Γιάννης Ζαννάκης
Ιουλία Ζαννάκη - Λιάλιου
Κυριακάκος Γιάννης
Αντιγόνη Κυριακάκου
Λεβίδης Αναστάσης
Χριστίνα Ραίση - Μανάλη
Νίκος Μαυράκης
Ειρήνη-Φάνια Παπιδά
Σταματούδη Ειρήνη
|
|
Περιεχόμενα:
Γνωρίστε μας -
Παροιμίες -
Ξέρατε οτι ... -
Αρχική σελίδα -
Δραστηριότητες -
Δοκίμιο ποίησης -
Ανδρ. Εμπειρίκος -
Ι. Πολέμης -
|
|
Ο ΑΠΟΧΑΙΡΕΤΙΣΜΟΣ ΤΗΣ ΜΑΝΝΑΣ
Μισεύεις για την ξενητιά και μένω μοναχή μου
σύρε παιδί μου στο καλό και σύρε στην ευχή μου.
Τριανταφυλλένια η στράτα σου, κρινοσπαρμένοι οι
δρόμοι,
για χάρη σου ν' ανθοβολούν και τα λιθάρια ακόμη.
Τα δάκρυά μου να γεννούν διαμάντια σ' ό,τι αγγίζεις
και το ποτήρι της χαράς ποτέ να μη στραγγίζεις.
Να πίνεις και να ξεδιψάς και να' ν' αυτό γεμάτο,
σα να 'ναι η βρύση από ψηλά κι εσύ να 'σαι
αποκάτω.
Εκεί, παιδί μου, που θα πας, στα μακρινά τα ξένα,
δίχτυα πολλά κι οξόβεργες θα στήσουνε για σένα.
Παιδί μου αν εμένανε πάψεις να με θυμάσαι,
με δίχως βαρυγγόμηση συχωρεμένος να 'σαι.
Κι αν πάλι το φτωχό καλύβι μας ντροπή σου φέρνει,
ωστόσο
Και πάλι θα 'μαι πρόθυμη, συχώρεση να δώσω.
Μ΄ αν την πατρίδα απαρνηθείς που τη λατρεύουμε
όλοι,
να 'ναι η ζωή σου όπου κι αν πας αγκάθια και
τριβόλοι.
Ι. Πολέμης
|
|
|
Ανδρέας
Καρκαβίτσας
Ο Ανδρέας Καρκαβίτσας (1865 - 1922) γεννήθηκε στα Λεχαινά της Ηλίας και πέθανε στην Αθήνα δύο μήνες μετά την
Μικρασιατική καταστροφή σε ηλικία 57 ετών. Σπούδασε γιατρός και υπηρέτησε στο πολεμικό ναυτικό. Ελάχιστοι Ελληνες
έχουν διαβάσει τον " Αρχαιολόγο" το σημαντικότερο πεζογράφημά του που γράφηκε το 1904 , κατηγορήθηκε ως
ανθελληνικό και αποσύρθηκε από την κυκλοφορία. Πρόκειται γιά το τελευταίο του μυθιστόρημα μετά τον "Ζητιάνο" και
"Τα λόγια της πλώρης". Το έργο που έχει αλληγορικό χαρακτήρα περιγράφει τον παράλληλο βίο δύο νεοελλήνων από
τους οποίους ο πρώτος είναι ελληνομανής και προγονολάτρης ενώ ο δεύτερος κατανοεί την πραγματικότητα και βασίζει
την ζωή του στις σύχρονες συνθήκες και όχι στην ομοχλώδη αίγλη των προγόνων. Στο τραγικό τέλος του έργου ο παθιασμένος
με την ελληνολατρεία πρωταγωνιστής σκοτώνεται καταπλακωμένος από ένα αρχαίο άγαλμα της θεάς Δόξας που προσκηνούσε
καθημερινά. Ο Καρκαβίτσας είχε πει κάποτε:"
συνέχεια |
Ο Ανδρέας Καρκαβίτσας (Λεχαινά 1865 - 24 Οκτωβρίου 1922) αγάπησε μία και μοναδική φορά. Ηταν, όμως,
αρκετή για να τον σημαδέψει, τόσο ως άνθρωπο όσο και ως συγγραφέα. Ο έρωτας εγεννήθη, όταν ήταν ακόμη μαθητής του
Δημοτικού Σχολείου, σε μια ηλικία κατά την οποία όλα είναι θολά και ασαφή. Το αντικείμενο του πόθου του ονομαζόταν
Θεοδώρα Βασιλειάδη, τη φώναζαν όμως με το χαϊδευτικό της Χιούλα.
Δύο χρόνια μικρότερή του, και λόγω του γεγονότος ότι η μητέρα της ήταν δασκάλα, πήγαιναν στην ίδια τάξη με τον
Καρκαβίτσα και κάθονταν μάλιστα στο ίδιο θρανίο. Ο έρωτάς τους θα συνεχιστεί και κατά τη διάρκεια του Ελληνικού
Σχολείου (στο πέρασμα από το Δημοτικό στο Γυμνάσιο) και απ' ό,τι αποδεικνύεται στα έντεκα ποιήματα που έγραψε
ο συγγραφέας της «Λυγερής» (πρότυπό του η Χιούλα), κατά το διάστημα Φεβρουάριος 1883 - Μάιος 1884, σε Λεχαινά
και Αθήνα, εξελίχθηκε στην εφηβεία σε σφοδρό πάθος.
Αυτά τα ποιήματα εκδόθηκαν για πρώτη φορά προσφάτως, με τον τίτλο «Ποιήσεις», με προλεγόμενα του κατόχου τους
Ανδρέα Χρ. Ριζόπουλου και επιμέλεια - επιλεγόμενα του Ηλία Χ. Παπαδημητρακόπουλου («Πατάκης», σελ. 88, δρχ. 3.000).
Αν και το αποτέλεσμα χρωστάει πολλά στο νεαρό της ηλικίας του Ανδρέα Καρκαβίτσα, προοιωνίζεται τη γλώσσα, την οποία
θα χρησιμοποιήσει αργότερα στο ώριμο, δημιουργικό του έργο. Επιλέγει να γράψει την αστική δημοτική, χωρίς τις ακρότητες
που θα κουβαλήσει αργότερα στη γλώσσα η λαογραφία, αποκρούει όμως και την καθαρεύουσα στην απόκλισή της, είναι
δηλαδή μακράν του γλωσσικού ιδιώματος του αθηναϊκού ρομαντισμού.
Tον έρωτα, ο οποίος ήταν με ανταπόκριση, μπαίνουν στη μέση
συνέχεια
Ναυάγια
Το διήγημα περιέχεται στη συλλογή Λόγια της Πλώρης (1899).
Μόλις αράξαμε στη Στένη, ο καπετάν Ξυρίχης πήρε τη βάρκα κι έτρεξε στο τηλεγραφείο. Δυο ημέρες τώρα δεν ήβρεσκε
ησυχία. Τριάντα μίλια έξω από το Μπουγάζι αντάμωσε τον «Αρχάγγελο», το μπάρκο του, που ήταν μέσα κυβερνήτης
και γραμματικός τα δυο του αδέρφια. Δεν πρόφτασαν να καλοχαιρετηθούν, να ειπούν για το φορτίο και το ναύλο τους
και τους χώρισε ο χιονιάς. Κατόρθωσε τέλος να ορθοπλωρίσει το δικό μας και ολάκερο ημερονύχτι θαλασσοδαρθήκαμε
στ' ανοιχτά. Μα όταν μπήκε στο Βόσπορο, ρώτησε όλους τους βαρκάρηδες, τους πιλότους, ακόμη τους κουμπάρους και
τις κουμπάρες· αλλά τίποτε δεν έμαθε για τον «Αρχάγγελο». Τι να έγινε; Φυλάχτηκε πουθενά;
Πρόφτασε να ορθοπλωρίσει κι εκείνος ή έπεσε απάνω στους βράχους; Κι αν τσακίστηκε το μπάρκο,
σώθηκαν τουλάχιστον τ' αδέρφια του; Όλο τέτοια συλλογίζεται κι έχει συγνεφωμένο το μέτωπο, τρέμουλο έχει στην καρδιά.
'Οταν έφτασε στο τηλεγραφείο, ξέχασε μια στιγμή τον πόνο του εμπρός στον πόνο των αλλωνών.
Κάτω στην αυλή, απάνω στις σαρακωμένες σκάλες και παραπάνω στ' ασάρωτα πατώματα κόσμος
σαν αυτόν ανήσυχος· γυναίκες, άντρες, παιδιά πρόσμεναν να μάθουν από το σύρμα την τύχη των δικών τους.
Κι εκείνο σώριαζε με την ταρναριστή φωνή του ακατάπαυστα θλίψη. Ονόμαζε πνιγμούς, μετρούσε θανάτους,
έλεγε ναυάγια, περιουσίας χαμούς, συνέπαιρνε χαρές κι ελπίδες σαν δρόλαπας. Και κάθε λίγο απάνω στα πατώματα,
στις σκάλες κάτω και παρακάτω στην αυλή θρήνοι α-κούονταν, κορμιά έπεφταν λιπόθυμα, φωτιά κυλούσε το δάκρυ.
συνέχεια |
|
Στράτης Μυριβήλης
Αντιμιλιταριστής Πατριώτης και Λυρικός Πεζογράφος
Ράνια Πολυκανδρίωτη
Χαραυγή - 10 Ιανουαρίου 2000
O Στράτης Μυριβήλης, ένας από τους κυριότερους εκπροσώπους της γενιάς του 1930, αντιμιλιταριστής
πατριώτης και λυρικός πεζογράφος του Αιγαίου, ένας «αδιάλλακτος της λογοτεχνίας» σε συνεχή αναζήτηση
της ελληνικότητας, γεννήθηκε στην υπόδουλη ακόμη Συκαμιά της Λέσβου το 1890. Ανήκει στη γενιά εκείνη που
πολέμησε για την ανόρθωση του ελληνισμού κατά τους βαλκανικούς πολέμους, που παρακολούθησε με πόνο τη
Μικρασιατική Καταστροφή και την κατάρρευση της Μεγάλης Ιδέας και τελικά στράφηκε σε έναν ενδοσκοπικό
εθνικισμό, αναζητώντας με πάθος τα διακριτικά της ελληνικής συνείδησης στην ελληνική γη και στη λαϊκή παράδοση.
O Στράτης Μυριβήλης, ψευδώνυμο του Ευστράτιου Σταματόπουλου, ήταν το πρώτο από τα πέντε παιδιά του
Χαράλαμπου και της Ασπασίας Σταματοπούλου. Μέτριος μαθητής, παίρνει το απολυτήριό του από την
Αστική Σχολή Συκαμιάς το 1903. Εκεί, ο σχολάρχης Σπύρος Αναγνώστου, με το κιτρινισμένο δάχτυλό του πάνω
στον ανοιγμένο εληνικό χάρτη, έκανε περιπάτους πάνω στα Βαλκάνια, στη Μικρασία και μέσα στις ελληνικές
θάλασσες, περιπάτους αντάξιους της Μεγάλης Ιδέας. Έτσι ξεκινάει ο Μυριβήλης το πρώτο κεφάλαιο του βιβλίου
του 'Απ' την Ελλάδα'. Από τον Σεπτέμβριο της ίδιας χρονιάς έως το 1909 φοιτά στο Γυμνάσιο Μυτιλήνης και στο
Γυμνάσιο των Κυδωνιών. Στα γυμνασιακά θρανία η επαφή του με σημαντικά κείμενα του δημοτικισμού
'Το Ταξίδι' του Ψυχάρη, 'O Δωδεκάλογος του Γύφτου' του Κωστή Παλαμά, η 'Ιλιάδα' του Αλέξανδρου
Πάλλη, τα διηγήματα του Αργύρη Εφταλιώτη, 'Τα Λόγια της Πλώρης' του Ανδρέα Καρκαβίτσα, αλλά και
ανέκδοτα χειρόγραφα ποιήματα του Γρυπάρη που κυκλοφορούσαν κάτω από τα θρανία διαμορφώνουν
πρώιμα τη λογοτεχνική και γλωσσική του συνείδηση. Πεζογραφήματά του ήδη δημοσιεύονται σε περιοδικά της Σμύρνης και της Μυτιλήνης.
συνέχεια
|
Γιάννης
Ψυχάρης
Ο Ψυχάρης γεννήθηκε στην Οδησσό το 1854 και πέθανε στο Παρίσι το 1929. Ο πατέρας του Νικολάκης Ψυχάρης, εμποροτραπεζίτης της Κωνσταντινούπολης, ήταν μία από τις σημαντικότερες προσωπικότητες του ελληνισμού της Πόλης εκείνης της εποχής. Είχε από το πατριαρχείο τον τίτλο του μεγάλου χαρτοφύλακος και έγινε πρόξενος της Τουρκίας στο Παλέρμο. [...] Ο Ψυχάρης σε ηλικία έξι ετών εγκαθίσταται στην Πόλη και σε ηλικία δέκα ετών μεταναστεύει με τη γιαγιά του στη Γαλλία. Φοιτά σε σχολείο της Μασσαλίας για τρία χρόνια και συνεχίζει τη μαθητεία του στο Παρίσι, όπου εγκαθίστανται το 1867. Κλασική παιδεία, αρχαία ελληνική και λατινική, είναι ο κύριος άξονας του σχολικού του προγράμματος και, βέβαια, γαλλική γλώσσα και λογοτεχνία. Παρά τη μεγάλη κλίση του στη λογοτεχνία και τη φιλολογία, ξεκινά τις σπουδές της Νομικής στη Βόννη το 1872, χωρίς ποτέ να τις ολοκληρώσει. Στα 1877 στρέφεται οριστικά προς τις φιλολογικές σπουδές στη Γαλλία, πλάι σε σημαντικούς επιστήμονες, όπως ο Benoist, o Egger, o Thurot, o Paris, o Breal, o Saussure, κ.ά. Το 1882 ο Ψυχάρης γνωρίζεται με τον Ernest Renan? την ίδια χρονιά γίνεται και ο γάμος του με την κόρη του, Νοemie.
Το 1885 διορίζεται καθηγητής της μεσαιωνικής και νεοελληνικής φιλολογίας και γλώσσας στην Ecole Pratique des Hautes Etudes και την επόμενη χρονιά πραγματοποιεί επιστημονική αποστολή στην Ελλάδα και την Ανατολή. Επιστρέφοντας στο Παρίσι, θα γράψει το σημαντικότερο έργο του, που είναι Το Ταξίδι μου (1888).
[...]
Το 1913 χωρίζει από την Νοemie Renan και πραγματοποιεί τον δεύτερο γάμο του με την
Irene Baume. Το 1914 επισκέπτεται τα Επτάνησα, αλλά επιστρέφει στη Γαλλία αμέσως λόγω της κήρυξης του Α΄ Παγκοσμίου πολέμου. Το 1925 πραγματοποιεί το τελευταίο του ταξίδι στην Ελλάδα. Περιοδεύει στην Αθήνα, την Κρήτη, τη Μυτιλήνη και μιλά παντού για το γλωσσικό ζήτημα. Έρχεται σε ρήξη με αρκετούς έως εκείνη τη στιγμή συμμάχους του στο γλωσσικό αγώνα. Η μακρόχρονη επικοινωνία του με τον Παλαμά καταστρέφεται εξαιτίας του ανταγωνισμού που επιδεικνύει ο Ψυχάρης σε σχέση με την υποψηφιότητα του βραβείου Νόμπελ.
Το συνολικό συγγραφικό έργο του Ψυχάρη είναι ποικίλων κατευθύνσεων και ιδιαιτέρως εκτεταμένο: επιστημονικό και λογοτεχνικό, γραμμένο στην ελληνική, τη γαλλική και, περιορισμένα, την ιταλική γλώσσα. Οι σημαντικότερες αυτοτελείς εκδόσεις της δημιουργικής πεζογραφίας του στην ελληνική γλώσσα είναι οι εξής: Τ? Όνειρο του Γιαννίρη (1897), Ζωή κι Αγάπη στη Μοναξιά. Ιστορικά ενός Καινούργιου Ρομπινσώνα (1904), Τα δυο αδέρφια (1910-1911), Στον ίσκιο του πλατάνου (1911), Αγνή (1912-1913). Από τα κείμενα μικτού χαρακτήρα, όπου συνδυάζονται οι αφηγηματικές αρετές του με τους γενικότερους γλωσσικούς και κοινωνικούς προβληματισμούς του, εκτός από Το ταξίδι μου (1888), θα πρέπει να εστιάσουμε το ενδιαφέρον μας στο πεντάτομο έργο του Ρόδα και Μήλα (1902-1909).
Ο Ψυχάρης ανάμεσα στην επιστήμη και τη λογοτεχνία
Η αναζωπύρωση του ενδιαφέροντος για την πεζογραφία του 19ου αιώνα, καθώς και το πάντα ερεθιστικό για τους νεοέλληνες γλωσσικό ζήτημα, είναι οι λόγοι που κάνουν και το άκουσμα μόνο του ονόματος Ψυχάρης προκλητικό. Γεγονός όμως παραμένει ότι ελάχιστα από τα στοιχεία που συνθέτουν το πολύτροπο έργο του και την πολυκύμαντη ζωή του είναι σήμερα επαρκώς γνωστά. Ο Ψυχάρης γέμισε με τη δράση του μισόν αιώνα πνευματικής ζωής: ποιητής, πεζογράφος, φιλόλογος, γλωσσολόγος και κυρίως ένας μεγάλος αγωνιστής υπέρ της δημοτικής μας γλώσσας αποφασιστικός και απόλυτος.
[...]
Το Ταξίδι μου είναι, κυρίως, ένα βιβλίο/μανιφέστο. Διακηρύσσει με τρόπο άμεσο τις αρχές και τις πεποιθήσεις του Ψυχάρη στον δημοτικισμό και υποστηρίζει τη γλώσσα του λαού με ιδιαίτερο δογματισμό. Παρά το γεγονός ότι διατηρεί ένα ύφος απλό και ζωντανό, «μια απρόσμενη οικειότητα, το ύφος το σπιτήσιο», όπως το χαρακτηρίζει ο ίδιος ο συγγραφέας του, και παραμένει πολύ κοντά στην καθημερινή ομιλία, δεν παύει να είναι και ένα λογικό κατασκεύασμα, καθώς γράφτηκε σε μία γλώσσα συνειδητά ομοιόμορφη. Πετυχαίνει, όμως, με το ύφος του, να τέρψει και να αγαπηθεί? και μέσα από τη γοητεία που ασκεί να επηρεάσει. Το Ταξίδι μου είναι γραμμένο από έναν λογοτέχνη και επιστήμονα συνάμα? έναν επιστήμονα γλωσσολόγο που παρατηρεί φαινόμενα της γλώσσας, μελετά τις διαλέκτους και ερευνά την αρχαία ελληνική γλώσσα με σκοπό να αντλήσει διδάγματα για την καθιέρωση της δημοτικής. Ο λογοτέχνης Ψυχάρης συνδυάζει τη θεωρία με την ίδια τη λογοτεχνική πράξη της συγγραφής ενός βιβλίου, που ξεκινά από αυτοβιογραφικά δεδομένα, χωρίς όμως να στερείται εντελώς στοιχεία μυθοπλασίας. Η προσωπικότητα του Ψυχάρη, μέσα από Το Ταξίδι μου αναδεικνύεται: είναι ο φλογερός πατριώτης με τη γαλλική φιλελεύθερη συνείδηση, που μισεί τους Τούρκους, επιθυμεί την ένωση ολόκληρου του ελληνισμού και συνδέει άρρηκτα την έννοια της ελευθερίας με την έννοια της γλώσσας, της λαϊκής? είναι, συγχρόνως, ο απλός καθημερινός άνθρωπος που μιλά γεμάτος τρυφερότητα και συγκίνηση για τους οικείους του και ο οραματιστής, που δονείται για τη γλωσσική ελευθερία τη συνυφασμένη με την εθνική αποκατάσταση.
Το Ταξίδι μουπροκάλεσε μεγάλη εντύπωση στους νέους διανοούμενους των Αθηνών. Ο Παλαμάς σε ανυπόγραφο άρθρο του στην Εφημερίδα (20.7.1888) και ο Ροΐδης σε άρθρο του στην Εστία (16.10.1888), εκφράζονται ευνοϊκά, αν και διατυπώνουν ορισμένες επιφυλάξεις. Ο Παλαμάς θα επανέλθει σχολιάζοντας Το Ταξίδι μου με λόγια που δίνουν το μέτρο της σημασίας του έργου από τη λογοτεχνική σκοπιά, δίνοντας έμφαση στην ποιητική μορφή της τέχνης του: «Ποιητής όχι με τον Στίχο τον Πήγασο, μα με το Λόγο τον Πρωτέα».
Αλλά και αργότερα, στα 1906, ο Παλαμάς θα γράψει και πάλι επαινετικά για Το Ταξίδι μου αυτή τη φορά, τονίζοντας το μαχητικό χαρακτήρα του έργου και παρατηρώντας την υπέρβαση της τέχνης χάριν της ιδέας, που είναι η έμπρακτη υποστήριξη της λαϊκής γλώσσας.
Ο Ροΐδης, επίσης, αποφαίνεται θετικά για Το Ταξίδι μου. Μιλά με θαυμασμό για την προσήλωση του Ψυχάρη στην αμιγή δημοτική, θαυμάζει την γλωσσοπλαστική του δύναμη και την αξιοποίηση του αρχαίου ελληνικού λεξιλογίου με τρόπο προσαρμοσμένο στο τυπικό της δημοτικής. Χαρακτηρίζει, μάλιστα, Το Ταξίδι μου περισσότερο συλλογή πεζών τραγουδιών παρά συνηθισμένο πεζό λόγο, με αίσθημα και λυρισμό, που δε λείπουν και απ? αυτές ακόμα τις γραμματικές συζητήσεις. Παρ? όλα αυτά εμμένει στις προσωπικές γλωσσικές του πεποιθήσεις και ισχυρίζεται πως Το Ταξίδι μου είναι «καλλιτέχνημα αποδεικνύον επαρκή μεν προς τοιαύτα την λαλουμένην, ουχί όμως και δυνατήν την άμεσον αυτής χρήσιν».
Γεγονός παραμένει ότι Το Ταξίδι μου είναι ένα έργο που συνθέτει τη λογοτεχνική με την επιστημονική αλλά και την πολιτική στόχευση του Ψυχάρη, και η ιστορική του σημασία φτάνει ως τις μέρες μας. Αντίθετα, το υπόλοιπο λογοτεχνικό του έργο, παρά τη σημασία του, δεν κατορθώνει να βγει απ? το στενό πλαίσιο της στοχαστικής πεζογραφίας και η μυθοπλαστική του δύναμη δεν υπερβαίνει τη συμβατικότητα? σε όλα του τα έργα παραμένει ένας αυτοβιογραφούμενος, στοχαστικός αλλά συναισθηματικά επιφανειακός συγγραφέας. Ωστόσο, δεν θα πρέπει να υποτιμηθεί η συμβολή του, καθώς πρώτος αυτός εισάγει στα ελληνικά γράμματα το αστικό μυθιστόρημα και διήγημα και τη συστηματική ψυχολογική ανάλυση των μυθιστορηματικών χαρακτήρων.
[...]
Ο Ψυχάρης υπήρξε ένας ρεαλιστής πεζογράφος, αλλά και ένας λυρικός ποιητής. Μυθιστορήματα και διηγήματα, καθώς και κείμενα στοχασμών, απαρτίζουν τον κορμό του λογοτεχνικού του έργου? η ποίηση, όμως, υπήρξε η βαθύτερη ροπή του. Η ποιητική παραγωγή του υπήρξε λιγοστή, ωστόσο, η έμφαση που δίνει στη μορφή κάθε έργου του, η φροντίδα της γλώσσας, η περιγραφή της φύσης και η λυρικότητά του στην ανάπλαση του ωραίου, μπολιάζουν τη ρεαλιστική επιλογή του. Γιατί ο Ψυχάρης διάλεξε τη φιλολογική επιστήμη για να υπηρετήσει τη λογοτεχνία, αλλά τελικά απέδωσε τους σημαντικότερους καρπούς του στην επιστήμη. Ωστόσο η επιστημονική τόλμη και δύναμη του Ψυχάρη στηρίζεται στην πλούσια ποιητική ροπή της ιδιοσυγκρασίας του. Και είναι ενδεικτικό της απόδοσης τιμής και της προσήλωσης του Ψυχάρη στη λογοτεχνία και ειδικά σε τρεις μεγάλους της λογοτεχνίας, τον Σοφοκλή, τον Ντάντε και τον Βεργίλιο, το «Πεζό τραγουδάκι: Τρεις φίλοι», όπως το ονομάζει, που έγραψε ο Ψυχάρης στα 1928, ένα χρόνο πριν από το θάνατό του:
«Τρεις φίλους έχω, τρεις μεγάλους, και τους έχω θαρώ από παιδί, τους έχω από τα χρόνια όπου μαθητάκος στα χρέη του προσηλωμένος, φρόνιμος κι ορμητικός, πήγαινα στο λύκειο και γύριζα σπίτι με τα βιβλία μου τα κλασσικά.
Τα χτυπήματα της καρδιάς μου, που τα συνεπήρανε πάντα όλα τα γενναία, όλα τα δίκια, όλα τ? αψηλά, μου τα ?μαθε ο πατέρας ο Σοφοκλής.
Μια χρυσή φαμελιά στην Πόλη, από τη Βενετιά κάποτες φερμένη, σαν είμουνε μικράκι ακόμα, μου μιλούσε για τον Ντάντε. Κι ο Ντάντες μου έμαθε κατόπι να κυνηγώ τη δόξα για την αγάπη, να κυνηγώ την αγάπη για τη δόξα.
Κι ο τρίτος μου ο φίλος, ποιος λέτε να είναι; Ο τρίτος ο φίλος μου είναι ο Βεργίλιος ο γλυκός, που αυτός, να το ξαίρεται, μου έμαθε ίσως τη μεγαλείτερη του κόσμου χαρά. Μου έμαθε ο Βεργίλιος να κλαίω».
Αν το επιστημονικό έργο του Ψυχάρη απέκτησε ζωογόνους χυμούς εξαιτίας της λογοτεχνικής του ιδιοσυγκρασίας, δεν θα μπορούσε κανείς να ισχυριστεί το ίδιο για το λογοτεχνικό του έργο. Ωστόσο, η σημασία που θα πρέπει να αποδοθεί στο λογοτεχνικό του έργο θα πρέπει να περιοριστεί, κυρίως, στην προσπάθειά του, όχι πάντα επιτυχή, να αποτυπώσει με ρεαλιστικό λόγο τις προσωπικές εξομολογήσεις του.
«Ο Ψυχάρης είναι μια σύνθετη φυσιογνωμία, από τις πιο σύνθετες, τις πιο πολύπλευρες της πνευματικής μας ιστορίας. Είναι, νομίζω, και τούτο ένας από τους λόγους για τους οποίους παρεξηγήθηκε τόσο πολύ όσο ζούσε. Η ελληνική πνευματική ζωή στον καιρό του δεν είταν ?ούτε και σήμερα, άλλωστε, είναι? πολύ εξοικειωμένη με σύνθετες καταστάσεις, σύνθετες έννοιες, σύνθετες προσωπικότητες. Κοιτάζει τα πράματα σχηματικά· χωρίζει με τρόπο απλουστευτικό τις έννοιες λ.χ. ?σκέψη? και ?συναίσθημα?, ?τέχνη? και ?επιστήμη?, ?θεωρία? και ?πράξη? και βρίσκεται σε αμηχανία όταν τις βλέπει να συμπλέκονται και να συγχωνεύονται σε μορφές που δεν χωρούν σ? αυτές τις εύκολες κατατάξεις.
Ένας άνθρωπος σαν τον Ψυχάρη, τι είναι; Ο καθένας, βέβαια, θα απαντήσει πως είναι συγγραφέας ? τι είδος όμως συγγραφέας; Επιστήμονας; Κριτικός; Ρεαλιστής αφηγητής; Λυρικός πεζογράφος; Αγωνιστής μιας ιδεολογίας; Ποιαν εκδήλωσή του θα θεωρήσουμε ως πρωτεύουσα; [...]
Για να τον καταλάβουμε λοιπόν, ας έχουμε, πρώτα-πρώτα, στο νου αυτήν τη συνθετική φύση που ενώνει αυθόρμητα και συνταιριάζει ιδιότητες, τις οποίες συνηθίσαμε να συναντούμε σε διαφορετικές κατηγορίες προσώπων. Ας μη ζητήσουμε να ξεχωρίσουμε ως πρωτεύουσα τη μιαν απ? αυτές. Πρωτεύουσα, εδώ, είναι μονάχα η ίδια η προσωπικότητα του Ψυχάρη. Ισότιμα συστατικά στοιχεία της είναι οι τρεις κύριες πλευρές που συνήθως διακρίνουν σ? αυτήν οι μελετητές: ο επιστήμονας, ο λογοτέχνης, ο ηγέτης ενός αναμορφωτικού ιδεολογικού κινήματος. Θα ήθελα να προσθέσω και μια τέταρτη που μου φαίνεται εξίσου σπουδαία: τον Ψυχάρη δάσκαλο μιας ηθικής στάσης στο στίβο του πνεύματος και των ιδεών. [...]
[...]
Σαν λογοτέχνης, ο Ψυχάρης μπορεί να μας αρέσει ή να μη μας αρέσει· δεν νομίζω όμως πως είναι δυνατό να του αμφισβητήσει κανείς, στα σοβαρά, την αξιόλογη θέση που κατέχει στην ιστορία των γραμμάτων μας. Έχει φαντασία, δύναμη, συνθετικήν ικανότητα αναμφισβήτητη και μιαν αρετή που σπανίζει στη λογοτεχνία μας: χιούμορ. Έχει γνήσιες συναισθηματικές εξάρσεις, που του τις εμπνέουν οι ομορφιές της γυναίκας και της φύσης. Οι πολυσέλιδοι τόμοι του μπορεί να κουράζουν το σημερινό αναγνώστη, αλλά περιέχουν εξαίρετα κομμάτια που πιστεύω ότι δεν θα λησμονηθούν. Η μεγαλύτερη όμως συμβολή του στην τέχνη των γραμμάτων είναι ότι μας έκαμε να συνειδητοποιήσουμε τη σημασία του λογοτεχνικού πεζού λόγου και πιο ειδικά την αξία και την έννοια του μυθιστορήματος. Με το έργο του έθεσε, στην Ελλάδα, τα προβλήματα της πεζογραφίας, όπως ο Σολωμός είχε θέσει, παλαιότερα, τα προβλήματα της ποίησης. Μας ανάγκασε να τα σκεφτούμε, να τα βασανίσουμε· δημιούργησε το καινούργιο αισθητήριο του ζωντανού πεζού λόγου· εγκαινίασε την ιστορία της πεζογραφίας της δημοτικής. Ολόκληρη η ανάπτυξη του νεοελληνικού μυθιστορήματος οφείλεται στην αρχική ώθηση που έδωσε αυτός και στο δίδαγμά του.»
Γιώργος Θεοτοκάς
(«Η σύνθετη μορφή του Ψυχάρη»· Πνευματική Πορεία. Φέξης, Αθήνα [1961], σσ. 171-174.)
«Για τούτο και το Ταξίδι του, το πρώτο έργο που θεμέλιωσε τη φήμη του και τη σχολή του, ήταν σύγγραμμα ανάμικτο, που δεν μπορείς να το κατατάξεις οριστικά σε κανένα συγγραφικό είδος. Πόθους περιέκλεινε, γλωσσολογία, εντυπώσεις, ποίηση, κριτική, λογοτεχνία. Ήταν ο ίδιος ο Ψυχάρης. Φρέσκος, θαρραλέος, ζωντανός, βαθύς. Απέναντι στους ανθρώπους που δεν εχαίροντο την ύπαρξή τους, το φως που βλέπανε, τον αέρα που ανέπνεαν, ετόλμησε να φωνάξει το αντρίκιο κήρυγμά του: ?Πρόστυχη γλώσσα μπορεί να? χει μόνο μια πρόστυχη ψυχή κι οι ψυχές μας είναι γενναίες, και τα χέρια μας σηκώσανε τουφέκι και διώξαμε τους Τούρκους... Σέβουμαι τη γλώσσα που μιλώ, γιατί σέβουμαι τον εαυτό μου?.
Μόνο ο Σολωμός πρωτύτερά του είχε μιλήσει έτσι. Αλλά ποιος τον ένιωσε; Η φωνή του δεν έφτασε από τα Εφτάνησα ως εδώ. Την έπνιξε στο δρόμο ο λογιοτατισμός, μ? άλλα λόγια η ψεύτικη κι επιπόλαιη μάθηση. Η ακρισία. Στην εποχή πάλι του Ψυχάρη είχανε φανεί κι άλλα φωτεινά μυαλά. Ένας Δημήτριος Βερναρδάκης. Ο Ροΐδης. Κατάλαβαν με σοφή κρίση τη σημασία της δημοτικής. Αλλά δεν ετόλμησαν να φέρουν ως την ύστατη συνέπεια τη σκέψη τους. Τουναντίον, ο Ψυχάρης πρόβαλε πάνοπλος. Έγραψε τη δημοτική. Πρώτος τη χρησιμοποίησε στον πεζό λόγο. Κι έτσι στο έργο του πήρε μορφή το ζήτημα το γλωσσικό,και σ? αυτόν βρήκε αρχηγό ο δημοτικιστικός αγώνας.»
Φώτος Πολίτης
(«Ψυχάρης»· εφημ.«Πρωία», 2.10.1929. Τώρα και: Επιλογή κριτικών άρθρων. Τόμος Γ΄:
Λογοτεχνικά, φιλολογική επιμέλεια Νίκου Πολίτη. «Ίκαρος», Αθήνα 1983, σ. 284.)
Περισσότερα στην σελίδα των Εκδόσεων Σόκολη |
ΓΙΑΝΝΗΣ ΨΥΧΑΡΗΣ
Ο Γιάννης Ψυχάρης, ο τελευταίος «Διδάσκαλος του Γένους» όπως τον αποκάλεσαν, γεννήθηκε στην Οδησσό της Ρωσίας το 1854, και πέθανε στη Γαλλία το 1929. Η οικογένεια του καταγόταν από τη Χίο. Πρίνε πάει στο σχολείο ο πατέρας του εγκατάλειψε τη Ρωσία κι εγκαταστάθηκε στην Πόλη. Ηταν μωρό, όταν έχασε τη μητέρα του, κι έτσι ο Ψυχάρης δεν γνώρισε τη στοργή και την τρυφερότητα της μητέρας. Από πολύ νωρίς, ο Ψυχάρης, άρχισε να δείχνει ιδιαίτερη κλίση στη σπουδή, ήταν επιμελέστατος, πρώτος στο σχολείο, κι όταν έγινε δώδεκα χρονών, ο πατέρας του τον έστειλε σε συγγενείς του στη Γαλλία, για ν'αποκτήσει πιο γερή και πλατιά μόρφωση. Τελείωσε το γυμνάσιο στη Μασσαλία και τη φιλοσοφική Σχολή της Σορβόνης του Παρισιού με άριστα. Υστερα παρακολούθησε πανεπιστημιακά μαθήματα σε γερμανικά Πανεπιστήμια, όπου ανακηρύχτηκε διδάκτορας.
Επιστρέφοντας στη Γαλλία πέρασε με την πρώτη μια δυσκολότατη εξέταση στη Σορβόννη και διορίστηκε υφηγητής και υστέρα καθηγητής της νεοελληνικής φιλολογίας στη Σχολή Ανωτάτων Σπουδών και αργότερα και της Σχολής Ανατολικών Γλωσσών. Γνώριζε άριστα τα αρχαία ελληνικά, τα λατινικά και εκτός από τα γαλλικά, τα γερμανικά, τα αγγλικά και τα ιταλικά. Ηταν ένας λαμπρός επιστήμονας γλωσσολόγος, θαυμάσιος λογοτέχνης - ποιητής, δεινός ρήτορας και εξαίρετος συζητητής. Ενας πραγματικός φιλόσοφος. Στίς διαλέξεις του, είτε στα ελληνικά, είτε στα γαλλικά, δεν είχε ποτέ χειρόγραφο, ούτε σημειώσεις. Βασιζόμενος στην απέραντη μνήμη του και στην εξαιρετική ρητορική του δεινότητα έτερπε, ενθουσίαζε και συνάρπαζε το ακροατήριο.
Ο Ψυχάρης, χάρη και στο γάμο του με την κόρη του Ρενάν, του μεγάλου φιλόσοφου και λογοτέχνη της Γαλλίας, απόχτησε μεγάλο κύρος ανάμεσα στους επιστημονικούς και φιλολογικούς κύκλους της Γαλλίας. Ο Ψυχάρης για πρώτη φορά ήρθε στην Ελλάδα το 1886, περιηγήθηκε κυρίως τα νησιά και ιδιαίτερα την πατρίδα του Χίο, και τόση εντύπωση του έκαμε η ελληνική ζωή και η γλώσσα του λαού μας, ώστε τις εντυπώσεις του τις έγραψε στο πολύκροτο βιβλίο του, Το Ταξίδι μου, που εξέδωσε το 1888. Το βιβλίο αυτό έκαμε τέτοια εντύπωση, όταν κυκλοφόρησε, λες κι έπεσε αστροπελέκι στον αίθριο ουρανό των αποτελματωμένων τότε ελληνικών λογοτεχνικών κύκλων. Το περίφημο και θεμελιακό αυτό βιβλίο, που εμπεριέχει όλα τα άλλα του έργα, και στο οποίο οφείλει τη δόξα του, ήταν εγερτήριο σάλπισμα κι ένα μεγάλο κίνημα, για την επικράτηση της εθνικής μας γλώσσας, της δημοτικής. Το ταξίδι μου δεν είναι καθαρά λογοτεχνικό βιβλίο - αν και ολόκληρο το κατακλύζει η ποίηση και φαντασία - μα περισσότερο γλωσσολογικό βιβλίο - με στέρεο επιστημονικό οπλισμό. Γιατί έγραψε το βιβλίο αυτό «Το ταξίδι μου», μας το λέει αμέσως από την αρχή: «Οποιος με διαβάσει θα καταλάβει με τι σκοπό έγραψα το Τ α ξ ί δ ι μου. Γλώσσα και πατρίδα είναι το ίδιο. Να πολεμά κανείς για την πατρίδα του ή για την εθνική του γλώσσα, ένας είναι ο αγώνας. Πάντα αμύνεται περί Πάτρης».
O λογιοτατισμός με αρχηγούς τον Σκόντο, τον Μιστριώτη, τον Χατζηδάκη κ.ά. δέχτηκε την πρώτη σοβαρή επίθεση και ξεσπάθωσε εναντίον του με όλους τους αστερισμούς του. Δίπλα στον Ψυχάρη και στο κήρυγμα του, ότι η δημοτική γλώσσα είναι συνέχεια της αρχαίας αττικής, και άμεση συνέπεια της είναι, να γίνει το καθολικό εκφραστικό όργανο του Εθνους, στάθηκαν μόνο τρεις άνθρωποι: Ο διευθυντής της εφημερίδας «Ακρόπολις» Βλάσης Γαβριηλίδης, ο ποιητής Κωστής Παλαμάς και ο εξαίρετος λογοτέχνης της εποχής Εμμανουήλ Ροϊδης, που έγραψε και ολόκληρο βιβλίο «Τα είδωλα», στην καθαρεύουσα, υποστηρίζοντας τις θέσεις του Ψυχάρη. Βέβαια, και άλλοι αργότερα, στάθηκαν δίπλα του και πολέμησαν μαζί με το Δάσκαλο, όπως ο Αλεξ. Πάλλης, ο Εφταλιώτης, ο Βλαστός, μα όλοι αυτοί ήταν έξω από την Ελλάδα. Εκείνος που στάθηκε εδώ «όρθιος» σαν κυπαρίσσι και δέχτηκε όλες τις μπόρες και τις θύελλες του φανατισμένου όχλου από τους γλωσσαμύντορες και φωτοσβέστες του Εθνους, ήταν ο Κωστής Παλαμάς, φτωχός, ασθενικός το σώμα, αλλά με γρανιτένια θέληση σε ό,τι νόμιζε ορθό γιά το Εθνος, πάλεψε αλύγιστος με το λόγο και το στίχο κι έκαμε πραγματικότητα το σάλπισμα του Δασκάλου, του Ηγέτη και Αρχηγού του Δημοτικισμού. Με την καθιέρωση σήμερα της δημοτικής γλώσσας σε όλες τις βαθμίδες της εκπαίδευσης, ο λογισμός μας πρέπει να στρέφεται με ευγνωμοσύνη προς τους δυό αυτούς διδάχους του Γένους: τον Ψυχάρη και τον Παλαμά.
O Ψυχάρης δεν ήταν βέβαια ο πρώτος, που διακήρυξε την ανάγκη πως ο λαός μας
πρέπει να μιλεί και να γράφει τη γλώσσα του, αν θέλει να προκόψει και να συμπορευτεί με τους ευρωπαϊκούς λαούς. Πάρα πολλοί Ελληνες, από τα χρόνια της σκλαβιάς, έγραψαν και μόχθησαν γιά τη διατήρηση της γλώσσας του λαού και την ανάγκη να γίνει το μοναδικό γλωσσικό όργανο του Εθνους. Ολους αυτούς τους γνώριζε, είχε μελετήσει τα έργα τους και ιδιαίτερα την Κρητική λογοτεχνία, τον Σολωμό, τον Βαλαωρίτη, τον Βηλαρά, τον Χριστόπουλο και τα δημοτικά μας τραγούδια. Ειδικότερα από το σολωμικό έργο εξαίρει τή σημασία του «Διαλόγου».
Πρίν εκδώσει «Το Ταξίδι μου», ο Ψυχάρης στον Α' τόμο των «Essais» (δοκιμίων) του, κηρύσσει τίς γλωσσολογικές αντιλήψεις του θεωρητικά. Αλλά παράλληλα πιστεύει πως «οι αφηρημένοι κανόνες, οι γενικές αρχές είναι μάταιο πράγμα σε τέτοια ζητήματα». Χρειάζεται η εφαρμογή των κανόνων γιά την οριστική απόδειξη.
«Ενα βιβλίο - γράφει ο Ψυχάρης - με βαθιά σκέψη και βαθύ αίσθημα, γραμμένο από χέρι από αυτοκυρίαρχο πνεύμα, και με εμπιστοσύνη στη βούληση του, θα 'ξιζε πιό πολύ απ' όλα αυτά. Το έπαθλο θα είναι ώραίο γιά τον νέον Ελληνα που θα μπορέσει να το γράψει. Θα δημιουργήσει το ύφος. Τι πειρασμοί από παντού γιά τον πεζογράφο και τον ποιητή! Ολα θα έχει να τα πει, γιατί σχεδόν τίποτα δεν είναι ενωμένο. Οτι στις παλιές λογοτεχνίες κατάντησε κοινοτυπία, τα αισθήματα και οι ιδέες που η έκφραση τους αλλού εξαντλήθηκε, σα να έχουν στην Ελλάδα, όλη τους τη σημασία. Εκεί όλα είναι φρέσκα και νέα. Γι αυτό δεν πρέπει ν'απελπιζόμαστε για το μέλλον. Το βιβλίο αυτό που όλοι το περιμένουν, θα γραφεί χωρίς άλλο μιά μέρα ίσως και να γράφεται την ώρα τούτη». Φανερή προαναγγελία «Του Ταξιδιού», που το σχεδίαζε ασφαλώς από τότε ο Ψυχάρης. Τον επόμενο, άλλωστε, χρόνο 1886 έκαμε το ταξίδι στην Ελλάδα και το 1888 το δημοσίεψε.
«Το Ταξίδι - γράφει ο καθηγητής Έμμ. Κριαράς - γράφτηκε σε ύφος εντελώς πρωτότυπο με βασικές αρετές την οικειότητα και τη ζωντάνια (...). Ο Ψυχάρης ήξερε πως ο Πλάτωνας «στους διαλόγους του τους πιο υψιπετείς ποτέ δεν παύει να πατά στο έδαφος, πάντα διατυπώνει μ' ένα χαμόγελο και τις υψηλότερες ακόμα ιδέες, γράφει ακριβώς τη γλώσσα της ομιλίας» (...). Διάχυτη σε όλο το έργο, «Το Ταξίδι», θα απαντήσουμε με την προσφορά ενός λογοτέχνη, πού ζητά όχι τόσο με τη θεωρία, όσο με την πράξη να οργανώσει πεζό λόγο σε μια λογοτεχνία για ποικίλους λόγους καθυστερημένη... Δεν λείπει από το «Ταξίδι» ο φιλόλογος. Ακόμα μέσα στο Ταξίδι θα βρούμε τον φλογερό πατριώτη με τη φιλελεύθερη συνείδηση, τον πατριώτη πού μισεί τους Τούρκους και ποθεί την ένωση ολόκληρου του Ελληνισμού (...). Τέλος στο έργο θα βρούμε τον οραματιστή, που δυό οράματα τον συγκινούν: Το όραμα της γλωσσικής ελευθερίας και το όραμα της εθνικής αποκατάστασης» ... Και συνεχίζει ο Ε. Κριαράς: «Αλλά τι είναι γενικότερα κοιταγμένο το Ταξίδι του Ψυχάρη; Θα μπορούσαμε να πούμε πως το έργο τούτο αποτελεί το μανιφέστο ενός αποστόλου, θρεμμένου με μάθηση, με θερμή πίστη, με θέληση. Το Τ α ξ ί δ ι είναι το βιβλίο που έδινε έκφραση σ' ένα κήρυγμα που περιμενόταν. Μέσα σε αυτό καθρεφτίζονται στον υψηλότερο τους βαθμό η πίστη μιας γενεάς που ανέβαινε, το φλογερό ευαγγέλιο που βάζει τέρμα στους δισταγμούς, που προσπαθεί να οργανώσει τη λογοτεχνία (...). Για να κατανοήσουμε βαθύτερα την ιδιοτυπία του Ταξιδιού, αλλά και τη μορφή αρκετών άλλων γραφτών του Ψυχάρη, δεν πρέπει να ξεχνούμε τούτο: πως ο Ψυχάρης ήθελε να είναι επιστήμονας μαζί και λογοτέχνης. Επειτα πρέπει να έχουμε υπόψη μας ότι για τον Ψυχάρη ο άνθρωπος αποτελεί ένα ενιαίο και ότι ο λογοτέχνης και ο επιστήμονας έχουν συχνά ανάγκη από τις ίδιες αρετές: τη φαντασία, τη διαίσθηση και το αναλυτικό πνεύμα την συνδυαστική δύναμη και το ίδιο ποσό εργασίας για να επιτύχουν το αποτέλεσμα πού αναζητούν... Ετσι και το ίδιο το Τ α ξ ί δ ι είναι μαζί λογοτεχνικό κείμενο, ιδεολογικό κήρυγμα και ως ένα βαθμό επιστημονική πραγματεία (...). Και τελειώνει τη μελέτη του ο Ε. Κριαράς με τούτα τα λόγια: «... Είναι μάλιστα αρκετό που και με την επιστήμη του και με τη λογοτεχνία του στάθηκε - και με όλες τις υπερβολές και με όλες τις αδυναμίες του - αληθινός δάσκαλος και φωτεινός οδηγητής του νέου Ελληνισμού».
Στα χρόνια του Ψυχάρη - έζησαν σχεδόν συνομίληκοι δυό ακόμα σημαντικές μορφές της ελληνικής Παιδείας: Ο Νικόλαος Πολίτης, ιδρυτής της ελληνικής λαογραφίας και ο μεγάλος εθνικός μας ποιητής Κωστής Παλαμάς, που δημιουργεί τη νέα λογοτεχνία. Ο Παλαμάς στάθηκε από την πρώτη στιγμή στο πλευρό του Δασκάλου και έκαμε πράξη το κήρυγμα του. Ο Πολίτης έμεινε καθαρολόγος στο πλευρό του Χατζηδάκη.
«Γλωσσολόγος σπουδαίος - γράφει ο Κ.Θ. Δημαράς - καθώς θεωρείται ο Γ. Χατζηδάκης, δεν μπόρεσε να πάρει στην ιστορία των γλωσσικών αγώνων τη θέση, που θα ταίριαζε στη σοφία του και στις ικανότητες του. Γιατί τη θέση αυτή γρήγορα την πήρε άλλος: Ο Γιάννης Ψυχάρης. Τύπος ηγετικός, αφοσιωμένος στα προβλήματα της επιστήμης, με καλλιεργημένη την αίσθηση του καλού, με λογοτεχνικές φιλοδοξίες, με μεγάλες συνθετικές και κριτικές ικανότητες, ο Ψυχάρης είχε τη θέληση της επιβολής, τις αρετές και τα ελαττώματα που χρειάζονταν για να ηγηθεί στον γλωσσικόν αγώνα. Μιά θέση ήταν κενή, η πρώτη, την πήρε αυτός. «Θέλω δόξα και γροθιές», γράφει στο Ταξίδι. Με αυτούς τους τίτλους, παίρνει τη θέση του μέσα στον αγώνα, οι νέοι δέχονται το κήρυγμα του με ενθουσιασμό: Πρώτος ο Παλαμάς». Και συνεχίζει: «... Η γενιά του 1880 μορφοποιεί τα στοιχεία του λόγου και του πνεύματος, όσα ήταν ακόμα διάχυτα στα προηγούμενα χρόνια. Το φαινόμενο παρουσιάζει, φυσικά, απόλυτη αντιστοιχία με κοινωνικές εξελίξεις και εκφράζει μια καινούρια ελληνική εξόρμηση. Ενας νέος διαφωτισμός αρχίζει. Ηγετική προσωπικότητα ο Ψυχάρης, πλάστης ο Παλαμάς, που δένει με την παράδοση και την ανανεώνει. Γύρω του ενώνονται τα νέα κινήματα της ελληνικής ψυχής».
«H σημαντική αξία του «Ταξιδιού» - γράφει ο Ρήγας Γκόλφης - υπάρχει σε τούτο. Απόδειξε πως ό,τι ως τότε τονίζανε οι δάσκαλοι για την αναξιότητα της λαϊκής μας γλώσσας, ήτανε μύθος. Γιατί μέσα στο βιβλίο του ο Ψυχάρης μπόρεσε να διατυπώσει με σαφήνεια και γλαφυρότητα ζητήματα επιστημονικά, έννοιες αφηρημένες, νοήματα και αισθήματα διάφορα, ακόμα φιλοσοφία και ειρωνία, κάθετι που χρειάζεται στην πρακτική εφαρμογή του ένας λόγος λυρικός και πολιτισμένος. Ετσι έδωσε πρώτος ένα παράδειγμα θαρρετό, μια διέξοδο στην αποπνικτική ατμόσφαιρα της γλωσσικής αμφιβολίας, το βάρος της παραδομένης σχολαστικότητας στο πνεύμα των νεοελληνικών λογοτεχνών».
«... Είχαν προηγηθεί άλλες αναγεννητικές προσπάθειες - γράφει ο Θ. Πετσάλης-Διομήδης - μια πριν από τον Μεγάλον Αγώνα, μια άλλη στα Εφτάνησα με κορυφαίο τον Σολωμό, είχαν προηγηθεί και άλλες δοκιμές, το λαογραφικό έργο του Ν. Πολίτη, η εξόρμηση της γενιάς του 1880 με κορυφαίο τον Παλαμά. Ομως έπρεπε η προσπάθεια αυτή να γίνει καθαρή συνείδηση των πολλών και να ολοκληρωθεί, ν' αγκαλιάσει όλες τις εκδηλώσεις της εθνικής ζωής, κι ανάμεσα σ' αυτές το ζήτημα της εθνικής μας γλώσσας. Ο δημοτικισμός ήταν προπάντων ένα ξύπνημα και ένα τίναγμα - πες ένα σάλπισμα. Πρωτεργάτης και πρωταγωνιστής του δημοτικισμού ορθώθηκε εκείνη την ώρα ο Ψυχάρης. Στα πρώτα χρόνια μετά τη Μεγάλη Επανάσταση, το έθνος, ευγνωμονώντας τους κορυφαίους δασκάλους που ετοίμασαν το λαμπρό ξαναγέννημα των ψυχών που πραγματοποίησε το '21, το Εθνος, ευγνωμονώντας τους είπε «Διδασκάλους του Γένους». Οφείλουμε αδίσταχτα, ευγνωμονώντας τον Ψυχάρη για την προσφορά του στο αναγεννητικό έργο του δημοτικισμού, να τον κατατάξουμε σ' εκείνους τους μεγάλους «Διδασκάλους του Γένους».
«... Πολλά απ όσα έλεγε το προφητικό αυτό βιβλίο (το Ταξίδι) τα είχαν ειπεί και άλλοι, και βαθύτερα απ' όλους ο Σολωμός - γράφει ο Aλεξ. Δελμούζος. Ολα όμως αυτά παρουσιάζονται στο βιβλίο του Ψυχάρη με νέο φως, σαν πρωτόφαντα και για πρώτη φορά το αίτημα της άμεσης γλωσσικής αλλαγής διατυπώνεται με τόση ορμή, με τέτοιο πλάτος, έτσι επιστημονικά συγκροτημένο και εφαρμοσμένο με άκαμπτη συνέπεια στην πράξη (...). Παρ' όλες τις παρεκκλίσεις του, όπως αποκρυσταλλώθηκε στα πρώτα αναγνωστικά του δημοτικού και στη Γραμματική του Μ. Τριανταφυλλίδη, στο έργο του Ψυχάρη έχει θεμελιωθεί, και πιστεύω ότι χάρη σ' αυτό δεν θ'αργήσει ο καιρός που όλες οι νέες γενιές θα ευλογούν τ' όνομα του». Προφητικά τα λόγια του Δελμούζου που γράφτηκαν το 1954, με τη καθιέρωση από το Κράτος της δημοτικής γλώσσας, ως μόνης γλώσσας της παιδείας μας.
«Υπάρχει στη «Γραφή» μια σημαντική ιστορία ανάμεσα σε τόσες άλλες σημαντικές ιστορίες - γράφει ο Στρατής Μυριβήλης. Κάτι παρόμοιο φαντάζομαι σαν ανιστορώ το πέρασμα του Ψυχάρη μέσα από την πνευματική ιστορία της Ελλάδας. Η στέρνα ήτανε γεμάτη, όμως τα νερά της ακινητούσαν ψόφια. Κι ένα γύρω τυφλοί, κουτσοί, ανάπηροι είχαν κλειστές τις αισθήσεις τους, μπροστά στην ελληνική ομορφιά. Ωσπου κατέβηκε «άγγελος ίνα ταράξη το ύδωρ». Ο Ψυχάρης ήταν. Αυτός ο αναμενόμενος. Κατέβηκε, σίφουνας, συντάραξε, ως τον πάτο τα κοιμισμένα νερά της λίμνης μας, και μεμιάς τα νερά έγιναν θαυματουργά. Ανοιξαν τ' αυτιά των κουφών και άκουσαν την ελληνική φωνή, άνοιξαν τα μάτια των στραβών και αντίκρισαν τα ελληνικά χρώματα, λύθηκαν οι γλωσσικές πεδούκλες των κουτσών και άρχισαν να χορεύουν τους ελληνικούς ρυθμούς. Αυτή τη δουλειά έκαμε ο Ψυχάρης, που κάποτε το Εθνος θα του στήσει τον άσπρο ανδριάντα ανάμεσα σ' έναν του Σολωμού και σ' έναν του Παλαμά». Μα η ευχή του Μυριβήλη δεν πραγματοποιήθηκε, το Εθνος μας ακόμα ν' αναγνωρίσει στους τρεις αυτούς αρχηγούς της πνευματικής μας αναγέννησης τα πρωτεία της ευγνωμοσύνης μας με τρία ολόσωμα αγάλματα σε κάποια περίοπτη θέση της Αθήνας.
«O Ψυχάρης - γράφει ο Βενέζης - ήταν φλάμπουρο και ιδέα και ελπίδα. Και αυτό μένει. Η μοίρα του δεν ήταν να συγκινεί με την Τέχνη, ήταν να πείθει με το πάθος της αλήθειας και της λογικής. Η μοίρα του δεν ήταν να γράφει πεζοτράγουδα και παραμύθια. Ηταν να σαρκάζει, να μαστιγώνει και να παλεύει - και να σέρνει από πίσω του τον κόσμο να δέρνεται μαζί του. Ηταν προφήτης. Και οι προφήτες νοιάζονται για την αλήθεια, όχι για την ομορφιά. Μονάχα στο υψηλό επίπεδο όπου η αλήθεια ταυτίζεται με την ομορφιά ο Ψυχάρης μπορεί να είναι ποιητής. Αλλά τι την χρειάζεται αυτή τη συμβατική δόξα; Η δόξα του μένει εκεί που είναι αυθεντική: στον αγώνα για τη γλώσσα αυτού του έθνους και για την ελπίδα του ξαναγεννημού του».
«Κάποτε, πριν από τους πολέμους 1912-13, κάποιος δημοσιογράφος - γράφει ο Κ.Καρθαίος στα 1954 με την ευκαιρία του γιορτασμού των εκατό χρόνων από τη γέννηση του Ψυχάρη - κάνοντας καμπάνια για κάποιο περιοδικό, δεν θυμούμαι πιά, με ποιά ευκαιρία, με ρώτησε, «ποιό», κατά τη γνώμη μου, ήτανε το σημαντικότερο γεγονός στην Ελλάδα, ύστερ' από την εθνική απελευθερωτική επανάσταση του 1821. Αδίσταχτα του αποκρίθηκα πως η σημαντικότερη χρονολογία ήτανε το 1888, τότε που πρωτοδημοσιεύτηκε «Το Ταξίδι μου» του Ψυχάρη. Αυτό θα μπορούσα να πω και σήμερα, ύστερσ από τόσα γεγονότα που, στο μεταξύ, στάθηκαν τόσο σπουδαίοι σταθμοί για την εθνική μας ζωή. Θα τροποποιούσα μόνο την απάντηση μου λέγοντας, πως η έκδοση «Του Ταξιδιού μου» στάθηκε το σημαντικότερο γεγονός για τον πνευματικό πολιτισμό της πατρίδας μας από τον καιρό που ιδρύθηκε το ελεύθερο ελληνικό κράτος».
«... O Ψυχάρης - είπε στη διάλεξη του το χρόνο του θανάτου, 1929 ο Μ.Τριανταφυλλίδης στο Πανεπιστήμιο της Θεσσαλονίκης - αφήνει την ανάμνηση του στην πνευματική ζωή της νέας Ελλάδας. Aλλά και περισσότερο ακόμα: βοήθησε τους νέους Ελληνες να πλατύνουν, καθώς είπε ο ίδιος, τα πνευματικά τους σύνορα, να σεβαστούν τον εαυτό τους και να γράφουν τη μητρική τους γλώσσα. Οσο θα υπάρχουν στη ζωή Ελληνες πού θα τη μιλούν και θα τη γράφουν με αγάπη, θα ζει ο Ψυχάρης μαζί της σαν ένας από κείνους που εργάστηκαν για να την υψώσουν. Κι αν η ανάμνηση μείνει ζωντανή στη συνείδηση των ερχόμενων γενεών, τότε δίχως άλλο θα του στήσουν, καθώς το ζήτησε στα παλαιότερα χρόνια του δημοτικισμού ένας φίλος της Ελλάδας ο Κ. Krumbacher, το άγαλμα του. Οχι για να τιμήσουν εκείνον, που δεν το χρειάζεται πιά, παρά για να συμβολίζει τη γλωσσική αρμονία που θα βασιλεύει πιά στον ελληνισμό. Εύχομαι η μέρα αυτή να μην αργήσει». Και όμως - αν πέρασαν από τότε τόσα χρόνια - η ευχή του Μ.Τριανταφυλλίδη μένει ανεκπλήρωτη - το άγαλμα του Αρχηγού δεν στήθηκε ακόμα.
«O Ψυχάρης - γράφει ό εκλεκτός λογοτέχνης και Ακαδημαϊκός Αγγελος Τερζάκης - μορφή αδρή, πελεκημένη στο βράχο, κατατομή ηγέτη, ανήκει σε μιαν εποχή, κ' η εποχή στην Ιστορία. Αυτό σημαίνει πώς δέν μπορεί πιά να κριθεί με τα καθημερινά κριτήρια. Το έργο του - έργο λυτρωτικό, αναγεννητικό - ολοκληρώθηκε. Μπήκε στις συνειδήσεις, γιά να γίνει, τέλος, αυτό το ίδιο συνείδηση. Τη σφραγίδα του θα την κρατάει ο ελληνισμός αποτυπωμένη πάνω του όσο θα υπάρχει Προσκλίνω μπροστά στον πνευματικό γενάρχη.
«Σαν λογοτέχνη, δεν τον έχω, δεν τον είχα ποτέ, γιά υπόδειγμα. Καλλιτέχνης θα πεί άνθρωπος που πέτυχε την ισορρόπηση - την κάποια ισορρόπηση - προθέσεων και μορφής. Του Ψυχάρη οι προθέσεις υπερακοντίζουν τη μορφή, πράγμα που δίνει στο λόγο του έναν προγραμματικό χαρακτήρα. Ομως δέν σημαίνει. Ο Λέσσιγκ - σ' άλλο βέβαια επίπεδο - χειραφέτησε τη δραματική ποίηση του τόπου του, χωρίς να είναι ο ίδιος δραματικός ποιητής. Ο Ψυχάρης με την ποιητική του φλόγα στην ψυχή του ήξερε πιό πολύ να βροντάει, παρά να τραγουδάει. Είχε την ιδιοσυγκρασία του προφήτη, τόν πρωτογονισμό του, την αδιαλλαξία του, την προσήλωση του με μιάν ιδέα έμμονη, που φουντώνει τέλος σε όραμα αποκαλυπτικό. Αν έλειπαν ένας ή δυό καλοί λογοτέχνες από το πάνθεο μας, θα μπορούσαμε πάλι να υπάρξουμε. Δίχως τον Ψυχάρη όχι».
Τα ίδια, σχεδόν, γράφει γιά τον Ψυχάρη και ο λογοτέχνης Γιάννης Χατζίνης: «... Ο Ψυχάρης είναι μεγάλος. Ανήκει στην κατηγορία εκείνη των δημιουργών που έχουν αρκετή όσφρηση, γιά να συλλάβουν τήν αλήθεια της εποχής τους και αρκετή δύναμη γιά να την επιβάλουν. Εργο του - αυτό που πιστοποιεί το μεγαλείο του - είναι ο αγώνας του γιά τη γλώσσα, είναι η παλικαριά του, η αποφασιστικότητα του, οο θαυμαστές πρωτοβουλίες του, που έκαμαν γόνιμο αυτόν τον αγώνα. Πεισματάρης, ασυμβίβαστος, ικανός να μετατρέψει τη δραστηριότητα σε δύναμη, το βάθος σε ειλικρίνεια, την πίστη σε ομορφιά, διέθετε όλες τις αναγκαίες ιδιότητες του πολεμιστή, του κατακτητή και του μάγου. Ποιος θα μπορούσε να παραβληθεί μαζί του;»
«... Ετσι πιο πολύ γίνεται καθαρό το νόημα του αγώνα του Ψυχάρη για το πραγματικό ξύπνημα του ελληνικού λαού - γράφει ο καθηγητής Δ.Ε.Εύαγγελίδης - που καλείται να βασίσει την πορεία του στον ίδιο τον εαυτό του, που του δίνει τη δυνατότητα να γνωρίσει βαθιά τις ρίζες της ύπαρξης του και πάνω σ' αυτές να θεμελιώσει τον πολιτισμό και να αναπτύξει τις αξίες του. Γιατί ο δημοτικισμός του Ψυχάρη δεν είναι ένα εξωτερικό εκφραστικό μέσο - η γλώσσα είναι η ίδια η ψυχή του λαού, που αγωνίζεται να σπάσει τα δεσμά που εμποδίζουν το ελεύθερο πέταγμα στη ζωή και στη δημιουργία. Κι ακόμα, γιατί μ' αυτή θα ρουφήξει τις ζωογόνες δυνάμεις που θα θρέψουν τον πυρήνα τους - έτσι μονάχα, όταν δηλ. η τροφή αυτή μπορεί να αφομοιωθεί άμεσα, θα κάμει το θαύμα να πληθύνει το μέσα πλούτος, να φουσκώσει τον κεντρικό πυρήνα του, που θα πετάξει άφθονα τα κλαδιά και τ' άνθη σ' όλες τις περιοχές της γνώσης και της δράσης της γλυκιάς απόλαυσης και του υψηλού πάθους, της αγωνίας, της δημιουργίας και του πόνου που εξυψώνει και εξιλεώνει. Και το ιδανικό αυτό κυνήγησε ο Ψυχάρης σε όλη του τη ζωή με όλες του τις δυνάμεις και ίσα-ίσα επειδή είχε μπροστά του ένα ιδανικό, δεν έκαμε καμιά υποχώρηση, κανένα συμβιβασμό».
«Τι να γράψω γιά τον «μεγάλο αυτόν ελέφαντα» της ελληνικής γης; - γράφει ο Καζαντζάκης - όλα τα 'χουν πεί, άνοιξε το δρόμο, μπήκαμε. Είχε βέβαια τα κουσούρια του, κι ως συγγραφέας κι ως άνθρωπος, μα τι σημασία έχουν όλα αυτά; Ανοιξε το δρόμο, σας λέω, μπήκαμε, όσο θα υπάρχουν ελληνικά γράμματα, αυτός θα ζεί και θα βασιλεύει. Εμείς είμαστε τα παιδιά, τ' άγγόνια του, θα πεθάνουμε, μα ο Παππούς, η ρίζα, είναι αθάνατη» (Antibes 16-11-54).
«... O πόλεμος κατά του Ψυχάρη - γράφει ο καθηγητής Ν.Π. Ανδριώτης - και των οπαδών του βάσταξε διπλά χρόνια απ' όσα ο Τρωικός, και η οξύτητα του κορυφώθηκε σε βαθμό άλλοφροσύνης στα Ευαγγελικά του 1901 και στα Ορεστειακά του 1903. Αλλά από τον πόλεμο αυτόν το γόητρο της καθαρεύουσας βγαίνει τραυματισμένο, και οι φίλοι της δημοτικής γίνονται περισσότεροι και θερμότεροι...
«Οι εχθροί όμως της δημοτικής και του Ψυχάρη, όταν είδαν οτι το ρεύμα προς τη δημοτική ήταν ασταμάτητο, έπλασαν ένα θρύλο γιά τις γλωσσικές ιδέες του, ώστε να μπορούν να τον διαβάλουν πιό εύκολα στην κρίση του λαού. Αλλοι από επιπολαιότητα και άλλοι από κακοπιστία συντέλεσαν ώστε να γίνει πεποίθηση, το οτι ο Ψυχάρης επρότεινε γλώσσα δικής του κατασκευής, γλώσσα αυθαίρετη, ψυχαρική, άσχετη με την πραγματική γλώσσα του λαού. Ο Ψυχάρης ήδη στον πρόλογο του Τ α ξ ι δ ι ο ύ είχε τονίσει: «Δική μου γλώσσα δεν έχω και δεν έφτιασα γλώσσα, γιατί πλάστης δεν είμαι. Γράφω την κοινή γλώσσα του λαού. Οταν η δημοτική μας γλώσσα δεν έχει πια λέξη πού μας χρειάζεται, παίρνω τη λέξη από την αρχαία και προσπαθώ όσο είναι δυνατό, να την ταιριάσω με τη γραμματική του λαού. Ετσι κάμανε όλα τα έθνη του κόσμου, έτσι να κάνουμε κι εμείς». Στην κατηγορία οτι ζητεί να επιβάλει στο έθνος δική του γλώσσα απαντά αποστομωτικά: «Το έθνος λέει: ψ ω μ ί, ν ε ρ ό, κ ρ α σ ί, κ ε φ ά λ ι, χ έ ρ ι α, π ο δ ά ρ ι α... κι αυτά γράφουμε, λοιπόν το έθνος μας επιβάλει τη γλώσσα του. Η καθαρεύουσα γράφει: ά ρ τ ο ς, ύ δ ω ρ, ο ί ν ο ς, κ ε φ α λ ή, χ ε ί ρ, πο ύ ς. Λοιπόν αυτή επιβάλλει γλώσσα και στο έθνος και σε μας».
Το έργο του Ψυχάρη είναι τεράστιο. Εγραψε σε τρεις γλώσσες γαλλικά, γερμανικά και ελληνικά πλήθος μελέτες, δοκίμια, επιστημονικές πραγματείες και προπάντων φιλολογικές και γλωσσολογικές μελέτες. Με την καθαρή ποίηση δέν ασχολήθηκε ποτέ. Εγραψε όμως στον πεζό λόγο και κυρίως ελληνικά πολλά μυθιστορήματα, που σήμερα δεν διαβάζονται εύκολα, εκτός από «Τό Ταξίδι μου» και «Τ' όνειρο του Γιαννίρη».
Σχετικά με το πεζογραφικό έργο του Ψυχάρη ας δώσουμε το λόγο στον καθηγητή Λίνο Πολίτη: «Το πρώτο έργο με το οποίο παρουσιάστηκε ο Ψυχάρης, το κλασικό του «Ταξίδι» (1888) είναι ένα λογοτέχνημα. Λογοτέχνημα κάπως περίεργο, είναι αλήθεια. Ταξιδιωτικές εντυπώσεις σ' ένα ανώτερο επίπεδο, όμως βιβλίο μ'ένα σημαντικό μήνυμα, που το προσφέρει με τρόπο λογοτεχνικό. Γράφει: «Το βιβλίο μου άλλο δεν είναι παρά φαντασία και ποίηση». Και τα δυό αυτά προσόντα τα είχε αναμφισβήτητα ό Ψυχάρης. Αυτά είναι που δίνουν στο βιβλίο το ιδιαίτερο βάρος, κι αυτά είναι που κάνουν και σήμερα το «Ταξίδι» (ιδιαίτερα τα λογοτεχνικότερα κεφάλαια του) να διαβάζεται σάν μυθιστόρημα». Καί συνεχίζει:
«Το σπουδαιότερο βιβλίο του Ψυχάρη μετά «Το Ταξίδι» είναι «Τ'όνειρο του Γιαννίρη» (1897)... Βέβαια, δύσκολο σήμερα να το πούμε, όπως το είπε ο Παλαμάς «το μυθιστόρημα της ελληνικής ψυχής», δεν μποροϋμε όμως και ν' αμφισβητήσουμε πως μέσα του υπάρχει πολλή ελληνική ψυχή (...). Στ' «Ονειρο του Γιαννίρη» ο Ψυχάρης έχει διαμορφώσει ένα προσωπικό ύφος που θεμελιώνεται βαθύτερα: είναι ένας πεζός λόγος ποιητικός, γεμάτος λυρισμό, ένας ρυθμικός πεζός λόγος συνειδητά επεξεργασμένος και οργανωμένος με μεγάλη προσοχή και συνέπεια. Το επόμενο μεγάλο έργο του (αφήνω κατά μέρος τα μικρότερα του πεζά και διηγήματα), η «Ζωή κι αγάπη στη μοναξιά» (1904) , δεν μπορούμε να πούμε πως δείχνει πρόοδο (...). Τα κατοπινά μυθιστορήματα εξακολουθούν κι αυτά τον ίδιο δρόμο: «Η άρρωστη δούλα» (1907), «Τα δυό Αδέρφια» (1911), «Αγνή» (1913), «Τα δυο τριαντάφυλλα του Χάρου» (1921) (...)· Στα διηγήματα του, αλλά προπαντός στα μικρά του εκείνα πεζά, τα «Τραγούδια χωρίς στίχους», διαμορφώνεται σιγά-σιγά ένας όλο και τελειότερος ρυθμικός πεζός λόγος με ύφος και με αρετές ποιητικές, που είναι η μεγάλη δύναμη του Ψυχάρη (...)· Ας είναι μικρά δίπλα στα μεγάλα του τα ρομάντσα, η δύναμη η πεζογραφική του Ψυχάρη, το έξοχο ύφος του και η μεγάλη του προσφορά στη λογοτεχνία μας βρίσκεται σ' αυτά τα πεζά, στην ποιητική του πεζογραφία και στο ρυθμικό λόγο, που της δίνει τη γοητεία του».
O Ψυχάρης, o νεώτερος τούτος Δάσκαλος του Γένους, το πόσο φλογερός πατριώτης ήτανε, αρκεί ένα κείμενο του μόνο γιά να δείξει - σαν σε καθρέφτη - πόσο τέτοιος ήταν. Στο περίφημο κήρυγμα του «Γλώσσα και Λαός» γράφει: «Η Ελλάδα είναι τόντις Εθνος που δε μοιάζει με τ' άλλα. Εκείνο που την βαστά, εκείνο που δεν την αφήνει να πεθάνει, εκείνο που την ανάστησε στο Εικοσιένα είναι η δόξα της η παλιά. Είναι μ' άλλα λόγια η ποίηση της, η πρόζα της, είναι η φιλολογία της. Και είναι τόντις το μόνο παράδειγμα, όσο ξέρω, ενός Εθνους που αθανασία υλική, αθανασία πολιτική του χάρισε η ποίηση. Τέτοια όμως αθανασία έχει συνέπειες ιδιαίτερες. Η Ελλάδα έχει χρέη και προς τον εαυτό της και προς τους άλλους. Πρέπει να βγάλει φιλολογία και του λόγου της αντάξια της αρχαίας, ειδεμή σε βάρος της θα πέσει να μιλά όλο κι όλο γιά τους προγόνους της, γιατί τότε συγκρίνουνε οι άλλοι και λένε: «Φαίνεται η μόνη της αξία είναι κάτω στους Ελήσιους τους κάμπους». Θα ήταν άδικο να της γίνει φήμη τόσο βαριά. Κατέβηκα πολλές φορές στ' άγια τα χώματα της. Μίλησα με το λαό μας κι απόρησα πάντοτε με την εξυπνάδα του. Είναι μάλιστα μπορώ να πω έξυπνος με το πάρα πάνω. Σ' άλλα μέρη στην Ευρώπη, βλέπεις άξαφνα χωρικούς που σκάβουνε, βολοσηκώνουνε και τίποτα έξω από τη δουλειά τους δέν συλλογιούνται. Κι έτσι το σωστό, γιατί έτσι θα προδέψει και η γεωργία. Ο δικός μας χωρικός ακόμα κι εκεί που βολοσηκώνει, μέσα του λέει, πως τι δε θα κέρδιζε το Εθνος αν ήτανε του λόγου του Πρωθυπουργός. Αφού το θαρρεί μπορεί μιά μέρα και να το δείξει. Βέβαιος είμαι, η ακλόνητη πεποίθηση μου είναι, πως ένας τέτοιος λαός θάματα θα καταφέρει. Το προσμένει κιόλας η Ευρώπη από μας. Από την ποίηση μας έμαθε να μας τιμά, χωρίς ποίηση θα μας αψηφήση. Πώς θέλετε όμως να πούμε την ψυχή μας, άν δέν την πούμε στη γλώσσα μας; Και τη γλώσσα μας ο καλαμαράς μας τη σήκωσε μην τύχει και ξαναχτίσουμε δικό μας Παρθενώνα... Η καρδιά μας άμα θέλει να ξεχυθεί, να φανερώσει τον πατριωτισμό της, πώς θα πει άραγες; «Η Ελλάς μας» η μήπως θα φωνάξει πολύ σωστότερα, «Η Ελλάδα μας»;
Τέλος, ας δώσουμε το λόγο στον Παλαμά, που το 1903 σε ερώτημα του φιλολογικού περιοδικού «Νουμάς», γιά το τελευταίο βιβλίο του Ψυχάρη - πιθανώς πρόκειται γιά «Τ'όνειρο του Γιαννίρη» - έγραψε τα παρακάτω: «... Γι' αυτό και κείνο που φιλοδοξώ ανάμεσα στ' άλλα μου τα ονείρατα είναι και μιά μακρόσυρτη και μιά πολυσέλιδη μελέτη γιά το έργο του Ψυχάρη, (δυστυχώς το όνειρο δεν πραγματοποιήθηκε), μιά μελέτη που μέσα σ' αυτή να εκθέσω και να ζωγραφίσω και να εμπιστεύομαι ,την ιδέα μου, σέ όλα της τ' αλλάγματα και τα ξετυλίγματα - μιά μελέτη που να είναι μαζί σαν εργασία μαθηματική και σαν λυρική εξομολόγηση.
«Μέσα εκεί λογαριάζω να δείξω γιατί ο Ψυχάρης μου φαίνεται ο μεγαλύτερος πεζογράφος που ως τώρ' αποχτήσαμε, καθώς μου φαίνεται ο Σολωμός είναι ο μεγαλύτερος ποιητής (...). Μέσα εκεί λογαριάζω να δείξω πως ο πεζογράφος μέσα στον κύκλο της δημιουργικής φαντασίας, σημαίνει πάντα ποιητής. Πως γιά το νου που βλέπει κατιτί και το εκφράζει γκαρδιακά και ώραία σε όποια μορφή, δεν υπάρχει, χωρίς ρίμα και χωρίς μέτρο κανονικό. Πως κάθε φορά που προσπαθείς να πλάσεις κατιτί, ω λογογράφε, ο λόγος σου, θέλεις δε θέλεις, γίνεται στίχος (...). Εμένα δεν με πείθει τόσο η επιστήμη του - γιατί δεν είμαι και ο αρμόδιος νά τα ξεδιαλύνω τα γλωσσικά και τα επιστημονικά - όσο με συναρπάζ' η τέχνη του. Η, γιά να τα ειπούμε πιό στρογγυλά, στο έργο του Ψυχάρη δεν γνωρίζεις που αρχίζει και που τελειώνει η Επιστήμη και που η φαντασία. Ολα είναι σφιχτοδεμένα κι ανακατωμένα αρμονικά. Και η αρμονία αυτή δεν βρίσκεται παρά στους κορυφαίους του Λόγου.
«Oτι τώρα θα ήθελα να σημειώσω γιά τον αγαπητό «Νουμά» είναι όχι πλέον η καλλιτεχνική η επιστημονική, μα η κοινωνική σημασία του έργου του Ψυχάρη. Αυτό ήθελα να ξεχωρίσω εδώ. Σε κάποιο δράμα του Χάουπτμαν έτσι μιλεί κάποιος: «Ο Ιψεν και ο Ζολά φάρμακα μου δίνουν. Μα εγώ δεν είμαι άρρωστος, δέν θέλω καθαρκτικά. Θέλω η Ποίηση να μου προσφέρει δροσιστικά».
«Τη δροσιά αυτή μας την προσφέρουν ευεργετικά τα βιβλία του Ψυχάρη, και στα πιό σκληρά και στα πιό πικρά τους φύλλα. Το έργο του Ψυχάρη ξεφεύγει από τα σύγνεφα του αγνού καλλιτεχνικού λόγου. Δεν είναι μήτε ο ονειροπλέχτης ιδεαλιστής, μήτε ο πραγματιστής ζωγράφος της ζωής. Απόστολος είναι μιάς ιδέας, και καθώς εκείνη θέλει τη συνείδηση, να μας φυτέψει μέσα μας, με τραγούδια και με χτυπήματα, με την Ποιητική και την Πολεμική, και καθώς δεν είναι αποσυρμένος σε πύργο χρυσελεφάντινο, μήτε ανεβασμένος σε templa serena, (ήρεμους ναούς), μα δουλεύει γιά όλους, και όλους συνερίζεται, και δεν διστάζει και δεν δειλιάζει, όταν η ανάγκη το καλεί γιά ένα ηρωϊκό καθάρισμα, και την κόπρο του Αυγεία, με τα χέρια του να τραβήξει, συμβολίζει ανάμεσα μας τη δύναμη και την ενέργεια, και την εργασία του αισιόδοξου νου, που θέλει κάπου να πάει, και που αγωνίζεται με τα όλα του να φέρει κάπου, σ' ένα λιμάνι σωτηρίας, ένα λαό ολόκληρο.
«Είναι αυτός που σφράγισε τον πρόλογο του τελευταία τυπωμένου βιβλίου του, μέ κάποιο
«Ασμάτων Ασμα» προς την εθνική ψυχή, χαράς τραγούδι και θριάμβου»:
«Εσένα - γράφει o Ψυχάρης - κανείς να μη σ' αγγίξει. Βαστούμε ρόπαλο στο χέρι, πολύ γερό. Το ρόπαλό μας είναι η αλήθεια. Ενας-ένας, όποιος προβάλλει να σε χτυπήσει, ένας-ένας θα τσακιστεί, θα πέσει...
«Εσύ αιώνες ζεις, πολεμάς κι αναστενάζεις. Εσένα τα όνειρά σου, εσένα κ' οι πόθοι σου, κ' οι μεγάλες σου οι λαχτάρες, εσένα κ' οι θυμοί σου πάντα βλέπουμε την ιδέα, κ' η ορμή πάντα θα πεταχτεί στα πιό ψηλά, στα πιό μεγάλα και στα πιό ωραία... Τα μάτια σου τά μαύρα, γιομάτα ελπίδα, γιομάτα θλίψη που με σφάζει, μέρα δεν είναι που να μην τα θωρώ, και να μην τα θαυμάζω, και να μην τα πονώ, τα μάτια σου τα μεγάλα... Παντου σε ξανοίγω, παντού σε προσκυνώ, παντού σε λατρεύω, αθάνατη μου εσύ ψυχή της Ρωμιοσύνης».
O Ψυχάρης πέθανε στο Παρίσι το 1929. Το 1932 η σορός του μετακομίστηκε στην Ελλάδα, και ενταφιάστηκε στη Χίο, σε τάφο που είχε προετοιμάσει ο ίδιος. Την τελευταία φορά που είχε επισκεφτεί τη Χίο, είχε διαλέξει μόνος του το μέρος, όπου ήθελε να ταφεί, μιά τοποθεσία ανοιχτή προς το πέλαγος και την Μικρά Ασία. Ακόμα είχε παραγγείλει στο γλύπτη Δημητριάδη ένα λιτό μαζί και επιβλητικό από άσπρο μάρμαρο μνήμα του. Ο ίδιος είχε συνθέσει και τις επιγραφές που θα χαράσσονταν στις πλευρές του. Αναφέρουν την αγάπη του γιά την Ελλάδα, τους γλωσσικούς του αγώνες, και φανερώνουν την εμμονή του στη Μεγάλη Ιδέα.
το κείμενο το πήραμε από την σελίδα της
Strofi.com
|
ΓΙΑΝΝΗΣ ΨΥΧΑΡΗΣ
Το ταξίδι μου, 1888
|
"Αγάπη" του Γιάννη Ψυχάρη
(απόσπασμα από το βιβλίο του "Το ταξίδι μου", Νεφέλη, 1988)
'Ελα μαζί μου στο βουνό. Μην κάθεσαι κάτω στη Χώρα. Εσένα διψώ, εσένα παντού τα μάτια μου σε γυρέβουνε. Την αγάπη σου θέλω και για τίποτις άλλο στον κόσμο δε με μέλει. Γιατί μ' αφίνεις μονάχο; Δε θυμάσαι στην πατρίδα σου κάτω, στη λατρεμένη μας την πατρίδα, δε θυμάσαι τη θάλασσα, που κάθε μέρα φουσκώνει κ' έπειτα πάλε τραβιέται, όπως το φέρνει το φεγγάρι; 'Οταν τραβιέται, πάει μίλια και μίλια μακριά, το περγιάλι απομνήσκει ολόξερο, γυμνό, σαν ωρφανεμένο. 'Οταν πάλε σηκωθή, περεχύνει από άκρη σε άκρη τον έρημο τον άμμο. Χαίρεται το διψασμένο το χώμα και ζωντανέβουνε τακρογιάλια. Η καρδιά μου μοιάζει με το γιαλό. 'Οσο δε σ' έχω, είμαι σαν το ξενιτεμένο το περγιάλι κι όλο προσμένω να δροσιστώ με της αγάπης σου την πλημμύρα.
Εσύ μόνη στον κόσμο ξαίρεις να θρέφης στην καρδιά σου μεγάλες ελπίδες, στο νου σου αψηλούς λογισμούς. Το καλό, το σωστό και τωραίο, τα νιώθεις δίχως να σου τα πούνε. Παντού προσπαθείς την αλήθεια να βρης, στην τέχνη, στην επιστήμη, στη θρησκεία. Την αλήθεια γυρέβεις στον ουρανό και στη γις. Αφτός είναι ο πόθος της ψυχής σου. Κανενός όμως δεν το λες, κανενός δεν το φανερώνεις και μήτε ξαίρεις η ίδια τι αξίζεις. 'Εχεις όλη τη χάρη τη γυναικήσια, έχεις την αφέλεια του παιδιού που δε γνωρίζει την ομορφιά του. 'Ολη σου η ζωή είναι μελέτη του καλού, είναι απλότητα και νοστιμάδα, είναι χαμόγελο και μετριόφρονη χαρά, χαρά σοβαρή. Τα λόγια σου είναι γεμάτα γλύκα, φρόνηση και γνώση. Με τον καλό σου, με το χαδεμένο σου τον τρόπο ξαίρεις να πης του καθενός ένα λόγο. 'Ολο θέλεις αψηλά ναχουμε το νου μας, κ' η σοφία που κυβερνά τη ζωή σου μοιάζει σα λαμπάδα κρυμμένη που από μέσα φωτίζει σιγά κανένα άγαλμα χαριτωμένο.
συνέχεια
Διαβάστε ακόμα:
ΓΙΑΝΝΗΣ ΨΥΧΑΡΗΣ Το ταξίδι μου, 1888
Γιάννης Ψυχάρης. Γεννήθηκε στην Οδησσό της Ρωσίας.
Ψυχάρης Γιάννης : Δημοσιεύσεις
Γιάννης Ψυχάρης Παρουσίαση - Ανθολόγηση
KALOMIRIS PALAMIKI by Karakassis (greek)
Γρηγόριου Ξενόπουλου - Το περιβόλι ...
... το πρώτο έργο που γράφτηκε στη δημοτική, ύστερα
από Το ταξίδι μου του Γιάννη Ψυχάρη. ...
|
|
(1927-1985) ΒΙΟΓΡΑΦΙΚΟ ΣΗΜΕΙΩΜΑ 1 Ο Γιώργος Ιωάννου (ψευδώνυμο του Γιώργου Σορολόπη)
γεννήθηκε στη Θεσσαλονίκη, γιος του Ιωάννη Σορολόπη, υπαλλήλου των σιδηροδρόμων και της γυναίκας
του Αθανασίας. Η οικογένειά του κατέφυγε στη Θεσσαλονίκη από την Ανατολική Θράκη μετά από
οικονομική καταστροφή της, και μετά από τον Γιώργο απέκτησε τρία ακόμη παιδιά. Ο Ιωάννου πέρασε
τα μαθητικά του χρόνια στη Θεσσαλονίκη και κατά τη διάρκεια του ελληνοϊταλικού πολέμου στη
Χαλκιδική και την Αθήνα....
συνέχεια
| |
|
| |
|
| |
|
|
Τα παρατσούκλια:
Γιώργου Ιωάννου
Συνάντησα προχτές στο δρόμο έναν παλιό συμμαθητή μου, φαλακρό πια και σχεδόν γερασμένο,
που μου έκανε φριχτά παράπονα, ότι δήθεν τον βλέπω στο δρόμο και δεν τον χαιρετάω. Τον άκουσα
για αρκετή ώρα σιωπηλός και μετά βιάστηκα ν' αναγνωρίσω την ενοχή μου για να τον ξεφορτωθώ μια ώρα
αρχύτερα. Σαν χωρίσαμε, άθελά μου πήρα ν' ανασκαλεύω τα περασμένα. Το αίμα μου φούντωσε. Αυτό
το τέρας που είχε τώρα το θράσος να μου κάνει και παράπονα, ήταν ένας απ' τους μεγαλύτερους διώκτες
και βασανιστές μου, όταν ήμασταν μαζί στο σχολείο. Κυρίως αυτός διαλαλούσε τα απειράριθμα παρατσούκλια
μου, παριστάνοντας μάλιστα, όσο μπορούσε πιο γελοία, και τον τρόπο που μιλούσα. Η αληθεια είναι: ότι νέα
παρατσούκλια δεν μου έβγαζε γιατί δεν ήταν σε θέση, έδειχνε όμως ιδιαίτερο ζήλο για τη διάδοση των ήδη γνωστών.
Αυτός επίσης ο ουραγκοτάγκος ήταν που μετέφερνε τα παρατσούκλια του σχολείου στη γειτονιά μου και το αντίστροφο,
κι αυτός πάλι με την παρέα του μου τα φώναζαν ακόμα και μέσα στο δρόμο, όταν πήγαινα βόλτα με τους γονείς μου.
Νομίζει το χαϊβάνι πως δεν τα θυμάμαι πια ή ότι έχω ψυχή επιπόλαια σαν τη δικιά του. Ξεχνάει όμως ή συγχωρεί ποτέ ένας
άνθρωπος με σώες τις φρένες τα βασανιστήρια που του κάνανε; Πώς λοιπόν να ξεχάσω κι εγώ αυτά που τράβηξα
απ' την πρώτη ακόμα τάξη του δημοτικού σχολείου;
Πρώτα πρώτα το άλλο, το παλιό μου επίθετο, ήταν ένα αστείο παρατσούκλι. Και δεν ήταν ανάγκη να το πουν οι άλλοι, έπρεπε κάθε τόσο να το δηλώνω μονάχος μου. Μικρόν ορισμένοι με ξεμονάχιαζαν και μ' έβαζαν να το επαναλαμβάνω κάνοντας πως δεν το καλάκουσαν. Πεθαίνανε κάθε φορά στα γέλια. Στο σχολείο πάλι, όσο ανέβαινα τις τάξεις, το πράγμα καταντούσε μαρτύριο. Μόλις άρχιζαν να φωνάζουν κατάλογο, σφίγγονταν η καρδιά μου, ίδρωναν τα χέρια μου και μ' έπιανε τρεμούλα. Στο μεταξύ, ο καθηγητής είχε φωνάξει δυο τρεις φορές το επίθετό μου, ώσπου ν' ακούσει το άψυχο παρών που έβγαζα, μέσα σε μια τάξη σκασμένη κιόλας στα γέλια. Κάποτε ένας απαίσιος καθηγητής της μουσικής, μεγάλος σπάρος, διέκοψε τον κατάλογο, με πρόσταξε να σηκωθώ και μου έκανε στριμμένα: "Γιατί δε φωνάζεις δυνατά, ρε μπούφε;" Αυτό ήθελαν κι οι άλλοι, τους πετούσε νέα τροφή. Για μεγάλο διάστημα, εκτός από πολλά άλλα, ήμουν και ο "μπούφος" της τάξεως. Οι κακοηθέστεροι προσπαθούσαν με κάθε τρόπο να το κάνουν γνωστό σ' ολόκληρο το γυμνάσιο. Επεδίωκαν μάλιστα να διηγούνται το περιστατικό, ενώ βρισκόμουν κάπως κοντά στην παρέα τους για να τ' ακούω κι εγώ και να σκάω [...].
Όταν όμως παίχτηκε κάποτε στο θέατρο μια οπερέτα με τίτλο Οικογένεια Βατραχιάν και γέμισαν οι τοίχοι αφίσες, ολόκληρο το σόι μου έπεσε άρρωστο. Κανένας τους δεν ήθελε να βγει στο δρόμο. Εγώ σχεδόν το χάρηκε γιατί επιτέλους τους έβλεπα κι αυτούς να υποφέρουν απ' τ' όνομά μας. Ευτυχώς όμως που έτυχε να είναι καλοκαίρι γιατί αλλιώς εγώ επρόκειτο να τραβήξω τα μαρτύρια των εβραίων στο σχολείο. Και τώρα καμιά φορά ακούω στο ραδιόφωνο την οπερέτα αυτή, που είναι πράγματι πολύ αστεία. Καρφί όμως δεν μου καίγεται. Ακόμα κι επίτηδες να μας το κάνουν, διόλου δεν μ' ενδιαφέρει. Μακάρια να μπορούσαν να την παίζουν μέρα νύχτα για να ευφραίνομαι.
Το ευτύχημα ήταν πως το γυμνάσιο βρίσκονταν σε άλλη περιφέρεια απ' το δημοτικό που είχα βγάλει κι έτσι στα παρατσούκλια του γυμνασίου δεν προστέθηκαν κι εκείνα του δημοτικού. Γιατί εκεί πια ήταν που μου είχαν ζεματίσει την ψυχή. Η δασκάλα μας, μια ανεκδιήγητη γκεργκέφω, μόλις με είδε ζαρωμένον στο θρανίο παρατήρησε: "εσύ παιδί μου, κάνεις σαν σκαντζόχοιρος". Όλα τα παιδιά γέλασαν κι απ' το πρώτο κιόλας διάλειμμα άρχισαν να μου το φωνάζουν. Η δασκάλα κατευχαριστημένη το επανέλαβε και τη δεύτερη ώρα. Στην αρχή όλοι μου φώναζαν το παρατσούκλι κοροϊδευτικά. Κατόπι, αντί να το ξεχάσουν, το συνήθισαν και το 'λεγαν χωρίς ιδιαίτερη κακία, σαν ένα οποιοδήποτε όνομα. Εγώ όμως αδύνατο να το συνηθίσω, κάθε μέρα με πλήγωνε πιο βαθιά. Ιδίως όταν παίζαμε ποδόσφαιρο κι ήθελαν να τους δώσω πάσα, τότε το "Σκαντζόχοιρε, Σκαντόχοιρε" αντηχούσε σ' όλους τους τόνους.
'Aρχισα να μην παίζω με κανέναν. Έπαιζα μόνος μου στην αυλή μας διάφορα παιχνίδια. Έβρισκα δυο φωλιές μερμήγκια διαφορετικά σε χρώμα και μέγεθος. Επειδή ήμουν πολύ ξανθός, ήθελα η μια φωλιά να έχει ξανθά μερμήγκια. Η άλλη είχε μελαχρινά με μεγάλα ευκίνητα πόδια. Δεν ήταν δύσκολο να βρεθούν. Έπαιρνα τότε ένα απ' τα ξανθά, που ήταν πιο αδύναμα, και το 'ριχνα μέσα στην τρύπα της φωλιάς, εκεί όπου έβραζαν τα μαύρα μερμήγκια. Αυτά έζωναν αμέσως το ξανθό, το δάγκωναν από παντού, το τραβολογούσαν, και τελικά, μέσα σ' ένα συνωστισμό, το 'σερναν μισοπεθαμένο στη φωλιά τους. "Πάει ο σκαντζόχοιρος", έλεγα πικραμένος [...].
Τα βράδια, συνήθως την ώρα που τρώγαμε, περνούσαν παρέες παρέες τα παιδιά κάτω απ' το σπίτι και ούρλιαζαν στα σκοτεινά τα διάφορα παρατσούκλια μου. Μέχρι τραγούδια μου είχαν βγάλει. Μόνο εγώ τα άκουγα, οι δικοί μου χαμπάρι δεν είχαν. Μ' έπιανε τότε σφίξιμο στο στομάχι, χλώμιαζα, κι αφήνοντας το φαγητό στη μέση έτρεχα να κοιμηθώ ή μάλλον να κρυφτώ κάτω απ' τα στρωσίδια [...].
Ήρθε όμως μέρα, που το κακό στο σχολείο παράγινε. Δίπλα μου στο θρανίο καθόταν ένα παιδί, που του είχα ιδιαίτερη αδυναμία. Δε θυμάμαι πια τ' όνομά του. θυμάμαι όμως που φορούσε ναυτικά, παιδικά ρούχα της μόδας τότε. Ένα πρωί, στο διάλειμμα, η δασκάλα με κάλεσε στο γραφείο. Μέσα περίμενε μια άγνωστή μου κλαμένη γυναίκα, που μόλις μπήκα μ' αγκάλιασε και με φιλούσε. Κατόπι μου εξήγησε πως ο φίλος μου, λίγο προτού ξεψυχήσει, παραμιλούσε κι έλεγε συνεχώς τ' όνομά μου. Πάλι καλά που δεν έλεγε κι αυτός το παρατσούκλι μου -όλα να τα περιμένεις.
Στα σαράντα του, η φρικαλέα εκείνη δασκάλα φρόντισε να διορθώσει κάπως τα πράγματα. Είχαν στείλει στο σχολείο φακελάκια με κόλλυβα και γλυκά παξιμάδια. Η κυρία μας, αφού φόρεσε τελετουργικά κάτι μαύρα μανικέτια απ' τον καρπό ως τον αγκώνα για να μη λερωθεί, είπε μελιστάλαχτα: "Ο σκαντζόχοιρος θα πάρει από δύο, γιατί ήταν φίλος του". Το χτύπημα ήταν αβάσταχτο. Σηκώθηκα κι έφυγα κλαίγοντας πικρά. Έπεσα στο σπίτι με πυρετό. Δεν ήθελα να ξαναπάω στο σχολείο ούτε να βγω έξω. Μάταια προσπαθούσαν να με πείσουν, ότι παραπονέθηκαν στη δασκάλα, που φυσικά όχι μόνο τ' αρνήθηκε όλα, μα δήλωσε πως μ' αγαπούσε ιδιαίτερα.
Τις επόμενες μέρες δεν μ' έστειλαν σχολείο. Η μάνα μου κάθε πρωί μου φορούσε τα καλά μου, μού 'βαζε ένα καπέλο, και μ' έστελνε στο γειτονικό Σέιχ-Σου [...].
Αυτό σαν να με γιάτρεψε κάπως. Την άλλη χρονιά με γράψανε σ' άλλο σχολείο.
Τώρα πια ούτε οι πιο κακόγλωσσοι και φαρμακεροί φίλοι και συνάδελφοί μου τολμούν να μου βγάλουν παρατσούκλι. Το πράγμα σχεδόν με στενοχωρεί. Φαίνεται πως με το πέρασμα του χρόνου η φωνή μου, η μορφή μου, η σκέψη μου, το βάδισμά μου, πήραν επιτέλους να μου ταιριάζουν, ίσως και να διορθώθηκαν, ενώ πρώτα ήταν ίσως πρόωρα και παράταιρα επάνω μου. Με τους περισσότερους όμως απ' αυτούς συμβαίνει τ' αντίθετο. Βέβαια, θα έχει παίξει κάποιο ρόλο και το γεγονός πως έχω γίνει εγώ ο ίδιος πια άσος στο να κολλώ παρατσούκλια και κάμποσα που έστειλα συστημένα κάποτε σε ορισμένους απόκοτους και γελοίους, τους ζεμάτισαν τόσο, που δεν ξανάβγαλαν άχνα. Κρίμα που δεν ανακάλυψα την μέθοδο αυτή πιο μπροστά.
Όπως όμως κι αν έχει το πράγμα, τώρα καταλαβαίνω πόσο μαρτύρησα κάποτε απ' το τίποτε και πόση επίδραση είχαν πάνω σ' όλη μου τη ζωή εκείνα τα παρατσούκλια.
|
|
Μια Ποιήτρια:
"Τι μας έκανε να ασχοληθούμε μαζί της; Ας πούμε ότι όλα ήταν θέμα τύχης.
Τη γνωρίσαμε μέσα από τους πιο πάνω στίχους, αλλά κι από την αγάπη της και τη φροντίδα της
για την άλλη ιέρεια της ελληνικής αισθαντικής ποίησης, τη Μαρία Πολυδούρη. Στα τελευταία της
μεγάλης ποιήτριας, η Μυρτιώτισσα στάθηκε δίπλα της σα φίλη και αδελφή, κι η περιέργεια μάς ώθησε να
μάθουμε περισσότερα γι' αυτή την κυρία. Αρχίσαμε να ψάχνουμε στο διαδίχτυο, σε βιβλιοπωλεία και βιβλιοθήκες,
αλλά στάθηκε αδύνατο να εντοπίσουμε περισσότερα από κάποια σκόρπια ποιήματά της. Έτσι, όταν τελικά η τύχη
αποφάσισε να μας χαμογελάσει φέρνοντας στο δρόμο μας μια συγκεντρωτική έκδοση των γραφτών της, έκδοση του 1965,
αποφασίσαμε να κάνουμε κάτι για την καλή ποιήτρια, ώστε το όνομά της να μην περιέλθει στη λήθη. Η σελίδα αυτή είναι το
αποτέλεσμα και σας το παραδίδουμε, στ' αλήθεια, με ανακούφιση: Ανακούφιση, επειδή οι νύχτιες αγρύπνιας που χρειάστηκαν
για να δημιουργηθεί παίρνουν τέλος, αλλά κυρίως γιατί δίνουμε την ευκαιρία στους νεώτερους αναγνώστες να γνωρίσουν το έργο της.
Οι προσπάθειές μας όμως δεν τελειώνουν εδώ. Σε λίγους μήνες θα σας παρουσιάσουμε ένα - όσο το δυνατό πιο - πλήρες
δοκίμιο για το έργο της, καθώς και ό,τι άλλο την αφορά πέσει στα χέρια μας. Γιατί οι μεγάλες ποιητικές φωνές δεν
πρέπει ποτέ να ξεχνιούνται, να πεθαίνουν! Πάντα έχουν κάτι να μας χαρίσουν: πόνο, χαρά, συγκίνηση.
Εμείς; Εμείς, δεν έχουμε παρά να αφουγκραστούμε το τραγούδι τους, την ξεχωριστή τους
ανάσα, ό,τι το πιο καλό κι ανθρώπινο απομένει σ' αυτή τη γη".
Λάκης Φουρουκλάς
|
|
ΓΙΩΡΓΟΣ ΜΠΛΑΝΑΣ
ΒΙΒΛΙΟΘΗΚΗ - 16/08/2002
Ποίηση
Η αφόρητη αλήθεια του ποιήματος
Υπάρχει μια στιγμή που ο ποιητής πρέπει να επινοήσει μιαν απάντηση στο εντελώς άχρηστο ερώτημα:
Μα, τι σημαίνει αυτό το «γράφω» ποιήματα; Κάποιο πολιτιστικό ένστικτο ελπίζει πως θα χορτάσει με μιαν
ακόμη αδέσποτη ψυχή, υποτάσσοντάς την στο νόμο του. Το ερώτημα αυτό, στην περίπτωσή μου, ανέλαβε να
το απαντήσει η παρατήρηση του Ε. Χούσερλ, σύμφωνα με την οποία «Πριν γίνει ακόμη και το ελάχιστο βήμα
προς τη συγκρότηση μιας πνευματικής παράδοσης, η δυνατότητά της ορθώνεται πασιφανής μπροστά στο
υποκείμενο». Να λοιπόν που η δυνατότητα ενός ποιήματος είναι η ίδια η πηγή κάθε ποιήματος. Ονειρεύτηκα
μια ποίηση που θα πηγαίνει προς τα πράγματα με τη διαυγαστική τακτική της φαινομενολογικής αναγωγής
και μια ποίηση που θα αποτελεί αγωγή προθετικότητας. Αλλά η ίδια η ποίηση αποδεικνύεται αρκετά
διεφθαρμένη από την υποκριτική αθωότητά της, ώστε να επιτρέψει στην αλήθεια να κλάψει ή να γελάσει
την πλανητική μοναξιά της με στίχους. Οσο κι αν ο Μπασλάρ οριοθέτησε την αγωνιστικότητα της ποιητικής
ψυχής σαν μια πορεία προς έναν πρωτογενή πυρήνα, ένα καθαρό ποιητικό θησαυρό ή κρύσταλλο - για να
ενοχοποιήσουμε και τον Βαλερί - όσο κι αν ανάμεσα στον Λεβινάς και στον Ζαμπές δεν υψώνονται παρά
μόνο τα πολιτικά όρια της πανεπιστημιακής αυλής, η ποίηση θέλει τις συμβάσεις της: εκείνα τα εντελώς
περιττά συναισθηματικά σκέρτσα που θα επιτρέψουν στον αναγνώστη να κινηθεί με κάποια σχετική άνεση.
Ή'Η μήπως όχι;
Καιρό μετά, ανέλπιστα ή ακαριαία, βρήκα το φάντασμά μου στο τελευταίο ποίημα του Γιώργου Βέλτσου.
Θυμήθηκα πως δε μου φτάνει να αναπαράγω με κυκλικές γλωσσικές κινήσεις μιαν εικόνα, αλλά πως
βασανίζομαι να κατέβω μέχρι την πηγή της εντύπωσης, της πρόθεσης με την οποία αντικρίζω την εικόνα, της
αλήθειας εν τέλει. Αόριστα πράγματα, θολά, αχανή. Ποιος θα μπορούσε να φτιάξει κάτι συγκεκριμένο όπως
το ποίημα, με τόση πιεσμένη ασάφεια; Ή'Η μήπως όχι;
συνέχεια
|
|
Συλλογή άρθρων του Κ. Ζουράρι
|
Αποσπάσματα από Βιβλία
Το
επιστημολογικό θέσφατο του Θουκυδίδη για
την απειλή, σε σχέση με τα Ύμμια,
απόσπασμα από το "Λ.Ο.Κ. Λόγοι Οβρίμων Καταδρομών"
Διάφορα
Ο
ελληνικός τρόπος ζωής
στηρίζεται στο "περίπου"
("Διάλογος"
13/11/1995)
Ελευθεροτυπία
«διδακτόν
η ανδρεία.» η
μεγαλύτερη νίκη του Ελληνισμού μετά
το 480 π.Χ 9 Μαίου 2001
...έστιν όρος επ' Ευρώπης κάλλιστον....
24 Δεκεμβρίου 1996
<..και καλήν
απολογίαν την επί του φοβερού βήματος ...
αιτησώμεθα > 15 Οκτωβρίου 1996
Γιατί
τόλμησες να πεις πατρίδα 6 Μαρτίου
1996
Εν-Στάσεις
4 Σεπτεμβρίου 1996
Στήλη "Ίσαλος Γραμμή", 4
Τροχοί
Εκ
φθοράς ανέβης η ζωή μου Νοέμβριος 1992
Απερισκέπτως
εύελπις Απρίλιος 1993
Έτσι
γεννήθηκα στη Σαλονίκη Μάρτιος 1992
Φωτός
κατοικητήριον, ΚόρηΑ. Μάιος 1992
_Το
βάναυσον ου μετέχει της πόλεως_ Αριστοτέλης
Ιούνιος 1992
Κύπρος
Ιούλιος 1992
«...Έλα
όμως που τα πράγματα είναι πάντοτε και ίσια
και λοξά...» Φεβρουάριος 1993
«_αλλά
θηρία και δαίμονας;» Μάρτιος 1993
Είμαι
υπερήφανος που γεννήθηκα Σέρβος Ιούνιος
1993
«...δεν
είμαστε αναπτυξιακά στελέχη...» Ιούλιος
1993
Τα
έντρομα άτομα του άγχους Αύγουστος 1993
«...Διότι
οι Έλληνες, με νέφος, ράντσα, βρισίδια,
σκουπίδια και αυθαίρετα..» Σεπτέμβριος
1993
Είμαι
η κυρία Δημητρίου (2ον). Δεκέμβριος 1993
«_
Αν θέλουν οι Τούρκοι να χαράξουν κάπου την
εικόνα της σημαίας τους_» Μάρτιος 1994
«_Ο
Πέτρος Δήτσας έχει γίνει ένας
υπερπαραγωγός αγαπητικής αγωγιμότητας_»
Απρίλιος 1994
«_Κι
έδινε πάλι τις προάλλες βαρύγδουπος
νανογίγας_» Μάιος 1994
O πολυ-πολιτισμικός Λαβύρινθος Ιούλιος
1994
O πολυ-πολιτισμικός Λαβύρινθος ή περί ευρω-αφασίας
(2ον μέρος) Αύγουστος 1994
Πολυ-πολιτισμός;
Ναι! Δηλαδή, Μακρυγιάννη το ανάγνωσμα. Σεπτέμβριος
1994
O νόμος του Παγώνδα και ο πλαδαρός
ευρωπαϊσμός Νοέμβριος 1994 και στο "Λ.Ο.Κ. Λόγοι Οβρίμων Καταδρομών"
Ελλάς - Γαλλία
ασυναρτησία; (Μέρος Α') Μάιος 1997
«Κήδος... τα προς ημάς
απροσάρμοστον» [Αννα Κομνηνή: «Αλεξιάς»
(A, X2)] Ιούνιος 1997
Εκσυγχρονιστικά και Αθλια και Αθλα... χωρίς
θέμεθλα Αύγουστος 1997
Τρις βαρ-βαρ τριπλούν Σεπτέμβριος 1997
_...στις τιμές της
ισχύος και της
ροπής..._1 Οκτώβριος 1997
O Μετροπόντικας με τα εκσυγχρονιστικά
τρωκτικά του Νοέμβριος 1997
«...
ισχύος ορεγόμενοι... και ου καλλιεπούμεθα...»
Δεκέμβριος 1997
Kοψοχρονιάτικα «άεθλος αάατος εκτετέλεσται»
(Oδύσσεια, χ5) Ιανουάριος 1998
«Aντιφωνητής»
Φεβρουάριος 1999
«Προσεγγίσεις
στον Πλάτωνα» - 1ο Λύκειο Κερατσινίου
Μάρτιος 1999
«ει
δε αγγούρια ήσθιεν, ευρήσει πλούτον
άπιστον» Μάιος 1999
Κι
επειδή τα ουρητήρια δεν έχουν
ηλεκτρονικό μάτι; Ιούνιος 1999
«Eνδοχώρα»
Ιούλιος 1999
Α. Σταλίδης - www.antibaro.gr
γγγγγγγγγγγγγγγγγγγγγγγγγγγγγγγγ
| |
|
| |
|
| |
|
|
|
|