|
"Ανθολόγιο κειμένων από τη Νέα Ελληνική Λογοτεχνία,
σε ηλεκτρονική μορφή. Η αρχική ταξινόμηση είναι αλφαβητικά,
κατά συγγραφέα. Δίπλα στον τίτλο του κάθε κειμένου δηλώνεται η προέλευσή του."
Α
Αναγνωστάκης Mανόλης
Β
Βακαλόπουλος Xρήστος
Βελεστινλής ή Φεραίος Ρήγας
Γ
Γκάτσος Nίκος
Γουζέλης Δημήτριος
Δ
Δημάκης Mηνάς
Ε
Εγγονόπουλος Nίκος
Ελύτης [Aλεπουδέλης] Oδυσσέας
Εμπειρίκος Aνδρέας
Θ
Θεοτόκης Kωνσταντίνος
Ι
Ιωάννου Γιώργος
Κ
Κάλβος Aνδρέας
Καρασούτσας Iωάννης
Καρούζος Nίκος
Καρύδης Nίκος
Καρυωτάκης Kώστας
Κονεμένος Nικόλαος
Κόντογλου Φώτης
Κορνάρος Bιτσέντζος
Κυριαζής Aθανάσιος
Λ
Λάσκος Oρέστης
Μ
Μαλακάσης Mιλτιάδης
Μαμμέλης Aπόστολος
Μάτσας Aλέξανδρος
Μελαχρινός Aπόστολος
Μητσάκης Mιχαήλ
Μπακόλας Nίκος
Μπεργαδής
Μποστ. [Mποσταντζόγλου Mέντης]
Π
Παλαμάς Kωστής
Πάνου [Παναγιωτόπουλος] Γιάννης
Παπαδιαμάντης Aλέξανδρος
Παπαδοπούλου Aλεξάνδρα
Παράσχος Aχιλλέας
Πατρίκιος Tίτος
Πεντζίκης Nίκος Γαβριήλ
Πολίτης Kοσμάς [Tαβελούδης Πάρις]
Πορφύρας Λάμπρος [Σύψωμος Δημήτριος]
Ρ
Ραγκαβής Aλέξανδρος Pίζος
Ρίτσος Γιάννης
Σ
Σαραντάρης Γιώργος
Σαχτούρης Mίλτος
Σεφέρης [Σεφεριάδης] Γιώργος
Σικελιανός ’γγελος
Σινόπουλος Tάκης
Σολωμός Διονύσιος
Σουρής Γεώργιος
Σπαθάρης Ευγένιος
Τ
Τερτσέτης Γεώργιος
Τρώιλος Iωάννης Aνδρέας
Τσιφόρος Nίκος
Φ
Φόσκολος Mάρκος Aντώνιος
Χ
Χορτάτσης Γεώργιος
|
|
|
| |
|
| |
|
| |
|
| |
|
|
Νεοελληνικά Λογοτεχνικά Κείμενα του Νίκου Σαραντάκου
" Στις σελίδες αυτές επιχειρώ να συγκεντρώσω τα νεοελληνικά λογοτεχνικά κείμενα
που υπάρχουν στο Διαδίκτυο, ώστε να είναι εύκολη η πρόσβαση σ' αυτά.
Αυτή η παρουσία οφείλεται στο μεράκι και στον κόπο κάποιων συμπατριωτών
μας από ολόκληρο τον κόσμο -τα ονόματά τους αναφέρονται πιο κάτω, σε
αυτούς ανήκει ο έπαινος και η ευθύνη.
Η δική μου συμβολή όσον αφορά τα κείμενα αυτά ήταν απλώς και μόνο η συγκέντρωση των συνδέσμων."
Νίκος Σαραντάκος
|
| |
|
| |
|
|
|
Βιογραφικό
Θωμάς Γκόρπας |
Ο Θωμάς Γκόρπας γεννήθηκε στο Μεσολόγγι το 1935. Από το 1954 έζησε στην Αθήνα, από το 1975 έως το 1980 στο Παρίσι, και από το 1990 μοίραζε τον καιρό του ανάμεσα στην Αθήνα και στην Αίγινα. Έκανε μια ντουζίνα επαγγέλματα: εργάτης, λογιστής, παλαιοβιβλιοπώλης, βιβλιοπώλης, επιμελητής εκδόσεων, εκδότης (εκδόσεις Πανόραμα και εκδόσεις Έξοδος), μεταφραστής, κ.α., πριν και μετά τη λεγόμενη δημοσιογραφία (συντάκτης στον Ημερήσιο Τύπο: Ανεξάρτητος Τύπος, Μεσημβρινή, Εξπρές, Νέα Πολιτεία). Ακόμα υπήρξε συντάκτης ή αρχισυντάκτης στα περιοδικά Ρουμελιώτικο Ημερολόγιο, Ρουμελιώτικη Βίγλα, Ο Λογοτέχνης, Η Τέχνη στην Αθήνα, Η Καλλιτεχνική, Πολιτικά Θέματα, Μουσικά Θέματα. Έγραψε για τον κινηματογράφο και την τηλεόραση και δίδαξε σε θεατρική σχολή ιστορία λογοτεχνίας και αγωγή του λόγου. Στη δεκαετία του 1950 σύχναζε στο Πρακτορείο Πνευματικής Συνεργασίας, στη Στοά Μαυρίδη, στο Πατάρι του Λουμίδη και στο Βυζάντιον. Από το 1955 έως το 1967 συμμετείχε σε ομάδες που πρωτοστάτησαν για μια πρωτοπορία στο θέατρο, στον κινηματογράφο, στα εικαστικά, και για την υπεράσπιση του λαϊκού τραγουδιού. Από τους πρώτους που μίλησαν και έγραψαν για τον Καραγκιόζη και το ρεμπέτικο. Το 1979 εκπροσώπησε την Ελλάδα στο Πρώτο Διεθνές Φεστιβάλ Ποίησης Μπιτ στην Όστια της Ρώμης.
Πέθανε στην Αθήνα το 2003.
Πηγή
|
| |
|
Την 1η Απριλίου 2003 πέθανε ο Θωμάς Γκόρπας στο σπίτι του της οδού Αχαρνών. "Ήρεμα", γράφει χαρακτηριστικά η σύζυγός του, ’ρτεμις Θεοδωρίδου, χωρίς να προσδιορίζει την αιτία, στο εξαίρετο "Χρονολόγιο Θωμά Γκόρπα σε τρίτο και σε πρώτο πρόσωπο", που κατήρτισε με αποσπάσματα από δικά του γραπτά και τη βοήθεια του αρχείου του, παρεμβάλλοντας περιγραφές και εκμυστηρεύσεις από τα γράμματα που κάποτε της έστελνε. Ένα χρονολόγιο, που μοιάζει με προσκλητήριο ζώντων και νεκρών, όπου απογράφονται συντροφιές και στέκια, εκδοτικοί οίκοι και έντυπα, γειτονιές της Αθήνας και τα συμβαίνοντα στην ποίηση.
Τέλος του '54, ο Γκόρπας κάνει τους τρεις πρώτους φίλους της Αθήνας: τον Φάνη Παπαδάκο, ποιητή, τον Γιάννη Μαντά, "μανιακό με την προκλασική μουσική αλλά και το ρεμπέτικο", και τον Παναγή Στούπα, ποιητή. Συχνάζει στο καφενείο "Ακρόπολις", στην πλατεία Καρύτση, όπου συναντάει τον ποιητή Καπετάν Μοντεσάντο...
Ο Τάσος Παππάς τον μπάζει στο Πρακτορείο Πνευματικής Συνεργασίας του Μάριου Βαγιάνου, τότε στην Ακομινάτου. Εκεί συναντιέται με τους Ορέστη Λάσκο, Πέτρο Κυριακό, Ζωή Καρέλλη, Βασίλη Λιάσκα, Γιωργή Κότσιρα, Ντίνο Χριστιανόπουλο, Γιώργο Ιωάννου, Μανόλη Γιαλουράκη, Λέοντα Κουκούλα, Ναπολέοντα Παπαγιωργίου, Γιώργο Γουναρόπουλο, Πάνο Παναγιωτούνη, Απόστολο Μαγγανάρη, Ζέφη Δαράκη, Νίκο Βόκοβιτς, Αθηνά Κασαβέτη, Βύρωνα Λεοντάρη, Λίλλη Μπίτα... Ο ποιητής Γιάννης Κουφός τον φέρνει σ' επαφή με τους λογοτέχνες του Πειραιά Κώστα Γαρίδη, Στέλιο Γεράνη, Γιώργο Περιστέρη, Νίκο Βελιώτη, Κώστα Θεοφάνους, Γρηγόρη Θεοχάρη, Νίκο Παΐζη, Αργύρη Κωστέα...
Το 1955, συναντιέται με τον Μίμη Λιβιεράτο "μέγα άστρο τότε της ανορθόδοξης Αριστεράς", ο οποίος τον ανεβάζει στο Πατάρι του Λουμίδη... και γνωρίζεται με τους Τέο Σαλαπασίδη, Μιχάλη Κατσαρό, Μίλτο Σαχτούρη, Δημήτρη Παπαδίτσα, Δημήτρη Χριστοδούλου, Νίκο Καρούζο, Μαρία Σερβάκη, Λεωνίδα Ζενάκο, Σπύρο Ασδραχά, Ντίνο Γεωργούδη, Στάθη Πρωταίο, Οδυσσέα Ζούλα, Σπύρο Τσακνιά, Λάμπρο Κοτσίρη, Δημήτρη Μορτόγια, Ροβήρο Μανθούλη, Σωκράτη Καψάσκη, Θέμο Μάιπα...Ο Ανδρέας Κίτσος-Μυλωνάς του γνωρίζει την παρέα του Χαλανδρίου: Γεράσιμος Λυκιαρδόπουλος, Σπύρος Βραχωρίτης, Μάριος Αφεντόπουλος, Στέφανος Ροζάνης, Μάνος Ελευθερίου...
Μέσω του Λεοντάρη, το 1956, σχετίζεται με τον κύκλο του περιοδικού "Ο Λογοτέχνης": Στέφανος και Κίμων Χατζημιχελάκης, Γιώργος Σαραντής, Κώστας Ταμβάκης, Γιώργος Σικελιώτης, Ζήσης Σκάρος, Κώστας Κοβάνης, Μανόλης Λαμπρίδης, Γιώργος Πολιτάρχης, Μέμος Γεωργίου, Μάνος Ελευθερίου, Γεράσιμος Λυκιαρδόπουλος, Νίκος Παντής, Ιάσων Ιωαννίδης, Φώτης Ευαγγελάτος, Θοδωρής Στεφάνου... Στις εκδόσεις Δέλτος του Θανάση Αναγνωστόπουλου συναντά τους Ντίνο Ταξιάρχη, Τάκη Σινόπουλο, Γιώργο και Ελένη Βακαλό, Σταύρο Βαβούρη, Λένα Σαββίδη, Στέφανο Αλμαλιώτη, Γιώργο Γράββαλο...
Το 1959, συχνάζει στο παλαιοβιβλιοπωλείο, "Το Φιλικό", στο Μοναστηράκι, των Σταύρου Τορνέ, Λάζαρου Γεωργιάδη. Από κει θα περάσουν πλήθος σημαντικοί άνθρωποι της γενιάς του '50 και του '60: Ηρώ Κυριακάκη, Κώστας Σταματίου, Αιμίλιος Ζαχαρέας, Γιώργος Ζερβουλάκος, Κώστας Φέρρης, Κώστας Καζάκος, Νίκος Ξανθόπουλος, Γιώργος Κοτρώνης, Μάκης Ανδρεόπουλος, Ξένια Καλογεροπούλου, Μαρία Μουτσίου, Δημοσθένης Κοκκινίδης, Διαγόρας Χρονόπουλος, Ελένη Μαβίλη, Μάριος Ποντίκας, Δήμος Θεός, Κωστής Ζώης, Τάκης Κανελλόπουλος, Βαγγέλης Βαλαβανίδης, Δημήτρης Σταύρακας, Γιάννης Μπακογιαννόπουλος, Κώστας Βρεττάκος, Αντώνης Λεοντίδης...
Το 1960, υπεύθυνος ύλης και συντάκτης στο "Ρουμελιώτικο Ημερολόγιο" (έως το 1961) -άλλοι: Δημήτρης Σταμέλος, Μάρκος Γκιόλιας, Πάνος Χατζόπουλος, Κώστας Σταθής, Πάνος Βασιλείου, Θ. Πολιτόπουλος, Γιώργος Γάτος, Θεόδωρος Θωμόπουλος, Τούλα Καρκαντζού, Γιάννης, Γαϊτάνης, Γιώργος Γοργορίνης, Νίκος Μπεργούνης, Μ. Δημητρίου, Θανάσης Παπαθανασόπουλος, Ζήσης Πρωτοπαπάς...
Το 1966, ανοίγει το "Στέκι" στην οδό Ηφαίστου, με τον αδερφό του Βησσαρίωνα... Από καιρό περνάει τις Τετάρτες από το ιατρείο-στέκι του Θανάση Κωσταβάρα... Το 1969, συναντιέται στην Πλατεία Κολωνακίου με τους Κώστα Ρεσβάνη, Μηνά Παπάζογλου, Γιάννη Πατίλη, Γιώργο Μαρκόπουλο, Γιάννη Κοντό, Θανάση Νιάρχο, Ηλέκτρα Παπακώστα, Αλέκο Φλωράκη...
Το 1980, ο Γκόρπας έγραφε στην μεσολογγίτικη εφημερίδα "Έξοδος" και το 1983, ίδρυσε τον εκδοτικό οίκο Έξοδος στην οδό Μεσολογγίου και μετά, στην Καλλιδρομίου. Εκεί, έλαχε να επανεκδοθούν, ανασυρμένα από το σκότος του 19ου αιώνα, τα διηγήματα του Γεράσιμου Βώκου και η νουβέλα, "Η μάγκα του Ωρολογίου" του Νικολάου Β. Βωτυρά, πολύ πριν αρχίσουν να πολλαπλασιάζονται οι σειρές της "πεζογραφικής μας παράδοσης".Όπως γράφει ο Διαμαντής Καράβολας, στο άρθρο του, με τον χαρακτηριστικό τίτλο, "Θωμάς Γκόρπας ο πρωτοπόρος σκαπανέας της αθέατης λογοτεχνίας μας", "...Απέναντι στα καθιερωμένα θέματα, πρότασσε τα δικά του, αμφισβητώντας τις κατεστημένες αξίες, αδιαφορώντας για τα ταμπού της κριτικής. ’λλωστε, η ελληνική πραγματικότητα είχε να τον εφοδιάσει με άφθονο και ακατέργαστο υλικό... από όλους αυτούς τους τραγικούς και καταραμένους, τους μέχρι σήμερα αγνοημένους και περιφρονημένους συγγραφείς και ποιητές, όπως οι Στέφανος Ξένος, Κωνσταντίνος Χρηστομάνος, Ιωάννης Κονδυλάκης, Νικόλαος Βωτυράς, Μιχαήλ Μητσάκης, Γεράσιμος Βώκος, Ρώμος Φιλύρας, Ναπολέων Λαπαθιώτης, Νίκος Σαράβας, Μήτσος Παπανικολάου, Μαρία Πολυδούρη, Νίκος Βέλμος, Δημοσθένης Βουτυράς, Νίκος Νικολαΐδης, Γιώργης Ζάρκος, Γαλάτεια Καζαντζάκη, Θέμος Κορνάρος, Φώτης Αγγουλές, Βασίλης Λούλης, Κώστας Χατζηαργύρης, Τζούλιο Καΐμη κ.ά., όπου ανάμεσα σε αυτούς παίρνουν τη θέση που δικαιωματικά κατέχουν οι αγιοποιημένα αποκαταστημένοι, όπως οι Ανδρέας Κάλβος, Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης, Γεώργιος Βιζυηνός...".
Ο Γκόρπας γεννήθηκε στις 20 Οκτωβρίου 1935, στο Μεσολόγγι, και πρωτοεμφανίστηκε ως ποιητής στο έκτο τεύχος του περιοδικού "Ο Λογοτέχνης", Ιανουάριο 1957, με το ποίημα "Αθήνα 1956, οδός Αθηνάς". Πρώτη ποιητική συλλογή, η "πλακέτα" "Σπασμένος καιρός" του 1957. Συνολικά εννέα ποιητικές συλλογές και μια δεκάτη, το 1995, συγκεντρωτική, σύμφωνα και με το "σχεδίασμα εργοβιβλιογραφίας" της Θεοδωρίδου. Τελευταίο βιβλίο του, "Ισιδώρα! Ισιδώρα! Ο τραγικός έρωτας της Ντάνκαν με τον ποιητή Γεσένιν", το 1995. Στο αφιέρωμα δημοσιεύονται ανέκδοτα του Γκόρπα: ποιήματα, κείμενα, ημερολογιακές σημειώσεις, "ένα όνειρο" της 11ης Μαρτίου 1998, "ένα κείμενο για τον Καραγκιόζη" και "μια επιστολή στο φίλο του Γιώργο Χατζή".
Τον Γκόρπα, ποιητή της δεύτερης μεταπολεμικής γενιάς, παρουσιάζουν οι Γ. Κουβαράς, Α. Μπελεζίνης και Α. Μπουφέα, ενώ τον άνθρωπο σε συνδυασμό με τον ποιητή σχολιάζουν οι Θ. Κωσταβάρας, Γ. Κοντός, Γ. Ι. Μπαμπασάκης, Γ. Βέης, Δ. Δασκαλόπουλος και Γ. Μπαλούρδος. Στον Ρουμελιώτη Γκόρπα αναφέρονται οι Χρ. Σπυρέλη και Ευ. Τζάνου. Το αφιέρωμα συμπληρώνεται με αποσπάσματα από κριτικές και νεκρολογίες.
συνέχεια
| |
|
| |
|
| |
|
|
|
|
|
|
«Σαν τέτοια ώρα στα βουνό, ο Παύλος πληγωμένος
μες στο νερό του αυλακιού ήτανε ξαπλωμένος.
-Για σύρε, Δήμο μου πιστέ, στην ποθητή πηγή μου,
και φέρε μου κρύο νερό να πλύνω την πληγή μου.
Σταλαματιά το αίμα μου, για σε Πατρίς, το χύνω,
για να έχεις δόξα και τιμή, να λάμψεις σαν τον κρίνο».
|
—Στα μυστικά του βάλτου, σ. 248
|
|
|
Ο ΚΑΜΠΟΣ ΤΟΥ ΡΟΥΜΛΟΥΚΙΟΥ
Ο ΗΛΙΟΣ, χαμηλώνοντας, ρόδιζε τις χιονισμένες κορυφές του Ολύμπου, χρύσιζε τους νερόλακκους που είχε αφήσει εδώ κι εκεί η χθεσινή βροχή στο λασπωμένο κάμπο, που απλώνουνταν ως πέρα, σταχτής, άχαρος έρημος.
Πηδώντας από το ένα πόδι στο άλλο, σηκώνοντας κάθε φορά από ένα σβώλο λάσπη στο κάθε τσαρούχι, γοργά προχωρούσε ένα νέο αγόρι, μόνο ζωντανό πλάσμα στην πλατιά αυτή ερημιά, άφοβα, αμέριμνα, περιφρονώντας τον κάματο του δρόμου, μέσα στο μαλακό λασπιασμένο χώμα.
Κάπου κάπου σήκωνε το κεφάλι, και κάτω από το γουνίσιο του καλπάκι έριχνε μια διαπεραστική ματιά ολόγυρα.
Και πάλι χαμήλωνε το μέτωπο, ξανάπιανε το γλοιώδη του δρόμο.
Μα έξαφνα στάθηκε.
Λίγο παραπέρα, πλάγι σ' ένα τσουρουφλισμένο από τον άνεμο θάμνο, ένα κεφάλι παιδιού
ξεκόβουνταν στη σταχτεράδα του κάμπου. Ήταν ξεσκούφωτο, ισχνό και τα μεγάλα
αμυγδαλωτά του μάτια ξεχώριζαν κατάμαυρα στο χλωμό του πρόσωπο.
-Γιωβάν!... Το ήξερα πως θα σε βρω κάπου εδώ! είπε βουλγάρικα ο μεγάλος· μα τι περιμένεις;
Ο μικρός δεν αποκρίθηχε. Σιωπηλά, με κάτι σα σεβασμό σε όλο του το μουτράκι, κοίταζε το μεγαλύτερό του.
-Γιατί δεν απαντάς; ρώτησε πάλι ο μεγάλος. Τι κάνεις εδώ; Έχεις δουλειά;
Ο μικρός αργοκούνησε αρνητικά το κεφάλι. Ήταν ώς επτά οκτώ χρόνων, αδύνατο κακοθρεμμένο παιδί, φτωχοντυμένο και ξιπόλητο. Τα μαλλιά του αχτένιστα και πυκνά, έπεφταν στο μέτωπό του, σκίαζαν ακόμα περισσότερο τα σκιερά του μάτια.
-Δεν έχεις δουλειά; Άκου δω, εγώ έχω να σου δώσω μια δουλειά. Θα μου την κάνεις;
Ο Γιωβάν πάλι δεν αποκρίθηκε.
Ο άλλος άνοιξε το ρούχο του και τράβηξε από τον κόρφο του μια μακρόστενη σακούλα.
-Κοίτα δω!... Θες ψωμί; Θες τυρί; Έλα! Θα φας καλά!... είπε γελαστά.
Τα πεινασμένα μάτια του Γιωβάν πήγαιναν από το ψωμοτύρι στο πρόσωπο του άλλου, και πάλι στο ψωμοτύρι. Μα δεν αποκρίνουνταν.
-Έλα, θα σου το δώσω όλο το τυρί μου. Έχω και τρία ζαχαράτα - τα θέλεις; έκανε δελεαστικά ο μεγάλος.
Ο Γιωβάν πέταξε μπρος, ακατάδεχτα, το κάτω του χείλι.
-Δεν το κάνω για τα ζαχαράτα σου, ούτε για το άσπρο σου τυρί! αποκρίθηκε. Το κάνω για σένα, Αποστόλη.
Γεια σου Γιωβάν! Το ήξερα πως είσαι χρυσό παιδί, είπε γελαστά ο Αποστόλης. Μα πάρε και το ψωμi και το τυρί. Εγώ έφαγα, δεν πεινώ. Να, πάρε και τα ζαχαράτα. Μα άκουσε: Έχεις κουράγιο να πας ώς το Κλειδί;
-Πώς! έκανε ο Γιωβάν. Είναι μισή ώρα από δω, αν τρέξω.
-Μα θα πας απόψε.
-Θα πάγω αμέσως!
Ο Αποστόλης τον κοίταξε με οίκτο.
-Μοιάζεις πεινασμένος, του είπε. Γιατί δε σου δίνει να φας ο θειός σου;
Ο Γιωβάν σήκωσε τον ένα ώμο χωρίς ν' αποκριθεί.
-Τι θες από το Κλειδί; ρώτησε.
-Θα πας τρεχάτος εκεί.
Έριξε μια ματιά κατά τη δύση ο Αποστόλης και είπε:
-Δεν το κάνεις σε μισή ώρα· θέλεις ώρα γεμάτη. Μα έχεις καιρό πριν νυχτώσει. Μη σε δείρει όμως o θειός σου, αν αργήσεις;
Ο Γιωβάν σήκωσε πάλι τον ώμο του.
-Τι θες από το Κλειδί; ξαναρώτησε.
-Θα πας στο μπαρμπα-Θανάση... ξέρεις... αυτουνού που έχει το μεγάλο αλέτρι.
Και θα του πεις: "Ο Αποστόλης σου μηνά να του ετοιμάσεις στρωματσάδα". Κατάλαβες;
-Κατάλαβα, αποκρίθηκε ο Γιωβάν, κι έκανε να φύγει.
-Άκου δω! του φώναξε ο Αποστόλης. Πες του να σου δώσει καμιά φασουλάδα!...
Μα ο Γιωβάν ήταν κιόλας μακριά. Τον ακολούθησε o Αποστόλης με τα μάτια, ένα τόσο δα πραματάκι που πηδούσε τους νερόλακκους,
δαγκάνοντας βούκες βιαστικές από το ψωμί και το τυρί που κρατούσε σε κάθε χέρι.
"To κακόμοιρο...", μουρμούρισε ο Αποστόλης ελληνικά. "To κακόμοιρο το λιμασμένο... το φτωχό..."
Και ξανάφυγε τρεχάτος, πηδώντας και αυτός πάνω από τους νερόλακκους, μέσα στην πηχτή λάσπη, τραβώντας κατά τη θάλασσα.
Αργά κατέβαινε το σούρουπο στον κάμπο. Άνεμος λαφρύς είχε σηκωθεί και ολοένα πιο γρήγορα έτρεχε o Αποστόλης κατά τις εκβολές του Αξιού.
"Nα 'πιανε βαρδάρης...", μουρμούρισε, "να ξέραινε λίγο το βάλτο... Θα ήταν πιο εύκολη η επιστροφή... γι' αυτούς... "
Έριξε μια ματιά στο βούρκο πίσω του, όπου στο μούχρωμα γυάλιζαν οι νερόλακκοι και τα νερομαζώματα. "Παλιονοτιάς...", μουρμούρισε. "Δε φελάει και αν φυσήξει..."
Ήταν νύχτα βαθιά σαν έφθασε σε μια καλυβα ψαράδων, όπου έκαιε μια πετρελένια λάμπα μπρος σ' ένα γυάλινο παράθυρο.
Γύρω σε μια φωτιά, αναμμένη στη μέση του πατώματος, πέντε έξι ψαράδες, καθισμένοι ανακούρκουδα, ζέσταιναν τα χέρια τους στη φλόγα. Δυο γυναίκες, μάνα και κόρη, πηγαινοέρχουνταν, έριχναν κρεμμύδια σε μια χύτρα που κρέμουνταν από τη στέγη πάνω στη φωτιά, όπου έβραζε μια ορεκτική ψαρόσουπα.
-Καλώς το παιδί μας, είπε η μεγαλύτερη γυναίκα, με την κουλακιώτική της προφορά που τρώγει τα φωνήεντα, και χαμογελώντας στο αγόρι που έφθανε.
Σήκωσαν οι ψαράδες το κεφάλι και τον καλωσόρισαν και αυτοί καλόβουλα.
-Σε περιμέναμ, του είπε ο ένας, ο γεροντότερος, με μακριές άσπρες μουστάκες, που έπεφταν ίσια κάτω και ανακατώνουνταν με τα γένια του. Κοντεύν μεσάνυχτα.
-Μην άργησα; ρώτησε ο Αποστόλης. Δεν πρόφθασα να ξεκινήσω νωρίτερα, μπαρμπα-Λάμπρο. Περίμενα τον Δήμο. Μα δε φάνηκε.
-Ο Δημς ξκίνσε με τς άλλς βαρκς, αποκρίθηκε o μπαρμπα-Λάμπρος, βαριά προφέροντας το σ και καταπίνοντας κι εκείνος τις συλλαβές του. Ηρθ' νρις κι έφυγ με τα πδγιά μας.
-Έφυγαν μόλις βράδιασε, τάχα πως παν για ψάρια, πρόσθεσε η κόρη του μπαρμπα-Λάμπρου, ρίχνοντας μια φούχτα αλάτι στη χύτρα. Μου είπαν να πας -πως θα τους ανταμώσεις.
Οι ψαράδες είχαν σηκωθεί και φορούσαν τη ζιάκα1 και το καλπάκι τους.
-Παμ! είπε ο γερο-Λάμπρος. Κοίταξ γναικ ναν καλή η κακαβιά!
Και όλοι μαζί, αργοί στις κινήσεις τους, με ώμους σκυφτούς, τράβηξαν κατά τη θάλασσα.
Δυο βάρκες, με πλατιές καρένες, περίμεναν στην ακρογιαλιά.
Μπήκαν μέσα οι ψαράδες και τράβηξαν κατά το πέλαγος.
*
-Βλεπς τιπτ Αποστόλ; ρώτησε ο μπαρμπα-Λάμπρος.
Σκυφτός στην πλώρη, ζητώντας με το βλέμμα να τρυπήσει τη μαυρίλα μπροστά του, ο Αποστόλης αποκρίθηκε:
-Τίποτα... Θα πάει χαμένη και τούτη η νύχτα. Άλλα ψαράδκ δε βλεπς; ρώτησε ένας από τους άντρες στα κουπιά.
-Κανένα... Μόνος ακούγεται ο Μήτρος, εδώ κοντά μας... μα ουτ' αυτός δε φαίνεται. Σκοτάδι, μαθές...
-Ε, καημέν, κριμς στα μάτια σ, που εχν κι όνομ πως βλεπν στο σκοτάδ!... κορόιδεψε ο μπαρμπα-Λάμπρος.
-Σα δεν έχει τίποτα, πώς να δουν κάτι; αποκρίθηκε ήσυχα ο Αποστόλης. Ο Δεσπότης θα γελάστηκε.
-Αμ δε γελιέτ ο Δεσπότς! έκανε ο μπαρμπα-Λάμπρος. Τραβάτ μπροστά πδγιά!...
Και σιωπηλά προχώρησε η βάρκα στο σκοτάδι. Και πέρασε η ώρα.
-Τα τρία μας ψαράδικα... ψιθύρισε ο Αποστόλης.
-Κατά πού; ρώτησε ο κοντινότερος, σηκώνοντας έξω από το νερό το κουπί του.
-Κατάπρωρα... και τα τρία... Και, κάνοντας χωνί τα χέρια του, ο Αποστόλης ρώτησε χαμηλόφωνα: Ρε Δήμο... βρήκατε ψάρι;
Από το σκοτάδι βγήκε μια φωνή, χαμηλή και αυτή.
-Τιπτ ακόμ....
Και απ' αλλού, μακρύτερα, άλλη φωνή σηκώθηκε:
-Μην ' σαι συ, ρε Λάμπρο;
-Εγώ ειμ, αποκρίθηκε ο ψαράς. Παμ αντάμ απ' δω κι εμπρός.
Και πάλι βούτηξαν τα κουπιά στο νερό, αργά, σιωπηλά.
Λίγην ώρα πήγαιναν.
Έξαφνα ο Αποστόλης ρίχθηκε πίσω και σήκωσε το πρώτο κουπί.
-Τσιμουδιά! μουρμούρισε.
Η διαταγή του πέρασε πίσω σαν αστραπή από στόμα σε στόμα, και σιωπή τέλεια χύθηκε στα νερά.
Με το χέρι χωνί πίσω από το αυτί του, τα διαπεραστικά μάτια του καρφωμένα μπροστά του, ακροάζονταν ο Αποστόλης και κοίταζε.
Πέρασαν δευτερόλεπτα γεμάτα αγωνία.
Και ξαφνικά, από τη μαυρίλα μπροστά τους, μια αντρίκια φωνή, κόβοντας το μυστήριο της σιωπής, άφοβα ρώτησε:
-Ποιοι είστε εκεί; Είστε ψαράδες Κουλακιώτες; Τρεις τέσσερις φωνές μεμιάς αποκρίθηκαν:
-Μεις είμαστ! Καλώς ορίστ!...
Ένας ψίθυρος χαρούμενος έτρεξε στη σκοτεινή επιφάνεια του νερού.
-Κουλακιώτικη προφορά! Δικοί μας είναι!...
Οι ψαράδες τώρα βουτούσαν με ορμή τα κουπιά τους, σίμωναν μια βάρκα που ξεπρόβαλε σαν φάντασμα από το σκοτάδι, και χέρια απλώθηκαν από τις δυο μεριές, πιάστηκαν, σφίχθηκαν. Κάνες γυάλισαν στη θαμπή αστροφεγγιά, και φυσίγγια, σειρές σταυρωτές, ξεχώρισαν στά στήθη. Άλλα τέσσερα ψαράδικα σίμωσαν την ξένη βάρκα.
-Καλώς ορίστ!
-Καλώς σας βρήκαμε!
-Σας περμένμ μερς τωρ...
-Μας καντ μαυρ μάτια...
Η αντρίκια φωνή ξανακούστηκε, άφοβη, προστακτική από την ξένη βάρκα.
-Πόσες είστε βάρκες;
-Πεντ ολς μαζί, αποκρίθηκε ο μπαρμπα-Λάμπρος.
-Πέντε; Μια λοιπόν να μας οδηγήσει στην παραλία, και οι άλλες τέσσερις να παν στο καΐκι.
-Πού ν τ' καΐκ, Καπτάν μ; ρώτησε ο μπαρμπα-Λάμπρος.
-Ώς ένα μίλι από δω, ίσια μπροστά σας. Θα ξεφορτώσετε άντρες, όπλα και πολεμοφόδια. Ζητήσετε τον Καπετάνιο του καϊκιού τον καπετάν Τάσο...
Παραγγελίες χαμηλόφωνες ανταλλάχθηκαν, διατάγματα, εξηγήσεις. Και η ξένη βάρκα, ακολουθώντας από κοντά το μπαρμπα-Λάμπρο, βγήκε στην ξηρά.
Τρεις άντρες, οπλισμένοι σαν αστακοί, ξεμπαρκάρησαν.
-Κλως μς ηρθτ, παλκάρ! είπε πάλι χαρούμενος o μπαρμπα-Λάμπρος, ξανασφίγγοντας χέρια... Ποιος ειν' ο καπτα Νικφόρς;2
-Εγώ είμαι, είπε ο ένας, ο ψηλότερος, με την άφοβη φωνή που είχε ακουστεί στο σκοτάδι. Κι εδώ, o καπετάν Κάλας3 και ο υπαρχηγός του ο καπετάν Ζήκης!4 Θα περιμένομε δω τις βάρκες;
-Λατ στν κλυβ μ, να ζστθειτ, να φατ, και θαρθν τ' πραμτ σς!...
-Λέγω καλύτερα να περιμένομε δω τους άντρες μας, πρότεινε ο καπετάν Νικηφόρος στους συντρόφους του.
Συμφώνησαν και οι δύο.
Ένας ναύτης του καϊκιού και δυο άλλοι οπλισμένοι άντρες που περίμεναν μες στην ξένη βάρκα, ξεφόρτωσαν λίγα τουφέκια και δυο τρεις βαριές κασούλες και ξαναμπήκαν στη βάρκα να πάνε να ξεφορτώσουν το καΐκι.
-Πόσες είστε βάρκες;
-Πεντ ολς μαζί, αποκρίθηκε ο μπαρμπα-Λάμπρος.
-Πέντε; Μια λοιπόν να μας οδηγήσει στην παραλία, και οι άλλες τέσσερις να παν στο καΐκι.
-Πού ν τ' καΐκ, Καπτάν μ; ρώτησε ο μπαρμπα-Λάμπρος.
-Ώς ένα μίλι από δω, ίσια μπροστά σας. Θα ξεφορτώσετε άντρες, όπλα και πολεμοφόδια. Ζητήσετε τον Καπετάνιο του καϊκιού τον καπετάν Τάσο...
Παραγγελίες χαμηλόφωνες ανταλλάχθηκαν, διατάγματα, εξηγήσεις. Και η ξένη βάρκα, ακολουθώντας από κοντά το μπαρμπα-Λάμπρο, βγήκε στην ξηρά.
Τρεις άντρες, οπλισμένοι σαν αστακοί, ξεμπαρκάρησαν.
-Κλως μς ηρθτ, παλκάρ! είπε πάλι χαρούμενος o μπαρμπα-Λάμπρος, ξανασφίγγοντας χέρια... Ποιος ειν' ο καπτα Νικφόρς;2
-Εγώ είμαι, είπε ο ένας, ο ψηλότερος, με την άφοβη φωνή που είχε ακουστεί στο σκοτάδι. Κι εδώ, o καπετάν Κάλας3 και ο υπαρχηγός του ο καπετάν Ζήκης!4 Θα περιμένομε δω τις βάρκες;
-Λατ στν κλυβ μ, να ζστθειτ, να φατ, και θαρθν τ' πραμτ σς!...
-Λέγω καλύτερα να περιμένομε δω τους άντρες μας, πρότεινε ο καπετάν Νικηφόρος στους συντρόφους του.
Συμφώνησαν και οι δύο.
Ένας ναύτης του καϊκιού και δυο άλλοι οπλισμένοι άντρες που περίμεναν μες στην ξένη βάρκα, ξεφόρτωσαν λίγα τουφέκια και δυο τρεις βαριές κασούλες και ξαναμπήκαν στη βάρκα να πάνε να ξεφορτώσουν το καΐκι.
-Φηστ τα τφκ σς, πρότεινε ένας ψαράς.
-Το ντουφέκι δεν το 'ποχωρίζεται ο Κρητικός, αποκρίθηκε ένας από τους αρματωμένους άντρες, με χαρακτηριστική κρητική προφορά.
-Κλα κανς, είπε ο μπαρμπα-Λάμπρος. Και πγαιντ ββα, μ' σας παρ μρωδιά κανένς Τουρκς τσαούσς...
Ο ναύτης μπήκε στα κουπιά και η βάρκα χάθηκε πάλι στο σκοτάδι.
Στο μεταξύ, οι τρεις καπεταναίοι ζητούσαν πληροφορίες από το μπάρμπα-Λάμπρο, χαμηλόφωνα, ενώ δυο ψαράδες έστηναν καραούλι μακρύτερα.
-Οδηγούς για τη λίμνη των Γιαννιτσών έχετε; ρώτησε ο καπετάν Κάλας.
-Αμ δν εχμ; έκανε ο μπαρμπα-Λάμπρος, σείοντας το κεφάλι του πλάγια, κατά τον καταφατικό τρόπο των χωρικών της Μακεδονίας. Εχμ δω τον Αποστόλ, κι εχμ και τον Δημ!
-Και αυτός ο μικρός ποιος είναι; ρώτησε ο καπετάν Νικηφόρος με μια κίνηση του χεριού κατά τον Αποστόλη, που τον κοίταζε μαγεμένος.
Μα μεμιάς, ντροπιασμένο, υποχώρησε το αγόρι και χάθηκε στο σκοτάδι.
-Αυτός είν' ο Αποστόλς που σ' λέω.
-Αυτό το παιδί; αναφώνησε ο καπετάν Κάλας.
-Φτο τ' πδι; Δοκίμσ τ και βλεπς, αποκρίθηκε γελώντας ο ψαράς. Είν' ο καλύτερος δγος τουτς τς μριάς του Βρδαρ. Και ξερ' τ' Ρουμλουκ5 οπς κανένς!
Και χαμηλόφωνα τον κάλεσε:
-Αποστόλ, ελ δω!
Σίμωσε ο Αποστόλης, ντροπαλά, σκύβοντας το κεφάλι από το βάρος της χαράς και της υπερηφάνειας που θ' αποκρίνουνταν στα ρωτήματα των καπεταναίων.
-Μη φοβάσαι, του είπε με καλοσύνη ο καπετάν Νικηφόρος, και πες μας: Ξέρεις να μας οδηγήσεις στη λίμνη των Γιαννιτσών;
-Ξέρω, αποκρίθηκε ο Αποστόλης.
-Κι εκεί, στην περιφέρειά της, έχει χωριά ελληνικά;
-'Εχει. Μα είναι φοβισμένα· σκοτώσανε πολλούς οι Βούλγαροι. Τώρα ήλθε ο καπετάν Άγρας στον Βάλτο.
-Ήλθε;... Πού; Πότε;
-Είναι κανένα δυο βδομάδες. Μπήκε στον Βάλτο...
-Στη λίμνη των Γιαννιτσών;
-Ναι. Τη λέμε Βάλτο εδώ. Μπήκε ο καπετάν Άγρας και τώρα θα σηκώσομε κι εμείς κεφάλι!...
-Και σε ποιο μέρος του Βάλτου; Ξέρεις;
-Όχι, δεν ξέρω. Μα τ' άκουσα.
Σήκωσε το κεφάλι του, κοίταξε κατά τον Αξιό.
-Μα πρέπει να φεύγομε, πρόσθεσε. Έχει δρόμο πολύ, και πρέπει να φθάσομε στο χωριό πριν ξημερώσει.
-Σε ποιο χωριό;
-Στο Κλειδί. Έχω στείλει μήνυμα. Σας περιμένουν.
Οι πρώτες βάρκες έφθαναν. Άντρες και όπλα ξεφορτώθηκαν. Σε λιγότερο από μισή ώρα, όλα ήταν φορτωμένα στις πλάτες των αντρών.
Ο μπαρμπα-Λάμπρος πήρε τους τρεις καπεταναίους στην καλύβα του. Κι ενώ βιαστικά και χαρούμενα οι δυο γυναίκες τους σερβίριζαν ψάρια και σούπα σε γαβάθες, ζέσταιναν εκείνοι χέρια και πόδια στη φωτιά, που αναμμένη στη μέση της καλύβας σκορπούσε τον καπνό ολόγυρα.
Ήταν και οι δυο καπεταναίοι πρωτόβγαλτοι, άπειροι. Ζητούσαν ολοένα πληροφορίες.
-Έννοια σας, Καπεταναίοι μου, είπε γελαστά η κόρη του ψαρά, ξαναγεμίζοντας τις γαβάθες τους.
Θα σας τα πει όλα ο καπετάν Μανόλης ο Κατσαρός. Τα φρόντισε όλα ο Δεσπότης.
-Ποιος Δεσπότης; Δεν είδαμε κανένα Δεσπότη, είπε ο καπετάν Κάλας.
Το κορίτσι γέλασε.
-Έτσι τον λεν τα παλικάρια μας τον Αρχηγό, αποκρίθηκε.
Ο μπαρμπα-Λάμπρος έγνεψε με το κεφάλι κατά τον ποταμό κι έκλεισε το ένα μάτι.
-Δεσπότ λεν το Γενκό Προξν, οι πολεμστάδς, είπε.
-Ποιον; Τον Κορομηλά; ρώτησε ο καπετάν-Νικηφόρος.
-Σσσ... μη λες τ' όνομα! ψιθύρισε η κόρη του ψαρά. Ναι, αυτός είναι ο Δεσπότης.
Οι δυο οδηγοί, ο Δήμος και ο Αποστόλης, παρόντες σ' όλη αυτή την κουβέντα, τους βίαζαν να φύγουν.
-Έχομε δρόμο. Πρέπει να φθάσομε πριν ξημερώσει.
Πήρε ο καθένας τον οπλισμό του, αποχαιρέτησαν τους φιλόξενους ψαράδες και ξεκίνησαν.
Το σώμα ολόκληρο πήγαινε στα σκοτεινά, μια μακρινή σειρά από άντρες οπλισμένους, ο ένας πίσω από τον άλλο. Πρώτος προπορεύουνταν ο Αποστόλης. Του είχαν δώσει ένα βραχύκανο τουφέκι στο χέρι και σιωπηλά, πατώντας χωρίς κρότο, διαλέγοντας με έμφυτη διαίσθηση στο λασπιασμένο κάμπο τα πιο ξερά μονοπάτια, οδηγούσε ο μικρός, χωρίς δισταγμό ούτε αμφιβολία.
Από κοντά ακολουθούσαν, ο ένας πίσω από τον άλλο, οι αρχηγοί και οι άντρες, με το δεύτερο οδηγό προς τη μέση, μην αποπλανηθεί κανένας και χαθεί στο βούρκο και στα νερομαζώματα.
Κανένας δε μιλούσε και κανένας δεν κάπνιζε. Στον έρημο εκείνον κάμπο, κάθε κρότος μεταδίδουνταν, κάθε σπίθα πρόδιδε την παρουσία ανθρώπου.
Ο Αποστόλης με γνεψίματα ειδοποιούσε τον ακόλουθό του, αν ήταν να σταθεί ή να πέσει μπρούμυτα ή να γυρίσει πίσω. Και αυτός με τον ίδιο τρόπο μετέδιδε τη διαταγή στον τρίτο, ο τρίτος στον τέταρτο κι έτσι ώς το τέλος της γραμμής.
απόλυτη σιωπή και σκοτάδι.
Δύο ώρες πορεύονταν. Και τότε σταμάτησαν να ξεκουραστούν λίγα λεπτά, και κάθισαν χάμω.
Ο καθένας είχε κρεμασμένο στη ράχη του από ένα σάκο εκστρατείας, όπου φύλαγε τα χρειαζούμενα: τροφές, ρουχισμός κ.τ.λ.
Πίσω από τις κάπες τους, μη φανεί φως, ο ένας άναβε το πρόχειρο καμινέτο του κι έψηνε στο μπρικάκι του -ποιος έναν καφέ, ποιος λίγο τσάι να ζεσταθεί-, άλλος κάπνιζε ένα τσιγάρο... Και πάλι σηκώθηκαν και τράβηξαν το δρόμο τους στο σκοτάδι, με την ίδια παράταξη, ακολουθώντας πάντα τον οδηγό.
Από μακριά κάτι φάνηκε ν' ασπρίζει. Ο Αποστόλης σήκωσε το χέρι και όλη η γραμμή στάθηκε.
Το σώμα ολόκληρο πήγαινε στα σκοτεινά, μια μακρινή σειρά από άντρες οπλισμένους, ο ένας πίσω από τον άλλο. Πρώτος προπορεύουνταν ο Αποστόλης. Του είχαν δώσει ένα βραχύκανο τουφέκι στο χέρι και σιωπηλά, πατώντας χωρίς κρότο, διαλέγοντας με έμφυτη διαίσθηση στο λασπιασμένο κάμπο τα πιο ξερά μονοπάτια, οδηγούσε ο μικρός, χωρίς δισταγμό ούτε αμφιβολία.
Από κοντά ακολουθούσαν, ο ένας πίσω από τον άλλο, οι αρχηγοί και οι άντρες, με το δεύτερο οδηγό προς τη μέση, μην αποπλανηθεί κανένας και χαθεί στο βούρκο και στα νερομαζώματα.
Κανένας δε μιλούσε και κανένας δεν κάπνιζε. Στον έρημο εκείνον κάμπο, κάθε κρότος μεταδίδουνταν, κάθε σπίθα πρόδιδε την παρουσία ανθρώπου.
Ο Αποστόλης με γνεψίματα ειδοποιούσε τον ακόλουθό του, αν ήταν να σταθεί ή να πέσει μπρούμυτα ή να γυρίσει πίσω. Και αυτός με τον ίδιο τρόπο μετέδιδε τη διαταγή στον τρίτο, ο τρίτος στον τέταρτο κι έτσι ώς το τέλος της γραμμής.
Πήγαιναν τα σώματα των δύο καπεταναίων, καμιά πενηνταριά άντρες όλοι μαζί, σε απόλυτη σιωπή και σκοτάδι.
Δύο ώρες πορεύονταν. Και τότε σταμάτησαν να ξεκουραστούν λίγα λεπτά, και κάθισαν χάμω.
Ο καθένας είχε κρεμασμένο στη ράχη του από ένα σάκο εκστρατείας, όπου φύλαγε τα χρειαζούμενα: τροφές, ρουχισμός κ.τ.λ.
Πίσω από τις κάπες τους, μη φανεί φως, ο ένας άναβε το πρόχειρο καμινέτο του κι έψηνε στο μπρικάκι του -ποιος έναν καφέ, ποιος λίγο τσάι να ζεσταθεί-, άλλος κάπνιζε ένα τσιγάρο... Και πάλι σηκώθηκαν και τράβηξαν το δρόμο τους στο σκοτάδι, με την ίδια παράταξη, ακολουθώντας πάντα τον οδηγό.
Από μακριά κάτι φάνηκε ν' ασπρίζει. Ο Αποστόλης σήκωσε το χέρι και όλη η γραμμή στάθηκε.
Σάλιωσε το δάχτυλό του και το σήκωσε να βεβαιωθεί από πού φυσά ο άνεμος.
Ο καπετάν Νικηφόρος, που βρίσκουνταν αμέσως πίσω του, έσκυψε στο αυτί του.
-Τι τρέχει; ρώτησε.
-Μπροστά μας τα Καλύβια. Μα δε θα σταθούμε. Έχει Τούρκους, ψιθύρισε ο μικρός.
-Και γιατί ψάχνεις τον άνεμο;
Μή φέρει τη μυρωδιά μας στο χωριό και μας προδώσουν τα σκυλιά με τα γαυγίσματά τους. Θα περάσομε δεξιά. Ο άνεμος φυσά πουνέντης.
Ο Νικηφόρος χαμογέλασε.
-Σε καλό σου! ψιθύρισε. Ξέρεις και τους ανέμους, παλιόπαιδο; Αν βγούμε ζωντανοί από δω, θα σε πάρω στο καράβι μου.
-Είσαι του ναυτικού, Καπετάνιε; ρώτησε μαγεμένος ο Αποστόλης.
Ο Νικηφόρος έγνεψε καταφατικά. Κι εξακολούθησαν το δρόμο τους.
Έξαφνα, μια σκιά ορτσώθηκε μπροστά τους. Αυτόματα πρόβαλε ο καπετάν Νικηφόρος το τουφέκι του.
Μα γελώντας το παραμέρισε ο Αποστόλης.
-Είναι δικοί μας, είπε· είναι οι βάρδιες που φυλάγουν το διάβα μας. Να και ο άλλος.
Δεύτερη σκιά σίμωνε την πρώτη. Βαστούσαν και οι δυο από ένα τουφέκι γκρα στο χέρι.
-Καλώς ορίσατε, ψιθύρισαν καταχαρούμενοι. Γιατί αργήσατε τόσο; Σας περιμένομε μέρες τώρα...
-Kι εμείς μέρες αρμενίζαμε απέξω, αποκρίθηκε o Νικηφόρος. Η μπουνάτσα κόντεψε να μας εξουδετερώσει.
Ανήσυχοι ατένιζαν οι σκοποί κατά το χωριό, όσο μαζεύουνταν περίεργοι οι άντρες γύρω τους.
-Έχετε ακόμα δρόμο για να φθάσετε στο Κλειδί, είπε ο πρώτος. Μη χασομερνάς, Καπετάνιε.
Με φιλικούς χαιρετισμούς αποχωρίστηκαν και παίρνοντας πάλι τη σειρά του, μπήκε ο καθένας στη γραμμή. Και στα σκοτεινά, σιωπηλά, ξανάρχισε να πορεύεται η ανθρώπινη αλυσίδα.
Άρχιζε ν' ασπρίζει η ανατολή, όταν τέλος έφθασαν στα πρώτα σπίτια του Κλειδιού.
Κι εκεί σκοποί φύλαγαν. Σιωπηλά δόθηκε το σύνθημα πως σώμα Ελληνικό πλησιάζει, και βγήκαν δυο τρεις χωρικοί να τους υποδεχθούν και να τους οδηγήσουν.
Ο πρώτος, που φαίνουνταν αρχηγός τους, ένας γέρος, με λαμπερά μάτια και τρεμάμενα από τη συγκίνηση χείλια, έκανε να φιλήσει τα χέρια του καπετάν Νικηφόρου, που παρουσιάζουνταν πρώτος μετά τον Αποστόλη.
-Ο κυρ Θανάσης, μουρμούρισε ο Αποστόλης, συστήνοντάς τον. Σας έχει ετοιμάσει καταυλισμούς...
Σιωπηλά, με νοήματα, χώρισε ο γερο-Θανάσης τους άντρες, και τους παρέδωσε στους άλλους χωρικούς, να τους κρύψουν σε τρία σπίτια ελληνικά και να τους φιλέψουν. Ο ίδιος οδήγησε τους δυο αρχηγούς, Νικηφόρο και Κάλα, μαζί με τον υπαρχηγό Ζήκη, με άλλους δυο άντρες, στο δικό του σπίτι, όπου είχε στρώσει το σοφρά - χαμηλό, στρογγυλό τραπέζι των χωρικών της Μακεδονίας.
Ήταν καταχαρούμενος· δονούνταν όλος από ενθουσιασμό.
-Μέρες σας περιμένομε, τους είπε. Γιατί αργήσατε έτσι;
-Μας έκοψε χέρια και πόδια η μπουνάτσα, αποκρίθηκε ο καπετάν Νικηφόρος. Αν δε σηκώνουνταν ο πουνέντες απόψε, θα γυρίζαμε μπρος πίσω. Μας είχε σωθεί το φαγί και το νερό...
Ο γερο-Θανάσης έγνεψε χαμογελώντας κατά το μεγαλόσωμο καπετάν Κάλα, που είχε ακουμπήσει στον τοίχο και είχε μισοκοιμηθεί.
-Ναι, είπε ο Νικηφόρος, όλοι είμαστε κατάκοποι. Μόνο να κοιμηθούμε θέμε...
Ο γερο-Θανάσης χτύπησε τα χέρια, και αμέσως μπήκε μέσα μια γυναίκα μεσόκοπη, ντροπαλή, πρόθυμη.
-Σας στρώσαμε, Καπεταναίοι μου. Η Παναγιά να σας φυλάγει. Περάστε στον οντά!
Όταν βρέθηκε μόνος ο γερο-Θανάσης, άνοιξε μια πόρτα που έβγαινε στην αυλή, κι έμπασε μέσα τον Αποστόλη.
- Πες μου τα τώρα, του είπε.
-Εγώ να σε ρωτήσω, κυρ Θανάση, είπε ο Αποστόλης. Ήλθε ο Γιωβάν;
-Ήλθε, βέβαια. Ηλθε τσακισμένος από την κούραση και το τρεχιό. Πού τον βρήκες αυτόν το μικρό; Είναι πολύτιμος!
-Τι μήνυμα σου είπε;
-Μου είπε πως ο Αποστόλης μού μηνά να ετοιμάσω στρωματσάδα. Κατάλαβα. Μα πού το' ξερες πως θα φτάσουν σήμερα;
-Είδα πως σηκώνεται νοτιάς. Είπα: "Ή σήμερα ή ποτέ!" Και σου τον έστειλα. Του έδωσες να φάγει;
-Όχι!... Γιατί; Δε μου ζήτησε φαγί.
-Του είπα να σου ζητήσει. Μα είναι φιλότιμος. Και ήταν πεινασμένο το δύστυχο! Τι ώρα ήλθε;
-Κατά το σούρουπο.
-Τι λες! Πρέπει να 'κανε τρεχάτος όλο το δρόμο!
-Μα πού τον βρήκες; Ποιος είναι;
-Είναι βουλγαρόπαιδο. Κάθεται μ' ένα θειό του, σε μια στάνη, κάπου στα Καλύβια κοντά.
-Και τον εμπιστεύεσαι;
-Τον γλίτωσα μια μέρα από κάποιον Τούρκο, που ήθελε να τον δείρει, γιατί, λέει, έβοσκε τα πρόβατα του θειού του σε ξένη βοσκή. Τον γλίτωσα και από το θειό του, τον Άγγελ Πέιο, ένα κτήνος που τον έστειλε στη βοσκή και ύστερα το αρνήθηκε. Από τότε μου είναι σκυλί αφοσιωμένο. Και τον μεταχειρίζομαι. Αν του πω "Πέσε στο Βαρδάρη να πνιγείς!" θα πέσει στο Βαρδάρη να πνιγεί!
-Καλά. Τώρα πήγαινε να πέσεις και συ να κοιμηθείς... Να, πλάγιασε δω στη βελέντζα,6 κοντά στο τζάκι. Γιατί αύριο πάλι θα κάνεις δρόμο πολύ ώς το Βάλτο...
-Ευχαριστώ, κυρ Θανάση, προτιμώ το στάβλο, όπου δε θα με ξυπνήσει η κυρά σου με τα συγυρίσματά της, αποκρίθηκε ο Αποστόλης.
-Το κέφι σου!... είπε καλόκαρδα ο γερο -Θανάσης. Και του άνοιξε την πόρτα της αυλής και βγήκε έξω o οδηγός.
Σημ.1ου κεφ.
1. Ζιάκα: Σακάκι από ύφασμα ντόπιο, μάλλινο, που λέγεται σαγιάκι.
2. Νικηφόρος: Ανθυποπλοίαρχος Ιωάννης Δεμέστιχας.
3. Κάλας: Υπολοχαγός Πεζικού Κωνταντίνος Σάρρος.
4. Ζήκης: Επιλοχίας Πεζικού Χρήστος Καραπάνος.
5. Ρουμλούκι: Ο κάμπος όλος νότια της Λίμνης των Γιαννιτσών, από τη
Θεσσαλονίκη ώς τον Αλιάκμονα ποταμό.
6. Βελέντζα: Μάλλινη άσπρη κουβέρτα σαν προβιά,
που ρίχνουν οι χωρικοί στο πάτωμα για ζεστασιά ή και στρωσίδι.
| |
|
| |
|
| |
| |
|
|
Modern greek poetry in the WEB
Το υπόγειο
Κάθε βράδυ
γυρνώντας σπίτι
ανεβαίνω σκάλες,
αμέτρητες σκάλες,
τόσες που πλαγιάζω
κατάκοπος να κοιμηθώ.
Και κάθε πρωί
έχω την ίδια απορία:
πως γίνεται να ξυπνώ
μέσα σ'ένα υπόγειο;
Σταύρος Αμπελάς
|
Ο Σταύρος Αμπελάς με την ιστοσελίδα του : «Ανθολογία Σύγχρονης Ελληνικής Ποίησης»
κάνει μια σοβαρή εμφάνιση και ένα δυναμικό συμπλήρωμα σε ότι αφορά τον αναγνώστη αλλά και τον ερευνητή της ελληνικής λογοτεχνίας
στο ελληνικό διαδίκτυο, καθώς που με την σελίδα του, μας παρουσιάζει ποιήματα, από ποιητές όπως: «Η γενιά του 30΄», «Η πρώτη
μεταπολεμική γενιά», «Η δεύτερη μεταπολεμική γενιά», «Νεότερη Ελληνική Ποίηση 1980-1997», και «16 Νέοι Έλληνες Ποιητές».
Ο ίδιος δε που είναι ένας ολοκληρωμένος ποιητής, μας δίνει την ευκαιρία να τον γνωρίσουμε! Μαζί να τον
χαρούμε με τα βιβλία του που έχουν εκδοθεί κατά καιρούς στην Ελλάδα: «Με νεκρούς τους ποιητές», «Ηλιοτόπια», «Εν ακαρεί», «Αναβάλλοντας».
Αναμφισβήτητα η ιστοσελίδα : «Ανθολογία Σύγχρονης Ελληνικής Ποίησης» είναι εντελώς μια «προσωπική»
και καλαίσθητη δουλειά όπου δοσμένη με λειτουργική παρουσία ήρθε στην βιβλιοθήκη του WEB, με σταθερά βήματα να συμπληρώσει
πιο πλούσια, τον χώρο της ελληνικής λογοτεχνίας μας! 'Οπου και της ευχόμαστε καλή επιτυχία!.
Κώστας Δουρίδας Canada.
| |
|
| |
|
| |
|
|
|
|
|
Η Ρωμιοσύνη εν φυλή συνότζαιρη του κόσμου,
κανένας εν ευρέθηκεν που να την ιξιλείψει,
κανένας , γιατί σέπει την που τα 'ψη ο Θεός μου.
Η Ρωμιοσύνη εν να χαθεί όντας ο κόσμος λείψει!
Βασίλης Μιχαηλίδης |
|
|
Δείτε ακόμη:
Βασίλης Μιχαηλίδης
Η ποίηση του Κώστα Μόντη
ΚΥΠΡΙΑΚΗ ΔΙΑΛΕΚΤΟΣ
Ευωνύμου
Κυπριακή Λογοτεχνία
Έλενα Σιούφτα
Κύπρος Χρνσάνθης
Μνήμη Νίκου Κρανιδιώτη
ΕΝΑΣ ΠΟΙΗΤΗΣ
Agapite mou Costa Dourida,
sou stello dio istoselides kyprion poiiton, kai tha haro para poli an tes kaneis "link" kai stin diki sou istoselida. Afou fisika tes meletisis prota, kai an pragmati ehoun aftoi oi dio poiites tin timi na mpoun stin istoselida sou, tha haro para poli na tous kano "surprise"!!
I proti selida inai tou Chambi Achnioti o opoios meni Kypro, kai i defteri selida einai tou Gianni Griva pou meni stin Anglia edo kai arketa hronia. Gnorizo kai tous dio prosopika. Einai axiaipeni anthropoi. Stes 24 Avgoustou o Giannis Grivas pantrevei ton gio tou Kyriako, kai o Chambis Achniotis, kardiakos filos tou, vriskete idi stin Anglia me tin sizigo tou gia na parevrethoun stous gamous tou giou tou Gianni Griva.
Me agapi kai ektimisi
Toulla apo Toronto
http://mywebpage.netscape.com/achniotis/main.html
http://www.grivas.co.uk/
| |
|
World - Wide POETRY
|
|
ΚΟΛΛΕΓΙΟ ΑΘΗΝΩΝ, ΔΗΜΟΤΙΚΟ
Δάσκαλος: Π. Κοράκης
|
Τμήμα: 6β
Σχολικό έτος: 1999-2000
|
|
Φανταστικές συνεντεύξεις
από τους ήρωες του 1821
Η παρακάτω εργασία έγινε στα
πλαίσια του μαθήματος της ιστορίας, την ώρα της βιβλιοθήκης.
Κατ' αρχήν βρίσκουμε κείμενα που αναφέρονται στη ζωή και
στο έργο του κάθε αγωνιστή ή πολιτικού προσώπου.
΄Υστερα με βάση τις πληροφορίες που έχουμε, επιλέγουμε τις
ερωτήσεις μας και προσαρμόζουμε σ' αυτές τις απαντήσεις
που θα' διναν αυτά τα πρόσωπα, αν είχαμε τη δυνατότητα να
τους πάρουμε συνέντευξη.
Η εργασία αυτή χωρίζεται σε τέσσερα στάδια (έρευνας, σχεδιασμού,
παρουσίασης, αξιολόγησης) με τρεις διδακτικές ώρες περίπου
για το καθένα.
Πέτρος Κοράκης
|
|
"Ο ΓΕΡΟΣ ΤΟΥ ΜΟΡΙΑ (γράφει ο Δημήτρης Φωτιάδης): 'Οταν απότυχε
η επανάσταση του 1800, τα Ορλοφικά καθώς ονομάστηκαν, οι Τούρκοι
ανελέητα έσφαζαν τον άμαχο πληθυσμό. Ανάμεσα σε όσους έφευγαν για
να γλιτώσουν είταν και η μάνα του Θόδωρου Κολοκοτρώνη. Αν και
ετοιμόγεννη ροβόλησε, με το άλλο πλήθος, στη Μεσσηνία κι' έπειτα πήρε
το δρόμο ν' ανέβει στο Ραμοβούνι.Την έπιασαν οι πόνοι, ξάπλωσε κάτω
από δέντρο κι' έφερε στον κόσμο ένα αγόρι. 'Οταν πήγαν τα συγχαρήκια
στον παπού του, τον Γιάννη Κολοκοτρώνη, πως απόχτησε αρσενικό εγγόνι,
αντί να χαρεί κούνησε θλιβερά το κεφάλι του και είπε:
-Αυτό το παιδί, αν λάχει και γλιτώσουμε τώρα από το Τούρκικο μαχαίρι, θα
μεγαλώσει, θα παντρευτεί, θα κάνει παιδιά κι' εγγόνια, μα ένα δε θα δουν ούτε
αυτός ούτε κι' εκείνα, τη λευτεριά μας.
Η άραχλη όμως πρόρηρή του δε βγήκε σωστή. 'Επειτα από πενήντα χρόνια το
παιδί που γεννήθηκε την ώρα της φυγής, θα μπει νικητής και τροπαιούχος στην
Τροπολιτσά, στρατάρχης του Εικοσιένα. Και ύστερα, το 1822, θα σταθεί ο
οργανωτής της πιο αποφασιστικής νίκης της Επανάστασης στα Δερβενάκια.
Τρεις υπήρξαν οι εξέχουσες στρατιωτικές στην ξηρά φυσιογνωμίες του μεγάλου
εθνεγερτικού αγώνα: Ο Κολοκοτρώνης, ο Καραϊσκάκης, ο Ανδρούτσος. Οι δυο
τελευταίοι βρήκαν τραγικό θάνατο. Μα κι' ο Κολοκοτρώνης παραλίγο γλίτωσε τη
λαιμιτόμο. Σώθηκε από την έξοχη στάση δυο δικαστών, που θα παραμείνουν αιώνιο
καύχημα της Δικαιοσύνης του τόπου μας: Του Πολυζωίδη και του Τερτσέτη. Οι νέοι
καταχτητές, οι Βαυαροί, γύρευαν να χτυπήσουν στο πρόσωπό του κάθε εθνική
παρόρμηση του λαού μας. Ο Ν. Δραγούμης στις "Ιστορικές αναμνήσεις" του
γράφει, πως τον παρουσίαζαν ως ο "Βελζεβούλ και άλλον Κύκλωπα μονόφθαλμον".
Τα Απομνημονεύματα που ο Κολοκοτρώνης υπαγόρευσε στον Γ. Τερτσέτη,
ξεχωρίζουν κειμήλιο λόγου, πατριωτισμού, παρατηρητικότητας, απλότητας,
ζωντάνιας και αγνής λαϊκής θυμοσοφίας. ....'Οσοι για πρώτη φορά θα
διαβάσουν τα Απομνημονεύματα του Κολοκοτρώνη είμαι βέβαιος πως θ'
αναγαλιάσει η σκέψη τους, καθώς καλύτερα θα νοιώσουν τις ρίζες της
παράδοσής τους."
Δημήτρης Φωτιάδης |
|
|
|
Since 1996
|
| | | |
|
Μικρο απάνθισμα στίχων και φράσεων
|
Γράμμα στον Έλληνα της Διασποράς |
|
Και ότι είδα, και ότι έμαθα όλα αυτά τα χρόνια, τίποτα μα
τίποτα, δεν άγγιξε την ψυχή μου τόσο ιερά, τόσο μυσταγωγικά, όσο τα
ευλογημένα εκείνα παιδικά μου χρόνια στο ΑΓΑΠΗΜΕΝΟ ΜΟΥ ΧΩΡΙΟ, το
ΚΑΡΔΑΡΙΤΣΙ!!!
And everything I have
seen, everything I have learned all these years, none of it, nothing at all, has
touched my soul in such a sacred, mystic way as those blessed childhood years at
MY BELOVED VILLAGE KARDARITSI!!!
| | |
| | |
| |
|
Κι' ως να'τανε ο χαμός πανήγυρη, κι ο θανατάς
*κανισκιοφόρης, ήρθε το ξέφραγο παράπονο, και γλεντοκόπησε τ'άσπρα μαλλιά,
μες την στερνή την γλυκερή την ώρα, μες το κατάλοιπο της ροζιασμένης
προσμονής, διαφέντεψε η απόγνωση την λήθη, και ήρθε το σούρουπο..
And as if loss was a
carnival and death was carrying a wicker basket unbounded grief rose up, and
celebrated greying hair, in that final sweet hour, in the remains of gnarled
expectation, despair triumphed over oblivion, and evening fell.
| | |
| | |
| |
|
Μάλωσα χθες με την καρδιά μου. Με κατηγόρησε, ότι είμ'
αδρανής για σε που λείπεις. Τ' ακούς; Και η άμυαλη η τρελή παιδούλα, η
πεισματάρα, μ' άφησε κι' έφυγε κλαημένη, και με τα πόδια μες τα χιόνια, από
τα τώρα να πάει λέει, στο αεροδρόμιο και να σε περιμένει.
My heart and I had a
fight yesterday. It said I wasn't thinking about you now that you are away, do
you hear? And like a crazed, mad, stubborn child, it left me here and ran off
sobbing, through the snow to get to the airport and await your return.
| | |
| | |
| |
|
....Φίλοι μου:
Όπου και να συναντήσετε τον Έλληνα στην διασπορά θα τον βρείτε να σας
περιμένει με ένα πλατύ χαμόγελο και μια πλούσια καρδιά φιλοξενίας!. Αν είναι
γερουσιαστής ή επιστήμονας, ηθοποιός ή λογοτέχνης, απλός εργάτης ή "μύθος"
των ειδήσεων -News legend- της αμερκάνικης τηλεόρασης και ραδιοφωνίας,
φτωχός ή πλούσιος το ίδιο κάνει.. Θα σας μιλήσει σα να σας ξέρει από
χρόνια.. Θα σας αγκαλιάσει σαν όπως η μάνα σας όταν γυρνούσατε στο χωριό..
Και με στοργή και την φροντίδα του αδελφού θα σας χαϊδέψει με το βλέμμα του
από πάνω ως κάτω, θέλοντας να μάθει τα πιο πολλά για εσάς και αν είστε
καλά!.
Και είναι καταπληκτικό σαν περπατάτε στους δρόμους των
μεγαλουπόλεων.. και αν έχετε και την τύχη να βρίσκεστε κοντά στα αγαπημένα και
φημισμένα στέκια του μετανάστη, καθώς εγώ που κάθε φορά όταν κατεβαίνω στο
"Ελληνικό Χωριό" (The Greek Village) της Ντάνφορθ εδώ στο Τορόντο του Καναδά,
είναι λες, και μέσα μου γίνεται σαματάς! Γίνεται Απρίλης και χαρά!!.. Λέτε και
γνωρίζω τον κόσμο όλον!.. Kαι έχω την αίσθηση, θαρρείτε και περπατάω στα γνωστά
και αγαπημένα μου σοκάκια τα Καρδαριτσιώτικα στα χρόνια που ήμουνα παιδί.., και
το χωριό έσφυζε από ζωή και κόσμο.. Τα ίδια και εδώ..
Το σίγουρο είναι στον Έλληνα της διασποράς, σαν του
μιλήσετε στην γλώσσα του ..πανηγυριώτικα και με καλοσύνη, εκείνος για εσάς, θα
σφάξει και το ...γουρούνι!!.. Έτσι λέγανε οι παλιοί σε ένδειξη ενθουσιασμού για
την καλή παρέα πάνω στο κέφι του γλεντιού.. (Tο χοιρινό ήταν τότε το κρέας για
όλη την χρονιά στο σπίτι και το έσφαζαν στις απόκριες κάνοντάς το παστό.. Aλλά
στο γλέντι απάνω κάθε τόσο) ο νοικοκύρης φώναζε: "Φέρτε κι' άλλο κρασί!! Να
σφάξουμε και το γουρούνι!.." Εννοώντας τέτοια καλή παρέα που έχουμε, το γλέντι
και η διασκέδαση να μην τελειώσουν ποτέ!!.. Τέτοια είναι πάντα και η καρδιά τ'
Αϊ μετανάστη.. Χαιρετισμούς και να είστε πάντα καλά!
| | |
| | |
| |
|
τα Μικρά ενθυμήματα:
* * * τα Ενθυμήματα είναι μικρά αφιερώματα σε γνωστούς και φίλους -παλιά και
τώρα- απ' την καθημερινότητα... Γενικότερα τα ενθυμήματα αφιερώνονται στον
αγιασμένο όπου γης Ελλληνισμό... Συνοδευμένα πάντα με εικονοφωτογράφηση και
μικρές προσβάσεις στην λογοτεχνία, δοσμένα για τα Δ Ε Κ Α Χ Ρ Ο Ν Α της LAND
of GODS. Η μόνη διαφορά με αυτή την σειρά είναι ότι κάθε φορά που θα μας
έρθει στο μυαλό κάποιος γνωστός ή φίλος μια ακόμη σελιδούλα θα
συμπληρώνεται!.. Για ετούτο και σας προτείνουμε πως αφού την φυλλομετρήσετε
και την χαρείτε Θα είναι καλό ΚΑΙ να επανέρχεστε εδώ κι' εκεί για τα
καινούρια πρόσθετα!...Να είστε καλά!. κδ.
| | |
| | |
| |
|
Αρκαδική Ανθολογία:
* * *Αρκάδες και ιδιαίτερα Γορτύνιοι λογοτέχνες καταθέτουν αποσπάσματα από
το έργο τους μέσω της εξαίρετου λογοτέχνιδας, ποιήτριας και κριτικού, της
κυρίας Ζαχαρούλας Γαϊτανάκη.
| | |
| | |
| |
|
Στην άκρη του ματιού:
* * *Είναι η σειρά από μικρές απόπειρες του γράφοντα να εκφράσει δικά του
οράματα πάνω στον κρίκο μιας αθώας εναλλασσόμενης και ίσως επαναλαμβανόμενης
στιγμής μέσα από χρώματα, φωτογραφίες από Landscape και άλλα όπου του
έρχονταν μέσα από το διαδίκτυο και άλλες πηγές, καθώς η λογοτεχνία κλπ..
Αξίζει να δείτε και αυτή την σειρά, αλλά μονάχα στο "Microsoft Windows
Internet Explorer" ...Και αν προσπαθήσετε να την δείτε αλλού.. τότε και με
το δίκιο σας θα πείτε "τρελός παπάς τους βάφτισε αυτούς που έφτιαξαν την
σειρά" Αλλά και εμείς έχουμε δίκιο αφού, αυτοδίδακτοι καθώς που είμαστε και
στα χρόνια που τα φτιάξαμε όλα αυτά.. Το "Microsoft Windows Internet
Explorer" ήταν το πιο διαδεδομένο Browser.. Ύστερα πήραν μπροστά η
Αpple.com.. με τα IPhone, ta IPad, η Google, με το Google Chrome, η Mozilla
Firefax και άλλα Browsers που δεν την δέχονται την ..τεχνική που
χρησιμοποιήσαμε τότε.. Φυσικά το πρόβλημα είναι μόνον στην σειρά αυτή και
-ευτυχώς- όχι σε όλα τα τεύχοι όπως θα διαπιστώστε και εσείς: Όλες οι άλλες
ενότητες της Land of Gods μπορείτε να τις δείτε με οποιοδήποτε Browser
θέλετε και έχετε. Να είστε καλά! κδ.
| | |
| | |
| |
|
Mια Φωτογραφία και ένας τόπος:
* * *Μια φωτογραφία και ένας τόπος φορτωμένος με την νοσταλγία της μακρινής
πατρίδας αλλά και τους μεγάλους φόβους για την επιβίωση του μετανάστη μέσα
απ' το "Καπνόν Αποθρώσκοντα".. Το βιβλίο του Διονύση Δουζένη, τον Αλέξανδρο
Παπαδάκη, τον Νίκο Γκάτσο στην Αμοργό, τον Ζωγράφο Γιάννη Σταύρου στην
συνομιλία του με τα γλυκύτατα τοπία και θαλασσογραφίες του -μην τις χάσετε-
συνεχίζουμε μια μικρή παγκόσμια παρουσίαση καλλιτεχνικής φωτογραφίας,
ζωγραφικής και άλλα διάφορα.. Όλα σε μια ..σελίδα..
| | |
| | |
| |
|
το Δημοτικό τραγούδι και η παράδοση:
* * *Αξίζει έστω και μια γρήγορη ματιά σας -από επάνω έως κάτω- αυτό το
παράθυρο για την δημοτική μας μουσική. Οι πληροφορίες είναι πλούσιες και
ξεκινάνε με μια πλειάδα Ιστοσελίδων με ζωντανά δημοτικά τραγούδια που
μπορείτε να ακούσετε.. Γίνεται πλατειά παρουσίαση μεγάλων καλλιτεχνών..
Καταγραφή παράδοσης και πάρα πολλά άλλα ενδιαφέροντα Καλή σας επίσκεψη
λοιπόν..
| | |
| | |
| |
|
ποιήματα τ' αγαπημένα:
* * * Όλα σε μια σελίδα : Ποιητές και ποιήματα τ' αγαπημένα απ' τα σχολικά
μας χρόνια.. Είναι μια ανάμνηση ή μια επίσκεψη πέστε σε ένα παλιό αγαπημένο
μας πρόσωπο.. Ίσως και στον ίδιο τον εαυτό μας. Τέτοια ποιήματα αν έχετε κι'
εσείς στην μνήμη σας γράψτε μας για να τα δημοσιεύσουμε!.
| | |
| | |
| |
|
Έλα να δεις:
* * *Η πιο παλιά σειρά της LAND of GODS.. Θα μπορούσε να είχε τον τίτλο: Στα
αχνάρια των Ελλήνων (λογοτεχνών) της διασποράς.. όμως φιλοξενεί και πολλούς
διακεκριμένους συγγραφείς, ποιητές-ποιήτριες από την πατρίδα, δημοσιογράφους
κριτικούς κ.α..
| | |
| | |
| |
|
...Δώσε μου χαιρετίσματα στους ανθρώπους και γλυκοφίλησε
μου τα αγιασμένα μας χώματα! (Από email στον Θανάση Λαμπρόπουλο
από Houston Texas καθώς επισκέπτεται το Καρδαρίτσι!. July 13, 2009)
...Give my greetings to people and kiss our blessed soils.. (By email
to Thanasis Lambropoulos from Houston Texas. As he is visiting Kardaritsi!. July
13, 2009)
| | |
| | |
| |
|
..Θυμήσου: 'Ενα παιδί της διασποράς, ήταν τότε, είκοσι
χρονών, που γύρισε στην πατρίδα γύρω στα 1820, και δεν μιλούσε καλά
ελληνικά, -καθώς κι' εσύ- και όμως στον ίδιο καιρό, έγγραψε τον εθνικό μας
ύμνο, ήταν ο Διονύσιος Σολωμός που έγγραψε επίσης και τούτο: «Κλείσε στην
ψυχή σου την Ελλάδα και θα νιώσεις μέσα σου κάθε είδους μεγαλείο»!!...
...Remember, it was a
child of the Diaspora back then, aged only twenty, who went back home, spoke
Greek poorly, -like you-, and yet he wrote our national anthem: he was Dionysios
Solomos who also wrote: "Close Greece up inside your soul and you will feel
within you all kinds of splendour...
| | |
| | |
| |
|
..πουλιά φοβισμένα; και αραγμένα τωρα στην μνήμη μας.
Θα μείνουν εκεί περιμένοντας το δικό μας τελευταίο ταξίδι και ύστερα πια θα
χαθούν...
...Like frightened birds Now seared upon our memory There to await our final
journey And then lost for ever...
| | |
| | |
| |
|
..Στους κάμπους και στα βουνά της πατρίδας αχ και να σ'
έπαιρνα απ' το χέρι, στιγμή - στιγμή, βήμα το βήμα! Κρυφό Σχολειό να σου έκανα
την ιστορία του Έλληνα παππού σου...
...In the valleys and the hills of home if only I could take your hand moment by
moment, step by step! In a Secret School I'd teach you your Greek grandfather's
history...
| | |
| | |
| |
|
..'Ομως σήμερα βλέπω, και πολύ φοβάμαι Κύριε, πως οι
εχθροί του 'Ελληνα τελικά τα κατάφεραν.. κι' αλυσοδεμένο τον έχουν.. Και
γδυτόν!! Ως αμνό τον πάνε -και με άλλους λαούς, ποιος να πιστέψει.. με μια Κοκα
Κόλα στο χέρι, στο Θείο Σταυρό του Μαρτυρίου Σου! και στην δική του την
εξαφάνηση...
...But today I see, and greatly fear, Lord, that the enemies of the Greek have
finally succeeded they keep him chained and naked Like a lamb they lead him -
together with other peoples - who would have believed it - with a coca cola in
hand, to the Holy Cross of your Passion! and to his extinction...
| | |
| | |
| |
|
..Μια Ελλάδα βαριά τόσο, όσο η ευχή των πατέρων σου!
Βαριά τόσο, όσο μια πετρούλα απ' το θείο της το σώμα... Θα σε βαραίνει... Όσο
που ζεις θα σε πικραίνει, όπου κι' αν βρίσκεσαι μακριά της, θα σε πεθαίνει... Μα
νάσαι σίγουρος θα σ' ανασταίνει μονάχα η σκέψη της...
...A Greece as heavy as your fathers' blessing! As heavy as a tiny pebble from
its sacred body. It will sit heavy on you.. As long as you live it will grieve
you, wherever you are, if you are far from home, it will be your death. But the
mere thought of it will bring you to life...
| | |
| | |
| |
|
..Και κρίμα στον υπόλοιπο λαό της διασποράς που στέκει
πίσω και λεει μονάχα: "Δεν πανε να κουρεύονται.." Όμως έτσι γίνεται πάντα!.. Και
έτσι γράφεται η ιστορία του 'Ελληνα στη διασπορά αλλά και στην πατρίδα...
...And shame on the rest of the Diaspora who just stand back and say: 'To hell
with them!' But that's how it has always been! And this is how the history of
the Greeks in written - at home and abroad! January1998...
| | |
| | |
| |
|
..Τα αχνάρια μου να περιμαζέψω, όπου δειλά θαρρώ λίγο
κι' ακόμη, να μου αργοφαίνονται: Μικρές τύψεις, μικρά αποτυπώματα στην
απεραντωσύνη Σου και στην μεγαλωσύνη Σου Κύριε!...
...To gather up my traces where timidly I think, a little more, gradually
appear: traces of remorse tiny prints in your infinity and greatness, Lord!...
| | |
| | |
| |
|
..Τότες, ήταν που πια στην γαλανή πατρίδα μας ήρθαν τα
χρόνια δίσεκτα και την κρατήσαν στο σκοτάδι.. Στο μεταξύ ο 'Αϊ μετανάστης
θύμωσε! και πήρε πένα και χαρτί κι' αντίς μελάνι, με αίμα! έγραψε απάνω το
όνομά του: Ρήγας Φεραίος, Φιλικοί, 1821, Διονύσιος Σολωμός, Υψηλάντης, και
άλλοι πολλοί...
...And then to the sky-blue land came the difficult years and kept it in
darkness. And then the sainted migrant was angry! And he took up pen and paper
And instead of ink he wrote in blood! And he wrote down his name: Rigas Feraios,
Filiki Etaireia, 1821, Dionysios Solomos, Ypsilantis and many more...
| | |
| | |
| |
|
..Στην πιο ψηλή κορφή της γης ο πρώτος καβαλάρης και
σταυραϊτός Δίπλα μου ο ήλιος χαμογελαστός Σπέρνει τραγούδια, αγάπης λουλούδια.
Χιλιάδες άγγελοι στήνουν χορό και σφάζονται μες την ποδιά σου...
...On earth's highest peak, stavraetos and mighty rider Next to me smiling, the
sun Sows songs and flowers of love Thousands of angels dance and are slaughtered
in your lap!...
| | |
| | |
| |
|
..Πήρε μια χούφτα χώμα απ' τα Καλάβρυτα.. Το έσμιξε με
κείνο της γης του Σύδνεϋ και έκανε το περβόλι της!.. Τώρα στην άκρη του
περιβολιού κάθεται και μας τραγουδάει με ένα τραγούδι που οι άνεμοι ξετρελαμένοι
απ' το παράπονο και της φωνής τη γλύκα! Την παίρνουν στα ταξίδια τους ως τα
Καλάβρυτα, τη Κρήτη, την Νέα Υόρκη.. Το Ώκβιλλε Οντάριο...
...She took a handful of Kalavryta earth mixed it with Sydney's soil and created
her little garden! Now she sits at the garden's end and sings to us, a song
which the winds crazed with longing and the sweetness of her voice, carry with
them on their journeys to Kalavryta, to Crete, New York, and Oakville Ontario...
| | |
| | |
| |
|
..Η γριά μου η *βάβω η παναγιά στην ερημιά με το
*φακιόλι της αλαφιασμένη ψάχνει στα διάσελα κλαημένη να βρει τσοπάνηδες.. Όμως
στα σταυροδρόμια χωρίς κερί τα εικονοστάσια παντού ερημιά πυκνή καταχνιά στην
εκκλησιά του Αϊ Νικόλα βουβή η καμπάνα.. Δόλια μου η μάνα...
...My old grandmother, Like the holy mother Searching desperately in the
wilderness for shepherds. But at the crossroads No candles in the church all is
deserted fog covers all And silent is the bell in St Nicholas church. My poor
mother alone...
| | |
| | |
| |
| |
The LAND of GODS Since October 1996
Oakville Ontario Canada | |
|
| |
|
|