ο ΕλληνισμόςSince 1996 της Διασποράς
...αλλά ο Οδυσσέας ποθεί ακόμη και καπνό μονάχα της πατρίδας του να δει να πετιέται προς τ' απάνω κι ας πεθάνει... (Οδύσσεια, α, στ. 57 κ.π.)
Προηγούμενη σελίδα Κεντρική σελ. της ΕνότηταςΕπόμενη σελίδα

     Η ποιήτρια
Μαρία Φιλίπποβα-Χαντζή
τα Πεζά


Bιογραφικό
HmariaFilippova.jpg ΜΑΡΙΑ ΦΙΛΛΙΠΟΒΑ-ΧΑΝΤΖΗ Γεννηθηκε 31 Μαιο, το 1954 στη Βουλγαρια. Εχει σπουδασει Ρωσσικη φιλολογια στο Ουζμπεκισταν, και Δημοσιογραφια στη Βουλγαρια. Δουλεψε σαν καθηγητρια, δημοσιογραφος, παιδαγωγος στη αστυνομια με παιδια με προβληματα κ.α. Η τελευταια δουλια ηταν στην Κυπρο σαν συντακτης στη Βουλγαρικη εφημεριδα (" Μπουλγαρσκη βεστνικ"). Εχει 4 βιβλια με ποιηματα στα Βουλγαρικα. Εχει γραψει 2 βιβλια στα Ελληνικα: "Και δεν μ'αφηνει ο Θεος", που περιμενει να εκδοθει στην Κυπρο, και ένα με ποιηματα, αφιερωμενα για την Ελλαδα - "Εξομολογηση" - στη Θεσσαλονικη. Εχει μεταφρασμενα ποιηματα στα Ρωσσικα, Ουζμπεκικα, Ισπανικα, Γρμανικα. Εχει μεταφρασει ποιηματα, παραμυθια και διηγηματα από Ρωσσικα και Ελληνικα στα Βουλγαρικα. Είναι μελος στο συλλογο των συγγραφεων στη Φιλλιπουπολη, και μελος στο ΕΛΒΕ - Θεσσαλονικη. Τα τελευταια 7 χρονια ταξιδευε στην Ευρωπη για να κανει την συγγραφικη της δουλεια.




Η ΕΛΛΑΔΑ ΕΙΝΑΙ
ΤΟ ΣΟΦΟ ΜΟΥ ΠΑΡΑΜΥΘΙ

Η Ελλαδα για μενα παντα ηταν ένα σοφο παραμυθι, το οποιο χαρακτηκε μεσα στην ψυχη μου ακομη απ' τα παιδικα μου χρονια.

Μαζι με την Βουλγαρικη και ρωσσικη λογοτεχνια εμαθα και την ελληνικη λογοτεχνια (στα βουλγαρικα ). Ακομη εγραψα και πτυχιακη εργασια για την τελευταια νυχτα του Σωκρατη "κατά τον Πλατωνα". Αλλα το παραξενο ηταν, ότι η Ελλαδα στεκοταν στο βαθος των δικων μου ονειρων. Με αλλα λογια: επιθυμουσα να επισκεφτω πολες χωρες, αλλα την Ελλαδα παντα την αφινα τελευταια - εάν ειχα χρονο. Δεν ξερω γιατι.

Γι' αυτό παλι, ο Κυριος ξερει την δουλεια του και εμεις μονο "πρεπει να προσεχουμε, για να καταλαβουμε τι μας λεει" (απ' το Ευαγγελιο ).

Το καλοκαιρι 2001 πήγα στην Ελλαδα, στο Αιγιο ( Πελοπονησος ). Το μοναδικο πραγμα, που ηξερα στην ελληνικη γλωσσα ηταν "καλιμερα" και "καλο κοριτσι". Μονο αυτό θυμομουν απ' την γιαγια μου ( παρολω που στο σπιτι η γιαγια και ο παπους, μιλαγανε ελλινικα ).

Για δυο μηνες διαμονη στο Αιγιο, ηδη μπορουσα να διηγουμαι ολοκληρη τη ζωη μου στην Ελληνικη γλωσσα. Τωρα το σκεφτομαι ότι ο Θεος ηθελε να με βοηθησει γρηγορα να μαθω τη γλωσσα.

Εως εδώ νομισα ότι το δικο μου ελλινικο ταξιδι τελειωσε.

Μετα από ένα μηνα διαμονης μου στη Βουλγαρια, ταξιδεψα για Γερμανια και Γαλλια. Ειχα πολλες ιδεες, τις οποιες επρεπε να τις επεξεργαστω σε σχεση με τη συγγραφικη μου δουλεια.

Συναντησα πολλες δυσκολιες και καποια στιγμη όταν βρεθηκα σε σταυροδρομι δεν ηξερα τι να κανω και που να παω. Αν και επεσα σε μελαγχολια και κάθε βραδυ παρακαλουσα τον Κυριο να μου δωσει φως και δρομο.

Μια μερα ηνουν σε επισκεψη σε ένα Πανεπιστημιο το οποιο ονομαζεται Αλμπερτ Λουδβιγς στο Φραιμπουργο. Σε μια απ' τις αιθουσες του Πανεπιστημιο υπηρχαν εννεα αγαλματα των Ελληνιδων θεων: οι μουσες! Ηταν στη σειρα τοποθετημενες όπως σε παρασταση. Παρεμεινα εκει αρκετη ωρα να τα θαυμαζω και με αγαπη θυμομουν την Ελλαδα.

Το βραδυ ημουν πολύ λυπημενη και με δακρυα στα ματια παρακαλουσα τον Κυριο να με κατευθυνει προς τα πού να προχωρησω και τι να κανω. Για μια στιγμη αισθανθηκα ασχημα, που απασχολουσα τον Κυριο με τις δικες μου βλακειες, ενώ σε ολο τον κοσμο τοσοι ανθρωποι πεινανε η είναι αρρωστοι.

Τη νυχτα ειδα το εξης ονειρο: Δεν ειδα ανθρωπο και δεν ακουσα φωνη, αλλα ερχοταν κατι σαν φωνη στη σκεψη μου και καποιος μου ειπε: "Θα πας στην πολη Εδεμ." Εγω ηρεμα ειπα ( στο ονειρο μου ): "Ενταξει, αλλα πρεπει να παρω τον χαρτη να δω που βρισκεται." Η ιδια φωνη μου ειπε: "Στον χαρτη είναι γραμμενη με άλλο ονομα." Και το ονειρο τελειωσε.

Ξυπνησα παρα πολύ ηρεμη. Πηρα τον γεωγραφικο χαρτη της Γερμανιας και του κοσμου και αρχισα να ψαχνω και να μαντευω: ποια θα είναι αυτη η πολη η οποια στο ονομα θα μοιαζει στη λεξη "Εδεμ". Αρχισα να σκεφτομαι: Εδινμπουργκ, Ηερενμπουργκ...και αλλα παρομοια ονοματα. Στο μυαλο μου εμφανισθηκε το ΑΙΓΙΟ. Στα βουλγαρικα το "Αιγιο" γραφεται - "Εγιο". "Θεε μου, μηπως θελεις να παω παλι στο Αιγιο;", σκεφτηκα τοτε, λες και περιμενα τον Θεο να μου απαντησει αμεσως. Και την επομενη στιγμη μονη αστειευομουν με τον εαυτο μου, όπως ειπα: "Ρωτησες τον Κυριο ηδη: - Ρωτησες τον. Αυτος σου ειπε στο ονειρο σου; Σου ειπε. Τοτε προχωρα και άλλο μη ρωτας."

Εως που απορουσα και αναρωτιομουν: τι γινεται, με ποιον συζηταω; Την επομενη μερα ηδη ταξιδευα για Ελλαδα και στο Αιγιο.

Περιμενα εκει να βρω το δικο μου παραδεισο, όπως μου εδειξε το ονειρο. ( Αφου "Εδεμ" σημαινει "Παραδεισος" ) Αλλα περασαν βαρετες και θλιβερες ημερες - στη μοναξια και στης σκεψεις.

Μια μερα ειπα: "Θεε μου, εσυ αστειευεσαι μαζι μου; Γιατι ειμαι εδώ; Που είναι ο Παραδεισος, για ποιον με υπαινισσεσαι;" Φυσικα, τιποτε δεν μου απαντησε ο Κυριος. Αυτό ετσι γινεται αυκολα; Ρωτας - και απανταει; Εφυγα να κανω βολτα στα περιγυρα του Αιγιου. Στον δρομο κοιτουσα τα ομορφα τοπια απ' το παραθυρο του λεωφορειου, η ψυχη μου γεμισε με απολαυση και εγω στην ηρεμια ειπα: "Σωστος είναι ο Κυριος. Μπορει αυτό να είναι ένα μερος του Παραδεισου."

Και εκεινη τη στιγμη, αστειο η αληθεια ;;; Μπροστα στα ματια μου ξαφνικα εμφανιστηκε επιγραφη με μεγαλη διαφημιση: "ΕΔΕΜ". Αντε! Μονο που δεν επεσα στο λεωφορειο απ' το καθισμα. Καποιος θα μου πει: "Τι τοσο το σπουδαιο; Εστιατοριο "Εδεμ", ο καθενας το ξερει." Ναι, αλλα εγω δεν το ηξερα. Σε ολη τη διαδρομη με ακολουθουσε αυτό το ονειρο. Και βλεπω αυτή την επιγραφη μετα από 7 μηνες περιπλαησης σκεψων, επωτησεων... Και θυμαμαι το Ευαγγελιο: "Πρεπει να προσεχετε, να καταλαβαινετε τι σας λεω..."

Δεν ξερω αν το Αιγιο η καθολου Ελλαδα είναι αληθεια Παραδεισος, αλλα με σιγουρια είναι ΤΡΑΓΟΥΔΙ και ΑΓΑΠΗ. Εδώ προλαβα να γραψω πολλους στιχους, τραβηξα πολλες φωτογραφιες, εγραψα μυθιστορημα. Αλλα ποιος ξερει, μπορει και η γιαγια μου η ιδια να το ηθελε αυτό, και τωρα μου κουναει το χερι απ' τον ουρανο και μου λεει: "Επι τελους θα μαθεις την Ελληνικη γλωσσα!"

...Και η Ελλαδα - το δικο μου σοφο παραμυθι από παιδι - τωρα συνεχιζει...

Από το βιβλιο μου: "Και δεν μ' αφηνει ο Θεος"




ΜΙΑ ΖΩΗ ΕΡΧΕΤΑΙ

Γεννηθκα σ' ένα μικρο χωριο, στο βουνο Στρανδζα. Ο μπαμπας μου ηταν δημαρχος, το σπιτι μας ηταν στο κεντρο του χωριου κι εγω νομιζα πως ημασταν μια πολύ σπουδαια και πλουσια οικογενεια. Μαλλον, για τοτε, ετσι θα ηταν. Όμως, αναλογιζομαι τι ειχαμε τοτε και βλεπω τι εχουμε τωρα και καταλαβαινω ότι ειμασταν τοτε περισσοτερο από φτωχοι. Παρολο που για μενα δεν εχει σημασια, απλα κανω μια τυπικη συγκριση.

Επρεπε να περασσουν πενιντα χρονια για να καταλαβω ποσο πολύ με αγαπα ο Θεος, για να με γεννησει σε φτωχεια, αλλα και ναμου δινει πλουσιες σκεψεις και να με αφηνει να τον ψαχνω μονη μου. Μετα από 50 χπονια καταλαβα ποσο γλυκια ηταν αυτή η δοκιμασια.

Διπλα στο σπιτι μας, ειχαμε ένα εσωτερικο καλοκαιρινο κουζινακι μετζακι, αλλα απ' εξω εμοιαζε καλυβι. Εκει γεννηθηκα. Όταν εφτασα τα εικοσιπεντε μου, η μαμα μου διηγηθηκε την ιστορια του πως γεννηθηκα.

- Παιδι μου, θελω να σου πω κάθε λεπτομερεια, αλλα να…ντρεπομαι λιγακι. Πώς να στο πω…είναι ντροπη για μια μανα ετσι να μιλα με τα παιδια της, όμως…θελω να ξερεις πως γεννηθηκες. Πρωτα, εμεις με τον μπαμπα σου… πώς να το πω… δηλαδη σε ειχαμε φτιαξει την ημερα της Παναγιας. Το θυμαμαι. Τοτε σε σπερναμε… και μετα από εννια μηνες ηρθες στον κοσμο. Αργουσες ναβγεις…λιγο ελειψε να σε χασω. Όταν καταλαβα ότι θα ερθεις ειπα στη θεια σου: "Πηγαινε να φωναξεις τη γιαγια Ιβανα." Στο μεταξυ πηρα μαζι μου ένα ψαλιδι και πηγα στο καλοκαιρινο μας κουζινακι. Μεχρι να ερθει η γιαγια Ιβανα, αναψα το τζακι, εστρωσα ένα ωαλι μπροστα του και καθισα εκι. Καθολου, μα καθολου δεν αφισα τη γιαγια Ιβανα να δει τα ξυρισμενα μου τα πραγματα. Ετσι, μαζευτηκα σε μια ακρη.

Όταν βγηκες, στο λαιμο σου ηταν γυρισμενο το εντερο τεσσερις φορες. Μεμιας το βουτηξα με το αριστερο μου χερι και με το δεξι το εκοψα με το ψαλιδι. Ησουνα σαν ένα μπλε κομματι κρεας, ουτε εκλαιγες ουτε τιποτα. Η γιαγια Ιβανα σε πηρε στην ποδια της, σαν μικρη σακουλα, σ' αφησε κοντα στο τζακι και μου ειπε: "Νυφη, αστα τωρα να περιμενουμε να δουμε - αυτό το παιδι θα γινει ανθρωπος η όχι;". Σε λιγο εσυ εβαλες φωνη και απλωνεις τα χερακια σου για να μας πεις ότι θελεις να ζησεις. Και να… ετσι ηρθες.

Η μαμα μου μιλαγε σπασμωδικα… λιγο ταραγμενη. Εγω την αγκαλιασα και δακρυσμενη της λεω:

- Σε ευχαριστω μαμα μου!

Πολλες φορες, στα χπονια που περνουν, οι σκεψεις μου γυριζουν σ' αυτή την εικονα, θα 'λεγες - θελω να θυμηθω το πνευμα του Θεου, εκεινη τη στιγμη, όταν μου 'δινε ζωη.





Η ΑΜΑΡΤΙΑ ΜΟΥ

Στην αυλη του σπιτιου μας ειχαμε ενα μερος οπου ο μπαμπας φυλαγε τα ξυλα για τις κρυες μερες του χειμωνα. Σ' εκεινο το μερος συνηθιζε καμια φορα να σφαζει κει τις κοτες.

Η γειτονισσα μας ειχε κουνελια στην αυλη της. Στον φρακτη του σπιτιου μας υπηρχε μια μεγαλη τρυπα. Μια μερα από εκει μπηκε στην αυλη μας ένα αμοιρο κουνελακι της κυρα Ιουλιας. Η μαμα μου φωναξε να το διωξω. Τοτε εγω ημουνα περιπου πεντε χρονων. Το κουνελακι, στην προσπαθεια του να ξεφυγει, μπερδευτηκε και δεν εωρισκε το δρομο της φυγης. Τοτε εγω το `πιασα απ` τα αυτια κει το `βαλα στο ξυλο οπου συνηθιζε ο νπανπας να σφαζει τις κοτες. Δυο κοκκινα ματια με παρακαλουσαν να τους χαρισω τη ζωη. Ακομα και τωρα καποιος στη σκεψη μου μου δειχνει αυτά τα ματια για να μου θυμισει τι εκανα τοτε. Ποιος όμως να είναι αραγε; Τι θελει να μου θυμισει; Τι άλλο, φυσικα, από την αμαρτια μου…

Πια αμαρτια; Πηρα το σεκουρι και χτυπησα μια φορα, και δευτερη φορα και τριτη. Το αποτελειοσα! Μια ζωη ρελειωσε στο παιδικο μου χερι. Νομιζα ότι θα ευχαριστουσα τη μαμα. Όταν αυτή ειδε το σκοτωμενο κουνελι, γυρισε προς τον ουρανο και εβαλε μια κραυγη. Μεχρι τωρα την ακουω στ` αυτια μου. Φοβηθηκα τοσο που ετρεξα να κρυφτω στην αγκαλια του παππου. Εκι κανεις δεν θα μπορουσε να με πειραξει. Κανεις…

Αμεσως σκεφτηκα ότι ο παππου θα γελουσε με τη ζαβολια μου, όπως εκανε παντα. Και τωρα ετσι θα γινοταν. Όταν περασε αρκετη ωρα και ημουνα σιγουρη ότι όλα ησυχασαν, ακομα και ο θυμος της μαμας, ρωτησα τον παππου: - Δεν μου λες, παππουλη μου, υπαρχει Θεος; Και αν εχει Θεο που βρισκεται;

- Δεν ξερω τι εχει και τι δεν εχει, αλλα πιστευω ότι υπηρξε ο Χριστος. Αυτος ηταν σαν παρτιζανος. Ηθελε παντα να βοηθα και να γιατρευει τον κοσμο. Να δινει αγαπη. Μα τον σκοτωσαν. Αυτος όμως, παλι εγινε Θεος. Αυτό μοναχα ξερω.

- Που είναι τωρα; Τωρα που είναι;

Με φωνη βραχνη ο παππους μου απαντα:

- Επρεπε να ρωτας αυτά πριν σκοτωσεις το κουνελι, και το βλεμμα του αρχισε να ταξιδευει καπου μακρια. Αυτό το μακρια εγω το ψαχνω μια ζωη!





2. ΓΙΑΤΙ Η ΜΑΜΑ ΜΟΥ ΚΑΝΕΙ ΣΤΑΥΡΟ

- Μαμά τι κάνεις;

- Τίποτα, απάντησε εκείνη.

Εγώ όμως την είδα. Η μαμά μου λες και κάτι είχε ζωγραφίσει με το χέρι της. Τα δάκτυλά της ήταν μαζεμένα, όπως όταν κρατάμε ένα μολύβι. Τα έβαλε πρώτα στο μέτωπό της και μετά στην κοιλιά της…αλλά μόλις έβαλε το χέρι της στο δεξί της ώμο εγώ την είδα. Η μαμά γύρισε σαν φταίχτρα, η σαν παιδί που το πιάσανε να κλέβει. Μετά εκείνη έσκυψε με προσποίηση ότι τάχα κάνει κάτι. Ήμουν σίγουρη πως η μαμά μου έλεγε ψέματα!

Μέχρι σήμερα ρωτάω τον εαυτό μου: γιατί δεν χτύπησα τα πόδια στο πάτωμα - όπως, άλλωστε, το συνήθιζα όταν ήθελα να γίνει το δικό μου, γιατί δεν έκλαψα για να μου κάνει ακριβώς το ίδιο πράγμα; Νόμιζα ότι μόνο οι γιαγιάδες τα κάνουν αυτά…είπα στον εαυτό μου. Κοίτα, και η μαμά μου κάνει το ίδιο! Τελικά αποφάσισα ότι δεν είχε σημασία αυτό μόλις είδα.

Σε μερικές μέρες θα πήγαινα στην πρώτη τάξη του σχολείου. Αυτό δεν με ενδιέφερε και πολύ. Ήμουν τριών χρονών όταν έμαθα να διαβάζω. Σημασία για μένα είχε να περνάνε τα χρόνια όσο το δυνατό πιο γρήγορα, για να δούμε τι θα γινότανε μετά. Αυτό μόνο με ενδιέφερε, το μετά…

Βλέποντας τα αστέρια στον ουρανό σκέφτηκα ότι κι αυτά είναι μικρά παιδιά σαν και μένα και όταν με βλέπουν από πάνω εγώ φαίνομαι σαν αστέρι από εκεί. Μου άρεσε να μιλάω με τα αστέρια, επειδή αυτά πάντα είναι τα μόνα που με καταλάβαιναν. Και τότε σκέφθηκα να τα ρωτήσω να μου δώσουν την απάντηση που ήθελα: "Γιατί η μαμά κάνει κρυφά από μένα τον σταυρό της;" Πώς και ποιόν να ρωτήσω δεν ήξερα. Αν ρωτούσα τον μπαμπά αυτός θα μου απαντούσε: "Άσε με τώρα". Ενώ αν ρωτούσα τον παππού; Αυτός ποτέ δεν έλεγε ψέματα. Θα μου έλεγε την αλήθεια. Περίμενα να ξημερώσει.

τα Ποιήματα


Γ Ι Α 'Σ Ε Ν Α

Θα φυγω καποια μερα
και μερικα πραγματα
από 'σενα θα παρω:
ενα δακρυ απ'τη δικη σου θαλασσα
για να καθρεφτιζω
της σκεψεις μου,
το ψιθυρισμα των φυλλων της ελιας
να με αγκαλιαζει
στις ησυχες νυχτες,
τον ηχο του μπουζουκιου θα κλεψω
για να σιγοτραγουδαω
στις μελαγχολικες μερες.
…Αλλα δεν ξερω πώς να μεταφερω
την απεραντη αγαπη του κοσμου;
Αυτή η πολη είναι
η σπιθα του Προμηθεα.
Αυτή η πολη είναι
η μαγεια των Θεων.
Για 'σενα, Ελλαδα
τραγουδι θα γραψω
και ξανα μια μερα
κοντα σου θα 'ρθω!

Οκτομ.2001
Αιγιο, Πελοπονεσος







Χ Χ Χ

Αυτη η σταγονα αιμμα,
που μου αφησε η προγιαγια μου,
επιτελος - εχει ξυπνησει!
Τοσα χρονια μου ειχει κρυψει
κατι που δεν το ηξερα.
Τωρα, που το βρηκα -
μεσα στην καρδια μου -
παρ' το!
Για 'σενα είναι, Ελλαδα!
Για 'σενα είναι
η αγαπη μου!







X X X

Δεν κουραστηκες να με περιμενεις;
Εμενα, την αλητησα...
Σε ολους τους δρομους
εσενα εψαχνα.
Στον υπνο μου - με 'σενα μιλουσα...
ακουγοντας το ψυθιρισμα
της ελιας
και το τραγουδι
της θαλασσας...
Ελλαδα,
ξεχασα την καρδια μου
στο δικοσου μποθζουκι -
για αυτό εγυρισα.

Καλοκαιρι, 2007 - Ισπανια
( Στο αεροπλανο Μαδριδ - Σοφια )







Χ Χ Χ

Αυτή η μουσικη
δεν θελω να τελιωσει.
Αυτό το βιολι -
με τεντωμενα αισθηματα -
μου μοιαζη πολη.
Αλλα - καπως...
ευτυχισμενο αντιηχει...
Μαλλον διοτι εχει δοξαρι.
Και εγω -
μονο τα ονειρα μου.

Ισπανια, 2007






Χ Χ Χ

Θα χορευω χασαπικο
ηρεμα,
για να μην διαταρασσω
τη μουσικη σου,
η οποια αγγιζει
τη ψυχη μου.
Θα χορευω σιγα,
για να ακουω
την αναπνοη σου -
που με λιωνει
και γινομαι σταγονα.
Μηπως διψας;
Παρε με!







ΑΝΑΜΝΗΣΕΙΣ ΑΠ' ΤΟ ΜΕΛΛΟΝ

Λαχανιαζω
απ' το μακρινο ταξιδι
και ατμοσφαιρα πυκνη,
δε μυριζει τιποτα.
Τα πουλια - καπου μακρια,
τα χορταρια κοιμουνται,
τα δεντρα - σαν αορατα…
Και σ' αυτό τον κοσμο
ειμαι μονο εγω!
…Ψαχνω κατι
που να 'ναι δικο μου,
να το πιανω με τις χουφτες
και να του μιλαω
και να του μιλαω, απαρχαιωμενο.
…Μια πετρα βλεπω στρογγυλη
μεγαλη οση η γροθια μου
μοναχη στ' ακρογιαλι
στοχαζεται βουλιαγμενη στη σοφια.
Την πιανω στα χερια μου -
από χρωμα είναι ροζ.
Και πως μοιαζει σαν καρδια!
Από πανω ασπρες γραμμες περνανε
και καποια σημαδια υπαινισσονται
κατι ομορφο, απαρχαιωμενο…
που είναι πετρωμενο…
ποιος ξερει από τι;
Βυθιζομαστε στη σοφια
η πετρα κι εγω μαζι.
Αυτή είναι ηδη ζεστη στις χουφτες μου
και σκεπτομαστε το ιδιο πραγμα:
πως μετα από καιρο
θα θυμομαστε μαζι
κατι ομορφο,
απαρχαιωμενω…







ΜΕΤΑ ΑΠΟ ΚΑΙΡΟ

Αναζητω το πετραδακι
που καποτε
σ' αυτό το ακρογιαλι
μου χαρισε ένα χαμογελο.
Αραγε με περιμενει ακομα;
Μηπως αναχωρησε
στο βυθος του αλλου κοσμου,
απορροφημενο από τη σοφια του;
Αραγε εχει βυθιστει
στο μηστυριωδες της θαλασσας,
κουρασμενο από τη μοναξια του;
Κι εγω - η προδοτισσα,
η αλητισσα -
σκονταφτοντας, αποξηραμενη
από τους ανεμους,
στην ακρογιαλια
του ατελους ερωτα
κραυγαζω από πονω …
Η φλογα του δε με λυπηθηκε.
Από τα φιλια του
τωρα ειμαι σταχτη
επανω στη μεγαλη πετρα…

Και περιμαiνω τους ανεμους
να με βρουν …



Μαρία Φιλίπποβα-Χαντζή
Επικοινωνείτε με την ποιήτρια
E-mail: mariafilipova54@abv.bg