Διήγημα του Φαίδωνα Θεοφίλου
Από το βιβλίο του "Ο Θεός στο Καφενείο"
Εκδόσεις "ΑΛΕΞΑΝΔΡΕΙΑ"
H M O N A X H
Μόλις που πρόλαβα το τραμ ενώ ξεκινούσε.
Λίγο πριν κλείσουν οι πόρτες. Είχα τόσες σκέψεις στο μυαλό μου
που τα μάτια μου κοίταζαν χωρίς να βλέπουν. Έτσι ενώ οι επιβάτες ήταν λίγοι, δεν διέκρινα κάποιον καθαρά.
Αραιά σχήματα ανθρώπων. Είχα ήδη δύο μήνες σ' αυτή τη χώρα όπου αποφάσισα να εγκατασταθώ, αφού πρώτα θα έβρισκα κάτι να κάνω. Ακύρωσα το εισιτήριο και στάθηκα όρθιος κοντά στο παράθυρο. Όρθιος για να αισθάνομαι τάχα πιο ενεργός.
Το μυαλό μου άρχιζε να ξεκαθαρίζει. Είχα κιόλας προσαρμοστεί στην ατμόσφαιρα του τραμ, σα να ταξίδευα ώρα πολλή.
Η έκπληξη που ένιωσα ήταν σαν ένα βαρίδι που έπεσε απ' το λαιμό κατευθείαν στο στομάχι: Απέναντί μου και λίγο διαγώνια , όρθια δίπλα στο παράθυρο , στεκόταν μια Μοναχή γύρω στα είκοσι, ντυμένη στα μαύρα απ' το λαιμό ως τους αστραγάλους και με λευκό κάλυμμα στο κεφάλι.
Τα ρούχα της ήταν ολοκαίνουργια.
Ήταν απίστευτα όμορφη,σχεδόν βασανιστικά.Δεν είναι δυνατόν μια Μοναχή να είναι τόσο όμορφη. Βαρύ φορτίο τόση ομορφιά. Πώς γίνεται αυτή η Θεία παρουσία να πλένει τα δόντια της ή να πιάνει μαχαίρι και πηρούνι να τεμαχίσει το φαγητό της;
Το δέρμα της χλωμό,διάφανο. Οι λίγες ακτίνες του ήλιου που περνούσαν απ' το παράθυρο και άγγιζαν το πρόσωπό της, άφηναν να διαφαίνεται το ρόδινο του αίματος κάτω απ'το δέρμα.
Το τραμ είχε μεταβληθεί ξαφνικά σε μια κιβωτό ευτυχίας.
Χείλη λεπτά , να δικαιώνουν τη συμμετρία της απλότητάς της. Λαξεμένη μύτη, να ξεκινά απ' εκεί που τελειώνει το μέτωπο. Δυο γαλανά μάτια να χύνουν ασταμάτητα ένα γλυκό φως.
Μια ομορφιά εύθραυστη, ίσα για ν'αντέξει μια μέρα, κι η ευγένεια ν'απλώνεται αόρατο χάδι στο πρόσωπό της. Προσηλώθηκα στο πρόσωπο, στα μάτια της που κοιτούσαν ίσια μπροστά και πουθενά. Ασυναίσθητα πήγα να βγάλω από τη τσάντα τη φωτογραφική μηχανή να τη φωτογραφήσω, αλλά έκανα τη σκέψη πως κάτι τέτοιο θα σήμαινε ότι αρκούμαι στη φωτογραφία της και ότι δεν θα τη ξαναδώ.
-Δηλαδή; αναρωτήθηκα.
-Τί θες να πεις; Μήπως...
- Δεν ξέρω απάντησα. Τα εννοώ όλα και τίποτα.
Ενεργοποιώ ένα ποτάμι που θα με παρασύρει.
Δεν με νοιάζει που θα με βγάλει.Μ'ενδιαφέρει να με παρασύρει.
-Είσαι τρελός; Αντέδρασε στον εσωτερικό διάλογο η άλλη φωνή.
-Ναι! Μπορώ ακόμα να είμαι.
Το κεφάλι μου βούιζε. Μια θέρμη φόρτιζε το σώμα μου.
Ρωγμές άνοιγαν στο στήθος μου κι έρεε η θέρμη κάνοντάς με λαφρύτερο. Δεν ξεχώριζα αν ήμουν ψηλά, έτοιμος να πέσω στο κενό ή αν ήμουν ήδη στο κενό κοιτάζοντας ψηλά.
Το γλυκό φως συνέχιζε να χύνεται σταθερά απ'τα μάτια της.Το λευκό κάλυμμα στο κεφάλι εντόπιζε πιότερο τη μοναδικότητα του προσώπου της. Κάποια στιγμή αντιλήφθηκε την επιμονή που την κοίταζα και τοποθέτησε έτσι το πρόσωπό της ώστε να είναι καλύτερα ορατό. Μου έδινε λοιπόν κάτι; Ατελείωτα φτερουγίσματα πετάρισαν μέσα μου κι άλλα τόσα ρίγη σκορπίστηκαν σαν θραύσματα. Οι φωνές ξανάρχισαν μέσα μου:
-Είδες; Μίλησε η γυναίκα. Η αιώνια γυναίκα. Αυτή η βασανιστική
ομορφιά μου έκανε μια μικρή παραχώρηση...
-Ησύχασε. Ποια παραχώρηση; Με κάτι το τυχαίο;
-Τυχαίο; Εδώ και τόσην ώρα αισθάνεται την έλξη του αρσενικού, που από κυνηγός μεταβλήθηκε σε θήραμα, όπως γνωρίζει και το ότι αυτή εξουσιάζει. Η πανίσχυρη εξουσία της ομορφιάς και της νεότητας.
-Μα τα έχεις τελείως χαμένα; Η παραχώρηση που λες μπορεί να
είναι μια αγέρωχη στάση, ακριβώς για να δείξει πως δε φοβάται
ούτε νοιάζεται για το τι γίνεται γύρω της. Έπειτα μη ξεχνάς,
είναι μια Μοναχή.
-Αυτό είναι το πιο συγκλονιστικό. Μια Μοναχή 20 ετών,
πανέμορφη, με ερωτισμό που δεν κρύβεται. Δεν μπορεί, η ομορφιά έχει και τα αδύνατα σημεία της,όπως και κάθε εξουσία.
Η νεότητα έχει ρωγμές στη δύναμή της. Κάποια θα καταφέρω ν'αξιοποιήσω.
-Κι αν ακόμα ήταν έτσι, η στάση σου είναι λαθεμένη. Μ'αυτή την ένταση και το πάθος που σε διακρίνει να τα περιμένεις και να τα θέλεις όλα τώρα αμέσως, τρομάζεις. Αν θέλεις ν'αξιοποιήσεις τις ρωγμές που λες,πρέπει να είσαι παίκτης. Να διαθέτεις χρόνο,
υπομονή, επιμονή κι επινοητικότητα. Να μάθεις που μένει, πόσο ελεύθερο χρόνο έχει, τις καθημερινές της ασχολίες, να είσαι πάντα διακριτικά παρών ώστε να μην ενοχλείς, κάνοντας όμως αισθητή την παρουσία σου, ώσπου να μπορέσεις να την κλονίσεις. Γιατί όσο δύσκολο κι αν είναι να κατεβάσεις κάποιον απ'το βάθρο του, είναι πάντως πιο εύκολο απ'το να τον ανεβάσεις.
-Αυτά που λες είναι ψυχρές συνταγές επαγγελματιών εραστών.
Εγώ πώςθα ελέγξω αυτό το κύμα του πυρετού που με διατρέχει;
Τα συναισθήματα που με σπρώχνουν σαν άνεμοι;
Εκείνη φαινόταν ότι προσπαθούσε να μη με κοιτάξει κατάματα, ενώ ήλεγχε τις αντιδράσεις μου, αφού βρισκόμουν διαγώνια απέναντί της. Την ένταση που μ' είχε κυριεύσει πρέπει να την είχαν αντιληφθεί και οι επιβάτες του τραμ,γιατί όσοι κατέβαιναν στις στάσεις με παρατηρούσαν εξεταστικά.
Το τραμ σταμάτησε.
Η νεαρή Μοναχή ετοιμαζόταν να κατέβει.
Έτσι λοιπόν το όνειρο θα έσπαγε σα γυάλινο ομοίωμα;
Και γω αντί να το γευτώ θα μάζευα τα κομμάτια του;
-Βέβαια το απραγματοποίητο όνειρο δεν το ξεχνάς ποτέ,ενώ ότι
πραγματοποιείς γρήγορα το παρατάς για κάτι άλλο.
-Τ' είναι αυτά που λες; Τ' όνειρο αυτό είναι κορυφή.
-Ναι! Κορυφή για την αρσενική σου ματαιοδοξία.
-Ξέρεις τι έλεγε η Σαπφώ; "¨Την ομορφιά διακόνησα. Τι πιο
μεγάλο θα μπορούσα;"
Η Μοναχή πέρασε από μπροστά μου κρύβοντας με δυσκολία τη νευρικότητά της, και κατέβηκε. Πήδησα έξω την ώρα που έκλεινε η πόρτα. Μπροστά εκείνη πίσω εγώ. Βάδιζε Σα να μη πατούσε στο έδαφος. Αέρινη. Και...αλήθεια δεν τάχυνε το βήμα της, παρά περπατούσε αργά και σταθερά. Κανονικά θα έπρεπε να βαδίζει γοργά αν ήθελε να με αποφύγει. Λες;...Ανεξέλεγκτες χαρές φτερούγισαν στο είναι μου. Η φωνή που μου έφερνε αντιρρήσεις είχε παραιτηθεί. Μιλούσα μόνος μου.
Η Μοναχή ανέβηκε στο πεζοδρόμιο. Το ένδυμά της το πλαγιοκοπούσε ο αέρας από διάφορες κατευθύνσεις κι εγώ εκστατικός προσπαθούσα να διακρίνω τις γραμμές του κορμιού της. Έστριψε στο επόμενο τετράγωνο δεξιά. Να πάω άραγε πιο κοντά να της μιλήσω; Όχι! όχι ακόμα. Να συνηθίσω λίγο στην ιδέα. Περίμενε θα δούμε. Η Μοναχή βγήκε στη τρίτη παράλληλη λεωφόρο με αυτήν που την άφησε το τραμ.Στάθηκε για λίγο μπροστά σ' ένα κτίριο κλασικού ύφους κι αμέσως μετά ανέβηκε τη μαρμάρινη σκάλα. "Μουσείο Ζωγραφικής" .
Αυτή είναι η ευκαιρία! Με πρόσχημα τους πίνακες ζωγραφικής θα της μιλήσω. Άρχισα να τρέχω ανεβαίνοντας δύο -δύο τα σκαλιά. Μόλις έφτασα στην είσοδο με σταμάτησαν.- Εισιτήριο!
Πλήρωσα και μπήκα σαν τρελός στο μουσείο. Σταμάτησα λίγο στο φουαγιέ, κοίταξα δεξιά κι αριστερά κι αποφάσισα ν' αρχίσω από δεξιά, κάνοντας τον κύκλο των αιθουσών που κατέληγαν από την αριστερή πλευρά πάλι στο φουαγιέ. ]
Πέρασα τις αίθουσες σαν μεθυσμένος. Τίποτα. Δεν ήταν πουθενά. Ξαναγύρισα άλλες δυο φορές τις αίθουσες με πιο αργούς ρυθμούς, κοιτώντας τόσο προσεκτικά, σα να μην έφταναν τα μάτια μου για να βλέπω. Πάλι τίποτα. Σα ν' άνοιξε η γη και την κατάπιε.Ρώτησα ένα φύλακα που θα έπρεπε οπωσδήποτε να την είχε δει. Κούνησε αρνητικά το κεφάλι του.
Κάθησα αποκαμωμένος στο καναπεδάκι του φουαγιέ. Σήκωσα το κεφάλι μου, πήρα βαθιά ανάσα και...... Ναι! Εκεί στον απέναντι τοίχο, σ' αυτόν τον υπέροχο πίνακα με την Παναγία, τον Ιησού δωδεκαετή, με το συντριβάνι στο κέντρο, ναι, σ' αυτόν τον πίνακα δίπλα στην Παναγία στεκόταν η νεαρή Μοναχή, με κοιτούσε κατάματα και φαινόταν να κρατά την αναπνοή της.
Πετάχτηκα όρθιος. Δεν είναι δυνατόν, ψιθύρισα, προσπαθώντας κάπου να στηριχτώ. Ήμουν μόνος, μ' εκείνη να με κοιτά κατάματα κρατώντας την αναπνοή της.Δεν μπορούσα πια να ελέγξω τα συναισθήματά μου. Το μόνο που ένιωθα ήταν τα δάκρυά μου.
-Τέτοια συγκίνηση!.. μονολόγησε ο φύλακας περνώντας από μπροστά μου. Ξανακάθησα στο καναπεδάκι, χωρίς να την αφήνω απ' τα μάτια μου.
-Άπλωσε η Παναγία τα χέρια της και σε τράβηξε μέσα στον πίνακα; τη ρώτησα. Εκείνη με κοίταζε κατάματα κρατώντας την αναπνοή της.
-Θα έρχομαι κάθε μέρα, θα σου απλώνω κι εγώ τα χέρια προσμένοντας να βγεις. Ο Θεός κι ο Έρωτας θα με βοηθήσουν.
Δεν ξέρω πόσες ώρες έμεινα προσηλωμένος.΄Ένα χέρι ακούμπησε τον ώμο μου.
Γύρισα αλαφιασμένος.
Ήταν ο φύλακας.
- Σας ζητώ συγγνώμη, μα πέρασε κιόλας μισή ώρα που θα έπρεπε να είχαμε κλείσει. Σηκώθηκα. Πήγα πολύ κοντά στον πίνακα και της άπλωσα τα χέρια.
Έξω η βροχή έκανε αισθητή την παρουσία της κι ο πόνος το ίδιο.

ΚΡΙΤΙΚΗ
(Για το βιβλίο "Ο Θεός στο καφενείο"- Διηγήματα του Φ.Θεοφίλου)
Εφημ."Καθημερινή" - Γράφει ο Τήλεφος 23/8/95
Η Μυτιλήνη , η ιδιαίτερη πατρίδα του , οι άνθρωποί της , η εσωτερική σχέση των ηρώων με το φυσικό περιβάλλον και την ιστορικότητα του τοπίου , οι ζωντανοί και πηγαίοι διάλογοι , μα πάνω απ' όλα η κρυστάλλινη εκείνη ατμόσφαιρα που δεν αποφασίζει αν θα σκοτεινιάσει ή θα λουστεί στο φως , είναι το διαβατήριο για τον Φαίδωνα Θεοφίλου , τον ποιητή που γράφει και πεζογραφήματα όπως "το Θεό στο καφενείο", το νέο του βιβλίο που κυκλοφορεί ταυτόχρονα στην Ελλάδα (Εκδόσεις Αλεξάνδρεια) μαζί μ'ένα άλλο πεζογραφικό βιβλίο του στη Γερμανία (Το Δαχτυλίδι του Ήλιου) σε μετάφραση Κουρτ Μπρέμερ . Καταλαβαίνει γρήγορα ο αναγνώστης την ποιητική καταγωγή του συγγραφέα , καθώς αναδύεται η ατμόσφαιρα της Μυτιλήνης και των χαρακτήρων που πλάθει . Ο Γερμανός μεταφραστής συμπληρώνει τώρα "το Θεό στο καφενείο" μ' ένα πολύ ενδιαφέρον επίμετρο , στο οποίο κάνει λόγο όχι μόνο για το συγγραφέα αλλά και για τη γενικότερη προσέγγισή του στο νεοελληνικό πολιτισμό .Μία ελληνογερμανική , επιτυχημένη , πολιτιστική συνομιλία .

Από το περιοδικό "Μανδραγόρας"
Γράφει ο ποιητής και κριτικός Θανάσης Βενέτης.
Ο γνωστός πεζογράφος και ποιητής στο πρόσφατο πεζογραφικό του έργο "Ο θεός
στο καφενείο", " με αφοπλιστική παιδική φλέβα και εφηβικό ενθουσιασμό, κατοικεί σε σώματα, σε μορφές, σε στροβίλους, σε ανθρώπους" - όπως εύστοχα παρατηρεί σε κριτικό του σημείωμα ο οξυδερκής Παναγιώτης Καραβασίλης.
Στα διηγήματα του Θεοφίλου οι ανθρώπινες περιπτώσεις των παρείσακτων και περιφρονημένων ηρώων του, πίνουν από την πένα του πεζογράφου ατελεύτητη και παρήγορη τρυφερότητα, βρίσκουν στις γραμμές της διήγησης το τρένο που θα τις ταξιδέψει στο όνειρο και το φως. Για τον Θεοφίλου δικαίωση του κόσμου είναι η ομορφιά - και το αισθητικό κάλλος , αυστηρό του πιστεύω , τον οδηγεί ολοκληρωτικά , μ' ένα λόγο απλό και διαυγή , εκχειλίζοντα από λυρική γεύση
ζωής , σ' ένα λυτρωτικό, ελληνικό φως .
Η εξ ενστίκτου ισορροπία κειμένου-δράσης και αποτελέσματος είναι εμφανής στη γραφή του Θεοφίλου και η αφετηρία της διήγησης αποτελεί για τους κατακερματισμένους πρωταγωνιστές της την ένδον ελπίδα ότι το τέρμα θα τους προσφέρει την παραμυθία της ανθρώπινης αλληλεγγύης και την ευφορία της κατανόησης .Η διαδρομή συντελείται με δίψα και τόνους χαμηλούς , αλλά υπόγεια κύματα έχουν ήδη συντρίψει τον κοινωνικό ιστό του παράλογου και του "εν πλήρει συγχύσει" κόσμου που μας περιβάλλει .Έτσι ο " Θεός του καφενείου , ο Πυλάδης , ο Στελάρας , ο Κωνσταντίνος , ο συνταξιούχος" και οι άλλοι καταφρονεμένοι και φευγάτοι των διηγημάτων του Θεοφίλου κινούνται , όπως παρατηρεί στο επίμετρο του βιβλίου ο Γερμανός μεταφραστής Κουρτ Μπρέμερ "ανάμεσα στη πραγματικότητα και τη φαντασία" με κατάφωρη την "ποιητική καταγωγή" των κειμένων , τα οποία διαποτίζονται από έντονο αίσθημα ελευθερίας και απέραντης στοργής για τον πάσχοντα συνάνθρωπο .Ο Θεοφίλου λάτρεψε το χορταράκι του βραχοκτισμένου κάστρου και τη θαλασσινή έπαρση της αύρας , εκεί όπου ανάμεσα στο έλα του φωτός και το φεύγα της νύχτας ,χλοάζουν τα όνειρα και γυαλίζουν αιωνιότητα οι πόρπες των βραχόβιων αγίων. Με το έργο του ο Θεοφίλου δημιουργεί ένα φράγμα στους πανίσχυρους που δυναστεύουν τη ζωή μας επειδή τους ξέρει από την καλή και την ανάποδη .Αν μπορούσε κάτι να πει σ' αυτούς ,
Οι στίχοι του Γεράσιμου Λυκιαρδόπουλου θα ήταν οι πιο κατάλληλοι :
"Εσείς που γκρεμίζετε το μέλλον/ αφήστε μου εμένα τούτα τα χαλάσματα/ κι ένα πουλί μέσα στις λέξεις μου ν α φεύγει"..

"Ο ΤΡΟΦΙΜΟΣ" Έρως Ελευθερίας του Φαίδωνα Θεοφίλου
Μυθιστόρημα - Εκδόσεις Αλεξάνδρεια
Γράφει: ο Θανάσης Βενέτης
Ο Φαίδων Θεοφίλου στο μυθιστόρημα του "Ο Τρόφιμος" , με μυθοπλαστική δεξιοτεχνία και στοχαστική διάθεση πραγματοποιεί ένα εξαίρετο δοκίμιο πάνω στην ανθρώπινη περιπέτεια της προσωπικής ζωής.
Με κεντρικό άξονα της πλοκής την ολική απώλεια της μνήμης και την προσπάθεια για την δημιουργία μιας άλλης εντελώς καινούργιας μνήμης, ο Τρόφιμος ενός ψυχιατρικού Ιδρύματος, γεμίζει τις σελίδες του βιβλίου με μία απόλυτη, ανατρεπτική και αιρετική στάση ζωής.
"Έφιππος στην ελευθερία του" ο Τρόφιμος, πριμοδοτεί με πρωτογενή χοϊκό κοχλασμό τα συναισθήματα, προσδίδει επαυξημένο κύρος στη λατρεία της φύσης και προτείνει ένα modus vivendi με προεξάρχοντα υλικά την ατομική αξιοπρέπεια, την κοινωνική αλληλεγγύη και την διασφάλιση της ελευθερίας.
Με γνήσια πεζογραφική φλέβα, ο Φαίδων Θεοφίλου, στήνει ένα μυθιστόρημα που η γραφή του αποπνέει ποιητική και ερωτική διάθεση και σε παρασύρει σε μια απολαυστική ανάγνωση. Με ολιγοπρόσωπο θίασο κινεί τα νήματα μιας αποτελεσματικής εσωτερικής δράσης χωρίς διδαχές. Ενανθρωπίζει τα πάθη , τις εκρήξεις και τις σιωπές, καταργεί τις συμβάσεις.
Ο Φαίδων Θεοφίλου ανατέμνει στον φρέσκο στοχασμό του Τρόφιμου το ακριβό δώρο της ελευθερίας "ταξιδεύοντας στο χάσμα της μνήμης". Χωρίς να κλείνει το μάτι στον αναγνώστη, η επώδυνη μοναξιά, η ηφαιστειακή άνθιση του Έρωτα και η σπαρακτική φιλοσοφική αναζήτηση για "την υπέρβαση της γλώσσας, της λογικής και της μεταφυσικής" αποκτούν μια θερμή ανθρώπινη υπόσταση. Με διεισδυτική και ευαίσθητη ματιά και οξύτητα στις παρατηρήσεις του, "η διαρκής ροή" του δίπτυχου ζωή-θάνατος ή του τρίπτυχου: ζωή- θάνατος- ζωή, αντιμετωπίζεται με εξαιρετική φιλοσοφική καλλιέργεια.
Ο εξομολογητικός τόνος του Τρόφιμου εκφράζει την ανθρώπινη αγωνία που συνθλίβεται ανάμεσα σε υποστασιακές παγίδες και τραγικά αδιέξοδα, χωρίς "μαλάματα" και κορδελίτσες. Χωρίς κορώνες, αλλά με μεθοδική πειστικότητα και ατράνταχτη επιχειρηματολογία, κερδίζει το στοίχημα και γίνεται ο υπερασπιστής της υπέρτατης τέχνης- δηλαδή της ποίησης.
Ο Θεοφίλου δεν ξεχνά τη θητεία του στην ποίηση και πετάει το γάντι:
"Όταν οι εξουσίες σκύψουν
τείνοντας το αυτί
στα χείλη των ποιητών
το κέρδος
δε θα 'ναι που θ' ακούσουν
μα το σκύψιμο".
Συντελείται, λοιπόν, σ' ένα κλειστό χώρο η υπεράσπιση της ποιητικής τέχνης "με νόμους άλλους από εκείνους που κυβερνούν τη συνομιλία και τη λογική συζήτηση".
Γι' αυτό, το Ίδρυμα γίνεται για τον Τρόφιμο "λιβάδι προσωπικής ελευθερίας". Είναι η αύρα που ο ποιητής, αντιστρέφοντας τον συλλογισμό του Καρυωτάκη, νιώθει "ότι:
δεν του είναι οι στίχοι
άχαρη τύχη
και ματαιότη"
Η πρόβλεψη μου για τον Τρόφιμο, ένα χαρακτήρα που ξεχωρίζει για την ποιότητα των ιδεών του, για το δυσπρόσιτο αλλά απαράμιλλο ήθος του, που θωρακίζει για λογαριασμό μας τη φλόγα της ελευθερίας και θωρακίζεται για να κρατηθεί μακριά από την ευτέλεια και τη μιζέρια της συνθηκολόγησης, είναι ότι θα κρατηθεί ως φωτεινό παράδειγμα ενός ανθρώπου που πάλεψε και κέρδισε τη ζωή του και τον Έρωτα, που πλούτισε την ευαισθησία και την ανθρωπιά μας αθόρυβα, αλλά πλουσιοπάροχα. Η τέχνη απόκτησε τον εκπρόσωπο που φιλοδόξησε και πέτυχε να μας προικίσει με την αισθητική του λίγου και του απόλυτου, χωρίς μυστικισμό, χωρίς ιδιοτέλεια.
Ο Τρόφιμος, πλούσιος σε Ιδέες και όνειρα, μας θυμίζει τους στίχους του Σεφέρη:
"Κράτησε τη ζωή του ψηλαφώντας με τις δικές του φλέβες
τις φλέβες εκείνες που ξεφεύγουν γυρεύοντας το νερό που μας αγγίζει".

Ελληνική Νύχτα- ποιητική σύνθεση
Φαίδων Θεοφίλου
Εκδόσεις Αλεξάνδρεια -Αθήνα 2005
Γράφει ο Μήτσος Τσιάμης
Στην εφημερίδα "ΔΗΜΟΚΡΑΤΗΣ" Μυτιλήνης
Μια ξέχωρη γεύση ποιητικής ουσίας, μας προσφέρει με τη νέα σύνθεσή του, ο ποιητής Φαίδων Θεοφίλου με τον χαρακτηριστικό-μεταφορικό τίτλο "Ελληνική Νύχτα". Θα μπορούσε κανείς να προσθέσει στην προμετωπίδα της συλλογής, τους στίχους του Σολωμού "Ολίγο φως και μακρινό σε μαύρο σκότος κι έρμο" και Από την πρώτη ανάγνωση διαπιστώνει ο αναγνώστης τον γνήσιο ποιητή, που με περισσή τρυφερότητα, πειστικό λόγο και διάχυτο λυρισμό, έχει τη δυνατότητα να διεισδύει με γνώση και φιλοσοφική διάθεση στην ουσία των πραγμάτων. Εκεί που ενεδρεύουν τα βαθύτερα κοιτάσματα της αληθινής ποίησης. Στη φύση, όπου είναι οι ρίζες της ζωής και από όπου "αναβλύζει ύδωρ, αλλόμενον εις ζωήν αιώνιον" κατά τη ρήση του Ευαγγελίου. Ο Γκαίτε έλεγε: "Ο Θεός εν τη φύση" και "εις τα ως εαυτόν" ο Μάρκος Αυρήλιος αναφέρει ότι τα πάντα από αυτήν προέρχονται: "Εκ σου τα πάντα, εν σοι τα πάντα, εις σε τα πάντα". Σε αυτή τη σύνθεση, ξεχωρίζουν πολλοί απαλοί και διάφανοι στίχοι που εκτινάσσουν ένα υπερούσιο φως, μέσα στην ατέρμονη σιωπή της νύχτας. Μέσα σε αυτή την πανδαισία της σιωπής που κρύβει όλο το νόημα και τα' απόκρυφα μυστικά της ζωής. Ένας άλλος ήλιος "του μεσονυχτίου". Ένας χείμαρρος από αμίλητες σιωπές, που φωτίζουν με την ποιητική τους ακτινοβολία το στερέωμα και συνομιλούν με τους άπειρους αστερισμούς μέσα στην απεραντοσύνη του σύμπαντος κόσμου. Είναι μια ποίηση που φωτίζει το σκότος και αντανακλά το θέαμα και το μεγαλείο της ζωής. Έτσι καθώς αυτές"οι έγχορδες μνήμες" (σελ.22) συνεχίζουν με τον ίδιο υψηλό τόνο να μας χαρίζουν τις ποιητικές συγχορδίες, σε μια συγκρατημένη χορευτική διάθεση, που διακρίνει τους ανάερους, λεπτούς, μουσικούς και μεστούς στην αθωότητά τους στίχους, αυτά τα "εκτοπλάσματα ψαλμωδίας" (σελ.29) όπως τα χαρακτηρίζει ο ίδιος ο ποιητής. Και με όλες τις περαιτέρω εμπνεύσεις του για να μεγαλουργούν κάτω από το έκθαμβο "σκέπαστρο ελευθερίας" (σελ.32) και να μεστώνουν οι ποιητικές καταθέσεις του, καθώς ο ώριμος, χαρισματικός, ιδιόμορφος, δυοειδής, συμβολικός επύλλιος, ποιητικός του εκφραστικός τρόπος, αναδιπλώνεται κάτω από μια πλουσιόδωρη φαντασία. Και ενώ στην ποιητική αυτή σύνθεση, εκθειάζονται και εξυμνούνται οι πολύμορφες πτυχώσεις της νύχτας σε όλες τις φάσεις της, καθώς ακολουθούν την πορεία της ζωής, στο βάθος η σαγήνη της εξαφανίζει όχι μόνο το θάνατο, αλλά θα "συνθλίψει τον πόνο, σε θλιβερή αρμονία" και με "το δροσερό χάδι της θα διευκολύνει τον τοκετό της ελπίδας" (σελ.9). Διαβάζοντας τους στίχους: "Η χώρα ταξιδεύει μέσα στη νύχτα με τ' όνειρο" (σελ.21) για να "σταματήσει τα ρολόγια να έχουν λίγο χρόνο για να σκεφτόμαστε" (σελ.24) μου θυμίζει τη ρήση του Κόλεριτζ που γράφει: "Η ποίηση είναι φαντασία, μορφοπλαστική, καταργητική του χρόνου". Εξάλλου, κάτω από ένα πλήθος εικόνες που είναι συνθεμένες με απλές, αλλά καίριες και κάποτε ευρηματικές λέξεις, οικοδομεί ο ποιητής Φαίδων Θεοφίλου τη "Νυκτεγερσία" του, σε μια οδυνηρή, αγαπητική, ερωτική, ιδεατή, αλλ' ωστόσο πραγματική πραγματικότητα, του καλοκαιριού, για να εκφράσει "την ιεροσύνη των αγρών, την νυκτοπορεία των νεκρών, τη νοομαντεία" (σελ.13), όλα όσα συνθέτουν το υπαρξιακό σε βάθος νόημα της ζωής, με μια ποιητική αλληγορία ανάερη και ωστόσο επώδυνη. Ο T.S. Eliot λέει: "Ο ποιητής κάνει τους αναγνώστες του να μοιραστούν συνειδητά μαζί του, νέα συναισθήματα που δεν είχαν νιώσει πιο πριν". Τους αναγκάζει ν' ακούσουν τον αντίλαλο της δικής του φωνής ακόμα κι αν φωνάζει στο χάος. Οι στίχοι του Φαίδωνα Θεοφίλου συνθέτουν κατά τον καλύτερο τρόπο την "Ελληνική Νύχτα" που μας φωτίζει το σιωπηλό και αμίλητο παρελθόν και μας μεταθέτει στο άπειρο και απροσδόκητο μέλλον.

Φωνήματα επί χάρτου
Φαίδωνα Θεοφίλου
Νέοι και νέες ζητούνται:
να καλοπιάνουν τη θάλασσα και την ελευθερία
με ένα μόνο Θήτα.
Αυτόφωτοι ζητούνται:
παράθυρα ν' ανοίγουν, για τους άλλους.
Καλλιτέχνες για μόνιμη απασχόληση:
να ρυθμίζουν τις σχέσεις
Ομορφιάς και Φθοράς.
Ποιητές ζητούνται:
να κάνουν παράσιτα
στις συχνότητες των δορυφόρων.
Αμετάθετα ΟΧΙ ζητούνται
για τ' άγρια ΝΑΙ της ανάγκης.
Ενοικιάζονται :
Μικροί πράσινοι τάφοι για τα όνειρα .
Λήξη συμβολαίου, με την έγερση των ονείρων.