τα ΜΙΚΡΑ ενθυμήματα..
    
Αφιέρωμα στον Κώστα Σταμάτη
Click to download the main image download main image Click to download the main image
ΠρώτηΣελίδα
Φαίδων Θεοφίλου
τα Περιεχόμενα :    Bιογραφικό   Εργογραφία   Τ Ο Δ Α Χ Τ Υ Λ Ι Δ Ι Τ Ο Υ Η Λ Ι Ο Υ    ΜΕΡΑ ΤΗΣ ΠΟΙΗΣΗΣ   ΓΕΝΕΘΛΙΟΣ ΤΟΠΟΣ   Επίμονο Θεώρημα   Ξανθή Μέρα   Σύνθεση για τίποτα και φωνές    Σχέδιο δεύτερο   Τραγούδι αυτόφωτο   Λέσβος   Νυχτερινό Σχέδιο   Απόσπασμα από την "Ελληνική Νύχτα"    H M O N A X H   ΚΡΙΤΙΚΗ Γράφει ο Τήλεφος   Γράφει ο Τάκης Νατσούλης   Γράφει η Ν. Παπανικολάου   Γράφει ο Θανάσης Βενέτης "Ο Θεός στο Καφενείο"    Γράφει ο Θανάσης Βενέτης "Ο ΤΡΟΦΙΜΟΣ"    Η Γεύση ενός ταξιδιού Αφήγηση    Γράφει ο Μήτσος Τσάμης "Ελληνική Νύχτα"    Φωνήματα επί χάρτου (ποιήμα)   Μια φορά ήταν δύο (Διήγημα της παλάμης)    Χριστόφορος Αργυρόπουλος : ΚΡΙΤΙΚΗ Για το μυθιστόρημα "Ο ΤΡΟΦΙΜΟΣ"  

ΒΙΟΓΡΑΦΙΚΟ: Ο Φαίδων Θεοφίλου (..Μέσα από το GOOGLE..) γεννήθηκε στη Μυτιλήνη. Σπούδασε κοινωνικές επιστήμες
και εργάστηκε στον τομέα της πολιτικής αεροπορίας ως στέλεχος ευρωπαϊκής αεροπορικής εταιρείας. Ποιητής και πεζογράφος. Είναι μόνιμος συνεργάτης του περιοδικού ¨ΕΡΕΥΝΑ" και αρθρογραφεί μόνιμα στον επαρχιακό και περιστασιακά στον αθηναϊκό Τύπο. Είναι ιδρυτικό μέλος του Ελληνοαυστριακού πολιτιστικού και επιμορφωτικού Ινστιτούτου και του Θουκυδίδειου Κέντρου Επιστημών. Συνεργάστηκε για την έκδοση του εντεκάτομου έργου "Πανόραμα ελληνικού διηγήματος" των εκδόσεων "Αλέξανδρος" που εκδόθηκε με την εποπτεία του συγγραφέα Τάσου Αθανασιάδη, του πανεπιστημιακού καθηγητή Γεράσιμου Ζώρα και τη διεύθυνση του κριτικού Παντελή Απέργη. Από τις αρχές του 2004 και για 2 χρόνια διηύθηνε το περιοδικό "Αιολίδα" με πολιτιστικά θέματα της Λέσβου αλλά και με γενικότερες λογοτεχνικές και πνευματικές αναζητήσεις. Αποσπάσματα από τα βιβλία του φιλοξενούνται σε ελληνικές και ξένες ανθολογίες. Είναι παντρεμένος με τη ζωγράφο Έλλη Θήτα κι έχει μια κόρη που είναι δημοσιογράφος. Ζει στον 'Aλιμο Αττικής και τα καλοκαίρια στη Μήθυμνα της Λέσβου.

Το προσωπικό του site είναι : http://fedon.aeolos.net
το blog: http://theofilou.blogspot.com
Επικοινωνία: ftheofilou@gmail.com



Εργογραφία

Ποίηση

"Ο Μικρός Ελληνικός"
"Επίμονο Θεώρημα"
"Η Λειτουργία της Μήθυμνας"
"Εγκώμιον Θέρους"
"Ελληνική νύχτα"

Πεζογραφία

"Το Δαχτυλίδι το ΄Ηλιου"
"Νοστάνθη"
"Ο Θεός στο καφενείο"
"Ο Τρόφιμος"
"Επταφωνίας Αναγνώσματα"

Μεταφράσεις έργων του

(στα Πολωνικά)
"Νυχτερινή Συμφωνία"
"Λειτουργία μνήμης και Θάλασσας"
(στα Γερμανικά)
"Το Δαχτυλίδι του ΄Ηλιου"
"Η Πορεία"
(στα Τσέχικα)
"Θάλασσα η μοίρα μας"




Τ Ο   Δ Α Χ Τ Υ Λ Ι Δ Ι    Τ Ο Υ   Η Λ Ι Ο Υ      δ ι ή γ η μ α


Στο μοναδικό κελί του στρατοπέδου.
Εκεί ήμουν.
Μ' είχε πιάσει η συμπόνια για έναν αριστερό στρατιώτη.
Μάρκο Ευσεβίου τον έλεγαν.
Τον είδα με το χακί πουκάμισο γεμάτο ξεραμένα αίματα.
Τον είχαν σπάσει στο ξύλο.
Κι αφού έσπασε, τον άφησαν να γυρίζει σαν το κοπρίτη στο στρατόπεδο.
Οι άλλοι ήμασταν στρατιωτικοί αστυνόμοι.
Κι ο φαντάρος έμοιαζε σαν τη μύγα μεσ' το γάλα ανάμεσά μας.
Τον ρώτησα πώς τον λένε.
Μου είπε.
Είχε βάλει ένα μεγάλο πανώ μαζί με άλλους σε μια μεγάλη λεωφόρο:
"Κάτω ο δικτάτορας".
Τον έπιασαν.
Τον έδερναν τρεις μέρες.
Είχε σπουδάσει σχέδιο.
Δεν άντεξε.
Τώρα θα έπρεπε να βγαίνει έξω να παρακολουθεί τους παλιούς του
συντρόφους και να τους καρφώνει.
Τον λυπήθηκα.
Ανοίξαμε κουβέντα για μουσική.
'Aρεσε και στους δυο μας η ποίηση που γινόταν μουσική.
Και τα κυπραίικα τραγούδια.
Του είπα κουράγιο να σταθείς σωστά κι όμορφα.
Τον πονούσε το στομάχι του.
Κατάπινα την ευχαρίστησή μου που μιλούσα μ' αυτόν.
Πονούσε καταπιεζόταν.
Αυτό, του έξυνε τις αδυναμίες και τις δυνάμεις του
κι όπως τις ζύγιαζε, φάνταζε όμορφος και ζεστός.
Συζητούσε καλά.
Εγώ δεν ήμουν αριστερός αλλά κάτι πιο σπουδαίο:
Ήμουν 21 χρονών.
Οι συνάδελφοί μου στρατιωτικοί αστυνόμοι, ροκάνιζαν τη μέρα τους,
πότε παίρνοντας τα τζιπ να κάνουν εξωτερική υπηρεσία και να
τσιμπήσουν γκόμενες, πότε κάνοντας πραγματική υπηρεσία φυλάγοντας
όλη νύχτα το σπίτι του δικτάτορα μέσα σ' ακριβές BUICK και
CHEVROLET, πότε δέρνοντας τους κρατούμενους στο στρατόπεδο και
πότε ρίχνοντάς το στον ύπνο.
Είμαι φίλος σου του είπα.
Σ' ευχαριστώ απάντησε.
'Aρχισα να βρίσκω πως η στρατιωτική μου θητεία αποκτούσε νόημα.
Εκείνον που καταδίωκαν οι προϊστάμενοί μου και τον έκαναν χαφιέ,
εγώ τον είχα φίλο και τον ανακούφιζα.
Γιατί όχι άλλωστε;
Ήμουν ή δεν ήμουν ελεύθερος να διαλέγω τους φίλους μου;
Είχα την αίσθηση πως έκανα μονόζυγο στο δαχτυλίδι του ήλιου.
Το βράδυ που ερχόταν στο στρατόπεδο με τα πολιτικά απέξω, μού έδινε
την εντύπωση παρθένας που έγινε αυτόματα πόρνη.
Μου έλεγε τότε: Δεν ξέρεις Γεωμετρία;
Παίρνεις το γνώμονα του φόβου. Χαράζεις ή σου χαράζουν δυο γραμμές
σε σχήμα Γ. Η μεταξύ των δύο ευθειών γωνία καλείται "Υποταγή".
Οι δικοί μου δεν μου έστελναν ούτε δραχμή. Ο αδερφός μου ο
Δημοσθένης μόνο, κάποιο κατοστάρικο απ' το υστέρημά του. Οι
κρατούμενοι που έδερναν οι συνάδελφοί μου οι στρατιωτικοί αστυνόμοι,
ήταν δικηγόροι, φοιτητές, στρατιωτικοί, καλλιτέχνες, εργάτες, ποιητές.
Εκπαιδευτικούς δεν είχαμε. Αυτοί είχαν σχέση με τη Γεωμετρία.
Και τη δίδασκαν.
Μια μέρα μου λέει τρέμοντας:
Δεν αντέχω άλλο. Αν μείνω εδώ θα πεθάνω.
Αμέσως μού ήρθε στο μυαλό η παρθένα. Που τη βιάζουν κάθε μέρα.
Θα φύγω μού λέει. Σε μια γειτονική ανατολική χώρα.
Κι αν σε πιάσουν; Θα σε σκοτώσουν, του είπα, πέφτοντας απ' το
δαχτυλίδι του ήλιου στο κενό.
Δε γίνεται αλλιώς μ' απάντησε κι έφυγε σα να μετρούσε τα βήματά του.
Μπορεί να εμπιστευτεί ακόμα κι ένα στρατιωτικό αστυνόμο σκέφτηκα,
και ξαναγατζώθηκα στο δαχτυλίδι του ήλιου.
Καλή τύχη φίλε.
Εμένα, ενώ με είχαν σιτιστή, μ' απάλλαξαν και γύριζα άσκοπα μεσ' το
στρατόπεδο ή φύλαγα 4 ώρες σκοπός στη πύλη, μέχρι που να έρθει η
ώρα της εξόδου. Εκεί χαζεύοντας στο φως της μέρας, έφτανα μέχρι το
χωριό μου με τα κίτρινα βουνά και τα πράσινα φύκια.
Το πρωί στην αναφορά είχαμε ασυνήθιστα σούρτα-φέρτα.
Μας συγκέντρωσε όλους ο λοχαγός και ξαφνικά μας ρώτησε φωναχτά:
Ποιος ξέρει πού είναι ο Ευσεβίου;
Απόλυτη σιγή απλώθηκε στο λόχο.
Εγώ ξέρω αλλά δεν σας λέω, είπα μέσα μου με κακία.
Ναι. Τα κίτρινα βουνά. Το εισιτήριο απ' τη χώρα του νησιού στο χωριό μου,
έχει 125 δραχμές με το λεωφορείο. Είναι κάπου 60 χιλιόμετρα.
Όχι κάπου, ακριβώς 60.
Σας ρωτώ για δεύτερη φορά: Ξέρει κανείς πού είναι ο Ευσεβίου;
Χτυπηθείτε κάτω δεν πρόκειται να σας πω, ξαναείπα μέσα μου.
Διαλυθείτε! Φώναξε ο λοχαγός.
Διαλυθήκαμε, κι ακούστηκε ένα σούσουρο, σαν όταν σχολιάζουν κάτι με
δέος. Ο Υποδιοικητής, φανατικός ποδοσφαιρόφιλος, μ' έστειλε να του
πάρω τσιγάρα απ' το Κ.Ψ.Μ
Μπα, δεν μπορεί θα τον έπιασαν στα σύνορα σκεφτόμουν,
κι όλο με στένευαν τα ρούχα μου.
Εγώ δεν ήμουν ούτε αριστερός ούτε δεξιός.
Εγώ ήμουν 21 χρονών.
Για πότε μ' άρπαξαν δυο συνάδελφοί μου στρατιωτικοί αστυνόμοι,
ούτε που το κατάλαβα. Με κρατούσαν απ' τις μασχάλες κι έτρεχαν
κουβαλώντας με.
Μια στιγμή! είπα. Τα τσιγάρα του υποδιοικητή.
Τ' άρπαξαν απ' τα χέρια μου.
Με πήγαν στο γραφείο του ανακριτή.
'Aνοιξαν την πόρτα, μ' έσπρωξαν μέσα.
Έκλεισαν την πόρτα.
Στο βάθος του ανακριτικού γραφείου, ήταν εκείνος ο ταγματάρχης
με το σκαμμένο πρόσωπο.
Τί σχέσεις έχεις εσύ με τον Ευσεβίου τσόγλανε;
Ποιος σ' έβαλε στην υπηρεσία να μας παρακολουθείς;
Ξέρνα γρήγορα καθήκι!
Με τον Ευσεβίου γίναμε φίλοι εδώ κ .ταγματάρχα γιατί τον συμπόνεσα.
Για τα άλλα δεν έχω κάτι να σας πω, γιατί… δεν έχω να σας πω.
Εφτά ώρες κράτησε η ανάκριση κι άλλαξαν 3 αξιωματικοί.
Τι ωραία θα ήταν να είχα συνεργάτες, να ήμουν οργανωμένος,
να τους παρακολουθούσα στην υπηρεσία, σκέφτηκα,
ενώ ήταν η έκτη φορά που ίδρωνα. Θα είχα κάτι να κρύψω
Θα είχα κάτι να πατώ, για ν' αντιστέκομαι.
Και μόνο η σκέψη ότι άμα τα έβρισκα σκούρα θα μπορούσα
να τα πω για να γλιτώσω, θα μού έδινε κουράγιο για να μην τα πω.
Θα έδινα μια μάχη με τον εαυτό μου και μ' αυτούς.
Αλλά τώρα; Και να ήθελα, δεν είχα τίποτα να πω.
Γιατί εγώ δεν ήμουν αριστερός ούτε δεξιός.
Ήμουν ένας άνθρωπος 21 χρονών, απ΄το χωριό με τα κίτρινα βουνά
και τα πράσινα φύκια.
Τώρα ήμουν ένα αιωρούμενο σώμα στο κενό.
Με πέταξαν στο μοναδικό κελί του στρατοπέδου 2,5Χ2,5.
Μου πήραν τη ζωστήρα, τα μεταλλικά εξαρτήματα της στολής μου,
τα ντοκ απ' τις μπότες μου, τα σειρήτια και το πιστόλι.
Ξάπλωσα στ' αχυρένιο στρώμα.
Τα ρούχα μου ήταν βρεγμένα απ' τον ιδρώτα.
Ένιωθα βαρύς κι εξαντλημένος.
"Η θάλασσα θα είναι τεταραγμένη έως κυματώδης".
Αυτή η έκφραση μου είχε σφηνωθεί στο κεφάλι από τότε που τυχαία
άκουγα το μετεωρολογικό δελτίο, κι ήταν για μένα σαν άδειο κουτί.
Σα να λεγόταν μόνο κι όχι να καταλαβαινόταν.
Το κελί είχε ένα παράθυρο μικρό, με πλεχτό χοντρό σύρμα.
Έβλεπε προς το Ναυτικό Νοσοκομείο.
Εκεί είχε πεθάνει ο πατέρας μου.
Ήταν του Λιμενικού.
Από καρκίνο.
Να είναι άραγε κληρονομικός;
Μύριζε στο κελί άσχημα, απ' αυτές τις οσμές που δεν καθορίζονται επαρκώς.
Κάθε πρωί ο διοικητής, έστελνε τους συναδέλφους μου
τούς στρατιωτικούς αστυνόμους, να μού φέρουν μολύβι και χαρτί.
Για να ομολογήσω, για να γράψω, υπό την πίεση της εφιαλτικής
απομόνωσης και της αβεβαιότητας για την τύχη μου.
Εγώ έγραφα ποιήματα. Ήταν τα μόνα που είχα να γράψω.
Μια μέρα, ένας συνάδελφος ο Στέλιος Μανιαδίνος, μού πέταξε
απ' το παραθυράκι της πόρτας του κελιού, ένα πακέτο τσιγάρα Νο 5,
σπίρτα κι ένα κατοστάρικο. Τσιμουδιά ρε! Απ' τον αδερφό σου το Δημοσθένη.
Ο αδερφός μου είχε εμπιστευτεί ένα στρατιωτικό αστυνόμο!
Την άλλη μέρα τα ποιήματά μου φούντωσαν.
Έγραφα ασταμάτητα στο χαρτί με το μολύβι που μού είχαν φέρει.
Το απόγευμα της ίδιας μέρας, μου ξεκλείδωσαν οι συνάδελφοι
στρατιωτικοί αστυνόμοι, και με πήγαν στο γραφείο του διοικητή.
Μικρόσωμος άνθρωπος με μουστάκι.
Είχε πάνω στο γραφείο του όλα τα ποιήματά μου.
Κάθισε. Μού είπε.
Το πρόσωπό του ημέρωσε.
Αυτό το ποίημα βρε παιδί μου έχει πολύ νόημα αλλά είναι παράξενο...
Και ξαφνικά σα να ντράπηκε που με πήρε στα σοβαρά, μού πέταξε άγρια:
Γιατί γράφεις ποιήματα;
Γιατί ...το μονόζυγο...στ... δαχτυλίδι...συνέχισα να λέω εγώ,
ενώ σκεπτόμουν αυτό το "Τεταραγμένη έως κυματώδης".
Πετάχτηκε πάνω και φώναξε:
Δεκανέα! Πάρτε τον από δω!

Μέχρι σήμερα δεν έκοψα το φυσικό να κάνω μονόζυγο στο δαχτυλίδι του ήλιου.
Και τ' όνομά μου: Επαμεινώνδας Καλλικράτους.



ΜΕΡΑ ΤΗΣ ΠΟΙΗΣΗΣ
Καλωσορίζουμε τη γιορτή της Τέχνης των τεχνών. Απαγγέλλουμε στη μεγαλοσύνη της στίχους αποστάγματα, της γλώσσας, της κοινωνίας, της ιστορίας, της ανθρώπινης περιπέτειας. Κι όμως πρέπει να επισημάνουμε ένα παράδοξο: Οι σχέσεις της Ποίησης με τους αναγνώστες, στις μέρες μας, πεθαίνουν, αν δεν είναι ήδη νεκρές. Οι σχέσεις όμως της Ποίησης με τους δημιουργούς της, είναι ένας διαρκής κι ανθισμένος Έρωτας. Φαίνεται πως, οι αληθινοί και με νόημα Έρωτες, είναι αυτοί που οδηγούν στο Πουθενά. Saturday, March 17, 2007


"Στη Μήθυμνα απόθεσα τ' αποτυπώματα της παιδικής και της εφηβικής ηλικίας, που τα ξαναβρήκα στην αντρική ωριμότητα. Τώρα ξαναπατώ στα ίδια αποτυπώματα...".

ΓΕΝΕΘΛΙΟΣ ΤΟΠΟΣ

Ο Φαίδων Θεοφίλου αφηγείται:
Η ομορφιά φτάνει για όλους και περισσεύει.
Η Ιστορία φωλιάζει στη σιωπή.
Αν ξύσεις αυτή τη σιωπή, θα φανερωθεί η Ιστορία,
να σου θυμίσει το χρέος..

Στη Μήθυμνα απόθεσα τα αποτυπώματα της παιδικής και της εφηβικής
ηλικίας , που τα ξαναβρήκα στην αντρική ωριμότητα .
Τώρα ξαναπατώ στα ίδια αποτυπώματα.
Τα ξαναβρίσκω στις πλαγιές των κίτρινων και των γαλάζιων βουνών,
Στ' αθώα βλέμματα των ανοιξιάτικων αγίων, στο φωτεινό στήθος της μέρας, στο ανατρίχιασμα της θάλασσας, στον ποιητικό οίστρο που πλανιέται στο περιβάλλον και σε κάνει ν' ακούς μέσα σου φωνές που δεν ξεδίψασαν και ξεθωριασμένους Θεούς να ψιθυρίζουν. ΄Όμως η Μήθυμνα δεν μου χάρισε ποτέ απλόχερα την ομορφιά της. Μου την έδινε σταγόνα-σταγόνα με τη σοφία της γυναίκας που θέλει πάντα ν' αγαπιέται. Κάθε φορά, ανάμεσα στο έλα και το φεύγα, αισθανόμουν πως μια λειτουργία βρισκόταν διαρκώς σε εξέλιξη. Μια λειτουργία, όπου συμμετείχαν το φώς , η νύχτα, τα δέντρα, οι μνήμες του θανάτου και της ζωής σφιχτά ενωμένες, η θάλασσα , τ' αλώνια, οι γιορτές, η ηχώ της Ιστορίας, τα κάστρα, οι άγιοι που νοιάζονται για τις σοδειές, ο έρωτας που παραμόνευε τα στραβοπατήματα της λογικής. Μια λειτουργία που απλωνόταν και στις τέσσερις εποχές του έτους με τα χρώματα και το φως της ν' αυξομειώνονται.

Προλογικό σημείωμα του Φαίδωνα Θεοφίλου
Από το βιβλίο του "Η Λειτουργία της Μήθυμνας"
Εκδ. "Αστερίας" 1994

Το κείμενο αυτό αφορά τελικά στον
γενέθλιο τόπο του καθενός μας.



ΕΠΤΑ ΠΟΙΗΜΑΤΑ ΑΠΟ ΤΗ ΣΥΛΛΟΓΗ "ΕΠΙΜΟΝΟ ΘΕΩΡΗΜΑ"

Επίμονο Θεώρημα

Εκεί όπου ουρανός και θάλασσα
τέμνονται,
παραχώρησε ο ορίζοντας τη θέση του
στην ανεμόεσα επιθυμία της τροχιάς μου.
Χάραξα την πορεία μου
μέσ' από φουσκωμένα σύννεφα
βάζοντας στη γη σημάδια ,
τους ολοκάθαρους τάφους των ιδεών
τα καλάμια που ανεμίζουν τη γύμνια των πραγμάτων
την αποδοκιμασία της μολόχας
τις κρακαρισμένες καρδιές των βράχων
το ρούφηγμα των ανέμων απ' τις τρύπες της μοναξιάς .
Βάζοντας στη γη σημάδια ,
τις διφθόγγους των Ελληνικών ανοίξεων
τις αμετανόητες φλογίτσες
το ξεθωριασμένο ω-μέγα των ανθρώπων .
Όταν,
με πήραν τα δάκρυα της δίψας μου .

Αθήνα, 1984



Ξανθή Μέρα

'Aνοιξε η πόρτα της άνοιξης
κι είδαμε γαλάζιους επιτάφιους.

Μεσημβρινή είδηση:
Πυρηνικός πόλεμος εν όψει.
Ακούστηκε 'νας γέρος: Πεινώ .

Ήπιαμε τη νύχτα σ' ένα ποτήρι.
Στον πάτο του ποτηριού, φάνηκε η μέρα .

Κάθε πρωί η Χημεία ξυπνά σ' έν' εργοστάσιο
και βρίσκει την Ιστορία πεθαμένη.

Ο χορός της βροχής συνεχίζεται .
Στο δρόμο δυο ξυπόλητα παπούτσια .

Μυτιλήνη, 1979



Σύνθεση για τίποτα και φωνές

Καταδικάστηκε σε θάνατο
όταν ,
οι γιατροί που ασχολήθηκαν μαζί του ,
διαπίστωσαν
πως τα καρδιογραφήματά του
δεν ήταν παρά στίχοι ,
που δεν μπόρεσαν να διαβάσουν .

Αθήνα, 1983



Σχέδιο δεύτερο

Σκοτώθηκαν παλικάρια στον πόλεμο
κι η θάλασσα ξέβρασε μωρουδίστικα ρούχα.

Τα δάκρυα της πατρίδας γυάλισαν
τους αμφορείς του παρελθόντος.

Αφανίστηκε ο θάνατος .
Είναι η λεία του κάλλους.

Αφανίστηκε το κάλλος .
Είναι η λεία του θάνατου.

Έγινα τάφος
κι εσύ μου πέθανες .
Αθήνα, 1974



Τραγούδι αυτόφωτο

Η εξουσία του ποιητή
βρίσκεται
πάνω στη μη εξουσία των ανθρώπων .
Γι αυτό φύλλο πλατύ θα γίνω
με φλέβες λεπτές δικτυωμένο .
Θα δέχομαι τον ήλιο κατακόρυφα
σαν όπως άντρας που άλλο δεν ξέρει από αλήθεια .
Θ' αφήνω το χρώμα μου
να υπερίπταται των αχρώμων
διάχυτο χάδι .
Αποτυπώνοντας την αφή μου
στα χέρια της κίνησης ,
θα κάνω τη δύναμη ορατή .
Δύναμη ,
που με την αδυναμία του ποιητή
θα είν' εξισωμένη .

Αθήνα, 1976



Λέσβος

Θάλασσες βουνών
στο μεγάλο νησί μου .
Βουνά γυμνά ,που ενηλικιώθηκαν
ακουμπώντας στην αγάπη
για τις πέτρες των ηφαιστείων.
Βουνά καλυμμένα
με το ένδυμα των πουρναριών
κι άλλα με καρφωμένους ελαιώνες στη ράχη τους.
Όλα συνυπάρχουν στ' όνομα
της ποικιλίας και της ατομικότητας .
Για να δεχθώ το άγγιγμα-σφραγίδα
της μυστικής τους ομορφιάς ,
έχω από τα πριν προσευχηθεί ,
στις ροδιές των χέρσων αγρών .
Έχω με σεβασμό αποδεχθεί ,
τη λειτουργία των προϊστορικών ηφαιστείων .
Στην οργή του ανέμου επέτρεψα
να βρει εκτόνωση στα μάγουλα και στα μαλλιά μου ,
επί αδιαμαρτύρητα χρόνια .
Της θάλασσας έκοψα μισθό απ' τη δίψα μου.
Τώρα βαδίζω κρατώντας
τη κόψη του πόθου μου στα χέρια .
Κόβω το κομμάτι μου από κάθε βουνό
σαν από βασιλόπιτα ,
κι ερεθίζω μ'αυτό τη μήτρα των αναμνήσεων .
Μεγάλο νησί μου
με τα γυμνά και τα ντυμένα βουνά ,
με τη θάλασσα να τα ανταγωνίζεται στην άπλα .
Καταφυγή μου .

Αθήνα, 1975



Νυχτερινό Σχέδιο

Σφιχτά βαστώ την ψυχή μου
ανάμεσα στις θύρες των ανέμων .
Τα έρημα νησιά περνώ στα δάχτυλα
και με το φως τους ,
γαλβανίζω τη γυμνή αυτονομία των τοίχων
που κάποτε ήταν σπίτια .
Τοίχοι που δε μαρτύρησαν
ό,τι έγινε μέσα τους
και μ' απλωμένη την υγρή γαλήνη τους στο σώμα ,
δεν ικέτεψαν ούτ' ένα όνειρο .
Τα λιθάρια τους ζευγαρωμένα με άστρα
κοιτάζονται κατάματα
όταν η νύχτα μισανοίγει τα χείλη της .
Στο χάραμα της μέρας ,
μπάζει η ψυχή μου
ουρανό .


Απόσπασμα από την "Ελληνική Νύχτα"

Μιλώ με τη νύχτα.
Επιφεγγαρωμένη ή αστερίζουσα.
Υγρή:
Για την αναίτια θλίψη.
Στεγνή:
Για τη τρυφερή επιθετικότητα.
Απαλή:
Σαν την ημέρα σίγουρη για τον εαυτό της.

Νύχτα αναμένουσα την αφή των χειλέων.
Νύχτα περικλείουσα, του φωτός τη γυμνή καλημέρα.
Νύχτα των ταραγμένων και των αδυνάτων.
Νύχτα συλλογισμένη.
Να μου ταράζει τα φυλλώματα με κείνο το:
"Ένδον σκάπτε".
Νύχτα, η με το δροσερό χάδι
Τον τοκετό της ελπίδας διευκολύνουσα.
Ελληνική νύχτα.

Φαίδων Θεοφίλου



Διήγημα του Φαίδωνα Θεοφίλου
Από το βιβλίο του "Ο Θεός στο Καφενείο"
Εκδόσεις "ΑΛΕΞΑΝΔΡΕΙΑ"

H M O N A X H

Μόλις που πρόλαβα το τραμ ενώ ξεκινούσε.
Λίγο πριν κλείσουν οι πόρτες. Είχα τόσες σκέψεις στο μυαλό μου
που τα μάτια μου κοίταζαν χωρίς να βλέπουν. Έτσι ενώ οι επιβάτες ήταν λίγοι, δεν διέκρινα κάποιον καθαρά. Αραιά σχήματα ανθρώπων. Είχα ήδη δύο μήνες σ' αυτή τη χώρα όπου αποφάσισα να εγκατασταθώ, αφού πρώτα θα έβρισκα κάτι να κάνω. Ακύρωσα το εισιτήριο και στάθηκα όρθιος κοντά στο παράθυρο. Όρθιος για να αισθάνομαι τάχα πιο ενεργός. Το μυαλό μου άρχιζε να ξεκαθαρίζει. Είχα κιόλας προσαρμοστεί στην ατμόσφαιρα του τραμ, σα να ταξίδευα ώρα πολλή. Η έκπληξη που ένιωσα ήταν σαν ένα βαρίδι που έπεσε απ' το λαιμό κατευθείαν στο στομάχι: Απέναντί μου και λίγο διαγώνια , όρθια δίπλα στο παράθυρο , στεκόταν μια Μοναχή γύρω στα είκοσι, ντυμένη στα μαύρα απ' το λαιμό ως τους αστραγάλους και με λευκό κάλυμμα στο κεφάλι.

Τα ρούχα της ήταν ολοκαίνουργια. Ήταν απίστευτα όμορφη,σχεδόν βασανιστικά.Δεν είναι δυνατόν μια Μοναχή να είναι τόσο όμορφη. Βαρύ φορτίο τόση ομορφιά. Πώς γίνεται αυτή η Θεία παρουσία να πλένει τα δόντια της ή να πιάνει μαχαίρι και πηρούνι να τεμαχίσει το φαγητό της; Το δέρμα της χλωμό,διάφανο. Οι λίγες ακτίνες του ήλιου που περνούσαν απ' το παράθυρο και άγγιζαν το πρόσωπό της, άφηναν να διαφαίνεται το ρόδινο του αίματος κάτω απ'το δέρμα. Το τραμ είχε μεταβληθεί ξαφνικά σε μια κιβωτό ευτυχίας. Χείλη λεπτά , να δικαιώνουν τη συμμετρία της απλότητάς της. Λαξεμένη μύτη, να ξεκινά απ' εκεί που τελειώνει το μέτωπο. Δυο γαλανά μάτια να χύνουν ασταμάτητα ένα γλυκό φως.

Μια ομορφιά εύθραυστη, ίσα για ν'αντέξει μια μέρα, κι η ευγένεια ν'απλώνεται αόρατο χάδι στο πρόσωπό της. Προσηλώθηκα στο πρόσωπο, στα μάτια της που κοιτούσαν ίσια μπροστά και πουθενά. Ασυναίσθητα πήγα να βγάλω από τη τσάντα τη φωτογραφική μηχανή να τη φωτογραφήσω, αλλά έκανα τη σκέψη πως κάτι τέτοιο θα σήμαινε ότι αρκούμαι στη φωτογραφία της και ότι δεν θα τη ξαναδώ.
-Δηλαδή; αναρωτήθηκα.
-Τί θες να πεις; Μήπως...
- Δεν ξέρω απάντησα. Τα εννοώ όλα και τίποτα. Ενεργοποιώ ένα ποτάμι που θα με παρασύρει. Δεν με νοιάζει που θα με βγάλει.Μ'ενδιαφέρει να με παρασύρει.
-Είσαι τρελός; Αντέδρασε στον εσωτερικό διάλογο η άλλη φωνή.
-Ναι! Μπορώ ακόμα να είμαι. Το κεφάλι μου βούιζε. Μια θέρμη φόρτιζε το σώμα μου. Ρωγμές άνοιγαν στο στήθος μου κι έρεε η θέρμη κάνοντάς με λαφρύτερο. Δεν ξεχώριζα αν ήμουν ψηλά, έτοιμος να πέσω στο κενό ή αν ήμουν ήδη στο κενό κοιτάζοντας ψηλά. Το γλυκό φως συνέχιζε να χύνεται σταθερά απ'τα μάτια της.Το λευκό κάλυμμα στο κεφάλι εντόπιζε πιότερο τη μοναδικότητα του προσώπου της. Κάποια στιγμή αντιλήφθηκε την επιμονή που την κοίταζα και τοποθέτησε έτσι το πρόσωπό της ώστε να είναι καλύτερα ορατό. Μου έδινε λοιπόν κάτι; Ατελείωτα φτερουγίσματα πετάρισαν μέσα μου κι άλλα τόσα ρίγη σκορπίστηκαν σαν θραύσματα. Οι φωνές ξανάρχισαν μέσα μου:
-Είδες; Μίλησε η γυναίκα. Η αιώνια γυναίκα. Αυτή η βασανιστική ομορφιά μου έκανε μια μικρή παραχώρηση...
-Ησύχασε. Ποια παραχώρηση; Με κάτι το τυχαίο;
-Τυχαίο; Εδώ και τόσην ώρα αισθάνεται την έλξη του αρσενικού, που από κυνηγός μεταβλήθηκε σε θήραμα, όπως γνωρίζει και το ότι αυτή εξουσιάζει. Η πανίσχυρη εξουσία της ομορφιάς και της νεότητας.
-Μα τα έχεις τελείως χαμένα; Η παραχώρηση που λες μπορεί να είναι μια αγέρωχη στάση, ακριβώς για να δείξει πως δε φοβάται ούτε νοιάζεται για το τι γίνεται γύρω της. Έπειτα μη ξεχνάς, είναι μια Μοναχή.
-Αυτό είναι το πιο συγκλονιστικό. Μια Μοναχή 20 ετών, πανέμορφη, με ερωτισμό που δεν κρύβεται. Δεν μπορεί, η ομορφιά έχει και τα αδύνατα σημεία της,όπως και κάθε εξουσία.

Η νεότητα έχει ρωγμές στη δύναμή της. Κάποια θα καταφέρω ν'αξιοποιήσω.
-Κι αν ακόμα ήταν έτσι, η στάση σου είναι λαθεμένη. Μ'αυτή την ένταση και το πάθος που σε διακρίνει να τα περιμένεις και να τα θέλεις όλα τώρα αμέσως, τρομάζεις. Αν θέλεις ν'αξιοποιήσεις τις ρωγμές που λες,πρέπει να είσαι παίκτης. Να διαθέτεις χρόνο, υπομονή, επιμονή κι επινοητικότητα. Να μάθεις που μένει, πόσο ελεύθερο χρόνο έχει, τις καθημερινές της ασχολίες, να είσαι πάντα διακριτικά παρών ώστε να μην ενοχλείς, κάνοντας όμως αισθητή την παρουσία σου, ώσπου να μπορέσεις να την κλονίσεις. Γιατί όσο δύσκολο κι αν είναι να κατεβάσεις κάποιον απ'το βάθρο του, είναι πάντως πιο εύκολο απ'το να τον ανεβάσεις.
-Αυτά που λες είναι ψυχρές συνταγές επαγγελματιών εραστών. Εγώ πώςθα ελέγξω αυτό το κύμα του πυρετού που με διατρέχει; Τα συναισθήματα που με σπρώχνουν σαν άνεμοι; Εκείνη φαινόταν ότι προσπαθούσε να μη με κοιτάξει κατάματα, ενώ ήλεγχε τις αντιδράσεις μου, αφού βρισκόμουν διαγώνια απέναντί της. Την ένταση που μ' είχε κυριεύσει πρέπει να την είχαν αντιληφθεί και οι επιβάτες του τραμ,γιατί όσοι κατέβαιναν στις στάσεις με παρατηρούσαν εξεταστικά. Το τραμ σταμάτησε. Η νεαρή Μοναχή ετοιμαζόταν να κατέβει. Έτσι λοιπόν το όνειρο θα έσπαγε σα γυάλινο ομοίωμα; Και γω αντί να το γευτώ θα μάζευα τα κομμάτια του;
-Βέβαια το απραγματοποίητο όνειρο δεν το ξεχνάς ποτέ,ενώ ότι πραγματοποιείς γρήγορα το παρατάς για κάτι άλλο.
-Τ' είναι αυτά που λες; Τ' όνειρο αυτό είναι κορυφή.
-Ναι! Κορυφή για την αρσενική σου ματαιοδοξία.
-Ξέρεις τι έλεγε η Σαπφώ; "¨Την ομορφιά διακόνησα. Τι πιο μεγάλο θα μπορούσα;" Η Μοναχή πέρασε από μπροστά μου κρύβοντας με δυσκολία τη νευρικότητά της, και κατέβηκε. Πήδησα έξω την ώρα που έκλεινε η πόρτα. Μπροστά εκείνη πίσω εγώ. Βάδιζε Σα να μη πατούσε στο έδαφος. Αέρινη. Και...αλήθεια δεν τάχυνε το βήμα της, παρά περπατούσε αργά και σταθερά. Κανονικά θα έπρεπε να βαδίζει γοργά αν ήθελε να με αποφύγει. Λες;...Ανεξέλεγκτες χαρές φτερούγισαν στο είναι μου. Η φωνή που μου έφερνε αντιρρήσεις είχε παραιτηθεί. Μιλούσα μόνος μου. Η Μοναχή ανέβηκε στο πεζοδρόμιο. Το ένδυμά της το πλαγιοκοπούσε ο αέρας από διάφορες κατευθύνσεις κι εγώ εκστατικός προσπαθούσα να διακρίνω τις γραμμές του κορμιού της. Έστριψε στο επόμενο τετράγωνο δεξιά. Να πάω άραγε πιο κοντά να της μιλήσω; Όχι! όχι ακόμα. Να συνηθίσω λίγο στην ιδέα. Περίμενε θα δούμε. Η Μοναχή βγήκε στη τρίτη παράλληλη λεωφόρο με αυτήν που την άφησε το τραμ.Στάθηκε για λίγο μπροστά σ' ένα κτίριο κλασικού ύφους κι αμέσως μετά ανέβηκε τη μαρμάρινη σκάλα. "Μουσείο Ζωγραφικής" . Αυτή είναι η ευκαιρία! Με πρόσχημα τους πίνακες ζωγραφικής θα της μιλήσω. Άρχισα να τρέχω ανεβαίνοντας δύο -δύο τα σκαλιά. Μόλις έφτασα στην είσοδο με σταμάτησαν.- Εισιτήριο!

Πλήρωσα και μπήκα σαν τρελός στο μουσείο. Σταμάτησα λίγο στο φουαγιέ, κοίταξα δεξιά κι αριστερά κι αποφάσισα ν' αρχίσω από δεξιά, κάνοντας τον κύκλο των αιθουσών που κατέληγαν από την αριστερή πλευρά πάλι στο φουαγιέ. ] Πέρασα τις αίθουσες σαν μεθυσμένος. Τίποτα. Δεν ήταν πουθενά. Ξαναγύρισα άλλες δυο φορές τις αίθουσες με πιο αργούς ρυθμούς, κοιτώντας τόσο προσεκτικά, σα να μην έφταναν τα μάτια μου για να βλέπω. Πάλι τίποτα. Σα ν' άνοιξε η γη και την κατάπιε.Ρώτησα ένα φύλακα που θα έπρεπε οπωσδήποτε να την είχε δει. Κούνησε αρνητικά το κεφάλι του. Κάθησα αποκαμωμένος στο καναπεδάκι του φουαγιέ. Σήκωσα το κεφάλι μου, πήρα βαθιά ανάσα και...... Ναι! Εκεί στον απέναντι τοίχο, σ' αυτόν τον υπέροχο πίνακα με την Παναγία, τον Ιησού δωδεκαετή, με το συντριβάνι στο κέντρο, ναι, σ' αυτόν τον πίνακα δίπλα στην Παναγία στεκόταν η νεαρή Μοναχή, με κοιτούσε κατάματα και φαινόταν να κρατά την αναπνοή της. Πετάχτηκα όρθιος. Δεν είναι δυνατόν, ψιθύρισα, προσπαθώντας κάπου να στηριχτώ. Ήμουν μόνος, μ' εκείνη να με κοιτά κατάματα κρατώντας την αναπνοή της.Δεν μπορούσα πια να ελέγξω τα συναισθήματά μου. Το μόνο που ένιωθα ήταν τα δάκρυά μου.
-Τέτοια συγκίνηση!.. μονολόγησε ο φύλακας περνώντας από μπροστά μου. Ξανακάθησα στο καναπεδάκι, χωρίς να την αφήνω απ' τα μάτια μου.
-Άπλωσε η Παναγία τα χέρια της και σε τράβηξε μέσα στον πίνακα; τη ρώτησα. Εκείνη με κοίταζε κατάματα κρατώντας την αναπνοή της.
-Θα έρχομαι κάθε μέρα, θα σου απλώνω κι εγώ τα χέρια προσμένοντας να βγεις. Ο Θεός κι ο Έρωτας θα με βοηθήσουν. Δεν ξέρω πόσες ώρες έμεινα προσηλωμένος.΄Ένα χέρι ακούμπησε τον ώμο μου. Γύρισα αλαφιασμένος. Ήταν ο φύλακας.
- Σας ζητώ συγγνώμη, μα πέρασε κιόλας μισή ώρα που θα έπρεπε να είχαμε κλείσει. Σηκώθηκα. Πήγα πολύ κοντά στον πίνακα και της άπλωσα τα χέρια. Έξω η βροχή έκανε αισθητή την παρουσία της κι ο πόνος το ίδιο.



ΚΡΙΤΙΚΗ

(Για το βιβλίο "Ο Θεός στο καφενείο"- Διηγήματα του Φ.Θεοφίλου)
Εφημ."Καθημερινή" - Γράφει ο Τήλεφος 23/8/95

Η Μυτιλήνη , η ιδιαίτερη πατρίδα του , οι άνθρωποί της , η εσωτερική σχέση των ηρώων με το φυσικό περιβάλλον και την ιστορικότητα του τοπίου , οι ζωντανοί και πηγαίοι διάλογοι , μα πάνω απ' όλα η κρυστάλλινη εκείνη ατμόσφαιρα που δεν αποφασίζει αν θα σκοτεινιάσει ή θα λουστεί στο φως , είναι το διαβατήριο για τον Φαίδωνα Θεοφίλου , τον ποιητή που γράφει και πεζογραφήματα όπως "το Θεό στο καφενείο", το νέο του βιβλίο που κυκλοφορεί ταυτόχρονα στην Ελλάδα (Εκδόσεις Αλεξάνδρεια) μαζί μ'ένα άλλο πεζογραφικό βιβλίο του στη Γερμανία (Το Δαχτυλίδι του Ήλιου) σε μετάφραση Κουρτ Μπρέμερ . Καταλαβαίνει γρήγορα ο αναγνώστης την ποιητική καταγωγή του συγγραφέα , καθώς αναδύεται η ατμόσφαιρα της Μυτιλήνης και των χαρακτήρων που πλάθει . Ο Γερμανός μεταφραστής συμπληρώνει τώρα "το Θεό στο καφενείο" μ' ένα πολύ ενδιαφέρον επίμετρο , στο οποίο κάνει λόγο όχι μόνο για το συγγραφέα αλλά και για τη γενικότερη προσέγγισή του στο νεοελληνικό πολιτισμό .Μία ελληνογερμανική , επιτυχημένη , πολιτιστική συνομιλία .



Από την εφημ. ΕΛΕΥΘΕΡΟΣ 11/10/1995
Γράφει ο Τάκης Νατσούλης

Στο βιβλίο του αυτό ο Φαίδων Θεοφίλου , ζωγραφίζει με την πένα του και αφηγείται με την ποίηση .Τα διηγήματά του όμοια εντυπωσιάζουν , έτσι όπως ισάξια , αυτοδύναμα και αριστοτεχνικά ξεδιπλώνονται . Ο λόγος του με μια καταδική του φρασεολογία και ιδιαιτερότητα , είναι έμφορτος από ρεαλιστική ευκρίνεια , αλλά και άλλες φορές η φαντασία του καλπάζει τρισδιάστατη , Λογοδοτεί ισόρροπα και ιερουργεί άξια της συμβολικής γραφής ο πρωτομάστορας .Τα χιλιοακριβοζυγιασμένα αυτά στοιχεία , συνθέτουν την ανθρώπινη φυσιογνωμία του κι αποκαλύπτουν αδιαφιλονίκητα τη συγγραφική του ταυτότητα .



ΑΠΌ ΤΗΝ Εφημ."ΕΛΕΥΘΕΡΟΣ ΤΥΠΟΣ 16/9/95

Γράφει η Ν. Παπανικολάου

΄Ένα παιχνίδι με το θείο, η μοναχικότητα ενός αμόρφωτου εμπόρου , ο θάνατος του Κωσταντή , του τρελού του χωριού , η ζωή ως μια θεατρική υπόθεση , είναι μερικές από τις ιστορίες που πλάθει ο Φαίδων Θεοφίλου , με εξαιρετική αφηγηματική ικανότητα . Τα διηγήματά του έχουν τη σπάνια πληρότητα εκείνων , που η εύστοχη , ποιητική τους γλώσσα γίνεται το όχημα ενός φιλοσοφικού στοχασμού .



Από το περιοδικό "Μανδραγόρας"
Γράφει ο ποιητής και κριτικός Θανάσης Βενέτης.

Ο γνωστός πεζογράφος και ποιητής στο πρόσφατο πεζογραφικό του έργο "Ο θεός στο καφενείο", " με αφοπλιστική παιδική φλέβα και εφηβικό ενθουσιασμό, κατοικεί σε σώματα, σε μορφές, σε στροβίλους, σε ανθρώπους" - όπως εύστοχα παρατηρεί σε κριτικό του σημείωμα ο οξυδερκής Παναγιώτης Καραβασίλης. Στα διηγήματα του Θεοφίλου οι ανθρώπινες περιπτώσεις των παρείσακτων και περιφρονημένων ηρώων του, πίνουν από την πένα του πεζογράφου ατελεύτητη και παρήγορη τρυφερότητα, βρίσκουν στις γραμμές της διήγησης το τρένο που θα τις ταξιδέψει στο όνειρο και το φως. Για τον Θεοφίλου δικαίωση του κόσμου είναι η ομορφιά - και το αισθητικό κάλλος , αυστηρό του πιστεύω , τον οδηγεί ολοκληρωτικά , μ' ένα λόγο απλό και διαυγή , εκχειλίζοντα από λυρική γεύση ζωής , σ' ένα λυτρωτικό, ελληνικό φως . Η εξ ενστίκτου ισορροπία κειμένου-δράσης και αποτελέσματος είναι εμφανής στη γραφή του Θεοφίλου και η αφετηρία της διήγησης αποτελεί για τους κατακερματισμένους πρωταγωνιστές της την ένδον ελπίδα ότι το τέρμα θα τους προσφέρει την παραμυθία της ανθρώπινης αλληλεγγύης και την ευφορία της κατανόησης .Η διαδρομή συντελείται με δίψα και τόνους χαμηλούς , αλλά υπόγεια κύματα έχουν ήδη συντρίψει τον κοινωνικό ιστό του παράλογου και του "εν πλήρει συγχύσει" κόσμου που μας περιβάλλει .Έτσι ο " Θεός του καφενείου , ο Πυλάδης , ο Στελάρας , ο Κωνσταντίνος , ο συνταξιούχος" και οι άλλοι καταφρονεμένοι και φευγάτοι των διηγημάτων του Θεοφίλου κινούνται , όπως παρατηρεί στο επίμετρο του βιβλίου ο Γερμανός μεταφραστής Κουρτ Μπρέμερ "ανάμεσα στη πραγματικότητα και τη φαντασία" με κατάφωρη την "ποιητική καταγωγή" των κειμένων , τα οποία διαποτίζονται από έντονο αίσθημα ελευθερίας και απέραντης στοργής για τον πάσχοντα συνάνθρωπο .Ο Θεοφίλου λάτρεψε το χορταράκι του βραχοκτισμένου κάστρου και τη θαλασσινή έπαρση της αύρας , εκεί όπου ανάμεσα στο έλα του φωτός και το φεύγα της νύχτας ,χλοάζουν τα όνειρα και γυαλίζουν αιωνιότητα οι πόρπες των βραχόβιων αγίων. Με το έργο του ο Θεοφίλου δημιουργεί ένα φράγμα στους πανίσχυρους που δυναστεύουν τη ζωή μας επειδή τους ξέρει από την καλή και την ανάποδη .Αν μπορούσε κάτι να πει σ' αυτούς , Οι στίχοι του Γεράσιμου Λυκιαρδόπουλου θα ήταν οι πιο κατάλληλοι : "Εσείς που γκρεμίζετε το μέλλον/ αφήστε μου εμένα τούτα τα χαλάσματα/ κι ένα πουλί μέσα στις λέξεις μου ν α φεύγει"..



"Ο ΤΡΟΦΙΜΟΣ" Έρως Ελευθερίας του Φαίδωνα Θεοφίλου
Μυθιστόρημα - Εκδόσεις Αλεξάνδρεια

Γράφει: ο Θανάσης Βενέτης

Ο Φαίδων Θεοφίλου στο μυθιστόρημα του "Ο Τρόφιμος" , με μυθοπλαστική δεξιοτεχνία και στοχαστική διάθεση πραγματοποιεί ένα εξαίρετο δοκίμιο πάνω στην ανθρώπινη περιπέτεια της προσωπικής ζωής.

Με κεντρικό άξονα της πλοκής την ολική απώλεια της μνήμης και την προσπάθεια για την δημιουργία μιας άλλης εντελώς καινούργιας μνήμης, ο Τρόφιμος ενός ψυχιατρικού Ιδρύματος, γεμίζει τις σελίδες του βιβλίου με μία απόλυτη, ανατρεπτική και αιρετική στάση ζωής.

"Έφιππος στην ελευθερία του" ο Τρόφιμος, πριμοδοτεί με πρωτογενή χοϊκό κοχλασμό τα συναισθήματα, προσδίδει επαυξημένο κύρος στη λατρεία της φύσης και προτείνει ένα modus vivendi με προεξάρχοντα υλικά την ατομική αξιοπρέπεια, την κοινωνική αλληλεγγύη και την διασφάλιση της ελευθερίας.

Με γνήσια πεζογραφική φλέβα, ο Φαίδων Θεοφίλου, στήνει ένα μυθιστόρημα που η γραφή του αποπνέει ποιητική και ερωτική διάθεση και σε παρασύρει σε μια απολαυστική ανάγνωση. Με ολιγοπρόσωπο θίασο κινεί τα νήματα μιας αποτελεσματικής εσωτερικής δράσης χωρίς διδαχές. Ενανθρωπίζει τα πάθη , τις εκρήξεις και τις σιωπές, καταργεί τις συμβάσεις.

Ο Φαίδων Θεοφίλου ανατέμνει στον φρέσκο στοχασμό του Τρόφιμου το ακριβό δώρο της ελευθερίας "ταξιδεύοντας στο χάσμα της μνήμης". Χωρίς να κλείνει το μάτι στον αναγνώστη, η επώδυνη μοναξιά, η ηφαιστειακή άνθιση του Έρωτα και η σπαρακτική φιλοσοφική αναζήτηση για "την υπέρβαση της γλώσσας, της λογικής και της μεταφυσικής" αποκτούν μια θερμή ανθρώπινη υπόσταση. Με διεισδυτική και ευαίσθητη ματιά και οξύτητα στις παρατηρήσεις του, "η διαρκής ροή" του δίπτυχου ζωή-θάνατος ή του τρίπτυχου: ζωή- θάνατος- ζωή, αντιμετωπίζεται με εξαιρετική φιλοσοφική καλλιέργεια.

Ο εξομολογητικός τόνος του Τρόφιμου εκφράζει την ανθρώπινη αγωνία που συνθλίβεται ανάμεσα σε υποστασιακές παγίδες και τραγικά αδιέξοδα, χωρίς "μαλάματα" και κορδελίτσες. Χωρίς κορώνες, αλλά με μεθοδική πειστικότητα και ατράνταχτη επιχειρηματολογία, κερδίζει το στοίχημα και γίνεται ο υπερασπιστής της υπέρτατης τέχνης- δηλαδή της ποίησης.

Ο Θεοφίλου δεν ξεχνά τη θητεία του στην ποίηση και πετάει το γάντι:

"Όταν οι εξουσίες σκύψουν
τείνοντας το αυτί
στα χείλη των ποιητών
το κέρδος
δε θα 'ναι που θ' ακούσουν
μα το σκύψιμο".

Συντελείται, λοιπόν, σ' ένα κλειστό χώρο η υπεράσπιση της ποιητικής τέχνης "με νόμους άλλους από εκείνους που κυβερνούν τη συνομιλία και τη λογική συζήτηση".

Γι' αυτό, το Ίδρυμα γίνεται για τον Τρόφιμο "λιβάδι προσωπικής ελευθερίας". Είναι η αύρα που ο ποιητής, αντιστρέφοντας τον συλλογισμό του Καρυωτάκη, νιώθει "ότι:

δεν του είναι οι στίχοι
άχαρη τύχη
και ματαιότη"

Η πρόβλεψη μου για τον Τρόφιμο, ένα χαρακτήρα που ξεχωρίζει για την ποιότητα των ιδεών του, για το δυσπρόσιτο αλλά απαράμιλλο ήθος του, που θωρακίζει για λογαριασμό μας τη φλόγα της ελευθερίας και θωρακίζεται για να κρατηθεί μακριά από την ευτέλεια και τη μιζέρια της συνθηκολόγησης, είναι ότι θα κρατηθεί ως φωτεινό παράδειγμα ενός ανθρώπου που πάλεψε και κέρδισε τη ζωή του και τον Έρωτα, που πλούτισε την ευαισθησία και την ανθρωπιά μας αθόρυβα, αλλά πλουσιοπάροχα. Η τέχνη απόκτησε τον εκπρόσωπο που φιλοδόξησε και πέτυχε να μας προικίσει με την αισθητική του λίγου και του απόλυτου, χωρίς μυστικισμό, χωρίς ιδιοτέλεια.

Ο Τρόφιμος, πλούσιος σε Ιδέες και όνειρα, μας θυμίζει τους στίχους του Σεφέρη:

"Κράτησε τη ζωή του ψηλαφώντας με τις δικές του φλέβες
τις φλέβες εκείνες που ξεφεύγουν γυρεύοντας το νερό που μας αγγίζει".



Η ΓΕΥΣΗ ΕΝΟΣ ΤΑΞΙΔΙΟΥ - Αφήγηση

Μη νομίσετε πως πρόκειται για κάποιο μακρινό και παράξενο ταξίδι. Για τον τόπο μου πρόκειται. Τη Μήθυμνα, στη βόρεια πλευρά της Λέσβου, που απέναντί της έχει τις τουρκικές ακτές και το ακρωτήριο Μπαμπά απ' το οποίο 9 μίλλια πιο πάνω, προς τα βόρεια, βρίσκεται το η αρχαία Τροία. Φτάσαμε πρωί με τον Ορέστη. Συννεφιά, με τη αναιδή δροσιά τού Μάρτη να προσπαθεί να χωθεί κάτω απ' τα ρούχα μας. Λογαριάσαμε τις δουλειές που έπρεπε να γίνουν στο κτήμα και στο σπίτι και ειδοποιήσαμε τα συνεργεία. Μετά το μεσημέρι αποφασίσαμε να πάμε στην Εφταλού, στην ταβέρνα του Μανώλη Κανδύλη. Εφταλού είναι μια εξοχική περιοχή της Μήθυμνας με επτά λόφους και πεντακάθαρες ακτές και όρμους - αγκαλιές που υποδέχονται το καλοκαίρι τους παραθεριστές που αναζητούν κάτι το ξεχωριστό και μοναχικό, ενώ το χειμώνα η απουσία τους, αποτυπώνεται στ' ακρογιάλια ως μυστική παρουσία. Ο Ηλίας Βενέζης που έζησε εδώ στην Εφταλού, στη βίλλα Γαλήνη , εκτός από τ' άλλα βιβλία του, έγραψε κι ένα βιβλίο με τίτλο "Εφταλού". Ο Φρέντυ Γερμανός συνήθιζε να παραθερίζει εδώ , όπου έγραψε μερικά από τα βιβλία του, αλλά και άλλοι συγγραφείς και ποιητές βρήκαν εδώ χώρο έμπνευσης και δημιουργίας. Η ταβέρνα του Μανώλη είναι δίπλα στη θάλασσα. Απέναντι οι τουρκικές ακτές με τα αμέτρητα παραλιακά και ορεινά χωριά που το βραδάκι φωτισμένα, δείχνουν το σχήμα και την έκτασή τους. Καθίσαμε δίπλα στο τζάκι που άναβε. Το μενού; Εγώ φρέσκα πράσινα κουκιά με φρέσκο κρεμμυδάκι, άνηθο, λίγο αλευράκι για να δέσει η σάλτσα του, με λάδι ντόπιο φετινό. Ο Ορέστης, μακαρονάκι κοφτό με χταπόδι και ντομάτα, στο φούρνο. Μια γαβάθα άγρια χόρτα κι ένα καλά καθαρισμένο παστό κολιό, τριανταφυλλένιο, στο λαδόξυδο, με ψιλοκομμένο κρεμμυδάκι πάνω του και μαϊντανό. Ψωμί με λάδι και αλάτι ψημένο στα κάρβουνα. Πιοτό: 2 καραφάκια δάκρια της Παναγίας. (Λέγεται και ούζο Μυτιλήνης) Οι Λέσβιοι συνηθίζουν μια έκφραση όταν περνούν καλά με απλά πράγματα: "Γάμο έκανα" λένε. Έτσι κι εμείς. Γάμο κάναμε. Μέσα στην γενική ευφορία λοιπόν και τη ζεστασιά του τζακιού, άρχισαν να αναβλύζουν οι μνήμες απ' τον τόπο μου, με πρώτη και καλύτερη αυτήν που φανέρωνε ξανά, τη γιαγιά Μαριάνθη που ήταν σύζυγος ιερέως. Η γιαγιά Μαριάνθη ήταν και η ίδια μια ιέρεια σε τρεις κυρίως ρόλους: Ιέρεια της ανθρώπινης τρυφερότητας, ιέρεια της κουζίνας και τέλος ιέρεια της αθυρόστομης αφήγησης! Στο καιρό της, κατηφόριζαν τα βράδια στο εξοχικό της από το χωριό με τα λαδοφάναρα, μεγάλες ομάδες γυναικών με τα κορίτσια τους για ν' ακούσουν τη θεια Μαριάνθη ν' αφηγείται τις σπαρταριστές ιστορίες της μ' ένα εκρηκτικό χιούμορ και με σοφή χρήση της αθυροστομίας. Ακόμα, να σχολιάζει τη ζωή της Μήθυμνας με σαρκασμό και με τρυφερότητα. Η αθυροστομία στο στόμα της ήταν τόσο φυσική, που νομίζαμε τότε ότι μόνο εκείνη μπορούσε να λέει αδιάντροπα, χωρίς να είναι ντροπή. Κάποτε θυμάμαι, πήγε μαζί με τις φίλες της στο εξωκλήσι του Αϊ Γιώργη, για να κάνουν "ιερά" αγρυπνία. Όλη νύχτα λοιπόν, έψελναν και διάβαζαν ευχές και Αποστόλους, αλλά και ξεφούρνιζαν η μια στην άλλη τα μυστικά και τα προβλήματά τους ή περνούσαν γενεές δεκατέσσερις όλες τις "τάχα μου" του χωριού, κάτω απ' το βλέμμα του καβαλάρη που σκότωσε το θεριό. Έτρωγαν παξιμαδάκια, κουλουράκια κι έψηναν καφέδες για ν' αντέξουν την αγρυπνία. Το πρωί στις 6 η ώρα θα ερχόταν ο παπάς πάνω στο γάιδαρο να κάνει τη λειτουργία. Κάποια στιγμή η γιαγιά Μαριάνθη βγήκε έξω από το ξωκλήσι για την ανάγκη της. Νύχτα όπως ήταν ακόμα, πάτησε με την παντόφλα της τη μισή (για κακή της τύχη) μπαμπουροφωλιά που έχασκε στο έδαφος, την ώρα που έκανε τη ανάγκη της. Βγήκαν τρελαμένα τα μπαμπούρια και την έκαναν κόσκινο στ' απόκρυφά της. Πανικός! Φωνές η γιαγιά Μαριάνθη, βγήκαν οι φίλες της από το ξωκλήσι έμαθαν τι συνέβη και δεν ήξεραν αν έπρεπε να σκάσουν στα γέλια ή να παραμείνουν σοβαρές παρηγορώντας την. Την έβαλαν λοιπόν πάνω στο γάιδαρο για να την πάνε στο σπίτι, ενώ μια άλλη φίλη της έτρεξε να φωνάξει τη νοσοκόμα για ενέσεις. Στο δρόμο λοιπόν η γιαγιά ενώ σφάδαζε απ' τους πόνους, ταυτόχρονα είχε το κουράγιο να κάνει και χωρατά για το πάθημά της. Έτσι λευτέρωσε και τις φίλες της που τόση ώρα σφίγγονταν για να μη γελάσουν και τώρα γελούσαν με τις ευλογίες της. Μέχρι που έγινε καλά, είχε περάσει όλη η Μήθυμνα από το εξοχικό της. Μας άφησε, πλήρης ημερών, στα 94. Α ρε γιαγιά πόσο εύκολα, αυτονόητα αλλά και δυνατά άφησες τη σφραγίδα σου φεύγοντας για κει που δεν υπάρχουν μπαμπουροφωλιές… Πληρώνοντας το λογαριασμό και με την ευτυχία φυτεμένη στο κεφάλι μου, από τα δάκρια της Παναγίας, είχα την εντύπωση πως είχα ζαλίσει τον Ορέστη με τις αναμνήσεις μου. Ο Ορέστης όμως κράταγε πάντα ότι τον ενδιέφερε. Τα άλλα τ' άφηνε να πέσουν κάτω. Όπως το κόσκινο. Αφήνοντάς σε όμως να νομίζεις πως όλα τα κρατάει. Η καταγωγή του από τα Ιωάννινα. Στο νησί της Λέσβου έβρισκε θετική αύρα, ομορφιά και μοναδικότητα. Έφυγε τη Πέμπτη, αφού τα ρεπό του τελείωσαν. Και για να μη ξεχάσω: Την Τροία δεν την ανέφερα τυχαία στην αρχή: Κατά τη διάρκεια του τρωικού πολέμου, το βασίλειο της Μήθυμνας βοηθούσε τους Τρώες, (ήταν κι αυτοί Έλληνες) με όπλα και τροφές. Τότε λοιπόν ήρθε στη Μήθυμνα ο (κατά τον Όμηρο) θεόμορφος Αχιλλέας, για να την κυριεύσει και να αποκόψει τη βοήθειά της προς την Τροία. Την πολιορκούσε 45 μέρες χωρίς αποτέλεσμα και δεν επρόκειτο ούτε με…σφαίρες να την κυριεύσει . Ό,τι όμως δεν κατάφερε η γενναιότητα και η ευφυΐα του ήρωα, το κατάφερε ο ανίκητος έρωτας: Η κόρη του βασιλιά της Μήθυμνας Πεισιδίκη, τρελά ερωτευμένη με τον Αχιλλέα, που η φήμη του διέτρεχε σαν αστραπή την Ελλάδα, του έστειλε τον υπηρέτη της και τον έμπασε στο κάστρο. Έτσι κυριεύτηκε η Μήθυμνα από τον Ομηρικό ήρωα. Επέστρεψα την Κυριακή. Έφθασα στο αεροδρόμιο της Αθήνας με την πτήση 577 της Ολυμπιακής στις 1915. Στην πραγματικότητα ρέμβαζα ακόμα τις απέναντι ακτές με τα φωτισμένα χωριά…


Ελληνική Νύχτα- ποιητική σύνθεση
Φαίδων Θεοφίλου
Εκδόσεις Αλεξάνδρεια -Αθήνα 2005

Γράφει ο Μήτσος Τσιάμης
Στην εφημερίδα "ΔΗΜΟΚΡΑΤΗΣ" Μυτιλήνης

Μια ξέχωρη γεύση ποιητικής ουσίας, μας προσφέρει με τη νέα σύνθεσή του, ο ποιητής Φαίδων Θεοφίλου με τον χαρακτηριστικό-μεταφορικό τίτλο "Ελληνική Νύχτα". Θα μπορούσε κανείς να προσθέσει στην προμετωπίδα της συλλογής, τους στίχους του Σολωμού "Ολίγο φως και μακρινό σε μαύρο σκότος κι έρμο" και Από την πρώτη ανάγνωση διαπιστώνει ο αναγνώστης τον γνήσιο ποιητή, που με περισσή τρυφερότητα, πειστικό λόγο και διάχυτο λυρισμό, έχει τη δυνατότητα να διεισδύει με γνώση και φιλοσοφική διάθεση στην ουσία των πραγμάτων. Εκεί που ενεδρεύουν τα βαθύτερα κοιτάσματα της αληθινής ποίησης. Στη φύση, όπου είναι οι ρίζες της ζωής και από όπου "αναβλύζει ύδωρ, αλλόμενον εις ζωήν αιώνιον" κατά τη ρήση του Ευαγγελίου. Ο Γκαίτε έλεγε: "Ο Θεός εν τη φύση" και "εις τα ως εαυτόν" ο Μάρκος Αυρήλιος αναφέρει ότι τα πάντα από αυτήν προέρχονται: "Εκ σου τα πάντα, εν σοι τα πάντα, εις σε τα πάντα". Σε αυτή τη σύνθεση, ξεχωρίζουν πολλοί απαλοί και διάφανοι στίχοι που εκτινάσσουν ένα υπερούσιο φως, μέσα στην ατέρμονη σιωπή της νύχτας. Μέσα σε αυτή την πανδαισία της σιωπής που κρύβει όλο το νόημα και τα' απόκρυφα μυστικά της ζωής. Ένας άλλος ήλιος "του μεσονυχτίου". Ένας χείμαρρος από αμίλητες σιωπές, που φωτίζουν με την ποιητική τους ακτινοβολία το στερέωμα και συνομιλούν με τους άπειρους αστερισμούς μέσα στην απεραντοσύνη του σύμπαντος κόσμου. Είναι μια ποίηση που φωτίζει το σκότος και αντανακλά το θέαμα και το μεγαλείο της ζωής. Έτσι καθώς αυτές"οι έγχορδες μνήμες" (σελ.22) συνεχίζουν με τον ίδιο υψηλό τόνο να μας χαρίζουν τις ποιητικές συγχορδίες, σε μια συγκρατημένη χορευτική διάθεση, που διακρίνει τους ανάερους, λεπτούς, μουσικούς και μεστούς στην αθωότητά τους στίχους, αυτά τα "εκτοπλάσματα ψαλμωδίας" (σελ.29) όπως τα χαρακτηρίζει ο ίδιος ο ποιητής. Και με όλες τις περαιτέρω εμπνεύσεις του για να μεγαλουργούν κάτω από το έκθαμβο "σκέπαστρο ελευθερίας" (σελ.32) και να μεστώνουν οι ποιητικές καταθέσεις του, καθώς ο ώριμος, χαρισματικός, ιδιόμορφος, δυοειδής, συμβολικός επύλλιος, ποιητικός του εκφραστικός τρόπος, αναδιπλώνεται κάτω από μια πλουσιόδωρη φαντασία. Και ενώ στην ποιητική αυτή σύνθεση, εκθειάζονται και εξυμνούνται οι πολύμορφες πτυχώσεις της νύχτας σε όλες τις φάσεις της, καθώς ακολουθούν την πορεία της ζωής, στο βάθος η σαγήνη της εξαφανίζει όχι μόνο το θάνατο, αλλά θα "συνθλίψει τον πόνο, σε θλιβερή αρμονία" και με "το δροσερό χάδι της θα διευκολύνει τον τοκετό της ελπίδας" (σελ.9). Διαβάζοντας τους στίχους: "Η χώρα ταξιδεύει μέσα στη νύχτα με τ' όνειρο" (σελ.21) για να "σταματήσει τα ρολόγια να έχουν λίγο χρόνο για να σκεφτόμαστε" (σελ.24) μου θυμίζει τη ρήση του Κόλεριτζ που γράφει: "Η ποίηση είναι φαντασία, μορφοπλαστική, καταργητική του χρόνου". Εξάλλου, κάτω από ένα πλήθος εικόνες που είναι συνθεμένες με απλές, αλλά καίριες και κάποτε ευρηματικές λέξεις, οικοδομεί ο ποιητής Φαίδων Θεοφίλου τη "Νυκτεγερσία" του, σε μια οδυνηρή, αγαπητική, ερωτική, ιδεατή, αλλ' ωστόσο πραγματική πραγματικότητα, του καλοκαιριού, για να εκφράσει "την ιεροσύνη των αγρών, την νυκτοπορεία των νεκρών, τη νοομαντεία" (σελ.13), όλα όσα συνθέτουν το υπαρξιακό σε βάθος νόημα της ζωής, με μια ποιητική αλληγορία ανάερη και ωστόσο επώδυνη. Ο T.S. Eliot λέει: "Ο ποιητής κάνει τους αναγνώστες του να μοιραστούν συνειδητά μαζί του, νέα συναισθήματα που δεν είχαν νιώσει πιο πριν". Τους αναγκάζει ν' ακούσουν τον αντίλαλο της δικής του φωνής ακόμα κι αν φωνάζει στο χάος. Οι στίχοι του Φαίδωνα Θεοφίλου συνθέτουν κατά τον καλύτερο τρόπο την "Ελληνική Νύχτα" που μας φωτίζει το σιωπηλό και αμίλητο παρελθόν και μας μεταθέτει στο άπειρο και απροσδόκητο μέλλον.



Φωνήματα επί χάρτου
Φαίδωνα Θεοφίλου

Νέοι και νέες ζητούνται:
να καλοπιάνουν τη θάλασσα και την ελευθερία
με ένα μόνο Θήτα.

Αυτόφωτοι ζητούνται:
παράθυρα ν' ανοίγουν, για τους άλλους.

Καλλιτέχνες για μόνιμη απασχόληση:
να ρυθμίζουν τις σχέσεις
Ομορφιάς και Φθοράς.

Ποιητές ζητούνται:
να κάνουν παράσιτα
στις συχνότητες των δορυφόρων.

Αμετάθετα ΟΧΙ ζητούνται
για τ' άγρια ΝΑΙ της ανάγκης.

Ενοικιάζονται :
Μικροί πράσινοι τάφοι για τα όνειρα .
Λήξη συμβολαίου, με την έγερση των ονείρων.



Αθήνα

Επικοινωνείτε εδώ
με τον ποιητή

Φαίδωνα Θεοφίλου :
E-mail: ftheofilou@gmail.com
Διαβάστε ακόμη για τον ποιητή
ΜΙΑ ΦΟΡΑ ΗΤΑΝ ΔΥΟ (Διήγημα της παλάμης)
ηλεκτρονικό περιοδικό
           Λογοτεχνίας και πολιτισμού
λα να δεις...

Μια φορά ήταν δυό. Φορούσαν τομάρια ζώων και ζούσαν σε υγρές σπηλιές. Στη χαρά γρύλιζαν. Στη λύπη σιγομουρμούριζαν. Στην οργή ούρλιαζαν και δέρνονταν. Έτρωγαν ωμές τις τροφές τους και λόγο δεν είχαν. Μετά από στοίβες χρόνια, οι δυό γίναν πολλοί. Βρήκαν το λόγο. Ο λόγος έντυσε και στέριωσε τις σχέσεις τους. Η αγριότητα ημέρεψε. Έμαθαν να τραγουδούν και να παίζουν μουσική.
Ανακάλυψαν τις επιστήμες κι ο λόγος πήρε κυρίαρχη μορφή στη ζωή τους, ανεβάζοντάς τους γοργά στα σκαλιά της εξέλιξης, με προορισμό άγνωστο. Ανακάλυψαν κι άλλες χώρες και γνωρίστηκαν με άλλους, που κι αυτοί ήταν δυό και έγιναν πολλοί. Ακόμα, μάκρυναν τον πρόλογο του έρωτα, με τραγούδια, γράμματα και σκέρτσα. Έτσι ώστε, ο πρόλογος έγινε όμορφος σαν τον ίδιο τον έρωτα. Μετά από στοίβες χρονικών πακέτων, έγιναν ακόμα περισσότεροι. Κατοικούσαν σε πολυώροφες μυρμηγκοφωλιές, χτισμένες πάνω από την επιφάνεια της γης. Πρωί-πρωί έτρεχαν στη δουλειά τους και δεν ήξεραν αν τη δουλειά τους έκαναν με ταχύτητα ή την ταχύτητα με δουλειά. Ύστερα γύριζαν στο χώρο της κατοικίας τους κουρασμένοι κι έτρωγαν περισσότερο απ' όσο χρειαζόταν. Πατούσαν ένα κουμπί και κοίταζαν αμίλητοι ένα κουτί με οθόνη που τους έδειχνε εικόνες. Έτσι η σιωπή έπλεκε ένα κουκούλι για τον καθένα και τον τύλιγε ώστε, ενώ ήταν πολλοί, ο καθένας ήταν μόνος του. Έγερναν κατόπιν στο κρεβάτι και κοιμούνταν, βέβαιοι για την αυριανοί επανάληψη. Ύστερα από μια στοίβα χρόνια, ο λόγος χάθηκε. 'Aρχισαν τότε να γρυλίζουν στη χαρά, να σιγομουρμουρίζουν στη λύπη, να ουρλιάζουν και να δέρνονται στην οργή...

Φαίδων Θεοφίλου
ΚΡΙΤΙΚΗ
Για το μυθιστόρημα
"Ο ΤΡΟΦΙΜΟΣ" του Φαίδωνα Θεοφίλου

Πρόκειται για έργο συγγραφικής ωριμότητας, το οποίο, όμως, αποκαλύπτει εκρηκτική νεότητα ψυχής και πνεύματος και αναζητεί στο έρεβος των απωλειών και ματαιώσεων, που σημαδεύουν τη ζωή, τη δυνατότητα της τελικής λύτρωσης, της δραπέτευσης από το κάτεργο της ομοιομορφίας και της αποπροσωποίησης. Στο λαμπρό αυτό κείμενο αναπτύσσονται, εμφανίζονται, χάνονται ή αναμειγνύονται αενάως πολλά από τα θεμελιώδη ερωτήματα του βίου- "ποιοί είμαστε, πούθε 'ρχόμαστε, πού πάμε", αλλά και μείζονα προβλήματα που απασχόλησαν πάντοτε την πεπερασμένη αντίληψη και πείρα μας, όπως αυτά της ταυτότητας, της συμβίωσης, της αυτονομίας, της μνήμης, της μοίρας, της δημιουργικότητας, της υπέρβασης των ορίων του νοείν και αισθάνεσθαι, της μοναξιάς και της ελευθερίας, του έρωτα και του θανάτου. Και αυτό δεν γίνεται με τρόπο σκοτεινό, δύσληπτο και βασανιστικό - όπως συμβαίνει και με σημαντικούς συγγραφείς-, αλλά, όλα, τα πικρά και τα αδιέκδυτα, αλλά και ανθισμένα και ελπιδοφόρα, διυλίζονται στο φως και στην τρυφερότητα που αναδίδει η ανθρώπινη ύπαρξη, στην απελπισμένη αναζήτηση του άλλου μισού της, η οποία νοηματοδοτεί και χρωματίζει τη ζωή. Φίλε Φαίδωνα, σε ευχαριστώ ο έσχατος αναγνώστης σου και σου εύχομαι από καρδιάς να διατηρήσεις αυτή την παράφορη ορμή της δημιουργίας που καρπίζει τόσο ωραία.

Χριστόφορος Αργυρόπουλος