τα Β Ι Β Λ Ι Α
Ένα πολυδιάστατο έργο των φοιτητικών χρόνων της ποιήτριας η οποία μέσα από 36
ποιητικούς μονολόγους αναζητεί τη λύτρωση από την απογοήτευση του θανάτου του
ωραίου... Μια ελπιδοφόρα εξωτερίκευση (παρά τον τίτλο) της αγωνίας των νέων
κυρίως μπροστά σε κάθε γκρέμισμα, σε κάθε πτώση... |
56 ποιήματα (39 σε ελεύθερο στίχο και 17 σε έμμετρο- η ποιήτρια υπηρετεί και τα
δύο είδη) αποτελούν τη συλλογή αυτή. Μέσα από αυτά σμιλεύει τον πόνο, τη χαρά,
την απογοήτευση, τη λαχτάρα του έρωτα, με την εφηβική ευαισθησία των νεανικών
της σκιρτημάτων, μια και τα ποιήματα ανήκουν στα πρώτα της ποιητικά πονήματα...
|
Πρόκειται για μια ποιητική συλλογή των φοιτητικών χρόνων της ποιήτριας, γεμάτη
από όνειρα, συναισθήματα και ιδανικές προσδοκίες... Μέσα από 51 ποιήματα (36 σε
ελεύθερο στίχο και 15 σε έμμετρο-υπηρετώντας και τα δύο είδη ποίησης-),
επιβεβαιώνει τη διαχρονικότητα του "Ωραίου Έρωτα"...
|
Το έργο "Προσφυγιά - αρμονίας κατάλυση" είναι μια ποιητική υμνωδία μέσα από την
οποία ακολουθείται η δραματική ιστορία των προσφύγων της Μικρασίας. Μέσα από 15
"στάσεις" η ποιήτρια αντικρύζει, πονά, διατρέχει και υμνεί όσα έζησαν εκείνοι
που μας έφεραν τη σκυτάλη της αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας και ιστορίας, αφήνοντας
εκεί την ψυχή τους... Το έργο πλαισιώνεται με σπάνια και πλούσια φωτογραφικά
ντοκουμέντα που γίνονται πιο τραγικά από τις ποιητικές λεζάντες που τα
συνοδεύουν. |
Είναι η κατάθεση ψυχής μιας ελληνίδας από προσφυγική οικογένεια, για την Κύπρο
που είναι ένα πληγωμένο κομμάτι της Ελλάδας μας. Μέσα από τα 33 ποιήματα - πολλά
βασισμένα σε αληθινά γεγονότα - η ποιήτρια αγγίζει τις ψυχές των πονεμένων
Κυπρίων και της πικρής , ματωμένης ιστορίας τους που στοιχειώνει ακόμη τα χώματά
τους. Για να στοιχειώσει και τη μνήμη...
|
|
|
Ξενιτειά μου φιλήδονη
Ξενιτειά μου , εσύ, άπιστη ερωμένη
που άπλωσες τα χέρια σου τα έμπειρα
κάτω από τα παγωμένα και ακίνητα νερά
της ζωής μου
και εγκλώβισες την ηρεμία μου.
Μίσεψα πετώντας σαν τον Ίκαρο
προς το φεγγάρι το υποσχετικό ,
το φιλήδονο, το ελπιδικά φωτοφόρο,
ψάχνοντας για το αβέβαιο μέλλον.
Ξενιτειά μου! Αχ! 'Aτακτο πουλί
που φυλάκισες την απόδρασή μου για το παρελθόν.
Στέκομαι χωρίς πόδια κατάντικρυ στο φως
κι εκλιπαρώ καρφωμένος στις μέρες
τις πλάνες ομορφιές σου.
Τα πρώτα μου φτερά λιώσαν σαν το κερί
κάτω απ' τον ήλιο τον καυτό των αναμνήσεων.
Και συ προσεκτικά και ηδονικά
μου πρόσθετες καινούργια.
Γλυκόπικρο το καταφύγιο
μέσα στων αναμνήσεων την κραιπάλη.
Περνούν τα ημερονύχτια
σαν καβαλάρηδες ηγετικοί του μέλλοντος
κι αποστερεύουν τις απλές πηγές
της παιδικής μου νιότης.
Κι όλο και ξεδιπλώνεις σε νανούρισμα
τις υποσχέσεις σου τις άκαρδες κι ελκυστικές
κοιμίζοντας τη νοσταλγία του αποχωρισμού.
Φιλήδονη , πλανεύτρα ξενιτειά
που ξέχασες στην τόση σου λατρεία
να απαγάγεις την καρδιά μου.
Κι έμεινε πίσω εκεί για να διαβαίνει ολημερίς
τα μονοπάτια τα φτωχά, τις λεωφόρους των στιγμών
τα χόρτα και τα έλατα, τις μυρωδιές
και τις ανάσες στα κατώφλια των σπιτιών.
Ξέμεινε στις αλάνες της ζωής
να ακούει το σούρσιμο της αμμουδιάς και να συλλέγει
μαργαριτάρια τα πικρά χαμόγελα
και διαμαντόπετρες τις καλημέρες τους.
Συλλεκτικά κομμάτια μες στο αίμα
που καλπάζει από λαχτάρα
τα καλοκαίρια κι οι χειμώνες.
Αχ! Ξενιτειά φιλήδονη!
Μέσα σε "ριγκ" με πέταξες
να πολεμώ με τους παλμούς
του παρελθόντος και του μέλλοντος,
της απομόνωσης και της ελπίδας.
Έχοντας δέσμια για πάντα την καρδιά μου
σ' ένα νοσταλγικό "νόστιμον ήμαρ".
Αποσπάσματα από
διάφορα έργα
|
Απόσπασμα (οι πρώτες 2 Στάσεις από τις 15
Στάσεις) από το Έργο "Προσφυγιά-αρμονίας
κατάλυση", μια ποιητική Υμνωδία με σπάνιο
φωτογραφικό υλικό για τα δεινά που υπέστησαν
το 1922 οι Έλληνες. (98 σελίδες).
της Ευαγγελίας Αγγελικής Πεχλιβανίδου
Γυμνοί άγγελοι
Το λιθόστρωτο ιδρώνει από τα δάκρυα που πέφτουν.
Τα χαρούμενα παιχνιδιστά βήματα
των ανέμελων αγγέλων
χαθήκανε στο λαγούμι του πόνου.
Κι ούτε η βροχή θε να ξεπλύνει ποτέ
Ετούτα τα ματωμένα δάκρυα.
Αυτός ο πεζόδρομος, εκείνος ο δρόμος,
Οι πέτρες που πόνεσαν πολύ,
Τα χόρτα που βάφτηκαν άλικα από πίκρα,
Οι τοίχοι και τα δέντρα και τα ουράνια
που κοκκίνισαν από ντροπή
και τ' αγκάθια που τ' αγιάσανε
τα πόδια τα γυμνά, γυμνών αγγέλων,
ετούτα κι άλλα, αμέτρητα, πολλά
μια παύση ακόμα λυγμού
στην πικρή τους ιστορία.
Μια στάση ακόμα.
Μη προσπερνάτε.
Πατήστε το κουμπί, λοιπόν.
Να κατεβούμε. Σε κάθε στάση.
Να δούμε, να θυμηθούμε,
Να πονέσουμε, να μη ξεχνούμε.
Ήταν δικοί μας άνθρωποι.
Ήταν Άνθρωποι.
Στάση 1η: Αναμνήσεις
Ο ήλιος μου
Άφησα πίσω μου τον ήλιο μου
Που ζέσταινε τα παγωμένα χέρια μου
Τα χέρια μου που ήταν ζυμωμένα,
Ένα με το χωράφι μου που λάτρευα.
Γεμάτα χώματα αγαπημένα
Που αυτά με τάιζαν και εγώ τα ξεδιψούσα.
Η καμπάνα μου
Σταμάτησε ο ήχος της καμπάνας
Έπαψαν τα βουνά ν' αντιλαλούν τους ύμνους της.
Η αγάπη δε θα συναθροίσει μες στην αγκαλιά της
Τα όνειρα, τους πόνους, τις χαρές και τις ελπίδες μας.
Κλειστή θα παραμείνει η φωλιά της εκκλησιάς
Ν αναπολεί τους πελαργούς που μίσεψαν για πάντα.
Η ψυχή μου
Άφησα πίσω την ψυχή μου. Ήταν επιλογή μου.
Ήταν ιεροσυλία να την πάρω μαζί μου.
Είναι η ψυχή τόσων αιώνων, τόσων γενεών,
Τέτοιας ιστορίας.
Δεν πρέπει να την πάρω μαζί μου.
Πρέπει να μείνει να φυλάει Θερμοπύλες.
Το φεγγάρι μου
Άφησα πίσω το φεγγάρι μου
Ήταν δικό μου όπως κι αν ήταν. Ήταν δικό μας.
Ήταν πανέμορφο σαν λουλουδίζαν τα όνειρά μας.
Ήτανε ντροπαλό σαν ψιθυρίζαμε τ' αγγίγματά μας.
Θολό και λυπημένο στους καημούς μας.
Πάντοτε εκεί σα μάτι του Κυρίου.
Οι ρίζες μου
Άφησα πίσω μου τις ρίζες μου.
Δεν ξεριζώνονται τα δέντρα τα χιλιόχρονα
Είναι βαθιά η γη, παντού οι ρίζες
Στο λίκνο της θηλάζουν ιστορία.
Οι συνήθειες μου
Άφησα πίσω τα παιδιάστικά μου όνειρα,
Τους φίλους, τους γειτόνους, τις συνήθειες μου,
Τα βλέμματα που αλλάζαμε
Και τις κουβέντες τις συνηθισμένες,
Το σμίξιμο στις λύπες, στις χαρές,
Στους αναστεναγμούς, που 'σαν σα μια αλυσίδα,
Σαν ένα ντόμινο που αχολογούσε τις καρδιές μας
Σε κάθε πέσιμο χαράς ή γέλιου.
Η Παναγιά μου
Μου φτάνει η Παναγιά να μου απαλύνει τον πόνο.
Μου φτάνει ο Χριστός που έχωσα στον κόρφο μου
Μαζί με τα όνειρά μου.
Μου φτάνουν όλοι οι Άγιοι που πήρα στην καρδιά μου.
Οι σταυροί μας
Μα όμως πονώ που άφησα πίσω τα Ιερά
Και τους σταυρούς που κουβαλάγαμε ένας, ένας
Του καθενός η Ανάσταση, ολονών μας.
Γεμάτη Ανάστασες ήτανε η ζωή μας
Στις γέννησες και στις χαρές , στο χάρο ενωμένοι.
Η θρησκεία μου
Ριγώ που άφησα πίσω τη Θρησκεία μου,
Τις εκκλησιές μου, τα καμπαναριά τους
Και τις εικόνες που δε χώραγαν
Μες στο μποξά μου.
Και τα ιερά τα σκεύη, τα βιβλία,
Τις ώρες που περνούσαμε ενωμένοι
Με τα καντήλια να φωτίζουν την ψυχή μας
Με του παπά τις χαμηλές τις ψαλμωδίες
Δεμένοι στην πατρίδα, στην αγάπη, μεταξύ μας.
Τα Μοναστήρια
Μονάχα μείναν τα ιερά τα Μοναστήρια
Η παναγιά η Σουμελά και η Χρυσομαλλούσα
Κι ο Αηγιάννης, ο Αηλιάς και η Αγια Σοφιά μας,
Που 'ταν καμάρι και ψυχή κι ελπίδα της γενιάς μας.
Χαλάσαν οι Άγιες Τράπεζες, τσακίσαν οι Χριστοί μας
Θέριεψε η όψη, βάφτηκε, μολύνθηκε, ερημώθη
Από ψαλμούς ειρηνικούς, ταπείνωση κι αγάπη.
Όμως δεκάδες σπάρθηκαν, χιλιάδες αντιμήνσια
Σε κρύπτες και σε ρεματιές, και στις καρδιές, στη σκέψη.
Δεν έγινε η "απόλυση" ακόμα.
Κι η Λειτουργία είναι ιερή!
Η Εστία μου
Άφησα την Εστία των παππούδων μου
Και τη φωτιά να καίει χωρίς να φέγγει.
Το μαξιλάρι μου βρεγμένο από δάκρυα.
Και τη γιαγιά τη μουσουλμάνα που με ντάντευε.
Τους παιδικούς μου φίλους όπου μας ένωναν
Τα χέρια τα δεμένα στα παιχνίδια μας,
Τα μάτια τα κλειστά σαν παίζαμε τυφλόμιγα.
Οι νεκροί μου
Άφησα πίσω τους νεκρούς μου
Στα κοιμητήρια τα λιτά
Να περιμένουν λίγο στάρι διαβασμένο
Και κάποιο χέρι να χαϊδεύει το σταυρό τους,
Να καλοπιάνει το σκληρό το χώμα να 'ναι ελαφρύ
Στολίζοντάς το με λουλούδια απ' τους μπαξέδες.
Το "αιωνία τους η μνήμη" το κουβάλησα
Και κείνο στην ψυχή μου.
Εκκεντρίτες
Έμεινε πίσω η Αγια Σοφιά
Το γέρικο βλαστάρι της Ορθοδοξίας
Η ρίζα που απλώνεται
Σ' Ανατολή και Δύση
Βαθιά στα χώματα του κόσμου
Που ζητούν ουράνια ειρήνη...
Της φυλής μας τις ρίζες
Τις αφήσαμε πίσω
Ζωντανές σαν πηγάδια
Με το αίμα αθανάτων
Ιστορίας αιώνιας
Και νερό που ανασταίνει...
Όλα μείνανε εκεί. Τ' άφησα εκεί.
Σαν εκκεντρίτες να χρυσοσελεγίζουν της Ελλάδας αστέρια
Σα σταλακτώνες να ενώνουνε το τώρα με το πριν,
Σα σταλακτίτες να χτίζουνε το αιώνιο κι αθάνατο
Αντιπαλεύοντας στο άγριο βουητό των αλλοθρήσκων.
Στάση 2: Εδώ και εκεί
Στο πουθενά
Δεκάδες οι δρόμοι,
Τα μονοπάτια!
Κι όμως κανένας δεν οδηγούσε
Στο Εκεί
Όλοι οδηγούσαν στο πουθενά.
Ακόμη και το κάπου-πουθενά
Ήταν μόνο για λίγους τυχερούς.
Και μετά - ίσως - ο Γυρισμός.
Το Εκεί.
Ομφάλιος λώρος
Χιλιόμετρα μακρύς ο ομφάλιος λώρος
Δε μπορώ να τον κόψω.
Δε θέλω να τον κόψω.
Το αίμα που σφαδάζει στον πλακούντα
Είναι και δικό μου.
Δε θέλω να αφήσω πίσω μου τη Μάνα μου,
Τη Μάνα Γης,
Τη Μάνα Ιστορία,
Τη Μάνα Πατρίδα.
Τα παρακάτω τρία ποιήματα είναι από
τη Συλλογή "Από την ψυχή μου στην Κύπρο"
της Ευαγγελίας Αγγελικής Πεχλιβανίδου
Περιμένοντας το γυρισμό
Γυναίκες - Αντιγόνες της Κύπρου
Κάνατε τάφους τις ψυχές σας
Περιμένοντας το γυρισμό.
Τα κοιμητήρια αφιλόξενες ελπίδες
Τελετών καρναβαλίστικων
Σε τάφους άδειους
Γεμάτους ερωτηματικά.
Τα κυπαρίσσια μεγάλωσαν
Περιμένοντας τον ερχομό.
Σκιάζοντας το χρόνο τον αδηφάγο
Και σκι-άζοντας το χώμα το χορταριασμένο.
Τα λουλούδια τα κρατούνε φυλαγμένα
Οι μανάδες στα σπίτια τους
Οι αδελφάδες στις γλάστρες τους
Οι αγαπημένες στις καρδιές τους
Περιμένοντας το γυρισμό.
Ξεθώριασαν οι φωτογραφίες στα στήθια τους
Από τα μάτια τα βρεγμένα
Και το στόμα να ψελλίζει τ' όνομά τους
Περιμένοντας το γυρισμό.
Σ' ατέλειωτη ικεσία απλώθηκαν τα χέρια
Κι η σκέψη
Κι η ελπίδα
Περιμένοντας το γυρισμό.
Γεράσανε οι Αντιγόνες
Σε τάφους ανεξόδιους
Περιμένοντας το γυρισμό.
Γυναίκες - Αντιγόνες
Δέθηκε αλύτρωτα η ψυχή στο χρόνο
Περιμένοντας το γυρισμό.
Το βλέμμα λεπτοδείκτης ακούραστος
Στα τέσσερα σημεία του ορίζοντα,
Στην πόρτα, στις αυλές,
Στα παραθύρια, στην Ανατολή
Περιμένοντας το γυρισμό.
Μην κλαίτε γυναίκες για το "πότε;"
Κλάψτε για τα "γιατί;" που βεβήλωσαν
Τον Άνθρωπο.
Μια σιωπηλή αστραπή
Μια αστραπή χώρισε στα δυο την Κύπρο.
Κι η κληρονομιά του μυαλού και της σκέψης
Η κληρονομιά των προσωπικών
Μικρών η μεγάλων στιγμών μας
Έμεινε εκεί.
Μια σιωπηλή αστραπή.
Μαχαίρι κοφτερό στις φλέβες μας
Που αιμορράγησαν
Κι ακόμη αιμορραγούν.
Μια διχοτομημένη ζωή
Στη γραμμή της ντροπής.
Εδώ η αναπνοή, εκεί η ανάσα μου
Εδώ η καρδιά, εκεί οι χτύποι της
Εδώ το μυαλό, εκεί η σκέψη μου
Εδώ τα μπράτσα μου, εκεί ο αγώνας μου
Εκεί οι τοίχοι μου, οι δρόμοι μου,
Οι Άγιοί μου, τα χόρτα και ο ήλιος μου,
Ο αγέρας και τα κεραμίδια που μας σκέπαζαν!
Έποικοι
Πατούν στη δική μας ιστορία
Ειρωνικά.
Δε νιώθουν γαλήνη ειρηνική
Στ' αντίκρισμα των εκκλησιών.
Το παρελθόν δεν ποτίζει τις φλέβες τους
Και τις ψυχές τους.
Δε ριγούν και δε λυγούν
Στους τάφους των γονιών μας.
Αδιάφοροι στους τοίχους που κιτρίνισαν
Και στις αυλές που δε μοσχοβολούνε πια ασβέστη.
Αρπακτικοί στις "πέτρες" της Ελλάδας Ιστορίας
-Πνοές μυροβολιάς πολιτισμού-.
Ατάλαντοι, τυχάρπαστοι ηθοποιοί
Στο θίασο "Μπουλούκι καιροσκόπων"
Χωρίς παλμό και έμπνευση
Λαχτάρα για την κάθε λέξη
Χωρίς το κίνητρο να μαγνητίζει
Την κάθε κίνηση
Που ν' ακουμπά πάνω στο είναι τους
Στο κάθε χορταράκι, κάθε πέτρα
Σε κάθε αυλόθυρα, παράθυρο κι εικόνα,
Απλό κι αγαπημένο σκηνικό,
Χώμα δικό μας.
Το χώμα μας που θέλει πέλματα πλατειά
Να το πατούν
Και χέρια ν' ανταλλάσσουν
Παρελθόν κι αγάπη.
Τα ξυλοπόδαρα πρέπει να σπάσουν.
Ξερό το χώμα .
Και τα τσαπιά τους χάρτινα.
Η γη πολύ στεγνή γι αυτούς.
Κι αυτοί δεν έχουν ρίζες
Σε λίγο θα διψάσουν.
Και τα πηγάδια μας είναι πολύ βαθειά!
Το σπίτι μας
Πως θε να πω στη μάνα μας
Πώς είναι το χωριό μας
Οι εκκλησιές, οι δρόμοι μας
Κι όλο το σπιτικό μας.
Δε θέλει να το επισκεφθεί
Γιατί την τρώει ο πόνος
Για' θα ματώσει η πληγή
Που δε γιατρεύει ο χρόνος.
Πώς να της πω πως γκρέμισε
Στη μια μεριά ο τοίχος
Τ' άδεια δωμάτια γέμισε
Με τη σιωπή του ο ήχος.
Πάνε τα γέλια τα αγνά
Και οι απλές χαρές του
Τα κλάματα τα παιδικά
Η αγάπη στις γωνιές του.
Πώς να της πω χορτάριασε
Η αυλή κι ο κήπος, μάνα
Πως η ψυχή μου αντάριασε
Σαν είδα την αλάνα
Όπου επαίζαμε παιδιά.
Σαν είδα στα χωράφια
Τα δέντρα κι όλα τα καλά
Να 'χουν πνιγεί απ' τ' αγκάθια.
Δε θέλω να το επισκεφθεί
Το σπίτι τώρα η μάνα
Θέλω σαν φύγει απ' τη ζωή
Ως ήταν να 'ναι αντάμα.
Έργο-Ραψωδία για την Ελλάδα
Ελλάδα! Μήτρα Ηρώων!
Λίκνο της Πίστης και της Λευτεριάς!
Ελλάδα!
Ευλογημένη κάθε πέτρα, κάθε ρίζα σου
Τα ποτισμένα σου με πόνο και αίμα χώματα
Που ανάπαυσαν ηρώων τόσα σώματα
Τα φωτεινά, λαμπρά σου χρώματα ή γκρίζα σου
Ευλογημένα της ψυχής σου τ' αετώματα.
Ελλάδα του ήλιου η αγαπημένη
Η εκλεκτή του φεγγαριού η νύφη
Με τα χιλιάδες πέπλα που γίνονται θεές της νύχτας
Κι αέρινες του ήλιου οπτασίες τη μέρα
Ελλάδα, που σε κρατά στην κούνια της ευλαβικά
Η θάλασσα η γαλανή κυρά με τρυφεράδα.
Που σου 'πλεξε ατέλειωτες δαντελωτές ακρογιαλιές
Για ν' αγκαλιάζει πιότερο το σώμα σου
Και ν' αφουγκράζεται τις πίκρες και χαρές σου πιότερο.
Ελλάδα με τις χιλιάδες πληγές στο σώμα σου
Χωράφι γόνιμο της ιστορίας μας,
Που χτίστηκε μέρα τη μέρα, λίθο το λίθο,
Της ιστορίας του κόσμου που θεμέλιωσε
Δημοκρατίες και σοφία παγκόσμια.
Χαίρε! Διάδημα αρχαίας κληρονομιάς.
Τρισήλια, τρισφεγγάρωτη Ελλάδα μας, θεά
Σ' αγάπησε κι η φύση, σε λατρεύει
Σου χάρισε, σε στόλισε μ' όλα της τα καλά
Κι η ανάκατη ομορφιά σου μας μαγεύει.
Ελλάδα, μήτρα γαλακτοτροφούσα αγίων
Που βύζαξαν την Αλήθεια.
Γαλακτοτρόφοι άγιοι χιλιάδων νηπίων
Της πίστης μας.
Ελλάδα, που άπλωσες το ράσο
Να σκεπάσεις τα παιδιά σου.
Να τα κρύψεις απ' την αρπακτική δαγκάνα των εχθρών.
Δαγκάνες και νύχια που ορέγονται την ήρεμη ομορφιά σου
Ράμφη που απλώνονται πάνω απ' το γάλα της παράδοσης
Πάνω απ' την Ελληνίδα ψυχή που κουρνιάζει
Στα σπλάχνα των παιδιών σου.
Πάνω απ' την ομορφιά της ηρεμίας
Που αναβλύζει απ' τις πηγές της θρησκείας μας.
Χαίρε! Αιώνια κυοφορούσα Αγιότητα!
Το ράσο σκέπασε τον ήλιο της Ελλάδας
Να προστατέψει από τα μάτια του κακού
Που χίμηξαν σα νύχια μιας μαινάδας
Για να στερέψουν τις πηγές του ουρανού.
Ελλάδα μας, με τις πετροφωλιές τις άθωρες
Της πίστης σου
Που οι αγέρηδες δε μπόρεσαν να τις χαλάσουν
Γέμισαν νεοσσούς τα δέντρα
Και τα αιθέρια πλάτια των βουνών της ιστορίας.
Ακοίμητοι κυνηγοί της ήρεμης γαλήνης
Της Παράδοσης.
Και της λαμπρινής ψυχής.
Δε χάλασε η υπεροχή της ομορφιάς που γέννησες
Από τις πλάνες τις σειρήνες των καιρών.
Το σεργιάνισμα μες στα πουρνάρια και στα ρείκια
Της Ελλάδας μήτρας,
Στην αμμουδιά και στους βράχους τους μετέωρους
Της Ορθοδοξίας
Είναι πολύτιμο δώρο δικό σου.
Χαίρε! Ελλάδα! Μαργαρίτη της πίστης.
Και μεις αναζητούμε την ιερότητα
Στις εκκλησιές σου και στα μοναστήρια
Σε κάθε σου κορφή θεϊκή απλότητα
Και το "Ελλάς Ανέστη" στα άγια τα Ποτήρια.
Χρόνους υπόδουλη και σε αφεντάδες σκλάβα
Που κλέβαν κι άρπαζαν κομμάτια της ψυχής σου
Που έκαιγε κι έλιωνε σαν πονεμένη λάβα
Χτίζοντας πέτρινα θεμέλια της φυλής σου.
Λάβα που φύλαε βαθιά στα σωθικά της
Όλους τους πόνους, τις ελπίδες, τα οράματα
Κι άχνιζε σαν ηφαίστειο στα βυθά της
Για μιαν ημέρα Κυριακή χιλιάδες τάματα.
Σκόρπιες ελπίδες στις σκόρπιες ψυχές,
Στις βαθιές καρδιές που τριγυρνούσαν σα στοιχειά
Στα δάση, στις σπηλιές, στους οικισμούς,
Ανάμεσα στους γυπαετούς της Ελλάδας
Που επιβουλεύονταν τις κορυφές της.
Ελπίδες που έγιναν δράση, αντίδραση, επίθεση.
Ελπίδες που πήραν ανάσα βαθιά για το ταξίδι
Στα βάθη της τόλμης και της απόγνωσης
Κι έγιναν αναπνοή ξεσκλαβωμού
Θυρανοίξια εκκλησιών, εστιών, παραδόσεων.
Προσκυνήματα ιερά.
Μηνύματα θεόπνευστα.
Κηρύγματα αγάπης και ενότητας
Κάτω απ' τη φθαρμένη κάπα του πατρο-έλληνα.
Χαίρε! Αιματοβαμμένη, ελληνική ψυχή.
Μη λησμονήσετε ποτέ πως έχετε ιστορία
Καρδιά σας, νους και στοχασμός μονάχα η Ελλάς
Της γλώσσας μην αλλάξετε ποτέ σας την πορεία.
Προέτρεπε διδάσκοντας ο Αη-πατρο-Κοσμάς.
Και γέμισε ο Ελληνισμός κρυφές φωλιές Ελλάδας
Που θέριζαν και στοίβαζαν μες στην ψυχή βαθιά
Γράμμα το γράμμα τη γραφή, φλόγα τη φλόγα δάδας
Που μες στα μάτια άναβε και στα κρυφά σχολειά.
Και ο παπάς κι ο δάσκαλος εμάζωναν σιμά τους
Και φύτευαν με υπομονή στα μάτια των μικρών
Εικόνες για ελευθεριά που ζούσαν στην καρδιά τους
Πλούσια σπορά που γίνονταν βορά αρπακτικών.
Μικρά παιδιά που δε φοβήθηκαν τη νύχτα,
Τους βράχους και του εχθρού τα λυκόδοντα.
Που πήραν τη γραφίδα της ιστορίας της Ελλάδας
Στα χέρια τους τα παγωμένα
Και άρχισαν να γράφουν την καινούργια Ελλάδα
Μια Ελλάδα που στηρίχτηκε στα μικρά τους σωματάκια
Για να ξαναπετάξει ψηλά.
Που ποτίστηκε με το αθώο τους αίμα
Για να φυτρώσει άνοιξες και καλοκαίρια.
Ολόκληρη μια φλόγα η ψυχή της
Κάθε ψυχούλα αδικοχαμένη
Κερί αναμμένο ακοίμητα στο βωμό της.
Κάθε κομμάτι χώμα,
Ζεστό ψωμί, σπιτικό,
Ζυμωμένο με αίμα, ιδρώτα και θυσία.
Έγινε η Ελλάδα ένα απέραντο εμμανουάλι.
Κεριά αναμένα για πάντα
Που δε θα λιώσουν ποτέ στη μνήμη μας.
Χαίρε! Φλόγα αθάνατη της δάδας ψυχής.
Κάθε κερί και μια ψυχή
Κάθε φωτιά θυσία
Ανάφτει η Ελλάδα κι η ιαχή
Γράφει μακριά ιστορία.
Το αίμα που χύθηκε ζεστό
Ποτίζει και θεριεύει
Και τη βουλή μας αετό
Γεννά και ζωντανεύει.
Και γω ο έλληνας κι η Ελληνίδα κι ο Άνθρωπος
Σε χαιρετώ ταπεινά
Άγνωστο Ελληνόπουλο
Που βύζαξες γάλα και χώμα
Και αίμα ξεραμένο
Στην ξεχασμένη ρόγα της ζωής.
Που έμεινες με τα μάτια ανοιχτά
Ν' αντικρίζουν το φεγγάρι που λιγόστευε
Καθώς ταξίδευες προς το φως.
Που έπαιρνες κρυφά τα μονοπάτια
Αναζητώντας τις πηγές της Ελλάδας
Στα κρυφά σχολειά που φύτρωναν παντού
Σαν τα ανθισμένα κυκλάμινα στο καταχείμωνο.
Στο ράσο του παπά που έκρυβε την παράδοση
Από την ατίμωση κι από το θάνατο.
Στα μάτια του δασκάλου
Που άναβαν τη φλόγα της γλώσσας
Κάτω απ' τη χόβολη.
Στο φως το απαλό των καντηλιών
Που θρόιζε την ιστορία στην ψυχή σου.
Σε χαιρετώ Φως και Ψυχή και Μάτια
Και Ελληνόπουλο
Κράμα ακατάλυτο
Αθάνατης Ελλάδας.
Μικρό Ελληνόπουλο σε χαιρετώ
Για τη θυσία σου
Όποτε πίσω στοχαστώ
Ηρωική πάντα υψώνει η παρουσία σου.
Στο παιδομάζωμα απ' την Τουρκιά
Στη Μικρασία μας
Σε κάθε πόλεμο για λευτεριά
Ο θάνατός σου, η πικρή ιστορία μας.
Μικρό ορφανεμένο απ' το μαστό της Μάνας,
Ορφανεμένο από το γάλα της Ελλάδας
Ορφανεμένο από την τρυφεράδα των γονιών,
Τη σιγουριά των χεριών τους,
Σε χαιρετώ, Μικρό Ελληνόπουλο,
Φυτράδι της γλώσσας μας,
Σποριά της Ελλάδας.
Σε χαιρετώ, Άγιο Παιδί, Μικρό Ελληνόπουλο,
Λίκνο της θρησκείας μας.
Σε χαιρετώ
Λίκνο της Ψυχής μου.
Σε χαιρετώ, Γερόντισσα, που το βαρύ φορτίο
Κουβάλησες με λεβεντιά στους ώμους, στην ψυχή σου
Κόρες που ακροβατίσανε στο θάνατο το θείο
Μάνα που σπάραξες κρυφά, σα χάθη το παιδί σου.
Γερόντισσα, αετίνα, με το γερακίσιο βλέμμα
Και την τρυφεράδα του πελαργού.
Κράτησες στα ύψη τις φωλιές των εστιών σου!
Φύλαξες τα καμπαναριά της θρησκείας σου.
Θήλασες το μισεμό για τη λευτεριά ή το θάνατο.
Στη φάτνη της πληγωμένης πατρίδας απόθεσες
Γυμνό το σώμα των παιδιών σου.
Σωματοφύλακας του σπόρου της γεννιάς
Και χνώτο ζεστό που τύλιξες την καρποφορία του.
Φιλί αναστάσιμο στην παγωνιά της αρπαγής
Της Πασχαλιάς.
Σε χαιρετώ,
Γυναίκα Ελληνίδα,
Πίκρα φοινικοπτέρωτη,
Πληγή γαλακτοτροφούσα ζωής,
Πόνε αναστάσιμε.
Κομμάτι και λαβωματιά
Κάθε ριζούλα αναστημένη με αίμα
Κάθε σου ανάσα Ελλάδα και μια σαϊτιά
Της λευτεριάς που κάρφωσε το στέμμα.
Σώμα γεμάτο με αθάνατες ελιές
Που ενώσανε την Αθηνά με τους Αγίους
Ναοί που υψώνετε το πνεύμα και εκκλησιές
Που ανοίγουν την ψυχή σε θόλους θείους.
Όπου κι αν σκάψεις μες στα σπλάχνα της θα βρεις
Χρόνων χιλιάδων ατελείωτη ιστορία
Κι ειν' η Ελλάδα που ευλαβείσαι σα θωρρείς
Την ιερή της και τρανή, αθάνατη πορεία.
Χιλιάδες έπεσαν για της Ελλάδας την τιμή
Και μεις ν' αντισταθούμε δε μπορούμε
Πουλήσαμε τα ήθη μας, τη γλώσσα , τη ζωή.
Τα όπλα μας γερά πολύ πρέπει να τα κρατούμε.
Ευαγγελία -Αγγελική Πεχλιβανίδου
Ακολουθούν δύο ποιήματα από τη Συλλογή
"Ύμνος στην Κόρη των ματιών"
Χίλιοι Αητοί
Χίλιοι αητοί χαμήλωσαν πάνω στα βλέφαρά μου
Χίλιες μου πλέξαν σκαλωσιές στα ύψη τους ν' ανέβω
Σε χίλια μύρια σύγνεφα κρύψαν τη δυστυχιά μου
Με βάλαν στις φτερούγες τους και χάθηκαν τ' αψήλου .
Κι ήσαν αητοί τα χείλη σου και σκαλωσιές τα μάτια
Κι ήσαν φτερούγες της ζωής τα λόγια σου που πήγαν
Τη φτωχική μου την καρδιά στα ύψη της αγάπης
Και ασημοστολίστηκε με τ' αργυρό φεγγάρι
Και διαμαντοστολίστηκε με τ' ουρανού τ' αστέρια
Και ντύθηκε με τα χρυσά απ' του ηλιού το χάδι
Και δάκρυσε σα σύγνεφο στη ζέστη της λατρείας .
Μουσικάντη μου ψυχή μου
Στης απύθμενης ψυχής μου το γυμνό βιολί
Αγκαλιά με την αγάπη που λυγάει
Ανέγγιχτη, ανέκφραστη, ολόγυμνη κι αυτή
Ροβολάει προς το χαμό που τη μεθάει.
Κι είν' γλυκιά, πόσο γλυκιά, του πόνου η θηλιά
Κι είν' πικρή πολύ της ζήσης η λαχτάρα
Ατέλειωτη η αναμονή σαν την πικρή σταριά
Σαν παθιασμένος μουσικός χωρίς κιθάρα.
Μουσικάντη μου, ψυχή μου, τι πικρό το σήμερα
Δον Κιχώτη της αγάπης κάθε μέρα ανήμερα
Πόνου και μελαγχολίας, πάνε πια τα ήρεμα
Λόγια αγάπης κι ευτυχίας, χάθηκαν στ' αντίρεμα.
Ακολουθούν δύο ποιήματα από τη Συλλογή
"Άνοιξη δώδεκα χρονώ"
Αντηλιά
Στις χούφτες πίναμε το φτωχικό μας ρόφημα
ασημωμένο απ' τ' ασημί το φως του φεγγαριού
και η ψυχή μας ευχαριστούσε το Θεό
για την πληρότητα.
Σαν ξημέρωσε κάποτε η πολυπόθητη μέρα
πίστεψες πως η νύχτα ήταν πολύ μακριά
κι ότι ο ήλιος έριξε το χρυσάφι του
στις χούφτες σου.
Πίστεψες πως η πληρότητα ανήκει
μοναχά στο χρυσόν ήλιο.
Κι εγώ σου λέω:
- Όχι. Aνήκει στις χούφτες μας
Στο χρυσό φεγγαράκι
Στην ψυχή μας.
Aφροδίτες
Γυμνά τ' αγάλματα στο κρύο του χειμώνα
Και προχωρούσε αναμεσό τους η ψυχή μου.
Οι Αφροδίτες ήταν μαρμάρινες και κρύωνα·
Ένας Ερμής χωρίς πρόσωπο με κυνήγησε
Δεν είχε πόδια, μα τι κι αν είχα εγώ;
Κόλλησα στη γης ζωντανεύοντας μιαν Αφροδίτη.
Και η ψυχή μου την είδε κι ήρθε κοντά της
Τρέχοντας αναμεσός στ' αγάλματα ήρθε
Και την εζέστανε πριν μαρμαρώσει στο κρύο του χειμώνα.
Είναι πολύ να 'σαι μια ζωντανή Αφροδίτη
Μες στις πεθαμένες!
Ακολουθεί ένα ποίημα από τη Συλλογή ποιητικών Μονολόγων με τίτλο
"Ο θάνατος ενός θεού"
Πύρινο τόξο
Γυμνόστηθη τσιγγάνα στους δρόμους τριγυρνά
για ντέφι έχει τόξο.
Με σημάδεψε στην καρδιά το τραγούδι της.
Ανήμπορο ανθρωπάκι χορεύω ομπρός της.
Η μουσική που ακούω πούθε να 'ρχεται;
Τα μαύρα μου μαλλιά σαλεύουν
στ' απαλό του τόξου σφύριγμα.
Φοβάμαι τα βέλη που χτυπούν ίσια στην καρδιά .
Πού 'ναι το γαλάζιο χρώμα τ' ουρανού;
Πούν' το λευκό του χαμόγελο;
Ο κόσμος όλος έγινε ένα κόκκινο γέλιο.
Και τα μάτια του· κι αυτά είναι κόκκινα.
Το στόμα του φωτιά.
Με ζαλίζει όλο αυτό το πύρινο χρώμα
σαν αίμα νικημένο.
Δώστε μου μια χαραμάδα ζωής
Χάνομαι μια φλόγα μες στις φλόγες.
Ένα κομμάτι συνηθισμένου ουρανού ζητώ.
Το δόντι του κι αυτό είναι κόκκινο
στον κόκκινο ουρανίσκο.
Περήφανο στο κόκκινο γέλιο.
Κάποιο λιοβασίλεμα μια τσιγγάνα
σημάδεψε την καρδιά μου.
Δεν αντέχω στα έντονα χρώματα
-Πού 'ναι η γυμνόστηθη τσιγγάνα μου;
-Το κόκκινο χαμόγελο.
Δώστε μου ένα ευχαριστώ.
Το αίμα μου μαζεύτηκε όλο στην πληγή·
Κόκκινο·
Δώστε μου ένα κλωνάρι πρασινάδας.
Βαρέθηκα τα κρύα ασφοδέλια της λογικής!
|
Bιογραφικό
Η Ευαγγελία - Αγγελική Πεχλιβανίδου. Ζει στη Θεσσαλονίκη. Έχει τρία παιδιά.
Εργάσθηκε ως καθηγήτρια Μέσης Εκπ/σης και πρόσφατα συνταξιοδοτή θηκε ως
Διευθύντρια επί σειρά ετών.
Στα Σχολεία που υπηρέτησε ασχολήθηκε με πολλά εξω διδακτικά προγράμματα μέσα
από τα οποία βραβεύτηκαν τα σχολεία, μαθητές και η ίδια πολλές φορές με
Αριστεία, Βραβεία, Επαίνους, Τιμητικές διακρίσεις και Μετάλλια από πολλούς
φορείς (ΥΠΕΠΘ, Ο ΦΙΛΩΝ, Πνευματικό πρακτορείο Γιοχάνεσμπουργκ, Δήμοι κ.ά.)
Με πρωτοβουλία της και επιμέλειά της έχουν γίνει πολλές εκδόσεις Εντύπων,
Ημερολογίου, Περιοδικού, Βιβλίου κ.ά. Έχει πάρει δύο φορές ΕΠΑΙΝΟ ΕΥΔΟΚΙΜΗΣ
ΔΙΔΑΣΚΑΛΙΑΣ από το Δήμο Καλαβρύτων. Είχε και έχει έντονη κοι νωνική, και
πολιτιστική δραστηριότητα (χορωδίες, παρουσιάσεις Λογοτεχνών, εκ δηλώσεων,
ιεραποστολή, bazaars, κ.ά.) Επί έξη (6) έτη είχε την επιμέλεια και πα
ρουσίαση εβδομαδιαίας ημίωρης τηλεοπτικής εκπομπής στο κανάλι 4ε της Ι.Μ.Θ.,
με θέματα ποικίλου περιεχομένου (λογοτεχνικά, ιστορικά, κοινωνικά,
θρησκευτικά κ. ά. επίκαιρα), με τίτλο "Λύχνος ποιητικός".
Για το ποιητικό της έργο έχει βραβευτεί πολλές φορές με Αριστεία, Βραβεία,
Επαίνους και Τιμητικές Διακρίσεις σε ποιητικούς διαγωνισμούς (από ΧΑΝΘ, ΠΑΡ
ΝΑΣΣΟΣ, ΓΑΛΑΞΙΑΣ, ΕΝΩΣΗ ΕΥΡΩΠΑΙΩΝ ΛΟΓΟΤΕΧΝΩΝ, Π.Ε.Λ., Πνευματι κό Πρακτορείο
Γιοχάνεσμπουργκ, ΠΕΕΛ (Πανελλήνια Ένωση Ελλήνων Λογοτε χνών), Ε.Λ.Β.Ε.,
Κελαινώ Ξάστερον, (Βραβείο για ανάλυση παροιμίας, Αριστείο σε Παιδική
Ποίηση, Αριστείο σε Σατυρική ποίηση, Βραβεία σε θεματική ποίηση),
"Griechischer Kunst und Literature" Μόναχο Βαυαρίας" "Giovanni Gronchi",
Πίζα Ιταλίας, 2 φορές 1ο Βραβείο), καθώς και από άλλους φορείς μέχρι τώρα.
Γράφει με άνεση σε όλα τα είδη του λόγου. Έχει συμμετοχή σε πολλά έγκυρα λο
γοτεχνικά βιβλία με το έργο της.
Οι ποιητικές συλλογές της:
"Από την ψυχή μου στην Κύπρο", "Άνοιξη δώδεκα χρονώ", "Ύμνος στην
κόρη των ματιών", "Λευκή φωτιά", "Ο θάνατος ενός θεού", "Είναι
γιατί λείπει η αγά πη", "Δάσκαλε εσύ, σοφέ λαέ μου, με ρητά και
παροιμίες δίδαξέ μου", "Προσφυγιά Αρμονίας Κατάλυση". Έχει μεγάλο
έργο ανέκδοτο.
Είναι Πρόεδρος της Ένωσης Λογοτεχνών Βορείου Ελλάδος (Ε.Λ.Β.Ε.) και Μέλος
πολλών Ενώσεων.
|
Στους αγαπημένους αδελφούς ομογενείς
Αφήσατε πίσω το χώμα πού 'ναι ζυμωμένο σφιχτά
με χιλιάδες ακρορίζια να το φυλάνε ζωντανό
και πήρατε με πόνο λίγες ρίζες παρηγοριά και δύναμη
και τις φυτέψατε σ' όλα τα μέρη της γης.
Ζεστάνατε το χώμα που σας ζέστανε
που αγκάλιασε το μέλλον των αγώνων σας.
Πέτρα πέτρα πάγου χτίστηκε
το δικό σας ίγκλου.
Μακριά από τον ήλιο της Ελλάδας σας
που φωτίζει από μακριά τις προσδοκίες σας.
Σχέση άρρηκτη και αθάνατη.
Ένα απύθμενο κι ατέλειωτο πάρε δώσε
ψυχής και ιστορίας
Ελλάδας και Παράδοσης
πόθων και παθών
θυσίας και προσφοράς
πίστης και αίνων
Αγίων και εκκλησίας
και ελπίδες δύσεων και ανατολών
αγώνων και θουρίων
και μαρτύρων και ψαλμουδιών
Πήρατε ένα στάχυ από το καθένα
και σταχυολογήσατε το ανθολόγιο της ψυχής σας
και του μέλλοντος .
Μια θημωνιά αναμνήσεις
στα ανθογυάλια της εστίας σας.
Και μεις εδώ πάντα βάζουμε ένα πιάτο
στο τραπέζι της πατρίδας μας, για σας.
Κι ένα κομμάτι ήλιο, ένα κομμάτι θάλασσα.
Ένα ποτήρι αδερφοσύνη.
Για σας τους μακρινούς συνδαιτημόνες της πατρίδας μας.
Αποσπάσματα από
διάφορα έργα
'Aνοιξη Δώδεκα Χρονώ
Α]. 'Aπλωσες τα χέρια στην ψυχή μου
Και περίμενες
Περίμενες η 'Aνοιξη να 'ρθει
Να πάρεις έρωτα.
Καρτέραγες τα πέταλα ν' ανοίξουνε
Τη γύρη σου ν' αφήκεις.
Άπλωσες τα χέρια στη ζωή μου
Και ικέτευες
Ικέτευες το χελιδόνι που αργεί
Να χτίσεις τη φωλιά σου.
Τα δάχτυλά σου τρέμανε στο άπειρο
Και τα πουλιά αργούσαν.
Β]. Ένα ανθισμένο αμυγδαλιάς κλωνί
Σου χάρισα
Στην άκρια του μπαξέ μου
Και σου 'λεγα η 'Aνοιξη πως έρχονταν
Στα φλογισμένα χείλη.
Τα χέρια σου έτρεμαν στο άγγιγμά της
Τα χέρια χούφτωσαν μ' ορμή
Το φλογερό φιλί
Τα χέρια φίλησαν τα χέρια μου
Τα χέρια αγγίξαν τις ψυχές τους.
Τα δάχτυλά μας έπλεξαν
Το φράχτη του μπαξέ μας.
Γ]. Είμαι αόρατη και άφωνη σαν Ινδιάνα
Είμαι η 'Aνοιξη των Δώδεκα Χρονών.
Γλίστρησα μες απ' τα χέρια σου
Τα άγουρα
Και πέταξα στον Όλυμπο
Τον κορφοχιονισμένο.
Τα χέρια σου αντίκρισα
Που ικέτευαν, που τρέμαν.
Κομμένα ήσαν τα δάχτυλα
Δέκα κηλίδες αίμα.
Το ματωμένο μου φιλί ξεχείλιζαν.
Στις χούφτες σου μαράθηκεν η μυγδαλιά μου .
Δ]. 'Aπλωσα τα χέρια στα δικά σου
Μα δεν τά 'φτανα.
Η καρδιά μου σ' αγάπησε στο χωρισμό
Η καρδιά σε ζητούσε.
Οι χούφτες μου ήτανε αδειανές
Και χιονισμένος ο μπαξές μου .
Τρελή αμυγδαλιά! 'Aνοιξη Δώδεκα Χρονώ!
Μου πήρες την καρδιά, αγαπημένε,
Γιομάτη μ' αίμα.
Στις χούφτες σου ήπιε από το αίμα μου.
Όρκος, σπονδή μας ένωσε
Ήσουν μακριά! Τρέμαν τα χέρια απλωμένα
Και δεν πιάνονταν.
Ε]. Ήταν η 'Aνοιξη μακριά
Εκεί ψηλά που ήμουν.
Τα πρόωρα τα άνθια μου
Απ' το χιονιά μαδήσαν
Μονάχα στον ξεροβοριά
Που δέρνει τη ζωή.
Μικρή χαρά! Ήσουν νεκρή
Αμυγδαλιά τρελή!
Κρυφά τα δάκρυα μου έριξα
Στους άγουρούς μου πόθους
Και οι θεοί του Όλυμπου
Γλυκά χαμογελάσαν
Κι απ' την κορφή τη χιονερή
Με βάλαν' στης ψυχής σου.
ΣΤ].Έπιασα τα χέρια σου που τρέμαν
Και τα δρόσισα.
Αγκάλιασα την άδολη αγάπη
Αγκάλιασες την 'Aνοιξη
Αγκάλιασα τον ήλιο
Ζεσταθήκαμε.
Ξερίζωσα την αγκαλιά μου
Και στη χάρισα
Και μούδωκες όλο τον κόσμο.
Έστειλες ένα περιστέρι
Να μου φέρει την αγάπη
Και οι θεοί βάψαν με χρώματα
Τον ουρανό
Και τις καρδιές μας μ' αίμα.
Ζ]. Μου πήρες τα χέρια
Μου τ' ακούμπησες στο ζεστό φεγγάρι
Απίθωσες τη ζωή μου στις χούφτες σου
Φώλιασες την ψυχή μου μες στα μάτια σου
Και οι καρδιές αγκαλιαστήκανε σφιχτά.
Μας γέλασε το Καλοκαίρι που έρχονταν
Μας φίλεψε η χλόη τη στρωσιά της
Μας πότισε η 'Aνοιξη με αίμα
Η μυγδαλιά μας έδωσε κουράγιο.
Σ' ένα μικρό θεό
Όλους μου χάρισες, αγαπημένε,
Τους θεούς σου.
Η]. Μικρέ μου, αγαπημένε,
Σαν ξύπνησες με φίλησες
Κάτου απ' τη μυγδαλιά
Εκεί που η 'Aνοιξη γεννήθηκε
Εκεί μας γέννησε η 'Aνοιξη αντάμα.
Δύναμη πόχει η 'Aνοιξη των Δώδεκα Χρονώ!
Ο κόσμος όλος κρέμονταν στα πόδια μας
Κι οι εποχές του.
Φλόγες πετάχτηκαν στον Όλυμπο
Και λιώσανε τα χιόνια.
Και οι θεοί γονάτισαν
Ευλαβικά στον Έρωτα.
( Βραβείο ΧΑΝΘ 1970
Από την ομώνυμη συλλογή)
Ύμνος στην Κόρη των Ματιών
Α] . Έριξες τα πλούσια μαλλιά σου
Πάνω στο βουβό μου σώμα
Φοβήθηκες το άχρωμο
Φοβήθηκες της νύχτας τις φωτοβολιές.
Αγαπούσες και μισούσες τη νύχτα
Λάτρευες τα μάτια μου
Και μισούσες το φως τους.
Μίσησες τον τρύγο που μου χάρισε
Γλυκό κρασί, άσπρο κρασί
Κρασί που δεν αφήνει λεκέδες
Κατάστηθα στα λευκά σεντόνια .
-Κ ο ρ φ ο λ ό γ η σ ε τ η ν κ α ρ δ ι ά μ ο υ .
Β]. Ήθελα να πιω. Να δω.
Να χορτάσουν τα μάτια μου χρώμα
Θέλεις να στοχαστώ τα φτωχά κλήματα
Που μαδούν τις κόκκινες ρόγες τους
Τ' αγριοπούλια.
Προτιμάς τα λευκά σεντόνια
Απ' τα στραγγισμένα άλικα χρώματα του νου ,
Τα ματωμένα μάτια.
Προτιμάς το ήμερο φεγγάρι
Απ' την κόκκινη απόχρωση του ήλιου
Απ' το προδοτικό του σφιχταγκάλιασμα
Άλλοτε δυνατό τόσο που σε πονά
Κι άλλοτε αδύναμο τόσο που σε παγώνει .
Θες το απαλοχάιδεμα της πίστης
Κι όχι το κόκκινο πιστοποιητικό
Της πρωτέναρξης .
-Κ ο ρ φ ο λ ό γ η σ ε τ η ν ψ υ χ ή μ ο υ .
Γ]. Προηγείσαι μια γενιά
Κι ας είν' μόλις μια νύχτα
Τίναξες στον αέρα την κληρονομιά της Άνοιξης
Κι εγώ κοιτώντας τα μάτια σου ρωτιέμαι:
-Τι να προτιμήσω άραγε :
Την Άνοιξη της Φύσης
Ή την Άνοιξη της Ψυχής;
-Κ ο ρ φ ο λ ό γ η σ ε τ α ό ν ε ι ρ ά μ ο υ !
Δ]. Η αναίμακτη σιωπή σου
Μου γεννά την επιθυμία
Να χιμήξω πάνω σου
Σα δήμιος και σα φυλακισμένος
Σαν καπετάνιος και σα ναυαγός
Σαν όλεθρος και σα γένεση.
Να κάνω σκόνη το μεγαλείο της υπεροχής
Μέσα στην έλλειψη.
Να συντρίψω το θείο που με μαγνητίζει.
Κι όμως τα πλεμόνια μου
Είναι γεμάτα τελειότητα
Και οι παλμοί της καρδιάς μου
Ρυθμικά αγκαλιασμένοι
Με των ματιών σου την αγνότη.
-Κ ο ρ φ ο λ ό γ η σ ε τ ο π ν ε ύ μ α μ ο υ .
Ε]. Άχρωμε διαβάτη της αγνότης
Χαμένος κόπος να γυμνώσεις
Το άλικο σώμα σου.
Τα μάτια σου ξεγύμνωσαν την Ψυχή.
Τα κόκαλά μου έτριξαν.
-Αντίδραση στη σιωπή σου να ΄ταν; Μούχλα;
-Ακινησία που δε συμμορφώνεται
Με το μεδούλι μου.
-Κ ο ρ φ ο λ ό γ η σ ε τ ι ς Κ ό ρ ε ς
τ ω ν Μ α τ ι ώ ν μ ο υ .
ΣΤ]. Μάζεψε τα ξέπλεκα μαλλιά σου
Προτιμώ τις σφιχτές κοτσίδες στη ζωή μου.
Ακούω το άτακτο τραγούδι του ποταμού
Καθώς αγκαλιάζει
Τη στενή του συνεργάτιδα Γη.
Η Γη δεν είχε ποτέ παρθενία.
Είμαι ένας περιπατητής της αθανασίας
Με τρισδιάστατα
Λευκά , κόκκινα και μοβ χρώματα.
Είμαστε συνεργάτες της Γέννησης .
-Κ ο ρ φ ο λ ό γ η σ ε τ η ν Α θ α ν α σ ί α μ α ς .
Ζ]. Θα φτιάσω πύργους , καλύβες ,
Μπανγκαλόου και πολυκατοικίες.
Θα κατασκευάσω τη γης απ' την αρχή
Με την ψυχή της δούλα κι αφέντρα της.
Θα τ' αφιερώσω όλα
Σε απειράριθμες δυάδες ψυχών
Και θα χορτάσω λευκό ψωμί
Απ' έναν ξέφλουδο κόκκο σταριού.
Κι ως σταθείς μπρος στο ξομολογητήριο
Ολόλευκη μες στην κόκκινη χλαμύδα
Της ντροπής
Με διάπλατα μάτια, ανέγγιχτα,
Θ' αναρωτηθούν οι αγγέλοι:
-Πού βρίσκεται τάχα ο Θεός
Στα βύθια των ματιών ή στο χρώμα;
-Κ ο ρ φ ο λ ό γ η σ ε ς τη ζ ω ή μ ο υ .
Η]. Κείτομαι λευκός
Μες στη λευκότητα του Έρωτα
Των Ψυχών.
Παρακολούθησα το Μυστήριο της Βάπτισης.
Γονατιστός έψαλα τη Λειτουργία.
Ανάστησα το θαύμα της Ανάστασης.
Και τώρα ζωντανεμένος
Από το χάραμα της Αγάπης
Κείτομαι ολόλευκος, εξαγνισμένος
Από τη Θεία Μετάληψη της Ψυχής.
-Κ ο ρ φ ο λ ό γ η σ ε ς τ η ς Ά ν ο ι ξ η ς
τ ο Κ α λ ο κ α ί ρ ι .
(Βραβείο < ΓΑΛΑΞΙΑ> 1976
Από την ομώνυμη συλλογή)
Από 100 σελίδες "Προσγυγιά - αρμονίας κατάλυση"
Ρίψασπις
Δε θα σκεφθούν ότι η αρμένισσα χαρά
Μ' αποχαιρέτησε
Αφήνοντάς με στο κατώφλι των γηρατειών
Να κοιτώ αποσβολωμένα τα σκαλοπάτια
Να ανεβοκατεβαίνουν
Φορτωμένα εμπειρίες.
Δε θα φαντασθούν ότι τα γκρίζα μου μαλλιά
Είναι βαμμένα καστανί
Καθώς ο χρόνος παίζοντας scrabble (σκραμπλ)
Με την ψυχή μου
Χαρακώνει στο πρόσωπό μου
Το στερητικό άλφα
Απελπισία, απόρριψη, άρνηση, ...
Και νικάει
Πάντα ο χρόνος είναι ο νικητής
Στο σκραμπλ της ζωής.
Θα το νιώσουν κατάσαρκα στο μυαλό
Κατάστηθα στην ψυχή
Όταν δούνε το βλέμμα μου να πλανάται
Ακυβέρνητο σ' αλίμανες ερημιές μονόχρωμες
Λευκές ή κόκκινες ή μαύρες
Δεν έχει πλέον σημασία
Τότε θα νιώσουν ότι είμαι νικημένος ρίψασπις
Του αγώνα της ζωής...
Σε λατρεύω μοναξιά
Όταν πέφτει ο ήλιος στην ψυχή μου
Και σκοτεινιάζει η χαρά,
Μ' αρέσει που 'μαι μόνη
Και σ' αγαπώ.
Όταν έξω οι χαρές αντηχούν
Στην αδειανή καρδιά μου
Μ' αρέσει που κλείνεις το πόμολο,
Τραβάς τις κουρτίνες,
Αφήνοντάς τες έξω αχαλίνωτες.
Σ' αγαπώ που κρατάς
Τα χαλινάρια μου,
Καβαλάρισσα της ζωής μου.
Μαζί μου όταν βουτώ
Στα βυθά της θάλασσας
Ακολουθώντας
Τους πολύτιμους ήχους
Της σιωπής.
Σε λατρεύω μοναξιά
Όταν ανοίγω το τετράδιο,
Παίρνεις την πένα μου
Και αποθανατίζεις την καρδιά μου.
Ξαναήρθαν
(για όλους όσους λυμαίνονται την αλήθεια και το δίκιο)
Πάλι ήρθαν οι σκορπιοί στη ζωή μου!
Βγήκαν απ� τις ανήλιαγες σπηλιές τους
και σκαρφάλωσαν στα καλοτάξιδα όνειρά μου.
Σκορπιοί δειλοί
που δεν έχουν το θάρρος ν� αυτοκτονήσουν.
Που φώλιαζαν πάντα
στις γλυκειές στιγμές των άλλων,
στη δημιουργική τους πορεία,
στα ανέμελα αρμενίσματά τους
και σκόρπιζαν φόβο.
Πάλι ήρθαν οι σκορπιοί
στις ζεστές μου παντόφλες,
στο λευκό μου κεφαλάρι,
στο κελάρι των απλών θησαυρών μου!
Θαρραλέοι μόνο για να σκορπούν το θάνατο.
Και γω το μόνο που μπορώ να κάνω
για προστασία
είναι να περπατάω ξυπόλητη.
Να κοιμάμαι με τα φώτα αναμμένα
χωρίς προσκεφάλι.
Ν� αδειάζω τα κελάρια απ� την τροφή μου.
Kαι νηστικός μες στο κρύο,
ξυπόλητος με παγωμένα πόδια
και άδειες προμήθειες ζωής,
πρέπει να μονομαχήσω μαζί τους.
Να μη τους δώσω τροφή την ψυχή μου!
Πάλι ήρθαν οι σκορπιοί
να βεβηλώσουν τις Τράπεζες της ζωής μου
Ίσως νηστικοί και διψασμένοι
να βρουν το θάρρος ν� αυτοκτονήσουν.
Εγώ πάντως γύρω γύρω
θ� ανάψω τις φωτιές του Αη Γιαννιού.
Για να μη βρουν
Διέξοδο φυγής.!
11 -05- 2010
Χαμένος στόχος ( lost target )
Χαμένος στόχος
Χορεύουμε στα μπαρς και στα καφέϊς
Πληρώνουμε με τσεκς και με ψυχή
Ο στόχος έχει σβήσει απ� τη ζωή
Άστολοι βέτερανς ολ μπλακ εντ γκρέις.
Τρέχουμε πίσω από το φάντασμα του Κροίσου
Τα γκραν γκινιόλς έγιναν βιπς και σταρς
Τα ντραγκς, οι ντίσκος και τα κρέιζι καρς
Κάτοικοι άχρωμοι χαμένου Παραδείσου.
Πήραν μια τσάντα και γινήκαν όλοι ντόκτορες
Στα χάϊ είναι οι δικτάτορες και σπόνσορες.
Χάσαμε στο λογαριασμό τα συν και πλην.
Σκοπός μοναδικός να �μαστε ιν.
Μεθύσανε στον Όλυμπο οι θεοί.
Οι στόχοι μας εβγήκαν στο σφυρί.
Ανεμελιά και «ωχ αδελφέ» μας κυβερνά στο φουλ.
Οι άγγελοι πετάξαν τα φτερά κι έγιναν κουλ.
(Το ποίημα πήρε Αριστείο σε διαγωνισμό σατυρικού ποιήματος από
Κελαινώ-Ξάστερον)
ΕΝΩΣΗ, ΛΟΓΟΤΕΧΝΩΝ, ΒΟΡΕΙΟΥ ΕΛΛΑΔΟΣ,
|