τα ΜΙΚΡΑ ενθυμήματα..
    
Αφιέρωμα στον Γιάννη Αργυρόπουλο
Click to download the main image download main image Click to download the main image
Οι φωνές του ποιήματος
Με αφορμή το ποίημα «Η Σίβυλλα στο παιδί» της Μαρίνας Τσβετάγιεβα

«Την προσωπικότητα όμως του δημιουργού, αυτήν, δεν τη βλέπουμε ούτε την ακούμε. Είναι βιωμένη εκ των ένδον, σαν μια δραστηριότητα που βλέπει, ακούει, κινείται και θυμάται, όχι ενσαρκωμένη μα που ενσαρκώνει, και που, εκ των υστέρων, αντικατοπτρίζεται σε ένα μορφοποιημένο αντικείμενο. Το αισθητικό αντικείμενο είναι μία δημιουργία που εμπεριέχει τον δημιουργό της: αυτός βρίσκει ξανά μέσα της τον εαυτό του, συναισθάνεται έντονα την δημιουργική του δραστηριότητα». Μιχαήλ Μπαχτίν, «Το πρόβλημα του περιεχομένου, του υλικού και της μορφής στο λογοτεχνικό έργο», (103)

Ποιες είναι οι φωνές του ποιήματος; Ποια η σχέση έργου και προσώπου; Ποιο το πρόσωπο που την φωνή του ακούμε μέσα από το ποίημα; Η ερώτηση με ενδιαφέρει διττά: από την πλευρά του ποιητή, κι από την πλευρά του αναγνώστη. Αυτός που γράφει: έχει μία ή πολλές φωνές; Οι φωνές αυτές σε ποιόν ανήκουν; Είναι δικές του ή είναι φορέας τους; Κι αυτός που διαβάζει: η ανάγνωση είναι μία διαδικασία ταύτισης ή διαφοροποίησης; Κι αν είναι ταύτιση, με ποια φωνή, εκείνη του ομιλώντος ή εκείνη του αποδέκτου της φωνής; Το ποίημα ενσωματώνει τον αναγνώστη και την φωνή του; Μαζί με την επανεγγραφή της ανάγνωσης με ενδιαφέρει η περίσταση της γραφής, το αρχικό έναυσμα που δίνει την ώθηση στην δημιουργία, η ποίηση ως ενσάρκωση.

Καθώς διαβάζω ξανά και ξανά Μαρίνα Τσβετάγιεβα εισχωρώ μέσα σε ένα κόσμο όπου δεν δύναμαι να ξεχωρίσω το έργο από το πρόσωπο που το εκφέρει, όπου το έργο δηλαδή φέρει μέσα του ακέραιο το πρόσωπο του δημιουργού. Στο έργο της Μαρίνας Τσβετάγιεβα η συνύπαρξη του έργου και του δημιουργού φύεται μέσα από μία υβριδική κατασκευή, έναν οργανισμό ζωντανό που μέσα του συνενώνονται όπως μέσα σε δύο σιαμαία αδέλφια τα πρόσωπα της δημιουργού και τα πρόσωπα του έργου. Θέλοντας να υποστηρίξω την παραπάνω σκέψη, φέρνω προς ανάγνωση το ποίημα «Η Σίβυλλα στο παιδί», που ανήκει σε μία σειρά ποιημάτων αφιερωμένων στο πρόσωπο της Σίβυλλας.

 

«Η Σίβυλλα στο παιδί»,
Σφίξου, παιδί μου,
Πάνω στο στήθος μου:
Η γέννηση είναι μία πτώση μέσα στις μέρες.

Από τα βράχια του πουθενά, πιο πάνω κι από τα σύννεφα,
Παιδί μου,
Πώς έπεσες χαμηλά!
'Ησουν πνεύμα, έγινες σκόνη!

Κλάψε, μικρό μου, για αυτούς και για μας!
Η γέννηση είναι μία πτώση μέσα στις ώρες!

Κλάψε, μικρό μου, προς το μέλλον, και ακόμα:
Η γέννηση είναι μία πτώση μέσα στο αίμα!

Και μέσα στη σκόνη,
Και μέσα στις ώρες...

Πού είναι οι λάμψεις των θαυμάτων του;
Κλάψε, μικρό μου: γέννηση μέσα στην βαρύτητα!

Πού είναι τα ορυκτά της γενναιοδωρίας του;
Κλάψε, μικρό μου: γέννηση μέσα στους υπολογισμούς,

Και μέσα στο αίμα,
Και μες στον ιδρώτα...

Αλλά θα σηκωθείς! Αυτό που σε τούτο τον κόσμο ονομάζουμε
Θάνατο, είναι μία πτώση στο στερέωμα.

Αλλά θα δεις! Σε τούτο τον κόσμο, να κλείνεις
Τα βλέφαρα, είναι μία γέννηση στο φως.

Ο θάνατος, μικρό μου, δεν είναι  να κοιμάσαι, αλλά να εγείρεσαι:
Δεν είναι να κοιμάσαι, αλλά να επιστρέφεις.

Αρμένισε, μικρό μου! 'Ενα σκαλοπάτι ήδη το έχεις
Διαβεί...

                   -'Εγερση προς την μέρα!

                                      17 Μαίου 1922

 


Ποιος μιλάει μέσα στο ποίημα ετούτο και σε ποιόν;
Μιλάει η Σίβυλλα σε ένα παιδί, μας λέει ο τίτλος. Ποιο είναι το παιδί αυτό; Το ερώτημα μένει ανοικτό μιας και η ποιήτρια δεν ονοματίζει το παιδί στο οποίο το ποίημα απευθύνεται. 'Οπως και μέσα στο ποίημα δεν ονοματίζει αυτόν που εκφέρει τα λόγια προς το παιδί, αφού το όνομα της Σίβυλλας δεν αναγράφεται παρά μόνο στον τίτλο.

Ας ξεχάσουμε προς στιγμήν τον τίτλο, κι ας μιλήσουμε για το σώμα του ποιήματος. Πρόκειται για την ομιλία, την απεύθυνση  ενός προσώπου προς ένα μικρό παιδί. Στην πρώτη ανάγνωση μας διατίθεται ένα μεταφυσικό ποίημα, ένα ποίημα που μιλάει για την τραγωδία της ύπαρξης, την τραγωδία της γέννησης και του θανάτου.

Ας σταθούμε λίγο εδώ, κι ας σκεφτούμε την περίσταση. Η περίσταση του ποιήματος είναι το εφαλτήριο γεγονός που δίνει στον ποιητή την ώθηση του λόγου. Υποθέτουμε εδώ ότι σε κάθε έργο υπάρχει μία αρχική παρόρμηση στον δημιουργό, με άλλα λόγια στον δημιουργό ασκείται μία δύναμη που οδηγεί στην δράση. Στην ποίηση η δράση είναι η κίνηση του λόγου, είναι η ενσάρκωση του. Είναι αδιάφορο αν η δύναμη -η περίσταση- είναι εσωτερική ή προέρχεται από ένα εξωτερικό αίτιο: ακόμα κι αν το αίτιο είναι εξωτερικό, πρέπει να ενσαρκωθεί από τον δημιουργό για να του δοθεί κατόπιν από μέσα το αίτημα για δράση. Στην αρχαία ποίηση η δύναμη έρχεται από έξω- ο ποιητής δεν έχει παρά να την δεχθεί. Ακόμα παραπάνω- χωρίς αυτήν ο ποιητής είναι ανήμπορος. Ο ποιητής εμφανίζεται ως φορέας μίας εντολής εξωτερικής, θεϊκής, που χωρίς αυτήν και την δύναμή της δεν υπάρχει άσμα. Ας κρατήσουμε εδώ το θέμα της δύναμης και του φορέα της, του ποιητή. Μία αρχική δύναμη- κατόπιν ο εκφωνούμενος λόγος. Μία αρχική δύναμη που έχει όμως την ρίζα της στον λόγο και ως λόγος άμορφος εφορμάται προς την εκφορά του, την μορφοποίηση του. Εδώ η εκφορά ξεκινά με δεύτερο πρόσωπο σε ένα ρήμα, ακόμα παραπάνω ξεκινά με δεύτερο πρόσωπο ρήματος σε προστακτική. «Σφίξου πάνω στο στήθος μου» λέει η προστακτική, για να συνεχίσει με το «κλάψε». Εφόσον το ποίημα είναι σε δεύτερο πρόσωπο, απευθύνεται εκτός από το παιδί του τίτλου, σε εμάς που το διαβάζουμε, στον ίδιο τον αναγνώστη. Διαβάζοντας το ποίημα ακούμε το πρόσωπο που μιλά να μας απευθύνει τον λόγο, να μας προστάζει, να μας εξηγεί. Ο αναγνώστης του ποιήματος είναι το παιδί του τίτλου, το παιδί είναι ο κάθε άνθρωπος που θα μεγαλώσει ή επίσης ο κάθε άνθρωπος που κάποτε υπήρξε παιδί.

Με τους δύο πρώτους στίχους, αρχίζουν να υπάρχουν μαζί, σε συνύπαρξη, τα δύο πρόσωπα, αυτού που ομιλεί κι εκείνου που ακούει. Κι αυτά τα δύο πρόσωπα, εκείνο που ομιλεί και εκείνο που ακούει, υπάρχουν ολοκληρωμένα, μέσα από τον λόγο αλλά και μέσα από το σώμα τους: «Σφίξου παιδί μου», λέει εκείνος που ομιλεί, «πάνω στο στήθος μου»: Τα δύο σώματα, του ομιλητή και του ακροατή των λόγων ή αναγνώστη, λαμβάνουν την εντολή να σφιχτούν το ένα πάνω στο στήθος του άλλου. Το παιδικό σώμα (κι εδώ διευκρινίζουμε ότι στο εξής μαζί με το παιδί εννοοούμε τον αναγνώστη) πρέπει να σφιχτεί πάνω στο μεγαλύτερο σώμα που το αγκαλιάζει για να το προστατέψει, αλλά ίσως πρέπει να πλησιάσει επίσης το στήθος για να παρηγορηθεί από την πείνα παίρνοντας την θηλή. Αυτού του στήθους, που από τον τίτλο γνωρίζουμε πως είναι γυναικείο, μόλις και υπαινίσσεται εδώ η θηλύτης, η ικανότης του να ανατρέφει και να τρέφει. Ας λάβουμε υπόψη πως η λεκτική αναφορά στα δύο σώματα σε επαφή γίνεται μόνο στην αρχή του ποιήματος με την προσταγή των δύο πρώτων στίχων. Είναι όμως η συνολική του σκηνοθεσία: τα σώματα θα συνεχίσουν να υφίστανται καθόλη την διάρκεια του ποιήματος σαν εικόνα και σαν γεγονός αφού η αρχική προσταγή υποθέτουμε πως πραγματοποιείται και τα δύο πρόσωπα, του ομιλούντος και του ακροατή του λόγου, μένουν το ένα αγκαλιά με το άλλο κατά την διάρκεια ολόκληρης της εκφώνησης. Ως εδώ:  Ο λόγος μίας γυναίκας τροφού (με την διπλή έννοια εκείνης που τρέφει και ανατρέφει) προς ένα παιδί που βρίσκεται πάνω στο στήθος

Είναι το παιδί μωρό; Λόγω της απεύθυνσης που το ποίημα ενσαρκώνει, απεύθυνσης γυναίκας προς το παιδί στην αγκαλιά της, το ποίημα ακούγεται σαν νανούρισμα, νανούρισμα μωρού που κλαίει. 'Η που ακόμα δεν άρχισε να κλαίει, αφού η προστακτική στο ρήμα «κλάψε» είναι πιθανόν προσταγή για να αρχίσει το κλάμα, αλλά μπορεί να είναι προσταγή για συνεχιστεί ένα ήδη αρχινισμένο πριν ξεκινήσει το ποίημα, κλάμα, ένα κλάμα που στέκεται η αφορμή του ποιήματος, που δίνει στη γυναίκα την αφορμή να πάρει στην αγκαλιά της το μωρό και να αρχίσει το λόγο.

Και ο λόγος της γυναίκας δεν προσπαθεί να ησυχάσει το μωρό, να σταματήσει το κλάμα του με την ευχή της ωραίας ζωής, με την απαρίθμηση όπως είθισται των χαρών της που είθε να απολαύσει μεγαλώνοντας, και που ξορκίζοντας το μέλλον οι μανάδες τραγουδούν γλυκά στα παιδιά τους καθώς τα κοιμίζουν. Αντίθετα, η γυναίκα που απευθύνεται στο παιδί του μιλάει μόνο για την τραγωδία της ύπαρξης. Ξαναγυρνώντας λοιπόν στην περίσταση, μία ακόμα εκδοχή: πρόκειται για ένα νανούρισμα νεογέννητου, του οποίου το κλάμα είναι η πρώτη αναπνοή, η αναπνοή του μωρού που μόλις βγήκε στο φως. 'Αλλωστε ο τρίτος στίχος του ποιήματος, και οι επόμενες τρεις στροφές μιλούν μονάχα για το δράμα της γέννησης. Για την γέννηση ως πτώση, πτώση από ψηλά, πτώση στις μέρες, στην σκόνη, στις ώρες, στο αίμα, αλλά και στον ιδρώτα, την βαρύτητα, τους υπολογισμούς. Στην εισαγωγή του θέματος στον τρίτο στίχο, το πρόσωπο λέει: «Η γέννηση είναι μία πτώση μέσα στις μέρες». Ας δούμε και τη συνέχεια:

 

Η γέννηση είναι μία πτώση μέσα στις μέρες.

Από τα βράχια του πουθενά, πιο πάνω κι από τα σύννεφα,
Παιδί μου,
Πώς έπεσες χαμηλά!
'Ησουν πνεύμα, έγινες σκόνη!

Κλάψε, μικρό μου, για αυτούς και για μας!
Η γέννηση είναι μία πτώση μέσα στις ώρες!

 

Αφού δώσει στο παιδί την παραίνεση να σφιχτεί πάνω στο στήθος της, η γυναίκα εξηγεί πως η γέννηση -η έλευση στην ζωή- είναι μία πτώση μέσα στις μέρες και μέσα στις ώρες. Στο ποίημα, το θέμα της πτώσης στις μέρες που επανέρχεται αργότερα ως πτώση στις ώρες πλαισιώνει μία δεύτερη στροφή όπου επεξηγείται αυτή καθεαυτή η ιδέα της πτώσης. Επεξηγείται με χωρικούς όρους, αφού γίνεται «από τα βράχια του πουθενά», «πιο ψηλά κι από τα σύννεφα», και είναι μαζί μεταφορικά η συνεπαγωγή της γέννησης, δηλαδή της μεταμόρφωσης της ύπαρξης από πνεύμα σε σώμα, σώμα που πρόκειται να πεθάνει, σώμα στο τελικό του μέλλον δηλαδή σκόνη. Η γέννηση είναι έλευση στην θνητότητα και η πτώση που χρησιμοποιείται εδώ για να την εκφράσει, θυμίζοντας μαζί την πτώση των πρωτοπλάστων, ισοδυναμεί στους στίχους με την ύπαρξη και την βίωση του χρόνου: ένας αθάνατος δεν έχει χρόνο. Η πτώση του θνητού βρέφους στην ζωή είναι η βιβλική πτώση από τον Παράδεισο (τα βράχια του πουθενά, πιο ψηλά κι από τα σύννεφα, η αμεριμνησία) μέσα στις μέρες. Εδώ οι μέρες εννοούνται ταυτόχρονα σαν χρόνος, σαν ημερόνυχτα κατά τα οποία ο ήλιος εμφανίζεται και χάνεται, σαν καθημερινότητα της ζωής και όλων όσων αυτή συνεπάγεται, αλλά και σαν τον πεπερασμένο αριθμό τους που το βρέφος θα ζήσει κατά την διάρκεια της ζωής του. Το παιδί καθώς γεννιέται κι έρχεται στη ζωή ενσωματώνει την πτώση του μέσα στις μέρες, ενσωματώνει την πτώση του μέσα στον χρόνο, ενσωματώνει την πτώση του μέσα στην διάρκεια και το πεπερασμένο της ύπαρξής του. Το παιδί καθώς γεννιέται ενσωματώνει την πτώση του από την αθανασία στην θνητότητα.. Αλλά η μητέρα του δεν κλαίει για τον επικείμενο θάνατό του, όσο μακριά αυτός κι αν βρίσκεται, αλλά για την απώλεια της αθανασίας του μέσα στις ώρες, την απώλεια της αθανασίας του μέσα στον βιωμένο χρόνο των ημερών του. Η φωνή λέει στο παιδί να κλάψει γιατί ενσαρκώθηκε, γιατί άρχισε μόλις να υπάρχει ως σώμα: 'Οπως του λέει: «'Ησουν πνεύμα, έγινες σκόνη». 'Ησουν αέρας, έγινες σώμα. Και συνεχίζει: γέννηση μέσα στις ημέρες, τις ώρες, γέννηση μέσα στο αίμα, την σκόνη, τον ιδρώτα, την βαρύτητα, τους υπολογισμούς, πτώση στην γη από τον ουρανό.

Η πτώση του παιδιού, η ενσάρκωσή του με την γέννηση είναι λοιπόν η πτώση στην θνητότητα και τον καθημερινό χρόνο, στον μόχθο και την αγωνία του (ιδρώτας), τον πόνο και τα πάθη, (αίμα και ιδρώτας), την ανάγκη (βαρύτητα), τον ευτελισμό του πνεύματος προς χάριν της ικανοποίησης της ανάγκης (υπολογισμοί). Με την αναφορά στον ιδρώτα κλείνει ένα πρώτο μέρος στο ποίημα, το μέρος όπου η φωνή που ομιλεί και προστάζοντας το κλάμα εξηγεί τους λόγους του - ή, αν το δούμε αντίστροφα, το μέρος όπου εκφέρεται η φωνή της κατανόησης προς το παιδί που κλαίει («Ξέρω, μικρό μου... Να γιατί κλαις)- και ερχόμαστε στο δεύτερο:

 

Αλλά θα σηκωθείς! Αυτό που σε τούτο τον κόσμο ονομάζουμε
Θάνατο, είναι μία πτώση στο στερέωμα.

Αλλά θα δεις! Σε τούτο τον κόσμο, να κλείνεις
Τα βλέφαρα, είναι μία γέννηση στο φως.

Ο θάνατος, μικρό μου, δεν είναι  να κοιμάσαι, αλλά να εγείρεσαι:
Δεν είναι να κοιμάσαι, αλλά να επιστρέφεις.

Αρμένισε, μικρό μου! 'Ενα σκαλοπάτι ήδη το έχεις
Διαβεί...

                   -'Εγερση προς την μέρα!

 

Σε αυτό το δεύτερο μισό του ποιήματος πραγματοποιείται η αντίστροφη κίνηση, η αναφορά στον θάνατο ως ανύψωση (μετά την πτώση της γέννησης). Το παιδί τώρα θα παρηγορηθεί από την φωνή, όχι με την υπόσχεση της γλυκύτητας της ζωής που θα έρθει, αλλά με την αναμονή του θανάτου. Ο θάνατος αναμένεται σαν η εκπλήρωση της ζωής, ως η επιστροφή στην αθανασία που εγκαταλείφθηκε με την γέννηση. Σε αυτό το αντίστροφο νανούρισμα όπου η γέννηση είναι πτώση, ο θάνατος είναι έγερση. Και ο ύπνος που εδώ εμφανίζεται σαν μία πλευρά ή η συνεκδοχή του θανάτου είναι η πραγματική γέννηση, η γέννηση στο φως. Με τον θάνατο -με τον ύπνο- με το κλείσιμο των βλεφάρων, ο άνθρωπος εγείρεται, ο άνθρωπος επιστρέφει στον ουρανό και στο φως, ανεβαίνει το σκαλοπάτι προς τον κόσμο των πρωτόπλαστων, επιστρέφει στην αθανασία. Και τότε, μπορεί να αρμενίσει, να ταξιδέψει. Το αρμένισμα στον ύπνο, μεταφορικά το όνειρο κι ο θάνατος μαζί, αντιστοιχώντας στο κλείσιμο των βλεφάρων δηλαδή στο ξέχασμα του σώματος, είναι το ξύπνημα της ζωής της ψυχής, που όμως δεν κατονομάζεται σαν τέτοια, παρά σαν πνεύμα. Με τον θάνατο, αλλά και με τον οιωνό του τον ύπνο, το μικρό παιδί μπορεί να εγερθεί σε αυτό που η μέρα σημαίνει χωρίς τη νύχτα, δηλαδή στο φως, την αθανασία. 'Ετσι μαζί, η ελπίδα που ψελλίζει η φωνή, η ευχή προς τον μικρό άνθρωπο και παρηγοριά για το κλάμα του, είναι μαζί η οριστική -το αμετάκλητο τέλος και ανύψωση- δηλαδή ο θάνατος, αλλά και η προσωρινή, η καθημερινή ελπίδα που συνοδεύει την μέρα, ο ύπνος και τα όνειρα.

Διαβάσαμε προς το παρόν το ποίημα χωρίς καθόλου να συνυπολογίσουμε στην ανάγνωση τον τίτλο- αφήσαμε επίσης κατά μέρος το τρίτο πρόσωπο που εμφανίζεται με τις δύο κτητικές αντωνυμίες «του», αναφερόμενες στα προτασιακά μέρη «οι λάμψεις των θαυμάτων του» και «τα ορυκτά της γενναιοδωρίας του». Ποιες ήταν μέχρι εδώ οι φωνές και τι τραγουδούσαν; Νανούρισμα της γυναίκας-μητέρας-ενήλικα-θνητής ή αθάνατης προς ένα παιδί-θνητό-βρέφος-αναγνώστη. Η σκηνή; Δύο σώματα αγκαλιά το ένα μέσα στο άλλο, το γυναικείο και το παιδικό. Η περίσταση; Η ύπαρξη, η ομιλία.  Η γέννηση, το βρεφικό κλάμα, ο ύπνος ως θάνατος.

Μετά την πρώτη ανάγνωση του ποιήματος χωρίς τίτλο, θα επιχειρήσουμε την επόμενη φορά μία ακόμα ανάγνωση με την επίγνωση πλέον του τίτλου και της βιογραφίας του προσώπου της ποιήτριας.

 

fogianni@arch.uth.gr

ΠΑΡΑΠΟΜΠΗ: http://www.kirjasto.sci.fi/tsveta.htm

 

Πηγή: e-poema.eu