BιογραφικόΟ Στράτος Δουκάκης γεννήθηκε στη Μήθυμνα (Μόλυβο)
της Λέσβου. Το 1963 μετανάστεψε στη Βενεζουέλα όπου ασχολήθηκε με το
εμπόριο. Εκεί έμεινε επί 41 χρόνια, μέχρι το 2004 οπότε και επέστρεψε στην
Ελλάδα. Την εμφάνισή του στα γράμματα έκανε το 1974 με ποιήματα που
δημοσιεύτηκαν στο περιοδικό Αιολικά Γράμματα του Γιώργου Βαλέτα. Στη
Βαλένσια της Βενεζουέλας, όπου ζούσε, εκδίδει για δυο χρόνια, τη δεκαπενθήμερη
ελληνική εφημερίδα Άνθρωποι, παράλληλα δε, επιμελείται και παρουσιάζει τη
ραδιοφωνική εκπομπή «ECOS GRIEGOS» (Ελληνικοί Αντίλαλοι). Στα γράμματα η
παρουσία του γίνεται έντονη από το 2000 έως το 2003 όπου αρθρογραφεί τακτικά στο
Athens Photo News (AΡΝ) καθώς και σε διάφορες ελληνικές ιστοσελίδες ανά τον
κόσμο. Είναι από τα ιδρυτικά μέλη της «Ένωσης Ελλήνων Λογοτεχνών - Συγγραφέων
των Πέντε Ηπείρων» (ΕΕΛΣΠΗ) και συμμετέχει με κείμενά του στις Ανθολογίες της
Ένωσης. Από το 2003 μέχρι και το 2012 αρθρογραφεί στην εφημερίδα Εμπρός της
Λέσβου. Άρθρα του επίσης έχουν δημοσιευτεί σε διάφορα συλλογικά περιοδικά και
εφημερίδες. Το 2007 βραβεύεται από το «ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΕΙΟ ΙΔΡΥΜΑ» για το πνευματικό
του έργο. Από το 2013, είναι τακτικός συνεργάτης στην Εφημερίδα της Νέας Υόρκης
με τη στήλη «Χρονογράφημα από την Αθήνα».
«Πάνω στου λάθους το υφάδι, είμαι κι εγώ πιασμένος,
πλέκω, ξεμπλέκω μπερδεμένος, ποια η αρχή και ποιο το τέλος»;
Πόσο συμβουλευτικές κι ενδιαφέρουσες
γίνονται οι στιγμές που διαπιστώνεις τα λάθη σου. Και παρ’ όλη τη διαπίστωση, το
πιθανό είναι πως αν συνεχίσεις να είσαι ο ίδιος, ίσως τα ξανακάνεις… Παίζει
μεγάλο ρόλο τι βλέπουν τα μάτια μας και τι κοιτούν τα μάτια των άλλων.
Είναι προτιμότερο –χίλιες φορές– να μην
ασχολείσαι με τα κακώς κείμενα (ή τα κακώς εννοούμενα) τα οποία ενίοτε έχουν
εκρηκτικές –κι αρνητικές– συνέπειες. Είναι προτιμότερο –άλλες τόσες φορές– να
μένεις αμέτοχος σε διενέξεις, αντιπαραθέσεις κι αλληλοσπαραγμούς της μικρής
τούτης ιδιότροπης (και κάθε φορά χειρότερης) κοινωνίας των ευκαιριακών σχέσεων,
που δεν σου επιτρέπουν να είσαι αυθεντικός. Έχω βαρεθεί να με προδίδουν τα
αισθήματά μου. Είναι πολλά αυτά που συναισθηματικά με επηρεάζουν και με
εξεγείρουν, όσο κι αν θέλω να τα ξεπεράσω ανώδυνα… δίχως να εκτεθώ. Και κάθε
φορά αποδεικνύεται πως αυτό δύσκολα «θηλυκώνει» με την πραγματικότητα. Δεν
αναζητώ άλλοθι, το θεωρώ απόλυτα φυσιολογικό.
Νομίζω πως απέτυχα στη ζαριά…
Όμως αγάπησα τις ήττες μου… Νομίζω πως αυτές μού ’δωσαν περισσότερα κι απ’ τις
νίκες… Χαράμισα άσκοπα χρόνο σε παράταιρα αλισβερίσια αντί να κάθομαι σιωπηλός
«στη γωνιά της προσωπικής μου δημοσιότητας» και να μιλάω στον εαυτό μου
επενδύοντας σε πράγματα χρήσιμα για μένα και για τους λιγοστούς φίλους που μ’
έμαθαν να βλέπω τις ομοιότητες και να ξεχνάω τις διαφορές. Να τους χαρίζω, πάνω
απ’ όλα, καρδιά και πολλή αγάπη, τόση που να δείχνει το γιατί μ’ αγάπησαν. Όσοι,
εν τέλει, μ’ αγάπησαν. Να μη δίνω σημασία πια στις συμπεριφορές των άλλων και να
συγχωρνάω τις δικές μου… Αλλά βλέπεις, ο χαρακτήρας καθημερινά εκπαιδεύεται από
τη διαβρωτική φθορά του, στο ανελέητο πέρασμα του χρόνου. Προ πάντων στις
καταιγίδες. Υ.Γ. Επέλεξα ν’ ακούσω δυο «φάδο». Είναι γιατί αυτά ταιριάζουν με
την ψυχοσύνθεσή μου. Η μουσική τους είναι μελαγχολική, το ίδιο κι οι στίχοι, που
εμπεριέχουν ένα μείγμα νοσταλγίας, λύπης, ευτυχίας και αγάπης.
Στιγμές της ζωής μου…
Είναι κάποιες στιγμές στη ζωή μου, που… ενώ τις φυλάω μέσα
μου – μη και ποτέ μου λιγοστέψουν, εκείνες ψάχνουν κενό να
πέσουν και χέρι να πιαστούν... Στιγμές ιδιαίτερες, ανεξίτηλες,
αξέχαστες. Αποτυπωμένες με τούτα τα σημαδιακά «όταν»…
Όταν χάζευα τα ουράνια τόξα.
Όταν ένιωθα να γίνομαι ένα με τ’ αγέρι.
Όταν άφηνα το κύμα να με βρέχει με το χάδι του.
Όταν με μάγευε το ηλιοβασίλεμα.
Όταν κοβόταν η ανάσα μου απ’ την ομορφιά του φεγγαριού.
Όταν μου ξέφευγε η ευχή στο πεφταστέρι της νύχτας.
Όταν αφουγκραζόμουν στη μοναξιά τις σιωπές.
Όταν μέσα σε λίγους στίχους έβρισκα τόσα πολλά.
Όταν με μάτωναν κάποιες ανθρώπινες ψυχές ενώ εγώ μετρούσα τα κομμάτια μου...
Όταν οι αγκαλιές φανέρωναν… αγάπη.
Όταν ξερίζωνα τις νύχτες την ψυχή μου νομίζοντας πως όλα τελειώνουν,
και… την ξανάβρισκα με το ξημέρωμα.
Όταν επούλωνα τις πληγές μου, ενώ συγχρόνως άνοιγα άλλες.
Όταν σκούπιζα κρυφά το δάκρυ μου… στο ξέφτι μιας αγάπης.
Όταν ακούμπαγα σ’ έναν ώμο… για παρηγοριά.
Όταν κοίταζα μέσα μου και τρόμαζα.
Όταν βρήκα το ταίρι μου ψάχνοντας μέσα στο τίποτα.
(Το τίποτα της ευτυχίας).
Όταν τρία πλάσματα ήλθαν να τη στεριώσουν.
Όταν για χρόνια σε ξένους τόπους έζησα κι ύστερα τους κουβάλησα μαζί μου.
Όταν έφυγα.
Όταν γύρισα.
Όταν για κάποιο λόγο ναυάγησαν τα όνειρά μου.
Όταν… όταν… όταν…
Θαρρώ πως δεν αδίκησα στιγμές...
Χάρτινα όνειρα
Τ’ άπλωνα, τ’ άφηνα να λιάζονται, να σεργιανούν και ν’ αλητεύουν.
Που τα ’χανες, που τα ’βρισκες - εδώ κι εκεί, να ξελογιάζονται…
Πότε με σύννεφα, πότε μ’ αστέρια,
πότε στα δειλινά και πότε στα ξημερώματα,
να λικνίζονται και να παιχνιδίζουν ακόμη και με τον ήλιο.
Ιδίως στα βασιλέματά του.
Τα καμάρωνα και τ’ άφηνα να το ευχαριστηθούν!
Τι το ’θελα;
Σαν τ’ αδέσποτα, έψαχναν να βρουν το ταίρι τους.
Έγερναν κι ακουμπούσαν στο ηλιοβασίλεμα.
Λες και περίμεναν το σινιάλο του για να πάνε ν’ αράξουν στο πλάι του.
Σε μια ατέρμονη ηδονή.
Παρέα άρχισαν να υφαίνουν, άγνωστο ποιες συνωμοσίες είχαν κατά νου.
Από στιγμή σε στιγμή νόμιζα, ο αφελής, πως θα γύρναγαν.
Άνοιγα την αγκαλιά μου να τα υποδεχτώ.
Εν αναμονή… Στη διασταύρωση.
Τα ξημερώματα.
Κι ανυποψίαστος εκτέθηκα.
Τι αφέλεια κι αυτή η δική μου…
Λογάριαζα πως ίσως θα ’ταν μακριά...
Χαρά στην απόσταση.
Μα, αυτά ξεστράτισαν και λοξοδρόμησαν, μαράθηκαν κι έσβησαν.
Έγιναν παρελθόν κι εγώ η σκιά τους.
Ήταν χάρτινα όνειρα.
Χάθηκαν στα τελειώματα.
Ήταν χάρτινα όνειρα.
Άλλοι τα τσαλακώνουν και τα πετάνε.
Εγώ τα έχασα.
Είναι αυτή η αίσθηση που δημιουργείται μέσα μας
ώστε να μας κάνει να αγαπάμε και να εκτιμάμε ό,τι χάθηκε.
Κι αυτό το άτιμο το λίγο που μας δόθηκε
–ράγισμα στο μονότονο χτυποκάρδι της ζωής–
φαντάζει τεράστιο σε μια εποχή όπου όλα πωλούνται και
αγοράζονται όσο όσο…
Τα υπόλοιπα;
Είναι ευαίσθητα προσωπικά δεδομένα…
Ήμασταν είκοσι χρονών!
Ήταν ένα πρωινό Κυριακής, όπως όλα τα
κυριακάτικα πρωινά. Τα απογεύματά της είναι που με μελαγχολούν. Ίδίως τώρα, που
από τις πέντε νυχτώνει. Η μέρα ξημέρωσε συννεφιασμένη, αφήνοντας να πλανιέται
ένα γύρω, μια μικρή υποψία βροχής. Ιδανικός καιρός για νοσταλγούς, ονειροπόλους
και γι’ αυτούς που λογαριάζουν τη ζωή κι ό,τι καλύτερο. Δεν είχα καμιά διάθεση
σήμερα να ταλαιπωρήσω το μυαλό μου, ήθελα να τ’ αφήσω άδειο από σκέψεις, να μη
τους δώσω περιθώριο ύπαρξης… Πόσες σκέψεις, όμως, μπορείς να πνίξεις με μια
απόφαση της στιγμής;
Ωστόσο, μια παράξενη σιωπή, μια
παραίτηση
και μια απροσδιόριστη μελαγχολία συνυπάρχουν μέσα μου και με κάνουν να
μπλέκομαι πάλι στο κουβάρι μου. Έπιασε κι αυτή η βροχή…
Στα «εισερχόμενα», βρήκα –σταλμένο από
φίλο– το «La Boheme» του Charles Aznavour, ένα τραγούδι από τα χρόνια εκείνα,
που μιλάει για την ανέμελη ζωή στα… είκοσι μας χρόνια. Το έβαλα να παίξει. Τι το
’θελα; Μπλέχτηκα πάλι στα ίδια. Κι άρχισαν, στο διάβα της μουσικής και των
στίχων, να μπερδεύονται τα χτυποκάρδια με τις νότες, και τα όνειρα να γίνονται
ένα με τις νοσταλγίες που το ’χουν παιχνίδι, κάθε τόσο, να με αναστατώνουν.
Ήταν τόσο ωραίο, που με μιας θέλησα να
το μοιραστώ, προωθώντας το σε φίλους. «Σ’ ευχαριστώ κι ας μελαγχόλησα. Μακάρι να
μεγαλώνουμε χωρίς να γερνάμε…», μου έγραψε αμέσως η Ρέα. Η Χαρά, το δέχτηκε «σαν
γρατζουνιά στην πληγή από παλιοκαιρίσια ντέρτια»… Το Αντιγονάκι: «Με συγκίνησες.
Γέμισε νοσταλγία η ψυχή μου. Τι όμορφο να μοιράζεσαι κοινές ευαισθησίες…». Κι
εγώ, άφησα να βγει από μέσα μου, ένα μακρόσυρτο, πονεμένο «αχ»… σαν καημό
φυλακισμένο που θέλησε να δραπετεύσει.
Πώς να ξεγράψει κανείς όσα ζήσαμε τότε;
Συνεπαρμένοι και τρελοί, αναπνέαμε έναν αλλιώτικο αέρα, αγαπούσαμε παράφορα τη
ζωή, μ’ εκείνη την ελπιδοφόρα νεανική ορμή, συνταίριασμα ψυχής αντάρτικης, όντας
νέοι, μες στην ανέμελη ζωή.
Όπου και ν’ ακουμπούσες το βλέμμα, ανασηκώνονταν όνειρα. Και πως θα μπορούσε να
’ταν αλλιώς… Ήμασταν είκοσι χρονών! Κάθε στιγμή ήταν μοναδική. Μοναδική κι
ανεπανάληπτη! Όπου ήθελαν μας πήγαιναν τα κύματα. Η ζωή ήταν δική μας.
Αγναντεύαμε πότε τη μπουνάτσα, πότε το κύμα. Δεν είχαμε κανέναν ανάγκη, για να
μας θυμίζει τη σπουδαιότητα των μικρών «τίποτα». Γιατί μ’ αυτά, τα ασήμαντα
«τίποτα», ζούσαμε και χαιρόμασταν. Ήμασταν είκοσι χρονών! Με ψυχές πεινασμένες
για όνειρα. Κι ένα σωρό οι αμφισβητήσεις, οι προβληματισμοί, τα διλήμματα, οι
απογοητεύσεις, οι υποχωρήσεις, οι αναζητήσεις, οι ενοχές και τα παιδέματα στην
ανηφορική και δύσβατη πορεία της ζωής. Των αισθημάτων και των συναισθημάτων.
Ήμασταν μόνο είκοσι χρονών!
Ήταν τα χρόνια εκείνα που μαζί τους –να
πάρει η ευχή– ήρθαν και χτύπησαν την πόρτα μας κι οι έρωτες… Τρέχαμε να
συναντήσουμε και να βρεθούμε πιο κοντά σε κείνα τα υπέροχα πλάσματα που είχαμε
διεκδικήσει, αγαπήσει… ερωτευτεί! Ήταν τα πολύτιμα και μονάκριβα στηρίγματα στα
ενδιάμεσα κενά μας. Αγκαλιές που μας χώρεσαν με τη μία. Τα ξαναφέρνω στη μνήμη
μου να ζωγραφίζουν χαμόγελα…
Τώρα, καμώνεται τον αδιάφορο ο καιρός.
Τα χρόνια της εφηβείας φαντάζουν μίλια μακριά κι ας μας δίνουν την εντύπωση πως,
μια δρασκελιά να κάνεις, ξαναγυρίζεις σ’ αυτά. Περνάνε, φίλοι μου, τα χρόνια,
φεύγουν κι ούτε που νοιάζονται για τη δική μας μελαγχολία. Κι εκείνο το τραγούδι
–σαν την ανάμνηση κι αυτό– συνεχίζει να στριφογυρίζει στο κεφάλι μου. Τι εύκολα
που ξελογιάζεται το ρημάδι το μυαλό μου. Και το ’λεγα, πως σήμερα θα ’θελα να το
αφήσω άδειο. Τι το ’πιασε τώρα και με παιδεύει;
Με τούτα και με κείνα έφυγε η μέρα κι
άφησε πίσω μια ψυχή να ταξιδεύει. Τι θαρρείς, φαντασία είναι αυτή, πετάει...
Κλείνω τη μουσική και το «βιβλίο» των απολογισμών και παραδίνομαι στα χέρια της
πραγματικότητας. Αρκετά κόλλησα με το συναίσθημα. Αλήθεια, πόσο όμορφες και
μελαγχολικές γίνονται, κάποιες φορές, οι Κυριακές;
Σπάνιοι άνθρωποι…
Στον φίλο Αριστείδη Γιαπαλή
Πολύ μου αρέσουν οι άνθρωποι που έχουν
κουλτούρα. Μου αρέσουν γιατί είναι ήρεμοι. Λεπτοί. Ισορροπημένοι. Άνθρωποι που
τη ζωή τους κυβέρνησε η γνώση. Μ’ έναν τέτοιο φίλο συναντήθηκα προ ημερών στο
σπίτι του. Πλημμύριζε
αισιοδοξία και… κατά κάποιο τρόπο μου την επέβαλε κι εμένα. Είναι απ’ τους
ανθρώπους που μοιάζουν με Κυριακή. Θαρρείς και κουβαλούν τον ήλιο μέσα τους.
Έτοιμοι να σου συμπαρασταθούν με κάθε τρόπο. Από το να σου δώσουν τις
πληροφορίες που έχεις ανάγκη, μέχρι την κουβέντα που έχεις ανάγκη. Είπαμε πολλά
και για πολλούς. Δεν βγήκε από το στόμα του μια κακή κουβέντα. Για κανέναν! Αυτό
μου έκανε μεγάλη εντύπωση γιατί, ως συνήθως, δεν συμβαίνει έτσι. Το αντίθετο
μπορώ να πω. Μα κι αν χρειάστηκε, κι αν το έκανε - θα το έκανε με στυλ, εγώ
πάντως δεν το αντιλήφθηκα.
Συμπεραίνω ότι πηγή αυτής της
συμπεριφοράς είναι η ανατροφή, η μόρφωση, το περιβάλλον, ο χαρακτήρας. Ένας
άνδρας ευφυής, με λεπτό, έξυπνο χιούμορ, δίκαιος, γοητευτικός, γνώστης και
μύστης, εξαιρετικός ακροατής και ομηρικός αφηγητής, ένας άνθρωπος «χαρά θεού».
Πλήρης! Που δεν είχε να αποδείξει τίποτα και σε κανέναν. Όλα ήταν «απλωμένα»
μπροστά του. Απολαυστικός, ευγενέστατος κι ευτυχής, όχι τόσο από έργο ή εύνοια
των θεών (που φρόντισαν να μη τον αδικήσουν), όσο από την παιδεία που κουβαλάει.
Είναι από τους ανθρώπους που έχουν έναν
ιδιαίτερο τρόπο ν’ αγγίζουν τις πιο απόκρυφες χορδές της ψυχής σου, να τις
χαϊδεύουν με την αύρα τους και να τις κάνουν να πάλλονται. Έρχονται στη ζωή σου
και με το λιγοστό και το ελάχιστο τη φωτίζουν! Γεφυρώνουν τις όποιες αποστάσεις.
Αφήνουν πόρτες και δρόμους ανοιχτούς να τους διαβείς. Βάζουν μιλιά στους χτύπους
της καρδιάς κι ύστερα γέρνουν δίπλα σου, στήνουν αυτί κι αφουγκράζονται τα
καρδιοχτύπια σου. Διεκδικούν κομμάτια απ’ την ψυχή σου και τα κάνουν δικά τους,
ωστόσο αφήνουν και σένα να θρονιαστείς στη δική τους ψυχή. Σμίγουν τα βήματά
τους με τα απαίδευτα δικά σου και σ’ οδηγούν σε μονοπάτια λίγο πιο κει… Λίγο πιο
πέρα… Τους δίνεις μοναχά μια σταγόνα και σου επιστρέφουν ολόκληρο τον ωκεανό.
Ναι, υπάρχουν κάτι τέτοιοι άνθρωποι
και… πιστέψτε με, είναι ευλογία και μόνο να τους έχεις στο πλάι σου.
Λίγες οι στιγμές τού «μαζί», μα
δείχνουν και φαίνονται αρκετές γιατί μετριώνται με της καρδιάς τη δύναμη.
Γεμάτοι χαρά κι αγνότητα. Ειλικρινείς και ασφαλώς ανιδιοτελείς. Καταφέρνουν, με
τη γοητεία που διαθέτουν, να μαγνητίζουν και να φέρνουν στην επιφάνεια –αβίαστα
και ανεμπόδιστα– την ομορφιά και την τρυφερότητα των συναισθημάτων όσο καλά
κρυμμένα κι αν είναι. Κι αυτό ακριβώς δημιουργεί την αμοιβαία έλξη.
Ευγενικοί, γλυκομίλητοι, γελούν και το
γέλιο τους μένει στα χείλη σαν τις σταγόνες του νερού στα ροδοπέταλα. Κάτι
τέτοιους ανθρώπους τους χρειαζόμαστε. Θα πρέπει να τους ψάχνουμε ακόμα και πίσω
από τις κλειστές γρίλιες των παραθύρων, να βρούμε αυτά τα αγγίγματα που,
αλίμονο, στις μέρες μας λιγόστεψαν γιατί έτσι τα έχει καταφέρει η κοινωνία μας.
Αναρωτιέμαι, πολλές φορές, αν τα
ονόματα έχουν σχέση με τον χαρακτήρα του ανθρώπου που το έχει. Μ’ εκείνον,
τουλάχιστον πείστηκα ότι θα πρέπει να έχουν… Φεύγοντας πάντως, έμεινε μέσα μου
μια αίσθηση ότι έφευγα λίγο πιο πλούσιος γιατί πήρα μαζί μου (φυλαχτό στην
καρδιά μου) ένα κομμάτι απ’ όλες τις αρετές, τις γνώσεις και τις συμβουλές του.
Πολύ θα ήθελα κάτι δικό μου να του άφησα κι εγώ. Δεν ξέρω αν το κατάφερα… Στ’
αλήθεια πολύ θα το ’θελα.
Τα «δυστυχώς» και… τα υπέροχα «τίποτα»
Μου αρέσει να περιπλανιέμαι στον
περίγυρο της ζωής μου… Στο παραμύθι της… Μου αρέσει να ξύνω και να κρατάω
ζωντανές εκείνες τις γλυκές πληγές που ούτε εύκολα κλείνουν κι ούτε θέλω να
κλείσουν. Κι ας είναι πληγές… Κι ας το ξέρω. Τέτοιο γινάτι… Μου αρέσει –είναι
μεγάλος πειρασμός– να ξεσέρνω τα επώδυνα συναισθήματα, που γρατζουνάνε την ψυχή
μου, νομίζοντας πως αυτά με εκφράζουν καλύτερα. Η γραφή μου είναι, ως επί το
πλείστον θλιμμένη, μελαγχολική… (Είναι ωραία τα θλιμμένα κείμενα, ξέρετε,
φανερώνουν το χαμένο κομμάτι της αλήθειας μας…). Παράξενη μανία. Εύκολα τη λες
και κουσούρι…
Εν τω μεταξύ, όλο και ψάχνω κάτι που να
υπακούει
στους δικούς μου κανόνες. Κάτι που να μην φυλακίζεται στις άχρωμες
αγωνίες και στις αγχωμένες ενοχές. Να μην εξαντλείται σε εκπτώσεις και
διλήμματα, σε προσδοκίες και σε θαύματα, σε λάθη και παραλήψεις. Συντηρώ και
τρέφω μέσα μου μια ρομαντική εικόνα. Κι αυτή βγάζω προς τα έξω. Δε φοβάμαι μήπως
και χαλάσει το δείγμα αν εκτεθεί. Έτσι βολεύεται η ψυχή, ξεθαρρεύει και
ξεφουρνίζει αδυναμίες. Απ’ όλα μπορεί να δραπετεύσει ο άνθρωπος εκτός από τον
εαυτό του.
Όσο κι αν προσπαθώ, με ενέσεις αισιοδοξίας, να πάρω δύναμη, σε οξειδωμένους και
φορτισμένους καιρούς, δεν καταφέρνω να πορευτώ με συγκεκριμένο τρόπο σε
συγκεκριμένες πεπατημένες διαδρομές. Είμαι ρομαντικός και με πολλές ευαισθησίες
(δυστυχώς)... Συχνά μοναχικός και με αρκετά ελαττώματα (και πάλι δυστυχώς)...
Όποιο πλήκτρο της ψυχής μου κι αν πατήσεις, τον ίδιο ήχο θα βγάλει…
Είναι στιγμές που λέω να χαθώ. Να
κλείσω τα παράθυρα, να μην μπαίνει αέρας, να μη με βρίσκει το φως και… μ’
ανακρίνει. Να μείνω γυμνός, χωρίς μνήμες, χωρίς πληγές… Να μετρώ μόνο ανάσες.
Μόνος. Με τη σιωπή και την αλήθεια μου, αν υπάρχει. Να σταθώ αντίκρυ της, να της
συστηθώ, να αναμετρηθώ μαζί της, αν γίνεται. Να συμφιλιωθώ, αν πρέπει. Νιώθω πως
η καρδιά μου αφήνει ίχνη που φωσφορίζουν· ακόμα και στο πιο βαθύ σκοτάδι. Δεν
κρύβεται, δεν χάνεται, δεν περιορίζεται, δε μικραίνει, γιατί μοιάζει με θάλασσα
κι οι θάλασσες από τη φύση τους, μήτε μικραίνουν, μήτε και φυλακίζονται.
Αδυναμίες κι αμφιβολίες είχα, απ’ την
ίδια τη στιγμή που ξεδίπλωνα όνειρα, κατάστρωνα διαδρομές κι έκανα προβλέψεις
για τα μελλούμενα. Πίστευα πως η ζωή μου θα μπορούσε να ήταν έτσι, αλλά θα
μπορούσε να ’ταν κι αλλιώς… Γράφω κι αναρωτιέμαι: μήπως όλα αυτά δεν ήταν
αληθινά, παρά καμώματα της σκέψης που τώρα καθρεφτίζονται μπροστά μου; Πόσες
φορές δεν παίρνω τα ψηλώματα, να δω από ’κει πάνω τα χνάρια μου. Από πού
έρχονται, πού πάνε και γιατί; Οδυνηρό το συναίσθημα, όταν ο χρόνος θαμπώνει την
εικόνα.
Έτσι χάνομαι στις αμφιβολίες μου με τη
σκέψη: αν διάλεξα τη σωστή ή τη λάθος ρότα για το απάνεμο λιμάνι μου. Το ίδιο
χάνομαι και στη μετάφραση της αμετάφραστης ζωής μου, που μου ήρθε, όπως την
προόριζε για μένα ο Θεός. Ας πούμε βολική. Τη χώρεσα σε όσα μπόραγα κι όσα
άντεχα… κι ευγνώμων έκανα το σταυρό μου. Διατήρησα την αξιοπρέπειά μου σε κάθε
αντιξοότητα της ζωής… Μέσα από ένα σωρό υπέροχα «τίποτα», ζητούσα, σώνει και
καλά, απαντήσεις σε κάτι επιπόλαια «γιατί», λες κι η ζωή χρωστούσε να μου δώσει
λογαριασμό. Κι όμως, σαν οδοστρωτήρας –με, ή δίχως τη συγκατάθεσή μου– τα πήρε
όλα και τα σήκωσε, και τώρα… μπάζει από παντού. Έτσι τα «πάντα» έγιναν «τίποτα»
και «δυστυχώς». Κανείς δε μπορεί να ξεφύγει απ’ αυτό που η μοίρα τού ορίζει.
Πόσο θέλω να μπω και να βγω απ’ το
μυαλό, νικητής… Να πιστέψω πως οι όμορφες στιγμές, οι όμορφες εικόνες κι οι
όμορφες αναμνήσεις δεν μπορούν να 'ναι οι απαντήσεις. Δεν αρκούν. Αν δεν έχει
βασανιστεί κάτι μέσα σου, αν αυτό που μέχρι χτες ήταν ο εαυτός σου σήμερα
μοιάζει λίγο ξένο. Αν ο κόσμος σου δεν είναι πιο ευρύχωρος, οι αποχρώσεις κι οι
εκδοχές του πιο πολλές, τίποτε δε μένει. Ένας απλός συλλέκτης άχρηστων εμπειριών
έμεινες, φίλε μου εαυτέ, που δεν υποψιάστηκε ποτέ την κρυφή πλευρά των
πραγμάτων. Που δεν δοκίμασε να την καταλάβει.
Φεύγουν μια μια οι μέρες του Αυγούστου,
των μελτεμιών και των πανσέληνων. Των μαυρισμένων σωμάτων και της αρμύρας, των
τζιτζικιών και της ανεμελιάς, της παραλίας και των φίλων, παλιών μα... και
καινούργιων... Κάτι δικό μου φεύγει. Φεύγει σαν να πετάει το καλοκαίρι. Πολλοί
είναι εκείνοι που ήδη άφησαν πίσω τις πιο γλυκές ημέρες για να επιστρέψουν.
Έζησαν τις διακοπές τους με τις αισθήσεις ανοιχτές στις εποχές των παιδικών τους
χρόνων... Με τη δύναμη της ζεστής πέτρας στις γυμνές πατούσες τους και τη σκέψη
να χάνεται στην αβέβαιη και καθαρή γραμμή του ορίζοντα, φαντάζει δύσκολη η
επιστροφή. Η επιστροφή από μια θάλασσα που φαινόταν να μην έχει τέλος και μια
ακρογιαλιά που θα ήθελαν να ήταν ο κόσμος όλος. Σ' έναν Αύγουστο σπάταλο στο
φως. Ερωτιάρη. Έφυγαν για να βρουν τους ρυθμούς τους και πάλι. Πώς, όμως, να
προσγειωθείς στα γνωστά μετά την απόδραση του καλοκαιριού;
Κατά τα άλλα, όαση ήταν η βραδιά της
συνεύρεσης με συγχωριανούς και όχι μόνο. Συνάντηση με υπέροχη μουσική σαν τη
νύχτα. Μεθυστική! Ένα μισόγιωμο φεγγάρι να αιωρείται από πάνω μας και φάτσα ο
φωτισμένος Μόλυβος. Υπό τους ήχους της μουσικής και μιας γλυκιάς κιθάρας, κι ενώ
οι δείκτες του ρολογιού έδειχναν περασμένα μεσάνυχτα, οι χορδές της καρδιάς
πάλλονταν με γνωστά κι αγαπημένα ακούσματα της νύχτας, της επιθυμίας και του
έρωτα. Μια συλλογή αναμνήσεων, που ο καθένας προσπαθούσε να βρει τον εαυτό του.
Στιγμές με ωραία παρέα και το μυαλό άδειο από έννοιες, αλλά και μ' εκείνη την
πικρή ηδονή να τα βρίσκουμε... με τα αταίριαστα. Αυθόρμητα, όλοι μας,
σιγοψιθυρίζαμε τραγούδια και στίχους αγαπημένους. Απρόσμενη κι αξέχαστη βραδιά.
Στο μεταξύ, στην Τι-Βι οι πολιτικοί
είχαν αρχίσει, -σ' ένα απρόσμενο προεκλογικό κλίμα- να «διασταυρώνουν τα ξίφη
τους» και, υποτιμώντας τη νοημοσύνη μας, ν' ανακατεύουν και πάλι το βρωμερό
καζάνι των «πρωτείων» μας στη διαφθορά... Σ' ένα χείμαρρο ανακυκλούμενης
μιζέριας, -πολιτικοί, πολιτικάντηδες, παραθυρόβιοι...- τα ίδια πρόσωπα πάντα
(λίγο πιο μαυρισμένα ίσως) διεκδικούν την ψήφο μας. Ζητάνε να συμβάλουμε στο να
αναδειχθεί η επόμενη κυβέρνηση τούτου του τόπου, που θα καθορίσει τις τύχες της
χώρας μας. Εικόνα προεκλογική. Ώσπου να ξαναβρούμε τους ρυθμούς μας... Και,
δυστυχώς, τους ρυθμούς μας δεν τους βρήκαμε γιατί μας ήρθε η τραγωδία με τις
φωτιές. Η Ελλάδα ξανάρχισε να καίγεται από παντού. Η φωτιά τα άλωσε όλα
κατακαίγοντας στο πέρασμά της τα πάντα. Αφήνοντας πίσω της δάση χαμένα, σπίτια
καμένα, ανθρώπους απανθρακωμένους... Αποκαΐδια! Δεκάδες άνθρωποι νεκροί,
χιλιάδες τραυματίες, εγκλωβισμένοι, εγκαταλελειμμένοι, απροστάτευτοι, αβοήθητοι,
αφημένοι στην τύχη τους. Οι κομματάρχες καλά θα κάνουν να σταματήσουν τα
ευχολόγια και τις ψευδεπίγραφες υποσχέσεις πια. «Είναι ώρες πένθους και
περισυλλογής. Δεν είναι ώρα για άδεια λόγια. Η φρίκη δεν μιλιέται».
Τελικά, πολύ θυμώνω, διότι κι εγώ, κι
εσύ, κι ο καθένας μας φταίει το ίδιο. Φταίμε, φταίμε όλοι. 'Aμα ψάξουμε, θα
βρούμε και άλλα πολλά που, ως συνήθως, τα βαφτίζουμε έκπληξη, οργή, ελπίδα,
ευθύνες ή όπως αλλιώς το λέει ο καθένας, για να ξεπερνάει το τι έγινε. Αυτό που
αισθάνομαι τώρα είναι ότι αφαιρούν χώρο από την ύπαρξή μου, κομμάτια από την
παρατημένη πατρίδα μου. Εδώ θέλω να μείνω. Στο κενό μου. Στο κενό μας...
'Aλλα ξεκίνησα να γράψω και κατέληξα να
χτυπάω τα πλήκτρα του υπολογιστή μου, έχοντας πάλι βουτήξει τα ακροδάχτυλά και
τις σκέψεις μου στο συσσωρευμένο περίσσευμα της οργής μου... Κι όσο θα επικρατεί
ένα πνεύμα εξοργιστικού ωχαδερφισμού, προχειρότητας και αποποίησης ευθυνών,
πάντα θα υπάρχουν αθώα θύματα, μπόλικη στάχτη και μια Ελλάδα πληγωμένη...
Δυστυχώς!
Μανία κι
αυτή η δική μου να αναπολώ μερικές στιγμές και πράξεις που πέρασαν από τη
ζωή μου. Οι μνήμες, ξέρετε, μοιάζουν συχνά με σπινθήρες ζωής. Ανάβουν
βιαστικά εκεί που δεν το περιμένεις, φωτίζουν ίσα ίσα το σημείο που έχουν
επιλέξει, κι ύστερα χωρίς πολλά πολλά επιστρέφουν στο πουθενά. Στη ξενιτιά,
λοιπόν, και σε μια εποχή όπου τα πνευματικά πρότυπα που κυριαρχούσαν στη
μικρή, εκεί, ελληνική κοινωνία δεν είχαν καμιά σχέση με τα δικά μου όνειρα,
έβαλα μπρος μια, παράτολμη μεν επιβεβλημένη δε, ιδέα που, ομολογώ, είχε το
ρίσκο της και κάπως... με προβλημάτιζε. Συλλογικά στην αρχή και με όραμα να
καλλιεργηθεί και πνευματικά όσο γινόταν η ατμόσφαιρα μέσω ενός εντύπου, που
θα πρόβαλλε, κατά κάποιο τρόπο, τις όποιες ανησυχίες μας, αλλά και θα
αφύπνιζε ίσως, και τα κρυμμένα, άτολμα χαρίσματα μερικών από εμάς,
ενθαρρυμένα από αυτό το τολμηρό, ας το ονομάσω έτσι, εγχείρημα που βάζαμε σε
εφαρμογή.
Είχα τη χαρά και την τύχη να
αναλάβω εξ ολοκλήρου την επιμέλεια, υλοποίηση και εκτέλεση, αλλά και την
απρόβλεπτη υποχρέωση να καλύπτω με ύλη έξι με οχτώ σελίδες, κάθε δεκαπέντε
μέρες, την έκδοση μιας ελληνικής εφημερίδας, με τον πρωτότυπο τίτλο
«ΑΝΘΡΩΠΟΙ»! Με εξαντλητικές προσπάθειες, δίχως τεχνικές γνώσεις, δίχως
προσβάσεις, δίχως τα σημερινά εργαλεία (βλέπε ίντερνετ), παρά μόνο με μια
«ελληνική» γραφομηχανή, ένα ράδιο συντονισμένο στα βραχέα, αποκόμματα από
«μπαγιάτικες» εφημερίδες και αρκετά βιβλία έκανα ό,τι μπορούσα -με
υπερβάλλον πείσμα- για να μην τα παρατήσω κι εγώ, όπως έκαναν οι άλλοι, με
την πρώτη, και πάει στράφι το δόλιο το όνειρο. Κάλυπτα το πρόβλημα έτσι ώστε
να υπάρχει πάντα ενδιαφέρουσα και επαρκής ύλη για την 15ήμερη έκδοση της
εφημερίδας.
Δεν ήταν, πιστέψτε με, καθόλου
εύκολο. Στην υποχρέωσή μου αυτή να γράφω και να σελιδοποιώ τη θεματολογία,
τις ειδήσεις, τις απόψεις, τα γεγονότα και ό,τι τέλος πάντων σκάρωνε η
φαντασία μου ζορισμένη, πολλές φορές, από την έλλειψη θεμάτων, πέρναγαν οι
ώρες δίχως να το καταλάβω και αρκετές φορές μ' εύρισκε η αυγή. Ήταν η αγάπη
γι' αυτό που έκανα, το πάθος του ερασιτέχνη που κουβαλούσα. Αρκετά ήταν τα
ξενύχτια και πολύ το μεράκι. Έψαχνα στις εφημερίδες, που μου έρχονταν με
δέκα-δεκαπέντε μέρες καθυστέρηση, με κολλημένο το αυτί στο ράδιο -τι να
προλάβω ν' ακούσω- βιβλία και λεξικά αλλά και υποχρεωμένος να είμαι
ενημερωμένος και με τις κοινοτικές δραστηριότητες ώστε να έχει και το
ανάλογο τοπικό-ελληνικό ενδιαφέρον.
Έβλεπα με ικανοποίηση ότι όσο
προχωρούσε ο καιρός, όλο και μεγάλωνε ο αριθμός φίλων συνδρομητών που την
περίμεναν ανυπόμονα, για να την έχουν στα χέρια τους. Να την διαβάσουν. Κι
εγώ, θα πρέπει να πω, ότι δεν την έγραφα για τον εαυτό μου παρά για αυτούς
τους εκατό-εκατό δέκα ανθρώπους της ίδιας ρίζας και της ίδιας μοίρας που
ένιωθα πόσο τους έτερπε και πόσο γέμιζε τις ανησυχίες τους. Απέραντη η αγάπη
τους. Αν και υπήρχαν κι αυτοί που δεν τους ενδιέφερε η εφημερίδα ή δεν
ανταποκρινόταν, κατά τη γνώμη τους, στα ενδιαφέροντά τους. Πάντα θα υπάρχουν
και τέτοιοι.
Να, είναι η ανάγκη που νιώθω,
πολλές φορές να μιλήσω γι' αυτά τα περασμένα δικά μου πράγματα, η ανάγκη της
αναπόλησης. Έτσι πείθω τη μνήμη να το κάνει. Κι αυτή, που ως συνήθως δεν μου
χαλάει χατίρι, μου τα φέρνει πίσω. Όλα. Τα φυλλομετρώ τώρα, μετά από είκοσι
περίπου απομακρυσμένα χρόνια, τ'' αναπολώ, τα γράφω και είναι σα να
αναπαράγω τη φροντίδα και την έγνοια που είχα τότε για όλα αυτά. 'Aνευ
σημασίας για σας ίσως. Να όμως που εγώ το έκανα θέμα...
Τριάντα πέντε χρόνια βρίσκεται, με συνέπεια και αφοσίωση, πολύ ψηλά στο μουσικό
στερέωμα, στην πρώτη γραμμή του ελληνικού τραγουδιού. Με μια πορεία αξιοζήλευτη,
γόνιμη και επιτυχημένη. Χρόνια γεμάτα τραγούδια και μεγάλες επιτυχίες. Χρόνια
γόνιμα. Κατάφερε όχι μόνο να την αγαπήσουμε αλλά και να την λατρέψουμε. Κι απ'
ότι φαίνεται -και δείχνει- αντέχει (ευτυχώς) ακόμα στο παιχνίδι με το χρόνο.
Η χαρισματική της φωνή, διαυγής και
εκφραστική, έχει όση ζεστασιά, μελαγχολία και συγκρατημένη αισιοδοξία απαιτεί η
περίσταση. Με τα τραγούδια της έχουμε αγαπήσει, έχουμε πονέσει, έχουμε
ταξιδέψει. Μας συντροφεύει και αγγίζει τις ψυχές μας. Μια φωνή που δεν
τραγουδάει μόνο, δεν ερμηνεύει μόνο αλλά παίρνει φωτιά θαρρείς, φλέγεται κι η
στάχτη της, τη λυτρώνει. Και... μας λυτρώνει. Μια φωνή άμεση, ζεστή, παθιασμένη
που σε εξοικειώνει με το γήινο της ανθρώπινης υπόστασης. Μια φωνή που είναι η
ψυχή της, ή κάτι παραπάνω απ' τη ψυχή της. Η μοναδικότητα της ερμηνείας της, η
στιβαρή σκηνική της παρουσία, το πάθος της, την έχουν καταστήσει σαν την
κορυφαία Ελληνίδα ερμηνεύτρια. Αυτή είναι η Χάρις Αλεξίου, η Χαρούλα όλων... Που
αγαπάμε...
Κάποιος είπε ότι: "Αν το ελληνικό
τραγούδι ήταν ένα βιβλίο, η Χαρούλα θα ήταν το εξώφυλλο". Δεν ξέρω αν η Χαρούλα
θα ήταν το εξώφυλλο στο βιβλίο του ελληνικού τραγουδιού, σίγουρα όμως, θα ήταν
ένα πολύ μεγάλο κεφάλαιο σ' αυτό...
Οι δίσκοι της, έχουν πουλήσει στη χώρα
μας αρκετά εκατομμύρια αντίτυπα, ενώ της έχει αποδοθεί και ο χαρακτηρισμός:
"Ιέρεια του ελληνικού τραγουδιού". Παράλληλα, ο ξένος τύπος έχει κάνει ιδιαίτερη
μνεία στις βυζαντινές καταβολές της φωνής της και την έχει αναγορεύσει ως την
"Ελληνίδα με το μεγαλύτερο ρεπερτόριο στη χώρα της". Έχει, πράγματι, ένα
πλουραλιστικό ρεπερτόριο, τραγουδά μπαλάντες, λαϊκά και έντεχνα, δημοτικά και
ρεμπέτικα, όπως ακόμα ποπ και ροκ τραγούδια. Πιστεύω πως οι τεράστιες
δυνατότητές της, εκφράζονται με περίσσια δύναμη σε οποιοδήποτε μουσικό είδος κι
αν ερμηνεύσει.
Ξεκίνησε την καριέρα της στις αρχές
της δεκαετίας του '70 κι έχει συνεργαστεί με πληθώρα καλλιτεχνών και δημιουργών.
Η ίδια δε είναι και μια καταξιωμένη δημιουργός. Ας μην ξεχνάμε ότι η Αλεξίου
έχει γράψει στίχους και μουσική σε αρκετά σημαντικά κομμάτια (Μινοράκι,
Πανσέληνος, Οι φίλοι μου χαράματα, Για ένα ταγκό, Η μπαλάντα της Ιφιγένειας, Οι
δικοί μου ξένοι, Εσύ με ξέρεις πιο πολύ, Οι φίλοι, Ψυχές και σώματα, Να 'μαι
καλά κ.α.) έχει μάλιστα δισκογραφημένα πάνω από 60 δικά της τραγούδια. Έχει
εμφανιστεί, ακόμα, στις μεγαλύτερες αίθουσες του κόσμου, στις πέντε ηπείρους και
έχει τιμηθεί με σημαντικές διακρίσεις. Με 30 και πλέον δίσκους στο ενεργητικό
της και αρκετές συμμετοχές σε δίσκους άλλων καλλιτεχνών, εκφράζει με τον
καλύτερο τρόπο τις πολύπλευρες μουσικές της αναζητήσεις.
Αυτοπροσδιορίζομαι ως "εραστής" του
ελληνικού τραγουδιού, της ελληνικής μουσικής, γενικά και ξεχωρίζω, μέσα από το
βάρβαρο στοιχείο που εκπέμπουν, τώρα τελευταία, μια ερμηνεύτρια, μια καταξιωμένη
δημιουργό που έχει αποδείξει επανειλημμένα ότι ξέρει θαυμάσια να στοχεύει κατ'
ευθείαν στο βάθος της ψυχής του ακροατή. Γι' αυτό μας μαγεύει, η Χαρούλα, με
τόσα υπέροχα τραγούδια της. Ποιο να πρωτοδιαλέξεις...
Θα έχουμε την ευκαιρία και τη χαρά,
λοιπόν, αύριο στο Στάδιο της Καλλονής όπου δίνει μια μοναδική συναυλία, να την
απολαύσουμε και να ταξιδέψουμε παρέα της σ' ένα μαγικό κόσμο γεμάτο μουσική και
συναισθήματα δυνατά και ωραία. Σ' ένα πλούσιο πρόγραμμα με τραγούδια ξεχωριστά
και αγαπημένα, φτιαγμένα από εκείνα τα υλικά που τα κάνουν να μιλάνε στις
καρδιές μας. Ειδικό αφιέρωμα θα είναι για τον Μάνο που έφυγε, αλλά θα είναι εκεί
γιατί όλα... θα τον θυμίζουν!
Διάβασα, πρόσφατα, με πολλή προσοχή και με
αμείωτο ενδιαφέρον δυο άρθρα, φίλων, που ομολογώ πως όχι μόνο με άγγιξαν
αλλά μου έδωσαν και κίνητρο για μερικές σκέψεις που θα ήθελα να εκθέσω εδώ.
Ήταν το
«Στοχασμός ενός... θνητού» του υποστράτηγου Κ.Χ.Κωνσταντινίδη
και το
«Αρχιτέκτων» του Γαβριήλ Παναγιωσούλη.
Ο κ. Κωνσταντινίδης αρχίζει δοξάζοντας τον
Δία και την Υγεία που τον έχουν υγιή. Πρώτιστο στ' αλήθεια αγαθό
η υγεία για τον άνθρωπο. Δίχως αυτή τι να τα κάνεις όλα τ' άλλα; Δοξάζει κι
ευχαριστεί που μπορεί να κάνει τους περιπάτους του «στα ριζά του βουνού»,
να «κολυμπά το μισό χρόνο στη θάλασσα», να «τρώει με μέτρο το
κάθετι», να «ταξιδεύει», να «ζει λιτά»! Έχει αποτραβηχθεί
«οικειοθελώς σ' ένα ταπεινό σπιτάκι στην εξοχή» κι εκεί στη συντροφιά
της φύσης μπορεί να σκέπτεται, του ανοίγει «η όρεξη για μάθηση κι εκεί
γράφει (για να χαρίζει) τις ταπεινές του σκέψεις». Αυτά είναι η ουσία
και το βάθος της ανθρώπινης ζωής. Η ειλικρίνια της ψυχής του. Η λάμψη της
καρδιάς του που ακτινοβολεί τις σκέψεις του. Αυτές τις ταπεινές σκέψεις δεν
τις κρατά για τον εαυτό του, τις διαλαλεί στα πέρατα του κόσμου, έτσι κάνει
κι εμάς, τους δέκτες, ευτυχισμένους, όντας διαβάζοντας τες, νιώθουμε το
πνεύμα μας να τραντάζεται και να ριγεί. 'Αρα... πιάνουν τόπο.
Νιώθει ευτυχισμένος κι ευγνωμονεί τον Ουρανό
γιατί μπορεί να κοιμάται καλύτερα,
«χωρίς να τον ξυπνά, το πρωί, το σκουπιδιάρικο» όπως συμβαίνει, συχνά,
στις πόλεις. Δεν τον χωρούσαν τα υπάρχοντα καλούπια, βρίσκει άσκοπη υπόθεση
και απώλεια χρόνου το πολιτικό «κουτσουμπολιό» κάνει αντίσταση στο
λασπώδες και χύμα των ημερών γι αυτό αναγκάστηκε να σπάσει τις φόρμες που
τον περιτριγύριζαν. Νιώθει ευτυχισμένος γιατί «απολαμβάνει το φως και τις
σκιές του ήλιου». Ορκίζεται πως δεν έχει δει τον Θεό, αν και αντιλαμβάνεται
τους «Φυσικούς Του Νόμους». Επικοινωνεί κι αγαπά τη Φύση κι όλα τα πλάσματά
της, γιατί εκεί, στη Φύση βρίσκει την Υγεία του σώματος, την
Γαλήνη της ψυχής και την Αρμονία του πνεύματος.
Γκρέμισε τους φραγμούς της συμβατικότητας και
όταν, τώρα, τα βράδια πέφτει να κοιμηθεί «στην πέτρινη αυλή του» ονειρεύεται
πιο πολύ.
Τι άλλο θα μπορούσα, εγώ σαν αναγνώστης και
δέκτης, να ευχηθώ παρά αυτά τα όνειρα να ναι ατέλειωτα.
Όσον αφορά το «Αρχιτέκνων» του κ. Γ.
Παναγιωσούλη (ομογενή από την Νέα Υόρκη) μου φάνηκε σαν μια τραγική,
σπαραχτική θα έλεγα φωνή διαμαρτυρίας και αντικομφορμισμού. Της μοίρας του
μετανάστη με το να υπάρχει, σωματικώς, σε μια κοινωνία ξένη και... ψυχικά,
όσα χρόνια κι αν περάσουν, να ανήκει στον τόπο που γεννήθηκε, δίχως να
μπορεί να «τιθασεύσει την άγρια νοσταλγία του» ζητώντας τον τρόπο
ώστε να πάψει να είναι «ο αιώνιος ξένος σε κάθε γωνιά της γης». Και τώρα στη
δύση του σκληρού δρόμου, αναλογιζόμενος το δρομολόγιο μιας ολόκληρης ζωής,
ύστερα από τόσα βάσανα κατάλαβε κι εδώ παραδέχεται ότι εκείνος ήταν «ο
αρχιτέκνων του δικού του πεπρωμένου»!
Δίχως αμφιβολία ένας μόνο υπάρχει, φίλε Γαβρίλη,
που μπορεί να ορίσει τον εαυτό σου: Κι αυτός είσαι Εσύ. Εσύ είσαι ο μόνος
που μπορεί να επαναστατήσει με τη ζωή σου κι εσύ ο μόνος που μπορεί να την
καταστρέψει. Έχεις δίκιο, μην ψάχνεις για αίτιους.
Έψαξες βαθιά στην καρδιά σου, ναι, και βρήκες...
τον «αρχιτέκνονα» της δημιουργίας σου. Όλα τα υπόλοιπα είναι...
προφάσεις.
Εκεί τέλειωσε το 4ο Δημοτικό
και το 2ο Γυμνάσιο. Στη συνέχεια ολοκλήρωσε τις σπουδές του
στο Πανεπιστήμιο Αθηνών, σπούδασε Πολιτικές επιστήμες,
Δημόσια Διοίκηση και Νομικά. Εγκαταστάθηκε μόνιμα στην Αθήνα
το 1961 όπου ζει μέχρι σήμερα. Διορίσθηκε το 1965 με
διαγωνισμό στο Ελεγκτικό Συνέδριο και το 1969 μετατάσσεται
στο Γενικό Λογιστήριο του Κράτους με τον βαθμό του Διευθυντή
και τώρα είναι πια... συνταξιούχος. Είναι μέλος της Εταιρίας
Ελλήνων Λογοτεχνών.
'Αρχισε την «πορεία» του στα γράμματα με αθλητικό ρεπορτάζ σε εφημερίδες της
Μυτιλήνης το 1954 (16 χρονών). Την ίδια χρονιά φορούσε και τη φανέλλα της
τοπικής ποδοσφαιρικής ομάδας «Αχιλλέας». Το ποδόσφαιρο και η δημοσιογραφία
κέρδιζαν έναν ταλαντούχο νέο με λαμπρό μέλλον! Το μέλλον που όπως θα δούμε του
άνοιξε άλλους δρόμους.
Τον κερδίζει στην αρχή η ποίηση και μετά καταπιάνεται με την πλήρη καταγραφή
όλης της πνευματικής κίνησης της Λέσβου, με κάθε λεπτομέρεια, από το 1800 μέχρι
σήμερα.
Το 1965 εκδίδει την πρώτη του συλλογή ποιημάτων «ΚΥΚΛΟΣ Α'» την οποία
ακολούθησαν άλλες δέκα: «ΚΥΚΛΟΣ Β'» (1966), «ΔΙΑΣΤΑΣΗ» (1967), «ΕΩΘΙΝΟ»
(1969), «ΝΗΠΕΝΘΗ» (1970), «ΜΝΗΜΕΣ» (1971), «ΤΡΙΠΤΥΧΟ»
(1972), «ΝΥΧΤΟΜΑΧΙΑ» (1974), «ΞΕΧΑΣΜΕΝΑ» (1975), «ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΑ»
(1977), και «ΠΡΟ-ΚΑΤ» (1983) και οι συγκεντροτικές «ΠΟΡΕΙΑ Α'»
(1973), «ΠΟΡΕΙΑ Β'» (1977) και τα «ΠΟΙΗΜΑΤΑ» (1965-1985)» (1986).
Οι στίχοι του χαρακτηρίζονται από μια τρυφερή πνευματοποιημένη ερωτική
ευαισθησία και ψυχική ζεστασιά, ένα έντονο και γνήσιο λυρισμό και μια ψυχική
ζεστασιά. Όλα αυτά καρποί μιας γνήσιας ποιητικής έμπνευσης που στις νότες της
σαπφικής του λύρας διαγράφει τους κραδασμούς της ψυχής του. Να κι ένα δείγμα της
ποιητικής του φλέβας:
«Λυγίσανε τα λιοπύρια / και τα εκφραστικά συμπλέγματα / των νερένιων
μαλλιών σου / φτερούγισαν τον κυματισμό τους / μεταλλασόμενα / σε
ανεπαίσθητες / αύρες. / Ένα σμάρι από ανθισμένες μέρες / πλαισίωναν τις
πυρακτωμένες ανάσες μας / που τραγουδούσαν / τη συμφωνία της χαράς. / ’πλετο
φως»!
«Γεννήτρα της τωρινής ώρας! Έμβρυο αιθεροβασίας μέθης! Μίλησέ μου, όπως
εσύ ξέρεις να μιλάς μαζεύοντας μέσα σε δυο λέξεις όλη την ευωδιά της γης.
Μικρή προσευχή. Μίλησέ μου, γεμίζοντας τα προσανάματα των ελπίδων μου, με
την εύνοια των χεριών σου, που απαλά μετεωρίζονται σαν γαλαζοαίματες ανάσες.
Μίλησέ μου, μελαχροινή συγκίνηση, καθώς θα βρίσκεσαι δίπλα στους κύκλους που
γεννήθηκαν τα μεσημέρια, όταν σκαρφαλώναμε στα λαξεμένα καμπαναριά του
αγνώστου. Μίλησέ μου φυτεύοντας στην αγκαλιά σου τα δάχτυλά σου».
Στο μεταξύ δίνει ένα «ηχηρό παρών» στον επαγγελματικό του χώρο, εκδίδοντας
από το 1972 ως το 1977 μια αξιόλογη πεντάτομη σειρά: «Συνταξιοδοτικά Θέματα».
Από το 1980 και στη συνέχεια, όπως είπαμε, καταπιάνεται με το να καταγράψει
κυρίως «ξεχασμένες» μορφές, «ανθρώπους που άλλος λιγότερο, άλλος περισσότερο»
πρόσφεραν στην ανάπτυξη και στο στέριωμα και τη δημιουργία και πλούτισαν με το
έργο τους τη Γραμματεία της Λέσβου. Πολυγραφότατος κι ακαταπόνητος ιστορικός.
Συνεχιστής της πανάρχαιας αιολικής μας παράδοσης. Βιβλιογράφος, μελετητής,
ερευνητής της ιστορικής αλήθειας και κριτικός. Ένας αφοσιωμένος μύστης σε μια
μαραθώνια διαδρομή που απαιτεί μόχθο αλλα και χρόνο πολύτιμο που ένας Θεός μόνο
ξέρει που τον βρίσκει. Συγκεντρώνει και κωδικοποιεί έντυπα, εφημερίδες και
περιοδικά απ' όλη τη χώρα κι απ' αυτά αντλεί και την τελευταία λεπτομέρεια για
να μας παρουσιάσει το ογκώδες και εκπληκτικό έργο ζωής με το γενικό τίτλο:
Συμβολή στην Ιστορία της λεσβιακής γραμματείας».
Αυτά είναι: «ΟΡΔΗ ΤΩΝ ΒΑΣΙΒΟΥΖΟΥΚΩΝ» (1991), «ΜΥΤΙΛΗΝΙΟΙ ΛΟΓΙΟΙ ΚΑΙ
ΛΟΓΟΤΕΧΝΕΣ» (1994), «Η ΛΕΣΒΙΑΚΗ ΑΝΟΙΞΗ ΕΝ ΚΑΡΠΟΦΟΡΙΑ» (1994), «ΒΕΡΝΑΡΔΑΚΗΣ,
ΕΦΤΑΛΙΩΤΗΣ, ΜΥΡΙΒΗΛΗΣ» (1995), «ΠΝΕΥΜΑΤΙΚΗ ΔΙΑΔΡΟΜΗ ΤΗΣ ΗΓΟΥΜΕΝΗΣ
ΕΥΓΕΝΕΙΑΣ ΚΛΕΙΔΑΡΑ» (1995), «ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΚΗ ΠΟΡΕΙΑ ΤΗΣ ΗΓΟΥΜΕΝΗΣ ΕΥΓΕΝΕΙΑΣ
ΚΛΕΙΔΑΡΑ» (1995).
"Η ΧΩΡΑ ΤΩΝ ΘΕΩΝ"
του Στράτου
Δουκάκη
Σε μια εποχή φθίνουσας πνευματικότητας σαν τη
σημερινή, όπου οι ορίζοντες έχουν μικρίνει και οι πνευματικές διαστάσεις
έχουν παραμείνει στο περιθώριο, είναι ενθαρρυντικό και παρήγορο, θα έλεγα,
ότι υπάρχουν ακόμα άνθρωποι που δεν παύουν, με αγάπη, να επιλέγουν και να
τοποθετούν τις βαθύτερες ανησυχίες και τα πνευματικά τους ενδιαφέροντα στη
διάθεση των φίλων τους.
Ο λόγος για τη σημαντική υπέροχη και άψογη
από κάθε πλευρά ιστοσελίδα του φίλτατου Κώστα Δουρίδα, τη «Χώρα των
Θεών»! Γεμάτη μοσκοβολιά από την πατρίδα, προδιαθέτει ευνοϊκά τον
επισκέπτη της σ� ένα κλίμα ευφροσύνης και ευοσμίας πνευματικής, με το
πλούσιο, πρωτότυπο, πολύμορφο, απολαυστικό, πνευματώδες και
πολυδιάστατο περιεχόμενό της.
Μ� ένα δισάκι φορτωμένο πολύμορφες παιδικές
αναμνήσεις και συγκινήσεις, από την ορεινή Αρκαδία*1, την πατρίδα
του, ο φίλος μας, μεταφυτεύτηκε στον μακρινό Καναδά για να παραμείνει
ένας αθεράπευτος νοσταλγός των ανεπίστρεφων και πληγωμένων ελπίδων,
μέσα στη σύγχρονη και αδυσώπητη διαδρομή του χρόνου. Εκεί έχει ζήσει
τα περισσότερα χρόνια της ζωής του πλουτίζοντάς τα, με μνήμες και
λογής άλλα καμώματα για να χαράξει τα βήματά του με το πολύτιμο έργο
τον «Καπνόν Αποθρώσκοντα» στον απέραντο χώρο του διαδικτύου.*2
Το έργο αυτό του αγαπητού Κώστα, χωρίς
υπερβολή, αποτελεί ένα ψιλοδουλεμένο κέντημα που φιλοτέχνησε και
συνεχίζει, με περισσή φροντίδα, να φιλοτεχνεί, να το μεταπλάθει με
τον πλέον περίτεχνο τρόπο και να το προσφέρει απλόχερα, δώρο και
χάρισμα, στους πολυάριθμους επισκέπτες της ιστοσελίδας του. Είναι
έκδηλη η καλαισθησία και το μεράκι που διακρίνουν αυτή την ερευνητική
εργασία που παρουσιάζει στο διαδίκτυο ο ακάματος και λεπτολόγος αυτός
λεβέντης της διασποράς που η αφομοίωση της ξενιτιάς, ευτυχώς, δεν
μπόρεσε να τον ακουμπίσει.
Ο Κώστας Δουρίδας, άνθρωπος με μεγάλες
ευαισθησίες, προσηνής, μειλίχιος, χαμηλών τόνων αλλά, συγχρόνως,
υψηλών πτήσεων ψυχής, ύστερα από επίμονες ανιχνεύσεις, συλλέγει,
καταγράφει και αξιολογεί, το έργο χιλιάδων ελλήνων λογοτεχνών. Μα
εκείνο που εντυπωσιάζει και χρήζει ιδιαίτερης μνείας, είναι ο
εκτεταμένος χώρος και το πλήθος λεπτομερειών που καλύπτει και
διαθέτει για να οικοδομήσει μια πολύτιμη, για όλους μας, πνευματική
συγκομιδή μ� ένα έργο που τιμά την αφανή ομογένεια. Κάνει εντύπωση η
αντοχή και η επιμονή του, κι εδώ θα πρέπει να παραδεχτούμε ότι
χρειάζεται μόχθος πολύς αλλά και αγάπη για όλο αυτό το χρήσιμο και
ευρύτερης αποστολής και χρησιμότητας έργο του.
Δίνει την αίσθηση, πολλές φορές, ότι
συνοδοιπορείς με όλους όσους έχει ανθολογίσει στους κήπους της «Χώρας
των Θεών». Μας παρασύρει στους πολύπλοκους διαδρόμους και μας
αποκαλύπτει -όσο είναι δυνατόν- όλο το φάσμα της πνευματικής
κληρονομιάς της πατρίδας μας ώστε να διδαχτούμε απ� αυτό, να
φωτιστούμε και να γίνουμε ψυχικά και πνευματικά πλουσιότεροι.
Είναι ένα έργο ζωής, ένα μεράκι κι ένα
όραμα, μια εργασία που δικαιώνει την προσπάθειά του. Είναι η οδός
ονείρων κάθε ανθρώπου να πορεύεται ανάμεσα από σταθμούς κειμένων
και προσώπων της λογοτεχνίας μας. Ανάγκη και χρέος μας, λοιπόν,
είναι να το επισημάνουμε μιας και αποτελεί σημείο φωτεινό, για
όλους μας. Ας σταθεί, η σύντομη τούτη αναφορά μου, ένα ελάχιστο
φιλικό αφιέρωμα στον υπερήφανο Αρκάδα ομογενή, με όλο το σεβασμό
και την αγάπη, που του οφείλουμε, για τη δημιουργική προσφορά του.
Στράτος Δουκάκης
*1 Ξεκίνησες με μια βαλίτσα.. / Σήκωσες την Ελλάδα στον ώμο σου ωσάν το
Διγενή και την σεργιάνισες στις πέντε Ηπείρους!. Κράτησες και κρατάς με
υπερηφάνεια την ελληνική παράδοση και την ωραία σου καταγωγή! Γιε του
Λαέρτη, σε κάθε γωνιά της γης έκτισες την Ιθάκη σου! Και οι άνθρωποι
-άσπροι, μαύροι και κίτρινοι- στέκουν στην άκρη σιωπηλοί, γιομάτοι δέος για
να περάσει η γαλανόλευκη! / κρατημένη ψηλά στ' αντρίκειο σου χέρι, καθώς
περνάς στις παρελάσεις, / καβάλα στο άλογο του Θοδωρή Κολοκοτρώνη! Ωραίε μου
φουστανελά! / Αληθινέ κι' αγνέ μου / 'Ελληνα της Διασποράς!! (Ο ΥΜΝΟΣ ΤΟΥ
ΜΕΤΑΝΑΣΤΗ)
*2 Γη των πατέρων μου, τρισαγαπημένη πατρίδα. Βάζω τα χέρια μου χωνί κι' απ'
το παράθυρο του Διαδικτύου μπήγω φωνή στους άπλετους γαλάζιους ουρανούς για
τους θεούς και τ' όνομά σου ! Στην πιο ψηλή κορφή της γης ο πρώτος καβαλάρης
και σταυραϊτός Δίπλα μου ο ήλιος χαμογελαστός Σπέρνει τραγούδια, αγάπης
λουλούδια. Χιλιάδες άγγελοι στήνουν χορό και σφάζονται μες την ποδιά σου !!!
Για εσένα αγαπημένη των ελπίδων μου η ελπίδα! Γλυκύτατή μου Eλληνική
πατρίδα. (ΓΗ ΤΩΝ ΠΑΤΕΡΩΝ ΜΟΥ)
Μόχθησε, είν' αλήθεια, ν' αποκαλύψει νέες αισθητικές αξίες, να φωτίσει
συγγραφείς και κείμενα, ν' ανοίξει καινούριους ορίζοντες που θα καθρεπτίζουν την
κοινωνική σημασία τους, μέσα στην ιστορική συνείδηση της εποχής. Μια διαδρομή, η
οποία σημαδεύεται και πλουτίζεται με αστείρευτη, αναρίθμητη και πολύτομη
πνευματική εργασία που «τρομάζει και εκπλήσει» με το μέγεθος, τη βαρύτητα, τον
τεράστιο όγκο της που τα μετράμε σε... χιλιάδες σελίδες.
Η Λέσβος συνεχίζοντας την πνευματική της παράδοση έχει αναδείξει, ιδίως στους
νεότερους αιώνες, πολλούς και εκλεκτούς λόγιους κι έδωσε τους περισσότερους,
ίσως, λογοτέχνες, εν σχέσει με τον πληθυσμό της, από οποιανδήποτε περιοχή της
χώρας μας, με κωρύφωμα τα πρώτα χρόνια του 20ου αιώνα, μια λαμπρή εποχή που
έγραψε τη δική της ιστορία και πολύ δίκαια την ονόμασαν «Λεσβιακή 'Aνοιξη».
Και είναι ο Κ.Μ. που θα συνεχίσει στα βήματα του Γ. Βαλέτα για τη διάσωση
πλήθους δημιουργών και πληροφοριών για την ζωή τους που μας βοηθούν όχι μόνο να
γνωρίσουμε την επίγεια διαδρομή τους αλλά μέσα απ' αυτήν να κατανοήσουμε
βαθύτερα και καλύτερα το έργο τους. Ο ίδιος θα μας πει: «καταγράφω αυτούς που
διαμόρφωσαν την πνευματική ζωή της Λέσβου, να μείνουν ζωντανοί στη μνήμη μας,
όσοι πάσχισαν για την σπουδαία - την σπουδαιότερη - κληρονομιά του νησιού».
Ένα έργο βαρύτιμο, πλούσιο, πολύμοχθο και πολυδάπανο, ένα έργο ζωή και
αγάπης. Βιβλία, άρθρα, μελέτες πληθαίνουν χρόνο με το χρόνο και μας
εντυπωσιάζουν με την πληρότητά τους. Έκανε γνωστές στις νεότερες γενιές,
πνευματικές φυσιογνωμίες του νησιού μας, άγνωστες στο ευρύτερο κοινό. Και σ' όλα
τούτα τα πονήματα περιλαμβάνει κείμενα τεκμηριωμένα με παραπομπές, πληροφορίες
με κρίσεις και συγκρίσεις, σχόλια, σημειώσεις, πληροφορίες που αφορούν το πάνθεο
των διανοούμενων που γέννησε κείνο το κομμάτι της αιολικής γης.
Και σαν να μη έφθαναν όλα αυτά συνέχισε να συλλέγει ποιήματα με αποτέλεσμα να
έχει καταγράψει πάνω από 400 Λέσβιους ποιητές και περισσότερα από 3.000 ποιήματά
τους. Το 1998 αφού κατάφερε να τα συγκεντρώσει εκδίδει τους τρεις τόμους που
ονομάζει: «ΑΝΘΟΛΟΓΙΟ ΛΕΣΒΙΩΝ ΠΟΙΗΤΩΝ Α!». Συμπεριλαμβάνονται οι αρχαίοι
προπάτορες, οι πρωτοπόροι των χρόνων της αμάθειας και του 19ου αιώνα και οι
προάγγελοι της επερχόμενης άνθισης (648 π.χ. - 1889 μ.χ.). Αρχίζει από τον
Πιττακό, τον Αλκαίο, τη Σαπφώ και στις 800 σελίδες του ανθολογεί 97 ποιητές. Στο
«ΑΝΘΟΛΟΓΙΟ ΛΕΣΒΙΩΝ ΠΟΙΗΤΩΝ Β!» ανθολογεί στις 782 σελίδες του, τους
δημιουργούς της «Λεσβιακής 'Aνοιξης» και τους διαδόχους τους από το 1890 έως το
1929 σύνολο: 143 ποιητές. Στο «ΑΝΘΟΛΟΓΙΟ ΛΕΣΒΙΩΝ ΠΟΙΗΤΩΝ Γ!» τους
επιγόνους των «ιερών τεράτων» από το 1930 έως το 1949 και τους νεότερους
τραγουδοποιούς (1950-1979) και τους εραστές του ξένου μόχθου και της
ντοπιολαλιάς. Στις 774 σελίδες ανθολογεί 165 ποιητές.
Κι όλο αυτό όπως το χαρακτηρίζει ο ίδιος «είναι ένα πανόραμα της λεσβιακής
ποίησης, που όλοι οι Λέσβιοι ποιητές θα είχανε θέση. Minores και mazores. Και
όχι μόνο αυτοί. Ακόμα και όσοι - που πάντως είχανε διακριθεί σε άλλους τομείς -
αφήσανε έστω και λιγοστούς στίχους, ευκαιριακούς ή στα χρόνια της νιότης τους
*2. Τους ήθελα όλους κοντά - να φαίνεται ό,τι κατατέθηκε ως διαπίστωση εν αρχή.
Όχι, φυσικά, για να αυτοεπιβεβαιωθώ, αλλά γιατί αυτή ήταν η πραγματικότητα και η
αλήθεια, το πιστεύω ανυποχώρητα».
Στο πρόλογο του πρώτου τόμου γράφει: «... Η Μυτιλήνη - όπως όλοι
συνηθίσαμε να λέμε τη Λέσβο - δεν έχει ανάγκη, νομίζω, μαρτύρων και μαρτυριών
για ν' αποδείξει και πολύ περισσότερο, για να υπενθυμίσει, την πνευματική της
ταυτότητα. Από τα βάθη των αιώνων, η παρουσία της στον Ελληνικό - αλλά και στον
παγκόσμιο χώρο, είναι έντονη. Οι άνθρωποί της - όσοι γεννήθηκαν εκεί ή
κατάγονται από αυτήν ή μεγάλωσαν και δημιουργήθηκαν στα χώματά της - στάθηκαν
πάντοτε πρωτοπόροι, σηκώνοντας - είτε ατομικά, είτε ομαδικά - ψηλά τη σημαία της
πνευματικής δημιουργίας, που στοχεύει κατευθείαν στην κοινωνική δικαιοσύνη,
αξιοπρέπεια και ελευθερία».
Κι εγώ να συμπληρώσω, κλείνοντας πως δεν έχει καθόλου άδικο
Τέλος, ας είναι τούτο το αφιέρωμα στον συμπατριώτη μου Κώστα Μίσσιο ένα μικρό
δείγμα ευγνομωσύνης και φόρος τιμής, στον άνθρωπο που σφράγισε με το έργο του
δεκαετίες πνευματικής δημιουργίας της Λέσβου. Να καταθέσω, ακόμα, ότι ήταν
εκείνος που μ' έπιασε απ' το χέρι, με οδήγησε και με βοήθησε να σεργιανίσω
αντάμα στ' ανθισμένα μονοπάτια αυτής της αγέραστης «Λεσβιακής 'Aνοιξης». Μου
κράτησε ζωντανές τις οσμές του νησιού μου και με αγκάλιασε σαν δεσμός ακατάλυτος
στα βήματα μου. Κι ακόμα να τον ευχαριστήσω για την ψυχική και πνευματική
ανάταση που μου χάρισε και για την... καλοσύνη του!
Στράτος Δουκάκης
Ιούλιος 2003
Το σχολείο μου
Έτσι στα καλά καθούμενα, μου 'ρθε στο νου το σχολειό μου, το επιβλητικό, στα
μάτια μας τότε, παραδοσιακό κτήριο. Το Δημοτικό Σχολειό Μηθύμνης! Δεκαετία
του '50... Σήμερα εκεί στεγάζεται το Δημαρχείο. Στις ψηλές αίθουσές του,
μάθαμε τα πρώτα μας γράμματα με αγαπημένους, σοφούς κι αυστηρούς δασκάλους.
Την κυρά-Τριανταφυλλιώ, την κυρία Έλλη, τον κύριο Δουραμάνη και τον αξέχαστο
Στράτο Χατζηγιάννη. Εκεί, μέσα στις τάξεις του, ταξιδέψαμε στον κόσμο,
χρωματίζοντας τοπους και χάρτες με τις μπογιές μας, εκεί γράψαμε τις πρώτες
μας εκθέσεις, αφήνοντας τη φαντασία να προδιαγράψει το αβέβαιο μέλλον μας.
Στη χωματένια του αυλή, στα διαλείμματα, κάναμε τα παιχνίδια μας, και
μερικές φορές εκεί γυμναζόμασταν... δήθεν. Πιστεύαμε, τότε, πως ο κόσμος
ήταν μια δρασκελιά, φτιαγμένος στο μπόι μας. Εκεί μέσα αναπτύχθηκαν τα
παιδικά μας κορμάκια, ενισχυμένα με κουταλιές από μουρουνόλαδο! Μα... και τα
ευαίσθητα νεανικά μηνύματα, αυτές οι τρυφερές κι ονειροπόλες γραφές,
ριγμένες μέσα στα αγνά λευκώματα των κοριτσιών. Ποιος δεν τα θυμάται...
Όμορφα και νοσταλγικά τα χρόνια της αθωότητας, στο Δημοτικό Σχολείο του
Μολύβου...
'Ενωση Ελλήνων Λογοτεχνών - Συγγραφέων Πέντε Ηπείρων (ΕΕΛΣΠΗ) :
Κι εγώ, μισό αιώνα μετά, στα πενήντα μου και κάτι, «τα
λέω», συχνά, με τους παλιούς συμμαθητές μου και συμμαθήτριες μέσα από
ξεθωριασμένες φωτογραφίες στο παρατημένο μου άλμπουμ: Βουρσούκη, Δημητρίου,
Γκούλη, Καραμπιπέρη, Γιαννάκος, Μπάντα, Τεκές, Ταλιάνη, Χαδούλα, Τσαλίκης,
Τσακαλάκης, Χατζηχρήστος, Παπαμερή, Κανδύλης, Τυμπάνη, Σάμπος, Στυψιανός και
άλλοι, που πάντα θα τους θυμάμαι σε πείσμα της αδύνατης μνήμης μου. Τα παιδιά
του σχολείου μας, τότε, σήμερα με γκρίζα ή άσπρα μαλλιά κι ανεξίτηλα σημάδια οι
αυλακιές των ρυτίδων μας. Κομμάτια ενός παρελθόντος που πια έχει φύγει. Ψηφίδες
συναισθημάτων που βιώθηκαν με ένταση και στο διάβα του χρόνου ατόνησαν ή χάθηκαν
για πάντα. Ήρωες καθημερινοί, τσαλακωμένοι, άβουλοι, ονειροπόλοι, όσοι
απομείναμε, σκόρπιοι εδώ κι εκεί, συλλέγοντας τη γύρη των ελπίδων μας στις
κυψέλες της καθημερινότητας. Ίσως να έχουμε ξεχάσει, κιόλας, εκείνα τα όνειρα.
Ίσως να έχουμε συμβιβαστεί με ό,τι όρισε η μοίρα μας. Η ζωή προχωρεί με
δρασκελιές μεγάλες, παράξενη και ωραία κι αυτά τα φύλλα του ημερολογίου δεν
έχουν σταματημό, φεύγουν, σκορπούν στον άνεμο. Κι εγώ επιμένω να δω τι απόμεινε
απ' αυτή την παρέα που ράγισε και σκόρπισε... σαν τα φύλλα. Προσπαθώ να τους
φανταστώ στην πορεία του χρόνου... Γονείς, επιστήμονες, νοικοκυρές,
επιχειρηματίες, καλλιτέχνες, μετανάστες, υπαλλήλους, συνταξιούχους, παππούδες,
γιαγιάδες και ό,τι άλλο προέκυψε στο μακρύ ταξίδι της ζωής. Συνάμα ανοίγω και το
τετράδιο της προσωπικής μου διαδρομής και ταξιδεύω στο ξέφωτο της μνήμης. Το
βλέμμα μου, επίμονα, στέκεται στο συνεσταλμένο παιδάκι με το κουρεμένο, σύρριζα,
κεφαλάκι και το κοντό παντελονάκι, στις ξεθωριασμένες εικόνες του εαυτού μου
στον καθρέπτη των αναμνήσεων κι ανάμεσα στα σοκάκια και τις φυλλωσιές του
χρόνου.
Μου μένει αυτή η γλυκόπικρη γεύση μιας μακρινής εποχής
προτού οι προσδοκίες και τα όνειρά μας, σκοντάψουν σε τούτη την άλλη
πραγματικότητα. Κι ας πιάνω, πολλές φορές, την καρδιά μου να χτυπάει στους τότε
ρυθμούς. Μου κάνει εντύπωση πόσο άλλαξαν οι εποχές, πόσα πράγματα, μας διέφυγαν
από 'κείνα τα ελπιδοφόρα χρόνια, για να καταντήσουμε σήμερα έρμαια της ρουτίνας.
Η ζωή με τις ανάγκες της είναι καμιά φορά πιο δυνατή από τις ψυχικές μας ανάγκες
κι άθελά μας βουλιάζουμε μέσα στις απαιτήσεις της. Ο χώρος στένεψε, μίκρυνε,
ήρθε στα μέτρα των συμφερόντων μας.
Τι σου είναι, μερικές φορές ο άνθρωπος. Είναι, ακριβώς,
αυτή η χαμένη παιδικότητα κι αθωότητα που σου έρχονται ξαφνικά σαν ελπιδοφόρο
αεράκι, γιατί ό,τι και να δει κανείς μεγάλος το ξεχνά. Οι μνήμες που κατοικούν
στην ψυχή είναι ούτως ή άλλως... οι παιδικές.
Στράτος Δουκάκης
Βαλένσια, 4 Φεβρουαρίου 2003
Αγαπητοί φίλοι,
Σας υποσχέθηκα να σας γράψω για ένα από τα τόσα
προτερήματα των Μυτιληνιών. «Στο νησί μας, η διάθεση αποβολής της σοβαροφάνειας,
κυριαρχεί στις περισσότερες εκδηλώσεις των ανθρώπων του. Οι Μυτιληνιοί έχουν τη
σάτιρα μέσα τους. Είναι τρόπος ζωής. Τους βλέπεις στην αγορά, στο καφενείο, στο
σπίτι τους, ακόμα και σε επίσημες συνάξεις, με χιούμορ ν' αντιμετωπίζουν ο ένας
τον άλλον - τα συμβάντα. Ο σκωπτικός λόγος είναι έτοιμος, κάτω από τη γλώσσα
τους, δεν τον κρατούν. Χωρίς να εναχλούν, να γίνονται πικροί, έστω κι αν αυτό
είναι καμιά φορά μέσα στο παιχνίδι. Ύστερα εκείνο που τους διακρίνει είναι ο
αυτοσαρκασμός! Όταν αρχίζουν να... αυτοσχολιάζονται, η ευρηματικότητά τους σπάει
κόκκαλα - τα δικά τους».
Είναι μου φαίνεται το ύψιστο δείγμα σάτιρας αυτό και
μαζί ένδειξη πνευματικής δύναμης και απελευθέρωσης από τα όποια δεσμά συμβατικού
καθωσπρεπισμού.
Με τέτοια δεδωμένα - που δυστυχώς δεν αποδίδονται
εύκολα δια της καταγραφής - πρέπει να ζήσει κανείς εκεί, για λίγο έστω, για να
κατανοήσει ότι η εμφάνιση των «Καφελογίων» ήταν αναπόφευκτη. ’λλωστε, πριν από
αυτούς, στα χρόνια της «Λεσβιακής ’νοιξης»... μεγαλούργησε η «Ορδή των
Βασιβουζούκων» της οποίας τα κατορθώματα δεν ξεχνιούνται.
«Καφελόγιοι» ήταν μια ομάδα λογίων «του κλεινού άστεως
της Μυτιλήνης με ζειδωρίαν πνεύματος, ευφορίαν ψυχής και προπαντός
σπινθηροβολίαν προεξέχοντος τινός τεμαχίου του σώματος αυτών», που στα χρόνια
1993-95 θέλησαν να ακολουθείσουν τα βήματα της «Ορδής των Βασιβουζούκων».
Τώρα θα μου πείτε γιατί σας τα γράφω όλα τούτα που δεν
έχουν κανένα γενικότερο ενδιαφέρον - ούτε φυσικά και κανένα στόχο, θέλω να πω,
πως μια παρέα, τέλος πάντων, ήταν που με τα... ευτράπελα καμώματά τους
διασκέδαζαν και όχι μόνο. Δεν ήταν η χιουμοριστική διάθεση που επικρατούσε. Τα
σκωπτικά που λεγόντουσαν. Τα περί των ασημάντων που συζητούσαν. Τα σοβαρά που
εκτοξευότανε. Ήταν και όλα αυτά! Και η συμμετοχή τριάντα και παραπάνω ανθρώπων
με κάποιο αξιόλογο επίπεδο που τους έβλεπες, το ένιωθες, δεν θέλανε να είναι
αυτοί που είναι, θέλανε να πετάξουν από πανω τους τα καθημερινά και τετριμμένα,
να αισθανθούν ελεύθερα, άνετα, να γελάσουν με τους άλλους, αλλά και με τον εαυτό
τους. Και τα κατάφερναν. Σήμερα, είδος εν ανεπαρκεία, δυστυχώς!
Οποιαδήποτε ομοιότης με άλλην τινά παρέα...
Με φιλικούς χαιρετισμούς
Στράτος Δουκάκης
Web site:
www.aeolos.net
Πέσ, τε μου αν ο Θεός δεν είχε κέφια τούτη την 'Αοιξη...
Πάντως, όταν η φύση οργιάζει, η παλαβομάρα της δεν έχει όρια.
Λες και η μαγεία φύτρωσε εδώ, με μύρια αρώματα και χίλιες ευωδιές.
Να γλυκαίνει την ψυχή και να οδηγεί τα μάτια που μπορούν να χαίρωνται,
να ανοίγουν διάπλατα και να εκστασιάζονται.
Να το θωρείς και να εκλαμβάνεται ως ευλογία.
Αυτό είναι χάρμα οφθαλμών, ένας υπέροχος πίνακας που δημιούργησε το ακούραστο
εργαστήρι της φύσης, μοναδικό για απόλαυση.
Ένας τέλειος συνδιασμός χρωμάτων πάνω στον καταπράσινο τάπητα του λεσβιακού
κάμπου.
Είναι μια ωδή στην ελληνική φύση, στο πολύχρωμο λεσβιακό αγροτεμάχι.
Η Λεσβιακή 'Ανοιξη σ, όλο το μεγαλείο της.
Σας την προσφέρω, αγαπημένοι μου, απλόχερα για να μαγέψετε,
αν μη τι άλλο... την ψυχή σας.
Στράτος Δουκάκης
Ο ΤΡΟΒΑΔΟΥΡΟΣ
ΤΟΥ ΚΑΜΕΝΟΥ ΒΟΥΝΟΥ
Στα παιδικά μου μάτια φάνταζε, τότε, σαν μύθος. Μια μορφή βγαλμένη, θαρρείς,
από παμπάλαια ξεθωριασμένη φωτογραφία. Έτσι ήταν, όντως, αυτός ο
ιδιόρρυθμος, ο πρωτόγονος, ο σκληρός άντρακλας όταν ανηφόριζε το
καλτντερίμι, στο έμπα της αγοράς, και ξεπρόβαλε καμαρωτός από το «σκεπαστό».
Μ' έναν λεβέντικο, πάντα, ρυθμό στο βημαρισμό του. Το ηλιοκαμένο του
πρόσωπο, κάτω από την κάσκα του, άφηνε να φανεί ένα γένι κι ένα αγέρωχο
αυστηρό βλέμμα. Παίζαμε, μωρά εμείς, στον αυλόγυρο της Λέσχης κι αμέσως όταν
αντηχούσε ο γδούπος από τις αρβύλες του, μια ανατριχίλα, ένα δέος μας
διαπερνούσε. Και νάτος εκείνος μοναχικός, περήφανος ιππότης με μια λεβέντικη
κορμοστασιά, τραχύς, σαν αντάρτης ντυμένος. Ένα χακί σακίδιο σταυρωτά στον
ώμο κι ένα ραβδί στο χέρι, ένας ατίθασος μαχητής της γης. Ερχόταν για λίγο
στο χωριό για τις ανάγκες του κι αποτραβιώταν κατόπι στον κόσμο του, στο
βουνό του, το Γιανίκ-Μπαϊρ, πάνω απο την Αγια-Λεμονή ανάμεσα Πέτρας και
Μόλυβου. Ένιωθε, έλεγε, πως μένοντας κοντά στους ανθρώπους έχανε την
ανθρωπιά του, πόθος του και λαχτάρα ήταν να σώσει την καρδιά του. Ένας
σύγχρονος ερημίτης μιας απόκοσμης ζωής.
Αυτή ήταν η εικόνα του για μας, τίποτε περισσότερο δεν γνωρίζαμε γι αυτόν
τον παράξενο άνθρωπο που τον θαυμάζαμε αλλά συγχρόνως μας έσκιαζε. Δεν
ξέραμε τι έκρυβε στην πονεμένη καρδιά του αυτό το «βουνίσιο, ατίθασο
αγρίμι». Κι ούτε μας βοηθούσε η περιορισμένη μας παιδική φαντασία.
Πέρασαν από τότε πολλά χρόνια, μακριά πια κι εγώ, όταν διάβασα, γι' αυτόν
ότι: «Ζούσε σ' ένα κόσμο κλειστό, ερμητικά περιορισμένο, που δεν ήθελε να
παραβιαστεί με καμιά δύναμη». Στους λίγους εκλεκτούς του φίλους ομολογούσε
πως: «Είναι ευτυχισμένος. Έφυγε από τους ανθρώπους κι έτσι δεν του λείπε
τίποτα. Μαζί τους, έλεγε, έχεις το αίσθημα πάντα πως κάτι σου οφείλουν, γι'
αυτό είσαι δυστυχισμένος, όπως όλοι οι δανειστές». Όπως και τούτο: «Ήθελε σε
κάθε βηματισμό του να κρατά το δικό του ρυθμό, ελεύθερος και απροσγείωτος σε
όσα συνέβαιναν γύρω του, για τούτο ήταν απόκοσμος και αυταρχικός, σε όλες
τις εκδηλώσεις του». Τίποτα, όμως, καινούργιο σε όλα τούτα, η ξεθωριασμένη
φωτογραφία δεν άλλαζε αλλά πάντα είχα στο νου μου πως κάτι μυστηριώδες,
ακόμα, υπήρχε γύρω από τούτον τον άνθρωπο.
Που να φανταζόμουν πως τούτο το «θεριό» για το οποίο μιλάμε ήταν «ο πιο
ζωηρός των πρώτων βαζιβουζούκων, τότε που η Λεσβιακή ’νοιξη βρισκόταν στο
πρώτο της αναπήδημα και δοκίμαζε τα φτερά της...». Που να χώραγε στο μυαλό
μου πως εκείνος «με ροζιασμένα χέρια πάνω σε φλούδες δέντρων, έγραφε στίχους
και πεζά, σκορπούσε την πνευματικότητά του σ' όλο το νησί, θρηνούσε τη
χαμένη πατρίδα του και τη χαμένη γυναίκα του. Αγύριστη και η πατρίδα και η
γυναίκα του. Μόνο στην τέχνη τις ξανάβρισκε και τις πλαστουργούσε...».
Χρειάστηκε να διαβάσω, ύστερα από πολύ καιρό το βιβλίο του «ΤΟ ΚΑΜΕΝΟ ΒΟΥΝΟ»
για να μπορέσω, κάπως να ξεδιαλύνω στο μυαλό μου τη θαμπάδα που είχα. Κι
επιχείρησα, όσο μπορούσα, τώρα, να σκιαγραφήσω μια απ' τις πιο παράξενες
μορφές του τόπου μου. Λιγοστό το πνευματικό έργο που άφησε πίσω του, αλλά
βγαλμένο από μια γραφίδα με μοναδικό λυρισμό, νοσταλγία και πόνο. Ήταν ο
τροβαδούρος του Καμένου Βουνού, ο Μήτσος Καμίτζος, γνήσιος γιος κι αυτός της
αστείρευτης νερομάνας... της Αιολίδας γης.