Ήταν ένας ρομαντικός ανοιξιάτικος περίπατος κι ήτανε δειλινό. Απ' αυτά τα απίθανα, μενεξελί δειλινά τα μυρωδάτα, που ξεχνιέσαι και χάνεσαι. Ο δρόμος, ένας δρόμος απ' αυτούς που παίρνεις, ως συνήθως, μόνος και... τον διαβαίνεις. Μονοπάτια της σκέψης και λόγια της σιωπής που καθορίζουν τη ζωή σου. Εν τω μεταξύ, έχω ανοίξει -το συνηθίζω χρόνια τώρα- μια χαραμάδα στη ψυχή μου και καταχωνιάζω κάτι ασήμαντες λεπτομέρειες της ζωής κάνοντας πιο οδυνηρές τις αναμνήσεις μου.
Στη συνέχεια αρχίζω να τις ξεφυλλίζω όπως ένα ξεχασμένο βιβλίο. Μια τρυφερή μουσική έρχεται από κάπου, κοντά. Σταματάω το ξεφύλλισμα. Οι νότες είναι γλυκές κι η περιέργειά μου ανήσυχη. Ναι, πιο κάτω, δυο πλανόδιοι μουσικοί. Μια κοπέλα πυρρόξανθη κι ένας νέος με μακριά μαλλιά δεμένα πίσω. Χλωμοί κι οι δυο σαν να μην τους έχει δει ο ήλιος. Μπορεί να ήταν κι από το αδύναμο φως που άρχισε να ρίχνει επάνω τους το λαμπάκι του στύλου. Μια φυσαρμόνικα κι ένα φλάουτο, στα χέρια τους, αφήνουν απαλούς ρυθμούς και βυθίζουν το δειλινό στη νοσταλγία ενός άλλου κόσμου. Τι ωραία εικόνα! Στέκομαι, ψάχνω να βρω ένα άδειο παγκάκι να καθίσω.
Κι ήρθες εσύ φίλε στο νου μου. Δεν ήταν στο πρόγραμμα να σε συναντήσω απόψε. Κατάλληλη στιγμή βρήκες για να εμφανιστείς. Ήρθες όμως, μ' ένα παράπονο που σ' έκανε να ξεφουσκώνεις. Δεν είσαι καλά, το νιώθω... Κάτι πας να μου πεις και ξαφνικά το μετανιώνεις. Με κάτι μισόλογα πας να μου ξεφύγεις... σε καταλαβαίνω. «Ακούς αυτή την υπέροχη μουσική;» σε ρώτησα. Έτσι αόριστα, το είπα για... να σπάσω τον πάγο. «Τίποτα πια δεν με ενθουσιάζει...» μου αποκρίθηκες. «Υπάρχουν πράγματα που τα περιμένεις χρόνια», συνέχισες «κάνεις όνειρα κι έρχεται μια στιγμή κι όλα γκρεμίζονται»! «Έτσι συμβαίνει πολλές φορές, δεν χάθηκε ο κόσμος. Μια στιγμή φτάνει για ν' αλλάξει τη ζωή μας». Αυτή τη ζωή όπως τη ζήσαμε μακριά απ' τους δικούς μας χρόνια, σ' έναν κόσμο ξένο. Μετρούσαμε τους βηματισμούς μας και σιγά σιγά, τον πλάθαμε στα μέτρα μας, σχεδιάζοντας το μέλλον. Όλη μας η ζωή εξαντλήθηκε σ' αυτό το όριο, σ' αυτό το πέρασμα να καταλάβουμε αυτό που περίσσευε από τη ζωή μας. Και η πραγματικότητα που ψάχναμε ήρθε -κάπως απότομα- και χάλασε τα μεγάλα μας σχέδια. Τα πιο όμορφα, τα πιο ακριβά, τα πιο σπάνια τα πιο αγαπημένα... Μήπως έτσι δεν γίνεται πάντα;
«Όλη η ευτυχία, όλα τα όνειρα για 'κείνη, όλα... και η αγάπη...», μονολογείς. Η μοναξιά μας χωρίς νόημα. Η ευτυχία μας ύποπτη. «Δεν ξέρω τι μ' έχει πιάσει κι έχει αλλάξει τόσο η... ζωή μου;». «Φίλε, δεν σε καταλαβαίνω ή μάλλον εσύ δεν έχεις καταλάβει ότι μέσα στη ζωή είναι και τα ανεκπλήρωτα όνειρα». Κι αυτή η αίσθηση του ανεκπλήρωτου αφήνει, πολλές φορές, μια απογοήτευση. Και ποιος δεν έχει σφάλλει ή ποιος δεν λύγισε με τα χρόνια; Η κάθε μέρα μάς φθείρει. Συνηθίζουμε να δίνουμε σημασία στους «άλλους» και χάνουμε τους «δικούς» μας». Η γνώση ανώφελη. Οι παρεμβάσεις άστοχες. Σε τι μπορεί να ωφελήσει το πείσμα; Ξαφνικά νιώθουμε το πόσο μόνοι είμαστε στον κόσμο. «Αυτό που σου λείπει απόψε φίλε, είναι ένας ώμος, ένας ώμος να γείρεις, να ημερέψεις την καρδιά σου». Η αγάπη που αρνηθήκαμε να δώσουμε θα μας πνίγει, ας μη χαθεί για πάντα. Ποιος θα μας σώσει τότε; «Ο χρόνος! Ο χρόνος δίνει πάντα την απάντηση στην ψυχή για τα λάθη της». Μήπως όμως τότε να είναι αργά; Δεν είναι περίεργο, που οι γονείς δεν καταφέρνουμε, σχεδόν ποτέ, να μάθουμε τα παιδιά μας; «Αμφιβάλλεις;»...
Οι θεωρίες είναι σαν τις σαπουνόφουσκες. Λάμπουν, αστράφτουν, πετάνε γύρω μας για μια στιγμή, κι ύστερα σβήνουν... Χάνονται... «Μια εξήγηση δεν βλάπτει, στο χέρι σου είναι, μωρέ, σε σένα μένει η απόφαση να δώσεις ένα γλυκό τέλος για να ανατείλει και πάλι το όνειρο». Σ' αυτόν τον κόσμο όλοι έχουμε μερίδιο. Μερίδιο στη χαρά, στα λάθη, στην απόγνωση. Μην πικραίνεσαι. Είναι όμορφη η ζωή, άσχετα αν κάποτε γεμίζει με λαβωματιές.
Πάντα θα ξημερώνει μια καινούρια μέρα. Έτσι κάνουμε οι άνθρωποι συνήθως και χάνουμε τις πιο όμορφες στιγμές μας. Έτσι χαλάμε τη ζωή μας μ' ένα τίποτα ή με αναβολές. Τελικά η κακία θα μας μείνει... «Και τι ωφελεί;». Ξαναρωτάω... Δεν μου απάντησες. Η φυσαρμόνικα έγινε πιο γλυκιά, η σιωπή φλύαρη και το παγκάκι μου άδειο... Χάθηκες!
Έχει νυχτώσει πια κι έμεινα μόνος, ξεχασμένος και κάπως απόμακρος. Τι μ' έκανες φίλε απόψε και δεν με χωράει ο κόσμος;
Είναι κάτι νύχτες που τ' αστέρια θαρρείς και κατεβαίνουν χαμηλά, να, σαν κι αυτό που πήρε ξάφνου τον κατήφορο και πέφτει. 'Aπλωσα το χέρι μου... να το πιάσω, δεν πρόλαβα μήτε μια ευχή να κάνω... και χάθηκε. Κάτι τέτοια συμβαίνουν μερικά βράδια και σε γεμίζουν με μια μαγεία. Η φυσαρμόνικα και το φλάουτο σώπασαν. Οι δυο πλανόδιοι μουσικοί χάθηκαν μέσα στη γαλήνη της νύχτας. Έμεινε η σιγαλιά να με συντροφεύει. Κάτι μακρινά γαυγίσματα σαν στεναγμοί κι ένα απαλό άρωμα από τις ανθισμένες νεραντζιές του πεζοδρομίου.
Έλειπε και το φεγγάρι απόψε... Βρήκες να 'ρθεις κι εσύ...
Στράτος Δουκάκης
aeolos8@otenet.gr
24/04/2006
Περισσότερα για τον Στράτο Δουκάκη