Είναι περίεργο το πόσο στην ξενιτιά η γλώσσα φέρνει θαλπωρή και ικανοποίηση για τον ξενιτεμένο.
Πόσο προστατεύει τη νοσταλγία στον εσωτερικό του κόσμο και δεν αφήνει τίποτα να μολύνει τις μνήμες
που κουβαλάει όπου κι αν βρεθεί. Δεν τον πτοεί ούτε η απόσταση, ούτε οι ξένες επιρροές και κουλτούρες.
Δε του γεμίζουν εύκολα το μάτι ούτε οι προχωρημένες τεχνολογίες, ούτε τα δήθεν πολιτισμένα πολιτεύματα
του εξωτερικού. Προτιμά μάλλον την απλότητα του μικρού του χωριού και της γειτονιάς που μεγάλωσε.
Εκείνους τους τόπους που χώρεσε μέσα στην καρδιά του και δεν άφησε χώρο για αλλόγλωσσα αξιοθέατα.
Στην ξενιτιά που ο έλληνας ήρθε δεν έφτασε μόνον για απογευματινούς περιπάτους σε ξένα ακρογιάλια και
άγνωρες πολιτείες. Τις περισσότερες φορές ήρθε για να δουλέψει σκληρά, με σκοπό να μπορέσει να προσφέρει
περισσότερα στη δική του οικογένεια, στα παιδιά, τ' αδέρφια και τα εγγόνια του. Ήρθε για να φωτίσει τον κόσμο
του με νέες γνωριμίες και τοιουτοτρόπως να εξερευνήσει και ν' αναγνωρίσει τον εαυτό του και την σχέση του με την
πατρίδα. Τελικά όμως εδώ που ήρθε κατάλαβε πόσο του έλειψε αυτή η πατρίδα. Κατάλαβε πόσο Έλληνας είναι
και πόσο νοσταλγεί τη θαλπωρή του τόπου του.
Για το λόγο αυτό, έκανε το σταυρό του και έβαλε τη σκέψη του στη ζεστή φωλιά της γλώσσας του της Ελληνικής,
που του θύμιζε τον τόπο που μεγάλωσε. Εκεί αισθάνθηκε σαν να βρίσκεται σ' εκείνο τον τόπο, στη δική του εκκλησιά
(όπως λέει ο φίλος μου Κώστας Δουρίδας), στη μικρή γειτονιά. Η γλώσσα αυτή όμως κατάντησε καημός γιατί δεν μπορεί
να τη χρησιμοποιήσει στα περισσότερα μέρη που συχνάζει. Αυτός ο καημός αργότερα έγινε τραγούδι, ποίημα και βιβλίο.
Το βιβλίο μεταξύ άλλων παρουσιάζει τη ζωή του μετανάστη στην ξένη. Τις προσδοκίες που δεν εκπληρώθηκαν, τις
συγκρίσεις που συνεχώς κάνει μεταξύ των δύο κοινωνιών, τις ανησυχίες και φιλοδοξίες και τέλος τις επιτυχίες και αποτυχίες του.
Τα συμβάντα της ζωής του από τα οποία δεν λείπει η προσωπικότητα και ο εθνοτοπικός χαρακτήρας του.
Μηλιά η ξένη...
Γύρισες,
στα γνωστά σου τα λημέρια ξένε
ψάχνοντας στον αέρα μυρωδιά 'πό γιασεμί
Γρήγορα
βρέθηκες στου χωριού τα καλντερίμια
με μόνο φίλο μια καρδιά που νοσταλγεί
Τρόμαξες,
σαν άκουσες τα χελιδόνια,
και μύρισες ζεστό χωριάτικο ψωμί
Ρώτησες,
για το φίλο που πριν χρόνια
καθόσουνα στο ίδιο το θρανίο συ παιδί.
Πάτησες,
το ίδιο της πατρίδας χώμα
σου φάνηκε στο μέγεθος μια πιθαμή
Κι έφυγες,
όπως τότε, κάποια μέρα
αφήνοντας μόνη τη μηλιά μες στην αυλή
Νέα σαν ήταν
γέμιζε τον τόπο μήλα
κι έστηνε μπόι στα ουράνια κάθε αυγή
Μόνο αυτή
σου έσβησε μια δίψα
που συ την έκανες υπόσχεση στερνή…
2010 Ιάκωβος Γαριβάλδης
|
| |
Απ' τους απόδημους συγγραφείς φίλους (και γνωρίζω εκατοντάδες) που έχουν τη διάθεση και το χρόνο να γράψουν,
δεν ξέρω κανέναν που να μην έγραψε για τους αντίκτυπους που έχει στη ζωή του η ξενιτιά. Ο μετανάστης συγγραφέας
έφτασε στο σημείο ν' ακούει τους ακαδημαϊκούς να του λένε «Φτάνει πια, εξαντλήθηκε το θέμα της ξενιτιάς». Αλλά εκείνος,
καταχωμένος στο περιβάλλον που αυτός μόνον ζει, στο περιβάλλον που η γλώσσα του η μητρική κυριαρχεί, που η μόνη
κληρονομιά που του απέμεινε, συλημένη έστω από τους γύρω του, δεν μπορεί να καταπιαστεί μ' οτιδήποτε άλλο απ' αυτό
που τον καίει. Αυτό που δεν τον αφήνει να κοιμηθεί τα βράδια. Αυτό που επηρεάζει όλες του τις κινήσεις και βρίσκεται στο
προσκήνιο των ενεργειών του. Αισθάνεται πως πρέπει να κάνει το κάθε τι ν' απαλύνει τον πόνο της εκτόπισης, όσο και εθελοντική
και μάταια να φαίνεται αυτή· να επουλώσει τις πληγές που επιφέρει η νοσταλγία. Αισθάνεται πως πρέπει να κρατήσει αυτά που
έμαθε από την ελληνική του παράδοση άσπιλα και ανόθευτα, έτσι ώστε ποτέ να μην τα ξεχάσει.
Όλες του οι προσπάθειες επικεντρώνονται πάνω στην βάση της ύπαρξης και διατήρησης του ελληνικού του χαρακτήρα.
Έτσι γίνεται πολλές φορές ρεντίκολο της κοινωνίας που βρίσκεται και ο τρόπος που ενεργεί και σκέφτεται φαίνεται σαν
κάτι εντελώς άτοπο. Για εκείνον ο χλευασμός και η απόρριψη δεν είναι τίποτα άλλο από μια ευκαιρία ν' αποδείξει την
αγάπη για την κληρονομιά αυτή στους συνανθρώπους του, πράγμα διόλου γι' αυτόν παράξενο. Ούτε πρόκειται ν' αλλάξει
ποτέ, εκτός από μια περίπτωση: Στην περίπτωση γυρισμού στην πατρίδα και όταν οι δικοί του άνθρωποι κάνουν το έγκλημα
να τον αποκαλέσουν «ξένο». Εκείνη τη στιγμή είναι που θα πληγωθεί και θα δακρύσει. Είναι αδύνατο τότε να μη δακρύσει.
Είναι αδύνατο να μην αισθανθεί μοναξιά κι απελπισία.
Η μικρή Ελλάδα χρειάζεται κάθε υποστήριξη των δικών της παιδιών για να σταθεί στο στερέωμα της παγκοσμιοποίησης
και να μην αφανιστεί η σπουδαία αυτή παράδοση και η προσωπικότητά της. Έτσι έχει άλλο ένα κεφάλαιο από το οποίο
μπορεί ν' αντλήσει δύναμη και περηφάνια. Το κεφάλαιο του επιτυχημένου Έλληνα στο εξωτερικό που θέλει να προσφέρει
στην πατρίδα του κι αυτός ένα μικρό ή μεγάλο βοτσαλάκι στο βωμό των αξιών της γενέτειρας του πολιτισμού, της αλήθειας,
της σοφίας, της αρετής...
Περίεργο το γιατί συμβαίνει κάτι τέτοιο, απρόβλεπτο το πόσο θα κρατήσει, αν θα μεταδοθεί
στους απογόνους του ή αν θα εισακουστεί η εσωτερική του αυτή ανάγκη. Ένα είναι σίγουρο πως
δεν θα μειωθεί στο ελάχιστο, όσον αυτός ο απόδημος κι ευαίσθητος συγγραφέας βρίσκεται στη ζωή.
Ιάκωβος Γαριβάλδης