Στα εβδομηκοστά μου γενέθλια,
εκπληρώνοντας ένα παλιό μου όνειρο, μου έκανε δώρο η γυναίκα μου ένα ταξίδι
στη Μόσχα και Αγία Πετρούπολη, από τις 13 έως 20 Αυγούστου 2009, δηλώνοντας
τη συμμετοχή μας από τις αρχές Απριλίου στο τουριστικό γραφείο "Thraki
-Tours".
Επειδή έπρεπε να πάμε με λεωφορείο
στην Κωνσταντινούπολη και από εκεί να συνεχίσουμε αεροπορικώς με την
αεροφλότ για Μόσχα, σηκωθήκαμε από τα χαράματα. Το γκρουπ των 40 ατόμων ήταν
στην ώρα του. Δίχως προβλήματα στα σύνορα φθάσαμε στο αεροδρόμιο της Πόλης
και επιβιβαστήκαμε σε ένα ολοκαίνουργιο, πολυτελές αεροπλάνο της ρωσικής
εταιρίας. Για την εσωτερική πτήση Μόσχα - Αγία Πετρούπολη αλλάξαμε αεροπλάνο
και αεροδρόμιο. Αυτή τη φορά το αεροπλάνο ήταν λίγο πιο παλιάς τεχνολογίας,
πλην όμως στην ώρα του και εξ' ίσου ασφαλές.
Κουρασμένοι από το ολοήμερο ταξίδι,
το πρώτο βράδυ εκτός από την ταχτοποίηση μας στα δωμάτια στο ξενοδοχείο PARK
ΙΝΝ (αλλιώς PULKOVSKAYA) και το δείπνο, μόνο ιδιωτικές πρωτοβουλίες ανέλαβαν
μερικά νεαρά ζευγάρια που είχαν ακόμα δυνάμεις και όρεξη για νυχτερινή
δράση.
Το κυρίως πρόγραμμά μας άρχιζε από
το επόμενο πρωί. Με την καλά προετοιμασμένη ξενάγηση του ξεναγού μας
Σέργιου, με τα άπταιστά του ελληνικά, διασχίσαμε την κεντρική Λεωφόρο Μόσχας
και μπήκαμε στην λεωφόρο Νέφσκι, ενθουσιασμένοι από τα αναρίθμητα παλάτια,
τις πανέμορφες εκκλησίες και τ' άλλα πέτρινα κτίρια της πόλης, σχηματίζοντας
την εντύπωση ότι βρίσκεσαι πραγματικά σε ένα τεράστιο υπαίθριο μουσείο, κι
επιτρέποντας στην ψηφιακή φωτογραφική μηχανή σου, να ρουφά αχόρταγα όσο
περισσότερες εικόνες προλάβαινε και μπορούσε.
"Η Βενετία του Βορρά", ή το
"Παράθυρο προς την Ευρώπη", όπως ονομάζεται αλλιώς η τσαρική πρωτεύουσα,
γρήγορα σε επιτρέπει να δικαιώσεις τη φήμη της, περνώντας πάνω από αμέτρητα
κανάλια και 500 καλλιτεχνικές γέφυρες που χωρίζουν και ενώνουν τα τόσα
νησιά, πάνω στα οποία άρχισε να χτίζεται η πόλη από το 1703 μ.Χ. Ποιο
μνημείο, ποιο κτίριο, ποια εκκλησία να διαλέξει κανείς για ένα οδοιπορικό;
Καλλίτερα κανένα, παρά μόνο να υπογραμμίσει το γεγονός, ότι μόνο όταν τα
ζήσει κανείς από κοντά, θα νιώσει το αληθινό μεγαλείο αυτού του υπερμεγέθους
θησαυροφυλακίου. Θα αρκεστώ αποκλειστικά στην τυχαία αναρίθμησή μερικών: Η
πλατεία των Τεχνών με το άγαλμα του Μεγάλου Πέτρου, το κτίριο του Ναυαρχείου
με την χρυσοκαλυμμένη κορυφή του πύργου, το τεράστιο κτίριο των 12
Υπουργείων, οι δύο φάροι στην είσοδο του ποταμού Νέβα, το νησί Ζάγιατσι
απέναντι, με το λεπτοκαμωμένο χρυσοεπενδυμένο ναό των Αγίων Πέτρου και
Παύλου, τα χειμερινά παλάτια των τσάρων, το πασίγνωστο μουσείο Eρμιτάζ, ο
υπερβλητικός ναός Καζάν με την πανέμορφή ημικυκλική κιονοστοιχία του, η
σκέτη ζωγραφιά εκκλησία της Αναστάσεως ή του Ρέοντος αίματος και ο
καθεδρικός ναός του Αγίου Ισαάκ, ένα από τα τρία μεγαλύτερα τρουλωτά
οικοδομήματα του κόσμου. Ο μεγαλοπρεπής ναός, έργο του αρχιτέκτονα
Μονφερράν, με διώροφη κιονοστοιχία, από μονοκόμματους γρανιτένιους κίονες,
αποτελεί, ιδιαίτερα στο εσωτερικό του, ένα ξεχωριστό κόσμημα. Επίχρυσα
αγάλματα και μωσαϊκά, εικόνες τέμπλου δυτικής τέχνης σε πέντε ορόφους, που
παρακολουθούν κάθε κίνησή σου, πανύψηλος τρούλος που με το ασημένιο Άγιο
πνεύμα εν είδη περιστεράς στη μέση και παρ' όλη την απόσταση από τον
επισκέπτη και τον πιστό, φέρνει το Θεό πολύ πιο κοντά σ' αυτόν. Μέρες πολλές
θα μπορούσε να περάσει κανείς μέσα στο ιερό αυτόν χώρο και να απολαύσει τις
τόσες αποχρώσεις μαρμάρων, τον άφθονο μαλαχίτη και τον γλυκόχρωμο πορφυρίτη,
εκθαμβωμένος στην κυριολεξία από τον πλούτο του χρυσού. Το ίδιο ισχύει και
για κάθε άλλο αξιοθέατο μνημείο της πόλης. Στην Αγία Πετρούπολη πρέπει να
ζήσει κανείς τουλάχιστον ένα χρόνο, για να ισχυριστεί ότι την γνώρισε κάπως
καλά. Στην ομώνυμη πλατεία Ισαάκ, με βλέμμα προς το ναό καμαρώνει πάνω στο
άλογό του ο τσάρος Νικόλαος Α΄, ενώ πίσω του εκτείνεται το πρασινόχρωμο
παλάτι Μαριίνσκι, γαμήλιο δώρο του αυτοκράτορα στην αγαπημένη του κόρη
Μαρία, η οποία όμως αρνήθηκε να κατοικήσει εκεί, γιατί δεν μπορούσε να
βλέπει τα καπούλια του αλόγου. Δεν της χάλασε χατίρι ο Νικόλαος Α' και της
έχτισε ένα άλλο (θα μπορούσε κάλλιστα -πιο οικονομικά- να στρέψει το άλογο
προς την άλλη κατεύθυνση).
Η επόμενη μέρα διατέθηκε ολόκληρη
για το μουσείο Ερμιτάζ, το ανάκτορο Ζίμι, έργο του Φ.-Μπ. Ραστρέλλι, για να
γνωρίσουμε με ταχυσκοπικό τρόπο μερικά από τα 2,7 εκατομμύρια εκθέματά του.
Και όλη του τη ζωή να διέθετε ένας κοινός θνητός, με ένα μονάχα λεπτό
μπροστά σε κάθε αντικείμενο, δε θα κατάφερνε να τα απολαύσει όλα. Από πού να
αρχίσει κανείς και πού να τελειώσει! Η χρυσοκέντητη Ιορδανική σκάλα, η
αίθουσα του θρόνου, το σαλόνι του μαλαχίτη, η αίθουσα περίπτερο με το χρυσό
ρολόι σε σχήμα παγωνιού; Πώς να προλάβει κανείς ανάμεσα σε 30.000 επισκέπτες
την ημέρα να δει -για να τα απολαύσει σχεδόν αδύνατον- τα περίφημα έργα των
διάσημων ζωγράφων, του Λεονάρντο ντα Βίντσι, του Ρέμπραντ, Ρούμπενς, Μανέ,
Μονέ, Πικασσό, Ντεγκά, Γκογκέν, Ματίς, Ελ Γκρέκο, Φαν Γκόγκ, και άλλων
πολλών, όταν μπροστά σε κάθε δημιούργημα τους σπρώχνεσαι ανελέητα, κι ας
έχεις την εντύπωση ότι σπρώχνεις ή αντιστέκεσαι και εσύ, και πανικοβάλλεσαι
παράλληλα μη χάσεις το γκρουπ σου που αναγκάστηκε να προχωρήσει παρακάτω.
Μια μόνο παρηγοριά καταγράφεται στο συνειδητό σου: "θα τα ξαναδώ κάποτε με
την ησυχία μου", μα πότε, πότε; Καλπάζουν δυστυχώς τα γηρατειά. "Κατερίνη Β'
που με το πάθος σου για χλιδή και συλλογές, στέρησες τότε το λαό σου από τα
απαραίτητα αγαθά της ζωής, σήμερα όμως προσφέρεις με τα δημιουργήματά σου
ψωμί σε εκατομμύρια Ρώσους και πάλι!" μου ταλάνιζε η σκέψη το νου καθ' όλη
τη διάρκεια της επίσκεψης μου στο κρατικό μουσείο. "Ευτυχώς που οι
Μπολσεβίκοι σεβάστηκαν, αν όχι όλα, αρκετά από τα μνημεία των μισητών τους
τσάρων" γεννήθηκε η άλλη μου σκέψη στη συνέχεια. Με την ελπίδα ότι με τις
φωτογραφίες που έβγαλες βιαστικά, με το βιβλίο και το βίντεο που αγόρασες,
θα ξαναπεράσεις μπροστά από το φακό της συνείδησής σου τα κυριότερα
αντικείμενα της επίσκεψης σου στο μουσείο, παρηγορείσαι και το
εγκαταλείπεις.
Το ίδιο απόγευμα μπαίνει το γκρουπ
σε ένα κατά το ήμισυ σκεπασμένο καράβι και περιηγείται στα στενά κανάλια,
κάτω από πανέμορφες καλλιτεχνικές γέφυρες, επικίνδυνα χαμηλές, που ο
κίνδυνος να χάσει κανείς το κεφάλι του, ελλόχευε στην κυριολεξία παντού.
Μετά το δείπνο παρακολούθησε το μεγαλύτερο μέρος της ομάδας μας την
φολκλορική παράσταση στο ανάκτορο Νικολάεφσκι.
Δεν έφταναν αυτά τα παλάτια για
τους τσάρους, έχτισαν λόγω υγρασίας και θερινές κατοικίες. Μία απ' αυτές
είναι το Πέτερχοφ, που εξωτερικά και εσωτερικά, περισσότερο παραμυθένιο παρά
πραγματικό θυμίζει. Σιντριβάνια, κανάλια, αγάλματα, χρυσά και μη, στο ειδικά
επιλεγμένο και ανασκευασμένο χώρο, χαρίζουν στον επισκέπτη την εντύπωση ότι
ζει ένα φανταστικό όνειρο που δε θέλει εξήγηση. Απλά εύχεται κρυφά να μην
ξυπνήσει και χάσει τη συνέχεια. Εντύπωση προκάλεσαν στην επίσκεψή μας σε μια
εκκλησία στο αρχιτεκτονικό στιλ της Αναστάσεως αυτή τη φορά, κοντά στο
τέμπλο, τους τάφους και τις αγιογραφίες, η λιτή βάπτιση ενός παιδιού σε μια
γωνία. Οι απλοντυμένες οικογένειες των γονέων και της νουνάς και ο ιερέας,
αυτοί ήσαν όλο κι όλο οι παρευρισκόμενοι. Ένα κεράκι, κολυμπήθρα δεν είδα,
κανένας ιδιαίτερος στολισμός, τίποτε. Η κατάνυξη όμως ήταν θαυμάσια. Η
τετράφωνη χορωδία στη συνέχεια, δίχως μεγάφωνα και παρόμοια, ακούγονταν σαν
πραγματική ουράνια ψαλμωδία, σαν να έψελναν γλυκόφωνα δεκάδες αγγελούδια.
Κι όταν λίγο αργότερα επισκεφτεί
κανείς το παλάτι Αικατερίνινσκι (της Αικατερίνης Β΄) στο Τσάρκογιε Σελό και
εισέλθει στην κεχριμπαρένια αίθουσα, παρά το γεγονός ότι το κεχριμπάρι δεν
είναι το αρχικό γνήσιο, μένει έκθαμβος από τη χλιδή, σε τρόπο που ο τόσος
χρυσός που έχεις μέχρι τότε αντικρύσει, σιγά σιγά να ωχριά.
Δεν είναι όμως μόνο η αρχιτεκτονική
και ο χρυσός που καλαισθητικά σου χαϊδεύει το μάτι, είναι και τα σημερινά
επιτεύγματα του ρωσικού λαού που προδίδουν παντού πολιτισμό. Τετραώροφα μόνο
πέτρινα κτίρια, πουθενά σκουπιδάκι στους δρόμους, αυστηρή τήρηση του κώδικα
κυκλοφορίας, λογής λογής λουλούδια, σε πάρκα και νησίδες, φυτεμένα σε
διάφορα σχήματα και συνδυασμούς, σου ευφραίνουν την ψυχή και άθελα μετά σε
φέρνουν πίσω στις άχαρες τσιμεντουπόλεις της πατρίδας σου και τον χαώδη
τρόπο κυκλοφορίας.
Το πρωινό της τέταρτης μέρας, πριν
από την πτήση επιστροφής στη Μόσχα, αφιερώθηκε στην επίσκεψη του Ηρώου της
αντίστασης κατά των Γερμανών, απέναντι από το ξενοδοχείο μας. Μεγάλη
εντύπωση άφησε σε όλους μας το γεγονός, ότι επί 900 μέρες πολιορκίας,
στρατός και πολίτες της πόλης, με 120 γραμμάρια ψωμί ημερησίως ο καθένας,
κατόρθωσαν να αντιτάξουν σθεναρή αντίσταση στην υπερδύναμη της Βέρμαχτ, που
μοίρασε ήδη τις προσκλήσεις για τη μεγάλη γιορτή για την κατάληψη της πόλης.
Ακόμα και το κτίριο της γιορτής είχαν ορίσει η Γερμανοί.
Ύστερα από μια περίπου ώρα πτήσης,
φθάσαμε κατά το μεσημέρι της ίδιας ημέρας στη Μόσχα. Εκμεταλλευτήκαμε τον
χρόνο και τον καλό καιρό για μια επίσκεψη στην κόκκινη πλατεία του
Κρεμλίνου. Στην αρχή σταματήσαμε κοντά στο άγαλμα του στρατηλάτη Ζούκοβ,
μπροστά στο ιστορικό μουσείο της πόλης, και αφήνοντας στα αριστερά την
εκκλησία των Αγ. Κων/νου και Ελένης, περάσαμε μετά από την Πύλη της
Αναστάσεως (Βροσκρεσέσκιε, λέξη που μου έφερε αυτομάτως στο νου την
πασχαλινή ευχή του παππού μου: Χριστός βοσκρέσι…), για να αντικρίσουμε το
περίφημο Μαυσωλείο του Λένιν και την πανέμορφη εκκλησία του Αγίου Βασιλείου
του Σαλού (οποία αντίθεση συστημάτων αλήθεια!), προσπαθώντας να συγκρατηθώ
για να μη τραγουδήσω φωναχτά την επιτυχία του Γάλλου συνθέτη Gilbert Bekaud:
Natalie "La place rouge etait vide…", γνωστό από τα φοιτητικά μου χρόνια.
Αφού θαυμάσαμε και φωτογραφίσαμε στη συνέχεια τα γύρω κτίρια, τις διάφορες
ιστορικές πλατείες, το θέατρο Μπολσόι, την σκεπαστή αγορά, τους πύργους και
τα κτίρια του Κρεμλίνου εξωτερικά, περάσαμε πάνω από τον ποταμό Μόσκβα, για
να απολαύσουμε το πανοραμικό θέαμα της πόλης από το Λόφο των Σπουργιτιών,
όπου υψώνεται το κομψό κτίριο του πανεπιστημίου Λεμονόσωφ.
Δεν προλάβαμε το ίδιο απόγευμα να
επισκεφτούμε τον μητροπολιτικό ναό του Σωτήρος και αντί αυτού επισκεφτήκαμε
το περίφημο μοναστήρι Νοβοντεβίτζι, με τα απόρθητα, όπως φαίνονταν, τείχη
του, και τις πανέμορφες εκκλησίες στο εσωτερικό, θυμίζοντας λίγο το
μοναστήρι του Αγ. Παντελεήμονος στο Άγιον Όρος. Ο περιβάλλον χώρος του
Μοναστηριού είναι ένας μοναδικός μαγευτικός κήπος, με εξωτικά λουλούδια και
διάφορα δέντρα, στις όχθες της μικρής γαλήνιας λίμνης.
Το ξενοδοχείο μας COSMOS ήταν μια
έκπληξη: 25 όροφοι, τεράστιο, μοντέρνο, μια ολόκληρη πόλη, δώρο του
στρατηγού Ντε Γκολ, το άγαλμα του οποίου υψώνονταν θεόρατα μπροστά στην
κεντρική είσοδο, θυμίζοντας τις συνηθισμένες του φράσεις και εδώ: "Vive la
republique francaise.." και "la grande nation..". Στο δείπνο συναντήσαμε κι
άλλα γρουπ από την Κύπρο, την Ελλάδα, Βραζιλία, Ισπανία κ.λ.π.
Αλησμόνητη εντύπωση άφησε σε όλους
η επίσκεψή την επόμενη μέρα στο μουσείο Μποροντινό, όπου τρισδιάστατα αρχικά
και με έναν τεράστιο πανοραμικό κυκλικό πίνακα στη συνέχεια, δίχως πουθενά
να φαίνεται η ραφή, έφερναν τον επισκέπτη μπροστά στην αληθινή μάχη του
Ναπολέοντα με τον Ρώσο στρατηγό Κουτούζωφ, το έτος 1812, όπου αναγκάστηκε ο
αήττητος ως τότε Μεγάλος Βοναπάρτης, να πάρει το δρόμο της επιστροφής.
Περνώντας δίπλα από τους αμέτρητους, κόκκινα τη νύχτα φωταγωγημένους
πίδακες, για να θυμίζουν το αίμα των πεσσόντων στους πολέμους, βρήκαμε τούτη
τη φορά την είσοδο της Μητρόπολης ανοιχτή. Δέος και κατάνυξη καταλαμβάνουν
τον επισκέπτη και στην μοντέρνα σχετικά εκκλησία αυτή του Σωτήρος, όπου
τελευταία τελέστηκε η ενθρόνιση του Πατριάρχη Ρωσίας Κυρίλλου.
Η επίσκεψη στο καθ' αυτού Κρεμλίνο
απαιτεί τουλάχιστον μια μέρα. Ανηφορίζοντας μετά την πύλη εισόδου (Πύργος
της Τριάδας), αντικρίζει κανείς το υπέροχο παλάτι του Κρεμλίνου, ενώ στα
αριστερά σου εκτείνονται τα υπερμεγέθη κτίρια του πολέμου και της Γερουσίας,
απέναντι από το ογκώδες κανόνι του τσάρου. Κατόπιν έχει σειρά η πλατεία των
εκκλησιών. Λαμποκοπούν στην κυριολεξία τα χρυσοσκέπαστα καμπαναριά σε σχήμα
κρεμμυδιού, κι αντανακλούν το φως του μεσημεριάτικου ήλιου κι ας ετοιμάζεται
αυτός να κρυφτεί στα μαύρα σύννεφα που πλησιάζουν. Δεκάδες είναι οι ήλιοι
πάνω στις στέγες που τον αντικαθιστούν. Είδα κι αλλού πολύ χρυσό μαζεμένο,
στο εσωτερικό των ναών στο Ούρο Πρέτο της Βραζιλίας π.χ., αλλά ο χρυσός εδώ
της Μόσχας δεν συγκρίνεται. Οι κομψότατες πέτρινες εκκλησίες, η μία δίπλα
στην άλλη και η επόμενη, ωραιότερη από την προηγούμενη, δημιουργούν την
εντύπωση ότι βρίσκεται κανείς στο μεγαλύτερο και ιερότερο μοναστήρι του
κόσμου. Παράξενο που στο χώρο αυτό του Κρεμλίνου κυβερνούσε ο Κομμουνισμός,
που αποκαλούσε τη θρησκεία: "όπιο του λαού". Το εσωτερικό των ναών δεν
περιγράφεται. Χρυσός, χρυσός και πάλι χρυσός. Χρυσός παντού, στους τοίχους,
στις κολώνες, στο πενταόροφο τέμπλο, στους πολυέλαιους, στις από τη δυτική
τέχνη επηρεασμένες, πιο γλυκοπρόσωπες εικόνες. Ο ξεναγός μας Βασίλης, δε
σταματά να μας εξηγεί τα πάντα και το κάθε τι, αλλά που να προλάβεις να τα
συγκρατήσεις όλα. Ακόμα και με την απαραίτητη βοήθεια του τουριστικού
βιβλίου μετέπειτα, δυσκολεύεσαι να βρεις την άκρη.
Αρχίζουμε από τον ναό των Δώδεκα
Αποστόλων, συνεχίζουμε στον ναό της Κοιμήσεως της Θεοτόκου, ξεναγούμαστε στο
ναό του Ευαγγελισμού της Θεοτόκου, στον Καθεδρικό ναό, στον Ναό του
Αρχαγγέλου Μιχαήλ και στο Ναό των ψηλών καμπαναριών του Ιβάν του Τρομερού,
με τη ραγισμένη τεράστια καμπάνα (τη μεγαλύτερη του κόσμου) στην πίσω πλευρά
του, για να συνεχίσουμε κατόπιν στο Μεγάλο Ανάκτορο του Κρεμλίνου, την
κατοικία της οικογένειας των τσάρων, με τις 700 αίθουσές του, στο
καλλιτεχνικά πιο κομψό Ανάκτορο Τερεμνόι, για να κλείσουμε την ξενάγηση στην
Κρατική Αίθουσα των Όπλων, όπου και εκεί περισσότερο χρυσό και πολύτιμες
πέτρες βλέπεις, χρυσοκέντητες ενδυμασίας, και πορσελάνες, παρά όπλα. Και
άμαξες, άμαξες, λογής- λογής, για τις καθημερινές ανάγκες της εποχής.
Το πρωινό της τελευταίας μέρας της
παραμονής μας στη Μόσχα αφιερώθηκε στην επίσκεψη του Μοναστηριού Σεργκίεβ
Πόσαντ (Ζαγκόρσκ ή Λάβρα της Αγίας Τριάδας του Σεργίου). Πάνω σε έναν μικρό
λόφο από το 1354 από τον Σέργκι Ράντονεζσκι χτισμένο, το μοναστήρι δεσπόζει
σ' όλη την περιοχή. Μπροστά στο ναό της Αγ. Τριάδας από το 1422 προσκυνούσαν
οι Ρώσοι στρατιώτες, πριν πάνε στον πόλεμο, όπως και ο ίδιος ο στρατηλάτης
Δημήτρης Ντονσκόι, πριν ξεκινήσει ενάντια στους Τατάρους. Η αρχιτεκτονική
κομψότητα, η τελειότητα της τέχνης στην εικονογράφηση, η καθαριότητα (κι ας
έχει κατακλιστεί ο περιβάλλον χώρος με μικροεμπόρους), η τάξη και η
ευπρέπεια των εκατοντάδων προσκυνητών, δεν περιγράφονται και εδώ. Πρέπει να
τα ζήσει κανείς για να τα εννοήσει.
Το απόγευμα της ίδιας μέρας
επισκεφτήκαμε το γνωστό σ' όλη την οικουμένη μετρό της Μόσχας. Δίκαια
αποκαλείται το μετρό ως το ωραιότερο του κόσμου, γιατί αυτό δεν είναι
υπόγειος, είναι ένα ολόκληρο μουσείο, με δεκάδες παραρτήματα σε κάθε σταθμό
του. Και να φανταστεί κανείς ότι συνέχιζε να χτιζόταν, όταν μερικά
χιλιόμετρα παρακάτω λυσσομανούσε ο πόλεμος με τους Γερμανούς. Σε πάνω από
100 μέτρα βάθος, δημιουργήθηκε και ως καταφύγιο για προστασία των κατοίκων
σε περιπτώσεις βομβαρδισμού, συνδυάζοντας με τον τρόπο αυτόν το τερπνόν
(καλαισθητικόν) μετά του ωφελίμου. Σήμερα εξυπηρετεί κάλλιστα την πόλη των
12 εκατομμυρίων. Ισχυρίζεται ότι αν σταματήσει η λειτουργία του για μια ώρα
θα παραλύσει τελείως η πόλη. Το τελευταίο βράδυ απολαύσαμε το
μουσικοχορευτικό υπερθέαμα στη μεγάλη αίθουσα εκδηλώσεων του ξενοδοχείου.
Έχει κι άλλα πολλά να επιδείξει η
Μόσχα στον επισκέπτη, αλλά ο ανελέητος χρόνος δυστυχώς δεν το επιτρέπει.
Έτσι παρηγορείσαι με τις φωτογραφίες σου, το βίντεο και το βιβλίο που
προμηθεύτηκες, ελπίζοντας για την επανάληψη της επίσκεψης στην πρωτεύουσα ή
και σε άλλες πόλεις του μεγαλύτερου κράτους του πλανήτη.
Μετά την προσγείωσή μας στην πόλη,
το ταξιδιωτικό γραφείο μας επεφύλαξε μια ευχάριστη έκπληξη (για τη συνέπεια
και πειθαρχία του γκρουπ): μια δίωρη περίπου κρουαζέρια στα στενά του
Βοσπόρου, το κερασάκι στην τούρτα του αλησμόνητου ταξιδιού.
Οδοιπορικό στη Βραζιλία
Η γιγάντια χώρα των αναρίθμητων αντιθέσεων
Τον Ιούλιο 2008 πετάξαμε η σύζυγός μου,
ο γιος μας με τη Βραζιλιάνα γυναίκα του κι εγώ για τη Βραζιλία. Το αεροπλάνο μας
από τη Ζυρίχη προσγειώθηκε στη Λισσαβόνα, για να αλλάξουμε πτήση με την εταιρία
ΤΑΡ, απ' ευθείας για το Μπέλο Οριζόντε. Στα τελευταία είκοσι χρόνια η όψη της
πορτογαλικής πρωτεύουσας φαίνεται από ψηλά να άλλαξε αρκετά: και δίχως
ολυμπιακούς τα συμπλέγματα των αυτοκινητοδρόμων είναι αναρίθμητα, ενώ το ίδιο το
αεροδρόμιο φαντάζει τεράστιο για τη μικρή ιβηρική χώρα. Το γεύμα που προσφέρει η
εταιρία στο αεροπλάνο είναι φτωχό (βρασμένο σιτάρι για σαλάτα και για μενού
θαλασσινά ή κοτόπουλο, που τελείωσε όταν έφθασε η σειρά μας) εν συγκρίσει μ'
αυτό της Ολυμπιακής, αλλά αυτή τουλάχιστο δεν κάνει βουτιά στον ωκεανό των
ελλειμμάτων.
Περάσαμε τα Κανάρια νησιά, τις Αζόρες
και τον ισημερινό. Οι αεροσυνοδοί έκλεισαν τα 'παντζουράκια' για να
προστατευτούν τα μάτια των επιβατών από το έντονο φως του μεσημεριάτικου ήλιου,
μοιράζοντας συνάμα ακουστικά για τα βίντεο. Πολλοί προτίμησαν όμως να κοιμηθούν
αντί να παρακολουθήσουν φτηνές ταινίες στα πορτογαλικά. Ύστερα από έξι ώρες
ταξίδι πετούσαμε πάνω από τις βόρειο-ανατολικές ακτές της Βραζιλίας. Τώρα έβλεπε
κανείς μόνο απέραντα καταπράσινα δάση, να τα διασχίζουν κάθε τόσο και λιγάκι
φιδίσια ποτάμια, υπερφυσικές ανακόντες, ενώ πολυάριθμες λυγερές κολόνες καπνού
στόχευαν να μας κλείσουν τη θέα, μαζί με τα προβατένια σύννεφα που έβοσκαν
αμέριμνα στους γαλανούς αιθέρες.
Στο αεροδρόμιο του Μπέλο Οριζόντε μας
περίμεναν ο θείος της νύφης μας ο Βιντζέντε, μαζί με την σύζυγό του Νέιζε. Παρ'
όλη την δίωρη -λόγω απώλειας μιας βαλίτσας- καθυστέρηση της εξόδου μας, δεν
παρουσίαζε το ζεύγος καμιά ένδειξη για ανυπομονησία ή δυσανασχέτηση, απ'
εναντίας μας υποδέχθηκε με εγκάρδιους εναγκαλισμούς και μας καθοδήγησε κατ'
ευθείαν στο σπίτι τους, διασχίζοντας τους λαβυρινθώδεις δρόμους της πόλης των
άνω των τριών εκατομμυρίων. Ευτυχώς που ο Βιτζέντε γνώριζε λίγα αγγλικά και
μπορούσαμε να συνεννοηθούμε, αφού καθ' οδόν κόπιαζε να μας εξηγήσει μερικά
αξιοθέατα της πόλης που προσπερνούσαμε. Στο σπίτι αργότερα η κόρη τους Ρακέλ
(Ραχήλ) μιλούσε άψογα τα αγγλικά και ανέλαβε εκείνη το ρόλο του διερμηνέα. Η
φιλοξενία τους ήταν απερίγραπτη. "Να κάτι το κοινό μεταξύ Ελλάδας και Βραζιλίας"
ήταν η πρώτη μου σκέψη. Δυο συνεχείς μέρες μας γύριζε με το αυτοκίνητό της στην
πόλη η Νέιζε, που ήταν υπάλληλος κάποιου Υπουργείου, δείχνοντάς μας πλατείες και
κτίρια και εξηγώντας μας τα πάντα, πλην όμως στα πορτογαλικά, από τα οποία μόλις
μερικές λέξεις με λατινικές ρίζες κατόρθωνα να εννοήσω. "Κι εδώ οι υπάλληλοι
βρίσκουν το χρόνο που χρειάζονται" μου γεννήθηκε η δεύτερη σκέψη, αλλά εκείνη
πήρε άδεια έξτρα για μας. Περιηγηθήκαμε στη λίμνη Παμπούλια, που μου θύμιζε
πάντα τον πρόεδρο της δημοκρατίας μας, και γνωρίσαμε εδώ το καλλιτεχνικό έργο
του Όσκαρ Νίμαγιερ. Στο σπίτι της γνωρίσαμε την καθαρά βραζιλιάνικη κουζίνα, με
κρέατα, ρίζι και γλυκίζουσες πατάτες (ματζόκα), διάφορα άλλα εξωτικά λαχανικά,
φρούτα και ποτά, δίχως όμως σταγόνα αλκοόλ στο τραπέζι. Το βράδυ οι συζητήσεις
μας στρέφονταν φυσικά στα πολλά κοινά μεταξύ Βραζιλίας και Ελλάδας.
"Το γνωρίζεις ότι οι αρχαίοι Έλληνες
έφθασαν μέχρι τη χώρα μας; Αυτοί ήσαν οι λευκοί Θεοί, όπως αναφέρεται στις
παραδόσεις πολλών φυλών του τόπου μας. Στη δεκαετία του 50 βρέθηκε μάλιστα στο
βυθό στα παράλιά μας ένα καράβι με καθαρά ελληνικά χαρακτηριστικά, αλλά ποιος
ξέρει για ποιους λόγους η σπουδαία ιστορική ανακάλυψη καταποντίστηκε κι αυτή
στον Ατλαντικό. Το ξέρεις ότι και σήμερα οι Βραζιλιάνοι είναι αρκετά προσφιλείς
προς στην Ελλάδα και βαπτίζουν τα παιδιά τους με καθαρά αρχαία ελληνικά ονόματα,
όπως Σωκράτης, Ισίδωρος, Ιπποκράτης κ.τ.λ. Φυσικά Φίλιππος και Αλέξανδρος είναι
τόσο διαδεδομένα, που δεν χρειάζεται να τονιστεί ιδιαίτερα. (Αυτή τη στιγμή
συνειδητοποίησα ότι μόνο στην οικογένεια της νύφης μας υπάρχουν τέσσερα αγόρια
με ελληνικά ονόματα: Αλκαίος, Ερμής, Ευστάθιος και Ηλύσιος). Ήξερες ότι οι
περισσότερες πόλεις της Βραζιλίας καταλήγουν στο ελληνικότατο …πόλις;" και
άρχισε να μου τις απαριθμεί με αλφαβητική σειρά: Ανδριανόπολις, Αγουιαρνόπολις,
Αλκινόπολις, Αλπινόπολις, Αλτινόπολις….Ύστερα σηκώθηκε, πήγε στον υπολογιστή του
και μου τύπωσε με τη βοήθεια και του γιου μας όλα τα ονόματα στο χαρτί: Σύνολο
154 μεγαλουπόλεις που καταλήγουν σε …πόλις.
"Τι κρίμα που δεν υπάρχει και
Αλεξανδρούπολις!" παρατήρησα αστειευόμενος.
"Συγνώμη, τις άλλες ελληνικές
τοπωνυμίες δεν τις ανέφερα. Φυσικά υπάρχουν και Αλεξάνδρεια, Ολυμπία κ.τ.λ.,
αλλά αυτό είναι άλλο, ξεχωριστό κεφάλαιο" τόνισε.
Ειλικρινά στενοχωρηθήκαμε πολύ που την
τρίτη μέρα εγκαταλείψαμε αυτό το υπέροχο ζευγάρι. Νοικιάσαμε ένα αμάξι και
κατηφορίσαμε προς το Ρίο. Στο βενζινάδικο μύριζε τσιπουρίλας. Πράγματι αντί
βενζίνης φουλάραμε αλκοόλ. "Καθόλου παράξενο που στα σπίτια δεν προσφέρεται
αλκοόλ, εδώ το πίνουν μόνο τα αυτοκίνητα" σκέφτηκα. Στα βενζινάδικα η τιμή του
αλκοόλ κυμαίνεται από 1,29 μέχρι 2,00 Ρεάλ. Σε ντεπόζιτο 40 λίτρων καταφέρνουν
να σου βάλουν 45 λίτρα.
Η πρώτη στάση μας ήταν το λίκνο της
βραζιλιάνικης τέχνης, το Ούρο Πρέτο (Μαύρος Χρυσός), με τις υπέροχες 24
εκκλησίες μπαρόκ και τα επιβλητικά της κτίρια, που ακόμη κι από μακριά
μαγνήτιζαν κάθε επισκέπτη. Δε χόρταινε κανείς να θαυμάζει και να φωτογραφίζει.
Για μια στιγμή πίστεψα πως βρισκόμουνα στη Βόρειο Βαυαρία. Μας ήταν αδύνατο όμως
χρονικά να επισκεφτούμε όλα αυτά τα αξιοθαύμαστα μνημεία, περιοριστήκαμε με τη
βοήθεια του τουριστικού οδηγού μας, μόνο στα σπουδαιότερα: την Πλατεία
Τιραντέντες (οδοντοβγάλτη) με το σκλαβοπάζαρό της την εποχή της μέθης της
χρυσοθηρίας, και την πανέμορφη κατοικία κάζα ντος Κόντος, την εκκλησία Νόσα
Σενιόρα ντο Ροζάριο ντος Μπράγκος, με τις με 800 κιλά χρυστού επιχρυσωμένες
εικόνες και τα ξυλόγλυπτά της, τον επίσης χρυσοστολισμένο καθεδρικό ναό Νόσα
Σενιόρα ντο Κάρμο, την χαριτωμένη μικρή εκκλησία του Φραγκίσκου της Ασίζης,
περπατήσαμε στα λιθόστρωτα δρομάκια της πόλης και ξεκινήσαμε για την δεύτερη
όμοια πόλη Μαριάνα. Εδώ καμαρώνουν αδερφωμένα δίπλα δίπλα η βασιλική εκκλησία
του Φραγκίσκου της Ασίζης και η Νόσα Σενιόρα ντο Κάρμο, ενώ παραδίπλα άλλοι
μεγαλοπρεπείς ναοί προδίδουν το μυθικό πλούτο του χρυσού εκείνου του 16ου αιώνα.
Τώρα έχει σειρά το τρίτο μαργαριτάρι
στην αλυσίδα των νεοκλασικών πόλεων, το Κονγκόνιας με την πασίγνωστη εκκλησία
προσκυνήματος Μπομ Γιέσους ντε Ματοσίνιος, που περιστοιχίζεται από τα αγάλματα
των δώδεκα Αποστόλων, και ξεχωρίζει για την φανταστική θέα προς τα γύρω
χρυσοφόρα βουνά και τον ποταμό Μαρανιάο, όπου και οφείλει τον πλούτο της.
Τον Ιούλιο είναι χειμώνας στο νότιο
ημισφαίριο. Στη Βραζιλία ο καιρός είναι φανταστικός, ηλιοφάνεια και θερμοκρασία
γύρω στους 220 βαθμούς. Είναι όπως και στην Ελλάδα ο καιρός της ξηρασίας και ο
κίνδυνος από πυρκαγιές μεγάλος. Παρ' όλο που στις πόλεις δεν συναντά κανείς ούτε
έναν καπνιστή (ούτε και μοτοσικλετιστές δίχως κράνος), στους δρόμους φαίνεται ν'
αλλάζει η συμπεριφορά των οδηγών, γιατί συναντά κανείς αρκετές φωτιές από
πεταμένα μάλλον τσιγάρα που καίνε αμέριμνα δάση και καλαμιές. "Να κι άλλο κοινό
με τον ανεύθυνο Έλληνα" περνά μόνη της η σκέψη από το μυαλό. Το ίδιο και
παρακάτω καθώς συναντάς σταματημένα οχήματα στη μέση του δρόμου, με
προειδοποιητικά στοιχεία ένα κλαδί δυο μέτρα πίσω, αντί του τριγώνου στην
κανονική απόσταση. Ακόμη και στον αυτοκινητόδρομο χάσκουν οι τρύπες σαν πηγάδια,
με αποτέλεσμα σ' ένα σημείο να πέσουμε κι εμείς και να μας σκάσει το μπροστινό
λάστιχο. Ώσπου ν' αλλάξουμε τη ρόδα, άλλα τρία αυτοκίνητα έπαθαν την ίδια ζημιά.
Λίγο παρακάτω διάβαζε κανείς την υπερμεγέθη πινακίδα του συνεργείου αλλαγής
λάστιχων. Κόλπο ή σύμπτωση; σκεφτόσουν δίχως να το θέλεις. Η κυβέρνηση είναι
εδώ" γράφουν πινακίδες 4 χ 3 μ., δίπλα ακριβώς από τις τρύπες.
Γενικά οι ιδιωτικές πινακίδες είναι
μεγαλύτερες και περισσότερες από αυτές τις οδικής κυκλοφορίας. Η πινακίδα PARE
FORA, σημαίνει εδώ το αντίθετο,: "στοπ μπροστά". Τα τρένα είναι λιγοστά, αλλά αν
συναντήσεις κάπου ένα, σου φαίνεται ατέλειωτο, "ανακοντίσιο κι αυτό"
συλλογίζεσαι.
Στα σταυροδρόμια, στις πόλεις και τα
χωριά, τις τρύπες στο οδόστρωμα συμπληρώνουν τα σαμάρια που είναι τόσο ψηλά που
πρέπει να σταματήσεις και να τα προσπεράσεις πολύ προσεκτικά. Τις περισσότερες
φορές σε προειδοποιεί μια πινακίδα, όχι λίγες όμως φορές ούτε πινακίδα βλέπεις,
ούτε και το σαμάρι φαίνεται από μακριά, ιδιαίτερα τις νυχτερινές ώρες. Για το
λόγο αυτό ψάχναμε από νωρίς για ξενοδοχείο, αν και σχεδιάζαμε να
διανυχτερεύσουμε στην Πετρόπολη. Βρήκαμε ένα μοτέλ στο δρόμο. "Καλό μοιάζει"
σκεφτήκαμε, ξεθεωμένοι όλοι από τα μέχρι τότε περίπου 500 χμ.της ανώμαλης
διαδρομής.
Μια ανδρική φωνή ακούστηκε και ένα χέρι
φάνηκε μόνο με δυο κλειδιά από μια τρύπα στην παράξενη ρεσεψιόν. Την άλλη μέρα
όμως το πρωί δυο ντερέκια άνδρες έκλεισαν την έξοδο για να πάρουν πρώτα τα
χρήματά τους. Ακόμη και το ξυράφι, που πίστευες πως είναι η συνήθης προσφορά του
ξενοδοχείου, χρέωσαν και μάλιστα πανάκριβα. Είχαμε καταλήξει σ' ένα μοτέλ της
ώρας, το συνειδητοποιήσαμε, αλλά μας ήταν αδύνατο να συνεχίσουμε το ταξίδι μας
το προηγούμενο βράδυ. "Η άλλη όψη της φιλοξενίας..." είπα στη σύζυγό μου.
Το καταπράσινο δασώδες τοπίο προς την
Πετρόπολη, σου χάριζε τώρα την εντύπωση ότι έμπαινες πια σε μια περιοχή με το
δικό της υψηλό πολιτισμό. Οι λακκούβες εξαφανίστηκαν και τα σαμάρια λιγόστεψαν
αισθητά, πανέμορφες βίλες διαδέχονταν η μια την άλλη, κι ούτε έβλεπες πλέον
αρχοντικά περιτριγυρισμένα με τρίμετρους μαντρότοιχους και σιδεριές σε πόρτες
και παράθυρα σα φυλακές, όπως π.χ. στο Μπέλο Οριζόντε κι αλλού, που σου
ψαλίδιζαν συνειδητά τα φτερά της ασφάλειας και της αμεριμνησίας.
Η θερινή κατοικία του Κάιζερ Πέδρο
μοιάζει πραγματικά σαν μια ευρωπαϊκή όαση στη νοτιοαμερικανική ερημική τεχνο-
και νοοτροπία. Κι αφού επισκεφτήκαμε τον καθεδρικό ναό του Σάο Πέδρο, το παλάτι
του, την κατοικία της γυναίκας του πριγκίπισσας Ιζαμπέλας, τις βίλες των
υπουργών του, το σπίτι του αυστριακού λογοτέχνη Στέφαν Τζβάιγκ και του Γάλλου
πιλότου Σάντος Ντυμό, "Εδώ θα μπορούσα να ζήσω κι εγώ" αναστέναξα ελαφρώς.
Ρίο ντε Ζανέιρο: Το αποτέλεσμα της
μεγάθυμης απλοχεριάς του Θεού την όγδοη μέρα της δημιουργίας, όπως λένε οι
ντόπιοι, η ωραιότερη πόλις του κόσμου, όπως ισχυρίζονται οι λάτρες του
καρναβαλιού κι οι κυνηγοί της περιπέτειας. (Το ίδιο θα έλεγε κανείς για την
Αθήνα, αλλά στα χρόνια του Περικλή, όχι σήμερα). Το σημερινό Ρίο φαντάζει
πανέμορφο μόνο από ψηλά, από την κορυφή του "ζαχαρένιου καπέλου" και το λόφο
Κορκοβάντο με τον τριαντάμετρο Εσταυρωμένο του Χριστό που μοιάζει να δακρύζει
συνεχώς, ατενίζοντας την κατάντια της λατρευτής του πόλης. Η ανικανότητα των
πολιτικών της χώρας, θες, που επέτρεψαν να ερημώσει η ύπαιθρος και να
παραφουσκώσουν οι πόλεις με φτωχολογιά και μιζέρια, όπου η εγκληματικότητα
γίνεται αναγκαίο κακό και δε δαμάζεται πια, η τεμπελιά και το κυνήγι του εύκολου
χρήματος από την άλλη, δημιούργησαν φτωχογειτονιές, τις περίφημες φαβέλες
δηλαδή, και σμήνη αστέγων που κοιμούνται ακόμη και στους πιο κεντρικούς δρόμους
και τους βρομίζουν με τα ούρα και τα κόπρανά τους, και νοοτροπίες όπου
προσφέρουν στους περαστικούς γυναίκες-παιδιά, το σώμα τους για πέντε €, ακόμη
και σ' αυτό το προαύλιο της εκκλησίας. Μέσα ο ναός πλαντάζει από εκατοντάδες
κιλών χρυσού. "Χριστέ μου, πως τα επιτρέπεις όλα αυτά σε μια από τις
πλουσιότερες χώρες του κόσμου!" μεμψιμοιρείς και συ απλά, δίχως να έχεις τη
δύναμη ν' αλλάξεις κάτι.
Στο ξενοδοχείο μας, στη δεύτερη
παράλληλο της πασίγνωστης Ιμπανέμα, γίνεται εντατικός έλεγχος των προσωπικών σου
στοιχείων, σα να έμπαινες στην αμερικανική πρεσβεία της Βαγδάτης. Ακόμη και τη
φωτογράφησή μας απαιτούν για να τον υπολογιστή τους. Το αυτοκίνητο φυσικά πρέπει
να το αφήσεις μόνο σε κλειστό φυλαγμένο χώρο, αλλιώς το άλλο πρωί δε θα το
ξαναβρείς. Το φαγητό στο εστιατόριο ζυγίζεται σαν να βρίσκεσαι σε λαϊκή αγορά.
Την άλλη μέρα, Κυριακή πρωί ξεκινήσαμε για το Χριστό στο λόφο του Κορκοβάτο..
"Περιφέρονται ληστές εκεί, καλλίτερα να πάτε αργότερα" μας προειδοποίησε
κάποιος. Μεθυσμένο εντωμεταξύ το αυτοκίνητο από το πολύ αλκοόλ που ήπιε,
μουλάρωσε στη μέση του δρόμου και δεν έλεγε να πάρει εμπρός με κανένα τρόπο. Τα
πέντε λεπτά της εταιρίας, για να μας το αλλάξει, έγιναν τρεις ολόκληρες ώρες.
Υπό αυτές τις συνθήκες σε κυριεύει το αίσθημα, να δεις ό,τι είναι να δεις και να
εγκαταλείψεις το ταχύτερο το χάος της ανασφάλειας της μεγαλούπολης.
Επισκεφτήκαμε τα πιο αξιοσημείωτα σημεία, κρατώντας τις μύτες μας σφιχτά,
ανεβήκαμε στο ζαχαρένιο καπέλο και στο Χριστό, και κατευθυνθήκαμε προς το
αεροδρόμιο. Παρκάραμε το αυτοκίνητο εκεί, γιατί η εταιρία δίπλα δεν μπορούσε
δήθεν να το κρατήσει, αν και είχε χώρο αρκετό, και πετάξαμε για το Φος
Ιγκουασού, στην πόλη που δημιουργήθηκε μέσα σε δυο δεκαετίες, μετά την ανακάλυψη
των περίφημων καταρρακτών Ιγκουασού, απ' όπου πήρε και την ονομασία της. Το
ξενοδοχείο μας αυτή τη φορά ήταν υπέροχο. Μόνο η σχετική διαδικασία, όπως σε
κάθε ευρωπαϊκή χώρα, η προετοιμασία για την αυριανή εκδρομή στους καταρράκτες
από την πλευρά της Αργεντινής, πλούσιο δείπνο και ανενόχλητος ύπνος. Στην ώρα
του κατέφθασε ο οδηγός του μικρού λεωφορείου. Μόνος του ταχτοποίησε τις
συνοριακές διαδικασίες και μας οδήγησε μέχρι την είσοδο του διεθνούς πάρκου. Ένα
μικρό τραινάκι μας έφερε κοντά στη αρχή του μονοπατιού απ' όπου περπατήσαμε
μέχρι το μεγαλύτερο καταρράκτη, "το λαρύγγι του διαβόλου", όπως αποκαλείται από
τους ντόπιους. Το θεϊκό θέαμα που αντικρίζεις δεν περιγράφεται, μένεις πράγματι
με ανοιχτό το στόμα, δε σου έρχεται ούτε μια λέξη για να εκφράσεις το θαυμασμό
σου μπροστά στο μεγαλοπρεπέστατο ίσως αυτό μεγαλείο της φύσης. Και οι
εκατοντάδες τουρίστες που σπρώχνονται μπροστά σου για να φωτογραφηθούν, είναι η
μοναδική φορά που δεν τους παρεξηγείς, τους αφήνεις να χορτάσουν κι αυτοί το
θαύμα της φύσης και να λησμονήσουν για λίγο το διαβολικό άγχος της πόλης.
Χιλιόμετρα ολόκληρα εκτείνονται οι απειράριθμοι καταρράκτες, μικροί και μεγάλοι,
πέφτοντας σχεδόν εκατό μέτρα στο βαθύ φαράγγι, όπου παρακολουθείς τους
τολμηρούς, να χώνονται με τις ταχύπλοες βάρκες τους μέσα στα μανιώδη αφρισμένα
νερά, αψηφώντας τον κίνδυνο του καταποντισμού. Στην επιστροφή έρχεται μια μικρή
εμπειρία, σαν μια περισπωμένη πάνω στο ωμέγα, για να συμπληρώσει την καταγραφή
των μαγευτικών εικόνων. Καρφωμένη σ' ένα δέντρο δίπλα στο δρομάκι, μια πινακίδα
με την επιγραφή: "Αν θέλεις να μάθεις ποιος ευθύνεται για το περιβάλλον, άνοιξε
το καπάκι του κουτιού", σε παρακινεί την περιέργεια να το πράξεις αυθόρμητα, και
αντικρίζεις στον καθρέφτη τη δική σου φάτσα. "Τέτοια κουτιά θα έπρεπε να στήσουν
στην Ελλάδα σε κάθε γωνιά" είπα στην παρέα μου.
Από την πλευρά της Αργεντινής
απολαμβάναμε με δέος τους καταρράκτες από ψηλά, από την Βραζιλία το απόγευμα
τους νιώσαμε κυριολεκτικά στο πετσί μας από χαμηλά, γεγονός που γεννούσε μέσα
σου την αίσθηση, ότι η ύπαρξη σου σαν άνθρωπος δεν είναι διόλου ανώτερη από
αυτήν των ασήμαντων δήθεν πτηνών που με δεξιοτεχνία διέσχιζαν τα υγρά νέφη των
σταγονιδίων. Το δείπνο στο εστιατόριο της πόλης είναι σκέτη απόλαυση. Ζωντανή
μουσική, κανένας καπνιστής, πλούσια σαλατικά και κρέατα δίχως τελειωμό. Και οι
τιμές το ένα τέταρτο της Ελλάδας.
Μια επίσκεψη στον ζωολογικό κήπο αξίζει
πάντα. Τα υπέροχα εξωτικά του ζώα, ερπετά και πτηνά, χαροποιούσαν μικρούς και
μεγάλους. Ιδιαίτερη εντύπωση μας έκανε το γεγονός ότι εσώκλειστοι παπαγάλοι και
τουκάνοι, φλερτάρανε αδιάκοπα με τους ελεύθερους έξω στη φύση, ίσως όμως εκείνοι
να τους έδιναν συμβουλές για την επιτυχή απόδρασή τους από την παραδεισένια
φυλακή!!
Πήραμε το αεροπλάνο, και με ενδιάμεσες
προσγειώσεις στην Κουριτίμπα και την νεόχτιστη πρωτεύουσα της χώρας Βραζιλία
(και οι δυο πόλεις με ευρωπαϊκό χαρακτήρα), φθάσαμε στο Μανάους. Το διαμάντι
αυτό του 19ου αιώνα στην καρδιά του Αμαζονίου, που όφειλε τον πλούτο του στο
άφθονο καουτσούκ της περιοχής, προσέλκυε έκτοτε κοντά στους εμπόρους,
επιστήμονες, καλλιτέχνες, μηχανικούς κι ένα σωρό άλλους τυχοδιώκτες και μη, για
να φτάσει σήμερα το ενάμισι εκατομμύριο πληθυσμό. Κάθε καρυδιάς καρύδια, πρόσωπο
με όλες τις αποχρώσεις, κυκλοφορούν κι εδώ στους βρωμισμένους, άλλοτε
κοσμοπολίτικους δρόμους με τα υπέροχα αρχοντικά τους. Σήμερα μόνο καταστήματα
οπτικών συναντάς κι ας μη βλέπεις ούτε έναν να φορά γυαλιά, και μερικά
σουπερμάρκετ, όπου στη χώρα των άφθονων νερών πωλείται το μισό λίτρο μπουκάλι
περισσότερο από ένα €. Το ξενοδοχείο που κλείσαμε από την Ελβετία, με το
πομπώδες όνομα Pallace Hotel, κάθε άλλο παρά παλάτι θύμιζε.
Πρωί πρωί μας πλησίασε κάποιος που
κατάγονταν από την Γερμανία και μας έπεισε να κάνουμε μια διήμερη εκδρομή στον
Αμαζόνιο. Εκ των υστέρων αποδείχτηκε ότι η εμπειρία αυτή ήταν μια από τις
σπουδαιότερες σ' όλο το ταξίδι μας. Πρώτη φορά βλέπαμε βενζινάδικα πάνω στα
νερά, και τον Αμαζόνιο ν' απλώνεται μπροστά μας σαν μια απέραντη θολή θάλασσα.
Στο σημείο όπου ο Ρίο Νέγκρο συναντά τον Σολομόες, διακρίνει κανείς καθαρά τη
διαχωριστική γραμμή που σχηματίζεται από τα μαύρα νερά του πρώτου ποταμού, με τα
θολά του δεύτερου, ενώ ποταμίσια δελφίνια πετάγονται εναλλάξ ανάμεσα στα δύο
χρώματα. Σε λίγο σταματούμε σ' ένα εστιατόριο για να επισκεφτούμε με τα πόδια τα
λιμνάζοντα νερά με τα τεράστια νούφαρα, πάνω στα οποία λιάζονταν αμέριμνα λογής
λογής βατράχια, ενώ παραδίπλα παραμόνευαν πολύχρωμα φίδια, υπνωτίζοντας τις
λείες τους. Λίγο παρακάτω περικύκλωσαν ξαφνικά το καράβι μας καμιά δεκαριά
παιδιά με τις βαρκούλες τους, κουβαλώντας το καθένα κι από ένα εξωτικό ζώο στην
αγκαλιά. Μόνο την τεράστια ανακόντα κρατούσαν με δυσκολία δύο έφηβοι, γεγονός
που μου ξαναζωντάνεψε τη φαντασία της παρ' ολίγον καταβρόχθισης του ήρωά μου
"Ιωνά Β΄" στο ομώνυμο μυθιστόρημα. Έξι μέτρα ανέβηκαν τα νερά του υγρού θεού και
πλημμύρισαν τις γύρω ζούγκλες, μέχρι εκεί που δεν έφτανε το μάτι του ανθρώπου.
Μόνο οι κορυφές των δέντρων εξείχαν, που καθρεπτίζονταν τώρα στο υδάτινο
κάτοπτρο, προσφέροντας αχόρταγα μαγευτικές, γαλήνιες εντυπώσεις. Κρυμμένο μέσα
σ' έναν κολπίσκο, μας υποδέχτηκε στο απλό, ξύλινο ξενοδοχείο μας, στην καλύβα
πιο σωστά, ο ξεναγός μας Τσάρλυ. Ένας ιθαγενής με άπταιστα αγγλικά και γνήσια
ανθρώπινο, τουτέστιν καθόλου νευρωσιακό χαρακτήρα. "Το βίωμα αυτό θα σας μείνει
αξέχαστο σ' όλη σας τη ζωή. Βασιστείτε στις εμπειρίες και τις γνώσεις μου. Έζησα
δύο ολόκληρα χρόνια μέσα στη ζούγκλα, διδάχτηκα τους σπουδαιότερους τρόπους
επιβίωσης από τον πατέρα μου και τον καλλίτερο δάσκαλό μου, τη φύση", μας είπε
με το "καλώς ήρθατε" και ξεκίνησε με το πρόγραμμά του. Αρχή κάναμε με το ψάρεμα
των πιράνχας. Άπειροι στην τέχνη του ψαρέματος πιάσαμε μόνο τέσσερα. Τα τρία
μικρά τα πέταξε πάλι στο νερό, το μεγαλύτερο το χρησιμοποίησε για εποπτικό μέσο.
Πέρασε στο στόμα του ένα κλαδάκι και το ψάρι με τα κοφτερά του σαν πριόνια
δόντια, το έκοψε με μια κίνηση στα δύο. "Έτσι είναι στη φύση: Αν είσαι
πληγωμένος και πέσεις στο νερό, σε ξεκοκαλίζουν αυτά, αν το ψαρέψεις, το
ξεκοκαλίζεις εσύ…" μας εξήγησε τη δική του θεωρία περί σχετικότητας. Άγριος
βρυχηθμός πιθήκων διατάραξε ξαφνικά την γαλήνια μας συζήτηση.
Συγχρόνως με τη μαγευτική δύση των
ροδοκόκκινων δίσκων του ήλιου που καθρεπτίζονταν στα γαλήνια νερά του ζωοδότη
ποταμού, αναδυόταν από την ανατολή δειλά κι η πανσέληνος, που σαν κύτταρο
αστρικό άρχισε να διχοτομείται κι αυτό πάνω από τις κορυφές των δέντρων και να
διπλασιάζεται. Τέσσερις ήλιοι σε μια στιγμή.
Ξεκινήσαμε τώρα για την αναζήτηση των
κροκοδείλων. Οι γυναίκες εκτός από μια Ισπανίδα καθηγήτρια, παρέμειναν στο
ξενοδοχείο. "Να μας λείπουν νυχτιάτικα τα αιμοβόρα ερπετά…" είπαν φοβισμένες. Ο
ξεναγός μας οδήγησε τη βάρκα σ' ένα σημείο με ρηχά νερά, έπιασε ένα φακό και
πήδηξε έξω. Για μισή ώρα χάθηκε μέσα στην ζούγκλα. Πολλοί άρχισαν να ανησυχούν,
φοβούμενοι πως ίσως τον καταβρόχθισε κάποιος κροκόδειλος, και πώς θα βρίσκαμε το
δρόμο της επιστροφής; Οι φαντασίες μας όμως διαψεύστηκαν, όταν ο Τσάρλυ επανήλθε
με ένα κροκοδειλάκι στη χούφτα του. "Λιγότερο από το 1/10 των μικρών αυτών
ερπετών επιβιώνουν, σαν ενηλικιωθούν, τρώνε με τη σειρά τους κι αυτά τους
παιδικούς εχθρούς τους" μας εξήγησε σύντομα τους νόμους της φύσης.
Η επόμενη μέρα ήταν ιδιαίτερα
διδακτική. Μας οδήγησε σ' ένα μονοπάτι μέσα στη ζούγκλα, εξηγώντας μας κάθε δυο
βήματα τους τρόπους ανακάλυψης της φωλιάς των φιδιών, της τεράστιας αράχνης, της
μαύρης χήρας, που μετά τον έρωτα με τον σύζυγό της τον καταβροχθίζει, κι όλης
γενικά της πανίδας. Στη συνέχεια μας έδειξε πως φτιάχνουν οι ιθαγενείς το
δηλητήριο κουράρε, πως σκαρφαλώνουν στα δέντρα, ποια φρούτα είναι εδώδιμα και
ποια όχι, και πως από τα φύλα μερικών δέντρων κατασκευάζουν μουσικά όργανα και
διάφορα άλλα αντικείμενα. Στην επιστροφή, κι ενώ προχωρούσε μπροστά, έφτιαξε ένα
βασιλικό στέμμα και το πέρασε στο κεφάλι μου. Δυστυχώς άνθρωποι σαν τον Τσάρλυ
σπανίζουν πάνω στο πρόσωπο της γης. Στο πρωινό, λιάζονταν δίπλα μας αμέριμνος ο
δίμετρος σχεδόν κροκόδειλος. Καθώς επιστρέφαμε στο Μανάους, μαύρη μαυρίλα
πλάκωσε τον μέχρι την ημέρα εκείνη καταγάλανο ουρανό. Σε Σόδομα και Γόμορρα
μεταμορφώθηκε έξαφνα η πόλη, όπου έριχνε ο Θεός απανωτά τα αστροπελέκια του,
θαρρείς και ήθελε με μιας να εξαλείψει την αμαρτωλή βρωμιά που άφησαν τα λογικά
δήθεν πλάσματά του στην άλλοτε παραδεισένια πόλη. Πάνω στον Αμαζόνιο ξέσπασε
απίστευτη φουρτούνα, σηκώνοντας άγρια κύματα που παρά λίγο να ανατρέψουν το
καράβι μας. Τόσα χρόνια όργωνα το Αιγαίο και το Ιόνιο, και ποτέ δεν φοβήθηκα
τόσο, όσο τη νύχτα εκείνη στον Αμαζόνιο. Παράξενα ύπουλος μου φάνηκε ο υδρόβιος
Θεός τους. Στο ξενοδοχείο μας, παρ' όλο που είχαμε κρατήσει το δωμάτιο,
δυσκολευτήκαμε να ταχτοποιηθούμε. Το άλλο πρωί επισκεφτήκαμε τα αξιοθέατα της
πόλης, το θέατρο και την όπερα δηλαδή, φωτογραφίσαμε και μερικά παλιά αρχοντικά,
κρατώντας ξανά τις μύτες μας και φύγαμε βιαστικά για το αεροδρόμιο. Ενδιαφέρουσα
η ιστορία, αλλά το παρόν επισκιάζει κι εδώ τα πάντα. Ο κίνδυνος εγκυμονεί σε
κάθε γωνιά της πόλης.
Ύστερα από οκτώ ώρες πτήση, δια μέσου
της πρωτεύουσας και πάλι, φθάσαμε στην πόλη των αμμόλοφων Νατάλ. Θαρρείς κι ένα
ολόκληρο κομμάτι της ερήμου Καλαχάρη μετατοπίστηκε μέχρι τη βόριο/ ανατολική
γωνία της Βραζιλίας. Ακόμη και καμήλες υπάρχουν εδώ, όχι μόνο για να
φωτογραφηθούν, αλλά και να νοικιαστούν από τους διψασμένους για περιπέτεια
τουρίστες. Δύο αξιοθέατα σημεία αξίζει να επισκεφτεί κανείς εδώ: Το πρώτο στη
χώρα σε σχήμα πενταγώνου φτιαγμένο πορτογαλικό φρούριο των τριών Μάγων, και
μερικά χιλιόμετρα παρακάτω το μεγαλύτερο δέντρο του κόσμου, του οποίου τα κλαδιά
καλύπτουν μια επιφάνεια οκτώ ολόκληρων στρεμμάτων. Βρέχεις μετά τα πόδια σου
στον κυματώδη Ατλαντικό και αναμένεις την ώρα της επιστροφής στη προσφιλή σου
γαλήνια, πάτρια παραλία.
Ολόκληρη Ήπειρος είναι η Βραζιλία, με
180 εκ. κατοίκους: Ευρωπαίους, ιθαγενείς, μαύρους, απελευθερωμένους πριν από 100
περίπου χρόνια σκλάβους από την Αφρική, μελαψούς μιγάδες, Ασιάτες, πλούσιους,
φτωχούς, θεόφτωχους κ.τ.λ. Πετάξαμε ξανά για το Ρίο, για να πάρουμε το
νοικιασμένο αυτοκίνητο και να πάμε οδικώς στο Παρά ντε Μίνας, στην πόλη της
νύφης μας. Με την ευκαιρία αυτή θέλαμε να γνωρίσουμε από κοντά και τις
οικογένειες των έντεκα αδερφών της. Ευτυχώς που δεν ήταν απομακρυσμένοι μεταξύ
τους και τους επισκεφτήκαμε όλους. Διαπιστώσαμε ότι μπορεί να τους γέννησε η
ίδια μάνα, πλην όμως όλοι τους ήταν όσον αφορά τη δημιουργία, την τάξη, την
φιλοξενία, την αντιμετώπιση γενικά της ζωής, διαφορετικά άτομα, διαφορετικοί
χαρακτήρες. "Τα δάχτυλα του χεριού δεν είναι όλα ίδια" θυμήθηκα που έλεγε και η
γιαγιά μου.
Στο αεροπλάνο της επιστροφής για την
Ευρώπη, συνειδητοποιείς όλες εκείνες τις ομοιότητες και αντιθέσεις με τις
εμπειρίες σου σε Ελλάδα και Βραζιλία. "Συγκρίσεις δεν επιτρέπονται" λες στον
εαυτό σου, παρ' όλα αυτά όμως άθελά σου το κάνεις:
-Στη χώρα του καφέ, δεν σου προσφέρεται
αυτός παντού, κι όταν σου τον προσφέρουν, είναι σκέτος σορόπι ή πικρός φαρμάκι,
λες και εξαγάγανε τον καλό και κρατήσανε για τον εαυτό τους μόνο την τελευταία
ποιότητα.
-Στη χώρα των νερών, το νερό της βρύσης
δεν πίνεται δίχως να φιλτραριστεί, και το μισό λίτρο μπουκαλάκι στην αγορά
κοστίζει μια μικρή περιουσία.
-Το ελαιόλαδο και το μέλι πωλούνται με
το σταγονόμετρο, όπως τα φάρμακα σε φαρμακεία.
-Είσοδο πληρώνεις παντού, ακόμη και σε
εκκλησίες, δίχως να σου επιτρέπεται η φωτογράφηση. Αντίθετα εκεί που δεν
πληρώνεις, επιτρέπεται.
-Οι τράπεζες διαφημίζουν ότι είναι
ανοιχτές 30 ώρες το 24-ωρο, αλλά μόνο σε μεγαλουπόλεις μπορείς ν' αλλάξεις €, ή
άλλο νόμισμα, κι όταν επί τέλους βρεις την αρμόδια τράπεζα, χρειάζεσαι ολόκληρη
ώρα. Γραφειοκρατία, δίχως τελειωμό.
-Στους δρόμους συναντάς βοϊδάμαξα και
πανάκριβα αυτοκίνητα, αξίας 200.000 €, πιο συχνά όμως παλιά VW, που εδώ τα
αποκαλούν "φούσκες".
-Στα προάστια χτίζονται πρώτα οι
μαντρότοιχοι κι ύστερα τα σπίτια. Στις στέγες τους δε λείπουν φυσικά τα
δορυφορικά πιάτα.
-Ενώ πουθενά δε συναντάς καπνιστή, το
προαύλιο του αντικαρκινικού νοσοκομείου στην Βαρτζίνια, είναι στρωμένο με γόπες.
Μέσα αναμένουν εκατοντάδες ασθενείς.
-Τα παιδιά παίζουν καταμεσής του
δρόμου. Τα ηλεκτροφόρα σύρματα είναι παντού περιπλεγμένα με τους χαρταετούς
τους. Οι παραλίες είναι γεμάτες από δίχτυα για βόλεϊ κι ο κόσμος αθλείται μέχρι
τη δύση του ήλιου .
-Μπαίνεις με το αυτοκίνητο στην πλατεία
μιας πόλης και δε βρίσκεις μετά την έξοδο.
-Όσο περισσότερους ρωτάς σε μια πόλη
για μια οδό, τόσο διαφορετικές απαντήσεις παίρνεις.
-Στη χώρα των πράσινων λιβαδιών,
βλέπεις περισσότερους λοφίσκους από τερμίτες, παρά αγελάδες.
-Το πρόγραμμα της τηλεόρασης, σκέτο
μπλα μπλα ή σειρές που υπογραμμίζεται ο πλούτος μερικών οικογενειών ή ειδήσεις
για εγκληματικές πράξεις.
-Οι ρόδες των φορτηγών φουσκώνουν
αυτόματα με κομπρεσέρ, αλλά το φλας δεν το χρησιμοποιεί κι εδώ σχεδόν κανείς
-Το παράξενο στο τέλος: Στους
τηλεφωνικούς καταλόγους είναι περασμένα με αλφαβητική σειρά τα μικρά ονόματα κι
όχι τα επώνυμα
"Βραζιλία: παράδεισος φτωχός και χώρα
της Εδέμ εγκαταλελειμμένη, δημιούργημα της πιο τέλειας δημιουργίας του Πλάστη",
συμπεραίνεις και βουβαίνεις.
Οδοιπορικό στη Βουλγαρία
Ήταν αρκετά ακμαίος ακόμη ο 85-χρονος
πεθερός μου, για να ενθουσιαστεί με την πρότασή μου, να επισκεφτούμε τη
γενέτειρά του, το Σάρκοβο της Ανατολικής Ρωμυλίας. Συμπλήρωσε μόλις το πέμπτο
έτος της ηλικίας του, όταν αναγκάστηκε τότε η οικογένεια του να εγκαταλείψει το
σπίτι της με βοϊδάμαξα, μέσα στη βαριά χειμωνιά του 1918, για να εγκατασταθεί
στη Νέα Καβισσό του Ν. Έβρου. Οδυνηρές εικόνες χαράχτηκαν στο νου του μικρού,
όπως ο θάνατος του μικρότερου αδερφού του Αλέξανδρου, που τον θάψανε στα χιόνια,
ενώ οι μνήμες από το Μεγάλο Μπογιαλίκ, όπως ήξερε το χωριό του,
αποκρυσταλλώθηκαν σε λίγες, αλλά αρκετά έντονες παραστάσεις. "Το σπίτι μας ήταν
δίπλα σε ένα ποτάμι, όπου σκαρφάλωνα εγώ στα βράχια, ενώ παραδίπλα έτρεχε
συνέχεια η βρύση, κάτω από μια πελώρια μουριά, με τα κόκκινα σαν αίμα μούρα της"
μας ανέφερε συχνά.
Μέχρι να φτάσουμε στην περιοχή του
Μπολιάροβο, ο φλύαρος συνήθως παππούς, παρέμενε αμίλητος, βουβός. Έμοιαζε να
γρασάρει τους σκουριασμένους από τα χρόνια τροχούς των παιδικών του βιωμάτων,
προσπαθώντας να προσανατολιστεί στα γειτονικά τοπία. Στην υπόδειξη κάποιων
ντόπιων ότι το Σάρκοβο που αναζητούσαμε, ήταν το χωριό τους, ο παππούς αντέταξε
ένα αυστηρό: "Όχι, δεν είναι αυτό. Τι λέτε, δε γνωρίζω εγώ το χωριό μου!"
Πράγματι το χωριό ονομάζονταν Μικρό
Μπογιαλίκ (Μάλκο Σάρκοβο), και ας φαίνονταν να έχει περισσότερα σπίτια από το
άλλο χαμηλότερα, όπου μας έστειλαν.
Ο νέος δημόσιος δρόμος, έμπαινε από την
βόρεια πλευρά στο χωριό, γεγονός που τον δυσκόλεψε αρκετά στον προσανατολισμό
μου. Ευτυχώς που θυμότανε το όνομα του βουνού (Τσαλί μπαγίρ) και της Βρύσης στα
τούρκικα, και μας υπέδειξαν στα περίπου την τοποθεσία. Ο παππούς ζήτησε να
μπούμε τώρα από τη δυτική πλευρά, απ' τον παλιό χωμάτινο δρόμο. Σε μια στροφή
ζήτησε να σταματήσουμε για να πάει με τα πόδια. "Εδώ είναι, νάτο το σπίτι, η
μουριά, το ποτάμι, τα βράχια" ξεφώνησε με βουρκωμένα τα μάτια. Μικρός τα έβλεπε
όλα μεγαλύτερα, τεράστια. Τα βράχια δεν ήταν παρά δυο- τρεις πέτρες 30-40
εκατοστών και το ποτάμι ένα απλό ρυάκι, με λιγότερο νερό απ' αυτό της βρύσης.
"Να και η πόρτα μας, τη βάλανε τώρα στην αποθήκη" την αναγνώρισε.
Μια γριούλα Βουλγάρα έσκαβε στον κήπο.
Βλέποντας ότι περιεργαζόμασταν το σπίτι της, μας πλησίασε. Όταν της εξηγήσαμε
περί τίνος πρόκειται, βούρκωσαν και αυτής τα μάτια. Ποιος ξέρει σε πιο σημείο
της Βαλκανικής εγκατέλειψε κι εκείνη το δικό της "παλατάκι;" Αυθόρμητα μας
προσκάλεσε για έναν καφέ. Μας σύστησε στην κόρη, το γαμπρό και τα δύο εγγόνια
της, δύο χαριτωμένα αγόρια, που δε σταμάτησαν να μου μιλούν στα βουλγάρικα, κι
ας μη καταλάβαινα λέξη. Συνεννοούμασταν όμως τέλεια στη γλώσσα των μαγικών
παιχνιδιών. Τα παιδιά, βλέπεις, κερδίζονται παντού πολύ εύκολα, αρκεί να
χαρίσεις σ' αυτά λίγο χρόνο και διάθεση για παιχνίδια.
Ο πατέρας τους εξαφανίστηκε για λίγο,
για να γυρίσει μετά φορτωμένος με κρέατα και ποτά, προσφέροντας αντί του καφέ
ένα υπέροχο χωριάτικο γεύμα, με σαλάτες από τα ίδια χώματα του παππού και ένα
πρόβειο τυρί και γιαούρτι, τα πιο υπέροχα που έχω δοκιμάσει ποτέ, από τα ίδια
βοσκοτόπια, όπου φύλαγε κι εκείνος μαζί με τον γονιό του το δικό τους βιος.
Πάμπτωχη η οικογένεια στα τέλη της δεκαετίας του 90. Ούτε πέντε χιλιάδες δραχμές
το μήνα κέρδιζε ο μόνος εργαζόμενος πατέρας, κι όταν προσέφερα στον
αποχαιρετισμό στα παλικάρια του από ένα πεντοχίλιαρο, με κανένα τρόπο δεν ήθελε
να τα δεχτεί. Τα παιδιά έτσι κι αλλιώς δε γνώριζαν την αξία του χρήματος, γι'
αυτά αξία είχαν η επικοινωνία και τα παιχνίδια μας. "Τι κρίμα που δεν ξέραμε,
ότι μένει στο σπίτι του πατέρα μου μια τόσο χαριτωμένη οικογένεια! Θα φέρναμε
για όλους μερικά δώρα" παρατήρησε η γυναίκα μου. "Η επίσκεψη εδώ μπορεί να
επαναληφθεί όποτε θέλεις" της υποσχέθηκα.
Μετά το θάνατο του πατέρα της το 2003,
αντί για μνημόσυνο, φορτώσαμε το αυτοκίνητο, με ένα σωρό πράγματα, και τα
χαρίσαμε στα πρόσωπα που συνεχίζουν να υπάρχουν στον ίδιο χώρο και να χύνουν τον
ιδρώτα τους στα ίδια χώματα, κι ας μιλούν μόνο βουλγαρικά. Οι ψυχές εφαρμόζουν
τις δικές τους γλώσσες επικοινωνίας, ούτε και γνωρίζουν από όρια και
εθνικιστικές νοοτροπίες.
Πολλές φορές μετά επισκεφτήκαμε στη
Βουλγαρία, τη Σόφια, τη Φιλιππούπολη, τη Στενήμαχο, το Καβακλή, το Μελένικο, το
Σαντάσκι, το Παμπόροβο στη Ρίλα, το Μπάνσκο στο Πιρίν, επισκέψεις για τις οποίες
έχουν γραφεί ξεχωριστά οδοιπορικά
Τον Μάιο του 2009 μου δόθηκε η ευκαιρία
να επισκεφτώ μαζί μα τη σύζυγό μου, με το οργανωμένο από τους συνταξιούχους
υπαλλήλους ταξίδι, αυτή τη φορά τα παράλια της Ανατολικής Ρωμυλίας. Από τα
μαθητικά μου χρόνια ήταν το όνειρό μου να κάνω τον γύρω του Ευξείνου Πόντου, να
επισκεφτώ και γνωρίσω όλες τις αποικίες των αρχαίων Ελλήνων και τους τόπους όπου
αναγκάστηκαν να μετοικίσουν τρεις αιώνες αργότερα οι Πόντιοι πρόγονοί μου, αφού
εκδιώχθηκαν από τα πατρογονικά τους εδάφη.
Η πρώτη στάση μας: η πόλη Πύργος,
θρυλική σχεδόν για κάθε Θρακιώτη, με τους καθημερινούς βομβαρδισμούς του απ' όλα
τα ΜΜΕ, σχετικά με τον πετρελαιαγωγό Μπουργκάς- Αλεξανδρούπολη. Το μεγαλύτερο
λιμάνι της χώρας, δε σε εντυπωσιάζει στην αρχή: Καράβια, φουγάρα από εργοστάσια,
μια μεγάλη γέφυρα πάνω από τον όρμο και παρόμοια, ενισχύουν την εικόνα μιας
βιομηχανικής περιοχής. Στην παλιά όμως πόλη, αλλάζεις γνώμη. Καλά διατηρημένα
νεοκλασικά κτίρια, πάρκα, πανεπιστήμια δίχως μουντζουρωμένους τοίχους,
ευρύχωροι, με πανύψηλα πλατάνια στολισμένοι πεζόδρομοι, καθαρά καταστήματα και
συγυρισμένες εκκλησίες, όπως η πέτρινη της Κοίμησης της Θεοτόκου, σου προσφέρουν
την αίσθηση, ότι οι γείτονες δεν έσπειραν αυθαίρετα τις τσιμεντένιες
πολυκατοικίες τους, και σου τονώνουν την ελπίδα, ότι ούτε και ο αγωγός θα φέρει
εδώ την φοβούμενη καταστροφή.
Φθάσαμε για διανυκτέρευση στο
ξενοδοχείο Bellevue στην Ηλιόλουστη Ακτή της Νέας Μεσημβρίας. Εκεί ξαφνιάζεσαι
από το φύτρωμα σαν μανιτάρια των χιλιάδων πολυωρόφων ξενοδοχείων, τελειωμένων
και υπό κατασκευή, και συνειδητοποιείς, πως ο άνθρωπος και εδώ δυστυχώς δε
διδάσκεται από την ιστορία. Δεν άκουσαν οι Βούλγαροι, φαίνεται, λέξη για την
ασχήμια των ισπανικών ακτών. Επιπρόσθετα απορείς, πώς είναι δυνατόν σε εποχή
παγκόσμιας οικονομικής κρίσης, να καλυφτούν όλα αυτά τα τουριστικά θέρετρα;
"Χτίζουν, για να ξεπλύνουν το μαύρο χρήμα. Αν αργότερα καταντήσουν και αυτά σαν
τα άχαρα κτίρια του σοσιαλισμού, αυτό λίγο τους νοιάζει" παρατήρησε κάποιος.
Ξημέρωνε η 9η Μαΐου. Εμείς οι Θράκες
και μερικοί Ρουμάνοι ήμασταν οι πρώτοι και μοναδικοί πελάτες στο 12- ώροφο
κτίριο, τα άλλα γύρω μας όλα ήταν τελείως άδεια. Πολλά πουλιούνται, και
αγοράζουν συνέχεια Ρώσοι, Βρετανοί και Γερμανοί.
Την επόμενη μέρα ξεκινήσαμε προς τα
βόρεια για την Βάρνα. Περάσαμε μέσα από το γραφικό, ελληνόφωνο κάποτε κεφαλοχώρι
Βάνια, με την χαμηλή βασιλική εκκλησία του Προφήτη Ηλία, του οποίου οι κάτοικοι
μετοίκησαν ομαδικά στο Κίτρος της Κατερίνης. Μόνο τα πνεύματα των εδώ
αποθαμένων, εν είδη περιστεράς κι αυτά, στριφογυρίζουν ακόμα ακατάπαυστα, πάνω
από τις κοκκινωπές στέγες των εγκαταλειμμένων μονοκατοικιών, ανάμεσα σε
καταπράσινους κήπους με τα λογής- λογής οπωροφόρα δέντρα τους, παρέα με τις
ανάλαφρες, πεταλούδινες αναμνήσεις των προσφύγων στην Ελλάδα και των απογόνων
τους.
Γραφική η "Πρωτεύουσα των καλοκαιρινών
μηνών", όπως ονομάζεται αλλιώς η Βάρνα, με τη δεσπόζουσα καθεδρική της εκκλησία
της Κοίμησης της Θεοτόκου στην κεντρική πλατεία, με τα ιαματικά της νερά, το
δελφινάριο, τη βίλλα Ρόμα, το αξιόλογο μουσείο της, τα πάρκα, τα νεοκλασικά της
κτίρια, τις σκιερές αλέες, αλλάζουν πάλι τη διάθεση του κάθε επισκέπτη.
Εναλλακτικές εικόνες ψυχής, παρόμοιες μ' αυτές των λουομένων στα ζεστά νερά, που
βουτούν μετά στη διπλανή κρύα θάλασσα. Ψυχρολουσία: επιστροφή και πάλι από τα
Ηλύσια πεδία της φαντασίας του χθες, στην κρύα πραγματικότητα του σήμερα.
Πριν από το πρωινό, πετάχτηκα στην
έρημη σχεδόν παραλία, για να αποθανατίσω με τον φακό μου την συσσωρεμένη
ξενοδοχειακή ζούγκλα, κι ας είχαν αυτά από πέντε αστέρια το καθένα, διαφορετική
αρχιτεκτονική, και εύηχα διεθνώς ονόματα, όπως Victory Pallace, Majestic, Helena
κ.τ.λ. Μόνο το απρόσωπο μπρούντζινο άγαλμα του παγκοσμίως γνωστού Βούλγαρου
καλλιτέχνη Χρίστο, που απεικονίζει έναν μουσικό με το σαξόφωνό του, διαλαλεί
-έστω συμβολικά- την τρέλα που δέρνει μερικούς νεόπλουτους.
Νότια κατεύθυνση πήραμε για σήμερα.
Μερικά λόγια από την ξεναγό μας για το χωριό Αχελώ(η), στη θέση της αρχαίας
Αγχίαλου, η οποία ιδρύθηκε κατά τον 60 π.Χ. αιώνα από Απολλωνιάτες αποίκους, ή
κατά μια άλλη εκδοχή από κατοίκους των εκβολών του Αχελώου, καταποντίστηκε
ύστερα από μεγάλο σεισμό, ξαναχτίστηκε στο σημείο του σημερινού Πομόριε και
ήκμασε με τις ξακουστές αλυκές του παραδίπλα και τους απέραντους αμπελώνες της,
όπου κατά τους βυζαντινούς χρόνους τη μέρα του Αγ. Τρύφωνα (1η Φεβρ.), τελούταν
επί αιώνες πανηγυρικός αγιασμός. Κάπου εκεί κοντά οργάνωνε και ο αυτοκράτορας
Κωνσταντίνος ο Ε΄ τις επιτυχείς εκστρατείες του κατά του Βούλγαρου βασιλιά
Κρούμου. Μέχρι το 1906 οι κάτοικοί του ήσαν αμιγώς Έλληνες, εκδιώχθηκαν όμως
μετά, για να μετοικίσουν στην μητέρα Ελλάδα.
Η καθαρά βυζαντινή Παλιά Μεσημβρία
(Νεσεμπάρ), πάνω σε στενή χερσόνησο χτισμένη, ήταν ο επόμενος στόχος της
επίσκεψής μας, η γενέτειρα της αρχαιολόγου ξεναγού μας, κ. Ευτέρπης, την οποία
ένιωθες να καταβάλει τις πιο ενεργητικές της προσπάθειες, για να μας δείξει τα
ανασκαφέντα από την ίδια ευρήματα του τόπου της, αληθινά βυζαντινά διαμάντια, το
ένα λαμπρότερο από το άλλο. Μόνο να τα αναφέρω είμαι σε θέση, αν και για το
καθένα θα μπορούσε να γραφεί ολόκληρο βιβλίο. Αισιοδοξούμε τις επόμενες
εβδομάδες να κυκλοφορήσει μια τέτοια έκδοση από την ξεναγό μας στα ελληνικά,
όπως μας είχε υποσχεθεί. Σαράντα εκκλησίες υπήρχαν στην πόλη αυτή, γι' αυτό και
μπερδεύεται συχνά με τις Σαράντα Εκκλησιές της Ανατ. Θράκης. Η πρώτη ξενάγησή
μας στην πέτρινη καθεδρική εκκλησία, της Κοίμησης της Θεοτόκου κι αυτή, νεότερων
χρόνων (1857)1. Ακολουθούν η Αγ. Παρασκευή2 από τον 13ο αιώνα, η του Αρχάγελλου
Μιχαήλ, η Βασιλική της Αγίας Σοφίας από το δεύτερο ήμισυ του 5ου αιώνα, με την
επιγραφή του Ιουστινιανού, η του Αγ. Ιωάννη, πάνω στα ερείπια του ναού του
Απόλλωνα χτισμένη, η της Αναλήψεως από το 1690, πάνω στα ερείπια παλιάς
βυζαντινής χτισμένη, η του Ιωάννου του Προδρόμου από τον 14ο αιώνα, η του
Παντοκράτορος επίσης από τον ίδιο αιώνα, με τα εξωτερικά τούβλα σε σχήμα
σβάστικας τοποθετημένα, η των Ταξιαρχών από τον 10ο αιώνα, η της Ζωοδόχου Πηγής
ή Αγ. Στεφάνου, η επίσης πάνω στα ερείπια ναού του Απόλλωνα χτισμένη,
παραθαλάσσια εκκλησία του Αγίου Ιωάννου του Αλειτούργητου3, με τον πλούσιο
διάκοσμό της, ιδία στο ανατολικό τμήμα, και άλλες πολλές. Η επίσκεψη του
μουσείου ήταν το κερασάκι στην τούρτα της ημέρας εκείνης. Κρίμα όμως που στο
περίπτερο ανταλλαγής χρημάτων, με εγκληματικό σχεδόν τρόπο, με απάτησε ο
υπάλληλος, ώστε μου έκοψε την όρεξη να δοκιμάσω το περίφημο καλκάνι της
Μεσημβρίας, φέροντας στο νου μου την ιστορία της γιαγιάς μου με την αγελάδα, που
έδινε στην αρμεξιά είκοσι λίτρα γάλα, και ύστερα με μια αναπάντεχη κλωτσιά στην
καρδάρα το έχυνε καταγής.
Το ίδιο απόγευμα, μετά τη σύντομη
επίσκεψη του ανδρικού μοναστηριού Άγιος Γεώργιος από το 1856, συνεχίσαμε για την
αρχαιότερη αποικία της περιοχής τη Σωζόπολη. Η πόλη ιδρύθηκε από Μιλησσίους τον
6ο π.Χ. αιώνα και ονομάστηκε Απολλωνιάδα. Αργότερα βυθίστηκε κι αυτή από σεισμό
και μετονομάστηκε Σωζόπολη, γιατί οι κάτοικοί της γνώριζαν τα περάσματα ανάμεσα
στα ύφαλα των χαλασμάτων και οργάνωσαν ναυαγοσωστικές υπηρεσίες, για να σώζουν
τους απειλούμενους στον Άξενο Πόντο ναυαγούς. Για τον λόγο αυτόν πολιούχος της
πόλης ήταν ο Άγιος Ζώσιμος. Ένας δίωρος περίπατος στα στενά ανηφορικά δρομάκια,
φωτογραφίσεις και εδώ των βυζαντινών καταβολών της πόλης, μερικές κουβέντες με
ντόπιους, τους λίγους εναπομείναντες ακόμη Έλληνες στη γλώσσα, σκέψη και
συμπεριφορά, ένα απογευματινό παγωτό στο παραθαλάσσιο καφενείο, και έρχεται η
ώρα να σου χτυπήσει η τρισχιλιετής σχεδόν ιστορία στην πλάτη, για να σου
υπενθυμίσει την αβάστακτη βαρύτητα του παρόντος, να επιστρέψεις και πάλι στο
ξενοδοχείο σου.
Στην επιστροφή μας για την
Αλεξανδρούπολη ακολουθήσαμε μια άλλη βορειότερη διαδρομή, δια μέσου των πόλεων
Αητός, του σακατσανόφωνου και σήμερα Σλήβεν, και κάναμε στάση για γεύμα στην
Στάρα Ζαγόρα. Σε λίγο κατηφορίζαμε δια μέσου Χάσκοβο και Χαρμανλή για τη δική
μας Θράκη. Ευτυχώς που η σημερινή Βουλγαρία είναι μέλος της ενωμένης Ευρώπης,
και η πρόσβασή μας στα εκεί "πάτρια εδάφη" διευκολύνεται όλο και περισσότερο.
Ήδη στα σύνορα δεν περιμέναμε, όπως άλλοτε, σχεδόν καθόλου. Η Θράκη ενώνεται
ξανά. Ποιος ξέρει μπορεί μια μέρα να ανακτήσει το μεγαλείο της, και να
επαληθευτούν τα λόγια του μεγάλου ιστορικού Ηρόδοτου, ότι αν ενώνονταν οι λαοί
της, θα ήταν μετά τις Ινδίες, το δυνατότερο κράτος του κόσμου.
Οδοιπορικό στη Σαρδηνία και Κορσική
-Στα ίχνη της Μικρής Ελλάδας-
Αφού το 2008, επισκεπτόμενοι την
Καλαβρία και τη Σικελία, γνώρισα τη Μεγάλη Ελλάδα, φέτος θελήσαμε να
ακολουθήσουμε τα ίχνη των προγόνων μας και στα άλλα δύο μεγάλα νησιά της
Μεσογείου, τη Σαρδηνία και την Κορσική.
Μεγάλη υπόθεση η ολοκληρωμένη επί
τέλους Εγνατία οδός. Σε λιγότερο από έξι ώρες φτάνουμε από την Αλεξανδρούπολη
στην Ηγουμενίτσα, για να πάρουμε το βραδινό καράβι της ΑΝΕΚ για την Αγκώνα, και
να συνεχίσουμε από εκεί για το Λιβόρνο, απ' όπου πήραμε το επόμενο φέριμποτ για
την Όλβια της Σαρδηνίας, φορτωμένοι με ανεξίτηλες εντυπώσεις από τις μαγευτικές
πόλεις της Τοσκάνης, τη Φλωρεντία, τη Σιένα, το Τσιμινιάνο, την Πίζα, τη Λούκα,
και άλλες πολλές, όπου παντού αναγνώριζες τα ίχνη της επίδρασης του βυζαντινού
πολιτισμού στην περίοδο της Αναγέννησης.
Διασχίζοντας το βόρειο τμήμα του
δεύτερου σε μέγεθος νησιού της Μεσογείου, κατευθυνθήκαμε προς τη δεύτερη σε
πληθυσμό πόλη της Σαρδηνίας, το Σάσσαρι, αφού προηγουμένως πήραμε το πρωινό μας
στο μικρό ορεινό χωριό Βερχίντα, όπου και απολαύσαμε τον πραγματικά υπέροχο
καπουτσίνο μας. Πάνω στο δρόμο μας μέσα σε μια κοιλάδα, αντικρίσαμε τη ρομανική
εκκλησία της Αγίας Τριάδας, χτισμένη με λευκή και μαύρη πέτρα, που με το
βασιλικό της ρυθμό, περισσότερο Βυζάντιο παρά Δύση θύμιζε.
Το Σάσσαρι δεν διέφερε διόλου από τις
υπόλοιπες μοντέρνες πανεπιστημιουπόλεις (κυκλοφοριακό κομφούζιο κι εδώ), εκτός
από το γραφικό ιστορικό της κέντρο και την εκκλησία του Αγ. Αντωνίου, με το
επιχρυσωμένο εικονοστάσιό της και παραδίπλα την βρύση (Φοντάνα ντι Ροσσέλο) με
τα δώδεκα λιοντάρια. Κι όμως κάτι μέσα σου σε σπρώχνει να συνεχίσεις το
γρηγορότερο το ταξίδι σου για παρακάτω.
Ο επόμενος στόχος μας, η γραφική
παραθαλάσσια πόλη Αλγκέρο, η πόλη φρούριο με τους κατ' εξοχήν Καταλανούς
κατοίκους της.
Το τοπίο προς νότο, δίπλα στην
απόκρημνη ακρογιαλιά, παρ' ότι μέσα Οκτωβρίου ήδη, χαμογελούσε καταπράσινο,
φιλειρηνικό, φυτεμένο από την ίδια τη θεά Αφροδίτη με μυριάδες μυρτιές, από τον
μοβ καρπό των οποίων φτιάχνουν οι Σάρδοι και σήμερα το παραδοσιακό τους ποτό
"Μίρτο", φέρνοντας για λίγο κοντά σου τη μακρινή Ελλάδα. Μέχρι το μικρό
παραποτάμιο λιμάνι Μπόσα, ούτε ξενοδοχεία, ούτε ένα σπίτι, αλλ' ούτε και το
παραμικρό σκουπιδάκι στο δρόμο, παρά μόνο μερικές τρελές γκορτσιές, που ζήλεψαν
θαρρείς τις κουμαριές και κουβαλούν στα κλωνάρια τους άνθη και καρπούς μαζί, και
δυο- τρεις πετρόχτιστες βρυσούλες, που σου χαρίζουν στην φθινοπωρινή ζέστη του
μεσημεριού, απλόχερα το δροσερό νερό τους.
Προχωρώντας στη συνέχεια προς την
ενδοχώρα, συναντά κανείς διασκορπισμένα τα ίχνη του μεγαλιθικού πολιτισμού των
Nuraghe, με τα κενοτάφια και τις νεκροπόλεις του, πελασγικές θημωνιές από
γιγάντιους λίθους, που καθαίρεσαν και αλώνισαν οι αιώνες. Στο μέσον περίπου της
δυτικής πλευράς της Σαρδηνίας, στην άκρη ενός ακρωτηρίου, βρίσκεται η πόλη
Θάρρος. Παρά το γεγονός ότι ιδρύθηκε από τους Καρχηδονίους, της έδωσαν καθαρά
ελληνικό όνομα. Όσο νοτιότερα κατηφορίζαμε προς το Κάλλιαρι, όλο και
περισσότερες πινακίδες φανέρωναν την ελληνικότητα της προέλευσης των χωριών ή
πόλεων (Μοναστίρ, Ασσιμίνι, Βία, Βιθία).
Η πρωτεύουσα της Σαρδηνίας, όσο ωραία
και να είναι, σε αναγκάζει λόγω της πολυκοσμίας της, να μετατρέψεις τη ρωμαϊκή
φράση "veni, vidi, vici", σε "ήλθε, είδε και απήλθε", να βγάλεις από τα
αξιοθέατά της μέχρι το ηλιοβασίλεμα όσο περισσότερες φωτογραφίες μπορείς και ν'
αρχίσεις να ψάχνεις για ξενοδοχείο, το δυνατόν έξω μακριά στα περίχωρα.
Την επόμενη μέρα ακολουθήσαμε την
παλιά, γεμάτη στροφές, παραλιακή οδό, ανάμεσα σε φιλάρεσκες βίλες, και
ρομαντικούς κολπίσκους, μέχρι τον Αγ. Πρίαμο. Μια μικρή στάση στο Αρμπατάξ, για
έναν εσπρέσσο ή καπουτσίνο ήταν ότι έπρεπε, αν και τα φημισμένα κόκκινα βράχια
του, μας απογόητεψαν λιγάκι. Η συνέχεια όμως μέσα από το ορεινό εθνικό πάρκο Del
Golfo, ήταν σκέτη απόλαυση. Σε ύψος 1017 μ. μια αγέλη αγριόχοιρων μας
διασταύρωσε το δρόμο. Τι κρίμα που δεν είχαμε το χρόνο και τα κατάλληλα
υποδήματα, για να περπατήσουμε λίγο στα σεσημασμένα μονοπάτια του παρθένου
δρυμού.
Η Όλβια με τον νέο αυτοκινητόδρομο δεν
ήταν πλέον μακριά. Μια μικρή στάση και εδώ και συνεχίσαμε για το βορειότερο
λιμάνι της Σαρδηνίας, τη Santa Teresa Gallura, αφήνοντας δεξιά μας την περίφημη
Costa Smeralda. Έχοντας στο νου τις εικόνες από τις τεχνητές κατασκευές στο
Ντουμπάι, με φοίνικες στη θάλασσα και χιονοδρομικά κέντρα στην έρημο, δεν
αισθανθήκαμε διόλου την περιέργεια να γνωρίσουμε και αυτόν τον δήθεν αραβικό
παράδεισο της Σαρδηνίας. "Τέτοιοι τεχνητοί παράδεισοι, εκδικούνται κάποια μέρα",
είπαμε και τους παραγκωνίσαμε.
Ήσυχο το ξενοδοχείο μας, καθαρό, φθηνό και ο ξενοδόχος ένας υπέροχος
άνθρωπος, πρόθυμος να μας δείξει το κάθε τι στο γραφικό τους λιμανάκι.
Απέναντι λαμπίριζαν ήδη τα φώτα στην πόλη Bonifacio της Κορσικής.
Ανακαλύψαμε στα στενά και μια μικρή πιτσαρία, όπου γευτήκαμε την πιο
καλοψημένη και μυρωδάτη πίτσα μας. Και το κρασί υπέροχο και φθηνό, που σε
υποχρέωνε να το παραγγείλεις ξανά, μιας και ο "κίτσος", το αυτοκίνητό μας,
ξεκουράζονταν μπροστά στο ξενοδοχείο, κι η διπλανή παρέα του ζευγαριού από
τη Γερμανία, ήταν αρκετά ευχάριστη.
Αντίο Σαρδηνία, που εκτός από το όνομά
σου λίγα ελληνικά μάς προσέφερες, αλλά αρκούν κι αυτά προς το παρόν. Άλλη φορά
ίσως ανακαλύψουμε περισσότερα. Εξ' άλλου εσύ δεν ανήκες στη Μεγάλη Ελλάδα, στην
περιφέρειά της περιφερόσουν μοναχά!
Στις έντεκα το πρωί έφυγε το καράβι
μας με ελληνικό όνομα για το Bonifacio της γαλλικής Κορσικής. Κάστρο η πόλη
ολόκληρη, πελώρια αετοφωλιά, στην κορφή του απόκρημνου βράχου χτισμένη, κρύα σου
φαίνεται και αποτρεπτική, θαρρείς και κατοικούν εκεί μόνο μονόφθαλμοι πειρατές,
κι όμως αφήνεις το μοντέρνο υποζύγιό σου χαμηλά, και σκαρφαλώνεις κι εσύ παρέα
με τους άλλους τουρίστες ψηλά. Επιβλητική η κυρία είσοδος της πόλης με τα
πανύψηλά της τείχη, και τα στενά νοτισμένα δρομάκια, όπου μόλις και μετά βίας
δυο άνθρωποι πλάι- πλάι χωρούν, κι όταν μπροστά στο σπίτι σταματούν, όπου έζησε
ο μεγάλος Ναπολέων Βοναπάρτης, φρακάρει για λίγο κι εδώ η πεζοπορία. "Έλληνας
ήταν κι ο Ναπολέων, όπως και ο Χριστόφορος Κολόμβος" ακούς σε λίγο τα χείλη
κάποιου τουρίστα να ψιθυρίζουν στ' αυτί της συζύγου του. Βλέπεις μετά στη νότια
πλευρά τη σκάλα, που μέσα σε μια νύχτα, σκάλισαν οι εγκλωβισμένοι στον
κατακόρυφο βράχο, σου κόβεται λιγάκι η ανάσα, και φεύγεις για νέες ναπολεόντειες
κατακτήσεις.
Στον τουριστικό σου οδηγό διαβάζεις
μετά, ότι στην πόλη Levie βρίσκεται η γηραιότερη κάτοικος της Κορσικής, η Κυρία
από το Bonifacio, και εκδηλώνεις την επιθυμία να την γνωρίσεις από κοντά. Φυσικά
πρόκειται για έναν σκελετό γυναίκας 6570 χρόνων μέσα σε γυάλινο λάρνακα του
μουσείου, πλην όμως τα υπόλοιπα εκθέματα του μουσείου και ιδιαίτερα τα σχετικά
έργα των μαθητών, άξιζαν τον κόπο. Εξ' άλλου η διαδρομή προς τα εκεί μέσα στη
δασώδη βλάστηση και τα χωριά με τα τριώροφα σπίτια, χτισμένα από γκρίζο γρανίτη,
Fozzano, Sainte Lucie, Levie, όπως και η γρανιτένια γέφυρα "Η ράχη του αλόγου",
φέρνουν στη μνήμη σου εικόνες από τους πύργους της Μάνης, και τροφοδοτείται η
φαντασία σου με ατέλειωτες βεντέτες. Δεν ξέρω γιατί, αλλά δε διανυκτερεύσαμε
εκεί, παρά συνεχίσαμε για το λιμάνι Propriano.
Η πρωτεύουσα της Κορσικής Ajaccio ήταν
ο επόμενός μας στόχος. Δεν υπάρχουν αυτοκινητόδρομοι στο νησί, ούτε για δείγμα,
ατέλειωτες φαίνονται να είναι οι φιδίσιες σερπαντίνες στα πλευρά του ορεινού
όγκου. Πανύψηλοι Όλυμποι παντού. Ύστερα από πολύωρη ταλαιπωρία, και οδηγώντας σε
επικίνδυνους χωματόδρομους, βρήκαμε επί τέλους την προϊστορική περιοχή Filitosa,
όπου διασπαρμένα στους ακαλλιέργητους αγρούς, κι ανάμεσα σε φορτωμένες
κουμαριές, τα ταφικά μνημεία Μενίρ, από μονοκόμματη πέτρα φτιαγμένα, σού θύμιζαν
αρκετά το Stonehedge της Αγγλίας και την πατρίδα του Αστερίξ και Οβελίξ.
Ακόμα δυο ώρες οδήγηση και φτάνουμε
στη θορυβώδη πρωτεύουσα. Αρχίζει ο ιερός αγώνας με το παρκάρισμα κι εδώ, μόνο
και μόνο για να φωτογραφίσει κανείς το σπίτι και το άγαλμα του Ναπολέοντα, και
τον καθεδρικό ναό της πόλης, όπου βαπτίστηκε ο μεγάλος Ιmperator (κατακτητής).
Εγώ είχα την τύχη να ανακαλύψω και μια εικόνα της Παναγίας του Ντελακροά, και
βγαίνοντας από την εκκλησία να δω τυχαία το "εκκλησάκι των Ελλήνων", όπως το
ονόμασαν χαρακτηριστικά.
Τίποτε το ιερότερο για μένα δεν υπήρχε
στο ταξίδι μου αυτό, από το να επισκεφτώ την πόλη Καρυές (Cargese) και να
γνωρίσω έστω έναν από τους Έλληνες κατοίκους της, που κυνηγημένοι στα χρόνια της
Τουρκοκρατίας, κατέφθασαν εδώ από τη Μάνη, να μου μιλήσει λίγα ελληνικά.
Ρωτώντας μερικούς γέρους πώς μπορώ να βρω μερικούς Ελληνόφωνους, έπαιρνα πάντα
την στερεότυπη απάντηση: "Δεν υπάρχουν εδώ ελληνόφωνοι πλέον". Μέσα σε λίγα
λεπτά ρίζωνε μέσα μου η σκέψη, ότι οι αυτόχθονες κάτοικοι εδώ δεν συμπαθούσαν
και πολύ τους συμπατριώτες μας, που ίδρυσαν την ακμάζουσα κατά καιρούς παροικία,
με το ελληνικό σχολείο και την εκκλησία τους. Με βαριά καρδιά επισκεφτήκαμε την
πέτρινη ορθόδοξη εκκλησία του Αγ. Βασιλείου, ανάψαμε το κεράκι μας, ψάλαμε το
"Τη υπερμάχω Στρατηγώ…" και φύγαμε. "Παράξενο, η είσοδος της εκκλησίας είναι
προς την ανατολή, ίσως για να ατενίζουν οι ορθόδοξοι την καθολική εκκλησία
ακριβώς στον απέναντι λόφο, και να αισθάνονται μειονοτικοί!" συλλογίστηκα
εγκαταλείποντας την πόλη.
Βόρεια των Καρυών, ανάμεσα στις πόλεις
Πιάνα και Πόρτο, το τοπίο αλλάζει απότομα, δείχνοντας στον επισκέπτη μια τελείως
άγρια όψη. Πανύψηλα βραχώδη τείχη σε διάφορους σχηματισμούς και αποχρώσεις μπεζ,
κοκκινωπού και κίτρινου, ορθώνονται μπροστά σου, σαν να μπαίνεις στο στόμα του
διαβόλου, με τα σάπια, κιτρινισμένα του δόντια. Και τρύπες στα βράχια παντού,
στις ρίζες στις κορφές, ενώ αριστερά του στενότατου δρόμου χάσκει η αγριεμένη
σήμερα Μεσόγειος. Calanche, διαβάζεις στον τουριστικό σου οδηγό και μετά την
σχετική λαϊκή παράδοση: "Πήγε ο διάβολος να αποπλανήσει μια βοσκοπούλα, αλλά
έτρεξαν οι άλλοι βοσκοί και την έσωσαν. Τότε ξέσπασε πάνω τους ο αγανακτισμένος
διάβολος και μεταμόρφωσε όλους σε βράχους". Μαρτύριο κι ο δρόμος μέχρι το βόρειο
λιμάνι την Κορσικής L' Ile Rousse. Άρχισε να βραδιάζει και συνάμα να
σιγοψιχαλίζει. Πρόθυμος κάποιος κύριος να μας βοηθήσει για να βρούμε κάποιο
ανοιχτό ξενοδοχείο (γιατί μετά τα μέσα Οκτωβρίου σχεδόν όλα ήταν κλειστά), όταν
του μίλησα στα γαλλικά, μόνο που δε μας επιτέθηκε: "Εμείς οι Κορσικανοί δεν
είμαστε Γάλλοι, αυτοί είναι οι περισσότεροι μαύροι, είδατε κανέναν μαύρο εδώ;"
μας ρώτησε αγριεμένος στα ιταλικά. Τότε διαπίστωσα ότι οι πινακίδες των δρόμων
σ' ολόκληρο το νησί ήταν πρώτα στα ιταλικά (κορσικανική διάλεκτο) και ύστερα στα
γαλλικά, και ότι για τη χειμερινή περίοδο δεν ισχύει η συμφωνία μεταξύ Γαλλίας
και των Κορσικανών επαναστατών για την ανεξαρτοποίηση του νησιού, να μην
τοποθετούν εκρηκτικούς μηχανισμούς. Ο νυχτερινός μας περίπατος στην παλιά πόλη
συντομεύτηκε αναγκαστικά. Το άλλο πρωί ξεκινήσαμε για την Bastia. Μόνο από το
λιμάνι αυτό υπήρχε καράβι για την Toulon της Κυανής Ακτής, όπου είχαμε κλείσει
ξενοδοχείο στο διπλανό θέρετρο La Madrague. Εννέα σειρές αυτοκίνητα και άλλες
έξι φορτηγά περίμεναν στην προκυμαία, κι όμως όλα τα καταβρόχθισε το σιδερένιο
μεγαθήριο, για να φτύσει, ύστερα από δέκα ώρες, χίλιους Ιωνάδες στην απέναντι
γαλλική ακτή. "Δεν είναι εύκολο να κοπεί αυτός ο αόρατος ομφάλιος λώρος, με την
υπερδύναμη μητέρα γη!" ήταν η τελευταία μου σκέψη.
Οδοιπορικό στη Σικελία
Ήμουν φοιτητής τότε, όταν αρχές του
1960 επισκέφτηκα για πρώτη φορά τη Σικελία. Με τα λίγα χρήματα που διέθετα δεν
μπόρεσα να επισκεφτώ και να γνωρίσω από κοντά όλα τα μεγαλουργήματα της Μεγάλης
Ελλάδας, παρά μόνο τον Ακράγαντα και τις Συρακούσες. Τον Οκτώβριο του 2008 πήρα
την απόφαση να ταξιδέψω οδικώς από την Αλεξανδρούπολη στην κάτω Ιταλία και
Σικελία, παρέα με τη σύζυγό μου και ένα φιλικό μας ζευγάρι. Διασχίζοντας
ολόκληρη τη Βόρειο Ελλάδα, φθάσαμε στην Ηγουμενίτσα, όπου πήραμε το νυχτερινό
φέριμποτ για το Μπάρι. Επιθυμία όλων μας ήταν να επισκεφτούμε τα κυριότερα
κέντρα της Μεγάλης Ελλάδας, στην Κάτω Ιταλία τα αφήσαμε όμως για τον γυρισμό,
όπου θα είχαμε περισσότερο χρόνο. Προορισμός μας ήταν η Κεφαλού στο μέσον της
βόρειας ακτής της Σικελίας. Μόνο στον Κρότωνα επισκεφτήκαμε την παλιά πόλη και
το ακρωτήρι με το ιερό της Ήρας, που με την μοναδική όρθια κολώνα του θυμίζει το
ομώνυμο Ηραίο της Σάμου, με τη διαφορά ότι οι ραβδώσεις του κίονα εδώ είναι
ελικοειδείς. Το μουσείο του ακρωτηρίου βρίθει από ελληνικό πνεύμα και πολιτισμό
κι ας είναι πετρωμένα.
Ο παραλιακός δρόμος από τον Κρότωνα
έως το Ρήγιο είναι σκέτη απόλαυση. Αριστερά εκτείνεται το Ιόνιο, φέρνοντας στα
ρουθούνια σου τον ούριο πατρικό άνεμο της Ελλάδας, θαρρείς και είχε το
αυτοκίνητο πανιά, για να το σπρώξει περισσότερο νότια, ενώ τα μάτια δε χόρταιναν
να βλέπουν πόλεις και χωριά χτισμένα σαν αετοφωλιές πάνω στις κορυφές των βουνών
της Καλαβρίας, που δεν έπαυαν να σε καλούν ελληνιστί για να σε φιλοξενήσουν.
Κρίμα που δεν έχει ο Έλληνας τρεις και τέσσερις ζωές, για να τα επισκεφτεί ή
καλλίτερα να ζήσει στο καθένα απ' αυτά.
Από τα χέρια μας δεν έλειψε ούτε
στιγμή το υπέροχο βιβλίο της Αρτέμιδας Μερτάνη-Λίζας: "Ζεφυρία οδός" -Οδοιπορικό
στην Μεγάλη Ελλάδα-. Μετά τους Λοκρούς μάς κουκούλωσε η νύχτα με τα απαλά,
τρισδιάστατα πέπλα της, κόβοντας βίαια τον ομφάλιο λώρο που συνέδεε μέχρι τώρα
την ψυχή με την πανταχού παρούσα ελληνικότητα. Στην Μπόβα Μαρίνα έπρεπε να
διανυχτερεύσουμε, σ' ένα παραλιακό, απλό, αλλά εξαίσιο ξενοδοχείο, στο οποίο μας
οδήγησε η αδερφή του συναδέλφου του γιου μας, αφού προηγουμένως μας φιλοξένησε
στο σπίτι της. Οι γονείς της μιλούσαν ακόμη την αρχαία ελληνική διάλεκτο, η ίδια
όμως γνώριζε μόνο λίγες λέξεις. "Από χρόνο σε χρόνο και από γενιά σε γενιά
χάνεται η ελληνικότητα της περιοχής" μας διαβεβαίωσε το γέρικο ζευγάρι, εμφανώς
λυπημένο. "Να πάτε όμως αύριο οπωσδήποτε μέχρι ψηλά στη Βόυα (Μπόβα Σουπεριόρε).
Εκεί θα βρείτε περισσότερο κόσμο να ομιλεί τα ελληνικά" μάς συνέστησαν. Αυτήν
την ευκαιρία δε θέλαμε να χάσουμε με τίποτε. Μια επίσκεψη στην ορεινή Βόυα άξιζε
πάντα τον κόπο και τον χρόνο. Ατέλειωτο φίδι ο στενός ανηφορικός δρόμος. Η μέχρι
προ δεκαετίας ακμάζουσα πόλη, υποδέχονταν τώρα με μισή καρδιά τα ενενηκοστά
ξαδέρφια της, αφού τα περισσότερα σπίτια ήταν αμπαρωμένα κι οι άνθρωποι λιγοστοί
στην πλατεία και στα δρομάκια, με πινακίδες πρώτα στα ελληνικά και μετά στα
ιταλικά. Δαιμόνιο κι εδώ το πνεύμα των κατοίκων κατάφερε να μεταφέρει μέχρι εκεί
ψηλά, ολόκληρη ατμομηχανή και να την στήσει δίπλα στην πλατεία. Τι σήμαινε ο
συμβολισμός του, δεν κατόρθωσα να διαπιστώσω.
Μεταδοτικός ιός είναι και ο
ενθουσιασμός. Μια που ήρθαμε έως εδώ, ας γνωρίσουμε και τα υπόλοιπα χωριά της
περιοχής, καθαρά ελληνόφωνα, ακόμα πιο ψηλά στις ράχες των Καλαβρίων. Ο επόμενος
σταθμός μας το Ρεγκούτι Χωριό, ναι, με το όνομα Χωριό. Ο δρόμος χειρότερος,
στενός, σκέτη λακκούβα και κακό, σκυλί όμως και ο "κίτσος" μας, το γκολφ.
Αντίκρυ ο οικισμός, μερικές εκατοντάδες μέτρα ακόμη. Πάνω στην τελευταία στροφή,
έπαιρνε μια ομάδα εργατών το πρωινό της. Ρωτήσαμε στα ιταλικά, αν συνεχίζει ο
δρόμος για τα απέναντι χωριά και κατόπιν κάτω στην θάλασσα ξανά. Είδαν τις
γερμανικές πινακίδες του "κίτσου" και μας απάντησαν λακωνικά με ένα "Ναι". Όταν
όμως τους είπαμε πως είμαστε Έλληνες, μόνο που δεν μας έβγαλαν με το ζόρι από το
αυτοκίνητο. Απλόχερα μας πρόσφεραν τη φιλοξενία τους: δικό τους τυρί, χωριάτικο
λουκάνικο και ψωμί, και κρασί από δική τους παραγωγή. Και το ωραιότερο, να μη
σταματούν να μιλούν την αρχαΐζουσα ελληνική, που ομολογουμένως μόλις και μετά
βίας καταλαβαίναμε. Εκεί διαπίστωσα, πως τα γουρουνάκια τα αποκαλούν χοιρίδια,
και πως ο πυρετός λέγεται ακόμα βράση, όπως τον έλεγε και η γιαγιά μου στον
Πόντο (βραζ το κιφάλι 'μ). Ο Λορέντζο μάλιστα με τα άψογα νεοελληνικά του, μας
παρακάλεσε να μας προσφέρει κι έναν καφέ στο σπίτι του στο Χωριό, πράγμα που
εκτελέσαμε ευχαρίστως. Εκεί μας έδειξε το πατρικό του, το σπίτι του παππού και
του πεθερού του, ακόμα κι αυτό που γεννήθηκε ο ίδιος, όλα εγκαταλελειμμένα. Μόνο
το πατρικό του άρχισε να επισκευάζει τα Σαββατοκύριακα κι είχε καρφιτσωμένο στον
τοίχο το πρόγραμμα των εργασιών του στα ελληνικά. Απερίγραπτη η θέα στα γύρω
βουνά και λαγκάδια. Μπαλκόνι της Καλαβρίας το σπίτι. Στην αυλή μια χειροποίητη
πινακίδα με την επιγραφή: "Φασαρία". "Όταν μαζευόμαστε εδώ, πάντα υπάρχει
φασαρία" μας εξήγησε αστειευόμενος. Για την παραμονή μας στην Σικελία μας έδωσε
και τέσσερα μπουκάλια απ' το κρασί του. Με κανένα τρόπο όμως δε δέχτηκε να του
τα πληρώσουμε. Σε τέτοιες στιγμές πλημμυρίζει η ψυχή σου από περηφάνια
ελληνισμού κι ας ισχυριζόσουν προηγουμένως συχνά, κατηγορώντας τους συμπατριώτες
σου, πως αν ξαναγεννιόσουν, πάλι σαν Έλληνας ήθελες να ζεις, αλλά στην εποχή των
Πελασγών.
Από το Ρήγιο περάσαμε απέναντι στη
Μεσσήνα, καρφώνοντας την προσοχή μας στα στενά και κολλώντας την φαντασία στα
ανοιχτά στόματα των ομηρικών όντων, της Σκύλλας και της Χάρυβδης. Κατευθυνθήκαμε
για τη Νάξο, την πρώτη αποικία των Ναξιωτών, τη σημερινή Ταορμίνα. Πληθώρα οι
τουρίστες, θέση για πάρκιν πουθενά, και το αρχαίο θέατρο μόλις έκλεισε. Ευτυχώς
που μπορούσες να σκαρφαλώσεις κάπου και να το φωτογραφίσεις από ψηλά, όπως και
τον ήλιο που εκείνη τη στιγμή βυθίζονταν μέσα στον κρατήρα του ηφαιστείου της
Αίτνας, για να φορτωθεί περισσότερη φωτιά για την επόμενη μέρα. Βρήκαμε ένα
ωραιότατο παραλιακό ξενοδοχείο, με θέα τη Νάξο, την αρχαία και την μοντέρνα.
Ο επόμενος σταθμός μας: οι Συρακούσες.
Η μεγαλούπολη1 της αρχαιότητας διατηρεί ακόμα και σήμερα την παλιά της αίγλη. Το
θέατρο με την πηγή Αρεθούσα, δίπλα στις στοές λατομείων του Διονύσου, είναι
τεράστιο και ολόκληρο σκαλιστό στο βράχο. Μόνο στη βόρεια Πελοπόννησο γνώρισα
παρόμοιο στον ελλαδικό χώρο. Η παλιά πόλη στη θέση (νησί Ορτιγία) της αρχαίας
χτισμένη, είναι μοναδική κι ανεπανάληπτη. Μετά τη γέφυρα εντυπωσιάζεσαι στην
αρχή από τη μεγαλοπρέπεια του ναού του Απόλλωνα, ενώ λίγο παρακάτω ο δεξιός
τοίχος της μητρόπολης στηρίζεται στους ακέραιους κίονες του ναού της Αθηνάς.
Στην Πλατεία Αρχιμήδη ηχούν άθελα στ' αυτιά σου τα τελευταία λόγια του μεγάλου
επιστήμονα "Μη μου τους κύκλους τάραττε". Πανέμορφα παλάτια το ένα δίπλα στο
άλλο και στενά σοκάκια με θέα τη θάλασσα συμπληρώνουν τη γραφικότητα της πόλης,
που δύσκολα την εγκαταλείπεις, αφού ρίχνεις μια ματιά και στην μοντέρνα
αστεροειδή εκκλησία της Παναγιάς των δακρύων.
Δια μέσου Κατάνιας, διασχίσαμε τώρα το
εσωτερικό του νησιού και κάναμε μια στάση στην Έννα, πάνω σ' έναν λόφο χτισμένη.
Η θέα στα γύρω βουνά και στα μαφιόζικα χωριά ήταν φανταστική, αλλά δίπλα σου,
στην πλατεία και στους δρόμους στοιβάζονταν τα σκουπίδια, βουνά κι αυτά.
Το βράδυ έπρεπε να είμαστε στο
ξενοδοχείο μας στην Κεφαλού. Από εκεί θα οργανώναμε τις ημερήσιες εκδρομές μας
για τα υπόλοιπα αξιοθέατα της Μεγάλης Ελλάδας. Η πρώτη μέρα ήταν αφιερωμένη στην
πόλη Κεφαλού. Δε χόρταινε κανείς να περπατά στα στενά της σοκάκια, να
φωτογραφίζει τα παλιά αραβικά πλυντήρια και τον υπερβλητικό της καθεδρικό
νορμανδικό ναό (1140), τους ογκώδεις τρούλους και τα βυζαντινά μωσαϊκά του, και
να απολαμβάνει το εξαίσιο κρασί στην παραθαλάσσια πιτσαρία.
Η μεγαλύτερη μας εκδρομή ήταν εκείνη
προς την Σελινούντα. Αφήσαμε προς το παρόν την Ιμέρα και το Παλέρμο και
κατευθυνθήκαμε στην Σεγέστα, οι κάτοικοι της οποίας αποδέχτηκαν τον ελληνικό
πολιτισμό και μας κληρονόμησαν έναν σχεδόν ακέραιο ναό δωρικού ρυθμού, αγνώστου
όμως θεότητας, καθώς επίσης και το αμφιθέατρο, καλαισθητικά τοποθετημένο στην
κορυφή του λόφου, με θέα τα ήπια γύρω βουνά και τη Μεσόγειο.
Το γεύμα μας θέλαμε να πάρουμε στην
πόλη Τράπανη, που εκτείνεται μέσα στη θάλασσα σαν ένα δάκτυλο. Τα νεοκλασικά της
κτίρια, τα διάφορα παλάτια γοητεύουν κάθε επισκέπτη, ενώ στο λιμάνι
συνειδητοποιεί κανείς τη δυνατότητα να κάνει και το πρώτο του άλμα στην Αφρική.
Στο δρόμο για τη Σελινούντα
αντικρίζεις τους άσπρους λόφους από τις αλυκές και παρακάτω τους δεκάδες
ανεμόμυλους, να φουντώνουν τη φαντασία σου για νέους δονκιχωτισμούς. Ο
αρχαιολογικός χώρος της Σελινούντας είναι τόσο μεγάλος, ώστε χρειάζεσαι μια
ολόκληρη μέρα για να τον περιηγηθείς, ή τουλάχιστον το τοπικό μεταφορικό μέσο.
Οχτώ ναοί υπάρχουν εδώ, επιβλητικότερος ο αναστηλωμένος της Θεάς Ήρας, ενώ
παντού είναι διασκορπισμένοι οι τεράστιοι κίονες των υπόλοιπων, όπως π.χ. αυτός
της Αθηνάς, που με φόντο τους κίονες της ακρόπολης, άθελα σε γυρνούν στα χρόνια
της έξαρσης της ελληνικής αποικιοκρατίας. Μπορεί ο Ακράγας με τόσους καλά
διατηρημένους δωρικούς ναούς στην περίφημη κοιλάδα των Τεμπών να είναι
μοναδικός, η Σελινούντα όμως αποτελεί κατά τη γνώμη μου το μεγαλύτερο
μαργαριτάρι στο λαμπερό περιδέραιο που φέρει το όνομα Μεγάλη Ελλάδα.
Την επόμενη μέρα πήραμε από την
Κεφαλού το τραίνο για την Πρωτεύουσα του νησιού, το Παλέρμο. Με είχαν
προειδοποιήσει πολλοί να μην τολμήσω να επισκεφτώ την πόλη με το αυτοκίνητο.
Στην αρχή επισκεφτήκαμε το Μονρεάλε, μερικά χιλιόμετρα νοτιότερα, πάνω στο
γειτονικό βουνό, απ' όπου έχει κανείς μια φαντασμαγορική θέα του Παλέρμου και
της βόρειας ακτής του νησιού. Ο καθεδρικός ναός, αποδεικνύεται γρήγορα όχι μόνο
σαν θρησκευτικός, αλλά και σαν αληθινός καλλιτεχνικός παράδεισος. Οι εσωτερικοί
τοίχοι (6340 τ.μ.) είναι καλυμμένοι με αριστουργηματικά επίχρυσα μωσαϊκά, με
σκηνές απ' όλη την Παλαιά και την Καινή Διαθήκη. Αισθάνεσαι μηδαμινός και
φορτωμένος με τύψεις, φωτογραφίζοντας τόση συγκεντρωμένη θεία παρουσία, κάτω από
το αυστηρό βλέμμα του Παντοκράτορα. "Αγιά Σοφιά της Δύσης", θέλεις να
αναφωνήσεις. Ακόμη και το περιστύλιο της αυλής δίπλα, είναι τόσο περίτεχνα
κατασκευασμένο, ώστε να αδυνατείς πραγματικά να το εγκαταλείψεις.
Παλέρμο: Πόλη των αντιθέσεων και
διάφορων χαρακτήρων. Παλιό και νέο, καλοφτιαγμένο και ερειπωμένο, ζωντανό και
κοιμισμένο, χριστιανικό και αλλόδοξο, τα πάντα συναντάς εκεί, εκτός από
ελληνικές αρχαιότητες. Το Νορμανδικό στοιχείο υπερισχύει, και κατ' εξοχήν η
μητρόπολη, αλλά και το Μπαρόκ δε μένει πίσω. Παντού εκκλησίες με κομψά
καμπαναριά και αγάλματα στις κεντρικές πύλες και στα περίτεχνα παράθυρα. Στο
μουσείο "Παλάτι των Νορμανδών" με τη περίφημη "Καπέλα Παλατίνα" νιώθεις και πάλι
το βυζαντινό πνεύμα να κυριαρχεί ολοκληρωτικά. "Ναι, και στο Παλέρμο υπάρχει
ελληνισμός" θέλεις να φωνάξεις ενθουσιασμένος. Κι όταν σε λίγο επισκέπτεσαι το
θέατρο μάσσιμο, διαπιστώνεις ξανά τη σημαντική διαφορά της βυζαντινής τέχνης από
την πομπώδη μοντέρνα, και θυμάσαι τα λόγια του καθηγητού σου απ' το Γυμνάσιο:
"Βάλε ένα αρχαίο ελληνικό άγαλμα ανάμεσα σε εκατό ρωμαϊκά και θα στο βρω
αμέσως!"
Την τελευταία μέρα της παραμονής μας
στη Σικελία, σκοπεύαμε να επισκεφτούμε τον Ακράγαντα και τη Γέλα, προτιμήσαμε
όμως λόγω του μεγάλου ταξιδιού της επιστροφής μας, να γνωρίσουμε την γύρω
περιοχή από την Κεφαλού, την ορεινή Μαδονία. Ο πρώτος μας σταθμός ήταν ο ιερός
χώρος προσκυνήματος Γκιμπιλμάννα, μέσα στο δάσος από βαλανιδιές και δέντρα
μάννα, που μόνο στην περιοχή αυτή βλαστάνουν και παράγουν την ειδική ρετσίνη για
τα τρόφιμα και γλυκά, (όπως το μαστιχόδεντρο της Χίου). Γραφικότατα προστέθηκαν
στις εμπειρίες μας και τα χωριά Ισνέλλο και Καστελμπουόνο, με τα στενά τους
σοκάκια, τα καστέλα, τις αμέτρητες τρατορίες και τα εγχώρια προϊόντα, ιδίως
τυριά και γλυκά, που προσφέρονταν στους τουρίστες υπαίθρια. Κρύο αεράκι
κατέβαινε απ' τα ψηλά βουνά με τα γέρικά τους κεφάλια, και να, εμφανίστηκαν
κιόλας οι πρώτοι σκιέρ με τα πέδιλα στ' αυτοκίνητά τους. Σε λίγο θα χειμώνιαζε
και εδώ, καιρός να φύγουμε κι εμείς.
Ο αυτοκινητόδρομος από την Κεφαλού έως
τη Μεσσήνα είναι μια ατέλειωτη σειρά από τούνελ και αερογέφυρες. Οι φίλοι μας
άρχισαν να τα μετρούν, τα παράτησαν όμως σε λίγο. Διασχίσαμε κατά λάθος ολόκληρη
την πόλη, άξιζε όμως τον κόπο, αφού απολαύσαμε από κοντά όλα σχεδόν τα μοντέρνα
αξιοθέατά της. Απέναντι στην ηπειρωτική πλευρά, παρουσίαζε κι εδώ ο δρόμος την
ίδια εικόνα. Μόνο που πήρε φωτιά κάποιο λεωφορείο μπροστά μας και κλειστήκαμε
μέσα σ' ένα τούνελ. Παλαβοί και οι Ιταλοί σαν τους Έλληνες, αφού έβλεπαν ότι
φρακάραμε, προσπερνούσαν συνεχώς, δίχως ν' αφήνουν την παραμικρή απόσταση στο
προπορευόμενο όχημα, με αποτέλεσμα να μην μπορεί να πλησιάσει ούτε η αστυνομία
ούτε το νοσοκομειακό. Ο γιατρός έτρεχε πεζός ανάμεσα στα αμάξια, για να προλάβει
να σώσει μερικά άτομα που έπαθαν σοβαρά εγκαύματα.
Στη Σύβαρη σταματήσαμε για γεύμα και
πιο πάνω στην Ηράκλεια και το Μεταπόντιο, για να θαυμάσουμε ακόμη έναν ναό της
Ήρας που σώζεται αρκετά άρτιος. Στη σκιά του ναού αυτού θελήσαμε να
διανυχτερεύσουμε, δε βρήκαμε όμως κατάλυμα και συνεχίσαμε για τον Τάραντα. Αφού
περάσαμε τη γέφυρα που ενώνει τα δυο τμήματα της πόλης, και ακολουθώντας την
παραλιακή οδό, δίπλα στο εσωτερικό μεγάλο λιμάνι, καταλήξαμε στο ξενοδοχείο
ΑΣΤΟΡ. Δεν προλάβαμε να ξεκουραστούμε από το μακρινό ταξίδι και βρεθήκαμε στο
κέντρο της πόλης. Τίποτε δε θέλαμε να χάσουμε από τη γαλαζοαίματη γενιά της.
Παρ' ότι νέα, ίσως γι' αυτό ακριβώς, λουσμένη με άπλετο ηλεκτρικό φως, φάνταζε
ολοζώντανη, πλημμυρισμένη από νέους, μεσόκοπους και γέρους, ανακατεμένους, να
βολτάρουν ασταμάτητα στην πλατεία και στην κεντρική λεωφόρο, έφερναν στη μνήμη
σου αυτόματα Ελλάδα και πάλι, όπου τη δεκαετία ιδίως του πενήντα, στήνονταν κάθε
βράδυ σε κάθε πόλη και χωριό το περίφημο νυφοπάζαρο. Κι αν οι προσόψεις των
κτιρίων δε θύμιζαν διόλου Ελλάδα, τα πρόσωπα των ανθρώπων, οι κινήσεις οι
χειρονομίες, τα γέλια, τα χαμόγελα, τα πάντα σε γέμιζαν τη ψυχή με ελληνικότητα.
Μας άρεσε η νυχτερινή ζωή της πόλης του Τάραντα αφάνταστα, και δίχως δίσκο ή
μπαράκια. "Εδώ θα μπορούσα να ζήσω κι εγώ" δήλωσα στην παρέα μου. Στο κρεβάτι
διάβασα το σχετικό κεφάλαιο της Μερτάνη-Λίζας και αποκοιμήθηκα ευτυχισμένος.
Πρώτη φορά στη ζωή μου δε μ' ενόχλησε η διπλανή, ολονύχτια σχεδόν, ζωντανή
μουσική.
Νωρίς το πρωί βιαστήκαμε να
ανακαλύψουμε τους θησαυρούς της: Σε μια πλατεία την επιγραφή ΤΑΡΑΣ, δίπλα μια
άλλη: ΜΕΓΑΛΗ ΕΛΛΑΣ και Μagna Grecia, παρακάτω την Οδό Αρχιμήδη, την οδό Αρχύτου,
την προτομή του Πυθαγόρα. Σκιρτά μέσα σου άτσαλα ξανά η ελληνίζουσα καρδιά. Κι
όταν επισκεφτείς το αρχαιολογικό μουσείο, κοντεύει εκείνη να σπάσει. Εκατοντάδες
πνεύματα μεγάλων στοχαστών στριφογυρίζουν σα σμήνος μελισσών στο κεφάλι σου.
Χιλιάδες εντυπώσεις που δεν περιγράφονται, αλλ' ούτε και λησμονιούνται. Μια
πεζοπορία ακόμη στην παλιά πόλη, με τα πολύ στενά δρομάκια της, που ευτυχώς για
τους πεζούς δεν επιτρέπουν τη διάβαση σε οχήματα, ολοκληρώνουν τον υπέροχο
πρωινό σου περίπατο. Λίγο πιο πέρα από τη γέφυρα, ορθώνονται μπροστά σου
αδερφωμένοι δυο κίονες δωρικοί και μερικά μέτρα παρακάτω, ο μητροπολιτικός ναός
με το πανέμορφο ροκοκό παρεκκλήσι του δίπλα στο ιερό, κλείνουν το κεφάλαιο
Τάραντας, χαρίζοντας σου συνάμα την ιερή υπόσχεση, ότι θα σε φέρουν κάποτε πίσω
στον ίδιο χώρο πάλι.
Επιστρέφοντας στο Μπάρι περάσαμε κι
από τους ιδιόρρυθμους τρούλους της Μαρτίνα Φράνκα και του Αλμπερομπέλλο, απλά
και μόνο για να τους αποθανατίσουμε με μια δική μας φωτογραφία.
Στο Μπάρι μας κατέβαλε μια ανεξήγητη
μελαγχολία, ακόμα και η κάνον μου έπαψε έξαφνα να λειτουργεί. Ούτε η άψυχη
μηχανή δεν άντεξε τόση φόρτιση, ψηφιακή και συναισθηματική. "Θεέ μου, ποια
Ελλάδα είχαμε τότε δημιουργήσει και πως την έχουμε σήμερα καταντήσει" έβγαλα από
τα έγκατά μου τον βαθύ αναστεναγμό, καθώς μπαίναμε στο καράβι κι άλλαξα λίγο το
γνωστό μου ρητό: "Έλληνας πάλι θα ήθελα να ξαναγεννηθώ, αλλά την εποχή των
Δωριέων και των Ιώνων, παρακαλώ."
Reisebericht όber Sizilien
Ich war Student damals, als ich Anfang
1960 zum ersten Mal Sizilien besuchte. Mit dem wenig Geld όber das ich verfόgte,
konnte ich nicht aus der Nδhe alle Groίleistungen der Magna Grecia besuchen,
auίer Akragas (Agrigento) und Syrakuss. Im Oktober 2008 entschloss ich mit dem
Auto von Alexandroupoli aus nach Sόditalien und Sizilien zu reisen, gemeinsam
mit meiner Frau und einem befreundeten Ehepaar. Wir durchquerten ganz
Nordgriechenland, erreichten Igoumenitsa und nahmen die Fδhre nach Bari. Der
Wunsch von allen war den Besuch der wichtigsten Zentren der Magna Grecia in
Sόditalien fόr die Rόckfahrt zu lassen, wo wir mehr Zeit zu Verfόgung hδtten.
Unser Ziel war Cefalu in der Mitte der Nordkόste Siziliens. Nur in Croton
besuchten wir die Altstadt und die Halbinsel mit dem Heratempel, der mit der
einzigen aufrechten Sδule an das gleichnamige Heraion auf Samos erinnert, mit
dem Unterschied, dass die Rillen der Sδule hier spiralfφrmig sind. Das Museum
der Halbinsel ist όberfόllt mit griechischem Geist und griechischer Kultur, auch
wenn diese versteinert sind. Die Kόstenstrasse von Croton nach Reggio ist reiner
Genuss. Links erstreckt sich das Ionische Meer und bringt an deine Nase den
gόnstigen heimatlichen Wind, als ob dein Auto Segeln hδtte, um es weiter nach
Sόden zu schieben, wδhrend deine Augen unersδttlich die Dφrfer und Stδdte, wie
Adlerhorste in den Bergen Kalabriens gebaut, nicht aufhφrten dich in
griechischer Sprache als Gast einzuladen. Wie Schade dass der Grieche nicht drei
und vier Leben hat, um sie alle zu besuchen oder noch besser in jedem von ihnen
zu leben.
Nicht einmal einen Augenblick legten
wir das hervorragende Buch von Artemis Mertani-Lisa: "Zephyria odos"
-Reisebericht όber Magna Grecia- von unseren Hδnden ab. Nach Locri wickelte uns
die Nacht ein, mit ihren weichen, dreidimensionalen Tόchern, mit Gewalt die
Nabelschnur durchtrennend, welche bisher die Seele mit dem όberall gegenwδrtigen
Griechentum verband.
In Bova Marina όbernachteten wir in
einem kόstennahen, einfachen, aber ausgezeichneten Hotel, in das uns die
Schwester des Kollegen unseres Sohnes fόhrte, nachdem sie uns vorher in ihrem
Haus empfing. Ihre Eltern sprachen noch den altgriechischen Dialekt, sie selbst
jedoch kannte nur wenige Wφrter. "Vom Jahr zu Jahr und von Generation zu
Generation geht das Griechentum der Gegend verloren" bestδtigte uns das δltere
Ehepaar, offensichtlich traurig. "Sie sollten morgen unbedingt nach Bova
Superiore fahren. Dort werden Sie mehrere Menschen finden, die noch griechisch
sprechen" empfahlen sie uns. Diese Gelegenheit wollten wir mit nichts verpassen.
Die bergige Bova war immer fόr einen Besuch und fόr den Zeitverlust wert.
Unendliche Schlange der hinauffόhrende schmale Weg. Die bis vor zehn Jahren
blόhende Stadt, empfing halbherzig ihre Vettern neunzigsten Grades, da die
meisten Hδuser verschlossen waren, spδrlich auch die Menschen auf der Plateia
(Zentralplatz) und den Gassen, deren Schilder aber erst auf griechisch und dann
auf italienisch beschriftet waren. Ein Dδmon auch hier der Geist der Einwohner,
hat es geschafft, eine ganze Dampflokomotive hierher zu bringen und sie neben
der Plateia aufzustellen. Was dies symbolisierte, konnte ich nicht feststellen.
Ein ansteckendes Virus ist auch die
Begeisterung. Da wir bis hierher angekommen sind, lieίen wir uns auch die
restlichen, rein griechischsprachigen Dφrfer der Gegend kennenlernen, die weiter
hoch in den kalabrischen Bergen gebaut sind. Unsere nδchste Station war das
Reghudi Chorio, jawohl, mit dem Nahmen Chorio= (Dorf). Die Strasse noch
schlimmer, enger, rein Schlaglφcher und άbles, aber auch unverwόstlich, ein
Hund, unser "Kitsos" der Golf. Gegenόber noch einige hundert Meter entfernt,
erschien bereits die Siedlung.
Auf der letzten Kurve, nahm eine
Arbeitergruppe ihr Frόhstόck ein. Wir fragten sie auf italienisch, ob der Weg zu
den gegenόberliegenden Dφrfer und danach zum Meer weiterfόhrt. Sie sahen die
deutschen Autokennzeichen vom "Kitsos" und antworteten lakonisch mit einem "Ja".
Als wir ihnen sagten, dass wir Griechen sind, hδtten sie uns fast mit Gewalt aus
dem Auto gerissen. Groszόgig boten sie uns ihre Gastfreundschaft an: ihren
eigenen Kδse, hausgewachte Wurst, selbst gebackenes Brot und Wein aus eigener
Produktion. Das Schφnste jedoch war, dass sie nicht aufhφrten die altgriechisch
anmutende Sprache zu sprechen, welche wir -zugegeben- mit viel Mόhe verstanden.
Dort stellte ich fest, dass sie die Schweinchen noch als "chiridia" bezeichnen
und das Fieber als "vrassi", genauso wie meine Grosmutter aus dem Pontos meinte:
"vraz to kifali΄ m" (mein Kopf kocht!).
Lorenzo hinzu, mit seinem tadellosen
Neugriechisch, hat uns in sein Haus in Chorio, zu einem Kaffe eingeladen, was
wir gerne annahmen. Dort zeigte er uns sein Elternhaus, das Haus seines
Groίvaters, das des Schwiegervaters, auch das in dem er geboren wurde, alles
verlassen. Nur das Elternhaus, begann er die Wochenende zu renovieren, und hatte
an der Wand den Zettel genagelt, mit seinem Arbeitsprogramm auf griechisch.
Unbeschreiblich war die Aussicht zu den Bergen und Tδlern ringsherum.
Kalabrischer Balkon sein Haus. Im Hof eine handgemachte Tafel mit der Inschrift:
"Fassaria (Trubel)". "Wenn wir uns hierher versammeln, gibt es immer Trubel"
erklδrte er scherzend. Fόr unseren Aufenthalt auf Sizilien gab er uns vier
Flaschen aus seinem eigenen Wein. Keinesfalls jedoch war er damit einverstanden.
Geld dafόr zu haben. In solchen Augenblicken wird deine Seele von Stolz des
Griechentums όberschwemmt, auch wenn du hδufig vorher behauptet hast, die
eigenen Landsleute verleumdend, dass du bei deiner Wiedergeburt, wieder als
Grieche leben wolltest, aber in der Epoche der Pelasger.
Vom Reggio aus gelangten wir in
Messina gegenόber, unseren Blick auf die Meersenge nagelnd, und die Phantasie in
den offenen Mόnder der homerischen Wesen klebend, der Scylla und der Charybdis.
Wir fuhren in Richtung Naxos, die erste Kolonie der Naxioten, das heutige
Taormina. Unmengen von Touristen, kein Platz zum parken, und das antike Theater
geschlossen. Zum Glόck konntest du etwas hφher klettern und es fotografieren,
wie auch die Sonne, welche in diesem Augenblick in den Krater der Δtna versank,
um fόr den folgenden Tag noch mehr Feuer zu laden. Wir fanden ein wunderschφnes
Hotel am Strand, mit Blick auf Naxos, das antike und das moderne.
Das nδchste Reiseziel: Syrakusses. Die
Grosstadt2 der Antike bewahrt selbt heute ihren antiken Glanz. Das Theater mit
der Arethousa- Quelle, neben den Bruchsteingδngen von Dionysos, ist riesig und
ganz in den Felsen eingehauen. Nur auf Nordpeloponnes entdeckte ich δhnliches im
griechischen Raum. Die Altstadt, auf der Stelle der antiken Stadt gebaut ( Insel
Ortygia) ist einzigartig und unwiederholbar. Nach der Brόcke, wirst du
beeindruckt von der Erhabenheit des Apollotempels, wδhrend etwas weiter die
rechte Wand der Kathedrale, sich ganz auf die guterhaltenen Sδulen des
Athenetempels stόtzt.
Auf dem Archimedesplatz klingeln
ungewollt an deinen Ohren die letzten Worte des groίen Wissenschaftlers "Stφre
meine Kreise nicht". Wunderschφne Palδste das eine neben dem anderen und enge
Gassen mit Blick auf das Meer, ergδnzen das Malerische der Stadt, die du schwer
verlδsst, nachdem du auch einen Blick auf die moderne, sternfφrmig gebaute
Kirche der Muttergottes der Trδnen, geworfen hast.
άber Catania, fuhren wir jetzt durch
das Innere der Insel und machten eine Station in Enna, auf einem Hόgel gebaut.
Die Aussicht zu den Bergen und den Mafiadφrfern war fantastisch, jedoch neben
dir auf dem Hauptplatz und in den Strassen, stapelte sich der Mόll, auch er wie
Berge.
Am Abend sollten wir in unserem Hotel
in Cefalu sein. Von dort aus wόrden wir die Tagestouren zu den όbrigen
Sehenswόrdigkeiten der Megali Ellada organisieren. Der erste Tag war gewidmet
der Stadt Cefalu. Man hatte nicht genug in den engen Gassen zu flanieren, die
alten arabische Waschbrunnen zu fotografieren, sowie auch die hervorragende
normannische Kathedrale (1140 n. C.) mit ihren wuchtigen Kuppeln und den
byzantinischen Mosaiken im Innern, und in der Pizzeria am Meer den kφstlichen
Wein zu genieίen.
Unser lδngster Ausflug war jener nach
Selinus (Selinunte). Wir lieίen Imera und Palermo momentan links liegen und
nahmen die Richtung nach Segesta, deren Einwohner ebenfalls die griechische
Kultur annahmen und uns einen fast gδnzlich erhaltenen Tempel dorischen Stils
hinterlieίen, unbekannter Gottheit allerdings, sowie auch das Amphitheater,
kunstvoll auf dem Hόgelkopf gebaut, mit Blick auf die umgebenden milden Berge
und das Mittelmeer.
Das Mittagessen wollten wir einnehmen
in der Stadt Trapani, welche sich wie ein Finger ins Meer streckt. Die
neoklassizistischen Gebδude, die verschiedenen Palδste, begeistern jeden
Besucher, wδhrend am Hafen wird einem die Mφglichkeit bewusst, auch seinen
ersten Sprung nach Afrika zu schaffen.
Auf dem Wege nach Selinus erblickst du
die weiίen Hόgel von den Salinen und weiter unten die duzenden von Windmόhlen,
um in deiner Phantasie neue Don- chichotismen sprieίen zu lassen. Der
archδologische Platz von Selinus ist dermaίen groί, dass du einen ganzen Tag
benφtigst um darin gefόhrt zu werden, zumindest benφtigst du das lokale
Verkehrsmittel. Acht Tempel existieren hier, der όberragendste, der
aufgerichtete Heratempel, wδhrend όberall zerstreut die riesigen Sδulen der
anderen herumliegen, wie z.B. die vom Athenetempel, welche mit Hintergrund die
Sδulen der Akropolis, dich ungewollt wieder zu den Jahren des Hφhepunkts der
griechischen Kolonisierung zurόckversetzen. Vielleicht ist Akragas einzigartig,
mit seinen gut erhaltenen Tempel im berόhmten Tal der Tempi, doch Selinus,
meiner Meinung nach, bildet die grφίte Perle der glδnzenden Halskette, welche
den Namen "Magna Grecia" (Megali Ellada) trδgt.
Am nδchsten Tag nahmen wir von Cefalu
die Bahn zu der Hauptstadt der Insel Palermo. Viele haben mich gewarnt, es nicht
zu wagen, mit dem Wagen dorthin zu fahren. Anfangs besuchten wir Monreale,
einige Kilometer sόdlich, auf dem benachbarten Berg, von dem man einen
fantastischen Blick όber Palermo und όber die Nordkόste der Insel hat. Die
Kathedrale erweist sich bald nicht nur als religiφses, sondern auch als
wirkliches Kunstparadies. Die Innenwδnde (6340 m2) sind bedeckt mit vergoldeten
Mosaik-Meisterwerken, mit Szenen aus dem Alten und Neuen Testament. Du fόhlst
dich nichtig (unbedeutend) beladen mit Gewissensbissen, wenn du soviel
gesammelte gφttliche Gegenwart fotografierst, unter dem strengen Blick des
Pantokrator. "Hagia Sophia des Westens" mφchtest du dabei schreien. Selbst der
Sδulengang im Hof daneben, ist dermaίen kunstvoll gebaut, dass du tatsδchlich
Schwierigkeiten hast, ihn zu verlassen.
Palermo: Stadt der Gegensδtze und der
unterschiedlichen Charaktere. Alt und Neues, Gutgebautes und Ruine, lebendig und
erschlafen, christlich und andersglδubig, alles begegnet man dort, nur nicht
griechische Altertόmer. Das normannische Element όberwiegt, vor allem durch die
Kathedrale, aber auch der Barock bleibt nicht weit zurόck. άberall Kirchen mit
eleganten Kirchtόrmen und Statuen an den Haupttoren und an den kunstvollen
Fenstern. Im Museum "Palast der Normannen" mit seiner berόhmten "Kapella
Palatina" erlebst du wieder den byzantinischen Geist alles gδnzlich
beherrschend.
"Ja, auch in Palermo existiert das
Griechentum!" mφchtest du begeistert schreien. Und wenn du bald das Theatro
Massimo besuchst, registrierst du wieder den wesentlichen Unterschied zwischen
der byzantinischen und der modernen prunkvollen Kunst und erinnerst du dich an
die Worte deines Gymnasiallehrers: "Stelle eine altgriechische Statue zwischen
hundert rφmischen auf, und ich werde sie sofort herausfinden!" Am letzten Tag
unseres Aufenthalts in Sizilien, hatten wir vor, Akragas und Gela zu besuchen,
wir zogen es aber vor, wegen der Lδnge der Rόckreise, lieber die Umgebung von
Cefalu kennenzulernen, die bergige Madonie. Unser erster Halt war der heilige
Wallfahrtsort Gibilmanna, mitten in einem Wlad von Eichen und Manna-Bδumen,
welche nur in dieser Gegend aufwachsen, und ein spezielles Harz hergeben,
(Rizinusextrakt, wie der Mastixbaum auf Chios), geeignet fόr die Produktion von
Lebensmitteln und Sόίigkeiten. Zu unseren Erlebnissen zδhlten nun auch die
malerischen Orte Incello und Castelbuono, mit den engen Gassen, Kastells, den
unzδhligen Gaststδtten (Tratorias) und den Lokalprodukten, insbesondere Kδse und
Kuchen, welche man den Touristen anbot. Kalte Luft zog von den hohen Bergen mit
dem weiίen Haupt zu uns herab, und die ersten Alpinisten mit den Schiern auf dem
Autodach, sind bereits erschienen. Bald wόrde der Winter hier einkehren, Zeit
also auch fόr uns fortzufahren.
Die Autobahn von Cefalu bis Messina
ist eine unendlich Reihe von Tunnels und hohen Brόcken. Unsere Freunde begannen
sie zu zδhlen, bald gaben sie es aber auf. Aus Versehen durchquerten wir die
ganze Stadt, aber es hatte sich gelohnt, da wir aus der Nδhe ihre sδmtlichen
Sehenswόrdigkeiten genossen haben. Gegenόber auf der Festlandseite bot die
Strasse dasselbe Bild an. Mit dem Unterschied, dass ein Bus vor uns Feuer fing,
und wir in einem Tunnel eingesperrt wurden. Die verrόckten Italiener wie die
Griechen, obwohl sie sahen dass wir im Stau steckten, όberholten sie weiter,
ohne Abstand zum vorherigen Auto zu lassen, mit dem Ergebnis, dass weder die
Polizei, noch der Krankenwagen durchkamen. Der Arzt rannte zu Fuί zwischen den
Autos, um manche Personen zu retten, welche ernsthafte Verbrennungen erlitten.
In Sivaris machten wir fόr das
Mittagessen halt, sowie auch weiter nφrdlich in Heraklia und Metapontion, um
noch einen ganz erhaltenen Heratempel zu bewundern. Im Schatten dieses Tempels
beabsichtigten wir zu όbernachten, fanden jedoch keine Unterkunft und setzten
unsere Reise nach Taras (Taranto) fort. Nachdem wir die Brόcke passiert hatten,
welche die zwei Teile der Stadt verbindet, der Kόstenstrasse neben dem groίen
Hafen folgend, sind wir im Hotel Astor angekommen. Kaum hatten wir uns von der
langen Reise erholt, befanden wir uns schon im Zentrum der Stadt. Nichts wollten
wir verpassen von ihrer blaublutigen Generation. Trotz ihrer Jugend, vielleicht
auch deswegen, gebadet im όberflόssigen elektrischen Licht, quicklebendig,
όberschwemmt von jungen, mittelaltrigen und alten Menschen, gemischt
durcheinander, auf dem Zentralplatz und auf der Hauptstrasse hin und her
flanierend, brachten dir automatisch wieder Griechenland ins Gedδchtnis, als
speziell in den fόnfziger Jahren, jeden Abend und in jeder Stadt und jedem Dorf,
der berόhmte Brautbasar stattfand. Auch wenn die Fassaden der Gebδude όberhaupt
nicht an Griechenland erinnerten, die Gesichtszόge der Menschen, deren
Bewegungen, die Gestikulationen, die Gelδchter, das Lδcheln, all dies fόllten
deine Psyche mit Hellenismus. Das Nachtleben in Taras hat uns, auch ohne Diskos
und Bars, unbeschreiblich gut gefallen. "Hier kφnnte auch ich leben!" erklδrte
ich meiner Gruppe. Im Bett las ich das entsprechende Kapitel von Mertani-Lisas
Buch und schlief zufrieden ein. Zum ersten Mal in meinem Leben stφrte mich nicht
die beinah ganznδchtliche Lifemusik von nebenan.
Sehr frόh am Morgen beeilten wir uns
die Schδtze der Stadt zu entdecken: Auf einem Platz die Inschrift ΤΑΡΑΣ (TARAS)
und daneben eine andere: ΜΕΓΑΛΗ ΕΛΛΑΣ (Μagna Grecia) und etwas weiter die
Archimedesstrasse, die Archytosstrasse und die Bόste von Pythagoras. In deinem
Innern zappelt wieder das griechisierte Herz. Und wenn du das archδologische
Museum aufsuchst, scheint es beinah zu platzen. Hunderte von Geistern von groίen
Denkern schwirren wie ein Bienenschwarm um deinen Kopf. Tausende Eindrόcke,
welche weder beschrieben noch vergessen werden kφnnen. Noch ein Gang in die
Altstadt, mit ihren engen Gassen, wo zum Glόck fόr die Fuίgδnger kein
Autoverkehr erlaubt ist, ergδnzt deinen morgigen Spaziergang. Etwas weiter von
der Brόcke erheben sich vor dir brόderlich die zwei dorischen Sδulen und einige
Meter danach die Kathedrale, mit der wunderschφnen Rokoko- Seitenkapelle neben
dem Altar, schlieίen das Kapitel Taras, dir gleichzeitig das Versprechen gebend,
dich irgendwann mal wieder hierher zu bringen.
Auf dem Rόckweg nach Bari sind wir an
den eigenartigen Tόrmen von Martina Franca und Alberobello vorbeigefahren, um
sie einfach mit einem eigenen Bild nur zu verewigen.
In Bari όberfiel uns eine
unerklδrliche Melancholie, selbst meine Kanon-Kamera hφrte plφtzlich auf zu
funktionieren. Nicht einmal die seelenlose Maschine hat soviel digitale und
emotionale Belastung ausgehalten. "Mein Gott, welches Griechenland haben wir
damals geschaffen und wie wir es heute heruntergekommen lassen" habe ich aus
meinem Innersten das tiefgrόndige Gestφhne ausgestoίen, als wir auf das Schiff
einstiegen, und lieί meinen bekannten Spruch etwas verδndern: "Als Grieche
wollte ich wiedergeboren sein, aber bitte in der Epoche der Dorier und Ionier".
Οδοιπορικό στη Συρία
'Aλλη υπόθεση είναι οι γνώσεις μας από
βιβλία και την ιστορία, κι άλλη η προσωπική μας, η ζωντανή εμπειρία. Δεν μπορεί
κανείς να φανταστεί ποιους θησαυρούς κρύβει μια χώρα, αν δεν την επισκεφτεί επί
τόπου κι αν δεν την περιηγηθεί απ' άκρη σ' άκρη. Γνώριζα φυσικά από τα μαθητικά
μου ήδη χρόνια για τη μεγάλη πολιτιστική επίδραση του Μεγάλου Αλεξάνδρου και των
επιγόνων του στη σημερινή αραβική χώρα της Συρίας, για την ίδρυση πολλών και
περικαλλών πόλεων από τους Μακεδόνες, ιδιαίτερα αυτήν της Αντιόχειας, δεν μου
ήταν όμως συνειδητό, ότι και σήμερα ακόμη, στα παράλια της Ανατολικής Μεσογείου
και πίσω από τον Λίβανο, κρύβεται μια άλλη Ελλάδα, άγνωστη ίσως στους
περισσότερους Ευρωπαίους, ακόμη και στους ίδιους τους Έλληνες.
Η αρχαιότερη πρωτεύουσα του κόσμου
Δαμασκός, με τα πέντε περίπου εκατομμύρια πληθυσμού της σήμερα, μπορεί να μην
παρουσιάζει ιστορικά κάτι το αξιόλογο, εκτός από το αρχαιολογικό της μουσείο με
ευρήματα από πολιτισμούς προηγουμένων χιλιετιών (ιδιαίτερα αυτών των Ασσυρίων),
και την παλαιά της πόλη με τον απ' ευθείας συσχετισμό της με την Καινή Διαθήκη
και συγκεκριμένα με τη ζωή και δράση του Αποστόλου Παύλου, προσφέρεται όμως ως
ιδανική αφετηρία, για την εξερεύνηση όλης της χώρας.
Κατ' αρχήν είναι η γνωριμία σου με τον
ορθόδοξο Σύριο ξεναγό με τα άπταιστα ελληνικά του, αφού σπούδασε ιατρική στην
Θεσσαλονίκη και αγαπά την Ελλάδα περισσότερο απ' ό,τι θα περίμενε κανείς.
Σαγηνεύεται κανείς από την πρώτη κιόλας πληροφορία του, ότι οι Σύριοι είναι όλοι
τους φιλέλληνες και γιόρτασαν τη νίκη της Εθνικής Ελλάδας στην Πορτογαλία το
2004, εξ ίσου δυναμικά όπως και στην Ελλάδα, κι ότι ζουν ειρηνικά στη
μουσουλμανική χώρα του δύο εκατ. περίπου χριστιανοί, οι περισσότεροι των οποίων
ορθόδοξοι, τού απαλύνουν τα τυχόν αισθήματα φοβίας από την ολόγυρα παρούσα
ισλαμική υπεροχή. Πράγματι διαπιστώνεις εύκολα ότι τις Παρασκευές που κλείνουν
οι μουσουλμάνοι τα καταστήματά τους, είναι ανοιχτά αυτά των χριστιανών και
ψωνίζουν εκεί αυτονόητα γυναίκες με σκεπασμένα τα πρόσωπά τους με τον μαύρο
φερετζέ. Το αντίστροφο συμβαίνει τις Κυριακές όπου κλείνουν τα χριστιανικά
σχολεία και καταστήματα, παραμένουν τα υπόλοιπα ανοιχτά.
Εντυπωσιακό είναι το ρωμαϊκό θέατρο της
Σάμπχας στα νότια της Συρίας, ένα από τους πιο καλά διατηρούμενους στον κόσμο.
Επιβλητικά δεσπόζει στη γύρω περιοχή η
μονή της Σεϊντάγιας, με την θαυματουργή εικόνα της Παναγίας στην κρύπτη της
ομώνυμης εκκλησίας.
Μερικά χιλιόμετρα βορειότερα στην
Μααλούλα, δίπλα σ' ένα φαράγγι, το πλάτος του οποίου σε μερικά σημεία δεν
ξεπερνά το ένα μέτρο, βρίσκεται η θρυλική Μονή της Αγ. Θέκλας.
Λίγο βορειότερα επί του μοναδικού,
ανάποδα προς βορρά ρέοντα ποταμού Ορόντο, κείται η μόνη φανατική ισλαμική πόλη
Χάμα με τους γνωστούς από την αρχαιότητα νερόμυλούς της. (Χάμα σημαίνει στα
ελληνικά πεθερά, ο πεθερός λέγεται τότε χαμός, κι η συμπεθέρα: σύχαμα).
Πάνω στην κορφή ενός λόφου προσελκύει
τώρα την προσοχή κάθε επισκέπτη, το κάστρο των ιπποτών, ενώ κάτω στην
χριστιανική κοιλάδα προσκαλεί τους πιστούς της η μονή του Αγ. Γεωργίου.
Τη μεγαλύτερη έκπληξη για κάθε
επισκέπτη, ιδιαίτερα όμως για κάθε Έλληνα, προσφέρει η επίσκεψη της μεγαλύτερης
αλεξανδρινής πόλης της περιοχής, της Πέλλας (Απάμεια), όπου τέσσερις σειρές
κιόνων, με κορινθιακά κιονόκρανα, περιστοιχίζουν την κεντρική οδό, σε μήκος δύο
ολόκληρων χιλιομέτρων. Ουδέν σχόλιον, θα ήταν στην περίπτωση αυτή το μοναδικό
σχόλιό μου. Κι όταν ο Βέλγος αρχαιολόγος (νυμφευμένος με Ελληνίδα) σού εξηγεί με
άψογα ελληνικά την ιστορία της πόλης, νιώθεις αυτοστιγμεί μέσα σου τον ελληνισμό
να θριαμβεύει.
Η μονή του Αγ. Συμεών του Στυλίτη, ο
οποίος έζησε όλη του τη ζωή πάνω σε μια κολώνα, αποτελεί το αποκορύφωμα της
θρησκευτικότητάς σου, παρ' όλο που δε σού δόθηκε ο χρόνος να γνωρίσεις τις
περίπου 600 ξεχασμένες βυζαντινές πόλεις που βρίσκονται στη χώρα, όπως η
Σερτζίλα.
Θα ήταν η μεγαλύτερη παράλειψη της ζωής
σου να βρίσκεσαι στη Συρία και να μην επισκέπτεσαι τη νύφη της ερήμου Παλμύρα,
όπως αποκαλείται χαϊδευτικά. Όχι μόνο η κεντρική τεράστια, με τους κορινθιακούς
κίονές της αγορά, με τις υπέροχες πύλες, το μικρό καλλιμάρμαρο θέατρό της, τον
μεγαλοπρεπή ναό του Διός, αλλά κι αυτή η ίδια τοποθεσία, δίπλα στην καταπράσινη
όαση, στο κέντρο της άγονης ερήμου, σε αφήνουν για πάντα μαγεμένο.
Κι όταν έρθει η ώρα της αεροπορικής σου
επιστροφής από τη δεύτερη σε πληθυσμό πόλη Χαλέπι, με το απόρθητο σχεδόν κάστρο
στο κέντρο της, κι όταν συνειδητοποιήσεις παρατηρώντας τις πεταμένες νάιλον
σακούλες, ότι μερικοί άνθρωποι φέρθηκαν και φέρονται σαν το γάιδαρο στην
σκεπαστή της αγορά, τότε η σκέψη σου αυτή θα ήταν μάλλον μια προσβολή για το
συμπαθητικό ζώο.
Kurzer Reisebericht όber Syrien
Es ist eine andere Sache, Kenntnisse
von Geschichtsbόchern zu erwerben, und eine andere die persφnliche, die
lebendige Erfahrung. Man kann sich nicht vorstellen, welche Schδtze ein Land
verbirgt, wenn man es nicht besucht und von einem Ende zum anderen bereist hat.
Natόrlich wusste ich bereits aus der
Schulzeit όber die groίe kulturelle Einwirkung vom Alexander den Groίen und
seiner Epigonen, auf das heutige arabische Land Syrien, όber die Grόndung vieler
wunderschφnen Stδdte der Makedonier, vor allem die von Antiochien, es war mir
jedoch nicht bewusst, dass selbst heute an der Ostkόste des Mittelmeeres und
hinter des Libanon, ein anderes Griechenland versteckt ist, unbekannt eventuell
den meisten Europδern, auch den Griechen selbst.
Die δlteste Hauptstadt der Welt
Damaskus, mit ihren fast fόnf Millionen Einwohnern heute, bietet vielleicht
keine historischen Sehenswόrdigkeiten, bis auf das archδologische Museum, mit
Funden aus Kulturepochen mehrerer Jahrtausenden (insbesondere von den Assyrern),
und die Altstadt mit ihrer direkten Verbindung zum Neuen Testament, und konkret
zum Leben und Werk von Apostel Paulus, die Stadt bietet sich jedoch an, als
idealer Beginn fόr die Entdeckung des όbrigen Landes.
Zunδchst ist die Bekanntschaft mit dem
orthodoxen Syrer Fremdenfόhrer, der perfekt griechisch spricht, da er Medizin in
Thessaloniki studierte, und Hellas mehr liebt, als man erwartete. Du wirst
verzaubert bereits bei der ersten Information, dass alle Syrer Philhellenen
sind, dass sie im Jahre 2004 den Sieg der Nationalmannschaft Griechenlands in
Portugal, genauso dynamisch feierten, und dass im vorwiegend moslemischen Land,
όber zwei Millionen Christen Leben, die meisten orthodox, friedlich miteinander
leben, und es werden dir eventuelle Angstgefόhle wegen des άbergewichts der
umgebenden Gegenwart des Islam, erleichtert.
In der Tat stellst du bald fest, dass
Freitags wenn die Moslems ihre Geschδfte schlieίen, φffnen die Christen ihre
eigenen, damit die mit dem Dschador vφllig umhόllten Frauen dort einkaufen
kφnnen. Das Gegenteil ist Sonntags der Fall, wenn Christen Schulen und
Geschδftshδuser zu haben, bleiben die der Moslems auf.
Beeindruckend ist das rφmische Theater
von Sabha im Sόden von Syrien, eines der gut erhaltensten in der ganzen Welt.
Das Kloster von Seidaja, mit der
wundertδtigen Ikone der Mutter Gottes in der Krypta der gleichnamigen Kirche,
herrscht Ehrfurcht erweisend in der ganzen Umgebung.
Einige Kilometer nφrdlich in Maalula,
neben einer Schlucht, deren Breite an manchen Stellen nicht einmal einen Meter
misst, befindet sich das legendδre Kloster der heiligen Thekla.
Etwas nφrdlicher, an den Ufern des
einzigen, verkehrt herum nach Norden flieίenden Flusses Oronto, liegt die wohl
radikalste islamische Stadt Hama, mit ihren seit der Antike bekannten
Wassermόhlen (Hama bedeutet Schwiegermutter. In diesem Sinne musste
Schwiegervater Hamos, und die Schwδgerin Syxama, heissen).
Auf dem Gipfel eines Hόgels zieht nun
die Aufmerksamkeit von jedem Besucher, die Ritterburg, wδhrend weiter unten im
Tal der Christen, das Kloster zum heiligen Georg die Glδubigen zu sich einlδdt.
Die grφίte άberraschung fόr jeden
Besucher, insbesondere jeden Griechen, bietet der Besuch der grφίten
alexandrinischen Stadt der Umgebung, Pella (Apamia), in der vier Sδulenreihen
korinthischen Stils, umsδumen die Hauptstrasse in einer Lδnge von zwei
Kilometern. Kein Kommentar, wόrde in diesem Falle mein Kommentar dazu lauten.
Und als der belgische Archδologe (mit einer Griechin verheiratet) in tadellosem
Griechisch, dir die Geschichte der Stadt erklδrt, fόhlst du im selben
Augenblick, das Griechentum in dir triumphierend.
Es wδre das grφίte Versδumnis deines
Lebens, wenn du dich in Syrien befindest, ohne die Nymphe der Wόste Palmyra zu
besuchen, wie die Stadt liebevoll heiίt. Nicht nur die riesige zentrale Agora,
mit ihren korinthischen Sδulen, den exelenden Toren, dem kleinen Theater, aus
wunderschφnen Marmor, dem groίartigen Zeustempel, sondern auch ihre Lage selbst,
neben der sattgrόnen Oase, inmitten der unfruchtbaren Wόste, lassen dich fόr
immer verzaubert.
Das Kloster zum heiligen
(Sδulen)Symeon, der sein Leben auf einer Sδule verbrachte, bildet den Gipfel
deiner religiφsen Empfindeung, auch wenn du nicht die Zeit dafόr fandest, alle
ca. 600 vergessenen byzantinischen Stδdte zu besuchen, welche im Lande verstreut
liegen, wie Sertzila.
Und wenn die Zeit deiner Rόckreise
kommt, vom Flughafen der zweitgrφίten Stadt Haleppo, mit dem unbezwingbaren
Kastell in ihrer Mitte, und wenn du dir bewusst machst (den Plastik-Unrat
blickend), dass sich manche Menschen, wie der Esel in der όberdeckten Agora
benehmen, wδre dann dein Gedanke sicherlich eine Beleidigung fόr das
sympathische Hautier.
Η εκπλήρωση του ονείρου
Κάποια Κυριακή στον καθιερωμένο μετά τη
λειτουργία καφέ της ορθόδοξης εκκλησίας του Ντόρτμουντ, πληροφορήθηκε ο Λάμπος
Γαβράς, ότι ο παλιός φίλος του Αρίσταρχος, που ζούσε εδώ και δύο χρόνια τώρα για
πάντα στην Ελλάδα, τον Ιούνιο του 2002 επισκέφτηκε τα πάτρια εδάφη των προγόνων
τους και προσκύνησε εκεί ευλαβικά το μοναστήρι της Παναγίας Σουμελά. Αφού πριν
από δύο εβδομάδες είδε μερικές διαφάνειες κι άκουσε μια συγκλονιστική διάλεξη
για τον Πόντο, βαθιά συγκινημένος κι από το μυθιστόρημά: "Το αμπέλι μας στον
Πόντο", στο οποίο αναφέρεται και το ιστορικό όνομα του Γαβρά, στιγμή δεν έπαψε
από τότε να τον παρακινεί με τηλεφωνήματα κι ηλεκτρονικά μηνύματα, να ταξιδεύσει
κι αυτός μια φορά με την γυναίκα του στον Πόντο, και να ψάξει να βρει και "τις
δικές του ρίζες", όπως του έλεγε αδιάλειπτα.
"Πρέπει να πάω οπωσδήποτε κι εγώ με
την Ανή. Το έχω χρέος απέναντι στον συχωρεμένο τον πατέρα μου, και το γνωρίζεις
ακόμα πιστεύω καλά φίλε μου Αρίστο (όπως τον μετονόμασε χαϊδευτικά, ύστερα από
τον χωρισμό τους). Θέλω να βρω και την οικογένεια της θείας μου Καλλιόπης, μιας
και δεν πρόλαβε εκείνος να ξανασμίξει με την αδερφή του, και τον έφαγε το
παράπονο" τόνιζε.
Με κανένα τρόπο δεν ήθελε όμως να πάνε
με οργανωμένο γκρουπ, γιατί το γνώριζε εκ των προτέρων, ότι για να βρει κανείς
κάποιο συγκεκριμένο στοιχείο σ' ένα απομακρυσμένο χωριό του Πόντου (εκκλησία,
σπίτι, τάφο, βρύση, βράχο κ.τ.λ.), θα έπρεπε να έχει στη διάθεσή του χρόνο πολύ,
κι αυτόν ακριβώς τον χρόνο δε διέθεταν τα ταξίδια με τουριστικά λεωφορεία. Παρ'
όλο που ο Αρίσταρχος είχε επισκεφτεί τον Πόντο και την προηγούμενη χρονιά μ'
έναν άλλο φίλο του και την οικογένειά του απ' την Αθήνα, έδωσε τελικά στον Λάμπο
την υπόσχεση ότι θα οργανώσει και πάλι για χάρη του και σαν επισφράγισμα της
φιλίας τους, ένα κοινό προσκύνημα στα ιερά χώματα των προγόνων τους. Έτσι
αποφασίστηκε να κάνουν ένα μεγάλο ταξίδι τεσσάρων εβδομάδων με το ιδιωτικό του
αυτοκίνητο τον Μάιο του 2005.
Πάνω στον ενθουσιασμό του ο Λάμπος
ξεσήκωσε μάλιστα κι ένα φιλικό, γνωστό και στον Αρίσταρχο ζευγάρι από μια
γειτονική πόλη, κι ένα άλλο γερμανο- ελληνικό από το Ντίσελντορφ, τον Χορστ και
την Πόντια Ρούλα. Λόγω οικογενειακών προβλημάτων του πρώτου ζευγαριού, που δεν
μπόρεσε να έρθει στην συγκεκριμένη ημερομηνία, αντικαταστάθηκε αυτό την
τελευταία στιγμή με ένα άλλο ζεύγος της ίδιας περίπου ηλικίας και των ίδιων
προπάντων ενδιαφερόντων από την Αλεξανδρούπολη. Γιορτάσανε το Πάσχα όλοι μαζί
στο χωριό των Κικόνων Κίρκη, και την Τρίτη, στις 03-05-2005, στις 7 η ώρα το
πρωί, ξεκίνησαν με δυο αυτοκίνητα με γερμανικές πινακίδες, για το προσκύνημα των
"Αγίων Τόπων" των αλησμόνητων πατρίδων του Πόντου, με οδηγό το όραμα της
αντάμωσης του Λάμπου με την Τουρκάλα θεία του Καλλιόπη Αρίκογλου, το γένος
Γαβρά.
Για να μην υπάρξουν επικοινωνιακές ή
άλλης μορφής παρεξηγήσεις και παρερμηνείες, είχαν προηγουμένως οργανωθεί τα
πάντα. Συζητήθηκαν λεπτομερώς τα επί μέρους βήματα της "μεγάλης επιχείρησης",
όπως την ονόμασαν, κι ελήφθησαν τα σχετικά μέτρα. Αποφασίστηκε ακόμα να
καθοριστεί εκ των προτέρων και ο τόπος των διαλειμμάτων που θα συναντιόνταν, σε
περίπτωση που έχανε ο ένας τον άλλον, παρ' όλο που θα χρησιμοποιούσαν και τα
κινητά τους. Όλα έβαιναν καλά. Μόνο στην Κωνσταντινούπολη δεν πρόλαβε ο Χορστ να
στρίψει προς τα δεξιά, για να πάρει την πρώτη γέφυρα του Βοσπόρου, απ' όπου θα
φαίνονταν η Άγια Σοφιά πολύ πιο καλλίτερα, και χάθηκαν για λίγο. Βρέθηκαν όμως
στην Νικομήδεια, όπου είχαν συμφωνήσει την επόμενή τους μεγάλη στάση. Δίπλα στο
νεόκτιστο εστιατόριο, τα μισο-κατοικημένα κι άλλα μισο-ρημαγμένα λυόμενα σπίτια,
θύμιζαν την ολέθρια νύχτα του Αυγουστιάτικου εκείνου σεισμού, που έγινε αφορμή
να παραβλέψουν έστω για λίγο οι δυο γειτονικοί λαοί τις πολιτικές τους διαφορές
και ν' αντικρίσει ο Τούρκος τον Έλληνα και αντιστρόφως, με το φυσικό κι
αυτονόητο μάτι της ανθρωπιάς κι όχι της πολιτικής ή της ιστορίας.
Στη Σαφράμπολη δε δυσκολεύτηκαν διόλου
να ανακαλύψουν ένα παλιό πανέμορφο αρχοντικό (κονάκι) με ξεχωριστή
αρχιτεκτονική, για να διανυκτερεύσουν. Μετά την απογευματινή τους βόλτα στα
στενά σοκάκια του κάτω τούρκικου μαχαλά, κι απολαμβάνοντας το ηλιοβασίλεμα,
ανάμεσα στον τρούλο και τον μιναρέ της κάποτε ελληνικής εκκλησίας του Αγίου
Στεφάνου που μετατράπηκε σε τζαμί, δείπνησαν όλοι μαζί σ' ένα απλό, αλλά καθαρό
ταβερνάκι, του οποίου το ευγενικό αφεντικό γνώρισε αμέσως τον Αρίσταρχο από την
επίσκεψή του την περασμένη χρονιά. Ανέβηκαν φυσικά και στην ελληνική γειτονιά κι
επισκέφτηκαν την πανέμορφη πρώην ορθόδοξη εκκλησία. Άφησε ο χότζας τη δουλειά
του στο διπλανό μαγαζί και άνοιξε το δικό τους τώρα τέμενος. Δεν ήθελε το
φιλοδώρημα στο χέρι, ρίξτε ότι θέλετε στο κουτί, τους είπε. Παρέδωσε ο Θεός του
Οίκου του τα κλειδιά από το ένα χέρι στ' άλλο, εξαφανίστηκαν τα σύμβολα του
σταυρού από παντού, επιχρίστηκαν όλες οι αγιογραφίες, ωχρίασαν κι οι άγιοι κάτω
απ' τον ασβέστη, μα της ψυχής τους οι ουσίες φτερούγιζαν ακόμα στο χώρο, με
μορφή λεπτότατων μορίων σκόνης που έφτιαχναν τσουλήθρες, καβάλα στου ήλιου τις
αχτίνες που σαν σπινθηροβόλες ματιές του εκλιπόντα παντοκράτορα, έφταναν από του
τρούλου τα παραθύρια στο δάπεδο, με πλουμιστούς τάπητες καλυμμένο.
Στην Κασταμονή, ανέβηκαν στην αρχή στο
κάστρο των Κομνηνών που δέσποζε πάνω στον βράχο στην άκρη της πόλης. Μια ομάδα
μαθητών σαν πληροφορήθηκε ότι ήσαν Έλληνες, δεν ξεκόλλησε από κοντά τους. Οι πιο
πολλοί ήταν ακόμη ενθουσιασμένοι από την επιτυχία της εθνικής της Ελλάδας στην
Πορτογαλία. Με τη γλώσσα του αθλητισμού, με λίγα αγγλικά και τούρκικα επήλθε μια
τέλεια ανθρώπινη επικοινωνία. Κρίμα που δεν είχε η ομάδα και καμία ελληνική
σημαιούλα να τους την χαρίσει, που τόσο επίμονα τη ζητούσαν τα παιδιά. Μ' ένα
παγωτό που κεράστηκαν, κέρδισαν περισσότερο τις καρδιές τους. "Των λαών η φιλία
έχει βάση την παιδεία" παρατήρησε ο Χορστ ποιητικά.
Δια μέσου της Τόσιας φθάσανε στην
γενέτειρα του Στράβωνα Αμάσεια, στις όχθες του ποταμού Ίρη χτισμένη. Η παρέα, το
γκρουπ όπως συνήθιζε να την αποκαλεί η Ανή, έμεινε ενθουσιασμένη από τη
μαγευτική τοποθεσία της ωραιότερης ίσως πόλης της σημερινής Τουρκίας, με τους
βασιλικούς τάφους του Μυθιδράτη, που την κήρυξε σε πρωτεύουσα του ανεξάρτητου
ποντιακού κράτους του, εγκαταλείποντας την παραλιακή Σινώπη. Βαριά όμως ακόμη η
σκιά που απλώνονταν στην πλατεία της πόλης από τον απαγχονισμό των αθώων στην
ουσία 153 Ποντίων προυχόντων τον Μάιο του 1919, η απαρχή της μη αναγνωρισμένης
μέχρι τώρα δυστυχώς ποντιακής γενοκτονίας. "Δε βοηθά σε κανέναν, προ πάντων στον
εαυτό σου, να κρύβεις συνεχώς το βεβαρημένο παρελθόν σου. Μια συγνώμη αρκεί τις
περισσότερες φορές, για να βρουν κι οι απόγονοι την ηρεμία της ψυχής τους. Η
ειλικρινής συγνώμη είναι η δεύτερη βάση της αληθινής φιλίας" συμπλήρωσε ο
Αρίσταρχος τη σκέψη του φίλου Γερμανού.
Με τη μεταφραστική βοήθεια κάποιου
Τούρκου που έζησε ορισμένα χρόνια στην Γερμανία και γνώριζε κάπως τα γερμανικά,
προσπάθησε ο Λάμπος, να επικοινωνήσει με την υπεραιωνόβια τώρα (101-χρονη) θεία
του Καλλιόπη στην Σαμψούντα, ή με κάποιον συγγενή της, αφού είχε προγραμματιστεί
την επόμενη μέρα να επισκεφτούν αυτήν την πόλη. Φούντωνε μέσα στα στήθη του η
αισιοδοξία, ότι πλησίαζε ήδη η στιγμή, να γνωρίσει και ν' αγκαλιάσει επί τέλους
τη θρυλική εκείνη γυναίκα που παντρεμένη τότε με τον Τούρκο Νουρί Αρίκογλου,
στην αναγκαστική ανταλλαγή των πληθυσμών, δεν μπόρεσε ή δεν ήθελε να
εγκαταλείψει τον άνδρα της και τον Πόντο. Ένα μικρό βήμα απέμενε ακόμη, για να
εκπληρώσει αυτός το μεγάλο όνειρο του πατέρα του, που με τα χρόνια πέρασε και
στη δική του ψυχή. "Μπορεί να έφυγε εκείνος, μα τ' όνειρό του ζει ακόμα μέσα
μου, έγινε και δικό μου", προσπαθούσε ο Λάμπος να εξηγήσει στην παρέα την
υπερβολική ορισμένες φορές επιμονή του.
Αν είναι κάτι να γίνει, θα γίνει, αν
όμως έχει βάλει ο διάβολος την ουρά του στην υπόθεση, δε γίνεται τίποτε. Κάποιο
νούμερο του τηλεφώνου της θείας του, όπως το έγραψε ο ξάδερφος του Λάμπου, που
ανακάλυψε την Καλλιόπη πριν απόν πολλά χρόνια δια μέσου του Ερυθρού Σταυρού,
ήταν γραμμένο λάθος δυστυχώς, και δεν τα καταφέρανε να επικοινωνήσουν μαζί της ή
μ' έναν από τους δικούς της, αλλά ούτε κι οι εκ νέου πολλαπλές τηλεφωνικές
προσπάθειες επικοινωνίας με τον ξάδερφό του στην Καστοριά καρποφόρησαν.
Πικραμένος ο δυστυχής κατηγόρησε την καταραμένη μοίρα που του έκλεινε κατάμουτρα
την πόρτα, έγειρε απελπισμένος το κεφάλι, και δεν ενδιαφέρονταν πια για τίποτε.
"Να φτάσω ο αφορισμένος στην πηγή και να μη μπορώ να πιω νερό. Πιο μεγαλύτερη
ειρωνεία απ' αυτή δεν υπάρχει στον κόσμο για μένα" μεμψιμοιρούσε συνέχεια..
Με βεβαρημένη την ψυχή την άλλη μέρα,
πίστευε ο Λάμπος ότι περπατά ίσως κάτω απ' το παράθυρο της θείας του στη
Σαμψούντα, να νιώθει την συνεχή παρουσία του πνεύματός της τριγύρω του, δίχως να
μπορεί να το ασπαστεί, τουλάχιστον μια "καλημέρα" να πει ελληνιστί. Εκείνο το
πρωινό δεν είχε διάθεση να φωτογραφίζει και να κινηματογραφεί τα ελληνικά
αρχοντικά, την πλατεία της κατεδαφισμένης μητρόπολης της Αγίας Τριάδας, με τα
τέσσερα νεοκλασικά της εκπαιδευτήρια, από τα οποία έμεινε μόνο ένα, τα γαλλικά
καπνομάγαζα, την καθολική εκκλησία κι άλλα πολλά, ούτε και το μνημείο του Κεμάλ,
που στις 19 Μαΐου 1919 αποβιβάστηκε εδώ, για να καταστείλει δήθεν τις βιαιότητες
εις βάρος των Ποντίων, ημερομηνία που διαλέχτηκε αργότερα σκόπιμα ως εθνική
γιορτή αποσόβησης του κινδύνου από τους Ρωμιούς, ενώ θα έπρεπε να γραφτεί στην
παγκόσμια ιστορία, ως ημέρα μεταμέλειας και συγνώμης.
Διασχίζοντας την πεδιάδα Θεμίσκυρα
(Τσαρσαμπά) των πολεμοχαρών Αμαζόνων και προσπερνώντας τα ιαματικά λουτρά του
Θερμώδοντα, προχώρησαν οι "ένδοξοι οκτώ" όπως αυτοαποκαλούνταν, προς τα
ανατολικά. "Αν ζούσατε πριν από τρεις χιλιάδες χρόνια σ' αυτήν την περιοχή, θα
είχατε κι εσείς κομμένο το δεξιό σας στήθος" παρατήρησε αστειευόμενος ο
Αρίσταρχος στις δυο γυναίκες που επέβαιναν στο δικό του αυτοκίνητο. "Ίσως όμως
να ήταν και τότε η επιστήμη αρκετά προχωρημένη και να πετυχαίνανε εγχειρίσεις
κατά του καρκίνου του μαστού" συμπλήρωσε μετά, πιο σοβαρά.
Στην Οινόη σταματήσανε μπροστά στο
σπίτι των προπάππων του "ξεναγού" τους Αρίσταρχου. Από τις περιγραφές του παππού
στα παιδικά του χρόνια, ότι ζούσαν τάχα δίπλα στην εκκλησία (που σήμερα
λειτουργεί κι αυτή ως τζαμί), κι ότι τότε μικρό παιδί, έβγαζε το πουλί του και
κατουρούσε απ' το παράθυρο στη θάλασσα, συμπέραναν, ότι από τα τόσα παραθαλάσσια
σπίτια, μάλλον δύο συγκεκριμένα μόνο θα μπορούσαν να θεωρηθούν ως κατοικία του
ιερέα πατέρα του. Οι ξένοι νεόφερτοι κάτοικοι της τώρα μεταμορφωμένης πόλης, δεν
μπορούσαν να τους δώσουν καμιά σχετική πληροφορία. Η πεποίθηση όμως, ότι
ιδιαίτερα το ένα που του έγλυφαν ακόμη τους πέτρινους τοίχους τα κύματα του
κόλπου, ήταν το πατρικό του παππού του, κατατρόπωσε κάθε αμφιβολία κι αναπτέρωσε
το ηθικό του Λάμπου, φυτεύοντας στα στήθη του την ελπίδα, ότι εκείνος στο μικρό
χωριό Κοιλάδ της δικής του γιαγιάς θα είχε αυτή τη φορά οπωσδήποτε περισσότερη
τύχη.
Στην ρέμπελη, αριστερή στο φρόνημα πόλη
Φαδισάνη (Φάτσα), συνάντησαν τον Πόντιο φίλο του Αρίσταρχου Ρετζέπ, που
αγκάλιασε όλους ολόθερμα και πρόσφερε σ' όλη την παρέα ένα τσάι. Μια ολόκληρη
ώρα τα έλεγαν μεταξύ τους, κι ο Λάμπος δεν πίστευε στ' αυτιά του ότι υπάρχουν
και σήμερα ακόμη Πόντιοι στην Τουρκία, που μιλούν ελεύθερα και τέλεια την
ποντιακή γλώσσα, παίζουν άψογα τη λύρα και χορεύουν υπέροχα τους πανάρχαιους
χορούς του Πόντου. Ο Ρετζέπ τους συνέστησε μετά να επισκεφτούν οπωσδήποτε και
την Τόνια, όπου μιλούν ακόμη εκεί εξ' ολοκλήρου την ποντιακή, και την γενέτειρά
του Κατωχώρ (Τσαΐκαρα) πάνω απ' τον Όφι, καθώς επίσης και το τουριστικό
Ουζούνγκιολ1 κι αποχαιρετίστηκαν, με την παράκληση να τους επισκεφτεί στην
Ελλάδα κι αυτός όποτε θέλει και μπορεί.
"Σε τρία χρόνια παίρνω σύνταξη. Ίσως
τότε να τα καταφέρω" απάντησε εκείνος κι έφυγε για την υπηρεσία του στο
Δημαρχείο της πόλης.
Στο Ιασσόνιο Άκρον επιβάλλονταν μια
στάση. Όφειλαν να προσκυνήσουν όλοι την ανασκευασμένη εκκλησία του Αγίου
Νικολάου, που φέρει ακόμα στους τοίχους της τεμάχια του στην ίδια ακριβώς θέση
κτισμένου αρχαίου μαρμάρινου Ναού του μυθικού Ιάσονα, ο οποίος λατρεύονταν στην
περιοχή αυτή ως Θεός.
Αδελφωμένα πλάι- πλάι η Ψωμειάδιος
Σχολή και η εκκλησία της Υπαπαντής του Κυρίου στην διπλανή πόλη Κοτύωρα (Ορντού)
προδίδουν ακόμη και σήμερα το μεγαλείο της ποντιακής ψυχής. Δεν ενοχλεί πια τον
Έλληνα επισκέπτη (όχι μόνο τον ποντιακής καταγωγής) το γεγονός, ότι στον ιερό
αυτόν χώρο φυλακίστηκαν ισοβίτες, ότι το σημερινό πολιτιστικό κέντρο κανονικά θα
έπρεπε να του πλακώνει την ψυχή με κείνη την τεράστια φωτογραφία του Κεμάλ.
δίπλα στο ιερό, γιατί μια και μόνη σκέψη περνά από το νου τους: "ό,τι και να
γίνει, το ποντιακό πνεύμα πάντα εδώ θα μείνει. Δεν κόβεται στη μέση, δεν
τεμαχίζεται η ψυχή, όπως η ύλη, ολάκερη μένει η μορφή, κι ας μην είναι πια
μπροστά σου, όπως ο αριθμός οκτώ που σημειώνεις με το δάκτυλο στον αέρα, που
υπάρχει και μετά εκεί, αόρατος, άπιαστος, ολάκερος, ύπαρξη θεϊκή, ιδέα
πλατωνική. Αιώνια θ' ακούγεται -τροποποιημένο ίσως λίγο- το ξέσπασμα της ψυχής
των μυρίων του Ξενοφώντα,: "θάλαττα, θάλαττα, αθάνατα, αθάνατα".
Το Πολυκάρπειο Παρθεναγωγείο λίγο πιο
πάνω λειτουργεί και σήμερα ως σχολείο. "Σ' αυτό φοίτησαν οι γιαγιάδες μου κι απ'
τις δυο πλευρές" ανέκραξε ο Λάμπος. Το φιλειρηνικό πνεύμα των Ποντιόπαιδων
μεταδόθηκε και σε τούτα τα παιδιά, που πλησίασαν σωρηδόν το τουριστικό γκρουπ
και με τα λίγα τους ελληνικά ή αγγλικά προσπαθούσαν να επικοινωνήσουν μαζί τους.
"Χριστέ μου πόσο δίκαιο έχεις: Τα παιδιά είναι σ' όλο τον κόσμο αγαθά, αθώα κι
ευλογημένα", διαπίστωσε κάποιος απ' την παρέα στιγμιαία. Δε φταιν αυτά, δε φταιν
αυτά!!
Άργησαν αρκετά στην ελληνική γειτονιά
και πεινούσαν τώρα πολύ. Η ατσάλινη θέληση για μάθηση, η διονυσιακή μέθη με το
κρασί της μυθολογίας κι ιστορίας, η ακατανίκητη περιέργεια για κάθε νέο
ερεθισμό, η κατανυκτική ανακάλυψη του παρελθόντος, νικούν μεν το φυλακισμένο στο
στομάχι θηρίο, αδυνατούν όμως να το εξολοθρέψουν μια για πάντα. Ο Αρίσταρχος
υποσχέθηκε στην ομάδα του ότι θα τρώγανε ψάρι σε μια ψαροταβέρνα απέναντι από
την παλιά πόλη. Η διαχωριστική νησίδα του νέου αυτοκινητόδρομου όμως, δεν τους
επέτρεπε να στρίψουν αριστερά προς την θάλασσα. Δοκίμασαν δια μέσου των στενών
δρομίσκων, δίχως αποτέλεσμα, χειρότερα μάλιστα. Προχώρησαν προς την Κερασούντα
με την ελπίδα να βρούνε στο δρόμο κάποιο ήσυχο εστιατόριο, κι όταν ο
προπορευόμενος ξεναγός, ανακάλυψε ένα κι έστριψε προς την ακτή, δεν το
αντιλήφθηκε η παρέα που τον ακολουθούσε και τον προσπέρασε. Ευτυχώς που το
αντιλήφθηκαν σύντομα και τους περίμεναν στην Κερασούντα. Δεν τους έμεινε πια
χρόνος για να γυρίσουν πίσω. Ο Αρίσταρχος τους έδειξε βιαστικά τούτη τη φορά το
ποντιακό διοικητήριο (σήμερα βιλαέτι), το σοκάκι του Καπετάν Γιώργου, την
ελληνική γειτονιά με τα εκπαιδευτήριά της και την εκκλησία του Αγίου Νικολάου,
όπου βαπτίστηκε -όπως τόνισε- η δική του γιαγιά και τέλεσε δέκα οχτώ χρόνια μετά
τους γάμους (τη χαρά) της με τον παππού του.
Άρχισε να βραδιάζει και νύχτα δεν
ήθελαν να οδηγήσουν οι οδηγοί. Έφθασαν στην Τρίπολη. Ύστερα από αρκετή αναζήτηση
βρήκαν ένα νοτισμένο ξενοδοχείο, το κράτησαν παρ' όλ' αυτά, γιατί πρώτον είχαν
εξαντληθεί τελείως από την κούραση και πείνα, και δεύτερον γιατί το αφεντικό
έτυχε να' ναι ένα νεαρό παιδί, που γεννήθηκε και μεγάλωσε στην γερμανόφωνη
Ελβετία. Ήταν ευγενέστατο και υπέρ το δέον εξυπηρετικό. Όχι μόνο τους επέτρεψε
να πάρουν τα καλλίτερα δωμάτια που διάλεξαν, αλλά τους έκλεισε τηλεφωνικά κι
ύστερα από πολλές προσπάθειες για την επόμενη βραδιά και σε πολλή καλή μάλιστα
τιμή, το πέντε αστέρων ξενοδοχείο στην Ματσούκα, και τους συνόδεψε κατόπιν σε
μια πεντακάθαρη ψαροταβέρνα, κάτω απ' το κάστρο, όπου φάγανε επί τέλους την
πολυπόθητη τσιπούρα τους.
"Είδατε, εγώ μπορεί να αργώ, αλλά
κρατώ -σαν το Θεό- τις υποσχέσεις μου!" αστειεύτηκε ο Αρίσταρχος απευθυνόμενος
στην παρέα του.
"Καλά, καλά, ας μην ήταν ο Αντέμ, και
θα έβλεπες εσύ σήμερα ψάρι" απάντησαν όλοι μ' ένα στόμα.
Την επόμενη ημέρα, ακολουθώντας τη
συμβουλή του Ρετζέπ, λίγο πριν από τα Πλάτανα, έστριψαν για την Τόνια. Οι
παραθαλάσσιες πόλεις και οικισμοί αποτελούσαν το υπογάστριο του Πόντου, τη
ραχοκοκαλιά, το στήθος, μέσα στο οποίο προστατεύονταν τα πνευμόνια και χτυπούσε
η καρδιά του, αποτελούσαν τα ορεινά χωριά. "Τότε μόνο νιώθεις σήμερα τον
πραγματικό Πόντο, όταν επισκεφτείς τις παρειές των Ποντιακών Άλπεων, γιατί οι
πόλεις είναι παντού οι ίδιες: ζούγκλα από τσιμεντόσπιτα και εργαστήρια παραγωγής
χάους και άγχους" επεσήμανε ο Αρίσταρχος. Ο δρόμος προς την Τόνια, παρ' ότι
στενός κι ανηφορικός, έδειχνε ευθύς εξ αρχής την παραδεισένια όψη του τοπίου. Οι
ασύμμετρα διασκορπισμένες στις πλαγιές ευάερες κι ευήλιες αγροτικές κατοικίες,
θύμιζαν από τη μια Ελβετία, κι από την άλλη εν συγκρίσει με την ορθογωνισμένη
κλεισούρα της πόλης, υπογράμμιζαν στο κεφάλι καθενός την απλή φιλοσοφία:
"άνθρωπέ μου, η συμμετρία είναι η αισθητική των φτωχών στο πνεύμα ατόμων."
Στη μικρή κωμόπολη με τον αρχικό της
ακόμη χαραχτήρα, δεν άργησαν, πίνοντας το τσάι τους καθισμένοι σε χαμηλά
σκαμνάκια, ν' ανταμώσουν και τους πρώτους συνομιλητές τους στην ποντιακή. Ο
Γιώργος μάλιστα δε δίστασε να βγάλει από την τσέπη του το ευαγγέλιο και να
ισχυριστεί ελεύθερα πια, ότι είναι χριστιανός. "Πόσοι τέτοιοι Γιώργηδες υπάρχουν
ακόμη σ' όλη την Τουρκία", αναρωτήθηκαν όλοι. Συνεπαρμένοι από τα βιώματά τους
στην Τόνια κατηφόριζαν τώρα βουβοί, όταν ξαφνικά στην πρώτη βρυσούλα σταμάτησαν
αυθόρμητα να δροσιστούνε, αλλά περισσότερο για να στήσουν έναν ολοζώντανο
πυρρίχιο χορό. Τότε κατάλαβαν, γιατί τόνιζαν οι πρόγονοί τους, ότι "ο χορός δεν
είναι κομμάτι της ζωής, αλλά η ζωή μας." Αντιλαλούσαν τα βουνά, άφησαν οι
αγρότισσες, -με πόντιο ίσως αίμα στις φλέβες κι αυτές- τις πυρωμένες απ' τη
δουλειά τσάπες τους και κοίταζαν ενθαρρυμένες, από μια πρωτόγνωρη "τρέλα" που
ξεπερνούσε κάθε ιδεολογικό και θρησκευτικό όριο. Εδώ ο Πόντος είναι ελεύθερος,
δεν ξεγελούν τον Δημιουργό οι γιγάντιες ρουκέτες των συμβόλων μιας πίστης,
απεναντίας τον ερεθίζουν γιατί τον απειλούν. Ταπεινοσύνη επιθυμεί Εκείνος,
λατρεία σε κατακόμβες και σπήλαια Καππαδοκίας.
Στόχος τους την ημέρα εκείνη ήταν η
Μέκκα, το Λούβρο και η Τήνος της ποντιακής Ορθοδοξίας, η Παναγία Σουμελά. Έπρεπε
να την προλάβουν, πριν κλείσει, γι' αυτό δε σταμάτησαν στο διαμαντένιο κόσμημα,
την πρωτεύουσα του επί πολλά χρόνια ελεύθερου κι ανεξάρτητου Πόντου, την Πόλη
των Κομνηνών, την Τραπεζούντα. Μόνο την Αγία Σοφιά, το περίφημο φροντιστήριο και
τα επιβλητικά τείχη της, φωτογράφισαν, προσπερνώντας τα βιαστικά. "Εις αύριον τα
σπουδαία" τους παρηγόρησε ο φίλος ξεναγός τους.
Μετά τη Ματσούκα ανηφόριζε στο
οφιοειδές φαράγγι του όρους Μελά, χαραγμένο από τα αφρισμένα νερά του Πυξίτη, η
"ιερά οδός" της Μονής της Θεομήτορος, που κανονικά θα έπρεπε να την ανέβουν αν
όχι με τα γόνατα, τουλάχιστον περπατώντας, όπως ακριβώς το έταζαν κι εκπλήρωναν
οι πρόγονοί τους. Ο σημερινός πιστός όμως βρίσκει για δικαιολογία την έλλειψη
χρόνου και φτάνει με το αυτοκίνητο μέχρι τα πόδια Της.
Με τη μουσική υπόκρουση του Νικολαΐδη
και του Χρύσανθου στο κασετόφωνο του αυτοκινήτου, έβαζε ο Λάμπος την κάμερά του
να ρουφά ασταμάτητα το μοναδικό κι ανεπανάληπτο στην ομορφιά τοπίο, κι αυτή
άπληστη νόμιζες πως προσπαθούσε να διαιωνίσει κάθε πέτρα, κάθε δέντρο και κάθε
κελάρυσμα που γλιστρούσε μπροστά από το γυάλινό της μάτι και το διάτρητο αυτί
της. Σε μια στροφή, απ' όπου διακρίνονταν ανάμεσα απ' τις κορυφές των θεόρατων
δέντρων το μοναστήρι, δεν άντεξε άλλο. Παρακάλεσε τον οδηγό να σταματήσει και
πετάχτηκε έξω από το αυτοκίνητο, για να ζήσει έστω για λίγο -όλος φύση- το
υπερφυσικό τούτο μεγαλείο, παρατώντας τη βοήθεια της τέχνης στην τύχη της. Με τη
συμπεριφορά του θύμιζε τον ινδιάνο που έτρεχε στον διπλανό καταυλισμό, να φέρει
τη μαμή για να ξεγεννήσει τη γυναίκα του. Τον πήρε κάποιος νεαρός στο αμάξι του,
αλλά σε λίγο τού κτυπά εκείνος στον ώμο και τον παρακαλεί να κατεβεί, γιατί
ένιωθε πως έτρεχε το σώμα του μπροστά κι ακολουθούσε από πίσω η ψυχή
λαχανιασμένη. Ο συναισθηματισμός έχει για βάση το φυσικό σώμα, δεν προσφέρεται
εδώ η τέχνη ως λύση, κι να προσφερθεί θα' ναι προσωρινή.
Ένα κοπάδι από αιγοπρόβατα τους
υποδέχτηκε στους πρόποδες του μοναστηριού, γεγονός που άθελα μετέφερε τον
Αρίσταρχο στα παιδικά του χρόνια, στο ξωκλήσι της δική τους Παναγίας, όπου
βοσκώντας τότε εξάχρονος τα ζώα του, άρμεγε από την παρουσία τους το σωσίβιο
γάλα της ασφάλειας και προστασίας.
Κι όταν από την ημικυκλική πύλη στο
κεφαλόσκαλο της Μονής πρόβαλε το Σπήλαιο που έκρυβε στα σωθικά του τον
ανεκτίμητο θησαυρό της ποντιακής πίστης, γονάτισε η οκταμελής ομάδα κατανυχτικά
κι άκουγες μερικά στόματα να υμνούν μουρμουρητά το "Χαίρε νύμφη ανύμφευτε" και
"Τη Υπερμάχω Στρατηγώ τα νικητήρια…", αψηφώντας τις σχετικές απαγορεύσεις των
Τούρκων φυλάκων. Ώρες, μέρες ολόκληρες θα μπορούσε να μείνει κανείς στον
εγκαταλειμμένο οίκο της Παρθένου, μελετώντας μία- μία τις υπέροχες αγιογραφίες,
τις οποίες χέρια απίστων μαγάρισαν με μανία, αλλά και απερίσκεπτων συμπατριωτών
τους που πάνω σ' αυτές θέλησαν ν' αποθανατίσουν την βλακεία τους, χαράσσοντας τ'
όνομά τους στο πρόσωπο κάποιου Αγίου. Με τίποτα δεν συγχωρείται μια τέτοια
εγκληματικότητα στο πνεύμα της καλαισθησίας, αν όχι της πίστης γενικά. Δεν είναι
Μέκκα ή Βηθλεέμ η Παναγία Σουμελά, για να προστεθεί στο επώνυμο κάθε μωρού
Προσκυνητή αυτόματα κι ο τίτλος του Χατζή.
Η πεπιεσμένη, η κατάβαθα συγκινημένη
ψυχή πρέπει να εκδηλωθεί. Ο χορός και πάλι είναι η ιδανική λύση. Με την
νοστιμότατη πέστροφα στο στομάχι, θρέμμα του Πυξίτη, στήσανε με τη βοήθεια μιας
κασέτας ποντιακό γλέντι στη μέση του δρόμου. Ακόμη και Τούρκοι προσκυνητές, που
επίσημα αποκαλούν τον ποταμό Μαρία Μάνα, δεν δίστασαν να μπουν στον ζωντανά
κινούμενο κύκλο και να καλέσουν κάποιον δικό τους μουσικό να συνοδέψει τα βήματά
τους με τους ήχους του ζουρνά του. Ιδού μια αυθόρμητη ελληνο- τουρκική
επικοινωνία, μια αληθινή έκφραση λίγης ανθρωπιάς. Το δεύτερο σκέλος του ονείρου
του Λάμπου είχε εκπληρωθεί, η επίσκεψη στο ιστορικό μοναστήρι της Παναγίας
Σουμελά πραγματοποιήθηκε. Βρήκε και πάλι την ισορροπία της η ταλαντευμένη από
την πρώτη αποτυχία ψυχή του.
Έφτασε όμως ο καιρός ν' ακολουθηθεί και
το πρόγραμμα για το τρίτο σκέλος της εκστρατείας, η προσκύνηση του προσωπικού
του παρελθόντος. Κάποιος μπέρδεψε το όνομα του χωριού της γιαγιάς του Λάμπου
Κοιλάδ, με το Λιβερά, κι έστειλε τα δυο ταξί σε μιαν άλλη πλαγιά του όρους Μελά,
απέναντι απ' την Παναγιά. Αυτονόητα οι Τούρκοι χωρικοί, με τον πρόεδρό τους
προθυμοποιήθηκαν να προσφέρουν στους ξένους επισκέπτες ένα τσάι και να τους
βοηθήσουν στην εύρεση του αναζητούμενου σπιτιού. Δε βρίσκονταν η άκρη του
κουβαριού για το πολύπλοκο αίτημά τους και τους έστειλαν σ' ένα μοναχικό σπίτι,
λίγο πιο ψηλά, στην άκρη του χωριού.
"Αυτός μόνο μπορεί να σας φανεί
χρήσιμος", παρατήρησε ο μουχτάρης και συμπλήρωσε: "αλλά στο καφενείο δεν έρχεται
ποτέ."
"Τότε ή ο τρελός του χωριού πρέπει να
είναι ή υπεράνω όλων" συλλογίστηκε ο Αρίσταρχος σιωπηρά. Η συνάντηση με τον
λόγιο αυτόν υπερήλικα άνθρωπο ξεπέρασε κάθε προσδοκία τους. Το χαμόσπιτό του
αποδείχτηκε ως ένας πνευματικός παράδεισος. Και οι τέσσερις τοίχοι των δύο
δωματίων ήταν καλυμμένοι με χιλιάδες πολύτιμους τόμους στην τούρκικη, γερμανική
και ελληνική γλώσσα, οι περισσότεροι για την ιστορία του Πόντου, ενώ το γραφείο
του διακοσμούσαν αδερφωμένα η τούρκικη και η ελληνική σημαία, δίπλα στις
αντίστοιχες γραφομηχανές. Το μάτι των επισκεπτών απ' την Ελλάδα έπεσε στους 12
τόμους των Αγίων του Πόντου. Με μεγάλη του λύπη, ομολογούσε ο Λάμπος, ότι μέχρι
τότε μόνο τον Άγιο Ευγένιο και τον Άγιο Χαράλαμπο, από τον οποίο πήρε και το
όνομά του, πίστευε πως είχε να επιδείξει ο Πόντος. Ο άνθρωπος τους εξήγησε
ακριβέστατα πώς να βρούνε το Κοιλάδ ( Yesilkφy, στα τούρκικα) και τους φίλησε
όλους, θαρρείς και ήθελε να τονίσει πως τώρα πια δε φοβάται κανέναν, ακόμα και
τον θάνατο. Σε μια στιγμή τους εκμυστηρεύτηκε ο ηλικιωμένος άνδρας, ότι "όταν
ήμουν παιδί, πέρασε από αυτό το σπίτι για πρώτη και τελευταία φορά μια Πόντια,
με τον Τούρκο άνδρα της, πως την φώναζαν όμως, όνομα μούσας είχε νομίζω, ναι το
θυμήθηκα τώρα, Καλλιόπη την έλεγαν" είπε. "Ήταν ακόμη ένα ζευγάρι Τούρκων μαζί
τους, κι όλοι μαζί πήγαμε τότε στο μοναστήρι να πιούμε αγίασμα", συμπλήρωσε. Η
καρδιά του Λάμπου σφίχτηκε σαν πέτρα. Δεν γνώριζε την ιστορία, το άκουσμα μόνο
του ονόματος της θείας του Καλλιόπης τον είχε αναστατώσει.
"Ήπιαν αγίασμα κι οι Τούρκοι;
προσκύνησαν κι εκείνοι;", ρώτησε βιαστικά τον κύριο Ηλία, που επίσημα τον
φώναζαν Ιλιάς, και πρόσθεσε αυτόματα την επόμενή του ερώτηση: "Μήπως ξέρεις από
που ήρθαν και που πήγαν;"
"Και βέβαια ήπιαν αγίασμα, με τις
χούφτες τους μάλιστα. Εγώ το ανακάλυψα στου βράχου τη σχισμή. Νομίζω πως ήρθαν
απ' την Σαμψούντα, για να εκπληρώσουν ένα τάμα τους, έφυγαν όμως και δεν
ακούστηκαν έκτοτε ξανά." απάντησε και στις τρεις ερωτήσεις μαζί. Πνεύμα
αγαλλίασης και ικανοποίησης φώλιασε στο πρόσωπό του. "Περπάτησα τουλάχιστον στα
αχνάρια της. Ευχαριστώ Σεν Παναγία' μ" πρόφερε.
Φεύγοντας ανακάλυψαν στην αυλή του έναν
εντοιχισμένο πέτρινο σταυρό και στο κήπο του παραδίπλα, το μνήμα της αδερφής του
με την επιγραφή: IFIGE, (Ιφιγένεια μισογραμμένη). Τα διασταυρωμένα κλαδιά του
κυπαρισσιού πάνω στην μαρμάρινη πλάκα της, φανέρωναν κι εδώ συμβολικά την κρυφή
ορθόδοξή της πίστη. Κατά την ταπεινή κρίση των άθελα προσκυνητών του χαμόσπιτου
εκείνου, Άγιος πρέπει να ανακηρυχτεί κι ο (υπερ)Πόντιος αυτός μια μέρα, σε
κάποιον ανακαινισμένο τόμο της βιβλιοθήκης του να καταχωρηθεί και το δικό του
όνομα, ως Άγιος Ηλίας από τα Λιβερά, που ανεξίτηλος θα μείνει στη μνήμη των οκτώ
νέων φίλων του.
Το βράδυ στο εστιατόριο ένας άλλος
ντόπιος μουσικός έπαιζε στη λύρα του γνήσιες ποντιακές μελωδίες και τραγουδούσε
ο Λάμπος με δάκρυα στα μάτια, δίστιχα παμπάλαια που τού τα δίδαξε η συχωρεμένη
γιαγιά του. Μεταμορφωμένος, αγνώριστος φάνηκε σ' όλους εκείνες τις στιγμές,
πίστευες πραγματικά ότι ζούσε όχι με το, αλλά στο παρελθόν. Το σώμα του έμοιαζε
καθηλωμένο στο παρόν, στο ψάθινο κάθισμά του, η ψυχή του όμως κόλλησε στα
περασμένα, στα παλιά εκείνα ωραία χρόνια της φτώχειας κι ανέχειας, και σ' εποχές
που γέμιζε η γιαγιά τις παιδικές ψυχές με ιστορίες παμπάλαιες, που ζωντάνευαν
όμως στα χείλη της. Λύθηκε η γλώσσα του Λάμπου εντελώς, αυτή τον κυβερνούσε, και
τραγουδούσε σαν να πετούσε στα ουράνια, σαν να βρίσκονταν σε έκσταση κι υπό την
επήρεια κάποιων ναρκωτικών.
Το τρίο σκέλος
Τύχη αφάνταστη είχαν τώρα οι Γαβράδες
στην αναβίωση της οικογενειακής τους ιστορίας. Όσο ανάποδα και άπονα ίσως τους
φέρθηκε η μοίρα στην Σαμψούντα, τόσο απλόχερα τους άνοιγε τώρα τα κιτάπια της,
επιτρέποντάς τους όχι μόνο να ρίχνουν μια γρήγορη ματιά, αλλά και να τα μελετούν
με την ησυχία τους. Μετά τον αποχωρισμό τους από τα δύο άλλα ζευγάρια, που
έπρεπε να επιστρέψουν στην Ελλάδα, παίρνοντας τον δρόμο για Αργυρούπολη και
Σεβάστεια, βρήκε ο φίλος τους Αρίσταρχος το Κοιλάδ δίχως κανένα πρόβλημα. Εν
πρώτοις κατευθύνθηκαν στο καφενείο του διασκορπισμένου χωριού, και πάλι για τύχη
τους καλή αντάμωσαν εκεί αρκετό κόσμο, που προσπαθούσε να τους εξηγήσει που ήταν
η εκκλησία της Παναγίας, όπου παραδίπλα βρίσκονταν, κατά τα λεγόμενα της γιαγιάς
του Λάμπου, το σπίτι της. Ένας φτωχός χωρικός ο κύριος Κασσίμ, που η φωνή του
-εγχειρισμένος στον λάρυγγα- ακούγονταν σαν ρομπότ, εκτός του ότι ανέλαβε να
τους κεράσει τα τσάγια και τους καφέδες, έδειξε και την αυτονόητη προθυμία να
τους πάει με τα πόδια μέχρι το σημείο που έψαχναν. Με περιορισμένες τις γνώσεις
της τουρκικής γλώσσας, ανέλαβε ο Αρίσταρχος και πάλι τον ρόλο του διερμηνέα. Και
τι δε του εξήγησε καθ' οδόν! Το παράξενο είναι, ότι με τα σπασμένα του τούρκικα,
καταλάβαινε ως εκ θαύματος σχεδόν κάθε του λέξη και την ερμήνευε στα ελληνικά. Ο
ίδιος εξηγούσε αργότερα το γεγονός, ως τηλεπαθητική επικοινωνία με τον παππού
του που μιλούσε απταίστως την τουρκική γλώσσα, η γυναίκα του Ερασμία όμως και οι
φίλοι του Γαβράδες παρουσίαζαν το φαινόμενο, ως ουράνια επιφοίτηση του Αγίου
Πνεύματος, ως θαυματουργή βοήθεια της Παναγίας Σουμελά, κι ως τηλεκατευθυνόμενη
καθοδήγηση από τον ίδιο τον Άγίο Θεόδωρο Γαβρά.
"Εγώ ήρθα εδώ πολύ μικρός από ένα
χωριό της απέναντι πλαγιάς κι είχα την ευκαιρία να γνωρίσω αρκετούς παλιούς
Τούρκους, που έζησαν ειρηνικά κι αδελφωμένα με τους Ρωμιούς γείτονές τους.
Θυμάμαι ακόμα και τα ονόματά τους. Αν υπήρχε εδώ ένας ιερέας, πολλοί από μας θα
πήγαιναν στην εκκλησία κι όχι στο τζαμί τους", είπε χαρακτηριστικά, τονίζοντας
το τους. Τους οδήγησε στο χριστιανικό νεκροταφείο κάτω από τα κυπαρίσσια, που το
ξήλωσαν πριν από μερικά χρόνια και το φύτεψαν με φουντουκιές. Κανένας σταυρός,
κανένα σημάδι από το μνήμα του παππού Θεάρεστου και της γιαγιάς Πελαγίας. Θνητός
εκείνος κι εύθραυστος ξεγέλασε το χάρο πάνω από έναν αιώνα, όμως τα μάρμαρα της
πλάκας του δεν άντεξαν ούτε ογδόντα χρόνια.
Στην κορφή του λόφου τους έδειξε τα
ερείπια της εκκλησίας της Παναγίας. Φρεσκοσκαμμένος φαίνονταν ακόμα ο θεμέλιος
τοίχος του ιερού από τους χρυσοθήρες. "Αν σκάλιζαν τα χωράφια τους με τον ίδιο
ζήλο, όπως σκάβουν στα ερείπια των ναών και στα νεκροταφεία για θησαυρούς, θα
πήγαινε η οικονομία τους καλλίτερα μπροστά" πίστεψε ο Αρίσταρχος πως άκουσε τον
φίλο του να σκέπτεται φωναχτά.
Παραδίπλα ανακάλυψαν τα χαλάσματα του
σπιτιού της γιαγιάς του Ευγενίας, κάτω από μια τεράστια μουριά, που όπως του
διηγιόταν κάποτε, την φύτεψε με τα δικά της χέρια. Ασυγκράτητος ο Λάμπος από το
κλάμα, έσκυψε και φίλησε το ευλογημένο χώμα, έβαλε κατόπιν λίγο σε σ' ένα
μαντιλάκι, για να το σκορπίσει πάνω στον τάφο της. Ένιωθες πραγματικά, ότι
επέστρεφε το πνεύμα της γιαγιάς και συγχωνεύονταν με μ' αυτό του ζωντανού
εγγονού της. Ανεξήγητες, πολύπλευρες και πολύμορφες, αθάνατες και άφθαρτες
υποστάσεις των προγόνων τους, συνόδευαν τα δυο ζευγάρια πάντα και παντού. Κι
αυτές οι άυλες υπάρξεις δεν εκτοπίζονται ποτές, ούτε από φουντουκιές, ούτε από
δάση μιναρέδων. Ο Λάμπος ξερίζωσε με τα χέρια από τον κήπο της γενέτειρας της
γιαγιάς του δυο ρίζες λεπτοκαρυάς, για να τις φυτέψει αργότερα δίπλα στο μνήμα
της στη Νίκη της Καστοριάς. Εκείνη ακριβώς τη στιγμή συνέλαβε κι ο φίλος του
Αρίσταρχος την ιδέα να συγγράψει το επόμενό του μυθιστόρημα.
"Παρακολουθούν τις κινήσεις μας πολλά
μάτια, αλλά όσο είμαι εγώ μαζί σας κόρκμα (μη φοβάστε), όπως δε φοβάμαι κι εγώ
σήμερα κανέναν" τους εκμυστηρεύτηκε με θάρρος ο συνοδός τους. Έβγαλαν να του
δώσουν στο τέλος ένα φιλοδώρημα για τους κόπους και την συνεισφορά του στην
εκπλήρωση ενός τόσου μεγάλου πόθου. Εκείνος αρνήθηκε με έμφαση, έστρεψε το
βλέμμα προς τον ουρανό και είπε: "Υπάρχει και Θεός που βλέπει από ψηλά Το έκανα
με την καρδιά μου και για την ανάπαυση της ψυχής της μάνας μου που ήταν Ρωμιά".
Δεν κατανόησαν το πρώτο μέρος της φράσης του. Τι εννοούσε με το "υπάρχει και
Θεός που βλέπει από ψηλά", την άρνηση του φιλοδωρήματος, ή τα δύσκολα χρόνια που
περνούν μερικοί γενικά, ή κάτι σαν προφητεία; Κι έκραξε μέσα τους η ψυχή: "Αυτός
είναι Πόντιος, αυτός είναι Ρωμιός."
Μέσα σε συγκινητική ατμόσφαιρα
αποχαιρέτησαν τον γενναίο συμπατριώτη τους, κι ας είχε καθαρά τούρκικο όνομα. Τα
ονόματα και τα χαρτιά δεν έχουν καμιά σχέση με τον ταυτισμό του ατόμου, ένα
πλαίσιο σιγουριάς είναι μονάχα σε αβέβαιους καιρούς και τίποτε περισσότερο.
Πέρασαν με τα πόδια πάνω απ' το περίφημο γιοφύρι της Τρίχας, έριξε ο καθένας
τρεις βώλους στα γάργαρα νερά του Πυξίτη, για να εκπληρωθεί η επιθυμία τους, να
προσκυνήσουν και πάλι τον τόπο αυτό της επαγγελίας, και συνέχισαν μετά το ταξίδι
τους πίσω στην Τραπεζούντα. Εκεί είχε σειρά το σπίτι του παππού Απόστολου Γαβρά,
ακριβώς κάτω από το υδραγωγείο της παλαιάς πόλης, όπως θυμάται ότι αφηγούταν
στον εγγονό του. Δυο κοριτσάκια κι ένα αγοράκι με ποδήλατο τους πήραν από πίσω,
ζητώντας να τα φωτογραφίσουν και να τα χαρίσουν αυτόγραφα, θαρρείς και πρώτη
τους φορά έβλεπαν τουρίστες τα παιδιά ή τους πέρασαν για κάποιους πασίγνωστους
σταρ της έβδομης τέχνης. Μπορεί όμως και να τους συμπάθησαν απλά και να
εκφράζανε μ' αυτόν τον τρόπο την αγάπη τους. Όταν οι γυναίκες αποχαιρέτησαν τα
κοριτσάκια μ' ένα φιλί, έτρεξε και το αγοράκι εκτείνοντας το μάγουλό του προς
αυτές. "Μονάχα στα παιδιά ριζώνει η ανθρωπιά. Είναι καιρός πια ν' αλλάξει η
ιστορία των σχολικών βιβλίων το περιεχόμενό της", παρατήρησε ορθά η Ανή.
Πρώτα απ' όλα επισκέφτηκαν το
ερειπωμένο μοναστήρι της Παναγίας της Θεοσκέπαστης, αφού παρκάρανε το αυτοκίνητο
λίγο παρακάτω. Όσο γενναία και αν χαρακτηριστεί η προσπάθεια των ντόπιων αρχών
να αναστηλωθεί ένα μνημείο, έστω και με τα χρήματα της ΟΥΝΕΣΚΟ, όταν
προηγουμένως έχει τόσο βάναυσα βεβηλωθεί, δεν είναι δυνατόν να αποκτήσει την
αρχική του αίγλη. Το απόλυτο, η μοναδικότητα, η παρθενιά της ομορφιάς μια φορά
μονάχα υπάρχει, κι όταν παρθεί, πάρθηκε, πάει, τίποτε άλλο δε χωράει. Για του
κόσμου τα όμματα είναι όλα τα διορθώματα, δεν εννοείται λίγη αποκατάσταση του
πρωτότυπου, όπως και λίγη εγκυμοσύνη, σε τέτοια ζητήματα λεπτά ισχύει ο φυσικό
νόμος: ενιαίο όλο ή τίποτα.
Η χάρη Της βοήθησε να βρούνε την
τοποθεσία όπου ορθώνονταν πριν από ογδόντα τρία χρόνια το αρχοντόσπιτο του
παππού Απόστολου. Υπήρχε ακόμη η πέτρινη σκάλα με τα 17 σκαλιά, κατά τα λεγόμενα
του πατέρα του Λάμπου. Σήμερα μετατράπηκε ο χώρος σε υπαίθρια καφετερία, το
μπαλκόνι της πόλης,. "Τουλάχιστον το οικόπεδό του χαρίζει και σήμερα ακόμη χαρά
κι απόλαυση στους ανθρώπους" παρατήρησε ο προσκυνητής εγγονός με βουρκωμένα
μάτια, θυμίζοντας την θρυλική ιστορία με την μεγαλοψυχία της μητέρας εκείνης που
την κατάσφαξε ο γιος της κι άρπαξε απ' τα στήθη την καρδιά της, κι όταν
στραβοπάτησε εκείνος και κύλησε στο χώμα, μίλησε η ζωντανή καρδιά της μάνας και
ρώτησε το γιο: "πόνεσες παιδί μου;"
Που αλλού σ' όλη τη γη υπάρχει τέτοια
ψυχή, όση τούτη η ποντιακή, να συγχωρεί τα πάντα και να χαίρεται που η
καταστραμμένη περιουσία των προπάππων του, εξυπηρετεί και πάλι τις ανθρώπινες
αδυναμίες του καταστροφέα; Μόνο ο Χριστός, με το "αγαπάτε και τους εχθρούς ημών"
θα έδειχνε στην πράξη τόση ευαισθησία και κατανόηση. Απ' τον κυνικό Διογένη θα
διδάχτηκε φαίνεται κι ο Λάμπος πολλά.
Αν και έλειπε κάτι ακόμη, κατά γενικές
γραμμές ο Λάμπος κι η Ανή ήσαν κατενθουσιασμένοι από την ξενάγηση, τη βοήθεια
και την παρουσία γενικά του Αρίσταρχου και της Ερασμίας σε τούτο το κοινό τους
ταξίδι που διόλου δεν έμοιαζε με τα προηγούμενα. Εκείνα ήταν απλά ταξίδια
αναψυχής, αυτό εδώ για την ανάταση της ψυχής, Αν εύρισκαν κι εκείνο το μικρό
χαμένο κομματάκι, το πάζελ του ταξιδιού θα ήταν συμπληρωμένο, η ολότητά του
δεδομένη, η εικόνα ολοκληρωμένη, σαν το καπάκι του τέντζερη, σαν την περισπωμένη
στο τονισμένο ωμέγα της λήγουσας. Θα μπορούσαν να επιστρέψουν στην Γερμανία
ικανοποιημένοι. Γνώρισαν σχεδόν τον μισό και παραπάνω Πόντο, προσκύνησαν στην
Παναγία Σουμελά, βρήκαν τα σπίτια του παππού και της γιαγιάς, πέρασαν ευχάριστα
με την παρέα τους, κατέγραψαν τα σπουδαιότερα στιγμιότυπα στην κάμερα, έφαγαν
τσιπούρες, πιλάφια και διάφορα άλλα τούρκικα φαγητά, τι περισσότερο θα ήθελαν
απ' όλα αυτά; Θεωρητικά, εδώ στην Τραπεζούντα θα μπορούσε να κλείσει, όπως και
για τα δυο άλλα φιλικά τους ζευγάρια ο κύκλος των βιωμάτων, να πάρουν το
αεροπλάνο και να γυρίσουν στο σπίτι τους, πλην όμως αναζητούσε ακόμα μέσα τους η
ψυχή το εξωτικό μπαχαρικό που θα νοστίμευε τη σούπα, κι έφερε το όνομα:
Καλλιόπη.
Ο Αρίσταρχος ήταν πάλι εκείνος που
ένιωθε το Λάμπο να δυσανασχετεί και του υπενθύμισε το καθήκον του να τηλεφωνήσει
ξανά τον ξάδερφό του στην Καστοριά και να ζητήσει το σωστό νούμερο. Μη
βασιζόμαστε, του έλεγε, μόνο στην θεά τύχη, πρέπει να κινούμε σ' αυτές τις
περιπτώσεις κι ίδιοι τα χέρια μας.
"Μα τον ξαναπήρα τηλέφωνο και μου
έδωσε ακριβώς τον ίδιο λανθασμένο αριθμό", προσπαθούσε ο Λάμπος να δικαιολογήσει
την αδράνειά του. Υπήρξαν μερικές στιγμές που σκέφτονταν ο Αρίσταρχος, ότι ίσως
ο φίλος του στην πραγματικότητα να μην ήθελε υποσυνείδητα να τηλεφωνήσει ή
συναντήσει τη θεία του, για λόγους ποιος Θεός ξέρει, για να μην συγκρουστεί
υπαρξιακά με κάτι πολύ σοβαρό, αλλά δεν ήθελε να δώσει και βεβιασμένες
ψυχοδιαγνωστικές διαστάσεις στην όλη υπόθεση, και φρέναρε τους στοχασμούς του σ'
αυτήν την κατεύθυνση. Παρ' όλα αυτά πάλι τον παρακινούσε να ενεργήσει εκ νέου.
"Μπορεί βρε αδερφέ, γράφοντας τον αριθμό να παρέλειψε έναν, πάρε τον ξανά και
πες του να αποταθεί σ' εκείνον από τον οποίο πήρε τον αριθμό της θείας σου,
εκείνος ή εκείνη θα έχουν μάλλον το σωστό αριθμό. Να ζητήσεις και τη διεύθυνσή
της στην Σαμψούντα. Πιάσε κι έναν τηλεφωνικό κατάλογο στο χέρι, πόσοι Αρίκογλου
θα είναι γραμμένοι, πάρε τους έναν έναν και βρες τον επί τέλους τον ευλογημένο
αριθμό. Εν ώρα ανάγκης εγκαταλείπουμε το αρχικό μας σχέδιο να επισκεφτούμε τον
ανατολικό Πόντο και να κατεβούμε μετά δια μέσου της Ανατολίας στη Μεσόγειο. Πάμε
ξανά πίσω στην Σαμψούντα κι από κει κατηφορίζουμε για την Αλικαρνασσό" του
συνιστούσε.
"Μα κοιτάξαμε τον κατάλογο στην
Αμάσεια και δε βρήκαμε τίποτα. Ούτε κι η κοπέλα στις πληροφορίες ανακάλυψε στον
υπολογιστή της κάποιον Νουρί Αρίκογλου" διαμαρτύρονταν πάλι ο Λάμπος, θαρρείς
και τον κατηγορούσε ο φίλος του. "Την ιδέα σου όμως να προσπαθήσει ο ξάδερφός
μου να ξαναπάρει τον αριθμό από την πρώτη πηγή, την βρίσκω σωστή, δεν το
σκέφτηκα καθόλου, σ' ευχαριστώ γι' αυτό πολύ. Τώρα κιόλας θα του τηλεφωνήσω"
συνέχισε ο Λάμπος και μπήκε σ' έναν τηλεφωνικό θάλαμο. "Εν τάξει θα προσπαθήσω"
του υποσχέθηκε κι ο ξάδερφος.
Λίγα μέτρα μακριά από τη θέση του
σπιτιού του παππού και πατέρα του Λάμπου, μια παρέα νεαρών Τούρκων ξαπλωμένοι
στο γρασίδι τρωγόπιναν και γλεντούσαν. Είχαν και κασετόφωνο μαζί τους και
γέμιζαν τον ουρανό με μακρόσυρτους αμανέδες. Φαίνεται πως ήταν τη μέρα εκείνη
κάποια σχολική γιορτή, γιατί έβλεπε κανείς κι άλλες παρέες εδώ κι εκεί, συνήθως
με άτομα ηλικίας ανάμεσα στα δεκαέξι και είκοσι, που έμοιαζαν ν' απολαμβάνουν
την ελευθερία τους. Οι άλλες παρέες παρακάτω το έριξαν στους καρσιλαμάδες και
κουνούσαν αντικριστά τα λυγερά κορμιά τους.
Ακούγοντας οι νεαρές κι οι νεαροί τα
δύο ζευγάρια να κουβεντιάζουν ελληνικά, τους κοίταξαν με κάποιο αμήχανο χαμόγελο
στην αρχή, σε λίγο όμως σηκώνεται ένας απ' αυτούς, τους πλησιάζει περισσότερο
και τους καλωσορίζει στα ποντιακά.
"Εγώ είμαι από του Όφι τα χωριά, και
σπουδάζω στην Πόλη παιδαγωγικά. Στην περιοχή μας μιλάμε ως κύρια, μητρική γλώσσα
δηλαδή τα ποντιακά. Είμαστε Πόντιοι, Ρωμιοί, μόνο στο θρήσκευμα μωαμεθανοί" τους
είπε θαρρετά.
"Έχω κι εγώ έναν φίλο από το Κατωχώρ
που εργάζεται τώρα στο Δημαρχείο της Φαδισάνης" του απάντά ο Αρίσταρχος,
περισσότερο για να συνεχίσει την κουβέντα.
"Εννοείτε τον Ρετζέπ Γιασαρίδη;"
ρώτησε το νεαρό παιδί με χαμόγελο ικανοποίησης στα χείλη.
"Ναι, αυτόν εννοώ. Από πού τον
γνωρίζεις εσύ;" ήθελε να μάθει ο Αρίσταρχος.
"Και ποιος δεν γνωρίζει την ψυχή αυτή.
Ανδριάντες θα έπρεπε όλοι όσοι αισθάνονται Πόντιοι να του στήσουν στις καρδιές
τους. Πόλεμο κάνει αυτός σε χίλια μέτωπα, για να διατηρηθεί η γλώσσα μας.
Είμαστε από την ίδια γειτονιά. Σας έχω και μια έκπληξη" απάντησε εν συντομία ο
νεαρός και γύρισε βιαστικά στην παρέα του. Σε λίγο επέστρεφε και πάλι κρατώντας
μια νεαρή κοπέλα από το χέρι, που φάνηκε στην αρχή δειλή και φοβισμένη.
"Η δεσποινίς είναι κόρη του Ρετζέπ.
Σπουδάζουμε στο Πανεπιστήμιο της Πόλης στο ίδιο έτος και τμήμα Παιδαγωγικά. Θα
γίνουμε δάσκαλοι για παιδιά του Δημοτικού" σύστησε ο νεαρός την κοπελιά, μετά
τον εαυτό του και συστήθηκαν όλοι μεταξύ τους. "Έχουμε αυτή κι εγώ κι από δύο
αδερφές, δασκάλες κι αυτές" και συμπλήρωσε αρκετά περήφανα ο Αρίφ: "Αριστοφάνη
με φωνάζουν στο χωριό."
"Τότε έχουμε δυο κοινά στοιχεία: Το
Αριστ. και τα παιδαγωγικά" του είπε αστειευόμενος ο Αρίσταρχος. Στο γεγονός ότι
σε δύο οικογένειες Ποντίων από το ίδιο χωριό, όλα τους τα παιδιά έγιναν
δάσκαλοι, δεν έδωσε προς το παρόν ιδιαίτερη σημασία. Το πήρε μόνο από την
χιουμοριστική πλευρά και διηγήθηκε το λογοπαίγνιο από μια θρακική πόλη: "Λένε
πως στο Σουφλί, αν κυλήσει κανείς μια πέτρα ή γάιδαρο θα σκοτώσει ή δάσκαλο.
Έχετε πολλούς γάιδαρους κι εσείς;" τον ρώτησε.
"Ναι, αρκετούς και δίποδους μερικούς"
είπε ο Αριστοφάνης και γέλασαν με την ψυχή τους.
"Κοίτα σύμπτωση. Προχθές ήμασταν
οργανωμένα μια ώρα ολόκληρη μαζί με τον πατέρα, και σήμερα τυχαία με την κόρη.
Αν δεν είναι κι αυτό σημαδιακό, αν δεν είναι κι αυτή η συνάντηση δημιούργημα της
χάρης Της" παρατήρησαν κι ο Λάμπος με τη γυναίκα του. Στην ίδια κατεύθυνση
πορεύονταν κι οι σκέψεις της Ερασμίας.
Θα ήταν αδιανόητο, ή μάλλον ασυγχώρητο
να βρεθεί ένας Έλληνας, και μάλιστα Πόντιος στην Τραπεζούντα και να μην
επισκεφτεί τα υπέροχα αξιοθέατά της. Ο Αρίσταρχος άρχισε από επάνω, έτσι κι
αλλιώς βρίσκονταν ψηλά. Στην αρχή τους ξενάγησε στον πολιούχο της πόλης και
προστάτη όλων των Ποντίων Άγιο Ευγένιο, που μεταμορφώθηκε κι αυτός σε τζαμί, με
το παράξενο όνομα Νέα Παρασκευή. Θύμιζε πολύ την εκκλησία της Υπαπαντής στα
Κοτύωρα, μόνο που εδώ για άγνωστους λόγους μετατράπηκε το ιερό σε πόρτα, ενώ
υπήρχε φυσικά πύλη μεγαλοπρεπής στα δυτικά του πρώην οίκου του Θεού. Μόνο οι
εντοιχισμένοι σταυροί στο βόρειο εξωτερικό τμήμα του τοίχου ψηλά, μαρτυρούσαν
την ύπαρξη ενός πρώην Ναού, και την παρουσία του ορθόδοξου Χριστιανισμού. Πιο
κάτω υψώνονταν στον ουρανό ο τρούλος της μητροπολιτικής εκκλησίας της Παναγίας
της Χρυσοκέφαλης, φρουρημένης τώρα από έναν άγρυπνο μιναρέ δίπλα, την τελική
κατάκτηση της πόλης να υποδουλώνει. Έδωσαν και σ' αυτήν την εκκλησία το όνομα
του εκπορθητή. Κι εκεί όπου κάποτε τελούνταν όλες οι μεγαλοπρεπείς ιεροτελεστίες
των Κομνηνών, γάμοι, βαπτίσεις, κηδείες, ενθρόνισης τελετές κι άλλες γιορτές,
εκεί που τότε γέμιζε η ατμόσφαιρα με ουράνιες ψαλμωδίες γλυκές, νεκρική σιγή
σήμερα επικρατεί. Δυο τρεις γέροι μόνο πίνουν τα τσάγια τους μπροστά στην είσοδο
βουβά. Ίσως ενδόμυχα να αισθάνονται ντροπή που επέτρεψαν να εκδιωχτεί το
ρωμαίικο στοιχείο, που τόσο ομόρφαινε και ζωντάνευε την πόλη τους.
Ανέβηκαν στα ερειπωμένα ανάκτορα των
αυτοκρατόρων της, στα κάποτε πανίσχυρα τείχη, που δεν άντεξαν στο τέλος την
ασφυκτική πίεση των πολιορκητών τους και την αδικαιολόγητη εγκατάλειψή τους απ'
την ομόθρησκη τάχα Δύση.
Στο μαργαριταρένιο κόσμημα της πόλης,
τον Ναό της του Θεού Σοφίας, παρέμειναν τρεις ώρες. Δεν χόρταιναν τα μάτια τους
να ρουφούν τα υπέροχα ψηφιδωτά της που έμοιαζαν να τους μιλούν σα ζωντανά, ναι,
άκουγες τους Αγίους της να παραπονούνται πικρά, πως αιώνες τώρα δεν έπαιρναν
ανάσα κάτω απ' το παχύ τους πάπλωμα από ασβέστη. Απ' έξω μόνο γνώρισαν το
ακούραστο κάποτε εργαστήρι της μόρφωσης και παιδείας, την ποντιακή κιβωτό της
γνώσης, το ξακουστό Φροντιστήριο της Τραπεζούντας, που τόσους επιστήμονες είχε
να επιδείξει. Δεν παρέλειψαν να επισκεφτούν και να θαυμάσουν από κοντά τις
αρχιτεκτονικά κομψότατες κατοικίες και επαύλεις των τραπεζικών, Φωστηρόπουλου,
Κωστάκη και την κομψότατη βίλα του Καπαγιαννίδη, όπου φιλοξενήθηκε ο Κεμάλ και
πήρε σήμερα τ' όνομά του.
"Με λίγα λόγια και σήμερα ακόμη σε
ποντιακά θεμέλια στηρίζεται γενικά ο τουρκικός πολιτισμός. Κι αντί να μας
ευγνωμονούνε, μας κατηγορούνε κι από πάνω. Πουθενά δεν είδα ούτε μια πινακίδα
στα ελληνικά" παρατήρησε η Ανή αυθόρμητα κι ας φάνηκε κάπως σαν υπερβολή.
Έφυγαν, δεν ήθελαν να διανυκτερεύσουν στην ιστορική πόλη. Βαρύ ήταν το κλίμα,
πολλές οι σημερινές διακυμάνσεις της ψυχής, αναρίθμητες οι εντυπώσεις που ζητούν
να κατακαθίσουν και να επεξεργαστούν.
Το ίδιο απόγευμα πήραν το δρόμο για τον
ανατολικό Πόντο. Μετά από μικρές στάσεις στα Σούρμενα και στον Όφι, ακολούθησαν
τη συμβουλή του φίλου τους Ρετζέπ από την Φαδισάνη κι επισκέφτηκαν την γενέτειρά
του Κατωχώρ, καθώς επίσης το γραφικό θέρετρο Ουζούνγκιόλ, όπου και συνάντησαν
στ' αλήθεια πολλούς ανθρώπους που μιλούσαν τέλεια τα ποντιακά. Στενοχωρέθηκαν
όμως πολύ που δεν αντάμωσαν τον αδερφό του Ρετζέπ στο σπίτι του και συνέχισαν
την πορεία τους.
Η γενέτειρα του σημερινού πρωθυπουργού
της Τουρκίας Ερντογάν, η Ριζούντα, δεν τους συγκίνησε ιδιαίτερα, γιατί
μεταμορφώθηκε κι αυτή σε μια άχαρη μεγαλούπολη. Μόνο οι φυτεμένες πλαγιές με
τους ανοιχτοπράσινους θάμνους τσαγιού τους ενθουσίασαν, προσφέροντας στην
κουρασμένη από τον συναισθηματικό φόρτο ψυχή, γαλήνιους ερεθισμούς. Παρ' όλο που
ταξίδευαν με χαμηλές ταχύτητες, λόγω της καταστροφικής κατάστασης του δρόμου,
προσπέρασαν την Αθήνα του Πόντου (Παζάρ), δίχως να το προσέξουν, γιατί δεν είχαν
στο νου την σημερινή της ονομασία. Στο Άρντεσεν όμως έστριψαν και πάλι νότια
προς τα βουνά, γιατί ήθελαν να γνωρίσουν οπωσδήποτε και τα γραφικά χωριά της
Τσίτας. Καμιά υπόδειξη όμως από πινακίδες. Πίστεψαν πως την προσπεράσανε κι
αυτήν, ώσπου σε μια βρυσούλα ρώτησαν μια νεαρή γυναίκα που έπινε νερό. Πίσω σας
είναι, είπε στα τούρκικα και συμπλήρωσε ότι κι εκείνη πάει εκεί και μπήκε στο
αυτοκίνητό, για να τους τη δείξει. "Ποια μουσουλμάνα θα είχε το θάρρος να μπει
σ' ένα τελείως ξένο όχημα;" αναρωτήθηκε ο Αρίσταρχος και της μίλησε στα
ποντιακά. Τον κατάλαβε εκείνη κι έγνεψε μ' ένα χαμόγελο. Ο άνδρας της στο μαγαζί
του χωριού τα μιλούσε πολύ πιο καλλίτερα.
Βασίλευε ο ήλιος στη χώρα των κάποτε
Χριστιανών Λαζών. Δεν σκόπευαν να οδηγήσουν και πάλι μέσα στη νύχτα κι έψαχναν
ένα κατάλληλο ξενοδοχείο. Τελικά βρήκαν ένα παραθαλάσσιο στο Φιντικλί που ανήκε
μάλλον σε Γεωργιανούς.
Το άλλο πρωί στη Χόπα, το ανατολικότερο
σημείο του ταξιδιού τους στον παραλιακό Πόντο, σκεφτήκανε για λίγο να περάσουν
τα σύνορα με τη Γεωργία για να επισκεφτούνε και το Βατούμ, εκεί που έζησε ο
Παππούς του Αρίσταρχου ένα χρόνο, πριν φύγει για τη Ρωσία. Του ήρθαν στο νου
όλες εκείνες οι φρικτές σκηνές που κυνηγημένος τότε εκείνος, από τους Τούρκους,
την πείνα και την ταλαιπωρία, διάνυσε ολομόναχος και με τα πόδια την ίδια
απόσταση από την Τραπεζούντα ως εκεί. Βαριαναστέναξε. Οι άλλοι τρεις κατάλαβαν
την αιτία, εξ άλλου δεν πέρασε καιρός από τότε που διάβασαν την όλη ιστορία στο
μυθιστόρημα: "Το αμπέλι μας στον Πόντο". Προς το παρόν όμως τους φάνηκε αρκετά
ριψοκίνδυνο να επισκεφτούν την ανήσυχη τούτη χώρα κι ομόφωνα εγκατέλειψαν την
ιδέα. Αντί αυτού "σκαρφάλωσαν" το όρος Τζανκουρταράν, μέχρι ένα υψόμετρο 1830
μ., αφήνοντας δεξιά κι αριστερά του δρόμου πολυάριθμες μονότοξες πέτρινες και
κρεμαστές γέφυρες από σχοινιά, πανέμορφες μονοκατοικίες στις πλαγιές ανάμεσα σε
φυτείες τσαγιού, τοίχους από χιόνι μέχρι δυο μέτρα, και κατηφόρισαν τελικά προς
την Μπόρτσκα και το Αρτβίν, πόλεις χτισμένες στις όχθες του πλωτού ποταμού
Άκαμψη (Τσορούχ). Ένα πανύψηλο φράγμα, που χτιζόταν την εποχή αυτή στον ποταμό,
τους ανάγκαζε αρκετές φορές να παρακάμπτουν τον παλιό ασφαλτοστρωμένο δρόμο και
να περιπλανιούνται σε προσωρινούς χωματόδρομους, ώσπου να βρεθούν και πάλι δίπλα
στον ποταμό. Αλλάζοντας αρκετές φορές όχθες στην στενή του κοίτη που ο ίδιος
δημιούργησε με τους αιώνες, και είναι η μόνη ανοιχτή διάβαση από τον Βορρά προς
τον Νότο, επί τρεις ώρες οδηγούσαν παράλληλα με τα φουσκωμένα θολά νερά του, στη
σκιά των με το μαχαίρι κομμένων τοιχωμάτων του φαραγγιού, δίχως να ανταμώσουν
ψυχή. Κάπου- κάπου ξεπρόβαλε ένας μικρός οικισμός από πλίνθινα φτωχικά
χαμόσπιτα, κρυμμένος πίσω από κάποια μύτη ενός βράχου. Παράξενη τους φάνηκε η
φύση: σε μερικές πλαγιές είδαν και ελιές. Όταν κάποια στιγμή βρήκαν στο δρόμο
τους ένα καφενεδάκι με οπωροπωλείο μαζί, σταμάτησαν δίχως σκέψη να ξεκουραστούν
και να πιούνε ένα ζεστό τσάι, αφού καφές στα μέρη του τσαγιού θεωρούνταν κάτι
παραπάνω από πολυτέλεια.. Μαζί με τα πρώτα φρούτα της άνοιξης, τα μούσμουλα,
προμηθεύτηκαν και το μοναδικό άλλο φαγώσιμο που διέθετε το μαγαζί: ντόπιο
γιαούρτι. Ανακατεύοντάς το με παγωμένο νερό απ' τη διπλανή βρύση, τους έφτιαξε ο
καφετζής μ' αυτό και αριάνι. Ήταν το πιο δροσιστικό ποτό που ήπιαν τα τελευταία
χρόνια, γεγονός που ξεσκέπασε συνάμα από τη σκόνη του υποσυνειδήτου την εμπειρία
με το αριάνι της γιαγιάς τους από την παιδική τους ηλικία. Δεν έπιανε ο Λάμπος
πια τη λογική της φράσης: "καταραμένη φτώχεια", "καταραμένα και μουχλιασμένα
είναι τα πλούτη", είπε μέσα του, κι όμως το άκουσαν όλοι.
Στο επίκεντρο της μοναξιάς, δίχως ν'
ανταμώσουν ούτε ψυχή, λες και τους πέταξε ο Θεός στα τάρταρα του κόσμου,
ανηφόριζε και πάλι το ηρωικό Φολκσβάγκεν προς το οροπέδιο του Ερζερούμ, 2400
μέτρα υψόμετρο. Ο Λάμπος βουβάθηκε μονομιάς, όταν στο βάθος αντίκρισε τα
κάτασπρα βουνά και στην αγκαλιά τους, στην άκρη της κυκλικής σχεδόν απέραντης
πεδιάδας, κι ήρθε αντιμέτωπος μ' ένα κομμάτι από την ιστορία των προπατόρων του.
"Κάπου εδώ κοντά μαρτύρησε ο Άγιος
Θεόδωρος Γαβράς, ο μοναδικός Άγιος που αναφέρεται και με το επίθετό του, ο
προστάτης της οικογένειας μας, που δίδαξε στους Σελτζούκους τι θα πει φόβος, στο
τέλος όμως τον φάγανε με προδοσία" μουρμούρισε μονολογώντας. Στην πόλη δεν ήθελε
να παραμείνει παρ' όλο που είχε πολλά να επιδείξει στον επισκέπτη της, ο ίδιος
κι ένας Θεός γνωρίζουν το γιατί. Μόνο ένα τηλεφώνημα ζήτησε να κάνει. Έβαλαν
καύσιμα και συνέχισαν για το Μπινγκιόλ.
"Ο ξάδερφός μου βρήκε τελικά τον σωστό
αριθμό" είπε εν συντομία καθ' οδόν.
"Γιατί δεν μας το είπες νωρίτερα, θα
μπορούσαμε να τηλεφωνήσουμε της θείας σου από το Ερζερούμ κι από κει να
επιστρέψουμε στην Σαμψούντα. Θα ήταν ο δρόμος εξ' άλλου πολύ καλλίτερος απ'
αυτόν;" διερωτήθηκαν οι υπόλοιποι τρεις.
"Δεν ήθελα πλέον να επηρεάσω με τα
δικά μου θελήματα και καμώματα την αρχική μας ρότα. Εκτός αυτού είναι τώρα πολύ
αργά για να επιστρέψουμε στην Σαμψούντα. Τελικά μετακόμισε η θεία Καλλιόπη από
εκεί σε μια άλλη πιο μικρή πόλη, γιατί μου έδωσε έναν διαφορετικό κωδικό" είπε
στην παρέα.
"Τι δρόμοι είναι μωρέ τούτοι εδώ,
σκέτοι τρύπες. Βλέπεις τα Δυτικά της Μικράς Ασίας να έχουν εξευρωπαϊστεί, κι εδώ
στην Ανατολία ή κατάσταση είναι αθλία" παρατήρησε ο Λάμπος που είχε τώρα το
τιμόνι στα χέρια του.
"Μη λησμονείς αγαπητέ μου, ότι τώρα
βρισκόμαστε στο Κουρδιστάν. Στη σκέψη μερικών, για τους Κούρδους κατοίκους του,
κι αυτός ο δρόμος είναι πολύς" σχολίασε ο Αρίσταρχος κάπως αινιγματικά.
Η τουρκάλα ανεψιά
'Aρχισε πάλι να σουρουπώνει. Μέσα στην
ερημιά ξεφύτρωσε ξαφνικά μπροστά τους το χωριό Ιλίκαλαρ. Κούραση και λιγοστό φως
εμπόδισαν οδηγό και συνοδηγό να προσέξουν την πινακίδα που έγραφε Thermal-Hotel
και την προσπέρασαν.
"Ξενοδοχείο με θερμά λουτρά" ξεφώνησε
η γυναίκα του Αρίσταρχου που κι από το πίσω κάθισμα διάβαζε πάντα πρώτη τις
πινακίδες, κι επιστρέψανε. Τέτοια εγκάρδια υποδοχή δεν έτυχε να βιώσουν πουθενά.
Ιδιαίτερα σαν μάθανε τ' αφεντικά πως ήταν η ομάδα Έλληνες, αγκάλιασαν τους
άνδρες και τους φιλούσαν στο μέτωπο, λες και ήταν άγιοι ζωντανοί. Τους
παραχώρησαν σε χαμηλότατη τιμή ένα πανέμορφο ξύλινο στούντιο που διέθετε και
πισίνα με ιαματικά νερά, γεγονός που απόλαυσαν τα δυο ζεύγη μέχρι να ξελιγωθούν
από την πείνα. Ο Κούρδος υπάλληλος, τους οδήγησε μετά στο μαγαζί του φίλου του
στο μικρό χωριό, που τους πρόσφερε σε πιάτα πλαστικά γιαούρτι σπιτικό και
φρέσκια λαγάνα απ' τον διπλανό φούρνο. Εκεί εξελίχτηκε ο εξής διάλογος με έναν
απ' αυτούς:
"Τους Έλληνες τους αγαπάμε σαν τ'
αδέρφια μας", ομολόγησε αυθόρμητα εκείνος.
"Γιατί όμως μαζί με τους Τσετέδες από
το 1919 μέχρι το 22 κατασφάξατε τους Πόντιους;", τον ρώτησε ο Λάμπος ευθέως.
"Ο Κεμάλ Ατατούρκ υποσχέθηκε στους
παππούδες μας ένα ανεξάρτητο κουρδικό κράτος", του απάντησε.
"Εμείς οι Έλληνες δε θα το κάναμε
ποτές, θα προτιμούσαμε να ζούμε στην σκλαβιά, παρά να κατακρεουργούμε αθώους
συνανθρώπους μας, ακόμα κι αν τους υπόσχονταν τον ίδιο τον παράδεισο", του έδωσε
να καταλάβει τη διαφορά.
"Ήταν ανόητοι οι πρόγονοί μας,
συγχωρέστε μας γι' αυτό το ανεπανόρθωτο λάθος. Οι σημερινοί Κούρδοι ειλικρινά
δεν εμπιστεύονται πια στα λόγια των Τούρκων, στους Έλληνες όμως έχουν
εμπιστοσύνη. Με τους Τούρκους δεν έχουμε τίποτα το κοινό. Παρ' ότι μουσουλμάνοι
κι εμείς αισθανόμαστε πιο συγγενείς με τους χριστιανούς, παρά μ' αυτούς",
τόνισε.
"Τουλάχιστον αυτοί οι δύο Κούρδοι
ζητούν δημόσια συγνώμη. Μακάρι να μιμούνταν το παράδειγμά τους κι άλλοι"
σχολίασε ο Αρίσταρχος.
Στο πρωινό πρόσφεραν μαζί με τ' άλλα
μια ομελέτα τηγανισμένη με αγνό βούτυρο. Η εξαίσια μυρωδιά μοσχοβολούσε στα
ρουθούνια τους κι ώρες αργότερα, φέρνοντας στο νου χρόνια φτωχικά, που και το
ξερόψωμο ακόμη είχε την υπέροχή του γεύση.
Ο δρόμος διαπλατύνονταν μετά το
Μπινγκιόλ (χίλιες λίμνες) και περίμεναν τα μηχανήματα να τον καθαρίσουν από τους
βράχους των ανατινάξεων. Πίσω τους ήταν σταματημένο ένα αυτοκίνητο με πέντε
νεαρούς. Δε φαίνεστε για Γερμανοί τους μίλησε ένας απ' αυτούς στα αγγλικά.
"¨Έλληνες της Γερμανίας είμαστε", τους απάντησε ο Αρίσταρχος, "εσείς είστε
Τούρκοι:" ρώτησε στη συνέχεια.
"Όχι, Κούρδοι είμαστε" απάντησε ο
ξένος νεαρός, και κατεβήκανε από το αυτοκίνητο κι οι πέντε μαζί. Φοβήθηκε ο
Αρίσταρχος, πολλά είχε ακούσει για απαγωγές και παρόμοια στην περιοχή αυτή, πλην
όμως εκείνοι χαιρέτισαν ευγενικά όλους με χειραψία κανονική, προσφέροντας στις
γυναίκες ιπποτικά ένα ολόκληρο μπουκάλι κολόνια. "Σε λίγο θ' αρχίσουν πάλι οι
εχθροπραξίες" είπαν, και στέλνοντάς τους φιλιά στον αέρα, τους προσπέρασαν
βιαστικά και χάθηκαν μες στην σκόνη.
Στο Ελαζίκ, κοντά στην τεράστια τεχνητή
λίμνη του φράγματος του Ευφράτη, ανέβηκαν μέχρι το κάστρο του Χαρπούτ.
Προορισμός
τους ήταν να επισκεφτούν την πρωτοχριστιανική εκκλησία της Παναγίας. Ένας
νεαρός μαθητής τους συνόδεψε μέχρι εκεί. Δε ζήτησε για τον κόπο του τίποτα
το φτωχό, μα ντροπαλό παιδί. Του έδωσαν ένα Ευρώ, γι' εκείνον φαίνεται
ολόκληρη περιουσία. Μόνο που δεν τους φίλησε τα χέρια. Η άλλη όψη απ' την
τούρκικη μιζέρια. Κι όταν πιο κάτω ο Αρίσταρχος αντάμωσε μια γριούλα να
κουβαλά στην πλάτη της μια δέσμη από ξύλα, όπως η γιαγιά του τη δεκαετία του
σαράντα, δεν μπόρεσε να καταπιέσει τον αναστεναγμό: "Πόσα πρόσωπα έχει
αλήθεια αυτή η χώρα, και πόσες αντιθέσεις υπάρχουν σ' αυτό το κράτος, που
μοιάζει με ξεχωριστή ήπειρο;"
Πλησίαζαν προς τη Μεσόγειο, αφήνοντας
πίσω τους τη Μαλάτια και το Μοράσιο. Στο Οσμάνιγε, τους ήρθε αυθόρμητα η ιδέα,
να επισκεφτούν το κάστρο του Καράτεπέ, με τα αρχαιολογικά ευρήματα του
πολιτισμού των Χετταίων. Κάποιος τους πληροφόρησε ότι εκεί κοντά, πιο πέρα απ'
την αφύλαχτη μέσα στα χωράφια Ιεράπολη, υπήρχε μια πανσιόν, για να
διανυκτερεύσουν.
Κάνανε μια ώρα να τη βρούνε, χωμένη σε
πυκνά δάση, μέσα σε κατασκήνωση στρατιωτική. Καλά που βρέθηκε κάποιος νεαρός να
τους οδηγήσει μέχρι εκεί και να καλέσει τον υπεύθυνο. Η ευγένεια του κ. Χασάν,
κι η διακριτική παρουσία του στρατού απετέλεσαν το αντίδοτο της ερημιάς εκείνη
τη νύχτα. Δεν ήταν τελείως μόνοι. Στην είσοδο του αρχαιολογικού χώρου ήταν
παρκαρισμένο ένα τρακτέρ με τροχόσπιτο. Ένα αυστριακό ανδρόγυνο με το δίχρονο
αγοράκι του, ξεκίνησε από το Γκρατς για να τα δωρίσει στο Αφγανιστάν σε μια
φτωχή οικογένεια. "Υπάρχουν και φιλάνθρωποι τρελοί", το σχολίασε η Ανή. Η
επίσκεψη του Μουσείου άξιζε κάθε ταλαιπωρία. "Υπήρχαν κι άλλοι προηγμένοι
πολιτισμοί παράλληλα και μπροστά απ' τον δικό μας", διαπίστωναν τώρα ζωντανά,
όχι μόνο διαβάζοντας την ιστορία.
Πολύ θα το επιθυμούσαν να κάνουν και
μια σύντομη επίσκεψη στην Αλεξανδρέττα και στην Αντιόχεια, πλην όμως δε θα τους
έφτανε ο χρόνος, έπρεπε να είναι στις 14 Μαΐου στην Αλικαρνασσό. Εκτός αυτού
πήραν κατά λάθος τον αυτοκινητόδρομο για τα Άδανα. Αλλάξανε πορεία, πήγαιναν
τώρα για την Ταρσό. Και ποιος δεν θα ήθελε να κάνει στάση στην γενέτειρα του
Αποστόλου Παύλου, να επισκεφτεί το σπίτι του με το πηγάδι, να ρίξει μια γρήγορη
ματιά στα γύρω χάνια και σοκάκια της παλιάς πόλης, να φωτογραφίσει την αψίδα της
Κλεοπάτρας, και να γευματίσει στη σκιά των αμέτρητων φοινίκων, με φόντο τη
χιονισμένη οροσειρά του Ταύρου;
Συνέχισαν μετά προς τα δυτικά. Μετά τη
Μερσίνη, άρχισε να ερεθίζει το ιώδιο της Μεσογείου τις μύτες τους. Φάνηκαν
κιόλας τα βαθυγάλανα νερά της, ενώ στο ραδιόφωνο πιάσανε ελληνικά‡ έναν σταθμό
της Κύπρου. Λίγο πιο κάτω από τη Σελεύκεια, βρήκαν στην αρχή ένα μοντέρνο
ξενοδοχείο, τους φάνηκε όμως ασύγκριτα ακριβό, και νοίκιασαν παραδίπλα μια κατά
πολύ φθηνότερη παραθαλάσσια πανσιόν. "Και δεν τρωμε καλλίτερα στο διπλανό
εστιατόριο ένα φρέσκο ψάρι;", είπαν κι οι τέσσερις μαζί και το εφάρμοσαν στην
πράξη.
Έχοντας πάντα δεξιά τον επιβλητικό και
κατάλευκο Ταύρο κι αριστερά την υγρή και μπλε απεραντοσύνη, πίστεψαν το άλλο
πρωί πως βλέπανε στην άκρη του ορίζοντα την κορυφή ενός βουνού. Αν ήταν το
Τρόοδος της Κύπρου ή απλά μια οφθαλμαπάτη, αυτό δε θα το εξακριβώσουνε ποτέ. Εδώ
στην παράλια Κιλικία, βασιλεύει ως φαίνεται ένας άλλος Θεός, ο Καλοκαιρινός.
Έντεκα Μαίου κι οι αμμουδιές ήταν γεμάτες από διψασμένους για ήλιο Ευρωπαίους,
ενώ στους διπλανούς κάμπους έπιασαν κιόλας δουλειά οι πρώτοι θεριστές. Κιτρίνισε
ο τόπος, ενώ οι λευκές νάιλον στέγες των θερμοκηπίων ασχήμυναν το περιβάλλον.
Πέρασαν το Ανεμούριο (Αναμούρ), την Τραϊανούπολη, την Αλάια ή Κορακήσιο
(Αλάνια), την πάλαι ωραιότατη ρωμαϊκή και βυζαντινή μεγαλούπολη Σίδη, γνώρισαν
και το υπέροχα διατηρημένο θέατρο της Ασπένδου και μπήκαν στην πρωτεύουσα της
Παμφυλίας Αττάλεια, σήμερα εκατομμυριούπολη κι αυτή. Τρία πράγματα τους
ενδιέφεραν εκεί: οι καταρράκτες που χύνονταν ανάμεσα από πολυκατοικίες στη
θάλασσα, η Παλιά πόλη (με την πύλη του Αδριανού, τα ελληνικά αρχοντικά και την
καλά διατηρημένη εκκλησία του Αγίου Γεωργίου) και το μουσείο (με τους
ελληνιστικούς σαρκοφάγους, τα αναρίθμητα ρωμαϊκά κυρίως αγάλματα, και τις
βυζαντινές εικόνες του). Ο Λάμπος φωτογραφήθηκε κάτω από την υπερμεγέθη εικόνα
του Αγίου Χαραλάμπου, μετά πήρε ο Αρίσταρχος σειρά, για το όνομα του συχωρεμένου
πατέρα του. Του ήρθε στο νου η πρόταση που του έκανε την Άνοιξη του 1985 να τον
ξεναγήσει στον Πόντο και σ' όλη την Τουρκία, πλην όμως του την αρνήθηκε τότε
εκείνος, με το δικαιολογητικό ότι θα πέθαινε από συγκίνηση στο δρόμο και του
ζήτησε να τον πάει μόνο μέχρι το Σίγρι της Λέσβου. Πόσο δίκιο είχε, το ένιωθε η
καρδιά του που τον Νοέμβριο του ίδιου έτους έπαψε απότομα να χτυπά.
Η επόμενη μεγάλη στάση ήταν τα Μύρα της
Λυκίας. Φυσικά ο Ναός του Αγίου Νικολάου, που με τη βοήθεια της UNESKO
ανακαινίζεται κι αυτός κι αποκτούν το φως τους πάλι οι άγιοι, τυφλωμένοι από το
μίσος μερικών φανατικών, ήταν ο μοναδικός τους σκοπός. "Η αρχαία κι η βυζαντινή
Ελλάδα υποβαστάζει την τουρκική οικονομία", ψιθύρισε κάποιος συμπατριώτης τους,
κόβοντας το ακριβό εισιτήριο. "Γι' αυτά έρχονται οι τουρίστες, όχι γι' αυτούς",
συμπλήρωσε στη συνέχεια.
"Έλα, μη φανατίζεσαι τώρα κι εσύ,
ανταποδίδοντας με χειρότερα. Θα μας αρκούσε, αν το παραδέχονταν μόνο, κι έβαζαν
εδώ κι εκεί μια πινακίδα στα ελληνικά. Στην πράξη θα φαίνονταν με τον τρόπο αυτό
η λεγόμενη ελληνο-τουρκική φιλία κι όχι στα λόγια και στην θεωρία", μεσολάβησε
κάποιος συνταξιδιώτης του.
Επισκέφτηκαν τους διπλανούς λαξευτούς
τάφους και το θέατρο, βιάστηκαν όμως να προλάβουν με το φως της ημέρας την
Αντίφελλο (Κας), απέναντι από την ελληνική Μεγίστη, που εν αντιθέσει με τους
Έλληνες, που συνηθίζουν να χρησιμοποιούν ακόμη το ιταλικό όνομα Καστελόριζο,
Μέις την αποκαλούν οι Τούρκοι. Ο Λάμπος και η Ανή έφυγαν το άλλο πρωί για το
νησί, ενώ ο Αρίσταρχος δεν μπορούσε, γιατί ήταν περασμένο στο διαβατήριο το
αυτοκίνητό του, εκτός αυτού είχε επισκεφτεί πριν από τρία χρόνια με την γυναίκα
του το νησί. Έτσι βολτάρανε όλη τη μέρα στα στενά και στο μεγάλο παζάρι της
πόλης. Τους έκανε μεγάλη εντύπωση που όλος ο λιμενοβραχίονας ήταν ζωγραφισμένος
με παραστάσεις από την ελληνική μυθολογία. "Έμαθαν οι Τούρκοι να πουλούν τη
μυθολογία και την ιστορία μας, ενώ οι δικοί μας οι ξιπασμένοι, μας γέμισαν με
αγγλικούρες" παρατήρησε η Ερασμία, στο εστιατόριο που γευμάτιζαν με το όνομα:
ΑΡΤΕΜΙΣ.
Την 13η Μαΐου βρίσκονταν στο δρόμο για
την Αλικαρνασσό. Είχαν σκοπό να κάνουν μια τελευταία λοξοδρόμηση και για την
Μαρμαρίδα, αλλά δεν τους έπαιρνε πλέον ο χρόνος, έπρεπε να φτάσουν όσο πιο κοντά
γινόταν στο ξενοδοχείο τους, για να λάβουν μέρος στην υποδοχή την επομένη μέρα,
στις 11 το πρωί. Στη Μύλασα (Milas) της Καρίας άρχισε να νυχτώνει. Ένας από τους
δύο νεαρούς με τα ποδήλατά τους, θέλησε να διασχίσει απρόσεκτος τον κεντρικό
δρόμο, ενώ είχαν πράσινο εκείνοι. Κοκάλωσε ευτυχώς ο Λάμπος που οδηγούσε τον
"κίτσο" τους, όπως αποκαλούσαν στοργικά το ακούραστο γερμανικό αμάξι, μισό μέτρο
μπροστά από το παιδί. Είχαν μεγάλη τύχη, δεν έπαθε ούτε γρατσουνιά. Η Παναγία
Σουμελά τους είχε υπό την σκέπη της, είπαν. Έφυγαν ο νεαρός με τον φίλο του
βιαστικά πριν προλάβουν να συνειδητοποιήσουν την παρά λίγο τραγικότητα της όλης
υπόθεσης.
Στην πρώτη πανσιόν του Αιγαίου που
συνάντησαν, θέλησαν να διανυχτερεύσουν και να γιορτάσουν την τύχη τους, με τι
άλλο παρά μ' ένα νόστιμο φρέσκο ψάρι. Σαν έμαθε το αφεντικό ότι ήσαν Έλληνες,
άρχισε κι αυτός να φιλάει τους άνδρες στο μέτωπό τους. "Ο καλλίτερος μου φίλος
από το Πανεπιστήμιο της Βοστόνης είναι Έλληνας. Τώρα ζει κι αυτός στην Κω και
συναντιόμαστε σχεδόν κάθε μήνα", τους εξήγησε. Δεν έμοιαζε η συμπεριφορά του για
το κοινό κόλπο μερικών που προσπαθούν να προσελκύσουν από τον δρόμο τους Έλληνες
τουρίστες. Εκείνοι είχαν ήδη παραγγείλει τα ψάρια και το κρασάκι τους.
Από εκεί το Γιαλίτσιφλίκ, όπου
βρίσκεται ο ελβετικός οικισμός ΗΑΡΙΜΑG, δεν ήταν πλέον μακριά, μια ώρα δρόμος
τους χώριζε μόνο. Έφτασαν με την ησυχία τους και ταχτοποίησαν πρώτα το στούντιό
τους. Ευγενέστατο το προσωπικό εκπληρώνει κάθε επιθυμία τους, π.χ. να βάλει δυο
Τετάρτες στο εβδομαδιαίο πρόγραμμα εκδηλώσεων, την παρουσίαση του βιβλίου του
Αρίσταρχου: "Στη σκιά της παλιάς βελανιδιάς" στα γερμανικά. Εκτός από κολύμπι,
είχε καθημερινά και ένα διαφορετικό πρόγραμμα. Φυσικά η μελέτη διαφόρων βιβλίων
που είχαν πάρει μαζί τους, ήταν σκέτη απόλαυση. Στις 14 αυτές ημέρες κατόρθωσε ο
καθένας να διαβάσει περίπου τρία ελληνικά και δύο γερμανικά πολυσέλιδα βιβλία.
Κάπου- κάπου ο Αρίσταρχος κι ο Λάμπος βρίσκανε και λίγο χρόνο να παίξουνε πινάκλ
ή τάβλι. Κάνανε και μερικές κοντινές εκδρομές. Ο Λάμπος και η Ανή πήγαν απέναντι
στην Κω, ενώ η Ερασμία κι Αρίσταρχος για τους γνωστούς λόγους μείνανε στην
Αλικαρνασσό. Εν τω μεταξύ ο Λάμπος που είχε ήδη τον σωστό αριθμό της θείας του
στην Σαμψούντα, αμέλησε και πάλι να την πάρει αμέσως τηλέφωνο, ίσως γιατί
βρισκόμασταν πια πολύ μακριά της, και παρ' όλο που τον παρακινούσε σχεδόν σε
καθημερινή βάση ο φίλος του.
"Θα την πάρω την τελευταία μέρα και θα
την αποχαιρετήσω. Ούτως ή άλλως δεν μπορούμε να την επισκεφτούμε" έλεγε πάντα
για να δικαιολογηθεί. Ο Αρίσταρχος δεν μπορούσε να το διανοηθεί, ότι αυτός ήταν
στην ουσία ο κύριος σκοπός του ταξιδιού του φίλου του, κι όμως ο ίδιος το
καθυστερούσε, παρ' όλο που τώρα είχε την ευκαιρία στα χέρια του, τουλάχιστον να
επικοινωνήσει μαζί της.
Εντελώς τυχαία γνώρισαν και τον
διευθυντή του διπλανού ξενοδοχείου, που ανήκει επίσης στην ίδια ελβετική
Εταιρία, έναν Λιβανέζο, ονόματι Χασάν, παντρεμένο με την ελληνίδα Ναταλία. Όλοι
μαζί αποφάσισαν να νοικιάσουν τη νύχτα της πανσελήνου ένα ιστιοφόρο και να
σαλπάρουνε σ' ένα κοντινό νησάκι, να φανε πάλι ψάρι και να γλεντήσουνε μέχρι τα
μεσάνυχτα. Δυστυχώς ο Χασάν -με τα τέλεια ελληνικά του- δεν μπόρεσε να πάει μαζί
τους λόγω φόρτου εργασίας, έστειλε όμως την Ναταλία, υποσχόμενος, ότι θέλει να
τους καλέσει όλους την τελευταία τους βραδιά στις 27. 05. 05.και ώρα 800 μ.μ.
Αυτήν την τελευταία μέρα θυμήθηκε ο
Λάμπος, πιστός όμως στις προθέσεις του, να πάρει τηλέφωνο, με την βοήθεια της
συμπαθητικής Τουρκάλας Τούλιν, που γεννήθηκε στην Γερμανία, για να πει
τουλάχιστον ένα γεια κι αντίο μαζί στη θεία του Καλλιόπη. Η Τούλιν έκανε αρκετές
προσπάθειες, τελικά βρήκε στο τηλέφωνο τον γιο της θείας, τον ξάδερφο του Λάμπου
δηλαδή, ο οποίος της ανακοίνωσε, ότι η θεία απεβίωσε δυστυχώς τον περασμένο
χρόνο. Σαν άκουσε όμως ο γιος της, ότι πήραν τηλέφωνο από την Αλικαρνασσό, κι
ότι ο Έλληνας ξάδερφός του εκείνη τη στιγμή βρίσκονταν εκεί, συμπλήρωσε με την
είδηση έκπληξη, ότι έχει τρεις θυγατέρες κι έναν γιο, και οι τρεις δασκάλες‡
δάσκαλος κι ο γιος. Η μια είναι παντρεμένη κοντά στην Αλικαρνασσό, η άλλη στη
Μύλασα, η τρίτη στην Σμύρνη κι ο γιος του στην Σαμψούντα, της εξήγησε. Θα πάρω
αμέσως την κόρη μου στην Αλικαρνασσό να έρθει να γνωρίσει το ξάδερφό μου και
θείο της, υποσχέθηκε. Σε πέντε λεπτά κτύπησε ξανά το τηλέφωνο της ρεσεψιόν. Ο
ξάδερφος ανακοίνωνε στην Τούλιν, ότι η κόρη του με τον άνδρα της θα είναι εκεί
στις 800 το βράδυ ακριβώς. Η πληροφορία μεταδόθηκε τηλεφωνικά στον Λάμπο. Όταν
επέστρεψε από το απογευματινό του βόλεϊ ο Αρίσταρχος, βρήκε το φίλο του
θλιμμένο, δακρυσμένο κι ανήσυχο, εντελώς διαφορετικό. "Η θεία Καλλιόπη πέθανε.
Κάτι έλεγε μέσα μου πως δε ζει και μ' εμπόδιζε να επικοινωνήσω μαζί της. Βρήκα
όμως την ανεψιά μου, έρχεται, στις οχτώ θα είναι στη ρεσεψιόν" του έλεγε και τον
αγκάλιαζε, γεμάτος με αντικρουόμενα συναισθήματα, στην ατέλειωτη ουράνια σκάλα
της ευτυχίας και της κατάθλιψης.
Από τις επτά και μισή ήδη, όλο αγωνία
κι ανυπομονησία, στήθηκαν κι οι τέσσερις, πέντε μαζί με την διερμηνέα Τουλίν,
μπροστά στην είσοδο του ξενοδοχειακού συγκροτήματος. Ο Αρίσταρχος άρπαξε την
κάμερα από τα χέρια του Λάμπου. "Σε τέτοιες στιγμές πρέπει να αισθάνεται κανείς
ψυχικά γυμνός και σωματικά ελεύθερος κυριολεκτικά. Τα χέρια, οι πύλες της
επαφής, πρέπει να είναι ορθάνοιχτες" συλλογίστηκε. Κατασυγκινημένος όμως κι
ίδιος απ' την ιστορικότητα της στιγμής, φορτισμένος με αβάσταχτα βαρείς
συναισθηματισμούς, δεν πρόλαβε να την χρησιμοποιήσει.
Στις οκτώ ακριβώς κατηφόριζαν δυο
ζευγάρια μ' ένα χαριτωμένο κοριτσάκι το δρομάκι προς την είσοδο του ξενοδοχείου.
Από μακριά διέκρινε ακόμα και το μη εξασκημένο μάτι, την κοπελιά με το ρωμαίικο
αίμα. Ήταν οι κινήσεις της, ο τρόπος που κοιτούσε, η ανυπομονησία της
πρωτόγνωρης εμπειρίας ζωγραφισμένη στο πρόσωπό της, κανείς δεν είναι σε θέση να
το απαντήσει. Κάτω από την κατάλευκη μπλούζα της διακρίνονταν αμυδρά το
περίγραμμα κάποιου σταυρού περασμένου με χρυσή αλυσίδα στο λαιμό της.
"Εγώ είμαι η εγγονή της γιαγιάς
Καλλιόπης" πρόφτασε να πει η Τουρκάλα ανεψιά κι έπεσε στην αγκαλιά του Έλληνα
θείου της.
Έγερνε στην Αλικαρνασσό ο ήλιος
κουρασμένος από την ουράνια διαδρομή του πίσω από την γειτονική Κω, έγερναν και
τα κεφάλια των μέχρι τη στιγμή εκείνη αγνώστων αγκαλιασμένων συγγενών. Πολύτιμα
πετράδια, κυλούσαν αναμεμειγμένα τα ελληνο- τουρκικά δάκρυα στο ζεστό ακόμα
πεζοδρόμιο δίπλα στις νεοκλασικές κολόνες της εισόδου, λες κι είχαν μέσα τους
τον (αριστο)τέλειο ενδελεχή σκοπό, να γίνουν ρυάκι, ποτάμι μετά, και να
ξεπλύνουν στον διάβα τους κάθε προκατάληψη και φανατισμό που χωρίζουν τους δυο
λαούς.
"Πόσες τέτοιες αγκαλιές μας
επιφυλάσσει το μέλλον, πόσοι τέτοιοι εναγκαλισμοί περιμένουν τη σειρά τους, πόσα
εκατομμύρια πανάκριβες σταγόνες είναι ακόμα φυλαγμένες στους δακρυϊκούς αδένες,
ένθεν κι ένθεν του Αιγαίου, πόσοι αναρίθμητοι Έλληνες και Τούρκοι δεν υπάρχουν
σήμερα, που θα ήθελαν να παραβλέψουν τις στρατηγικές και πολιτικές και να
γνωρίσουν τους γείτονές τους ως αληθινούς συγγενείς;" συλλογιζόταν ο Αρίσταρχος
βουρκωμένος στο κλάμα, κι αποτυπώνοντας ψηφιακά συνάμα την μοναδική κι
ανεπανάληπτη σκηνή, τη νίκη του απλού ανθρώπινου συναισθηματισμού, κατά της
αλάνθαστης δήθεν και κοφτερής σαν το ξυράφι λογικής κάποιας στρατηγικής.
"Δεν είχαν ποτέ προβλήματα οι λαοί,
προβληματικοί ήταν οι εκάστοτε κυβερνώντες τους, που αισθάνονταν συχνά την
ανάγκη να τους ξεσηκώσουν, για να ικανοποιήσουν τα δικά τους ένστικτα", θυμάται
τον παππού του να τονίζει συχνά, και σε μια στιγμή τον Λάμπο να συμπληρώνει:
"Ήμασταν σαν δυο μεταξύ τους δεμένοι γάιδαροι, που τραβούσε ο ένας από δω κι ο
άλλος από εκεί, μα κανένας δεν έφτανε στην τροφή, ώσπου σκέφτηκαν λίγο και
βρήκαν την πιο απλή λύση, να φάνε μαζί στην αρχή από την πρώτη και μετά απ' την
άλλη θημωνιά." και να συμπληρώνει στη συνέχεια:
"Ήμασταν οι δυο λαοί ένα κουβάρι από μια δίχρωμη κλωστή, καλά ανακατεμένο
αυγολέμονο ή λαδόξιδο, ποιος διάβολος τα κατάφερε να μας ξεχωρίσει;"
"Λάμπο, η πολιτική μοιάζει με την
φιλοσοφία, να ψάχνει δηλαδή κανείς μέσα σ' ένα σκοτεινό δωμάτιο μια μαύρη γάτα,
τη στιγμή που το γνωρίζει σαφώς ότι δεν είναι καμιά εκεί. Και να ισχυρίζεται από
πάνω ότι τη βρήκε. Ύστερα τα απλά τα κάνει επίτηδες δύσκολα και μπερδεμένα, για
να πιστεύουν οι άλλοι, ότι σκέφτεται δήθεν βαθιά. Στο τέλος αλλού είναι η ρίζα
των προβλημάτων κι αλλού ψάχνει τη λύση τους αυτή", του απάντησε κι έφερε για
εξήγηση το παράδειγμα του Βάτσλαβικ: "Έψαχνε κάποιος μεθυσμένος κάτω από μια
λατέρνα κάτι, όταν τον ρωτά ένας αστυνόμος, τι κάνει. "Ψάχνω τα κλειδιά μου",
απαντά εκείνος. "Μπορώ να σε βοηθήσω κι εγώ;" προσφέρεται το όργανο της τάξης.
"Και γιατί όχι, θα ήταν πολύ ευγενικό εκ μέρους σας", του απαντά ο μεθυσμένος.
Μετά από πολύωρο ψάξιμο, ρωτά ο αστυνομικός:
"Είσαι σίγουρος, ότι έχασες εδώ τα
κλείδά σου;"
"Όχι, τα κλειδιά μου τα έχασα πιο πέρα,
μα εκεί δεν έχει φως, πώς να τα βρω μες στο σκοτάδι;", αποκρίνεται ο
μεθυσμένος."
"Λάμπο μου, στην σκοτεινή Ανατολή
έχουν μερικοί φιλόδοξοι από καιρό χαμένα τα κλειδιά τους και στην γενέτειρα του
Απόλλωνα, το φωτεινό Αιγαίο, άδικα, όχι όμως κι άσκοπα τα ψάχνουν σήμερα",
εκφράζεται και σκέφτεται να κλείσει τη συζήτηση, μα μια άλλη ιδέα του περνά σαν
αστραπή απ' το σκοτισμένο του μυαλό.
"Παράξενο. Και ο μισός πόντιος
ξάδερφος του Λάμπου έχει τέσσερα παιδιά, και τα τέσσερα σπούδασαν συμπτωματικά
τη δασκαλική τέχνη, λες και ξύπνησε μέσα στους Πόντιους το αίμα, για να διδάξει
στα Τουρκόπουλα, ότι είναι τώρα ευκαιρία, να νιώσουν στο πετσί τους, πως δεν
υπάρχει καλός ή καλλίτερος λαός ή κακός και χειρότερος δίπλα, αλλά ο καθένας
είναι, αν όχι αδερφός του γείτονα, οπωσδήποτε συγγενής του. Είναι καιρός να
πάψει πια ο ανόητος εθνικισμός, να σταματήσει επί τέλους το φαρμάκωμα της αγνής
ψυχής τους. Οι Έλληνες το έχουν φαίνεται στο σκαρί τους, να διδάξουν κι αλλάξουν
τη Ρώμη που τους κατάκτησε τότε και τώρα την Άγκυρα που τους έδιωξε από τη
γειτονιά της. Οι σπόροι της αλήθειας, φυτρώνουν φαίνεται στα ανασκαμμένα χώματα
της καταστροφής" στοχάστηκε ιστορικά., παρ' όλο που φοβόταν πως και τούτο μια
μέρα θα ερμηνευτεί όχι δημοκρατικά, αλλά εθνικιστικά.
Στην επιστροφή τους από τα Ιωνικά
παράλια και την Αιολική Γη, δεν επισκέφτηκαν τις περίφημες αρχαιότητες, πρώτον
γιατί δεν είχαν άλλο χρόνο στη διάθεσή τους, και δεύτερον τις είχαν ήδη γνωρίσει
απ' άλλες εκδρομές. Μόνο στην Πέργαμο σταθήκανε για λίγο. Στη Λάμψακο της Μυσίας
πήρανε το καράβι για την Καλλίπολη.
Αρχικά σκόπευαν να διανυκτερεύσουν
εκεί, στη γενέτειρα της μητέρας του Αρίσταρχου, έπιασε όμως εκείνον ξαφνικά μια
ανεξήγητη μελαγχολία, ατενίζοντας την πόλη και φέρνοντας στο νου του την
τραγικότητα της ζωής της: Εξάχρονο κοριτσάκι έχασε μέσα στην αναμπουμπούλα της
εποχής και τους δυο γονείς της, την περιμάζωξαν μερικοί και την παρέδωσαν στο
ορφανοτροφείο της Ξάνθης. Ποτέ, μα ποτέ δεν ανέφερε έκτοτε το όνομα Καλλίπολη
ξανά, θαρρείς και διέγραψε την έννοια από λεξιλόγιό της. Ο Αρίσταρχος πήρε μόνος
αυτή την φορά την απόφαση, να μη μείνουν εκεί, αλλά να συνεχίσουν το ταξίδι τους
για την Αλεξανδρούπολη, μια και το σπίτι του δεν ήταν πια μακριά. Εξ' άλλου ήταν
βράδυ της 29ης Μαΐου κι ήθελε οπωσδήποτε να παρακολουθήσει στην τηλεόραση τ'
αποτελέσματα της ψηφοφορίας των Γάλλων για το Ευρωπαϊκό Σύνταγμα και την
ευρωπαϊκή πορεία της Τουρκίας.
Μέσα στο φεριμπότ μια νεαρή κοπέλα με
ολόμαυρα μάτια και σγουρά μακριά μαλλιά, με καθαρά βυζαντινή φυσιογνωμία,
αφήνοντας την παρέα της του μίλησε στα ελληνικά. "Μένω στην Πόλη, κι η καλλίτερη
μου φίλη είναι Ελληνίδα", του είπε με άψογη προφορά.
Ήταν η πρώτη φορά που δεν ένιωσε την
αυτονόητη σε τέτοιες περιπτώσεις χαρά, απεναντίας τον κατέκλυσε μια ανεξήγητη
δυσφορία, δεν είχε τη δύναμη και διάθεση πια, να συνεχίσει το διάλογο. Του
βάραινε την ψυχή η ωραιότητα της στιγμής. Δεν ήταν τα γηρατειά, ήταν η μακραίωνη
ιστορία.
Χατζής Π. "Γενική Ιστορία", Μαθητική
Εστία, Αθήνα 1955
Μοναχή Μαγδαλινή"Οι Άγιοι του Πόντου".
Ι.Μ.Αναλήψεως Κοζάνης, Αθήνα 1982
Μεγάλη Σοβιετική Εγκυκλωπαίδεια
Εγκυκλωπαίδεια Πάπυρος-Λαρούς, σελ. 389
ΑΦΟΡΙΣΜΟΙ (Σκέψεις ακαλιέργητες)
Πολοίτε τω παρών
Καθημερινά διαβάζει κανείς πινακίδες σαν κι αυτή σ' όλη την ελληνική
επικράτεια. Δεν πωλείται όμως το παρόν οικόπεδο, αλλά και το παρελθόν και το
μέλλον της Ελλάδας. Συγχρόνως κατακρεουργείται βάρβαρα κι η ελληνική γλώσσα.
Ευτυχώς που έχουμε μόνο ένα άλφα, και υπάρχει εδώ έστω μία σωστή ορθογραφία.
Χημός
Κάποιος παντοπώλης κόλλησε στην βιτρίνα του μαγαζιού του την πινακίδα: Χημός
πορτοκάλι 4,50 €. Δίκηο έχει ο χριστιανός, γιατί σήμερα ο χυμός είναι μάλλον
παράγωγο της λέξης χημεία. Για την τιμή δεν γίνεται λόγος.
Υλη- θειοι
Είδα μια πινακίδα στην πόρτα του βιβλιοπωλείου: "Απαγορεύεται η είσοδος σε
υλη-θείους". Δεν πιστεύω να εννοούσε μόνο του κοιλιόδουλους. Μάλλον τους
λάτρες της ύλης γενικά κι όχι του πνεύματος θα εννοούσε.
Ζήτωσαν τα Ελληνικά
Επί τέλους ύστερα από ώρες ανακάλυψα στη Μύκονο και μια επιγραφή στα
ελληνικά, ας ήταν και λανθασμένα γραμμένη.
Αυστραλοελλάς
Στην Αυστραλία βρίσκει κανείς περισσότερα καταστήματα με ελληνικές
επιγραφές, παρά στην Ελλάδα.
Δουλοπρέπεια
Η υπέρτατη ελληνική ιδιότητα της φιλοκαλίας και φιλοξενίας, μετατράπηκαν τα
τελευταία χρόνια σε Βρωμοφιλία και Ξενομανία, αν και η δεύτερη περισσότερο
Δουλοπρέπεια θυμίζει. Φαίνεται πως μόνο όταν είναι ο Έλληνας ραγιάς μπορεί
να αποδώσει και να δημιουργήσει μέχρι και θαύματα.
Αυτό το (μ)
Το μόνο που κατάφεραν οι σημερινοί Έλληνες είναι να διαγράψουν ένα και μόνο
μη από το αρχαίο ρητό: "Πας μη Έλλην βάρβαρος".
Δός μοι πα στώ
Δώσε μου παστό και να δεις πότε το καταβροχθίζω εγώ, μετέτρεψε ο σημερινός
Έλληνας το ρητό του Αρχιμήδη
Μεγαλείο
Ξύπνα καημένε Σολωμέ να δεις αυτούς που αγάπησες και ύμνησες, πως μετέτρεψαν
το μεγαλείο της Ελλάδας σε ατέλειωτο κωλοχανείο.
Οι ήρωες
'Aκου κατάντια του τόπου μας. Εκεί που ανθούσε κάποτε το νικομάχειο πνεύμα
του Αριστοτέλη, γίνονται σήμερα κι οι πιο τελευταίοι αλήτες, ήρωες του
έθνους. Και το κακό είναι ότι παρ' όλα αυτά (ίσως γι' αυτό ακριβώς) ο
ελληνικός λαός συνεχίζει να τους ψηφίζει και να τους υμνολογεί.
Ταγματάρχης
Ο μοναδικός Πόντιος του οποίου το όνομα δεν τελειώνει σε ίδης. Θα ακούγονταν
πράγματι άσχημα, αν φώναζαν τον άνθρωπο Ταγματ-αρχίδη.
Φιλική εταιρία
Είναι καιρός πια να συγκεντρωθούν ξανά οι Έλληνες του εξωτερικού και να
ιδρύσουν μια νέα Φιλική Εταιρία, για να απελευθερώσουν την Ελλάδα από τους
ανίκανους συχνά κυβερνήτες της.
Τα πεζοδρόμια
Γέμισαν τα πεζοδρόμια των πόλεων με τραπέζια, καρέκλες, πολυθρόνες και
καναπέδες. Σε λίγο θα ζητήσουν οι τεμπελχανάδες θαμώνες και κρεβάτια. Οι
πεζοί θα εξακολουθούν να περπατούν στον κανονικό δρόμο. Κατά τα άλλα η
Ελλάδα πάει μπροστά, είναι χώρα ευρωπαϊκή.
Τα πελάγη
Τέσσερα πελάγη έχει η Ελλάδα: α) το Ιόνιο, β) το Αιγαίο, γ) το πέλαγος των
λουλουδιών την άνοιξη και δ) το Αρχιπέλαγος του Έβρου μετά της πλημμύρες του
χειμώνα.
Το σήριαλ
Εν τάξει συμβαίνουν αρκετά δυσάρεστα γεγονότα και στην Ελλάδα, μα τα μέσα
ενημέρωσης τα καταντούν πραγματικά σήριαλ, χειρότερα κι απ' τον "Έρωτα", τη
"Λάμψη" και το "Καλημέρα ζωή".
Οι γιατροί
Έτσι που παρουσιάζονται σήμερα οι ειδήσεις στα τηλεοπτικά κανάλια πρέπει να
έχει κανείς και άριστες ιατρικές γνώσεις για να τις καταλάβει, αλλά και να
μην τις έχει συν τω χρόνω θα τις αποκτήσει, αφού οι δημοσιογράφοι μας αυτήν
την γλώσσα θέλουν να μιλούν που αμφιβάλλω αν οι ίδιοι την καταλαβαίνουν.
Τα κεφάλια
Δεν αλλάζει εύκολα η ελληνική νοοτροπία, αν δεν αλλάξουν τα κεφάλια των
κεφαλιών της.
Νεκροφιλίες
Δε λες όχι, ναι, άξιζαν επικήδειους μερικοί πολιτικοί κι άλλα σημαίνοντα
πρόσωπα, όχι όμως και να τους θεοποιήσουν και να μιλούν ολόκληρους μήνες
μετά μόνο γι' αυτούς. Τέτοια φαινόμενα αποκαλούνται νευρωσικές νεκροφιλίες..
Πρωτύτερα
Ισχυρίζονταν πολλοί ότι μερικά άτομα ήταν πραγματικοί ήρωες που πολέμησαν
τον καρκίνο των πνευμόνων τους με απίστευτο κουράγιο, δίχως να παραπονεθούν
καθόλου. Αν ήταν όμως πραγματικοί ήρωες, έπρεπε να πολεμήσουν προηγουμένως
το πάθος τους για το κάπνισμα.
Το βιράζ
Καλά η ξενομανία μερικών δεν έχει όρια. Οι αθλητικοί δημοσιογράφοι στον
στίβο δε μιλούν πλέον περί στροφής, κατήργησαν κι εκείνο το ωραίο: "τον
έφαγε στη στροφή" και τους ακούς να ξενοφέρνουν και να κουραφεξολογούν.
Οι κυβερνώντες
Τα τελευταία χρόνια έχω την εντύπωση πως δεν κυβερνούν την Ελλάδα οι
εκλεγμένοι πολιτικοί μας, αλλά οι δημοσιογράφοι. Κάθε φορά που ανοίγω την
τηλεόραση, τους βλέπω κι ακούω να μιλούν ώρες ολόκληρες για διάφορους
πολιτικούς, που λείπουν. Μερικές φορές δείχνουν κι αυτούς για δείγμα μερικά
δευτερόλεπτα, για να επαναλάβουν τα υπ' αυτών λεχθέντα.
Τα νεογνά
Με το ρυθμό που συνεχίζει η εξέλιξη της εγκληματικότητας στη γη, προ πάντων
όσον αφορά το νεαρό της ηλικίας των εγκληματιών, σε λίγα χρόνια θα
γεννιούνται μωρά με χειροβομβίδες στα χεράκια τους.
Η διαφορά
· Ποια είναι η διαφορά μεταξύ του τεχνικού και του ανθρωπιστικού
αυτοματισμού;
· Στον τεχνικό αυτοματισμό έρχεσαι με το αυτοκίνητο στο σπίτι σου, πατάς ένα
κουμπί κι ανοίγει η πόρτα του γκαραζιού σου. Στον ανθρωπιστικό αυτοματισμό
πατάς το κλάξον και τρέχει η γυναίκα σου να σου ανοίξει την γκαραζόπορτα.
Τα πλεονεκτήματα
Όταν χωρίζει ένα ανδρόγυνο, όλοι μιλούν για τα μειονεκτήματα των παιδιών και
τα ψυχολογικά τους προβλήματα. Προχθές μου έλεγε ένα 16-χρονο κορίτσι που
καθόταν δίπλα μου στο αεροπλάνο: "Εγώ προσωπικά βλέπω μόνο πλεονεκτήματα από
την όλη υπόθεση. Σήμερα έχω δυο μητέρες, δυο πατέρες, τέσσερις παππούδες,
τέσσερις γιαγιάδες, που όλοι τους με αγαπούν αφάνταστα και μου κάνουν όλα τα
χατίρια".
Η μικρή διαφορά
· Πως ξεχωρίζεις αν η συνοδηγός ενός άνδρα οδηγού είναι η γυναίκα του ή μια
γκόμενα;
· Ο σύζυγος κρατά το τιμόνι με το δεξί του χέρι κι έχει το αριστερό με το
τσιγάρο έξω απ' το παράθυρο. Ο εραστής κρατά το τιμόνι με το αριστερό του
χέρι κι έχει το δεξί πάνω στα σκέλη της φίλης του.
Ελληνική τηλεόραση
Κουτέ Έλληνα ή καλλίτερα ανόητη Ελληνίδα, που σε ξεγελά ένας (Φως)κωλος
δείχνοντας καθημερινά για δύο λεπτά τη συνέχεια δήθεν του έργου του (σήριαλ)
και στην πραγματικότητα σου σερβίρει είκοσι λεπτά επαναλήψεις και
διαφημίσεις.
Ευτυχώς
Ευτυχώς που η ελληνική τηλεόραση διακόπτει για λίγο τις διαφημίσεις της, για
να δείξει στα ενδιάμεσα και λίγο έργο.
Προσβολή
Αν ονομάσεις έναν άνθρωπο γουρούνι, αυτό είναι μεγάλη προσβολή για το ζώο.
ΕΚΔΗΛΩΣΗ ΣΤΗΝ ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΥΠΟΛΗ
ΟΜΗΡΟΣ ΜΑΥΡΙΔΗΣ, συγγραφέας: «Όταν γράφω
έχω μέσα μου τον Πόντο»
23.01.2009
Παρουσιάστηκε στην Αλεξανδρούπολη
το βιβλίο του «Η ανεψιά μου η Τουρκάλα», ενώ ήδη ετοιμάζει το
επόμενο για την γενοκτονία
Ένα προσωπικό οδοιπορικό στον Πόντο, όπως αποτυπώνεται μέσα από το
βιβλίο του «Η ανεψιά μου η Τουρκάλα», παρουσίασε στην Αλεξανδρούπολη ο
συγγραφέας Όμηρος Μαυρίδης. Την λογοτεχνική – καλλιτεχνική εκδήλωση στο
δημοτικό θέατρο της πόλης, διοργάνωσαν ο Σύλλογος Μουσικών Εκπαιδευτικών
Αν. Μακεδονίας - Θράκης, σε συνεργασία με τον Δήμο Αλεξανδρούπολης.
Το μυθιστόρημα βασίζεται σε άρθρο που δημοσίευσε ο συγγραφέας σε τοπικές
εφημερίδες με τίτλο «Οδοιπορικό στον Πόντο». Το βιβλίο χωρίζεται σε δύο
μέρη: στην ζωή και το μαρτύριο του Αγίου Θεόδωρου Γαβρά (ιστορικό
μυθιστόρημα) και την αληθινή ιστορία της επίσκεψης του συγγραφέα, μαζί
με τον φίλο του Χ. Γαβρά, απόγονο του Αγίου Θεόδωρου Γαβρά, στα πάτρια
εδάφη των προγόνων τους, και τη συνάντησή τους με την Τουρκάλα τώρα
ανεψιά του φίλου του στην Αλικαρνασσό, αφού προηγουμένως είχαν
περιηγηθεί σε ολόκληρο τον Πόντο, την Ανατολία και τα νότια παράλια της
Μικράς Ασίας. Η συναισθηματική φόρτιση από την ανακάλυψη των ερειπίων
των κατοικιών των παππούδων τους και την αναζήτηση των συγγενών τους,
που αναγκάστηκαν να μείνουν στην πατρίδα και να τουρκέψουν (στην ουσία
έμειναν κρυφοχριστιανοί), καθηλώνει τον αναγνώστη.
Ο συγγραφέας μίλησε για την πηγή έμπνευσης αλλά και τα μελλοντικά του
σχέδια λέγοντας: «κάθε φορά που γράφω βιβλίο έχω μέσα μου τον Πόντο. Έχω
πάει 6 φορές στον Πόντο και θα πάω άλλες 16 αν μου δώσει ο Θεός την
δύναμη, γιατί είναι ένας χώρος, όχι γιατί είναι η πατρίδα των παππούδων
μου και του πατέρα μου, αλλά είναι ένας απίθανος χώρος και λυπάμαι κάθε
φορά που δεν είναι αυτό το κομμάτι ελεύθερο και είναι στα χέρια των
Τούρκων. Και ενώ ζουν ακόμη εκεί πέρα ένα σωρό κρυπτοχριστιανοί, δεν
έχουν το θάρρος και την δύναμη να εκφράσουν αυτά που αισθάνονται.
Το επόμενο βιβλίο που ετοιμάζω είναι για την γενοκτονία των Αρμενίων,
γιατί και οι Πόντιοι έχουν υποφέρει πάρα πολλά, αλλά και οι Αρμένιοι
όπως ξέρετε η γενοκτονία των Αρμενίων ήταν μεγαλύτερη και το επόμενο
βιβλίο είναι έτοιμο, είναι στο Μαλλιάρης Παιδεία και θα εκδοθεί κατά τον
Απρίλιο. Επειδή γράφω πάρα πολλά και έχω άλλα τρία βιβλία στα σκαριά και
το μεθεπόμενο θα είναι πάλι ένα καθαρά ψυχολογικό βιβλίο και το άλλο
είναι ένα βιβλίο για ένα love story για μία Πομάκισσα που ερωτεύεται
έναν Έλληνα».
Για το νέο μυθιστόρημα του καθηγητή Όμηρου Μαυρίδη, με τίτλο «Η ανεψιά
μου η Τουρκάλα» μίλησε ο Δρ. Πασχάλης Χριστοδούλου. Στο δεύτερο μέρος
ακολούθησε ένα σύντομο αφιέρωμα στα 200 χρόνια από τον θάνατο του
μεγάλου Αυστριακού κλασικού Συνθέτη Joseph Haydn (1732-1809) από τους
εξαίρετους μουσικούς Δημήτρη Μπαχτσεβανίδη (βιολί) και Χαράλαμπο
Τσακαλίδη (πιάνο) του συλλόγου μουσικών εκπαιδευτικών Αν. Μακεδονίας -
Θράκης. Στο κοινό ο δήμαρχος Αλεξανδρούπολης, ο αστυνομικός διευθυντής,
ο μέραρχος και πολλοί επώνυμοι της γειτονικής πόλης.
Λίγα για τον Όμηρο Μαυρίδη
Ο συγγραφέας, γεννήθηκε το 1939 στα Κασσιτερά Σαπών. Απόφοιτος της
Παιδαγωγικής Ακαδημίας Αλεξ/πολης, σπούδασε στο Πανεπιστήμιο της
Τυβίγγης (Γερμανία) Ψυχολογία, Φιλοσοφία και Παιδαγωγικά και ολοκλήρωσε
τις σπουδές του με διδακτορικό στο Πανεπιστήμιο του Μίνστερ. Ακολούθως
δίδαξε Κοινωνική και Παιδαγωγική Ψυχολογία στα Πανεπιστήμια Χάγκεν και
Ντόρτμουντ. Κατά την διαμονή του στην Γερμανία, υπήρξε ιδρυτικό μέλος σε
πολλούς συλλόγους (επιστημονικούς, γερμανο-ελληνικούς, φιλανθρωπικούς,
πολιτιστικούς κ.τ.λ.), ενώ ξεκίνησε και το συγγραφικό του έργο, με το
πρώτο του μυθιστόρημα στην Γερμανική: „Die Steinschlacht bei Sappe“
(8000 αντίτυπα). Ακολούθησαν «Τα σταυρωμένα νιάτα», «Ο πετροπόλεμος στις
Σάπες», «Η Ελλάδα μας αργοπεθαίνει», «Της ξενιτιάς η μόρφωση»
(επανεκδόσεις: Ερωδιός).Σήμερα μετά από 40 χρόνια προσφοράς στην
Γερμανία, ζει στην Αλεξανδρούπολη και ασχολείται αποκλειστικά με το
συγγραφικό του έργο. Έχει εκδώσει από την Εμπειρία εκδοτική τα βιβλία
«Το αμπέλι μας στον Πόντο» και «Καλλιστώ και Ιμπραχήμ», καθώς επίσης από
τον Ερωδιό το «Παιχνίδια της παρέας». Έτοιμα για έκδοση είναι τα: «Ιωνάς
Β΄», «Αφορισμοί- Σκέψεις ακαλλιέργητες» και «Γεννήθηκα στην πορεία
γενοκτονίας».
Μ.Μ.
Η ΠΑΡΟΥΣΙΑΣΗ ΤΟΥ ΒΙΒΛΙΟΥ
Η εκδήλωση συνεχίστηκε με
την παρουσίαση του νέου βιβλίου «Το αμπέλι μας στον Πόντο» από τον ίδιο το
συγγραφέα Όμηρο Μαυρίδη. Στην αρχή, ο διευθυντής του σχολείου, ο κ.
Κεραμυδάς Γιώργος, μίλησε σύντομα για την προσωπικότητα του συγγραφέα,
λέγοντας τα εξής:
Νιώθουμε
μεγάλη χαρά, γιατί σήμερα έχουμε την τιμή να φιλοξενούμε έναν πολύ αξιόλογο
πνευματικό άνθρωπο. Και η χαρά μας είναι ακόμη μεγαλύτερη, γιατί κατάγεται
από τον τόπο μας. Γεννήθηκε το 1939, στο χωριό Κασσιτερά, που σήμερα δεν
κατοικείται. Το 1946 με 49 ήταν μαθητής στο δικό μας σχολείο. Γνωρίζει
δηλαδή πολύ καλά τον τόπο μας, αν και έζησε σε εποχές πολύ πιο δύσκολες από
σήμερα.
Από το 1949 μέχρι το 1956 φοίτησε στο εξατάξιο τότε Γυμνάσιο Σαπών.
Το 1957 μέχρι το 1959 σπουδάζει στην Παιδαγωγική Ακαδημία Αλεξανδρούπολης.
Όσοι τελείωναν αυτή τη σχολή γινόταν δάσκαλοι. Ο κ. Όμηρος όμως, το 1960,
θέλοντας να ακολουθήσει έναν ίσως πιο δύσκολο δρόμο, φεύγει από την Ελλάδα
και πηγαίνει στη Γερμανία. Εκεί σπουδάζει Φιλοσοφία και Παιδαγωγικά με
ειδίκευση στην Ψυχολογία. Μόλις παίρνει το δίπλωμά του εργάζεται στο Κέντρο
Συμβουλευτικής Αγωγής στην περιοχή της Ρηνανίας-Βεστφαλίας και στη συνέχεια
στο Ψυχολογικό Κέντρο Βορείου Ελλάδας, στο Ρετζίκι Θεσσαλονίκης, μέχρι το
1966. Το 1967 υπηρετεί την πατρίδα του ως στρατιώτης και μετά γυρίζει στη
Γερμανία. Στην αρχή εργάζεται σα δάσκαλος σε ένα ελληνικό σχολείο. Παράλληλα
όμως συνεχίζει τις σπουδές του, στον τομέα της Ψυχολογίας και της
Παιδαγωγικής.
Το 1972, προσλαμβάνεται ως καθηγητής από την Ανώτατη Πανεπιστημιακή Σχολή
του Χάγκεν. Την ίδια στιγμή συνεχίζει τις σπουδές του. Εγγράφεται και
σπουδάζει στο Πανεπιστήμιο του Μύνστερ Βεστφαλίας, Εθνολογία, Λαογραφία,
Παιδαγωγικά και Κοινωνιολογία. Το 1977 κλείνει τις σπουδές του με τη
διδακτορική διατριβή του με θέμα: «Ιατρική μαγεία στη Δυτική Θράκη � Μια
συνεισφορά στη λαϊκή ιατρική».
Το 1982 εκλέγεται για δυο χρόνια κοσμήτορας της Πανεπιστημιακής Σχολής του
Χάγκεν.
Το 1987 παίρνει μετάθεση στο Πανεπιστήμιο του Ντόρτμουντ και το 2000
συνταξιοδοτείται και επιστρέφει στην Ελλάδα, μετά από 41 χρόνια παραμονής
στο εξωτερικό.
Συγγραφική δραστηριότητα
Ο κ. Όμηρος Μαυρίδης, έχει πλούσια συγγραφική δραστηριότητα. Θα αναφέρουμε
μερικά από τα βιβλία που έγραψε. Είναι «ο Πετροπόλεμος στις Σάπες», που
κυκλοφόρησε το 1986 στην Ελλάδα και νωρίτερα το 1981 και στη Γερμανία στη
γερμανική γλώσσα.
Το 1984 κυκλοφόρησε το βιβλίο: «Σταυρωμένα νιάτα».
Το 1986 κυκλοφόρησαν τα βιβλία: «Της ξενιτιάς η μόρφωση» και «Η Ελλάδα
αργοπεθαίνει». Έχει γράψει και άλλα βιβλία με τελευταίο αυτό που
παρουσιάζουμε σήμερα. Το βιβλίο του αυτό, όπως και πολλά άλλα, περιέχει τα
βιώματα του συγγραφέα κυρίως στην παιδική του ηλικία και έχουν ιδιαίτερη
αξία, γιατί πέρα από τη λογοτεχνική τους αξία, τα βιβλία αυτά περιέχουν και
ιστορικά στοιχεία που σχετίζονται με τις αλησμόνητες πατρίδες μας.
Διαβάζοντας τα βιβλία του Όμηρου Μαυρίδη, είναι σαν να βλέπεις πολλούς
ζωγραφικούς πίνακες, γεμάτους χρώματα, εικόνες και συναισθήματα. Θα
παρακαλούσαμε τον ίδιο το συγγραφέα να μας μιλήσει για το καινούριο του
βιβλίο που παρουσιάζουμε σήμερα στο σχολείο μας.
Σας ευχαριστώ.
Στη
συνέχεια πήρε το λόγο ο κ. Όμηρος Μαυρίδης και μίλησε για το βιβλίο του. Μας
φανέρωσε ότι ο λόγος που έγραψε το βιβλίο αυτό ήταν ένα ταξίδι που έκανε με
το Σύλλογο Ποντίων στα μέρη εκείνα που γεννήθηκαν οι πρόγονοί του. Τα όσα
άκουσε από τον παππού και τον πατέρα του για τις αλησμόνητες πατρίδες του
Πόντου είχε την ευκαιρία να τα δει από κοντά, έστω και μερικές δεκάδες
χρόνια μετά. Τότε πήρε την απόφαση να γράψει το "αμπέλι μας στον Πόντο".
Γράφει στο εξώφυλλο του βιβλίου: "Τόσοι νομάτοι οι οικογένεια του
παπα-Χαράλαμπου, ρίξαμε μαύρη πέτρα στη γη που μας ανάθρεψε και γυρέψαμε μια
νέα πατρίδα... Δύσκολος δρόμος επικίνδυνος, οι Τούρκοι στο κατόπι μας, να
κυνηγούν τους άπιστους, να κλέβουν, να βιάζουν τις γυναίκες μας, να
μαγαρίζουν εκκλησιές και σύμβολα ελληνικά κι ορθόδοξα... Μα εμείς δε χάσαμε
ποτέ την ανθρωπιά μας κι όποτε χρειάστηκε, το δείχναμε πως ήμασταν ανώτεροι
απ' τον εχθρό μας. Όμως, κι η πατρίδα που αφήσαμε. δε χάνεται ποτέ, δε
λησμονιέται, δεν πεθαίνει. έχει τις ρίζες της βαθειά χωμένες στην ψυχή και
το νου μας. Όπως τ' αμπέλια που ριζώνουν στα έγκατα της άνυδρης γης και
δίνουν τους καρπούς τους... Δυο κληματόβεργες λοιπόν από το παλιό το αμπέλι
μας το μόνο βιος μας, μας θυμίζουν για πάντα την πρότερη ζωή μας, μας δένουν
με ό,τι αγαπήσαμε, έτσι που να μη λησμονήσουμε ποτέ, όπου κι αν βρεθούμε,
τ΄αμπέλι μας στον Πόντο...".
Το βιβλίο του Όμηρου Μαυρίδη είναι γραμμένο με εξαιρετική λιτότητα, είναι
κατανοητό από όλες τις ηλικίες και μπορούν να το διαβάσουν και τα παιδιά του
Δημοτικού Σχολείου. Εκείνο που μας έκανε εντύπωση είναι ότι, πολλά παιδιά,
ακόμη και της Γ' τάξης, συμπάθησαν ιδιαίτερα τον κ. Όμηρο Μαυρίδη κι αυτό
φάνηκε από το γεγονός ότι κάποια του χάρισαν ένα λουλούδι από την αυλή του
σχολείου και κάποια έτρεξαν και τον αγκάλιασαν. Αυτή την εικόνα μας την
περιέγραψε ο συγγραφέας με συγκίνηση. Στο τέλος, όσοι ήθελαν προμηθεύτηκαν
το βιβλίο του με ειδική αφιέρωση από τον ίδιο το συγγραφέα. Όποιος θέλει να
αγοράσει το βιβλίο αυτό, μπορεί να γράψει στη διεύθυνση:
momirosm@hotmail.com
Έργα του συγγραφέα OMHPOΥ MAYPIΔH
Η ανεψιά μου η Τουρκάλα, Ερωδιός, Θεσ/νίκη, 2008
Το μυθιστόρημα αυτό βασίζεται σε άρθρο που δημοσίευσε ο συγγραφέας
σε τοπικές εφημερίδες με τίτλο: «Οδοιπορικό στον Πόντο». Το βιβλίο
χωρίζεται σε δύο μέρη: α) στην ζωή και το μαρτύριο του Αγίου Θεόδωρου
Γαβρά (ιστορικό μυθιστόρημα) και β) την αληθινή ιστορία της επίσκεψής του
συγγραφέα, μαζί με τον φίλο του Χ. Γαβρά, απόγονου του Αγίου Θεόδωρου
Γαβρά, στα πάτρια εδάφη των προγόνων τους, και η συνάντησή τους με την
Τουρκάλα τώρα ανεψιά του φίλου του στην Αλικαρνασσό, αφού προηγουμένως
είχαν περιηγηθεί ολόκληρο τον Πόντο, την Ανατολία και τα νότια παράλια της
Μικράς Ασίας. Η συναισθηματική φόρτηση με την ανακάλυψη των ερειπίων των
κατοικιών των παππούδων τους και την αναζήτηση των συγγενών τους που
αναγκάστηκαν να μείνουν στην πατρίδα και να τουρκέψουν (στην ουσία έμειναν
κρυφοχριστιανοί), καθηλώνει τον αναγνώστη.
Καλλιστώ και Ιμπραχήμ, Εμπειρία Εκδ. Αθήνα, 2005
Tο "Καλλιστώ και Ιμπραχήμ" εξιστορεί την αληθινή ιστορία μιας
Ελληνίδας κι ενός Τούρκου στη Γερμανία, οι οποίοι πάλεψαν κόντρα στα μίση,
τις έχθρες και τις προκαταλήψεις των δύο λαών μεταξύ τους, και βγήκαν
νικητές. Στην αρχή οι αντιδράσεις των οικογενειών κι απ� τις δυο πλευρές
ήσαν κάθετα αντίθετες με την απόφαση των ενήλικων ήδη παιδιών, να
διατηρήσουν και καλλιεργήσουν τη σχέση τους, πλην όμως πείστηκαν στο τέλος
από τα επιχειρήματα των ερωτευμένων, αφού αυτοί είχαν μια τέτοια
πνευματική συγγένεια, που δύσκολα συναντά κανείς σ� άλλα ζευγάρια. Με την
ευχή των γονιών τους κατέληξε η σχέση σε γάμο, πλην όμως οι αδερφοί του
γαμπρού που είχαν φανατιστεί από εξτρεμιστικές παρέες κι άλλοι παράγοντες
εθνικιστικοί, προσπάθησαν όχι μόνο να ματαιώσουν τον γάμο, αλλά να προβούν
και σε εγκληματικές ενέργειες. Τελικά νίκησε η επιμονή των νεόνυμφων,
απέκτησαν έναν γιο και στο τέλος πήρε ο Ιμπραχήμ οικιοθελώς την απόφαση ν�
ασπαστεί στην Κωνσταντινούπολη την ορθόδοξη πίστη, μαζί με τον αδερφό του
που προηγουμένως τον κατεδίωκε ...
Το αμπέλι μας στον Πόντο, Εμπειρία Εκδοτική, Αθήνα, 2004
Τόσοι νομάτοι η οικογένεια του παπα-Χαράλαμπου, ρίξαμε μαύρη πέτρα
στη γη που μας ανάθρεψε, και γυρέψαμε μια νέα πατρίδα. Δύσκολος δρόμος,
επικίνδυνος, οι Τούρκοι στο κατόπι μας, να κυνηγούν τους άπιστους, να
κλέβουν, να βιάζουν τις γυναίκες μας, να μαγαρίζουν εκκλησιές και σύμβολα
ελληνικά κι ορθόδοξα. Μα εμείς δε χάσαμε ποτέ την ανθρωπιά μας, κι όποτε
χρειάστηκε το δείχναμε πως ήμασταν ανώτεροι απ� τον εχθρό μας. Όμως, κι η
πατρίδα που αφήσαμε, δε χάνεται ποτέ, δε λησμονιέται, δεν πεθαίνει, έχει
τις ρίζες της βαθιά χωμένες στην ψυχή και το νου μας. Όπως τα� αμπέλια που
ριζώνουν στα έγκατα της άνυδρης γης και δίνουν τους καρπούς τους. Δυο
κληματόβεργες λοιπόν απ� το παλιό τα� αμπέλι μας το μόνο βιός μας, μας
δένουν μ�ό,τι αγαπήσαμε.
Έτσι που να μη λησμονήσουμε ποτέ, όπου κι αν βρεθούμε, τ� αμπέλι μας στον
Πόντο...
Αναγνώστη, τούτο το πρώτο μου βιβλίο στην ελληνική γλώσσα
είναι μια αναφορά στο ίδιο μου το παρελθόν, ένα βήμα προς τα πίσω, σε μια
εποχή που καταρρέουν συνέχεια οι ηθικές αξίες και ο άνθρωπος ζει μονάχα
στιγμές.
Είναι μια φωνή νοσταλγική κάποιου ξενιτεμένου, ένα «Ναι» στην
ύπαρξη μ� όλα τηςτα
προτερήματα και λάθη, σε χρόνια δύσκολα που του μέλλοντος τ� αστέρι πάει
να δύσει και του παρελθόντος η εμπειρία έχει καταντήσει ξεκουτιασμένη
γεροντοΐστορία.
Γράφω αυτογραφικά και τώρα που ζω την κριτική σου περιμένω, γιατί
σαν πεθάνω, τις βρισιές σου τι να τις κάνω ή τα χρυσόλογά σου στην πλάκα
μου επάνω;
Της ξενιτιάς η μόρφωση, επανέκδοση Ερωδιός, Θεσ/νίκη, 2004
Όσο τέλειος κι αν σου φαίνεται ο ξένος κόσμος, όταν πάνω από δέκα
χρόνια τον ζήσεις, τότε αυτόν που πίστευες για άγονο, το γνωστό δικό σου,
μετανιωμένος θα λαχταρήσεις, θα αγαπήσεις και πάνω απ' όλα καλύτερα θα
γνωρίσεις! ...
Τρίψου με μια ξένη γλώσσα, τη δική σου για να μάθεις. Μείνε
σε ξένη γη, την πατρίδα σου για ν� αγαπήσεις. Ζήσε μ� έναν ξένο μαζί, το
«παπούτσι από τον τόπο σου…» για να εκτιμήσεις.
Πολέμα την ξενομανία σου, Έλληνά μου, τον ΕΛΛΗΝΑ μέσα σου ν�
ανακαλύψεις και μ� αυτόν να ταυτιστείς. Μην πιθηκίζεις, μη βρίζεις, μη
δακρύζεις, όχι «δε βαριέσαι…κάνε ό,τι θες…» αυτός είναι ο ΕΛΛΗΝΙΣΜΟΣ σου.
Η Ελλάδα μας αργοπεθαίνει, επανέκδοση Ερωδιός, Θεσ/νίκη, 2003
Όλοι μας βλέπουμε τα προβλήματα της χώρας μας να
πολλαπλασιάζονται, να τρέχουν με την ταχύτητα των σύγχρονων συγκοινωνιακών
μέσων κι εμείς να τρέχουμε ξυπόλυτοι από πίσω για να τα προλάβουμε.
Στοδιήγημα αυτό που βασίζεται ως επί το πλείστον σε
ατομικά βιώματα, προσπαθεί ο συγγραφέας να περιγράψει τους κινδύνους που
απειλούν να καταποντίσουν το γνήσιο ελληνικό πνεύμα, το χαρακτηριστικό
στοιχείο του τόπου, το αγνό παραδοσιακό, την ελληνική γλώσσα, τη θρησκεία,
τη θάλασσα, το βουνό, το χωριό, τη γεωργία, την περηφάνια, τη φιλοτιμία,
τον ταυτισμό γενικά με τον ελληνισμό.
Στη Σαμοθράκη μολύνεται με τον τουρισμό το αμίαντο της φύσης, της
ψυχής το ιερό.
Στη Λέσβο γιγαντώνεται η ψυχή για να προσγειωθεί μπροστά σε
απίστευτα θεάματα.
Στην Άνδρο. Στην Αμοργό. Στην Αστυπάλαια. Στην Κω. Στην Κάρπαθο,
στην Κρήτη…..
Ο πετροπόλεμος στις Σάπες, επανέκδοση Ερωδιός, Θεσ/νίκη, 2002
Το ορεινό χωριό Κασσιτερά Σαπών στη Θράκη καταλαμβάνεται στο
Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο από τους Βουλγάρους και καταστρέφεται τελείως
στον εμφύλιο.Ο μικρός Μιράκος διηγείται τα βιώματά του πριν και
μετά την καταστροφή τού μέχρι τότε ανέπαφου και ζωντανού χωριού, την
προσφυγική ζωή του στη διπλανή κωμόπολη, ιδιαίτερα τις αρχικές εχθρότητες
των ενήλικων κατοίκων, που μένουν χαραγμένες στην ψυχή του κι εκδηλώνονται
στο τέλος σ� έναν άγριο πετροπόλεμο μεταξύ των παιδιών, ντόπιων και
προσφύγων...
Παιχνίδια της παρέα, Ερωδιός, Θεσ/νίκη, 2005
Ένα βιβλίο που θα
έπρεπε να έχουν στα χέρια τους όλοι οι γονείς, νηπιαγωγοί, δάσκαλοι,
καθηγητές, αλλά κι όσοι σκοπεύουν να οργανώσουν στην επαγγελματική και
ιδιωτική τουςζωή εκδρομές ή
ομάδες εργασίας, αλλά κι απλά ευχάριστες συντροφιές. Πρόκειται για μια
συλλογήπαιχνιδιών άνευ
αντικειμένου, δίχως να χρειαστεί δηλαδή κάποιο βιομηχανικά κατασκευασμένο
παιχνίδι, παρά μονάχα μολύβι και χαρτί ή μικροαντικείμενα που βρίσκει
κανείς ευκολότατα σε κάθε σπίτι. Τα περισσότερα παιχνίδια είναι γλωσσικά,
άλλα καθαρά νοητικά, κι άλλα απλά κινητικά, που παίζονται και μέσα σε
σχετικά μικρό κλειστό χώρο. Σχεδόν όλα είναι διακωμωδήσεις, κάποια αστεία
μ� ένα πρόσωπο δηλαδή, δίχως παρεξηγήσεις, αφού στη θέση του θα "την
πατούσε" κάθε άλλο άτομο. Φυσικά τα πρόσωπα πρέπει να είναι μεταξύ τους
γνωστά, και οι διαπροσωπικές τους σχέσεις προϋποτίθεται ότι είναι ομαλές.
Μερικά παιχνίδια μπορούν να εφαρμοστούν και για την εμπέδωση της δυναμικής
της ομάδας.
ΑΣΝΗΦ �Ξεριζωμένη από την Αρμενία στην Ελλάδα, Μαλλιάρης-Παιδεία,
2009
Με μυθιστορηματικό
τρόπο περιγράφεται ολόκληρη η ζωή της Αρμένισσας Ασνήφ, η οποία γεννήθηκε
στην έρημο της Συρίας, στην πορεία της γενοκτονίας των Αρμενίων προς το
Ντεβ Ζορ, για να καταλήξει στην Αλεξανδρούπολη. Παράλληλα αναπτύσσονται
λεπτομερέστατα όλες οι περιπετειώδεις μορφές της ζωής της οικογένειάς της
στην Τουρκία, στη Συρία, στον Λίβανο και στην Ελλάδα, με τους ειδικά
ανεπτυγμένους μηχανισμούς επιβίωσης. Είναι μια μορφή αυτοβιογραφικού
μυθιστορήματος, με πραγματική ηρωίδα μια γνωστή στην Αλεξανδρούπολη Κυρία,
η οποία διηγήθηκε προφορικά όλη της τη ζωή στον συγγραφέα. και απεβίωσε
πριν από δύο χρόνια.
ΙΩΝΑΣ Β΄ (υπό έκδοση στον Ερωδιό)
Ιωνάς Β΄
Ένα καθαρά αυτοβιογραφικό, ψυχολογικό μυθιστόρημα. Ο συγγραφέας
άρχισε να το γράφει στα γερμανικά το 1982, το μετέφρασε και το τελείωσε
όμως το 2002. Βασίζεται σε μια από τις ψυχοθεραπείες του με έναν Έλληνα
ασθενή από την Λέσβο. Αρχικά τού φάνηκαν τα βιώματα και οι φαντασιώσεις
του συμπατριώτου του υπέρ το δέον υπερβολικές, με αποτέλεσμα να τις
απορρίψει ο θεραπευτής σαν έξωπραγματικές. Στη συνέχεια των συνεντεύξεων
διαπίστωσε όμως, ότι ο ασθενής του, όχι μόνον ακολουθούσε πιστά κάποια
γραμμή στους ισχυρισμούς του που επιβεβαιώνονταν από τα επιπρόσθετα τεστ,
αλλά χρόνο με το χρόνο ξεπερνούσε τη φοβία του και ανάπτυσσε ιδιαίτερες
προαισθητικές, σχεδόν προφητικές ικανότητες. Το αποκορύφωμα της όλης
υπόθεσης είναι ότι ο ασθενής μετά την αποπεράτωση της θεραπείας του,
γίνεται ο ίδιος θεραπευτής και βοηθός του ψυχολόγου.
Βιογραφικό
Ο συγγραφέας Δρ.
Μαυρίδης Όμηρος γεννήθηκε στις 10 Μαρτίου 1939 στα Κασσιτερά της επαρχίας
Σαπών του Νομού Ροδόπης Θράκης. Φοιτάει στην Παιδαγωγική Ακαδημία
Αλεξανδρούπολης και στη συνέχεια σπουδάζει στο Πανεπιστήμιο της Τιβίγγης
τηςΓερμανίας Ψυχολογία.
Μόλις παίρνει το δίπλωμά του, εργάζεται στο Κέντρο Συμβουλευτικής Αγωγής
του Χέρνε Βεστφαλίας. Εργάζεται επίσης στο Ψυχολογικό Κέντρο Βορείου
Ελλάδος στη Θεσσαλονίκη. Εκπληρώνει τις στρατιωτικές του υποχρεώσεις και
επιστρέφει στη Γερμανία, όπου εργάζεται στο Δημοτικό σχολείο του
Χέρρενμπεργκ, έπειτα ως Κλινικός Ψυχολόγοςστο Βίλφραντ και κατόπιν ως
Καθηγητής Ψυχολογίας στη Σχολή Κοινωνικής Παιδαγωγικής της πόλης Τσέλλε.
Το 1972 διορίζεται καθηγητής της Κοινωνικής και Παιδαγωγικής Ψυχολογίας
στην Ανωτάτη Ειδική Πανεπιστημιακή Σχολή του Χάγκεν· Τον Οκτώβριο του 1982
εκλέγεται Κοσμήτορας της Σχολής του. Παράλληλα σπουδάζει στο Πανεπιστήμιο
του Μίνστερ Βεστφαλίας Εθνολογία, Λαογραφία, Κοινωνιολογία και
Παιδαγωγική, κλείνοντας τις σπουδές του με τη διδακτορική του διατριβή το
1977. Διατέλεσε επί μία οκταετία Πρόεδρος της Γερμανο-Ελληνικής Εταιρείας
του Χάγκεν. αντιπρόεδρος του Συλλόγου Ελλήνων Επιστημόνων Ρηνανίας �
Βεστφαλίας, και πρόεδρος της Γερμανο-Ελληνικής Εταιρείας Ντόρτμουντ.
Σήμερα είναι συνταξιούχος και ζει στην Αλεξανδρούπολη, όπου συνεχίζει το
συγγραφικό του έργο.
Κεντρική διάθεση:
Αριστοτέλειο Βιβλιοπωλείο. ISBN 978-960-454-071-6 (Μαλακό
εξώφυλλο) [Κυκλοφορεί] € 19,00 (Τελ. ενημ: 15/5/2009) · Η
τιμή περιλαμβάνει Φ.Π.A. 4,5%.
Γλώσσα πρωτοτύπου:
γερμανικά Τίτλος πρωτοτύπου: Spiele ohne Spielzeug ISBN 960-6601-82-Χ,
ISBN-13 978-960-6601-82-8 (Μαλακό εξώφυλλο) [Κυκλοφορεί] € 14,00
(Τελ. ενημ: 23/11/2006) · Η τιμή περιλαμβάνει Φ.Π.A. 4,5%.