ο ΕλληνισμόςSince 1996 της Διασποράς
...αλλά ο Οδυσσέας ποθεί ακόμη και καπνό μονάχα της πατρίδας του να δει να πετιέται προς τ' απάνω κι ας πεθάνει... (Οδύσσεια, α, στ. 57 κ.π.)
Προηγούμενη σελίδα Κεντρική σελ. της Ενότητας Επόμενη σελίδα

Η λογοτέχνις
Διονυσία Μούσουρα - Τσουκαλά
Περιεχόμενα:    Βιογραφικά / Τι είπαν για την συγγραφέα   -   Μονόλογος ( σχεδόν)   -   To Bάζο   -   η Μοναξιά των Ηλικιωμένων   -   ο Ο υ ί ς   -   Η Απάντρευτη   -   Η Απόφαση   -   Η δύναμη του λόγου στις διαπροσωπικές σχέσεις   -   Ενδο-Οικογενειακή Βία   -     Κείμενα τιμής για την Διονυσία Μούσουρα-Τσουκαλά:      Η Πεζογραφία της Διονυσίας Μούσουρα - Τσουκαλά   Του Χρήστου Ν. Φίφη -   Μια ζακυνθινή ποιήτρια στην Μελβούρνη   Του Κυριάκου Αμανατίδη -   Διονυσία Μούσουρα -Τσουκαλά   Της Νίκης Βλαχάκη-Ιλιοπούλου -   Πρώτη εντύπωση   Της Παρασκευής Δέντσα-Τσίγκας -   Dionysia Mousoura -Tsoukala - 29-May-08   Μayio Konidaris-Kozirakis -  

Η Διονυσία Μούσουρα - Τσουκαλά

Η Διονυσία, δευτερότοκη κόρη του αείμνηστου ιερέως Σπυρίδωνος Μούσουρα, γεννήθη-
κε to 1940, στην όμορφη Ζάκυνθο, όπου ολοκλήρωσε τη δευτεροβάθμια εκπαίδευση. Στην Αυστραλία ήλθε με το σύζυγο και τα δύο παιδιά τους το 1967.

Στην Μελβούρνη δίδαξε Ελληνικά στα Κοινοτικά Σχολεία, καθώς και στα Σαββατιανά Σχολεία Μοντέρνων Γλωσσών του Υπουργείου Παιδείας Βικτόριας για πολλά χρόνια. Σπούδασε Διερμηνεία/Μετάφραση στο Πανε-
πιστήμιο R.M.I.T. της Μελβούρ-
νης, τομέας στον οποίο εργάζεται μέχρι σήμερα. Είναι, επίσης, Επιμορφωτική Σύμβουλος του Καρκινικού Συμβουλίου Βικτόριας και της Υπηρεσίας Διαβητικών Αυστραλίας,
Γράφει από νεαρή ηλικία. Πολλά από τα ποιήματα και διηγήματά της έχουν διακριθεί σε Λογοτεχνικούς διαγωνισμούς στην Αυστραλία, Αμερική και Ελλάδα, μερικά από αυτά, έχουν δημοσιευτεί σε εφημερίδες της ιδιαίτερης πατρίδας της. Έργα της δημοσιεύονται σε έντυπα Λογοτεχνικά Περιοδικά της Αυστραλίας και Ελλάδας καθώς και σε ηλεκτρονικά περιοδικά, στην Αυστραλία, Ζάκυνθο και Καναδά.

Έχει εκδόσει την ποιητική Συλλογή "Σκυφτές Ανεμώνες" στο βιβλίο "Τετραλογία" το 1996. Συμμετείχε σε Ανθολογίες Ποίησης/Πεζού Λόγου στην Αυστραλία, Ελλάδα και Αμερική. Η διηγηματική της Συλλογή "Ο Κραταιός Νόστος" εκδόθηκε από το Πανεπιστήμιο R.M.I.T. το 2000. Τόσο η "Τετραλογία" όσο και "Ο Κραταιός Νόστος" βραβεύτηκαν από το Αγγελίδιο Ίδρυμα σε Ετήσιο Παναυστρα-
λιανό Διαγωνισμό Λογοτεχνίας.

Το 2005, εκδόθηκε από τις "Εκδόσεις Τσώνης", η δεύτερη διηγηματική της Συλλογή, "Εκ Φιόρε και εξ Αντιπόδων", και το 2007, η δίγλωσση Ποιητική Συλλογή, "Εν τη Πόλει της Μελβούρνης" με Αγγλικό τίτλο, "Words and Memories in Melbourne".

Η Διονυσία γράφει για συναισθήματα, ανθρώπινες σχέσεις και τη μεταναστευτική εμπειρία, μέσα από τα μάτια των χαρακτήρων στις ιστορίες της.

Η Ζάκυνθος, όμως, βρίσκεται παντού στα γραπτά της. Tην ακολουθεί όπως η Καβαφική Πόλις.

Τι είπαν
για την συγγραφέα:
Κυριάκος Αμανατίδης (Νεοελληνιστής, Κριτικός)

(....) η δομή των διηγημάτων της Διονυσίας Μούσουρα-Τσουκαλά, είναι πετυχημένη, η πλοκή έχει ενότητα, ενδιαφέρον και καλή συμμετρία, κατορθώνει πάντα να κρατά αμείωτο το ενδιαφέρον. Η γλώσσα της είναι απλή με δυνατές περιγραφές και χαρακτηριστικές και ενδιαφέρουσες παραστάσεις. Έχει ζωντάνια και δυνατό χρώμα η δε απόδοση των νοημάτων δίνεται με ευστοχία και αμεσότητα.

Γιώργος Καναράκης ( Πανεπιστήμιο Charles Sturt, Συγγραφέας)

(....) διαπίστωσα δύναμη περιγραφής και παρατηρητικότητα, μα και βαθειά αγάπη για τους ανθρώπους που κινούνται με ζωντάνεια και πειστικότητα.(...) όλα αυτά με αρκετό και λεπτό χιούμορ που δικαιολογούν την καταγωγή της δημιουργού τους. Γλώσσα άνετη, καλοδουλεμένη και χωρίς λεκτικούς ακροβατισμούς. (....) μας έχετε δώσει μια λογοτεχνική δημιουργία που ταυτόχρονα συγκινεί και διδάσκει. (....) τα αναπλαθώμενα βιώματα μαζί με την ελκυστική νοηματική διαύγεια και την πλούσια λυρική σας γλώσσα αντανακλούν μια ενδιαφέρουσα πνευματική ευαισθησία που καταλήγει σε ένα αξιόλογο αισθητικό αποτέλεσμα.

Δημήτρης Κεσίσογλου (Αρθρογράφος, Σχολιαστής)

(....) η συγγραφέας μας ξάφνιασε καθώς ξεπρόβαλλε στο προσκήνιο, με τόσο δυνατά όπλα. Είναι ήδη φτασμένη και με "φόντα" να γίνει διάσημη σε σύντομο χρόνο, αν μεταφραστεί το έργο της στ' αγγλικά. (....) Μας μιλάει με την άνεση, την πλαστικότητα και τη φρεσκάδα, του προφορικού λόγου, μέσα από το έντυπο χαρτί.

Λίτσα Δαμουλή-Φίλια (Φιλόλογος, Συγγραφέας, Ιόνιο Πανεπιστήμιο)

(....) η Διονυσία, τύπος χαρούμενος, ορμητικός, δυναμικός μετέτρεψε τον πόνο, την ξενητειά σε ποίηση και λογοτεχνία. Ο νόστος ωρίμασε μέσα της κι έγινε τέχνη. Η Ζάκυνθος, όμως, η πατρίδα, είναι ο σταθερός καμβάς της λογοτεχνίας της μέσα από παραστάσεις και εικόνες στις οποίες διαρκώς παραπέμπει ή μέσα από γυναικείες μορφές που φαίνεται ιδιαίτερα να κατανοεί.

Μίμης Σοφοκλέους ( Καθηγητής/Εκδότης)

(....) η συγγραφέας, αναζητεί το πρόσωπο των ανθρώπων που μετανάστευσαν πριν πολλά χρόνια, κάτω από το προσωπείο που έχουν σήμερα. Η Ζάκυνθος, όμως, βρίσκεται παντού. Την ακολουθεί όπως η καβαφική Πόλις ακολουθεί τους πολίτες της. (....) στα γραπτά της Διονυσίας, αρχίζει η δράση εκεί που καταργούνται τα σύνορα του εδώ και του εκεί.

Ρούλα Τσοκαλίδου, ( Πανεπιστήμιο Θεσσαλίας)

(...) γεφυρώνει το χάσμα μεταξύ του νοερού και του απτού, του αφηρημένου και του συγκεκριμένου. Η Διονυσία στα ποιήματά της ζωγραφίζει εικόνες, τοπία γεωγραφικά και ψυχικά.Επίσης θέματα όπως ο εγωϊσμός που απομακρύνει τους ανθρώπους και αποσυνθέτει τις ανθρώπινες σχέσεις είναι ακόμη περισσότερο καθολικά μιας και με αυτά ταυτίζεται κάθε άτομο που έχει βιώσει τις εντάσεις των κοντινών ανθρώπινων σχέσεων. Η ποιήτρια με ευαισθησία και συναισθηματισμό αποδίδει έναν ποιητικό λόγο που αναπτύσσει μια σειρά καθολικών και βαθιά ανθρώπινων θεμάτων.

Ρούλα Κακλαμανάκη (Συγγραφέας)

(....) είναι ο βαρύς πόνος της ξενητειάς, έτσι όπως εκφράζεται, άλλοτε άμεσα και δυαντά, και άλλοτε, μέσα από μια λεπτή "πεθυμιά" της πατρίδας και της ζωής εκεί. Η Διονυσία Μούσουρα_τσουκαλά, ξέρει να χειρίζεται τον λόγο και το μέτρο με άψογο τρόπο, όπως οι παλαιότεροι εκείνοι ποιητές μας, που με τον καιρό μέσα στην ευκολία και την προχειρότητα της εποχής όλο και πιο πολύ σπανίζουν στις μέρες μας. Την διακρίνει μια αυστηρότητα στο ύφος, μια ευθυβολία, μια αμεσότητα και μια αφαιρετικότητα. Γνωρίζει άριστα να ενδοσκοπεί, βυθιζόμενη μέσα στις αρίφνητες σφαίρες της ανθρώπινης ύπαρξης, ενώ ταυτοχρόνως, με την ίδια δεξιότητα ξέρει να μας οδηγεί σε εξάρσεις που τις χαρακτηρίζει η δύναμη του ονείρου, αλλά και να μας προσγειώνει στη συνέχεια μέσα στη σκληρή πραγματικότητα.

Γιώργος Βέης ( Ποιητής)

(....) ο αναγνώστης της μπορεί, επίσης, να συγκρατήσει το συνοπτικό τρόπο με τον οποίο γίνεται η γενικότερη εκφορά του λόγου της. Τα αξιόλογα κομμάτια της για την Ζάκυνθο, την ιδιαίτερη πατρίδα της, συνιστούν ενδιαφέροντα δείγματα της "Λογοτεχνίας της Νοσταλγίας" που αγάπησαν τόσο πολύ και καλλιέργησαν με συγγνωστό πάθος οι συμπατριώτες μας, επώνυμοι και ανώνυμοι, μέσα και έξω από την Ελλάδα επί αιώνες.

Μαρίτα Παπαρούση (Καθηγήτρια Λογοτεχνίας Πανεπιστήμιο Θεσσαλίας)

(....) ο πεζογραφικός της κόσμος είναι γεμάτος από εξαιρετικά ενδιαφέρουσες γυναικείες μορφές. (....) Το εσωτερικό δράμα αυτών των ανθρώπων απασχολεί τη Διονυσία Μούσουρα-Τσουκαλά, πλάθοντας ιστορίες που είναι ταυτόχρονα απόλυτα ρεαλιστικές και γεμάτες από ένα διακριτικό λυρισμό, από μια ποιητική ευαισθησία. Η αντικειμενική τοποθέτηση απέναντι στην πραγματικότητα δεν χάνεται ποτέ. (....) μας ταξιδεύει μαζί της στα δρομάκια των αναμνήσεων, σκέψεων και συναισθημάτων της, συγκινεί και κερδίζει το αναγνωστικό της κοινό με την αμεσότητα και τη δύναμη του γυναικείου, δημιουργικού λόγου της.

Ευγενία Αρβανίτη (Πανεπιστήμιο R.M.I.T.)

(...) οι φαντασιακές διαδρομές και οι εμπειρίες που ξετυλίγονται σαν ένας σύγχρονος μίτος φέρνουν ακόμα πιο κοντά τη γενέτειρα με τη νέα πατρίδα. Η γραφή της Διονυσίας Μούσουρα-Τσουκαλά, είναι ένα ατέρμονο οραματικό ταξίδι μεταξύ πραγματικότητας και συμβολισμών.

Χρήστος Ν. Φίφης ( Επίκουρος Καθηγητής, Πανεπιστήμιο La Trobe)

(....) η γραφή της Διονυσίας Μούσουρα-Τσουκαλά προσελκύει και θέλγει. Η άνετη και παραστατική γλώσσα της διανθισμένη συχνά με το σπιρτόζικο χιούμορ της κρατά ζωηρό το ενδιαφέρον του αναγνώστη ως το τέλος της κάθε ιστορίας. Οι χαρακτήρες της είναι ζωντανοί, γίνονται γνώριμοι και παραμένουν στη μνήμη με τις ατυχίες τους, τα ελαττώματά τους, τις αδυναμίες τους, τις προσπάθειές τους.

Καίτη Αλεξοπούλου (πρόεδρος Πολιτιστικού Συνδέσμου)

(....) με έντεχνο τρόπο αγγίζει τον εσωτερικό κόσμο κάθε μετανάστη και τον συντροφεύει να πιστεύει πως είναι δικές του εμπειρίες. (....) με αρμονικό τρόπο τοποθετεί, αξιολογεί, και βιώνει τα συμβάντα στις δύο της πατρίδες με λυρικό τρόπο.

Ιωάννα Λιακάκου ( Συγγραφέας)

(...) μου αρέσει πάρα πολύ το χιούμορ της, όταν τα πράγματα αγριεύουν που δεν μπορείς να τα αντέξεις, αμέσως τα γυρίζει το χιούμορ και η ψυχή δεν βαραίνει, ξεκουράζεται και μπορεί να προχωρήσει.

Μ ο ν ό λ ο γ ο ς (σχεδόν)
Aπό τη συλλογή
"Εκ Φιόρε και εξ Αντιπόδων"

"Εκ Φιόρε και εξ Αντιπόδων", βιβλίο διηγημάτων της συγγραφέα Διονυσίας Μούσουρα-Τσουκαλά στην ελληνική. Εκδόσεις "Τσώνη" 2005. Το βιβλίο αυτό των 200 σελίδων, με μαλακό εξώφυλλο κοστίζει $20, με επιπρόσθετο το ταχυδρομηκό κόστος. Ταχυδρομικά: $5 στην Αυστραλία, $15 οπουδήποτε αλλού

Για παραγγελίες κάντε κλικ εδώ

Αφού έκλεισε η πόρτα πίσω κι από τον τελευταίο, ο Αστέριος, πήρε μιαν μπύρα από το ψυγείο, έσπρωξε την πόρτα με το πόδι του, άνοιξε την τηλεόραση και ξάπλωσε φαρδύς πλατύς στον καναπέ του σαλονιού, χωρίς να βγάλει τα παπούτσια. Bολεύτηκε για καλά κι άρχισε να παρακολουθεί το τέννις.
Δεν ήταν μόνο που του άρεσε σαν σπορ, μα όπως και να το κάνεις, τόπαιρνε και λίγο πατριωτικά, εδώ χιλιάδες ξένοι τον έβλεπαν, να μην τον βλέπουν τα πατριωτάκια του; Ναι, βέβαια, για τον Μάρκο τον Φιλιππούση μιλάμε.
Ξαφνικά, σαν κάτι να ξέχασε, πετάχτηκε απότομα, κοίταξε γύρω, βρήκε αυτό που ζητούσε, μια φωτογραφία ήταν, την έστησε στο τραπέζι για να την βλέπει, και,
-Ε, ρε Αστέρω, αυτή είναι ζωή, και λόγου σου να πούμε σαν τι κατάλαβες με τις παραξενιές και τις ιδιοτροπίες σου; Ε, και να μ'έβλεπες από καμιά γωνιά έτσι αραχτό και άνετο στον καναπέ σου τον καλό, με τα παπούτσια και την μπυρίτσα μου, γλέντι που θα κάναμε.
Εγώ, όμως, ε, δεν μπορείς να πεις και στην κηδεία σου τα μεγαλεία που σου έκαμα ουκ ολίγα, μα και σήμερα στα σαράντα σου, σε τίμησα με το παραπάνω. Τι κόσμος, τι λουλούδια, όλα από τον κήπο σου. Δηλαδή όχι και όλα, γιατί να με πήγαινε, μην σηκωθείς και μου βάλεις τις φωνές πως σου κατάστρεψα τους κόπους σου και πως το σπίτι δεν θα είναι τώρα το καλύτερο της περιοχής, για να το βλέπουν και να κιτρινίζουν από το κακό τους οι γείτονες. Μωρέ κάτσε λίγο και θα δεις που θα φτάσουνε όλα αυτά, μην ανησυχείς, έχουσιν γνώσιν οι φύλακες.
Tι στόλισμα στην εκκλησία, μέχρι που τους τάισα όλους όσους ήλθαν. Τους κουβάλησα σπίτι μετά, γιατί, τους λέω, εμείς οι Έλληνες έτσι τόχουμε, (εδώ στην Αυστραλία), να το ρίχνουμε στο φαγοπότι, είτε λύπη είτε χαρά έχουμε, είτε εκδήλωση καλλιτεχνική!
'Aντε, στην υγειά μας κι εκεί που πάει πέτρα να μην φυτρώνει. Ξέρεις τι θυμήθηκα μωρή Αστέρω; Μια φορά που πήγαμε σε μια παρουσίαση βιβλίου. Όχι πως ενδιαφερόμουνα εγώ, αλλά εσύ τόπαιζες και πολύ ...κουλτουριάρα να πούμε κι ανάθεμα αν άνοιγες βιβλίο ποτέ. Απλά τα είχες και στόλιζαν τη βιβλιοθήκη και μάζευαν σκόνη και παινευόσουνα σε όποιον ερχόταν πως η βιβλιοθήκη σου, έπιπλο και βιβλία μαζί, στοιχίζουν χιλιάδες δολλάρια. 'Aλλωστε και να το άνοιγες τι να καταλάβαινες, πέντε κολυβογράμματα έμαθες και κείνα λειψά, τρομάρα να σούρθει. Από παρουσιάσεις όμως, όλα κι όλα, δεν έχανες καμία, πάντα πρώτη και καλύτερη.
Λοιπόν σε μιαν απ' αυτές, πριν ακόμα τελειώσει ένας που μίλαγε κι αμφιβάλλω αν άκουγε κανείς τι έλεγε, στην αρχή δειλά και μετά φάτσα-φόρα πέσανε όλοι με τα μούτρα στο τραπέζι με τα γλυκά και τις πίττες. Μέχρι να τελειώσει αυτός τα δικά του, δεν είχε μείνει κολυμπηθρόξυλο στο τραπέζι ούτε για δείγμα.
Εγώ όμως δεν έχεις παράπονο, ε; σου έκαμα τραπέζι γκράντε! Κι όχι τίποτα μωρή Αστέρω, όλοι τους πεινάλες βρε παιδί μου. Τον περίδρομο κατεβάσανε, τάχα μου για λυπημένοι ήλθαν αυτοί ή για να την κάμουν ταράτσα; Ακούς, εσύ, μου θύμησαν τον παπά του χωριού μου, Θεός 'σχωρέστον, που έλεγε πως όταν τον καλούσαν να φάει σε γάμο, βαφτίσι, κ.λ.π., δεν έτρωγε τις δυο προηγούμενες μέρες για νάχει όρεξη και να... τιμήσει την νοικοκυρά! Κι αυτοί σήμερα, το ίδιο μου φαίνεται έκαμαν, δεν βαριέσαι. Ωραία η ζωή, ωραία και καλή, φτάνει να ξέρεις να την ζεις κι εσύ φρεγάτα μου, δεν νομίζω να ήξερες.
Που λες, Αστέρω, για να ξέρουμε και τι λέμε, αν δεν πήρες είδηση, τα φαγιά και τα ποτά και όλα για το γλέντι σου, έτοιμα τα πήρα, από το Φίσιν Τσιπς της γειτονιάς.
Μην νομίζεις δηλαδή πως πήγα και στο Τούρακ. Ώρες ήτανε τώρα να το παίζω κι εγώ υψηλή κοινωνία σαν του λόγου σου. Βρε δεν μας παρατάς λέω εγώ με την ψώρα που σ' έδερνε... μουρλοφαντασμένη, ε, μουρλοφαντασμένη.
Μήπως ξέχασες που πήγαινες να πάρεις γύρο με σπληνάντερο, όταν καμιά φορά κατεβαίναμε στο κέντρο και δεν μιλούσες ούτε καν Ελληνικά, αλλά έπαιρνες πόζα και με πομπώδες ύφος έλεγες, " ουάν τζάϊρο πλιζ". Που λες, μούκαμε και σκόντο ο άνθρωπος, ας είναι καλά. Ήξερε γιατί τάθελα, θυμόταν κι εσένα, έτσι λέει, για την ψυχή της μακαρίτισσας, της κας Ρίκας, (εδώ μούρθε να γελάσω αλλά κρατήθηκα, Ρίκα, καλέ τι μας λες) κι ας πέρναγε από δω και δεν μου 'λεγε ούτε καλημέρα, χαλάλι της.
Μα το χειρότερο, ξέρεις ποιο είναι ; Όχι που έφαγαν τον περίδρομο, αλλά που ήπιαν τον αγλέουρα και τον άμπακο. Ρουφήχτρες σου λέω, δεν τους προλάβαινα. Ευτυχώς κι είχα κάνει το κουμάντο μου και τι κουμάντο, αρχοντικό, όχι γελάμε. Μόνο ο γιαραμπής ξέρει πόσο μου στοίχισε το γλέντι σου, αλλά αφού τα κατάφερες κι έφυγες, χαλάλι σου.
'Aντε, κι αυτό το ποτηράκι για σένα, έτσι για το συχώριο.
Αφού τα κοπάνισαν για καλά, ξέχασαν και το μνημόσυνο, ξέχασαν να παίρνουν και ύφος τάχα μου λυπημένο, άρχισαν την πάρλα ο καθένας για ό,τι τον έκαιγε. 'Aλλοι για την ακρίβεια της ζωής, άλλοι για την κυβέρνηση που δεν κατεβάζει τους φόρους (αυτοί ήταν οι Αυστραλοί). Μερικοί έπιασαν τα των "αδελφοτήτων" και "συλλόγων τους" (αυτοί ήταν οι δικοί μας), κόντεψαν να πιαστούν στα χέρια έτσι σχεδόν φέσι που είχαν γίνει οι περισσότεροι. Έτυχε νάναι και κάμποσοι πρόεδροι ανάμεσά τους, και ξέρεις τι γίνεται όταν βρεθούν πολλοί πρόεδροι μαζί και είναι και πιωμένοι. Οι πιο σοβαροί, ανάμεσά τους και οι γείτονες οι Αυστραλοί που δεν καταλάβαιναν τι τους έπιασε τους δικούς μας ξαφνικά και χειρονομούν και φωνάζουν, σηκώθηκαν κι έφυγαν.
Βλέπεις, τα πατριωτάκια μας οι Έλληνες δεν είναι γείτονες απλά διάβασαν στην εφημερίδα για τα σαράντα, το θυμόνταν κι από την κηδεία και ήλθαν. Οι περισσότεροι γείτονές μας είναι ξένοι, μα, έγινε τέτοιο μπάχαλο που κάποια στιγμή, πετάχτηκε μια από τις... άσπονδες φίλες σου και λέει,
Ντροπή βρε παιδιά, δεν έχουμε γλέντι, μνημόσυνο έχουμε, λυπημένοι είμαστε.
Βρε την καρακάξα, δεν ντράπηκε λίγο λέω εγώ. Νάβλεπες τι γατοκέφαλα κατέβασε αυτή στην κουζίνα, και τι κουτσομπολιό έπεσε, θα τρίζαν τα κοκκαλάκια σου τα χοντρούτσικα Αστέρω μου. Μετά, τάχα πως την πήρε ο πόνος για σένα να μας κάνει και κήρυγμα
Αμέ το άλλο δεν σου τόπα, θέλεις να τ' ακούσεις ή όχι; Μωρέ εγώ θα σου το πω, έτσι κι αλλιώς τώρα πια... φέξε μου και γλίστρησα. Εσύ βλέπεις τα ραδίκια ανάποδα κι εγώ εδώ, κοντεύω να πιω δυο ντουζίνες μπύρα από τον καημό μου που σ' έχασα. Ναι, μα τον θεό, αλήθεια σου λέω, από καημό και μόνο πίνω, έτσι για να συχωρεθεί η ψυχάρα σου. Λοιπόν, άκου ν' ακούσεις και να φρίξεις! 'Aσε μωρέ να βάλω και λίγο ουϊσκάκι, περίσσεψαν κάτι μπουκάλια.και τα λέμε. Είπαμε, είχα κάνει καλό κουμάντο!
Εκείνη η φιλενάδα σου, που λες, που δεν την πήγαινα και πολύ, την αδυνατούλα λέω ντε, την κοκκαλιάρα, άρχισε να μου πετάει σπόντες. Τάχα, κακή η μοναξιά και γείτονες είμαστε και να μην χαθούμε και οι ανθρώποι πρέπει να συμπαραστέκονται ο ένας στον άλλο κι εκείνη εν ονόματι της φιλίας σας, θα έρχεται να μου κάνει παρέα κι ό,τι θέλω.
Τόπιασες μωρή Αστέρω, μου τάριξε χοντρά-χοντρά. Αλλά εγώ, ε; Βράχος στην μνήμη σου. Μωρέ εδώ που τα λέμε, ας την γούσταρα και θάβλεπες κι εσύ κι εκείνη, αλλά, έχε χάρη.
Δεν θα μου πέσει και καμιά καλή όμως, πού θα μου πάει. Όχι να μαγαρίσω το στεφάνι μου με την ξερακιανή, που δεν την πάω καθόλου, πολύ πάει.
Σου λέω ωραία η ζωή. Κι ακόμα ωραιότερη άμα είσαι ελεύθερος, να εκφραστείς όπως θέλεις, να κάτσεις όπως θέλεις, ναι, γιατί όχι και με τα παπούτσια στον βελούδινο καναπέ και με τις μπότες στο παρκέ. Ε, κυρά Αστέρω, τόχασες το πλοίο... Το πήρες είδηση; Τι πήρες μαζί σου μωρή ιδιότροπη και φαντασμένη γυναίκα;
Τι κατάλαβες, όχι, πες μου σε παρακαλώ, τι στο διάτανο κατάλαβες με την ψώρα που σ'έδερνε; Μπας κι είχες την εντύπωση πως όλοι αυτοί που τους πούλαγες μούρη σε πιστεύανε; Μωρέ ξέρεις τι σαΐνια είναι όλοι τους, βαθιά νυχτωμένη ήσουνα κακομοίρα μου, ψωνάρα, ε, ψωνάρα...
Ακούς εσύ, μεγαλέμπορος και μεγαλοεπιχειρηματίας, ποιος ο Αστέριος που στο χωριό μου δεν είχα ούτε παπούτσι ούτε ψωμί και γι' αυτό πήρα το δρόμο της ξενιτιάς.
Εδώ δε, αφού έκαμα ό,τι βρώμικη και βαριά δουλειά υπήρχε, μέχρι φρακοφόρος δούλεψα, έλα τώρα, γούστο έχεις, μπας και δεν ξέρεις μαντάμ τι σημαίνει φρακοφόρος; στην καθαρεύουσα σου το είπα ντε! Ξέχασες μωρή τους σταυρούς και τα στεφάνια που κουβάλαγα στις κηδείες; Στο τέλος κατάφερα να μαζέψω μια μικρή προκαταβολή και να πάρω ένα φορτηγάκι να κάνω μεταφορές.
Καλέ Αστέρω, μωρέ ξέρεις τι θυμήθηκα τώρα που είπα, καθαρεύουσα; Παναγιά μου, θα πάθω τίποτα από τα πολλά γέλια. Στο κάτω-κάτω, πένθος έχουμε, μπορούν άνετα να τρέχουν τα μάτια μου, είναι ανάγκη να δώσουμε λογαριασμό αν τρέχουν από γέλια ή δάκρυα; Μα δεν φταίω εγώ κοκκόνα μου, που λες θυμήθηκα εκείνη τη φορά στο γιατρό, που ήθελες, όπως πάντα, να το παίζεις... παραμορφωμένη. Πήρες λοιπόν το βαρύ, επιτηδευμένο σου ύφος και του λες πως σου πονάει ο αυχεόνας σου. Σε κοίταξε ειρωνικά ο άνθρωπος και σου λέει, αυχένας κυρία μου, αυχένας. Δεν μπορούσες μωρή να του πεις πως σου πονεί ο σβέρκος σου; Τι τα ήθελες τα αρχαία ελληνικά; Ρεζίλι των σκυλιών γινήκαμε και νάταν η μόνη φορά, άντε στην υγειά σου και στην αρχοντιά σου, άσπρο πάτο. Όσο για μένα, αυτός ήμουνα μανδάμ κι αν δεν σας άρεσα, ας την κάνατε γυριστή. Τι μ' έμπλεξες με όλες τις φανφάρες και τις μούρλιες σου και τα μεγαλεία σου περί μπίζινες κι αηδίες;
Και να κρύβουμαι ο άνθρωπος να μην με δει κανείς που γύριζα από τη δουλειά, έτσι βρώμικος και κατάκοπος; Να με αναγκάζεις να παρκάρω το φορτηγό τρεις δρόμους πάρα κάτω πληρώνοντας νοίκι στην μάντρα που το άφηνα μπας και το δουν οι υψηλοί σου γείτονες παρκαρισμένο στο σπίτι μας και πέσουν τα μούτρα σου.
Αμέ το πρωί πάλι; Να με αναγκάζεις να φεύγω στολισμένος δήθεν για το γραφείο και να αλλάζω μες το φορτηγό ο άνθρωπος. 'Aλλες φορές να παραφυλάς, αν κοιτάζει κανείς όταν αρνιόμουνα τα καραγκιοζιλίκια σου και δεν φορούσα κουστούμι και γραβάτα, να με βγάζεις έξω κρυφά σαν τον κλέφτη από τα άγρια χαράματα για να μην μας πάρουν χαμπάρι. Ήτανε λογικά πράγματα αυτά; Όχι σε ρωτάω. Αχ, ουίσκι ( τι οίνος ... τι ουίσκι) ευφραίνει ανθρώπων λυπημένων καρδίας!!! εβίβα σου, Αστέρω μου.
Που λες, εγώ τους βλέπω όλους πώς με κοιτάνε και με λυπούνται. Νομίζουν τα κορόιδα πως επειδή σ' έχασα παραμέλησα τον εαυτό μου, γιατί τάχα εσύ με πρόσεχες πρώτα. Ατσαλάκωτο με ανεβάζανε, ατσαλάκωτο με κατεβάζανε και τώρα δήθεν από την πίκρα μου δεν έχω διάθεση για τίποτα! Βρε δεν πάν' να πνιγούνε λέω εγώ. Μα την αλήθεια, να, στην ψυχάρα σου σ' ορκίζομαι, είμαι και στα πολύ χάι μου, βέβαια, το παίζω απαρηγόρητος χήρος, αλλά μεταξύ μας πρέπει να είμαστε ειλικρινείς.
Εμ, δεν περάσαμε και την καλύτερη ζωή, βρε Αστέρω. Ούτε ένα παιδί δεν αξιώθηκες να μου κάνεις. Μούβαλες όρο πως αν κάνεις παιδί όχι μόνο δεν πρόκειται να δουλέψεις ποτέ, (λες και παιδί που δεν έκαμες εδούλεψες), αλλά έπρεπε κι εγώ να φροντίσω να γίνω στ' αλήθεια επιχειρηματίας. Όχι να ντρέπεται για τα χάλια μου το παιδί!
Δεν ήμουνα απατεώνας, Αστέρω μου, ούτε εγκληματίας ούτε κλέφτης για να ντρέπεται το παιδί, τίμιος δουλευτής ήμουνα. Σαν τι ήθελες να κάμω ο άνθρωπος, να ληστέψω καμιά τράπεζα ή με το έτσι θέλω να κερδίσω το λόττο για να σου κάμω το χατήρι; Αλλά ας έκανες το παιδί εσύ και θάβλεπες, κολοτούμπες θάκανα εγώ για να σ' ευχαριστήσω και να μην σας λείψει τίποτα.
Ακόμα και κάτι μακρινούς συγγενείς που είχα, κι εκείνους τους έκαμες πέρα γιατί σούπεφταν πολύ παρακατιανοί. Εμένα δε, του κλώτσου και του μπάτσου μ' είχες μια ζωή.
Μπας και νομίζεις πως τα ξέχασα; Ξεχνιούνται, δεν ξεχνιούνται, γι' αυτό κι εγώ πίνω τώρα, μπας και ξεχάσω.
Στο λόγο μου σου λέω και να θέλω δεν μπορώ να τα ξεπεράσω. Προσπαθώ ο άνθρωπος, προσπαθώ, να πνίξω τον πόνο μου στο ποτηράκι, μα δεν τα καταφέρνω.
Πώς να ξεχάσω ο φουκαράς ότι μιαν ημέρα το χρόνο, ναι μία και μοναδική, ξέρεις ντε τι εννοώ, τη γιορτή μου. Την μοναδική ημέρα που μου ανήκε, και χαιρόμουνα κι εγώ ο δύστυχος. Καμάρωνα πως εκείνη η ημέρα ήταν ολοδική μου. Δεν σου τόπα ποτέ, αλλά την ημέρα της γιορτής μου ένιωθα άλλος άνθρωπος, ακόμα κι εκείνην μου την στέρησες;
Όλες οι ημέρες του χρόνου δικές σου, με τις φανφάρες σου, με τα πάρτυ σου, με τις επιδείξεις σου και ό,τι βλακεία βάλει νους ανθρώπου. Εσύ η επίσημη, εσύ το κέντρο της προσοχής, εγώ στην άκρη σαν το φτωχό συγγενή.
Και περίμενα την ημέρα εκείνη που όλοι έρχονταν για μένα, μόνο για μένα, να μου ευχηθούνε, να ασχοληθούνε μαζί μου, να μου απευθύνουν συνεχώς το λόγο. Να πιούμε και κάτι παραπάνω, να νιώσω κι εγώ πως κάτι είμαι, να μου φέρουν δωράκια.
Και ξαφνικά μια χρονιά μας βγήκες στη μέση και με 120 κιλά νάζι, εδώ που τα λέμε μπορεί να ζύγιζες και παραπάνω, μας πέταξες το μαργαριτάρι.
Καλέ, είμαι κι εγώ εδώ, κι εγώ γιορτάζω σήμερα. Κι εμένα Αστέρω με λένε, αλλά κορίτσι της δικής μου καταγωγής και επιπέδου δεν ήταν δυνατόν να το φωνάζουν Αστέρω. Μην κοιτάς που ο μπαμπάς ήθελε να κάνει το χατήρι της νουνάς και μ' έβγαλε έτσι, αλλά πάντα Ρικάκι με φώναζαν.
Ποια καταγωγή και ποιο επίπεδο θεόμουρλη, ε, θεόμουρλη... Από τότε έπαψα πια να γιορτάζω εγώ κι ακόμα κι εκείνη η μοναδική μέρα που μου ανήκε, πέρασε στην ιστορία. Γιόρταζες εσύ πλέον και με την ευκαιρία, έλεγαν χρόνια πολλά και σε μένα.
Αμέ το άλλο; Το οδήγημα εννοώ. Εσύ ήσουν η άξια και η ικανή, εγώ ήμουν άχρηστος και τιποτένιος και ανίκανος για προκοπή και για μάθηση... Ναι Αστέρω μου, γλυκόλογα δικά σου όλα αυτά... Είχες κι εσύ όμως την φτέρνα σου του Αχιλλέα, έτσι δεν την λένε; Ο παππούς μου στο χωριό έτσι την έλεγε. Εσένα η φτέρνα σου ήταν πως δεν μπορούσες να οδηγήσεις, γιατί φοβόσουν. Όντας επαγγελματίας οδηγός εγώ, δεν σου κρύβω πως κάπου σκόπιμα με τον τρόπο μου σε φόβιζα λίγο, λέγοντάς σου μεγαλοποιημένες ιστορίες για όλα αυτά που δήθεν συναντούσα στο δρόμο. Πώς έπρεπε να μανουβράρω, και πώς κατάφερα να αποφύγω τη μεγάλη νταλίκα που ερχόταν επάνω μου, και πόση μαεστρία και δύναμη χρειάζεται για να οδηγείς, και πώς κατόρθωσα να γλιτώσω τη ζωή ενός πεζού που πετάχτηκε μπροστά μου, κι άλλα τέτοια. Και φούσκωνα από περηφάνια. Αυτές ήταν οι μοναδικές στιγμές που με παραδεχόσουν, που αναγνώριζες πως υπάρχει κάτι που μπορώ εγώ να κάνω με επιτυχία και δεν μπορείς εσύ, ο ξερόλας!
Μα ούτε κι αυτό μου το άφησες, ούτε κι αυτήν την μικρή νίκη δεν άφησες να την χαίρομαι για πολύ καιρό. Βάλθηκες αμέτη-μωχαμέτη να μάθεις να οδηγείς, έτσι από πείσμα για να μην μπορώ να μιλάω εγώ.
Πενήντα μαθήματα έκαμες. Πενήντα και με αυτόματο αυτοκίνητο, το γινάτι σου όμως δεν σ' άφηνε να υποχωρήσεις. Δέκα φορές έδωσες εξετάσεις μέχρι να πάρεις άδεια, μα δεν τόβαλες κάτω. Μέχρι που ίσως βαρέθηκαν να σε βλέπουν, δεν είχε μείνει και δάσκαλος να σου κάμει άλλα μαθήματα γιατί με όλους είχες τσακωθεί, και στο τέλος σούδωσαν την ρημάδα την άδεια. Γιατί ρε Αστέρω, όχι σε ρωτάω γιατί τόση κακία; Αφού εσύ δεν ενδιαφερόσουν για οδήγημα, γιατί έπρεπε να μου πάρεις ακόμα κι αυτήν την μικροχαρά ... ότι μπορώ να κάνω κάτι που δεν μπορείς εσύ;;;;
Εσύ τάχες όλα όσα ήθελες, χατήρι δεν σου χαλούσα ποτέ, γιατί και νάθελα, που τολμούσα ο κακομοίρης να σου πάω κόντρα Πάντα το δικό σου γινόταν. Ακόμα και με τον κήπο, εντάξει και μένα μ' αρέσουν τα λουλούδια, δε λέω καλά κι ωραία, μα δεν μπορούσαμε νάχουμε λουλουδάκια του Θεού, όπως έχει όλος ο κόσμος;
Ήταν ανάγκη να πληρώνω τα μαλλιοκέφαλά μου σε εξωτικά άνθη από την Σιγκαπούρη και αλλού; Νάχουμε Κινέζο κηπουρό και ο κήπος να στοιχίζει μιαν περιουσία, έτσι για νάχεις την ικανοποίηση του λόγου σου πως κανείς άλλος στη γειτονιά δεν έχει τέτοιον κήπο και να κοκορεύεσαι και να καμαρώνεις σαν το γύφτικο σκεπάρνι; Αμέ οι ντοματούλες τι σου φταίγανε και τις ξερίζωσες και δεν μ' άφηνες να βάλω δυο ζαρζαβατικά ούτε στο πίσω μέρος του κήπου;
Μήπως θα πρέπει να σου θυμίσω ότι ούτε να φάω σαν άνθρωπος δεν μπορούσα, γιατί εσύ ξέχασες τελείως την καταγωγή μας και την ελληνική κουζίνα κι ό,τι παλαβωμάρες σου λέγανε οι υψηλές σου φίλες αυτά μαγείρευες; Έφτασε στο σημείο να μην ξέρω τι τρώω. Αν έτρωγα σκυλί ή βατράχους με όλα τα ξενικά που έφτιαχνες που ανάθεμα κι αν ήξερες και του λόγου σου τι ήταν ή αν σου αρέσανε, από εγωισμό και μόνο τάτρωγες. Πόσες φορές σε παρακάλεσα να τηρήσουμε το έθιμο κι έστω δυό φορές το χρόνο Ευαγγελισμού και Βαΐων να φτιάχνεις ψάρι σκορδαλιά όπως τρώει όλος ο Ελληνισμός, απανταχού της γης. Αλλά πού εσύ, σιγά μούλεγες μην φτιάξεις σκορδαλιά να βρωμοκοπάω σκορδίλα. Κρεμμύδι και σκόρδο δεν ξαναμπήκε στο σπίτι μας. Μα έγνοια σου, από δω και μπρος πλεξάνα θα τα κατεβάζω τα σκόρδα και τα κρεμμύδια με το τσουβάλι θα τα παίρνω. Ε, ρε ζωή που με περιμένει από τούδε καιστο εξής, τυχεράκια Αστέριε καλοπερασάκια, πέρασες ό,τι πέρασες, αλλά, πάει πια, τέρμα οι απαγορεύσεις της τρελοκαμπέρως. Θα γελάσει κι εμένα το χειλάκι μου, άσε που θ΄αφήσω και μουστάκι αντρίκιο, χοντρό-χοντρό, που κι αυτό μου το στέρησε η μανδάμ.
Εγώ δεν ήθελα μεγαλεία, μόνο να ζω μιαν απλή ζωή, έτσι όπως είχα μάθει από μικρός.
Ούτε ήθελα να φύγουμε από τη γειτονιά μας, όπου είχαμε εκεί τόσους πατριώτες και γνωστούς και χωριανούς. Εκεί το καφενείο, η εκκλησία, η μαρκέτα που μαζευόμαστε και κάναμε τα πηγαδάκια μας λύνοντας τα προβλήματα του πλανήτη. Σαν τι δουλειά είχαμε εμείς στην Ολίντα; Όχι σε ρωτάω!
Ούτε που είχα ακούσει γι' αυτήν την περιοχή. Πού στην ευχή πήγες και την ξετρύπωσες;
Ωραίο μέρος, δεν λέω, μα δεν ήταν γι ανθρώπους της σειράς μας ρε Αστέρω. Όχι μόνο στην άκρη του κόσμου, αλλά επί πλέον εκεί όλοι ξένοι, λεφτάδες και με την μύτη μέχρι εκεί πάνω. Ας πηγαίναμε έστω στο Ντονκάστερ ή στο Τέμπλστόου αφού ήθελες μεγαλεία, εκεί που πήγαν οι περισσότεροι νεόπλουτοι μετανάστες, μα που να ακούσει η αφεντιά σου.
"Σιγά μην πάω εγώ εκεί που μαζεύτηκαν όλοι οι φαντασμένοι και ψωριάρηδες Έλληνες και Ιταλοί και νομίζουν πως αριστοκρατέψανε κιόλας".Εγώ θα πάω στην καλύτερη περιοχή της Μελβούρνης. Ναι, δικά σου λόγια ήταν αυτά, μην μου πεις πως τα ξέχασες;
Αχ, μωρή Aστέρω, με το μπαρδόν Ρίκα ήθελα να πω (άκου Ρίκα η Αστέρω η βλάχα). Ήθελα νάξερα εκεί που πήγες τώρα ζήτησες να σε βάλουνε με την υψηλή κοινωνία ή με τα μπουλούκια είσαι; Ε, ρε και να σε έβλεπα από καμιά γωνιά....Αλλά ξέχασα, ένεκα που τόπαιζες καμιά φορά... αδελφή του λαδιού (του ελέους, ντε), εσύ που δεν έδινες τ' αγγέλου σου νερό, κατά πως έλεγε ένας γέρος στο χωριό μου, έτσι για να κάνεις το κομμάτι σου ότι είσαι και... ελεήμων, ελεούσες τους "πτωχούς και τους αθλίους", στην χάση και στη φέξη. Πάντα, όμως, μόνον όταν και εφόσον είχες μπόλικους μάρτυρες της μεγαλοψυχίας σου, οπότε καθόλου απίθανον να το θυμήθηκε αυτό ο ’γιος Πέτρος και να σ' έβαλε σε περίοπτη θέση.
Τη ρήση του Ευαγγελίου να μην γνωρίζει η αριστερά σου τι ποιεί η δεξιά σου, εσύ όχι μόνο την αγνοούσες, αλλά πριν ακόμα... ποιήσει η δεξιά σου, τόξερε όχι απλά η αριστερά σου, αλλά η μισή Μελβούρνη.
Να μωρέ, τόξερα εγώ πως είχαν μείνει και μπουκάλια με ούζο. Καλό και το ουΐσκι, δεν λέω, μα το ουζάκι, άλλο πράγμα, δεν συμφωνείς; Α, πατρίδα μου αθάνατη με τα ωραία σου, άντε εβίβα μου, κι εκεί που πάει να μη γυρίσει.
Έτσι όπως σε κοιτάζω, αρχίζεις να μου αρέσεις λίγο, το ξέρεις; Μου φαίνεται πως σα να καλοσύνεψες λίγο. Κινδυνεύω να σε αγαπήσω τώρα που δεν σε βλέπω πια.
Δεν σου τόπα ποτέ ρε Αστέρω, αλλά, ένα ακόμα παράπονο μούμεινε, ότι δεν μ' άφηνες να σ' αγαπάω. Εγώ ο έρημος, μισή ανθρώπινη ματιά να μούριχνες, ήμουν έτοιμος να ξεχάσω τα πάντα και να σε βάλω στην καρδιά μου, να τα κάμω όλα χαλάλι μα πού εσύ. Πού να με αφήσεις να σε αγαπήσω, εκεί που πήγαινα να μαλακώσω και να ανασάνω, να από την αρχή, μια στο καρφί και μια στο πέταλο.
Λίγο να μαλάκωνες απέναντί μου, έτοιμος εγώ περιστέρα μου να γίνω χαλάκι στα πόδια σου να με τσαλαπατείς, εσύ όμως... Μα και στα συζυγικά σου καθήκοντα, κι εκεί, το λάδι και την πίστη μούβγαζες. Στερημένος και αδικημένος. Έπρεπε να υποβάλλω.... γραπτή αίτηση μια εβδομάδα νωρίτερα, να το σκεφτείς, να το μελετήσεις, να με εκβιάσεις με χίλιες απαιτήσεις πρώτα και μετά να μου κάμεις την τιμή να μου επιτρέψεις να σε ζυγώσω. Εμένα, να μούχει περάσει κι η διάθεση με όλα αυτά κι από την απογοήτευση και την αγανάκτηση να μη μου κάνει πια κέφι ούτε να σε κοιτάξω. Και να σε ακούω κι από πάνω να μου σέρνεις τον ανιθομάραθο ότι τάχα εσύ τόσες υποχωρήσεις κάνεις κι εγώ ο ανίκανος ούτε γι' αυτό δεν είμαι άξιος.
Όσο σε κοιτάζω, τώρα όμως, τόσο πιο ήρεμη και καλή μου φαίνεσαι. Να, τόσες ώρες σου μιλώ, σου είπα και πράγματα που πρέπει να σε πείραξαν, δεν γίνεται. ’λλες φορές με πολύ λιγότερα μου 'ρχόταν η παντόφλα σβουριχτή, κι εσύ τώρα μάτια μου τσιμουδιά.
Βρε πως αλλάζουν τα πράγματα. Αναρρωτιέμαι αν είσαι η ίδια η Αστέρω μου ή αν έκανες... όχι βέβαια αλλαγή φύλου, μπα, δεν γίνονται αυτά, αλλά αλλαγή χαρακτήρα, βρε λες; Λες να άλλαξες τόσο πολύ κι εγώ να μην πήρα χαμπάρι;
Ζωή τα μεγαλεία σου, τυχεράκια Αστέριε, ακόμα νέος είσαι, καλοστεκούμενος, βρε λες, λες να την κάνω την κουτουράδα και να ξαναπαντρεφτώ; Όνομα καλό έχω, το κουμάντο μου τόχω κάμει ο άνθρωπος, όλα πλούσια και καλά και μπόλικα.
Τι νόμιζε δηλαδή η Αστέρω ότι της έδινα στ' αλήθεια όσα έβγαζα; Και που της ορκιζόμουνα πως αυτά είναι όλα, τι μ' αυτό; Ο θεός, αν υπάρχει, κι αν είναι δίκαιος όπως λένε, με το μέρος μου θα είναι.
Έχετε γεια βρυσούλες, γειτόνισσες αρχόντισσες, τον χάνετε τον Αστέριο. Το μέγαρο της Ρίκας στας Ολίντας παρακαλώ! μπαίνει για πούλημα, μαζί με τον κινέζικο κήπο του κι όλες τις αριστοκρατικές του αναμνήσεις. Κι εγώ, αγοράζω σπίτι και μετακομίζω στην παλιά μου γειτονιά. Εκεί με γνωρίζουν και τους γνωρίζω, εκεί που δεν χρειάζεται να κάνω τον καμπόσο, αρκετά τα καραγκιοζιλίκια της Αστέρως, καιρός να ζήσω κι εγώ σαν άνθρωπος με τα σέα μου και τα μέα μου και με ό,τι... προκύψει στην πορεία.
...Καινούρια τώρα ζωή, θα ξαναρχίσω μωρό μου, κάπως έτσι δεν πάει το τραγούδι. Ήρεμα Αστέριε, ήσυχα, βγάλ' το σκασμό που μου θέλεις και άσματα χήρος άνθρωπος. Ξέχασες πως μόλις σήμερα της έκανες τα σαράντα; ’σε να γίνουν τουλάχιστον και τα τρίμηνα, και μετά, άνοιξε πανιά... Και ποιος σε πιάνει δικέ μου, ζωή τα μεγαλεία σου.
Μα, για κάτσε, κάπου άρχισα να τα μπερδεύω λίγο νομίζω. Αυτοί που είχαν μαζευτεί σήμερα εδώ, αλήθεια, γιατί ήλθαν, μήπως για να γνωρίσουν την καινούρια Αστέρω; Κι αν η Αστέρω άλλαξε κι έγινε έτσι όπως την βλέπω τώρα στη φωτογραφία, τι βλακείες κάθομαι και σκέφτομαι εγώ περί παντρειάς και ανοησίες; Αστέριε δεν μας τα λες καλά, δεν μας τα λες καθόλου μα καθόλου καλά. Μπας και λασκάρισε καμιά βίδα μωρέ;
Μπα, μου φαίνεται πως κάτι δεν πάει καλά. Λες να τάχασα και να τα μπερδεύω σαν εκείνη τη γριά στο χωριό μου που όταν πέθανε ο άντρας της πήγαινε κάθε βράδυ στο μαγαζί και του φώναζε να πάει σπίτι γιατί θα κρυώσει το φαγητό, να μην είναι ρέμπελος και μάλωνε με όλους εκεί μέσα πως τον κρύβουνε;
Ε, δε λέω, ήπια κάμποσο, αλλά πώς να το κάνεις; Τέτοια επέτειος, τα σαράντα της Αστέρως!! Έπρεπε να την τιμήσω και με το παραπάνω.
Να βγάλω και το άχτι μου λίγο γιατί και από πιοτό ή κρασί στερημένος ήμουνα μία ζωή. Από το φόβο της η κυρία αριστοκράτισσα μην πιω και πω κάτι και την ...προσβάλλω, δεν με άφηνε να πιω πάνω από ένα ποτήρι. Τις δικές της κοτσάνες τις βαρβάτες δεν τις υπολόγιζε, εμένα τάχα φοβόταν. Τώρα όμως, ε, ζήτω η ζωή με τις ομορφιές της, ζήτω μου κι εμένα του Αστέριου του μέγα!
Αχ πρέπει να σηκωθώ με το μπαρδόν δηλαδή, αλλά όλη αυτή η μπύρα, το κρασί, τα ουισκάκια και τα ούζα...Η φούσκα μου είναι στη τσίτα, πρέπει να πάω στο μέρος, είπαμε, εντάξει αλλά μην το παραχ...κι όλας και βρωμάει κατρουλίλα ο καναπές.
Μπα, τι έπαθα, το κεφάλι μου πάει να σπάσει, Θεέ κι Απόστολε, ζαλίζομαι, ωωχχ γυρίζουν όλα γύρ.........χάνομ....βοήθ.....
Λίγοι, πολύ λίγοι ακολούθησαν το ξόδι του Αστέριου. Κάτι που ήταν ξαφνικό, κάτι που δεν υπήρχαν συγγενείς , δεν μαθεύτηκε εγκαίρως από τους συμπατριώτες.

Στα σαράντα όμως ήλθαν όλοι. Φρόντισαν και βρήκαν έναν γνωστό του οι γείτονες, αυτός ειδοποίησε και τους άλλους, μπήκε και στην ελληνική εφημερίδα κι έτσι δεν έλειψε κανείς.
Μόνο που από το ελληνικό έθιμο για φαγοπότι, τηρήθηκε μόνο το δεύτερο μέρος το,
-πότι. Ποιός να γνοιαστεί τώρα για φαγητά και συγχώρια.
Οι γυναίκες μαζεύτηκαν στη γειτονική λέσχη κι ήπιαν το καφεδάκι τους, το κους-κους έδωσε και πήρε. Πήγε σκαστός από το πολύ πιοτό, τουμπανιασμένο τον βρήκαν. Αν λάβεις υπόψιν τα άδεια μπουκάλια μπύρας, κρασιού, ούζου και ουίσκι που βρέθηκαν στο σπίτι του, δεν έκαμε κατά Θεού ο άνθρωπος, ο κόσμος πίνει, δεν είπαμε να μην πιει, μα αυτός πια το παράκαμε και που άντεξε τόσες ώρες κι αυτό πολύ ήταν με τόσα που κατέβασε.
Οι άνδρες μαζεύτηκαν στην μπυραρία και μεταξύ μπύρας και ούζου, έτσι για να τιμήσουν τον μακαρίτη, έκαμαν ανατομία του συμβάντος. Φιλοσόφησαν την ζωή που τι είναι τελικά, ένα τίποτα είναι, μιας μέρας σεργιάνι, κάπως έτσι δεν τόλεγε σε ένα από τα άσματά του ο Καζαντζίδης;
Στο τέλος αποφάνθηκαν πως ό,τι θέλουν ας λένε οι γυναίκες. Οι άνδρες σε τελική ανάλυση, είναι πολύ, μα πολύ ευαίσθητοι. Γι αυτό και πεθαίνουν τις περισσότερες φορές πρώτοι. Γι αυτό υπάρχουν πάντα περισσότερες χήρες παρά χήροι.
Μα ακόμα κι όταν καμιά φορά φύγουν αυτές πρώτες, όπως στην περίπτωση της Ρίκας, ο άνδρας πάει πριν την ώρα του. Απόδειξη ο φουκαράς ο Αστέριος που δεν άντεξε το χαμό της γυναίκας του και στα σαράντα της, πήγε κι αυτός από μαράζι.
Συμφώνησαν όλοι πως θα πρέπει να την αγάπαγε πολύ, πάρα πολύ, με την φωτογραφία της δίπλα του ξεψύχησε. Καημένε Αστέριε και να σκεφτείς ότι κάπου σε είχαμε παρεξηγήσει στην αρχή... Σαν να μην φαινόσουν και πολύ θλιμμένος, μα εσύ φουκαρά έκρυβες τον πόνο σου τον μεγάλο από όλους μας, μέχρι να πας να βρεις το Ρικάκι σου... Στο καλό αισθηματία φίλε, στο καλό...άντε, εβίβα ρε παιδιά, ζωή σε λόγου μας.



«Για σένα Μαμά μου»
T o   B ά ζ ο

Για μια ακόμα φορά είχε φτάσει η πιο δύσκολη στιγμή κάθε προσωρινής επιστροφής. Η στιγμή του χωρισμού. Πόσο πιο εύκολα θα ήταν αυτά τα ταξίδια αν έλλειπε εκείνη η στιγμή που πρέπει να αποχαιρετήσεις αγαπημένα άτομα χωρίς να ξέρεις αν τους λες, γεια σου, ή αντίο.

Για κείνην όμως τούτη η φορά διέφερε λίγο από τις προηγούμενες. Τούτη τη φορά, δεν ήταν ανάγκη να νανουρίσει τη Μάνα με υποσχέσεις κι ελπίδες για μόνιμο γυρισμό.

Τα πρώτα χρόνια της μιλούσε στα γράμματα για την 'προκοπή' πούπρεπε να κάνουν πριν γυρίσει.

Πολύ αργότερα, στο πρώτο ταξίδι, ζούσε κι ο Πατέρας τότε, επικαλέσθηκε το σχολειό των παιδιών:- Κάνε κουράγιο Μάνα, ο πολύς καιρός πέρασε, το πολύ-πολύ σε δυό χρόνια που τελειώνει κι η μικρή το σχολείο, θάμαστε πίσω, θα δεις.

Και κείνοι την πίστεψαν, κι ο Πατέρας έφυγε μετά από λίγες εβδομάδες, ευτυχισμένος που την είδε, ήσυχος πούξερε πως, όπου νάναι, φτάνει...

Τη δεύτερη φορά που γύρισε εκείνη, βρήκε άλλη δικαιολογία. Τα παιδιά ήταν σε ώρα γάμου, είχαν ήδη διαλέξει, οι μελλοντικοί τους σύντροφοι ήταν Ελληνόπουλα π΄αγαπούσαν κι αυτά την πατρίδα των γονιών και προορισμός όλων, μετά το γάμο, να ξαναγυρίσουν, αυτή τη φορά, " όπως βλέπεις Μάνα δεν υπάρχει πλέον εμπόδιο".

Την τρίτη φορά, τα πράγματα ήταν πιο δύσκολα για κείνην, δεν ήξερε πια τι πρόφαση να βρει, μα δεν χρειάστηκε να ψάξει πολύ, επικαλέσθηκε την ηλικία της:- "Ξέρεις Μάνα, έχω δουλέψει σκληρά τόσα χρόνια, έχω ένα καλό εφ άπαξ στη δουλειά, μα, πρέπει να γίνω 60 χρονών για να το δικαιούμαι, μπορώ όμως να το πάρω μειωμένο στα 55, κι όπως ξέρεις , δεν απέχω πολύ, 2-3 χρόνια μόνο, έτσι τώρα τα ψέμματα στ΄αλήθεια τελειώσαν, σε παρακαλώ, υπομόνεψε λίγο ακόμα, τώρα όπως βλέπεις δεν υπάρχει πια λόγος που να με κρατά εκεί, κάνε κουράγιο, να δεις τι ωραία που θα περνάμε όλοι μαζί ξανά.. Αυτό της τόπε πριν 5-6 μήνες μόνο...

Τώρα, δεν χρειάζονται πια δικαιολογίες, η Μάνα, κουράστηκε να περιμένει, ίσως γιατί κατάλαβε την αλήθεια, και πήγε να βρει τον πατέρα.

Εκείνη, μόλις τόμαθε, γεμάτη ενοχές, μπήκε στο πρώτο αεροπλάνο και πήγε να την συνοδεύσει μαζί με τ΄αδέλφια στη στερνή της κατοικία.

Δυο λέξεις στον τίτλο, δυο λέξεις με εντελώς διαφορετική έννοια η καθεμιά.

Η μοναξιά έχει πολλές μορφές. Μοναξιά στις σχέσεις μας με τους άλλους,  φίλους, συγγενείς, στο γάμο, στον έρωτα, στις φιλίες, στο χώρο εργασίας και σε άλλες καταστάσεις. Μοναξιά φυσική, όταν ο άνθρωπος βρίσκεται μόνος, αποκομμένος, μα και εσωτερική μοναξιά, αυτό  που νιώθει κάποιος ακόμα κι όταν βρίσκεται με άλλους, ιδιαίτερα τότε, ακόμα κι αν αυτοί οι άλλοι είναι αγαπημένα άτομα.

Αυτό που, ίσως, νιώθουν κάποιοι από εμάς αυτή τη στιγμή, που βρισκόμαστε σε αυτόν τον ωραίο χώρο, ανάμεσα σε τόσους συνανθρώπους και σε φιλικό, ασφαλές περιβάλλον. Κι όμως, είμαι σίγουρη πως ανάμεσά μας βρίσκονται κάποιοι που νιώθουν πολύ μόνοι.

Το συναίσθημα της μοναξιάς ταλανίζει ανθρώπους κάθε ηλικίας/προέλευσης/επαγγελματικής/οικονομικής ή οικογενειακής κατάστασης.

Εδώ, όμως, θα ασχοληθούμε με την μοναξιά των ηλικιωμένων.

Η άλλη λέξη του τίτλου, Ηλικιωμένοι, έχει θα λέγαμε μια κάπως αφηρημένη έννοια.

Τι σημαίνει ηλικιωμένοι και ποιοι είναι αυτοί; Είναι μήπως όσοι πέρασαν τα 50, τα 60, τα 70, σε ποια ηλικία θεωρείται ηλικιωμένος ο άνθρωπος; Μήπως είναι ηλικιωμένη η Τζόαν που στα 85της παίρνει με το αυτοκίνητό της δυο φορές την εβδομάδα κάτι ηλικιωμένους, ίσως νεότερούς της, και τους πηγαίνει στην Βικτόρια μάρκετ για ψώνια; Ή είναι ηλικιωμένος ο κύριος που στα 84 του ψέλνει τις Κυριακές σε εκκλησία της Μελβούρνης;

Και η Άντζελα; Είναι 58 χρονών, δεν ασχολείται πια με πολλά πράγματα γιατί «νιώθει γερασμένη», σπάνια βγαίνει από το σπίτι μόνη της, ιδιαίτερα από τότε που έχασε τον άνδρα της από φόβο μήπως ζαλιστεί και πέσει, έτσι μεγάλη που είναι.

‘Όμως, σε όποια ηλικία κι αν τοποθετήσουμε τους ηλικιωμένους, θα πρέπει ίσως, να δεχτούμε ότι ηλικιωμένα είναι τα άτομα που δεν ανήκουν πλέον στο εργατικό δυναμικό μιας κοινωνίας και δεν προσφέρουν “ενεργά” σε αυτήν την κοινωνία.

Είναι οι ξωμάχοι της ζωής που σε κάθε εποχή, σε κάθε χώρα, σε κάθε κοινωνία, πρόσφεραν και με το παραπάνω για πολλά, πάρα πολλά χρόνια.

Θα ήθελα όμως, να επικεντρώσουμε την προσοχή μας στη δική μας πραγματικότητα, την Ελληνική παροικία , εδώ που δουλέψαμε και ζούμε, προσφέραμε και προσφέρουμε, εδώ που ήλθαν οι περισσότεροι στα 20 ίσως και πιο νέοι ακόμα.΄Ηλθαν κατά χιλιάδες στα νιάτα τους, παντρεύτηκαν, έκαμαν οικογένεια, μόχθησαν, σε τόπο ξένο, χωρίς εφόδια, με τις πιο αντίξοες συνθήκες, στερήθηκαν, γονάτισαν και σηκώθηκαν άμετρες φορές. Κάθε φορά συνέχιζαν τον ανήφορο, είχαν  να μεγαλώσουν οικογένεια, να αγοράσουν σπίτι, να το ξεπληρώσουν να μην το βρουν χρεωμένο τα παιδιά. Να βοηθήσουν αυτούς που μείνανε πίσω, να σπουδάσουν παιδιά με χίλιους κόπους και θυσίες για νάχουν εκείνα μια καλύτερη

ζωή από τη δική τους, να τα αποκαταστήσουν οικονομικά και κοινωνικά να τα παντρέψουν, και τώρα να τους μεγαλώνουν τα παιδιά τους για να μην τα δώσουν σε ξένα χέρια, όπως εκείνοι που δεν είχαν κανέναν. Να τα πηγαινοφέρνουν στο Σχολείο, να τους μαθαίνουν Ελληνικά  για να μην αποκοπούν από τις ρίζες τους...

Να κάνουν οικονομία και για κάνα ταξιδάκι στην πατρίδα να δουν τον τόπο που γεννήθηκαν, τους γέρους γονείς πριν κλείσουν τα μάτια και πάνε με το μαράζι. Και τα χρόνια, οι δεκαετίες περνούσαν και περνούν.

Πριν το καταλάβουν, πριν μπορέσουν να συνειδητοποιήσουν τι ακριβώς συμβαίνει στη ζωή τους και πού πήγε η ζωή τους, βρίσκονται εκτός μάχης.

Έχουν φτάσει, ίσως και ξεπεράσει, την ηλικία συνταξιοδότησης, αυτοί τουλάχιστον που άντεξαν κι έφτασαν μέχρι εκεί γιατί είναι κι οι άλλοι που δεν τα κατάφεραν και άφησαν πρόωρα τον κόσμο τούτο.

 Και τώρα, τι γίνεται τώρα; Όλη τους την αγάπη, όλες τις δυνατότητές τους, όλες τις οικονομίες τους τα επένδυσαν στα παιδιά τους, και τάβαλαν σε καλό δρόμο. Τα παιδιά μορφώθηκαν έχουν καλές θέσεις, καλά σπίτια, έκαναν οικογένεια, πήραν στην κοινωνία τη θέση που ονειρεύτηκαν οι γονείς τους γι αυτά.

Βέβαια, αυτοί είναι οι τυχεροί γονείς, δυστυχώς υπάρχουν κι άλλοι των οποίων τα παιδιά, για πολλούς και ποικίλους λόγους, πήραν λάθος δρόμο.

Με τους γονείς, όμως, τι γίνεται; Δεν βρίσκονται πια στην πρώτη, ούτε στη δεύτερη νιότη, τους βαραίνουν πολλά χρόνια, είναι πια ηλικιωμένοι, δηλαδή, μπήκαν στα γεράματα, κι αυτά, δεν έρχονται ποτέ μόνα...κουβαλούν παρέα, μεγάλη παρέα. Αρθριτικά, χοληστερίνη, πίεση, καρδιοπάθειες, κατάγματα, εγκεφαλικά, άνοια και άλλα. Είναι πολύ ευπαθείς και ευάλωτοι, οι δυνάμεις όλο και λιγοστεύουν. Δεν έχουν τις ικανότητες που είχαν πριν.

Συνάμα δε, αρχίζουν οι αλυσιδωτές επισκέψεις σε Νοσοκομεία, γιατρούς, οδοντογιατρούς, φυσιοθεραπευτές, Κλινικές, φαρμακεία, μικροβιολογικές εξετάσεις, μικρές ή μεγάλες χειρουργικές επεμβάσεις, και τελειωμό δεν έχουν. Κι εδώ εκτός όλων των άλλων προβλημάτων, δημιουργείται το πρόβλημα μεταφοράς τους σε και από αυτές τις επισκέψεις.  Η δημόσια συγκοινωνία δεν είναι πια εφικτή, και είναι δύσκολο να ζητούν  κάθε μέρα σχεδόν από τα παιδιά να αφήνουν δουλειά και οικογένεια και να τους τρέχουν από ραντεβού σε ραντεβού.

 Επί πλέον, το σπίτι, εκτός από την απαραίτητη συντήρηση, χρειάζεται μετατροπές,

όπως, χειρολαβές και άλλα βοηθητικά στο μπάνιο και στην τουαλέτα, στην είσοδο καθώς και στην πίσω πόρτα όπου υπάρχουν σκαλοπάτια, ειδικό βοήθημα στο κρεβάτι, όλα αυτά για να στηρίζονται ώστε να μπορούν να κυκλοφορούν στον εσωτερικό και εξωτερικό χώρο του σπιτιού τους χωρίς  να  κινδυνεύουν να πέσουν.

Μα δεν έχουν και οικονομική ευχέρεια, η σύνταξη πενιχρή, μόλις και με το ζόρι φτάνει για τα απαραίτητα. Για να μην χάσουν κι αυτήν την μικρή σύνταξη, πολλοί μεταβίβασαν στα παιδιά τυχόν περιουσία κινητή ή ακίνητη που με θυσίες απέκτησαν. Η πολιτεία, η κάθε πολιτεία, είναι αμείλικτη απέναντι στους ηλικιωμένους, τους φέρνεται λες και δεν έχουν πια ανάγκες, υποχρεώσεις, επιθυμίες, δικαιώματα.

Τους αντιμετωπίζει σαν να τους τιμωρεί για όλα τα χρόνια που δούλεψαν και τις στερήσεις τους για να βάλουν κάτι στην άκρη για τα γεράματά τους. Αυτή η συμπεριφορά του νόμου απέναντι στους ηλικιωμένους, ισχύει λίγο πολύ στις περισσότερες κοινωνίες. Ελάχιστη ή καθόλου μέριμνα εκ μέρους της πολιτείας για τους συνταξιούχους, ήτοι, ηλικιωμένους.

Όταν δεν υπάρχει καλή υγεία και οικονομική ευχέρεια, εκ των πραγμάτων ο άνθρωπος αποκόβεται κάπως από την κοινωνία. Δεν έχει πλέον τη δυνατότητα να συμμετέχει ενεργά σε κοινωνικές, ακόμα και οικογενειακές δραστηριότητες. Πολλές φορές τα παιδιά επιλέγουν, για δικούς τους λόγους, να κατοικήσουν μακριά από τους γέρους γονείς, μα κι εκείνα που μένουν σχετικώς κοντά, δεν είναι εύκολο να προσφέρουν όλον τον χρόνο που έχει ανάγκη ο γονιός.

Έχουν δική τους οικογένεια, κοινωνικό κύκλο και υποχρεώσεις, δουλεύουν και ο χρόνος τους πολύ περιορισμένος. Αυτό, για τα παιδιά που έχουν καλή θέληση.

Δυστυχώς, πολλές φορές είναι τα ίδια τα παιδιά που εκμεταλλεύτηκαν τους γονείς, πήραν όσα και ό,τι μπορούσαν απ΄ αυτούς, υποσχόμενα να τους φροντίσουν και μετά αδιαφόρησαν. Είναι κι άλλα παιδιά, ευτυχώς όχι πολλά, που με δόλο, εκμεταλλευόμενα την άγνοια γλώσσας των γονιών, την αγάπη τους, ή και τα δυο, τους έδωσαν να υπογράψουν ένα χαρτί, κι οι γονείς, καλή τη πίστη, το υπέγραψαν, για να διαπιστώσουν μετά από λίγο ότι αυτό που υπέγραψαν ήταν πωλητήριο  του σπιτιού τους και μένουν στο δρόμο. Ή ακόμα, το παιδί ζήτησε να μπει υποθήκη το πατρικό, για να αγοράσει «κερδοφόρο» επιχείρηση, ή καινούριο σπίτι, αυτοκίνητο, και τελικά μένουν άστεγοι οι γονείς.

Άλλο που συμβαίνει πολλές φορές και συμβάλλει στην απομόνωση και μοναξιά των ηλικιωμένων είναι ότι τα παιδιά μαλώνουν μεταξύ τους για την κληρονομιά, πιέζουν και σε μερικές περιπτώσεις εκβιάζουν τους γονείς, να τους γράψουν το σπίτι ή ό,τι άλλο έχουν και στο τέλος από τα, ας πούμε 3-4 παιδιά, μένει μόνο ένα που δείχνει κάποιο ενδιαφέρον γι αυτούς.

Όλα αυτά είναι περιστατικά που συναντώ καθημερινά στην επαγγελματική μου ζωή, μαρτυρίες των ίδιων των ηλικιωμένων.

Η κυρά Αναστασία, μία γλυκύτατη γερόντισσα, πείσθηκε να γράψει την περιουσία στην Ελλάδα, στον ένα γιο, λίγο πριν τα χάσει τελείως και μπει σε γηριατρείο. Εκεί, την επισκεπτόταν αραιά και πού, μόνο ο γιος που πήρε την περιουσία.  Όταν πλησίαζε το τέλος της και αυτός ζήτησε από τ΄ αδέλφια να συμβάλλουν στα έξοδα της αναπόφευκτης κηδείας, του είπαν: εσύ που την κληρονόμησες να την κηδέψεις, η απάντησή του; εν τάξει, άμα πεθάνει η γριά περιμένετε να βγάλω το σπίτι στο «auction” ή να πάω στην Ελλάδα να πουλήσω την περιουσία και να γυρίσω να την κηδέψω.  

Η κυρά Βούλα, είχε δυο κόρες και ένα ωραίο σπίτι που λόγω  περιοχής, άξιζε πολλά χρήματα. Την πίεζαν η κάθε μια χωριστά να της γράψει το σπίτι, μέχρι που τους είπε ότι μετά το θάνατό της θα πάρει η κάθε μια ό,τι αποφασίσει η μάνα και όχι αυτές. Αποτέλεσμα; Δεν ξαναπάτησε να την δει καμιά. Μετά από λίγο έχασε το φως της, ενημερώθηκαν οι κόρες οι οποίες έθεσαν πάλι θέμα σπιτιού, η κυρά Βούλα, αγαναχτισμένη από την συμπεριφορά τους, αρνείται πάλι. Πέθανε ολομόναχη λίγο καιρό αργότερα και την βρήκαν μετά από μέρες.

Όποιος περάσει  πρωί ή απόγευμα από κεντρικό Νεκροταφείο της Μελβούρνης, με ήλιο ή βροχή, θα βρει ανάμεσα σε άλλους έναν άνδρα, Έλληνας είναι, καθισμένο σε έναν τάφο να κάνει παρέα στη γυναίκα του και να της μιλά. Πιάνει κουβέντα με όλους, Έλληνες και ξένους, τους λέει πως η γυναίκα του πήγε σκαστή γιατί ο γιος κι η νύφη, τους έφαγαν τρία σπίτια που είχαν, στα ναρκωτικά και βρέθηκαν στο δρόμο.

Ο Αναστάσης, ήταν υποδηματοποιός στα νιάτα του, συνέχισε να δουλεύει μέχρι τα πολύ βαθιά γηρατειά για το γιο και για την κόρη, που αφού τα μεγάλωσε, μόρφωσε, πάντρεψε, τους αγόρασε σπίτια, εκείνα αχόρταγα πήγαιναν κάθε βδομάδα,

 διεκδικώντας την είσπραξη και μέρος της σύνταξης εκβιάζοντας ότι αν δεν τους δώσει τα λεφτά, δεν θα τα ξαναδεί. Το χειρότερο ήταν πως δεν έμπαιναν καν μέσα στο σπίτι, δεν άντεχαν τις άθλιες συνθήκες που ζούσαν οι γονείς. Ούτε ήθελαν να πάρουν χαμπάρι τα παιδιά τους πως ο παππούς κι η γιαγιά είναι τόσο χωριάτες και άξεστοι...Ο Αναστάσης και η Μάχη, η γυναίκα του ζούσαν τελείως απομονωμένοι και αποκομμένοι, όχι μόνο γιατί δεν είχαν τον τρόπο να διατηρήσουν φιλίες με κανέναν, αλλά επί πλέον ντρέπονταν για το χάλι τους και δεν ήθελαν να ξέρει κανείς από τους παλιούς γνωστούς και φίλους πώς τους φέρθηκαν τα παιδιά τους..

Ο μπάρμπα Χρήστος, έτρωγε παρέα με το ποντικάκι που ήταν ο μοναδικός του φίλος, μαζί με το σκυλί των διπλανών.

Η κυρά Μαρία, όντας τυφλή και ζώντας μόνη, κάηκε γιατί έβαζε την παλάμη πάνω στην ηλεκτρική κουζίνα για να δει ποιό μάτι δουλεύει και να ζεστάνει το φαΐ που της πήγαιναν από τη Δημαρχία.

Θα μπορούσα να συνεχίσω έτσι με παρόμοια περιστατικά. Είναι αληθινές ιστορίες, μόνο τα ονόματα έχουν αλλάξει για ευνόητους λόγους.

Αυτή είναι η μια όψη των σχέσεων γονιών-παιδιών που συμβάλλουν κατά πολύ στην μοναξιά των ηλικιωμένων.

Είναι και η άλλη όψη, όμως. Είναι τα παιδιά εκείνα, που γνοιάζονται και με το παραπάνω για τους γονείς, είναι τα παιδιά που παραμελούν τον εαυτό τους, την υγεία τους, την οικογένειά τους στην προσπάθειά τους να φροντίσουν τους γονείς τους όσο καλύτερα μπορούν. Όμως, ούτε αυτοί, παρά τις προσπάθειές τους κατορθώνουν να αποτρέψουν τη μοναξιά των γερόντων.

Δεν πρέπει να ξεχνάμε πως όταν οι γονείς φτάσουν σε ηλικία που να χρειάζονται βοήθεια, τα παιδιά τους βρίσκονται κι εκείνα σε  ηλικία που έχουν ήδη αρκετά δικά τους προβλήματα, είτε οικογενειακά με τα παιδιά τους, σπουδές, παντρειά,κ.λ.π., είτε υγείας. Η κόρη περνάει την εμμηνόπαυση,   μπορεί να έχει χάσει τη δουλειά του ο άνδρας της, και να αντιμετωπίζουν οικονομικά/κοινωνικά προβλήματα, ή ακόμα χειρότερα, μπορεί να έχει χάσει τον ίδιο τον άνδρα της. Αυτά  ισχύουν και για την οικογένεια του γιου.

Ο Αντώνης, παραμελεί την οικογένειά του πολλές φορές, για να βρίσκεται όσο πιο συχνά γίνεται κοντά στη γριά μητέρα του, δεν θέλει να την βάλει σε Γηροκομείο, έτσι, άφησε τη δουλειά του και μοιράζεται  ανάμεσα σε γυναίκα, παιδιά και μάνα, που μένει πολύ μακριά και κάνει αρκετά χιλιόμετρα την ημέρα, γιατί η μάνα, δεν θέλει να ξεσπιτωθεί και να πάει να μείνει κοντά του.

Είναι κι αυτός ένας λόγος που συντελεί στη μοναξιά των ηλικιωμένων ότι δεν θέλουν να φύγουν από το σπίτι που έζησαν 30 ή και 40 χρόνια. Εκεί νιώθουν πιο ασφαλείς, γνωρίζουν τη γειτονιά, τον τόπο, έχουν τις μνήμες τους εκεί, ολόκληρη τη ζωή τους, δεν είναι εύκολο να ξεσηκωθούν για άγνωστη γειτονιά.

Η Γεωργία είναι 55 χρονών, με σύζυγο, δύο παιδιά, το ένα παντρεμένο το άλλο σπίτι. Η μάνα της, η κυρά Φροσούλα, είναι 85 χρονών, στέκει καλά. Όμως, βρίσκεται στα πρώτα στάδια άνοιας, δεν έχει άλλο παιδί, χήρεψε πολύ νέα και δεν ξαναπαντρεύτηκε, για να μη επιβάλλει πατριό και  ξεναδέλφια στην κόρη της. Η σχέση μάνας-κόρης, είναι  πολύ ζεστή και τρυφερή, έζησαν πάντα μαζί.

 Μόνη έγνοια της καθεμιάς, να μη στενοχωρήσει την άλλη. Η κόρη γνωρίζει τα προβλήματα υγείας της μάνας, είναι αυτή που την τρέχει σε γιατρούς και όπου χρειαστεί και κάνει τα πάντα για να της κάνει τη ζωή ευχάριστη και άνετη, ούτε σαν σκέψη δεν περνά από το μυαλό της να την βάλει σε Ίδρυμα. Η μάνα, όμως, δεν ξέρει πως η κόρη προσβάλθηκε πρόσφατα από καρκίνο, της το κρύβει για να μην την πληγώσει και παραμελεί τον εαυτό της, αρνούμενη ακόμα να μπει στο Νοσοκομείο για θεραπεία  για να μην υποψιαστεί ή  μάνα, μέχρι πότε όμως;

Η Νίκη, είχε 4 μικρά παιδιά, και σύζυγο. Όταν κατέπεσαν οι γονείς της και δεν μπορούσαν να ζήσουν μόνοι τους, έκανε επέκταση στο σπίτι της με δάνειο από την τράπεζα, τους πήρε μαζί της, και τους κοίταξε μέχρι που έφυγε πρώτα η μάνα της και μετά δυο χρόνια o πατέρας της. Οι γέροι ήταν κατάκοιτοι και ανήμποροι και η Νίκη ήταν στο πόδι 16 με 18 ώρες την ημέρα για να τα προλαβαίνει όλα, όμως, οι γέροι ένιωθαν πολύ μόνοι, παραπονιόταν συνεχώς πως, δεν έβλεπαν άνθρωπο. Η Νίκη έπρεπε να πάει τα παιδιά στο Σχολείο, να τα πάρει το απόγευμα, να ψωνίσει, να κάνει τις δουλειές του σπιτιού, να μαγειρέψει, να πληρώνει λογαριασμούς, να πηγαίνει τράπεζα, να τρέχει στο φαρμακείο για τα φάρμακα των γερόντων, να τους καθαρίζει, να τους αλλάζει, δεν μπορούσε να βρίσκεται στο δωμάτιό τους συνεχώς.

Η Ασπασία ήλθε τρεις φορές στην Αυστραλία από την Ελλάδα που έμενε μόνιμα,  για να φροντίσει την γριά  μάνα της όταν  εκείνη έμεινε μόνη μετά το θάνατο του άντρα της και αρνιόταν να πάει στην Ελλάδα, κάθισε πάνω από 4 μήνες την κάθε φορά. Αποτέλεσμα;

Έχασε τη δουλειά της και κινδύνεψε σοβαρά και ο γάμος της με τις συχνές απουσίες. Μολαταύτα, ο χρόνος που διέθεσε στη μάνα της δεν ήταν αρκετός παρά την καλή της θέληση και τη γριά την έτρωγε η μοναξιά, μέχρι που εθελοντικά μπήκε σε Ίδρυμα.

Ο Χρήστος, άφησε την οικογένειά του στο Σίδνεϊ και ήλθε στη Μελβούρνη να φροντίσει τον πατέρα του όταν εκείνος έπεσε κι έσπασε το γοφό. Κάθισε εδώ για έξη μήνες περίπου, εγχειρήσεις, Νοσοκομεία, φυσιοθεραπείες, εργοθεραπείες, υδροθεραπείες μα κάποτε ήλθε η ώρα να γυρίσει σπίτι του, και αναπόφευκτα, ο γέρος πάλι έμεινε μόνος.

Όσο ζουν και οι δυο στο ανδρόγυνο, τα πράγματα δεν είναι και τόσο άσχημα, είναι παρηγοριά ο ένας στον άλλο, και μια προσμιλιά. Ακόμα, οι δύο συντάξεις που παίρνουν, φτάνουν με οικονομία και σειρά να καλύψουν τις βασικές τους ανάγκες. Όταν, όμως, φύγει ο ένας,  πολύ σπάνια να φύγουν κι οι δυο μαζί, τότε όλα γίνονται πολύ δύσκολα. Εδώ, δεν μιλάμε πια για μοναξιά, αλλά για ερημιά. Επί πλέον, δε, άσχημη οικονομική κατάσταση με μία μόνο σύνταξη όταν τα έξοδα, με το θάνατο του ενός, ελάχιστα μειώθηκαν. Οι ίδιοι σχεδόν λογαριασμοί όταν καίει η λάμπα στο δωμάτιο ή η θέρμανση ή το ψυγείο που δουλεύει, Κ.Λ., θα καταναλώσουν την ίδια ενέργεια είτε ένα άτομο είναι στο δωμάτιο είτε περισσότερα. Τα ίδια δημοτικά τέλη, ασφάλειες, και άλλα αναπόφευκτα έξοδα ενός σπιτιού. Η κατάσταση αυτών των ανθρώπων είναι από πολύ δύσκολη μέχρι τραγική. Στο στάδιο αυτό, πολλοί επιλέγουν να εισαχθούν σε Ίδρυμα, μολονότι είναι ακόμα σε σχετικώς καλή σωματική κατάσταση και θα μπορούσαν να ζήσουν ανεξάρτητα για πολύ καιρό.

Το κράτος, ευτυχώς, προσφέρει κάποιες  υπηρεσίες σε ηλικιωμένους που δεν θέλουν να μπουν σε Γηροκομείο. Οι τοπικές Δημαρχίες διανέμουν με μικρό κόστος μεσημεριανά γεύματα. Επίσης, άτομο που τα βοηθάει να κάνουν ντους συνήθως 2 φορές την εβδομάδα, άτομο που καθαρίζει το σπίτι κάθε 15 μέρες, νοσοκόμα να τους δίνει τα φάρμακα όταν δεν είναι σε θέση να τα παίρνουν μόνοι τους, κι επί πλέον, τους εφοδιάζουν με ειδικό συναγερμό που φορούν σαν μενταγιόν στο λαιμό και το κτυπούν για να καλέσουν βοήθεια σε περίπτωση έκτακτης ανάγκης. Το  πρόβλημα με το συναγερμό, είναι από τη μια το κόστος αγοράς και σύνδεσης, το οποίο συνήθως επιβαρύνει τον ηλικιωμένο γιατί τα κριτήρια έγκρισης πληρωμής από το κράτος είναι πολύ αυστηρά και ο χρόνος αναμονής τουλάχιστον 2 με 3 χρόνια.

 Επί πλέον, δε, πρέπει να έχουν τουλάχιστον δυο έμπιστα άτομα που να έχουν κλειδί του σπιτιού τους για να μπορέσει να μπει μέσα αστυνομία ή ασθενοφόρο σε περίπτωση ανάγκης. Υπάρχουν αρκετοί ηλικιωμένοι που όχι μόνο δεν έχουν την οικονομική ευχέρεια να αγοράσουν τον συναγερμό, αλλά δεν έχουν ούτε έναν δικό τους, όχι δύο, που να τους εμπιστεύονται και να αναλάβουν το κλειδί.

Για πάρα πολλούς ηλικιωμένους, οι κρατικοί λειτουργοί που τους προσφέρουν κάποια φροντίδα, είναι και οι μόνοι άνθρωποι που βλέπουν και η μόνη τους επαφή με τον έξω κόσμο.

Στα 30 χρόνια υπηρεσίας μου, τουλάχιστον 10 φορές πήγαμε να επισκεφτούμε ηλικιωμένο άτομο και το βρήκαμε πεθαμένο ή σε αφασία γιατί είχε πέσει ή είχε υποστεί εγκεφαλικό ή καρδιακό επεισόδιο.

Χαρακτηριστικό αυτής της μοναξιάς, ακόμα και το άδειο γραμματοκιβώτιο! Εν τάξει, γράμματα πολύ λίγοι ανταλλάσσουν πια, άντε μια κάρτα Χριστούγεννα/Πάσχα. Από πολλούς έχω ακούσει, όμως, πως ακόμα και οι λογαριασμοί που έρχονταν, ήταν μια επικοινωνία με τον έξω κόσμο. Πήγαιναν, τους έπαιρναν από το κουτί, απευθύνονταν σε κείνους ονομαστικά, κι ένιωθαν ότι δεν σβήστηκαν από το χάρτη. Τώρα, όμως, ούτε αυτό, αφού όντας ανήμποροι να πάνε να πληρώσουν οι ίδιοι, πηγαίνουν στη διεύθυνση των παιδιών, ή του κράτους γι αυτούς που βρίσκονται υπό κηδεμονία.

Μέχρι τώρα, μιλήσαμε για τους ανήμπορους ηλικιωμένους που μένουν μόνοι τους.

Είναι όμως και οι ηλικιωμένοι που δεν είναι σε τόσο άσχημη φυσική κατάσταση,

αλλά τους βασανίζει η μοναξιά γιατί δεν έχουν έναν άνθρωπο δικό τους. Πολλοί απ΄ αυτούς, γυναίκες και άνδρες, ιδιαίτερα αν είναι σε θέση να κυκλοφορήσουν μόνοι τους, καταφεύγουν στα γειτονικά πόκις, την σύγχρονη πληγή, όπου καταθέτουν αν όχι όλη, μεγάλο μέρος της σύνταξής τους με αποτέλεσμα να στερούνται και τα βασικά μέχρι την επόμενη πληρωμή. Από πολλούς έχω ακούσει ότι εκεί, νιώθουν ότι ζουν ακόμα, βλέπουν γνωστούς, αποκτούν και φίλους, αλλάζουν μια κουβέντα, και παίρνουν κουράγιο να περάσουν  ολομόναχοι τη νύχτα που έρχεται.

Δεν είναι λίγοι, αμφοτέρων των φύλων, που παντρεύονται ή συνάπτουν σχέση, σε μεγάλη ηλικία, παρά την αρνητική πολλές φορές, αντιμετώπιση της απόφασής τους από τα παιδιά και την ειρωνική στάση της κοινωνίας.

Όταν  και τα δυο άτομα έχουν ως κίνητρο την συντροφικότητα γι αυτήν τη σχέση, είναι μια θαυμάσια απόφαση, παρόλο που δεν λειτουργεί πάντα γιατί και οι δυο κουβαλούν πολλά «μπαγάζια» και κάπως δύσκολο να ταιριάσουν. Όμως, πολλές φορές το κίνητρο του ενός, δεν είναι και τόσο τίμιο. Πολλά ηλικιωμένα άτομα, άνδρες και γυναίκες, έχουν πέσει θύματα οικονομικής απάτης από άτομο που δεν ήθελε συντροφιά αλλά να βάλει στο χέρι τα πολλά ή λίγα υπάρχοντα του άλλου.  Τα κλαμπ των ηλικιωμένων, κάνουν πολύ καλή δουλειά και προσφέρουν κοινωνικό έργο, όμως, λόγω οικονομικών και άλλων δυσχερειών, δεν μπορούν να καλύψουν τις ανάγκες. Διοργανώνουν εκδρομές, γεύματα, όπου ψυχαγωγούνται, πηγαίνουν και βλέπουν Ελληνικές ταινίες στον κινηματογράφο, παρακολουθούν, επίσης, και ομιλίες όπου τα μέλη ενημερώνονται για θέματα νομικά, κοινωνικής ασφάλισης, υγείας, και άλλα.

Είναι μια μικρή όαση γι αυτούς που μένουν μόνοι, εκεί γνωρίζονται, σχηματίζουν τις παρέες τους, οι γυναίκες συζητούν για θέματα που τις ενδιαφέρουν, οι άνδρες παίζουν το χαρτάκι ή το τάβλι τους, παίζουν μπίνγκο και περνούν πολύ ευχάριστα

 Οι συναντήσεις όμως, γίνονται μόνο μια φορά την εβδομάδα

   Μερικοί που έχουν μεγαλύτερη ευχέρεια κινήσεων, πηγαίνουν σε 2-3 διαφορετικά κλαμπ, αλλά κι αυτό δεν είναι πάντα εφικτό αφού έκαστος δικαιούται να πηγαίνει μόνο στο κλαμπ της περιοχής του, αυτό επειδή οι τοπικές Δημαρχίες χρηματοδοτούν μερικώς αυτά τα κλαμπ ανάλογα με τον αριθμό μελών, εφόσον πάρουν κατάλογο με όλα τα στοιχεία εκάστου μέλους.

Μια άλλη κατηγορία ηλικιωμένων που υποφέρουν από μοναξιά, είναι αυτοί που βρίσκονται σε ευαγή Ιδρύματα, όπως, Γηροκομεία, Γηριατρεία. Κι είναι πολλοί αυτοί, πάρα πολλοί. Αυτοί, πάσχουν από εσωτερική μοναξιά.

Βρίσκονται ανάμεσα σε ανθρώπους συνεχώς, δεν μένουν μόνοι τους καθόλου, περιτριγυρίζονται διαρκώς από κόσμο, τόσο, που πολλές φορές, επιδιώκουν να μείνουν για λίγο μόνοι, όπου κι αυτό δεν είναι κατορθωτό πάντα, γιατί ενθαρρύνονται ή υποχρεώνονται, να συμμετέχουν στις διάφορες δραστηριότητες που οργανώνει γι αυτούς το Ίδρυμα ή να φυτοζωούν καθισμένοι ατέλειωτες ώρες στο κοινό σαλόνι, όχι στο δωμάτιό τους, όπως, ίσως, θα ήθελαν.

Εκεί μέσα, έχουν στέγη, τροφή, σχετική καθαριότητα και ως ένα σημείο, νιώθουν προστατευμένοι, ότι δεν κινδυνεύουν. Λέω, ως ένα σημείο, γιατί κι εκεί η φροντίδα και η ασφάλεια, είναι σχετικές. Ας μην ξεχνάμε πόσοι ηλικιωμένοι παραμελούνται και κακοποιούνται σ΄ αυτά τα Ιδρύματα. Συχνά-πυκνά φτάνει στη δημοσιότητα όλο και κάποια είδηση για κακοποίηση ηλικιωμένων. Πρόσφατα, είχαμε το  σκάνδαλο σεξουαλικής κακοποίησης τεσσάρων υπερηλίκων γυναικών σε τέτοιο Ίδρυμα, όχι από κακοποιούς που μπήκαν μέσα παράνομα, αλλά από το ίδιο το προσωπικό που είχε αναλάβει επί πληρωμή την ευθύνη και υποχρέωση να τους φροντίζει και προστατεύει. Είναι τόσο ευάλωτοι και ευπαθείς οι περισσότεροι από τους τρόφιμους αυτών των Ιδρυμάτων που στην κυριολεξία βρίσκονται στο έλεος του κάθε ασυνείδητου και ανώμαλου, ή ακόμα ευσυνείδητου μέλους του προσωπικού.

 Οι τρόφιμοι των Γηριατρείων-Γηροκομείων, δεν πληρώνουν πλέον φόρους, και στις περισσότερες περιπτώσεις, ούτε ψηφίζουν, επομένως η πολιτεία δεν πολυάσχολοι με αυτούς παρά μόνο αν πιεσθεί εκ των περιστάσεων, όπως  το πρόσφατο περιστατικό με τους βιασμούς ή αυτό λίγο πιο παλιά που βρέθηκαν ηλικιωμένοι με εγκαύματα γιατί τους έκαναν μπάνιο με πετρέλαιο για να ψοφούν οι ψείρες και τα άλλα ζωύφια που έπιανε ο χώρος. Κι αυτό το ενδιαφέρον της πολιτείας πάντως, κρατά τις περισσότερες φορές, όσο κρατά και ο θόρυβος για τις συνθήκες που επικρατούν στα Ιδρύματα, τα μέσα μαζικής ενημέρωσης, βρίσκουν άλλα πιο επίκαιρα θέματα να ασχοληθούν και το πρόβλημα μπαίνει στο συρτάρι των...αζήτητων, μέχρι το επόμενο σκάνδαλο, όπου θα επαναληφθεί ο κύκλος.

 Όμως, και ανθρώπινες να είναι οι συνθήκες που επικρατούν εκεί, νιώθουν τόσο μα τόσο μόνοι. Νιώθουν παραπεταμένοι, ξένοι μέσα σε ξένους, δέχονται φροντίδα όχι από αγαπημένα χέρια των παιδιών τους όπως θα επιθυμούσαν κι όπως ίσως περίμεναν, αλλά από υπηρεσιακά χέρια, και δεν είναι το ίδιο. Χάνουν την ιδιωτικότατα τους και την αξιοπρέπειά τους. Εκεί μέσα, δεν υπάρχουν ιδιωτικοί χώροι, δεν υπάρχουν μυστικά, λίγο-πολύ όλα είναι κοινά. Ο δικός τους χώρος, αν είναι τυχεροί κι έχουν δικό τους δωμάτιο, είναι εκείνο το μικρό δωμάτιο, μ΄ ένα κρεβάτι, μια ντουλάπα, ένα κομοδίνο, δωμάτιο στο οποίο, για ευνόητους λόγους, έχει πρόσβαση το προσωπικό όλες τις ώρες. Αν μοιράζονται το δωμάτιο με άλλους τρόφιμους, τότε είναι ακόμα χειρότερα, όλο κι όλο που έχουν δικό τους είναι ένα ντουλάπι, πόσα από μια ολόκληρη ζωή να χωρέσει εκείνο το δωμάτιο ή το ντουλάπι; Η εσωτερική τους μοναξιά είναι αβάσταχτη, ιδιαίτερα αν δεν υπάρχουν παιδιά ή αν τα παιδιά είτε δεν ενδιαφέρονται είτε για άλλους λόγους δεν μπορούν να επισκέπτονται συχνά τους γονείς. Επαφή με τον έξω κόσμο δεν υπάρχει, κι αν υπάρχει, είναι πολύ περιορισμένη, είναι μόνο οι ευκαιριακές επισκέψεις στων παιδιών τα σπίτια, Χριστούγεννα-Πάσχα για λίγες ώρες, όταν είναι σε θέση να κινηθούν. Κι εκεί όμως δεν αισθάνονται άνετα, νιώθουν  επισκέπτες που τελειώνοντας η επίσκεψη θα πρέπει να επιστρέψουν στη μοναξιά τους.

Πολλοί γέροντες, που έχουν πνευματική διαύγεια, εκφράζουν σφοδρή επιθυμία γι αυτές τις έστω και σποραδικές επισκέψεις, άλλοι πάλι, τις θεωρούν οδυνηρές, και τις αποφεύγουν, γιατί τότε, βλέπουν τι είχαν και τι έχασαν, το σπίτι, τη ζεστασιά, την οικογένεια, κι αυτό δυσχεραίνει την επιστροφή στο Ίδρυμα. Έτσι, προτιμούν να μένουν εκεί συνεχώς για να μην έχουν , πλέον, μέτρο σύγκρισης.

Μια άλλη κατηγορία  και περίπτωση μοναχικών ηλικιωμένων, είναι οι τρόφιμοι στους Θαλάμους Άνοιας των Γηριατρείων. Αρκετές φορές έχει λεχθεί, από μέλη της κοινωνίας, αλλά και από μέλη του προσωπικού αυτών των Θαλάμων, ότι αυτοί είναι πιο τυχεροί γιατί δεν καταλαβαίνουν πια.

Ας μην είμαστε τόσο σίγουροι γι αυτό. Οι ειδικοί επί του θέματος, ισχυρίζονται ότι τα άτομα που πάσχουν από άνοια, μπορεί να μην έχουν πλέον την ικανότητα να αναγνωρίζουν, να θυμούνται, να εκφράζονται, να μιλούν, ΑΛΛΑ ΟΜΩΣ νιώθουν,

 άλλο που δεν μπορούν να εκφράσουν τα συναισθήματά τους. Το συναίσθημα, δεν σβήνει.

Οι τρόφιμοι  που βρίσκονται σε Ελληνικά Ιδρύματα, μπορούμε να πούμε πως είναι κάπως τυχεροί. Ακούν τη γλώσσα τους, τρώνε γνώριμα φαγητά, το περιβάλλον είναι πιο οικείο, δέχονται επισκέψεις από δικούς τους, συμμετέχουν, κατά κάποιον τρόπο στις επισκέψεις των άλλων, αφού γνωρίζονται και ανταλλάσσουν μια κουβέντα, διατηρούν τα ήθη και έθιμα της πατρίδας, ξέρουν πότε είναι Πάσχα πότε Χριστούγεννα. Το πιο σημαντικό, δε,  μέχρι σήμερα, δεν έχει βγει στη δημοσιότητα περιστατικό κακοποίησης γερόντων, ας ελπίσουμε και ευχηθούμε να μην συμβεί ποτέ. Εκείνοι, όμως, που βρίσκονται σε μη-Ελληνικό Ίδρυμα, είναι σε χειρότερη κατάσταση. Το περιβάλλον άγνωστο, οι συνήθειες διαφορετικές το φαγητό, η γλώσσα, τα ήθη τα έθιμα, όλα διαφορετικά. Ακόμα κι αν είχαν κάποια πνευματική διαύγεια ή ικανότητα επικοινωνίας, την χάνουν αφού δεν έχουν ευκαιρία να μιλήσουν ή να ακούσουν τη γλώσσα τους, επόμενο, η δική τους μοναξιά, και αποξένωση να είναι ακόμα μεγαλύτερη.

Υπάρχουν  άτομα, που μολονότι είναι πολυάσχολα, δουλεύουν, έχουν παιδιά, σπίτι, εγγόνια, και ο χρόνος τους ο ελεύθερος είναι σχεδόν ανύπαρκτος, εν τούτοις, καταβάλουν προσπάθεια και επισκέπτονται τακτικά Γέροντες σε Ιδρύματα, αυτούς που όχι μόνο δεν έχουν συχνές ή και καθόλου συγγενικές επισκέψεις, αλλά επί πλέον διαμένουν σε μη Ελληνικά Γηροκομεία. Αυτά τα άτομα δεν είναι επίσημα ενσωματωμένα σε Ομάδες Εθελοντών, λειτουργούν ιδιωτικά και αθόρυβα. Σε όλες τις Δημαρχίες, υπάρχει Τμήμα Εθελοντών όπου δίνεται η ευκαιρία σε αυτούς που έχουν τη δυνατότητα και την καλή διάθεση, να προσφέρουν συντροφιά ή ό,τι άλλο χρειάζεται σε άτομα που ζουν μόνα ή σε Ίδρυμα. Σχεδόν σε όλες τις περιοχές της Μελβούρνης υπάρχουν τέτοια Ιδρύματα. Η δική μου συμβουλή είναι, αν αποφασίσετε τέτοιες επισκέψεις, ιδιωτικά ή μέσα από Ομάδα Εθελοντών, να φροντίσετε να βρείτε Ελληνικής καταγωγής άτομα που είναι σε μη Ελληνικά Ιδρύματα, αυτοί, έχουν περισσότερη ανάγκη.

Ολοκληρώνοντας, θα ήθελα να πω, ότι μέσα σε περιορισμένα χρονικά όρια, προσπάθησα να καλύψω αυτό το τεράστιο θέμα : Η Μοναξιά των Ηλικιωμένων.

Ελπίζω ότι αυτά που ακούσατε, ή μη τι άλλο, θα σας δώσουν τροφή για σκέψη.

Σκέψη, για το ότι, στο πολύ κοντινό αύριο, οι Ηλικιωμένοι, θα είμαστε εμείς.

Ας σκεφτούμε, πάντα με μέτρο τη λογική, πώς θα θέλαμε να μας φερθούν.

Σας ευχαριστώ που με ακούσατε και σας εύχομαι, καλή υγεία και  όσο γίνεται λιγότερη μοναξιά, φυσική αλλά και εσωτερική..

* ομιλία που δόθηκε στο Δημαρχείο Νόρθκοτ, στη Μελβούρνη, σε Συμπόσιο με το ίδιο θέμα, που οργάνωσε ο Σύνδεσμος Ελλήνων Λογοτεχνών-Συγγραφέων Αυστραλίας.

Διονυσία Μούσουρα-Τσουκαλά

Και τώρα, παραμονές που πρέπει να γυρίσει εκεί που την καλεί το καθήκον, έπεισε τ΄αδέλφια να της δώσουν το κλειδί να πάει μόνη της να αποχαιρετίσει το χώρο όπου έζησε η Μάνα, αυτό που μέχρι χθες αποκαλούσε κι εκείνη 'πατρικό της'. Στην αρχή, της έφεραν αντιρρήσεις, ιδιαίτερα, όταν επέμενε να πάει μόνη της, ήταν βλέπεις η "ευαίσθητη" και η "συναισθηματική" της οικογένειας, υποχώρησαν όμως μπρος στην αδιάλλακτη επιμονή της, αφού την έβαλαν να τους υποσχεθεί πως το αργότερο σε μισή ώρα, θα γυρίσει.

Πήρε μιαν αρμαθιά κλειδιά, τα ίδια κλειδιά που πριν λίγους μήνες της είχε δώσει η Μάνα για να μπορεί να μπαινοβγαίνει "σα νάναι σπίτι της". 'Aνοιξε πρώτα την είσοδο της πολυκατοικίας, ανέβηκε με ασταθή βήματα και μάτια θολά κι έβαλε το κλειδί στην πόρτα του διαμερίσματος, το κλειδί, μπήκε, μα δεν γύριζε, δοκίμασε ένα άλλο μπας κι έκανε λάθος, το ίδιο, το ίδιο σαν τότε που για λόγους ασφαλείας η Μάνα άφηνε από μέσα το δικό της κλειδί, κι όταν εκείνη πήγαινε ν΄ανοίξει, δεν μπορούσε και της άνοιγε η Μάνα.

Για μια απειροελάχιστη στιγμή, η καρδιά της φτερούγησε, μέσα είναι η Μάνα, κι έκαμε να της φωνάξει...μα αμέσως τρόμαξε...τη συνέφερε η πραγματικότητα...τάχασε τελείως, ιδιαίτερα όταν μετά από μιαν ακόμα αποτυχημένη προσπάθεια ν΄ανοίξει, η πόρτα άνοιξε διάπλατα μόνη της κι ένας άγνωστος, προφανώς ενοχλημένος, στάθηκε μπροστά της ρωτώντας την τι θέλει...

Aργότερα, όταν διηγήθηκε το επεισόδιο στ΄αδέλφια, δεν μπορούσε να πει ποίος είχε τρομάξει περισσότερο με το άνοιγμα της πόρτας, εκείνη, ή ο άγνωστος άνδρας, που όταν συνήλθε, της εξήγησε πως η γριούλα που πέθανε τις προάλλες έμενε ακριβώς από κάτω....

Ο άγνωστος, που κατάλαβε την ταραχή της, της πρόσφερε καρέκλα, νερό να συνέλθει, μα εκείνη δεν στάθηκε, κατρακύλησε τις σκάλες, μπήκε στης Μάνας το σπίτι, έβαλε το κλειδί στην κλειδαριά "για λόγους ασφαλείας" και ξέσπασε σε ένα βουβό κλάμα....

Κάθησε άκρη -άκρη στο ίδιο ντιβάνι που κοιμόταν πριν λίγους μήνες όταν ήταν εκεί, δεν βρήκε αλλού να καθήσει, είχε ήδη αρχίσει ο ξεσηκωμός...(Εκείνη αρνήθηκε να συμμετάσχει, δεν είχε το κουράγιο), κάποτε, σταμάτησαν τα δάκρυα και κοίταξε γύρω. Ορθάνοιχτες ντουλάπες, συρτάρια ανοιγμένα, ρούχα πεταμένα παντού, βιβλία του Πατέρα, (η Μάνα δεν είχε πειράξει το γραφείο του αφότου πέθανε), τα γυαλιά της, κουτιά, κουτάκια, μπουκάλια με φάρμακα, (η μεγάλη αδελφή πείραζε πάντα τη Μάνα πως από τα πολλά φάρμακα που παίρνει δεν θα λιώσει), άλλα προσωπικά της αντικείμενα, και σε μια γωνιά στην άκρη, ένα βάζο...

.....Παραμονές Χριστουγέννων 196...ώρα που θάπρεπε, κανονικά, νάχε χαράξει, μα σπλαχνική η νύχτα αρνείται να φύγει, καθυστερεί. Ξέρει, πως παραχωρώντας τη θέση της στη μέρα, φεύγει εκείνη. Η κάθε στιγμή, όσο μικρή και νάναι, είναι τόσο πολύτιμη. Ας γινόταν να μην ξημέρωνε ποτέ.. Η μέρα όμως διεκδικεί τη θέση της, η νύχτα υποχωρεί. Ο Πατέρας και η Μάνα κλαίνε, κλαίνε ασταμάτητα...κλαίει κι εκείνη, με απόγνωση, μ΄απελπισία, μαζί της κλαίνε και τα δυο μικρά της, όχι τόσο γιατί νιώθουν απόλυτα τι γίνεται, αλλά γιατί από μέρες τώρα βλέπουν τη Μαμά να κλαίει συνέχεια και φοβούνται πως κάτι φοβερό θα συμβεί...

Ο Μπαμπάς προσπαθεί να τα ηρεμήσει όσο μπορεί, με μεγάλο πόνο και σε μια τελευταία προσπάθεια να μην παραταθεί άλλο το μαρτύριο, αποσπούν εκείνην από την αγκαλιά του Πατέρα και της Μάνας και την σπρώχνουν μαλακά μέσα στο ταξί που περιμένει... Εκείνη δεν θέλησε να πάει κανένας στο Λιμάνι, φοβόταν πώς θα γυρίσουν πίσω ο Πατέρας κι η Μάνα. Ψηλά, στο Λόφο, στον καταπράσινο Λόφο της Πόχαλης που κάθεται η μεγάλη αδελφή, αναβοσβήνουν το φως σε αποχαιρετισμό, κι εκείνη σπαράζει, την αγαπάει τόσο μα τόσο πολύ τη μεγάλη αδελφή...σε βάθρο την είχε πάντα, ήταν το πρότυπο και το ίνδαλμά της, πόσο θα λείψουν η μια στην άλλη....

Έχει ήδη αρχίσει να χαράζει, φυσάει δυνατός αέρας και βρέχει. Καθώς το ταξί απομακρύνεται, η Μάνα πάει να τρέξει από πίσω, κάνει δυό βήματα, κάτι φωνάζει, μα η βροχή κι ο αέρας παίρνουν τα λόγια της, κι ο ταξιτζής που έκοψε λίγο, ανοίγοντας το παράθυρο, πρόλαβε μόνο ν΄ακούσει τη λέξη "βάζο". Με τη λεπτή αίσθηση χιούμορ που χαρακτηρίζει τους περισσότερους νησιώτες και για ν΄αποσπάσει εκείνην από τις θλιβερές της σκέψεις, της λέει: - κάτι για ένα βάζο φώναξε η Μάνα, λες νάθελε να σου δώσει κάνα βάζο με κιδωνόπαστο ή ελιές να πάρεις μαζί σου;

Μέσα στο θόλωμα του μυαλού της όμως εκείνη, ξέρει τι θέλει η Μάνα. Προφανώς, θέλει να την διαβεβαιώσει πως θα της κρατήσει το βάζο, το ανθογυάλι, μέχρι να γυρίσει...

Το βάζο, ήταν το μόνο που μπόρεσε εκείνη να κρατήσει πριν διαλύσουν το μαγαζί. Το μαγαζί, είχε πολλά και ωραία πράγματα που εκείνη ζήλευε και τάθελε για το σπιτικό της. Μα δεν γινόταν, έπρεπε να πουλιώνται για να πληρώνεται το νοίκι, τα γραμμάτια, το γάλα των παιδιών, τα ρουχαλάκια τους, γιατροί, φάρμακα και τόσα άλλα που έχει ανάγκη μια νέα οικογένεια.

Σφιγγόταν η καρδιά της κάθε φορά που τύλιγε κι έδινε κάτι στους πελάτες, μα έπρεπε, δεν γινόταν αλλιώς. Ανάμεσα στα πράγματα του μαγαζιού, ήταν κι ένα βάζο που της άρεσε πολύ. Έτσι, κάθε ευκαιρία που έβρισκε, τόσπρωχνε πίσω-πίσω, μακρυά από τα ερευνητικά και αδιάκριτα μάτια των πελατών για να μπορεί να το καμαρώνει, έστω και στο μαγαζί, μια κι ούτε συζήτηση να το πάρει σπίτι.

Όταν πάρθηκε η απόφαση του ξενητεμού, το πήρε και το πήγε στη Μάνα και την παρακάλεσε να της το προσέξει τα δύο-τρία, άντε στη χειρότερη περίπτωση, πέντε χρόνια που θα λείπανε. Δεν μπορούσε να το πάρει μαζί της ήταν τόσο εύθραυστο, το ταξίδι τόσο μακρυνό κι εκείνη δεν ήξερε τι θα βρει εκεί που πάει..... Μπελάς κι αυτός για τη Μάνα.

Πρώτα ήταν τα δύο κοριτσόπουλα της μεγάλης κόρης που με τα χαρούμενα ξεφωνητά και τρεχαλητά τους, με τα παιχνίδια τους, έκαναν να κουνιέται το τραπέζι και να κινδυνεύει να πέσει το βάζο,( η Μάνα τόβαλε επάνω στο τραπέζι για νάχει την ψευδαίσθηση πως τάχα βλέπει εκείνη...). Κι αυτά, που ήξεραν πό,σο το πρόσεχε η Μάνα, - εδώ πια τόχε πάρει είδηση όλη η γειτονιά, κι εκείνα; - λες και τόκαναν επίτηδες κι όλο γύρω στο τραπέζι παίζαν κυνηγητό και κρυφτούλι, και δώστου η Μάνα να τους "αγριεύει", και δώστου αυτά με τις φωνές και τα γέλια τους να κάνουν να τρίζουν ακόμα και τα τζάμια.

Μα ήταν κι η μεγάλη κόρη που μια φορά τόλμησε να το ζητήσει, τόκανε επίτηδες για να την πειράξει - εκεί να δεις φασαρία η Μάνα.

Κι αργότερα, όταν ο γιός μεγάλωσε κι έκανε οικογένεια, ησύχασε η καϋμένη η Μάνα από τα κοριτσόπουλα της μεγάλης που ήταν πια της παντρειάς, κι άρχισαν άλλοι μπελάδες με τα μικρά του γιού.

Οι υπόλοιποι φρόντισαν να ενημερώσουν και τη νύφη για την σπουδαιότητα του βάζου, κι εκείνη τη δόλια την έπιανε δέος κάθε φορά που έπρεπε να ξεσκονίσει.

Όλοι, μα όλοι πια, συγγενείς, φίλοι, γνωστοί, γείτονες, ήξεραν για το περιβόητο βάζο. Μερικοί την πείραζαν: - Έλα κι εσύ τώρα, σιγά μη θυμηθεί και μην καταδεχτεί εκείνη μετά από τόσα χρόνια και τόσα που θάχουν δει τα μάτια της, αυτό το βάζο. Κι η Μάνα, λίγο πεισματικά, λίγο με καμάρι, τους απαντούσε: Εκείνην, εγώ την ξέρω καλύτερα απ΄όλους σας, να μου το θυμηθείτε, με το που θα πατήσει το πόδι της μέσα, όσα χρόνια κι αν έχουν περάσει, το βάζο θα γυρέψει, τούχε τόση αδυναμία. Δεν την ξέρετε εσείς καλά, είναι τόσο ευαίσθητη.

Εκείνην, την παρέσυρε η δίνη κι ο εφιάλτης της επιβίωσης στην ξένη γη.

Έτρεχε, έτρεχε, όλο έτρεχε.. Να τα προλάβει όλα, και την οικογένεια, και τα παιδιά να μην αφήσει σε ξένα χέρια, και την πρωϊνή δουλειά, και το Κοινοτικό Σχολείο στο οποίο δίδασκε Ελληνικά τα απογεύματα, κι ο άνδρας νάβρει καθαρό πουκάμισο, φαί μαγειρεμένο, να κάνει τα ψώνια, να διαβάσει τα παιδιά, νάναι το σπίτι καθαρό, να...να....να.... Και τα τετράδια των μαθητών της διορθωμένα, αυτά τάπαιρνε στο σπίτι, δυό ώρες μάθημα και 30-40 παιδιά μες στην τάξη τι να πρωτοκάνει στο σχολείο; Και στη Μάνα να γράφει, και την επαφή να μη χάσει με όλους που μείνανε πίσω, κι όλο να τρέχει.... Το φρουτάδικο της γειτονιάς τόχαν οι γονείς μιάς μαθήτριάς της κι από κει περνούσε συχνά εκείνη, όχι μόνο για να πάρει φρούτα αλλά γιατί ήταν και πέρασμά της για να κάνει κι άλλα ψώνια, ταχυδρομείο, κ.λ.π. Κάθε φορά, η Μητέρα της μαθήτριάς της την καλούσε για καφέ ή έστω να σταματήσει να μιλήσουν λίγο, κι εκείνη, ευγενικά της εξηγούσε πως δεν γίνεται, βιάζεται. Μια μέρα, η Μητέρα, την έπιασε απ΄το χέρι και της λέει:

-Δεν μ΄ενδιαφέρει πόσο βιαστικιά είσαι, θα ακούσεις αυτό που θα σου πω, αν είμαι στην κηδεία σου όταν πεθάνεις, θα τους πω να μην την πηγαίνετε σιγά, αυτή στη ζωή πάντα έτρεχε, πηγαίνετέ την τρεχαλητή, αν μπορούσε να μιλήσει θα της κακοφαινόταν πολύ έτσι που την πάτε.

Εκείνη, την άκουσε, γέλασε πικραμένα, και συνέχισε το δρόμο της.

Πού καιρός να θυμηθεί το βάζο...

Απ΄όλα αυτά, τσιμουδιά στη Μάνα, και νάταν μόνο αυτά...

Τι να της έγραφε;

Εδώ η Μάνα νόμιζε πως η ζωή της είναι παράδεισος και πάλι κόντευε να τους τρελλάνει όλους. Μέχρι που η μεγάλη κόρη κι ο γιός, παρόλο που εκείνην την αγαπούσαν πάρα πολύ, καμιά φορά παραπονιόταν - "Λες κι εμείς δεν είμαστε παιδιά σου, όλο εκείνη κι εκείνη"

Κι η Μάνα προσπαθούσε να τους εξηγήσει πως δεν τα ξεχώριζε τα παιδιά της, αλλά, να, εκείνη της λείπει, εκείνην δεν την χάρηκε, είναι λίγο το αδικημένο της παιδί. Κι όταν πάλι γέμιζε το σπίτι φωτογραφίες της κι από το βλέμμα τους καταλάβαινε πως τα πείραζε αυτό, δώστου ξανά να τους εξηγεί, εσάς σας έχω ζωντανούς κοντά μου, δεν είναι ανάγκη να βάλω φωτογραφίες, ενώ εκείνη, μόνο στον τοίχο και στο βάζο της..

.....Κάποτε, μετά από πολλά χρόνια, εκείνη αξιώθηκε να πάει να τους δει. Εκεί να δεις χαρές κι ετοιμασίες όλοι, η Μάνα, ο Πατέρας, τα αδέλφια, τ΄ανήψια που την ήξεραν μόνο από το...βάζο. Κι η νύφη η καϋμένη που σκοτώθηκε να τρίβει και να γυαλίζει, είχε ακούσει τόσα από τη Μάνα για κείνην, δεν ήθελε να φανεί κατώτερή της. ’σε πια που αναρωτιόταν μόνη της πολλές φορές αν είναι δυνατόν να συγκεντρώνει ένας άνθρωπος τόσα χαρίσματα όσα η Μάνα ισχυριζόταν για κείνην.

Όταν μετά τις πρώτες συγκινήσεις και δάκρυα χαράς κάθησαν όλοι γύρω στο τραπέζι, όπου η Μάνα είχε το γενικό πρόσταγμα, κοιτάζονταν όλοι σαν κάτι να περίμεναν που δεν έλεγε να γίνει, μετά από μια ατέλειωτη στιγμή, η Μάνα παίρνοντας το μισοπονηρό, μισοκρυφό της ύφος και κοιτάζοντας εκείνην με προσδοκία στα μάτια, τη ρώτησε αν της άρεσαν τα λουλούδια στο βάζο του τραπεζιού, τονίζοντας τη λέξη "βάζο". Εκείνη, έριξε μια ματιά και μόνο τότε είδε πως στο βάζο υπήρχαν ανεμώνες, συγκινήθηκε πολύ που μετά τόσα χρόνια η Μάνα θυμόταν ακόμα το αγαπημένο της λουλούδι και την υποδέχτηκε μ΄αυτό. Την ευχαρίστησε δακρυσμένη, και δεν μπόρεσε να εξηγήσει γιατί τόση ξαφνική θλίψη και σαν απογοήτευση στη ματιά της, ούτε γιατί ο Πατέρας κοίταξε τη Μάνα σαν να της λέει, μη μιλήσεις και την πληγώσεις, δεν πειράζει ούτε γιατί οι υπόλοιποι είχαν μια μικρή δόση...θριάμβου στα μάτια τους.

Αργότερα, πολύ αργότερα, κατάλαβε, κι έκλαψαν κι οι δυό.

Μα όχι μαζί, η μια κρύφτηκε απ΄την άλλη για να μην την πληγώσει. Όπως παλιά, που καμιά δεν ομολόγησε στην άλλη πως πέρασαν πολλά χρόνια για να μπορέσουν να γιορτάσουν και πάλι τα Χριστούγεννα...

Πώς να εξηγήσει η Μάνα σε κείνην τον αγώνα της όλα αυτά τα χρόνια να διαφυλάξει το πολύτιμο βάζο για να το βρει εκείνη στο γυρισμό;

Μα η Μάνα δεν έκλαιγε γι αυτό, έκλαιγε γιατί μόνο τότε μπόρεσε να διαπιστώσει πόση πικρία έκρυβε η ζωή εκείνης, όλα αυτά που εκείνη ποτέ δεν έγραψε για τη ζωή της, κι αυτή με τη διαίσθηση της Μάνας τα υποψιαζόταν μα δεν τολμούσε να τα πει ούτε στον εαυτό της και ξόρκιζε τις κακές σκέψεις προσέχοντας το βάζο.

Τώρα πια κατάλαβε. Ποιος ξέρει τι πέρασε το παιδί της τόσα χρόνια μακριά της, το παιδί της με την τρυφερή ψυχή και τις φοβερές ευαισθησίες για να φτάσει στο σημείο να ξεχάσει το βάζο......

Φτωχό μου παιδί! Φτωχή μου Μάνα, έκλαιγε εκείνη...

Από πού ν΄αρχίσω και τι να σου πω; Έχω, άραγε, το δικαίωμα να σε πληγώσω τόσο; Καλύτερα να μην μάθεις...

Τι να πρωτοκλάψει; Για το μικρό αδελφό που τον άφησε παιδόπουλο και τον βρήκε ώριμο άνδρα πατέρα δύο παιδιών;

Για τη μεγάλη αδελφή που το χωρισμό της δεν τον ξεπέρασε ποτέ; τα κοριτσάκια που άφησε και τα βρήκε γυναίκες; το χιονάτο κεφάλι του Πατέρα; Για τη Μάνα....για τη χαμένη της νειότη, τη χαμένη της ζωή...γι αυτά που στερήθηκε, γι αυτά που στέρησε...γι αυτούς που φύγαν...

Σε κάθε της επιστροφή όλο και πλήθαιναν οι φευγάτοι, κι εκείνη πήγαινε από τάφο σε τάφο κι άναβε καντήλια....η μεγάλη αδελφή την πείραζε γι αυτό...

Τώρα, έφυγε κι η Μάνα....

Χαϊδεύει με το βλέμμα τα απομεινάρια της ζωής της Μάνας και πονάει...

Πριν λίγους μήνες που ήταν εδώ, παρόλο που ήταν καλοκαίρι, κάθε που γύριζε απ΄έξω η Μάνα την περίμενε με δυό μάλλινα πατάκια να τα βάλει στα πόδια να μη λερώσει το παρκέ....

Τώρα, όλα κοίτονται σωρό...απ΄το σβηστό ψυγείο έτρεξαν νερά στο πάτωμα, με τις πατημασιές γίναν λάσπη...στο λουτρό κάποιος φαίνεται είχε ανοίξει απότομα τη βρύση και πιτσιλίστηκαν τα πλακάκια...στην κουζίνα έχασκαν ορθάνοιχτα τα ντουλάπια και τα συρτάρια...στο νεροχύτη βρισκόταν ακόμα το ποτήρι της άπλυτο...κι ανάμεσα σε όλα αυτά...σε μια γωνιά, το βάζο....

Από τις θλιβερές της σκέψεις την απόσπασε η φωνή του αδελφού στο θυρόφωνο που την παρακαλούσε να κατέβει, φτάνει πια...

Έρριξε μια τελευταία ματιά γύρω, έκαμε να σκύψει να πάρει το βάζο, μα στην ταραχή και συγκίνησή της, της φάνηκε πως την κοίταξε λυπημένα, σαν να της λέει, πως δεν έχει το δικαίωμα να το πάρει και να το χωρίσει από της Μάνας τα πράγματα, όπως χώρισαν εκείνη από τη Μάνα και όλα της τα αγαπημένα άτομα......

Αύριο, θάρθουν οι κυρίες της Φιλοπτώχου από την ενορία της γειτονιάς να πάρουν τα απομεινάρια της Μάνας...μαζί τους, θα πάει και το βάζο....



ο  Ο υ ί ς
Γράφει η Διονυσία Μούσουρα-Τσουκαλά

Όταν γεννήθηκε χάρηκαν πολύ οι γονείς του. Ήταν το πρώτο τους παιδί και μάλιστα αγόρι! Σημαντικό για κείνα τα χρόνια, σχεδόν... κατόρθωμα. Στρουμπουλό και τροφαντό το μωρό και... φαγανέλι. ιο βύζαινε και το ξαναβύζαινε η μάνα του και χορτασμόνε δεν είχε. Όλο έσκουζε πανάθεμα το... ουά, ουά στην αρχή κι όταν πήγε κάμποσων μηνών, ουί, ουί... εξ ου και το σουσούμι που του κολλήσανε οι γύρω.

Μέχρι να βρουν νουνό της αρεσκείας τους, γιατί -όλα κι όλα- δεν ήθελαν όποιον κι όποιον, κόντευε ενός χρονού και ναι μεν ο ξενοχωρίτης νουνός, ο μουλαράς, τόβγαλε Αναστάση και οι γονείς δεν τόλμησαν να φέρουν μεγάλες αντιρρήσεις, όμως, η μόνη που τον φώναζε «Τάση» ήταν η μάνα του, για όλους ήταν και έμεινε μέχρι το θάνατο του ο Ουίς.

Από πολύ νωρίς κατάλαβαν, πως κάτι δεν πήγαινε καλά με τον Ουί. Ναι μεν έτρωγε και δε χόρταινε και ήταν ένα ψηλό και πολύ παχουλό παιδάκι, όμως, τεσσάρων χρονών, συνέχιζε να κατουρεί και να λερώνει τα ντρίλινα βρακιά που του έραβε η μάνα του και δεν έλεγε ούτε μια λέξη.

Δεν πολυανησύχησαν οι γονείς του, άλλωστε ποιος είχε την πολυτέλεια να ασχολείται με τέτοια ψιλοπράγματα εκείνα τα χρόνια που ζούσαν μες τη φτώχεια και τη δυστυχία οι περισσότεροι λόγω πολέμων και άλλων δεινών. Θυμόνταν και μία χωριανή που ήταν 5 χρονών το παιδί της και δεν μιλούσε και το πήγε στον Κοινοτικό γιατρό. Όταν του είπε το πρόβλημα, η μόνη του..., διάγνωση ήταν: «Μη στενοχωριέσαι κυρά μου και θα βγάλει το σκασμό», και πράγματι κάποτε έβγαλε το σκασμό κι από τότε δεν έβαζε γλώσσα στο στόμα του. Αφού λοιπόν αυτό μίλησε, ο γιατρός ξέρει προφανώς, οπότε κάποια στιγμή θα τα ξεφουρνίσει όλα του τα λογάκια μαζεμένα κι ο Τάσης τους.

Τα μόνα λογάκια που κατάφερε να ξεφουρνίσει ο Ουίς, ήταν κάποιες λέξεις για τις βασικές του ανάγκες, τίποτα άλλο.

Καλοκάγαθος και άκακος, ιδιαίτερα καλός με τα παιδιά που τον λάτρευαν, ίσως γιατί κι ό ίδιος ήταν ένα μεγάλο παιδί. Ήταν το δεξί χέρι όλων των χωριανών, ουδέποτε αρνήθηκε να βοηθήσει κανέναν, θελήματα ήθελες, νερό να κουβαλήσει, να ξεχορταριάσει τον κήπο, ό,τι και νάθελες πάντα πρόθυμος.

Ήταν και πολύ περήφανος όμως. Ουδέποτε δέχτηκε να πάρει τίποτα από όσα του πρόσφεραν για την εξυπηρέτηση, άλλο από καμιά χουφτίτσα μαύρες σταφίδες που του άρεσαν πολύ, αν επέμενες, κουνούσε δυνατά τα χέρια του βγάζοντας άναρθρες κραυγές και πήγαινε πάρα πέρα. Τις σταφίδες τις έβαζε μες στο μαντίλι του. Κουβαλούσε πάντα καθαρό μαντίλι μα ποτέ δεν το μεταχειριζόταν. Αν χρειαζόταν να ξεμυξιστεί, έπιανε τα ρουθούνια με τα χέρια του, φυσούσε δυνατά για να πάνε μακριά οι μύξες και μετά έκοβε κάνα χόρτο από γύρω να σκουπιστεί. Εκεί που ήταν ανεπανάληπτος, όμως, ήταν στις... κλανιές και τις είχε πρόχειρες και μπόλικες πάντα... βροντερές και... μυρωδάτες, σκορπίζανε πανηγύρι... όπως χαρακτηριστικά λέγανε οι χωριανοί και δώστου να τον κυνηγάνε από το μαγαζί, αν ήταν μέσα, ή από τις παρέες, αν κάθονταν κι άλλοι γύρω. Ο Ουίς, το είχε για πολύ αστείο και γελούσε με την ψυχή του, λες κι είχε κάμει μέγα κατόρθωμα.

Μεγαλώνοντας ο Ουίς απέκτησε κάποιες εμμονές, όπως π.χ., ντάλα μεσημέρι με τον ήλιο να τσουρουφλίζει, να κάθεται με τις ώρες στα μουράγια της εκκλησίας και με το κεφάλι στηριγμένο στο ένα του χέρι να... τραγουδάει με τη μονότονη, συρτή φωνή του, ουί, ουί, ουί..., λες και κρατούσε το ίσο στους ψάλτες. Όσο κι αν προσπάθησαν οι δικοί του και οι χωριανοί να του εξηγήσουν πως δεν πρέπει να κάθεται τόσες ώρες μες στον ήλιο, πέρα έβρεχε για τον Ουί. Πού τον έχανες, πού τον έβρισκες τα μεσημέρια του καλοκαιριού, εκεί να σιγοψήνεται και να το απολαμβάνει.

'Aλλη, χειρότερη, εμμονή ήταν το γυάλισμα των παπουτσιών του. Φορούσε πάντα μόνο μαύρα παπούτσια. Περνούσε ώρες ολόκληρες να τα βάφει, να τα βουρτσίζει, να τα γυαλίζει με μάλλινα πανιά, καθρέφτη τάκανε, κοιταζόταν μέσα και αναγάλλιαζε η ψυχή του. Κι όταν πια τα φορούσε και πήγαινε στο αγαπημένο του στέκι, στα μουράγια της εκκλησίας, ουαί κι αλίμονο αν τολμούσε κανείς έστω και αστειευόμενος να του πει πως τα δικά του παπούτσια γυαλίζουν περισσότερο από του Ουί ή ότι θα τον πατήσει για να λερωθούν τα παπούτσια του ή ακόμα χειρότερα να κάνει την κίνηση προς το μέρος του. Ο καλός, ο ήρεμος, ο άκακος Ουίς γινόταν θηρίο ανήμερο..., ποιος είδε το Θεό και δεν τον φοβήθηκε...

Όπως ήταν μεγαλόσωμος και δυνατός σαν ταύρος έτσι και σ΄ έπιανε στα χέρια του ήταν ικανός να σε ξεσκίσει. 'Aμα του πέρναγε ο μέγας θυμός, καθότανε κι έκλαιγε με τις ώρες, γιατί πήγαν να του χαλάσουν τη γυάλιση ή γιατί του είπαν πως δεν ήταν καλογυαλισμένα.


Έτσι έζησε τη ζωή του ο Ουίς, μέσα σε μια μικρή κοινωνία, πολύ πιο ανθρώπινη από τη σημερινή. Όλοι τον πρόσεχαν κι όλοι τον φρόντιζαν και τον αγαπούσαν. Ούτε ιδρύματα χρειάστηκε, ούτε ειδικά Σχολεία, ούτε τίποτα... Σχολείο του ήταν τα καθημερινά του βιώματα, που ως επί το πλείστον ήταν θετικά, ήταν αρκετά γνωστός και στα γύρω χωριά κι ούτε που θα τολμούσε κανείς να τον περιγελάσει, γιατί θα είχε να κάνει με όλο το χωριό.

Ήταν κάπου στα 60, όταν, έτσι όπως έζησε αθόρυβα και ήρεμα, έφυγε από τη ζωή στον ύπνο επάνω. Δεν έμεινε μάτι που να μη δακρύσει στο στερνό αντίο...

Εύχομαι εκεί που είσαι Ουί μου, να σε φροντίζουν οι Αγγέλοι και να κρατούν γυαλιστερά κι αστραφτερά τα παπούτσια σου χωρίς να επιτρέπουν σε κανέναν να σε πατήσει ή να σου παραβγεί στη γυάλιση.

Με την αγάπη μου,
Διονυσία




Η  Α π ά ν τ ρ ε υ τ η

Η είδηση μαθεύτηκε γρήγορα. Πολύ γρήγορα. Έτσι όπως μαθαίνονται όλα στις μικρές,
ανθρώπινες, κοινωνίες. Εγώ, μεταξύ μας, υποψιάζομαι πως υπεύθυνος είναι ο κοκκινoλαίμης που κάθεται πάνω στην μουριά της αυλής. Είναι αυτός ένας περίεργος και κουτσομπόλης, ο Θεός να σε φυλάει. Πρωί-πρωί πιάνει τα χαμόκλαδα για να βλέπει και να ακούει το παράθυρο της κουζίνας που τ΄αφήνω ανοιχτό για να τρώει κάνα ψίχουλο ο πεινάλας κι αυτός για ευχαριστώ πάει και με κουτσομπολεύει.

Έτσι κι ακούσει ο καλός σου όσα θέλει, ένα φρου...πεταρίζει και νάτον πάνω στο πιο ψηλό κλαρί. Αρχίζει δυνατά τιτιβίσματα για να καλέσει φίλους και φιλενάδες, τους κοντινούς τους κολλητούς, και νάσου σπουργίτια, κοτσίφια, τσίχλες, τρυγόνια, κιτρινισκούφηδες, μαυροπούλια...Τους τα λέει τάχα εμπιστευτικά και χαμηλόφωνα και κείνα μόλις ακούσουν, να γελάκια, να καμώματα, εξαπλώνονται σε όλα τα μήκη και πλάτη του νησιού μας που δεν είναι δα και πολύ μεγάλο, κι έτσι πάλι εμπιστευτικά και μυστικά και κείνα τα λένε στους δικούς τους φίλους, μαθαίνουν κι απ΄αυτούς τα υπόλλοιπα και μέχρι να πεις κύμινο, όλοι οι νησιώτες ξέρουν τα νέα της ημέρας. Κάπως έτσι μαθεύτηκε, υποθέτω, και η είδηση:

"Π α ν τ ρ ε ύ ε τ α ι   η   α π ά ν τ ρ ε υ τ η"

Ναι, καλά ακούσατε, Α π ά ν τ ρ ε υ τ η. Εγώ είμαι αυτή. Έτσι σκέτο -απάντρευτη-, ούτε τίτλοι, ούτε περγαμηνές. Ούτε καν αυτό το τετριμμένο - ας πούμε - Αγλαϊα του τάδε και της δείνα το γένος τάδε- Τίποτα από όλα αυτά. Εγώ έγινα και έμεινα η απάντρευτη.

Όπωσδήποτε δεν πρέπει να με βγάλανε έτσι όταν με βαφτίσανε, όλο και κάποιο χριστιανικό όνομα θά' δωσαν και σε μένα. Μα κάπου στην πορεία κι εξ αιτίας των γεγονότων χάθηκε. Κάποιος, κάποια, κάποιοι με αποκάλεσαν απάντρευτη προφανώς τους άρεσε γιατί βρήκαν πως μου πήγαινε γάντι κι άντε εσύ τώρα να ψάχνεις για βαφτιστικό. Κι όχι τίποτα δηλαδή.

Όλα χαλάλι, μα ήθελα νάξερα τον νουνό. Όχι για να τον βρίσω ή να παραπονεθώ, αλλά πώς να το κάνουμε, νιώθω πως μου χρωστάει.

Δεν μπορείς εσύ κύριε, γιατί κόβω το σβέρκο μου σερνικός θάταν, νάχεις τα προνόμια - έστω και κρυφά - του νονού και καμία από τις υποχρεώσεις. Κι ο πιο φτωχός νουνός θα αγοράσει δυο ρουχαλάκια στο φιοτσίδι του κι ένα σταυρουδάκι, έστω από τις καρρέτες, απ΄αυτά που γιαλίζουν δα σαν χρυσά και μετά...ε, τι το θέλουμε το μετά, ο άνθρωπος έκανε το κομμάτι του στο βαφτίσι...Εγώ, τίποτα απ΄όλα αυτά.

Δεν ξέρω πότε μου έκαναν την τιμή να με βαφτίσουν απάντρευτη. Στην αρχή πάντως το σιγομουρμούριζαν μεταξύ τους όταν αναφέρονταν σε μένα. Με τον καιρό όμως ξεθάρρεψαν κι άρχισαν να το λένε και στα μούτρα μου. Η Πηγή ήταν η πρώτη που...λάθεψε η γλώσσα της " έλα μωρέ απάντρευτη", μούπε, πάνω στην κουβέντα, άλλαξε χίλια χρώματα, ζήτησε συμπάθειο, μα κι εγώ που από γλώσσα δεν πέφτω πίσω. "Σώπα, Πηγή μου, από νάχα άνδρα το Νικόλα σου, χίλιες φορές απάντρευτη".

Πέσανε τα μούτρα της, έκαμε να μου μιλήσει κάμποσα φεγγάρια, μετά της πέρασε, μου πέρασε, ξεθάρρεψαν κι οι άλλοι κι απο κει...άντε και να βρεις όνομα εσύ.

Από όλο το σόϊ εκείνη που πήρε κατάκαρδα τον...τίτλο μου ήταν η Μάνα μου η συχωρεμένη. Ο Πατέρας μου,Θέος σχωρέστον, το φιλοσόφησε το πράγμα "μην τα θέλουμε κι όλα δικά μας γυναίκα, βολέψαμε κουτσά-στραβά τις τρεις θεγατέρες, έμεινε ετούτη ε, τι να κάνουμε, άλλωστε τι να της ζηλέψουν οι γαμπροί; το μπόϊ ή την ομορφάδα της ή μήπως έχουμε να την προικίσουμε για να στραβωθεί κανείς και να την πάρει".

Όλα αυτά τα παινέματα για μένα παρακαλώ, κι εγώ από την κακή μου τύχη, ή για να λέμε και του στραβού το δίκιο από το κακό μου το κεφάλι για νάχω το ελάττωμα να κρυφακούω, τα άκουσα όλα με το νι και με το σίγμα.

-Δεν λες που φύγανε οι τρεις κι άνοιξε ο δρόμος για το Χρήστο...αλλιώς κυρά δραγάταινα - ήταν δραγάτης ο Πατέρας μου, δηλ. αγροφύλακας- ξένους σπόρους θα ανάσταινες για εγγόνια σου.

Ο Χρήστος είναι ο αδελφός μου. Βαρύ φορτίο τού'πεσε του φουκαρά με τέσσερες αδελφάδες, ωραίο παιδί, μόνο λίγο αργόστροφος. Ο Πατέρας μου τον ήθελε ξουράφι γιαυτό όλο και κάτι του σκάρωνε για να ξεκολλήσει λέει ο τροχός και να πάρει μπροστά. Πότε τούλεγε: Πα να δεις ρε, έρχομαι; Και να κατραπακιές ο κακομοίρης ο Χρήστος που πήγαινε να δει. Την άλλη:

-Πες στη Μάνα σου σήμερα να μαγειρέψει σουλειπεινούς (σου λείπει ο νους), σ' αυτό έπεφτε και φάσκελο όχι μόνο κατραπακιές.

Εκείνο όμως που δεν ξεχνιέται εύκολα είναι αυτό που του σκάρωσε μια Πρωτοχρονιά με τα κάλαντα. Χιλιοδίπλωσε ένα χαρτονόμισμα από κείνα τα χιλιάρικα, θα τα θυμώσαστε οι πιο παλιοί, με τα πολλά μηδενικά και τη μηδαμινή αξία, το δίπλωσε λοιπόν καλά-καλά, τόβαλε κρυφά πίσω από το αυτί της Κατέρως

- αυτή ήταν η γίδα μας- μετά φώναξε το Χρήστο και:

-Έλα δω μωρέ να δεις πως βγαίνουν τα λεφτά. Θα πω τα Κάλαντα της Κατέρως κι αυτή θα με πλερώσει. Να κάτι μάτια σαν χάνος ο Χρήστος! Κι αρχίζει ο Πατέρας "’γιος Βασίλης έρχεται," κ.λ.π., σε κάποια στιγμή κουνιέται η Κατέρω, πέφτει το χιλιάρικο ανοίγει στόμα και μάτια δυο πήχες ο Χρήστος και στρώνεται ο καλός σου όλη νύχτα στη γωνιά κι η κακομοίρα η Κατέρω να βελάζει αγαναχτισμένη γιατί ήθελε να κοιμηθεί, και να "’γιος Βασίλης έρχεται", και να "Καλήν εσπέραν άρχοντες", "’για Νύχτα" και "Σήμερον τα Φώτα".

’μα εξάντλησε όλο το Χριστουγεννοπρωτοχρονιάτικο ρεπερτόριο, προχώρησε στα τροπάρια των Αγίων, όσα ήξερε, έπιασε τον "Ακάθιστο Ύμνο", μετά το "Σήμερον Κρεμάται", έφτασε στο "Αι Γενεαί Πάσαι", κόντευε να χαράξει, που λεφτά, κι εκεί που έπιανε το "Χριστός Ανέστη" σηκώνεται ο Πατέρας που δεν περίμενε να το πάρει τόσο κατάκαρδα και σοβαρά ο αγαθοβιόλης ο κανακάρης του, του ρίχνει κι ένα γερό καταχέρι έτσι για να πιάσει το χρόνο με το καλό και για να μάθει να μην είναι χοντροκέφαλος και χάφτει ότι μαλ... του πούνε, κι ο κακομοίρης ο Χρήστος κλαμένος, δαρμένος, βραχνιασμένος και ξενύχτης κούρνιασε στο κρεββάτι κι έκαμε ένα μήνα να μιλήσει του Πατέρα. Τέτοια ωραία...

Δεν ξέρω αν μ΄αυτά τα καμώματα του Πατέρα μου ξύπνησε ο Χρήστος, ξέρω μόνο πως τον έτρεμε μια ζωή. Παντρεμένος άνδρας με παιδιά κι όμως τον κυρίευε ο φόβος κάθε φορά που ύψωνε τη φωνή ο Πατέρας. Ακόμα κι όταν τον κηδέψαμε συνέχισε ο Χρήστος να ζει με το φόβο του, όχι μόνο γιατί ο συχωρεμένος τούλεγε συνέχεια: "θα βρυκολακιάσω και θα σε φάω αν συνεχίσεις νάσαι μαλακαντρέας", αλλά ακόμα γιατί από μικρό παιδί άκουγε πως μέχρι τα σαράντα η ψυχή γυρίζει στον τόπο και χώρο που έζησε.

Μόνο όταν του κάναμε και το χρόνο άρχισε ο Χρήστος να ξεθαρρεύει λίγο και να μην τρέμει κάθε φορά που άκουγε σμπάρο ή που έβλεπε ντουφέκι.

’λλη ιστορία κι αυτή. ’ντε πάλι ξεστράτισε ο νους μου μα πρέπει να σας τα πω με τη σειρά.

Ήταν λοιπόν, όταν γέννησε η αδελφή μου η μεγάλη, έξη μόνο μήνες μετά το γάμο της. Αυστηρός και παμπάλαιων αρχών ο Πατέρας μου που αρχή του ήταν το παιδί σου και το σκυλί σου να τ΄αγαπάς και να μην το ξέρουν, ούτε να παραλείπεις ποτέ να δείχνεις με πυγμή και ράβδο ποιος είναι το αφεντικό, καταχέρισε την μεγάλη του κόρη λίγες μόνο ημέρες πριν από το γάμο της γιατί τόλμησε να βγάλει τα κοντά καλτσάκια και να φορέσει μακρυές μεταξωτές κάλτσες που ο σεβαστός μου Πατέρας πρέσβευε πως ήταν μόνο για τις ΄παστρικιές΄.

Ακόμα και το Σάββατο που πήγε στην κομμώτρια- ο γάμος ήταν την Κυριακή- υποχρέωσε το Χρήστο να πάει από κοντά και παρόλη τη διαφορά ηλικίας με την αδελφή μου, τον περνούσε κάμποσα χρονάκια, τον υποχρέωνε να φέρνεται σαν αδελφός -προστάτης.

Όταν λοιπόν γέννησε η καλή σου στους έξη μήνες μετά από τόσο στενή παρακολούθηση όσο ήταν αρραβωνιασμένη, ξεκρέμασε την καραμπίνα κι ούτε είκοσι χρονών ο Χρήστος τον υποχρέωσε να πάει και να ξεπλύνει την ντροπή και να υπερασπιστεί την τιμή της οικογένειας σκοτώνοντας τους αίτιους της προσβολής.

Τα πράγματα ησύχασαν λίγο και γλυτώσαμε τα φονικά όταν, με δάκτυλο της Μάνας μου υποψιάζομαι, παλάμισε Ευαγγέλιο η Μαμμή -ορκίστηκε με την παλάμη στο Ευαγγέλιο-, πως το παιδί δεν ήταν "πλήρες ημερών", ήταν εξαμηνίτικο, αλλά επειδή γεννήθηκε σχετικά μεγαλούτσικο, συμβαίνουν αυτά, δεν χρειάστηκε να το βάλουν στα μπαμπάκια και στη γυάλα.

Έτσι ο κακομοίρης ο Χρήστος δεν χρειάστηκε να δείξει την παληκαριά του. Όλως περιέργως πάντως, τα υπόλοιπα τρία παιδιά που έκαμε η αδελφή μου ήταν "πλήρες ημερών", γιατί όπως βεβαίωσε η Μαμμή και ποιός τολμά να αμφισβητήσει τα λεγόμενά της, συνήθως τα πρώτα βγαίνουν πρόωρα, μετά δυναμώνει η γυναίκα και τα κάνει στην ώρα τους...

’σε πια που εξ αιτίας της μεγάλης κόντεψαν να γεροντοκοριάσουν και οι υπόλλοιποι γιατί άλλη απαράβατη αρχή του Πατέρα ήταν: - με τη σειρά που τα γέννησα, με την ίδια σειρά θα τα παντρέψω-

Αρκετά για τους άλλους όμως, ας έλθουμε τώρα σε μένα. Στο κάτω- κάτω της γραφής, πρόθεσή μου είναι να σας μιλήσω για μένα.

Έκρινα καλό όμως να σας δώσω μιαν εικόνα της οικογένειας και του περιβάλλοντος στο οποίο μεγάλωσα για να σας βοηθήσω να κατανοήσετε τα περί της αφεντιάς μου.

Α, ναι, ξέχασα τις δύο άλλες αδελφές μου. Αυτές ήταν τυχερές. Η μια κλέφτηκε και γλύτωσε τα περί αρραβώνων, συνοδών, παρθενίας και τα τοιαύτα, η δε άλλη πήγαινε μόνο εκκλησία και κατηχητικό κι ο Πατέρας πια είχε να το λέει.

Τώρα δεν ξέρω αν υπήρχαν περισσότεροι από έναν παρθενόκρινους, αφού το κατηχητικό ήταν μόνο για "άγαμα κοράσια", πάντως η καλή σου έτσι στα ξαφνικά βρέθηκε πέντε μηνών έγκυος, ζόρικοι οι νέοι συμπεθέροι, απαίτησαν "τόσα" για να την στεφανωθεί ο γιόκας τους που στο κάτω της γραφής άνδρας ήτανε, ας μην πήγαινε γυρεύοντας η δική μας η σουρλουλού. Τι δηλαδή, πρώτα βγάνουμε τα μάτια μας κι ύστερα απαιτούμε και στεφάνι από πάνω; Τι να κάνει ο Πατέρας, λούφαξε, έσκασε τα αργύρια για την τιμήν της...άντε ας μην χρησιμοποιήσω την έκφρασή του...αλλά πάλι ο Χρήστος ο δόλιος πλήρωσε τη νύφη. 'Οχι μόνο γιατί, τι άχρηστος κι ανίκανος αδελφός να γκαστρωθεί η αδελφή του κι αυτός να μην πάρει χαμπάρι, αλλά επί πλέον τον ανάγκασε να παραμείνει άλλα τέσσερα χρόνια αρραβωνιασμένος ο ίδιος για να δουλέψει και να ξεπληρώσει την τιμή της ατιμασμένης. Περιττόν να σας πω πως μετά από αυτές τις προσβολές οι δύο μεσαίες αδελφές δεν πάτησαν πόδι στο πατρικό όσο ζούσε ο Πατέρας.

Και τώρα,  ε γ ώ.

Εγώ η άχαρη και η κακομούτσουνη που ο Πατέρας μου δεν μου συγχώρεσε ποτέ ούτε την ασκήμεια μου, ούτε την εξυπνάδα μου. Δεν χωρούσε στο μυαλό του τσούπρα πράμα εγώ τι την ήθελα την εξυπνάδα και τι ήθελε την ομορφιά ο Χρήστος.

Τά' βαζε με το Θεό που τάκαμε ανάποδα. Με τη Μάνα μου που δεν φρόντιζε να βλέπει όμορφα πράγματα όσο ήταν γκαστρωμένη εμένα για να βγω όμορφη, αλλά διάβαζε ότι παλιοφυλλάδες έβρισκε και βγήκα μεν ξουράφι, αλλά από εμφάνιση, σαν ξινισμένο ξινόγαλα.

Και όταν ήταν γκαστρωμένη στο Χρήστο μας ούτε εφημερίδα δεν έπιασε στο χέρι λες και τόκανε επίτηδες η άχρηστη γυναίκα, μόνο περνοδιάβαινε στον κάμπο με τα λούλουδα και μας βγήκε όμορφος μεν, κουμπούρα δε. Δεν ξέρω αν ήμουν έξυπνη αλλά κι αν ήμουν σε τι με ωφέλησε, πάντως για την ασκήμεια μου δεν είχα την παραμικρή αμφιβολία, άλλωστε και νάχα, όλοι γύρω μου δεν έχαναν την παραμικρή ευκαιρία να μου το υπενθυμίζουν.

Με τους άνδρες πάντως όπως πρέπει νάχετε ήδη καταλάβει δεν τα κατάφερα καθόλου καλά.

Όλα άρχισαν με την πρώτη μου αγάπη. Αυτήν την υπέροχη πρώτη αγάπη που αχ δεν ξεχνιέται και βαχ δεν λησμονιέται....Η πρώτη μου αγάπη λοιπόν ήταν ο γιος του Παπά της γειτονιάς μας. Πανέμορφο αγοράκι, καλοντυμένο, καλοζωϊσμένο και με κάτι ξανθές μπουκλίτσες μούρλια, σκέτη γλύκα σας λέω.

Καλοκαιράκι μαζευόμαστε όλα τα παιδιά στο πλάτωμα της Εκκλησίας και καθόμαστε στα σκαλιά. Εγώ, από δω τόφερνα, απ΄εκεί το πήγαινα, κατάφερνα να βρίσκομαι πάντα στο πάνω σκαλί μαζί του. Μια μέρα λοιπόν μαλλώσαμε στο παιχνίδι, μου τράβηξε το φιόγγο, έβαλα τα κλάμματα τούπα, - δε θα σ΄αγαπάω άλλο,κι εκείνος ο αθεόφοβος έβαλε τα χέρια στη μέση και με πολύ περιφρονητικό ύφος μου απάντησε: "εγώ δεν σ΄αγάπησα ποτέ".

Μούπε να φύγω από τα σκαλιά γιατί η Εκκλησία και το Καμπαναριό και το πλάτωμα και οι καμπάνες και όλα είναι του Μπαμπά του αφού ήταν παπάς, τούπα πως λέει ψέμματα γιατί ο δικός μου ο μπαμπάς ήταν δραγάτης επομένως όριζε όλο τον τόπο, άρα και τα σκαλιά, κι εκεί που μοιράζαμε τις εξουσίες μου δίνει μια σπρωξιά ο καλός σου για να μάθω να μην κάνω την έξυπνη, κουτρουβαλώ τα σκαλιά και νάμαι φαρδειά πλατειά κάτω με ματωμένα γόνατα, βγαλμένο φιόγγο και στραπατσαρισμένο φουστάνι.

Πάω σπίτι κλαίγοντας να βρω το δίκιο μου, τρώω ένα καλό μπερντάχι κι από τη Μάνα μου, τι γυρεύω εγώ κορίτσι πράμα με τα κοπέλια, και να καμάρι ο γιος του παπά...

Μετά από αυτό η έμφυτη δειλία μου έγινε ακόμα μεγαλύτερη, περνούσαν τα χρόνια, πού να τολμήσω να...ξαναερωτευτώ.

Με ερωτεύτηκε όμως ο Σπύρος ή Πίπης, το παπαδάκι. Τον έβγαλαν έτσι γιατί έκανε προπόνηση για το επάγγελμα μην απουσιάζοντας ποτέ από την Εκκλησία, κρατώντας θυμιατό και κάνοντας τα θελήματα του παπά. Θα πρέπει νάμουν καμιά δωδεκαριά χρονών τότε και μεταξύ μας δεν θα μου κακορχόταν το κόρτε του Πίπη του παπαδάκι ελλείψει καλύτερου, μα άντε τώρα και να το πάρουν είδηση οι υπόλοιποι νεολαίοι του τόπου. Δεν θάχα που να σταθώ.- Ε, όχι και το παπαδάκι που το κορόϊδευαν όλοι.

Δεν ήταν άσχημο παιδί. Τώρα που το σκέφτομαι θα μπορούσες να τον πεις και ωραίο παιδί αλλά ο κακομοίρης φορούσε πάντα κάτι κουρελιασμένα ρούχα, ένα κοντοβράκι που του 'ρχόταν μέχρι τα γόνατα και στη μέση για να το συγκρατεί τόδενε με ένα σχοινί. Το ένα του ρουθούνι ήταν μονίμως βουλωμένο από τα....παχύρευστα υγρά της μύτης που ερχόμενα σε επαφή με την σκόνη, έπαιρναν ένα γκριζόμαυρο χρώμα, με τα γόνατα και τα στραγάλια των ποδιών του πάντα πονιδιασμένα.

Είχε ωραία φωνή όμως και τόξερε. Έτσι δεν έχανε ευκαιρία να επιδεικνύει το μοναδικό του προσόν, τραγουδώντας όλα τα σουξέ της εποχής και κάνοντάς μου καντάδες κάθε τόσο στις οποίες κυριαρχούσε το τραγούδι: "Μάτια καστανά"...

Εγώ όταν με πείραζαν, να προσποιούμαι την αδιάφορη και πως οι καντάδες του Πίπη του παπαδάκι ήταν για την Μαρούλα που έμενε πιο κάτω, είχε κι αυτή μάτια καστανά.

Αυτή όμως κοκορευόταν πως την κοίταζαν άλλα παιδιά, ωραία, και ποτέ δεν θα καταδεχόταν να της κάνει καντάδα αυτός ο κουρελής και μυξιάρης. Στο κάτω-κάτω, εκείνης της είχαν έλθει τα ρούχα της κι είχε ρίξει μπόϊ και άρεσε στα παιδιά, δεν ήταν ζουπάς σαν κι εμένα!

Αχ αυτά τα "ρούχα" τα ρημάδια....

Τα περίμενα με τόση λαχτάρα κι εκείνα όχι μόνο άργησαν σε σημείο που άρχισε να ανησυχεί και η Μάνα μου και με πήγε στον κοινοτικό γιατρό, αλλά κι όταν ήλθαν... σκέτη απελπισία. Η μόνη παρηγοριά της Μάνας και η δική μου ως προς το ύψος μου ήταν ότι όπωσδήποτε έτσι κι έλθουν τα ρούχα μου θα γίνω κι εγώ...κυπαρισάκι αψηλό.....

Τα ρημάδια ήλθαν κι έφυγαν κι εγώ δεν αψήλωσα ούτε εκατοστό...’δικα κάθε βράδυ πριν κοιμηθώ έβαζα σημάδι στον τοίχο για να ξαναμετρηθώ το πρωί...άδικα κάθε βράδυ γονατιστή μέχρι που πονούσαν τα πόδια μου δεόμουνα σε όσους αγίους ήξερα κι έταζα κεριά, νηστείες, στερήσεις κι ό,τι άλλο περνούσε από το μυαλό μου, όλα χαμένα... Για πολλά χρόνια σκεφτόμουνα πως ίσως έφταιγα εγώ που δεν δούλεψαν οι προσευχές γιατί ήμουνα ζαβολιάρα κι έβαζα όρους... "αν ψηλώσω δυο πόντους θα...αν ψηλώσω τέσσερους, εκεί να δεις ταξίματα.."

Με αυτά κι αυτά περνούσε ο καιρός κι εγώ παρέμενα κυπαρισάκι κοντουλό...Και νάχεις να πούμε όλες τις φιλενάδες και να σου κορδώνονται κάθε μέρα πόσα παιδιά τις πείραξαν και τι ωραία λόγια τους είπαν...

Μια μέρα στο δρόμο για το σπίτι μετά το Σχολείο έγινε το θαύμα...έτσι όπως προχωρούσα βλέπω ένα νεαρό που ερχόταν προς το μέρος μου...επί τέλους...το πρώτο μου πείραγμα...αντε και ποιός με πιάνει αύριο...θα σας δείξω εγώ καρακάξες που όλο παινέματα είσαστε...Προσποιούμαι την αδιάφορη...ενώ η καρδιά μου πάει να σπάσει...ετοιμάζομαι και να τον βρίσω - αφού ακούσω πρώτα το πείραγμα- γιατί "έτσι πρέπει να κάνω", βγαίνει η ψυχή στο στόμα, η αγωνία μου φτάνει στο κατακόρυφο καθώς αυτός φτάνει κοντά μου... και-

- θ α  σ'  έ κ α ν α  τ α ί ρ ι   μ ο υ,   α λ λ ά   δ ε ν   α ξ ί ζ ε ι ς....

Βουλιάξανε όλα μέσα μου...δάκρυα οργής και απελπισίας ανέβηκαν στα μάτια μου...αν μπορούσα θα τον σκότωνα...μα αυτός αφού έριξε την μπόμπα είχε ήδη απομακρυνθεί αδιάφορος.... Δεν τούφτασε η ζημιά που έκαμε σε μένα, αλλά ο αθεόφοβος καυχήθηκε κι όλας και την άλλη μέρα έγινα ο περίγελως του Σχολείου και της γειτονιάς...

’ντε μετά από όλα αυτά να αποκτήσεις εμπιστοσύνη στον εαυτό σου κι αυτοπεποίθηση... Είναι βλέπεις και το άλλο, το "καλύτερα να σου βγει το μάτι παρά το όνομα", εμένα μου βγήκε το όνομα πως είμαι άχαρη κι άσχημη και πως δεν αρέσω σε κανένα...η φήμη μου αυτή έκαμε το γύρω του νησιού κι όπως καταλαβαίνετε...έτσι μου κόλλησε ο τίτλος της απάντρευτης, γιατί από κει και μετά όσα χρόνια και να πέρασαν ποιός τολμούσε να με ζητήσει σε γάμο που θα τον θεωρούσαν όλοι άχρηστο αφού ξέπεσε σε μένα...Δεν είχα βλέπεις και προίκα για νάχει έστω αυτή τη διακιολογία...

Τα χρόνια περνούσαν, συχωρέθηκαν οι γονείς μου, μεσοκόπιασα εγώ, πήρα προβιβασμό στην βιβλιοθήκη του νησιού που δούλευα, έγινα βιβλιοθηκάριος Α', καλός ο μισθός, δεν είχα παράπονο, αλλά με ακολουθούσε παντού η φήμη μου...ακόμα και τη δουλειά μου εκμεταλλεύτηκαν οι νησιώτες για να πουν πως μόνο μια γεροντοκόρη ξερακιανή και άχαρη σαν και μένα ταιριάζει στη μουχλιασμένη βιβλιοθήκη...Με αγαπούσαν όμως τα παιδιά που έρχονταν στη βιβλιοθήκη και με σέβονταν γιατί κι εγώ τους φερνόμουν πολύ καλά. Ήταν κι αυτό μια παρηγοριά, βλέπεις εκείνα τα χρόνια οι μεγάλοι δεν το συνήθιζαν να διαβάζουν, το διάβασμα ήταν μόνο για τα σχολιταρούδια....

Αυτά τα σχολιταρούδια και τα ανήψια μου ήταν η παρηγοριά μου. Ακόμα, παρηγοριά μου τα αδέλφια μου και η φίλη μου η Μαρούλα.

Η ζωή στο νησί είχε αλλάξει πολύ με τα χρόνια. Έφυγαν πολλοί, άλλοι για Αθήνα, άλλοι για Αυστραλία και Καναδά. Ήταν δύσκολα εκείνα τα χρόνια και ο τουρισμός που κατέστρεψε μεν την ομορφιά και το χρώμα του νησιού, έφτιαξε δε οικονομικά τους περισσότερους, ιδιαίτερα αυτούς που είχαν χωράφια και γη κοντά στη θάλασσα, δεν είχε αναπτυχθεί ακόμα.

Από αυτούς που έφυγαν για εξωτερικό, ενώ όλοι έλεγαν με σιγουριά πως φεύγουν για λίγα μόνο χρόνια, δεν γύρισε σχεδόν κανένας...τουλάχιστον όχι μόνιμα.

Πέρασαν πολλά-πολλά χρόνια για να αρχίσουν νάρχονται έστω και για διακοπές. Ποιός ξέρει τι βρήκαν κι αυτοί εκεί που πήγαν και πόσα πέρασαν. Μην κοιτάς που κάτι ο εγωϊσμός κάτι που δεν ήθελαν να πικράνουν τους γέρους που έμειναν πίσω, τάγραφαν όλα ρόδινα και ωραία, εγώ υποψιαζόμουν πως θα αντιμετώπισαν πολύ σοβαρά προβλήματα όλοι τους.

Εδώ ξεριζώνεις ένα απλό λουλούδι και το μεταφυτεύεις και τρομάζει να πάρει επάνω του, πόσο μάλλον ανθρώπους.

Ανάμεσα σ΄αυτούς που έφυγαν για εξωτερικό ήταν και ο Σπύρος ή Πίπης, το παπαδάκι.

Τελικά, παπάς δεν έγινε ποτέ, από ότι μάθαμε φοίτησε σε μια σχολή για ένα φεγγάρι αλλά αηδιασμένος από την ανήθικη συμπεριφορά κάποιων ιερωμένων, τα παράτησε και πήρε των οματιών του για τα ξένα. Έκτοτε δεν ακούσαμε τίποτα πια γι αυτόν γιατί εν τω μεταξύ είχε φύγει από το νησί η οικογένειά του, εγκαταστάθηκαν μόνιμα στην Αθήνα.

Και ξαφνικά πριν τρεις μήνες περίπου, χτύπησε την πόρτα μου κάποιος που τρόμαξα να γνωρίσω...ήταν ο Σπύρος, ο Πίπης, το παπαδάκι, ένας Σπύρος μεσόκοπος, πρόωρα γερασμένος μα το χειρότερο, ένας Πίπης με ένα μόνο χέρι...

Αγκαλιαστήκαμε και κλάψαμε πολλή ώρα...για τα παλιά, για τους γονείς του, για τους γονείς μου...μα πιο πολύ για μας τους ίδιους...

Για μας που μαγκουφιάσαμε μόνοι κι έρημοι θέλεις από κακοτυχιά, θέλεις από το μυαλό μας, ποιός να πει με σιγουριά...

Μου μίλησε για τη ζωή του στην ξενητειά, για τη μοναξιά του, για τις δυο προσπάθειες που έκαμε να φτιάξει οικογένεια και πήγαν στο βρόντο κι οι δυο...Για το ατύχημα στο εργοστάσιο που του στοίχισε το χέρι του... Συνέχισε νάρχεται να με βλέπει τακτικά, πιο πολύ στη βιβλιοθήκη όπου μιλούσαμε με τις ώρες, σιγά-σιγά ξεθαρρέψαμε κι οι δυο κι είπαμε στο διάβολο τα κουτσομπολιά, έτσι τον καλούσα τα βράδυα για φαγητό και παρεούλα...μετά το φαγητό παίζαμε χαρτιά, έτσι για να σκοτώνουμε τον καιρό...και μιλούσαμε, μιλούσαμε πολύ...για τα όνειρά του, για τη λαχτάρα του να γίνει παπάς..για την διάψευση των προσδοκιών του...για τον έρωτα που μου είχε όταν είμαστε μικροί.......

Του μίλησα για μένα...του είπα πράγματα που δεν ήξερε για τη ζωή μου...γιατί έμεινα ανύπαντρη...για κείνο το ηλίθιο επεισόδιο με τον νεαρό που σχεδόν σημάδεψε τη ζωή μου σε μια τρυφερή ηλικία με τη βλακώδη συμπεριφορά του...μιλήσαμε για το πώς άλλαξαν τα πράγματα...τώρα πια οι νεαροί είχαν αλλάξει γούστα...δεν ήταν απαράβατος νόμος για μια κοπέλα νάναι πρώτο μπόϊ και νάχει και προίκα για να παντρευτεί.....

Μου είπε για τα οικονομικά του...δεν πλούτησε στην ξενητειά...μα πήρε μια μικρή αποζημίωση για το κομμένο του χέρι...αν, αν, λέει, τολμούσε τώρα να μου ζητήσει να σμίξουμε τις μοναξιές μας, πώς θα αντιδρούσα; Θα τον ειρωνευόμουν σαν και τότε; Περίμενα ακόμα το.. πριγκηπόπουλο, ή ήμουν διατεθιμένη να βάλω πια νερό στο κρασί μου, άσχημα τα γεράματα που έρχονται, άσχημα για όλους, μα πιο πολύ αν είσαι μόνος...

Εκείνος λέει, ας έχει ένα μόνο χέρι, έχει μάθει να ζει ανεξάρτητα...δεν θα μου είναι βάρος, μόνο συντροφιά θέλει...

Δύσκολη απόφαση και για μένα...από τη μια είχα μάθει να ζω μόνη και ανεξάρτητη χωρίς κανέναν πάνω στο κεφάλι μου...και πολύ κατασταλαγμένη στον τρόπο ζωής μου και στις ιδέες μου, από την άλλη ο εγωϊσμός...δεν τον πήρα τότε που ήμουν νέα...να τον πάρω τώρα σχεδόν γέρο και σακάτη;

Όσο περνούσε ο καιρός όμως διαπίστωνα πως ήταν ένας πάρα πολύ ευαίσθητος άνθρωπος, υπεύθυνος, με πνευματική καλλιέργεια, μπορούσα να μιλώ με τις ώρες μαζί του για χίλια πράγματα χωρίς να νιώθω ανία, επί πλέον, με γνοιαζόταν και με φρόντιζε... Ήταν κάτι πρωτόγνωρο αυτό για μένα...είχα να το νιώσω από τότε που ήμουν παιδί και με φρόντιζε η Μάνα μου...Είναι ωραίο νάχεις κάποιον να σε γνοιάζεται....να σε πονάει.

Είναι ωραίο να έχεις κάποιον να γνοιάζεσαι, να μπορείς να προσφέρεις όλη αυτήν την τρυφερότητα και στοργή που έμφυτα κρύβουμε μέσα μας εμείς οι γυναίκες.

Δεν χρειάστηκα και πολύ καιρό μετά από αυτές τις σκέψεις για να του πω το "ναι".

Ήμουν σιγουρότατη πως δεν θα το μετάνιωνα...το μόνο για το οποίο ίσως μετάνιωνα ήταν που άφησα να περάσουν τόσα χρόνια, τόσα χρόνια μέσα στη μοναξιά και τη μιζέρια...μα ποτέ δεν είναι αργά...

Τραντάχτηκε το νησί με τα νέα μας

Η είδηση μαθεύτηκε γρήγορα. Πολύ γρήγορα. Έτσι όπως μαθαίνονται όλα στις μικρές, ανθρώπινες κοινωνίες......

Π α ν τ ρ ε ύ ε τ α ι   η   α π ά ν τ ρ ε υ τ η........

Παντρεύεται η Ρουμπίνα, η απάντρευτη και παίρνει το Σπύρο, το Πίπη ντε, το παπαδάκι....



Η   Α π ό φ α σ η

Καθώς πλησίαζε στα φανάρια ο Δημήτρης, άλλαξε ταχύτητα σκεπτόμενος πως για τόσο προχωρημένη ώρα η κίνηση στους δρόμους ήταν ασυνήθιστα πυκνή.

Μηχανικά, έφερε το χέρι στην εσωτερική τσέπη του σακκακιού του, όχι τόσο για να δει αν το γράμμα ήταν εκεί, αλλά για να συνειδητοποιήσει ότι όντως το έγραψε.

Ναι, το γράμμα υπήρχε, το γράμμα είχε γραφτεί, ο χαρακτηριστικός ήχος του διπλωμένου χαρτιού στην τσέπη του όπως το άγγιξε, επιβεβαίωνε την πραγματικότητα, η απόφαση είχε, επί τέλους, ληφθεί, γυρισμός δεν υπήρχε, σε λίγο θάχουν τελειώσει όλα....Όλα; Ποιά όλα, αλήθεια;

Θα το αφήσει αθόρυβα δίπλα της, τα χάπια κάνουν βαρύ τον ύπνο της και δεν υπάρχει φόβος να ξυπνήσει. Θα το βρει το πρωί, ως τότε αυτός θάναι πολύ μακρυά για να επηρεαστεί άμεσα από την αντίδρασή της. Το ίδιο αθόρυβα, μόλις αφήσει το γράμμα, θα βγει, η βαλίτζα έχει ήδη ετοιμαστεί, μόνο να μην ξεχάσει να κλειδώσει την πόρτα με δυο στροφές, η Ελένη παραπονιέται πως με μία στροφή μόνο δεν ασφαλίζει καλά, και με τόσα που γίνονται...

Ας είναι.

Τα σκουπίδια τάβγαλε το μεσημέρι που έλλειπε εκείνη, όταν ετοίμασε τα ρούχα του, Πέμπτη αύριο, μην της τα αφήσει γιατί της πέφτει βαρύς ο κάδος.

Να μην ξεχάσει να βάλει νερό στο καναρινάκι να το βρει το πρωί που θα ξυπνήσει, ποιός ξέρει σε τι κατάσταση θα είναι η Ελένη κι αν το θυμηθεί.....

Δεν είναι πια νέος ο Δημήτρης και ξέρει τα σχόλια που θα ξεσπάσουν όταν μαθευτεί... Κύριος οίδε τι θα του καταμαρτυρήσουν. ’σε που οι περισσότεροι ίσως πέσουν απ΄τα σύννεφα που αυτός ο τόσο μετρημένος και σοβαρός ξεμυαλίστηκε στα γεράματα κι άφησε, ποιάν; την Ελένη. Λες και τους ακούει- "Και νάπαιρνε καμιά νεότερη από τη γυναίκα του, να πεις, πάει στο διάβολο, αλλά αυτή ίσως νάναι και μεγαλύτερη από την Ελένη".

Όμως τα πράγματα δεν ήταν ακριβώς έτσι. Ποτέ δεν είναι όπως εξωτερικά φαίνονται...

Ο Δημήτρης δεν ήταν από τους ανθρώπους που κυνηγούν τις γυναίκες και τις περιπέτειες. Μα ούτε και η Κάτια ήταν τέτοιος τύπος. Απλά, χωρίς να το επιδιώξουν, χωρίς κι οι ίδιοι να καταλάβουν πώς έγινε, αγαπήθηκαν. Τρόμαξαν κι οι δυο στην αρχή με αυτό το ξαφνικό αίσθημα, το πάλαιψαν, το πάλαιψαν πολύ. ’δικος κόπος. Κείνο το υπέροχο, όμορφο συναίσθημα της αγάπης, της πραγματικής αγάπης , που εξαγνίζει τις ψυχές και σου δείχνει την αλήθεια της ζωής, τυχεροί στ΄αλήθεια όσοι τόνιωσαν, όλο και ρίζωνε πιο βαθιά στην καρδιά τους μέχρι που το πήραν απόφαση κι αφέθηκαν σ΄αυτό που ένιωθαν.

Τα πράγματα θάταν πολύ απλά αν ήταν κι οι δυο ελεύθεροι. Η Κάτια δεν είχε παντρευτεί ποτέ, ο Δημήτρης όμως ήταν από χρόνια παντρεμένος. Η Κάτια βρισκόταν στο ηλιοβασίλεμα της νειότης. Ο Δημήτρης δεν ήταν ο πρώτος της δεσμός. Είχε δημιουργήσει κι άλλους δεσμούς στη ζωή της, όλοι όμως είχαν την ίδια κατάληξη. Τη δική της φυγή. Την φυγή της κάθε φορά που διαπίστωνε, πως όχι, δεν είναι α υ τ ό ς .

Δεν είναι αυτός που χρόνια τώρα ψάχνει και ζητάει...Δεν είναι αυτός που τρυφερό κορίτσι στα 19 της γνώρισε κι αγάπησε, εκείνος υπήρξε η μοναδική αγάπη της ζωής της.

Εκείνον έψαχνε σε όλους, μέχρι που συνάντησε το Δημήτρη και στο πρόσωπό του αγάπησε εκείνον για δεύτερη φορά. Τόνιωσε, τόξερε από την πρώτη στιγμή, πως αυτός, μόνον αυτός, μπορεί να γεμίσει το κενό της ψυχής της. Δεν είναι δικό της σφάλμα αν αυτός έτυχε νάναι παντρεμένος. Είχε τις ίδιες ευαισθησίες μ΄ε κ ε ί ν ο ν, την ίδια τρυφερότητα.

Στο κάτω-κάτω αν ήταν ευτυχισμένος με τη γυναίκα του κι αν την αγαπούσε αληθινά, δεν θα υπήρχε χώρος στην καρδιά του για άλλην...μ΄αυτές και μ΄αυτές τις σκέψεις προσπαθούσε να αλαφρώνει τις τύψεις και τις ενοχές της.

...Ο ξαφνικός κι απροσδόκητος θάνατός του, λίγες μόνο εβδομάδες πριν από το γάμο τους, σημάδεψε τη ζωή της.

Η ίδια έλεγε πως τότε σταμάτησε ο χρόνος σαν ρολόι σημαδεμένο από συμφορά.

Ήταν γελοίο, αδιανόητο τον εικοστό αιώνα που οι άνθρωποι βάδιζαν για ταξίδια σε άλλους πλανήτες, να πεθαίνει κάποιος από μια εγχείριση "ρουτίνας" όπως την αποκάλεσαν οι ίδιοι οι γιατροί , δεν μπορούσε να το χωρέσει το μυαλό της.

Εκείνος,ήταν τόσο καλός, τόσο τρυφερός. Ήταν ήδη αρραβωνιασμένοι δυο χρόνια όταν τον έχασε. Από όλη τη ζωή της, μόνο αυτά τα δυο χρόνια μετράνε... Την κρατούσε πάντα από το χέρι και πότε-πότε της έδινε κάνα πεταχτό φιλάκι. Γύριζαν όλον τον τόπο μαζί χειροπιασμένοι, χαρούμενοι, ευτυχισμένοι, τραγουδούσαν, γελούσαν κι ήταν το καμάρι των γονιών τους και των γύρω τους. Κι ύστερα, ύστερα μαράθηκε το γέλιο της και δεν ξανατραγούδησε, έσβησε το χαμόγελό της. Όλοι πίστευαν πως ο καιρός-γιατρός θα κάνει το θαύμα του και στην Κάτια, κι ίσως, ίσως, ξαναβρεί τον εαυτό της. Τα χρόνια περνούσαν όμως και η αλλαγή ήταν μόνο επιδερμική, τίποτα πια δεν την άγγιζε.....

Πλησίαζε τα σαράντα όταν γνώρισε το Δημήτρη. Από την πρώτη κι όλας στιγμή κατάλαβε πως αν μπορούσε να αγαπήσει κάποιον, αυτός θάταν μόνον ο Δημήτρης. Τούμοιαζε τόσο...ακόμα και στην εμφάνιση...ώρες-ώρες ριγούσε καθώς τον κοίταζε, αυθόρμητα και με λυγμό έφτανε στο στόμα το όνομά ε κ ε ί ν ο υ....

Όταν έκαμαν έρωτα για πρώτη φορά, την κοιτούσε στα μάτια με λατρεία, της φιλούσε τρυφερά τα χέρια και της ψιθύριζε, σ΄ευχαριστώ, σ΄ευχαριστώ, ευχαριστώ το Θεό που σ΄έστειλε στο δρόμο μου έστω και αργά...τι θα ήταν η ζωή μου αν δεν σ΄είχα γνωρίσει.....

Αρκετά λογικοί και προσγειωμένοι κι οι δυό όμως ήξεραν πως δεν γίνεται να χτίσουν πάνω σε σιντρίμια. Τέτοια θεμέλια θάναι πάντα σαθρά κι αυτοί ήθελαν σταθερότητα...

Περνούσαν τα χρόνια με την Κάτια και το Δημήτρη να κλέβουν, λίγες στιγμές εδώ, λίγες στιγμές εκεί, και μετά να τους πνίγουν οι ενοχές.

Φορές-φορές επαναστατούσαν, ιδιαίτερα ο Δημήτρης, της έλεγε - "λάθος ταξίδι έκανα όταν ήλθα στη Μελβούρνη, έπρεπε πρώτα νάρθω στον τόπο σου να σε πάρω μαζί μου". Κι όταν η Κάτια τον πείραζε πως τότε αυτή "ήταν νέα και ωραία" κι ίσως να μην τούδινε σημασία, αδύνατον, της έλεγε, θα σε ξεχώριζα και θα με ξεχώριζες. Θα σ΄'επιανα από το χέρι και μαζί θα πηγαίναμε στο άγνωστο με βάρκα την αγάπη, κι άλλα τέτοια...

Είναι τόσο άδικο, έλεγε, τόσο άδικο να θέλεις νάσαι με τον άνθρωπο που αγαπάς και να μην μπορείς.. Έχουμε κι εμείς δικαιώματα, ο ήλιος της ζωής μας βασιλεύει...κι εμείς, εμείς ακόμα βρισκόμαστε στα μικρά, στα συμβατικά, κι αφήνουμε τα μεγάλα, τα αληθινά...

Πριν λίγο καιρό, κατάφεραν να περάσουν τρεις ολόκληρες εβδομάδες μαζί. Τρεις εβδομάδες γεμάτες αρμονία,γαλήνη, πληρότητα,ατέλειωτες συζητήσεις,μακρινούς περιπάτους....

Εκπληρώθηκε η επιθυμία και των δυό όπου κάποτε αλληλορωτήθηκαν τι επιθυμεί περισσότερο ο καθένας, εκείνη είπε,- "να ξυπνάω μαζί σου το πρωί", εκείνος, - "να μου ανοίγεις εσύ την πόρτα όταν γυρνάω σπίτι"... Είχαν πολλές ευκαιρίες να ξεφύγουν για λίγο, κάτι συσκέψεις, κάτι συνέδρια σε άλλες πολιτείες, και άλλα, αλλά όλο το ανέβαλαν.

Το απέφευγαν με διάφορα προσχήματα, μέχρι που ήλθε η στιγμή κι ομολόγησαν ο ένας στον άλλο πως στην ουσία , κάτι τέτοιο τους φόβιζε, τους φόβιζε πολύ. Αν βιώσουν τέτοια ευτυχία,να ξυπνάει στο πλευρό του, να του ανοίγει την πόρτα, μετά, μετά πώς μα πώς να γυρίσουν στα παλιά, στα συμβατικά.. Δεν θάχε πια τη δύναμη να την αφήσει, δεν θα άντεχε να τον βλέπει μόνο κλεφτά και για λίγο...Και κάπως έτσι έγινε. Μέχρι τότε έβρισκαν το κουράγιο να βάζουν το καθήκον πάνω απ΄όλα, δεν πάει άλλο όμως, δεν αντέχουν πια αυτήν την κατάσταση... Στο κάτω της γραφής δεν έκαναν κανένα έγκλημα, αγαπήθηκαν...παιδιά, δεν υπήρχαν, πια, για να πληγωθούν...Όσο για την Ελένη, θα της εξασφάλιζε τα προς το ζειν, θα της άφηνε και το σπίτι...δεν θα την αδικούσε...

Μπήκε μέσα ο Δημήτρης αθόρυβα, όπως το περίμενε, η Ελένη ήταν βυθισμένη σε έναν ύπνο βαθύ, έναν ύπνο χωρίς όνειρα.

Κάθησε για λίγο στην καρέκλα δίπλα από το κρεββάτι και την κοίταξε...Είχε πολύ, πάρα πολύ καιρό να την κοιτάξει προσεκτικά... τα μαλλιά της είχαν αρχίσει ν΄ασπρίζουν εδώ κι εκεί...Αναρωτιέται, πότε τάχα έγινε η αλλαγή, μέχρι χθες ακόμα ήταν ολόμαυρα σαν τον έβενο και ωραία, μακρυά, κυματιστά...κοίταξε μια γκρίζα τούφα που έπεφτε στο μέτωπό της, να άσπρισε, "τότε"; άραγε ή νάχε αρχίσει πιο πριν... Μπα, μάλλον "τότε" θάγινε κι αυτός διπλοκλειδωμένος στον δικό του πόνο δεν το πρόσεξε...

Και κείνες οι ρυτίδες γύρω στα μάτια; Νάταν από τα ξενύχτια κάθε φορά που αρρώσταινε ο Νικ κι αυτή στεκόταν πάνωθέ του μέρα-νύχτα; Ίσως πάλι, αργότερα, όταν αυτός πελαγωμένος στο δικό του αδιέξοδο όταν γνώρισε την Κάτια άρχισε να την παραμελεί....

Για πρώτη φορά παρατήρησε και τις δυό βαθειές γραμμές στην άκρη των χειλιών της που σχεδόν διέσχιζαν το πηγούνι μέχρι κάτω...Κι αυτές; αυτές πότε; Ίσως τότε που ο Νικ είχε κοκκύτη και μετά τον γύρισε σε άσθμα και η Ελένη όλο αγωνία και τρυφερότητα, ακούραστη πάντα, έγερνε απάνω του ή τον κρατούσε στην αγκαλιά της νύχτες ολόκληρες προσπαθώντας να τον ανακουφίσει....

Πάλι, μπορεί να βάθυναν αργότερα, πολύ αργότερα, τώρα πρόσφατα, τότε που αυτός και η Κάτια περνούσαν ώρες ευτυχίας κι ευδαιμονίας για τρεις ολόκληρες εβδομάδες, μπορεί και όχι όμως, μπορεί να τις είχε κι από πριν κι αυτός να μην τις πρόσεξε...ναι, μάλλον έτσι θα είναι....

Ήταν ένα αγοράκι όλο ζωντάνια και διαβολιά ο Νικ... Για όλα ρωτούσε, όλα ήθελε να τα μαθαίνει...όλα ήθελε να τα γνωρίζει και δεν ικανοποιόταν με "παιδιάστικες" απαντήσεις, ήθελε την αλήθεια... Ήταν ένα αγοράκι που έπρεπε να κλωτσάει όλες τις πέτρες που απαντούσε στο δρόμο, μικρές και μεγάλες...έβαζε στοιχήματα με τον εαυτό του, μέχρι να προσπεράσει το αυτοκίνητο που ερχόταν πίσω του, αυτός θάχε κάνει τρεις μεγάλες δρασκελιές, θάχε μετρήσει μέχρι το δέκα πριν τον φτάσει το ποδήλατο...θα.. και να δεις, τάλεγε του Δημήτρη το βράδυ, δεν είχε χάσει ούτε ένα στοίχημα....ποτέ....

Ο Δημήτρης κάποτε τον μάλλωνε τρυφερά πως με την μανία που είχε να μην αφήνει πέτρα για πέτρα στο δρόμο, δεν προλαβαίνει να του αγοράζει παπούτσια, τα τρύπαγε στο άψε-σβήσε μπροστά και καινούρια παπούτσια τα πετούσαν, κι άντε πάλι απ΄την αρχή...

Η Ελένη ήταν λεπτή και κομψή όταν παντρεύτηκαν. Με την εγκυμοσύνη όμως, πάχυνε και μετά που γέννησε, βοήθεια δεν είχε από πουθενά. Ο Νικ ήταν δύσκολο κι απαιτητικό μωρό, είχε να φροντίσει και τον Δημήτρη, δούλευε κι όλας λίγες ώρες σε δικηγορικό γραφείο για να τα βγάζουν πέρα, σπίτι, ψώνια, κ,λ,π, πού καιρός και διάθεση να ασχοληθεί με την εμφάνισή της....

Μετά, αρρώστησε κι ο ίδιος από πλευρίτιδα. Έμεινε αρκετό καιρό στο Νοσοκομείο και μετά στο σπίτι. Η Ελένη ακούραστη, γεμάτη αγάπη, φροντίδα κι ανησυχία γι αυτόν, τον περιποιόταν όλη μέρα κι όταν τα βράδυα έβαζε το Νικ για ύπνο, καθόταν δίπλα του και του διάβαζε την εφημερίδα, του μιλούσε, τον ρωτούσε, τον παρηγορούσε και τον έκανε να νιώθει πως ήταν το κέντρο της γης...

Όμορφες οικογενειακές μέρες, γεμάτες στοργή και σιγουριά...

Το κακό, το μεγάλο κακό, ήλθε αργότερα... Θεέ μου, πόσος πόνος... Ήταν ένα απόγευμα που πήγε να πάρει τον Νικ από το σχολείο. Είχε καθυστερήσει κάνα πεντάλεπτο περίπου. Πάρκαρε βιαστικά, απέναντι κι όπως βγήκε...ανυπόμονος ο Νικ δεν περίμενε....διέσχισε τρέχοντας το δρόμο....το αυτοκίνητο φρενάρισε.....στρίγγλισαν απαίσια τα φρένα.....μα ήταν μάταιο....το μικρό του κορμάκι κοιτόταν μια άψυχη μάζα...εκεί...εκεί μπροστά στα μάτια του...στη του δρόμου...και γύρω κόσμος...κόσμος...φωνές...ασθενοφόρο...αστυνομία...κι ο Δημήτρης χαμένος... χωρίς να μπορεί να συλλάβει αυτό που έγινε...

Ο χαμός του Νικ τους απομάκρυνε περισσότερο αντί να τους ενώσει. Εκείνος, γέμισε ενοχές, αν δεν είχε αργήσει, αν, αν είχε παρκάρει κανονικά κι όχι απέναντι...και τόλεγε στην Κάτια, πρέπει να φύγω, θα αργήσω, θα περιμένει ο μικρός...κι εκείνη τον παρακαλούσε κλαίγοντας, πέντε λεπτά, πέντε λεπτά μόνο, τι είναι πέντε λεπτά;

Μετά, μετά όλος ο χρόνος δικός τους, όλη η βραδυά με το παιδί και μ΄εκείνην...Την ζήλευε την Ελένη η Κάτια, την ζήλευε πολύ, ήταν εκείνη που μοιραζόταν τη ζωή του, ήταν εκείνη που τούχε χαρίσει το παιδί, ήταν εκείνη που μπορούσε να εμφανίζεται καμαρωτά στο πλευρό του χωρίς να κοιτάζει κλεφτά γύρω της μήπως τους βλέπει κανείς...ήταν εκείνη που του άνοιγε την πόρτα, κι εκείνη που τον έβλεπε όταν ξυπνούσε τα πρωινά...

Αν, αν, τόσα αν. Πού να βρει απαντήσεις ο Δημήτρης;

Η Ελένη πάλι, χωρίς ποτέ να το δείξει ή να πει κάτι, του καταλόγιζε ευθύνες κι αυτή η παθητική οργή κατέτρωγε όχι μόνον εκείνον αλλά περισσότερο την ίδια... Κλείστηκε στον δικό της κόσμο. Το πρόσωπό της, το παρουσιαστικό της, μια τραγική φιγούρα, μια τραγική όψη, ένα βουβό κατηγορώ...Και το χάσμα ανάμεσά τους όλο και μεγάλωνε...Εκείνη βρήκε καταφύγιο την ημέρα στις καθημερινές επισκέψεις της στο Νεκροταφείο στον τάφο του Νικ και τη νύχτα στα χάπια...

Καϋμένη Ελένη, ίσως τότε, ναι, τότε να άσπρισαν τα μαλλιά σου, τα ωραία σου μαλλιά, που επειδή ήξερες πως μου άρεσαν τα πρόσεχες ιδιαίτερα...ίσως τότε νάγιναν πιο έντονες οι ρυτίδες σου κι εγώ, κλεισμένος στον δικό μου πόνο ούτε που το είδα...Ένα κύμα άρχισε να φουσκώνει μέσα του...ένα κύμα που τον έπνιγε...κι αγωνιζόταν να συγκρατήσει τη φωνή που όλο και θέριευε κι ανέβαινε στα χείλη... γιατί, γιατί, γιατί;

Τόσα αναπάντητα γιατί.....

Με το δυνατό λυγμό που σαν μουγκρητό πληγωμένου θηρίου του ξέφυγε, πετάχτηκε τρομαγμένη η Ελένη ρωτώντας τι συμβαίνει...Τίποτα...τίποτα...καλή μου...κοιμήσου, γιατί το πρωί πρέπει να ξυπνήσουμε νωρίς... Σου ετοιμάζω μια έκπληξη, άργησα περισσότερο απόψε γιατί κανόνισα να πάρω μια μικρή άδεια...να φύγουμε οι δυό μας...έστω για λίγες ημέρες... Θα κάνει καλό και στους δυό μας αυτή η μικρή φυγή. Θα πάμε στο Φίλιπ ’ϊλαντ, θυμάσαι, τόχες ζητήσει κάποτε, κι εγώ με τις ασχολίες μου, όλο και τ΄ανέβαλα... Μα τώρα τα ρύθμισα όλα και φεύγουμε το πρωί...

Μόνο, μην ξεχάσουμε να πάρουμε κουβέρτα για το βράδυ που βγαίνουν οι πιγκουίνοι, κάνει ψύχρα ξέρεις, εκεί......α, ναι, και το θερμός, για νάχουμε ζεστό καφέ... και το βιβλίο που γράφεις...εκεί, εκεί θάχουμε χρόνο να μου το διαβάσεις...και τα γυαλιά μου...

Χρόνια μετά, καθαρίζοντας τις ντουλάπες η Ελένη, στάθηκε για λίγο αναποφάσιστη μπροστά στο σακκάκι, φαίνονταν καινούριο, μα δεν θυμόταν να τόχε φορέσει ο Δημήτρης για Κύριος οίδε πόσα χρόνια, μπα, μάλλον δεν θα το θέλει πια, ας πάει κι αυτό στο Στρατό Σωτηρίας, εκεί θα πιάσει τόπο.

Ο Μπομπ στον οποίο κατέληξε το σακκάκι, το κοίταξε μην πιστεύοντας στα μάτια του για την καλή του τύχη, ποιοτικό και καινούριο. Έχωσε το χέρι στις τσέπες, πού ξέρεις, καμιά φορά όλο και κάτι ψιλά μπορεί να ξέχασαν ...στην εσωτερική τσέπη κάτι τρίζει, αχά, χαρτονόμισμα θάναι...το τράβηξε με προσδοκία και, damn it, it's only a f... paper. And what's more, it's all bloody Greek to me.



Τρίτη, 16 Σεπτεμβρίου 2008

Η   δύναμη του λόγου στις διαπροσωπικές σχέσεις

Ομιλία της συγγραφέως Διονυσίας Μούσουρα-Τσουκαλά προς την Ομογένεια της Μελβούρνης (4.5.2008)

Εν αρχή ην ο Λόγος. Βιβλική έκφραση. Τι είναι, όμως, ο λόγος;
Λόγος είναι η προφορική έκφραση μίας ή πολλών σκέψεων που μας επιτρέπει την επικοινωνία με το περιβάλλον μας, τους συνανθρώπους μας και όχι μόνο, αφού πολλοί από μας, συνηθίζουμε να μιλάμε στα ζωάκια μας, στα φυτά μας, ακόμα και σε άψυχα, όπως, π.χ., το αυτοκίνητο μας, ιδιαίτερα αν δεν παίρνει μπροστά το πρωί ή, πιο πρόσφατα, ο ηλεκτρονικός υπολογιστής μας όταν δεν μας υπακούει ή εμείς δεν γνωρίζουμε πώς να του μιλήσουμε, οπότε ο λόγος μας, δεν είναι και τόσο...φιλικός. Η δύναμη του λόγου σε όλες τις εκφάνσεις της ζωής μας, είναι πολύ σημαντική.
Όλοι έχουμε ακούσει ή ακόμα έχουμε πει εμείς οι ίδιοι, το, Η γλώσσα κόκαλα δεν έχει και κόκαλα τσακίζει. Μεταφορική έννοια, βέβαια, που εννοεί ότι «τσακίζει» τα αισθήματα μας, κι αυτά δεν μπαίνουν σε γύψο για επανασυγκόλληση.
Σε ποιες περιπτώσεις όμως, χρησιμοποιούμε αυτή την έκφραση και τι δείχνει;

Συνήθως, αλλά όχι πάντα, αυτή η έκφραση αποδίδεται, αδίκως, σε γυναίκα, δηλώνει ότι είναι «γλωσσού», πιο απλά, ότι δεν χαρίζει κάστανα και απαντά ανάλογα με την περίπτωση χωρίς υπεκφυγές. Ότι η γλώσσα που επιλέγει για να απαντήσει ή να αναφερθεί σε μια κατάσταση ή σε κάποιο περιστατικό, είναι τσουχτερή, δηκτική, εναρμονίζεται με εκείνα που ακούει και εκφράζει αυτά που πραγματικά νιώθει χωρίς ενδοιασμούς ή ωραιοποίηση.
Πόσο επιτρεπτό, αποτελεσματικό και αποδεκτό είναι όμως αυτό στην κοινωνία και τι επιπτώσεις μπορεί να έχει στις σχέσεις μας με τους άλλους;
Ας θυμηθούμε, μία ακόμα ρήση, μη προτρέχει η γλώττα της διανοίας, ή πιο απλά, σκέψου πριν μιλήσεις. Γιατί όμως αυτό; Πώς ο τρόπος που μιλάμε μπορεί να επηρεάσει όχι μόνο τη σχέση μας με τα μέλη της οικογένειάς μας, του φιλικού μας περιβάλλοντος, ή της ευρύτερης κοινωνίας, αλλά και την έκβαση πολλών υποθέσεων που προσπαθούμε να διεκπεραιώσουμε.
Φανταστείτε για μια στιγμή ότι εδώ μέσα, έτσι όπως βρισκόμαστε όλοι, γυρνάμε στον διπλανό μας και του λέμε ακριβώς τι γνώμη έχουμε γι αυτόν, έτσι ωμά και ειλικρινά χωρίς τερτίπια και ευγένειες, τι λέτε, θέλετε να δοκιμάσουμε;
Φανταστείτε, ποια θα ήταν τα αποτελέσματα, εάν οι γύρω μας μπορούσαν να «ακούσουν» τις σκέψεις μας. Το αφεντικό στη δουλειά μας, όταν τον καλοχαιρετάμε το πρωί, ενώ μέσα μας, ίσως τον βρίζουμε που μας πιέζει για περισσότερη παραγωγή ή δεν μας δίνει αύξηση, το κοπλιμάν που κάνουμε στη φίλη μας ότι... φαίνεται τόσο όμορφη σήμερα, το σύζυγο που απαντά στο ερώτημα της γυναίκας του αν του αρέσει το καινούριο χτένισμά της, όταν αυτός δεν έχει πάρει χαμπάρι κι ούτε που καταλαβαίνει για ποιο πράγμα μιλεί και πλείστες όσες άλλες περιπτώσεις.

Στις σχέσεις μας με τους άλλους, είναι βασικό το τι θα πούμε, πού θα το πούμε, και πώς θα το πούμε, γιατί ο λόγος, βαραίνει, βαραίνει πολύ, κι ό,τι βγει από το στόμα, δεν μπορεί να γυρίσει πίσω.
Τι θα πούμε, είναι πολύ σημαντικό.
Οπωσδήποτε δεν υπάρχει ένας μόνο τρόπος για να πούμε κάτι. Ας πάρουμε το πολύ γνωστό παράδειγμα του μπουκαλιού, όπου ο ένας λέει πως είναι μισογεμάτο και ο άλλος μισοάδειο. Και οι δύο δηλώνουν ακριβώς το ίδιο πράγμα πως το μπουκάλι είναι στη μέση, όμως, ο τρόπος που εκφράστηκε ο καθένας προδιαθέτει τον ακροατή. Ο πρώτος που λέει πως είναι μισογεμάτο, φαίνεται μάλλον αισιόδοξος, ενώ ο δεύτερος που λέει μισοάδειο, δείχνει απαισιοδοξία.
Ας παρακολουθήσουμε, την αντίδραση του γονιού απέναντι στο παιδί του που έκανε κάποια αταξία: είσαι παλιόπαιδο, δεν σε αγαπάω, ποτέ δεν κάνεις εκείνο που σου λέω, αν το ξανακάνεις αλίμονο σου.
Λόγος, αρνητικός που πληγώνει το παιδί που ήδη γνωρίζει πως η συμπεριφορά του δεν άρεσε στο γονιό. Ας προσπαθήσουμε να αλλάξουμε αυτά τα λόγια σε:
“Δεν ήταν καλό αυτό που έκανες, νομίζεις θα ήταν καλύτερα αν έκανες αυτό/εκείνο; Και βέβαια σε αγαπάω, η συμπεριφορά είναι που με στενοχωρεί, όχι εσύ, είμαι σίγουρος ότι θα προσπαθήσεις να μην το ξανακάνεις”. Αμέσως διαπιστώνουμε ότι το αποτέλεσμα είναι, ίσως, το επιθυμητό.
«Αν δε φας το φαΐ σου, θα έρθει ο μπαμπούλας να σε πάρει, ή θα σε κλείσω στο δωμάτιο όλη μέρα μέχρι να φας, ή δεν θα μεγαλώσεις», και πλείστες άλλες απειλές, όπου δημιουργούν προβλήματα στο παιδί και μετέπειτα στη ζωή του.
Αν του εξηγήσουμε, όμως, ότι για να μεγαλώσει και να γίνει γερό και δυνατό παιδί πρέπει να τρώει όχι μόνο εκείνα που του αρέσουν αλλά λίγο από όλα και ότι εμείς το αγαπάμε τόσο πολύ που θέλουμε να είναι γερό και δυνατό, μπορεί, ίσως, κάτι να καταφέρουμε.
Φανταστείτε τι επίδραση έχουν σε ένα παιδί λόγια, όπως: είσαι ηλίθιος δεν διαβάζεις / προσέχεις, θα μείνεις στην ίδια τάξη και δεν θα καταφέρεις τίποτα στη ζωή σου. Αν όμως, σκύψουμε με κατανόηση και προσπαθήσουμε να καταλάβουμε γιατί και πού δυσκολεύεται και να το βοηθήσουμε να ξεπεράσει τις όποιες δυσκολίες καθόλου απίθανο το τελικό αποτέλεσμα να είναι πολύ καλύτερο και για μας αλλά και για το ίδιο το παιδί που έτσι θα αποκτήσει κάποια αυτοπεποίθηση.

Ας υποθέσουμε ότι ένα ζευγάρι με το παιδί τους βρίσκονται σε πολυκατάστημα, ο μικρός τρέχει γύρω και κατά λάθος, ρίχνει κάτι από το ράφι του καταστήματος. Αμέσως βάζουν τις φωνές οι γονείς απειλώντας να το δείρουν, κ.λπ., το παιδί φοβάται κι αρχίζει να τρέχει γύρω για να αποφύγει τη σφαλιάρα, ρίχνοντας στη βιάση κι άλλα πράγματα κάτω, έρχεται υπάλληλος του καταστήματος και δημιουργείται πανδαιμόνιο. Αν αντιδρούσαν διαφορετικά, όπως, «είδα ότι δεν το έκανες επίτηδες, σήκωσε το, σε παρακαλώ και βάλτο στη θέση του» και το ενίσχυαν με θετικά λόγια, όπως, μπράβο είσαι πολύ καλό παιδί, θα είχε αποφευχθεί όλο το δράμα μέσα στο κατάστημα, οι γονείς θα ήταν ήρεμοι να συνεχίσουν τα ψώνια τους και το παιδί θα ένιωθε όμορφα γιατί έκανε το σωστό και το επαίνεσαν οι γονείς του.

Εδώ θα ήθελα να αναφερθώ σ' ένα ανέκδοτο, που δείχνει όμως την επίδραση που έχει ο λόγος, ιδιαίτερα όταν είναι «καυστικός» ανεξάρτητα από πού προέρχεται.
Ο πατέρας φωνάζει στο μικρό του γιο που δεν πήρε καλούς βαθμούς. Αφού τον... ψάλλει για κάμποση ώρα με απειλές για διάφορες στερήσεις ως τιμωρία, ότι, π.χ., από δω και στο εξής δεν έχει άλλο τηλεόραση, ούτε διαδίκτυο, και άλλα, του λέει στο τέλος: Nτροπή σου, ο Μέγας Ναπολέων στην ηλικία σου ήταν ο καλύτερος μαθητής στην τάξη, κι ο μικρός, ετοιμόλογος κι απτόητος αποκρίνεται, ναι μπαμπά, μα στην ηλικία σου, ήταν ήδη Αυτοκράτορας. Είναι αυτό που λέμε: πληρωμένη απάντηση.

Εκεί που τα πράγματα δυσκολεύουν , ως προς τι επίδραση έχουν αυτά που λέμε, είναι με τα παιδιά εφηβικής ηλικίας. Πολλοί γονείς, προσπαθούν να εξασκήσουν εξουσία και φέρνονται με πολύ αυταρχικό τρόπο. Οι έφηβοι αντιδρούν και τότε χάνεται τελείως η επικοινωνία. Το: «δεν θα πας πουθενά, γιατί έτσι είπα», ή «θα σε πετάξω έξω», «δεν θα δεις φράγκο από μένα αν δεν κάνεις εκείνο που σου λέω» και πολλά άλλα τέτοια, έχουν, δυστυχώς, οδηγήσει σε πολλές περιπτώσεις σε τραγικές καταστάσεις, τόσο για τους εφήβους όσο και για τους γονείς.

Οι έφηβοι χρειάζονται ιδιαίτερη «φραστική μεταχείριση», αν φροντίσουμε να διατηρούμε ανοιχτή επικοινωνία με τα παιδιά μας από νεαρή ηλικία, προσέχοντας τι τους λέμε και πώς τους μιλάμε, έχουμε περισσότερες πιθανότητες να συνεχιστεί αυτή η επικοινωνία και στα δύσκολα εφηβικά χρόνια. Από τον τρόπο που μιλάμε και φερνόμαστε στο παιδί, θα εξαρτηθεί κατά πόσον μας εμπιστεύεται και νιώθει άνετα να μας μιλήσει για ό,τι το απασχολεί. Αν τ’ αποπαίρνουμε συ νεχώς με απειλές και φοβέρες, δεν υπάρχει περίπτωση να μας εμπιστευθούν και να συζητήσουν μαζί μας αυτά που τα απασχολούν. Το αποτέλεσμα είναι, να τα συζητάνε με τους φίλους τους, οι οποίοι, λόγω άγνοιας και ανωριμότητας, δεν είναι σε θέση να εκφέρουν σωστή άποψη.

’λλος τομέας στον οποίο ο λόγος των γονιών έχει αρνητικό αποτέλεσμα, είναι η επιλογή συντρόφου του παιδιού τους. Έχω ακούσει περιπτώσεις γονιών που έφταναν στο σημείο να απειλήσουν ακόμα και με θάνατο το γιο ή την κόρη γιατί επιλέγει να παντρευτεί άτομο που δεν είναι της αρεσκείας και έγκρισης τους.
Ή ακόμα να εξασκούν συναισθηματικό εκβιασμό ότι θα πεθάνουν οι ίδιοι από τον καημό τους αν επιμένει ο γιος / η κόρη στην εκλογή του. Έχει διαπιστωθεί, ότι σε αυτές τις ακραίες καταστάσεις, το παιδί από αντίδραση, πραγματοποιεί πολλές φορές το γάμο, διακόπτοντας ολοσχερώς τις σχέσεις με τους γονείς. Σε πολλές περιπτώσεις, αυτοί οι γάμοι αποτυγχάνουν, είτε γιατί δεν ήταν ταιριαστοί εξ αρχής κι αν ήταν πιο ελαστικοί οι γονείς καθόλου απίθανο το παιδί να διαπίστωνε στην πορεία ότι όντως είναι αταίριαστος αυτός ο γάμος, ή ακόμα, γιατί δημιουργούνται πολλές ενοχές επειδή παράκουσαν τους γονείς. Δεν έχουν τη στήριξη ούτε τη βοήθεια τους, που την έχουν ανάγκη στα πρώτα τους βήματα όλα τα ζευγάρια και επί πλέον, δημιουργείται πρόβλημα στο οποίο πολλές φορές εμπλέκονται συγγενείς και φίλοι, παίρνει μεγάλες διαστάσεις το όλο θέμα, η σχέση των παιδιών δεν αντέχει στις μεγάλες, επί πλέον αυτές πιέσεις. και φτάνουν στο χωρισμό. Το άσχημο σε αυτές τις περιπτώσεις είναι, ότι, αντί οι γονείς να αναγνωρίσουν ότι φέρουν σοβαρό μερίδιο ευθύνης για την όλη κατάσταση, απεναντίας«δικαιώνονται». Είμαι σίγουρη, ότι θα έχετε ακούσει, αυτό το περίφημο: σου τα είπα, δεν σου τα είπα από την αρχή, αν με άκουγες, κ.λπ.

Στις σχέσεις των ζευγαριών, ο λόγος, το τι θα πεις, είναι ζωτικής σημασίας για αρμονική συμβίωση.
Τα αρνητικά σχόλια του ενός προς τον άλλον, κάθε άλλο παρά βοηθούν στην επικοινωνία, που είναι θεμελιώδης για μια αρμονική σχέση. Όταν μια γυναίκα, για παράδειγμα, κουράζεται όλη μέρα να τα προλάβει όλα και να μαγειρέψει κι ένα νόστιμο φαγητό, όσο της το επιτρέπουν οι γνώσεις της, ικανότητες της καθώς και ο χρόνος που έχει στη διάθεση της για να ευχαριστήσει το σύζυγο και τα παιδιά της, καταλαβαίνετε την απογοήτευση της όταν αντί να ακούσει ένα ευχαριστώ κι έναν καλό λόγο για τις προσπάθειες της, ακούει, "πάλι έκαψες το φαγητό", ή "τι είναι αυτό, δεν μπορείς να φτιάξεις ένα φαγητό της προκοπής;" Κι αυτά είναι τα... ήπια σχόλια, πού να ακούσετε κι άλλα... Αν όμως της έλεγε, "γεια στα χέρια σου γυναίκα μου, πότε πρόλαβες και μαγείρεψες, δούλευες όλη μέρα", τότε καταλαβαίνετε πόσο όμορφα θα νιώσει αυτή η γυναίκα, που βλέπει ν' αναγνωρίζονται οι κόποι της.
Το ίδιο ισχύει και για την περίπτωση όπου ο σύζυγος, ας πούμε, έχει αργήσει χωρίς να ενημερώσει για την αργοπορία. Βέβαια σήμερα με τα κινητά τηλέφωνα, δεν δικαιολογείται και τόσο η έλλειψη ενημέρωσης. Το θέμα είναι ότι αν η γυναίκα βάλει τις φωνές με το που μπήκε μέσα χωρίς να του δώσει περιθώρια για εξηγήσεις, τότε να είστε σίγουροι ότι ο καβγάς είναι αναπόφευκτος. Αν όμως άφηνε περιθώρια να μπει πρώτα μέσα, και να εκφράσει με ήπιο τρόπο όχι την οργή της, αλλά την ανησυχία της για την αργοπορία του, ώστε ο σύζυγος να αισθανθεί ότι από γνιάσιμο μιλάει έτσι κι όχι γιατί θέλει να του κάνει «κουμάντο» κάτι που δυστυχώς, πολλοί άνδρες ακόμα και σήμερα, δεν δέχονται, μολονότι πλείστοι από αυτούς απαιτούν οι ίδιοι να κάνουν κουμάντο στη σύζυγο, τότε θα περνούσαν το βράδυ τους ήρεμα και αγαπημένα και όχι... μίλια μακριά στου καναπέ τη μοιρασιά, κατά το άσμα...
Εκφράσεις, όπως, είσαι άχρηστος/η, ανίκανος/η, μια σωστή δουλειά δεν μπορείς να κάνεις, πάλι βλακείες θα πεις; κ.λπ., αποτελούν απαξιωτική συμπεριφορά που πληγώνει τον αποδέκτη και τον κάνει να νιώθει μειονεκτικά.

Είναι σημαντικό, να μάθουμε να χρησιμοποιούμε τη δύναμη του λόγου, χωρίς να προκαλούμε πόνο στον εαυτό μας ή στους άλλους, λέγοντας πάντα με αγάπη αυτά που θέλουμε να πούμε. Ακόμα, να προσέχουμε τον τόνο της φωνής μας, γιατί και αυτό είναι πολύ σημαντικό.
Δυστυχώς, πολλές φορές, πολλοί από εμάς, όταν είμαστε οργισμένοι κοιτάζουμε πώς θα πληγώσουμε περισσότερο ο ένας τον άλλο με αυτό που θα πούμε, σε σημείο που να νιώθουμε και κάποια ικανοποίηση γιατί... τον βάλαμε στη θέση του, τον αποστομώσαμε κι έμεινε στήλη άλατος.
Αυτή η ικανοποίηση, όμως, ισχύει και πέρα από τον «καβγά» ή χειροτερεύει την κατάσταση με δυσμενείς συνέπειες; Οι διαπληκτισμοί είναι αναπόφευκτοι στις διαπροσωπικές σχέσεις. Ας φροντίζουμε, όμως, να μην καταλήγουν σε...λογομαχίες μέχρι λεκτικής πτώσης του ενός, όπου ο άλλος έχει το επάνω χέρι και πυροβολεί αδιάκοπα με λόγια για τα οποία, ίσως, ο ίδιος αργότερα μετανιώσει. Ας θυμηθούμε εδώ, αυτό που αναφέραμε πιο πάνω για τα κόκαλα που τσακίζει η γλώσσα.

Ακόμα, πρέπει να μάθουμε να ακούμε. Εκεί βρίσκεται το κλειδί της σωστής επικοινωνίας. Δεν μπορούμε ν’ απαιτούμε να μας ακούει μόνο ο άλλος, πρέπει κι εμείς να δίνουμε την ευκαιρία να μιλήσει, και να ακούσουμε με προσοχή αυτά που θα πει. Όχι σαν τους πολιτικούς. Είμαι σίγουρη ότι όλοι κάποια στιγμή έχετε παρακολουθήσει τις τηλεοπτικές, λογομαχίες / αντιπαραθέσεις πολιτικών όπου όλη τους η προσοχή έγκειται να αρπάξουν κάτι «στραβό» που θα πει ο ομιλητής για να το χρησιμοποιήσουν εναντίον του. Πολλά μπορούμε να διδαχθούμε παρακολουθώντας πώς ελίσσονται οι πολιτικοί στις συνεντεύξεις που δίνουν, ουδέποτε απαντούν ευθέως στις ερωτήσεις κι έχουν ένα μοναδικό τρόπο να χειρίζονται έτσι το λόγο ώστε να μιλάνε για αρκετή ώρα χωρίς να λένε κάτι το ουσιώδες.
Είναι τέτοια η δύναμη του λόγου, όπου πολλές φορές έχει λεχθεί από πάρα πολλά άτομα, κυρίως γυναίκες, γιατί αυτές, συνήθως, είναι τα θύματα της βίας, ότι καλύτερα να μούδινε ένα χαστούκι παρά τα λόγια που μου είπε ή ακόμα, κάθε λόγος του, με έχωνε δέκα μέτρα στη γη.
Ας αναλογιστούμε για μια στιγμή όχι μόνο τη δύναμη του λόγου, αλλά και τις συνέπειες του στις σχέσεις μας με τους άλλους. Καλό είναι, σε κάθε διαφωνία μας, να εστιάζουμε την προσοχή μας, στο θέμα του «καβγά» του τωρινού, χωρίς να γυρνάμε σε άλλα, κι ας σκεφτούμε, είναι αυτό που μας φταίει τώρα ή κάτι άλλο και χρησιμοποιούμε αυτό σαν δικαιολογία για να πούμε αυτά που έχουμε συσσωρεύσει μέσα μας;
Πλείστες όσες φορές έχουμε διαβάσει ή ακούσει για μια σχέση που χάλασε, φιλική, ερωτική, συζυγική, γονιών / παιδιού, γειτόνων, γιατί «αντάλλαξαν βαριές κουβέντες». Αυτό το «βάρος» των λόγων μας είναι που πρέπει να προσέχουμε.
Ακόμα, δεν είναι απαραίτητο πάντα να παίρνουμε προσωπικά την αντίδραση των άλλων ή τα λεγόμενα τους. Αυτό, μόνο σε παρεξηγήσεις οδηγεί. Πιο απλά, δεν είναι ανάγκη να τα παίρνουμε όλα και πάντα τοις μετρητοίς. Ας «αφήνουμε και κάτι να πέφτει κάτω».
Ας επιδιώκουμε να επικοινωνούμε με σαφήνεια, να κάνουμε ερωτήσεις και να αποφεύγουμε να κάνουμε υποθέσεις. Με λίγα λόγια, να δίνουμε την ευκαιρία στον άλλον να απαντά στα ερωτήματα μας, χωρίς να βιαζόμαστε να βγάζουμε συμπεράσματα, αρνούμενοι να ακούσουμε αυτά που έχει να μας πει.
Ας δίνουμε πάντα, όχι τον χειρότερο, αλλά τον καλύτερο εαυτό μας κάτω από οποιεσδήποτε περιστάσεις, κι ας ξεκινάμε την όποια συζήτηση, για όποιο θέμα, ιδιαίτερα μια διαφωνία, με γνώμονα την καλή θέληση και το λόγο τον καλό, τον θετικό.. Στις περιπτώσεις όπου διαπιστώνουμε ότι δεν μπορούμε να συνεννοηθούμε με συγκεκριμένο άτομο, όποια κι αν είναι η σχέση που μας συνδέει, καλό είναι να αναρωτηθούμε, άραγε, μιλάμε την ίδια γλώσσα; Και φυσικά, δεν αναφερόμαστε εδώ σε διαφορετικές γλώσσες, αλλά στη νοοτροπία, στον τρόπο του σκέπτεσθαι, είναι αυτά συμβατά;

Το χαμόγελο και ο καλός ο λόγος προδιαθέτουν πάντα ευνοϊκά τον άλλον απέναντι μας. Αν, π.χ., μπαίνοντας στο σπίτι μας μετά τη δουλειά, χαιρετίσουμε μ' ένα χαμόγελο, η ανταπόκριση από τους άλλους θα είναι παρόμοια με τη δική μας, και η ατμόσφαιρα θα είναι άνετη και ωραία. Αν μπούμε κατσουφιασμένοι, όμως, και ρίξουμε ένα... γειααα, ανάλογη θα είναι και η αντίδραση των άλλων.
Σίγουρα, στις επαγγελματικές / κοινωνικές μας σχέσεις, η συμπεριφορά μας απέναντι στους άλλους, είναι πάντα, ευγενική και πολιτισμένη, αν όχι πολύ φιλική. Θα τους πούμε «ευχαριστώ» για κάτι που έκαναν για εμάς, όσο μικρό και να είναι, θα πούμε πάντα σε παρακαλώ, όταν θέλουμε κάτι και οπωσδήποτε θα ζητήσουμε συγνώμη αν άθελα μας έστω τους ακουμπήσαμε καθώς περνούσαμε. Για μια στιγμή θέλω να σταματήσουμε και να σκεφτούμε με πλήρη ειλικρίνεια, πόσο συχνά και πόσοι από εμάς, μιλάμε έτσι και στα μέλη της οικογένειας μας; Το χαμόγελο και τον καλό λόγο που με τόση απλοχεριά μοιράζουμε στους φίλους ή συναδέλφους μας, τα προσφέρουμε το ίδιο αυθόρμητα και στα άτομα του άμεσου περιβάλλοντος μας; Ή μήπως την ευγένεια μας την εξαντλούμε έξω από την οικογένεια και μόλις μπούμε στο σπίτι μας, παίρνουμε το κατσούφικο, αγανακτισμένο ύφος μας, γιατί νιώθουμε κουρασμένοι, αδικημένοι, γιατί δεν βρήκαμε το σπίτι όπως το θέλαμε, δεν μας άρεσε το φαγητό, και τόσα άλλα, και είμαστε βόμβα έτοιμη να εκραγεί με τη ματιά που θα μας ρίξει ο άλλος;
Ας τα σκεφτούμε λίγο αυτά.

Σε πολλές σχέσεις, ζευγαριών, γονιών / παιδιών και αλλού, όσο κι αν φαίνεται παράξενο, κυριαρχεί η σιωπή. Μια σιωπή που καταβάλλει και τα δύο μέρη. Η σιωπή, όμως, δεν εξομαλύνει καταστάσεις, ούτε διορθώνει τίποτα, απλά διαιωνίζει μια δύσκολη αφόρητη κατάσταση.
Ο διάλογος, όχι μόνο είναι καλός, αλλά επιβάλλεται σε όλες τις σχέσεις. Μόνο με το διάλογο υπάρχει επικοινωνία και μόνο με το διάλογο μπορεί μια κατάσταση όσο δύσκολη και να είναι να αλλάξει, αν υπάρχουν ακόμα περιθώρια αλλαγής.
Ας χρησιμοποιούμε το λόγο λοιπόν. Λόγο δυναμικό, αποτελεσματικό, θετικό. Λόγο που θα συμβάλλει και αποβλέπει στη διαλεύκανση μιας κατάστασης και στην επίτευξη καλής, σωστής επικοινωνίας για διαρκείς, υγιείς σχέσεις με τους ανθρώπους του περιβάλλοντος μας.
Τη σχέση μας με τους άλλους, ό,τι σχέση κι αν είναι, πρέπει να την βλέπουμε σαν πολύτιμο αγαθό. Να προσεγγίζουμε τις διαπροσωπικές μας σχέσεις σαν ακατέργαστα διαμάντια που με τη σωστή κοπή, μορφοποίηση και στίλβωση μετατρέπονται σε πολύτιμα πετράδια. Βασικό εργαλείο για όλα αυτά, ο λόγος, αλλά, λόγος, όμως, που χρησιμοποιείται εποικοδομητικά και όχι απαξιωτικά.

Τελειώνοντας, θα ήθελα να σας αφήσω, με μιαν εύθυμη νότα όπου καταδεικνύει τη δύναμη του λόγου ακόμα και σε ζητήματα ζωής και θανάτου:
Τι εννοώ; Χωρίς να ληφθεί ρατσιστικό, παροιμία του πάνσοφου λαού είναι, τίποτα άλλο, άλλωστε, μην ξεχνάτε, είμαι κόρη ιερέως. Ας θυμηθούμε την παροιμία, όπου ο παπάς πνίγηκε γιατί του είπαν, δώσε μου το χέρι σου και όχι πάρε το χέρι μου.
Σας ευχαριστώ που με ακούσατε, και σας εύχομαι, τον λόγο τον καλό, τον αγαθό, τον εποικοδομητικό, που θα βοηθάει να χτίζονται γιοφύρια και όχι να υψώνονται τείχη.





Κυριακή, 21 Σεπτεμβρίου 2008

Ενδο-Οικογενειακή Βία
Ομιλία της συγγραφέως Διονυσίας Μούσουρα-Τσουκαλά
προς την Ομογένεια της Μελβούρνης (2007)

Πριν μιλήσουμε για την οικογενειακή βία, θα πρέπει να καθορίσουμε τι αποτελεί βία. Ο πιο απλός, ίσως, ορισμός, είναι ότι βία αποτελεί η επιβολή της θέλησης του δυνατού προς τον αδύνατο.
Η βία έχει πολλές μορφές, μερικές από αυτές, μπορεί να είναι,
Σωματική βία, δηλαδή βιαιοπραγίες κατά του ατόμου, ξύλο, γροθιές, κλωτσιές, χαστούκια, σπρωξιές, τράβηγμα μαλλιών, κ.ά.
Σεξουαλική βία, αυτή δεν είναι μόνο ο βιασμός αλλά και ο εξαναγκασμός σε σεξουαλική πράξη, ακόμα και μεταξύ νόμιμων ζευγαριών. Επίσης, ο εξαναγκασμός σε σεξουαλικές ιδιαιτερότητες που δεν είναι αποδεκτές από το ένα άτομο. Μπορεί να πιστεύουν μερικοί ότι, στον έρωτα όλα επιτρέπονται, αυτό, όμως, ισχύει μόνον όταν και οι δυο συμφωνούν σε αυτό.
Φραστική βία, είναι οι βρισιές αλλά και η προσπάθεια μείωσης του ατόμου, όπως, είσαι άχρηστη, δεν είσαι ικανή για τίποτα, είσαι χοντρή /αδύνατη , έχεις τα χάλια σου, είσαι ηλίθια, βλακείες θα πεις πάλι, με αυτό το ντύσιμο φαίνεσαι σαν τσούλα και άλλες ταπεινωτικές εκφράσεις που μειώνουν τον άνθρωπο.
Στερητική βία, αυτή είναι μορφή βίας όπου, μπορεί να στερείται η ελευθερία κινήσεων του ατόμου, δεν έχει το δικαίωμα να πάει έξω, να επισκεφτεί φιλικό άτομο, να παρευρεθεί σε δραστηριότητα της αρεσκείας του, να μπορεί να πηγαίνει στην εκκλησία κατά βούληση. Στερείται το δικαίωμα ελεύθερης έκφρασης, θέτοντας περιορισμούς σε αυτά που μπορεί να πει. Επί πλέον, στέρηση στέγασης, τροφής, νερού και άλλων βασικών αναγκών, ακόμα και στέρηση σεξουαλικής επαφής.
Οικονομική βία, όπου το άτομο δεν έχει καθόλου χρήματα όχι μόνο για ατομικές ανάγκες, όπως, π.χ., ρουχισμός, παπούτσια, κ.λ.π. αλλά ούτε καν για τις βασικές, ακόμα κι όταν κερδίζει χρήματα το ίδιο, και υποχρεούται να τα παραδίνει στον σύζυγο /πατέρα, κ.λ.π., ο οποίος τα διαχειρίζεται κατά βούληση χωρίς καν να εξηγεί στον άλλον πού πήγαν και πώς ξοδεύτηκαν τα χρήματα.
Κοινωνική βία, είναι η αναγκαστική κοινωνική απομόνωση του ατόμου, όταν δεν παρέχεται η δυνατότητα για κοινωνικές σχέσεις, φιλία, συναναστροφή με συγγενείς, φίλους ή συνανθρώπους. Συμμετοχή σε κοινωνικές δραστηριότητες, όπως, γάμοι, βαφτίσεις, χοροί, εκδρομές, συγγενικές συνεστιάσεις, κ.ά. Όσο πιο απομονωμένο είναι το άτομο τόσο πιο δύσκολο να ζητήσει βοήθεια.
Συναισθηματική βία, είναι η στέρηση αγάπης, στοργής και τρυφερότητας, ένα χάδι, ένας λόγος καλός, μια έκφραση αγάπης. Η περιφρονητική συμπεριφορά και η αδιαφορία απέναντι στον άλλο. Όταν ο ένας, αναγνωρίζει όλα τα προνόμια και δικαιώματα στον εαυτό του, και βγαίνει με φίλους εδώ κι εκεί ενώ ο άλλος μένει μέσα υποχρεωτικά.

Εδώ, δεν εξαντλείται ο κατάλογος μορφών βίας, οι μορφές που αναφέρθηκαν, είναι, όμως, οι πιο συνηθισμένες.
Όταν πρόκειται για οικογενειακή βία, θύτης είναι συνήθως, αλλά όχι πάντα, ο άνδρας και θύμα η γυναίκα.
Οι μελέτες περί βίας στην οικογένεια, βασίζονται συνήθως σε δύο πηγές: στα επίσημα στατιστικά στοιχεία, όπως, αναφορές αστυνομίας και υπηρεσιών πρόνοιας, και σε εθελοντικές πληροφορίες που δίνουν τα θύματα σε τηλεφωνικές έρευνες. Στο βιβλίο Gilding, 1997, αναφέρεται ότι το 1993 ρωτήθηκαν τηλεφωνικώς περί οικογενειακής βίας 603 κάτοικοι της Βικτόριας, από αυτήν την ανώνυμη έρευνα προέκυψε ότι: 12% των γυναικών και 7% των ανδρών δήλωσαν ότι είχαν πέσει θύματα οικογενειακής βίας, 15% από τους άρρενες ερωτηθέντες ισχυρίσθηκαν ότι η βία είναι δικαιολογημένη σε περίπτωση συζυγικής απιστίας, 8% αν η σύντροφος αρνηθεί να κάνει σεξ και 6% αν δεν έχει εκτελέσει τα καθήκοντα νοικοκυριού.

Οι πιο συνηθισμένες αφορμές για βία, είναι: οικονομικές δυσκολίες, αλκοόλ, ανεργία, ακόμα, ο χαρακτήρας και ο τρόπος με τον οποίο μεγάλωσε ο άνδρας, π.χ., κακό παράδειγμα από τον πατέρα του, ή κακοποίηση του ίδιου από τον πατέρα, ή άλλο μέλος της οικογένειας.
Επί πλέον, οι επιδράσεις που δέχεται ο άνδρας από το κοινωνικό περιβάλλον και τι θεωρεί αυτό το περιβάλλον ως αποδεκτό.
Δυστυχώς, ακόμα και σήμερα, σε πολλές κοινωνίες η δοξασία πως, «το ξύλο βγήκε απ΄ τον παράδεισο», και «όπου δεν πέφτει λόγος πέφτει ράβδος», ισχύει και βρίσκει αρκετούς υποστηρικτές.
Δεν πρέπει να παραβλέπεται, όμως, το γεγονός ότι αυτές οι «σοφές δοξασίες» για την προέλευση του ξύλου, είναι ανδρικές και ισχύουν μόνο για τους μυικώς αδυνάτους, δηλαδή, παιδιά και γυναίκες, όχι για τους ίδιους.
Οι επίσημες στατιστικές δείχνουν ότι ακόμα και οι εγκληματικές πράξεις, που αποτελούν το άκρον άωτον της βίας, γίνονται από άτομα γνωστά και όχι από αγνώστους, δηλαδή μέσα από το οικογενειακό περιβάλλον.
Το σπίτι, που είναι η εστία της οικογένειας και όπου θα πρέπει ο άνθρωπος να νιώθει ασφαλής, είναι συνήθως, ο χώρος μέσα στον οποίο γίνονται αυτές οι εγκληματικές πράξεις. Το 1997, (στοιχεία ΑΒS,) 64% των εγκληματικών πράξεων έλαβαν χώρα μέσα στο σπίτι, 22% στον κοινωνικό χώρο και 13% σε άλλους χώρους. Οι άνδρες ευθύνονται εννέα φορές περισσότερο από τις γυναίκες γι αυτές τις εγκληματικές πράξεις.
Αυτά σε γενικές γραμμές για τη βία.

Καλό θα είναι, όμως, στο σημείο αυτό να ρίξουμε μια ματιά και να δούμε τι γίνεται στη δική μας παροικία την Ελληνική.
Παραδοσιακά, η Ελληνική οικογένεια είναι πολύ κλειστή και τα εν οίκω δεν τα βγάζει εύκολα εν δήμω. Πρέπει πάση θυσία να τηρηθούν τα προσχήματα, να μην ρεζιλευτούμε στην κοινωνία, να μην δώσουμε δικαίωμα, κ.λ.π. Αυτό όμως, επ’ ουδενί λόγω σημαίνει ότι δεν υπάρχει βία στην Ελληνική οικογένεια.
Τα ήθη και παραδόσεις, μάς επιβάλουν να κλείνουμε μέσα στους τοίχους του σπιτιού μας τα όσα γίνονται εκεί μέσα, σε αυτά, συμπεριλαμβάνεται και η βία.
Ακριβώς γι αυτό το λόγο, είναι λίγο δύσκολο να βρεθούν εδώ στην παροικία μας επίσημα στοιχεία, χωρίς αυτό να σημαίνει ότι δεν υπάρχουν.
Η Ελληνίδα θα εξαντλήσει όλες τις αντοχές της και μόνο στην εσχάτη ανάγκη θα πάει στην Αστυνομία για να ζητήσει βοήθεια ή για να βγάλει δικαστικά μέτρα κατά του βίαιου, συζύγου.
Το πρώτο βήμα, είναι συνήθως, υπηρεσίες στήριξης, με την προϋπόθεση ότι γνωρίζει γι αυτές και ξέρει πού να απευθυνθεί. Μερικές φορές, λόγω άγνοιας γι αυτές τις υπηρεσίες, ή ακόμα λόγω εκτάκτων περιστατικών βίας όπου χρειάζεται επειγόντως βοήθεια, απευθύνεται πρώτα στην Αστυνομία.

Όλοι εμείς, που υπό κάποιαν ιδιότητα εργαζόμαστε στον Τομέα Ανθρωπιστικών Υπηρεσιών, πολύ συχνά ερχόμαστε αντιμέτωποι με περιστατικά οικογενειακής βίας μέσα στην παροικία μας. Βία σε όλες τις μορφές που προαναφέρθηκε. Είναι ο άνδρας-αφέντης, που πιστεύει ότι έχει δικαίωμα ζωής και θανάτου πάνω στη γυναίκα και τα παιδιά του. Πολλές ελληνικές οικογένειες έχουν διαλυθεί εξ αιτίας αυτής της βίας.
Υπήρχε ανέκαθεν η εντύπωση, ότι μόνο οι αμόρφωτοι και κοινωνικώς κατώτεροι ξυλοκοπούν τη γυναίκα τους. Λάθος, μεγάλο λάθος. ’τομα κάθε ηλικίας, μόρφωσης κοινωνικού επιπέδου, που κατέχουν υψηλές θέσεις στην κοινωνία, που διαθέτουν οικονομική άνεση, βιαιοπραγούν, συνήθως, κατά της συζύγου. Αυτό δημιουργεί μεγαλύτερα προβλήματα διότι είναι πιο εύκολο σε μιαν απλή γυναίκα να ζητήσει βοήθεια παρά σε μια γυναίκα της οποίας ο σύζυγος κατέχει κάποια θέση ή αξίωμα. Όσο πιο ψηλά στέκεται ο σύζυγος, τόσο πιο δύσκολο για τη γυναίκα να μιλήσει.
Πολλές φορές, κατέχουν οι ίδιες υψηλή θέση, λόγω επαγγελματικών επιδόσεων, καλλιτεχνικών, κ ά. Τότε, γίνεται ακόμα πιο δύσκολο να ομολογήσουν ούτε στο στενό τους περιβάλλον πως υφίστανται βία στον οικογενειακό τους χώρο.
’λλος λόγος γι αυτή τη σιωπή, είναι η αντίδραση της κοινής γνώμης, όπως, «αν ήμουνα εγώ στη θέση της, και, χαζή είναι που τα δέχεται ή ακόμα, ίσως φταίει και η ίδια δεν μπορεί αν την χτυπάει χωρίς λόγο!»
Το άσχημο σε αυτά τα σχόλια είναι, ότι τις περισσότερες φορές προέρχονται από γυναίκες κι είναι πολύ άδικο, δεν είναι οι ίδιες στη θέση τους, άρα δεν έχουν και δικαίωμα να κατακρίνουν.
’λλες φορές πάλι , τις κρατάει ο φόβος ότι δεν θα γίνουν πιστευτές από την κοινωνία αν μιλήσουν γιατί ο άνδρας τους έχει καλό όνομα και τον σέβονται. Πολλές φορές έχω ακούσει από γυναίκες, επώνυμες και ανώνυμες, ο άνδρας μου είναι, π.χ. δάσκαλος, γιατρός, διευθυντής, επιχειρηματίας, πρόεδρος, κ.λ.π., δεν είναι δυνατόν να βγω εγώ και να μιλήσω...θα ξεσπάσει σκάνδαλο. Και ο σύζυγος, εκμεταλλευόμενος την προνομιακή του θέση, εξακολουθεί τη βία. Σε μερικές περιπτώσεις, τρομοκρατεί τη γυναίκα πως αν τολμήσει και πάει στην αστυνομία ή αλλού, θα την σκοτώσει μόλις γυρίσει σπίτι.

Εδώ θα πρέπει να τονιστεί το εξής. Από τις υποθέσεις στις οποίες έχω αναμειχθεί, είτε στο δικαστήριο Ανηλίκων, το Οικογενειακό Δικαστήριο, είτε στο Πρωτοδικείο ή ακόμα σε υποθέσεις που η γυναίκα πήγε στην Αστυνομία, όχι μόνο δεν την σκότωσε ο σύζυγος μετά, αλλά απεναντίας μαζεύτηκε, γιατί γνώριζε πλέον πως δεν έχει να κάνει με τη γυναίκα του την οποία θεωρεί κτήμα του, αλλά με το Νόμο. ’νδρες που κακοποιούν τις γυναίκες τους ή τα παιδιά τους, είναι θρασύδειλοι, και δεν τολμούν να αψηφήσουν το Νόμο.

’λλος λόγος που εμποδίζεται καμιά φορά η γυναίκα για να καταφύγει στην αστυνομία, είναι η υψηλή θέση που κατέχει όχι ο σύζυγος αυτή τη φορά, αλλά ο γιος ή η κόρη. Πώς να μαθευτεί στη μικρή μας κοινωνία πως η μάνα του /της τάδε που είναι πολύ γνωστοί στην παροικία, πήγε στην Αστυνομία να καταγγείλει τον άνδρα της, έστω κι αν την κακομεταχειρίζεται;

Εδώ, θα ήθελα να αναφερθώ σε δύο μόνο αληθινά περιστατικά, μόνο που για ευνόητους λόγους, έχω αλλάξει τα ονόματα, ενώ καμιά από τις δύο οικογένειες δεν βρίσκεται πλέον στην Αυστραλία.

Όταν η Μαρία κάλεσε το γιο της και του έδειξε το όπλο που κάθε τόσο έβγαζε ο άνδρας της για να την απειλεί και του εξήγησε πως θα πάει στην Αστυνομία να τον καταγγείλει, γιατί δεν είναι διατεθειμένη να ζει με το φόβο, όντας επώνυμοι και ο πατέρας και ο γιος, της απάντησε, όχι, δεν θα πας στην αστυνομία, αν συμβεί κάτι, θα καλέσεις πρώτα εμένα. Προσπάθησε να του εξηγήσει ότι ακόμα κι αν βρει τρόπο να του τηλεφωνήσει, μέχρι να έλθει αυτός από κει που μένει θα την έχει σκοτώσει.
Έτσι, την επόμενη φορά που ένιωσε ότι απειλείται, πήγε στην αστυνομία, αποτέλεσμα; Ο μεν άνδρας της φοβήθηκε και μαζεύτηκε, ο γιος, όμως, θύμωσε μαζί της και όχι μόνο δεν της μιλούσε για πολύ καιρό αλλά επί πλέον την έκανε να νιώθει ένοχη που «πρόδωσε» την οικογένειά της.

Το δεύτερο περιστατικό, έχει να κάνει με τις σεξουαλικές ιδιαιτερότητες που αναφέρθηκαν πιο πάνω. Η Ασπασία, (έχει πεθάνει κάμποσα χρόνια τώρα), νύφη των καραβιών, παντρεύτηκε σε πολύ μικρή ηλικία, έχοντας πλήρη άγνοια περί σεξ και συναφών, ούτε μητέρα ή αδελφή να την συμβουλεύσει, είχε μόνο έναν αδελφό στον οποίο δεν μπορούσε να θίξει τέτοια θέματα. Ο σύζυγος άρχισε να την κακοποιεί παρά φύσιν, παρά τις αντιρρήσεις και τα παρακάλια της, η κατάσταση συνέχιζε για πολλά χρόνια, άλλοτε με γλυκόλογα, άλλοτε με ξυλοδαρμούς, άλλες φορές πάλι, περίμενε να αποκοιμηθεί και την κακοποιούσε κοιμισμένη. Εξ αιτίας αυτής της κατάστασης, αρρώστησε πολύ άσχημα από κατάθλιψη και κατέληξε σε Ψυχιατρείο, άδικα προσπαθούσαν οι γιατροί να βρουν τα αίτια που την οδήγησαν να κάνει δυο απόπειρες αυτοκτονίας, αφού τα μεν παιδιά της είχαν άγνοια ο δε σύζυγος, «ευγενέστατος» «στοργικός» και πολύ «αξιοπρεπής», επί πλέον δε, με άπταιστα Αγγλικά, κάθε άλλο παρά δημιουργούσε υπόνοιες. Όταν πήρε εξιτήριο, εκμεταλλευόμενος ο σύζυγος το βαρύ ύπνο που της προκαλούσαν τα δυνατά φάρμακα που έπαιρνε, την κακοποίησε ως συνήθως παρά φύσιν, τόσο άσχημα, που χρειάστηκε χειρουργείο και μακρόχρονη παραμονή σε Νοσοκομείο.

Ένας άλλος λόγος, που η γυναίκα δεν ζητάει εύκολα βοήθεια είναι, ότι παραδοσιακά, πολλές γυναίκες θεωρούν ότι φταίνε οι ίδιες αν τις χτυπάει ο άνδρας τους, γιατί αντιμίλησαν, γιατί κάηκε ή δεν του άρεσε το φαγητό, γιατί δεν ήταν σιδερωμένο το πουκάμισό του, γιατί του έκαμαν παρατήρηση που χθες το βράδυ ήλθε σπίτι τα χαράματα, γιατί ξόδεψαν λεφτά, γιατί, γιατί.
Ως προς τον εξαναγκασμό σε σεξουαλικές πράξεις, που δεν είναι της αρεσκείας τους, η επικρατούσα γνώμη ότι, άνδρας σου είναι, πρέπει να του κάνεις το χατίρι αλλιώς θα πάει σε άλλη, είναι αυτή καθεαυτή μορφή βίας.
Θα πρέπει να γίνει μνεία και για την σεξουαλική κακοποίηση ανηλίκων, από μέλη της οικογένειας, συνήθως τον πατέρα ή τον παππού. Μια συμπάροικος που είχε κόρη πνευματικά καθυστερημένη, ένα πανέμορφο 16χρονο κορίτσι, μου εξομολογήθηκε ότι ποτέ δεν αφήνει ούτε θα αφήσει την κόρη της μόνη με τον άνδρα της, τον πεθερό ή τον πατέρα της, γιατί φοβάται και σαν μάνα έχει ιερό καθήκον να προστατεύσει το παιδί της.

Είναι σημαντικό να κατανοήσουν οι γυναίκες ότι ΔΕΝ είναι εκείνες υπεύθυνες για τη βίαιη συμπεριφορά του συζύγου τους, ακόμα ότι ΔΕΝ υπάρχει καμία δικαιολογία για τη βία. Κανένας δεν έχει το δικαίωμα να εξασκεί βία, οποιασδήποτε μορφής πάνω σε άλλο άτομο, σε ό,τι σφάλμα κι αν έχει υποπέσει. Και για τα πιο σοβαρά προβλήματα, υπάρχει λύση πολιτισμένη και ανθρώπινη. Δεν μπορεί ο καθένας να παίρνει το νόμο στο χέρι του.
Ως προς τις ιδιαίτερες σχέσεις του ζεύγους, κι εκεί πρέπει η γυναίκα να κατανοήσει ότι είναι αυθαίρετο δικαίωμά της να πει ΟΧΙ όταν δεν θέλει και σε ό,τι δεν θέλει. Κανένας, ναι, ούτε και ο νόμιμος σύζυγος δεν έχει το δικαίωμα να την εξαναγκάσει να συμμετέχει σε κάτι που δεν θέλει.

Τα τελευταία χρόνια, όμως, προέκυψε και μια άλλη μορφή οικογενειακής βίας στην παροικία μας. Παιδιά αμφοτέρων των φίλων που έχουν εθιστεί στα ναρκωτικά, καταφεύγουν σε κάθε μορφή βίας εναντίον των γονιών προκειμένου να αποσπάσουν από αυτούς χρήματα ή ό,τι μπορεί να πουλήσουν για να εξασφαλίσουν τη δόση τους. Η κατάσταση αυτών των γονιών είναι τραγική, είτε έχουν χρήματα είτε δεν έχουν, αφού αν έχουν και τους δώσουν, γνωρίζουν τι θα τα κάνουν κι αν δεν έχουν ή αρνηθούν να τους δώσουν, κινδυνεύει όχι μόνο η σωματική τους ακεραιότητα, αλλά καμιά φορά και η ζωή τους η ίδια. Αρκετοί συμπάροικοι, γυρίζοντας από ταξίδι στην Ελλάδα βρήκαν το σπίτι τους άδειο, όχι από διαρρήκτες, αλλά από το ίδιο το παιδί τους είτε γιατί το εμπιστεύτηκαν και του έδωσαν κλειδί, είτε γιατί παραβίασε πόρτα ή παράθυρο και αφαίρεσε από εκεί ό,τι μπορούσε να πουλήσει στα γρήγορα. Αυτού του είδους η βία των παιδιών κάποιες φορές έχει σαν αποτέλεσμα να βιαιοπραγούν οι γονείς, ιδιαίτερα ο πατέρας αν υπάρχει, εναντίον του γιου ή της κόρης και τότε τα πράγματα γίνονται πολύ πιο σοβαρά.

’λλη μορφή βίας, είναι αυτή κατά ηλικιωμένων ευάλωτων ατόμων.
Δεν παραβλέπεται το γεγονός ότι και τα «παλιά καλά χρόνια» πολλές φορές στην Ελληνική οικογένεια, σήκωναν χέρι κάποιοι γιοι κατά των γονιών, είτε για κληρονομικούς λόγους, είτε για άλλους. Σήμερα, υπάρχει αυτή η βία, τόσο μέσα στην οικογένεια, όσο και στην κοινωνία αλλά και στα ευαγή Ιδρύματα που καταλήγουν πολλοί συμπάροικοι. Η οικογένεια πολλές φορές, εξασκεί κάθε μορφής βία στον ηλικιωμένο γονιό για να τους γράψει το σπίτι, ή ό,τι άλλο περιουσιακό στοιχείο διαθέτει. Φτάνουν κάποιες φορές μέχρι να τους στερούν και την τροφή κι άλλα βασικά για να τους εξαναγκάσουν να υπογράψουν. Πολλές φορές τους κακομεταχειρίζονται γιατί λερώνονται, γιατί μυρίζουν, γιατί χύσανε το νερό, γάλα, κ.λ.π., γιατί τους ενοχλούν τη νύχτα και για χίλιους άλλους λόγους.
’λλες φορές πάλι, ενώ καταντά αδύνατη η φροντίδα τους στο σπίτι, δεν τους βάζουν σε Γηροκομείο, γιατί έτσι θα χάσουν όχι μόνο τη σύνταξη που παίρνει ο γονιός, αλλά και το μικρό επίδομα που παίρνουν εκείνοι ως φροντιστές. Δεν ισχυρίζομαι ότι αυτές οι συνθήκες επικρατούν σε κάθε Ελληνικό σπίτι, κάθε άλλο, υπάρχουν παιδιά που στην κυριολεξία θυσιάζονται για να φροντίσουν τους γέρους γονείς. Απλά, αντιμετωπίζουμε πολλές τέτοιες περιπτώσεις, τακτικά.

Τελειώνοντας, θα ήθελα να τονίσω κάποια πράγματα που, ίσως, βοηθήσουν στην καταπολέμηση της οικογενειακής βίας στην παροικία μας:
Είναι ενθαρρυντικό, ότι όλο και περισσότερες γυναίκες αρχίζουν και ζητούν βοήθεια από τις αρμόδιες υπηρεσίες αποδεικνύοντας ότι δεν είναι διατεθειμένες να ανεχθούν άλλο τη βία. Είναι ευχάριστο και παρήγορο ότι όλο και περισσότεροι ιθύνοντες της παροικίας μας, άρχισαν ν’ ασχολούνται με το θέμα αυτό. Συγκεκριμένα, άτομα από τη Δημαρχία του Ντάρεμπιν, σε συνεργασία με εκκλησιαστικούς αρχηγούς, ανάμεσά τους και ο αιδεσιμότατος Ιωάννης Δάγκαρης από τον ιερό Ναό του Α. Γεωργίου Θόρνμπουρυ, συνεργάζονται για την καταπολέμηση της οικογενειακής βίας. Ας ευχηθούμε, ότι το παράδειγμά τους θα το ακολουθήσουν και άλλοι.

Είναι καιρός, να σπάσει ο κώδικας της σιωπής και να αρχίσουμε να μιλάμε ανοιχτά γι αυτό το θέμα. Καιρός, να πάψει να αποτελεί ταμπού το θέμα της οικογενειακής βίας. Η πραγματικότητα είναι ότι όχι μόνο υπάρχει στην παροικία μας, αλλά ανθεί!
Χρειάζεται μεγάλη κοινωνική επιμόρφωση, όπως αυτό που γίνεται σήμερα εδώ, πάλι και πάλι, σε όλους, άνδρες και γυναίκες, για να γνωρίσουν τα δικαιώματά τους αλλά και τις υποχρεώσεις που έχουν όχι μόνο απέναντι στον εαυτό τους αλλά και απέναντι στους άλλους. Η γνώση, προσφέρει δύναμη. Όσο περισσότερα γνωρίζουμε για ένα θέμα, τόσο πιο καλά οπλισμένοι είμαστε για να το αντιμετωπίσουμε.

Είναι πολύ σημαντικό για όλους, ιδιαίτερα για τις γυναίκες, να γνωρίζουν τα δικαιώματά τους. Δεν ζούμε σε ζούγκλα όπου ισχύει ο νόμος του δυνατού, αλλά σε κοινωνία που διέπεται από κανονισμούς και νόμους. Αυτοί οι νόμοι, έχουν θεσπισθεί για να προασπίζουν τα ανθρώπινα δικαιώματα. Ας εξοικειωθούμε με αυτούς τους νόμους, ας μάθουμε τι ισχύει στην κάθε περίπτωση κι ας τους χρησιμοποιήσουμε για την προστασία μας.
Και στους άνδρες, όμως, χρειάζεται επιμόρφωση για να συνειδητοποιήσουν ότι δεν έχουν το δικαίωμα να βιαιοπραγούν. Κι εκείνοι που δεν μπορούν να ελέγξουν τον εαυτό τους, ας βάλουν τον εγωισμό στην άκρη κι ας ζητήσουν βοήθεια από τους ειδικούς. Αρνούμενοι να παραδεχτούν πως έχουν πρόβλημα, διακινδυνεύουν πολύ περισσότερα από τον κακώς θιγμένο εγωισμό τους. Ας δεχτούν ότι έχουν πρόβλημα, αυτή η παραδοχή θα τους οδηγήσει στο σωστό δρόμο για να προσπαθήσουν να το ξεπεράσουν.
Ακόμα, υπάρχουν πολλές κρατικές υπηρεσίες στις οποίες μπορούν να απευθυνθούν οι κακοποιημένες γυναίκες.
Είναι σημαντικό να γνωρίζουν τι υπηρεσίες υπάρχουν, πού βρίσκονται στην περιοχή τους, πώς να τις προσεγγίσουν και τι να κάνουν σε περίπτωση ανάγκης.
Τα Κοινοτικά Κέντρα Υγείας, οι υπηρεσίες Πρόνοιας, τα Νοσοκομεία, ο οικογενειακός γιατρός, η τοπική Δημαρχία, είναι ορισμένες από αυτές τις υπηρεσίες. Διατίθεται εφ΄ όσον το ζητήσετε, δωρεάν Διερμηνέας, αν δεν νιώθετε άνετα με άνδρα διερμηνέα, έχετε το δικαίωμα να ζητήσετε γυναίκα, ακόμα, υπάρχει η Τηλεφωνική υπηρεσία Διερμηνέων στη διάθεσή σας όλο το εικοσιτετράωρο. Έχετε πρόχειρους τους αριθμούς αυτούς, ει δυνατόν, κάνετε «πρόβα» για το τι θα πρέπει να κάνετε σε περίπτωση ανάγκης, ώστε να είστε προετοιμασμένες κατά κάποιον τρόπον και να μην πανικοβληθείτε.
Σε περίπτωση που απειλείται η ζωή της γυναίκας, υπάρχουν ειδικά καταφύγια κακοποιημένων γυναικών, όπου μπορούν να μεταβούν προσωρινά, μέσω κοινωνικού λειτουργού, κ.λ.π., όπου ουδείς κοινός πολίτης γνωρίζει πού βρίσκονται και όσες προσπάθειες κι αν καταβάλλει ο σύζυγος δεν πρόκειται ποτέ να μάθει πού βρίσκεται η γυναίκα του και τα ανήλικα παιδιά του, αν υπάρχουν.
Στην Αυστραλία, υπάρχει Νόμος που απαγορεύει και τιμωρεί τη βία από όπου κι αν προέρχεται. Ο νόμος, ΔΕΝ αναγνωρίζει καμίαν απολύτως δικαιολογία για τη βία. Ακόμα και σε σοβαρά θέματα όπως η συζυγική απιστία, δεν επιτρέπεται η βία, υπάρχουν άλλοι οδοί μέσω των οποίων μπορεί να βρεθεί λύση.
Γείτονας που ακούει φωνές, καυγά, σπασίματα κ.λ.π. μέσα σε σπίτι, έχει το δικαίωμα και την υποχρέωση να καλέσει την Αστυνομία η οποία θα επιληφθεί του θέματος.
Κανένας άνθρωπος δεν πρέπει αν είναι αναγκασμένος να ζει με το φόβο ή την απειλή της βίας.
Καμία γυναίκα δεν πρέπει να αισθάνεται ντροπή και ενοχές επειδή την κακοποιεί ο σύζυγός της. ΔΕΝ είναι υπεύθυνη εκείνη για τη συμπεριφορά του συζύγου της. Καμιά παράλειψη ή ενέργειά της μέσα στη συζυγική ζωή της ΔΕΝ δικαιολογεί τη βία.
Δεν θα πρέπει να διστάζει ούτε να ντρέπεται να καταγγέλλει στις αρμόδιες αρχές τον βίαιο σύζυγο, ιδιαίτερα αν προσπάθησε να ζητήσει βοήθεια από αρμόδιες υπηρεσίες πριν φτάσει εκεί και ο σύζυγος την εμπόδισε, την απείλησε ή εξακολούθησε την κακοποίηση παρά τις προσπάθειες που καταβάλει εκείνη.
Φεύγοντας απόψε από εδώ, πάρετε μαζί σας το ακόλουθο μήνυμα:

ΔΕΝ ΥΠΑΡΧΕΙ ΚΑΜΙΑ ΑΠΟΛΥΤΩΣ ΔΙΚΑΙΟΛΟΓΙΑ ΓΙΑ ΤΗΝ ΟΙΚΟΓΕΝΕΙΑΚΗ ΒΙΑ.

[Στη φωτογραφία, έργο της Frida Kahlo, Broken Column, 1944]




Δευτέρα, 1 Δεκεμβρίου 2008

Κείμενα τιμής για την Διονυσία Μούσουρα-Τσουκαλά

[Η Διονυσία Μούσουρα –Τσουκαλά είναι μια Ζακυνθινή λογοτέχνις, η οποία ζει κι εργάζεται στη Μελβούρνη της Αυστραλίας, παράγοντας πλούσιο συγγραφικό έργο. Τελευταία (23 Νοεμβρίου 2008) το έργο της τιμήθηκε στην κατάμεστη αίθουσα του δημαρχείου Νόρθκοτ, παράλληλα με την παρουσίαση του ετήσιου λογοτεχνικού περιοδικού Ο ΛΟΓΟΣ, το οποίο εκδίδει ο Σύνδεσμος Ελλήνων Λογοτεχνών Αυστραλίας. Περισσότερα εδώ.
Παρακάτω δημοσιεύουμε τα σχετικά τιμητικά για την Δ. Μ.-Τ. κείμενα των κ.κ. Χρήστου Ν. Φίφη, Κυριάκου Αμανατίδη, Νίκης Βλαχάκη-Ιλιοπούλου, Παρασκευής Δέντσα-Τσίγκας και Μayio Konidaris-Kozirakis.]



Η πεζογραφία της Διονυσίας Μούσουρα – Τσουκαλά αποτελείται από τα 31 διηγήματα που έχουν δημοσιευτεί στα δυο πεζογραφικά βιβλία της, Κραταιός Νόστος (ΚΝ), (15 διηγήματα), RMIT University, Εκδόσεις Ελληνοαυστραλιανού Αρχείου, 2000, και το Εκ Φιόρε και εξ Αντιπόδων (ΕΦ&ΕΑ) (16 διηγήματα), εκδόσεις Τσώνη, 2005 και διηγήματα που έχει δημοσιεύσει κατά καιρούς σε περιοδικά και Ανθολογίες. Λόγω αναπόφευκτων περιορισμών χώρου θ’ αναφερθώ μόνο σε διηγήματα των δυο παραπάνω βιβλίων της.
Ο Κραταιός Νόστος παραπέμπει στο δυνατό αίσθημα μιας ασίγαστης νοσταλγίας επιστροφής στο αγαπημένο της νησί –τη Ζάκυνθο. Είναι περισσότερο ένα έντονο αίσθημα νοερής επιστροφής που σαν την ‘Πόλη’ του Καβάφη ακολουθεί την ομιλήτρια των διηγημάτων της ακόμη και κατά τις σύντομες επισκέψεις της στην Ελλάδα και τη Ζάκυνθο:
Την Τρίτη φορά, τα πράγματα ήταν πιο δύσκολα για κείνην δεν ήξερε τι πρόφαση να βρει... «Ξέρεις, Μάνα, έχω δουλέψει σκληρά τόσα χρόνια, έχω ένα καλό εφάπαξ στη δουλειά, μα πρέπει να γίνω 60 χρονών για να το δικαιούμαι... σε παρακαλώ υπομόνεψε λίγο ακόμα...» ...σε κάθε της επιστροφή όλο και πλήθαιναν οι φευγάτοι... Τώρα έφυγε και η Μάνα... (‘Το Βάζο’, ΚΝ:1-6).
Το Εκ Φιόρε και εξ Αντιπόδων αποτελείται από 16 διηγήματα που επίσης κινούνται μεταξύ Φιόρε και Αυστραλίας – εξού και ο τίτλος: Φιόρε του Λεβάντε -΄Ανθος της Ανατολής- είναι το ενετικό όνομα της Ζακύνθου.
Η Διονυσία Μούσουρα – Τσουκαλά στην καλλιτεχνική της εργασία επιδεικνύει την τάση να μυθοποιεί βιώματά της καθώς και βιώματα φίλων και γνωστών της κι αυτό κάνει τα διηγήματά της ρεαλιστικά, πειστικά και ζωντανά. Ακολουθεί μια τεχνική με άνετη ρέουσα γλώσσα, με πειστικούς χαρακτήρες, οι ιστορίες της διαθέτουν την απαραίτητη δομή και αποφεύγει τους πειραματισμούς με τα είδη του μοντέρνου και μεταμοντέρνου. Οι καταστάσεις, παρουσιάζονται συνήθως από τη θέση της γυναίκας, αν και υπάρχουν και μερικά διηγήματα όπου ο αφηγητής είναι άντρας. Θα επιχειρήσουμε μια γρήγορη αναφορά σε μερικά από τα διηγήματα.

Στα περισσότερα διηγήματα, η Ζάκυνθος είναι η παραδεισένια γωνιά των νεανικών αναμνήσεων και βιωμάτων. Οι παλιές ιστορίες, νοσταλγικές, δραματικές ή ευτράπελες επιβιώνουν ακόμη στα χείλη των ανθρώπων από την εποχή της «Παραμυθένιας Πολιτείας», όταν ο κόσμος ήταν ακόμα μαγικός. Η «Παραμυθένια Πολιτεία» σταμάτησε ξαφνικά και καταστράφηκε από το σεισμό και τη φωτιά του 1953 και μετεξελίχθηκε αργά στη νεότερη διαφορετική πολιτεία:
Εμείς οι παλαιότεροι όταν σμίγουμε μιλάμε για τα παλιά... για τη χαμένη πολιτεία... προσπαθούμε να θυμηθούμε πώς ακριβώς ήταν... πού ακριβώς βρισκόταν το σπίτι μας ή το σχολειό μας, μας πιάνει η νοσταλγία... κοιτάμε τη σημερινή Ζάκυνθο και μας παίρνει το παράπονο... Αιώνιοι αρνητές! Μήπως δεν είμαστε;
Η καινούργια πολιτεία είναι και αυτή όμορφη... ΄Ομως, πώς να το κάνουμε... δεν είναι η Παραμυθένια Πολιτεία... Εκείνη ξεψύχησε στις 2.30 περίπου το μεσημέρι της 12ης Αυγούστου 1953. ... (ΚΝ, «Παραμυθένια Πολιτεία», σ. 81).

Δυο απ’ τα διηγήματα της παραδοσιακής Ζακυνθινής ζωής έχουν τον ίδιο τίτλο «Με βιολιά και με νταούλια» 1 και 2, (ΕΦ&ΕΑ, σσ.85-106). Αφηγήτρια και στα δύο είναι η Ελένη της μικρής κοινωνίας του Ζακυνθινού χωριού. Η Ελένη διαθέτει κάποιες ιδιότυπες, αν όχι αντιφατικές, φεμινιστικές πεποιθήσεις. Παρουσιάζει σχεδόν υποτιμητικά τους ανδρικούς χαρακτήρες των δυο διηγημάτων στους οποίους ρίχνει την ευθύνη για το ότι η ίδια παρέμεινε γεροντοκόρη:
Μέχρι να ξεπεράσω εκείνη την ιστορία (με τον Ρίκο μας του πρώτου διηγήματος) έκανε άλλα ρεζιλίκια ο ξαδελφούλης μου ο Γιάννης, και άστα να πάνε. Σιχάθηκα το αντρικό φύλο. Αποφάσισα, καλύτερα μόνη παρά να μου τύχει κι εμένα κανένας τέτοιος και τότε ‘βράσε όρυζα’ (σ. 97).

Οι τίτλοι «Με βιολιά και με νταούλια» (1 και 2) φαίνονται, εκ πρώτης όψεως, ως γραφικές ηθογραφικές αναφορές στα έθιμα της ιδιαίτερης πατρίδας της αφηγήτριας για τα έθιμα του γάμου. Στις εξελίξεις των διηγημάτων, όμως, το έθιμο αποξεχνιέται στο υπόβαθρο κι αυτό που κυριαρχεί στο προσκήνιο είναι η ειρωνία και η σάτιρα για τη χρήση βιολιών, νταουλιών, μουσικής και χορού, όχι για τον εορτασμό ενός γάμου αλλά για το ξαναζέσταμα ενός αποτυχημένου γάμου. Και τι είναι αυτό που έχει προκαλέσει τους αποτυχημένους γάμους; Είναι ακριβώς αυτό που προκάλεσε την αποστροφή της Ελένης προς το ανδρικό φύλο. Στο πρώτο διήγημα είναι η καταπίεση της γυναίκας από τα ίδια τα έθιμα και τις προλήψεις της μικρής κοινωνίας, από τη στερεότυπη έμμονη εικόνα της νύφης την πρώτη βραδιά του γάμου και τη σύγχυση που προκαλείται στη μικρή κοινωνία από τη συζητήσιμη σεξουαλική ικανότητα ή ανικανότητα του Ρίκου. Στο δεύτερο διήγημα η Ελένη εμφανίζεται το ίδιο επικριτική προς το ανδρικό φύλο, αν και κάπως αντιφατική σε σχέση με το πρώτο. Ο γυναικοκατακτητής ξάδελφος της Ελένης, Γιάννης, βρίσκει το μάστορά του από την ερωτιάρα σύζυγό του Σπυρούλα που εγκαταλείπει τη συζυγική τους εστία να συγκατοικήσει με τον ερωμένο της. Όταν ο ερωμένος της, όμως, την εγκαταλείπει, αυτή θέτει ‘απαράβατους’ όρους για την επιστροφή της στο σύζυγο και τα παιδιά της. Οι απαράβατοι όροι είναι ότι θα πρέπει να επιστρέψει «με δόξα και τιμή», σαν να γίνεται νύφη απ’ την αρχή.
Στολισμένη σαν την φρεγάτα η Σπυρούλα, αγκαζέ με το Γιάννη και από δίπλα το μικρό, πιο πίσω τα μεγάλα και με ...ουρά που όλο και μεγάλωνε από όπου περνούσαν. ΄Αλλοι για πλάκα, άλλοι από περιέργεια... είχαν γίνει ολόκληρο... συμπεθεριό. Φτάνοντας σπίτι έστησαν το χορό, τα κεράσματα και τα καλωσορίσματα (σ. 104).

Στο Ζακυνθινό διήγημα «Νικολής ο Χαμωλόης» επιχειρείται μια σατιρική παρουσίαση παρωχημένων τοπικών κοινωνικών τάξεων και διακρίσεων:
Με την Κεβή (ο Νικολής) γνωρίζονταν από παιδιά.
Εκείνος ήταν χαμωλόης (καθόταν σε χαμόσπιτο του δρόμου) εκείνη, ανωλόγα, στο απέναντι ανώι, παλιό αρχοντικό ξεπεσμένης και ξιπασμένης γενιάς. Ζούσε με τη μάνα της και τις δυο γεροντοκόρες θείες της, αδελφές του πατέρα της, που πέθανε νέος από χτικιό. ΄Ετσι όπως κυκλοφορούσαν οι τρεις νυφοκουνιάδες, πάντα μαζί αγκαζέ, ψηλές, κοκκαλιάρες και με ασορτί καπέλα με φαρδειά μπορ, δεν ήταν δύσκολο να καταλάβεις γιατί τις ονόμασαν οι «πρόκες» (ΚΝ, σ.52).

Οι «πρόκες» έμεναν σε «ετοιμόρροπο Αρχοντόσπιτο» και «φρόντιζαν να καλλιεργούν δεόντως» το αρχοντικό τους όνομα και περιφρονούν το Νικολή που αγαπά την Κεβή. Απελπισμένος ο Νικολής παίρνει το δρόμο για τη Μελβούρνη ελπίζοντας να επιστρέψει με τα απαραίτητα χρήματα για να εντυπωσιάσει και να πείσει τις «πρόκες» για την αξία του. Εκείνες δέχονται το Νικολή αλλά με τον επιπλέον όρο να αναστυλώσει τον «πατρογονικό πύργο» της νύφης. Ο Νικολής αρχίζει έναν δεύτερο «Μαραθώνειο» ν’ αποταμιεύσει το σημαντικό ποσό που απαιτείται αλλά καταλήγει σε λάθη και αποτυχία.

Η ευάλωτη θέση της γυναίκας εμφανίζεται και στα διηγήματα «Η Τρόμπα του Μπανάτου» , «Η εξαδέλφη μου η Αντριάνα», η «Μαυριδερή», η «Τυχερή», κ. α. Η «Τρόμπα του Μπανάτου» και η «Ξαδέλφη μου η Αντριάνα» χαρακτηρίζονται από ένα λυρικό και ελεγειακό αλλά συγκρατημένο τόνο. Τα γεγονότα και τα αισθήματα ανακαλούνται και αναβιώνουν στη μνήμη:
Κόψατε μυρτιές από τους όχτους, προχειροφτιάξατε στεφάνι και στεφανώσατε την τρόμπα! ΄Ετσι για να δοξαστεί ο έρωτας και να μείνει η τρόμπα σύμβολο του έρωτα και της αγάπης! (ΕΦ&ΕΑ, σ.62).

«Η Τρόμπα του Μπανάτου» αναπτύσσει μια ιστορία με την τραγωδία του πολέμου στην Ελλάδα. Το διήγημα της Αντριάνας αναπτύσσει μια ξαφνική τραγωδία της ζωής στην Αυστραλία. Μολονότι συχνά η γλώσσα της είναι συγκινησιακά φορτισμένη η συγγραφέας διαθέτει την τεχνική να μην υπερβαίνει το μέτρο, να την αποφορτίζει, να βρίσκει την ισορροπία και την εύθυμη νότα μιας βαριάς ατμόσφαιρας.

Στο «Εύθραυστο βάζο» (ΕΦ&ΕΑ, σ.39-50) κυριαρχούν οι μνήμες νοσταλγίας από το παρελθόν, οι παρεκβάσεις, η αφήγηση των επισκέψεων στην Ελλάδα και η σύγκριση της παλιάς δύσκολης ζωής με τη μαλθακότητα της σημερινής ευημερούσας Ελλάδας που αποτυπώνεται στην παραφθορά της γλώσσας. Το «εύθραυστο βάζο» μπορεί να εκληφθεί ένα σύμβολο της σχέσης της αφηγήτριας με τη μητέρα της και τη γενέτειρά της.

Στις «Συμμαθήτριες» (ΕΦ&ΕΑ, σ.75-84), που η φωτογραφία τους δίνεται στο εξώφυλλο, τα εύθυμα και αυθόρμητα κοριτσόπουλα που τελειώνουν τα τελευταία γυμνασιακά διαγωνίσματά τους υπόσχονται μεταξύ τους να συναντούνται αυτή τη μέρα κάθε χρόνο, να τα λένε και να θυμούνται τα παλιά. Η συγγραφέας δείχνει με χιούμορ και παρατηρητικότητα τις αλλαγές και την εκζήτηση που φέρνουν η ζωή και ο χρόνος στις πρώην φιλικές σχέσεις. Οι γυναίκες, πρώην συμμαθήτριες, προσπαθούν να δώσουν η μια στην άλλη έναν αέρα επιτυχίας και αυτοσπουδαιότητας, εκτός από την Σάσα που παρέμεινε στο νησί της, παντρεύτηκε τον πρώτο της έρωτα και μεγαλώνει τα παιδιά της χωρίς, νομίζει η ίδια, να μπορεί να δείξει κάτι απ’ την γκλαμουριά των άλλων, που τις ζηλεύει λίγο γι’ αυτά που δίνουν την εντύπωση ότι τις κάνουν επιτυχημένες. Η τελευταία συνάντησή τους, όμως, γίνεται στην έβδομη δεκαετία της ζωής τους, όταν έχουν περάσει τα εξήντα τους και στα χρόνια τους πλανάται η σκιά της απογοήτευσης. Δεν έχουν πια τη βεβαιότητα για δυνατότητα άλλης συνάντησης και η συναίσθηση της ματαιότητας των προσπαθειών τους τις οδηγεί σε μια εξομολόγηση πιο ειλικρινή, όπου παραδέχονται ότι στο βάθος τρέφουν κάποια ανάκατα αισθήματα ζήλειας και θαυμασμού για τη ζωή της Σάσας. Ακούνε, όμως, με έκπληξη ότι και η Σάσα είχε στο παρελθόν μια περίοδο αμφιβολιών και μελαγχολικής αβεβαιότητας:
Τους μιλάει (η Σάσα) απλά και με προσήνεια για την επίδραση που είχαν οι ίδιες στη ζωή της με τις ‘τόσες επιτυχίες τους’. Τους λέει πως κάπου εκεί στα μεσοκοπήματα της ζωής της όταν περνούσε την κρίση της μέσης ηλικίας άρχισε να νιώθει ανικανοποίητη από τη ζωή της. ...πως εγκατέλειψε το Μίμη και τα παιδιά της ψάχνοντας για κάτι το συναρπαστικό, ψάχνοντας να ξεφύγει απ’ τη ρουτίνα της καθημερινότητας (σ. 83).

Στο «Μονόλογος σχεδόν» (ΕΦ&ΕΑ, σ.179-194). ο Αστέριος που μια ζωή ένιωθε καταπιεσμένος από τη Ρίκα (ή Αστέρω) τη γυναίκα του αισθάνεται απελευθερωμένος όταν αυτή πεθαίνει. Όταν φεύγουν και οι τελευταίοι επισκέπτες μετά το συνηθισμένο φαγοπότι για το μνημόσυνο των 40 ημερών της γυναίκας του αποτελειώνει τα μπουκάλια από ουίσκι, ούζα και μπύρες για να τιμήσει την επέτειο της Αστέρως και την απελευθέρωσή του. Μεθυσμένος αρχίζει ένα μονόλογο με τη φωτογραφία της γυναίκας του. Της υπενθυμίζει σαρκαστικά τα παλιά, τις φιλολογικές της εκζητήσεις, τις υπερβολικές της αξιώσεις για κοινωνική επίδειξη. Της δηλώνει ότι τώρα είναι ελεύθερος να πωλήσει το πολυτελές σπίτι τους στο ακριβό προάστιο της Μελβούρνης με τον πολυτελή κήπο που επέμενε να διατηρεί αυτή και να μετακινηθεί στους φίλους του στις παλιές λαϊκές συνοικίες της πόλης. Λόγω υπερβολικής πόσης, όμως, πεθαίνει το ίδο βράδυ. Οι φίλοι του δεν μπορούν να βρουν μια πρόσφατη φωτογραφία του της προκοπής και –κατά ειρωνία, όπως θα το έβλεπε ο ίδιος, αναγγέλουν την αποβίωσή του με μια παλιά φωτογραφία που τον δείχνει φαντάρο 20 χρονών. Στα δικά του 40 η άποψη που επικρατεί είναι ότι ήταν αισθηματίας και πήγε «σκαστός»:
...δεν άντεξε το χαμό της γυναίκας του και στα σαράντα της πήγε κι αυτός από μαράζι. Συμφώνησαν όλοι πως θα πρέπει να την αγάπαγε πολύ, πάρα πολύ, με τη φωτογραφία της στα χέρια του ξεψύχησε.
Καημένε Αστέριε και να σκεφτείς ότι κάπου σε είχαμε παρεξηγήσει στην αρχή... Στο καλό αισθηματία φίλε, στο καλό... ‘ Αντε, εβίβα ρε παιδιά, ζωή σε λόγου μας (σ. 194).

Η σάτιρα, το χιούμορ και το κωμικό στοιχείο στο διήγημα είναι εμφανή αλλά και πειστικά.

Η «Απερίγραπτη συντριβή» (ΕΦ&ΕΑ, σ.129-142. φαίνεται ένα περίπλοκο διήγημα που εξετάζει τη σχέση μιας μητέρας με την κόρη της. Η μητέρα υπεραγαπά την κόρη της αλλά είναι αρκετά υπερήφανη να το δείχνει αυτό σ’ όλες τις περιπτώσεις που η κόρη το χρειάζεται. Εμφιλοχωρούν στις σχέσεις τους εμπόδια, μικροκαβγάδες, παρανοήσεις που εμποδίζουν την αδιατάρακτη επικοινωνία τους. Η κόρη είναι συχνά μπερδεμένη για το πώς αισθάνεται η μητέρα της και για το πώς αισθάνεται αυτή για τη μητέρα της, μολονότι είναι σίγουρη ότι την αγαπά και τη θαυμάζει για τις ικανότητές της και τον δυναμισμό της. ΄Εχουμε την εικόνα της μητέρας μέσα από τα μάτια της κόρης της αλλά και την εικόνα της μητέρας για την ίδια και την κόρη της μέσα από το Ημερολόγιό της που η κόρη της το ανακαλύπτει μόνο μετά το θάνατό της.
Υπάρχουν διάφορα ζητήματα ή συμβάντα που φέρνουν τις δυο γυναίκες κοντά ή ψυχολογικά τις απομακρύνουν προσωρινά..Υπάρχουν οι δυσάρεστες πτυχές αλλά και χαριτωμένα περιστατικά που αποκαλύπτουν στην κόρη τη ζεστή και εξωστρεφή πλευρά του χαρακτήρα της μητέρας της.

Στο «Τρακτέρ» (ΚΝ, σσ. 119-139), οι πρωταγωνιστές Βασίλης και Γιαννούλα είναι από τη Μακεδονία. Η συγγραφέας παρουσιάζει τη ζωή και τα βιώματα των μεταναστών και την τραγικότητα των χαμένων στόχων τους.
Ενώ αν είχαμε ένα τρακτέρ... αυτό θα έσκαβε, θα όργωνε, εμείς θα σπέρναμε και πόσο πιο εύκολη θάταν η ζωή μας. Με τι λεφτά όμως;
Κάπου εκεί, ανάμεσα στα τόσα αν και με τι, πάρθηκε η απόφαση να φύγουμε (για την Αυστραλία), για λίγο, μόνο για λίγο, τόσο όσο χρειάζόταν να μαζέψουμε λεφτά για ένα τρακτέρ... (σ. 120).

Ο λίγος καιρός γίνεται μετά τη μετανάστευση πολύς και η οικογένεια παλεύει με τις υπερωρίες, το χρέος του σπιτιού, το σχολείο του Γιαννάκη και τον καρκίνο της Γιαννούλας. Μετά το θάνατο της Γιαννούλας ο Βασίλης και ο Γιαννάκης επιστρέφουν στο χωριό και αγοράζουν το τρακτέρ που πια, λόγω της καταπάτησης των χτημάτων τους, τούς είναι άχρηστο. Επιστρέφουν και πάλι στην Αυστραλία αλλά όνειρα επιστροφής εξακολουθούν να κάνουν. Ο Γιαννάκης θέλει να μεγαλώσει το σπίτι, να φράξει τον κήπο του, όπως στην Αυστραλία και με την Αυστραλοιταλίδα γυναίκα του να τον φυτέψει και με σπόρια από τη Μελβούρνη:
Εγώ (ο Βασίλης)... θα καμαρώνω τα εγγονάκια, τον κήπο και το τρακτέρ μας, γιατί θα ‘ρχόμαστε, έτσι υπολογίζει (ο Γιαννάκης), τουλάχιστον κάθε δυο – τρία χρόνια...

Και το όνειρό σου, το όνειρό μας, θα το συνεχίσει το παιδί μας... (σ. 130).

Το «Στοιχειωμένο Γεφύρι» ΕΦ&ΕΑ (σσ. 195-205).αναφέρεται σ’ ένα ιστορικό γεγονός, σ’ ένα απ’ τα μεγαλύτερα εργατικά ατυχήματα της Μελβούρνης, την κατάρρευση της ανεγειρόμενης γέφυρας του West Gate στις 15 Οκτωβρίου του 1970. Αρκετοί έλληνες δούλευαν στο έργο εκείνο όπου 35 εργάτες έχασαν τη ζωή τους στο τραγικό δυστύχημα μεταξύ των οποίων τουλάχιστον και ένας έλληνας. Η συγγραφέας αναφέρεται στις απώλειες της τραγωδίας εκείνης με το συναρπαστικό αφηγηματικό της λόγο και τις παραλληλίζει με το θρύλο του γεφυριού της ΄Αρτας. Μόνο που η θυσία της γυναίκας του πρωτομάστορα φαντάζει παιχνιδάκι σε σύγκριση με τις θυσίες που απαιτούσε ο Μινώταυρος της γέφυρας του West Gate. Η συγγραφέας έχοντας ως άξονα τις μνήμες των απωλειών αναμιγνύει πολύ πετυχημένα την ιστορία του γεφυριού με τις «νύφες των καραβιών», με τους αγώνες των παροικιακών οικογενειών στα χρόνια μετά το 1950, με τα προβλήματα των σημερινών ηλικιωμένων, όλα αρμονικά συνδεδεμένα στο μύθο της ιστορίας της σε μια πειστική ατμόσφαιρα. Οι μνήμες ανακαλούνται μέσα από ένα ζεστό καθημερινό διάλογο και την παρεμβολή αφήγησης και περιγραφών κατά τις συζητήσεις των δυο συνομιλουσών γυναικών.

Τα διηγήματα της Διονυσίας Μούσουρα Τσουκαλά έχουν ρεαλιστικότητα και πειστικότητα. Η άνετη και παραστατική της γλώσσα διανθισμένη με το σπιρτόζικο χιούμορ της κρατά ζωηρό το ενδιαφέρον του αναγνώστη ως το τέλος της κάθε ιστορίας. Οι χαρακτήρες της είναι ζωντανοί, γίνονται γνώριμοι και παραμένουν στη μνήμη με τις ατυχίες τους, τα ελαττώματά τους, τις αδυναμίες τους, τις προσπάθειές τους. Τα διηγήματα της συγγραφέα χτίζουν γέφυρες και ενώνουν δυο πατρίδες με το πάθος της νοσταλγίας και τη δύναμη της εγκαρτέρησης. Ο Κραταιός Νόστος και το Εκ Φιόρε και εξ Αντιπόδων είναι δυο συλλογές εξαιρετικών διηγημάτων που έχουν δομή και ύφος και που αναπτύσσουν μια πειστική κάθε φορά ιστορία και ατμόσφαιρα.


Τα σχόλιά μου για το ποιητικό έργο της Διονυσίας Μούσουρα – Τσουκαλά επικεντρώνονται στα ποιήματά της που περιλαμβάνονται στην Τετραλογία, ομαδική έκδοση με τον Γιάννη Λιάσκο, ’ντρια Γαριβάλδη, και Γιάννη Κατσαρά, Εκδόσεις Ναυτίλος, Μελβούρνη 1996, και στην δίγλωσση ποιητική της συλλογή «Εν τη πόλει της Μελβούρνης», Εκδόσεις Τσώνη, Μελβούρνη 2007.
Πριν ασχοληθώ με την θεματολογία της ποίησης της Μούσουρα – Τσουκαλά, θα αναφερθώ στην τεχνοτροπία που χαρακτηρίζει την ποίησή της, η οποία έχει ζακυνθινές καταβολές.
Στην πλειονότητα των ποιημάτων της η Μούσουρα – Τσουκαλά παραμένει στον παραδοσιακό έμμετρο και ομοιοκατάληκτο στίχο, αν και με άνεση εκφράζεται και στον ελεύθερο στίχο της σύγχρονης ποίησης.
Το μέτρο, ο ρυθμός και η ομοιοκαταληξία είναι τα κύρια χαρακτηριστικά της παραδοσιακής ποίησης.
Κυρίαρχο μέτρο στην ποίηση της Μούσουρα – Τσουκαλά είναι το ιαμβικό, στο οποίο κατά κανόνα, τονίζεται η δεύτερη από τις δύο συλλαβές.
Χαρακτηριστικό παράδειγμα αυτού του μέτρου είναι η ακόλουθη στροφή:
Ολόγυρά σου μοναξιά, σκοτάδι
γυμνώσανε τα δέντρα από πουλιά
βουλιάζει το γαλάζιο το φεγγάρι
με κάθε της βροχής σταλαγματιά.

(Ατέλειωτη Βροχή, «Τετραλογία»)

Το ιαμβικό μέτρο συνήθως χρησιμοποιείται σε λυρικά ποιήματα, δηλαδή σε ποιήματα που εκφράζουν τα υποκειμενικά συναισθήματα του ανθρώπου.
Σε κάποια της ποιήματα συναντάμε και το τροχαϊκό μέτρο, με τον τονισμό της πρώτης από τις δύο συλλαβές, δίνοντας στον στίχο πιο γρήγορο ρυθμό.
Στο ποίημα «Ζάκυνθος» το τροχαϊκό μέτρο δένεται οργανικά με το θέμα του, τονίζοντας το αίσθημα του δεσμού της ποιήτριας με την γενέτειρά της Ζάκυνθο. Με το να τονίζεται η πρώτη συλλαβή δίνεται μεγαλύτερη έμφαση στο επιφώνημα «Ω», με το οποίο αρχίζουν οι δύο πρώτοι στίχοι, και το οποίο υποδηλώνει τον δεσμό της Μούσουρα – Τσουκαλά με το πολυαγαπημένο της νησί, το οποίο βρίσκεται στο επίκεντρο της ποίησής της.
Δίνω το ποίημα στην ολότητά του, γιατί το θεωρώ ένα από τα πιο αντιπροσωπευτικά πατριδολατρικά ποιήματα της συλλογής της «Εν τη πόλει της Μελβούρνης».
Επίσης, στο ποίημα αυτό συναντάμε, όπως θα δούμε, απόηχους από ποίημα ενός άλλου ζακυνθινού ποιητή, πράγμα που υποδηλώνει την διαχρονικότητα της μετρικής τεχνικής, αλλά και των θεματικών μοτίβων, της νεοελληνικής ποίησης.
Ζάκυνθος

Ω Πατρίδα μου φιλτάτη
Ω νησάκι μου μικρό
Στην καρδιά μου σε κρατάω
Φυλαχτό μου ιερό.

Κι αν στην ξένη γη η μοίρα
Μού ’γραψε να αναπαυτώ
Μία φούχτα μόνο χώμα,
Χώμα, μα Ζακυνθινό,

Να μυρίζει μπουγαρίνι
Τζαντζαμίνι και μυρτιά
Θά ’θελα μαζί να πάρω
Για στερνή παρηγοριά,

Η ψυχή να ξεγελιέται
Πως στο Τζάντε* τριγυρνά.
(Ζάκυνθος, «Εν τη πόλει της Μελβούρνης»)

Οι δύο πρώτοι στίχοι του παραπάνω ποιήματος παραπέμπουν στους δύο πρώτους στίχους, της πρώτης στροφής της Ωδής «Ο Φιλόπατρις», του πρώτου χρονολογικά μεγάλου ζακυνθινού ποιητή, Ανδρέα Κάλβου (1792-1869):
Ω φιλτάτη πατρίς,
Ω θαυμασία νήσος,
Ζάκυνθε· συ μου έδωκας
Την πνοήν και του Απόλλωνος
Τα χρυσά δώρα.

Με την παραπάνω αντιπαραβολή δεν θέλω να αφαιρέσω τίποτε από την πρωτοτυπία, και γνησιότητα του ποιήματος της Τσουκαλά.
Τα λογοτεχνικά έργα, και ιδίως τα έργα του έμμετρου λόγου, δεν δημιουργούνται στο κενό. Τα έργα της μιας περιόδου αποτελούν, κατά κάποιο τρόπο, συνέχεια και προέκταση των έργων της προηγούμενης, ιδιαίτερα στην τεχνοτροπία και στην μετρική, αλλά και στα κοινά σύμβολα και μοτίβα, παρά τις οποιεσδήποτε διαφοροποιήσεις.
Πιο ασυνήθιστο από το ιαμβικό και το τροχαϊκό μέτρο είναι το αναπαιστικό. Ο ανάπαιστος απαρτίζεται από τρεις συλλαβές, με τον τονισμό στην τρίτη.
Λίγοι είναι οι ποιητές που χρησιμοποίησαν τον ανάπαιστο. Είναι δύσκολο μέτρο, ο ρυθμός του αργός, και ο τόνος ελεγειακός, με άλλα λόγια θρηνητικός.
Κλασικό παράδειγμα αναπαιστικού μέτρου παραμένει το ποίημα του Διονύσιου Σολωμού «Η καταστροφή των Ψαρών».

Το ποίημα «Μπαλάντα για Σεπτέμβρη» της Μούσουρα - Τσουκαλά αποτελεί επιτυχημένο συνδυασμό μέτρου, ρυθμού και θέματος. Δίνω τις δύο πρώτες στροφές του:
«Στο μικρό το μουράγιο»
τραγουδούσε τ’ αγόρι,
στην βαθιά τη φωνή του
εριγούσεν η κόρη.

«Σου κουνώ το μαντήλι»
συνεχίζει εκείνο,
«η βαρκούλα σαλπάρει
και μονάχη σ’ αφήνω».
(Τετραλογία)

Όπως βλέπουμε, το μοτίβο της ξενιτιάς, με τον πόνο του χωρισμού από τα αγαπημένα πρόσωπα και την γενέθλια γη, δένεται φυσιολογικά με τον αργόσυρτο μελαγχολικό τόνο του αναπαιστικού μέτρου.
Δεν λείπουν και οι απόηχοι από τα δημοτικά μας τραγούδια από την ποίηση της Διονυσίας Μούσουρα -Τσουκαλά.
Ο ιαμβικός δεκαπεντασύλλαβος στίχος είναι το κύριο μετρικό χαρακτηριστικό των περισσότερων δημοτικών τραγουδιών, όπως παρατηρούμε στους ακόλουθους δύο στίχους:
Αχός βαρύς ακούεται, πολλά τουφέκια πέφτουν.
Μήνα σε γάμο ρίχνονται, μήνα σε χαροκόπι;
(Της Δέσπως)

Ο δεκαπεντασύλλαβος στίχος χρησιμοποιήθηκε από πολλούς επώνυμους ποιητές, με τον Διονύσιο Σολωμό από τους πρώτους, και καλύτερους χρήστες του. Κάποιοι τον δεκαπεντασύλλαβο τον κόβουν σε δύο στίχους, ο πρώτος οκτασύλλαβος και ο δεύτερος επτασύλλαβος.
Αυτήν την τεχνοτροπία την παρατηρούμε και σε ποιήματα της Μούσουρα –Τσουκαλά. Η ακόλουθη στροφή αποτελεί χαρακτηριστικό παράδειγμα αυτής της τεχνοτροπίας, η οποία συνεχίζει μεν την παράδοση της δημοτικής ποίησης, προσαρμοσμένη όμως στα σύγχρονα μετρικά δεδομένα, που προτιμούν τους ολιγοσύλλαβους στίχους:
Θυμάσαι εκείνη την ελιά
με τα πολλά τζιτζίκια
πού ’χε τα φύλλα τα σταχτιά
στους κλώνους τα σπουργίτια;

(Θύμηση, «Εν τη πόλει της Μελβούρνης»)

Ενωμένα τα τέσσερα ημιστίχια μάς δίνουν δύο δεκαπεντασύλλαβους στίχους:
Θυμάσαι εκείνη την ελιά, με τα πολλά τζιτζίκια,
πού ’χε τα φύλλα τα σταχτιά, στους κλώνους τα σπουργίτια;

Αναφέρθηκα, κάπως εκτενώς ομολογουμένως, στην μετρική της ποίησης της Μούσουρα –Τσουκαλά, γιατί τα πιο πολλά ποιήματά της αναφέρονται στην γενέτειρά της Ζάκυνθο, και διά μέσου αυτής συνδέονται με την μεγάλη ποιητική της παράδοση.
Η προσέγγισή μου στην ποίηση της Μούσουρα – Τσουκαλά στοχεύει να δείξει πως η θεματολογία της, σε μεγάλο βαθμό, έχει ως επίκεντρο την Ζάκυνθο, και η μετρική επένδυση των ποιημάτων της αντλεί τους ρυθμούς της από την πλούσια ποιητική παράδοση του νησιού της, και γενικότερα της Επτανησιακής Σχολής.
Σκυφτές ανεμώνες
«Σκυφτές ανεμώνες» είναι η ενότητα ποιημάτων, με τα οποία η Μούσουρα – Τσουκαλά συμμετείχε στην «Τετραλογία», με τρεις άλλους ομότεχνούς της από την Μελβούρνη.
Στο εισαγωγικό της σημείωμα η Μούσουρα – Τσουκαλά γράφει χαρακτηριστικά: «Σε ’σένα, που σαν της νιότης τους ανεκπλήρωτους έρωτες έγινες Μεγάλη Αγάπη, προσφέρω μια χούφτα της ψυχής ανεμώνες. Η λαχτάρα μου για ’σένα τις θέριεψε, μα η πικρία του χωρισμού τις έσκυψε».
Δύο είναι τα κύρια μοτίβα που συναντάμε στα περισσότερα ποιήματα αυτής της ενότητας: η νοσταλγία για την Ζάκυνθο και ο προσωπικός συναισθηματικός κόσμος της ποιήτριας.
Και στην μία και στην άλλη περίπτωση οι τόνοι είναι συγκρατημένοι και ήρεμοι. Η νοσταλγία για την ιδιαίτερη πατρίδα της δίνεται εικονοπλαστικά, γι’ αυτό παίρνει και μια οικουμενική διάσταση, αφού η εικόνα και το σύμβολο θα μπορούσαν εύκολα να βρουν απήχηση στον συναισθηματικό κόσμο και των άλλων.
Το πρώτο ποίημα της ενότητας αυτής, με τίτλο «Δεκέμβρης δίχως χιόνια», δημιουργεί το συναισθηματικό κλίμα, μέσα στο οποίο θα κινηθούν και τα υπόλοιπα 19 ποιήματα, και μας δίνει το κλειδί για να αποκωδικοποιήσουμε τον συμβολισμό της «Ανεμώνας» στην ποίηση της Μούσουρα - Τσουκαλά. Παραθέτω τις τρεις πρώτες στροφές, καθώς και την τελευταία, του ποιήματος.
Όταν γεμίζει η ματιά γκριζόχρωμη αυγή
και η σκέψη απαντοχή,
όταν ρομφαίες πέτρινες τρυπάνε την ψυχή
στην ξένη γη,

όταν βαριά η καρδιά απ’ ατέλειωτη σιγή
ψάχνει για προσμονή, τότε γυρίζει η ματιά μου
σε μέρη γνώριμα, δικά μου,
και προσπαθεί ν’ αγκιστρωθεί
την άπνοια του Δεκέμβρη να μη δει.

Τότε αργά, δειλά, οι θύμησες με παίρνουν
και στ’ ακρογιάλια της πατρίδας μου με φέρνουν,
στα χρόνια τα όμορφα τα παιδικά μου,
στου κάστρου μου του Βενετσιάνικου τις Ανεμώνες...

***
Αργά, αργά, ταξίδι και μνημόσυνο τελειώνει...
με φέρνει πίσω η γκριζόχρωμη αυγή,
ακόμα δε το δέχτηκες ψυχή,
πως θά ’σαι εδώ χωρίς καντήλι και κερί...

Η νοσταλγία της γενέθλιας γης είναι διάχυτη σε ολόκληρο το ποίημα, το οποίο αποτελεί μια αναδρομή στο παρελθόν, κυριαρχημένη από παιδικές μνήμες και αισθήματα αβάσταχτης νοσταλγίας.
Οι ανεμώνες στην ποίηση της Μούσουρα – Τσουκαλά δεν είναι ένα απλό λουλούδι, παρά σύμβολο ομορφιάς, αλλά και δεσμού με τα βιώματα των παιδικών της χρόνων στην αγαπημένη της Ζάκυνθο, και ιδιαίτερα στην Πόχαλη, τον ιδιαίτερο τόπο που μεγάλωσε, η οποία μνημονεύεται σε πολλά ποιήματά της.

Με το ποίημα «Θλίψη» κλείνει η θεματική ενότητα «Σκυφτές ανεμώνες».
Πλησιάζει η ώρα να φύγω,
ζυγώνει η στιγμή του χωρισμού.
Ψάχνω να βρω τι να σου στείλω
σ’ ανάμνηση του τότε, μιας ζωής καημού.

Μήνυμα, ίσως, στο αγέρι, στη βροχή,
θα εμπιστευτώ, κοντά σου να το φέρουν,
για να σου πει θλιμμένη πόσο είν’ η ψυχή
και η καρδιά καθώς για πάντα φεύγουν.

Να σου χαρίσω θέλω δώρο ακριβό,
να το κρατάς και να θυμάσαι πως υπήρξα,
μα όσο κι αν έψαξα δεν μπόρεσα να βρω,
γι’ αυτό,
σου στέλνω Ανεμώνα, τη στερνή πνοή,
γεμάτη πίκρα, να σου θυμίζει,
κι εκεί ακόμα, σ’ αγαπώ.

Η ασάφεια σε αυτό το ποίημα δημιουργεί κλίμα αβεβαιότητας ως προς το αντικείμενο της θλίψης, επιτρέποντας τις διάφορες εκδοχές, ανάλογα με την δεκτικότητα και την συναισθηματική διάθεση του αναγνώστη.
Το κλείσιμο πάντως δεν αφήνει αμφιβολία πως η ανεμώνα είναι το σύμβολο, αλλά και ο δεσμός, της αποστασιοποιημένης αγάπης.

Εν τη πόλει της Μελβούρνης

Τα περισσότερα ποιήματα της συλλογής «Εν τη πόλει της Μελβούρνης» αναφέρονται, άμεσα ή έμμεσα, στο αγαπημένο νησί της Μούσουρα – Τσουκαλά Ζάκυνθο.
Τα δύο πρώτα ποιήματα της συλλογής, «Τση Ζάκυθος» και «Νοβιτές» (νέα, ειδήσεις), δεν τα χαρακτηρίζει μόνο η «ζακυνθοκεντρική» θεματολογία τους. Είναι και το γλωσσικό ζακυνθινό ιδίωμα που τονίζει την ακατάλυτη σχέση της ποιήτριας με την γενέτειρά της.
Τα ποιήματα αυτά αναφέρονται στις αέναες προσπάθειες της Μούσουρα – Τσουκαλά να δημιουργήσει στο σπίτι της στην Μελβούρνη περιβάλλον οικείο με εκείνο της Πόχαλης, φυτεύοντας λουλούδια που ευδοκιμούν στον τόπος της. Όμως, στο ποίημα «Τση Ζάκυθος» διαπιστώνει πως:
Τα μπουμπουκάκια για να βγουν
καμπάνας θέλουνε αχό
απ’ το καμπαναριό τ’ Αγίου
τση Κυριακής το πρωινό.

Θέλουν σεργιάνι Πόχαλης
και κανταδόρους τσι νυχτιές,
τσι ρούγες τση να τριγυρνούν,
να τραγουδούν στσι κοπελιές.

Στο δεύτερο ποίημα, με τίτλο «Νοβιτές», γίνεται το θαύμα. Μετά από εννέα χρόνια, η «Γατζία» που είχε φυτρώσει στον κήπο της, από σπόρο που έφερε από την Ζάκυνθο, «έβγαλε φιόρο*»! Ενθουσιασμένη, εκστασιασμένη μάλλον, η Μούσουρα – Τσουκαλά, καλεί τους συντοπίτες της να δουν το θαύμα:
Ζακυνθινοί μου χωρικοί,
και χωραΐτες ούλοι,
ακούστε τι εγίνηκε
στην πόλη τη Μελβούρνη.

Εκείνη η Μποχαλιώτισα
που ζει στην ... Αυστραλία
κατάφερε να γκαινιαστεί*
το Κήλορ Ηστ, Γατζία*.

Το θαύμα δεν σταματάει στο άνθισμα της γαζίας. Με το να μαζευτούν οι Ζακυνθινοί να δουν το θαύμα ξαναέσμιξαν, ξεπερνώντας τις παλιές τις διχόνοιες τους.
Ο συμβολισμός είναι εμφανής: η κοινή καταγωγή, τα κοινά έθιμα, γίνονται πόλος έλξης για τους ομογενείς της αλλοδαπής. Όπως λέει η ποιήτρια, μια μικρή Γατζία:
κατόρθωσε και ένωσε
στη μακρινή Αυστραλία
του Τζάντε* τη φατρία.

Μια πρωτοτυπία στην σύλληψη, και καινοτομία στην εκτέλεση, χαρακτηρίζει το ποίημα «Μετανάστριες», το οποίο απεικονίζει μια άλλη διάσταση της ξενιτιάς. Εδώ η Μούσουρα - Τσουκαλά αποστασιοποιείται από τα πρόσωπα του ποιήματος, δίνοντας έτσι μια αντικειμενικότητα στην περιγραφή τους, και στις μεταπτώσεις του ψυχισμού τους που παρατηρεί.
Μάτια θαμπά, θλιμμένα,
κορμιά σκυφτά.
Πρόσωπα απ’ τον πόνο χαραγμένα,
βαμμένα κόκκινα, μαύρα μαλλιά,
και στην ψυχή,
όνειρα χίλια μαραμένα.

Όμως
όλα δεν πήγανε χαμένα,
η ελπίδα Ζει.
Απ’ όλες μια, εγγόνι
στην ποδιά κρατεί.
Σαν το κοιτάζει, του μιλεί,
σαν το γλυκοφιλεί,
τριαντάφυλλα ανθίζουν στην μορφή,
κι η νιότη ξαναζεί.
Στο ποίημα αυτό κυρίαρχο στοιχείο είναι η εικόνα. Ο πόνος και το συναίσθημα της απώλειας της οντότητας και ταυτότητας της μετανάστριας δίνονται εξωτερικά, με την χρήση απλών, και όμως πειστικών συμβόλων.
Ο λόγος εδώ είναι ελλειπτικός, σαν πινελιές ενός ζωγραφικού πίνακα με διάφορες αποχρώσεις, έτσι που οι αναγνώστες του ποιήματος να είναι σε θέση να δώσουν τις οποιεσδήποτε δικές τους προεκτάσεις, σύμφωνα με τις προσωπικές τους εμπειρίες, αλλά και ευαισθησίες.
Το εγγόνι γίνεται ο συνδετικός κρίκος του εκεί με το εδώ, του ονείρου με την πραγματικότητα, της μιας με την άλλη ταυτότητα, αλλά και η προέκταση στο μέλλον, και έτσι η ζωή ξαναβρίσκει το νόημα και την ροή της, με την νέα γενιά να διαδέχεται την παλιά, όπως η άνοιξη τον χειμώνα.
Τα συναισθήματα της γιαγιάς εκφράζονται παραστατικά μέσα από την αλληγορία του στίχου «τριαντάφυλλα ανθίζουν στην μορφή», αντί να δοθούν περιγραφικά, τονίζοντας την εικονιστική απόδοση των συναισθηματικών αλλαγών.

«Έπεα Πτερόεντα» είναι μια σειρά από επιγραμματικά και στοχαστικά ποιήματα, αποστάγματα σκέψης και ενόρασης.
Στο ακόλουθο επίγραμμα η πυκνότητα του στοχασμού συνυπάρχει αβίαστα με το ηθοπλαστικό μήνυμα, την εκφραστική λιτότητα, και τον λυρισμό του μέτρου:
Δόξες αν θέλεις στη ζωή
κι όλοι να σε τιμούνε,
πάνω από απ’ όλα «άνθρωπο»
φρόντισε να σε πούνε.

Η φιλοσοφημένη παρατήρηση, η αποφθεγματική μορφή, και ο ρυθμός που δημιουργούν οι ιαμβικοί οκτασύλλαβοι και επτασύλλαβοι στίχοι, χαρακτηρίζουν το επόμενο επίγραμμα, που διατυπώνει μια μεγάλη αλήθεια:
Του λουλουδιού την ευωδιά,
που δίπλα σου το έχεις,
με τον καιρό την συνηθάς
κι άλλο δεν την προσέχεις.

Και ένα επίγραμμα – συμβουλή για αυτοέλεγχο, για συγκρατημό της ενστικτώδους αντίδρασης, στις σχέσεις μας με τους συνανθρώπους μας, αποτελεί το ακόλουθο τετράστιχο:
Ζωή σ’ ευχαριστώ που μ’ έμαθες
να περιμένω να περνάει η μπόρα.
Έτσι, τα φουρτουνιασμένα μου
γράμματα μένουν πάντα ανεπίδοτα.
Η Μούσουρα – Τσουκαλά δεν επιδιώκει νεωτερισμούς, δεν προβαίνει σε επιδείξεις και εκζητήσεις. Η ποίησή της είναι αδρή, χωρίς επιτήδευση, με έντονο προβληματισμό, με έναν εξομολογητικό, κουβεντιαστό τόνο, και την διακρίνει μια αμεσότητα, που δεν αφήνει αδιάφορο τον αναγνώστη.
Οι μνήμες, οι θύμησες και η νοσταλγία από τη μια, και τα αισθήματα, τα οράματα, τα όνειρα και οι προσδοκίες από την άλλη, αποτελούν τους βασικούς άξονες, γύρω από τους οποίους περιστρέφεται ο ποιητικός της λόγος.
Η νοσταλγία, όσο και αν αυτή διαχέει πολλά ποιήματά της, για την Μούσουρα – Τσουκαλά δεν γίνεται αφορμή για απόρριψη του παρόντος, και αναζήτηση της ευτυχίας στην αναβίωση του παρελθόντος. Μάλλον θα έλεγα πως την νοσταλγία για τον απόδημο Έλληνα την βλέπει ως μια ανανεωτική ενέργεια, για να αντλεί από τις αναπολήσεις του παρελθόντος δύναμη, έτσι ώστε να είναι σε θέση, όταν το καλεί η περίσταση, να διαβαίνει αλώβητος τις συμπληγάδες, που κάθε τόσο του στήνει εμπρός του η ζωή στην ξενιτιά.
Η νοσταλγία, μορφή οδύνης – το δεύτερο συνθετικό «άλγος» σημαίνει ψυχικό πόνο - ωθεί τον πνευματικό άνθρωπο σε μια νέα θεώρηση της ζωής, και τον φέρνει πιο κοντά στον συνάνθρωπό του, μέσα από το λογοτεχνικό του έργο, έμμετρο ή πεζό είναι αυτό.
Καθώς τα βιώματα της Μούσουρα – Τσουκαλά συναντώνται, σε διάφορες παραλλαγές, στους περισσότερους από τους Έλληνες της Διασποράς, η ποιητική τους μετουσίωση έρχεται σαν διαπίστωση πως κάποιες στιγμές από την ζωή μας στην γενέτειρα μένουν μετέωρες στην μνήμη μας, για να ενεργοποιηθούν από διάφορα περιστατικά, και να μας επανασυνδέσουν με το απόμακρο, αλλά όχι απολησμονημένο, παρελθόν. Έτσι επέρχεται το αναβάπτισμα στα νάματα της πατρώας γης.
Η Τέχνη, όποιο μέσο και αν χρησιμοποιεί – τον λόγο, τον ήχο, το χρώμα ή το σχήμα – έχει επικοινωνιακό, και για τον λόγο αυτό, κοινωνικό ρόλο. Στον βαθμό που ο αναγνώστης του ποιητικού έργου της Διονυσίας Μούσουρα – Τσουκαλά γίνεται κοινωνός των συναισθημάτων και αναπολήσεων που περιέχει, η νοσταλγία, που είναι το κύριο μοτίβο του έργου της, με το να αντιμάχεται την λήθη, αναζωπυρώνει την μνήμη, και διά μέσου αυτής αναζωογονεί τις ενθυμήσεις, που μας κρατούν κοντά στις ρίζες μας.


Συνάντησα τη Διονυσία ή Σούλα όπως την αποκαλώ εγώ και τα πολύ φιλικά της άτομα, ένα χειμωνιάτικο πρωινό, πριν 11 χρόνια, στην Βορειοδυτική Υπηρεσία Ψυχιατρικής Υγείας, στο Μπράνσγουικ της Μελβούρνης.
Φορούσε έναν σκούφο που καθόταν κάπως αστεία στο κεφάλι της και ήταν πυρ και μανία με τον παθολόγο της που αρνιόταν να δεχτεί ότι το πρόβλημα με τον πόνο στο λαιμό/κεφάλι της, ήταν ψύξη
Αφού συστηθήκαμε, εγώ σαν δίγλωσση Ψυχολόγος που θα δούλευα επί το πλείστον με τους Έλληνες πελάτες της Κλινικής και η Σούλα σαν Ελληνίδα Διερμηνέας με χρόνια εμπειρίας στον Ψυχιατρικό τομέα, με πληροφόρησε σχεδόν αστραπιαία ότι, για να μπορέσω να λειτουργήσω σωστά στο ρόλο μου ως Ψυχολόγος, είναι αναγκαίο να χρησιμοποιώ τους Έλληνες Διερμηνείς στη συνεργασία μου με το υπόλοιπο προσωπικό της Κλινικής, Ψυχιάτρους, Νοσοκόμες, κλπ.
Αυτό ήταν το πρώτο μάθημα που θα μάθαινα από τη Σούλα.
Αυτό που μου έκανε μεγάλη εντύπωση ήταν η αμεσότητα με την οποία η Σούλα εκφραζόταν. Καθώς την κοίταζα έβλεπα μπροστά μου μια ώριμη γυναίκα, σχεδόν διαχρονική, και αυτό το λέω γιατί είχε κάτι το τρομερά νεανικό επάνω της, που δεν μπορούσα να προσδιορίσω.
Ίσως, η ικανότητά της να επικοινωνεί και να δένεται τόσο αποτελεσματικά με ανθρώπους όλων των ηλικιών, μορφωμένων και μη, ασθενών ή όχι, με έναν τρόπο αυθεντικό, σεβαστικό, γλυκό, χιουμοριστικό και πάνω από όλα, ανθρώπινο. Την παρατηρούσα να μάθω πώς το κάνει, ποιό είναι το μυστικό της επιτυχίας της. Καθώς περνούσε ο καιρός, συνειδητοποίησα ότι η Σούλα ήταν ένας από αυτούς τους ανθρώπους που ονομάζουμε χαρισματικούς, ένας μοναδικός, έξυπνος, αξιαγάπητος άνθρωπος με τρομερή δημιουργικότητα και αγάπη για τη ζωή...
Η παρουσία της Σούλας, για όσους τη συναντήσουν, θα συμφωνήσουν, ότι είναι επιβλητική με τη θετική έννοια. Η χροιά της φωνής της, το χαμόγελο της, η φυσική παρουσία της, ο τρόπος που κερδίζει την προσοχή του κοινού, (όπως είχα παρατηρήσει πολλές φορές από τις παρουσιάσεις της), η εξυπνάδα της, είναι μερικά από τα χαρίσματα που την κάνουν και ξεχωρίζει αμέσως.
Στο ρόλο της σαν Διερμηνέας, δεν έχω συναντήσει καλύτερη. Αυτό που την ξεχωρίζει από τους άλλους δεν είναι μόνο το καθήκον και η αγάπη για τη δουλειά της, αλλά και η τρομερή ικανότητα της να μεταφράζει πολύπλοκες συνομιλίες μεταξύ πελατών και Ψυχιατρικού προσωπικού και να μπορεί να μεταδίδει το συναίσθημα του πελάτη της ακόμα και αυτών που είναι πολύ ψυχικά τραυματισμένοι.
Έχει καταφέρει μιαν υπέροχη ισορροπία μεταξύ επαγγελματικότητας και ανθρωπιάς.
Έχει το θάρρος να συνηγορεί εκ μέρους των πελατών της, όταν το κρίνει σκόπιμο, με Ψυχιάτρους και άλλους Υψηλόβαθμους Επαγγελματίες και να τους εκπαιδεύει ή να φέρνει στην προσοχή τους τις ιδιαιτερότητες της Ελληνικής κουλτούρας και ψυχής.
Οι πελάτες νιώθουν ασφαλείς στα χέρια της Σούλας και πιστεύω ότι για πολλούς ασθενείς η παρουσία της Σούλας στις συναντήσεις τους με το Ψυχιατρικό προσωπικό είναι έως και θεραπευτική. Αλλά και οι επαγγελματίες που δουλεύουν μαζί της, εκφράζουν, επίσης, ότι νιώθουν ασφαλείς όταν Διερμηνέας είναι η Σούλα.
Η σχέση μου με τη Σούλα, καθώς περνούσε ο καιρός, προχώρησε από επαγγελματική σε φιλική κι αυτό μου έδωσε τη δυνατότητα να γνωρίσω σιγά-σιγά και άλλες πτυχές της προσωπικότητας της.
Η Σούλα έχει αποφασίσει και καταφέρει σε μεγάλο βαθμό να μην παίρνει ούτε τον εαυτό της ούτε τους άλλους πολύ στα σοβαρά. Μπορεί να διακωμωδεί τις καθημερινές αντιξοότητες που συναντά στη προσωπική ζωή της και να κερδίζει νέα πνοή ζωής μέσα από τη δημιουργικότητα της.
Γιατί δημιουργικότητα και Σούλα, είναι δύο έννοιες που ταυτίζονται.
Είτε ετοιμάζει το καινούριο της βιβλίο, είτε σχεδιάζει/ράβει το καινούριο της φόρεμα, είτε μαγειρεύει γεύμα για την οικογένεια της, η Σούλα δημιουργεί.
Η Σούλα είναι ένας άνθρωπος τρομερά δοτικός σε όσους την γνωρίζουν.
Στους πολλαπλούς ρόλους της, αυτόν της Διερμηνέας, Συγγραφέα, συζύγου, μάνας, γιαγιάς, συναδέλφου, φίλης, η Σούλα είναι αναντικατάστατη
Είναι τιμή μου λοιπόν, Σούλα, να σε αποκαλώ φίλη και συνάδελφο και σου εύχομαι κάθε χαρά και επιτυχία στο μέλλον.



Της Παρασκευής Δέντσα-Τσίγκας Κοινωνικής Λειτουργού, Κουκλοπαίχτριας




Πρώτη εντύπωση Μάρτιος 2001. Κοσμοσυρροή σε παροικιακή εκδήλωση. Γυναικεία χαρούμενα κελαρύσματα πίσω μου. Γύρισα να δω, στο πρόσωπο μιας γυναικείας φιγούρας μια ανοιξιάτικη Ελλαδίτικη νότα δροσιάς. Ανέμελο χαμόγελο και αισιόδοξες ανταύγειες ζωής αντανακλούσε η παρουσία της. Τα μαλλιά της, τα χρώματα που φορούσε, το γέλιο της. Μια ανέλπιδη έκπληξη. Σε λίγο την ακούω να απαγγέλλει σε τόνο ζωντανό και μοναδικό, τους υπέροχους στίχους που άγγιξαν την γυναίκα μέσα μου και μου μετέδωσε την αισιοδοξία της, όπως και σε όλο το ακροατήριο:
...............................................................
.................................................

Δεύτερη εντύπωση
Λίγο αργότερα σε επαγγελματική συνεργασία, γνωρίζω την Επιμορφωτική Σύμβουλο του Καρκινικού Οργανισμού. Έγραψα τότε στα σχόλιά μου:
«Η παρουσιάστρια γνωρίζει πολύ καλά το ακροατήριό της, το επίπεδο των γνώσεων και των αναγκών τους και βεβαίως διαθέτει έναν άριστο τρόπο να προσαρμόζει την ομιλία της και να επικοινωνεί στη γλώσσα τους».
Συνεχίζουμε σε μια χρόνια σταθερή συνεργασία με την διερμηνέα - Διονυσία. Εκεί επίσης αναδεικνύεται η επαγγελματίας και ο άνθρωπος. Διαθέτει απόλυτη επαγγελματική συνείδηση, που ‘’ ο άνθρωπος ’’ μέσα της επενδύει και η δουλειά της γίνεται χωρίς καμιά προσποίηση, χωρίς επιτήδευση. Ό,τι γίνεται κυλάει απόλυτα φυσικά, αυθόρμητα και αληθινά, σαν χωρίς κόπο. Όταν αναφέρεται στη δουλειά της, μπορείς να διακρίνεις τον σεβασμό και την παραδοχή που τρέφει προς τους πελάτες της, όπως επίσης την τήρηση του απορρήτου τους σαν ιερό μυστικό. Και βεβαίως η Ελληνίδα Σούλα, είναι μια ‘’ Εγγλέζα ’’ στα ραντεβού της.

Η εδραίωση
..................από τις ώρες εξομολόγησης της μικρής μας συντροφιάς, η Σούλα καταγράφει στο μυαλό και την καρδιά της, τις εμπειρίες μας και εμπνέεται. Σε λίγο διάστημα με επισκέπται και μου διαβάζει ένα υπέροχο διήγημα και ζητάει την άδεια να το εκδώσει στην συλλογή της. Οι συγκινήσεις ήταν απερίγραπτες. Οι προεκτάσεις της ‘’ συγγραφικής της φαντασίας ’’, που θα λέγαμε ότι η ίδια έδωσε στο γραπτό της, ανταποκρινόταν απόλυτα στην πραγματικότητα, η οποία όμως δεν ειπώθηκε στην παρέα μας και η ίδια δεν άκουσε ποτέ, όμως τις κατέγραψε. Η Σούλα, ήταν άλλη μια έκπληξη και αποκάλυψη για μένα. Οι ευαίσθητες χορδές της 5ης της αίσθησης άγγιξαν για πάντα τις δικές μου. Κλάψαμε και οι δύο από συγκίνηση. Και αυτά τα δάκρυα, εδραίωσαν μια αληθινή σχέση εκτίμησης και φιλίας ανάμεσά μας.

O άνθρωπος
Είμαι σίγουρη ότι κάπως έτσι έχει εδραιώσει τις φιλίες της η Σούλα και κέρδισε με ‘’ το σπαθί της ’’ , την αγάπη και εκτίμηση τόσων εκλεκτών φίλων και συνεργατών στη ζωή της. .................κι έτσι με τα χρόνια, σταδιακά και σταθερά γνωρίζοντας την προσωπικότητα της Διονυσίας, θα μπορούσα να πω, αλλά και η ίδια για τον εαυτό της, περήφανα και χωρίς αναστολές, ότι σαν άνθρωπος, γυναίκα, επαγγελματίας, μητέρα, σύζυγος, μετανάστρια, καλλιτέχνης-συγγραφέας έδωσε τον καλύτερο εαυτό της και ανταποκρίθηκε ολόκληρη στη ζωή της στη καθημερινότητα, στις απαιτήσεις, την προσωπική της ανέλιξη, στα ωραία και τα ιδεώδη, πετυχημένο και χρηστό μέλος της κοινωνίας μας.

.........ότι σαν άνθρωπος διαθέτει την ικανότητα,
* να εξαντλεί την υπομονή στην αγάπη και την καρτερία,
* να εξερευνά την αναζήτησή της, σε καινούριες περιοχές γνώσης, εμπειρίας και ζωής.
* να καλλιεργεί τον μέσα άνθρωπο και να εξελίσσει το πνεύμα, την ψυχή, τη σοφία, τη συγχώρεση και την αγάπη, ακατάπαυστα.
* σαν καλή μητέρα, ξέρει να αφιερώνει τον εαυτό της στην οικογένειά της. Τα παιδιά και τα εγγόνια της, πολύτιμη επένδυση ζωής.
* σαν γνήσια Ελληνίδα, σέβεται, προάγει, διατηρεί και ανακινεί την ελληνικότητά και την κουλτούρα της, αφιερώνοντας τον χρόνο και την καρδιά της σε αυτό, μέσα από το συγγραφικό της έργο και την καθημερινή της βίωση.
ΕπίλογοςΗ προσωπικότητα της Σούλας, σου μεταδίδει μια άλλη άποψη ζωής, αυτή του αισιόδοξου μαχητή της ζωής και της καθημερινότητας με τις αξιώσεις της.
Αποτελεί παράδειγμα προς μίμηση.
Αν η Διονυσία ήταν ένα δένδρο, θα είχε βαθιές ρίζες, γερό κορμό, πυκνό δροσερό φύλλωμα και πλούσιους καρπούς.


Sometimes in our working lives there are those people that we don’t just work with, they are our mentors our friends… AND sometimes play a part in our lives similar to what our mother or father would (and sometimes even MORE) - Soula played that role for me! It was at the beginning of my social work career starting off as a young graduate in my mid 20’s and becoming a part of one of Melbourne’s largest psychiatric institutions at that time. I remember Soula ‘seeking me out’ after hearing about this new social worker from Greek background that had just joined the SW department (unlike now where mental health interpreters are privately contracted and are freelance, back then they resided within the SW department). Soula, was interested in me and my life, love and relationships, as a young woman struggling with issues of cultural identity, trying to adapt into the professional realm. I would turn to her for advice and soon she became my confidante influencing major turning points in my life! I have been privileged with Soula’s friendship, a woman so caring, insightful and talented in all that she does! No doubt, our ‘Greekness’ also connected us, but to later discover that we have a similar heritage originating from the ‘Eptanissa’ (group of 7 Greek Islands in the Ionian Sea) – me being a second-generation migrant and my parents’ first generation.

As I began working with Soula in her role as Greek interpreter within the mental health field, I learnt quickly what constitutes ‘good interpreting’ and the significant implicationsthis has on ‘therapeutic alliance’. During times when my own therapeutic relationship was compromised, due to sharing the same cultural background with clients and families, Soula’s gift of rapport with them would assist to alleviate such points of tension in the therapeutic context. Soulas’ instinctive qualities and professionalism would enable her to utilise an appropriate voice tone, one that would diffuse and settle a highly irritable and acutely psychotic client caught up in the conflict of denial of their diagnosis and the need for psychiatric treatment. Dionysia (Soula) Moussoura-Tsoukala, I am eternally grateful to you for your interpreting excellence and support, and your unique ability to facilitate communication in highly complex matters impacting Greek clients and their families.
I highly value all that I have learnt from you and more….THANK YOU!

Dionysia, (Soula), Tsoukalas
Επικοινωνείτε με την συγγραφέα
E-mail: marcdio@tpg.com.au
The LAND of GODS
Since October 1996
Oakville Ontario Canada
2.500 χρόνια από τη μάχη του Μαραθώνα
Δείτε εδώ τα κείμενα -μπορεί και τα δικά σας- μέσα από το Google.. (About 712 results)
..Φωτογραφίες της LAND of GODS στο Google..
Γράψτε μας!!