"Εγινα ως δεκατέσσερων χρονών και πήγα εις έναν πατριώτη μου εις Ντεσφίνα 'Ηταν ο αδελφός του με τον Αλήπασια και ήταν ζαπίτης αυτός εις την Ντεσφίναν. Στάθηκα με εκείνον μιαν ημέρα. 'Ηταν γιορτή και παγγύρι τ'Αγιαννιού. Πήγαμεν εις το παγγύρι, μόδωσε το ντουφέκι του να το βαστώ. Εγώ θέλησα να το ρίξω, ετζακίστη. Τότε μ' έπιασε σε όλον τον κόσμον ομπρός και με πέθανε εις το ξύλο. Δεν μ' έβλαβε το ξύλο τόσο, περισσότερον η ντροπή του κόσμου. Τότε όλοι τρώγαν και πίναν και εγώ έκλαιγα.
Αυτό το παράπονον δεν ηύρα άλλον κριτή να το ειπώ να με δικιώση, έκρινα εύλογον να προστρέξω εις τον Αϊγιάννη, ότι εις το σπίτι του μόγινε αυτείνη η ζημία και η ατιμία. Μπαίνω την νύχτα μέσα εις την εκκλησιά του και κλειω την πόρτα κι' αρχινώ τα κλάματα με μεγάλες φωνές και μετάνοιες, τ' είναι αυτό οπού 'γινε 'σ εμέναν, γομάρι είμαι να με δέρνουν; Και τον περικαλώ να μου δώση άρματα καλά κι' ασημένια και δεκαπέντε πουγγιά χρήματα και εγώ θα του φκιάσω ένα μεγάλο καντήλι ασημένιον.
Με τις πολλές φωνές
κάμαμεν τις συμφωνίες
με τον άγιον".
"..Τότε έφκιασα ντουφέκι ασημένιον, πιστιόλες και άρματα και ένα καντήλι καλό. Και αρματωμένος καλά και συγυρισμένος το πήρα και πήγα εις τον προστάτη μου και ευεργέτη μου κι' αληθινόν φίλον, τον Αϊγιάννη, και σώζεται ως τον σήμερον - έχω και τ' όνομά μου γραμμένο εις το καντήλι. Και τον προσκύνησα με δάκρυα απόμέσα από τα σπλάχνα μου, ότι θυμήθηκα όλες μου τις ταλαιπωρίες οπού δοκίμασα".
"..Αφού πήγαμε μέσα εις την 'Αρτα, μια ημέρα ήρθαν οι πασσάδες εις το κονάκι του μπέγη και όλοι οι σερασκέρηδες οι Αρβανίτες να τον ιδούν. Του λέγω του μπέγη δια την γυναίκα του πατριώτη μου, οπού θα την πάρη ο Χασάνπασιας. Μιλεί των πασσάδων κι' αλλουνών, οτζάκια της Αρβανιτιάς, τους λέγει:
"-Πασσάδες και Μπεηδες, θα χαθούμε. Θα χαθούμε! ο μπέγης τους λέει, ότι ετούτος ο πόλεμος δεν είναι μήτε με τον Μόσκοβον, μήτε με τον Εγγλέζο, μήτε με τον Φραντζέζο. Αδικήσαμεν τον ραγιά και από πλούτη και από τιμή και τον αφανίσαμε, και μαύρισαν τα μάτια του και μας σήκωσε ντουφέκι. Και ο Σουλτάνος το γομάρι δεν ξέρει τι του γίνεται, τον γελάνε εκείνοι οπού τον τρογυρίζουν. Και η αρχή είναι τούτη, οπού θα χαθή το βασίλειόν μας. Πλερώνομε βαριά να βρούμε προδότη και δεν στέκει τρόπος να μαρτυρήση κανένας το μυστικόν, να μάθωμε μόνος του ο ραγιάς μας πολεμεί ή και οι Δυνάμες. Δι' αυτό πλερώνομε και παλουκώνουμε και σκοτώνομε και αλήθεια ποτέ δεν μάθαμε".
(Κεφάλαιον Πρώτον). Τα Απομνημονεύματα του Μακρυγιάννη
συνέχεια
|