τα ΜΙΚΡΑ ενθυμήματα..
    
Αφιέρωμα στον Θανάση Κατσούλα
Click to download the main image download main image Click to download the main image
Τα πρόβατα

Πήγαινα να πάρω τα ρούχα μου και να ξενοικιάσω το δωμάτιο που έμενα μαθητής τότε στο γυμνάσιο της Δημητσάνας. Την παραμονή πήγα να πάρω άδεια από τους αντάρτες που είχαν την έδρα τους στου Κοκκορά ή στου Λώτη. Πέρασα στου Παλούμπα. Ερημιά. Στα πρώτα σπίτια στου Λώτη στο δρόμο με τις φραγκοσυκιές είδα μια γριά ξεδοντιάρα και μονόματη να σέρνει ξύλα για το φούρνο και σήκωνε πολύ μπουχό. Τη ρώτησα που είναι οι αντάρτες. Ήταν καλά πληροφορημένη η γερόντισσα και ήθελε να μου τα ειπεί όλα για να μου δείξει πως το χωριό τους ήταν τόπος με αρχές και πόστα και πολλούς αγωνιστές. Κράτησα μόνο τη λέξη «σχολείο»... και τη διεύθυνση του δάχτυλου της γριάς και προχώρησα. Έφτασα στο σχολείο. Ιούλιος μήνας. Σε τούτον τον τόπο το καλοκαίρι είναι πολύ ζεστό, αποπνιχτικό. Τα δημητριακά θερίζονται στις αρχές του θεριστή και προφταίνουν και τους ντόπιους και τους βουνίσιους της περιοχής, που τα σπαρτά τους αργούν να γίνουν για θερισμό κι αλώνισμα.

Στην αυλή του σχολείου πολλές προβατοκοπριές. Στον ίσκιο της μουριάς κοιμότανε ένας αξύριστος αρματωμένος με τρύπιο το χακί παντελόνι στα γόνατα, βγαλμένες τις αρβύλες και βαλμένες... προσκέφαλο!

Στην είσοδο του σχολείου στέκονταν δύο άλλοι αρματωμένοι και σιγοκουβέντιαζαν. Δεν μου έδωσαν σημασία. Καλημέρισα. Δεν με πρόσεξαν. Παραμέρισαν να περάσω, να μπω. Με τον τρόπο τους μου έλεγαν...πως μέσα είναι... ο πρώτος...Μπήκα. Πριν προλάβω ν' ανοίξω το στόμα μου με πρόλαβε ένας γεροδεμένος σαραντάρης με μαύρα μαλλιά, κατάμαυρο μουστάκι κι ένα δόντι καπρί χρυσό. συνέχεια ->