Είναι καλό σημάδι να ξεκινά μια
συζήτηση περί διδασκαλίας της ελληνικής παραδοσιακής μουσικής. Μια συζήτηση
που δεν είναι μόνο επιστημονική αλλά και πολιτική· και μάλιστα πρωτίστως
πολιτική, αφού παραμένουν αναπάντητα ερωτήματα όπως: Γιατί δεν έχει
εισαχθεί, ύστερα από 177 χρόνια εθνικής ανεξαρτησίας η διδασκαλία της
Ελληνικής Μουσικής στα σχολεία του κράτους; Το ζήτημα της οργάνωσης της
διδασκαλίας της Εθνικής Μουσικής έχει και άλλοτε απασχολήσει δασκάλους και
λογίους. Σήμερα η παραδοσιακή μουσική «διδάσκεται» είτε στα μουσικά...λύκεια
είτε στα ωδεία που έχουν σχετικά τμήματα, είτε σε ειδικές μουσικές σχολές
(ΤΕΙ Λαϊκής και Παραδοσιακής Μουσικής Ηπείρου). Υπάρχει βέβαια και η κατά
παράδοσιν προφορική διδασκαλία που εφαρμόζουν οι εμπειροτέχνες των οργάνων.
Δείχνουν δηλαδή (παραδίδουν) με κάποιον τρόπο την τέχνη τους σε νέους που
θέλουν να μάθουν όργανο, είτε για το κέφι τους είτε για να γίνουν
επαγγελματίες της παραδοσιακής κομπανίας.
Όπως ο Υάκινθος στον μύθο από άνθρωπος έγινε λουλούδι, για να ζει πάντα με
κάποια μορφή, έτσι και η μουσική γλώσσα αυτού του τόπου από κοινό βίωμα,
ζωντανό στη λαλιά του καθενός, μεταμορφώνεται σιγά - σιγά σ' ένα λουλούδι -
σαν μια πηγή λαλέουσα - όπου ίσως να μην θέλουν πια όλοι να το
καλλιεργήσουν, αλλά όλοι ποθούν να το μυρίσουν, να γευτούν το άρωμα του,
γιατί όλοι ξέρουν ότι το λουλούδι αυτό κρύβει κάτι δικό τους, κάτι δικό μας,
κάτι απ΄ το άρωμα του τρόπου του τόπου.
Η κοινότητα λοιπόν δεν πέθανε. Ζει! Ζει και η γλώσσα της έστω και
παραλλαγμένη, ζουν και τα κλαρίνα και οι τραγουδιστές οι άξιοι, και τα
μελίσματα και τα φτιασίδια της. Σ' αυτή τη γλώσσα, σ' αυτό τον τρόπο
γράφτηκε η μουσική γι' αυτόν τον δίσκο, έτσι απλά όπως ένας μαντιναδόρος
Κρητικός φτιάχνει στιχάκια στα Ελληνικά και όχι στα Πορτογαλικά.
Δεν υπερασπίζομαι καμία εθνοκεντρική Ελληνικότητα, δεν ξέρω αν αυτός ο γλωσσικός
τρόπος είναι Ελληνικός, αν έχει τις ρίζες του στο Βυζάντιο ή στην Αρχαία Ελλάδα.
Απλώς αυτή είναι η λαλιά της μάνας μας, αυτός, είναι ο τρόπος που μας
παραδόθηκε, αυτόν τον απόκρημνο ήχο έφτιαξε το χώμα και το νερό αυτού του τόπου,
στην ουσία πέρα από όρια και σύνορα, μια και η λαλιά αυτή είναι σαν μια μουσική
Ελληνιστική κοινή - μιλιέται με πολύχρωμες παραλλαγές από την Τυνησία μέχρι τις
Ινδίες, Και από την Ρουμανία μέχρι την Αίγυπτο-.
Δεν ξέρω τι θα πει folklore, δεν καταλαβαίνω τι σημαίνει ethnic, ούτε
γνωρίζω αν το έντεχνο ύφος προέρχεται αποκλειστικά απ' την Εσπερία και το
λαϊκό απ' την Ανατολή.
Το μόνο που ξέρω είναι ότι η παράδοση που πρωτογνώρισα 9 χρονών παιδάκι
κάνοντας δίπλα στον παππού μου τα πρώτα βήματα μου στο κλαρίνο, (μαθαίνοντας
τότε μια γλώσσα που ήταν υπό διωγμό) δεν είναι - η γραία η ανέραστος η
ημιθανής και εν αφασία τελούσα - με το σηκωμένο δασκαλίστικο δάχτυλο αλλά
ήταν και παραμένει κορίτσι χαρμόλυπο, γεμάτο χυμούς, ολοζώντανο και
αγαπητικό, που χορεύει ξυπόλυτο στο χώμα με μια διάθεση να αμαρτάνει και
πάλι να μετανοεί , να ερωτεύεται, να εύχεται τη νόμιμη παράβαση για να ζει
και να ανασαίνει, μια και καμία συγκεκριμένη οργανοχρησία, καμία τυπική
ενορχήστρωση ή συγκεκριμένη μουσική μορφολογία δεν εξασφαλίζει την ουσία της
(γνώρισα πολλούς γερόλυκους οργανοπαίχτες που την "Τσιτσόρνια" που έπαιζαν
κλαρίνο, ακορντεόν και κιθάρα, παράδοση ήταν). Τώρα το κοπάδι των λύκων
κρύβεται και η γλώσσα που ήταν υπό διωγμόν είναι <> προφανώς λόγω της
εξωτικολαγνείας.
Κι όμως ο Αλέξης (που τραγουδά σ' αυτόν τον δίσκο 2 κομμάτια) είναι μόλις 26
χρονών και διόλου εξωτικός και παράξενος· απλά τραγουδάει όπου τον καλούν,
στην μουσική γλώσσα που του δίδαξαν οι Πόντιοι γονείς του, χωρίς τίποτε το
καινοφανές,χωρία καμιά σύζευξη περισπούδαστη Ανατολικοδυτικονότια. Το ίδιο
και ο Χρήστος, ο ψάλτης, ο οποίος είναι 27 χρονών και ψάλλει (με πολύχρονη
μαθητεία στο 'Aγιο Όρος), στον τρόπο τον έντεχνο, τον Ελληνικό, τον
αρχοντικό, τον κοσμοπολίτικο. Και οι δύο αυτοί όπως και οι υπόλοιποι
μουσικοί, από προφορική συνέχεια καρδιάς μαθημένοι, αποτελούν τα πρόσωπα
(όχι τα άτομα) που καταδεικνύουν του λόγου το αληθές, την βιώμενη δηλαδή
ζωντανή , μουσική λαλιά, την διόλου απόμακρη ή ξένη, που στην ουσία υπάρχει
για να διακονεί την αγαπητική κοινωνία των προσώπων, δηλαδή του Λόγου το
αληθές.
Από αυτή την αγαπητή κοινωνία των προσώπων πηγάζει ο Υάκινθος χωρίς να
νομίζει ότι φέρει τίτλο παράδοσης σήμερα(κάτι τέτοιο θα ήταν ουτοπικό
άλλωστε). Εκείνος στέκεται στην προσωπική ματιά, στην προσωπική δημιουργία,
αντλώντας απ' τις αισθήσεις και το ζωντανό βίωμα, και απλώς αγαπάει να
σταλάζει ήχους που να τους επιτρέπει το Φώς, ο Ήλιος και η Τρέλα αυτού του
τόπου, λαχταρώντας συνάμα την «έννομον παράβασιν» τη ζωοποιό για να
δροσίζεται και να ποτίζεται.
Το περιβόλι ανθεί λοιπόν, η γλώσσα είναι ζωντανή, τα πρόσωπα ζουν την
αλήθεια τους τραγουδόντας την αγάπη τον έρωτα, το κλάμα τη λύπη μέσα
απ' τον κόμπο στο λαιμό σ' εκείνο το ωχ ή το αμάν, το ζεστό το καταδικό μας,
στην γλώσσα του Σαμπάχ του Χιτζάζ, ή του πλάγιου του Β' ήχου, των δρόμων και
των μακαμιών, που καθώς φαίνεται τα κατοπινά χρόνια θα μας φανεί
χρειαζούμενη ή ίσως και θεραπευτική....
Η Γιορτή (θύμηση από τις πρωινές εκστατικές ώρες των πανηγυριών)
Δεκατέσσερις ώρες να φυσάς κλαρίνο
το οινόπνευμα να εξατμίζεται μέσα του και μέσα σου.
Έρωτας στην σκόνη,
ο χορός ανυψώνεται, οι αλήθειες τώρα λέγονται,
Όλοι τις ξέρουν, όλοι τις ήξεραν
μόνο που πρέπει κάποιος να τις τραγουδήσει.
Εκείνοι θα του πουν
και αυτός θα κρυφακούσει τη γη και εκείνους μαζί
και θα επιστρέψει το πρόσφορο
στην ΓΙΟΡΤΗ στην χαρά των ΟΛΩΝ.
Πρόσφατα το θέμα αυτό τέθηκε για
μια ακόμη φορά από πέντε μουσικούς και δασκάλους που αποτελούν την «Ομάδα
πρωτοβουλίας για το θεσμικό πλαίσιο της διδασκαλίας της παραδοσιακής
μουσικής στα ωδεία και τις σχολές μουσικής». Η… ομάδα των πέντε (αν μπορούμε
να πούμε χωρίς να θέλουμε να υπεξαιρέσουμε τον τίτλο της γνωστής ιστορικής
ομάδας των πέντε Ρώσων συνθετών) ανοίγει μια συζήτηση «για την αναγκαιότητα,
τις μεθόδους και το όλο θεσμικό πλαίσιο διδασκαλίας της παραδοσιακής
μουσικής στα ωδεία και τις μουσικές σχολές […] με στόχο την εκπόνηση κοινής
πρότασης προς την αρμόδια Διεύθυνση του Υπουργείου Πολιτισμού, για τη
συστηματοποίηση και θεσμοθέτηση των σχετικών μουσικών σπουδών».
Δημιουργήθηκαν ομάδες εργασίας για τη μελέτη επί μέρους θεμάτων, όπως π.χ. η
ύλη των οργάνων – συνολικά έλαβαν μέρος 150 άνθρωποι, ανάμεσά τους και
πολλοί εμπειροτέχνες μουσικοί. Οι συζητήσεις και οι ζυμώσεις ανέδειξαν, όπως
ήταν φυσικό, συμφωνίες και διαφωνίες, καθώς και ένα προβληματισμό που
δείχνει πως είτε αυτή η ομάδα πρωτοβουλίας, είτε όποιος άλλος ασχοληθεί με
την «τακτοποίηση» της χρονίζουσας αυτής εθνικής εκκρεμότητας, έχει να λύσει
αρκετά προβλήματα.
Για παράδειγμα, όλοι συμφωνούν πως
πρέπει να διασφαλιστεί η κατά παράδοσιν προφορικότητα της διδασκαλίας. Πώς
έφτασε ως την εποχή μας μια τόσο ογκώδης, σύνθετη, πολύμορφη και πολυειδής
γνώση; Και μάλιστα χωρίς ωδεία και άλλες μουσικές σχολές. Πόση σημασία θα
δώσει ο σημερινός μουσικοδιδάσκαλος στις «μεθόδους» του πρακτικού
οργανοπαίχτη; Και ποιος συγκεκριμένα είναι ο «κατάλληλος» εμπειροτέχνης
δάσκαλος; Πώς θα αποφύγουμε κινδύνους όπως οι εμπειροτέχνες του γλυκού νερού
και της αισθητικής της σκουπιδοτηλεόρασης, από τη μια, κι από την άλλη, έναν
ενδεχόμενο ακαδημαϊκό συντηρητισμό που μπορεί να εκθρέψει η έδρα και η
εξουσία της, καθώς και όλα όσα σιγά σιγά οικοδομούν τα απεχθή κατεστημένα
στη διδασκαλία των τεχνών;
Στον τρόπο που παίζει ο παλαιός
εμπειροτέχνης, στο πώς στολίζει και πώς «σχολιάζει» τις μελωδίες, στις
ερμηνευτικές δηλαδή εκδοχές, υπάρχουν τόσο εν σπέρματι όσο και... «εν
ανθίσει» αξίες καλλιτεχνικής φύσης, οι οποίες στον όλο κορμό της δημοτικής
μουσικής αποτελούν τη μεγάλη δεξαμενή από την οποία καλείται να αντλήσει
κάθε σύγχρονος μουσικός δημιουργός. Είναι σημαντικό να γνωρίζουμε πως οι
ερμηνευτικές αυτές εκδοχές, και γενικά η τέχνη του μουσικού διαμορφώνονται
όχι μόνο από όρους μουσικούς, αλλά κυρίως από ψυχολογικούς και κοινωνικούς
παράγοντες. Μια τέχνη που τώρα θα υποστεί την απαραίτητη κωδικοποίηση
προκειμένου να γίνει «ύλη» διαβαθμισμένης διδασκαλίας. Η μουσική παράδοση
μας κληροδοτεί πρωτίστως καλλιτεχνικές αξίες και αρχές πολύτιμες για την
εκπαίδευση και όχι την κενή γραφικότητα της σχολικής γιορτής –του δικτάτορα
που χορεύει τσάμικο– ή τα δημοτικά της τηλεόρασης. Ρητορικό, ας πούμε,
ερώτημα προς εκπαιδευτές: Πώς άραγε «διδάσκεται» μια εμπειρία που βιώνεται
σε ένα κοινωνικό περιβάλλον και διαμορφώνει τον ψυχισμό ενός ανθρώπου που
«φυσά», π.χ., το κλαρίνο του σαν τον Κίτσο Χαρισιάδη; Και τι είναι αυτό που
έχει μεγαλύτερη αξία για τον μαθητή: η αναπαράσταση του Χαρισιάδη ή το πώς ο
τεχνίτης αυτός κατάφερνε να βάζει την καθημερινή του εμπειρία μέσα στον
αέρα, που λέει ο λόγος, του κλαρίνου του;
Τα προβλήματα και τα ερωτήματα που
θα πρέπει να «βασανίσουν» τους οργανωτές της νέας διδασκαλίας είναι πολλά
και βέβαια δεν χωρούν σ’ αυτό το περιορισμένο σημείωμα. Ιδού όμως
ενδεικτικά: Θα αξιοποιηθούν από το νέο σύστημα οι εμπειροτέχνες και πώς;
Ναι, λέει η Ομάδα Πρωτοβουλίας, θα λάβουν τον τίτλο του «επίτιμου
διδάσκοντος» από μια ειδική επιτροπή του ΥΠΠΟ. Χλωμό. Όλοι θα γίνουν
επίτιμοι; Είναι όλοι καλοί; Κι ακόμα: Κάθε καλός μουσικός είναι αυτόχρημα
και καλός δάσκαλος; Αμέσως αμέσως, για να βάλω δύσκολα, τι θα γίνει λ.χ. με
περιπτώσεις όπως αυτή του σπουδαίου επώνυμου δεξιοτέχνη της δημοτικής
μουσικής που παίζει σαντούρι, αλλά για τη δόξα και την... ύλη το έχει
εγκαταλείψει και γράφει καψουροτράγουδα, από αυτά που κάνουν όχι μόνο τις
επιτροπές των υπουργείων αλλά και πολλούς άλλους να βγάζουν σπυριά;
Αυτός βέβαια μάλλον δεν θα ενδιαφέρεται να γίνει επίτιμος, αλλά σαν κι αυτόν
(τεχνίτες που έχουν πολλά να δείξουν σε μαθητές) υπάρχουν πλήθος και ασφαλώς
ενδιαφέρονται, όχι για την τιμή του επιτίμου, αλλά να μην τους απαγορεύσει
το νέο σύστημα να δουλέψουν σε σχολές, όπως ήδη το κάνουν για απλούς και
πεζούς βιοποριστικούς λόγους. Ίσως το γνωρίζουν όλοι οι εμπλεκόμενοι, αλλά
θα το αναφέρω ως επίλογο του σημειώματος για τους δασκάλους: Το μεγαλύτερο
μέρος του γνωστικού τους αντικειμένου, δηλαδή τη μουσική ύλη που θα
επεξεργαστούν, θα κωδικοποιήσουν και θα διδάξουν, την οφείλουν αποκλειστικά
στους απαίδευτους πρακτικούς οργανοπαίχτες που υπήρξαν γνήσιοι φορείς της
προφορικής παράδοσης. Χωρίς αυτούς δεν υπάρχει αντικείμενο διδασκαλίας! Τα
χέρια των δασκάλων και τα ταμεία των ωδείων μένουν άδεια. Με άλλα λόγια,
έχουμε μια περίπτωση όπου οι απαίδευτοι εμπειροτέχνες είναι, με κάποια
έννοια, «πάνω» από τους πεπαιδευμένους λογίους και, για μια ακόμη φορά, δεν
το ξέρουν. Με πόση άνεση οι δεύτεροι θα δεχθούν τη θέση που τους έδωσε η...
μοίρα; Θέματα λεπτά. Οπως είπε ο μουσικός θεωρητικός Αριστείδης Κοϊντιλιανός
(1ος αιώνας μ.Χ.): «Η πείρα χωρίς τη θεωρία κατορθώνει περισσότερα από όσα η
θεωρία χωρίς την πείρα».
«Δείξε μου πώς χορεύει ένας λαός και θα
σου πω αν ο πολιτισμός του είναι υγιής ή
άρρωστος».
Κομφούκιος
Ο συγγραφέας του άρθρου κ. Γιάννης Αυδίκος είναι Καθηγητής Φ. Α μέλος
του Δ.Σ. της Π.Ο.Π.Σ.Β μέλος του Ελληνικού τμήματος CIOFF Αντιπρόεδρος
Πνευματικού Κέντρου Συρράκου
Γιάννης Αυδίκος
O Αυτοσχεδιασμός
του κορυφαίου στο Τσάμικο
Φίλοι σύνεδροι,
Αισθάνομαι την ανάγκη να ευχαριστήσω τον
Πολιτιστικό Σύλλογο Βλάχων Θράκης και την
Πανελλήνια Ομοσπονδία Πολιτιστικών Συλλόγων
Βλάχων για την τιμή που μου κάνουνε.
Ο κορυφαίος πρέπει να βιώνει το τραγούδι
και να ανταποκρίνεται στο ύφος αυτού και δε θα
πρέπει να παρασύρεται σε υπερβολές. Ο κορυφαίος
στο Τσάμικο πρέπει να εκστασιάζεται αλλά να μην
επιδίδεται σε κατάχρηση κινήσεων. Ο κορυφαίος
πρέπει να γνωρίζει ποιες κινήσεις του ταιριάζουν
και όχι να αντιγράφει κινήσεις που δεν του
ταιριάζουν και είναι πέρα των δυνατοτήτων του..
Στη μακρόχρονη πορεία μου υπηρετώντας την
ελληνική παράδοση και τους ελληνικούς
παραδοσιακούς χορούς, διαπίστωσα ότι για μένα
δεν είναι μόνο επιστήμη, σπουδές, αγάπη και
σεβασμός, αλλά βιώματα και πολλά άλλα αισθήματα
που δεν περιγράφονται.
Γιατί μέσα σ' αυτή βρίσκονται όλα εκείνα τα
στοιχεία που μας δίνουν τη δύναμη να
κατανοήσουμε την πολιτιστική μας κληρονομιά.
Ο Κομφούκιος έλεγε: «Δείξε μου πώς χορεύει ένας
λαός και θα σου πω αν ο πολιτισμός του είναι
υγιής ή άρρωστος».
Οι προγονοί μας έλεγαν: «Άν δ' ό γέρων χορεύει εις
τάς τρίχας γέρος εστίν εις δέ την ψυχήν
νεανι,ς».
Είναι φανερό ότι ο χορός είναι έκφραση
συναισθημάτων με κινήσεις χεριών ποδιών και
σώματος με τη συνοδεία μελωδίας και λόγου.
Επίσης εκτελείται για κοινωνικούς, λατρευτικούς,
ψυχαγωγικούς και άλλους σκοπούς.
Είναι αναμφισβήτητο επίσης γεγονός ότι ο χορός
ασκεί δύναμη, γοητεία και εξελίχθηκε σε υψηλή
πολιτιστική μορφή στην κοινωνία μας.
Είναι όργανο επικοινωνίας και έκφρασης.
Έλκει όλες τις κοινωνικές τάξεις.
Ο χορός είναι από τις σπάνιες ανθρώπινες
δραστηριότητες, όπου ο άνθρωπος δίνεται
ολόκληρος με το σώμα, την καρδιά το πνεύμα και
την ψυχή.
Η ιστορική ανάπτυξη των χορών στην Ελλάδα
ακολουθεί την ιστορική εξέλιξη της χώρας. Είναι
φανερό ότι και οι παραδοσιακοί χοροί έχουν τη
δική τους εξέλιξη. Λόγοι ιστορικοί, γεωγραφικοί,
κλιματολογικοί και άλλοι επέδρασαν σημαντικά στη
διαμόρφωση της ιδιοτυπίας αλλά και της
πολυμορφίας των ελληνικών παραδοσιακών χορών.
Τεράστια είναι η ποικιλία των ελληνικών
παραδοσιακών χορών.
Είναι αντίστοιχη του πλούσιου συναισθηματικού
κόσμου των Ελλήνων.
Έτσι έχουμε χορούς ιστορικούς, πολεμικούς,
ηρωικούς, αγάπης, νυφιάτικους, εργατικούς,
σατυρικούς, μιμητικούς, περιγελαστικούς και
πολλούς άλλους.
Οι ελληνικοί παραδοσιακοί χοροί έχουν το μέτρο
της "ντροπής" και του σεβασμού και αποφεύγουν
την πρόκληση και την επίδειξη.
Οι ελληνικοί παραδοσιακοί χοροί ως μορφή λαϊκής
δημιουργίας άμεσα συνδεδεμένης με τη μουσική και
το τραγούδι είναι αποτέλεσμα της πολυμορφίας των
λειτουργιών της ζωής των Ελλήνων. Οι αυτοσχέδιες
συλλήψεις, οι παρορμήσεις της στιγμής
δημιούργησαν τις προϋποθέσεις για ένα υψηλό
τεχνικά χορευτικό αποτέλεσμα, που καταδεικνύει
τις καλλιτεχνικές ιδιότητες του ελληνικού λαού.
Ένας από τους χορούς τους ηρωικούς είναι ο
ΤΣΑΜΙΚΟΣ, ο πιο καθιερωμένος χορός της Στεριανής
Ελλάδας. Σε πολλές περιοχές της χώρας λέγεται
και Κλέφτικος. Το όνομα του «ΤΣΑΜΙΚΟΣ» κατά πάσα
πιθανότητα το πήρε από την περιοχή της
Τσαμουριάς της Ηπείρου. Σαν ηρωικός χορός
πρωτοχορεύτηκε από άνδρες, αλλά αργότερα στον
κύκλο του χορού προστέθηκαν και οι γυναίκες.
Ο Τσάμικος χορεύεται όπως είπαμε σ' όλη τη
Στεριανή Ελλάδα με κάποιες ιδιαιτερότητες. Μια
από τις ιδιαιτερότητες είναι ο ρυθμός της
μουσικής. Ενδεικτικά αναφέρω τις περιοχές της
Ρούμελης και του Μωριά, που χαρακτηριστικό της
μουσικής είναι ο πιο γρήγορος ρυθμός, είναι τα
3/4. Της Ηπείρου και της Θεσσαλίας, που ο ρυθμός
είναι τα 6/8.
Ο χορός Τσάμικος χορεύεται σε διάφορες
κοινωνικές εκδηλώσεις, γάμους, βαφτίσια,
πανηγύρια. Επίσης χορεύεται και από χορευτικά
συγκροτήματα διαφόρων πολιτιστικών συλλόγων.
Η έκφραση των χορευτών που χορεύουν στις
κοινωνικές εκδηλώσεις είναι πιο αυθόρμητη και
διαφέρει από αυτή των χορευτών που ανήκουν στα
χορευτικά συγκροτήματα, που αναγκαστικά είναι
πιο στυλιζαρισμένη και τυποποιημένη λόγω της
επιβαλλόμενης εμφάνισης.
Η έκφραση των χορευτών επηρεάζεται και από τα
λόγια του τραγουδιού, τον τρόπο εκτέλεσης, το
χώρο αλλά και την ποιότητα της απόδοσης του
μουσικού οργάνου.
Οι κινήσεις πρέπει να εναρμονίζονται με το
ιστορικό του τραγουδιού.
Ο κορυφαίος πρέπει να βιώνει το τραγούδι και να
ανταποκρίνεται στο ύφος αυτού και δε θα πρέπει
να παρασύρεται σε υπερβολές. Ο κορυφαίος στο
Τσάμικο πρέπει να εκστασιάζεται αλλά να μην
επιδίδεται σε κατάχρηση κινήσεων.
Ο κορυφαίος πρέπει να γνωρίζει ποιες κινήσεις
του ταιριάζουν και όχι να αντιγράφει κινήσεις
που δεν του ταιριάζουν και είναι πέρα των
δυνατοτήτων του.
Περισσότερα θα πούμε στην πρακτική.
Τελειώνω με μια παράκληση: όλοι εμείς που
συμμετέχουμε ενεργά στην μουσικοχορευτική μας
παράδοση θα πρέπει να ξέρουμε μέχρι πού
εξαντλείται η δική μας παρέμβαση.
Ας μην αλλοιώσουμε τη χορευτική μας παράδοση
προσθέτοντας κινήσεις ξένες προς αυτή.
Ας διατηρήσουμε τις κινήσεις εκείνες όπου
εναρμονίζεται και συνυπάρχει το ταπεινό με το
λεβέντικο, η σεμνότητα με τη χάρη, η απλότητα με
την περηφάνια, ο Σταυραετός με την Πετροπέρδικα.
Με το τραγούδι το δημοτικό, και τον
Παπασιδέρη* μάνα μου που τ' ακούω παθιάζουμε.. Τα γηρατειά μου τα ξεχνώ κι'
αρχίζω κι' ονειριάζουμε.. Παλικαρόπουλο γίνουμε, μανούλα το μαντίλι!! Στο
νου μου αρμάθες τα σπαθιά στα πόδια το τσαρούχι... ζυγές εδώ, ζυγές εκεί,
παντού βροντούν κλαρίνα!.. Στήνω χορό στης εκκλησιάς τον πλάτανο.. Μανούλα
την ευχή σου!! Σαράντα μέρες στο χορό και δεν τ' αποχορταίνω.. Βάνω
σουρίχτρα και σφυρώ και χαλασμό σηκώνω.. Βλέπω βουνά, βλέπω λογγιά κι'
αντάριασμα στα πλάγια χιλιάδες γιδοπρόβατα περνούν στα βοσκοτόπια κι' ακούω
τα κυπροκούδουνα κι' εγώ λαλώ φλογέρα.. Καβάλα πάνω στο άλογο τον Θοδωρή
σιμώνω και τον ρωτώ για να μου πει πως πάει τ' αρματολίκι κι' αυτός με ένα
χαμόγελο και με τρανό καμάρι, ρίχνει λεφτά στα όργανα για μένα που χορεύω..
Με το τραγούδι το δημοτικό, και τον Παπασιδέρη... Σαν τραγουδάει κλέφτικο με
πάει στην ιστορία.. Σαν τραγουδάει το συρτό, στης νιότης τα λημέρια.. Σαν
τραγουδάει τσάμικο... μανούλα το μαντήλι!!
κώσ/δουρ.
Tαξίμι..
Είναι ο αέρας, η πνοή που χαϊδεύει τον ήχο. Είναι ο ήχος, που ακολουθεί την
πνοή, τον αέρα. Μάτια μου! Το κλαρίνο αυτοσχεδιάζει και δημιουργεί από το
χθες στο σήμερα με το ταξίμι.. Τα μπαρουτοκαπνισμένα καρυοφύλλια ξανα-
ζωντανεύουν την απουσία των καιρών και των πραγμάτων της ποίησης, της
αφομοίωσης της παγκοσμιοποίησης και όλα που λήγουν τα της οίησης, στο
σωτήριο έτος του 2004.
κώσ/δουρ.
Κι' άστραψε ο κόσμος σου 'Αγιε μου μετανάστη!.
Με το τραγούδι το δημοτικό στα ερτζιανά.. Ξεχύθηκε η λεβεντιά στους
ουρανούς! Κι' άστραψε ο κόσμος σου 'Αγιε μου μετανάστη!. Και η γης που πριν
σε τρόμαζε το αχανές.. Τώρα χωριό στα πόδια σου, δες, Στις παραλίες του
Sydney Πεντέξι στήσαν το χορό Απ τα ελληνάκια σου Για τα μεράκια σου Αι
μετανάστη. Στο τραπεζάκι Ουζάκι.. Για την Ελλάδα μας μωρέ παιδιά.. 'Αντε μας
γεια! Στον Καναδά ..Καλή καρδιά.
κώσ/δουρ.
Θεέ μου δεν μούδινες
και μένα -έστω
για λίγο- την δύναμη
να μπορούσα να πλάσω
τον κόσμο του Έλληνα με
το κλαρίνο του Πετρολούκα
Χαλκιά!... Και αφού δεν είναι
βολετό.. τότες, δώσε μου την
γαλήνη να ακούσω όλες τις νότες
αυτού του γίγαντα μάγου στο κλαρίνο
πριν πέσω στον δίκαιο ύπνο σου
κώσ/δουρ.
Οι τρεις κορυφαίοι παραδοσιακοί δεξιοτέχνες ο Πετρολούκας Χαλκιάς κλαρίνο, ο
Χρήστος Ζώτος, λαούτο και ο Αχιλλέας Χαλκιάς βιολί, με αφορμή μια
δισκογραφική συνεργασία τους που εκδόθηκε στην Γερμανία το1999, θα
ξαναβρεθούν να δώσουν ζωντανά το μουσικο στίγμα της Ηπείρου μια κατ' εξοχήν
μουσική παράδοση που ενσωματώνει οργανικά τον αυτοσχεδιασμό. Στα κρουστά
τους συνοδεύει ο Νίκος Κοντός.
Ακούστε απόσπασμα από την εμφάνισή τους στις "Φωνές"
Κυρά μου καπετάνισσα κυρά: Σε βλέπω με την ρόκα σου να σαλαγάς τ αρνιά,
κειδά στις ράχες τις ψηλές στο Καρδαρίτσι! Κι εγώ σου το βοσκόπουλο, την
προσευχή να κάνω για σε στον τσάμικο, Κυρά: Να σου πηδώ απ το 'να βουνό στ'
άλλο να φέρνω φούρλες, και με του Ζάχου την φωνή να σου λεω την
"Βοσκοπούλα"... Κι εσύ κυρά η Κιτσιαρέλαινα να σου χτενίζει τα μαλλιά και η
παναγιά να σου φοράει γιορντάνια. Κι εγώ ζωσμένος τ' άρματα ν' αστράφτω! Ο
αστραπόγιαννος κυρά, στην χρυσοπλούμιστη την φορεσιά του γέρου μου
Κολοκοτρώνη! Να πάμε μέρα του βαγιού στην εκκλησιά του Αϊ Νικόλα!. Και σαν
πιο κει πιο ύστερα, σαν έρθει εικοσιδυό Νοέμβρη, να πάμε πάλι να γιορτάσουμε
τα δεκαοκτώ μας χρόνια παντρεμένοι, και να'χουμε τον παπά Βασίλη στο
Eυαγγέλιο... (1988)
κώσ/δουρ.
'Όταν ακούω να παίζει το κλαρίνο ή το βιολί
'Όταν ακούω το κλαρίνο ή το βιολί -στα 61 μου- στήνω χορό με το ..μυαλό
Αγγελένια μου να σε χαρώ στο τσάμικο, βλάμικο! Συμπεθεριό κινάει ξανά με
καβαλάρηδες μπροστάρηδες.. Και πίσω εγώ μαζί τα νιάτα μου η μαυρομάτα μου!
Και απάνω στο χορό μ' ένα ..θυμό στο λεω κοφτά να ξεμπερδέψω : "Θε να σε
κλέψω ντάλα γιόμα μ' ένα φιλί στο στόμα!".
κώσ/δουρ.
το Πάσχα των Ελλήνων της διασποράς
Στον Χρήστο Βαρελά
Όπου η καρδιά του Έλληνα κι' οχτώ πατρίδες κι' όχι μια... Κι' ανήμερα το
Πάσχα λαλούν κλαρίνα και βιολιά σε όλη την γη του Αϊ μετανάστη! 'Όπου
ψυχούλα ελληνική στις γειτονιές του κόσμου, μπρούσκο κρασί κι' αρνιά στην
σούβλα!.. Λουλούδια ανθρώποι και πουλιά πάνω απ' τους φράχτες της ολόλαμπρης
αυλής, καρτερικά κι' ευλαβικά γλυκοκοιτούν -θαρρείς προσεύχονται στον
Πλάστη: Δωσμου θεέ μου μια στιγμή φούρλα να φέρω τη ζωή μέσα απ' το τσάμικο
κι' όπως θα σειέμαι θα λυγώ και σμίξω τον Έλληνα ..θεό... Σαν αστραπή να
γεννηθώ ξανά στην γη κι' αφού αισθανθώ την πασχαλιά ως άνω! Μαζί και την
Ελλάδα!!! Ύστερα ας ..πεθάνω!!
κώσ/δουρ.
η Αρετή Κετιμέ και το
δημοτικό μας τραγούδι
Είναι Μεσολογγίτισσα γλυκιά νεράιδα που λες και η λίμνη την ξεπέταξε
σαν ένα θαύμα που γεννιέται κάθε εκατό χρόνια!.. Είναι η Αρετή Κετιμέ και
είναι μόλις 15 χρόνων! Έχει ένα μυαλό που είναι γιομάτο προκοπή και
ατέλειωτη ανθρωπιά πολύ περισσότερο αγάπη για την δημοτική μας μουσική.
Είναι η μελωδός όπου με το σαντούρι της και την γλυκόλαλη φωνή της σε πάει
Διονυσιακό ταξίδι από την αρχαιότητα και το Βυζάντιο ίσια στα δοξασμένα
χρόνια για την λευτεριά μας και από εκεί να απογειώνεσαι ως τους εφτά
ουρανούς με τα τραγούδια της ξενιτιάς και της αγάπης!! Το δημοτικό μας
τραγούδι σκύβει και προσεύχεται στην Αρετή.. Είναι ο τρόπος του να λυτρωθεί
να μην χαθεί στην επερχόμενη λαίλαπα της Αμερκάνουσας ...γρίπης όπου απειλεί
να σκοτώσει ό,τι ιερό και όσιο βρεθεί στο πέρασμά της απ' τους πολιτισμούς
των λαών της γης πολύ περισσότερο και της Ελλάδας..
κώσ/δουρ.
να σου βαρούν νταούλια και κλαρίνα
Σαράντα αηδόνια και μια πέρδικα, σαράντα Απρίληδες κανίσκι σούστειλα..
Δεκέμβριο μήνα. Και διάλεξα και μούλα γοργοπόδαρη, που σου την στόλισαν
νεράιδες και ναυτόπουλα. Κανισκιοφόρη έβαλα το γιο πραματευτή, και γύφτους
απ' την ανατολή, με σηκωμένα τα πανζάκια κι' ανυπόδητοι. Ντεληκανίδες!
Γυμνόστηθοι, και με μαντίλι μαύρο στο λαιμό και κόκκινο μπερέ, να σου βαρούν
νταούλια και κλαρίνα. Και μια τσιγγάνα βεργολυγερή, ηλιογέννητη 'πω και θεέ
μου!. να σου χορεύει σέρτικο! Σαράντα αηδόνια και μια πέρδικα, σαράντα
Απρίληδες κανίσκι σούστειλα.. Δεκέμβριο μήνα. (1988)
κώσ/δουρ.
Σήμερα ο τόπος καίγεται στο χάϊ στο τουφεκίδι.. Η βλαχουριά γλεντοκοπά
βροντάνε τα κλαρίνα. Του Βέλου ο γιος παντρεύεται φέρτε θρακιάρικο γίδι,
φέρτε της Ντάριζας κρασιά κι απ'τα Βαρκά ρετσίνα. "Χάϊντε να ζήσουν τα
παιδιά" βιολιά καλά το λέτε. Η νύφη σέρνει το χορό απ' τα'κρίβου της το
χέρι, Βελοξιφτέρης τραγουδά κι Αγγέλο χροπουλιέται, καμάρι η νύφη το γαμπρό
-ζευγαρωμένο ιταίρι.
κώσ/δουρ.
(γράφτηκε στα χρόνια του στρατού)
τα Δημοτικά... του
Κώστα Δουρίδα
Ο χρόνος είν' ο φταίχτης...
Μου γαλαριάσαν τα βουνά με σίδερο μ' ατσάλι..
Φράξαν τις στράτες στο Χελμό, στο Ρούσιο στον Αλπούξο,
στην Ζήρια στην Μπαλαλονιά στο Διάρχο στον Διχάλι,
και μώβαλαν φρόγκο στον λαιμό να μη μπορώ να σκούξω.
Κατάρα στον αδικητή στον άτιμο το σκύλο.
Οπου μου πήρε την χαρά -κατάρα ο θεομπαίχτης.
Χάη - χάη.. βγαίκα καημένη μου ψυχή στου μπαλκονιού το στύλο,
κι αποχαιρέτα τα βουνά κι ο χρόνος είν' ο φταίχτης...
κώσ/δουρ
Μόνο για το φιλί σου
Λενιώ γυναικαδέλφη μου και μικροπαντρεμένη.
Λυπάμαι που δεν κράτησα μπέσα στον μπατζανάκη.
Μα τι να πω το ντέρτι μου ήταν τρανό καημένη,
τα χείλη σου λαχτάρισα και τώριο σου κορμάκι.
Τώρα ας με κρίνει το χωριό και τα Ντουναίηκα όλα.
Κι ο άντρας σου ο Παναγής, και η Μέλπω η αδελφή σου.
Όλοι ας μου κάνουν 'φορεσμό ας με πλανέψουν φόλα..
Εγώ γεννήθηκα στην γης μόνο για το φιλί σου.
κώσ/δουρ
Κουτσομπολόϊ
Κακό συνήθειο τώχετε 'σείς οι γεροντοκόρες,
μες το χωριό άλλη δουλειά δεν έχετε να κάντε,
παρά να κουτσιομπόλετε τι κάνουν οι άλλες κόρες,
με ποιον επήγαν την βραδιά και δώστου κουσ' και χάϊντε.
Τώχουν και οι χήρες τούτο εδώ, λίγο πολύ ντριβέλι.
Σαν απολείψει ο γανωντζής οι χτισται οι γυρολόοι,
τότε οι καημένες στο χωριό, -μελίσσια απ' το κουβέλι,
βγαίνουν και παν' στης αλληνής για το κουτσιομπολόϊ..
κώσ/δουρ
Ο Βλαχοθωδωρής
Αϊντε ορέ Βλαχοθωδωρή είσαι διαβόλου φάρα..
Μπελάδες βάζεις στο χωριό κι αναποδιές μ' ατσάλι.
Οπώβρεις τσιούπα μοναχή ελεύθερη ή ζευγάρα,
την ξελογιάζεις στο λεφτό και της γλεντάς τα κάλλη.
Αναθεμά τα μάτια σου και τα καμωματά σου.
Σιώγαμπρος! ήρθες στο χωριό -τον κόκορα μας κάνεις!
Πάψε πια τα γινάτια σου, πολλά τα κριματά σου
Θα δώσεις λόγο στο Θεό, μια μέρα σαν πεθάνεις.
κώσ/δουρ
Τα παρατράγουδα
Βασίλω κόρη του Βρανά, μοναχοδυχατέρα
που σ' έχει η μάνα σου ακριβή τ'αδέρφια σου χαϊδιάρα.
Πέσε μου χθες στον Αϊλιά τι έκανες όλη μέρα?
Με το βοσκόπουλο του Μπαλή στου πουρναριού την κλάρα?
-Συ κοίτα το κονάκι σου! κυρά με τις αδράχτες,
κι αν θες ακόμα να σου πω, κοίτα την αφεντιά σου!
Μηδά το φουστανάκι σου πήδηξε λίγους φράχτες?
Η λές δεν ξέρει το χωριό τα παρατραγουδά σου..
κώσ/δουρ
Τα Προξενιά
Κυρά Μαγδάλω θα στα πω στα μπούνια μ' έχεις φέρει
μ' αυτή την δυχατέρα σου και να μου την παινεύεις.
Κοίταξε αλλού να βρεις γαμπρό δώστης καν' άλλο ταίρι.
Με με' χάνεις την μέρα σου και τζάμπα με παιδεύεις.
Ας έχει η κόρη σου λεφτά, και γιούκους στην αράδα
Κι ας είν' στην χώρα η πιο χρυσή και μ' ομορφιά μεγάλη.
Πως να στο πω δεν μου φτουρνά έχ' άλλη φιλενάδα!
Θα την επάρω ας είν' φτωχή Θάχω ήσυχο κεφάλι..
κώσ/δουρ
Αν θέλεις βάλε μπιστικό..
Καρτέρι μώβαλε ο παπάς ο τραγομπαλαρίλος
Στ' αλώνια απέξω απ' το χωριό πιο πέρα απ' τα πλατάνια
Τούπανε λέει, της παπαδιάς είμ' ο καινούργιος φίλος
Και θα μου κάνει 'φορεσμό -με πιάσαν τα ντουμάνια
'Aκου παπά μου να σου ειπώ Μην μου ξανάρθεις πάλι
να μούμβεις τσιάμικος ταμπλάς δεν ξέρω τι θα γίνει..
Αν θέλεις βάλε μπιστικό στο σπίτι σου χαμάλη
Βάλε χαβιά της παπαδιάς στις κόρες σου χαλήνι..
κώσ/δουρ
Τσοπανοπούλα του Αϊλιά
Τσοπανοπούλα του Αϊλιά και του Βαρλάμη ρούσα
Απόψε θάρθω να σε βρω κει πώχεις την κοπή σου,
Τέτοια στιγμή στην ερημιά καιρό την καρτερούσα,
να σ' εύρω μόνη στο βουνό να πάρω το φιλί σου.
Μην μου κακώσεις βρε Μαριώ κι ας είσαι αραβονιάρα
του Φέρμελη, στο λέω κοφτά με όρκο και με πάθη.
Να μείνεις μόνη στο βουνό τώχω βαριά κατάρα
Θα κοιμηθούμε αγκαλιά κανείς δεν θα το μάθει..
κώσ/δουρ
Βάλε πρόσβαση με Banner ή όχι
στην σελίδα σου για το Δημοτικό Τραγούδι
Δημοτικό τραγούδι
ένας θρύλος και μια κληρονομιά
Στην μνήμη της εξαδέλφης μου Αικατερίνης
Θεοδωρακόπουλου που έφυγε τόσο νωρίς και μας άφησε τον κόσμο φτωχότερο..
Εδώ και πολλά χρόνια απασχολεί τους λαογράφους και τους μελετητές της
Αρκαδίας αν , το πολυτραγουδισμένο δημοτικό τραγούδι που αφορά τα Σαράντα
Παλληκάρια , είναι σχετικό με την Τρίπολη , πρωτεύουσα της Αρκαδίας .
Παλιότερα , ο μακαρίτης τώρα Τάσος Τσακόπουλος , δημοδιδάσκαλος από τη
Νεστάνη , είχε πετύχει παραλλαγή που παρουσίαζε τα Σαράντα Παλληκάρια ν΄
έρχονται από την Αρκαδιά ( Κυπαρισσία ) , για να πατήσουν την Τριπολιτσά ,
φέρνοντας μάλιστα και τον γνωστό Αρκάδα από το Τουρκολέκα , τον Νικηταρά .
«Το δημοτικό τραγούδι είναι το
καθρέφτισμα της ψυχής του λαού μας. Είναι η ευαισθησία του απλού ανθρώπου,
που εκφράζεται με λόγια και μουσική, που βγαίνουν μέσα από την καρδιά του.
Είναι ιριδισμοί αισθημάτων και αισθήσεων, μουσική πανδαισία, είναι ομορφιά,
ποιότητα.
Το δημοτικό τραγούδι, είναι τα ψηλά
βουνά, τα σκιερά δάση και τα δροσερά ποτάμια της Πατρίδας μας, όπου με
τρυφεράδα τα στοιχεία της φύσης μπλέκονται με τα ανθρώπινα συναισθήματα και
γίνονται έρωτας, αγάπη, θυμός, πολεμικός παιάνας, θρήνος, πίκρα, νανούρισμα,
λαχτάρισμα.
Το δημοτικό τραγούδι είναι
λεβεντιά, ντοπροσύνη, μπέσα, παλικαριά, που με τη συνοδεία του κλαρίνου και
του λαούτου οδηγεί το κορμί σε ρυθμό αρχέγονου χορού, όπου το μυαλό
εκστασιάζεται και ξετυλίγονται τα όνειρα σα δροσερό ποτάμι σε άνυδρη
πεδιάδα.
Το δημοτικό τραγούδι, έφερνε τα
βήματα των συγχωριανών μας στο Τσάμικο, στο Συρτό, στον Καλαματιανό, την
ημέρα της Λαμπρής στα προαύλια των εκκλησιών και ξωκλησιών, στα λαϊκά
πανηγύρια, στα γλέντια των γάμων και των βαφτησιών, στις εκδηλώσεις των
εθνικών και τοπικών επετείων. Με το τραγούδι "καρτέραγαν", πάντρευαν και
ξεπροβόδιζαν τους αγαπημένους τους, βάφτιζαν τα παιδιά τους, γιόρταζαν και
γλεντούσαν. Και μαζί του συχνά πολεμούσαν...»
H Νεκταρία Καραντζή
είναι η συνέχεια του Χρόνη Αηδονίδη
H Νεκταρία Καραντζή είναι η συνέχεια του Χρόνη Αηδονίδη και ο άγγελος της
Βυζαντινής μουσικής. Σήμερα είναι 27 ετών, δικηγόρος με master στο Ποινικό
Δίκαιο. Αλλά τα εφόδια της δεν είναι μόνο αυτά. Μεγάλωσε κοντά στον Γέροντα
Πορφύριο. Αυτός ήταν που προέτρεψε τον πνευματικό της να την ανεβάσει, μόλις 9
ετών, μαζί με άλλα κοριτσάκια της ηλικίας της στο ψαλτήρι της Αγ.Παρασκευής της
Μαλακάσας.
«Όταν
οι δρόμοι συναντιούνται ...» ονομάζεται το διπλό cd που κυκλοφορεί από
το Μελωδικό Καράβι. Ο σημαντικότερος εκπρόσωπος του θρακιώτικου παραδοσιακού
τραγουδιού Χρόνης Αηδονίδης, μαζί με μια νέα παρουσία στο χώρο του
τραγουδιού, τη Νεκταρία Καραντζή, συναντιούνται στο διπλό αυτό cd με την
αφορμή και μιας άλλης συνάντησης... Οι παραδοσιακοί και οι βυζαντινοί δρόμοι
(όπως αλλιώς ονομάζονται οι ήχοι) σμίγουν στην έκδοση αυτή, με τις φωνές του
δάσκαλου και της μαθήτριας, υπό το φως του ιδιαίτερου συμβολισμού ότι το
έργο διάσωσης και προβολής της μουσικής παράδοσης του τόπου μας θα υπάρχει
«ες αεί», μεταφερόμενο από γενιά σε γενιά. Στο πρώτο cd ο Χρόνης Αηδονίδης,
με τη ζεστή βελούδινη φωνή του και η Νεκταρία Καραντζή ερμηνεύουν
παραδοσιακά τραγούδια της Θράκης και της Μικρά Ασίας τόσο γνωστά (όπως το
«Μαύρο μου χελιδόνι», «Κάτω στην άσπρη πέτρα», «Αρμένου γιος») όσο άγνωστα
και ανέκδοτα έως τώρα (όπως «Αγάλι αγάλια χτένι μου», «Ένας άγουρος»,
«'Aναψε το φαναράκι». Το δεύτερο cd περιλαμβάνει βυζαντινούς ύμνους,
ερμηνευμένους και από τους δύο καλλιτέχνες, με τη συνοδεία της βυζαντινής
χορωδίας του Δημήτρη Βερύκιου.
Κι εκεί πέρασε τις κυριακές της ψάλλοντας, σεμνά και όπως ο Γέροντας ήθελε, στα
παιδικά της χρόνια, παίρνοντας μαθήματα παράλληλα στη Σχολή Βυζαντινής Μουσικής
της Ιεράς Μητρόπολης Πειραιώς, με δασκάλους τον π. Αντώνιο Βάλβη, τον κ. Δημήτρη
Βερύκιο και τον κ.Διαμαντή Μαυραγάνη.
Σιγά σιγά, το τάλαντο που ο Θεός της έδωσε, άρχισε να καρποφορεί. Μόλις στα
14 χρόνια της έχει την τιμή να ηχογραφήσει βυζαντινούς ύμνους, κοντά στη
φωνή του Γέροντα Πορφυρίου και να εκδοθεί η πρώτη κασέτα, με τίτλο: "Ιησού
Γλυκύτατε" από το μοναστήρι του Γέροντα, το Ι.Ησυχαστήριο "Μεταμόρφωση του
Σωτήρος". Ακολούθησαν και άλλες τέτοιες κασέτες, με τη Νεκταρία να έχει τη
μεγάλη ευλογία να ακουγεται πλάι στον Γέροντα.
Έφτασε όμως η στιγμή, η φωνή αυτή
να υπερβεί τα στενά όρια του περιβάλλοντός της και να ακουστεί σε όλους μας.
Έφτασε η στιγμή, όταν ο Χρόνης Αηδονίδης, το αηδονι της Θράκης, αυτός ο
σπουδαίος παραδοσιακός ερμηνευτής, την έπιασε από το χέρι, όταν κατάλαβε το
ταλέντο και τη σπάνια ικανότητά της να ερμηνεύει τους παραδοσιακούς και
βυζαντινούς δρόμους με αρτιότητα τεχνική, γλυκύτητα φωνής αγγελική και τρόπο
συγκινητικό και την οδήγησε στα τυχερά αυτιά μας.
Στο δίσκο
"Όταν οι δρόμοι συναντιούνται", ο δάσκαλος δείχνει τη μεγάλη του αγάπη
αλλά και την εμπιστοσύνη του σ' αυτό το νέο κορίτσι και κάνει κάτι που ποτέ
έως τώρα, στα 50 χρόνια δράσης του στο τραγούδι, δεν έκανε, με μαθητή του.
Θέτει το όνομά της πλάι στο δικό του και μοιράζεται μαζί της στο διπλό αυτό
cd, τραγούδια δικά του, της Θράκης αλλά και ύμνους βυζαντινούς, που τόσο
καλά ξέρει η Νεκταρία να ψάλλει από παιδί.
Κι ύστερα την οδήγησε, για μια
ακόμη φορά,
Κριτική:
Είναι ένα από τα πιο προσεγμένα, τόσο από άποψη καλαισθησίας της έκδοσης όσο
και από άποψη επιλογής των μουσικών κειμένων και ερμηνείας τους από τους
καλλιτέχνες, που κυκλοφορούν στις μέρες μας, στο χώρο του παραδοσιακού
τραγουδιού και της βυζαντινής εκκλησιαστικής μας μουσικής. Το αηδόνι της
Θράκης, τον Χρόνη Αηδονίδη, τον ξέρουμε και από παλιά. Η φωνή του πάντα μας
καθηλώνει και μας μαγεύει. Αυτό που δεν ξέραμε ως σήμερα είναι η φωνή αυτής
της κοπέλας, που όπως όλα δείχνουν είναι η συνέχειά του. Στην αρχή, όταν την
άκουσα, νόμιζα πως είναι κόρη του. Η Νεκταρία Καραντζή είναι πραγματικά μία
σπουδαία φωνή. Ομολογώ πως όταν την πρωτοάκουσα, στάθηκα βουβός να την
απολαύσω! Τον προτείνω ανεπιφύλακτα τον δίσκο αυτόν και ειδικά στους λάτρεις
της παράδοσης. Είναι αδύνατο να μη μείνετε ικανοποιημένοι
στ' αυτιά μας, μέσα από την εικόνα και τον ήχο της τηλεόρασης, κάθε απόγευμα
της Μεγάλης Εβδομάδας, στην ΕΤ1, με την συγκλονιστική εκπομπή: "ΕΠΙΚΡΑΝΘΗ".
Εκεί η Νεκταρία, στο πλάι των δύο δασκάλων της, του Χρόνη Αηδονίδη και του
Δημήτρη Βερύκιου, μας ανέβασε, με τις ουράνιες μελωδίες που ανέβλυζαν από το
στόμα της, σε ύψη πνευματικά και ζήσαμε το άγιο Πάθος με άκρα κατάνυξη.
Στο πρόσωπό της ο δάσκαλος Χρόνης
Αηδονίδης μας υπέδειξε την - καθ' όλα - άξια διάδοχό του και ο Γέροντας
Πορφύριος την αναγνώριση της γυναικείας παρουσίας στο χώρο της ψαλτικής
τέχνης.
Agapite Kwsta,
ηλεκτρονικό περιοδικό
Λογοτεχνίας και πολιτισμού
'ελα
να δεις...
den boreis na fantasteis ti axia exei auth
h selida sou! Den boreis na fantasteis posh parhgoria kai sugkinhsh
genna sthn kardia mas! Murizei ap' akrh s' akrh ellada kai politismo.
Xehylizei apo agnh aki adolh agaph gia kathe ti ellhniko kai omorfo! Einai
enas xwros gematos diamantia politismou, arwmata kai thumises ths patridas.
Den boreis na fantasteis, agaphte Kwsta, ti shmasia exei auth h selida sou
oxi mono gia ton ellhnismo ths Diasporas alla kai gia tous ellhnes pou zoun
sthn Ellada. Hthela pro kairou na sou grapsw ol' auta, alla ena arthro pou dhmosieyses sthn selida sou teleutaia
kai einai grammeno apo ton filologo Andrea Tsiara, mou edwse thn
eukairia na to kanw twra. To arthro gi' auto to exaisio koritsi, th Nektaria
Karantzi. Poso me sugkinei otan thn akouw! Poso sugkinhthhka pou diavasa ol'
auta ta uperoxa logia gia ekeinhn! To aidoni mas,
o Chronis Aidonidis pou tosa xronia mas sugkinei kai mas anevazei sta upsh
me thn ahdonolalia tou, mas paradidei mia axia, ksexwristh kai uperoxh
diadoxo, pragmatika!
Petros Nikolaidis
Η μυσταγωγία της βυζαντινής
ιερουργίας και η ιστορική ελληνική παράδοση αιώνων, βρίσκει στη φωνή της
χαρισματικής αυτής κοπέλας την υπέρτατη έκφραση, τόσο από άποψη αρτιότητας
και δεξιοτεχνίας, όσο και κυρίως από άποψη συγκλονιστικής ερμηνείας,
γλυκύτητας και χάρης.
Για τους δύσπιστους, αρκεί μία και
μόνη ακρόαση.
Προσωπικά νιώθω τυχερός που μπορεί
σήμερα να μου χαϊδεύει τ' αυτιά η γλυκολαλιά της και να μπορώ να λέω: η
βυζαντινή μουσική βρήκε τη γνήσια αγγελική φωνή της και ο Χρόνης Αηδονιδης
τη συνέχειά του.
Ο Παναγιώτης Λάλεζας γεννήθηκε στην Αρχαία Κόρινθο το
1973. Το πάθος του για το τραγούδι οφείλεται στον πατέρα του, ο οποίος του
δίδαξε τον τρόπο να ερμηνεύει σωστά, δύσκολα παραδοσιακά τραγούδια. Παράλληλα,
μελετώντας ηχογραφήσεις γραμμοφώνου από τους Γ. Παπασιδέρη, Κ. Ρούκουνα, Δ.
Αραπάκη, Ρ. Εσκενάζυ, Ρ. Αμπατζή, Γ. Μητσάκη και Γ. Κάβουρα μυήθηκε στον αμανέ,
στο σμυρναίικο και στο ρεμπέτικο τραγούδι. Από πολύ νωρίς διακρίθηκε για το
μοναδικό τρόπο ερμηνείας του και σε ηλικία μόλις εννέα ετών πραγματοποίησε την
πρώτη του δισκογραφική παρουσία, που έγινε αφορμή για δεκάδες τηλεοπτικές
εκπομπές από την κρατική τηλεόραση. Ακολουθούν πλήθος βραβείων και τιμητικών
διακρίσεων σε διαγωνισμούς παραδοσιακού τραγουδιού. Από τα δώδεκα χρόνια του
δραστηριοποιείται επαγγελματικά στο παραδοσιακό τραγούδι, ερμηνεύοντας δημοτικά
τραγούδια σε παραδοσιακά πανηγύρια, γάμους, παραστάσεις χορευτικών
συγκροτημάτων και σε άλλες εκδηλώσεις στην Ελλάδα και το εξωτερικό, σε
συνεργασία με καταξιωμένους μουσικούς του χώρου. Παρακολούθησε μαθήματα
βυζαντινής μουσικής με δάσκαλο το Σίμωνα Καρρά και μαθήματα λαούτου από το
δεξιοτέχνη μουσικό Χρήστο Ζώτο. Στο ενεργητικό του έχει 17 προσωπικούς δίσκους
με παραδοσιακά τραγούδια ενώ διδάσκει φωνητική στο ΤΕΙ Ηπείρου.
Το 2003 συμμετέχει στο δίσκο «Smyrne» της ορχήστρας
Εστουδιαντίνα ερμηνεύοντας το παραδοσιακό και απαιτητικό σμυρναίικο «Μανές της
καληνυχτιάς». Η ηχογράφηση αυτή έγινε η αφορμή για να τον ανακαλύψει ο Γιώργος
Νταλάρας , ο οποίος εκφράζεται με ενθουσιασμό για τη φωνή και τον τρόπο
ερμηνείας του. Ο δίσκος «Smyrne» έγινε ήδη χρυσός, βραβεύτηκε ως ο καλύτερος
δίσκος παραδοσιακής ελληνικής μουσικής στα βραβεία «Αρίων» και ο Παναγιώτης
Λάλεζας είναι από τους βασικούς ερμηνευτές σε όλες τις ζωντανές εμφανίσεις της
ορχήστρας. To χειμώνα του 2004-2005 συμμετέχει στο πρόγραμμα «Της Ελενίτσας...»
στην «Ακτή Πειραιώς» και στο Fix Community, με την Ελένη Τσαλιγοπούλου, την
Εστουδιαντίνα, το Δημήτρη Ζερβουδάκη και τη Γιώτα Νέγκα. Στα μελλοντικά σχέδια
του Παναγιώτη Λάλεζα εντάσσεται ένας προσωπικός δίσκος με παραγωγό τον Γιώργο
Νταλάρα.
Στις προσωπικές ζωντανές εμφανίσεις του ο Παναγιώτης
Λάλεζας προτείνει παραδοσιακές μουσικές και τραγούδια από όλη την Ελλάδα,
εκφρασμένα με τον πλέον αυθεντικό τρόπο. Για το σκοπό αυτό συνεργάζεται με τους
σημαντικότερους σολίστ παραδοσιακής μουσικής από διάφορες περιοχές της χώρας
όπως τους Νίκο Φιλιππίδη, Αλέξανδρο Αρκαδόπουλο, Γιώργο Κοτσίνη, Γιάννη
Βασιλόπουλο, Γρηγόρη Καψάλη κα στο κλαρίνο και τους Γιώργο Κόρο, Νίκο
Οικονομίδη, Γιώργο Μαρινάκη, Κυριάκο Γκουβέντα κα στο βιολί. Χρησιμοποιεί την
παραδοσιακή «ζυγιά» στην απόδοση των τραγουδιών, δηλαδή μικρή ορχήστρα με
κλαρίνο, βιολί, λαούτο και κρουστά ή την πλήρη ορχήστρα που έχει όλα τα παραπάνω
όργανα με επιπλέον το σαντούρι, το κανονάκι και το ούτι.
Tο όνομα του Γιώργου Παπασιδέρη, του Aρβανίτη από την Kούλουρη (Σαλαμίνα),
είναι μύθος στο λαϊκό τραγούδι. Hχογράφησε 1.850 τραγούδια από το 1928 ώς το
1977, τραγούδησε σε πανηγύρια και κέντρα με τους καλύτερους μουσικούς της
περιόδου και σφράγισε με τη βελούδινη φωνή του δεκάδες τραγούδια-σταθμούς,
που οι επερχόμενες γενιές των Eλλήνων θα ανακαλύπτουν και θα χαίρονται, έστω
κι αν τα MME θα τα μεταδίδουν με το σταγονόμετρο. H περίπτωσή του περιγράφει
την πορεία του ελληνικού τραγουδιού, καταρρίπτοντας τα ψεύδη, για πρόσωπα
και καταστάσεις, για διαχωρισμούς στη μουσική μας, για την ποιότητα και τη
διασκέδαση. Kαι πάνω απ' όλα για την εμπορική συμπεριφορά των εταιρειών
δίσκων χθες και σήμερα.
Γεννήθηκε «μέσα» στο κέντρο
«Πιπεριές» που διατηρούσε ο πατέρας του στην Kούλουρη και απ' όπου πέρασαν ο
Mήτσος Aραπάκης, ο Δημήτρης Aτραΐδης, ο Pούκουνας. Hταν η τέλεια μαγιά για
το πλάσιμο του συνθέτη-τραγουδιστή Γιώργου Παπασιδέρη (Παπαϊσιδώρου) γιου
του Xρήστου και της Aικατερίνης, τρίτου από τα εννέα παιδιά τους...
Στην «Kολούμπια» από το 1928
Bαφτίστηκε τραγουδιστής το 1928 -στην «Kολούμπια»!- από το γείτονά του,
γνωστό λαουτιέρη Σιδέρη Aνδριανό, αφού δούλεψε «στα 14 χρόνια του μούτσος
στο καΐκι του Γιώργη Mάθεση, για ένα χρόνο. Mετά, καραγωγεύς. Φυσικά, θα
τραγουδούσε, όπως όλοι...», μας πληροφορεί ο Θανάσης Mωραΐτης που τα κείμενα
της έρευνάς της συνοδεύουν και διαφωτίζουν την έκδοση των δύο CD της FM
Records: «Ο Γιώργος Παπασιδέρης τραγουδά αμανέδες και ρεμπέτικα» και «Ο
Γιώργος Παπασιδέρης τραγουδά σπάνια δημοτικά τραγούδια (ελληνικά και
αρβανίτικα)».
H πρώτη προσέγγιση στη διαδρομή και
το έργο του Παπασιδέρη ανατρέπει τη «μοναδικότητα» στο είδος. Ο Γ. Π. ώς το
1935 τραγουδούσε αμανέδες, δημοτικά και ύστερα ρεμπέτικα, καθώς και μερικά
σμυρνέικα, μας πληροφορεί ο καλός μελετητής του. «Eλεγε τα πάντα». Πρώτο
ηχογραφημένο τραγούδι ο αμανές «έχω πολλά παράπονα στο στήθος μου γραμμένα
-πότε θα 'ρθεί αυτή η στιγμή να σ' τα πω ένα-ένα».
Eπιβεβαιώνεται η συμμετοχή των
καλλιτεχνών στην εθνική ζωή. Ο Γ. Π. το 1940 έγραψε τραγούδια συμμετοχής
στον αγώνα κατά του εισβολέα: «Mεσ' της κλεισούρας τα βουνά», «Mέρα και
νύχτα με το ντουφέκι», «Nα 'μουν πουλί να πέταγα ψηλά στην Aλβανία», «Kαι
σεις βουνά της Kορυτσάς» (το ηχογράφησε το 1947).
-Στην έκδοση παρουσιάζονται πρώτη
φορά και δύο τραγούδια που ηχογράφησε το 1940-41 και έγραψε με το Δ. Σέμση
(«Mας φέρθηκες μπαμπέσικα», «Tο κόλπο σου δεν έπιασε»).
Aναδεικνύεται μια αλήθεια. H αξία
των μουσικών, που προσθέτουν στο έργο -στο πάλκο ή την ηχογράφηση. Kαι από
τα τραγούδια που «είπε» ο Παπασιδέρης δεν πρέπει να παραλειφθούν τα ονόματα
των Nίκου Kαρακώστα, Aπόστολου Σταμέλου, Kώστα Γιαούζου, Nίκου Pέλλια,
Γιώργου Aνεστόπουλου, Tάσου Xαλκιά, Xαράλαμπου Mαργέλη, Bάιου Mαλλιάρα,
Παναγιώτη Kοκοντίνη, Bασίλη Σαλέα, Γιάννη Bασιλόπουλου (κλαρίνο), Δημήτρη
Σέμση ή Σαλονικιού, Aνέστου Aρβανιτάκη, Aλέκου Aραπάκη, Γιώργου Kόρου
(βιολί), Aλέκου Γκαραβέλη, Mανώλη Φυστιξή (τσέμπαλο) και Σιδέρη Aνδριανού
(λαούτο).
Στιγμές από τη ζωή του
Eνα κείμενο σε τοπική εφημερίδα και
τέσσερις συνεντεύξεις που υπάρχουν στο συνοδευτικό βιβλίο ζωγραφίζουν
ρεαλιστικά το Γ. Παπασιδέρη.
Γράφει ο λαογράφος Nίκος I.
Σαλτάρης στην εφημερίδα «Σαλαμίνα» (Οκτ. 1977): «...ήταν υποκινητής στο να
στραφούν προς το αγνό, το αληθινό αυτό δικό μας τραγούδι, και γενικά την
ελληνική που κληρονομήσαμε μουσική, πολλοί σύγχρονοί του και κατόπιν
νεότεροι συνάδελφοί του, ακολουθώντας τον στο σωστό δρόμο, από μίμηση προς
αυτόν. Γιατί εκείνος, διαθέτοντας πλούσιο και προνομιούχο, από κάθε άποψη,
φωνητικό όργανο, φωνή μελωδική με διαύγεια, ευρύτητα, ακρίβεια φθόγγων,
έκταση ζηλευτή, αντοχή θαυμαστή, καταγοήτευε όλους τους επίδοξους
τραγουδιστές, τους υποκινούσε, τους έσερνε αγκιστρωμένους και μιμητές του
προς το δημοτικό αγνό τραγούδι και τους έκανε πιστούς του...».
H γυναίκα του, Aφροδίτη, είπε
(Σαλαμίνα 1996): «Παντρευτήκαμε, αφού πάντρεψε τις αδελφές του με τα χρήματα
που έπαιρνε από τις γραμμοφωνήσεις. 1.000 δρχ. το τραγούδι. Ο γιος μας, ο
Xρήστος, γεννήθηκε το 1932. Ο Γιώργος δεν σταμάταγε να τραγουδά. Eρχόταν
σπίτι από τη δουλειά και μου έλεγε: "Bήτα, δώσ' μου πουκάμισο, φανέλα, να
αλλάξω ρούχα, να φύγω''. Tόσο πολύ. Aν είχα κρατήσει τα τηλεγραφήματα και τα
γράμματα που του στέλνανε από εκεί που τραγουδούσε θα βλέπατε πως τον
λατρεύανε. Tον καλούσανε σε όλα τα πανηγύρια, γάμους, βαφτίσια, παντού...
Στον πόλεμο τραγουδούσε στον "Eλατο'', στην Ομόνοια. Tου πήγαινα ρούχα γιατί
απαγορευόταν τότε να έρθει στην Kούλουρη, δεν τους αφήνανε στο Πέραμα. Mετά
το 1947, έβγαλε πολλούς δίσκους. Ο λόγος του πέρναγε στην Kολούμπια.
Tραγούδησε μέχρι το 1972. Tραγουδούσε και αρβανίτικα, του τα ζήταγε ο
κόσμος, τα είχε κάνει δίσκο προπολεμικώς: "Aνθίση ντρίζα ε μάλιτ'',
"Pακαμπάνα παπαντήσε'', "Σκόβα γκα Mαρίετε'', "Aτό τσε βένε ντε πηλό'',
"Λίτσε μόι Λίτσε''. Kαμιά φορά, πήγαινα κι εγώ μαζί του. Δεν έβγαζε πολλά
λεφτά. Eπαιρνε 200 δρχ. στο γάμο ή στο πανηγύρι».
Ο «κολλητός» του Παπασιδέρη,
Bαγγέλης Λαθούρης (είχε την ταβέρνα «Tο πυροφάνι» στον Aγιο Nικόλαο, στη
Σαλαμίνα), θυμάται: «Eίχε γραμμοφωνήσει το πρώτο τραγούδι, αμανές ήταν σε
σαμπάχ. Tο τούμπα, δεν θυμάμαι τι είχε. Tην ώρα που ερχότανε από την Aθήνα
με την πλάκα στο χέρι, τον θυμάμαι. Hρθε στον πατέρα μου απάνω που 'χαμε ένα
γραμμόφωνο "Star'' -μόνο εμείς είχαμε γραμμόφωνο στην Kούλουρη. Eφερε, το
βάλαμε εκεί, τ' ακούσαμε. Ω! Ο Παπασιδέρης. Mετά έβγαλε τα: "Σουζινάκ'' και
"Xιτζασκιάρ''. Aπό τότε κάναμε παρέα, τραγούδαγε δε και στην ταβέρνα μου
συνέχεια, με το Mανώλη Φυστιξή, ο Γιαννάκης με το σαντούρι, ο Pούκουνας, η
Bασιλική Tακουΐ, που 'χει παντρευτεί στη Xασιά, ο Aραπάκης ο τραγουδιστής. Ο
Παπασιδέρης τραγουδούσε κάθε φεγγάρι, κάθε πανσέληνο. Οταν είχε φεγγάρι, οι
ψαράδες δεν πιάνανε ψάρια και κάνανε αναγκαστικά ρεπό 4-5 μέρες, αράζανε κι
ακούγανε το Γιώργο. Πήγε να παίξει στην Hπειρο. Φύγανε όλοι από το κέντρο
που ήτανε οι Xαλκιάδες και πήγανε να ακούσουνε τον Παπασιδέρη».
Ο τενόρος Kωνσταντίνος Πάλλας τον
αξιολογεί: «...Eίχε θαυμάσια φωνή. Aν ο δρόμος του τον έριχνε σ' ένα ωδείο,
θα ήταν ένας θαυμάσιος δραματικός τενόρος. H φωνή του ήταν από τη φύση της
"τοποθετημένη''. H αναπνοή του ήταν τεράστια. Hταν προικισμένος από τη φύση.
H άρθρωσή του ήταν τέλεια, δεν έχανες λέξη...».
Ο τραγουδιστής και σαντουριέρης
Aλέκος Γκαραβέλης θυμάται: «...Δούλεψα μαζί του από το 1935 ώς το 1960. Mαζί
ήταν κι ο Γιαούζος. H τελευταία φορά ήταν στην οδό Ψαρών 24, στου Mπερέκου.
Eλεγε χίλια τραγούδια και δεν κουραζότανε. Σοβαρός, πάντα στην ώρα του. Tου
'μαθα πολλά καμπίσια τραγούδια της Λιβαδειάς. Δεν τα 'ξερε ο Παπασιδέρης.
Οπως το "Σωτήρχαινα'' κ.ά. Θαύμαζε όλους τους Mικρασιάτες που τραγουδούσανε
αμανέδες. Tον Aραπάκη, το Nούρο, τον Aτραΐδη, τον Kαρίπη. Aπ' αυτούς έμαθε
να τραγουδάει αμανέδες. Tον βοηθούσε βέβαια και το λαρύγγι του, που το
γύριζε όπως ήθελε, αλλά από αυτούς έμαθε».
Ο Γιώργος Παπασιδέρης υπήρξε ένα
περίλαμπρο διαμάντι της δημοτικής μας μουσικής, που η λάμψη του και το
ακτινοβόλημά του θα φωτίζει στο διηνεκές τις επερχόμενες γενεές για να τους
δείχνει το γνήσιο δρόμο και τη σωστή πορεία, για να κρατήσουν και να
παραμείνουν σταθερά και αναλλοίωτα όλα όσα συγκροτούν και συνθέτουν την
μουσική ταυτότητα της φυλής μας.
Επάξια η συνείδηση όλων των φίλων
της δημοτικής μουσικής μας παράδοσης τον έχει κατατάξει σήμερα στη κορυφή
της πυραμίδας των ερμηνευτών του παραδοσιακού δημοτικού μας τραγουδιού.
Ο Γιώργος Παπασιδέρης γεννήθηκε
στην Κούλουρη της Σαλαμίνας το 1902, γι' αυτό έφερε και το παρωνύμιο
Κουλουριώτης. Σε πάρα πολλούς δίσκους του ακούγεται η φράση: Γειά σου
Παπασιδέρη Κουλουριώτη. Το πραγματικό του επώνυμο ήταν Παπαησιδώρου. Έγινε
όμως γνωστός και καθιερώθηκε με το καλλιτεχνικό του επώνυμο Παπασιδέρης.
Το Δημοτικό τραγούδι βρήκε στη φωνή
και την τέχνη του Γιώργου Παπασιδέρη τον ιδανικό και τέλειο ερμηνευτή του.
Θεωρείται ο διαπρεπέστερος απ'
όλους τους παλαιότερους αλλά και τους νεότερους δημοτικούς τραγουδιστές.
Πριν απ' αυτόν και μετά απ' αυτόν κανείς δεν μπόρεσε, να τραγουδήσει τα
δημοτικά τραγούδια όπως ο Παπασιδέρης. Η ερμηνεία του ήταν και θα παραμείνει
υποδειγματική και δεν αφήνει περιθώρια για μίμηση ή για σύγκριση.
Είχε τεράστιες φωνητικές
δυνατότητες, με εντυπωσιακά εύστροφη φωνή, προικισμένη με θαυμαστή ευελιξία
και γνήσιο παραδοσιακό ηχόχρωμα.
Φωνή ζεστή, ρωμαλέα που, ανάλογα με
την περίσταση, γινόταν εκφραστική ή δυναμική. Τραγουδούσε από δύσκολους,
υψηλούς τόνους και ελάχιστοι, ακόμη και σήμερα, μπορούν να τραγουδήσουν από
τους ίδιους τόνους. Η αναπνοή του ήταν τεράστια και η άρθρωσή του τέλεια.
Ο Γιώργος Παπασιδέρης από μικρός
απασχολήθηκε σε βαριές χειρονακτικές εργασίες. Μόλις το 1928, σε ηλικία 26
χρονών, ηχογράφησε το πρώτο του τραγούδι στην εταιρία «Κολούμπια», το οποίο
κυκλοφόρησε έπειτα από έξι μήνες, το 1929, αφού μετά την ηχογράφηση, η όλη
επεξεργασία, για την κατασκευή του δίσκου 78 στροφών, έγινε στην Αμερική.
Από τότε μέχρι το 1972 τραγούδησε
αδιάκοπα εκατοντάδες τραγούδια σε δίσκους και σε πανηγύρια.
Την εποχή αυτή, αρχές του 1930,
έπαιρνε από την Κολούμπια 1000 δρχ. για κάθε τραγούδι. Επειδή η φωνή του δεν
κουραζότανε ηχογραφούσε πολλά τραγούδια σε μια μέρα. Έτσι κάποια φορά
ηχογράφησε σε μια μέρα 30 τραγούδια παίρνοντας το μυθικό, για την εποχή
αυτή, μεροκάματο των 30.000 δρχ.
Την περίοδο του 1940, τραγουδούσε
στο κέντρο «Έλατος» στην Ομόνοια και συνέβαλε και αυτός στην εμψύχωση του
Ελληνικού στρατού, τραγουδώντας τα τραγούδια «Στης Κλεισούρας τα Βουνά»,
«Μέρα και νύχτα με το ντουφέκι», «Με δόξα να γυρίσετε», «Νάμουν πουλί να
πέταγα ψηλά στην Αλβανία», «Και σεις βουνά της Κορυτσάς» κ. ά. Οι Ιταλοί γι'
αυτό το λόγο, ένα βράδυ μετά το πρόγραμμά του στο κέντρο τον ξυλοκόπησαν
άγρια.
Κατά τη διάρκεια της καριέρας του
γύρισε όλη την Ελλάδα και το 1971 τραγούδησε για ένα μήνα και στο Σικάγο,
στην Αμερική.
Η φωνητική του αντοχή ήταν πράγματι
εκπληκτική. Όπως διηγούνται οι παλαιότεροι πολλές φορές, μετά από τριήμερα
γλέντια, με ελάχιστη διακοπή 2-3 ωρών ανάμεσα στα 24ωρα, παράγγελνε άλλη
ορχήστρα ξεκούραστη για να συνεχίσει, γιατί οι μουσικοί της πρώτης είχαν
πάθει υπερκόπωση.
Συνεργάστηκε με όλους τους άριστους
δεξιοτέχνες του κλαρίνου, τον Καρακώστα, τον Σταμέλο, τον Γιαούζο, το
Ρέλλια, τον Ανεστόπουλο, τον Χαλκιά, τον Μαργέλη, τον Μαλιάρα, τον
Κοκοντίνη, τον Σαλέα, τον Βασιλόπουλο και άλλους, όπως και του βιολιού, τον
Αραπάκη, τον Σέμση ( Σαλονικιό), τον Κόρο και άλλους, όπως επίσης και με
τους αριστείς και των άλλων παραδοσιακών μουσικών οργάνων, του λαγούτου και
του σαντουριού.
Έχει ηχογραφήσει τα περισσότερα
τραγούδια από κάθε άλλον τραγουδιστή του είδους, φθάνοντας τον εκπληκτικό
αριθμό 2000 τραγούδια. Τα περισσότερα απ' αυτά είναι παλαιά παραδοσιακά και
τα υπόλοιπα δικές του δημιουργίες συμπληρώνοντας, με δικούς του στίχους,
ξεκομμένα δίστιχα.
Έτσι στο χώρο αυτό του δημοτικού
τραγουδιού, ο Γιώργος Παπασιδέρης άφησε εποχή και χαρακτηρίστηκε ως ο
Πατέρας και θεμελιωτής του μουσικού μας αυτού θησαυρού και συνέδεσε το όνομά
του με την αέναη δημοτική μουσική μας παράδοση.
Ο Γιώργος Παπασιδέρης υπήρξε
πράγματι ένας τραγουδιστής ο οποίος, στην κυριολεξία, καθ' όλη τη διάρκεια
της ζωής του, δεν έπαψε ποτέ, να τραγουδάει ασταμάτητα, νύχτα και μέρα τα ,
αναλλοίωτα από τα βάθη των αιώνων, ήθη και έθιμα της Ελληνικής φυλής, την
ιστορία της, τις περιπέτειές της, τους άθλους της, τις καθημερινές χαρές,
τις γιορτές, τους καημούς και τους πόνους της ξενιτιάς, τις αγάπες και τα
πένθη της, τη λεβεντιά και την αξιοσύνη της, και να κρατάει έτσι και να
διατηρεί ζωντανή τη μουσική μας παράδοση, δίνοντας το παράδειγμα και
διδάσκοντας, μέσα από τους δημοτικούς μουσικούς παλμούς, στους νεότερους τις
μεγάλες αξίες και τα σύμβολα της φυλετικής μας συνέχειας.
Γι' αυτό και τα τραγούδια του θα
μείνουν για πάντα στα χείλη του Ελληνικού λαού για να τον συντροφεύουν σε
όλες τις εκδηλώσεις τις ζωής του.
Από τα πιο γνωστά τραγούδια του
είναι τα:
«Σε Ωραίο περιβόλι», «Σαράντα
παλικάρια», «Πουλάκι ξένο», « Ένας Αητός», «Ο Αμάραντος», «Νάησαν τα νιάτα
δυό φορές», «Πουλιά μου διαβατάρικα», «Παπάκι», «Κάτω στου Βάλτου τα χωριά»,
«Πέθαν' ο Βλάχος», «Ενύχτωσε και βράδιασε», «ο Γερο Νοταράς» και πλήθος άλλα
που τραγουδάμε συχνά σήμερα.
Η φωνή του έμεινε αναλλοίωτη στο
πέρασμα του χρόνου, γι' αυτό και τραγουδούσε μέχρι τις τελευταίες μέρες της
ζωής του. Η τελευταία φορά που τραγούδησε ήταν στα Τρίκαλα της Κορινθίας,
την ημέρα του Σταυρού 14 Σεπτεμβρίου στο πανηγύρι. Μετά από 24 μέρες στις 8
Οκτωβρίου του 1977, ο κορυφαίος του δημοτικού τραγουδιού, άφησε την
τελευταία του πνοή στο νησί που γεννήθηκε και έζησε.
Δημοτικη μουσικη σε διαφορες περιοχες: 1) Αρβανιτικη μουσικη νοτιας
Ελλαδας
ΣΗΜΕΙΩΣΗ: Το παρακατω αρθρο ειναι αυτουσιο απόσπασμα από το υπό έκδοσιν
βιβλίο του Θανάση Μωραΐτη με τίτλο "Αρβανίτικα Τραγούδια απ' όλη την
Ελλάδα".
Οι Αρβανιτες της νοτιου Ελλαδας
(που ειναι και η πολυπληθεστερη ομαδα αρβανιτων) κατοικούν σε μία περιοχή
συμπαγούς οίκησης της νοτιοανατολικής Στερεάς Ελλάδας που περιλαμβάνει το
μεγαλύτερο μέρος της Βοιωτίας, ένα μέρος της Λοκρίδας, σχεδόν όλους τους
ντόπιους οικισμούς της Αττικής πλην των Μεγάρων και της Αθήνας, τα νησιά του
Αργοσαρωνικού πλην της Αίγινας, τη νότια Εύβοια (Καρυστία, Καβοντόρο πλήν
της Καρύστου και του λεκανοπεδίου της) και τη βόρεια Ανδρο, μία μεγάλη
περιοχή της Αργολιδοκορινθίας με πολλούς θυλάκους πέρα από την ενιαία
περιοχή, καθώς και τρεις μεγάλους στην Αχαΐα (Παναχαϊκό και περιοχή Αραξου),
στην Τριφυλία (Σουλιμοχώρια) και στην προσθαλασσία Λακωνία (περιοχή Ζάρακα).
Η τελευταία μπορεί να θεωρηθεί και εξωεδαφική συνέχεια της Αργολικής
Ερμιονίδας μέσω των Σπετσών.
Το μουσικό ύφος των αρβανίτικων
τραγουδιών αυτών των περιοχών είναι λιτό, δωρικό, δίχως μοιρολατρική ροπή
ακόμα κι όταν η διάθεσή τους "λυπάται". Ο τραγουδιστής ερμηνεύει χωρίς
"τσαλκάντζες" (συνεχή μελίσματα), χωρίς "έρπουσα διάθεση" (ακόμα και στις
πιο ανατολίτικες στιγμές, όπως σε χρωματικούς τρόπους που κλίνουν προς τα
εκεί), χωρίς γλυκερούς "στηθικούς" χρωματισμούς. Στην πλειοψηφία τους
χρησιμοποιούν διατονικές κλίμακες, κυρίως τον τρόπο του ρε (πρώτος ήχος στη
βυζαντινή μουσική). Δε λείπουν πάντως και οι μελωδίες σε χρωματικές
κλίμακες, όπως το χιτζάζ, το σαμπάχ, και κυρίως το βαλκανικό μινόρε
(χρωματικός πλάγιος τέταρτος ήχος στη βυζαντινή μουσική) που υπάρχει σε
αρκετά τραγούδια του Λουτρακίου και της Περαχώρας (Κορίνθου) και που δείγμα
του σώζεται ήδη από την ύστερη αρχαιότητα (West, παράδειγμα 42, σ. 428). Στα
Βίλια του Κιθαιρώνα έχουμε τουλάχιστον 7 τραγούδια που χρησιμοποιούν
πεντατονικές ανημίτονες κλίμακες, πράγμα που μαρτυρεί τη γεωγραφική καταγωγή
των κατοίκων (νησίδα της Ηπείρου στη Στερεά).
Οι ρυθμοί των τραγουδιών είναι
σκληροί και "γωνιασμένοι", αυστηροί και βραχώδεις, με έντονη τη στεριανή
διάθεση, πλην των τραγουδιών της Ανδρου και του Καβοντόρου, το ύφος των
οποίων είναι καθαρά νησιώτικο. Χρησιμοποιούν τους ρυθμούς: 4/4, 2/4, 3/4
(τσάμικος), 7/8 (συρτοί-καλαματιανοί στις στεριανές περιοχές και τράτα στα
παράλια), καθώς και μικτούς ρυθμούς 7/8 (καλαματιανός) + 2/4 (καγκέλι) ή 3/4
(τσάμικος) + 2/4 (καγκέλι). Απουσιάζουν τελείως το τσιφτετέλι και οι
σύνθετοι ή άλογοι ("κουτσοί") ρυθμοί: 9/8 (καρσιλαμάς, ζεϊμπέκικος), 8/8,
11/8 κτλ. (εκτός από το "Mοιρολόι της Παναγίας" που τραγουδιέται στα Βίλια
και στη Σαλαμίνα σε 5/4 (3+2) και στα Αθίκια (Πελ/νησος) σε 6/8).
Τα τραγούδια που γνωρίζουμε ώς τώρα
είναι ως επί το πλείστον ερωτικά και τραγούδια γάμου. Υπάρχουν επίσης
τραγούδια της δουλειάς, σκωπτικά, αποκριάτικα και μοιρολόγια (κυρίως με
θρησκευτικό περιεχόμενο). Απουσιάζουν τελείως τα κλέφτικα, πλην ενός στα
Βίλια και τα ιστορικά, πλην του "Tρε παπόρ", που αναφέρεται στην
Κωνσταντινούπολη και ενός ακόμα στη Σαλαμίνα που αναφέρεται στη μάχη της
Αράχωβας το 1824.
Τα τραγούδια αυτών των περιοχών
παλιότερα παιζόντουσαν με πίπιζα ή φλογέρα και νταούλι. Μετά το 1830, η
δημοτική κομπανία περιλάμβανε κλαρίνο, βιολί, λαούτο και σαντούρι. Στη
Σαλαμίνα, ώς το 1935, τα τραγούδια παιζόντουσαν με λύρα (περίφημος λυράρης ο
Μιχάλης Κανάρης, που αργότερα αναγκάστηκε να παρατήσει τη λύρα και να μάθει
βιολί), λαούτο (ο Σιδέρης Αδριανός, πασίγνωστος λαουτιέρης, έλαβε μέρος σε
όλες σχεδόν τις ηχογραφήσεις ελληνικών και αρβανίτικων τραγουδιών που
κυκλοφόρησαν σε δίσκους 78 στρ. μετά το 1930) και ταμπουρά (προφανώς λόγω
της γειτνίασης της Σαλαμίνας με τον Πειραιά των ρεμπέτικων). Ο χορός της
τράτας τραγουδιέται από τους χορευτές χωρίς συνοδεία οργάνων.
Ο τραγουδιστής Γιώργος Παπασιδέρης,
Αρβανίτης από την Κούλουρη (Σαλαμίνα), ηχογράφησε, πρώτος αυτός, το 1932-35
επτά αρβανίτικα τραγούδια σε δίσκους 78 στρ. (αυτό ξέρουμε από την έως τώρα
έρευνα). Έξι από αυτά επανεκδόθηκαν στο cd με τίτλο "Ο Γιώργος Παπασιδέρης
τραγουδά σπάνια δημοτικά τραγούδια" (FM Records 1996, έρευνα-επιμέλεια:
Θανάσης Μωραΐτης). Ο ίδιος και η Γεωργία Μηττάκη, επίσης Αρβανίτισσα από τoν
Αυλώνα (Κακοσάλεσι) Αττικής, κυκλοφόρησαν σε δίσκους εμπορίου αρβανίτικα
τραγούδια μεταφρασμένα στα Ελληνικά.
Από την εποχή του Αλή Πασά και πιο
μετά, την εποχή του Όθωνα, είχε αρχίσει η συστηματική μεταγλώττιση των
αρβανίτικων τραγουδιών στα Ελληνικά, χωρίς αυτό να σημαίνει ότι δεν γινόταν
και το αντίθετο, σε μικρότερη κλίμακα όμως, απ' όσο γνωρίζουμε ώς τώρα.
Μεταπολεμικά, αρκετοί επαγγελματίες τραγουδιστές που ήταν Αρβανίτες και
ήξεραν τη γλώσσα, τραγούδησαν σε δίσκους εμπορίου αρβανίτικα τραγούδια.
Ενδεικτικά αναφέρουμε τους: Μιχάλη Μενιδιάτη ή Καλογράνη (από το Μενίδι),
που τραγούδησε 2 τραγούδια σε δίσκο 45 στρ. (1963), και Θανάση Μωραΐτη, που
έχει εκδώσει 2 cd: Αρβανίτικα τραγούδια (FM Records 1988) και Τριαντάφυλλο
του βράχου, (ΜΒΙ 1998). Το Λύκειο Ελληνίδων έχει εκδώσει ένα δίσκο με τίτλο
Χοροί και τραγούδια της Σαλαμίνας, 1991 (τα περισσότερα αρβανίτικα τραγούδια
έχουν τραγουδηθεί στη νεότερη ελληνική εκδοχή τους) και το Μουσικό
Λαογραφικό Αρχείο του Κέντρου Μικρασιατικών Σπουδών έχει συμπεριλάβει στο cd
με τίτλο Καρυστία (1998) πέντε αρβανίτικα τραγούδια από τη νότια Εύβοια και
στο cd με τίτλο Μονωδίες από τον Παρνασσό και τον Ελικώνα (1999) οκτώ. Ο
"Αρβανίτικος σύνδεσμος Ελλάδας" κυκλοφόρησε το 1983 μία κασέτα με τίτλο
Αρβανίτικος γάμος, στον οποίο παίζει πίπιζα και κλαρίνο ο Παναγιώτης
Κοκοντίνης.
Το νοτιοδυτικό αρβανίτικο τραγούδι
εντάσσεται στις μουσικές εκφράσεις των κατά τόπους περιοχών της νοτίου
Ελλάδος. Τα τραγούδια είναι κυκλαδίτικα για τους Αρβανίτες της Ανδρου,
σχεδόν κυκλαδίτικα ή ευβοϊκά στην Καρυστία, σε ύφος νησιώτικο και εκεί, με
τους σταυρωτούς χορούς και τον Καβοντορίτικο. Στην Αττική βρίσκουμε το
ιδιαίτερο τοπικό ύφος από τα Μεσόγεια μέχρι βόρεια του νομού, το οποίο
βαθμιαία μεταβάλλεται σε ρουμελιώτικο, εκεί που τελειώνει η αρβανιτοφωνία
(λίγο πέρα από τη Λειβαδιά). Στο Μοριά συναντούμε ένα ύφος σαφώς
πελοποννησιακό (Κορινθία, Αργολίδα), με αποχρώσεις παλαιότατες στα
Σουλιμοχώρια της Τριφυλίας, όπου κυριαρχούν τα καθιστικά τραγούδια, κοινά με
τα ελληνόγλωσσα χωριά της περιοχής. Στα χωριά Κυριάκι και Ζερίκι και γενικά
στην περιοχή του Ελικώνα έχουμε το καμπίσιο ανατολικορουμελιώτικο θεσσαλίζον
ύφος που είναι κοινό με αυτό της βόρειας Κορινθίας, όπου κατά κόρον
χρησιμοποιείται η ρουμάνικη κλίμακα ή ποιμενική ή βαλκανικό μινόρε.
Πολλοί τον είπαν «Βασιλιά του
Δημοτικού Τραγουδιού». Δεν πρόκειται απλά για έναν κορυφαίο καλλιτέχνη, αλλά
για «Θεσμό» ολόκληρο, για μια μεγάλη «Σχολή του Γένους». Ο Παπασιδέρης
Θεωρείται μέτρο και σταθμό του Δημοτικού τραγουδιού. Απ' αυτόν έχουν μάθει
όλοι οι νεότεροι να τραγουδούν και έχουν δανειστεί πολλοί αρκετά στοιχεία
του.
Ο Γιώργος Παπασιδέρης υπήρξε
«μονάδα». Ήταν Αρβανίτικης καταγωγής. Γεννήθηκε στην Κούλουρη (Σαλαμίνα). Το
τραγούδι το ξεκίνησε επαγγελματικά σε μεγάλη ηλικία, αλλά σε σύντομο χρονικό
διάστημα επισκίασε τους πάντες. Τραγούδησε τις χαρές και τις λύπες όλης της
Ελλάδας, μα πάνω απ' όλα τραγούδησε τη νεότερη ιστορία μας, τα τραγούδια της
επανάστασης του 1821, τα κατορθώματα των κλεφτών και των αρματολών.
Και όχι απλώς τα τραγούδησε, αλλά
θα λέγαμε ότι τα «σφράγισε». Ο Στάθης Κάβουρας στο βιβλίο του γράφει: «Ο
Παπασιδέρης δεν τραγούδησε τίποτα άσχημο, και κράτησε το Δημοτικό Τραγούδι
πολύ ψηλά». Παρόλο που ο κόσμος ξέρει τον Παπασιδέρη σαν τραγουδιστή μόνο, ο
Παπασιδερης ήταν ο πλέον πολυγραφότατος Έλληνας συνθέτης .
Είχε τόσο πολύ νοιώσει και ζυμωθεί
με τα ήθη και έθιμα τα Ελληνικής κοινωνίας, που σε λίγα λεπτά ταίριαζε και
το ανάλογο τραγούδι. Και όχι με το ίδιο θέμα όπως κάνουν οι σημερινοί
συνθέτες και στιχουργοί. Ο Παπασιδέρης ήταν πηγαίος ποιητής, και σοβαρός
συνθέτης. Παρόλο που ήταν Αρβανίτης, είχε όλο το ρεπερτόριο των παραδοσιακών
τραγουδιών.
Τα τραγούδια του ελάχιστοι είναι
αυτοί που μπορούν να τα ερμηνεύσουν σήμερα, και μάλιστα από τους ίδιους
«τόνους». Ο Παπασιδέρης πέθανε το 1978 στη Σαλαμίνα. Έχει γράψει πάνω από
1500 δημοτικά τραγούδια, από τα οποία άλλα χάθηκαν, και άλλα λεηλατήθηκαν
από επιτήδειους. Δεκάδες λαϊκά τραγούδια είναι διασκευές από τραγούδια του
Παπασιδέρη, και είναι δηλωμένα σε άλλα ονόματα.
Ο βετεράνος τροβαδούρος του δημοτικού τραγουδιού Γιώργος Παπασιδέρης
(Οκτώβρης 1977) εν πλήρει υγεία, μου διηγείται τη ζωή του και άγνωστα
στοιχεία για τους οργανοπάικτες και τους τραγουδιστές των πανηγυριών, που
συντήρησαν το δημοτικό τραγούδι από γενιά σε γενιά. Τραγουδάει και παλιές
επιτυχίες του μπροστά στο φακό. Ο ίδιος και οι δικοί του μας ξεπροβοδίζουν,
με το τηλεοπτικό συνεργείο της ΕΡΤ, ρωτόντας πότε θα προβληθεί η εκπομπή.
Προβλήθηκε μετά είκοσι ημέρες, αλλά ο τροβαδούρος δεν την είδε ποτέ, γιατί
έφυγε ξαφνικά από τη ζωή, την προηγούμενη ημέρα... Η εκπομπή βρίσκεται στη
ταινιοθήκη της κρατικής τηλεόρασης, αλλά ποτέ κανένας δεν ενδιαφέρθηκε
γι΄αυτό το σημαντικό ντοκουμέντο. Όπως και για την "Αίγινα του Καζαντζάκη",
την τελευταία συνέντευξη της Γεωργίας Βασιλειάδου, το απολαυστικό "Οι
σώγαμπροι της Κοντοβάζαινας" και άλλες ασπρόμαυρες εκπομπές-ντοκουμέντα.
Σοφία Κολλητήρη
Το αηδόνι της Ρούμελης
Γεννήθηκε στο Βελενίκο Φωκίδας όπου
και μεγάλωσε με τα έξι αδέρφια της και τους γονείς τους. Η κλίση της για το
τραγούδι ήταν φανερή από τότε που ήταν μαθήτρια του δημοτικού. Ένα από τα
άτομα που της ενίσχυσαν το ταλέντο της αυτό, ήταν η δασκάλα που είχε στο
δημοτικό, η οποία είχε σπουδάσει και μουσική. Αυτή μίλησε στους γονείς της
λέγοντάς τους πως θα ήταν άδικο να χαθεί και να μην αξιοποιηθεί ένα τέτοιο
ταλέντο και να μην γίνει επαγγελματίας τραγουδίστρια. Επικαλέσθηκε μάλιστα
τις καλές αμοιβές που θα είχε, συγκρίνοντας με τις δικές της που είχε κάτσει
τόσα χρόνια στα θρανία . Οι γονείς της βέβαια ήταν αρνητικοί σε μια τέτοια
προοπτική αν και οι δυο τραγουδούσαν ωραία, και υπήρχε και ένας
επαγγελματίας θείος, ο Κώστας Κούτρας, που έπαιζε σαντούρι.
Το 1957 που τελείωνε το δημοτικό
σχολείο η Σοφία, στην γιορτή του Ιουνίου (στο τέλος της χρονιάς) τραγούδησε
το "Γεροδήμο" πολύ ωραία. Ωστόσο είχε ήδη καθιερωθεί στο χωριό ως
τραγουδίστρια. Η Σοφία Κολλητήρη εμφανίστηκε για πρώτη φορά σε πάλκο στις 12
Δεκεμβρίου στο πανηγύρι του Αγίου Σπυρίδωνα (ενός διπλανού χωριού) και
χάλασε κόσμο. Ήταν μόνο 13 χρονών! Το πρώτο μερίδιο (χαρτούρα) που πήρε από
το τραγούδι η Σοφία ήταν από αυτό το πανηγύρι, 370 δραχμές. Ήταν αρκετά
χρήματα και τα έδωσε στον πατέρα της να ψωνίσει για την οικογένειά της τα
Χριστούγεννα.
Έτσι, σιγά - σιγά άρχισε η
Κολλητήρη να μαθαίνεται στα γύρω χωριά της Φωκίδας και να τραγουδάει στους
γάμους και τα πανηγύρια. Την επόμενη χρονιά η φήμη της έφθασε στο Αγρίνιο
και άρχισε να έχει προτάσεις από πανηγύρια της Αιτωλοακαρνανίας. Είχε
δουλέψει ήδη δύο καλοκαίρια και είχε μπει καλά στην δουλειά. Στις 10
Φεβρουαρίου του 1958 βρέθηκε μαζί με το συγκρότημα του Νίκου Καλτσά στο
πανηγύρι της Ακράτας. Στην Ακράτα εκείνη την χρονιά έπαιζαν πέντε
συγκροτήματα, του Γιώργου Παπασιδέρη με κλαρίνο το Παναγιώτη Πέππα, του
Κοκοντίνη μαζί με τον Δημήτρη Ζάχο, του Κόρου με τον Σκαφίδα και του Φώτη
Χαλκιά.
Η μικρή Σοφία ξάφνιασε όλο το χωριό
με την τόσο ωραία και δυνατή φωνή της. Μάλιστα έλεγε και το "Σελίμπεη". Το
πρωί, ενώ τ' άλλα συγκροτήματα είχαν σχολάσει, ο Παπασιδέρης πήγε στην
ταβέρνα που τραγουδούσε η Σοφία. και ζήτησε να της μιλήσει. Αυτή όμως ή
ντρεπόταν ή φοβόταν το θείο της (σαντούρι) και δεν πήγε. Ο Παπασιδέρης
περίμενε μέχρι που τελείωσαν και της συστήθηκε. Δεν τον γνώριζε προσωπικά,
αλλά τον είχε ακούσει και τον είχε ως πρότυπο. Τη ρώτησε αν ήθελε να πάει
μαζί του στην Αθήνα για να ηχογραφήσει το "Σελίμπεη" που το έλεγε τόσο
ωραία. Αυτό ήταν κάτι που το ήθελε όσο τίποτα άλλο. Να άκουγε τον εαυτό της
στο ραδιόφωνο.
Ο σπουδαίος Οδυσσέας Ελύτης είχε γράψει πως «καμιά επανάσταση, ούτε στην τέχνη,
ούτε στην ζωή, δεν έχει περισσότερες ελπίδες επιτυχίας, από ΄κείνη που
χρησιμοποιεί για ορμητήριό της την παράδοση» (1).
Το δημοτικο-λαϊκό τραγούδι της Επαναστάσεως του ΄21 σκαρώθηκε στα κλέφτικα
λημέρια. Τραγουδήθηκε και χορεύτηκε εκεί, πολλές φορές μόνο για μια βραδιά, και
μετά χάθηκε, σβήσθηκε, ξεχάσθηκε… Ύμνησε τον άνδρα, τον ήρωα, την γυναίκα, την
μάνα, το χωριό, την φύση… Έδωσε χαρά και δύναμη σε όσους το άκουσαν και το
χάρηκαν, και την άλλη μέρα, βγήκαν να πολεμήσουν, ψελλίζοντας το στα χείλη τους…
Όπως έκαναν οι αρχαίοι Σπαρτιάτες, που πολεμούσαν τραγουδώντας το τραγούδι που
έγραψε ειδικά για την περίσταση ο ποιητής Τυρταίος, και που τους είχε
τραγουδήσει το προηγούμενο βράδυ!
Γι’ αυτό χάθηκαν τα περισσότερα από αυτά τα άκρως επαναστατικά τραγούδια… Γιατί
τότε στα κλέφτικα λημέρια δεν υπήρχαν γραμματικοί και καλαμαράδες, αλλά κλέφτες,
αγράμματοι, αγρότες και κτηνοτρόφοι, άνθρωποι του προφορικού λόγου και της
παραδόσεως, άνθρωποι του μύθου.
Έπειτα η χρόνια σκλαβιά, είχε αδυνατίσει την θέληση για χορό και τραγούδι. Οι
ποιητάδες κι οι τραγουδιστάδες εξέλιπαν συν τω χρόνω κι αυτές οι μούσες είχαν
κουρνιάξει στις σπηλιές τους, τρομαγμένες από τους πολλούς κρότους των όπλων, το
πολύ αίμα στην γη που αγαπούσαν: Τον Όλυμπο, τα Πιέρια, τον Ελικώνα…
Όταν το περιστατικό ή το γεγονός για το οποίο πλέχθηκε το τραγούδι έπαψε να
είναι στην επικαιρότητα, όταν έπρεπε να πλεχθεί νέο, για να καλύψει και τις
σημερινές ανάγκες, τις νέες μάχες και τους νιόκοπους ήρωες, τότε το παλιό
ξεχνιόταν και σκαρωνόταν γρήγορα-γρήγορα το καινούργιο. Νέες χαρές, νέα
πανηγύρια! Η χαρά, ο χορός αλλά κι ο Χάρων στην ελληνική θεία γλώσσα έχουν την
ίδια ρίζα! (Θυμίζω ότι ο Ζορμπάς του Καζαντζάκη σηκώθηκε και χόρεψε στην πιο
βαθειά του θλίψη, στον θάνατο του παιδιού του!).
Τις περισσότερες φορές αυτά τα αυτοσχέδια τραγούδια δεν ξεπέρναγαν τα όρια της
εκτάσεως του λημεριού, άντε του βουνού. Τα πιότερα απ’ αυτά δεν ήταν γνωστά καν
στο αντικρύ βουνού, στους γείτονες κλέφτες. Εκείνοι είχαν άλλα, δικά τους,
δικούς τους ήρωες και νεκρούς να κλάψουν και να νεκρολογήσουν, δικές τους μάχες
να διδάξουν, δικά τους πρόσωπα είχαν ανάγκη να θυμηθούν.
Κι έτσι χάθηκαν τα περισσότερα δημοτικο-λαϊκά τραγούδια εκείνης της σπουδαίας
για την Ελλάδα και τον πολιτισμό της εποχής!
Κάποιοι πολεμιστές, που έφευγαν από το ένα στρατόπεδο και πήγαιναν στο άλλο,
μετέφεραν μαζί με το καριοφίλι τους και κάποια από τα τραγούδια που αγαπούσαν να
λένε στο προηγούμενο λημέρι τους. Μετέφεραν ό,τι εθυμούντο απ’ αυτά. Κι όπως τα
εθυμούντο. Στην προσπάθειά τους να τα αποδώσουν στην απλούστερη μορφή μέτρου
(τον 15σύλλαβο ή 8+7 δηλ. αυτό που λέμε σήμερα ζεϊμπέκικο) προσέθεταν και
αφαιρούσαν λέξεις, με την μαεστρία που έχει αυτός ο λαός να αυτοσχεδιάζει, να
γίνεται ποιητής, ζωγράφος, καλλιτέχνης όποτε θέλει. Κι όσοι τ’ άκουγαν, τα
διέδιδαν προσθέτοντας ή αφαιρώντας τα δικά τους. Και φθάναμε σε ένα σημείο, που
το πρωτότυπο είχε χαθεί, αλλά όχι τα θεμέλιά του. Κάποιες φράσεις-κλειδιά έμεναν
πάντα ίδιες και πάνω σε αυτές ο καθείς με το ταλέντο του έκτιζε την ιστορία που
βίωσε, υμνούσε τον οπλαρχηγό υπό τις διαταγές του οποίου επολέμησε, την πόλη ή
το χωριό του που εγκατέλειψε, το κάστρο που πήρε…
Η Ελλάς όμως δεν επαναστάτησε μόνο μια φορά. Θα ήταν παλαβό και ανιστόρητο να
ισχυρισθεί κάποιος πως κάποιοι Έλληνες ξαφνικά και από το πουθενά, μαζεύθηκαν
στην Αγ. Λαύρα και είπαν να επαναστατήσουν κατά των Τούρκων. Η επανάσταση
- αυτό το «πανηγύρι των καταπιεσμένων» (Λένιν) - είναι η σταγόνα που ξεχειλίζει
το ποτήρι.
Οι Έλληνες δεν έπαψαν ούτε μία στιγμή να επαναστατούν και να εξεγείρονται κατά
των οθωμανών, από την ¶λωση της Πόλεως και μετά. Μόνον που αυτές οι επαναστάσεις
ήταν τοπικές, μικρές και ανοργάνωτες, δεν έχαιραν υποστηρίξεως και ως εκ τούτου
ήσαν καταδικασμένες εν τη γεννέσει τους. Παρ’ όλα αυτά, απετολμήθησαν από τους
Έλληνες. Μίλα στον Έλληνα για επανάσταση που θεωρεί δίκαια και όραμα, και αμέσως
θα βρεις τον πρώτο σου στρατιώτη!
Το δημοτικό μας τραγούδι ήταν εκείνο το μέσον, που διαφύλαξε ως κόρην οφθαλμού
τις μάχες και τις ανδραγαθίες των Ελλήνων, που η επίσημη ιστορία απεσιώπησε, για
πολλούς λόγους, που δεν είναι του παρόντος. Αλλά δεν αποσιώπησε ο λαός. Γιατί
«του Έλληνος ο τράχηλος ζυγόν δεν υπομένει», αλλά και «του Έλληνος το στόμα
φίμωτρο δεν ανέχεται».
Θα σας θυμίσω κάποιες άγνωστες επαναστάσεις των Ελλήνων, μέσω της δημοτικής
μούσας:
Μια από τις ελληνικές επαναστάσεις που δυστυχώς δεν διδασκόμεθα, είναι και αυτή
του ηγεμόνος της Βλαχιάς Μιχαήλ του Γενναίου (1557-1601). Το
Πελοποννησο-αθηναϊκό ελληνικό κράτος την «ξέχασε». Την διέσωσαν όμως τα
θρακιώτικα δημοτικά τραγούδια. Σε αυτόν αναφέρεται το τραγούδι «Μιχάλμπεης»
(αφηγηματικό ιστορικό τραγούδι της Δυτ. Θράκης, σε ήχο πλάγιο Α΄).
Μιχάλμπεης βουλεύτηκε τούς Τούρκους να χαλάσει
με τετρακόσια κάτεργα κι εξήντα δυό γαλιόνια.
Μπροστά πααίν’ τα κάτεργα και πίσω τα γαλιόνια,
στην μέσ’ πααίν’ Μιχάλμπεης, μεγάλος καπετάνιος!
Στο ΄να του χέρ’ κρατά σταυρό και στ’ άλλο το σπαθί του,
τον τρέμει ούλη η Τουρκιά και της Βλαχιάς τα μέρη.
Δημήτρης Ζάχος
Στο δημοτικό τραγούδι, από τις
αρχές του αιώνα μέχρι και τις μέρες μας, αρκετές ήταν οι φωτεινές
περιπτώσεις ερμηνευτών που ξεχώρισαν για τις σπάνιες φωνητικές τους
ικανότητες και αγαπήθηκαν ιδιαίτερα από το κοινό. Ορισμένοι εξ αυτών
διαδραμάτισαν σημαντικό ρόλο στη διάσωση και στη διάδοσή του μέσω σχολών,
σεμιναρίων και ειδικών προγραμμάτων και δραστηριοτήτων όπου συμμετείχαν.
Εκείνος όμως που έφερε τον αέρα και την αύρα του σταρ, στο είδος,
συναγωνιζόμενος σε δημοτικότητα και πωλήσεις ακόμα και τους «λαϊκούς» και
τους «ελαφρούς» συναδέλφους του, δεν είναι άλλος από τον Δημήτρη Ζάχο .
Γεννήθηκα στα Γιάλουτρα της Αιδηψού
στην Εύβοια. Με το τραγούδι στην οικογένεια δεν ασχολιόταν κανείς
συστηματικά. Από μικρός βέβαια εγώ τραγουδούσα μια φωνή. Πηγαίναμε για
ψάρεμα, για πυροφάνι κι εγώ τραγουδούσα στον αέρα. Υπηρέτησα φαντάρος στον
Γράμμο περίπου τρία χρόνια. Όταν πήρα το απολυτήριο, επέστρεψα στο χωριό
μου. Εκεί ο ψάλτης που είχαμε μου πρότεινε να με πάει στον παπα-Τσάκαλο
Ιστιαίας, όπου βρισκόταν η έδρα της επαρχίας μας, για να μάθω βυζαντινή
μουσική. Κάτι φαίνεται διέκρινε στη φωνή μου. Ο παπα- Τσάκαλος με παρέπεμψε
στον Κώστα Δεληγιάννη, που με δίδαξε για περισσότερο από τρεις μήνες να
διαβάζω τις νότες και άλλα πολλά.
Τον Δεκαπενταύγουστο γινόταν στην
Ιστιαία μεγάλο πανηγύρι και ήρθε για να ψάλει ο περίφημος τότε Χατζημάρκος,
πρωτοψάλτης στο ναό του Αγίου Νικολάου του Βόλου και καθηγητής της
βυζαντινής μουσικής. Με έβαλε και έψαλα, αλλά δεν του γέμισα τα αφτιά. Όταν
τον συνοδέψαμε στο λιμάνι για να πάρει το πλοίο Κύκνος για τον Βόλο, ήμασταν
μέσα στο αυτοκίνητο ενός φίλου μου, μαζί με τον παπα - Τσάκαλο. Κάποια
στιγμή ο Χατζημάρκος μου λέει: «Μπορείς να πεις ένα τραγούδι, το Σαν πας
πουλί μου στο Μοριά; » «Βεβαίως» του απαντώ και αρχινάω να το τραγουδώ.
Έκανα διάφορους κελαϊδισμούς, στροφές με τη φωνή μου και, ενώ δεν τον
ικανοποίησα ως ψάλτης, τον αιχμαλώτισα σαν τραγουδιστής.
Το 1789 ο δερβέναγας του Αλή-πασά Γιουσούφ Αράπης εκστρατεύει με 3.000
Τουρκαλβανούς εναντίον των αρματολών Θεσσαλίας και Ρούμελης. Αντιδρούν οι
Κοντογιανναίοι. Γενάρχης τους ήταν ο «ένδοξος και μεγαλοπρεπής» (κατά Κασομούλη)
Γιαννάκης Κοντογιάννης, αρματολός Πατρατζικίου (Υπάτης), ο οποίος πολεμούσε από
το 1750. Μετά τον θάνατό του, αντί να κληροδοτήσει σπίτια και παλλάτια στους
υιούς του, Κωνσταντή και Μήτσο, τους κληροδότησε το όραμα της Επαναστάσεως!
Αυτοί αντέταξαν ισχυρά αντίσταση, αλλά διεσκορπίσθησαν και συνέχισαν τον πόλεμο
ως κλέφτες. Τελικώς, σε μία μάχη κοντά στην γέφυρα της Τατάρνας στην Ευρυτανία
(αρχές 19ου αι.), ο Κωνσταντής εσκοτώθη κι αιχμαλωτίσθηκε ο υιός του Κωνσταντή,
Νικολάκης. Αργότερα, ο Νικολάκης εξαγοράσθηκε και χωρίς να πτοηθεί από το
προηγούμενο τραυματικό βίωμά του, έλαβε μέρος στην Επανάσταση του 1821 - μαζί με
τον θείο του Μήτσο Κοντογιάννη. Ποιος καλείται να περάσει στην αθανασία την
αντίσταση και επανάσταση των Κοντογιανναίων; Μα φυσικά, το δημοτικό τραγούδι! Ο
λαός βάζει αγγελιαφόρο να φέρει μαντάτο στην Κοντογιάνναινα – γιατί το θηλυκό
φέρνει την ζωή, το θηλυκό προώρισται να την κλαύσει – να θρηνεί, σε μια σκηνή
που μας αποδεικνύει το πόσο το δημοτικό μας τραγούδι είναι η συνέχεια της
αρχαίας ελληνικής τραγωδίας:
«Το τι μαντάτα μου ΄φερες από τους καπετάνους;».
«Πικρά μαντάτα σου ΄φερα από τους καπετάνους,
τον Νικολάκη πιάσανε, τον Κωνσταντή βαρέσαν!»…
«Πού ΄σαι, μανούλα, πρόφτασε, πιάσε μου το κεφάλι,
και δέσ’ το μου σφιχτά-σφιχτά, για να μοιριολογήσω!
Και ποιον να κλάψω από τούς δυό, ποιόν να μοιριολογήσω;»…
Το 1807 γίνεται η μεγάλη επανάστασις του Ολύμπου, με επί κεφαλής τους Λαζαίους,
τους 4 αρματολούς του θεϊκού βουνού, τους υιούς του Λάζου, τους Λαζαίους (ή τα
Λαζόπουλα - όπως είναι γνωστοί ο Τόλιας, ο Χρήστος, ο Νίκος και ο Κώστας). Η
επανάστασις κατεστάλη. Οι τρεις πρώτοι παρέμειναν στην Ραψάνη, ο Κώστας εκρατήθη
όμηρος, από τον Αλή-πασά στα Ιωάννινα! Το 1812, ανέλαβε το πασαλίκι της
Θεσσαλίας ο υιός του Αλή, Βελή-πασάς. Κυνήγησε και σκότωσε τους Λαζαίους, στην
Ραψάνη. Τις δε οικογένειές τους απήγαγε στον Τύρναβο. ¶ρπαξε δε για το χαρέμι
του, την ομορφότερη, την γυναίκα του Κώστα, για προσβολή και για πόνο. Κι ο
Κώστας, αργότερα, σκοτώθηκε από τον Αλή-πασά. Καμμιά σελίδα των βιβλίων μας δεν
τα γράφει τούτα. Δεν τους υμνεί. Μόνο οι σελίδες των δημοτικών τραγουδιών
διέσωσαν την αλήθεια, μέσα από τους στίχους του τραγουδιού «Των Λαζαίων οι
γυναίκες»:
Τρία πουλάκια κάθουνται στον Έλυμπο στην ράχη.
Το ΄να τηράει τα Γιάννινα, τ’ άλλο την Κατερίνα,
το τρίτο το καλύτερο μοιρολογάει και λέει:
«Τι ΄ν’ το κακό που πάθαμε, οι μαύροι οι Λαζαίοι!
Μας χάλασε ο Βελή-πασάς, μας έκαψε τα σπίτια,
μας πήρε τις γυναίκες μας, μας πήρε τα παιδιά μας!
Στον Τούρναβο τις πάπαε, πεσκέσι του βεζύρη!
Μπροστά πηγαίνει η Τόλιαινα κι οπίσω οι συννυφάδες,
κι οπίσω-οπίσω η Κώσταινα με το παιδί στο χέρι!
Σαν μήλο, σαν τριαντάφυλλο, σαν νεραντζιά κομμένη!
Βγαίνουν κυράδες, την τηρούν από τα παραθύρια:
«Ποιες είν’ αυτές οπο’ ΄ρχουνται στην Πόρτα, στο σαράι;».
«Κυράδες, τι λογιάζετε, κυράδες, τι τηράτε;
Εμείς είμαστε κλέφτισσες, γυναίκες των Λαζαίων»!
Βελή-πασάς αγνάντευε, στέκει και τις ρωτάει:
«Γυναίκες, πού είν’ οι άντροι σας κι οι καπεταναραίοι;»
«Είναι ψηλά στον Έλυμπο, ψηλά στα κυπαρίσσια».
«Πάρτε τες τρεις, φλακώστε τες, βάλτε τες στο μπουντρούμι,
την Κώσταινα την όμορφη, φέρτε την στο χαρέμι!».
Στα Αθαμανικά όρη έμεινε το τραγούδι «Η πεθαμένη καλογριά» να θυμίζει με
αλληγορίες μια ακόμη αποτυχημένη ελληνική επανάσταση, που ύψωσε την σημαία της
με τον παπα-Θύμιο Βλαχάβα, στα Χάσια όρη, στις 5 Μαΐου 1808, γιατί ο
Μαχμούτ-πασάς πετσόκοψε τον αδελφό του Θεοδωράκη και 650 συντρόφους του, αφού
αντέταξε απέναντί τους 15.000 στρατό! Το Κίνημα της Ρούμελης του παπα-Θύμιου
απέτυχε. Ο ίδιος συνελήφθη και θανατώθηκε από τον Αλή πασά, το 1809, δια
διαμελισμού στα Ιωάννινα. (2) Σήμερα η μνήμη του όμως μένει
ζωντανή με τον χορό καγκελάρι στα Αθαμανικά όρη της Ηπείρου, που είναι γεμάτος
όρκους. Ο όρκος για τον Έλληνα είναι κάτι ιερό. Δεν ορκίζονταν εύκολα οι
Έλληνες. Παρά μόνο για πολύ σοβαρούς λόγους, και δη εθνικούς. Σε αυτήν την μνήμη
θέλουν να ανατρέξουμε οι ανώνυμοι ποιητάδες μας, όταν μας προτρέπουν:
Μα τον άγιο Κωνσταντίνο, τον χορό δεν τον αφήνω...
Στο όνομα του Κωνσταντίνου η Ελλάς πάλλεται! Γνωρίζει καλά πως αυτός ήταν που
ίδρυσε την Κωνσταντινούπολη. Αυτό το όνομα είχε και ο τελευταίος αυτοκράτωρ της,
ο πλέον τραγικός άνθρωπος του κόσμου, που του έλαχε μοίρα επί των ημερών της
βασιλείας του να«πέσει η Πόλις»,
προδομένος από το ιερατείο και τους πολιτικούς του! Ο λαός μας πιστεύει πως
αυτός δεν έχει πεθάνει! Μαρμάρωσε από το όνειδος και θα ξεμαρμαρωθεί, όταν «πάλι
με χρόνια με καιρούς, πάλι δικά μας θα ΄ναι». Στο όνομά του, λοιπόν, ορκίζεται ο
λαός. Και κάτι ακόμη σημαντικό: Αποκαλεί «χορό» τον πόλεμο, την επανάσταση. Αυτό
που άλλοι λαοί τρέμουν και απεύχονται, ξορκίζουν και φοβούνται «για μας παιχνίδι
ο πόλεμος»!
Οι ποιητάδες προτρέπουν να δώσουμε και άλλον όρκο:
Μα τον άγιο Ιωάννη, ο χορός πάει γαϊτάνι...
Στο όνομα του αγίου Ιωάννου, οι επαναστατημένοι Έλληνες ακούν τον Πρόδρομο. Τον
πρόδρομο της ελευθερίας, της ανεξαρτησίας. Δεν είναι τυχαίο που αυτόν – τον
Πρόδρομο δηλαδή – επέλεξαν και οι φιλικοί για να ορκίζονται! Οι λέξεις για τους
Έλληνες έχουν σημασία και πέρα απ’ αυτό που λένε. Οι λέξεις, οι συλλαβές και τα
γράμματα για μας είναι σύμβολα. Και το σύμβολο είναι το μέσον με το οποίο πας
στην βολή, στον στόχο σου! Κι εδώ πάλι ο πόλεμος αποκαλείται χορός, και μάλιστα
χορός με συνέχεια και συνέπεια, όπως το γαϊτάνι…
Βρίσκουμε και όρκο στον άγιο Αριστομένη!
Μα τον άγιο Αριστομένη, κάθονται μακρυά οι ξένοι.
Ποιος είναι άραγε αυτός ο άγιος;
Ο άγιος Αριστομένης που επικαλείται ο λαός μας σε μια επανάσταση, δεν είναι
άλλος από τον ήρωα των αρχαίων Μεσσηνίων, ο οποίος, το 688 π.Χ., ξεσήκωσε τους
Μεσσηνίους εναντίον των Σπαρτιατών κατακτητών του τόπου τους! Όνομα που ο
Έλληνας έχει συνδέσει με επανάσταση. Στον δε στίχο «κάθονται μακρυά οι ξένοι»
γίνεται υπαινικτική αναφορά στην ουδετερότητα που κρατούσαν οι ξένες δυνάμεις,
στο έγκλημα κατά της Ελλάδος. Ο στίχος θέλει να ξυπνήσει τους Έλληνες και να
τους πει πώς να μην περιμένουν τίποτε από κανέναν. Εάν δεν ξεσηκωθούν από μόνοι
τους, δεν θα ελευθερωθούν ποτέ!
Βρίσκουμε τους κλέφτες να ορκίζονται στον άγιο Αρσένη!
Μα τον άγιο Αρσένη, φεύγουνε ταχιά οι ξένοι.
Γιατί; Γιατί στο όνομά του ο Έλληνας βρίσκει πίσω από την λέξη το αρσενικό, τον
ανδρισμό που χρειάζεται, την αρρενωπότητα. Και κάτι ακόμη σημαντικό: Ο άγιος
Αρσένη εορτάζεται στις 8 Μαΐου. Ανοιξιάτικα! (Όπως μαγιάτικοι είναι και ο
Κωνσταντίνος και ο Αθανάσιος, που θα δούμε παρακάτω). Την εποχή, που συμβολικά
ανοίγει η φύση, η διάθεση για πανηγυρικό ξεσηκωμό:
Ακόμα ετούτη την άνοιξη, τούτο το καλοκαίρι,
ώσπου να ΄ρθεί ο Μόσκοβος, να φέρει το σεφέρι…
Βρίσκουμε όρκο κλεφτών στην αγία Αικατερίνη.
Μα την άγια Αικατερίνη, κάν’ας ξένος δεν θα φύγει..
Ποια είναι η Αικατερίνη η οποία υπομνηματίζεται εδώ; Εκείνη η όμορφη Αιγυπτία
κόρη, που άγιασε κατά τον χριστιανισμό και φυτεύθηκε στην θέση της
κατακρεουργημένης από πλήθος φανατικών πιστών του Υπατίας; Όχι βέβαια. Για να
επαναστατήσεις χρειάζεσαι ισχυρά πρότυπα. Εδώ το όνομα της Αικατερίνης
παραπέμπει στην τσαρίνα της Ρωσίας και στην βοήθεια που οι Έλληνες καρτερούσαν
από την Αγ. Πετρούπολη. Έπειτα υπήρχε έντονη ακόμη στην μνήμη τους και η
Αικατερίνη των Μεδίκων συνδεδεμένη με την μεγάλη σφαγή την Νύκτα του Αγ.
Βαρθολομαίου που προκάλεσε (23.8.1572)! Την βοήθεια της τσαρίνας Αικατερίνης
στέλνουν σαν κρυφό μήνυμα, λοιπόν, και την σφαγή της Αικατερίνης των Μεδίκων
προαναγγέλλουν. «Κανένας ξένος δεν θα φύγει», υπόσχεται ο όρκος, γιατί οι
Έλληνες είχαν αγαπήσει τους ξένους φιλέλληνες – και πώς να μη; - που είχαν έλθει
έως εδώ, εγκαταλείποντας σπίτια, πατρίδες και περιουσίες, για να πολεμήσουν για
το δίκαιο αίτημα της πιο πνευματικής χώρας στον κόσμο, έναντι της πλέον
βάρβαρης!
Όρκο βρίσκουμε και στην αγία Κυριακή:
Μα την άγια Κυριακή, όλ’ οι ξένοι είν’ αδερφοί…
Όλοι όσοι άκουγαν το όνομα της αγίας Κυριακής, στον όρκο και το δημοτικό
τραγούδι, δεν πήγαινε ο νους τους στην χριστιανή αγία Κυριακή, την οποία
ελάχιστα εγνώριζαν εκείνη την εποχή, αλλά στην άλλη, την σπουδαιότερη γι’ αυτούς
Κυριακή της Αναστάσεως του Γένους. Αυτήν ονειρεύονταν, αυτήν τραγουδούσαν, σε
αυτήν ορκίζονταν! Και ενθυμούντο και την πάγια αρχή της φιλοξενίας των Ελλήνων,
την οποία είχαν αναγάγει και σε θεότητα, με μπροστάρη τον Ξένιο Δία. Και
υπόσχονταν στους ξένους που είχαν ανέβει στα βουνά κι είχαν ενσωματωθεί μαζί
τους, πως όταν όλα κοπάσουν κι η Ελλάς θα είναι λεύτερη και πάλι, θα ζήσουν σαν
αδέλφια.
Και τ’ άλλο πάλι; Τι είναι ο όρκος στην αγία Πολυξένη;
Μα την άγια Πολυξένη, είμαστε αδερφωμένοι…
Ποιο μήνυμα ήθελαν να περάσουν αναγάγοντας σε αγία κάποιαν Πολυξένη; Για ποιαν
Πολυξένη μιλούσαν; Ποιαν ήθελαν να ξυπνήσουν μέσα από τα αραχνιασμένα αρχεία των
μυαλών τους; Μα φυσικά την θυγατέρα του Πριάμου της Τροίας, την οποία ενώ
εμνηστεύετο στον ναό του Απόλλωνος, ο Αχιλλεύς ο πολυύμνητος, εφονεύθη υπό του
θλιβερού Πάριδος! Το ζεύγος έμεινε όμως στην ψυχή των Ελλήνων να συμβολίζει την
αιώνια ψυχική ένωση, αφού κι αυτή, η κόρη, εθυσιάσθη, γι’ αυτό, στον τάφο του! Ο
στίχος είναι μια πανάρχαια κραυγή, που θα μπορούσε να ειπωθεί και «ως τον ¶δη
ενωμένοι» εάν δεν ήθελε να κάνει αναγωγή σε αέναα πρότυπα του ελληνισμού!
Όρκος και για την αγία Παρασκευή ευρίσκεται στα δημοτικά μας τραγούδια των
κλεφτών της Επαναστάσεως.
Μα την άη Παρασκευή, είμαστε όλοι αδερφοί.
Σκόπευε κατ’ ευθείαν όχι στην χριστιανή αγία, αλλά στην παρασκευή-προπαρασκευή
του Αγώνος που ήθελε να μηνύσει. Σε μια τέτοια παρασκευή στηρίζονταν όλες οι
ελπίδες του Γένους. Κι όσο πιο άρτια αυτή προετοιμαζόταν, τόσο πιο τρανή
επιτυχία θα είχε. Γι’ αυτόν τον στόχο, «είμαστε όλοι αδερφοί», φράση που
αντλούσε και από την - πρόσφατη τότε -
Γαλλική Επανάσταση!
Τελευταίος όρκος, ήταν ο όρκος στον άγιο Αθανάσιο:
Μα τον άγιο Αθανάση, ο χορός μας ας χαλάσει...
Μέσω της αναφοράς του αγίου Αθανασίου στον όρκο και το τραγούδι, ο Έλληνας
έβλεπε τις ανοιχτές πύλες της αθανασίας που τον καρτερούσαν, εάν ο χορός-πόλεμος
χαλάσει και τον χαλάσει. Γιατί ο Έλληνας πάντα είχε μεταφυσικές αναζητήσεις, ο
πρώτος διδάξας! Δεν θα επέτρεπε σε κανέναν κατακτητή να του τις στερήσει. Πάντα
ήλπιζε σε ένα καλύτερο αύριο, πέρα από το εφήμερο σήμερα. Όμως πίστευε ακράδαντα
πως για να φθάσει σε αυτό, θα έπρεπε να πολεμήσει. Κανείς δειλός Έλλην δεν
πέρασε ποτέ στην αθανασία με χρυσά γράμματα. Κι αυτό το ήξερε καλά. Γι’ αυτό και
στο όνομα του Αθανασίου, υπόσχεται και βλέπει την αθανασία, που πάντα ποθούσε η
φυλή να αποκτήσει. Και γι’ αυτήν άφησε συγγράμματα, έκανε επιτεύγματα, έμεινε εν
ολίγοις λόγοις, στην κορυφή του πανθέου στην πυραμίδα των λαών του κόσμου!
Τον Σεπτέμβριο του 1826, ο Ρουμελιώτης στρατηγός Γιάννης Μακρυγιάννης μετά του
Γκούρα επολιορκούντο στην Ακρόπολη των Αθηνών από τους οθωμανούς. Περισσότερο
γνωστός ως ιστορικός συγγραφέας ο Μακρυγιάννης – όπως μας τον αποκάλυψε ο Γ.
Βλαχογιάννης, με την έκδοση των «Απομνημονευμάτων» του – καίτοι τραχύς, έψαλλε
πολύ ωραία τα δημοτικά άσματα, καλλίφωνος ων, ενώ πολλάκις αυτοσχεδίαζε,
φέρνοντας το δημοτικό τραγούδι κοντά στο γεγονός που ήθελε να υμνήσει,
καθιστώντας το έτσι εργαλείο της ιστορίας.(3) Ένα τέτοιο δικό
του μοιρολόι, λοιπόν, ήταν και αυτό που έψαλλε στο Σερπεντζέ, στην θέση που
υπεράσπιζε. Εκάλεσε σε δείπνο τον Γκούρα και τους άλλους οπλαρχηγούς. Ο Γκούρας
κι ο Παπακώστας τον παρακάλεσαν να τραγουδήσει, γιατί είχε καιρό να το κάμει.
Και ο Μακρυγιάννης το έκαμε, συνοδευόμενος, ίσως από τον ταμπουρά του, την
πανάρχαια πανδουρίδα του Πυθαγόρα. Είπε τότε το εξής αυτοσχεδιαστικό – δικό του
δηλαδή – μοιρολόι:
Ο Ήλιος εβασίλεψε (Έλληνα μου, βασίλεψε) και το φεγγάρι εχάθη (4)
κι ο καθαρός Αυγερινός που πάει κοντά στην Πούλια
τα τέσσερα κουβέντιαζαν και κρυφοκουβεντιάζουν.
Γυρίζει ο Ήλιος και τους λέει, γυρίζει και τους κρένει:
«Εψές οπού βασίλεψα πίσου από μια ραχούλα,
άκ’σα γυναίκεια κλάμματα κι ανδρών τα μοιργιολόγια,
γι’ αυτά τα ηρωικά κορμιά στον κάμπο ξαπλωμένα,
και μέσ’ στο αίμα το πολύ είν’ όλα βουτημένα.
Για την πατρίδα πήγαινε στον ¶δη τα καημένα».
Ο Γκούρας αναστέναξε και του λέει:
- Αδελφέ Μακρυγιάννη, σε καλό να το κάμη ο Θεός, άλλη φορά δεν τραγούδησες τόσο
παραπονεμένα. Αυτό το τραγούδι σε καλό να μας βγη.
- Είχα κέφι, του είπε ο Μακρυγιάννης, οπού δεν τραγουδήσαμεν τόσον καιρόν.
Το τραγούδι που έχει ως βάση του την δημοτική ποίηση, έμελλε να γίνει
πανελληνίως γνωστό κι αγαπητό, και να περάσει στα άπαντα των δημοτικών μας,
καίτοι έχει επώνυμο δημιουργό.
Εάν δεν ήταν η δημοτική μας ποίηση, πολλές από τις ηρωικότερες σελίδες των
Ελλήνων θα είχαν χαθεί. Και καλά που βρέθηκε ένας Γιάννης Βλαχογιάννης, ο οποίος
προσπαθώντας το 1895 να εκδώσει την ιστορική μελέτη του «Ο θάνατος του
Ανδρούτσου», ανακάλυψε πως για την συγγραφή της ταλαιπωρήθηκε να συλλέξει υλικό!
Έτσι αντελήφθη πως το νεοσύστατο ελληνικό κράτος δεν διατηρούσε Αρχείον του
Αγώνος του ΄21! Απεδύθη τότε σε μια τιτάνια προσπάθεια να το διασώσει. Εθυσίασε
όλη του την ζωή σε αυτόν τον σκοπό. Αυτό είχε ως αποτέλεσμα να παραμελήσει το
προσωπικό του πνευματικό έργο. Ήταν πάντως επιλογή του να θυσιάσει την προσωπική
του δημιουργία για να μας κάνει γνωστή την Επανάσταση του ΄21, αλλά και τις
μάχες του γλωσσικού ζητήματος, και κάθε ιστορικό έγγραφο από την εποχή της
Αλώσεως, έως το 1868. Αναζήτησε χειρόγραφα και γράμματα των αγωνιστών, από
συγγενείς τους, φίλους τους, κλπ. Τα περισσότερα εξ αυτών είχαν πωληθεί με το
κιλό σε μπακάλικα, μανάβικα και κρεοπωλεία για… κόλλες περιτυλίγματος! Ο
Βλαχογιάννης τα αγόραζε, με μεγάλη προσωπική του στέρηση, από αυτά τα
καταστήματα… Τα ιστορικά κείμενα αυτά, εάν δεν ήταν ο Βλαχογιάννης θα ήταν
καταδικασμένα να χαθούν! Από το 1888 ως το 1913 είχε καταφέρει να συγκεντρώσει
έγγραφα και χειρόγραφα, που ξεπερνούσαν τις 300.000 σελίδες, τις οποίες είχε
τακτοποιήσει σε φακέλους, με βάση το θέμα και τη χρονολογία! Συνέλεγε με κόπο
και χρήμα όλα τα γραπτά κείμενα της εθνεγερσίας, πληρώνοντας από την τσέπη του,
σωρούς χαρτιών, που το επίσημο κράτος εκποιούσε ως άχρηστα! Διέσωσε επίσης το
«Αρχείον Αγώνος», το οποίο εφυλάσσετο στο Αρχειοφυλακείο, που είχε ιδρύσει ο
Καποδίστριας, το οποίο όμως όταν καταργήθηκε η φύλαξίς του περιήλθε στο
Ελεγκτικό Συνέδριο (1885) και ένα μέρος του μεταφέρθηκε στη Βουλή. Για...
«λόγους χώρου», λοιπόν, αποφάσισαν οι - πάντα ανεύθυνοι - δημόσιοι υπάλληλοι
γραφειοκράτες να το εκποιήσουν (1893) με δημοπρασία (Εφημερίδα της Κυβερνήσεως,
16.4.1893). (5)
Αλλά σε αυτό το σημείο, έχει σημασία να ιδούμε πως διεσώθη το δημοτικό μας
τραγούδι και ποιοι ήσαν οι πρώτοι που εργάσθηκαν για να φθάσει έως εμάς:
Τα πρώτα ελληνικά δημοτικά τραγούδια είχαν καταγραφεί από ξένους περιηγητάς στην
Ελλάδα, αλλά ήταν σποραδικά και όχι συγκεντρωμένη και αναλυτική καταγραφή με
στοιχεία.
Αναφέρεται μόνο ότι στην Ι. Μονή Ιβήρων του Αγίου Όρους υπήρχε μια συλλογή από
13 ελληνικά δημοτικά τραγούδια, αλλά κι αυτή δεν βρέθηκε ποτέ.
Το 1804 φαίνεται πρώτος να ενδιαφέρεται για τα ελληνικά δημοτικά τραγούδια ο
οικονομολόγος Sismonde de Sismondi (6), ο οποίος σε γράμμα σε
αριστοκράτισσα φίλη του στην Κέρκυρα, της ζητάει να του στείλει τα δημοτικά
τραγούδια του νησιού της. Πράγματι, λοιπόν, η Κερκυραία του έστειλε κάποια
δημοτικά της περιοχής της, αλλά άγνωστο τι απέγιναν κι αυτά και οι προθέσεις του
Sismondi…
Το 1814 στο Συνέδριο της Βιέννης, που εξελίχθηκε σε μια πανευρωπαϊκή εορτή,
κυρίως εξ αιτίας του τέλους των ναπολεόντειων πολέμων, για την οποία
συνευρέθησαν πολιτικοί, διπλωμάτες, αλλά και άνθρωποι των Γραμμάτων και των
Τεχνών, πήγε κι ένας – κατά τ’άλλα
παράξενος - βαρόνος, ονόματι Βέρνερ φον Χαξτχάουζεν (7). Τότε
είδε έκπληκτος να κυκλοφορεί στα λογοτεχνικά στέκια μια συλλογή σέρβικων
δημοτικών τραγουδιών, που μάλιστα άρεσε πολύ και έγινε δεκτή στους ευρωπαϊκούς
φιλολογικούς κύκλους με ενθουσιασμό. Αυτό συνέβη γιατί διευθυντής της
Αυτοκρατορικής Βιβλιοθήκης ήταν ο Κοπιτάρ. Ο Χαξτχάουζεν τον βρίσκει, του
δείχνει την δική του συλλογή, με ελληνικά δημοτικά τραγούδια και ο Κοπιτάρ
δείχνει αμέριστο ενδιαφέρον, λέγοντας πως στη Βιέννη υπάρχουν πολλοί Έλληνες και
παράλληλα εκδίδονται δυο ελληνικά περιοδικά, ο «Λόγιος Ερμής» και ο «Φιλολογικός
Τηλέγραφος» – μάλιστα εν έτει 1814!(8)
Στην προσπάθειά του να πλουτίσει την συλλογή του ο Χαξτχάουζεν προσπαθούσε να
συναναστραφεί με Έλληνες της περιοχής. ώσπου συναντάει κάποιον Μακεδόνα, ονομάτι
Θεόδωρο Μανούσο, ο οποίος του λέει ότι έχει σπίτι του και την γιαγιά του, η
οποία γνωρίζει πολλά τέτοια τραγούδια! Πράγματι, λοιπόν, η γιαγιά Αλεξάνδρα
Μανούσου, τραγουδάει στον Χαξτχάουζεν τα ελληνικά δημοτικά τραγούδια που θυμόταν
κι εκείνος τα καταγράφει – δυστυχώς – σε έμμετρη γερμανική γλώσσα. Ο Μανούσος,
βέβαια, κράτησε αντίγραφα, τα οποία και έστειλε στον Κοραή στην πόλη των
Παρισίων.
Το καλοκαίρι του 1815 ο Γκαίτε πήγε για λουτρά στη γερμανική λουτρόπολη
Βιζμπάντεν. Εκεί συναντήθηκε και με τον Καποδίστρια. Εκεί συναντήθηκε και με,
τον Χαξτχάουζεν, ο οποίος είχε ήδη μια αρκετά καλή συλλογή από ελληνικά δημοτικά
τραγούδια στα χέρια του, που τα είχε συλλέξει από ανθρώπους της υπαίθρου
(9). Ο Γκαίτε - και άλλοι – τον προτρέπουν να τα εκδώσει. Μάλιστα ο
Γκαίτε δημοσίως, μέσω του περιοδικού “Kunst und Alterum”. Παρά ταύτα, ο
Χαξτχάουζεν καθυστερεί και αρκείται στην κυκλοφορία τους σε αντίγραφα, από χέρι
σε χέρι λογίων. Η επίσημη αιτιολογία του είναι ότι δεν είχε τις απαραίτητες
φιλολογικές και εθνολογικές γνώσεις για να σχολιάσει και να αναλύσεις αυτά τα
αριστουργήματα της λαϊκής τέχνης. Έτσι, και με την αναγγελία της έκδοσης της
συλλογής των ελληνικών δημοτικών τραγουδιών του Γάλλου Κλωντ Φωριέλ
(10), η συλλογή Χαξτχάουζεν σταμάτησε να ενδιαφέρει και δεν είδε το φως
της δημοσιότητας, παρά μόνο το 1935.
Στις αρχές του 19ου αι., πράγματι λοιπόν εμφανίζεται ο Γάλλος λόγιος Φωριέλ
(1772-1844) ένας εραστής της Ελλάδος (αρχαίας αλλά και νεωτέρας – άλλωστε η
Ελλάς ήταν πάντα μία) που έβγαινε διαλελυμένη, αλλά υπερήφανη μέσα από μία
γενναία επανάσταση. Ο ίδιος καθηγητής φιλολογίας στην Σορβόννη, δεν γύρεψε τα
αρχαία ερείπιά της, όπως έκαναν τόσοι και τόσοι άλλοι, πλουτίζοντας τα μουσεία
τους με τα λείψανά μας, για να αποκτήσουν έναν πολιτισμικό πλούτο που δεν είχαν,
αλλά συνέλεξε τα δημοτικά τραγούδια της χώρας μας, και τα εξέδωσε στους
Παρισίους το 1824.
Το 1815 ο μέγιστος πνευματικός ηγέτης της Γερμανίας, Γκαίτε, κάνει μια
συγκέντρωση στο σπίτι του, στη Φρανκφούρτη, όπου καλεί φίλους του, επιφανείς
ανθρώπους των Γραμμάτων και των Τεχνών. Ήταν τότε της μόδας τα λεγόμενα
«φιλολογικά σαλόνια» – τα οποία, ειρήσθω εν παρόδω – είχαν ξεκινήσει από την
Γαλλία. (11) Το περίεργο, όμως, με το κάλεσμα του Γκαίτε ήταν
το κάλεσμα των ζωγράφων, που έκανε τους ανθρώπους των Γραμμάτων να απορήσουν. Οι
απορίες λύθηκαν, όταν μίλησε ο Γκαίτε και τους είπε ότι τους φώναξε για να τους
μιλήσει για το ελληνικό δημοτικό τραγούδι! Όπως είχε γράψει και στον υιό του,
Αύγουστο, στις 15 Ιουνίου 1815, το βρίσκει «τόσο λαϊκό, αλλά και τόσο δραματικό,
τόσο επικό και τόσο λυρικό, που αντίστοιχό του δεν υπάρχει στον κόσμο»! Κάτι
παρόμοιο είχε πει και στους λογίους του Πανεπιστημίου της Χαϊδελβέργης, το
φθινόπωρο του 1815: Πως «οι εικόνες αυτού του τραγουδιού, του ελληνικού
δημοτικού, είναι εκπληκτικές. Φανταστείτε να βάζει δυο βουνά να μαλώνουν μεταξύ
τους! Φανταστείτε έναν αετό να μιλάει με το κομμένο κεφάλι του κλέφτη!
Φανταστείτε ένας κλέφτης να λέει να του κόψουν το κεφάλι, για να μην το πάρουν
οι Τούρκοι, αλλά και να μην το πουν στην αρραβωνιαστικιά του! Αλλά σας αφήνω
τελευταίο και ένα άλλο τραγούδι, το οποίο είναι το κορυφαίο», τους είπε και τους
διάβασε - σε μετάφραση βέβαια στα γερμανικά - το ελληνικό παραδοσιακό μοιρολόι
«Ο Χάρος με τους αποθαμένους»:
Γιατ’είναι μαύρα τα βουνά και
στέκουν βουρκωμένα;
Μην άνεμος τα πολεμά; Μήνα βροχή τα δέρνει;
Ούδ΄ άνεμος τα πολεμά κι ούδέ βροχή τα δέρνει.
Μόν’εδιαβαίνει ο Χάροντας με τους
αποθαμένους.
Σέρνει τους νιους από μπροστά, τους γέροντας κατόπι,
τα τρυφερά παιδόπουλα στη σέλλα αραδιασμένα.
Παρακαλούν οι γέροντες, τ’ αγόρια γονατίζουν:
«Κόνεψε, Χάρο, σε χωριό, κόνεψε καν σε βρύση,
να πιουν οι γέροντες νερό κι οι νιοι να λιθαρίσουν
και τα μικρά παιδόπουλα να μάσουνε λουλούδια».
«Όχι, χωριά δεν θέλω εγώ, σε βρύσες δεν κονεύω,
έρχονται οι μάνες για νερό, γνωρίζουν τα παιδιά τους,
γνωρίζονται τ΄ αντρόγυνα και χωρισμό δεν έχουν»…
Τασία Βέρρα
Ξεκίνησε από πολύ μικρή και στην
ηλικία των 15 ετών κυκλοφόρησε τους πρώτους της μικρούς δίσκους. Την
καθιέρωσαν αμέσως και την έμαθε όλη η Ελλάδα. Από τις πρώτες της επιτυχίες
είναι: «Τάξε μανούλα τάματα» (τσάμικο), η «Χρυσούλα», «Μια Βλαχοπούλα» κ.ά.
Έχει τραγουδήσει μεγάλο αριθμό δημοτικών τραγουδιών με ιδιαίτερη επίδοση στο
«κλέφτικο» τραγούδι στο οποίο δημιούργησε «σχολή». Ακούγοντας την Τασία
Βέρρα να τραγουδάει και να εκφράζει τέτοιο πάθος και συναίσθημα,
κυριολεκτικά ανατριχιάζεις. Σπάνια συναντάς τέτοια μεγαλοπρέπεια και
σεμνότητα στη φωνή.
Χαρακτηριστικά της τραγούδια είναι
τα «Εγώ στον ήλιο ορκίστηκα», «Το μνήμα του Δημάκη», «Η δυστυχία» και άλλα
πολύ ωραία κλέφτικα. Έχει τραγουδήσει σε όλα σχεδόν τα Αθηναϊκά κέντρα
παραδοσιακής δημοτικής μουσικής, ενώ παράλληλα έχει πραγματοποιήσει
περιοδείες σε πολλές χώρες του εξωτερικού, γνωρίζοντας συγκινητική
ανταπόκριση από την Ομογένεια.
Μετά από μια απουσία στη
δισκογραφία ξαναεμφανίζεται το 1978 στο «Χρυσό Κλαρίνο» στη Μιχαήλ Βόδα
δίπλα στο μεγάλο μας σολίστα του κλαρίνου Γιάννη Βασιλόπουλο. Παρότι είχαν
περάσει αρκετά χρόνια από την απουσία της, παρέμεινε ψηλά στο χώρο και η
είδηση ότι ξαναβγήκε στο πάλκο στάθηκε ιδιαίτερα χαρμόσυνη στο κοινό του
δημοτικού τραγουδιού που της έκανε «λαϊκό προσκύνημα». Πέρασαν εκατοντάδες
καλλιτέχνες από το «Χρυσό Κλαρίνο» για να γνωρίσουν την Τασία Βέρρα.
Οι παραγγελιές που έδιναν ήταν οι
οκτώ στις δέκα κλέφτικα και ειδικά τοπικά Μοραΐτικα που τα κατέχει άριστα.
Οι πόρτες των δισκογραφικών εταιριών άνοιξαν και πάλι διάπλατα για την Τασία
και ηχογράφησε πολλά τραγούδια. Εκτός από την μεγάλη δισκογραφική της ακμή
εμφανίζεται στα καλύτερα μαγαζιά με μεγάλη επιτυχία. Έτσι μετά το «Χρυσό
Κλαρίνο» εμφανίστηκε στους «Σταλακτίτες», στο «Κότζακ», στη «Νύχτα της
Αθήνας», στο «Μονσενιέρ». Τον φετινό χειμώνα εμφανίζεται με μεγάλη επιτυχία
στον «Έλατο» που την είχε φιλοξενήσει και στο παρελθόν.
Πράγματι, το απόσπασμα αυτό είναι τόσο τραγικό και τόσο λεπτομερές συνάμα! Δίνει
το σκηνικό-πλαίσιο μέσα στο οποίο θα εκτυλιχτεί το δράμα («μαύρα βουνά, δαρμένα
από ανέμους και βροχές»), περνά το κορυφαίο ενεργειακό στοιχείο του, ο αρχαίος
Έλλην Χάρων (> Χάροντας των χριστιανών), με τους απεθαμένους, κι αρχίζει ο
υπερβατικός διάλογος, ο οποίος κορυφώνει την τραγωδία! Κι ενώ όλο το λογοτεχνικό
δημιούργημα είναι στην σφαίρα της «ποιητικής αδείας», κλείνει με το πιο
ρεαλιστικό δίστιχο: Την ανίκητη δύναμη του πάθους και του πόθου.
Ο Γκαίτε, λοιπόν, εξομολογήθηκε πως τον συνεπήραν αυτές οι εικόνες και κάλεσε
τους ζωγράφους για να τους τις διαβάσει και να τις ζωγραφίσουν!
Το 1824 κάνει την εμφάνισή της στην πόλη των Παρισίων ο πρώτος τόμος της
συλλογής του Φωριέλ, με τίτλο «Ελληνικά τραγούδια» ή «Δημοτικά τραγούδια της
σύγχρονης Ελλάδος». Τον επόμενο χρόνο κυκλοφορεί και ο δεύτερος τόμος. Πράγματι
ο Φωριέλ είχε μια εισαγωγή-ανάλυση για κάθε τραγούδι και μια εκτενή εισαγωγή 100
σελίδων για όλο το πόνημά του, που ακόμα και σήμερα θεωρείται από τις πλέον
εμβριθείς που έχουν γίνει ποτέ για το ελληνικό δημοτικό τραγούδι. Το 1826 η
συλλογή αυτή, που έκανε πάταγο στη Γαλλία, μεταφράστηκε από τον Muller στα
γερμανικά. Αργότερα μεταφράστηκε στα αγγλικά, ρωσικά και τα ιταλικά.
(12) Αυτή ήταν η πρώτη επίσημη συγκεντρωμένη και αναλυμένη καταγραφή
των ελληνικών δημοτικών τραγουδιών. Και μάλιστα κυκλοφόρησε στην Ευρώπη
μεσούντος του αγώνα μας κατά των Τούρκων. Οι Ευρωπαίοι φιλέλληνες βρήκαν τώρα
πατήματα να υποστηρίζουν τους αγώνες ενός ευρωπαϊκού έθνους ενάντια στους
βάρβαρους Ασιάτες. Αλλά και οι μη φιλέλληνες καταλάβαιναν πια ότι η Ελλάδα δεν
είχε μόνο αρχαίες περγαμηνές να επιδείξει, αλλά και σύγχρονες.
Το δε περίεργο είναι πως Φωριέλ και Χαξτχάουζεν δεν είχαν επισκεφθεί ποτέ την
Ελλάδα! Αλλά εν Παρισίοις ο Φωριέλ είχε έρθει σε επαφή με τον Κοραή, που είχε
την συλλογή Μανούσου, και την οποία δώρισε στον Κλωνάρη, αλλά και με άλλους
Έλληνες της παροικίας, όπως τους Μουστοξύδη, Μαυρομάτη και Νικόλαο Πίκολο, από
τον οποίο έμαθε και τα ελληνικά. Αυτοί – και άλλοι – λοιπόν, έστειλαν επιστολές
σε Έλληνες στην Ελλάδα να τους στείλουν δημοτικά από την περιοχή τους, έδωσαν τα
χειρόγραφα στον Φωριέλ και ο τελευταίος εξέδωσε το πόνημά του. Επίσης, οι
ανακοινώσεις του Γερμανού φιλόλογου Hasse αύξησαν την συλλογή του. Ο ίδιος ο
Φωριέλ λέει πως στην προσπάθειά του να έλθει σε επαφή και με άλλους Έλληνες για
τον ίδιο λόγο, κατέβηκε στην Ενετία και την Τεργέστη. Αλλά οι λόγιοι δεν τα
ήξευραν κι οι αμόρφωτοι νόμιζαν πως τους κορόιδευε κι ήταν δύσπιστοι.
Το 1844 στο Μάνχαϊμ της Γερμανίας κυκλοφορεί η εργασία του D. Sanders «Η λαϊκή
ζωή των νεοελλήνων» (“Das Volksleben der Neugriechen”), μέσα στην οποία
περιλαμβάνονται κάποια δημοτικά μας τραγούδια.
Αλλά και ο Διονύσιος Σολωμός με το που ήρθε στην Ελλάδα από την Ιταλία επιδόθηκε
στον αγώνα συλλογής ελληνικών δημοτικών τραγουδιών και λαϊκών στίχων-παροιμιών.
Την συλλογή Σολωμού ζήτησε ο Tommaseo Canti, ο οποίος έκανε κι αυτός μια σχετική
συλλογή και πράγματι ο Σολωμός του την παραχώρησε. Η συλλογή Tommaseo
κυκλοφόρησε το 1842 στην Ενετία και ήταν ελληνικά δημοτικά σε ιταλική μετάφραση.
Βέβαια, η συλλογή του είχε και τραγούδια από Αλβανία και Σερβία, σε ξεχωριστά
κεφάλαια. Αυτή η συλλογή, η αναμεμειγμένη με αλβανικά και σέρβικα τραγούδια,
έκανε τον Σολωμό να πει στον Κερκυραίο φίλο του, Αντώνη Μανούσο, να περάσει
απέναντι και να καταγράψει τα ελληνικά δημοτικά που τραγουδιούνται εκεί στην
Ήπειρο. Του έδωσε μάλιστα και μια συλλογή του Φωριέλ με σημειώσεις και
παρατηρήσεις, για να ελέγχει αυτά που καταγράφει. Η συλλογή Αντ. Μανούσου
«Τραγούδια εθνικά, συναγμένα και διασαφηνισμένα υπό Αντ. Μανούσου» κυκλοφόρησε
το 1850 στην Κέρκυρα. (13)
Έκτοτε κυκλοφόρησαν πολλά και σημαντικά βιβλία, ανθολογίες ελληνικού δημοτικού
τραγουδιού, όπως:
«Τραγούδια εθνικά, συναγμένα και διασαφηνισμένα υπό Αντ. Μανούσου», Κέρκυρα.
1851 «Chants populaires de
la Grece”, του M. de Marcellus, Παρίσι.
1852 «¶σματα δημοτικά της Ελλάδος», του
Σπ. Ζαμπέλιου, Κέρκυρα.
1859 «Συλλογή δημοτικών ασμάτων», του Α.
Ιατρίδη, Αθήνα.
1860 «Τραγούδια ρωμαίικα – Carmina popularia Graecia recentioris», του Arnoldus
Passow,
Λειψία.(14)
;
“Anthologia Neugriechischer Volkslieder” του Teod. Kind, Λειψία.
1866 «Συλλογή των κατά την Ήπειρον
δημοτικών ασμάτων», του Γ. Χασιώτου, Αθήνα.
1866“Etudes sur la litterature
grecque moderne” του Ch. Gidel, στο Παρίσιοι.
Επανεκδόθη το 1878.
1867 «Δημοτική Ανθολογία» του Μ.
Πελέκου, Αθήνα.
1868«Νεοελληνική φιλολογία» του Κ.
Σάθα.
1868«Εκλογή μνημείων της νεωτέρας
ελληνικής γλώσσης», Μαυροφρύδου εκδ. Αθήναι.
1873 “Recueuil de chansons populaires
grecques” του Legrand.
1876 «¶σματα κρητικά μετά διστίχων
παροιμιών» του Α. Jeannarakis ή Αντ. Γιανναρή ή/και
Γιάνναρη/Γιανναράκη, Λειψία.
1879“Das ABC der Liebe – eine
Sammlung Rhodischer Liebslieder” («Η Αλφάβητος της αγάπης
– μια συλλογή τραγουδιών αγάπης από την Ρόδο»), του W. Wagner, δίγλωσση έκδ.
Με το ελληνικό και αντικρυστά την γερμανική μετάφραση, έκδ. Teubner, Λειψία.
1880 «Συλλογή δημωδών ασμάτων Ηπείρου»,
του Π. Αραβαντινού.
1881 “Trois poemes grecs du moyen-age”,
Βερολίνο, πάλι του W. Wagner.
1881“Poetes grecs
contemporains” του J. Lamber, στο Παρίσιοι.
1888 «Κρητικές ρίμες» του Εμμ. Βαρδίδη.
1888η β΄ επαυξημένη
έκδ. του έργου “Greek folk songs from the Ottoman Provinces of
Northern Hellas, Litteral and metrical translations, classified, revised and
edited with
essays on the survival of Paganism, and the sience of folklore” των M. J.
Garnett, Stuart
Stuart και J. Glennie, εκδ. Ward & Downey, Λονδίνο.
1893«Κρητικός γάμος» του Π.
Βλαστού.
ΥΠΟΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ
1. «Οι εικονογραφίες του Στρατηγού Μακρυγιάννη και ο λαϊκός τεχνίτης Παναγιώτης
Ζωγράφος», Ανοιχτά χαρτιά, Ίκαρος, Αθήναι, γ΄, 1987.
2. βλ. σχ. Πουκεβίλ.
3. Μεταξύ των εγγράφων του Μακρυγιάννη ευρέθησαν και δυο άλλα άσματα, του
δημοτικού τρόπου, γραμμένα δια χειρός του, πιθανότατα δικά του. Το ένα ήταν
αφοιερωμένο στη μάχη της Αράχοβας και το άλλο στο θάνατο του Γ. Καραϊσκάκη.
4. Στίχος που πέρασε αργότερα και στη λαϊκή μας ποίηση:
Του Ηλιου σβήστηκε το φως
κι εχάθη το φεγγάρι
και πάει το παλληκάρι
καημός και πόθος μου κρυφός…
(Ντ. Δημόπουλος)
ενώ εγγόνι αυτού του τραγουδιού του Μακρυγιάννη μπορεί να χαρακτηρισθεί ο στίχος
του Απ. Καλδάρα στο λαϊκό ζεϊμπέκικο «Νύχτωσε χωρίς φεγγάρι».
5. βλ σχ, άρθρο μου «Περί εκποιήσεως αχρήστου χάρτου 20-30.000 οκάδων!-Πώς ο Γ.
Βλαχογιάννης έσωσε τα Αρχεία του ΄21 από την βαρβαρότητα του Ρωμαίικου Κράτους»,
περιοδικό «Δαυλός», αρ. τ. 259, Ιούλιος 2003.
6. Μέγας οικονομολόγος, σημαντικός στην ιστορία της οικονομικής σκέψης, για τον
οποίο κάνει αναφορά και ο Μαρξ στο «Κεφάλαιο».
7. Γόνος αριστοκρατικής οικογένειας της Βεστφαλίας (1780 - ), με σπουδές Νομικής
και Ιατρικής, ενώ παράλληλα γνώριζε 13 ανατολικές γλώσσες! Έκανε τον αγώνα του
κατά του Ναπολέοντα και όταν ο τελευταίος κατέκτησε και την Γερμανία,
αυτοεξορίσθη στο Λονδίνο. Εκεί εργάσθηκε, ως ιατρός που ήταν, σε ναυτικό
νοσοκομείο. Εκεί, άκουσε έναν Έλληνα ναύτη να τραγουδάει:
«Συννέφιασε ο Παρνασσός, βρέχει στα καμποχώρια…»...
συγκινήθηκε και ενδιαφέρθηκε γι΄ αυτό το τραγούδι. Όταν έμαθε πως υπάρχει
πλούτος από δαύτα στα στόματα και τις ψυχές των Ελλήνων, επιδόθηκε στο έργο να
τα καταγράψει! Ηταν η πρώτη επιχείρηση καταγραφής των ελληνικών δημοτικών
τραγουδιών…
8. Είχαν προηγηθεί η ολιγόμηνη έκδοση εφημερίδος από τον γνωστό Έλληνα τυπογρ΄φο
Γεώργιο Βεντότη, την κυκλοφορία της οποίας απαγόρευσαν οι αυστριακές Αρχές, η
ατελέσφορος προσπάθεια του Δ. Θεοχαρίδη και η σπουδαιότερη όλων, η «Εφημερίς»
των Σιατιστινών αδελφών Μαρκίδων του Πούλιου. (βλ. σχ. άρθρα μου «Η ιστορική
συμβολή των εκδοτών Μαρκίδων Πούλιου», στην εφημερίδα «Ελευθερία» του Λονδίνου
2, 9, 16 και 23.2.2006).
9. Αυτή ήταν η τακτική του φιλοσοφικού ρεύματος του ρομαντισμού της εποχής, που
έψαχνε την αλήθεια μέσα στις λαϊκές ψυχές των χωρικών, των καμπίσιων και των
ορεινών, σε αντίθεση με τον γαλλικό Διαφωτισμό.
10. Εκλεκτό τέκνο της Γαλλίας (1772-1844), ιδιαίτερος γραμματέας του Φουσέ, απ’
τον οποίο παραιτήθηκε το 1802, μένοντας πιστός στις δημοκρατικές αρχές του. Είχε
εγκυκλοπαιδική μόρφωση, εγκατεστημένος στο Σεντ Ετιέν. Γνώριζε όλες τις
ευρωπαϊκές γλώσσες! Κύρια μελετούσε την ιστορία του Μεσαίωνα του Νότου, της
νότιας Γαλλίας. Αλλά ασχολήθηκε μέχρι και με τη βοτανική! Το 1830 διορίσθηκε
καθηγητής Γλωσσών και Λογοτεχνιών της Μεσημβρινής Ευρώπης στη Σορβόνη, όπου
δίδαξε 11 μαθήματα για τα ελληνικά και τα σέρβικα δημοτικά τραγούδια. Το 1836
έγινε μέλος της Ακαδημίας των Επιγραφών. ¶λλα έργα του: «Ιστορία της
προβηγκιανής ποίησης» (1847), «Ο Δάντης και η γένεση της ιταλικής γλώσσας και
φιλολογίας» (1859), κ.ά.
11. Σπουδαίο ρόλο έπαιξε η Ελληνίδα μαντάμ Σενιέ και ο υιός της ποιητής Αντρέ
Σενιέ – βλ. σχ. άρθρο μου «Ανδρέας ο Θραξ, ο τελευταίος Γάλλος κλασικός», στο
περιοδικό «Ενδοχώρα», τ. 89-90, Ιανουαρίου 2004.
12. Όσο για την Ελλάδα, εδώ εξεδόθησαν μόλις το… 1956 (!) υπό τον τίτλο «Δημώδη
άσματα της νεωτέρας Ελλάδος»!
13. βλ. σχ. άρθρο μου στην εφημ. «Ενημέρωση» Δυτ. Ελλάδος δημοσιευθέν την
2.9.2001.
14. Πολύ σημαντική έκδοση, εν είδει επιστημονικής διατριβής, που συγκέντρωσε
ό,τι είχε συγκεντρωθεί ως τότε, το συμπλήρωσε και έκανε και σπουδαίο πρόλογο στα
λατινικά.
Ο φημισμένος δεξιοτέχνης του κλαρίνου Πετρολούκας Χαλκιάς
εμφανίζεται για μία βραδιά, στις 12 Μαΐου, στο club του Μύλου, μαζί
με έναν καταξιωμένο παραδοσιακό τραγουδιστή από τη νέα γενιά, τον
Χρήστο Τζιτζιμίκα. Με αφορμή αυτή τη συναυλία, μίλησε στην Αναστασία
Γρηγοριάδου του CITY231..
Κατάγεστε από μια οικογένεια με μεγάλη, πέντε γενιών, μουσική
παράδοση. Πόσο χρονών ξεκινήσατε να παίζετε μουσική;
Αρχισα πολύ μικρός. Στα δέκα έπαιζα ήδη, στα δώδεκα μπήκα στη
δουλειά. Πανηγύρια, γάμους, παντού. Α, ήμουν ερωτευμένος με το
κλαρίνο κι ακόμα ερωτευμένος είμαι. Ακόμη κι όταν πήρα τη γυναίκα
μου, στην πρώτη πρόποση που έκανα της λέω: «αυτό θα το πιούμε στην
πρώτη μου αγάπη». Λοιπόν, ξέρεις τότε, ο πεθερός μου κι η πεθερά μου
μού λένε «τι, έχεις άλλη γυναίκα!» και τους λέω «μη βιάζεστε! Η
πρώτη μου αγάπη είναι το κλαρίνο, μετά έρχονται όλα τα άλλα».
Πόσα χρόνια παίζετε μουσική;
Πενήντα τέσσερα-πενήντα πέντε χρόνια.
Όλα αυτά τα χρόνια αν θέλετε να μιλήσετε για μια χαρά ή μια λύπη σας ο
πιο εύκολος τρόπος είναι να παίξετε κλαρίνο;
Ναι. Με το κλαρίνο μπορώ και μιλάω και συνεννοούμαι καλύτερα από
ό,τι με τα λόγια. Όταν παίζω κλαρίνο ξεχνάω τους πάντες και τα
πάντα.
Όταν γεννήθηκαν τα παιδιά σας τη χαρά σας με το κλαρίνο την
εκφράσατε;
Πάντα! Τον έναν τον αποκοίμιζα και με μια φλογέρα. Του έπαιζα και το
είχε συνηθίσει αυτό.
Το 60 πώς πήγατε στην Αμερική;
Στην Αμερική με πήρε μια εταιρεία, από τους πρώτους μου δίσκους που
είχα βγάλει εδώ, για να βγάλω τραγούδια κι εκεί. Πήγα και κάθισα σΆ
ένα κέντρο όπου είχαμε ιντερνάσιοναλ μουσική: ελληνικά, αραβικά,
τούρκικα, αρμένικα, αλβανικά, από όλον τον κόσμο.
Αυτό είναι το Πόρτ Σάιντ στη Νέα Υόρκη;
Ναι. Εκεί λοιπόν πήγα να κάτσω έξι μήνες στην αρχή και μετά έμεινα
κι άλλο. Αλλά είχα περιπέτειες στην αρχή.
Δηλαδή;
Για να καθίσω στην Αμερική έπρεπε να γραφτώ στο σωματείο των
μουσικών, ένα πολύ μεγάλο σωματείο που είχε οκτώ εκατομμύρια
μουσικούς. Κάθε βδομάδα κάνανε συνέλευση και βλέπανε ποια καινούρια
μέλη θα γράψουνε. Λέγανε όλες τις χώρες με τη σειρά και κάποια μέρα
λέει «Greece», σηκώθηκε κάποιο παιδί με το μπουζούκι κι έπαιξε το
«never Sunday».
ΔΗΜΟΤΙΚΑ ΤΡΑΓΟΥΔΙΑ
Όπως μας τα έμαθαν οι
δάσκαλοί μας...
Στην αίθουσα ήταν επτακόσια-οκτακόσια άτομα. Κατάλαβα όμως ότι ο
πρόεδρος θέλει μάλλον κάτι παραδοσιακό και σηκώθηκα κι εγώ. Όμως
πριν παίξω είπα λίγα λόγια: «εμείς στην Ελλάδα έχουμε όλα τα χρώματα
της μουσικής κι ένα χρώμα που δεν έχει κανένας». Τότε παρεξηγηθήκανε
πάρα πολλοί μουσικοί και συνθέτες αμερικανοί που ήταν στην αίθουσα.
Είπαν «ας ακούσουμε τι είναι αυτό που δεν έχουμε εμείς». «Θα σας
παίξω κάτι από τον τόπο που γεννήθηκα» τους είπα και τους έπαιξα
ηπειρώτικο βέβαια. Τότε έρχεται ένας από τους μεγάλους μουσικούς
εκεί και μου λέει: «κύριε Χαλκιά, εμείς όποτε ερχόμαστε στην Ελλάδα
δεν ακούμε αυτή τη μουσική. Μήπως δεν είναι ελληνική και μας την
παρουσιάζετε σαν ελληνική;».Εγώ απάντησα ότι «με αυτά γεννήθηκα και
με αυτά μεγάλωσα» και με ρώτησε από ποιο μέρος της Ελλάδας είμαι.
88 Χρόνια Ελατος
Πριν ογδόντα επτά χρόνια, λίγα
μέτρα από την πλατεία Ομονοίας ξεκινούσε το τρένο με τους μηχανικούς και
τους διευθυντές για την εργατομάνα πόλη, το Λαύριο. Η λαχτάρα όσων
επέστρεφαν από τις δουλειές τους ήταν να γλυκαθούν με ψητό και κρασί στον
«Έλατο», να εκτονωθούν με μια στροφή τσάμικου ή καλαματιανού χορού, πριν
πάνε στη γυναίκα τους και στα παιδιά τους. Ο Έλατος γεννήθηκε στο ίδιο
σημείο που βρίσκεται σήμερα, στην πλατεία Λαυρίου - που πήρε το όνομα της
από τον προορισμό του τρένου. Άνοιγε κατά τις οχτώ το βράδυ, οπότε
διασκέδαζαν μαζί μπακάληδες, βυρσοδέψες, χασάπηδες, κλέφτες και νταβατζήδες
της πλατείας Βάθη, του Μεταξουργείου και του Ψυρρή.
Τις Κυριακές μετά το σινεμά οικογένειες
και παρέες, αλλά και οι επισκέπτες της πρωτεύουσας που διέμεναν στα ξενοδοχεία
του κέντρου, πέρναγαν από κει. Στην ψησταριά του Έλατου τσίκνιζαν τα πιο
απολαυστικά εδέσματα όπως κοντοσούβλια, γουρουνόπουλα και κοκορέτσια. Αυτό όμως
που εύφραινε τη ψυχή των πελατών ήταν η μουσική. Μερακλήδες οργανοπαίχτες και
αηδόνια τραγουδιστές ζωγράφιζαν αξέχαστες εικόνες της ελληνικής υπαίθρου.
Σήμερα, τα κλαρίνα, οι κιθάρες, τα
ντέφια και τα βιολιά, το μεράκι και οι καλοσυνάτοι άνθρωποι κατάφεραν να
ανεβάσουν στο πάλκο του Έλατου νέους ανθρώπους με μεγάλη φωνή και γνώση του
δημοτικού τραγουδιού, με αποτέλεσμα την αναγέννηση και καθιέρωση του κέντρου σε
πέρασμα. Ο τελευταίος σταθμός ενός κλάμπινγκ, μια στροφή με το μαντήλι, μια
ζεστή σούπα και μια ρακή. Μ'ένα ζεστό κι αυθόρμητο χαμόγελο, ο Νίκος Μαυροπάνος
καλωσορίζει όποιον διαβαίνει το κατώφλι. Η κυρία της γραφικής γκαρνταρόμπας, οι
σερβιτόροι και οι κοπέλες που πουλούν λουλούδια φτάνουν ως χαρακτήρες για να
γραφτεί ένα σενάριο. Ιδιαίτερα τρυφερή είναι η στιγμή που ο παλαιότερος του
προσωπικού, δίνει ένα μαντήλι σ' αυτόν που θέλει να σύρει το χορό.
Στο αποκορύφωμα όμως πρωταγωνιστικό
ρόλο παίζουν και οι πελάτες, οικογένειες, παρέες σχολιόπαιδων, ζευγαράκια και
φίλοι καρδιακοί. Με μια τελευταία ρουφηξιά βαρύ γλυκού, ο βιρτουόζος κλαρινίστας
αφήνει το κομπολόι και πιάνει το κλαρίνο.
Με το μελωδικό «τζιβαέρι» ξεκινά το πρόγραμμα και η μύησή μας στη μουσική των
βουνών, του αγέρα, της θάλασσας, της λεβεντιάς. Σύγχρονοι ζορμπάδες παρέα με
αλλοτινούς ασίκηδες συνταιριάζουν σε έναν κύκλο, με ένα σφύριγμα, μ΄ ένα
τσάκισμα· μια μυστηριώδης αγωγιμότητα ανάμεσα στη νέα και στην παλιά γενιά. Μέσα
στη δίνη ενός τσάμικου χορού οι παλαιοί φέρνουν στο μαγαζί μυρωδιές των χωριών
όπου μεγάλωσαν και εικόνες όπως η πλατεία, ο πλάτανος, η μάνα.
Το παράδοξο είναι ότι όλο και
περισσότεροι νέοι προσέρχονται στο κουτούκι - σχολή του δημοτικού τραγουδιού.
Στο παλαιότερο ξενυχτάδικο της Αθήνας, ίσως και της Ελλάδας, το δημοτικό
τραγούδι συνεχίζεται με αυθεντία και τιμή μέσα από νέους καλλιτέχνες.
Tου είπατε ότι είστε από την Ήπειρο;
Είπα ότι είμαι από τα Γιάννενα και η μουσική που παίζω ηπειρώτικη.
«Αν είναι αυτά ελληνικά, κύριε Χαλκιά, συγνώμη αλλά δεν ξέρω γιατί
τα κρατάτε μυστικά. Είστε αδικαιολόγητοι. Θα έπρεπε να μαγέψετε με
τη μουσική αυτή τον κόσμο όλο». Παίρνει το πεντάγραμμο ένας και μου
λέει, παίξε μου ένα ηπειρώτικο. Του παίζω κι εγώ και γράφει το
«thatΆs the way». Το Ά61-΅62 χάλασε ο κόσμος στην Αμερική με αυτό το
τραγούδι. Μου λέει λοιπόν, «κύριε Χαλκιά, πάρε χίλια δολάρια για το
τραγούδι και τις πέντε νότες που μου έδωσες.». Αυτό όμως δεν ήταν
αρκετό. Επειδή είχανε παρεξηγηθεί πολλοί με αυτά που είχα πει στο
Σωματείο ήθελαν να φύγω. Μου στέλνουν λοιπόν ένα χαρτί με το
εμιγκρέσιο ότι πρέπει να εγκαταλείψω το αμερικάνικο έδαφος μέσα σε
εικοσιτέσσερις ώρες. Παίρνω το χαρτί, πάω στο εμιγκρέσιο και μου
λέει ο διευθυντής «ναι, αν δεν φύγετε θα σας δέσω και θα σας διώξω».
«Εγώ θα πάω στην πατρίδα μου», του απαντώ, «αλλά αυτό που γράφετε
στο χαρτί (έγραφε «τέτοιου είδους μουσικούς έχουμε και δεν τον
χρειαζόμαστε») να το ακυρώσετε. Τέτοιους μουσικούς δεν έχετε». «Και
πώς μπορείς αυτό να μου το βεβαιώσεις;» με ρωτάει. «Πάρε τους
καλύτερους μουσικούς που έχεις να ΅ρθουν να με συνοδέψουν απόψε το
βράδυ στο κέντρο». Έτσι κι έγινε. Ήρθε με μουσικούς, αρχίζω εγώ τα
βαριά ηπειρώτικα. Εδώ να βρουν ρυθμό, εκεί, τίποτα. Ήξεραν αυτοί από
μουσική, ήταν και σπουδαγμένοι. Γυρίζει ο διευθυντής, δίνει μια στο
τραπέζι και λέει «μα είναι δυνατόν να τον αφήσετε να φύγει; Η
τελευταία εγκύκλιος λέει πως ό,τι δεν έχει η Αμερική το κρατάει κι
εσείς όχι μόνο δεν τον κρατήσατε αλλά θέλατε και να τον διώξετε».
Μου δίνει κάποια χαρτιά να τα συμπληρώσω και μου λέει «φέρτε τα να
τα εγκρίνω». Έτσι έμεινα, πήρα την αμερικάνικη υπηκοότητα και
μάλιστα τότε η αμερικάνικη κυβέρνηση με παρότρυνε να ανοίξω σχολή
και να διδάξω στα μικρά παιδιά.
Γιατί δεν το κάνατε;
Είχα ένα φίλο στην ελληνική πρεσβεία και όταν του είπα τι μου
πρότειναν μου είπε «όχι να μη δεχτείς γιατί μετά από πενήντα εξήντα
χρόνια θα πουν είναι δική μας η μουσική αυτή, χάσαμε πολλά πράγματα
έτσι». Έτσι κι εγώ είπα ότι δεν είχα χρόνο και το τρενάριζα συνεχώς
μέχρι που έφυγα.
Στα είκοσι χρόνια που ζήσατε στην Αμερική έρχονταν αμερικάνοι μουσικοί
να σας ακούσουν στο μαγαζί που παίζατε;
Πάρα πολλοί και ζητούσαν να ακούσουν «τη μουσική με το κλαρίνο»,
έτσι τη ζητούσαν. Κάνα δυο φορές ήρθε ο Μπένι Γκούτμαν και είπε «Πώς
είναι δυνατόν να μη διαβάζει αυτός ο άνθρωπος μουσική;». Με κάλεσε
κάτω και μου είπε «Γιατί δεν πήγες στο σχολείο;» «Εγώ γεννήθηκα το
34» του είπα, «και το 40 μέχρι το 48 είχαμε πόλεμο». «Αυτά τα άσχημα
έκανε ο πόλεμος» είπε τότε εκείνος, «αν αυτός ο άνθρωπος διάβαζε
μουσική θα είχε αλλάξει στον πλανήτη η μουσική όλη».
Όταν γυρίσατε στην Ελλάδα πώς σας φάνηκαν τα πράγματα;
Πολύ παράξενα. Μόλις γύρισα στην Ελλάδα έμαθα για μια εκδήλωση που
παρουσίαζε ο Αλκης Στέας. Πήγα κι εγώ να δώσω συμπαράσταση εκεί.
Ήταν όλα τα κλαρίνα. Μου λένε «βρε παιδί μου είναι συμπληρωμένο,
αργά ήρθες». Τους λέω, «χθες ήρθα από την Αμερική». «Κάθισε» μου
λέει ο Αλκης Στέας «και αν έχουμε χρόνο, θα παίξεις ένα δυο
τραγούδια». Όταν τέλειωσαν όλοι σηκώθηκε ο κόσμος να φύγει και λέει
ο Στέας: «Για να δούμε ο απόδημος ελληνισμός της Νέας Υόρκης πώς
κρατάει την παράδοση» και πήρα το κλαρίνο και έπαιξα το «Σκάρο» και
μερικά ηπειρώτικα. Ο κόσμος ενθουσιάστηκε. Μετά από είκοσι χρόνια
που έλειπα δεν είχα νοθεύσει τη μουσική μου, γιατί δεν άκουγα άλλους
να παρασυρθώ. Εντούτοις, εδώ το είχαν αλλάξει κατά πολύ το τραγούδι,
ειδικά το ηπειρώτικο.
Αυτό που σας ζήτησαν τότε στην Αμερική σας το ζήτησαν ποτέ στην Ελλάδα;
Όχι, κανένας.
Δεν σας κάνει εντύπωση που σε μια ξένη χώρα το σκέφτηκαν κι εδώ κανένας
κρατικός φορέας;
Μεγάλη εντύπωση μου κάνει και με στεναχωρεί και πάρα πολύ, γιατί θα
έπρεπε εδώ να προσπαθήσουν να πάρουν μια ιδέα κι από άλλους κι από
εμένα για το τι είναι το παραδοσιακό τραγούδι. Δεν το έκαναν ποτέ.
Χρήσιμα
Μύλος Club (Ανδ. Γεωργίου 56, τηλ. 2310-551838) Παρασκευή 12 Mαΐου
Ώρα έναρξης: 22.30, είσοδος με ποτό: 30 ευρώ
Μέσα από την παράδοση και τη ζωή. Το έργο μου αυτό έδωσε
μια άλλη οντότητα και αίγλη στο Ηπειρώτικο τραγούδι, μια πιο εύθυμη νότα. Παλιά
οι Χαλκιάδες μου έλεγαν μη λες πολλά Ηπειρώτικα τραγούδια για να μη μας φύγει ο
κόσμος, με τον τρόπο που ερμηνεύονταν τότε. Εγώ τα συνέθεσα και τα έδωσα με μια
πιο εύθυμη νότα.
Σήμερα πώς είναι η κατάσταση στο δημοτικό τραγούδι;
«Εμείς παλιά, παρά τις δύσκολες συνθήκες που επικρατούσαν
από κάθε πλευρά, ήμασταν καθαρά επαγγελματίες σ’ αυτό το χώρο και αφοσιωθήκαμε
στο δημοτικό τραγούδι από το πρωί μέχρι το βράδυ. Σήμερα είναι άλλες συνθήκες.
Οι περισσότεροι τραγουδιστές κάνουν άλλες δουλειές και παράλληλα κάνουν και τον
τραγουδιστή για να βγάλουν και από εκεί ένα μεροκάματο. Καλά κάνουν τα παιδιά,
δεν το λέω αυτό για να επισκιάσω κάτι. Απλά λέω ποια είναι η πραγματικότητα.
Αλλά το δημοτικό τραγούδι είναι αθάνατο και δεν πρόκειται να σβήσει ποτέ. Οι
αρματολοί και κλέφτες πριν πάνε στις μάχες έπιαναν το δημοτικό τραγούδι και μετά
έχωναν τα φυσεκλίκια.
Πώς ήταν τα πρώτα χρόνια της καριέρας σας;
Πολύ δύσκολα. Πήγα να τραγουδήσω σε ένα πανηγύρι και όταν
έφτασα είχα γίνει άσπρος από τη σκόνη. Τραγούδησα μέχρι την άλλη ημέρα που πήγε
ο ήλιος ψηλά και ο καφετζής δεν μου έδινε τις 150 δραχμές που είχαμε συμφωνήσει.
Δεν υπήρχαν μικρόφωνα, ούτε αυτά τα μηχανήματα που υπάρχουν σήμερα. Αλλά ο
κόσμος γλεντούσε και τα πανηγύρια ήταν μια διέξοδος. Ο κάθε οικογενειάρχης
περίμενε το πανηγύρι να πάει με την οικογένειά του, να βάλει τα κορίτσια του
μπροστά να χορέψουν για να βρουν και κανένα γαμπρό. Είχαν οι εκδηλώσεις αυτές
και μια κοινωνική διάσταση, αφού ήταν ένα σημείο αναφοράς για τους κατοίκους.
Λατρεύω τον Παπούλια
Είναι αλήθεια αυτό που είπατε σε κάποια συνέντευξή
σας ότι από τους ένθερμους φίλους του δημοτικού τραγουδιού είναι και ο Πρόεδρος
της Δημοκρατίας;
Ο Πρόεδρός μας Κάρολος Παπούλιας ακούει και αγαπά το
δημοτικό τραγούδι, γιατί είναι ένα γνήσιο τέκνο της Ηπείρου. Όσες φορές τον
συνάντησα σε διάφορες εκδηλώσεις του χάρισα κασέτες και CD. Είναι ένας
καλλιεργημένος και γλυκύτατος άνθρωπος ο Κάρολος Παπούλιας. Εγώ τον λατρεύω και
τον έχω στην καρδιά μου. Γι’ αυτό τον άνθρωπο, έτσι όπως τον γνώρισα εδώ και
πολλά χρόνια, δίνω και την ψυχή μου. Τόσο απέραντη είναι η εκτίμησή μου. Κι
αυτός μ’ εκτιμά και ξέρω ότι του αρέσουν πολύ τα τραγούδια μου. Είναι μεγάλη
τιμή για την Ελλάδα και το έθνος που σ’ αυτό το ύπατο αξίωμα βρίσκεται ο κ.
Παπούλιας και αποτελεί ιδιαίτερη τιμή και χαρά για εμάς τους Ηπειρώτες που
καμαρώνουμε τον δικό μας Πρόεδρο.
Και ποιο τραγούδι του αρέσει περισσότερο;
Ο Ντελή παπάς και ο Βλαχοθανάσης. Του τα έχω αφιερώσει
πολλές φορές. Συγκινήθηκα πολύ που το 2005 πήγαμε στο Προεδρικό Μέγαρο να του
πούμε τα κάλαντα, γιατί βγήκε και ένας Ηπειρώτης Πρόεδρος Δημοκρατίας και από
την συγκίνηση, μόλις γύρισα στο σπίτι πέρασα μια περιπέτεια της υγείας μου. Ο
Θεός να τον έχει καλά και ο πολιτικός κόσμος της χώρας μας να αντλεί
παραδείγματα, από το ήθος και την απλότητα που έχει ο Κάρολος Παπούλιας.
Υπάρχουν άλλοι πολιτικοί που τους αρέσουν τα δημοτικά
τραγούδια;
Ο μακαρίτης Ευάγγελος Αβέρωφ έρχονταν στα μαγαζιά που
τραγουδούσα και του άρεσε πολύ η Βασιλαρχόντισσα. Καλοί χορευτές και μερακλήδες
είναι ο Σουφλιάς, ο Σούρλας, ο Γείτονας και πολλοί ακόμα».
Το επόμενο βήμα σας ποιο θα είναι;
Πέρασα μια μεγάλη περιπέτεια με την υγεία μου, αλλά ο
Αλέκος Κιτσάκης ήταν θέλημα Θεού να ζήσει και να συνεχίσει την πορεία του στο
δημοτικό τραγούδι. Η φωνή μου είναι καμπάνα και δεν θα σταματήσω ποτέ να
τραγουδώ. Πολύ σύντομα θα κυκλοφορήσει ένα άλλο CD με τίτλο «Σ’ αγαπάω Κατερίνα»
και το έχω αφιερωμένο στην σύζυγό μου Κατερίνα Σακκά. Σ’ αυτή την γυναίκα οφείλω
πολλά και είναι ο φύλακας άγγελός μου. Η Κατερίνα και ο μονάκριβος γιος μου
Κωνσταντίνος Κιτσάκης είναι ό,τι καλύτερο έχω στην ζωή».
Ο ύμνος του ΠΑΣ
Πώς ήρθε η ιδέα να γράψτε το 1971 με 1972 τον θρυλικό
ύμνο του ΠΑΣ;
Οι ίδιοι οι φίλαθλοι μου έδωσαν αυτό το ερέθισμα. Πήγαινα
στα γήπεδα της Αθήνας τότε που είχαμε τη μεγάλη ομάδα και ο κόσμος μου έλεγε:
Αλέκο έχεις τραγουδήσει για όλο τον κόσμο και τον ντουνιά, αλλά για τον ΠΑΣ δεν
είπες τίποτα. Έτσι βγήκε αυτό το τραγούδι «ΠΑΣ Γιάννινα Άγιαξ της Ηπείρου…».
Γνώρισε πολύ μεγάλη επιτυχία, καθώς είχε κυκλοφορήσει σε δίσκους 45 στροφών.
Ακόμα και σήμερα σε πανηγύρια άλλων νομών μου ζητούν να τραγουδήσω για τον ΠΑΣ
Γιάννινα αφού είναι χορευτικό κομμάτι με σέρβικο τέμπο.
«Αν μου στερήσεις τη μουσική, θα πεθάνω. Η μουσική είναι αγάπη, δώρο του Θεού»
λέει ο Γιώργος Μάγγας
Σκέφτεται συνεχώς την αγάπη και τον
θάνατο. Επηρεάζεται στο παίξιμό του όταν ο θάνατος περνά δίπλα του. «Δεν
το μπορώ αυτό. Με παίρνουν τα δάκρυα». Η μουσική χροιά αλλάζει στο
κλαρίνο όμως όταν βλέπει τον έρωτα δίπλα του. «Δεν είναι όμορφο να
βλέπεις τα ζευγαράκια να είναι ερωτευμένα;
Να κοιτάζονται στα μάτια αγκαλιασμένα;». Ο Γιώργος Μάγγας την προσεχή
Παρασκευή και το Σάββατο θα βρεθεί με το συγκρότημά του και την
τραγουδίστρια Τζούλη Τσινέρη (σύζυγό του) στη σκηνή του Cine Κεραμεικού από
τις δέκα το βράδυ ως τα ξημερώματα. «Α, εγώ όταν αρχίσω να παίζω με το
κλαρίνο μου και ο κόσμος κάτω από το πάλκο βλέπω ότι το χαίρεται δεν
σταματώ. Παίζω ως το ξημέρωμα. Δεν αφήνω κανέναν να φύγει».
Ο Γιώργος Μάγγας είναι μια
ιδιαίτερη περίπτωση λαϊκού καλλιτέχνη. Υστερα από χρόνια διαμονής στην
πρωτεύουσα, εγκατέλειψε την Αθήνα και επέστρεψε στη Λιβαδειά, στα πάτρια
εδάφη του. Συνεχίζει να παίζει στα πανηγύρια και στους γάμους, όπου τον
φωνάξουν σε όλη την Ελλάδα, αλλά και στο εξωτερικό όπου υπάρχει Ελληνισμός.
Εχει εμφανισθεί σε δεκάδες διεθνή έθνικ φεστιβάλ, έχει αποθεωθεί από το
ευρωπαϊκό και το αμερικανικό κοινό, έχει δεχτεί προτάσεις να κυκλοφορήσει
δίσκο από ξένες εταιρείες. Προς το παρόν αρνείται. «Εδώ, μωρέ, θέλω, στην
πατρίδα μου να βγάλω τον επόμενο δίσκο μου» δηλώνει μιλώντας στο
«Βήμα» και συνεχίζει: «Αλλά δεν βαριέσαι. Οι προτάσεις που έχω δεχτεί
δεν με αντιπροσωπεύουν. Θα κάνω υπομονή ως τα Χριστούγεννα. Και μετά θα πάω
στο εξωτερικό. Οι εταιρείες εδώ τα θέλουν όλα δικά τους. Ποτέ δεν προσκύνησα
το χρήμα αλλά να είμαστε άνθρωποι. Ας φάνε αυτοί την κουτάλα, αλλά ας μου
δώσουν κι εμένα ένα κουταλάκι». Και ίσως δεν έχει άδικο. Μόνο τρεις
δίσκοι («Αυτοσχεδιασμοί», «Τα τσιφτετέλια», «Αναρχος Θεός»)
καταχωρίζονται στο βιογραφικό ενός δημιουργού με χιλιάδες συναυλίες στην
τριαντάχρονη μουσική του πορεία.
Στην τάξη με τη φλογέρα
Την πρώτη συναυλία ο Γιώργος Μάγγας
την έδωσε την εποχή που ήταν μαθητής του δημοτικού σχολείου. «Τι να κάνω,
δεν τα 'παιρνα τα γράμματα. Πήγαινα πάντοτε στο σχολείο με τη φλογέρα στο
ζουνάρι και ο δάσκαλος με ρωτούσε: "Γιώργο, μπορείς να διαβάσεις;". Δεν
ήξερα όμως. Τότε μου 'λεγε: "Βγάλε τη φλογέρα και παίξε μας". Και εγώ
έπαιζα. Και πόσο του άρεσε του δάσκαλου... "Γράμματα δεν θα μάθεις, Γιώργο,
αλλά θα γίνεις μεγάλος στο κλαρίνο" μου έλεγε. Και οι τότε συμμαθητές μου
γελούσαν». Ο πατέρας του ήθελε να τον κάνει «άνθρωπο μορφωμένο»,
όπως λέει ο ίδιος. «Αλλά αυτό δεν γινόταν. Μου πήρε ο πατέρας μου το
κλαρίνο και άρχισα να παίζω στα μικρά συγκροτήματα της Λιβαδειάς και στα
γύρω χωριά». Αν και του αγόρασε το κλαρίνο, δεν τον είχε ακούσει να
παίζει ποτέ. Κάποιο ξημέρωμα άκουσε όργανα από ένα κέντρο της περιοχής και
μπήκε μέσα να δει ποιοι ήταν. Και τότε είδε για πρώτη φορά τον γιο του να
παίζει κλαρίνο. Παλιός οργανοπαίχτης και ο ίδιος, πείστηκε ότι το μέλλον του
γιου του είναι το κλαρίνο. Και δεν είχε άδικο.
Γέννημα θρέμμα των πανηγυριών και
των γάμων της ελληνικής επαρχίας, ο Γιώργος Μάγγας είδε το MTV να τον
βιντεοσκοπεί και να τον αναγορεύει φαινόμενο της βαλκανικής τζαζ. Οι
γαλλικές εφημερίδες «Liberation» και «Le Monde» έχουν
δημοσιεύσει άρθρα με επαινετικές κριτικές. Εχει εμφανισθεί στη Γαλλία, στη
Γερμανία, στην Ισπανία, στην Αγγλία, στον Καναδά, στη Βραζιλία και την
προσεχή άνοιξη τον περιμένουν οι Ηνωμένες Πολιτείες Αμερικής. «Θα παίξω
όπου υπάρχουν Ελληνες» λέει ο ίδιος. Χωρίς όμως αυτό να σημαίνει ότι δεν
έχει παίξει και για ξένους. «Εχω παίξει μπροστά σε ξένους μουσικούς της
ροκ που ντρέπεσαι να παίξεις κλαρίνο. Κάτι αφτιά... Δηλαδή μεγάλοι μουσικοί
της ροκ. Αλλά παραδόθηκαν στη μουσική μου. Να σκεφτείς ότι ήρθαν να δουν τι
είχε το κλαρίνο μου μέσα. Και αυτές τις αγριόφατσες, αυτούς τους βαρβάτους
μουσικούς τούς έκανα να κλαίνε. Το έλιωσα το κλαρίνο. Το πέταξα».
Το θαύμα της μουσικής
Ο Γιώργος Μάγγας δεν φοβάται τίποτε
στη ζωή του. «Είμαι σίγουρος ότι αν έχω απέναντί μου δύο λιοντάρια θα τα
ημερώσω με το κλαρίνο μου. Εχω τον κόσμο και τον Θεό μαζί μου. Νηστεύω κάθε
Τετάρτη και Παρασκευή, δεν μπαίνω σε σπίτια πονηρά, δεν κοιτάζω πονηρά. Μου
αρέσουν οι γυναίκες, να τις βλέπω να χορεύουν τα τσιφτετέλια τους πάνω στα
τραπέζια όταν παίζω κλαρίνο, αλλά μέχρι εκεί». Ο Γιώργος Μάγγας δεν
παίζει όμως μόνο στα πανηγύρια και στους γάμους. Διοργανώνει συναυλίες και
τα έσοδα τα μοιράζει σε ΚΑΠΗ, σε μικρά παιδιά που έχουν ανάγκη να υποβληθούν
σε εγχείρηση στο εξωτερικό, βοηθάει ακόμη και τις εκκλησίες. Ηδη ετοιμάζεται
να δώσει συναυλία της οποίας τα έσοδα θα διατεθούν για την αγιογράφηση του
ιερού ναού στον Αγιο Κωνσταντίνο. «Εναν ντορβά λεφτά θα μαζέψω για τον
παπα-Θανάση» λέει. Και είναι σίγουρος για αυτό.
Δεν παίζει ποτέ κλαρίνο στο σπίτι
του. Αντιθέτως παίρνει τα βουνά για να ακούει το θρόισμα των φύλλων από τα
δένδρα, τα πουλιά που τιτιβίζουν. «Δεν μπορώ χωρίς κλαρίνο. Αν με
κλείσεις σε ένα δωμάτιο και μου στερήσεις τη μουσική, θα πεθάνω. Η μουσική
είναι αγάπη, δώρο του Θεού. Δεν υπάρχει ωραιότερο πράγμα από το να σε
συνοδεύει μια απαλή μουσικούλα όταν είσαι με την κοπέλα σου αγκαλιά».
Παλιότερα, κι όχι μόνο στην ύπαιθρο
χώρα και στα μικρά μέρη, αλλά και στην πρωτεύουσα και έως πριν από λίγα
χρόνια στις «επαρχίες» της Αθήνας, τον νεκρό μας τον ξενυχτούσαμε στο σπίτι,
στο κεντρικό δωμάτιο, από εκεί τον κηδεύαμε και επιστρέφοντας από την ταφή
επιστρέφαμε (ομηρικότατα) και στη ζωή δειπνώντας με κοινό δείπνο, όπου
συγγενείς, γείτονες, φίλοι προσέφεραν σε έρανο τα φαγητά τους. Αυτός ο
Νεκρόδειπνος (έχει μνημειωθεί από τον Σικελιανό και τον Σινόπουλο) λεγόταν
κατά περιοχή «Μακαριά» ή «Παρηγοριά». Τώρα ο νεκρός μας ξενυχτάει μόνος σ'
ένα ψυγείο νεκροτομείου και η «παρηγοριά» έχει συρρικνωθεί σε τυποποιημένο
καφέ, παξιμαδάκι, κονιάκ που προσφέρεται στο κυλικείο του Νεκροταφείου και
συνήθως οι πενθούντες διά του Τύπου δηλώνουν ότι δεν θα δεχτούν
«συλλυπητηρίους επισκέψεις». Τι σημαίνουν όλα αυτά; Μήπως μειώθηκε το
πένθος, η απελπισία για την απουσία των προσφιλών; Όχι, αντίθετα, γίνονται
σχεδόν αφόρητα και συνήθως καταλήγουν οι άνθρωποι στον ψυχίατρο, στην
κατάθλιψη και στη μελαγχολία. Σ' αυτό οδήγησαν οι συνθήκες του βίου, η
τυραννία του μεροκάματου, η στενότητα του χώρου (πώς θα κατεβεί το φέρετρο
από τον 5ο όροφο μια και δεν χωράει στο ασανσέρ;!), το σκόρπιο σε μεγάλες
αποστάσεις συγγενολόι αλλά και οι εργαζόμενοι σύνοικοι, που δεν γνωρίζουμε
ούτε ποιοι είναι, που οι θρήνοι και η συρροή σε ώρες κοινής ησυχίας τούς
ενοχλούν και συχνά καλούν την Αστυνομία!
Και τα γλέντια; Παλιότερα σε
γιορτάδες μέρες ή σε επετείους και ονομαστικές εορτές, σε γάμους και
βαφτίσια στις αυλές, στα τρίστρατα ή στα αλώνια στρώνονταν τραπέζια, βράζανε
καζάνια, καλούσαν κομπανίες και κάθε μεγάλος ή μικρός χώρος γινόταν
χοροστάσι, πανηγύρι, μέγα επικοινωνιακό γεγονός με απόλυτη συναισθηματική
φόρτιση. Σπονδή στον Διόνυσο και ξόρκι του θανάτου. Μπορεί να κλειστεί το
γλέντι στα στενά, τσιμεντένια κλουβιά όπου μετοικήσαμε; Προσπάθειες εξόδου
γίνονται με τις συνεστιάσεις συμπατριωτών, συντεχνιών, συναδέλφων ή
καλεσμένων φίλων σε οργανωμένους χώρους διασκεδάσεως. Ακραία μορφή
εξομοίωσης γλεντιού, αυτά τα νέα εφευρήματα, τα διάφορα «Κτήματα» όπου
προσομοιώνεται ο χώρος με χωριό, πανήγυρη, αυλή κ.λπ.
Κι όμως, η λαχτάρα των ανθρώπων να
απεκδυθούν από τις πιεστικές καθημερινές μέριμνες, από την καταθλιπτική
τυραννία της εργασιακής επανάληψης, τους οδηγεί, έστω κατά τρόπο
συναισθηματικής σκηνοθεσίας, να γλεντήσουν μέσα σε χώρους στενούς, αστικούς
και να φαντασιωθούν τον αρχαίο τρόπο διονυσιακής εορτής.
Μου συνέβη πρόσφατα. Βρεθήκαμε
καλεσμένοι σε σύγχρονο μεγαλοαστικό διαμέρισμα σε υψηλό όροφο προαστίου της
Αθήνας, πανεπιστημιακοί, δάσκαλοι, δικαστές, δικηγόροι, συνθέτες -
τραγουδιστές, συγγραφείς και φοιτητές, ηλικιακό φάσμα με άνυσμα πενήντα
χρόνια. Προέλευση Μωραΐτες, Ρουμελιώτες, Ηπειρώτες. Ο πυρήνας, οι τελευταίοι
και οι οικοδεσπότες. H βραδιά ξεκίνησε τυπικά, ως συνήθως. Σκόρπιες παρέες
στις διάφορες διαμορφωμένες γωνιές του ευρύχωρου σαλονιού. Οι τυπικές
αναγνωριστικές συζητήσεις για να σπάσει ο πάγος, να βρεθούν κοινά
ενδιαφέροντα, να αναζητηθούν ευθείς και πλάγιοι δεσμοί, μακρινοί γνώριμοι,
φοιτητικές παρέες, συμπεθεριά συγγενών και τα γνωστά. Σ' ένα μικρό δωμάτιο,
δίπλα στο σαλόνι, τρεις άγνωστοι και ξεμοναχιασμένοι άντρες έπιναν ουζάκι
και τσιμπολογούσαν μεζεδάκια.
Ώσπου ήρθαν τα φαγητά. Από έμπειρα
χέρια νοικοκυράς, ηπειρώτικες γεύσεις, πίτες, κρέατα, τυριά, ορεκτικά και
κόκκινο κρασί. Τα πηγαδάκια συγκεντρώθηκαν σε δύο εστίες, σε δύο κοινές
τράπεζες. Το κρασί έρρευσε, λύθηκαν οι γλώσσες. Και τότε το θαύμα
συντελέστηκε. Οι τρεις περίεργοι επισκέπτες του διπλανού δωματίου στρώθηκαν
ανάμεσα στα δύο τραπέζια, άνοιξαν τους σάκους τους και αποκάλυψαν τον ρόλο
τους. Ένα κλαρίνο, ένα ακορντεόν, ένα ντέφι. Κι άρχισε το γλέντι και άστραψε
η μουσική. H ηπειρώτικη, στην πραγματικότητα η βορειοηπειρώτικη, κομπανία
από το Αργυρόκαστρο μπήκε μέσα στο στενό τσιμεντένιο μεγαλοαστικό φρούριο
και το ανατίναξε. Το σαλόνι σε λίγα λεπτά, όταν ο πρώτος «σκάρος» πλημμύρισε
την ατμόσφαιρα, μετατράπηκε σε πλατύ αλώνι, σε χοροστάσι, σε εσωτερική αυλή
μοναστηριού μέρα πανηγυριού. Τα αυστηρά έπιπλα μέσα στην αχλύ των μουσικών
κλιμάκων έγιναν στασίδια, βραχάκια, θημωνιές, κρασοβάρελα, σούστες, χράμια,
βελέντζες, κιλίμια. Κάπου είχες την ψευδαίσθηση ότι καμάρωνε ο αργαλειός,
πιο πέρα το πιθάρι με τα παστά, οι κάδοι με τις τσακιστές ελιές, οι
πολυέλαιοι μετατράπηκαν ξαφνικά σε πάτερα απ' όπου κρέμονταν μάτσα με
χαμομήλια, ρίγανη, τσάι του βουνού και πιο πέρα αρμαθιές σκόρδα, κρεμμύδια,
ξερά σύκα, λουκάνικα.
Ναι, η μουσική ξυπνούσε στους
αλλοτριωμένους λόγιους, επιστήμονες και στους εξόριστους στο άστυ συγγραφείς
και συνθέτες το ρίγος του βυθού, τη ναρκωμένη μνήμη.
Το κλαρίνο κεντούσε μουσικά σιρίτια
με χρυσές κλωστές πάνω σε βελουδένιες ποδιές. Το ακορντεόν κελάηδιζε,
γουργούριζε και άλλοτε παιζογελούσε και το ντέφι είχε βρει τους σφυγμούς
στους καρπούς των χεριών της ομήγυρης και χτυπούσε με τον ρυθμό της καρδιάς
μας.
Στην Ήπειρο ακόμη και ο γάμος
ξεκινάει με μοιρολόι, λες και αυτός ο εδραίος λαός (οι αρχαίοι Σελλοί, οι
εδραίοι, οι αυτόχθονες, από όπου και η Ελλάς αργότερα) έκανε γλέντι,
τραγούδι και χορό την ηρακλείτεια διαλεκτική, όπου ζωή και θάνατος, πένθος
και χαρά, ύπνος και ξύπνιο, γηρατειά και νιάτα, μέρα και νύχτα είναι το
ίδιο, το ένα περιέχεται μέσα στο άλλο, παλίντονος αρμονία.
Από τις αρτηρίες στον ρυθμό Οι
τρεις δεξιοτέχνες χειριζόμενοι τους δρόμους τους μουσικούς μεθοδικά,
συστηματικά, με την αρχαία σοφία που κουβαλάνε γνωρίζουν πως σιγά-σιγά
μπαίνοντας στις αρτηρίες, ακολουθώντας τις παλινδρομήσεις του αίματος,
φτάνουν στην καρδιά και επιταχύνουν τους παλμούς της και οι παλμοί
κινητοποιούν προς τον εγκέφαλο τις φυσαλλίδες του αλκοόλ και εκείνο μεθάει
τα κύτταρα του εγκεφάλου και στέλνει μηνύματα στα πόδια και τα πόδια
μπαίνουν στον ρυθμό και ο ρυθμός οδηγεί τα βήματα στον χορό. Έτσι όλοι οι
πριν από λίγο συγκρατημένοι, ευπρεπείς, πολιτισμένοι συνδαιτυμόνες πετάνε τα
σακάκια, τις γραβάτες και με τα πουκάμισα έξω από το παντελόνι και οι
γυναίκες χωρίς τα ψηλοτάκουνα, χεραγκαλιά, τελούν τους βαθύρριζους αργούς
στην αρχή κύκλιους χορούς πρώτα της Ηπείρου και ο δεξιοτέχνης του ντεφιού
τραγουδά και το κλαρίνο χτίζει ξερολιθιές πυρσογιαννίτικες με τις νότες και
το ακορντεόν, άλλοτε ειρωνεύεται και άλλοτε χαριεντίζεται ενώνοντας Ανατολή
και Δύση, Βαλκάνια και Τυρρηνικό Πέλαγος.
Το παν οργά και ο Διόνυσος στο
κέντρο του χορού μαίνεται.
Για λίγες ώρες το μεγαλοαστικό
σαλόνι έγινε αλώνι, ορχήστρα σατυρικού δράματος, πασχαλινό αναστάσιμο
τσιμπούσι. Ω, έπεσαν και παραγγελιές, έπεσε και χαρτούρα και οι μουσικοί,
ενώ είχαν προς το ξημέρωμα μαζέψει τα όργανά τους, επέστρεψαν γιατί η βαθιά
χαρμολύπη κάποιου γλεντιστή επεθύμησε (πριν ξαναφορέσει το προσωπείο του
επαγγέλματος σε λίγες ώρες) ένα βαρύ μοιρολόι. Έτσι όπως το ένιωσε το όλον
πράγμα ο Μακρυγιάννης, που τραγουδώντας ένα βαρύ θλιβερό τραγούδι είπε πως
«είχε κέφια»!
Κώστας Ρούκουνας ή Σαμιωτάκι, γενν. 1903 Σάμος, άρχισε το τραγούδι το 1925,
εγκαταστάθηκε στην Αθήνα το 1927, άρχισε να ηχογραφεί το 1928, πέθ. 11/3/1984
Αθήνα.
Στο δημοτικό τραγούδι, που είναι η γνήσια, ειλικρινής και ανόθευτη έκφραση
της λαϊκής ψυχής, μας παρουσιάζεται ένας λαός λιτός στη διάθεση, στη ζωή και
κλασσικός στην έκφραση του συναισθηματικού κόσμου. Τα δημοτικά τραγούδια
έχουν τη ρίζα τους στα αρχαία λαϊκά τραγούδια. Πολλά δεν διαφέρουν από
εκείνα παρά μόνο στη γλώσσα. Έχοντας αυτό ως δεδομένο, μπορούμε να
συμπεράνουμε, ότι παρά το πέρασμα τόσων αιώνων η λαϊκή ποίηση, όπως και όλος
ο λαϊκός πολιτισμός, (παροιμίες, έθιμα, μύθοι, παραμύθια κτλ.) εκφράζουν με
τον ίδιο τρόπο τη λαϊκή ψυχή.
Το δημοτικό τραγούδι, στη μορφή που γίνεται πλατιά γνωστό, δεν είναι
δημιούργημα ενός ξεχωριστού ατόμου. Πλάθεται από το λαό και εκφράζει τους
πόθους και τις λαχτάρες, τα ιδανικά και το πνεύμα ενός λαού. Φορείς και
δημιουργοί αυτών των τραγουδιών, όπως φυσικά και όλων των γνήσιων δημοτικών
τραγουδιών, είναι ο απλός λαός. Όσον αφορά τους δημιουργούς, πρέπει να
τονίσουμε ότι είναι ανώνυμοι. Ανήκουν στο σύνολο της ελληνικής κοινωνίας και
ανώνυμης μάζας και δεν ξεχωρίζουν απ' αυτό. Κατέχονται από το αίσθημα της
κοινοκτημοσύνης και δεν θεωρούν ότι το αποτέλεσμα της δουλειάς τους ανήκει
μονό σ' αυτούς. Έτσι δεν πρέπει να μας παραξενεύει το γεγονός, ότι δεν μας
είναι γνωστά ονόματα λαϊκών δημιουργών.
Σημαντικό είναι ότι κανείς από αυτούς δεν δημιουργούσε τραγούδια για να
γίνει διάσημος ή τουλάχιστον για να αναγνωριστεί η αξία και το ταλέντο του.
Επίσης κανείς δεν προσπάθησε να μετατρέψει το χάρισμα αυτό σε επάγγελμα.
O δημιουργός ποτέ δεν πιέζεται να συνθέσει ένα τραγούδι. Απλώς περιμένει την
στιγμή που θα νοιώσει την ανάγκη να εκφράσει την προσωπική του, ή όχι
απαραίτητα, ιδέα. Και λέγοντας ότι είναι πιθανόν να μην είναι αποκλειστικά
προσωπική του ιδέα, εννοώ ότι μπορεί ο δημιουργός να ήταν επηρεασμένος από
το άμεσο ή έμμεσο περιβάλλον του. Συχνό φαινόμενο είναι να παίρνει ο
στιχοπλάστης αφορμή από ασήμαντα γεγονότα για να δημιουργήσει ένα τραγούδι,
ταυτόχρονα όμως μπορεί να αδιαφορήσει για άλλα πολύ πιο σημαντικά.
Ο Γιώργος Κόρος γεννήθηκε στην κοινότητα των
Ανδρονιάνων Ευβοίας το 1923 και είναι αυτοδίδακτος στο βιολί. Ο πατέρας του
ήταν δάσκαλος στη Βυζαντινή μουσική. Έχει συνθέσει 1400 περίπου τραγούδια
και έχει συμμετοχή σε πάρα πολλές εκτελέσεις στα 42 χρόνια που έχει στην
ελληνική δισκογραφία.
Η αρχική σύλληψη του τραγουδιού γίνεται, όπως αναφέρεται παραπάνω, από ένα
μόνο άτομο, που έχει και το χάρισμα της στιχουργίας. Στη συνέχεια όμως αυτό
το αυτοσχέδιο τραγούδι το παίρνει ο "ανώνυμος" λαός και το προσαρμόζει
αδιάκοπα στην καλαισθησία και στις διαθέσεις του. Έτσι ξεχνιέται εντελώς ο
πρώτος δημιουργός του, ενώ παράλληλα το τραγούδι δε μας διασώζεται σε μια
και μόνο μορφή, όπως συμβαίνει με τα επώνυμα ποιήματα, αλλά σε διάφορες
(μορφές) που δεν διαφέρουν συνήθως πολύ μεταξύ τους και είναι οι γνωστές μας
παραλλαγές.
Σημαντικό χαρακτηριστικό του δημοτικού τραγουδιού είναι ο αναπόσπαστος
δεσμός του με τη μουσική και το χορό. Ακόμη και σήμερα, που τα δημοτικά
τραγούδια καταγράφτηκαν ως ποιήματα, παρατηρούμε ότι ο λαός σε ένα γλέντι ή
σε πανηγύρια δεν τα απαγγέλει, αλλά τα συνοδεύει με μουσική και άλλοτε με
μουσική και χορό. Δηλαδή τα τραγούδια χωρίζονται σ' αυτά που τραγουδιούνται
στο τραπέζι σε ένα γλέντι (της τάβλας) ή στους δρόμους, και σ' αυτά που
χορεύονται (χορευτικά).
Ως ποιητικά δημιουργήματα τα δημοτικά τραγούδια ξεχωρίζουν για την τολμηρή
σύλληψη του θέματος, τη ζωντανή και παραστατική απεικόνιση του εξωτερικού
και εσωτερικού κόσμου, την ανάγλυφη πλαστικότητα των εικόνων, όπως και την
πυκνότητα και λιτότητα του λόγου. Ειδικότερα, στα δημοτικά τραγούδια
παρατηρούμε τολμηρές προσωποποιήσεις: το βουνό, το δέντρο, το άλογο, το
πουλί, κάθε άψυχο και έμψυχο πλάσμα δηλαδή, έχει το χάρισμα να μιλάει, ενώ ο
άνθρωπος συμπάσχει και παίρνει μέρος στη δράση που διαδραματίζεται γύρω του.
Επίσης αποτελούν τα πρώτα μνημεία που διασώθηκαν στη νεοελληνική γλώσσα. O
δρόμος που ακολούθησε το δημοτικό τραγούδι είναι χωριστός και αποκομμένος
από τη λογοτεχνική πορεία της βυζαντινής γραμματείας και νεοελληνικής
λογοτεχνίας. Στη βυζαντινή γραμματεία, αλλά και αργότερα κατά την περίοδο
της τουρκοκρατίας το δημοτικό τραγούδι αγνοήθηκε τελείως από τους λόγιους.
Κανείς από τον κύκλο των λογοτεχνών ή λογίων δεν θεώρησε απαραίτητο να
ασχοληθεί τότε με κάτι που δεν ήταν στη γλώσσα των λογίων, αλλά σε μια
"χυδαία" και φτωχή γλώσσα ή πιο σωστά ιδίωμα, που δεν είχε καμιά σχέση με
την γλώσσα των αρχαίων προγόνων μας, αλλά ούτε ήταν σε θέση να εκφράσει με
"αποδεκτές" λέξεις τις υψηλές ιδέες του Πλάτωνα, του Αριστοτέλη και όχι
μόνο.
O πρώτος που ενδιαφέρθηκε και αναγνώρισε την αξία των δημοτικών τραγουδιών
ήταν ο Fauriel. Η συμβολή του Fauriel στην γνωστοποίηση του λαϊκού μας αυτού
πλούτου είναι τεράστια. Πρώτος αυτός κατέγραψε δημοτικά τραγούδια, τα
μετέφρασε και τα έκανε γνωστά με το να τα δημοσιεύσει στο Παρίσι το 1825
(Chants populaires de la Gréce moderne). Έτσι έγινε γνωστός αυτός ο
παραμελημένος θησαυρός στον δυτικό κόσμο που έδειξε πολύ μεγαλύτερη αγάπη -
για κάτι ξένο προς τα βιώματά του - απ' ότι οι Έλληνες λόγιοι.
Στις μέρες μας η αξία των τραγουδιών αυτών είναι αδιαμφισβήτητη. Η τάση για
επιστροφή στις ρίζες μας, που φυσικά προϋποθέτει μια σχετική εξοικείωση με
τη λαϊκή μας παράδοση, αποτελεί κίνητρο για να γνωρίσουμε καλύτερα αυτό τον
κόσμο που κρύβεται πίσω της.
Δυστυχώς όμως όσο καλή θέληση και αν δείξει ο σημερινός Έλληνας δεν είναι
πια και τόσο εύκολο - αν όχι ακατόρθωτο - να γνωρίσει τα τραγούδια αυτούσια,
στη μορφή δηλαδή που τραγουδήθηκαν και αγαπήθηκαν από το λαό. Διάφοροι
παράγοντες έχουν συμβάλλει στην αλλοίωση των τραγουδιών που μας
παραδίνονται. Τα περισσότερα από τα τραγούδια που μας είναι γνωστά έχουν
υποστεί μερικές αλλοιώσεις. Αυτές τις αλλοιώσεις μπορούμε να τις κατατάξουμε
στις ακόλουθες ομάδες:
Οι αλλοιώσεις των λογίων
Οι πιο συνηθισμένες αλλοιώσεις έγιναν σε φωνητικό επίπεδο (φωνητικές
αλλοιώσεις ή μικροαλλαγές). Οι λόγιοι αδυνατώντας να καταγράψουν τα τοπικά
ιδιώματα κάθε περιοχής, αντικατέστησαν τις ιδιωματικές φράσεις με ανάλογες
εκφράσεις της νεοελληνικής. Αυτό δεν έγινε φυσικά με κακή πρόθεση και ούτε
είχαν συνειδητοποιήσει οι τότε λόγιοι ότι δεν έχουν το δικαίωμα να κάνουν
τέτοιες καταστροφικές παρεμβάσεις σε μια τόσο μακρόχρονη παράδοση που
κινδύνευε να αφανιστεί. Σκοπός τους ήταν να γίνουν αυτά τα τραγούδια γνωστά
και στον υπόλοιπο ελλαδικό χώρο, αλλά το γλωσσικό ιδίωμα ξένο πολλές φορές
στα άλλα ελληνικά ιδιώματα αποτελούσε τροχοπέδη.
Υπήρξαν δυστυχώς όμως και περιπτώσεις όπου οι λόγιοι θεώρησαν απαραίτητο να
"ευπρεπίσουν" την γλώσσα αυτών των τραγουδιών επεμβαίνοντας σε μεγάλο βαθμό.
Λέξεις αντικαταστάθηκαν με άλλες λογιότερες ή καταλήξεις τροποποιήθηκαν
σύμφωνα με την αρχαιότροπη γραμματική. Παράδειγμα τρανταχτό αποτελούν οι
Φαναριώτες κατά την περίοδο της Επανάστασης του 1821, που δεν καταδέχτηκαν
τα δημοτικά τραγούδια στη γνήσια μορφή τους και τα μετέφρασαν στην
καθαρεύουσα. Φυσικά το αποτέλεσμα ήταν φαιδρό.
Οι στίχοι που ακολουθούν προέρχονται από το γνωστό δημοτικό τραγούδι "Του
Κίτσου":
Του Κίτσου η μάνα κάθονταν στην άκρη στο ποτάμι·
με το ποτάμι μάλωνε και το πετροβολούσε·
"Ποτάμι για λιγόστεψε, ποτάμι στρέψε πίσω
για να περάσω αντίπερα, πέρα στα κλεφτοχώρια,
όπ' έχουν κλέφτες σύνοδο, όπ' έχουν τα λημέρια"
Η παρέμβαση των λογίων στην προσπάθειά τους να "ευπρεπίσουν" τη "χυδαία"
γλώσσα του λαού επέφερε το ακόλουθο κατασκεύασμα:
Του Κίτσου η μήτηρ κάθητο επ' όχθης ποταμίου,
ήριζε τοίνυν μέτ' αυτού και το ελιθοβόλει,
μειώθητι, ω ποταμέ, τράπητι κατά νότου,
ίν' αντιπέραν πορευθώ εις των κλεφτών τους τόπους.
Οι επεμβάσεις των λογίων όμως δεν σταμάτησαν σ' αυτό το σημείο. Συχνά
έφταναν στο σημείο να δημιουργούν πλαστά τραγούδια και να τα παρουσιάζουν ως
δημοτικά για να υμνήσουν κάποιο τοπικό ήρωα ή ένα ιστορικό περιστατικό, που
δεν βρήκε τον τραγουδιστή του.
Εκτός από τις παρεμβάσεις των λογίων γινόνταν όχι σπάνια ορισμένες
τροποποιήσεις και από τους εκδότες στην προσπάθειά τους να βελτιώσουν
ποιητικά ή πατριωτικά το κείμενο προσθέτοντας ή αφαιρώντας λέξεις ή στίχους.
Οι λόγοι αυτών ήταν φυσικά οικονομικοί, γιατί έτσι πίστευαν ότι το βιβλίο
που θα εξέδιδαν θα είχε μεγαλύτερες πωλήσεις.
Αλλοιώσεις από τον ίδιο τον λαό
Αλλά αλλοιώσεις υποβλήθηκαν και από τον ίδιο το λαό. Αυτές οι αλλοιώσεις
μπορούν να χωριστούν σε τρεις κατηγορίες:
α) Ασυνείδητες αλλοιώσεις που οφείλονται σε παρακούσματα, σφάλματα του
μνημονικού ή σε συμφυρμό, όταν δηλαδή δυο διαφορετικά αποσπάσματα ενώνονται
χωρίς κανέναν οργανικό λόγο. Αυτό όμως συμβαίνει μόνο σε περιπτώσεις όπου η
προφορική παράδοση έχει υποστεί φθορές με το χρόνο. O Στ. Κυριακίδης πολύ
σωστά παρατηρεί ότι όσο πιο ζωντανή είναι η προφορική παράδοση, τόσο
λιγότερες είναι οι ασυνείδητες αυτές αλλοιώσεις.
β) Υποσυνείδητες είναι οι γλωσσικές αλλοιώσεις (που γίνονται όταν ένα
τραγούδι τραγουδηθεί σε μια άλλη περιοχή, όπου έχουν διαφορετική διάλεκτο),
οι πραγματικές (όταν για παράδειγμα ένα βουνό αλλάζει όνομα για να
προσαρμοστεί στις γνώσεις του νέου τραγουδιστή) και οι μορφολογικές (όταν
δηλαδή τραγούδια χωρίς ρίμα αποκτούν, όταν τα τραγουδούν σε μέρη όπου
συνηθίζεται η ομοιοκαταληξία).
γ) Ενσυνείδητες αλλοιώσεις, όπου ένα τραγούδι προσαρμόζεται από μια
περίσταση σε μια άλλη. Πολλές φορές με αυτόν τον τρόπο δημιουργείται και μια
καινούργια παραλλαγή. Αυτή η μορφή αλλοίωσης είναι η μόνη που μπορούμε να
πούμε ότι συνδυάζει και θετικά στοιχεία
Αλλοιώσεις κατά την καταγραφή
Η καταγραφή ενός τραγουδιού παρουσιάζει πολλά προβλήματα. Πρώτον γιατί ο
καταγραφέας πρέπει να καταγράψει πιστά όσα ακούει, πράγμα καθόλου εύκολο,
μια που πρέπει να καταγράψει όλους τους ιδιωματισμούς και δεύτερον γιατί ο
τραγουδιστής πρέπει να τραγουδήσει σ' ένα άγνωστο για αυτόν περιβάλλον.
Είναι συνηθισμένος να τραγουδάει κατά τη διάρκεια μιας γιορτής, όπου είναι
όλοι μαζεμένοι, με συντροφιά ή ακόμα και μόνος του. Σ' αυτήν την περίπτωση
όμως βρίσκεται μόνος με τον καταγραφέα και πρέπει να τραγουδήσει ή να
απαγγείλει από την αρχή μέχρι το τέλος ένα τραγούδι. Επίσης είναι πιθανό ο
τραγουδιστής να προσθέσει στο τέλος ένα ή δυο στίχους αλλοιώνοντας έτσι ένα
τραγούδι που δεν θυμάται μέχρι το τέλος, μόνο και μόνο γιατί ο καταγραφέας
το απαιτεί ολόκληρο.
Το πρόβλημα των συλλογών
Μερικοί από τους παλιότερους συλλογείς θεώρησαν σωστό να επέμβουν στα
διάφορα τραγούδια που κατέγραφαν, αλλάζοντας λέξεις ή εκφράσεις με άλλες πιο
λογιότερες, με αποτέλεσμα να μην μας σώζεται πλέον η αρχική μορφή των
τραγουδιών. Άλλοι πάλι, στην προσπάθειά τους να βρουν καινούργια τραγούδια
δεν κατέγραφαν, ή τουλάχιστον δεν δημοσίευαν, διάφορες παραλλαγές. Έτσι
πολλά τραγούδια μας σώζονται μόνο σε μια παραλλαγή.
Το πρόβλημα της επιβίωσης των δημοτικών τραγουδιών
Oι περισσότεροι σήμερα γνωρίζουμε τα δημοτικά τραγούδια μόνο από τα βιβλία.
Λίγοι είναι αυτοί που τα ξέρουν από την ίδια την προφορική παράδοση, εκείνοι
δηλαδή που έζησαν σε χωριά, όπου η προφορική παράδοση είναι - αν και σε
περιορισμένη έκταση - ζωντανή, ή οι συλλογείς.
Σήμερα δημοτικά τραγούδια δεν δημιουργούνται πια. Αυτά που τραγουδιούνται
ακόμη είναι απλώς επαναλήψεις παλιότερων. Τα δημοτικά τραγούδια έσβησαν μαζί
με τις απομονωμένες κλειστές κοινωνίες, που ευνοούσαν τη γέννησή τους. Την
τελευταία δημιουργική τους άνθιση τη γνώρισαν την εποχή της τουρκοκρατίας με
το κλέφτικο τραγούδι. Παρόλ' αυτά και στις μέρες μας δεν εκτοπίστηκαν
ολότελα ούτε, πολύ περισσότερο, αχρηστεύτηκαν. Αντίθετα εξακολουθούν να
ζουν, να συγκινούν και να προβάλλονται, γιατί αποτελούν την πιο γνήσια
έκφραση της λαϊκής ψυχής.
Σαν ήμουνα παιδί στο Καρδαρίτσι, μικρός τσοπανάκος φύλαγα τα πρόβατα στις
παραδεισένιες (τώρα στη μνήμη μου) πλαγιές του Λυπηνίκου.. Απέναντι προς
τα δεξιά, και πέρα ...μακριά, ατενίζοντας κατά πρώτη φορά τους
όμορφους Παραλογγούς, το χωριό σας, 70 σπίτια; κι' όμως..
Στοιχηματίζω τώρα στο παιδικό μυαλό μου τότες, μου φάνταξαν θεριακωτή
πολιτεία, που έκανε το αίμα μου να χοχλακιάσει από θαυμασμό και φόβο..
Θεέ μου πόσα χρόνια περάσανε από τότες; Μου φαίνονται αιώνες! Σήμερα
ακόμα στο βάθος του χρόνου η ξελογιάστρα πλάνα μου καρδιά, κρατάει τις
μνήμες μου αυτές, κι' εννοώ τις μνήμες, από τα πρώτα δώδεκα χρόνια μου,
που έζησα παιδί στο Καρδαρίτσι, Ιερό κειμήλιο και πάραυτα ωσάν,
φάρμακο μαγευτικό, όπου γιατρεύει τον νου:
Σαν το μυαλό μου φορτωθεί πολύ από την άχαρη, πολλές φορές
καθημερινότητα, εκείνη σαν μάννα έμπειρη, πονετική, και στον δικό
της χρόνο, βγαίνει μπροστά του δίνει λίγες σταγόνες Καρδαριτσαίηκιας
θύμησης και εκείνο καλμάρει....
Καλή μου συμπατριώτισσα, δεν ξέρετε την χαρά που μου έδωσε το μήνυμά σας!
και είναι το πρώτο που λαβαίνω τόσο κοντά απ'το Καρδαρίτσι και τα χωριά
της πέρα μεριάς!
...Γύρω στα 1955 άρχισα να δουλεύω με το
βιολί. Μ' έπαιρναν σε γάμους και πανηγύρια. Περίπου εκείνη τη χρονιά πήγα να
παίξω με τον Ηλία Πινακά από τη Σκοτίνα στην Κρανιά, πάνω από τον Πυργετό
που είναι. Την επόμενη μέρα ήρθε στην Κρανιά ο μεγάλος κλαρινίστας Βάιος
Μαλιάρας από τον Πυργετό. Ήρθε στο καφενείο που τραγουδούσα και μ' άκουσε.
Μετά με φώναξε και είπε:
-Από πού είσαι βρε παλικάρι;
-Είμαι από την Καλλιπεύκη και μένω στους
Γόννους, τον είπα
-Το απόγευμα όταν ανεβείς να τραγουδήσεις δυο
τραγούδια, ξανάπε.
Τον είπα ότι θα τραγουδήσω. Ήταν τότε 7
Νοεμβρίου των Αγίων Ταξιαρχών. Το απόγευμα ήρθε ο μπαρμπα-Βάιος και μου είπε
να τραγουδήσω τον "Πλάτανο" και τα "Νιάτα", αν θυμάμαι καλά. Μόλις τελείωσα
πήγα τον βρήκα και μου είπε να πάω μαζί του στην Αθήνα, γιατί είχε κλείσει
στούντιο για να "χτυπήσει" (ηχογραφήσει) ένα δισκάκι. Στην Κολούμπια θα
πηγαίναμε. Δεν υπήρχε τότε άλλη εταιρία. Τον απάντησα ότι θα το σκεφτώ, αλλά
εγώ το είχα ήδη αποφασίσει για να πάω. Πήρα το βιολί μου και συναντηθήκαμε
στα Τέμπη, περίπου στις 18 Νοεμβρίου 1955,56 ή 57 δε" θυμάμαι καλά. Πήγαμε
στην Αθήνα και χτυπήσαμε το δίσκο.
"Όταν άκουγαν την
"Παναγιωτούλα" γινόταν χαμός. Στους Σαρακατσάνους παίζαμε και με τον Μαλιάρα.
Αυτός είχε το πλεονέκτημα να κοιτάζει το χορευτή στα πόδια κι έτσι τους χορεύαμε
πολύ καλά. Πήρα κι εγώ τα πατήματα του Μαλιάρα".
Από τα πρώτα τραγούδια που ηχογραφήσαμε ήταν
η Περιστερούλα. "Κάηκα απ' το κουρκούτη", "Τέτοια Κοπέλα γύρευα στη ζωή" και
άλλα.
Εκεί στο στούντιο μίλησα με τον διευθυντή και
του είπα ότι έχω ένα τραγούδι παλιό από τη γιαγιά μου και αν μπορούσαμε να
το "χτυπήσουμε". Την πρώτη φορά δεν μου έδωσε απάντηση. Κατόπιν όμως με
φώναξε μέσα από την Κονσόλα για να πω το τραγούδι. Ήταν η "Παναγιωτούλα" ή
αλλιώς "Παίρνει ο Μάρτης δώδεκα" Το κάνα-με δυο τρεις πρόχειρες πρόβες και
το ηχογραφήσαμε.
Έτσι άρχισε η καριέρα μου. Κυκλοφόρησε ο
δίσκος κι έγινα παντού γνωστός.
Μετά έμπλεξα με τον μπαρμπα-Βάιο τον Μαλιάρα
ο οποίος δεν έπαιζε καινούργια τραγούδια ούτε ήθελε στην ορχήστρα ακορντεόν
και αρμόνιο. Ήθελε να παίζει αυτός κλαρίνο, εγώ βιολί και ο αδερφός του ο
Φώτης λαγούτο. Δεν ήθελε άλλα όργανα.
Παίζαμε συνήθως σκέτα, χωρίς μεγάφωνα. Όταν
τον λέγαμε να πάρει ηχεία, αυτός έλεγε: "αυτά τα τενεκέδια τί τα θέλω; δεν
σε βγάζουν καθαρό και σωστό!" Ήταν καθαρά παραδοσιακός, αλλά έπαιζε όργανο
καλό. Κάποια χρόνια βγήκαμε να παίζουμε στην Καλλιπεύκη, στο πανηγύρι. Εκεί
έπαιζαν και άλλα όργανα, στην πλατεία. Όταν ο Μαλιάρας έπαιξε ένα
καλαματιανό, τότε όλοι έστρεψαν τα βλέμματα στον μπαρμπα-Βάιο.
Ήταν καταπληκτικός, αλλά προκοπή δεν έκανε.
Γιατί, δεν το γνωρίζω. Ήταν δικό του θέμα. Πάντως όσοι έπαιξαν με το Βάιο
πρόκοψαν, αυτός δεν ξέρω γιατί και πέθανε στην ψάθα. Ίσως να νόμιζε, ότι
πάντα θα είναι ο πρώτος, αλλά τα χρόνια περνούσαν.
Δούλεψα ακόμα και με τον Μανόλη Παπαγεωργίου.
Ο καθένας από τους δύο έπαιζε σε διαφορετικό στυλ. Ήξεραν όμως και οι δυο να
χορεύουν το χορευτή.
Ήταν αυτοδίδακτοι και οι δυο τους. Αγαπούσαν
τη δουλειά τους. Αν δεν αγαπάς μια δουλειά μην επιχειρείς να την κάνεις
κιόλας.
Μετά την "Παναγιωτούλα" ηχογράφησε και άλλα
τραγούδια με τον Μαλιάρα "Μου παρήγγειλε τ� αηδόνι", "Πουλιά μου
διαβατάρικα", "Καραγκούνα" κλπ. Ηχογραφήσαμε επίσης τον "Αριστείδη" και στον
"Aμμο ρύζι έσπερνα". Αυτά είναι δικά μας, καλλιπευκιώτικα τραγούδια.
Αυτά τα τραγούδια καθώς και άλλα, μου τα
είπαν η Αγγελίτσα Γκουντουβά και η Μετάξω Καραμπατή.
Κατόπιν έμπλεξα και με δυο Φαρσαλινούς
οργανοπαίχτες. Τον Δημήτρη Καρακώστα που έπαιζε κλαρίνο και τον Βάιο
Καλαβριώτη που έπαιζε αρμόνιο. Έτσι άρχισα να τραγουδώ στην περιοχή των
Φαρσάλων τα σαρακατσάνικα τραγούδια. Μέχρι το 1980 περίπου δεν υπήρχαν
Σαρακατσαναίοι τραγουδιστές.
Οι Σαρακατσάνοι μ' αγαπούσαν πολύ και πέρασα πολύ καλά μαζί τους. Όταν
άκουγαν την "Παναγιωτούλα" γινόταν χαμός. Στους Σαρακατσάνους παίζαμε και με
τον Μαλιάρα. Αυτός είχε το πλεονέκτημα να κοιτάζει το χορευτή στα πόδια κι
έτσι τους χορεύαμε πολύ καλά. Πήρα κι εγώ τα πατήματα του Μαλιάρα.
(Από την μηνιαία εφημερίδα «η Γορτυνία» Αύγουστος '99)
"...Θυμάμαι την Αρχώντο του Τασέλου
που έσκουζε από το βουνί, μια ώρα
από το χωριό που βόσκαγε τα πρόβατα
και φώναζε του άντρα της, απέναντι
στον Αη-Λιά:
-"Μήτσο... Ρε Μήτσο... Ρε δεν ακούς;;
Τώρα χορεύει ο Σκούφας".
(ο Σκούφας ήταν ο γιος τους)
-"Πως το κατάλαβες μωρή;;
-"Ρε δεν ακούς τα όργανα;;
Σταθήκαν στον τόπο τα κλαρίνα..."
Στο πανηγύρι της Καλλιπεύκης πήγαινα κάθε
χρόνο για 40-45 χρόνια. Το πανηγύρι αυτό ήταν πολύ κουραστικό. Παίζαμε όλη
την ημέρα έξω στην πλατεία στο γενικό χορό και μετά ξενυχτούσαμε μέσα στα
καφενεία ως το πρωί. Πολλή δουλειά θυμάμαι μια χρονιά που παίζαμε στην
πλατεία όλη μέρα και ο Βάιος Καλαβριώτης έπαιζε ακορντεόν. Από την πολλή
κούραση είχε πρηστεί ολόκληρος. Χρήματα παίρναμε αρκετά, αλλά ήταν
κουραστικό. Πρωτόπαιξα σε ορχήστρα, με κλαρίνο του Αγγελή Καρακώστα. Μετά
έπαιξα με τον μπαρμπα-Βάιο, του Δημήτρη Καρακώστα. Έπαιξα και με τον Κώστα
Ριζούλη από τους Γόννους. Ακόμα και με τον Παύλο Τσιούγκο από το χωριό μας,
αλλά λίγο. Τραγούδησα για αρκετά χρόνια μαζί και με τον ανιψιό μου Θανάση
Καλούση τις δεκαετίες 1970 και 1980.
Δεν έχω ιδιαίτερη προτίμηση σε κάποιο
τραγούδι. Όλα μου αρέσουν. Εκείνο όμως που με σήκωσε ήταν η "Παναγιωτούλα"
καθαρά Καλλιπευκιώτικο τραγούδι.
Όταν είχα πάει στην Αθήνα για πρώτη φορά, πήγαμε στο καφενείο μουσικών. Εκεί
βρήκαμε τον γνωστό Παπασιδέρη Γιώργο. Ο Παπασιδέρης είχε το χρυσό δίσκο στο
δημοτικό τραγούδι. Μόλις μπήκαμε μέσα στο καφενείο, φώναξε από πέρα τον
μπαρμπα-Βάιο το Μαλλιάρα. Τον ρώτησε πως και πέρασε από εκεί. Ο
μπαρμπα-Βάιος του είπε ότι πήγαμε να ηχογραφήσουμε ένα δίσκο. Μας κέρασε
καφέ ο Παπασιδέρης και μου είπε να καθίσω δίπλα του. Τότε μου είπε να
τραγουδήσω ένα στιχάκι από τα "Μάγια". 'Aρχισα να τραγουδάω και
ευχαριστήθηκε πολύ. Ήμουν τότε 25-27 χρόνων. "χεις ωραία φωνή" μου είπε,
αλλά "σαν επαγγελματίας που θα γίνεις, να προσέξεις πολύ την καρέκλα που θα
καθίσεις, να προσπαθήσεις με κάθε τρόπο να τη δώσεις τη βαρύτητα που
χρειάζεται. Διαφορετικά δεν θα κάνεις τίποτε, στην καριέρα σου". Αυτά τα
λόγια του Παπασιδέρη φώλιασαν στο μυαλό μου. Και πραγματικά δεν έδωσα σε
κανέναν δικαίωμα να με πει κουβέντα. Καθόμουν στην καρέκλα μέχρι τα
χαράματα. Εννιά η ώρα το πρωί και να χορεύουν όλοι πάνω στα τραπέζια. Αλλά
και αν πήγαινα πουθενά και δεν έμενα ικανοποιημένος πάλι ευχαριστούσα τους
ανθρώπους, γιατί έπρεπε η πόρτα να είναι ανοιχτή. 'Aλλη φορά δε σε
ειδοποιούσαν να πας σε αρραβώνες και γάμους θυμάμαι όλες εκείνες τις ωραίες
στιγμές, με τους σαρακατσάνους ιδιαίτερα και συγκινούμαι. Για το μέλλον δεν
κάνω καμία σκέψη. Ακόμα πηγαίνω και τραγουδάω όπου με καλούν. Σημασία έχει
ότι πέρασα καλά και μ' αρέσει το τραγούδι πάρα πολύ".
πατείστε εδώ για να διαβάστε ολόκληρο το κείμενο
Ο Αριστείδης Μόσχος υπήρξε ο
κορυφαίος κατά πολλούς και πιο γνωστός οργανοπαίκτης και δάσκαλος σαντουριού
των ημερών μας. Παρακάτω παρουσιάζουμε, μέσα από τις αφηγήσεις και τα
βιώματά του, κάποιες πτυχές από τη ζωή του.
Ο Αριστείδης Μόσχος είναι το πέμπτο
από τα δέκα παιδιά του Μόσχου. Με καταγωγή από την Πεντάλοφο Αγρινίου
γεννιέται το 1930.
"Το Αγρίνιο κατά το μεσοπόλεμο ήταν
μια ακμάζουσα πολιτεία. `Ητανε οι αντιπροσωπείες ξένων εταιρειών καπνών.
`Οταν το κρέας είχε 4 δραχμές, αυτά είχαν 120 η οκά. Λεφτά.
Ο πατέρας μου είχε κληρονομήσει από τον πατέρα του στην Πεντάλοφο 400
στρέμματα χωράφια. Τα πούλησε, πήγε στο Αγρίνιο κι έκανε επιχειρήσεις. Είχε
δυο κέντρα. `Ενα καφέ-αμάν κι ένα καφέ-σαντάν. Στο πρώτο παίζανε Πολίτες,
Σμυρνιοί, Αρμένηδες. Στο άλλο υπήρχε ευρωπαϊκή ορχήστρα της εποχής εκείνης.
Ο πατέρας μου ήταν ένα κλαρίνο διακεκριμένο αλλά και πολυσύνθετο. Δεν
περιοριζόταν να παίζει μόνο τσάμικα και τέτοια. `Επαιζε ρουμάνικα,
ουγγαρέζικα, μαρς αμερικέν, βαλς, κύματα του Δουνάβεως... Ολα τα είδη.
`Ερχονταν στο μαγαζί να τον ακούσουν όλα τα μεγάλα ονόματα του Αγρινίου.
Ζήτημα να έπαιζε ένα τέταρτο τη βραδιά. Ανέβαινε πάνω λιγάκι για να μη χάσει
τους πελάτες. Και πέφταν χιλιάρικα. Για να τον πλησιάσουν από τα χωριά να
του πουν να πάει να παίξει σε γάμους, έπρεπε να έχουν ένα γνωστό, ένα φίλο.
Είχε τα λεφτά και τα αξιοποίησε.
Αριστείδης Μόσχος: "Ο πατέρας
μου είχε τα κέντρα της εποχής "Καφέ Αμάν" και "Καφέ Σαντάν" και κατά διαστήματα
προσκαλούσε διάφορα ξένα συγκροτήματα. Κάποτε - ήμουν ακόμη μαθητής της Β'
Δημοτικού - έφερε ένα συγκρότημα ρουμάνικο, στο οποίο υπήρχε ένα σαντούρι. Το
άκουσα να παίζει και... Ηταν κεραυνός. Μίλησε μέσα στην καρδιά μου..."
Ο αδερφός μου ο μεγάλος, που έπαιζε και βιολί, είχε πάει τρεις-τέσσερις
φορές στην Ευρώπη και έφερνε γυναίκες από το Φολί-Μπερζέ, το Μουλέν Ρουζ, το
Καζινό ντε Παρί. Είχαμε πολλούς Γάλλους τότε εκεί κι έφερνε τις "σαντέζες",
που λέγαμε, τις γαλλίδες τραγουδίστριες. Από την άλλη, στο καφέ-αμάν
έρχονταν συγκροτήματα από την Αθήνα. Ο Σαλονικιός, ο Ογδόντας, η Ρίτα
Αμπατζή, Μαρίκα Πολίτισσα, Εσκενάζη, Ρούκουνας, Μήτσος Αραπάκης, Καλλέργης.
Κι όλα τα καλά σαντούρια. Τους άκουγα εγώ αλλά δε μου έκαναν εντύπωση.
`Ημουνα και μικρός, 6-7 χρονών. Μέχρι που ήρθαν οι Ρουμάνοι. Θά 'μουνα 8
χρονών. `Ηταν ένας Νέστορας Μπάτσι. Μεγάλωσα μέσα στη μουσική, έμαθα τα
πάντα γύρω από τα είδη της, άκουσα όση μουσική δεν είχε ακούσει κανείς τότε
και σε τέτοια ηλικία, αλλά όταν άκουσα αυτόν, μαγεύτηκα. Λέω "πατέρα θέλω
σαντούρι". Κλάματα, κακό. Για να αποφύγει, λέει σε έναν φίλο του επιπλοποιό
"κάνε του ένα ψεύτικο". Μου έκανε κάτι που έμοιαζε με σανίδα, το είδα εγώ -
που είχα δει και το καλό το σαντούρι πώς ήτανε - καμία σχέση. Αναγκάστηκε
και ήρθε ο μεγάλος μου αδερφός από την Αθήνα και μου έφερε σαντούρι. Ε, αυτό
ήτανε".
Δάσκαλός του στο σαντούρι εκείνος ο
Ρουμάνος. Ο Νέστορας Μπάτσι. `Εμεινε στο Αγρίνιο ενάμιση χρόνο. Πάνω στους
έξι μήνες ο μικρός Αριστείδης παίζει καλά. Και ο πατέρας του τον βάζει να
παίζει στο καφέ-αμάν σαν αναπληρωματικός, όταν εκείνος έλειπε σε πανηγύρια
και γάμους. Αυτό δημιουργεί ένα μικρό σκάνδαλο στην τοπική κοινωνία. Ο
διοικητής της αστυνομίας επεμβαίνει ο ίδιος γιατί "είναι δυνατόν να
πηγαίνουν στο σχολείο το παιδί σου και το δικό μου παιδί, και να του λέει
αυτά που βλέπει κάθε βράδυ στο καφέ-αμάν;" Οι εμφανίσεις περιορίζονται στην
αρχή αλλά γρήγορα, οι μεγάλες ανάγκες που υπήρχαν στην περιοχή για όργανα
και οι επιδόσεις του Αριστείδη, του επιβάλλουν να γίνει "επαγγελματίας". Ο
πατέρας του ξέρει πολύ γρήγορα ότι στην οικογένεια υπάρχει ένα ακόμα πολύ
καλό όργανο και τον χρησιμοποιεί.
"Είδε ότι έπαιζα καλά. `Οχι μονάχα
καλά, αλλά απέκτησα και ρεπερτόριο, άρχισα να τα παίζω όλα. `Επαιζα κι
ευρωπαϊκά κομμάτια πολλά. `Ολα θυμάμαι του Σουγιούλ, του Χαιρόπουλου, του
Αττίκ, τανγκό, κουμπαρσίτες. Το Αγρίνιο δεν ήταν δα και μια πολιτεία που
θέλανε μόνο δημοτικά. Θέλανε ό,τι κυκλοφορούσε την εποχή εκείνη. Μετά η
Κατοχή τα 'φαγε όλα. Σταμάτησαν και τα καπνά... Μετά το '42-'43 που ήτανε ο
ανταρτοπόλεμος, δε μπορούσες να μείνεις στο Αγρίνιο. `Ηρθανε οι Γερμανοί,
κλείσαν τα μαγαζιά. Δέκα αδέρφια βρεθήκαμε στην Αθήνα. Εγώ ήμουν ο
τελευταίος που θα διεκδικούσε. `Ητανε πέντε κορίτσια στη μέση. Πήγα στο
καφενείο των μουσικών με τον πατέρα μου και βρήκαμε όλο γνωστά πρόσωπα μέσα.
Ξέραν ότι παίζω καλά, ξέραν και την οικογένειά μας και μ'αγκαλιάσανε όλοι.
Από το 1953 μπήκα στο Λύκειο των Ελληνίδων. Πήγαμε σ'όλη τη γη. Εγώ που
φοβάμαι το αεροπλάνο έχω κάνει 1200 ώρες πτήση. Ολυμπιακοί Αγώνες του
Μεξικού και του Καναδά, πέντε φορές Αμερική, τρεις φορές Αυστραλία. Γερμανία
και Ευρώπη δε λογαριάζονται. `Εχω 7000 φωτογραφίες από όλες τις εκδηλώσεις
που έχω παίξει, με όλα τα μεγάλα πρόσωπα που έχω συναντήσει."
"Το 1952 έπαιξα πρώτη φορά για
δίσκο. Στη Μιούζικ Μποξ. Κι από τότε έχω παίξει και με τους πιο περίεργους
ανθρώπους. Σκεφτείτε ότι τον πρώτο δίσκο της `Αντζελας Δημητρίου εγώ τον
έκανα. `Επαιξα με τον Κόρο, τον Ζέρβα, Δοϊτσίδη, Αηδονίδη - από τότε που
βγήκαν στη δισκογραφία. Δεν έχω παράπονο, όλοι με σέβονται και μ'αγαπάνε. Με
τον Ξαρχάκο κάναμε την "Ελλάδα της Μελίνας". Με τον Μαρκόπουλο έμεινα 13
χρόνια κι έπαιξα σε 17 δίσκους του. `Εφυγα γιατί είχα χάσει το όνομά μου.
Ξέρετε πώς με λέγανε; Το σαντούρι του Μαρκόπουλου. Εντάξει, στον Μαρκόπουλο,
δε λέω, είχα υποχρέωση. Μου 'δωσε και λεφτά. Πληρωνόμουνα καλά. `Οταν ένας
πρώτος μουσικός έπαιρνε 400 δραχμές, εγώ έπαιρνα ένα χιλιάρικο. Το πιο
άσχημο όμως ήταν πως οι μαέστροι δε μου φέρνανε νότες να διαβάσω. Κανένας.
Μια φορά πήρα το σαντούρι μου κι έφυγα. Πήγα για πρόβα και μου λέει "παίξτο,
δεν τ'άκουσες;". Λέω "τι παίξτο; μαγνητόφωνο είμαι; μπορεί να μην άκουσα
καλά. Δώσμου μια παρτιτούρα", επειδή είχανε κακομάθει με τους περισσότερους
λαϊκούς μουσικούς".
Από όσα έχει παίξει για τη
δισκογραφία δηλώνει ότι ξεχωρίζει ορισμένα κομμάτια του Γιάννη Μαρκόπουλου,
ένα δίσκο με κομμάτια του Παναγιώτη Τούντα και του Βαγγέλη Παπάζογλου που
τραγουδάει η `Ελενα Γιαννακάκη. "Εκεί έχω πετύχει το 90% αυτού που θέλω
από μια ορχήστρα, αλλά είχα και σπουδαίους συνεργάτες", λέει.
"Ο ήχος του σαντουριού είναι
μαλακός και γι'αυτό προσφέρεται πολύ για μουσικές οι οποίες μυρίζουν
θάλασσα. Σμυρνέικα και νησιώτικα. Από κει και πέρα βέβαια έχω παίξει μέχρι
και ...τον γαλλικό ύμνο! Πραγματικά. `Ηταν το 1959 που πήγαμε στο Παρίσι με
τον Ευγένιο Σπαθάρη και τον πατέρα του για ένα φεστιβάλ σκιών. Υπήρχε
μπερντές που έπαιζε ο Σπαθάρης, πίσω ήμασταν εμείς και συνοδεύαμε και κάποια
στιγμή άνοιγε και μας βλέπανε.
`Ημαστε έτοιμοι να αρχίσουμε, όταν έρχεται ο πρέσβης της Γαλλίας και λέει:
"Πριν αρχίσει η παράσταση, να παίξετε τον γαλλικό εθνικό ύμνο".
Κοιταζόμαστε. Λέει ο Ευγένιος: "Καταστροφή". Δε μπορούσαμε να αρνηθούμε
γιατί από κάτω κάθονταν υπουργοί, διπλωματικά σώματα, ήτανε πολύ επίσημο το
φεστιβάλ. Λέω "ηρεμήστε και δώστε μου τρία λεπτά". Από το σχολείο που
πήγαινα ακόμα θυμόμουνα το γαλλικό ύμνο που εμείς τον λέγαμε ελληνικά "Ω
παιδιά μου ορφανά, σκορπισμένα εδώ κι εκεί...". Βάζω σ'ένα έδρανο τις δυο
σημαίες και ανοίγει η σκηνή. Δε βλέπω ούτε θέατρο, ούτε κόσμο, παίζω μια
φορά τη μελωδία και μετά ...πάρτον κάτω λιπόθυμο!".
Το 1985 ιδρύει το "Λαϊκό Σχολείο
Παραδοσιακής Μουσικής". Λειτουργεί από τότε σαν αστική μη κερδοσκοπική
εταιρεία διδάσκοντας 22 όργανα από πολύ καλούς μουσικούς και σολίστες, καθώς
και Βυζαντινή μουσική και χορωδία.
"`Ηθελα να αφοσιωθώ στο Σχολείο
μου. `Ηταν ένα όνειρο πολλών χρόνων αυτό το πράγμα. Πρώτα πρώτα έβλεπα ότι
τέλειωνε το σαντούρι. Τώρα ξέρετε πόσες κοπέλες και αγόρια παίζουνε; `Ηταν
όνειρο ζωής για μένα να διδάξω 28 σαντούρια. Μπροστά σ'αυτό δεν έβαζα τίποτα
άλλο".
Και με το "Λαϊκό Σχολείο"
εμφανίζεται σε διάφορα μέρη της Ελλάδας αλλά και σε φεστιβάλ και εκδηλώσεις
του εξωτερικού αποσπώντας διακρίσεις. Το μεγάλο του παράπονο είναι ότι ποτέ
μέχρι σήμερα αυτό το έργο ζωής για αυτόν δεν επιχορηγήθηκε από κρατικό
φορέα.
"Σιγά" λέω, "δεν τελείωσα ακόμα, περιμένετε. Η πρώτη μου αγάπη είναι το
κλαρίνο. Αυτό θέλω να το ξέρει η γυναίκα μου" [...]
Πέτρο-Λούκας Χαλκιάς... Δύο λόγια για έναν άνθρωπο που έδωσε τόσα πολλά
στην παραδοσιακή μας μουσική...
Ο Πέτρο-Λούκας Χαλκιάς γεννήθηκε στο
Δελβινάκι της Ηπείρου το 1934. Όπως έχει πει «πέντε γενιές τώρα καθεμιά τους
βγάζει κι από ένα κλαρίνο υποχρεωτικά»
Το 1945, 11 χρονών ξεκίνησε να δουλεύει ως μηχανικός αυτοκινήτων. Ήταν
απόφαση του πατέρα του να μη μάθει κλαρίνο όπως αυτός γιατί όπως έλεγε δεν
θα μπορούσε να ζήσει την οικογένειά του όπως ήθελε. Όμως ο Πέτρος είχε ήδη
αγαπήσει το κλαρίνο. Έτσι μία μέρα κατασκεύασε το πρώτο του κλαρίνο από το
ξύλο ενός δέντρου και άρχισε να μαθαίνει κρυφά μόνος του.
Ο πρώτος που τον άκουσε ήταν ο παππούς του που περνούσε τυχαία από το
«λάκκο» όπου έπαιζε συνήθως. Από περιέργεια κατέβηκε να δει ποιος έπαιζε
έτσι και προς μεγάλη έκπληξη είδε τον εγγονό του…Με τη βοήθειά του ξεκίνησε
μαθήματα με «το καλύτερο κλαρίνο του Ζαγορίου» τον Φίλιππα Ρούντα. Η πρώτη
του «επίσημη» εμφάνιση ήταν σε ένα γάμο. Έπαιζε το καλύτερο τότε συγκρότημα,
τα «Τακούτσια», όπου έπαιζε ο Φ. Ρούντας.
Ένα τραγούδι θα σας πω για το Λεβέντη,
τον ασπρομάλλη μας, το Γέρο του Μοριά
και βάλτε, αδέλφια μας, για να στηθεί το γλέντι
τριπολιτσιώτικο κρασί και ψησταριά.
Γεια και χαρά σας, Μοραΐτες αδελφοί
κι εσείς κοπέλες, γεια σας.
Τη Λευτεριά η Ελλάδα μας
χρωστάει στη λεβεντιά σας.
Τα όμορφα χρόνια, τα παλιά, να ξαναζήσουν
και στου Ταΰγετου την πιο ψηλή κορφή,
κει, των προγόνων οι σκιές χορό να στήσουν
και να τους λέει τ' αγέρι τούτη τη στροφή:
Γεια και χαρά σας, Μοραΐτες αδελφοί,
που η μάνα αν δε σας γέννα
ούτ' Αγια-Λαύρα θα 'χαμε
ούτε Εικοσιένα.
Ο γάμος ήταν 20 Αυγούστου στα Δολιανά. Είχε περάσει αρκετά η ώρα όταν ο
Φίλιππας «έπεσε κάτω από το μεθύσι» την ώρα της πρόβας. Ανάστατοι οι άλλοι
παίκτες του συγκροτήματος μετά από προτροπή του φώναξαν τον 11χρονο Πέτρο να
παίξει στη θέση του δασκάλου του. Σαστισμένος από αυτήν την κατάσταση ο
Πέτρος ξεκινάει να παίζει και όλοι θαυμάζουν το μικρό «κλαριντζή» που παίζει
όπως ο Φίλιππας. Έτσι έπαιξε λίγες φορές μετά από αυτό μαζί με τον Φ. Ρούντα
ως 2ο κλαρίνο.
Τον ίδιο χρόνο παίρνει την απόφαση να πάει στην Αθήνα (όπου έπαιζε κλαρίνο ο
πατέρας του) για να παίξει σε ένα γάμο όπου τον είχαν καλέσει μαζί με ένα
συγκρότημα. Την ώρα της πρόβας τυχαία τον ακούει ένα παρουσιαστής
Ραδιοφωνικής εκπομπής και του προτείνει να παίξει στο Ράδιο σε μία εκπομπή.
Το όνομά του είναι Πέτρος Χαλκιάς. Μετά από ένα τυπογραφικό λάθος στον πρώτο
του δίσκο όμως (όπου είχε γραφεί Τ. Χαλκιάς αντί Π. Χαλκιάς) ο Πέτρος
αποφάσισε να ονομάζεται Πετρο-Λούκας από το όνομα του παππού του Λουκά
Χαρισιάδη.
Είκοσι χρόνια έμεινε στην Αμερική και το καλοκαίρι του 1979 γύρισε στην
Ελλάδα. Το βράδυ εκείνο (που έφτασε) γινόταν στο Στάδιο Ειρήνης και Φιλίας
μία «σύναξη κλαρίνων». Εκεί έπαιξε για πρώτη φορά μετά από 20 χρόνια στην
Ελλάδα και… φυσικά κράτησε τον κόσμο πάνω από μία ώρα περισσότερο από το
επιτρεπόμενο…
Η ζωή του αποτελεί μια συλλογή στιγμών καθε μια απο τις οποίες είναι στενά
συνδεδεμένη με τη μουσική.Τα ακούσματά του απο κλαρίνο ξεκίνησαν από τις
πρώτες κι όλας στιγμές της ζωής του και τον έκαναν να το αγαπήσει "σαν
άνθρωπο". Πολλές φορές ως παιδί ή ως έφηβος προτίμησε να κρατήσει ιδιαίτερες
στιγμές με το αγαπημένο του μουσικό όργανο κάτι που όπως λέει τώρα
-χαριτολογώντας- έκανε τους συνομήλικούς του να τον παρεξηγήσουν...
Στην Αμερική αναγνωρίστηκε και έπαιξε για πολλά χρόνια αποδεικνύοντας στα
"μεγαλύτερα κλαρίνα" πόσο πιο όμορφη και περίτεχνη είναι η παραδοσιακή μας
μουσική αφού επανειλημένα έπαιξε γυρίσματα από τραγούδια της Ηπείρου που
κανένας μουσικός στην Αμερική δεν μπόρεσε να συνοδέψει. Ακόμα και σε μια
ξένη χώρα ο Πετρο-Λούκας κατάφερε να διαφυλάξει και να διαδόσει τη μουσική
μας και να κάνει πολλούς να τη λατρέψουν όπως της αξιζε...
Η Γιώτα Λύδια υπήρξε η πιο πολύμορφη ίσως λαϊκή
τραγουδίστρια της εποχής της, μιας εποχής που τα ερμηνευτικά όρια των
τραγουδιστών δεν ήταν τόσο ανοιχτά όσο τα νεώτερα χρόνια, δεν τραγουδούσαν
"όλοι τα πάντα". Σ' εκείνα τα χρόνια η Γιώτα Λύδια βρέθηκε να τραγουδά από
στιβαρά ζεϊμπέκικα στον απόηχο του ρεμπέτικου μέχρι τα πιο ξεσηκωτικά "γύφτικα"
συρτοτσιφτετέλια, από τσάμικα, καλαματιανά και μπάλους μέχρι τραγούδια με την
αέρινη υπόσταση του τραγουδιού "Κοιμήσου αγγελούδι μου" του Μίκη Θεοδωράκη, κι
από τραγούδια με φινέτσα του "ελαφρού" τραγουδιού μέχρι μικρασιάτικους
αμανέδες...
Σ' αυτή τη συλλογή έχουμε χωρίσει το ρεπερτόριο της Γιώτας
Λύδια που έχει καταγραφεί στους καταλόγους της Minos-Emi, σε δύο ενότητες: Ο
πρώτος δίσκος περιλαμβάνει μια σειρά από τα πιο χαρακτηριστικά χορευτικά
τραγούδια με τα οποία συμμετείχε στο "λαϊκοδημοτικό" κλίμα των πρώτων χρόνων του
'60... Πολλά απ' αυτά τα πρωτόπε εκείνη τότε και στα νεώτερα χρόνια
ξανατραγουδήθηκαν από νεώτερες φωνές, γνωρίζοντας εκ νέου μεγάλη
επιτυχία...Τραγούδια του Στράτου Ατταλίδη αλλά και του Τσιτσάνη, του Χιώτη, του
Βαμβακάρη, του Δερβενιώτη, του Βασίλη Καραπατάκη, του Γιώργου Κόρου...Κυρίως
τσιφτετέλια και συρτά. Μαζί μ' αυτά και κάποια κλασικά δημοτικά που κατεγράφησαν
με τη φωνή της...
Ο δεύτερος δίσκος καλύπτει μια ευρύτερη χρονικά περίοδο,
ξεκινώντας από τον απόηχο του "αρχοντορεμπέτικου" ("Συ μου χάραξες πορεία",
1958) για να τελειώσει με τις ηχογραφήσεις της στα χρόνια του '80, αφού έχουν
μεσολαβήσει οι δικές της εκτελέσεις σε κλασικά λαϊκά τραγούδια, η συνεργασία με
τον Μίκη Θεοδωράκη αλλά και πολλά τραγούδια του Χιώτη, του Ακη Πάνου, του
Τσιτσάνη, του Καραπατάκη, του Τάκη Σούκα, ως και δυο στιγμιαίες συνεργασίες της
με τον Σταύρο Ξαρχάκο -όταν εκείνος ενορχηστρώνει τα τραγούδια του Βαμβακάρη-
και τον Γιάννη Μαρκόπουλο. Είναι μια πρώτη "οργάνωση" καταγραφή μιας
δισκογραφικής πορείας που σε λίγο συμπληρώνει μισό αιώνα.
Οσο περισσότερο την προσεγγίζει κανείς, τόσο μεγαλύτερη
διάθεση έχει να τη γνωρίσει στις λεπτομέρειες της... (Γιώργος Τσάμπρας, από το
ένθετο που συνοδεύει τον δίσκο)
Η Γιώτα Λύδια ένιωσε μεγάλη συγκίνηση όταν βρέθηκε στο
στούντιο και ερμήνευσε τραγούδια του Στέλιου Καζαντζίδη «Ένιωσα την ανάγκη να
τραγουδήσω, αυτήν την εποχή, λαϊκά τραγούδια που είχε ερμηνεύσει ο Στέλιος
Καζαντζίδης, με τον οποίο είχαμε κοινές εμφανίσεις στο πάλκο και μακρά
συνεργασία στη δισκογραφία».
Η Γιώτα Λύδια εξηγεί τους λόγους για τους οποίους μπήκε
πρόσφατα στο στούντιο και ηχογράφησε καινούργιο CD, με παλιά τραγούδια του
Στέλιου Καζαντζίδη και δικές της επιτυχίες που είναι διαχρονικές. Τίτλος του
δίσκου «Τα χρυσά τραγούδια».
«Όταν βρέθηκα στο στούντιο ένιωσα πολύ μεγάλη συγκίνηση,
γιατί θυμήθηκα τον Στέλιο Καζαντζίδη, όχι μόνο γιατί ερμήνευσα δικά του
τραγούδια, που πάντα τ' αγαπούσα, αλλά γιατί ήρθαν στη σκέψη μου εικόνες από
κοινές ηχογραφήσεις μας στα στούντιο της Columbia, στο εργοστάσιο της
Ριζούπολης. Ήταν τα όμορφα χρόνια για το λαϊκό μας τραγούδι.
Δεν μπορώ να ξεχάσω ότι από τα ίδια μικρόφωνα τραγουδούσαμε
με τον Στέλιο τραγούδια-διαλόγους των Καλδάρα, Δερβενιώτη, Ατταλίδη, Βίρβου,
Μπακάλη, Καραπατάκη. Τρεις φορές διέκοψε την ηχογράφηση, γιατί όταν ερμήνευα τα
"Κοινωνία ένοχη", "Κι αν γελάω είναι ψέμα", "Δεν σε πιστεύω", "Έξω ντέρτια και
καημοί", "Κανείς δεν ήρθε να με δει" μ' έπιαναν λυγμοί». Στο ίδιο CD η Γιώτα
Λύδια ερμηνεύει ξανά δικές της επιτυχίες: «Φύγε, φύγε», «Όσα λουλούδια μάδησα»,
«Συ μου χάραξες πορεία», «Η πιο μεγάλη ώρα».
Για τις εμφανίσεις της στο πάλκο η Γιώτα Λύδια λέει ότι για
πρώτη φορά τραγούδησε με τον Στέλιο Καζαντζίδη και τη Μαρινέλλα τον χειμώνα
1959-60, στη «Φλορίντα» της Λεωφόρου Αλεξάνδρας, και την τελευταία φορά πάλι με
τους ίδιους στο «Φαληρικόν» (Ηπείρου και Αχαρνών), που ήταν και η
αποχαιρετιστήρια εμφάνιση του Καζαντζίδη από τα κέντρα και τη νύχτα, τον Μάρτιο
του 1965. Επίσης, Καζαντζίδης, Λύδια, Μαρινέλλα έχουν τραγουδήσει σε δίσκους τη
«Συννεφιασμένη Κυριακή» και τα «Καβουράκια» του Τσιτσάνη και «12 δημοτικά» σε
διασκευή του Στέλιου Καζαντζίδη.
INFO Γιώτα Λύδια, «Τα χρυσά τραγούδια». Τιμή: 12 ευρώ.
"Από τον Πόντο έως την Κάρπαθο, από
την Ιερισσό μέχρι τη Νίσυρο, από την Κύμη μέχρι τον μικρασιατικό Τσεσμέ κι
από την Πελοπόννησο ως τη Λέσβο και τη Χίο, αμέτρητα είναι τα τραγούδια που
μιλούν για τη θάλασσα, τις ομορφιές αλλά και τους καημούς της. Αυτά
διαμορφώνουν το εντυπωσιακό μουσικό πρόγραμμα που ετοίμασε η Δόμνα Σαμίου
για να ανοίξει με πανηγυρικό τρόπο τις εκδηλώσεις του Φετινού "Μουσικού
Ιουλίου" στο Μικρό Θέατρο της Αρχαίας Επιδαύρου. Η αξιόλογη εκπρόσωπος της
ελληνικής μουσικής παράδοσης πλαισιώνεται από σπουδαίους μουσικούς, χορευτές
και χορωδούς..."
συνέχεια
Καλοδιάθετη, όπως πάντα, και γεμάτη
ενέργεια, δεν έχασε ευκαιρία να μας πει την ηλικία της, μόλις της δόθηκε ο
λόγος. «Είμαι 77 ετών πλέον» (κρυφοκαμαρώνοντας). Το ξέρω ότι μιλάω για την
ηλικία μου τακτικά, αλλά τα χρόνια δεν είναι ένας απλός αριθμός... Κι εγώ
φοβάμαι μη με εγκαταλείψουν οι φωνητικές μου χορδές...».
Επειδή όμως η αειθαλής κυρία της
δημοτικής μας μουσικής παράδοσης μοιάζει ακόμη πολύ δυναμική και πολύ νέα
για να παραδώσει τα... όπλα και επειδή, αντίθετα με αυτό που υποστήριξε, τα
χρόνια είναι καμιά φορά ένας απλός αριθμός, αντί να κάθεται και να αναπολεί
τα περασμένα έσπευσε να ηχογραφήσει τέσσερα έργα - υλικό από το ατελείωτο
αρχείο που έχει στην κατοχή της. Ανάμεσα στα τραγούδια που ηχογράφησε ήταν
και αυτά για τη Φύση και τον Έρωτα και πάνω εκεί αποφάσισε να στηρίξει το
«πανηγύρι» της 11ης Οκτωβρίου.
«Ο λαός μας έχει τραγούδια για τα
πάντα, από το νανούρισμα που λέει η μάνα στο μωρό για να το κοιμίσει μέχρι
το τέλος του κύκλου της ζωής του ανθρώπου, που είναι το μοιρολόι. Πολλά από
τα τραγούδια που θα ακουστούν είναι σπάνια, από κείνα που ο χρόνος φύλαξε
και τα παρέδωσε ύστερα από αιώνες σ' εμάς. Πάρα πολύ παλιά τραγούδια, με
υπέροχους στίχους...».
Τα επέλεξε με το δικό της γούστο,
«τα πιο ωραία», κομμάτια που δείχνουν τη σχέση του ανθρώπου με τη φύση, το
αναπόσπαστο δέσιμό τους, όπως και τη σχέση φύσης και έρωτα, η οποία
απεικονίζεται και στα υποκοριστικά ονόματα που δίνουν οι ερωτευμένοι στα
κορίτσια.
«Είναι και επίκαιρο το θέμα», είπε.
«H φύση. Την καταστρέφουμε και εκείνη μας εκδικείται. Αλλά τι να πει κανείς
σήμερα σ' αυτήν τη φοβερή εποχή στην οποία ζούμε; Δυστυχώς, όλα αυτά που
γίνονται - και θα γίνονται - έναν κεντρικό άξονα έχουν: τον παρά».
Στην επετειακή αυτή παράσταση του
Ηρωδείου, στην οποία θα λάβουν μέρος 200 συντελεστές (μουσικοί,
τραγουδιστές, χορευτές) και θα σκηνοθετήσει η Δάφνη Τζαφέρη, εκτός από πολύ
τραγούδι, θα δούμε και πολύ χορό. Και όχι μόνο. Διάφορα παραδοσιακά δρώμενα
που σχετίζονται με τις εποχές του χρόνου θα συμπληρώνουν την ατμόσφαιρα της
γιορτής. H εθνολόγος Ζωή Μάργαρη έδωσε τις πολύτιμες συμβουλές της: «Μέσα
από το τεράστιο αρχείο που έχει η κυρία Σαμίου προσπαθήσαμε να βρούμε
δρώμενα τα οποία είναι ακόμα ζωντανά σε διάφορες περιοχές της Ελλάδα. Ο
κύκλος ξεκινάει από το φθινόπωρο και ολοκληρώνεται με τα καλοκαιρινά
χοροστάσια, τα οποία δείχνουν πολύ καθαρά πόσο ήταν συνδεδεμένος ό άνθρωπος
με τη φύση».
Τραγουδιστές (εκτός από τη Δόμνα
Σαμίου, οι Κατερίνα Παπαδοπούλου, Βαγγέλης Δημούδης, Ζαχαρίας Καρούνης,
Αντώνης Μαρτσάκης και Μιχάλης Ζάμπας), χορευτές, χορωδοί και μέλη
πολιτιστικών συλλόγων θα κρατήσουν, όλο το δίωρο της παράστασης, ζωντανή την
ατμόσφαιρα της γιορτής. H Δόμνα Σαμίου είναι ευχαριστημένη. «Είναι η πρώτη
φορά που με κάλεσε υπουργός Πολιτισμού και Πρωθυπουργός και μου πρότεινε
κάτι τέτοιο».
«Ντραν ντρουν... στο Φεστιβάλ
Θεσσαλονίκης» Το παραδοσιακό τραγούδι, κατά τη γνώμη της Δόμνας Σαμίου,
έπρεπε να έχει καλύτερη μεταχείριση και από την Πολιτεία και από τα μέσα
ενημέρωσης. «Αλλά ποιος ενδιαφέρθηκε μέχρι τώρα; Κανείς!». Και ξεσπάθωσε:
«Θα πάνε, λέει, στο Φεστιβάλ Θεσσαλονίκης και τους βλέπεις με μια κιθάρα
ντραν ντρουν και μιμούνται τους ξένους».
Εκείνη πάντως μπορεί να κοιμάται
ήσυχη τα βράδια. Έκανε, λέει, ό,τι μπορούσε. Με πνευματικό οδηγό τον δάσκαλό
της Σίμωνα Καρά, «που γύριζε την Ελλάδα και κατέγραφε τα πάντα με το μολύβι
του, σε βυζαντινές νότες», αφιέρωσε τη ζωή της στη διαφύλαξη και διάδοση των
«αυθεντικών τραγουδιών της Ελλάδας». «Δεν πήγαν άδικα όλα αυτά τα χρόνια.
Και χαίρομαι γι' αυτό. Οι περισσότεροι μουσικοί που έχω μαζί μου σήμερα
είναι από Μουσικά Λύκεια όπου φαίνεται γίνεται πολύ καλή δουλειά. Αλλά δεν
φτάνει. Εγώ το είπα και στον Πρωθυπουργό. Δημοτικά τραγούδια και στο
Νηπιαγωγείο... Να μαθαίνουν τα παιδιά μας απο μικρά».
INFO Την Τρίτη 11 Οκτωβρίου στις
20.30, στο Ηρώδειο, Τραγούδια για τη Φύση και τον Έρωτα. Πληροφορίες στο
τηλ. 210-9282.900 και 210-7234.567. Εισιτήρια: 65, 50, 48, 40, 22 ευρώ.
On-line πώληση: http: //www.ticketservices.gr
(Δημοσίευμα του Χάρη Προποντίδα,
από την Ελευθεροτυπία, 29-9-2005)
«Το κλαρίνο, ως λαϊκό μουσικό όργανο, έρχεται στην Ελλάδα
απ' την Τουρκία με τους Τουρκόγυφτους, γύρω στα 1835. Πρωτοεμφανίζεται στη
βόρεια Ελλάδα, την `Ηπειρο και τη δυτική Μακεδονία, απ' όπου και προχωρεί
προς τα κάτω. Μαζί, αρχικά με το βιολί και το λαούτο και αργότερα και με το
σαντούρι, αποτελούν την κομπανία, το κατεξοχήν λαϊκό μουσικό σχήμα πού
αντικαθιστά σιγά-σιγά την πατροπαράδοτη ζύγια νταούλι-ζουρνά. Τα κλαρίνα πού
χρησιμοποιούν σήμερα οι λαϊκοί οργανοπαίκτες είναι συνήθως σε σιμπεμόλ ( =σι
ύφεση) ή λα κυρίως. Στη Θράκη παίζουν με σολ.. Παλιότερα όμως έπαιζαν
κλαρίνα με ντο λόγω της έντασης και της οξύτητας του ήχου που έχουν (δυνατά
και πρίμα). Την ονομασία αυτή την παίρνουν από την οξύτητα του ήχου (δηλ.
ποια νότα ακούμε) όταν στο κλαρίνο παίζουμε το ντο.
Το κλαρίνο αποτελεί τον τελευταίο μεγάλο σταθμό στην
πορεία της οργανικής μουσικής στα νεοελληνικά αερόφωνα. Στη σημερινή του μορφή
είναι εξέλιξη ενός παλαιότερου λαϊκού οργάνου που λεγόταν chalumeau ή zambogne.
Ο ήχος παράγεται από μια απλή καλαμένια γλωττίδα (καλάμι) που βρίσκεται στο
στόμιο του οργάνου. Πρωταρχικό ρόλο στην τεχνική του κλαρίνου παίζει το φύσημα.
Με την ανάλογη πίεση στο καλάμι του επιστόμιου του οργάνου ανεβαίνει ή
κατεβαίνει το τονικό ύψος κάθε φθόγγου, ενώ το «γλίστρημα» των φθόγγων
(κλισάντο) μπορεί να γίνει και με το φύσημα και με τα δάκτυλα.
Την εποχή που πρωτοεμφανίζεται το κλαρίνο, γύρω στα
1835, το δημοτικό τραγούδι έχει κλείσει ουσιαστικά το δημιουργικό του κύκλο.
Χάρη στις μεγαλύτερες τεχνικές και εκφραστικές του δυνατότητες σε σύγκριση με το
ζουρνά -που σιγά-σιγά τον παραμερίζει- το κλαρίνο παίρνει γρήγορα την πρώτη θέση
ανάμεσα στα μελωδικά όργανα. Αναγνωρίζεται ως εθνικό όργανο, και στα χέρια άξιων
μουσικών γίνεται το κατεξοχήν εκφραστικό μουσικό όργανο στην ηπειρωτική Ελλάδα.
Με το κλαρίνο η δημοτική μελωδία ζει μια νέα λαμπερή περίοδο στον τομέα της
οργανικής μουσικής. Γιατί ό,τι κυρίως χαρακτηρίζει το δημοτικό τραγούδι στα
τελευταία εκατόν πενήντα χρόνια, δεν είναι ή δημιουργία νέων μελωδιών, αλλά ή
επεξεργασία των παλιών. Και στον τομέα αυτόν ο ρόλος του κλαρίνου στάθηκε
αποφασιστικός.
Ερασιτέχνης
δηλώνει περήφανα ο Χρόνης Αηδονίδης που ευμπληρώνει εφέτος πενήντα
χρόνια στην υπηρεσία της μουσικής μας παράδοσης. Μια σειρά από
συγκυρίες και η επιμονή του λαογράφου Πολύδωρου Παπαχριστοδούλου
τον έβγαλαν το 1953 στον αέρα του τότε ΕΙΡ, στην περίφημη εκπομπή
"Θρακικοί αντίλαλοι". Σήμερα διευθύνει το Πολιτιστικό Κέντρο του
Δήμου Αλεξανδρουπόλεως, όπου βεβαίως διδάσκει, όπως διδάσκει και
στο Μουσικό Γυμνάσιο της Παλλήνης και στο Ίδρυμα Ζήση του
Χαλανδρίου, κρίνει χιλιάδες παιδιά στους μουσικούς μαθητικούς
αγώνες κάθε χρόνο και εργάζεται ακούραστα στην έρευνα και στην
καταγραφή στο Αρχείο Ελληνικής Μουσικής.
Αυθεντία στο θρακιώτικο τραγούδι (αν και έχει τραγουδήσει με τον
μοναδικό του τρόπο τραγούδια από πολλά μέρη της Ελλάδας), με
βαθιές σπουδές στη βυζαντινή μουσική, μεγάλωσε στην Καρωτή
Διδυμοτείχου, ακούγοντας τον ιερέα πατέρα του να ψάλλει στην
εκκλησία, την καλλίφωνη μητέρα του να τραγουδάει στις γιορτές, τα
πουλιά να κελαηδούν στην αναγέννηση της φύσης και την απαλή σιωπή
του χιονιού. Από αυτές τις ρίζες αντλεί τη γλύκα της η φωνή του.
Παρά την επιμονή τού Μάνου Χατζιδάκι, μόλις πριν από δύο χρόνια
αποφάσισε να κάνει απιστία στο δημοτικό για χάρη του Νίκου
Κυπουργού. Στη συνεργασία τους οφείλουμε ένα από τα ωραιότερα
νανουρίσματα της σύγχρονης Ελλάδας, ενώ τώρα βρίσκεται στο
στούντιο και ηχογραφεί για τον καινούργιο δίσκο του Παντελή
θαλασσινού.
- Μια σειρά από ατυχίες σας επέτρεψαν να αφιερωθείτε στο δημοτικό
τραγούδι.
Πήγα
σε μια πρόχειρη θέση στο Σισμανόγλειο για εννέα μήνες και έφυγα
διευθυντής λογιστηρίου έπειτα από 39 χρόνια. Προσπαθούσα να φύγω,
έψαχνα ο καημένος, αλλά κάθε φορά πoυ κάτι παρουσιαζόταν όλο κάτι
τύχαινε, λες και ένα χέρι με εμπόδιζε κι έλεγε: "Δεν θα πας; εκεί
πέρα, θα κάτσεις εδώ στο Σισμανόγλειο". Υπήρξαν πολλές τέτοιες
συγκυρίες, τότε τις έβλεπα σαν ατυχίες, εκ των υστέρων τις απαδίδω
στη Θεία Πρόνοια πoυ με εμπόδισε να πάω οπουδήποτε αλλού και με
υποχρέωσε να ασχοληθώ με αυτό το είδος πoυ φαίνεται ότι ήταν ο
προορισμός μου: το τραγούδι. Ίσως να ήμουν γεννημένος γι' αυτό,
γιατί και τα 39 χρόνια πoυ ήμουν στο Σισμανόγλειο το μυαλό μου
ήταν σε αυτό, δούλευα μεν εκεί, αλλά δεν σταμάτησα να αχολούμαι
ερασιτεχνικά με το τραγούδι.
- Πώς ξεκινήσατε;
Βρίσκω μια μέρα στο γραφείο μου ένα γράμμα από τον καθηγητή
Πολύδωρο Παπαχριστοδούλου, λαογράφο της Θράκης και πρόεδρο της
λαογραφικής εταιρείας Θρακικό Κέντρο πoυ έλεγε: "Παρακαλώ περάστε
από τα γραφεία μας στην Καραγιώργη Σερβίας πoυ σας θέλουμε για
έναν εθνικό σκοπό". Τρόμαξα με το "εθνικός σκοπός", πήγε αλλού το
μυαλό μου, νόμιζα ότι ήταν καμιά οργάνωση, εγώ είδα και έπαθα να
φύγω από πάνω να γλιτώσω από αυτά. Ούτε απάντησα, ούτε του
τηλεφώνησα του ανθρώπου. Μου ξανάγραψε, πάλι δεν του απάντησα και
ήρθε ο ίδιος και με βρήκε στο Σισμανόγλειο και μου λέει: "Θέλω να
έρθεις να κάνουμε κάποιες εκπομπές στο ραδιόφωνο με τραγούδια της
Δυτικής Θράκης".
- Αυτός ήταν για τον λαογράφο ο εθνικός σκοπός;
Ήταν η εποχή τότε, μεταπολεμικά, πoυ στις μικρές πόλεις πάνω στα
Διδυμότειχο, όπως κι αλλού, όλοι βιάζονταν να γίνουν Ευρωπαίοι και
τα δημοτικά τα σνόμπαραν. Έτσι κι εμείς σαν νέοι ντρεπόμασταν να
λέμε τα τραγούδια μας, μη μας πούνε χωριάτες, κατά κάποιο τρόπο
μάς είχαν δημιουργήσει ένα κόμπλεξ και πραγματικά ντρεπόμασταν.
Ήταν η εποχή πoυ μεσουρανούσε το ελαφρό με τον Γούναρη, τον
Μαρούδα, τη Βέμπο και, από την άλλη, είχε εισβάλει δυναμικά πολύ
το λαϊκό και με αυτά ασχολείτο ο κόσμος, το δημοτικό το
φουκαριάρικο είχε βουλιάξει. Στενοχωριόμουν γιατί το αγαπούσα,
αλλά έλεγα εδώ στο Διδυμότειχο το περιφρονούν τόσο πολύ, πόσο
μάλλον στην Αθήνα. Κι όμως, εδώ βρήκα ανθρώπους πoυ με περίμεναν
με ανοιχτές αγκάλες: ο Παπαχριστοδούλου, ο Παντελής Καβακόπουλος,
ο Καράς. Το 1953, με αφέλεια απάντησα: "Κύριε Παπαχριστοδούλου να
με συγχωρείς, μ' αρέσουν και τα αγαπώ, αλλά ντρέπομαι να τα
τραγουδήσω". Αυτό τον εξαγρίωσε, σηκώθηκε και μου λέει: "Μην το
ξαναπείς αυτό! Αυτά είναι η ιστορία, η θρησκεία, η γλώσσα μας, τα
ιερά και τα όσιά μας!". Τον είδα πoυ στενοχωρέθηκε ο άνθρωπος και
υποχώρησα. Έτσι ξεκίνησα τις εκπομπές. Είχα μάλιστα την τύχη να
συνεργάζομαι εκεί με την ορχήστρα της Ρόζας Εσκενάζυ, μουσικοί
βαρβάτοι, μεγάλοι δάσκαλοι.
- Πάνω δεν είχατε τέτοια όργανα;
Όχι βέβαια, σε εμάς τα πανηγύρια και οι γιορτές μόνο με
γυναικείες φωνές γινόντουσαν, δεν υπήρχαν συνοδευτικά όργανα.
Εμείς μόνο γκάιντες, φλογέρες, ζουρνάδες και νταούλι είχαμε. Δεν
είχα ακούσει όργανα πάνω παρά μία φορά μόνο, όταν ήμουν επτά
χρόνων, είχαν έρθει ένα βιολί κι ένα ούτι και ήταν για εμένα
αποκάλυψη φοβερή ο γλυκός τους ήχος. Θυμάμαι ήταν φθινόπωρο και
ήμουν ελαφριά ντυμένος, ξυπόλυτος, καθόμουν στο καφενείο και
άκουγα, πάγωσα κυριολεκτικά, αλλά δεν έφευγα ούτε έφαγα ούτε
ζητούσα να φάω, τόσο πολύ μαγεύτηκα. Αλλά υπήρχε φτώχεια μεγάλη,
ποιος να φέρει όργανα...
- Δεν σκεφτήκατε να κάνετε το τραγούδι επάγγελμα;
Οι δάσκαλοί μου - και προπαντός ο Παπαχριστοδούλου - με έμαθαν να
σέβομαι το είδος και να το κρατώ σε υψηλό επίπεδο. Ένιωθα ότι θα
το υποτιμούσα, θα το ευτέλιζα αν το έκανα επαγγελματικά. Μην
ξεχνάς ότι εκείνη την εποχή, δυστυχώς, δεν ήταν σε μεγάλη εκτίμηση
το δημοτικό τραγούδι. Παιζόταν γύρω από την Ομόνοια σε κάτι άθλια
μαγαζιά υπόγεια, κατέβαινες σαράντα σκαλιά κάτω σε κάτι
ποντικότρυπες μέσα στον καπνό και πήγαιναν κάτι μεθυσμένοι. Δεν
ήταν καθόλου καλές συνθήκες. Στα πανηγύρια πάλι δούλευαν με τις
παραγγελιές και τη χαρτούρα. Άσε πoυ τους παίδευαν τους ανθρώπους
να παίζουν σε ένα γάμο τρία μερόνυχτα συνέχεια, μέχρι πoυ μάτωναν
τα δάχτυλά τους, ούτε μικρόφωνα είχαν, ούτε τίποτε. Ήταν πολύ
σκληρή δουλειά κι αυτό με έκανε να μη μ' αρέσει το επάγγελμα.
Προσπαθούσα να υπηρετήσω το δημοτικό από άλλο μετερίζι, γιατί το
αγαπούσα πάντα. Λαογραφία ήθελα να κάνω. Οι εκπομπές, οι
συνεργασίες και η δισκογραφία ήταν σε ένα άλλο επίπεδο πoυ με
ικανοποιούσε πολύ περισσότερο. Πίστεψα πως πράγματι να υπηρετείς
τη μουσικολαογραφική παράδοση, όπως κάναμε ο Καράς, η Δόμνα, εγώ
και μερικοί άλλοι, είναι εθνικός σκοπός, διότι τα τραγούδια μας
είναι συνδεδεμένα με την ιστορία μας, τη γλώσσα, τη θρησκεία, τα
έθιμα και τις παραδόσεις, αυτά μου διδάξαν ο Παπαχριστοδούλου και
ο Καράς, να είναι καλά εκεί πoυ βρίσκονται. θα μου πεις ότι και το
πανηγύρι χρειάζεται και ο γάμος χρειάζεται, ναι, αλλά δεν μπορεί
να τα κάνεις και τα δύο. Είναι άλλοι εκείνοι πoυ είναι
προορισμένοι να πάνε γι' αυτό το σκοπό και θα τον επιτελέσουν
καλύτερα από εμένα. θέλω να πιστεύω ότι αυτοί οι λίγοι πoυ
δουλέψαμε σοβαρά στο τραγούδι, του δώσαμε κάποια αξία, γιατί
εκείνη την εποχή να ανεβάσουμε το δημοτικό από τα καταγώγια στο
Ηρώδειο και στο Μέγαρο ήταν όνειρο άπιαστο, ένας άθλος. Λεφτά δεν
έβγαλα, αλλά είμαι πολύ ευχαριστημένος γιατί προσέφερα μια
υπηρεσία στη μουσικολαογραφική παράδοση. Εφέτος κλείνω τα πενήντα
χρόνια και θα μου κάνουν ένα αφιέρωμα στο Μέγαρο Μουσικής το
φθινόπωρο.
- Δεν μπήκατε ποτέ στον πειρασμό να στραφείτε σε άλλα πιο
επικερδή μουσικά είδη;
Λεφτά δεν είχε το δημοτικό, αλλά εγώ ποτέ δεν σκέφτηκα να βγάλω
από το τραγούδι λεφτά, παρόλο πoυ τα πρώτα μου χρόνια ήταν πολύ
δύσκολα και τα είχα πολύ ανάγκη. Τότε, όχι μόνο δεν βγάζαμε,
βάζαμε κι από την τσέπη μας, να φανταστείς έπαιρνα έντεκα δραχμές
για την εκπομπή και - καθώς έμενα μακριά, στα Βριλήσια - ήθελα
τρεις συγκοινωνίες να πάω και τρεις να έρθω, μία φορά για την
πρόβα, μία φορά για την εγγραφή, έδινα δώδεκα δραχμές στα
εισιτήρια. Δεν πηγαίναμε για να κερδίσουμε αλλά για το μεράκι.
Μετά το '60 πoυ άρχισε η δισκογραφία, καρκινοβατούσε, δεν υπήρχε
περίπτωση να βγάλεις κάτι. Τώρα τα τελευταία χρόνια πoυ γίνονται
οι συναυλίες και στο εξωτερικό και εδώ, κάτι γίνεται, βγάζω άλλη
μία σύνταξη του ΙΚΑ. Όσο για τα άλλα είδη πoυ λες, είχα πολλές
προτάσεις, επειδή η φωνή μου ήταν κάτι διαφορετικό. Θυμάμαι, με
είχε ακούσει ο Χατζιδάκις και είχε πει ότι είναι καταπληκτικά
τραγούδια τα θρακιώτικα και ως έντεχνος ο τρόπος πoυ
τραγουδιούνται. Το είπε αυτό γιατί τα δικά μας διαφέρουν από τα
άλλα, δεν είναι σαν τα ρουμελιώτικα ή τα μοραίτικα, για
παράδειγμα, πoυ έχουν μια λεβεντιά αλλά έχουν και μια τραχύτητα.
Τα δικά μας τραγούδια έχουν μια ευγένεια πoυ του άρεσε πολύ, είχε
πει: "Αυτή η φωνή θα μπορούσε να διαπρέψει στο έντεχνο τραγούδι".
Μάλιστα με είχε καλέσει όταν ήταν διευθυντής στο Τρίτο, ήθελε να
κάνουμε κάποιες εκπομπές με παραδοσιακά και να δοκιμάσουμε κσι
κάτι άλλο, γιατί πίστευε ότι η φωνή μου μπορούσε να προσφέρει
πολλά. Αλλά εγώ δεν ήθελα να τραγουδήσω άλλα τραγούδια, τόσο με
είχε επηρεάσει το παραδοσιακό. Έλεγα αυτή είναι η αγάπη μου, να
την αφήσω και να ασχοληθώ με άλλα δεν το ήθελα, το ένιωθα σαν
προδοσία.
- Ο Κυπουργός σας κατάφερε όμως.
Με τον Νίκο γνωριζόμαστε πολλά χρόνια, από εκείνη την περίοδο του
Τρίτου και του είχα εμπιστοσύνη. Άλλωστε, όταν μου ζήτησε να
τραγουδήσω "Το βλέφαρό μου" που είναι σε παραδοσιακό ύφος, μου
έκανε όλα τα χατίρια, με άφησε να το πω όπως ακριβώς ήθελα. Και
τώρα ο Παντελής χρησιμοποιεί παραδοσιακά όργανα και βγάζει έναν
ήχο παραδοσιακό, ασχέτως αν είναι ο στίχος του λίγο πιο σύγχρονος,
πιο έντεχνος.
- Δεν σας φοβίζει το μπαστάρδεμα της παράδοσης;
Όλα αλλάζουν- και η παράδοση δεν μπορούμε να πούμε ότι είναι
στατική, έχουμε εξελίξεις και αλλαγές. Βέβαια, η ετυμολογία της
λέξης παράδοση σημαίνει ό,τι παρέλαβα να παραδώσω, αλλά δεν μπορεί
να γίνει αυτό, θα υπάρχει πάντα μια απόκλιση. Κάθε εποχή έχει τον
δικό της ρυθμό, στις οικοδομές, στον τρόπο ζωής, στον τρόπο
ντυσίματος, στην ομιλία, ακόμη και στην προφορά, τα πάντα
αλλάζουν, είναι φυσικό να προσαρμόζεται και το τραγούδι, αρκεί να
μην αλλοιώνεται το ύφος του, να μη χάνονται οι μελωδίες, οι ρυθμοί
και το τοπικό χρώμα. Κι αν πας στην αρχή της μουσικής, ήταν μόνο
τα κρουστά και ο αυλός του Πανός, μετά επινόησε ο Ορφέας τη λύρα
την εννεάχορδη, εν συνεχεία από τη λύρα βγήκαν τόσα άλλα όργανα
που είναι πολύ παλιά και μπήκαν στην παράδοση, όπως το κανονάκι -
που είναι βυζαντινό όργανο, όπως και το ούτι - οι λύρες, η
πολίτικη, η ποντιακή, η κρητική, η θρακιώτικη και, εν συνεχεία,
βγήκαν τα ευρωπαϊκά όργανα, βιολί, κλαρίνο, κιθάρα, πιάνο. Η
παράδοση έχει απορροφήσει πάρα πολλά όργανα, όπως το βιολί και το
κλαρίνο, και τα έχει προσαρμόσει στις ανάγκες της. Βέβαια,
υπάρχουν και όρια, δεν μπορεί το δημοτικό να συνοδεύεται από
ηλεκτρικά όργανα, αλλά - αν υπάρχει κάποιο μέτρο - όλα γίνονται.
Βλέπω τα νέα παιδιά που στα δικά τους έντεχνα βάζουν παραδοσιακά
όργανα να παίξουν με ηλεκτρικά και μπορεί να βγει ωραίο
αποτέλεσμα. Ή ο Παντελής που κάνει μια ανακαίνιση, κατά κάποιον
τρόπο, της παράδοσης, κάτι μεταξύ παραδοσιακού και έντεχνου, είναι
ένα είδος της εποχής.
-
Να συμπεράνω ότι δεν ανησυχείτε για το μέλλον της δημοτικής
μας μουσικής;
Πολλοί το είχαν ξεγραμμένο το δημοτικό τραγούδι όπως και την
παράδοση. Εγώ, αντιθέτως, είμαι πολύ αισιόδοξος, διότι κατ' αρχάς
η πολιτεία η οποία για πολλά χρόνια αδιαφορούσε γι' αυτό το είδος,
τα τελευταία δέκα χρόνια έχει ευτυχώς αφυπνιστεί και κατάλαβε ότι
είναι κι αυτό ένα από τα εθνικά κεφάλαια. Τι έχουμε να
προσφέρουμε; Τουρισμό και πολιτισμό, παράδοση που πολλοί άλλοι
λαοί τα στερούνται. Έχουν δημιουργηθεί τα μουσικά σχολεία όπου
γίνεται πολύ σημαντικό έργο. Έχουν καθιερωθεί από το υπουργείο
Παιδείας οι Μουσικοί Μαθητικοί Αγώνες. Έχω την τιμή να είμαι μέλος
της κριτικής επιτροπής και αξίζει να σου πω ότι - ενώ το 1994, που
ξεκίνησε ο θεσμός, είχαμε 1.700 ως 1.800 συμμετοχές - εφέτος
είχαμε 32.000 παιδιά από όλα τα μέρη της Ελλάδας που αγωνίζονται
στο κλασικό, στο έντεχνο, αλλά κυρίως στην παραδοσιακή και στη
βυζαντινή μουσική και στους παραδοσιακούς χορούς. Γι' αυτό λέω ότι
είμαι αισιόδοξος, το δημοτικό τραγούδι, η παραδοσιακή μουσική έχει
περάσει πολύ χειρότερες εποχές και επέζησε και έφτασε μέχρι τις
ημέρες μας. Είναι δυνατόν να χαθεί τώρα; Όχι μόνο δεν πρόκειται να
χαθεί αλλά παρατηρώ με μεγάλη ικανοποίηση και μια στροφή των
παιδιών στη δική μας μουσική. Είναι φυσικό, έχουμε τόσο μεγάλη
ποικιλία που δεν είναι δυνατόν να μη βρει κανείς αυτό που του
αρέσει μέσα σε τόσες επιλογές. Ακούγοντας μουσική κρητική και
ηπειρώτικη, για παράδειγμα, νομίζεις ότι καθεμιά προέρχεται από
διαφορετικά κράτη. Η Θράκη με τη Θεσσαλία ή μετα νησιά δεν έχουν
καμία σχέση κ.ο.κ. Νομίζω είναι παγκόσμια αποκλειστικότητά μας να
έχουμε τόσο τεράστια γκάμα διαφορετικών ακουσμάτων.
- Μια φορά να σας ακούσει κάποιος δεν ξεχνάει ποτέ τη φωνή σας.
Πού μάθατε να τραγουδάτε έτσι;
Παιδί άκουγα βυζαντινή μουσική από τον πατέρα μου και από τους
δασκάλους μου, άκουγα από τη μάνα μου τα δικά μας τραγούδια Και
από μικρός έχω φτιάξει μέσα μου αυτό το κράμα. Συνετέλεσε και ο
καθηγητής μου της βυζαντινής στο Διδυμότειχο, αλλά και ο καθηγητής
μου στο γυμνάσιο, που ήταν ερασιτέχνης μουσικός, αλλά πολύ
καταρτισμένος, που μου έλεγαν: "Θα πρέπει, όταν τραγουδάς, να
τραγουδάς ελεύθερα και, όταν ψάλλεις, να ψάλλεις παραδοσιακά. Να
μην κάνεις μορφασμούς, να είσαι σοβαρός". Αυτά μου έμειναν και,
όταν ήρθα στην Αθήνα, βρήκα τα ίδια να μου λέει ο Χατζηθεοδώρου
στο Ελληνικό Ωδείο όπου ολοκλήρωσα τις σπουδές μου στη βυζαντινή
μουσική. Έβλεπα και άλλους τραγουδιστές που ήταν σκληροί και δεν
μου άρεσαν και μου έγινε έμμονη ιδέα να μη βγαίνω άγριος, είναι
και στο χαρακτήρα μου, είναι και στα τραγούδια της Θράκης.
- Επειδή έχω ακούσει κι άλλους να τραγουδούν θρακιώτικα, έχω
την εντύπωση ότι αυτή η ιδιαίτερη ευγένεια κοι η γλυκύτητα είναι
μάλλον του Αηδονίδη, παρά της Θράκης. Πάντως, πώς δημιουργήθηκε δεν το κατάλαβα.Δεν κατέβαλα
κάποια ιδιαίτερη προσπάθεια. Νόμιζα ότι έτσι γεννήθηκα, αλλά
μάλλον έγινα έτσι, διότι με επηρέασαν οι καταστάσεις.
- Κρίμα που δεν κάνατε παιδιά για να περάσει το χάρισμα.
Έχω 100 παιδιά στην Αλεξανδρούπολη και 400 στο Χαλάνδρι!
Η μουσικη της Ορθοδοξης εκκλησιας, των
Βαλκανιων και της Ρωσιας που ονομαζεται ετσι, επειδη καλλιεργηθηκε στο
Βυζαντιο την περιοδο της ακμης του, αποτελει σπουδαια περιοχη του μουσικου
στερεωματος. Οι βυζαντινες συνθεσεις ειναι ενα ιδιαιτερο ειδος μελωδικων
συνθεσεων, με ιδιοτυπη τεχνοτροπια και εχει τις βασεις του στην αρχαια
ελληνικη μουσικη.
Η παρακμη της αρχαιας ελληνικης μουσικης
σημειωνεται με το χριστιανισμο, οταν η μουσικη περιοριζεται σχεδον στην
ψαλμωδια. Βεβαια η μουσικη της πρωτοχριστιανικης περιοδου δεν ειναι καθαρα
ελληνικη γιατι στοιχεια εβραικα, χαλδαικα και συριακα ειχαν εισχωρησει σε
αυτη.
Στη βυζαντινη περιοδο δεν υπαρχει μουσικη
στις ευρωπαικες χωρες. Μονο ο κρυφα προσευχομενος χριστιανος στη βαση της
ελληνορωμαικης θεωριας διαμορφωνει δικη του μελωδια, η οποια στηριζεται στη
μουσικη απαγγελια, το λεγομενο Αμβροσιανο μελος. Το δευτερο ειναι το
Γρηγοριανο που λεγεται και καντους πλανους και διατηρειται μεχρι και σημερα
στη δυτικη εκκλησια. Το Γρηγοριανο μελος αυξησε τους τεσσερις τροπους σε
οχτω. Στην ιδια εποχη -11ος αιωνας μΧ- αναγεται και η σημερινη ονομασια των
φθογγων και θεωρειται οτι ανηκει στον Γκουιντο ντ' Αρετσο.
Η πρωτη περιοδος της βυζαντινης μουσικης
φθανει ως τον 4ο αιωνα. Την περιοδο αυτη κυριαρχει η απλη μελωδια, δηλαδη
μονοτονη και ομοφωνη κατα την οποια ολοι μαζι εψαλλαν τον ιδιο φθογγο η σε
αντιφωνια πρωτης και ογδοης, χωρις αλλους συνδυασμους. Οι μελωδιες ηταν
τονισμενες σε υμνους των Πατερων της εκκλησιας και στους ψαλμους του Δαβιδ.
Τον 4ο αιωνα θεσπιστηκε απο τη Συνοδο της Λοαδικειας κανονισμος που
καθιερωνε τους ψαλτες ενω ως τοτε εψαλλε ολο το εκκλησιασμα.
Κατα τη δευτερη περιοδο (5ος αιωνας - 7ος
αιωνας μχ) η μουσικη γινεται πιο πλουσια και ισοτιμη με την ποιηση. Η ολη
μουσικη δημιουργια της περιοδου χαρακτηριζεται ως βυζαντινη μελουργια. Οι
υμνοι αρχιζουν και στρεφονται εναντιον των αιρεσεων, καθως οι αιρετικοι
καλλωπιζαν υπερβολικα τις συνθεσεις τους για σκοπους προσηλυτισμου. Οι αρχες
του 6ου αιωνα ειναι ο χρυσος αιωνας της βυζαντινης τεχνης της εκλησιας με
την εμφανιση του Ρωμανου, του Πινδαρου της εκκλησιαστικης ποιησης οπως και
του Ανδρεα, Επισκοπου Κρητης.
Η τριτη περιοδος αρχιζει απο τον Ιωαννη το
Δαμασκηνο (περιφημο θεολογο,φιλοσοφο και υμνογραφο) και φτανει μεχρι τον
Ιωαννη τον Κουκουζελη (12ος αιωνας) ο οποιος αναμορφωσε και συμπληρωσε το
γραφικο συστημα της βυζαντινης μουσικης. Τοτε δημιουργηθηκε συγκροτημενο
συστημα απο εκκλησιαστικα ασματα, καταρτιστηκε η Οκτωηχος (εργο του Ιωαννη
Δαμασκηνου) οπου χρησιμοποιηθηκαν και τα τρια γενη της μουσικης (διατονικο,
χρωματικο και εναρμονιο), και η μουσικη αναπτυχθηκε σε πληρη τεχνη.
συνέχια
Από περ. ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΔΗΜΙΟΥΡΓΙΑ, έτος 1952, Νο 97 σσ. 205-8.
Ο ποιητής και οι παραλλαγές
Το τραγούδι το πρωτοπλάθει ο ανώνυμος λαϊκός ποιητής, εκφράζοντας μ' αυτό
είτε κάποια ιδέα του στοχαστή, είτε κάτι που γέννησε η φαντασία του, στον
ύπνο του ή στον ξύπνο του, είτε θέλοντας να εκφράσει το συγκαιρινό αίσθημα
και τον ομαδικό στοχασμό των συντοπιτών του για κάποιο σημαντικό
περιστατικό, που έγινε στον τόπο, θανή τρανού ανθρώπου ή όμορφης κόρης ή
νέου η κάποια τραγική ή ερωτική ιστορία, πού είχεν αντίλαλο γύρω κι έφερεν
αναταραχή.
Και λέγοντας λαϊκό τραγούδι, εννοούμε ποίημα μαζί και μελωδία. Γιατί ο
ποιητής των στίχων πλάθει το τραγούδι του, ποίημα μαζί και σκοπό,
συνταιριαστά και σύγκαιρα, δηλαδή ταιριάζει τους στίχους του σε γνωστή
μελωδία άλλου τραγουδιού ή πλάθει καινούργιο σκοπό.
Απ' τον πρώτο που «έβγαλε το τραγούδι», και που είναι πολλές φορές
στιχουργός ή μοιρολογητής του χωρίου, «το παίρνουν» οι τραγουδιστές του
χωρίου και το ξανατραγουδάνε. Ύστερα το παίζουν στις γιορτές, στους γάμους
και στα πανηγύρια οι βιολιτζήδες, οι κλαριτζήδες και οι λαβουτιέρηδες, κι
έτσι φέρνει το γύρο σε κοντινά η μακρινότερα χωριά και σε πολιτείες.
Κάποιος τραγουδιστής ακόμη, μισεύοντας απ' το χωριό για δουλειά του, θάν το
τραγουδήσει σ' άλλη περιφέρεια, με καμάρι μάλιστα συχνά. Κι ο ξενιτευτής το
παίρνει μαζί του στην ξενιτιά, συντρόφι και παρηγοριά του και θυμητάρι της
νιότης του, του τόπου και των εδικών του. Έτσι, αχτινωτά, ας πούμε,
κυκλοφορεί και γίνεται στο τέλος τραγούδι όλου του λάου.
Τα παλιότερα χρόνια, όπως μας παραδίνουν ξένοι περιηγητές, κι o Φωριέλ,
τυφλοί τραγουδιστές ή λυράρηδες γύριζαν από χωριό σε χωριό και τραγουδούσαν
τραγούδια, που τα έκαναν οι ίδιοι, ή άλλα, που τα φέρναν από τα μέρη που
περνούσαν. Τους τυφλούς αυτούς ραψωδούς τους δέχονταν και τους άκουαν με
χαρά οι χωρικοί, τους φιλοξενούσαν και τους φίλευαν με δώρα ή χρήματα.
Έπειτα, κι ως τα τέλη του περασμένου αιώνα, και σε κάποια μέρη ως τα σήμερα,
τα νέα τραγούδια πρωτόβγαιναν σε μεγάλες γιορτές και σε πανηγύρια, όπου
γλεντοκοπούν οι πανηγυριώτες και χορεύουν στην πλατεία του χωριού ή στον
αυλόγυρο της εκκλησιάς, ή στα χοροστάσια και στις πλαγιές των βουνών, όταν
γιορτάζουν τα ρημοκλήσια, και μάλιστα το καλοκαίρι, και ειδικά στις γιορτές
του αγίου Κωνσταντίνου, της Παναγίας (στις 15 Αυγούστου), του Προφήτη Ηλιού,
του Σωτήρος, της αγια-Παρασκευής κλπ.
Έτσι λοιπόν, το τραγούδι, βγαίνοντας απ' το σπλάχνο του λαού, παιδί του
πνευματικό, ξέσπασμα της ψυχής του, με του λαού το στόμα πλάθεται και
ξαναπλάθεται, και για τούτο μένει ζωντανό πάντα κι απρόσωπο. Γιατί, ο λαϊκός
ποιητής που το τραγούδησε, καμιά φιλοδοξία ούτε είχε, ούτ' έχει να μαθευτεί
τ' όνομά του. Ίσα-ίσα, αν το καταλάβουν οι συχωριανοί του, που ξέρουν ίσως
τη δεξιοσύνη του, αρνιέται να το μολογήσει, νομίζοντας ίσως πως με το ν'
ακουστεί τ� όνομά του, αδυνατίζει το δημιούργημά του. Χαρά του κι αντίμεψη
μονάχη είναι να μάθει ότι το τραγουδάν οι άλλοι έπειτ' από καιρό, ή να τ'
ακούσει να τραγουδιέται μακριά κάπου.
Έτσι κι όμοια γίνεται κάθε δημιουργία του άφαντου λαϊκού συνθέτη και των
άλλων μνημείων του λαϊκού Λόγου, παραμυθιών, παραδόσεων, αινιγμάτων,
παροιμιών κλπ. που, από προσωπικά πλάσματα του στοχασμού, με χρόνια και
καιρούς, γίνονται παράδοση για όλους.
Εξαίρεση στην παραγωγή τους παρουσιάζουν μονάχα τα κλέφτικα τραγούδια, που
τα περισσότερα τα σύνθεταν και τα πρωτοτραγουδούσαν οι ίδιοι οι κλέφτες,
διαλαλώντας έτσι μεγαλόστομα την κλέφιικη ζωή και τα ηρωικά κατορθώματα ή τη
θανή του καπετάνιου τους ή του συντρόφου τους.(1)
Πιστεύουμε όμως, γιατί τα ίδια τα κείμενα πολλών διαλεχτών τραγουδιών το
φωνάζουν, ότι ανάμεσα στους ανώνυμους ποιητές ήταν και λιγοστοί με κάποια
ανώτερη ποιητική φλέβα, μ� έμπνευση αληθινού ποιητή και με τεχνική μάλιστα
ευκολία, πού κι' αυτούς, όπως και τους πολλούς τους άλλους, ποτέ δεν τους
έμαθε, ούτε θα τους μάθει κανείς.
Τα τραγούδια αυτά τα διαλεχτά, με την πλαστικότητα και την τελειωμένη μορφή,
ερίζωσαν στην ψυχή του λαού, κι απόμειναν καλλιτεχνικά δημιουργήματα, που τα
καμαρώνουμε οι Έλληνες και τα θαυμάζουν κι όσοι ξένοι τα γνώρισαν.
Αλλά με το ξαναφύτεμα από τόπο σε τόπο, περνώντας πέλαγα και στεριές, το
τραγούδι παθαίνει μεταβολές, αυξάνουν ή λιγοστεύουν, ή αλλάζουν οί στίχοι
του, κι έτσι δημιουργούνται οι «παραλλαγές» των τραγουδιών.
Με το πέρασμα πάλι του καιρού και τις στοματικές μεταφορές σε μακρινότερα
μερη, γίνονται σε πολλά τραγούδια ριζικώτερες αλλοιώσεις, γιατί το
ξενοφερμένο τραγούδι μεταπλάθεται και προσαρμόζεται στο ψυχικό κλίμα του
νέου τόπου, που βάζει τη σφραγίδα του απάνω του. Κι είναι τούτο φυσικό,
γιατί, περνώντας από στόμα σε στόμα, το μνημονικό δεν το παρακολουθεί. Άλλα
γίνεται και κάτι άλλο: οι συλλαβές του κι οι φθόγγοι του, και το τυπικό των
λέξεων προσαρμόζονται αναγκαστικά στη φωνητική και τη φθογγολογία του νέου
τόπου. Αλλά και λέξεις αλλάζουν.
Ένα παράδειγμα χτυπητό των μετασχηματισμών αυτών είναι το πανελλήνιο
τραγούδι του «Κάστρου της Ωριάς», που υπάρχει σήμερα σε 150-200 παραλλαγές,
από 10 - 25 στίχους καθεμιά. Συχνά όμως γίνεται και «συμφυρμός» δύο
τραγουδιών. Πρέπει να προσθέσω, ότι κι άλλος τρόπος μεταβολών στο κείμενο
είναι η αδέξια αντιγραφή από χειρόγραφα παλιά ή κακογραμμένα νεώτερα.
Ο Έμμερσον, γράφοντας κάπου για την «πρωτοτυπία», μιλεί για το «χρέος που
έχομε υπογράψει με την παράδοση» και προσθέτει, ότι «ο θρύλος μεταβιβάζεται
απ' τον πιστό στον ποιητή κι απ' τον ποιητή στον πιστό και καθένας τους
προσθέτει κάτι νόστιμο, σβήνοντας κάποιο λάθεμα ή τελειοποιώντας τη μορφή,
ώσπου φτάνει στην ιδανικήν αλήθεια». Έτσι γίνεται με το λαϊκό τραγούδι. Από
στόμα σε στόμα περνώντας, ξελαμπικάρεται και παίρνει στο τέλος τον οριστικό
του τύπο.
ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ
1.- Πολλοί κλέφτες τραγουδούσαν κλέφτικα
τραγούδια, συμπληρώνοντας παλιά η ανακακατεύοντας στίχους γνωστών τραγουδιών
και προσθέτοντας περιστατικά σύγχρονα, που τα ζούσαν οι ίδιοι. Ένας απ'
αυτούς κι ο Μακρυγιάννης (Άπομν. τ. Α'. σ. 285 κ.εξ.)
Από περ. ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΔΗΜΙΟΥΡΓΙΑ, έτος 1952, Νο 97 σσ. 205-8.
Η γεωγραφία του τραγουδιού
Μέσα στον ελληνικό χώρο υπάρχουν λογής-λογής κλίματα, και τοπικά και
ψυχολογικά, με κύριους παράγοντες τη γεωγραφική θέση και τη φυσική
διαμόρφωση του εδάφους, που επιδρούν στον ανθρώπινο χαρακτήρα. Κι επειδή το
λαϊκό τραγούδι είναι αποτύπωμα του χαραχτήρα των κατοίκων της περιοχής όπου
πρωτοφάνηκε, συνακόλουθο είναι ότι ζωγραφίζει το χαραχτήρα της περιοχής
αυτής.
Για το λόγο αυτό παρουσιάζουν διαφορές σημαντικές αναμεταξύ των τα τραγούδια
της ηπειρωτικής Ελλάδας και των νησιών, Διαφορές πάλι μικρότερες ή
μεγαλύτερες βρίσκουμε παραβάλλοντας τα τραγούδια της Ήπειρος με τα τραγούδια
του Μοριά ή του Πόντου με της Ρούμελης. Αλλά και των βουνήσιων μιας περιοχής
ο χαραχτήρας είναι διαφορετικός απ' των καμπίσιων της ίδιας περιοχής.
Αντρίκια, τραχιά, πολεμόχαρη η ποίηση των βουνών, όπως είναι τα κλέφτικα της
Ρούμελης και της Ήπειρος. Μαλακιά, γλυκιά, τρυφερή, ερωτιάρικη των
θαλασσινών μερών, όπως είναι οι ριμάτες κι οι παραλογές των νησιών του
Αιγαίου. Σύντομα, λιγόστιχα τα πρώτα, μακρόσυρτα, περισσόστιχα τα δεύτερα
[Ιδές και Fauriel, Ι, σ. 113 κ.έξ.). Άλλες πάλι μορφές παρουσιάζουν τα
τραγούδια της βόρειας Μικράς Ασίας. Η γεωγραφία του τραγουδιού μας είναι η
ακόλουθη :
Το ηρωϊκό, το κλέφτικο, πατρίδες έχει την "Ηπειρο, τη Ρούμελη, το Μοριά και
τη νότια Μακεδονία: Τα παλαιότερα που έχουμε είναι του 16 ή του 17 αιώνα : ο
«Όλυμπος κι ο Κίσσαβος», το τραγούδι του Καρπενησιώτη κλέφτη Λιβίνη κι άλλα,
πού δεν αναφέρουν ονόματα.
Η Λευκάδα λαογραφικά είναι Ήπειρο. Στην Αίγινα παρουσιάζεται εξαιρετική
ποιητική παραγωγή από παλιούς καιρούς.
Ο τόπος που πρωτογεννήθηκαν τα τραγούδια του Ακριτικού κύκλου είναι τα
παράλια της Μαύρης Θάλασσας κι η βόρεια κι η βορειανατολική Μικρά Ασία, και
ιδίως ο Πόντος κι ή Καπαδοκία. Από κει πέρασαν στην Κύπρο και στα
Δωδεκάνησα, όπου επλάστηκαν κι άλλα πολύστιχα τραγούδια μ' επικό χαραχτήρα.
Παραλογές, κι άλλα πολύστιχα ερωτικά κι αφηγηματικά τραγούδια έχουμε απ' τη
Μικρά Ασία, τη Ρόδο, την Κάρπαθο κι άλλα νησιά της Δωδεκάνησος και την
Κύπρο. Αλλά πολλές παραλογές είναι πανελλήνιες, κι οι περισσότερες έχουν
πηγή Ακριτική. Τέτοιες είναι το «Κάστρο της Ωριάς», «Τα δυο αδέρφια»,
«Μαυριανός κι ο βασιλιάς», «ο κυρ Βοριάς» κι άλλα.
Ερωτικά τραγούδια γέννησαν και γεννούν, όπως είναι φυσικό, όλοι οί ελληνικοί
τόποι. Τα καλλίτερα όμως είναι της Ηπείρου και των νησιών, γιομάτα λυρισμό
και αίσθημα.
Των μοιρολογιών το προνόμιο τό 'χουν η Μάνη η Ήπειρο, η Λευκάδα κι η Κρήτη.
Τα τραγούδια του γάμου και τα κάλαντα τα βρίσκομε σ' όλη την ελληνική γη, σε
διάφορους τύπους και διάφορα μέτρα, συνδυασμένα με τα έθιμα κάθε τόπου, πού
'χει για τις ετοιμασίες του στεφανώματος, για την τελετή του γάμου και για
τα πιστρόφια.
Τα δίστιχα, τα καλλίτερα είναι της Κρήτης (οι περίφημες μαντινάδες) των
Δωδεκανήσων και μερικών νησιών του Αιγαίου. Αλλά καμιάς περιοχής τα δίστιχα
δε φτάνουν στη χάρη, τη δύναμη και την περιεχτικότητα τις μαντινάδες, πού
πολλές απ' αυτές είναι αληθινά αριστουργήματα στιχουργικής και νοήματος,
ποιητικού.
Δίστιχα ακόμα τραγουδούν σε πολλά μέρη την παραμονή της γιορτής του Αγίου
Ιωάννου, στον Κλήδονα. Προ πενήντα ετών ακόμα και στην Αθήνα, στις λαϊκές
συνοικίες, στις αυλές των σπιτιών, εγιόρταζαν οι νέες και οι νέοι τον
Κλήδονα,� βάζοντας στη μέση το λαγήνι με τ� αλάλητο νερό, κι άναβαν φωτιές
στο δρόμο και τις πηδούσαν,
Πρέπει να ειπωθεί και κάτι ακόμα: Δεν είναι μονάχα η παραγωγή κι η μορφή του
τραγουδιού διαφορετική κατά τον τόπο και τη φύση και τις βιωτικές ασχολίες
των κατοίκων. Κι η διάθεση κι η προτίμηση κι η αγάπη τούτου η εκείνου του
είδους των τραγουδιών απ' τους κατοίκους της τάδε ή της δείνα περιφερείας
είναι διαφορετικές. Ο Φωριέλ παρατήρησε, πολύ σωστά, ότι ο άνθρωπος του
βουνού, ο απομονωμένος, τραγουδεί τραγούδια κλέφτικα ή τσοπάνικα, που
ταιριάζουν στο τοπίο του, στο βίωμά του και στις ψυχικές του διαθέσεις. Δεν
έχει συμπάθεια στα νησιώτικα και ερωτικά. Το ενάντιο γίνεται στα θαλασσινά
μέρη. Οι παραλογές, τα φανταστικά και προπάντων τα τραγούδια της αγάπης,
τραγουδιούνται σχεδόν αποκλειστικά.
Από περ. ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΔΗΜΙΟΥΡΓΙΑ, έτος 1952, Νο 97 σσ. 205-8.
Το χρέος του λαογράφου
Έχει αναγνωριστεί από καιρό, ότι η Λαογραφία είναι η κυριώτερη επιστήμη της
Ιστορίας του Πολιτισμού. Γιατί κάνοντας τη συγκέντρωση, την έρευνα και την
κατάταξη του υλικού των λαϊκών παραδόσεων ενός τόπου � τραγούδια, μουσική,
χορό, τέχνες, δεισιδαιμονίες, έθιμα κλπ.� μελετάει τις συνθήκες και τα
φαινόμενα της ζωής του, την ψυχική του ιδιοσύσταση και τις πνευματικές του
εκδηλώσεις όλες, [Βλέπε σχετικά: Στ. Κυριακίδη. Τι είναι λαογραφία, 1
(1909), σ. 1 κ.ε, όπου (σ.7) γράφει: «Η Λαογραφία εξετάζει τας κατά
παράδοσιν διά λόγων, ή πράξεων, ή ενεργειών εκδηλώσεις του ψοχικού και
κοινωνικού βίου του λάου»]
Η ελληνική λαϊκή παράδοση έχει βαθιές ρίζες απ' άκρη σ' άκρη της γης μας, κι
εκδηλώνεται, με θαυμαστήν ενότητα στους τόπους της ζωής, στις κλίσεις, στα
προτερήματα και στα ελαττώματα του λαού μας. Ξεχωριστά όμως μέσα στα
τραγούδια του, όπου καθρεφτίζονται τα συναισθήματα του, η αγάπη, οι πόνοι, ο
πόθος της λευτεριάς, το μίσος για την τυραννία, η λαχτάρα του ξενιτευτή, τ'
αντίκρυσμα του θανάτου, όπου βρίσκεται ατόφια κι αδιάσπαστη η ψυχή του.
Έτσι το έργο του λαογράφου που είναι θεματοφύλακας των παραδόσεων, είναι
πολύ υπεύθυνο, έχει τρισμεγάλη σημασία, και πρέπει να το αντιμετωπίζει σε
πλάτος πνευματικό και βάθος χρονικό. Τα λυρικά, τα μυθοπλαστικά, τα ιστορικά
και όλα τα ψυχικά στοιχεία, που πρωτοφανερώθηκαν στην Ομηρικήν αρχαιότητα,
πέρασαν σης καλές εποχές της ελληνικής ακμής, στην Αλεξανδρινή περίοδο
έπειτα κι απλώνονται και πλέχονται σε μια συγκρτητήν αλυσίδα, αιώνα με τον
αιώνα. Κι έτσι διατηρήθηκαν και παραδόθηκαν στη βυζαντινή και στη νέα μας
λαϊκή παράδοση κι έζησαν και ζουν μέσα της. Αυτά ήταν οι σπόροι και τα
φύτρα, που, άδηλα και κρύφια, έγιναν αρμοί του λαϊκού ποιητικού Λόγου σ�όλες
τις ελληνικές χώρες κι εκφράζουν το συνολικό πνεύμα της ψυχής του λαού μας.
Και γι' αυτό η Δημοτική Μούσα μας, έχει απάνω της τις εφτά σφραγίδες της
φυλής μας, κι είναι και μένει εθνική κληρονομιά τρανή κι ακατάλυτη.
Τα τραγούδια μας είναι τα πνευματικά ριζοθέμελα της πατρίδας μας και για
τούτο στέκουν μνημεία αξετίμητα της εθνικής μας λογοτεχνίας, και κλείνουν
μέσα τους γενναία νοήματα, λαμπερή ανθρωπιά, ευγενικά συναισθήματα. Είναι
δεμένα μαστορικά με λογάρι άδολο απ' τον υπεράξιο χρυσικό, το λαό μας, και
χρωστεί να τα 'χει γκολφισταυρό η ελληνική διανόηση, και να τα ρουφάει για
δρακοντοβότανο η νέα γενιά.
Αλλά, όσο ανεβαίνει και πλαταίνει το βιωτικό και πολιτιστικό επίπεδο του
έθνους, το ανάβρυσμα της εξαίσιας αυτής κρυσταλλοπηγής λιγοστεύει και
κατεβαίνει, και μοιραία, σε λίγον καιρό, θα στερέψει ολότελα. Για τούτο
έχουμε, μέσα στη λιγοστή «πίστωση χρόνου» που απομένει, υποχρέωση ιερή, όσα
ξέφυγαν το χαμόν ως τα τώρα κι όσα τυχαίνει και ξετρυπώνουμε ακόμα σε παλιά
χειρόγραφα ή τ' αρπάζουμε απ' τα χείλια κανενός γέροντα τραγουδιστή ή
απλοϊκού τσοπάνη σ' απόμερο βουνό, να νιαστούμε να τα περιμαζώνουμε ευλαβικά
και στοργικά μ' έλεγχο αυστηρό, δίχως μεταπλασμούς αυθαίρετους, δίχως
δασκαλικά διορθώματα, για να γλυτώσουν απ' το θάνατο, να τα συντηρήσουμε
αθόλωτα στη ζωή και να τα παραδώσουμε στην αθανασία.
Η εξέλιξη των ιδεών κι η πορεία των Τεχνών στη γης την οικουμένη είναι
ανώμαλη κι αναπάντεχη. Ρυθμοί και «σχολές» και συστήματα - στους δυο μάλιστα
τελευταίους αιώνες της οργιαστικής ανθρώπινης δραστηριότητας σ'όλους τους
τομείς�ακολουθούν το ένα τ' άλλο, κι αντιπαλεύουν κι ανάφτουν και σβήνουν
και λαμποκοπάν και θάφτονται. Όλα τα χρόνια τούτα, τα στάδια των αναζητήσεων
των δοκιμών, των εναλλαγών στις μορφές της Τέχνης ήταν πολλά, και
διαφορετικά το εν' απ' τ' άλλο, όμως και λιγόζωα. Κάποιες κατευθύνσεις
μάλιστα παρουσιάζονται συχνά μ' έντονη προοπτική ξαναγυρισμού στα παλιά
στέρεα πρότυπα.
Και ποιος τάχα μπορεί να ξέρει, αν κάποτε - πότε ; - η αναζήτηση του
καινούργιου, ο πόθος του ξανανιωμού, η ανάγκη γα ξαναγυρίσει η Ποίησή μας
στην ξεκούραση απλότητα και στην ηλιόφοιτη καθαρότητα, δεν τη σπρώξει να
ξαναγυρέψει και να ξαναβρεί μέσα στα τραγούδια τούτα κάποιες μορφές παλιές,
ξελαγαρισμένες, γιομάτες δροσιά κι ειλικρίνεια κι αλήθεια και γοητεία !
"Όσα βουνά κι αν ανεβείτε,
απ' τις κορφές τους θ' αγναντεύετε ...
άλλες κορφές ψηλότερες...
και στην κορφή σαν φτάσετε στην κατάψηλη,
πάλι θα καταλάβετε, πως βρίσκεστε
κάτου απ' τ' άστρα".
Κ. Παλαμάς.
Στον Ασβέστη ο κτηνοτρόφος, όπως τουλάχιστον τον θυμάμαι από τα παιδικά μου
χρόνια, τότε που το χωριό έσφυζε από ζωή. Τότε που ο αριθμός των κοπαδιών
ήταν μεγάλος, γύρω στις τρεις ως τέσσερις χιλιάδες γιδοπρόβατα και εκατόν
πενήντα βόδια και αλογομούλαρα να βόσκουν στον Παλιασβέστη, στα Βαρκά, στη
Δραμάλα, στη Φτελιά κ.λ.π. Τότε που η πρωινή καταχνιά σκέπαζε τον ήσυχο και
απαλό ανασασμό και στις βαθύσκιωτες ρεματιές σηκώνονταν αντάρες. Τότε που οι
ράχες και τα πλάγια αντιβούιζαν απ' τα βελάσματα των κοπαδιών του, αυτή
άφηνε το λογισμό του να πετάει ελεύθερος ψηλά.
Εκεί που η πλάση ανασαίνει το κάλλος του ουρανού. Εκεί που τρέμει η χλόη του
Μάη κάτω από το θρόισμα του αέρα. Εκεί που η φύση με μια βαθιά αίσθηση
σημαδεύει την ψυχική αγνότητα.
Κι όταν ο καλοκαιριάτικος ουρανός ρίχνει την ξανθή φωτιά πάνω στην πλάση και
τα τζιτζίκια χαλούν τον κόσμο, αυτός θα οδηγήσει το κοπάδι του σε δροσερά κι
απόσκια μέρη για βοσκή και σε πηγές για να δροσίσουν τα διψασμένα τους
ρουθούνια. Μένει όλη τη νύχτα άγρυπνος και βρέχει στις κρυόβρυσες το πρόσωπό
του για ν' ανοίξει τα βάρυπνα μάτια του, περιμένοντας να σκάσει της χαραυγής
τ' αστέρι στο καταράχι του βουνού, να βασιλέψει το φεγγάρι και να ροδίσει η
Ανατολή. Τότε θα οδηγήσει σουρίζοντας το κοπάδι του στο σύρραχο για το
πρωινό αναχάρασμα (αναμάσημα της τροφής). Κι όταν κατσουφιάζουν οι κορφές,
ανταριάζουν οι λαγκαδιές κι αρχίζουν οι βροχάδες, τα δρολάπια, οι μπόρες, οι
κατεβασιές, οι αστραπές, τα μπουμπουνητά, τ' αγριεμένα ρέματα και τα
ουρλιαχτά των λύκων και τότε νιώθει ευτυχισμένος κοντά τους, τυλιγμένος στη
μακριά του κάπα.
Παραθέτω σε παραλλαγή από το ποίημα του Γ. ΣΑΝΤΑΡΜΗ τους νοσταλγικούς
στίχους:
- Δε θέλω χαμηλώματα, ανήλιαγα δε θέλω,
μόν' θέλω τις ψηλές κορφές Ζυγό και Καθερίτσα,
και τα Προσήλια τα στεγνά με οδηγό την γκλίτσα.
- Να βγαίνω με το χάραμα να βόσκω το κοπάδι,
και να γυρίζω στο μαντρί, όταν θα 'ρθει το βράδυ.
- Νά 'χω για σύντροφο πιστό, τ' άγρια νυχτοπούλια
και για καντήλι λαμπερό την όμορφη την πούλια.
- Να πίνω το κρύο το νερό, τη δίψα μου να σβήνω
να παίρνω και να νίβομαι και να δροσολογιέμαι.
- Μες τις χλωρές αμαλαές, τ' αμόλευτα χορτάρια,
σαν άγριο παιδόπουλο να πέφτω να κυλιέμαι.
- Να ακούω τον κούκο στα κλαριά, την πέρδικα στα πλάγια.
- Να ακούω και τον κότσυφα να ψάλλει μες τα βάτα.
- Να συντυχαίνω το λαγό στη φτέρα στο γιατάκι,
και με το λύκο στα ψηλά πυργάκια ν' απαντιέμαι.
- Να ρίχνω πέτρες στις πλαγιές, λιθάρια μες στις σάρες,
να κάθομαι και να τηρώ το κατρακύλισμά τους.
- Να τρώω τα βατόμουρα, να γεύομαι τα γκόρτσα.
- Με την αγκλίτσα τα ψηλά κλωνάρια να λυγίζω,
και με γλυκά αγριόσυκα τον κόρφο να γεμίζω.
- Τ' αγιόκλημα, η αγράμπελη στη Μάνθη να με φέρνει,
να με μαγεύει η μυρωδιά και να με συνεπαίρνει.
- Να αγναντεύω στις πλαγιές της Κούτρας το ροϊδάμι,
που ζευγαρώνουν τα πουλιά και κλώθουν στις φωλιές τους.
- Στα Τσιμοφράνια οι χωριανοί τις στρούγκες να φροντίζουν
και τα σκυλιά στην Κρέμαση το λύκο ν' αντικρίζουν.
- Στα Πλασταράδια τα κλαριά τις στράτες να μας κλείνουν,
και το Ζυγό απέναντι στα πράσινα να ντύνουν.
- Να στρώνω αράδες το κλαρί, κλωνάρια από τις φτέρες
να πέφτω και ανάλαφρα ο ύπνος να με παίρνει.
- Με την αυγούλα οι πέρδικες γλυκά να με ξυπνάνε
και τα αηδονολαλήματα τον ίσο να κρατάνε.
- Να φέγγει η πούλια στο μαντρί, ο αυγερινός στη στάνη
και το φεγγάρι το λαμπρό στο μοναχό τσοπάνη.
- Όμως αλλάζουν οι καιροί και περπατούν οι μέρες,
κι όλα μικρά και τίποτε δεν είναι ριζωμένο.
- Γιατί εκείνοι οι καιροί περάσανε και πάνε
σαν τα νερά του ποταμού που πίσω δεν γυρνάνε.
(Προσωπική συλλογή)
Η ποιμενική ζωή κυριαρχούσε στον Ασβεστιώτικο χώρο. Τα καλύβια, τα μαντριά,
οι στρούγκες, τα κοτάρια και τα τσαρδάκια δεν ήταν απλά κατασκευάσματα της
στιγμής, αλλά διέκρινες σ' αυτά την τέχνη και το μεράκι των κτηνοτρόφων
αντρών και γυναικών. Για το στήσιμό τους χρειάζονταν πρώτα απ' όλα η επιλογή
της τοποθεσίας. Πρόσεχαν τόσο το μαντρί, όσο και η καλύβα να βρίσκονται σε
μέρος απάνεμο, να προστατεύονται από το βοριά με πουρνάρια και το πιο
σημαντικό ο τόπος να είναι προσηλιακός και στραγγερός.
Για να γίνει ένα μαντρί ή καλύβα χρειάζονταν ορισμένα είδη ξύλων, τα οποία ο
κτηνοτρόφος ετοίμαζε στο τέλος του καλοκαιριού ή στις αρχές του Φθινοπώρου.
Αυτά ήταν:
- Τα παλούκια ή μπηχτάρια, τα οποία όπως φαίνεται και στο σχέδιο μπήχνονται
στη γη με κλίση, δηλαδή να βαΐζουν προς τα μέσα.-
- Τα πλαϊνά ή τέμπλες ή περασιές, τα οποία δένονται οριζόντια και σε σειρές.
Τα ζωστάρια με τα οποία έζωναν απ' έξω από το πλατάνι ή το σάλωμα και ήταν
λιανότερα από τα πλαϊνά. Οι φούρκες πάνω στις οποίες στήριζαν τις τέμπλες
και το όλο ξύλινο κατασκεύασμα. Το πλατάνι δηλαδή κλαριά πλατανίσια με
πλούσιο φύλλωμα, με τα οποία έντυναν το μαντρί και τη καλύβα κατά σειρές ή
ζωνάρια. Το σάλωμα το οποίο ήταν λεπτό ποταμίσιο καλάμι ή σταροκαλαμιά ή
σίκαλη ή ραγάζι από την λίμνη ξυνιάδα. Το σάλωμα το τοποθετούσαν σειρά
-σειρά αρχίζοντας από το κάτω μέρος προς τα πάνω μέχρι την κορυφή δίνοντας
την ανάλογη κλίση για να διώχνει προς τα έξω τα νερά. Και τέλος έφτιαχναν
την κοσίστρα, η οποία ήταν μια μεγάλη πλεξούδα από σάλωμα, την οποία
τοποθετούσαν στην κορυφή ενώνοντας και κλείνοντας κάθε φερσάδα (άνοιγμα).
Εάν τα καλυβομάντρια γίνονταν σωστά και από ικανούς κτηνοτρόφους δεν έβαζαν
σταλαγματιά νερό και ήταν ζεστά τις κρύες ημέρες του χειμώνα.
Τις ενώσεις (αρμούς) των ξύλων έδεναν με στριμμένες λούρες από δέντρα ή
κουτσπιές ή πλατάνια και απόφευγαν να τις καρφώσουν με πρόκες, γιατί το
ξέταζαν ότι "καρφώνουν το Χριστό", ο οποίος είναι ο προστάτης τους.
Γύρω από το μαντρί και την καλύβα, άνοιγαν αυλάκι για να φεύγουν τα νερά και
κρεμούσαν διάφορα σκιαζούρια (ομοίωμα τσοπάνη, γαϊδουροκαύκαλα) για να
φοβίζουν τ' αγρίμια και να διώχνουν το κακό μάτι και την ανθρώπινη βοή. Η
είσοδος ή ντίρα ή αμποριά είχε νότιο προσανατολισμό και ασφάλιζε με τη
λεσιά. Το σχήμα της τσοπανοκαλύβας ήταν κωνικό, ενώ του μαντριού
ελλειψοειδές (σαν το αδειανό φεγγάρι). Χειμωνομάντρια οι Ασβεστιώτες είχαν
στις τοποθεσίες: Βρακά (Πολυζαίοι), Κουκιά και Καναρά (Μοσχαίοι -
Λουκαίοι), Κάτω Φυλίκι (Αρχονταίοι), Κρουτ -Αλώνι, Κούτρες
(Σωτηροπουλαίοι), Γκουλινέικα (Κουτσολουλαίοι), Μάρκου καλύβα, Τσιάγκα
Ταράτσα (Μιχαίοι), Λαγγάδα (Λουκαίοι - Αρχονταίοι), Κθαροτόπι, Πάνω και
Κάτω Τσιμοφράνη, Τραόλακα, Μαντρινιά, Κθάρια, Καψάλα, Κοτρώνι, Πρατορράχη,
Λειβαδάκι και αλλού.
Τα τσαρδάκια και οι στρούγκες ήταν οι χώροι που εξυπηρετούσαν τους
κτηνοτρόφους την άνοιξη και το καλοκαίρι. Για να φτιαχτούν απαιτούνταν η
συμμετοχή ολόκληρης της οικογένειας, αλλά και η συνδρομή και των άλλων
συγχωριανών. Οι άντρες έκοβαν τα ξύλα και το κλαρί και οι γυναίκες τα
κουβαλούσαν με τα ζώα ή ζαλικωμένες. Με ιδιαίτερη χαρά συμμετείχαμε και
εμείς τα παιδιά στην κοινή προσπάθεια των μεγάλων. Αναφέρω όσες τοποθεσίες
θυμάμαι: Κανάλια, Ίσιωμα, Βρυσούλα, Φτελιά, Πλατάνια, Κρεμμυδάς, Μεσιόλακα,
Πλασταράς, Ζυγός, Προσήλια, Βάρκα, Αφορισμός, Καθερίτσα, Νικολέση,
Σταυροφωλιές, Κρανιές κ.λ.π.
Ομολογώ ότι άκουσα και έμαθα πολλά από τους δικούς μου, αλλά και τους
συγχωριανούς μου τσοπάνηδες, τα οποία ακόμα και σήμερα με συγκινούν. Θυμάμαι
με νοσταλγία το κάθε σημείο του χωριού μου, το οποίο έχει και κάποια ιστορία
να διηγηθεί, όμως δυσκολεύομαι να την περιγράψω γιατί η περιγραφή είναι
τέχνη του λόγου. Θέλει δύναμη, επιγραμματικότητα, ακριβολογημένη έκφραση,
πλαστικότητα και παραστατικότητα. Θέλει εκείνη την ικανότητα που θα κρατήσει
το λαϊκό λόγο αγνό και έξω από την κούφια ρητορία. Θέλει σεβασμό στην
παράδοση και τη θυμοσοφία, των οποίων τα χαρακτηριστικά είναι η ημερότητα
και η ειλικρίνεια της περιγραφής. Όμως προσπαθώ να εκφράσω ό,τι άκουσα, ό,τι
είδα και ό,τι έζησα στον αγαπημένο μου Ασβέστη, σε μια ηλικία τρυφερή γεμάτη
από αγνά συναισθήματα. Νιώθω την ανάγκη ν' αναφερθώ σε ό,τι ξεχειλίζει την
καρδιά του κάθε Ασβεστιώτη. Νομίζω ότι πρέπει να καταγράφονται αυτά καθ'
αυτά τα περιστατικά της ζωής των συγχωριανών μου, εκείνης της εποχής με
αντικειμενικό σκοπό να κρατηθούν στη μνήμη των νεότερων, να γονιμοποιήσουν
τη σκέψη τους και να αποτελέσουν το υλικό για όποια άλλη υψηλότερη
προσπάθεια. Το σπουδαιότερο απ' όλα όμως είναι ότι δεν πρέπει να σβήσουν και
να ξεχασθούν όσα μας κληρονόμησαν εκείνοι που μας γέννησαν. Το κοπάδι
Ο τσοπάνης για να γνωρίζει τα γιδοπρόβατά του τα σημαδεύει. Ο καθένας είχε
το δικό του σημάδι. Το σημάδεμα το έκανε στ' αυτί του ζώου και ανάλογα με το
είδος του κοψίματος έδινε και την ονομασία όπως: σχιζαύτικα (με σχισμένο
αυτί), κτσιαύτικα (με κομμένο αυτί), σταυραύτικα (με κομμένο σταυρωτά αυτί).
Ο πατέρας μου με τον μπάρμπα μου το Μήτρο είχαν για προσωπικό σημάδι στα μεν
γίδια μια στρογγυλή τρύπα την οποία άνοιγαν με το στόμιο κάλυκα όπλου, στα
δε πρόβατα τα σχιζαύτικα. Κάθε τσοπάνης όταν σημάδευε τα πράματά του τα
κομματάκια από τα κομμένα αυτιά τα έριχνε στο ρέμα με την ευχή: "όπως τρέχει
το νερό να τρέχει και το βιος μου".
Ανάλογα με τα χρώματα των μαλλιών, αλλά και τη μορφή του κεφαλιού, ο
τσοπάνης έδινε στα γιδοπρόβατά του τα ανάλογα ονόματα, όπως:
Στα πρόβατα: Κάλεσια, Καραμάνα, Λάγια, Σίβα, Βάκρα, Κάτσινη, Κρούτα,
Μακρονώρα, Πλατονώρα, Μικροβύζα, Καραμπάσια, Ρούντα κ.λ.π.
Στα γίδια: Κανούτα, Σιούτα, Φλώρα, Στριφτοκέρα, Κουτσοκέρα, Γκιώσα, Μπάρτσα,
Μπάλια, Καλαμοβύζα, Μαλτέζα κ.λ.π.
Για να τ' ακούει όταν έβοσκαν στις ρεματιές και τα ρουμάνια, αλλά και να
δείξει στους άλλους τσοπαναραίους, ότι αυτός έχει το πιο καλό κοπάδι
αρμάτωνε (κρεμούσε τα κυπροκούδουνα) τα γκεσέμια και τα "ξιακριάρικα" την
ημέρα τ' Αη -Γιωργιού ή τη Μεγάλη Πέμπτη. Δηλαδή τους περνούσε στο λαιμό
τα καλύτερα κουδούνια, κυπριά και τσιουκάνια, τα οποία πρώτα προμηθεύονταν
από ξακουσμένους Σαλωνιώτες ή Ηπειρώτες κουδουνάδες, που περνούσαν την
άνοιξη από τον Ασβέστη έχοντας κρεμασμένα στα μουλάρια τους λογιών
-λογιών απ' αυτά τόσο σε μέγεθος όσο και σε νηχό.
Για το αρμάτωμα χρησιμοποιούσε ειδικά στεφάνια (πρατοστέφανα και
γιδοστέφανα), τα οποία έφτιαχνε ο ίδιος από μέλεγο ή αγριοκορομηλιά, ενώ για
τα βαρύτερα ιδίως στο μεγάλο διπλόκυπρο που κρεμούσε στο μεγαλόσωμο γκεσέμι
χρησιμοποιούσε πλατιά δερμάτινη λουρίδα με το διπλό τσαμπί ασφαλείας.
Εδώ πρέπει να αναφερθώ σε εικόνες και εντυπώσεις της παιδικής ηλικίας που
ξέρει και πρέπει να τα βλέπει όλα όμορφα κι ωραία. Ηλικία η οποία
γαλουχήθηκε από την παράδοση και την απλή ζωή και φυτεύτηκε μέσα της η αγάπη
για τα πατρικά χώματα και η λατρεία για τον όμορφο κόσμο της εξοχής.
Θυμάμαι τις ανοιξιάτικες και καλοκαιρινές μέρες και νύχτες στις πλαγιές,
στις γούρνες, στα κανάλια, στο ζυγό κ.λ.π. όπου φτιάχναμε τα κοτάρια
(πρόχειρη περίφραξη), τις στρούγκες, τα τσαρδάκια και το τσιαρδακοκρέβατο
του τσοπάνη. Το άρμεγμα στη στρούγκα, τα καρδάρια γεμάτα με τ' αφρισμένο
γάλα, το στράγγισμα, το πήξιμο, το τσαντήλιασμα του τυριού, το κοπάνισμα της
βούρτσας, το κόψιμο του βουτύρου, το ξινόγαλα κ.λ.π.
- Τους αρμεχτάδες να κάθονται στα στρουγκολίθαρα μπροστά στην αμπουριά και
το μικρό τσοπανόπουλο στο πισωστρούγκι με τη δική του γκλίτσα να σαλαγάει
τις γαλάριες προβατίνες προς την έξοδο και όταν πήγαιναν να περάσουν να τις
πιάνουν από τα πίσω πόδια να τις φέρνουν κοντά στις καρδάρες και να τις
αρμέγουν.
- Το τούμπιασμα του κοπαδιού, το πρόγκισμα στον παραμικρό θόρυβο, το
σουρτάριασμα στις αλαταριές και τα κανάλια, το νυχτοβόσκημα με τον αρμονικό
νηχό των κουδουνιών, το αναχάρασμα σε ώρες ηρεμίας ήταν ό,τι ωραιότερο από
την ποιμενική ζωή.
Κοντά στον πατέρα μου έζησα την απαγάδα της νύχτας κάτω από τον έναστρο
ουρανό. Άκουσα τα ουρλιαχτά των λύκων, τα χουγιατά των τσοπάνηδων και τα
γαυγίσματα των σκυλιών που έκοβαν τον τόπο γύρω από το κοπάδι.
Ο μπάρμπα Γρηγόρης Νιάφας έλεγε:
"Με τα κυπροκούδουνα ο καλός βοσκός παρακολουθεί την κίνηση του κοπαδιού. Οι
λαλιές τους μιλάνε με το δικό τους τρόπο και μαρτυράνε όλα του τα μυστικά.
Καταλαβαίνει πότε φοβούνται και προγκούν και πότε χαίρονται τη βοσκή και το
τραγανό χορτάρι. Η μουσική τους τον συντροφεύει και τον λυτρώνει απ' τη
μονοτονία και τη μοναξιά. Είναι ένα τραγούδι, μια μουσική, ένας νηχός
ταιριαστός κόντρα στο κλάμα του γκιώνη και χολόγημα του μπούφου".
- Ο τσοπάνης περνάει τις ατελείωτες ώρες μοναξιάς του παίζοντας με τη
φλογέρα του διάφορους ποιμενικούς σκοπούς. Με τους ήχους της θα εκφράσει τη
χαρά και τους καημούς της σκληρής του ζωής. Αυτή θα τον κρατήσει ορθό και
δεμένο με τη φύση. Γιατί λέει ο Χρ. Χρηστοβασίλης: "Τσοπάνος χωρίς φλογέρα
είναι σαν εκκλησιά χωρίς σήμαντρο, σαν αηδόνι χωρίς φωνή, σαν ρεματιά χωρίς
μουρμουρητό, σαν το κοπάδι χωρίς κουδούνια". Και ο Κώστας Κρυστάλλης
συμπληρώνει με τους στίχους του:
"Ξύλο δεν ήσουν άλαλο κι ανώφελη βεργούλα κι εγώ ο μαύρος σου χάρισα ακέραια
την ψυχή μου. Σού 'δωκα αθάνατη πνοή και πόνο και γλυκάδα, που σε ζηλεύουν
σαν σ' ακούν, ακόμα και τ' αηδόνια. Τ' έχεις φλογέρα μου και κλαις και μου
παραπονιέσαι;"
Πολλοί Ασβεστιώτες κτηνοτρόφοι έπαιζαν ωραία φλογέρα. Ο καλύτερος όμως όλων
ήταν ο Μιλτιάδης Θεοδώρου, ο οποίος μέχρι το θάνατό του εξακολουθούσε να
παίζει καθισμένος στο πεζούλι μπροστά στην παράγκα του. Εμείς τα μικρά
παιδιά τότε περνούσαμε για το σχολείο και κάπου κάπου του ζητούσαμε να μας
παίξει κάποιο σκοπό. Δεν μας χαλούσε το χατίρι. Έπαιρνε τη φλογέρα, την
έφερνε λοξά στα χείλη και τα γερασμένα χέρια του ανοιγόκλειναν της τρύπες
της, με τέτοιο τρόπο που μετέτρεπαν το απλό φύσημα σε υπόκουφο βόγγημα
καρδιάς, σε ήχο μαγικό και τραγούδι νοσταλγικό. Κι εμείς ακουμπισμένα στο
φράχτη και συνεπαρμένα από το άκουσμά της θαυμάζαμε το γέροντα μέχρι τη
στιγμή που χτυπούσε το σήμαντρο του σχολείου.
Η γκλίτσα είναι σύμβολο εξουσίας για τον κτηνοτρόφο.
- Μ' αυτή θα πιάσει απ' το πόδι τ' αγριοκάτσικα.
- Μ' αυτή θα ορμηνεύσει και θα οδηγήσει το κοπάδι στο σαλάγημα και τη βοσκή,
στη στρούγκα και τ' αμπόδεμα.
- Μ' αυτή θα φοβερίσει τα ξένα τσοπανόσκυλα όταν του ρίχνονται.
- Με τη βοήθειά της θα περάσει σάρες και κακοτοπιές ακολουθώντας τα γίδια
στη βοσκή.
- Σ' αυτήν θα ακουμπήσει όταν θέλει να σταθεί, να αγναντέψει, να
κουβεντιάσει αλλά και να λαγοκοιμηθεί.
- Αυτή θα βάλει λοξά στην πλάτη για να περπατήσει περήφανα όταν νιώθει
ευχαριστημένος.
- Μ' αυτή θα μεσιάσει και θα διπλαρώσει το σώμα κρατώντας τις δύο άκρες της
για να το ξεκουράσει.
- Αυτή θα στύλωσει, όταν θέλει να καθίσει και να ανασηκωθεί.
- Μ' αυτή θα μετρήσει το βάθος του νερού και σ' αυτή θα στηριχτεί για να
διαβεί τα κατεβασμένα ρέματα. Γι' αυτό στο χωριό μου λένε:
"Τι τσοπάνης είσαι χωρίς γκλίτσα;" Τα τσοπανόσκυλα
Απαραίτητος σύντροφος του τσοπάνη και του κοπαδιού είναι τα σκυλιά, τα οποία
είναι μεγαλόσωμα και πολύ έξυπνα. Γνωρίζουν όλα τα γιδοπρόβατα και υπακούουν
στις εντολές του αφεντικού τους. Ακολουθούν πάντα το κοπάδι και
καταλαβαίνουν τις προθέσεις του. Είναι πάρα πολύ δύσκολο να πλησιάσει ξένος
το κοπάδι που το φυλάνε τα σκυλιά. Πρέπει να τους μιλήσει ο τσοπάνης με τον
οποίο έχουν άμεση επικοινωνία κοιτώντας τον κατάματα, πριν χιμήξουν.
Αγριεύουν και επιτίθενται όταν ο ξένος πάρει πέτρα ή ξύλο.
Για να αντιμετωπίσουν τα τσοπανόσκυλα τις επιθέσεις του λύκου πιο
αποτελεσματικά τους βάζουν στο λαιμό ειδικό περιλαίμιο (χανάκα) οπλισμένη με
καρφιά, ώστε εάν χρειαστεί να παλέψει με το λύκο, οι αιχμές του να τον
πληγώσουν και να τον αναγκάσουν να φύγει.
- Ο τσοπάνος πιστεύει ότι ο λύκος χαβώνει (αποβλακώνει) τα γιδοπρόβατα, τα
οποία ξεκόβει απ' το υπόλοιπο κοπάδι και αφού τα απομακρύνει τα πιάνει απ'
τον τσιαμπά (το επάνω μέρος του λαιμού) και τα οδηγεί όπου θέλει χτυπώντας
τα με την ουρά ή τα ρίχνει στην πλάτη του. Πιστεύει επίσης ότι είναι ζώο
αιμοβόρο. Μπορεί να ξεκοιλιάσει ενενήντα εννιά σφαχτά να τους πιει το αίμα
και σαν φτάσει στα εκατό να σκάσει. Αν κάποιος σκότωνε λύκο τον έγδερνε,
έπαιρνε το τομάρι του και γύριζε στα γύρω χωριά και τις στάνες μαζεύοντας
χρήματα, μαλλιά, αλεύρι κ.λ.π. Οι γυναίκες των κτηνοτρόφων κάρφωναν στο
στόμα του σκοτωμένου λύκου βελόνια, αγκορτσιές και παλιουριές λέγοντας: "φάε
λύκο σίδερο κι όχι τα πράματά μας".
Για την εξόντωσή τους, ποιος από μας δεν θυμάται τις παγάνες στη Ρούζια, τα
Καναράδια, την Καράπα, την Μοχλούκα κ.ά.
Οι μισοί φωνάζοντας και χτυπώντας ντενεκέδες και οι πιο ικανοί με τα όπλα
στα καρτέρια και τα περάσματα.
Θυμάμαι τον Σεραφείμ Νιάφα που βρήκε τη λυκοφωλιά στην κορυφή απ' το Βαρκό
και στη θέση "Σκλόκαμπος" με πέντε λυκόπουλα, τα οποία και σκότωσε όταν
έλειπε η λύκαινα.
Εγώ με τον μπάρμπα Σταύρο το Λούκα είχαμε τα γιδοπρόβατα στον Αρβανίτη όταν
η μάνα τους ανακάλυψε τα σκοτωμένα λυκόπουλα και άρχισε να ουρλιάζει
ζητώντας εκδίκηση. Ήταν κάτι το ανατριχιαστικό και φοβερό. Αυτό το γνώριζε ο
έμπειρος μπάρμπας μου γι' αυτό μου είπε "τα μάτια σου δεκατέσσερα στο κοπάδι
και κράξε τα σκυλιά να μην ξεγελαστούν και αλαργέψουν". Τόσο πολύ φοβόταν... Φροντίδα του κοπαδιού (Κωλοκούρισμα - Κούρεμα)
Το Μάρτη και εφόσον ο καιρός ήταν καλός οι τσοπάνηδες κωλοκούριζαν τα
πρόβατα. Δηλαδή τους αφαιρούσαν τα μαλλιά απ' την κοιλιά, το στήθος και το
λαιμό. Αυτό τα βοηθούσε στο να παίρνουν αέρα, να είναι πιο καθαρά και να
αρμέγονται πιο καλά. Το κούρεμα γινόταν αργότερα και προτιμούσαν την ημέρα
της Αναλήψεως, την οποία και γιόρταζαν.
Άρχιζαν από το πρωί. Έκλειναν το κοπάδι στο κοτάρι, έπιαναν μία-μία τις
πρατίνες από το πισινό ποδάρι, τις ανασκέλωναν, τις στήριζαν ανάμεσα στα
σκέλη τους και με τη μύτη του ψαλιδιού καθάριζαν τα λόιδα (κοντά μαλλιά) και
σιγά-σιγά προχωρούσαν βγάζοντας το μαλλί μονοκόμματο (ποκάρι), χωρίς να
τσιμπήσουν (πληγώσουν) το δέρμα του ζώου.
Τα πρόβατα σπάνια αντιδρούσαν στο κούρεμα, θα 'λεγε κανείς ότι το χαίρονταν
διότι απαλλάσσονταν από τον πίνο και τις ακαθαρσίες των μαλλιών. Σε αντίθεση
με τα πρόβατα τα γίδια δυστροπούσαν και αντιστέκονταν πεισματικά. Για να
διευκολύνουν το κούρεμά τους χρησιμοποιούσαν την "Τσιάκα" είδος αυτοσχέδιας
φούρκας, την οποία είχαν μπηγμένη στη γη. Στην τσιάκα έβαζαν το λαιμό της
γίδας αναγκάζοντάς την να μείνει ακίνητη.
Για το κούρεμα προτιμούσαν τις μέρες Δευτέρα, Τετάρτη και Πέμπτη,
αποφεύγοντας την Τρίτη και την Παρασκευή, γιατί τό 'χαν σε κακοσημαδιά. Στα
αχαμνά (αδύνατα σωματικά) αρνοκάτσικα άφηναν στην πλάτη κάπα για την
προστασία τους από το κρύο.
Το πρώτο πρόβατο που θα κούρευαν έπρεπε να είναι οπωσδήποτε άσπρο και όχι
μαύρο.
Μετά το κούρεμα το κοπάδι φεύγει ελεύθερο για τη βοσκή και οι γυναίκες θα
συγκεντρώσουν τα μαλλιά, θα τα χωρίσουν σε κατηγορίες (άσπρα, μαύρα,
αρνόμαλλα, τραγόμαλλα) και θα ακολουθήσουν οι εργασίες όπως: πλύσιμο,
ξάσιμο, λανάρισμα, τουλούπιασμα, γνέσιμο, αλυσίδιασμα, βάψιμο, κουβάριασμα,
ίδιασμα και ύφανση. Αναπαραγωγή, επιλογή ράτσας, στρίψιμο, τσοκάνισμα
Κάθε καλός κτηνοτρόφος επέλεγε από τη νέα γενιά εκείνα τα αρνοκάτσικα που θα
κρατούσε για "έχειν" και πρόσεχε το αρσενικό να προέρχεται από καλή μάνα.
Στο γκεσέμι που οδηγεί το κοπάδι στη βοσκή κρεμούσαν το βαρύτερο διπλόκυπρο.
Για να αντέχει στο βάρος και να μη δημιουργεί προβλήματα στον κοπαδιάρη,
όταν άρχιζε η περίοδος αναπαραγωγής το έστριβαν ή το μονούχιζαν, όταν ακόμα
ήταν μπλιωράκι (1-2 ετών). Δηλαδή όσα από τα αρσενικά προορίζονταν για το
χασάπη ή για γκεσέμια τα έπιαναν, τους έδεναν τα γεννητικά όργανα με λεπτό
καναβίδι στη βάση. Ύστερα περνούσαν λοξά στο σχοινί ένα ξύλο, συνήθως το
στειλιάρι απ' το σκεπάρνι και άρχιζαν να το στρίβουν, τόσο όσο χρειαζόταν
για να τα αχρηστεύσει. Άλλος τρόπος ήταν το τσοκάνισμα. Με ειδικό ξύλινο σφυρί τον
"τσόκανο" χτυπούσαν τα γενετήσια νεύρα μέχρις ότου αποκοπούν και νεκρωθούν.
Και οι δύο τρόποι ήταν επώδυνοι και πολλές φορές ορισμένα από τα ζώα δεν
άντεχαν και ψοφούσαν. Για τα χοντρικά (άλογα, βόδια, γαϊδούρια) ο κίνδυνος
ήταν μεγαλύτερος. Στις περιπτώσεις αυτές καλούσαν τους "ειδικούς" όχι βέβαια
κτηνιάτρους, που να βρεθούν τότε.
Τα θηλυκά τα κρατούσε κατά κανόνα όλα. Προτιμούσε όμως για τα πρόβατα τα
αρνιά εκείνα που προέρχονταν από μάνες "μαλλάτες, γαλάτες και με αρνιά
θηλυκά". Ενώ για τα κατσίκια εκείνα που οι μάνες τους ήταν "καλαμοβύζες και
γαλακτερές".
Για να γεννήσουν όλα τα ζώα του σε ορισμένο χρονικό διάστημα, πράγμα το
οποίο τον διευκόλυνε, αντάμωνε τις γίδες και τις προβατίνες με τα τραγιά και
τα κριάρια για διάστημα δέκα περίπου ημερών. Με τον τρόπο αυτό ο κτηνοτρόφος
προγραμμάτιζε το χρόνο και ήταν έτοιμος για την αντιμετώπιση των όποιων
δυσκολιών.
Στον Ασβέστη πέρα από τα οργανωμένα κοπάδια, τα οποία παλιότερα ήταν αρκετά,
κάθε νοικοκυριό ήταν απαραίτητο να έχει και μερικές γίδες, τις μανάρες, όπως
τις έλεγαν. Αυτές τις έπαιρναν μαζί τους στα χωράφια και τις πρόσεχαν τα
μικρά παιδιά ή τις μακροσχοίνιαζαν στις αναμεσαριές και τις άκρες για βοσκή.
Πολλές φορές συνηθίζονταν να ανταμώνουν τις γίδες όλου του χωριού σε κοινό
κοπάδι την "κατνάρα" της οποίας τη βοσκή αναλάμβανε για ένα εξάμηνο με ρόγα
ο κατνάρης. Ήταν ωραιότατη η εικόνα της εξόδου και επιστροφής τους από τη
βοσκή και πολύ χαρακτηριστικό να βλέπεις τα μανάρια κάθε οικογένειας καθώς
περνούσαν από τα σοκάκια του χωριού, να ξεκόβουν από το κοπάδι και να
κατευθύνονται στις δικές τους αυλές, περιμένοντας τους νοικοκυραίους να τα
αρμέξουν. Γέννος, γάλα, μάτιασμα, αρρώστιες
Η γέννηση των γιδοπροβάτων είναι μία από τις πιο κοπιαστικές, αλλά και πολύ
ευχάριστες για τον κτηνοτρόφο στιγμές. Καμαρώνει το αυγάτισμα του κοπαδιού
και υπολογίζει σοβαρά σ' αυτήν για την καλυτέρευση της ζωής του.
Έχει λάβει τα μέτρα του για την υποδοχή και ανατροφή των αρνιών και των
κατσικιών. Φροντίζει ώστε το κάθε νεογέννητο να πιάσει ρόγα και να βυζάξει
από το πρωτόγαλο (κολάστρα). Έχει ετοιμάσει ειδικό χώρο τον "τσάρκο" για να
τα κλείνει και να τα απομονώνει από τις μανάδες τους για να μην τις
"λατανίζουν" (ενοχλούν) όλες τις ώρες. Όταν πιαστούν κάπως φροντίζει και
συμπληρώνει το μητρικό γάλα με πίτουρα, καλαμποκάλευρο και αλάτι ανακατωμένα
(την ψίνα) ή λεπτόφυλλο τριφύλλι.
Με πόση χαρά πηγαίναμε, μικρά παιδιά τότε, να ταΐσουμε αλλά και να παίξουμε
με τα πανέμορφα αρνοκάτσικα!
Συνηθισμένη η έκφραση των κτηνοτρόφων:
"Το ήμερο τ' αρνί βυζαίνει δυό μανάδες,
το άγριο δεν το δέχεται ούτε η ίδια του η μάνα". Το γάλα το γίδινο είναι πιο αραιό και ελαφρύ. Μετά το άρμεγμα το
τοποθετούνε στη βούρτσα και το αφήνουν να "καπριτσιάσει" (υπόξινη γεύση) και
να σχηματίσει στην επιφάνεια την κρούστα ή κορφή (νοστιμότατο και
παχύρρευστο πράμα).
Στη συνέχεια θα το κοπανίσουν με το βουρτσόξυλο, για να χωρίσει το βούτυρο
από το ξινόγαλο. Για το μάζεμα του βουτύρου έριχναν κάθε λίγο και κρύο νερό
στη βούρτσα.
Η μάνα μου παλάμιζε το βούτυρο το έκανε μικρές μπάλες και άλειφε την
επιφάνειά τους με "νυχάκι" (αρωματικό λουλούδι που έβγαινε την άνοιξη στις
Κούτρες), για να μοσχοβολάει όπως έλεγε. Ύστερα το τοποθετούσε σε δοχεία από
τα οποία, άλλα μεν κρατούσε για τις ανάγκες του σπιτιού και τα υπόλοιπα τα
πωλούσε.
Το ξινόγαλο ήταν ευχάριστο και δροσιστικό, ιδιαίτερα την εποχή του θερισμού.
Αν μάλιστα συνοδευόταν και με αναπιασμένη ζυμαρόπιτα ήταν το κάτι άλλο για
τη φαμελιά.
Από το ξινόγαλο μετά το βράσιμο βγαίνει το ξινοτύρι ή κλωτσοτύρι, το οποίο η
νοικοκυρά τουλουμιάζει με τον ανάλογο γάρο και το χρησιμοποιεί για τηγάνισμα
με αυγά ή στις ξινοτρόπιτες. Το πρόβιο το γάλα είναι πιο παχύ και νόστιμο από το γίδινο. Μετά
το άρμεγμα το στραγγίζουν, το βράζουν ελαφριά (βάζοντας κάθε τόσο το δάκτυλο
στο καζάνι με το γάλα για να δουν αν το δέχεται) και στη συνέχεια το πήζουν
με πυτιά, την οποία παίρνουν από νιοσφαγμένα και αβόσκητα αρνοκάτσικα.
Κατόπιν θα το σκεπάσουν για να πάρει "πήξη" και έπειτα από αρκετές ώρες θα
το κόψουν και θα το τσαντιλιάσουν. Τις βαριές τσαντίλες θα τις κρεμάσουν
στον τσαντιλοστάτη βάζοντας από κάτω τις καρδάρες ή τα κακάβια για να
πιάσουν τον "καψιά".
Τον καψιά (νερό που βγαίνει από τις τσαντίλες με το τυρί) μαζί με το
υπόλοιπο τυρόγαλο του καζανιού θα το ξαναβράσουν για να κόψουν την μυτζήθρα,
η οποία είναι εύγευστο υποπροϊόν του πρόβιου γάλατος κατάλληλο για τις
μυτζηθρόπιτες.
Το νερό που βγαίνει από το στράγγισμα της μυτζήθρας το λένε "καπέτι" μ' αυτό
ζεματίζουν τα καρδάρια πλένουν τις τσαντίλες και στη συνέχεια το χύνουν στο
"λυτσάρι" (γούρνα στη γη) για να το πιουν τα κοπαδόσκυλα. Αρρώστιες
Μεγάλη ζημιά για τον κτηνοτρόφο είναι το χάσιμο των ζώων του από διάφορες
αρρώστιες, γι' αυτό προσπαθούσε με κάθε τρόπο να τα προστατέψει,
επικαλούμενος τη θεία δύναμη ή χρησιμοποιώντας την πρακτική θεραπευτική και
μαντική τέχνη. Το μάτιασμα: Πολλές φορές λένε: "Έσκασε από το κακό το μάτι". Για
την προστασία των ζώων από το μάτιασμα τους κρεμούσαν στο λαιμό το χαϊμαλί,
το οποίο έφτιαχναν οι ίδιοι και μέσα στο οποίο τοποθετούσαν μπαρούτι,
θυμιάμα, σκόρδο, χοντρό αλάτι, πάλιουρα, φιδοκέφαλο.
Για το ξεμάτιασμα τα πότιζε με Μεγάλο Αγίασμα το οποίο κρατούσε μέσα σε
μπουκάλι από την ημέρα των Φώτων.
- Τα σταύρωνε τρεις φορές με χοντρό αλάτι λέγοντας τα ανάλογα λόγια. Τα
πότιζε με τρεις σταγόνες λάδι απ' το εικόνισμα.
- Αν γνώριζε το ματιαστή του έδινε ένα κομμάτι ψωμί και τον υποχρέωνε να το
φτύσει, με αυτό τάιζε το ματιασμένο ζώο.
- Έπαιρνε λίγο χώμα από τις πατημασιές του ματιαστή το αραίωνε στο νερό και
τα πότιζε.
- Τα ράντιζε στα πόδια με κλωνάρια ρίγανης βρεγμένα σε κάτουρο μικρού
παιδιού. Για να μη ματιάζονται τα γάλατα, οι καρδάρες, οι βούρτσες, οι
τσαντίλες με τα τυριά κρεμούσαν στη στρούγκα τρία κλωνάρια "βάρβαρο"
(αρωματικό φυτό) για να "βαρβαρίσει το φθονερό μάτι" όπως έλεγαν.
Μαστάριασμα: Το μαστάριασμα παρουσιάζονταν την εποχή της
γαλακτοφορίας και όταν έκανε ζέστη τον Θεριστή ή τον Αλωνάρη μήνα. Στο
μαστάριασμα ο τσοπάνης ανασκέλωνε την άρρωστη πρατίνα ή γίδα και τη σταύρωνε
με αητονύχι ή φιδοκέφαλο ή μαυρομάνικο μαχαίρι. Ορισμένοι άνοιγαν με τη
σουγιά μια φλέβα για να ξεθυμάνει το πρησμένο μαστάρι. Έπειτα τσάκιζαν ένα
αυγό το ανακάτωναν με σκόνη από χελωνοκαύκαλο και πασάλειβαν μουρμουρίζοντας
διάφορα λόγια. Φίδιασμα: Το φίδι είναι για τον κτηνοτρόφο το σύμβολο της ευτυχίας
του ίδιου και του κοπαδιού. Θεωρεί το φιδοκέφαλο σαν το καλύτερο φυλαχτό,
για το μάτι και τα μάγια. Σχετικό το ανάλογο Δημοτικό τραγούδι.
"Που να βρω φιδοκέφαλο για ν' αψηφώ τα μάγια,
κεφάλι οχιάς που σκότωσαν, μέρα Πρωτομαγιά.
Τέτοιο όποιος κονόμησε, διώχνει κακοτυχιά,
κι ούτε τον κλέβει ο εχθρός, με ξόρκια την υγειά".
Απ' όλα τα φίδια η οχιά είναι το πιο ύπουλο και επικίνδυνο. Το δάγκωμά της
το φοβούνται πολύ οι άνθρωποι της υπαίθρου και ιδιαίτερα οι κτηνοτρόφοι.
Προξενεί αφόρητους πόνους και γίνεται πολλές φορές η αιτία θανάτου, ζώων και
ανθρώπων.
Η οχιά όταν αντιληφθεί άνθρωπο ή ζώο δεν φεύγει όπως τα άλλα φίδια, αλλά
στρώνει σηκώνει το κεφάλι και παραμονεύει το θύμα της έτοιμη για το
αστραπιαίο χτύπημα. Είναι σαν τον άνθρωπο τον ύπουλο και πονηρό, που δεν
ξέρεις πότε θα σου κάνει κακό. Ανάλογη η φράση: "Είναι φίδι κολοβό", "είναι
οχιά".
Το φίδιασμα το αντιμετώπιζαν ως εξής: Κεντούσαν (βάραγαν) πολλές φορές με
βελόνι ή αγκάθι αγκορτσιάς το φιδιασμένο μέρος και το ξέπλεναν με γάλα για
να φύγει το δηλητήριο. Έπειτα πότιζαν το ζώο με σκόνη από τριμμένο φιδόχορτο
αραιωμένη σε νερό και λαδόξιδο. Τρέλα: Πάθαιναν συνήθως τα ζυγούρια, τα οποία έφερναν γυροβολιές
επί τόπου και έχαναν την ισορροπία τους. Η αρρώστια αυτή σπάνια γιατρευόταν.
Ο κτηνοτρόφος αφαιρούσε από το κεφάλι του ζώου μια μικρή κύστη (φούσκα) για
την οποία πίστευε ότι ήταν η αιτία της τρέλας. Σκουλήκιασμα: Αλείφουν τις πληγές με κατράμι. Φούσκωμα: Μάτωναν τ' αυτί ή τα πότιζαν σκορπίδι. Τσίρλος: Τα πότιζαν ζεστό κρασί με λάδι καφέ και ξίδι. Βήχας (σακαή): Όλα τα ζώα και ιδιαίτερα τα φορτιάρικα (γαϊδούρια,
μουλάρια, άλογα) έβηχαν και έτρεχαν οι μύτες τους από κάποια μόλυνση του
αναπνευστικού τους συστήματος (σακαή). Για να τα βοηθήσουν να το ξεπεράσουν
τα πότιζαν ή τα τάιζαν σακαοχόρτι ή αγριοκάστανο. Κλαπάτσα, Βλογιά, Παρμάρα, Φσούνιασμα, Ψώρα, Ασπρομάτιασμα,
Βροντοτρίχιασμα κ.λ.π. Ήταν οι αρρώστιες που πρόσβαλαν τα
γιδοπρόβατα και προβλημάτιζαν τον κτηνοτρόφο, γιατί σ' αυτά στήριζε τις
ελπίδες του.
Για τα χοντρικά και ιδιαίτερα τα βόδια οι γεωργοκτηνοτρόφοι πρόσεχαν: Το
φούσκωμα: Όταν βοσκούσαν σε τριφύλλι από τη σπιρτάδα των φύλλων. Τα πότιζαν
ξύδι και τα μάτωναν με τη σουγιά πάνω από το αυτί. Το μάτιασμα στα χοντρικά (άλογα, μουλάρια, βόδια) το αντιμετώπιζαν
ως εξής:
Έριχναν στην πλάτη του ζώου μια βαμπακέλα, την μετρούσαν με τις πιθαμές και
την άφηναν για λίγο πάνω στην πλάτη του ζώου μουρμουρίζοντας ξόρκια. Έπειτα
την ξαναμετρούν κι αν είναι κοντύτερη το ζώο είναι ματιασμένο. Αν το βόδι
σηκωθεί και τιναχτεί τότε σημαίνει πως το μάτιασμα πέρασε και το ζώο έγινε
καλά.
ΔΗΜΟΤΙΚΟ ΤΡΑΓΟΥΔΙ: ΕΝΑ ΞΕΧΑΣΜΕΝΟ ΑΞΙΑΚΟ ΑΠΟΘΕΜΑ και Η ΕΝΤΑΞΗ ΤΟΥ ΣΤΟ
ΣΗΜΕΡΙΝΟ ΠΕΡΙΒΑΛΛΟΝ. [ Η ΠΕΡΙΠΤΩΣΗ ΤΗΣ Β/Α ΠΙΝΔΟΥ ].
(Με αφορμή την παρουσίαση του βιβλίου
του Α. Τζιόλα: "Μουσικοί και ορχήστρες της ΒορειοΑνατολικής Πίνδου", από τις
εκδόσεις:
"περιοδικό ΔΙΑΥΛΟΣ")
Παρουσιάζουμε σήμερα μια ιδιαίτερη παραγωγή από τις εκδόσεις "περιοδικό
ΔΙΑΥΛΟΣ". Εισαγωγικά, ήθελα να πω δυό λόγια για το περιοδικό "Δίαυλος".
Σε συνθήκες αποσάθρωσης των ιδεολογιών και καταβαράθρωσης της πολιτικής, σ'
έναν κόσμο κυριαρχίας του ρηχού, του ατομικού, του υποκριτικού και των
"δήθεν", ο "Δίαυλος" αποτελεί μια ξεχωριστή προσπάθεια. Δεν έχει ενταχθεί
στο κύκλωμα διαφήμισης, διανομής, εξαγορών. Κύκλωμα αλλοτρίωσης και, τελικά,
απαλλοτρίωσης. Κατορθώνει, ωστόσο, να φτάνει σε 7.000 πολίτες σ' όλη την
Ελλάδα! Σε 7.000 συνδρομητές, χωρίς καμιά οικονομική υποχρέωσή τους.
Δείχνοντας έμπρακτα πως η πολιτική είναι προσφορά και συμμετοχή. Αξία
συλλογική, κι όχι ανταλλάξιμο είδος. Δείχνοντας ότι η παραγωγή πολιτικής
(και οι παραγωγοί της) δεν είναι εμπόρευμα και εμπορεύσιμο είδος. Οφείλουν -
και μπορούν - να μην είναι !...
Για την έκδοσή του επιλέχθηκε, ως τόπος, η Θεσσαλονίκη. Η Θεσσαλονίκη που
σηματοδοτεί - πέρα απ' την καθίζηση και το τέλμα του σήμερα - την ελπίδα και
την άλλη Ελλάδα του Αύριο. Πιστεύουμε πραγματικά, κι όχι για κατανάλωση -
στο χιλιοειπωμένο και πάντα αναιρεμένο - ότι "Ελλάδα δεν είναι μόνο η
Αθήνα".
Για την εικονογράφηση του επιλέγονται πίνακες, κυρίως, ελλήνων ζωγράφων.
Φέρνοντας στο φως, μπροστά στα μάτια χιλιάδων αναγνωστών, έργα σπουδαίων
ανθρώπων που αραχνιάζουν σε νεκρές αίθουσες, ή, σε ντουλάπια συλλογών. Όπως,
φέρνουμε και σήμερα, έργα του δημιουργού-Λαού που αραχνιάζουν, ξεχασμένα κι
απαξιωμένα... Για τη σύνταξη, το σχεδιασμό και τη διακίνησή του ο συνδυασμός
του επαγγελματισμού, ως συνείδηση συνέπειας και ευθύνης και της ανοιχτής
συμμετοχής, ως εθελοντική δραστηριοποίηση και συμβολή είναι τα κομβικά
στοιχεία.
Θα ήθελα να αρχίσω το κύριο μέρος της παρουσίασης με ένα πραγματικό,
ιστορικό περιστατικό.
Ήταν το 1815. Στη Φρανκφούρτη, ο Γκαίτε, αυτή, η κορυφαία πνευματική
προσωπικότητα είχε μαζέψει φίλους των γραμμάτων και των τεχνών. Ήταν εκείνα
τα περίφημα φιλολογικά συμπόσια. Τα συμπόσια, τα ''σαλόνια'' που είχαν
ξεκινήσει από τη Γαλλία και είχανε μείνει ξακουστά, πραγματικές Ακαδημίες
Τεχνών και Επιστημών. Είχε καλέσει, λοιπόν, ο Γκαίτε τους λόγιους της
Γερμανίας, αλλά ταυτοχρόνως σ' αυτή τη συνάντηση είχε καλέσει και ζωγράφους.
Και τούτο ήταν παράξενο. "Τι γυρεύουν οι ζωγράφοι", αναρωτιόνταν οι λόγιοι.
Όταν ήρθε η ώρα να μιλήσει ο Γκαίτε, σιώπησαν όλοι... Κι άρχισε ο Γκαίτε με
ενθουσιασμό να τους μιλάει για το ελληνικό δημοτικό τραγούδι!
Πρώτη φορά, 1815 λέμε, άκουγαν από το μέγιστο πνεύμα της Γερμανίας τέτοιους
επαίνους ... Τους είπε ότι είχε γράψει στις 15 Ιουνίου του 1815 στο γιο του
Αύγουστο πως, μολονότι είναι λαϊκό, είναι τόσο δραματικό, τόσο επικό και
τόσο λυρικό, που δεν υπάρχει αντίστοιχο του στον κόσμο. Είπε, επίσης, αυτό
που το 1815 είχε πει και στους λογίους του Πανεπιστημίου της Χαϊδελβέργης,
πως οι εικόνες αυτών των τραγουδιών, του δημοτικού ελληνικού τραγουδιού,
είναι εκπληκτικές. Φανταστείτε, λέει, βάζει δυο βουνά να μαλώνουν μεταξύ
τους. Φανταστείτε, λέει, έναν αετό να μιλάει με το κομμένο κεφάλι του
κλέφτη. Ένας κλέφτης να λέει να του κόψουν το κεφάλι να μην το πάρουν οι
Τούρκοι και να μην το πουν στην αρραβωνιαστικιά του... Αφήνω, λέει ο Γκαίτε,
για τελευταίο ένα τραγούδι το οποίο θεωρώ απ΄τα κορυφαία. Και τους
παρουσίασε ένα δημοτικό τραγούδι, ένα μοιρολόι. Τους το διάβασε σε γερμανική
μετάφραση. Εμείς έχουμε την ευτυχία να το γνωρίζουμε από πρωτότυπο του.
Τους διαβάζει λοιπόν το παρακάτω τραγούδι-μοιρολόι:
"Γιατ' είναι μαύρα τα βουνά και στέκουν βουρκωμένα;
Μην' άνεμος τα πολεμά; Μήνα βροχή τα δέρνει;
Ουδ' άνεμος τα πολεμά κι' ουδέ βροχή τα δέρνει.
Μονέ διαβαίνει ο Χάροντας με τους αποθαμένους.
Σέρνει τους νιους απ' ομπροστά, τους γέροντες κατόπι
Τα τρυφερά παιδόπουλα στη σέλλα αραδιασμένα.
Παρακαλούν οι γέροντες, τ' αγόρια γονατίζουν
- "Κόνεψε, Χάρο, σε χωριό, κόνεψε καν σε βρύση
Να πιουν οι γέροντες νερό κι οι νιοι να λιθαρίσουν
Και τα μικρά παιδόπουλα να μάσουνε λουλούδια!"
- "Όχι, χωριά δε θέλω 'γω, σε βρύσες δεν κονεύω
Έρχοντ' οι μάνες για νερό, γνωρίζουν τα παιδιά τους
Γνωρίζονται τα' αντρόγυνα, και χωρισμό δεν έχουν".
Μετά από μικρή παύση, γυρίζει ο Γκαίτε προς τους καλεσμένους του ζωγράφους
και τους προτείνει: "ζωγραφίστε αυτές τις ανεπανάληπτες εικόνες, αυτές τις
εκπληκτικές σκηνές, όπου, συνεπήρε μέγας άνεμος το δάσος και το δέρνει, το
δέρνει άγρια βροχή, και από κει σαλαγάει ο Χάρος τους νεκρούς, μπροστά τους
νέους, πίσω τους γέρους, κι αρμαθιασμένα τα παιδιά από τη σέλλα του και
παρακαλάνε αυτά να κονέψει επιτέλους ο Χάρος σε μια βρύση…". Αυτή η εικόνα
για τον Γκαίτε είναι τόσο συγκλονιστική - και πράγματι είναι - που
προ(σ)καλεί τους ζωγράφους της Γερμανίας να την αποδώσουν εικαστικά.
Το δημοτικό τραγούδι είναι το πιο ζωντανό κομμάτι της παράδοσης μας.
Όλη η ποίηση των λαών είναι τραγούδι, κι όχι απαγγελλόμενο ποίημα, όπως
σήμερα το νοούμε.
Το τραγούδι είναι ένας από τους σημαντικότερους τρόπους ψυχαγωγίας, με την
έννοια της περιαγωγής, της αγωγής της ψυχής.
Το βαθύ λαϊκό γλωσσικό ένστικτο λειτούργησε, εύστοχα όταν στη θέση της λέξης
"άσμα" τοποθέτησε την έννοια "τραγούδι", που όπως έχει επισημανθεί,
προέρχεται από τον όρο "τραγωδία".
Το δημοτικό τραγούδι αποτελεί την κατεξοχήν καλλιτεχνική έκφραση της
κοινωνίας της υπαίθρου. Μιας κοινωνίας με κλειστή οικονομία, που επί αιώνες
έζησε κάτω από τις ίδιες, παρεμφερείς σκληρές συνθήκες και ανέπτυξε
αντιστάσεις και αγώνες μοναδικής αξίας.
Το δημοτικό τραγούδι αντιπροσωπεύει την πιο γνήσια πηγή του νεοελληνικού
λυρισμού, απ΄ την οποία γονιμοποιήθηκε και θράφηκε η καλύτερη παράδοση της
νεότερης ποίησης μας (Σολωμός, Παλαμάς, Σικελιανός, Σεφέρης, Ρίτσος,
Ελύτης). Ορισμένα είδη δημοτικών τραγουδιών τοποθετούνται ανάμεσα στα
μνημεία της νεοελληνικής λογοτεχνίας.
Τα δημοτικά τραγούδια είναι δημιουργία ενός συλλογικού υποκειμένου και
εκφράζουν κατά βάση την αισθητική, τη βιοθεωρία και την κοσμοαντίληψη της
κοινωνίας της υπαίθρου εκείνων των εποχών.
Κεντρικό - και κρίσιμο - είναι στο δημοτικό τραγούδι το στοιχείο της οδύνης,
του πόνου, της απώλειας. Είναι, εδώ, που το τραγούδι δείχνει ευθέως τη σχέση
του με την τραγωδία. Μέσα από τη διαδρομή στην οδύνη συναντά την αρχέγονη
μήτρα του. Εν τέλει, ο άνθρωπος είναι αληθινός μέσα στον πόνο του. Στα
ακραία όρια, στις στιγμές του αφανισμού, εκεί όπου η ύπαρξη του ανθρώπου
απεκδύεται όλα τα ψευδή και ασήμαντα κι απομένει γυμνή με τον εαυτό της.
Εκεί η ανθρώπινη ύπαρξη βιώνει το πραγματικό της νόημα.
Η οδύνη συνιστά σκληρή υπόμνηση μιας απόμακρης χαμένης ευτυχίας. Αλλά, και
το σημείο αναχώρησης για την (ανεπίτευκτη) κατάκτηση της.
Επίσης, πέρα απ' τους καθιερωμένους από την παράδοση και σε μεγάλο βαθμό
τυποποιημένους συμβολισμούς (π.χ. ο αετός συμβολίζει την παλικαριά και την
περηφάνια, ο ήλιος και τ' αστέρια την ομορφιά σε υπερθετικό βαθμό, τα
λουλούδια την γυναικεία ομορφιά και τη χάρη της νιότης κλπ.), εξαιρετικής
σημασίας είναι η ελληνική μεσογειακή αίσθηση στη σχέση ανθρώπου-φύσης, η
οποία προσδιορίζεται ως σχέση ισορροπίας και αρμονίας (κι όχι ως "υποταγή" ή
"ανταγωνιστικότητα"). Όχι, δηλαδή, την υποταγή του ανθρώπου κάτω από το
βάρος μιας πανίσχυρης, εξώκοσμης φύσης, όπως η ανατολική φιλοσοφική γραμμή
πρεσβεύει, ούτε, όμως, και της ανταγωνιστικότητας του ανθρώπου απέναντι στη
φύση, όπως η δυτική γραμμή των τεχνικών επιδράσεων και επεκτάσεων εφαρμόζει.
Αλλά, μία σχέση αρμονίας και ισορροπίας. Αυτή είναι η ελληνική μεσογειακή
αντίληψη που διαπερνά ως αντίληψη και ως βίωμα το ελληνικό δημοτικό
τραγούδι. Και θέλω, εδώ, να σκεφθούμε αυτό το βαθύ μήνυμα και στις μέρες
μας, όπου μιλάμε για αειφορία, βιώσιμη ανάπτυξη, "πράσινη ανάπτυξη".
Ως τα τέλη του 19ου αιώνα (και σε πολλές περιοχές μέχρι και την πρώτη 20ετία
του 20ου αιώνα) τα δημοτικά τραγούδια αποτέλεσαν τον αυθεντικότερο φορέα της
ελληνικής λαϊκής κουλτούρας και σχεδόν το μοναδικό πλατύ μέσο παιδείας με το
οποίο ο λαός αντιμετώπισε τους κινδύνους αλλοτρίωσης κατορθώνοντας να
διασώσει την εθνική και πολιτισμική του φυσιογνωμία. Κάτω απ' αυτούς του
όρους, το δημοτικό τραγούδι αντιπροσωπεύει την έκφραση μιας κοινωνίας
σπρωγμένης στο περιθώριο που αγωνίζεται να επιβιώσει και να δημιουργήσει,
γι' αυτό, η κεντρική ιδεολογική του γραμμή, όπως, κυρίως, αναδεικνύεται στα
ηρωικά τραγούδια, είναι μια γραμμή αντιπαράθεσης προς την κατεστημένη
ιδεολογία, προς την εκάστοτε κυρίαρχη εξουσία και τάξη.
Η δημοτική παράδοση, γενικότερα - θέλω να πω - η παράδοση, αποτελεί,
ταυτόχρονα, ένα πλέγμα συμπεριφορών, αλλά και πεδίο αντιπαράθεσης.
Ως κώδικας συμπεριφορών, υπόκειται στις επιρροές που εισάγουν τα νέα
πρότυπα, αλλά και στις αλλαγές που δημιουργεί η κοινωνική εξέλιξη και οι
αγώνες των κοινωνικών δυνάμεων για χειραφέτηση και βελτίωση της ποιότητας
ζωής τους.
Ως πεδίο αντιπαράθεσης, εντάσσεται στην ευρύτερη διαπάλη ιδεών και αξιών.
Οι, μεν, δυνάμεις της οπισθοδρόμησης επιδιώκουν την ενσωμάτωση και
αξιοποίηση τους μέσω της αποστέωσης, της απογύμνωσης της από κάθε
ριζοσπαστικό στοιχείο, με στόχο την υποστήλωση κατεστημένων δομών και την
διατήρηση των κυρίαρχων σχέσεων εξουσίας. Οδηγώντας σ' ένα πλαίσιο σκέψης
και πολιτικής κλειστό, κλειστοφοβικό και περίκλειστο.
Οι, δε, δυνάμεις της αλλαγής όταν και όσες σκέφτονται ακομπλεξάριστα και
δρουν ως πραγματική πρωτοπορία μιας ζωντανής, εν κινήσει κοινωνίας με ρίζα,
με ταυτότητα, με πρότυπα και προσδοκίες -δηλαδή, όσες σκέφτονται και δρουν
σαν πατριωτικές, δημιουργικές, ανατρεπτικές δυνάμεις-, επιδιώκουν μια
αυθεντική ανάγνωση της παράδοσης, των αγωνιστικών της προτύπων, των
βαθύτερων εξάρσεων, κινήτρων του ελληνισμού. Οδηγώντας σ' ένα πλαίσιο σκέψης
και πολιτικής ανοιχτό, που ολοκληρώνει με τον νέο διεθνισμό και τοποθετεί
έτσι και τη σχέση του με την Ευρώπη και την Ε.Ε..Ένα προοδευτικό πλαίσιο,
που επιζητά την δικαίωση των στόχων της κοινωνικής πλειοψηφίας και των Λαών,
συνδιασμένα, σε εθνικό και ευρωπαϊκό επίπεδο.
Η παράδοση στα πλαίσια αυτής της διαχρονικής, ιδεολογικής διαπάλης
εντάσσεται, σε τελική ανάλυση, στην μεγάλη αντιπαράθεση που ορίζεται από
τους διαμετρικά αντίθετους πόλους : εθνικιστικό - πατριωτικό.
Ο εθνικισμός σαν ιδεολογία και πολιτική αρθρώνεται πάνω σε δύο άξονες:
πρώτος: τη διαιώνιση της ολιγαρχικής εξουσίας και της θεοποίησης των σκληρών
μηχανισμών του κράτους, δεύτερος (άξονας) τον εθνικό (φυλετικό) ρατσισμό και
τον επεκτατισμό.
Ιδιαίτερα, η ελληνική εκδοχή του εθνικισμού ήταν: ο φιλομοναρχισμός, η
ταυτόχρονη καπηλεία του έθνους (στα λόγια) και η υπόκυψη στα σχέδια των
"μεγάλων δυνάμεων" (στην πράξη), της Τουρκίας μη εξαιρουμένης.
Ενώ, ο πατριωτισμός βρίσκεται στον αντίποδα, σ' αντιδιαμετρική θέση όλων
αυτών. Ενδεικτικά μεγάλα ρεύματα στην ιστορία μας : ο Βενιζελισμός
(ιδιαίτερα στην πρώτη του περίοδο), το ΕΑΜ , το ΠΑΣΟΚ.
Ο Ντε Γκωλ, έλεγε: "Πατριωτισμός είναι να αγαπάς την Πατρίδα σου. Εθνικισμός
είναι να μισείς την πατρίδα του άλλου".
Και προς όλους, ο εθνικός μας ποιητής, ο Σολωμός συμβουλεύει: "εθνικό
είναι το αληθές" και ο Γκράμσι συμπληρώνει: "η αλήθεια είναι
επαναστατική…".
Το δημοτικό τραγούδι αντιπροσωπεύει τη σύνθεση τριών παραδοσιακών στοιχείων:
της λαϊκής ποίησης, της μουσικής και, κατά μεγάλο μέρος, του χορού.
Οι δημιουργοί του είναι, κατά κανόνα, άνθρωποι του λαού με καλλιτεχνική
ευαισθησία, ασύνειδοι, τις περισσότερες φορές, φορείς της παράδοσης και της
κουλτούρας.
Σημαντικά οχήματα μεταφοράς κι αναζωογόνησης της δημοτικής παράδοσης μέσα
στο χρόνο, από περιοχή σε περιοχή κι από κοινωνική εκδήλωση σε κοινωνική
εκδήλωση, είναι οι μουσικές κομπανίες, οι δεξιοτέχνες οργανοπαίχτες και τα
διάφορα σχήματα. Σχήματα και οργανοπαίχτες που εμφανίζουν μεγάλη διακλάδωση,
διατηρώντας σε πολλές περιπτώσεις, μια οικογενειακή παράδοση κι ανανεώνοντας
τα ιδιαίτερα τοπικά ηχοχρώματα. Η ΒΑ Πίνδος είναι ένας ιδιαίτερος φυσικός,
ιστορικός, ανθρωπογεωγραφικός και λαογραφικός χώρος. Η σημασία και η
ιδιαιτερότητα του, άγνωστη μέχρι σήμερα, σε πολλές της διαστάσεις, προσφέρει
-μπορεί να προσφέρει- ένα μοναδικό εμπλουτισμό στη μεγάλη τοιχογραφία του
έθνους, του πολιτισμού και της λαϊκής παράδοσης. Η σφραγίδα της ΒΑ Πίνδου
των ανθρώπων της, της ιστορίας της και της προσφοράς της, που τώρα, είναι
θαμπή πρέπει -και μπορεί- να γίνει στέρεα, καθαρή κι ανεξίτηλη.
Στο έργο αυτό δόθηκε έμφαση στο μουσικό μέρος της δημοτικής παράδοσης στη ΒΑ
Πίνδο. Έχοντας πάντα συνείδηση, ότι η μουσική και ο ήχος αποτελούν οργανικά
στοιχεία του δημοτικού τραγουδιού, το οποίο δεν μπορεί, όμως, να εννοηθεί
και να λειτουργήσει χωρίς το λόγο. Δηλαδή, χωρίς το ποιητικό του μέρος.
Συνδυάσαμε στην παραγωγή αυτή, το δίτομο γραπτό πόνημα με την συνέκδοση οκτώ
(8) CD's με ενσωμάτωση και εικόνων από μουσικές, χορευτικές, λαϊκές
εκδηλώσεις.
Η προσπάθεια ήταν μεγάλη, εξαιρετικά απαιτητική, σύνθετη και πολυμέτωπη.
Πιστεύουμε ότι το τελικό αποτέλεσμα είναι μια ουσιώδης συνεισφορά στην
ανάδειξη και διάχυση ενός πλούτου, που ενώ ήταν καλά φυλαγμένος στους
κόρφους της Πίνδου και στις καρδιές των ανθρώπων της, είναι άγνωστος και
ανενεργός σε αρκετούς συμπατριώτες μας και στην πλειοψηφία των συνελλήνων.
Ο Αλέξανδρος Τζιόλας -για το παρουσιαζόμενο έργο- εργάσθηκε επί πολύ χρόνο
και σε πολλά πεδία με αγάπη, ευθύνη και συνείδηση.
Θα ήθελα να κλείσω μ΄ένα μήνυμα ουσίας.
Ο πολιτισμός μας, παρά τα αλλεπάλληλα πλήγματα, διασώζεται έστω και με
ασυνέχεια και σύγχυση. Η επιβολή των κανόνων του γερμανικού αστικού κώδικα
που σάρωσαν το εθνικό μας δίκαιο, η απάλειψη του αρχιτεκτονικού ύφους των
πόλεων από τη συσσώρευση κτιρίων που παραπέμπουν στο πουθενά και η ισοπέδωση
της κτιριακής λαϊκής αρχιτεκτονικής σε Πίνδο και αλλού, η καπηλεία της
Πατρίδας απ' όσους τη μείωσαν και την υπέσκαψαν, ο Αθηναϊσμός, ο εξορκισμός
της τελευταίας χιλιετίας δημιουργίας του νέου ελληνισμού (βυζάντιο,
τουρκοκρατία, μικρασιατική καταστροφή, εθνική παλιγγενεσία), η αφελής - από
ορισμένους -, και σκόπιμη - από άλλους - σύγχυση του εθνικού (δηλ. του
πατριωτικού) με το εθνικιστικό (δηλ. το σοβινιστικό) είναι ορισμένα από τα
βασικά στοιχεία της εκ των ένδον υπονόμευσης της εθνικής μας κουλτούρας. Και
οφείλουμε σήμερα να αντιμετωπίσουμε και μια ισοπεδωτική επίθεση που ήδη
εξελίσσεται. Ομάδες ισχυρότερες από κράτη, αξιοποιώντας την τεχνολογία, και
ιδιαίτερα την τεχνολογία της ψηφιακής συμπίεσης, θα λεηλατήσουν τους
εθνικούς πολιτισμούς με το πρόσχημα της ελευθερίας του πολίτη και του
δικαιώματος του στην ενημέρωση, στην ποικιλία και στην κατανάλωση. Αυτή η
επίθεση δεν μπορεί να μας αφήσει αδιάφορους. Οφείλουμε να τροφοδοτήσουμε την
κοινωνία και την ελληνική νεολαία με το κοινό πολιτισμικό πεδίο αναφοράς
τους. Η πολιτιστική αφύπνιση σε συνθήκες προϊούσας κρίσης, η ανάδειξη ενός
πολιτισμού μοναδικού στον κοινωνικό του χαρακτήρα, με ρίζα στις παραδόσεις
και στις βαθιές από την αρχαιότητα αξίες της πατρίδας, της δημοκρατικής
πολιτείας και της ηθικής στην πολιτική είναι υψηλές προτεραιότητες. Αυτή η
προσπάθεια παραπέμπει με τη σειρά της στον διαρκή αγώνα στα ιδεολογικά
μέτωπα, απέναντι στις πανίσχυρες αξίες του ατομισμού, του αμοραλισμού και
της εξουσιολατρείας. Να προσδώσουμε στο έθνος αυτά που περισσότερο απ' όλα
χρειάζεται, την αυτογνωσία, την αξιοπρέπεια, το δυναμισμό του, την ηθική του
αγώνα, την ηθική της αλληλεγγύης.
Το γάλα και τα προϊόντα που προκύπτουν από αυτό
αποτελούν αναπόσπαστο κομμάτι της παραδοσιακής διατροφής. Τρόφιμα πλούσια
σε πρωτεΐνες και ασβέστιο απαραίτητα για τη σωστή ανάπτυξη του οργανισμού.
Στα παραδοσιακά νοικοκυριά των τσελιγκάδων δεν έλλειπαν
τα γευστικά τυροκομικά προϊόντα όπως: τυρί, γιαούρτι, βούτυρο και μυζήθρα.
Να τι μας διηγούνται από την ποιμενική τους ζωή:
"Δύσκολη η ζωή του τσοπάνη, δεν ξέρει χαρά, γιορτή και
λύπη. Το χειμώνα κάποιοι μετακινούμε τα κοπάδια μας στα χειμαδιά για
αποφύγουμε τη βαρυχειμωνιά. Όταν έρχεται ο καιρός να τυροκομήσουμε,
χωρίζουμε τα αρνοκάτσικα από τις μάνες τους. Όσοι είχαν τα μεγάλα κοπάδια
γίνονται "σμίχτες" με αυτούς που έχουν μικρά".
Σκεύη
Τσαντήλες: που σουρώνουν το γάλα και στραγγίζουν
το τυρί.
Καρδάρες: που αρμέγουν το γάλα.
Λεβέτι: που πήζουν το τυρί και βράζουν το γάλα.
Κούτουλας
Κεψές: σκεύος με τρύπες που ανακατεύουν το γάλα.
Βούτα: ξύλινο δοχείο που χωρούσε 50 οκάδες και
έβαζαν το τυρί για να ψηθεί.
Τρίφτης: μακρύ αντικείμενο που ανακατεύει το
γάλα με το τυρόγαλο όταν βράζει για μην κολλήσει στο λεβέτι.
Καλούπι: τρυπητό δοχείο που ρίχνουν το πηγμένο
γάλα για να στραγγίσει.
Καδί: βαρέλι ξύλινο με δόγες.
Τουλούμι: "τυροβάρελο" από γιδίσιο δέρμα,
κουρεμένο, το οποίο ξηραινόνταν με αλάτι στον ήλιο ανάποδα.
Δάρτης: Σκεύος που βγάζει το βούτυρο.
Είδη
Τυρί
Βράζουν το γάλα, ενώ σε λίγο κρύο γάλα λιώνουν την πυτιά. Ρίχνουν την
πυτιά στο βρασμένο γάλα αφού το αφήσουν να κρυώσει λίγο (να δέχεται το
δάχτυλο μας τόση ώρα ώσπου να μετρήσουμε μέχρι το 18). Σκεπάζουν το λεβέτι
για να διατηρεί το γάλα τη θερμοκρασία του. Σε μιάμιση περίπου ώρα το γάλα
γίνεται στάλπη ή στριγκλιάτα.
Με την κεψέ σταύρωναν τη στάλπη και την έριχναν στην τσαντήλα ή στο
καλούπι. Το τυρί στράγγιζε το τυρόγαλο.
Μετά το στράγγισμα άνοιγαν την τσαντήλα και έκοβαν το τυρί φέτες. Το
αλάτιζαν και το έβαζαν στη βούτα να "ψηθεί" με σαλαμούρα (τυρόγαλο με
αλάτι).
Μετά το ψήσιμο το τοποθετούσαν στο καδί και παλαιότερα στο τουλούμι όπου
έριχναν βρασμένο γάλα που γινόταν άρμη.
Μυτζήθρα
Το τυρόγαλο που έπαιρναν από το στράγγισμα το έβραζαν, έριχναν το πρόσγαλο
(δηλ. το γάλα που είχε κρατήσει ο τσοπάνης για να φτιάξει τη μυτζήθρα) και
ανακάτευαν με τον τρίφτη. Σιγά - σιγά άρχιζε στην κορυφή να δημιουργείται
η μυτζήθρα, την οποία ράντιζαν με κρύο νερό. Την μάζευαν με την κεψέ και
την έριχναν στο μυζυθρόπανο για να στραγγίσσει (μανούρι).
Μετά το στράγγισμα την έβαζαν σε χοντρό αλάτι για λίγες μέρες και μετά την
κρεμούσαν για να ξεραθεί.
Βούτυρο (αγνό)
Το βούτυρο έβγαινε από την κορφή (πάνω μέρος του
γάλατος) την οποία μάζευαν από το γάλα. Την κορφή την έβραζαν σε σιγανή
φωτιά όπου ξεχώριζε σιγά - σιγά το βούτυρο και έμενε το κατακάθι.
Αλλιώς: έβαζαν την κορφή στο καρδάρι με πολύ λίγο νερό, την κτυπούσαν με
τον κορφοδάρτη ή δάρτη και έβγαζαν το βούτυρο.
Γιαούρτι
Βράζουμε το γάλα και το αφήνουμε να κρυώσει μέχρι 20ο
C. Το ρίχνουμε σε μπόλ και το πήζουμε. Ανακατεύουμε δηλ. την ανάλογη πυτιά
σε λίγο γάλα και τη ρίχνουμε στο υπόλοιπο γάλα. Το σκεπάζουμε με ρούχα για
να διατηρηθεί ζεστό περίπου 4 ώρες. Το ξεσκεπάζουμε και το αφήνουμε να
κρυώσει.
Κορκοφίγκι
Γίνεται με το πρωτόγαλο (γάλα που πρωταρμέγεται από την
προβατίνα ή γίδα και είναι κιτρινωπό και πηχτό) και λίγο αλάτι το οποίο
ψήνεται στο ταψί. Όταν ψηθεί το κόβουμε κομμάτια και πασπαλίζουμε με
ζάχαρη.
Κολόστρα
Γίνεται και αυτή με το πρωτόγαλο. Το κολλώδες αυτό γάλα
βράζεται με άλλο καλό γάλα και πήζει. Το πηγμένο αυτό γάλα είναι η
κολόστρα.
Συγκάθια
Είναι ζυμαρικό που γινόταν με κορφή ή βούτυρο και
αραποσιτάλευρο.
Γίνονται ως εξής:
Αφού βράσουμε νερό στο τηγάνι ρίχνουμε μια χούφτα αραποσιτάλευρο, έπειτα
ψήνουμε το μίγμα με φρέσκο βούτυρο ή κορφή σε σιγανή φωτιά. Αφού το χρώμα
του γίνει "κεχριμπαρένιο", κατεβάζουμε το τηγάνι και σε κομμάτια όπως ο
χαλβάς το τοποθετούμε σε πιάτο αφού ρίξουμε ζάχαρη στα κομμάτια.
Η Φιλιώ Πυργάκη ειναι η τραγουδίστρια-θρύλος των ελληνικών πανηγυριών.
Σταθερή στο δημοτικό τραγούδι και χαλκέντερη ξενύχτισσα, δέχτηκε τον M.Hulot
στο σπίτι της στις Λιβανάτες και του μίλησε για την περιπλάνησή της απο
χωριό σε χωριό , τα τελευταία 45 χρόνια. Κατά έναν περίεργο τρόπο, τα
πανηγύρια που έχω ζήσει σαν παιδί τα έχω συνδυάσει περισσότερο με τσακωμούς.
Για ασήμαντη αφορμή. Ήταν πανεύκολο να πλακωθείς σε πανηγύρι. Και στην
περιοχή μου, το πιο συνηθισμένο. Πανηγύρι σήμαινε γυναίκες που στρίγγλιζαν,
σκηνές που θύμιζαν μάχες του Αστερίξ και άντρες με σκισμένα πουκάμισα. Και
Φιλιώ Πυργάκη. Η Φιλιώ Πυργάκη ήταν η απόλυτη ντίβα των πανηγυριών. Κι ακόμα
είναι. Μια ντίβα πάνω σε πάλκο από ξυλωσιές οικοδομής που τραγουδούσε
δημοτικά με μπόλικο έκο. Το όνομά της έχει συνδυαστεί όσο καμιάς άλλης με
καλοκαιρινά ξεφαντώματα, γλέντια μέχρι πρωίας και τραγούδια πασίγνωστα που
μπορεί να μην τα είχες ακούσει ποτέ, αλλά τόσο οικεία, που ήσουν βέβαιος ότι
ήταν γραμμένα στο DNA σου.
Πανηγύρι επίσης σήμαινε τόνοι μπίρας, τεράστια βαρέλια γεμάτα με μπουκάλια
θαμμένα στον πάγο, σουβλάκια σε λαδόκολλα, σιδερένια τραπέζια, καρέκλες με
πλαστικό κορδόνι και ουρές χιλιομέτρων από Datsun και Nissan παρκαρισμένα
στη μέση του δρόμου. Σήμερα, ο νεαρόκοσμος της επαρχίας ανακαλύπτει ξανά τα
πανηγύρια. Απόδειξη; Γεμάτες πλατείες από νέους ανθρώπους που έχουν τη
διάθεση να εκτονωθούν ακούγοντας δημοτικά � τραγούδια που δεν έχουν σχέση με
τα μεταλλαγμένα light των πρωινάδικων, κυρίως παλιά ή και νεότερα, που
περνούν από αρκετά φίλτρα πριν καταλήξουν «πανηγυριώτικα». Το πανηγύρι
μπορεί να μην είναι το ίδιο με παλιά, ωστόσο είναι ο μόνος τρόπος
διασκέδασης που έχει παραμείνει αυθεντικός και από τα ελάχιστα κομμάτια του
λαϊκού πολιτισμού που παραμένουν (σχεδόν) αναλλοίωτα.
Συνάντησα τη Φιλιώ Πυργάκη στις Λιβανάτες, Σάββατο βράδυ, τη δεύτερη βραδιά
του πανηγυριού, λίγο πριν ανεβεί στη σκηνή. Στους στύλους της ΔΕΗ και στις
τζαμαρίες των μαγαζιών κυριαρχούσαν οι αφίσες με την αυστηρή μορφή της, οι
σερβιτόροι έστηναν τα τραπέζια και τις καρέκλες, τα καφενεία της πλατείας
ήταν γεμάτα με άντρες που έπιναν τον καφέ τους. Επιμένει να πάμε στο σπίτι
της να με κεράσει γλυκό, μόλις έχει ξυπνήσει - το προηγούμενο βράδυ το
γλέντι είχε τραβήξει μέχρι τις 8.30 το πρωί! Στο δρόμο ένα τσούρμο από μικρά
κοριτσάκια την κυκλώνουν με φωνές και αυτή τα χαϊδεύει γελώντας. «Αυτή είναι
η πιο μεγάλη επιτυχία μου» μού λέει περήφανη.
«Ήμουν ένα χωριατοκόριτσο από την Πελοπόννησο» μου εξηγεί στη βεράντα του
σπιτιού της. «Φτώχια πολλή, πήγαινα με τα πρόβατα στο βουνό και τραγουδούσα.
Όταν με πήρε μαζί του ο θείος μου να τον συνοδέψω σε ένα γάμο, ήμουνα
έτοιμη. Δεν χρειαζόμουν ούτε δάσκαλο ούτε σχολή. Είμαι αυτοδίδακτη. Ό,τι
κατεβάζει ο εγκέφαλος το τραγουδάει η Πυργάκη. Από 14 χρονών με έπαιρνε μαζί
του, εκεί ψήθηκα, πάνω στη δουλειά. Στα 17 αποφάσισα να ανέβω στην Αθήνα,
δεν με σήκωνε το χωριό. Τότε έκανα τον πρώτο μου μικρό δίσκο: Βαρέθηκα τα
νιάτα μου στη μια πλευρά, ο Μπαρμπανικόλας στην άλλη. Ε, και μετά προέκυψαν
το ένα κοντά στο άλλο τα μικρά δισκάκια. Μικρούς και μεγάλους έχω κάνει πάνω
από 200 δίσκους συνολικά! Ξεκίνησα τα πανηγύρια και με τη βοήθεια του λαιμού
μου ανέβηκα ψηλά. Και με τη βοήθεια του Θεού. Κοντεύω 45 χρόνια στο
τραγούδι, 45 χρόνια ξενύχτισσα, δεν έχω κανένα παράπονο απ� τη δουλειά μου
παιδί μου. Ο κόσμος στην περιφέρεια �ειδικά εδώ στην περιοχή- με λατρεύει,
έρχομαι στα πανηγύρια και ξημερώνομαι. Πήγε 8.30 η ώρα σήμερα και ακόμα
γλεντάγαμε. Τον κόσμο τον αγάπησα και με αγάπησε. Μέχρι σήμερα με αγαπάει.
Τα πανηγύρια για μένα ξεκινάνε από το Πάσχα και δεν έχω καθόλου κενά μέχρι
το τέλος Σεπτεμβρίου. Έχω πάρα πολλή δουλειά, και το χειμώνα τραγουδάω στο
κέντρο.
Δεν σας έχει κουράσει το ξενύχτι τόσα χρόνια;
Έχω κουραστεί, οπωσδήποτε. Μου αρέσει όμως. Φωνάζω, λέω κουράστηκα, αλλά
μόλις ανέβω εκεί πάνω στο παλκοσένικο γίνομαι αλλιώτικος άνθρωπος. Το αγαπάω
αυτό που κάνω, είναι η ζωή μου όλη. Έχω πάει σε όλα τα μέρη της Ελλάδας και
του κόσμου κι έχω περάσει πολύ ωραία. Στο Σίδνεϊ στην Αυστραλία ήταν δέκα
χιλιάδες κόσμος σε μια μεγάλη αλάνα και με αποθέωσαν, εκεί να δεις μεγαλεία.
Έχω πάει στον Καναδά, στην Αμερική, στη Γερμανία, όπου υπάρχει ελληνισμός.
Τι έχει αλλάξει στον τρόπο που διασκεδάζουν οι άνθρωποι σήμερα;
Εδώ στην περιφέρεια, στη Λιβαδειά, στη Λοκρίδα, είναι ακόμα όπως παλιά.
Κρατούν τις παραδόσεις και ο κόσμος γεμίζει τα πανηγύρια. Αλλού τα πανηγύρια
έχουν γίνει συναυλίες, τραγουδάνε με πρόγραμμα. Δεν μου αρέσει αυτό, αλλά τι
να κάνουμε, αλλάζουν τα πράγματα, σε αλλάζει η εποχή, συμβαδίζεις μαζί της.
Θέλω να βγαίνω στο πάλκο και να τραγουδάω αυθόρμητα ό,τι ορίζει η στιγμή.
Παλιά οι άνθρωποι το περίμεναν με λαχτάρα το πανηγύρι, το πόναγαν, δεν ήταν
όπως τώρα που έχουν εκδηλώσεις και συναυλίες συνέχεια. Εκείνα τα χρόνια η
γιορτή του χωριού ήταν η αφορμή να μαζευτεί το σόι, να ψήσουν, να γίνουν μια
παρέα και να χορέψουνε. Σήμερα τα έχουν ξεπεράσει πλέον αυτά. Ποτίστηκε ο
κόσμος από το πολύ γλέντι χωρίς λόγο - έχει κάνει μεγάλο κακό η τηλεόραση.
Τα πανηγύρια της περιοχής τα έχω συνδέσει με τσακωμούς. Θυμάμαι ένα σωρό
φορές που κάτι συνέβαινε και χάλαγε το γλέντι άδοξα, συμβαίνει ακόμα αυτό;
Με φέρνεις σε δύσκολη θέση. Εδώ στην περιοχή είναι θερμόαιμοι και γίνονταν
πάντα αρκετά. Για το χορό και μόνο, για τίποτα άλλο. Παρεξηγήσεις, γιατί να
πάρεις εσύ σειρά και όχι εγώ, έβγαζαν τα απωθημένα τους, κι εδώ που τα λέμε
δεν έπινε και νεράκι ο κόσμος… Ήταν αλλιώς εκείνα τα χρόνια, τώρα έχουν
αλλάξει τα πράγματα κατά πολύ. Δεν συναντάω πια παρεξήγηση, έχουνε χορτάσει
πλέον, δεν την έχουν ανάγκη αυτήν τη χαρά, να μπουν στο χορό. Είναι σπάνιο
πάντως να πετάξουν χαρτούρα. Εκείνα τα χρόνια ζούσαμε απ� αυτό το πράγμα.
Δεν έχει σημασία αν πέταγαν 50 δραχμές ή χίλιες, σημασία έχει ότι κάποτε
παίρναμε λεφτά -είχε και άλλη αξία το χρήμα. Τώρα είναι πολύ ακριβή η
χαρτούρα, δεν πετάει ο άλλος εύκολα 5 ευρώ. Δεν τα έχει κιόλας.
Υπάρχει κάτι που σας έχει κάνει εντύπωση από την περιοδεία σας στην Ελλάδα
κάθε καλοκαίρι;
Τι να πρωτοθυμηθώ; Θα σου πω κάτι που μου συνέβη προχθές στα Γιάννενα. Με
λατρεύουνε, με αγκαλιάζανε. Ήρθε ένα κοριτσάκι κοντά μου και μου ζήτησε να
με φιλήσει. Ναι αγάπη μου της είπα, να με φιλήσεις. Μετά ήρθε η μάνα της και
μου λέει, κυρά Φιλιώ είναι 10 χρονών και σε λατρεύει, έχει ξετρελαθεί μαζί
σου, να προσέχεις μην τυχόν και μας πάθεις τίποτα! Μου έκανε μεγάλη
εντύπωση. Κάτι τέτοια ακούω και πετάω στα σύννεφα, ξέρεις… 45 χρόνια έχω
ζήσει πολύ ωραίες στιγμές, έχω περάσει πολύ ωραία χρόνια με το τραγούδι. Έχω
συνεργαστεί με τους πιο μεγάλους μουσικούς, με σπουδαία κλαρίνα, τον
Γιαούζο, τον Παντζή, τον Κοκοντίνη, τον Βασίλη και τον Βαγγέλη τον Σούκα,
τον Σαλέα, τον Βασιλόπουλο. Με όλους. Με τον Αριστόπουλο, τον Μάγγα…
Είναι πιο εύκολα τα πράγματα σήμερα για μια νέα τραγουδίστρια;
Σίγουρα. Δεν βασανίζεται αυτή την εποχή, είναι εύκολα τα πράγματα. Έχω
υποφέρει πολύ, δεν με βοηθούσε κι η εμφάνισή μου, όταν βγήκα δεν μου έδινε
κανένας σημασία. Ήμουν ένα αδύνατο κοριτσάκι, καχεκτικό, απ� το χωριό,
έμπαινα στην Columbia και δεν με πρόσεχε κανείς γιατί ήμουν άσχημη. Τότε
ήταν στις δόξες τους ο Ζάχος, ο Σκαφίδας, ο Παπασιδέρης, η Τασία, η Βέρα, η
Σοφία η Κολητήρη, όλα σπουδαία ονόματα στο δημοτικό. Δόξα τω Θεώ, μπορεί να
υπόφερα πολύ, αλλά δικαιώθηκα. Τώρα μαθαίνουν πέντε τραγούδια, ανεβαίνουν
στο πατάρι και είναι αλλιώς τα πράγματα. Για να καταλάβεις τι τράβηξα μέχρι
να με δεχτούν, σου λέω μόνο ότι όταν ήρθα νύφη εδώ στις Λιβανάτες �μικρό
κοριτσάκι- οι γριούλες με τα μισοφόρια και τα μαντίλια ήρθαν στο καφενείο,
εδώ παρά πέρα που τραγούδαγα, και σχολίαζαν δυνατά �εγώ να τις ακούω- «έλα
μαρή να τη δεις, είναι να σκεπάζεις τα μούτρα της και να μην τη βλέπεις,
μόνο να την ακούς». Ήμουν χάλια! Ξέρεις δεν τα ξεχνάω ποτέ όλα αυτά. Είχα το
όπλο μου που με έβγαλε ασπροπρόσωπη, τη φωνή μου. Κι έμεινα στο μοτίβο μου,
στο στιλ μου, στο δημοτικό. Κι άλλοι έχουν ξεκινήσει δημοτικοί κι έχουν
καταντήσει λαϊκοί…
Γιατί δεν εμφανίζεσαι στις εκπομπές της τηλεόρασης;
Πού να βγω; Το δημοτικό, παιδί μου, δεν είναι τραγούδι για να πλένεις τα
πιάτα…
Σημείωση δική μου: Τα σέβη μου Κυρία Πυργάκη, να ειστε πάντα καλά !