία Βενέζη. Επετειακός Δίσκος (τρία μέρη) του 1971
σήμερα: