Προηγούμενη Ενότητα..Επόμενη Ενότητα..
Προηγούμενη  σελίδα Κεντρική σελ. της Ενότητας Επόμενη  σελίδα

   Φίλιππος Μουζάς    Μιχάλης Μενεγάκης    Ρεβέκκα Παυλίδη    Μαρία Πισιώτη   Αθενάκη Δήμητρα

Συζητήσεις για τη λογοτεχνία :
 Jan  Feb  Mar  Apr  May  Jun  Jul  Aug  Sep  Oct  Nov  Dec
2004   43                      
2003   136   181   179   179   279   433   300   15   51   41   21   19
2002   212   217   248   95   156   52   46   61   128   153   151   187
2001   79   35   92   133   136   112   8   35   155   235   229   136
2000                     22   91   131
Λάκης Φουρουκλάς: "Έρωτας στη Βενετία"    Λάκης Φουρουκλάς: "Το υπόγειο" Ανδρέας Κυπριανού: "Το Νούμερο Ένα"     Ι. Φίλιππος Μουζάς: "Ένα απρόβλεπτο ξύπνημα"    Χρήστος Σαρδέλης: "Η φάρμα"    Χρήστος Σαρδέλης: "Βόλτα με το Γιάννη"    Αθενάκη Δήμητρα: "Οι πλαστικές σακκούλες"    Αθενάκη Δήμητρα: "Διαζύγιο... μέχρι θανάτου"     Μαρία Πανουσιάδου: "Και μετά, ξύπνησα" κ.α.     Νατάσα Ζωπίδου: Δύο αφηγήματα χωρίς τίτλο    Γιάννης Θεσσαλονικιός: "Οι άντρες δεν κλαίνε", "Ο ξένος"    Μάνος Πρίτης: "Η γνώση", "Ο λόγος" κ.α. αφηγήματα    Μαρία Ψωμά: "Σαν όνειρο", "Αλτ! Τίς εί;"    Φώτης Μότσης: "Περι ποιείν", "Ερώμαι", "Αδέσποτο"    Αναστασία Ευσταθίου: "Μεθεόρτιος;"     Ηλίας Μπένης: "Σημαδεμένα Χαρτιά"    Δημήτρης Αθηναίος: "Monsoon"    
Μιχάλης Μενεγάκης: "Η σαϊτα του τίποτα"
   Μιχάλης Αρβανίτης: "In memoriam", κ.α.    Αλίκη Τίποτα: χωρίς τίτλο, "Απρόσμενα"    Χαράλαμπος Ματσαμάκης: "Χωρίς Ιδανικά"     Νίκος Μάμαλος: "Το μπλε Δάκρυ"     Βαγγέλης Μπέκας: "Ζωτικό Ψεύδος"    Βαγγέλης Μπέκας: "Με αφορμή τις Κασσάνδρες"    ΑγγέλαΑλεξίου: "Η κοιλάδα της άγραφης νουβέλας"    Βαγγέλης Χιρμπιλίδης: "Kitty.com"    Βασίλης Κυρηζής: "Dementia. Το Έρεβος"       Βασίλης Αυξεντίου: "Σκόρπιος"     Βασίλης Νικολάου: "Το μάτι της παίζει στο club"    Σοφία Τομαρά: "Αλέξανδρος και Σοφία" κ.α.
Σίμος Τσακίρης Θεοδωρίδου Άννα    Μαίρη Αλεξοπούλου    Ξωχέλη Αλίκη Φανή Αθανασιάδου    Λάκης Φουρουκλάς    Πισιώτη Μαρία    Κώστας Φαιάκος Έλενα Σιούφτα Αστέριος Τούτιος Ισίδωρος Έπικος Μαριάννα Ν. Χρήστου Σταύρος Αμπελάς    Παναγιώτα Χριστοπούλου - Ζαλώνη    Ερρίκος Βαλλιανάτος    Α.Στεγος    Λευτέρης Δεβεράκης    Γαβριήλ Βαρούδης    Χρήστος Μπελλές      Σοφία Κολοτούρου Νίκος Γεωργόπουλος Τάσος Κοσμόπουλος Ιωάννης Δρακόπουλος Νίκος Απόμακρος Χρύσσα Μελισσινάκη Ηλίας Μπένης    Θεόδωρος Σκέντος    Κώστας Ταβουλτσίδης    Ρεβέκκα Παυλίδου    Παντελής Κελεσίδης    Δημήτρης Λιμνιώτης    Εύη Οικονομίδου Αντιγόνη Πούρου Τάσος Κάρτας Ωρίων Δημητρακόπουλος Φώτης Μότσης Παύλος Α. Παρασκευαΐδης Μαίρη Γιωταξή    Ανδρέας Αγγελόπουλος    Παναγιώτης Καλαχάνης    Βασιλική Καλαχάνη    Βρούσγος Νικόλαος    Γεώργιος Βελλιανίτης    Χρήστος Νιάρος    Κώστας Χρυσός    Μιχάλης Παπαντωνόπουλος    Χρυσούλα Στρουμπή    Μάνος Πρίτης    Μάρκος Σκληβανιώτης    Κυρίτση Έλενα    Γιώργος Άπειρος Νικηφόρος Δημητρίου    Νεφέλη Α. Γ.    Μαρία Κίτρα    Μιχάλης Βερβελάκης    Ελένη Εφορακοπούλου   
Πεζογραφία
 
Φίλιππος Μουζάς

"Υπάρχουν δύο εκδοχές να εξηγήσω αυτό που μου συμβαίνει", σκεφτόταν ο Βασίλης προσπαθώντας να συνέλθει από εκείνη την παράξενη αίσθηση και τον πονοκέφαλο. "Η πρώτη είναι πως είμαι ακόμα μεθυσμένος από το χθεσινοβραδυνό πάρτυ. Η δεύτερη, πως μετενσαρκώθηκα στο σώμα κάποιου άλλου, ο οποίος προφανώς βρισκόταν επίσης σε κάποιο πάρτυ. Η τρίτη, πως βρέθηκα τυχαία στη δίνη κάποιου κοσμικού φαινομένου και μεταφέρθηκα κάπου στο χωροχρόνο. Θα πρέπει λοιπόν να λάβω σοβαρά υπ’ όψη μου και τις τέσσερις. Ενδεχομένως να υπάρχει και έκτη.

Α, ναι, ίσως και να ονειρεύομαι. Στην ουσία αυτό που ζώ τώρα είτε είναι πραγματικότητα, είτε δεν είναι. Απλά πράγματα. Αν έχω παραισθήσεις, όλα είναι εντάξει. Αν όμως αυτή είναι η πραγματικότητα; Τότε πώς ήρθα εδώ; Κι η προηγούμενη πραγματικότητα που ζούσα, ήταν όντως πραγματικότητα ή ψευδαίσθηση; Μπα, εικοσιτέσσερα χρόνια ζωής είναι πάρα πολλά για να τα έχω περάσει μέσα σε μια ψευδαίσθηση. Κάπου όμως έχω διαβάσει ότι κατά τη διάρκεια των ονείρων οι εμπειρίες που μπορείς να βιώσεις είναι ταχύτατες. Ίσως... ίσως η πραγματικότητά μου να είναι ένας κόσμος όπου η μέρα να διαρκεί εικοσιτέσσερα χρόνια και η νύχτα άλλο τόσο και σήμερα το βράδυ -αυτό που κρατάει εικοσιτέσσερα χρόνια δηλαδή- να ονειρεύτηκα ότι ζούσα σ’ έναν κόσμο όπου η μέρα και η νύχτα διαρκούν δώδεκα ώρες. Αυτό είναι. Και τώρα ξύπνησα. Δηλαδή όλη μου η ζωή μπορεί να ήταν ένα όνειρο; Είναι κι αυτή βέβαια μια άποψη..."

Ο Βασίλης έξυσε το κεφάλι του μπερδεμένος. "Δηλαδή τόσα χρόνια άδικα καθόμουν και διάβαζα για να πάρω απολυτήριο νηπιαγωγείου, δημοτικού, γυμνασίου, λυκείου; Ματαιότης ματαιοτήτων εαυτέ μου Βασίλη, αν είναι κι αυτό το πραγματικό σου όνομα. Ευτυχώς που απέτυχα στις εξετάσεις για το Πανεπιστήμιο." συνέχεια

 
Μιχάλης Μενεγάκης

Ποιος είναι Εκείνος που κοιτά μα δε δίνει σημάδια της ύπαρξής του; Ποιος είναι Αυτός που με πόνο στη καρδιά εξιστορεί περιπέτειες για μέρη που δε θα’ θελε να φτάσουμε; Γιατί να συμβαίνει αυτό; Γιατί να’ μαστε στη σκιά της δύναμης που προτείνει ελευθερία και δρόμους που ποτέ δε βαδίσαμε; Ξέρω πως δε πρέπει πια να σκέφτομαι, γιατί αυτό είναι το μέρος Εκείνου? το μέρος όπου οι απαντήσεις είναι άχρηστες, γιατί δεν υπάρχουν ερωτήσεις. Ας μείνω λοιπόν εδώ, να παρατηρώ αυτό που βλέπω κι αυτό που υπάρχει για μένα, τίποτα άλλο.

Και βλέπω ένα τεράστιο δέντρο, με μεγάλα, φορτωμένα με φύλλα κλαδιά, να κρύβουν τον ήλιο και να αναρωτιέμαι· γιατί δε μ' αφήνουν στα μέρη που έχω συνηθίσει μα πάντα με σπρώχνουν σε κάτι καινούργιο, κάτι που συνήθισα να λεω πρωτοποριακό;

Και κουνάνε απ' τον άνεμο τα κλαδιά και χαϊδεύουν σκληρά όλο μου το σώμα, με κάνουν να εξαρτώμαι απ’ αυτά, να νιώθω όλο και περισσότερο αναγκαία την ύπαρξη τους, να γίνομαι παιδί τους.

Και αφού γίνω παιδί τους, νιώθω πιο θαρραλέος, όλο και περισσότερο έτοιμος να υπερβώ τη κυριαρχία των κλαδιών που με κρατούν δέσμιο της ανάγκης να τα ακολουθώ παντού· να με οδηγούν σε δρόμους νέους. Και κάνω την προσπάθεια, πιάνομαι απ' το μεγαλύτερο κλαδί που βρίσκω μπροστά μου, ν' ανέβω ψηλότερα, να φτάσω εκεί που κανείς δεν έφτασε, κανείς απ’ τον εαυτό μου.

Κρέμομαι, μα το κλαδί σπάει, και μένω εκεί, σε ένα ακόμα χαμηλότερο σημείο να ψάχνω τρόπο ν' ανέβω ψηλότερα· να υπερβώ το δέντρο και την κυριαρχία του· το δέντρο της ανάγκης.

Να πιαστώ απ' το κορμό δε μπορώ, είναι μεγάλος για μένα και ποτέ έτοιμος να με δεχτεί. Μα μόνο αυτό βλέπω, να πατώ στα κλαδιά που θρέφουν την ανάγκη μου και όλο ψηλότερα να φτάνω…(Στη σαίτα του τίποτα) συνέχεια

 
  
Ποίηση
 
Ρεβέκκα Παυλίδου

Όνειρα ...με φτύνουν κι αυτά.
Τις νύχτες που ξεψυχάω ,
με στοιχειώνουν ανθρώπινες κραυγές.
Σκοτάδι στην άβυσσο και στα μάτια σου.
Φοβάμαι την όψη σου.
Μη τρομάζεις απ' τα χρώματα
είναι αθώα χαμόγελα.
Το ξέρω ραγίζει η ψυχή σου απ' το κλάμα.
Νιώσε με, είμαι πολύ κοντά.
Κοίτα! Ξεθωριάζουν τα χρώματα.
Σβήνει η λάμψη σου.
Φοβάμαι.
Σε ψάχνω, σε χρειάζομαι.
Σε βλέπω δίχως σκιά..
Χάνεσαι σε λίγα λεπτά
Παραξενεύομαι. Μένω ακίνητη να σε περιμένω
περιμένω.. Περιμένω...
Λυγίζει το βλέμμα μου,
εσύ πουθενά !
Σκέφτομαι πως λείπεις και απογοητεύομαι ..
Μου λείπεις
Σ' ακούω να κλαις
Σε φιλάω γλυκά . Σ'αποχαιρετώ ...

Είσαι νεκρός τώρα από μέρες,
σου μοιάζει το χρώμα του ουρανού.
Θλίψη δε χωράει στη ψυχή μου...
Είναι που την πήρες κι αυτή μαζί σου φεύγοντας..

Τα πιο όμορφα μονοπάτια τα διαβήκαμε μαζί συνέχεια

 
Μαρία Πισιώτη

Θέλω να γελάς

Ουράνιο τόξο θα γενώ
τα σύννεφα βροχής
να εξαφανίσω.
Θέλω να γελάς.
Τα μαύρα νέφη της καρδιάς
με άνθη θα στολίσω.
Το παράπονο στα χείλη,
χαμόγελο ας γενεί,
κι ο πόνος σου στα
στήθη μου ας πνιγεί.
Θέλω να γελάς.
Ταιριάζει τόσο
στην τρυφερή μορφή σου.

Η Τρίτη υπόσταση

Το κορμί καταπονημένο.
Το πρόσωπο αυλακωμένο.
Η ψυχή τριάντα χρόνων γιαγιά.
Η σκέψη ώριμη.
Πετά.
Δεν έχει σίδερα ούτε αλυσίδες.
Δεκαεπτά χρόνων η καρδιά.
Εκεί σταμάτησε το ρολόι.
Ονειρεύεται κρυφά.
Σε λιβάδια σεργιανά.
Πράσινα, γαλάζια, δεν έχει σημασία.
Κάποτε κλαίει,
κάποτε γελά.
Μα νιώθει χαρά.
Ελεύθερη ακόμα συνέχεια

 
  
Αθενάκη Δήμητρα
Γεννήθηκα το 1966. Έγραφα πάντα προσπαθώντας να ξεράσω στο χαρτί ότι με βασάνιζε και πονούσε. Έξορκιζα έτσι το κακό όταν δεν ήταν δίπλα μου οι κολλητές μου να με σώσουν. Αργότερα έμαθα και να διασκεδάζω με αυτόν τον τρόπο. Σπούδασα Μηχανικός Παραγωγής & Διοίκησης στα Χανιά. Από την ίδια σχολή πήρα και το Μάστερ. Κατέληξα μητέρα δυο πανέρμορφων παιδιών να δηλώνω μόνιμη κάτοικος Χανίων. Τί καταλάβατε τώρα για μένα; Θα μπορούσα σε μια παράγραφο να με χωρέσω ολόκληρη; Ποτέ και δεν φταίνε γι' αυτό οι φυσικές διαστάσεις μου! Ισως κάπου μέσα από τις λέξεις να συναντηθούμε, να γνωριστούμε στο μέρος που εμείς δημιουργούμε. Ίσως...

Οι πλαστικές σακούλες

Πρακτορείο λεωφορείων. Κόσμος πολύς κι ας είναι σχεδόν αξημέρωτα ακόμη, κανένας δεν είναι φρέσκος. Ίσως φταίει ο φωτισμός και οι αντανακλάσεις πάνω στις δερμάτινες καρέκλες. Είναι αρχές Δεκέμβρη κι ο μέσος όρος ηλικίας υπερβαίνει τα 50. Μια τραγιάσκα που και που σπάει την μονοτονία των φαρδιών μετώπων. Όλοι περιμένουν. Τουλάχιστον το λεωφορείο. Είναι και μερικοί που δεν περιμένουν τίποτα πια, που τους αρέσουν τα πολυσύχναστα μέρη, αναζητώντας μια μισοφαγωμένη τυρόπιτα ή κανένα παρατημένο μπουκάλι γάλα από κάποιο βιαστικό επιβάτη.
Αποχρώσεις του γκρι και καφέ κυριαρχούν σε αυτή την αίθουσα αναμονής. Τα ίδια χρώματα βρίσκεις και στα πρόσωπα. Ίσως από τη θλίψη για τα νιάτα που χάθηκαν ανεπίστρεπτα. Οι καπνοί, η έντονη μυρωδιά από τον βουλωμένο υπόνομο στις τουαλέτες, η λίγδα και η βρωμιά μου ανακατεύουν το στομάχι. Ίσως και να είναι η μιζέρια.
Οι ασπρόμαυρες φωτογραφίες στους τοίχους συνήθως μου αρέσουν όταν ο υπόλοιπος χώρος λούζεται από χρώματα. Μα εδώ μοιάζουν με απαγορευτικά τοπία, διαφήμιση του αδύνατου. Δεν τρυπούν τους τοίχους αλλά αντίθετα τους φέρνουν προς τα μέσα. Σε κλείνουν ασφυκτικά χωρίς την διέξοδο του ονείρου ή έστω της ανάμνησης.
Κάποια βλέμματα σταματημένα πάνω μου. Δεν φταίει το συγκριτικά νεαρό της ηλικίας. Πάω στοίχημα πως είναι το κίτρινο πανωφόρι μου που αιχμαλωτίζει τη ματιά τους. Τους υπνωτίζει θαρρείς. Μέλισσες ζαλισμένες από το έντονο χρώμα. Ίσως και το τετράδιό μου. Με διαχωρίζει. Όχι μόνο γιατί δεν καπνίζω, δεν καθαρίζω την μύτη μου με το δάχτυλό μου, δεν έχω αυτό το βλέμμα που δεν έχει πια πολλά να περιμένει. Με διαχωρίζει γιατί... Ποιος ξέρει. Ίσως και να μην είναι έτσι. Ευσεβείς πόθοι και τίποτα άλλο. Δεν θα άντεχα την ταύτιση.
Απέναντί μου, δίπλα στη μαύρη τραγιάσκα, μια μαύρη μαντίλα κι ένα πρόσωπο που κουρνιάζει μέσα της σκαμμένο από χιλιάδες ρυτίδες. Χείλη που από τις σούφρες εξαφανίστηκαν, γίνηκαν γραμμές για να εναρμονιστούν με την υπόλοιπη αρχιτεκτονική του προσώπου. Όλο εσοχές, ρωγμές και σκαψίματα. Πόρτα του κτιρίου ισχνή και οριζόντια άνοιξε. Φωνή που είχε κάτι από δόνηση μετασεισμική ακούστηκε:
-Τι ώρα είναι;
Δεν ξέρω τι ώρα είναι. Ξέρω μονάχα πως κοντεύει. Η ώρα των βαρυσήμαντων αποφάσεων. Η επιλογή του φορτίου. Και σε όλα τα πόδια μπροστά σακούλες. Παλιές πλαστικές σακούλες, χωρίς ίσως διαφημίσεις σταμπαρισμένες επάνω τους, απρόσωπες. Κάτι η σύνταξη που είναι λίγη, κάτι η μόδα και η τεχνολογία που δεν φτάνουν ως εδώ ούτε και μέσα από την τηλεόραση. Πάντα κάτι κουβαλούν. Λίγα κουκιά, είπε ο ένας, κρίθινες κουλούρες κι ένα μπουκάλι ρακί είπε κάποιος άλλος. Το κατιτί τους. Από το χωριό στο παιδί στην πόλη. Να φάει και κάτι σπιτικό. Και πάλι πίσω. Εκεί που ξοδεύτηκε μια ζωή. Η δική τους. Κανένα ρουχαλάκι, τίποτα φάρμακα, τις γυρίζουν πίσω γεμάτες. Που και που βλέπεις και μερικές που μοιάζουν δερμάτινες. Όλες σχεδόν τετράγωνες με φερμουάρ που κλείνει από πάνω. Μα κι αυτές έχουν πάνω τους ζωγραφισμένη την φθορά που ο χρόνος και η χρήση άφησε. Όμοια με τα αφεντικά τους.
- Οι επιβάτες για Βρύσες, Ρέθυμνο, Ηράκλειο παρακαλούνται να επιβιβαστούν στο λεωφορείο νούμερο 72.
Οι σακούλες μια μια μπαίνουν μέσα στο λεωφορείο, γεμίζουν τον διάδρομο, τα καθίσματα. Μπορώ να τους δω ολοκάθαρα σα μπαίνουν μέσα στο κρύο σπιτικό τους, να τακτοποιούν το περιεχόμενο και διπλώνοντάς τες με προσοχή να τις τοποθετούν στο συρτάρι ή σε κάποιο ντουλάπι για την επόμενη φορά που θα πάνε στο παιδί. Μέσα σε αυτούς είναι κι εκείνοι που δεν μπορούν το ταξίδι. Που μένουν πάντα πίσω. Με τη σόμπα σβηστή από οικονομία ή από συνήθεια. Με το δικό τους συρτάρι γεμάτο σακούλες ορφανεμένες. Με την δική τους ψυχή γεμάτη έγνοια για τον εγγονό στα ξένα, όπου τίποτα δεν μπορεί να τον φτάσει παρά μονάχα η σκέψη.
"Το ξενάκι μου" έλεγε η γιαγιά και με έσφιγγε στην αγκαλιά της. Κι ας μην με αναγνώριζε τον τελευταίο καιρό. Κι ας ρωτούσε ποια είναι η κοπέλα όταν με πρωταντίκρυζε. Η θεία της έλεγε. Και εκείνη χωρίς δεύτερη σκέψη ή αμφιβολία άνοιγε πάντα μια διάπλατη αγκαλιά για να χωρέσει όλη την μακρόχρονη απουσία μου. Περισσότερο με ένιωθε παρά με έβλεπε.
Με έσπρωχνε για λίγο μακριά, μια φευγαλέα ματιά για την ιδέα και μόνο, για να με ξαναδεχτεί αμέσως μετά. Να ζεστάνει και το άλλο μάγουλο. Έφτιαχνε αμέσως τη μαντίλα σαν η συγκίνηση να την είχε τσαλακώσει. Το τραπέζι στρωνόταν με μιας. Πάνω από τις πλαστικές σακούλες το τραπεζομάντιλο έβγαινε από το συρτάρι κι έντυνε ένα παλιό και χιλιογδαρμένο τραπέζι που αποκτούσε ένα γιορτινό χαμόγελο καλωσορίσματος. Καθόταν δίπλα μου. Και ήταν πάντα εκείνες οι δύο ερωτήσεις που έφερναν ένα κόμπο στο λαιμό μου και δυο δάκρυα που τα έπνιγε η περηφάνια και ο σεβασμός. "Τρως καλά παιδί μου εκεί στην ξενιτιά;" Λες και τα Χανιά ήταν στην άλλη άκρη του κόσμου. "Ναι, γιαγιά. Μαγειρεύω κιόλας." Και η γιαγιά χαμογελούσε ευχαριστημένη. Μέχρι που μια άλλη ανησυχία συννέφιαζε την ματιά της. "Έχει κρύο εκεί; Να ντύνεσαι καλά. Να μην κρυώσεις." Τότε ήταν που το φαγητό με έτρωγε αντί να το τρώω. "Και τα γράμματα πως πάνε;" Ποτέ δεν ξεχνούσε πως ήμουν φοιτήτρια. Ήταν περήφανη γι' αυτό. Αναγκαζόμουν να φωνάζω. Η ακοή της είχε αδυνατίσει απελπιστικά. Καμιά φορά την καταλάβαινα που ερχόταν όχι από τα βήματα που έσερνε αλλά από το σφύριγμα του απορυθμισμένου ακουστικού που κουβαλούσε τις ελπίδες της για επικοινωνία. "Έχεις φίλους καλούς; Να προσέχεις τις παρέες σου παιδί μου. Ο πιο πολύτιμος θησαυρός. Δείξε μου το φίλο σου να σου πω ποιος είσαι λένε. Μπορεί να σε επηρεάσουν. Να τους διαλέγεις." Ένιωθα ευτυχισμένη, αγκαλιασμένη. Μια τρυφερή αγκαλιά με προστάτευε από τους κακούς. Ένα ανάλαφρο αγαπημένο χάδι με σκέπαζε τη νύχτα και έμενε δίπλα μου για να προσέχει τα όνειρά μου μέχρι την αυγή.
Δεν ήταν μόνο η ακοή που έφευγε. Μαζί και η μνήμη. Έμενε μόνο η έγνοια. Την άλλη μέρα οι ίδιες ερωτήσεις. Με την ίδια πάντα σειρά. Κι ερχόταν η ντροπή για την κούραση που η επανάληψη έφερνε.
Στο πρόσωπό της έβλεπα τον πιο προοδευτικό σύμμαχο. "Πρώτα τα γράμματα παιδί μου. Ύστερα η δουλειά. Να είσαι ανεξάρτητη. Κι έχει ο θεός για το παλικάρι. Η ομορφιά φεύγει. Να είναι καλός. Να σ' αγαπά παιδί μου." Αχ, γιαγιά να μπορούσα να σου ανοίξω την καρδιά μου. Να σου δείξω τις πληγές πάνω στο χρησιμοποιημένο κορμί μου και να κλάψουμε μαζί για την παρθενιά της ψυχής που χάθηκε. Με την αγάπη σου γιαγιά γέμιζες τα χέρια μου με δώρα. Σμύρνα, χρυσό και λιβάνι για το παλικάρι. Έσβηνες τα σημάδια από το κορμί μου, με επούλωνες και με έντυνες νυφούλα.
Λίγες οι μέρες που έμενα. Δεν άντεχα το παραπάνω. Γεμάτη φούρια έτρεχε πάνω κάτω να ετοιμάσει το δέμα. Το συρτάρι με τις πλαστικές σακούλες άνοιγε και η φύλαξή τους δικαιωνόταν. Γινόταν προέκταση της φροντίδας της, ίσως ακόμα και της ίδιας της παρουσίας.
Μόνο που αυτή τη φορά γιαγιά θα σε βρω στο νοσοκομείο. Σπασμένο το πόδι. Θρυμματισμένο το λογικό. Μονάχα η έγνοια απόμεινε. Σ' ένα θάλαμο με αγνώστους να ανησυχείς που δεν φοράς την κυλόττα σου. Δεν είναι το πόδι που πονά. Είναι που σου πήραν τη μαντίλα. Είναι που δεν θα έχεις τις σακούλες για να μου δόσεις κάτι από σένα. Λες και η αγάπη δεν θα ήταν ποτέ αρκετή. Είναι που τώρα γιαγιά μετά το φιλί σου, μετά την ερώτηση "τρως καλά παιδί μου στην ξενιτιά;" δεν θα με θυμάσαι γιαγιά. Θα αναρωτιέσαι ποια είναι αυτή η κοπέλα. Η αγκαλιά δεν θα ανοίγει. Σ' έναν άλλο κόσμο τώρα πια. Πήρες και την αγάπη σου μαζί. Αφήνεις τα χέρια μου άδεια, τα όνειρά μου απροστάτευτα, το παλικάρι δεν φαίνεται και κανείς δεν με ντύνει νυφούλα.
Τώρα θα έπαιρνα την σακούλα γεμάτη σκουπίδια. Πρόσεξες την σπατάλη; Κάποτε τα σκουπίδια ήταν λιγότερα. Όχι γιατί οι άνθρωποι ήταν λιγότεροι αλλά γιατί είχαν καλύτερη αίσθηση της οικονομίας. Δεν περίμεναν να ικανοποιηθούν μέσα από την αλλαγή. Τα πράγματα είχαν αξία. Σε συντρόφευαν. Όπως και οι άνθρωποι. Τώρα οι άνθρωποι χάθηκαν. Μαζί και οι αξίες. Κι αυτοί που δεν χάθηκαν μίκρυναν. Όπως εσύ γιαγιά. Έκανες το κρεβάτι να μοιάζει τόσο μεγάλο. Έμεινες μια σταλιά. Δεν μου φάνηκε παράξενο το σπάσιμο του ποδιού. Τόσο εύθραυστη θα μπορούσες να είχες γίνει κομμάτια.
Τα σκουπίδια απλώνονται παντού μέσα και έξω από την αίθουσα αναμονής. Ψάχνω για ένα δοχείο απορριμμάτων. Είναι γεμάτο. Αφήνω το άδειο κουτί της πορτοκαλάδας στο πεζοδρόμιο.
- Παρακαλούνται οι επιβάτες για Χανιά να επιβιβαστούν στο λεωφορείο που έρχεται. Θα φύγει αμέσως.
Μαζί του θα φύγω κι εγώ. Κουρασμένη, απογοητευμένη, με τα χέρια άδεια από σακούλες, από δώρα για το παλικάρι. Και να' ταν άδεια μόνο τα χέρια. Αυτό το κενό μέσα στην καρδιά μου πως θα το γεμίσω;

athenaki@cha.forthnet.gr





Μηνύματα και Επιστολές
Μηνύματα και Επιστολές
Kostas Douridas

The LAND of GODS Since October 1996 Oakville/Τοροντο Canada

*Websites: douridasliterature.com / https://douridasliterature.com/diaspora
*Translated pages: https://douridasliterature.com/metafrasi100.html
σήμερα: