Δεκέμβριος 2004 / Από την σελίδα
Μικρός Απόπλους http://www.mikrosapoplous.gr/
Στέλιος Α. Δουμένης
«Ταλαντούχος λαϊκός ποιητής, καυστικός και σατυρικός, που φτάνει ακόμη και στην αντιπαράθεση με ορισμένες κοινωνικές φόρμες.
Έχει μεγάλη γκάμα θεμάτων και στην έκφραση του διακρίνονται γλωσσικά ιδιώματα της Σαλαμίνας.
Δεν έχει δημοσιεύσει τίποτα, αλλά αρκετά από τα ποιήματά του είναι γνωστά, γιατί τα απαγγέλει με το δικό του χαρακτηριστικό τρόπο σε φίλους.
Αυτό τον καιρό ετοιμάζει μια συλλογή που πρόκειται να εκδοθεί μέσα στο 1995. Έχει γράψει επίσης αρκετά ποιήματα στ' Αρβανίτικα.»
(από το βιβλίο "Κατάλογος Έργων Σαλαμινίων Συγγραφέων", Σαλαμίνα 1996 των Ηλία Δρίβα - Μαρίας Μπούτση,
απ' όπου και το "Ο αδελφός" και το "Ο ζητιάνος κι ο Σουλτάνος").
Δίπλα στο κράνος μια αρβύλα
κουρέλια πάνω στα κλαδιά
θεέ μου τι ανατριχίλα
λίγο πιο πέρα μια καρδιά.
Την είδα κι είπα πως χτυπούσε
είχε τα φύλλα χιαστί
μου φάνηκε πως με καλούσε
την πήρα κι ήτανε ζεστή.
Τ' όπλο, το κράνος, η αρβύλα
τα πάντα γύρω του εχθρού
μα η καρδιά... θεέ μου φύλα
ήτανε κάποιου αδελφού.
Την κράτησα στα δυό μου χέρια
κι άρχισα να μονολογώ
για των εμπόρων τα δεφτέρια
σήμερα εσύ, αύριο εγώ. |
Ο ζητιάνος κι ο Σουλτάνος
Πήραν τα ρούχα του Σουλτάνου
και τα φορέσαν του ζητιάνου
κι όσοι δεν ξέραν το Σουλτάνο
μετάνοιες κάναν στο ζητιάνο.
Μα κι όσοι ξέραν το Σουλτάνο
και δεν γνωρίζαν πως και τι
μετάνοιες κάνανε κι αυτοί,
Κι ύστερα ντύσαν το Σουλτάνο
λιγδιάρη, κουρελή ζητιάνο
κι όσοι δεν ξέραν τον Σουλτάνο
όξω! φώναζαν στο ζητιάνο.
Μα κι όσοι ξέραν το Σουλτάνο
και δεν γνωρίζαν πως και τι
όξω! φωνάζανε κι αυτοί. |
Tο Γιασεμί κι ο Δυόσμος
Κάποια βραδιά το γιασεμί
και μιαν αυγούλα ο δυόσμος
μου είπανε που κρύβεται
ο πιο ωραίος κόσμος.
Και γω τον φανταζόμουνα
σε μαγικά παλάτια
μα είν' εδώ σε μια καρδιά
και τον φρουρούν δυο μάτια.
Δυο μάτια χρυσοκέντηστα,
δυο χείλη κερασένια,
τόνε φρουρούν κι εμένανε
με βαλαντώνει η έγνοια.
Πώς να μπορέσω να διαβώ
τα κεντησμένα μάτια
και να κατεβώ της καρδιάς
τα μύρια σκαλοπάτια;
Έτσι καθώς μου τά 'πανε
το γιασεμί κι ο δυόσμος,
πως μες στα φύλλα αυτής καρδιάς
κρύβετ' αυτός ο κόσμος.
Θαρρώ πως δεν θα τα διαβώ
τα κεντησμένα μάτια,
μηδέ ποτέ θα κατεβώ
αυτά τα σκαλοπάτια.
Φοβάμαι ότι θα μου πουν
τα κερασένια χείλη,
φτάνει ως εδώ μην προχωράς,
ας μείνουμε δυο φίλοι.
|
Το σήμερα
Αυτό που σήμερα είναι εχτές
ήταν σήμερα εχτές,
μα και το σήμερα μαθές
δεν θά 'ναι αύριο χθες;
Ή μήπως και το αύριο
δεν θά 'ναι χθες μεθαύριο;
Κι όλα μαζί μεθαύριο αν θες,
σήμερα, χθες,
προχθές, αντιπροχθές.
|
Χίλια χείλια
Ήσαν χείλια δυο χιλιάδες
κι άλλες δυό χιλιάδες χείλια.
Τ' αρσενικά ήταν χίλια
και τα θηλυκά άλλα χίλια,
Σμίξανε χείλια και χείλια
τέσσερις χιλιάδες χείλια
κι έγιναν ζευγάρια χίλια.
|
Εάν σκοτώσεις ένανε
Παράξενα μεσ’ το ντουνιά!
δεν δίνουν πέτρα στο φονιά να κάτσει
και βλέπεις ώμους σκαλιστούς,
ασημοχρυσοκεντητούς,
και κάθονται κι ευφραίνονται,
ντουνιά που έχουν κάψει.
Εάν σκοτώσεις ένανε
αλίμονο σε σένανε.
Σκότωσε κόσμο και ντουνιά
να μη σε πουν ποτέ φονιά – να σε θαυμάζουν.
Και να σου κάνουν εορτή
κάθε χρονιά τη μέρα αυτή,
κι όλοι να σε δοξάζουν.
Εάν σκοτώσεις ένανε
αλίμονο σε σένανε.
Κάψανε πόλεις και χωριά
–στον φόνο είχαν απλοχεριά μεγάλη–
για μετά θάνατο τιμή,
χρυσή τους κάνουν προτομή
οι όμοιοί τους οι άλλοι.
Εάν σκοτώσεις ένανε
αλίμονο σε σένανε.
Ακόμα και στις εκκλησιές,
στις τρεις καμάρες ιερές
τους ευλογάνε.
Και με καντήλια ασημωτά
και με ντουζίνες θυμιατά,
τους μοσχοθυμιατάνε.
Εάν σκοτώσεις ένανε
αλίμονο σε σένανε.
|
Είδα τη φωτιά να σκαρφαλώνει
πάνω σ΄ ένα γέρικο πλατάνι,
πιάνονταν κι ανέβαινε τα κλώνια
τρώγοντας του γέροντα τα χρόνια.
Κι είδα της ζωής την ειρωνεία
με τι πείσμα, με τι μίσος και μανία,
έκαιγε η φλόγα το πλατάνι
κι ενώ τό 'ξερε κι αυτή πως θα πεθάνει.
|
Θ' αφήσω να κρίνουν οι άλλοι που θά 'ρθουν,
με τούτους συζώ, συνυπάρχω, με ξεύρουν.
Οι άλλοι που θά 'ρθουν, απλά, δεν θα μ' εύρουν
ουδέ θα μισούνε ουδέ θα ζηλεύουν.
Θ' αφήσω να κρίνουν οι άλλοι που θά 'ρθουν,
αυτοί που στο κάδρο χαρτί θα με βρούνε.
Ετούτοι με βλέπουν, μ' αγγίζουν, με ζούνε,
μπορεί να ζηλεύουν, μπορεί να μισούνε.
Θ' αφήσω να κρίνουν οι άλλοι που θά 'ρθουν,
αυτοί που θα ψάξουν να βρουν τα χαρτιά μου,
και μέσα στην σκέψη να δουν την καρδιά μου,
κι ας νιώσουν για μένα χαρά τα παιδιά μου.
Θα ψάξουν να τά 'βρουν οι άλλοι που θά 'ρθουν,
κι ας τά 'χω κρυμμένα στα καταχώνια,
θα τά 'βρουν να κρίνουν μετά από χρόνια,
κι ας νιώσουν για μένα, χαρά, τα εγγόνια.
|
Τραπέζι έκανε ο Θεός του Διάβολου μια μέρα
και κει που τρώγαν κι έπιναν του λέει για φοβέρα:
— Τί θες και πας στον Οίκο μου κάθε γιορτή και σχόλη
και τί τους λες κρυφά στ' αυτί που ξεσηκώνονται όλοι;
— Τίποτα Παντοδύναμε, αλήθεια σου μιλάω,
πολλοί από τη μερίδα σου με προσκαλούν και πάω.
Πάω κι ακούω τι λεν κρυφά, τι φανερά για σένα,
με την υποκρισία τους τα 'χω κι εγώ χαμένα.
— Διάβολε παραφέρεσαι, γιά μάζεψε το νου σου,
για θα σε φέρω πάρα δω να χάσεις τους δικούς σου.
— Σαν πάρεις την απόφαση για να με φέρεις πάνω
και τους αγγέλους μου και σε, δικούς μου θα σας κάνω.
— Διάβολε κάτσε φρόνιμα στο λέω για καλό σου,
μη βγάζει γλώσσα στο Θεό, θα βρεις το διάβολό σου.
— Μη βλαστημάς Πανάγαθε, ας πιούμε άλλο ένα·
κι έφερε βόλτα την ουρά ξύνοντας τον αυχένα.
— Μη φέρνεις βόλτα την ουρά και ξύνεις τον αυχένα,
τέτοια σου κόλπα πονηρά δεν πιάνουνε σε μένα.
Έχω κι εγώ τους μυστικούς που μου τα παραγγέλνουν
και μη φυτρώνεις διάβολε εκεί που δεν σε σπέρνουν.
Τζάμπα χτυπάς την κεφαλή για να λυγίσει ο βράχος,
εγώ σ' έκανα διάβολο – δεν έγινες μονάχος.
Σ' έκανα νά 'χω κάποιονε τα λάθη να φορτώνω,
κι όταν θελήσεις να μου βγεις την κεφαλή σου λειώνω.
|
Ο Διάβολος και ο Θεός τρώγαν και συζητάγαν,
κάτι δικό τους λέγανε και "χά χα χά" γελάγαν.
Σε μια στιγμή του λέει ο Θεός —Τί γίνεται εκεί κάτω;
τους έχεις βάλει στη σειρά ή είναι άνω-κάτω;
— Εάν τους έχω στη σειρά χωράει αμφιβολία;
Αφού δεν πάει χωρίς εμένα, ένας στην εκκλησία.
— Μα εσύ έχεις κάνει Διάβολε, δουλειά πολύ μεγάλη,
τους πας ντουγρού για το γκρεμό, και “χά χα χά χα” πάλι.
— Μα τι θαρρείς δεν ξέρουμε πως κελαηδούν τ' αηδόνια
και τί μαθαίνω πλάι σου, Θεέ μου, τόσα χρόνια;
— Στο πλάι μου έμαθες πολλά, τώρα κι αυτό να μάθεις,
με τους ανθρώπους λιγοστά γιατί θα τήνε πάθεις.
Όχι μαζί τους χωρατά μην πάρουνε αέρα,
μη σε βρω δίχως κέρατα και κολοβό μια μέρα.
|
Ένας παπάς, γέρο παπάς, έξω απ' το ευαγγέλιο
τα έλεγε τα χωρατά με γούστο και με γέλιο.
Και κάθε Κυριακή μετά την λειτουργία
γέροι και νέοι του χωριού κάνανε απαρτία.
Τρώγανε, πίναν, λέγανε καθένας από ένα
για νά 'ρθει του παπά η σειρά ν' ακούσουνε κανένα.
Έλα παπά, τελειώσαμε, τώρα είναι η σειρά σου
πες μας κανένα χωρατό καλό - απ' τα δικά σου.
— Τί να σας πω μωρέ παιδιά, σας τα 'χω ειπωμένα
μα τώρα και με το κρασί δεν βάνει ο νους μου ένα.
— Έ τότε πες μας Δέσποτα, γι' αυτούς πού 'χουν τα πλούτη
τα 'χουνε δίκαια ή άδικα μέσ' στη ζωή ετούτη;
— Και βέβαια δίκαια τα 'χουνε αυτά τα λιγουλάκια
και χάιδεψε τα γένια του κι έστριψε τα μουστάκια.
Μα τί σας ήρθε τώρα δα αυτό να μου το πείτε;
τί θέλετε; τί σκέφτεστε; τί ψάχνετε να βρείτε;
— Μπα! τίποτα, έτσι δέσποτα, συζήτηση να γένει.
Και τότε τράβηξε ο παπάς το πιο μακρύ του γένι.
Κι έβαλε ο γεροντόπαπας σε σκέψη το μυαλό του
έψαχνε για διέξοδο στο αδιέξοδό του.
— Τί έχουνε μπρος στο Θεό κι οι πλούσιοι οι δόλιοι;
μήτε μια τρίχα απ' του ουρανού τ' αόρατο περβόλι.
Κι εμείς τους κατακρίνουμε, και άδικους τους λέμε
και να τους τα μοιράσουμε εξίσου όλοι θέμε.
Μα ετούτο είναι άδικο, είναι μεγάλο κρίμα
σκεφτείτε πως από τη γη δεν έχουν άλλο χτήμα.
Τί πέφτουνε απάνω τους όλοι σαν την ακρίδα
ενώ αυτοί στους ουρανούς δεν μας ζητούν μερίδα;
Εκεί θα τα μοιράσουμε εμείς και θα το δείτε
όταν θα πάμε πάνω κει - να μου το θυμηθείτε.
Κι εκεί δεν θα 'ναι όπως εδώ, ετούτο το μαύρο χάλι
εκεί θα κόβεις το ψωμί όπως το πορτοκάλι.
Και για φαΐ και για κρασί έχει ο Θεός τον τρόπο
θα τρώμε και θα πίνουμε χωρίς κανένα κόπο.
Τί θέλετε μωρέ παιδιά άλλο για να πειστείτε;
σαν θα 'ρθει η ώρα κι η στιγμή και πάμε θα το δείτε.
Μα ο παπάς ειλικρινής δεν τ' άρεσε το ψέμα
κι είπε δυο λόγια κι άφησε στην κρίση τους το θέμα:
— Κοιτάξτε, αν βγούνε ψέματα τούτα εγώ δεν φταίω
έτσι μου είπαν να σας πω – έτσι κι εγώ σας λέω.
|
Περνούσα τα μεσάνυχτα κοντά η ώρα δύο
κι άκουσα που γλεντούσανε μες το νεκροταφείο.
Πενιές ακούγονταν γλυκές στο μάρμαρο από κάτω,
αγνές, απλές, αυθεντικές, σε παίξιμο στακάτο.
Είχαν στου Νίκου μαζευτεί όλη η παλιοπαρέα,
γλεντούσαν και τραγούδαγαν παλιά τραγούδια ωραία.
Μπουζούκι έπαιζε ο Γονές, κιθάρα ο Μπινιάρης,
κι ήτανε στο τραγούδι του γλυκός παραπονιάρης.
Εκεί ν' ακούσεις τον Γονέ μαζί με τον Μπινιάρη,
που λέγαν το ζεϊμπέκικο του Μάρκου Βαμβακάρη
“Περνούσα και σ' αντίκριζα ψηλά στα παραθύρια
και τότε πια καμάρωνα τα δυό σου μαύρα φρύδια”.
Ζεϊμπέκικο το χόρευαν κάτω από τη πλάκα
ο Θοδωρής ο Παλαιός με τον ψηλό τον Ράκκα.
Πάνω στην πλάκα ανέβηκα κι άρχισα να χορεύω
και να μ' ανοίξουνε να μπω με πείσμα τους γυρεύω,
“Ανοίχτε φίλοι μου να μπω, μαζί σας να γλεντήσω,
τον κόσμο τούτο το ζαβό θέλω να τον αφήσω”.
Κι άκουσα και μου είπανε, όλοι τους μ' ένα στόμα:
“Δεν έχεις αδερφέ σειρά, είναι νωρίς ακόμα”.
Κι όταν το γύρισε ο Γονές σόλο νιαβέν να παίζει
Νουλάν, Αργύρης και Πετράν τουμπάραν το τραπέζι.
“Σπάστε τα όλα ρε παιδιά, γιορτάζει απόψε ο φίλος”,
είπε ο Κωστάκης ο Σοφράς, κοινώς –αν θέτε– Σκύλος.
Όλη τη νύχτα κάθισα κι άκουγα τα ωραία
μα όταν χάραξε η αυγή, διέλυσε η παρέα.
|
Αφού τον υπερψήφισε του τόπου η χαμάδα,
έγινε αντιδήμαρχος και παραλίγο δήμαρχος,
νά τι θα πει Ελλάδα!
Σαν δαύτον βλέπεις στη Βουλή πολλούς σε κάθε αράδα,
κοιμούνται, ροχαλίζουνε, ξυπνάνε και ψηφίζουνε,
νά τι θα πει Ελλάδα!
Σαν τράτα καταντήσαμε που σέρνει την καλάδα,
στον πάτο πάει το άκρο της και ό,τι βγάλει ο σάκος της.
νά τι θα πει Ελλάδα!
Ό,τι ζητήσεις θα το βρεις στην κάθε μια καλάδα,
μα πάντα έχει όσα θες: χάνους, χταπόδια και σουπιές,
νά τι θα πει Ελλάδα!
|
Πίσω στη γούβα του Μπατσί κατά που βγαίνει ο ήλιος
ένα πανέμορφο βουνό το έζησα ο ίδιος
τό 'ζησα το περπάτησα από τα παιδικά μου
κι όταν το ξεριζώσανε ματώθηκε η καρδιά μου.
Μια ρεματιά θαμνόφυτη και δυο πλαγιές μεγάλες
πευκόφυτες ως τη κορφή που δεν υπήρχαν άλλες.
Δεν είχε άλλο το νησί βουνό με τέτοια χάρη
γι' αυτό και το τιμήσανε το κάνανε νταμάρι.
Του υπουργείου τέσσερις καλά ειδικευμένοι
ήρθαν, οριοθέτησαν και φύγαν μισθωμένοι.
Μια πέτρα πήραν φορητή σα μοσχαριού κεφάλι
τη βάψαν, την πετάξανε κι ούτε ξανάρθαν πάλι.
Μια πέτρα μερικά κιλά με μίνιο βαμμένη
έδειχνε την περιοχή οριοθετημένη.
Και κάθε μέρα οι μάστοροι την εμετακινούσαν
κι όπου καλά τους βόλευε την ετοποθετούσαν.
Στην κάθε μετακίνηση κάλυπτε κάποια μέτρα
ώσπου το φάγαν το βουνό κι απόμεινε η πέτρα.
Και τότε όλοι οι σύλλογοι κι ο δήμαρχος λάβαν μέτρα
και τρέξαν να προλάβουνε να σώσουνε την πέτρα.
|
Όσο πιότερο γερνώ τόσο τρανεύει το βουνό
κι όσο πιο θαμπά θωρώ τόσο διακρίνω το Θεό,
κι όσο πιο τα πόδια σέρνω, στο Θεό γοργά πηγαίνω.
Δεν θα τ' ανέβω το βουνό μα θα ανεβώ τον ουρανό.
|
Έβλεπα φωτογραφίες, χθες, καινούργιες και παλιές,
οι παλιές καλλιγραφίες, οι καινούργιες μουντζαλιές.
Δίπλα μου ήταν ο καθρέφτης έριξα μια ματιά
κι είδα κάρβουνα και στάχτες πού 'χαν μείνει απ' τη φωτιά.
Είπα να τον κάνω σκόνη να μην έμενε γυαλί
μα το σκέφτηκα λιγάκι και τον βρήκα μπεσαλή.
Τί κι αν γύρω μου μού λέτε “Στέκεσαι μια χαρά”;
ο καθρέφτης μου το είπε και μου τόπε καθαρά.
Ψέματα μου λέτε όλοι, άλλος λίγο άλλος πολύ
κι έμεινε να λέει αλήθεια μόνο ετούτο το γυαλί.
|
Πολλοί λαοί, πολλοί θεοί,
κι όλοι οι θεοί έναν Θεό.
|
Αν ρίξεις Θέ μου μια ματιά, μία και μόνο μία,
στην ξακουστή την Αφρική και δεις τα μεγαλεία,
θα δεις ότι εποίησες τα πάντα εν σοφία.
|
¶νθρωπος ήταν κι ο Χριστός,
θνητός μ' οστά και σάρκα,
πανέξυπνος και δίκαιος
μα βάδιζε στα άκρα.
Τον είδανε οι άρχοντες
κι οι τότε βασιλιάδες,
βάλαν σοφούς και σοφιστές
να γράψουνε φυλλάδες.
Να βρούνε τρόπο που άλλονε
να μην μπορούν να βάλουν
στη θέση του οδηγητή,
όταν αυτόν τον βγάλουν.
Και βρήκαν τρόπον έξυπνο
το θέμα αυτό να λήξει,
και φράξανε τον ποταμό
πού ‘μελλε να τους πνίξει.
Στην κορυφή του Γολγοθά
βαρύ σταυρό του στήσαν,
τον βάλαν τον σταυρώσανε
κι απέ τον αναστήσαν.
Αν όμως τον σταυρώνανε
και δεν τον ανασταίναν,
εκείνο που επέτυχαν
δεν θα το πετυχαίναν.
Για θά' ψαχναν οι οπαδοί
στη γη την ευτυχία,
και θα 'χαναν οι άρχοντες
κάθε κυριαρχία.
Κι έτσι αψηλά στους ουρανούς
τους έβαλαν να ψάχνουν,
και τις δουλειές τους όμορφα
και άνετα να κάνουν.
Και από τότε όλοι οι πιστοί
ζητούν την ευτυχία
στους ουρανούς και καρτερούν
Δευτέρα Παρουσία.
|
Τη ζωή αυτή που ζω
να την ζω όπως κι αν ζω,
σαν άνθρωπος είτε σαν ζο,
φτάνει να ζω.
|
¶πονα ο δεληβοριάς την χτύπησε ένα βράδυ
την ώρα που κοιμότανε δίπλα από το πηγάδι.
Κι όπως ήταν θεόρατη και φορτωμένη χρόνια
οι ρίζες δεν την κράτησαν σαν έγειραν τα κλώνια.
Κι η δύστυχη γκρεμίστηκε στ' ανέμου τα γινάτια
και το πρωί την κλαίγανε παιδίσια αθώα μάτια.
Τι όνειρο να έβλεπε η δόλια αυτό το βράδυ;
πως παίζανε στον ίσκιο της τριγύρω απ' το πηγάδι;
Όλα της ρούγας τα παιδιά, εγγόνια, δισεγγόνια
και τους παππούδες πού 'σερναν τις θημωνιές στ' αλώνια;
Ή μήπως τους αμπελουργούς που τρύγαγαν τ' αμπέλια
κι ερχόντανε οι κοπελιές με χωρατά και γέλια;
Με της αυγής το πρώτο φως, το ύστερο αστέρι
κι άλλες κρατούσανε ασκιά κι άλλες σταμνιά στο χέρι.
Και ζώνανε το πέτρινο πλατύγυρο πηγάδι
τραβάγαν και γιομάγανε για νά 'χουν ως το βράδυ.
Ή θά 'βλεπε της γειτονιάς κάθε κρυφό καμάρι
πως παίζαν και τραγούδαγαν στου ¶η-Λια τη χάρη;
Ούτι ο Προκόπης και βιολί ο Φώνης κι ο Σιδέρης
λαγούτο και τραγούδαγε τρανά ο Παπασιδέρης.
Αν ήταν τούτο τ' όνειρο που έβλεπε η καημένη
θα έφυγε χορεύοντας και τρισευτυχισμένη.
|
Ένα ποτήρι με κρασί κρατώ στο χέρι
ένα τραγούδι σαν πουλί φτάνει στα χείλη
όταν το πιω ο νους μου πίσω θα με στείλει
κι όταν το πω χίλιες ανάμνησες θα φέρει.
Κρατώ στα χέρια το ποτήρι – δεν το πίνω,
κρατώ στα χείλη το τραγούδι – δεν το λέω.
όμως βουρκώνομαι και σαν παιδάκι κλαίω
και το ποτήρι το κρασί στο μνήμα χύνω.
|
Μια ζωή περπάταγα στο πλάϊ του διαβόλου
ούτε που νοιάστηκα ποτέ για το Θεό καθόλου
τώρα που περάσανε και φύγανε τα χρόνια
πήγα στο πλάϊ του Θεού για μια ζωή αιώνια.
Έχω και γυιό, μοναχογιό, δυό μέτρα παλικάρι
κι όλο το βιός που απόχτησα εκείνος θα το πάρει.
Κι από ψυχής του εύχομαι ωσότου να γεράσει
το βιος αυτό που τού 'κανα να το τριπλασιάσει.
Κι ούτε του μίλησα του γυιού για το Θεό καθόλου,
τον άφησα να περπατεί στο πλάϊ του διαβόλου.
Κι όταν περάσουν κι αυτουνού και φύγουνε τα χρόνια
ας κάνει το κουμάντο του για μια ζωή αιώνια.
|
Βροχής μουρμούρισμα σε τσίγκινη σκεπή
κι η αστραπή να μπαίνει μέσα απ' το φεγγίτη.
Παχειά τα γίδινα στρωσίδια καταγής
και η ρετσίνα αγνή κι αφράτη από ροδίτη.
Σπαστό κρεμμύδι, ελιές και πίττα σκεπαστή
και στο σοφά καταμεσής μαύρο τσουκάλι,
με μερωδάτη φασολάδα αχνιστή
κι από 'να ξύλινο στο χέρι μας κουτάλι.
Ποιός δεν νοστάλγησε ετούτη τη στιγμή
ποιός βασιλιάς, μα ποιός αγάς και ποιός σουλτάνος;
Κι όμως τη χαίρονται με όλη την ψυχή
ο υλοτόμος, ο αγρότης κι ο τσοπάνος.
|
Ο λύκος παίρνει το αρνί στα δόντια του και φεύγει,
η προβατίνα η μάννα του, γριά και πως να τρέξει.
Και τρέχει η δόλια όσο μπορεί ξοπίσω από το λύκο,
κι όλο του λέει με κλάματα και τον παρακαλάει.
“¶σε βρε λύκο το παιδί και πάρε εμέ την μάννα,
κι είναι μωρό - δεν πρόλαβε τη φύση να γνωρίσει”.
Ο λύκος κοντοστέκεται στα στήθια νιώθει σπάραγμα,
αφήνει κάτω το αρνί χωρίς κανένα αντάλλαγμα.
Την άλλη μέρα ο βοσκός παίρνει τ' αρνί το σφάζει
και δίπλα η μάννα του θρηνεί, χτυπιέται και σπαράζει.
Και λέει με πόνο η φτωχιά, στην πίκρα της την τόση,
“Αν ήταν λύκος ο βοσκός, γιε μου, θα σ' είχα σώσει”.
|
Στους αμέτρητους αιώνες,
τίμιοι και απατεώνες,
πλην εκείνων που πεινάσαν,
– ποιός μου λέει πως χορτάσαν;
|
Σε πουλάνε, Σαλαμίνα,
οι φτηνοί στην Ελευσίνα·
κάθε μέρα βράχο-βράχο
το φωνάζω και το γράφω.
Απ' το δήμο ούτε ένας,
απ' τους σύλλογους κανένας.
Μα τί διάλο ντόπιοι-ξένοι
είναι όλοι πουλημένοι;
¶μα πάνε όπως πάνε
θά 'ρθει η ώρα να σε φάνε,
θα σε κάνουν Ολλανδία
με την θάλασσα ευθεία.
Κι αν με βασανίζει πόνος
κι αν φωνάζω είμαι μόνος,
τί αλλάζει κι αν το γράφω;
εσύ φεύγεις βράχο-βράχο.
|
Εκεί στου ¶η-Λιά τη χάρη
θε να πάω να προσκυνήσω
στα ριζά του όμως φθάνω
και γυρνάω πάλι πίσω.
Αψήλωσε πολύ θαρρώ
και να τ’ ανέβω δεν μπορώ
τον σταυρό να πάω να κάνω
και τον άγιο να φιλήσω.
Τον Θεό από εκεί πάνω
ύστερα να τον ρωτήσω
τάχα ψηλώνουν τα βουνά
και γίνονται τόσο τρανά.
Πέρσι ήτανε που πήγα
κι αψηλό μου 'φάνη πάλι
όμως φέτο από πέρσι
διαφορά πολύ μεγάλη.
Λες να μην πρόσεξα καλά
μα είδα τα σκαλιά πολλά.
Τα δισέγγονα ρωτάω
και μου λεν και με μαλώνουν
“μα εσύ γερνάς παππούλη,
τα βουνά δεν μεγαλώνουν”.
¶λλα μου λένε τα παιδιά
κι άλλα μου λέει η καρδιά.
Θανά προσπαθήσω πάλι
για να δω ως που θα φτάσω.
Είχα πάει στα ριζά του
άρα θα τα ξαναπιάσω;
Να δω τι λένε τα παιδιά
και τί μου λέει η καρδιά.
Και προσπάθησα άλλη μία,
τί ήτανε να προσπαθήσω;
Μήτε στα ριζά δεν πήγα
και γυρνάω πάλι πίσω.
Έχουνε δίκιο τα παιδιά,
με κοροϊδεύει η καρδιά.
|
Θάλασσα πικροθάλασσα δεν βγαίνεις απ' το νου μου
σκληρή, μπαμπέσα, άπονη, φόνισσα του παιδιού μου.
Θάλασσα μαύρη θάλασσα, κακιά λεβεντοπνίχτρα
μ' άφησες χήρα με ορφανά τη μαύρη κείνη νύχτα.
Θάλασσα άπιστη γιατί; τί σού 'χω καμωμένα
κι έσταξες δηλητήριο τόσο πολύ σε μένα;
Ο άνθρωπος με τόσο νου τα πράγματα συγχέει
κατηγορεί τη θάλασσα χωρίς αυτή να φταίει.
Ο άνεμος την τυραννά, τη σπρώχνει και τη δέρνει
κι αυτή αγκαλιάζει ό,τι βρει να κρατηθεί η καημένη.
Κι ο πεισματάρης άνεμος σκάφτει ως τα βάθεια
και την πετάει στη στεριά και τη χτυπάει στα βράχια,
κι η θάλασσα αδύναμη αφρίζει και βογκάει
για να σωθεί ζητάει να βρει απάνεμα να πάει.
Κι όταν ξεσπάει ο άνεμος ούτε που καν σαλεύει
στη ράχη της η χάρτινη βαρκούλα ταξιδεύει.
|
Έμαθα πολλά και ξέρω
πως είν' κι άλλα που δεν ξέρω.
Μα δεν μένω απαθής.
Όμως το καταλαβαίνω
ότι πια δεν προλαβαίνω
να τα μάθω, και λυπάμαι
που θα φύγω ημιμαθής.
|
|
|