Home to LAND of GODS
ο ΕλληνισμόςSince 1996 της Διασποράς
Προηγούμενη σελίδα Κεντρική σελ. της Ενότητας Επόμενη σελίδα
...αλλά ο Οδυσσέας ποθεί ακόμη και καπνό μονάχα της πατρίδας του να δει να πετιέται προς τ' απάνω κι ας πεθάνει... (Οδύσσεια, α, στ. 57 κ.π.)
Ανθολογία: Έλληνες ποιητές και συγγραφείς στο διαΔίκτυο
Κώστας Βάρναλης| Νικηφόρος Βρεττάκος| Οδυσσέας Ελύτης| Γιώργος Σεφέρης| Κωστής Παλαμάς | Γιάννης Ψυχάρης| 'Aγγελος Τερζάκης | Νίκος Καζαντζάκης| Μ. Καραγάτσης| Κώστας Καρυωτάκης| Κώστας Κρυστάλλης| Μήτσος Λυγίζος| Κώστας Ουράνης| Κική Δημουλά | Αφιέρωμα στον Γιάννη Ρίτσο| ΜΑΝΩΛΗΣ ΑΝΑΓΝΩΣΤΑΚΗΣ : Φοβάμαι... | Φώτης Κόντογλου| Αλκυόνη Παπαδάκη | ΝΙΚΟΣ ΣΠΑΝΙΑΣ | Μήτσος Παπανικολάου | Γιάννης Σκαρίμπας | Τάσος Λειβαδίτης | Θωμάς Γκόρπας | Ανδρέας Καρκαβίτσας | Καραντώνης Ανδρέας| Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης | Κωνσταντίνος Καβάφης | Νίκος Καββαδίας |
"Γεια χαρά. Σήμερα μπήκα για πρώτη φορά στη land of gods. Με εντυπωσίασε από την πρώτη ματιά. Μπράβο. Πρόσεξα ένα λάθος. Υπάρχει και αλλού. Για τον Καραγάτση. Το Μ. που έχει σαν μικρό όνομα δεν είναι Μιχάλης. Ο Καραγάτσης λεγόταν Δημήτρης. (Ροδόπουλος). Το Μ προέρχεται από το Μήτιας. Όπως είναι το Δημήτρης στα Ρωσικά. Δημήτρης είναι και ο εγγονός του, ο ηθοποιός Τάρλου. Μπορεί να σας το επιβεβαιώσει. Καλό θα είναι να το διορθώσετε".
Σταύρος Αβδούλος March 28, 2005
Ο Καραγάτσης Αυτοβιογραφείται
Γεννήθηκα στην Αθήνα σε ένα από τα τέσσερα γωνιακά σπίτια των οδών Ακαδημίας και Θεμιστικλέους. Δεν σας λέω όμως σε ποιό. Και το κάνω επίτηδες αυτό, για να μπλέξω άγρια-σε αυτό το αθηναϊκό σταυροδρόμι- τους διαφόρους "αρμοδίους", όταν έρθει η στιγμή να εντοιχισθεί η αναμνηστική πλάκα. Εγώ βέβαια θα τα έχω τινάξει προ πολλού, και θα σπάω κέφι καλά στον ουρανό, με τη μεταθανάτια φάρσα μου. Θα έχω παρέα το Σολωμό, που θα μου λέει κουνώντας το κεφάλι: " Τράβα και σύ Καραγάτση,όσα τράβηξα εγώ από τον Καιροφύλλα, τον Αποστολάκη και το Σπαταλά".

Όπως βλέπετε το κυριότερο γνώρισμά μου είναι η μετριοφροσύνη. Διδάχτηκα τα πρώτα γράμματα στο Αρσάκειο της Λάρισας (όταν συλλογιέμαι πώς, υπήρξα και Αρσακειάδα!) και αντί να ερωτευτώ τις συμμαθητριές μου, αγάπησα παράφορα τη δασκάλα μου. Γεγονός που μαρτυράει τη σκοτεινή ερωτική ιδοσυγκρασία μου. Έκανα ό,τι μπορούσα για να μην προβιβαστώ, να μείνω στην ίδια τάξη, κοντά στην "γυναίκα των ονείρων μου". Το υπέροχο λογοτεχνικό μου ταλέντο φανερώθηκε στο Γυμνάσιο, όταν έγραφα εκθέσεις αριστουργηματικές. Οι καθηγητές μου δεν πρόφταιναν να μου βάζουν δεκάρια. Ένας μονάχα- ένας ξερακιανός και καταχθόνιος- έβρισκε τα κείμενά μου απαίσια και τα μηδένιζε αράδα. Δεν μπορούσα να καταλάβω...αργότερα όμως κατάλαβα. Ο καθηγητής ήταν λογοτέχνης. Εννοείται πώς τον εκδικήθηκα σκληρά ...Ήμουν νεαρότατο μέλος της Εταιρίας Ελλήνων Λογοτεχνών όταν ο κ.Καθηγητής -γέρος πια- ζήτησε την ψήφο μου για να μπει και αυτός στο επίσημο αυτό Πρυτανείο της ελληνικής διάνθησης. Του την αρνήθηκα. Αποτέλεσμα: Αυτός είναι και εγώ δεν είμαι πια μέλος της Εταιρίας Ελλήνων Λογοτεχνών...

Κάποτε σπούδαζα νομικά. Είχα συμφοιτητές τους κ.Πέτρον Χάρην, 'Aγγελο Τερζάκην, Γιώργο Θεοτοκάν, Πετσάλην και Οδυσσέα Ελύτην, τα εξαιρετικά αυτά νομικά πνεύματα που τόσο διέπρεψαν στη δικανική σταδιοδρομία τους- όπως και εγώ εξάλλου. Ο ισχυρισμός του κ. Κλ. Παράσχου ότι υπήρξε συμφοιτητής μου είναι ανακριβέστατος. Όταν ο νεαρότατος κ. Παράσχος γράφτηκε πρωτοετής στη νομική, εγώ ήμουν κιόλας δικηγόρος παρ'Αρείω Πάγω. Έφηβος ήμουν όταν έγραψα τα πρώτα μου και τελευταία ποιήματα. Δεν τα δημοσίευσα ποτέ. Αργότερα τορριξα στην πεζογραφία, ένας Θεός ξέρει το γιατί...

Έγραψα πολλά και διάφορα, διηγήματα, νουβέλες, μυθιστορήματα, έργα υψηλού ηθικοπλαστικού περιεχομένου, πολύ κατάλληλα για παρθεναγωγεία και βιβλιοθήκες οικογενειών με αυστηρά αστικά ήθη. Οι ήρωες μου- Λιάπκιν, Μαρίνα Ρεϊζη και ιδίως Γιούγκερμαν- είναι άνθρωποι αγνοί, αθώοι, ιδεολόγοι και στέκουν ψηλότερα από τις αθλιότητες του χαμερπούς υλισμού. Απορώ πως το εκπαιδευτικό συμβούλιο δεν εισήγαγε ακόμα τα βιβλία μου για αναγνωστικά στα σχολεία του κράτους, εξίσταμαι πώς η Ακαδημία δεν μου έδωσε ακόμα το βραβείο Αρετής, πώς δεν με εκάλεσε ακόμα να παρακαθήσω στους ενάρετους κόλπους της κοντά στον κ.Σπύρο Μελά.

Δεν επείραξα ποτέ συνάδελφο και είμαι συμπαθέστατος στους λογοτεχνικούς κύκλους. Αυτό θα αποδειχθεί στην κηδεία μου όπου θα έρθει κόσμος και κοσμάκης να πεισθεί ίδιοις όμμασι ότι πέθανα, ότι θάφτηκα, ότι πήγα στο διάολο. Και θα φύγει από το νεκροταφείο ο κόσμος και ο κοσμάκης βγάζοντας στεναγμούς ανακούφισης. Είμαι βέβαιος πώς ο Θεός θα με κατατάξει μεταξύ των αγίων στον Παράδεισο. ΑΜΗΝ

Μ. Καραγάτσης

Η κυρία Νίτσα (Διήγημα)

--------------------
Η "Κυρία Νίτσα" είναι η συμμετοχή του Καραγάτση στον Α'λογοτεχνικό διαγωνισμό του περιοδικού Νέα Εστία. Με το διήγημα αυτό έλαβε μέρος στο διαγωνισμό, βραβεύτηκε με Α' έπαινο και δημοσιεύτηκε στο βιβλίο Οι Θεότητες του Κοτύλου (έκδοση της "Νέας Εστίας", Ι.Δ. Κολλάρος 1929), μαζί με άλλα δώδεκα διηγήματα που είχαν διακριθεί στον διαγωνισμό.

Η πρώτη μου αγάπη ήταν δέκα χρόνια μεγαλύτερη από μένα, ίσως και πιο πολύ. Αμέσως θα φανταστείτε το αιώνιο ειδύλλιο του αμούστακου εφήβου και της ώριμης γυναίκας, ή μάλλον χήρας, για να κυνηγήσω με μεγαλύτερη επιτυχία τις υπεκφυγές της φαντασίας σας.
Λοιπόν,όχι. Η πρώτη μου αγάπη, την εποχή που την αγάπησα, δεν ήταν παρά είκοσι χρονών. Εγώ ήμουν οκτώ.

Η διαφορά της ηλικίας μας αυτή καθαυτή δεν θα ήταν μεγάλη, αν οι αριθμοί των χρόνων μου δεν ήσαν τόσο χαμηλά. Μα αυτό δεν έχει σημασία. Εκείνη την εποχή ο χρόνος ήταν κάτι τι ανώτερο για μένα. Ήξερα ότι ήμουν οκτώ χρονών, αλλά ήμουν βέβαιος ότι αυτό το νούμερο ήταν ένα συμβατικό σημείο προς ταξινόμηση της ηλικίας μου, απέναντι της ηλικίας του διπλανού μου. Δεν μπορούσα όιμως να εννοήσω ότι μόλις οκτώ χρόνια έχουν περάσει από την ημέρα που είδα το φως. Χωρίς άλλο έπρεπε να ζούσα πολύ καιρό, είκοσι, τριάντα χρόνια, ξέρω και γω...
Ας μην πάρουν οι οπαδοί της μετεμψύχωσης επιχείρημα αυτή τη χρονολογική φαντασία της ομίχλης του παιδικού μου μυαλού. Ας μην ψάξουν να βρουν ενστικτώδη υποσυνείδητα μιας γερασμένης ψυχής που έζησε, και ξαναζεί σε ένα νέο κορμί. Ήταν άγνοια της πραγματικότητας και τίποτα παραπάνω. Γιατί αν είχα ζήσει άλλοτε, εδώ και καιρό, μ'όλη την προσωρινή μεταβατική κατάσταση της ψυχής μου, θα μου'μενε κάποια ανάμνηση της χαράς της επίγειας ζωής, ώστε να μην έκανα το λάθος να ξαναγεννηθώ.

Πολλοί ίσως να βρουν ότι έιχα πρόωρο ερωτικήν ανάπτυξη. Τι πλάνη! Αισθηματική δεν αρνούμαι, μα ερωτικήν, αδύνατο. Και όμως, αν ρίχναν μια ματιά στην "Πρώτη αγάπη" του Κονδυλάκη, θα βλέπαν ότι δεν υπάρχει τίποτα καινούργιο κάτω από τον ήλιο. Καθένας από την άχαρη ανατολή της ζωής του κρύβει μέσα του σε εμβρυώδη κατάσταση τη libido. Αγαπάει είτε σαν ασυνείδητος εραστής, είτε σαν σύνθετος Οιδίπους. Δεν έχει όμως το θάρρος στη δύση πια του βίου του να απλώσει μπροστά στον κόσμο τις πρώτες χλιαρές αχτίνες του ήλιου του. Τίποτε καινούργιο κάτω από τον ήλιο, μα πολλά κρυφά.

Ήταν ένα λευκό διάφανο ασθενικό κορίτσι, ένα όμορφο κορίτσι. Μια δημιουργία της φαντασίας του Μυσσέ, και της ρομαντικής πλειάδας. Μια εικόνα του Γκρεζ, χωρίς αφέλεια όμως. Κάτι πιο σύγχρονο. Αυτή τη μορφή ίσως την βρείτε και στον Φραπιέ και στον Μπαζέν. Η Ρόζα της "Maternelle" ή η Νταβιντέ Μπιρό; Ήταν δασκάλα. Δασκάλα μου, για να εννοούμαστε. Επήγαινα στην τρίτη του δημοτικού, σ'ένα μεικτό επαρχιακό σχολείο. Η μεγάλη αυλή του μόνο στις γωνιές είχε λίγη χλόη την άνοιξη.Δυό-τρείς ακακίες και μερικά βρωμόδεντρα ήταν το μοναδικό της στολίδι. Το χειμώνα το νερό της βρύσης πάγωνε, και η κρυσταλλιασμένη λάσπη έσπαζε κάτω από τα χοντρά παιδικά παπουτσάκια μας. Η κυρία Νίτσα -αυτό ήταν το όνομα της πρώτης δασκαλικής μου αγάπης -δεν ερχότανε ποτέ στην ώρα της. Η διευθύντρια έκλεινε τα μάτια σ’αυτό το μικρό πειθαρχικό παράπτωμα . Ο χειμώνας του κάμπου είναι τόσο κακός για τα κακόμοιρα τα κορίτσια που βγάζουν το ψωμί τους. Ο βοριάς ξεχύνεται από τις κορφές του Ολύμπου παγερός και κοκαλιάζει τους βόλους στα χωράφια της εριβώλακος Θεσσαλίας.
Η τάξη μας είναι ένα γωνιακό δωμάτιο, πάντα γιομάτο ήλιο, όταν δεν ήταν συννεφιά. Η σόμπα στη γωνιά τραβούσε με θόρυβο και κάπνιζε όλη την κάμαρα. Καθόμουν στο πρώτο θρανίο, και με υπομονή περίμενα. Οι σύντροφοι μου δίπλα κάναν ωραία σχέδια για την περίπτωση που δεν θα’ρχόταν ηκυρία”.
Πρώτα θα βγαίναν στην αυλή να παίξουν αμπάριζα. Ύστερα η “κυρία” διευθύντρια θα τους έδιωχνε γιατί θα κάναν θόρυβο και θα ενοχλούσαν τις “μεγάλες”. Αυτό ήταν η ύστατη ικανοποίηση του ορμέμφυτου της ελευθερίας, που βλάσταινε μέσα στις νέες ανθρώπινες ψυχούλες τους. Και ύστερα η εκδήλωση αυτού του ορμέμφυτου. Η άσκοπη πολυθόρυβη περιπλάνηση στον κάμπο. Και οι οπτασίες περνούσαν μπρος από τα μάτια μας.
Θα πηγαίναμε στον σταθμό. Ο δρόμος είναι γιομάτος λάσπη, μα αυτό δεν έχει σημασία. Είναι τόσο ωραίο να νιώθεις το έδαφος να υποχωρεί κάτω από τα πόδια σου, σα μια γλιστερή μαλακή μάζα. Από κει θα παίρναμε από το μηχανοστάσιο ασετυλίνη-είχαμε σχέσεις με το προσωπικό- και με το πολύτιμο αυτό αντικείμενο στα χέρια, θα πηγαίναμε στη μεγάλη “Μαγούλα”, την Ορμάν μαγούλα, όπυ θα εκσφενδονίζαμε τον πρώτο τυχόντα τενεκέ γάλακτος Νεστλέ στο στερέωμα, με τη βοήθεια των αερίων της οργανικής αυτής ουσίας.
Ίσως παρατηρήσετε ότι μεταχειρίζουμαι στην πιο απάνω περίοδο τη λέξη “θα” πολλές φορές εις βάρος κάθε σύνταξης και στύλ. Και όμως, αυτή η λέξη είναι όλη η περίοδος. Γιατί συνήθως απάνω στο φόρτε του αλήτικου ονείρου μας άνοιγε η πόρτα, και έμπαινε, ωχρή, παγωμένη, τυλιγμένη στο φτωχικό δασκαλικό παλτό της, η κυρία Νίτσα.

Θα μου πείτε, πως θυμάμαι ύστερα από τόσα χρόνια τα γεγονότα της πρώτης παιδικής μου ζωής.Ψάξτε καλά στις αναμνήσεις σας. Με λίγη καλή θέληση, θα βρείτε παλιές εικόνες γιομάτες δροσιά και αθωότητα. Τα μικρά μας χρόνια είναι τόσο λίγα, και τόσο χαρακτηριστικά , ώστε να μην μπορούν ν’ανακατευτούν με τον άχαρο συρφετό της μεγάλης μας ζωής . Είναι ένα σύνολο σαφές και καθαρό, μια γραμμή ευθεία και προσδιορισμένη. Σαν περάσουν πια αρχίζει ο λαβύρινθος και τα ζιγκ-ζάγκ της αγωνιώδους και απαιτητικής υπόστασής μας. Είμαστε μεγάλοι. Θέλουμε, θέλουμε, χωρίς να ξέρουμε τι θέλουμε. Το χαρακτηριστικό της ζωής είναι η αγωνιώδης προσμονή, όσο είμαστε παιδιά, κάποιου καλού, και όταν μεγαλώσουμε κάποιου κακού.
Ψάξτε καλά στις αναμνήσεις σας. Θα βρείτε έναν άλλον άνθρωπο, αλλιώτικο από σάς, ξένο, ένα φίλο ίσως και εχθρό. Σεις δεν είστε εκείνος. Ο Ανατόλ Φράνς δεν είναι ο “Μικρός Πέτρος”. Είναι ο λεπτός νοσταλγός, ο πατρικός διάδοχος του παιδιού που είχε τ’όνομά του. Είναι σαν μιά πνοή καθαρού αέρα, ή σαν μια πρέζα κοκαϊνης.

Το μάθημα της κυρίας Νίτσας είναι ιεροτελεστία. Η αδυναμία του εύθραστου αυτού αναιμικού κοριτσιού είχε πάνω μας μιαν επιβολή μεγαλύτερη από μια πελώρια μυϊκή δύναμη. Να μια περίεργη απόδειξη των δύο ακροτήτων. Η απαλή και γλυκιά φωνή της μιλούσε μέσα στις άγουρες ψυχές μας. Το μάθημα το ρουφούσαμε σαν μέλι από το στόμα της.
Όταν συλλογιέμαι τις παλιές αυτές ώρες, προσπαθώντας να ξεδιαλύνω λίγο από το μυστήριο της παιδικής ψυχής μου, βγάνω το συμπέρασμα ότι μάλλον υποβολή, παρά επιβολή, χαρακτήριζε αυτή τη γυναίκα. Το κέρινο ωραίο πρόσωπό της, που το κόβουν κόκκινα χείλια, σκοτωμένα βλέφαρα με πελώρια μαύρα τσίνορα, πάνω από μενεξεδένια καθαρά μάτια, ήταν ένα μείγμα αθώου κοριτσιού και femme fatale. Είτε μέσα στο μισοσκόταδο ενός συννεφιασμένου πρωινού, είτε στο φως ενός καλοκαιριάτικου δειλινού, είχε μια πελώρια χάρη και μια άδολη, άθελη γοητεία.
Βέβαια, εκείνο τον καιρό δεν ήμουν σε θέση να κάνω τέτοιες κρίσεις. Μόνο εικόνες σώζονται μέσα μου, εικόνες που ξαναζωντανεύουν κάτω από την πίεση της νοσταλγίας. Και είτε τότε τις έζησα, είτε τώρα τις ζω είναι το ίδιο.

Τα άμαθα χέρια μας γλιστρούσαν αδέξια στο ριγωμένο χαρτί. Η καρδιά μας χτυπούσε μήπως δεν κάνουμε τα γράμματα καλά. Τόσα κεφαλάκια, σκυμμένα με άφατη προσοχή, τραβούσαν γραμμές στο ανοιχτό μπλέ τετράδιο. Ένας ελαφρός μονάχα κρότος τριβής ακουγόταν στο άσπρο δωμάτιο. Η κυρία Νίτσα πάνω στην έδρα φάνταζε πιο άσπρη παρά ποτέ κάτω από τον όγκο των καστανών μαλλιών της.

Η αγωνία φώλιαζε μέσα στο στήθος μου. Τα γράμματα, παρ’όλη την χτηνωδώς παιδική επιμονή μου, αραδιαζόσαντε άτακτα και χοντρά πάνω στο χαρτί. Η απελπισία μου έφτανε στο κατακόρυφο. Σήκωνα τα μάτια μου γιομάτα τρόμο και ικεσία προς την έδρα. Τι συλλογιζότανε; Που ταξίδευαν τα διαφανή μενεξεδένια μάτια κάτω από τα μαυρισμένα βλέφαρα; Γιατί αναστενάζει; Μήπως είναι άρρωστη; Γιατί δεν μας κοιτάει; Μας ξέχασε;
Το λευκό κεφάλι σηκώνεται. Με είδε, με κοιτάει. Τα μαλλιά της είναι πιο κοντά παρά ποτέ.
-Τι είναι, Γιαννάκη;
Τι είναι; Μα είναι τόσο πολλά πράματα μυστηριώδη για τη μικρή ψυχή μας, που έπρεπε να τα είχες καταλάβει, αέρινη μικρή δασκάλα. Μέσα στο κάθε παιδί κρύβεται ένας άντρας, ένας άντρας όπως όλοι οι άλλοι, όπως ο όμορφος λοχαγός, παραδείγματος χάριν, που περνάει με τ’άλογο του τέσσερις φορές την ημέρα, κάτω από το παράθυρο της τάξης. Αυτόν τον κρυμμένο παιδικόν άντρα, έπρεπε να τον είχες ανακαλύψει, έπρεπε να τον είχες δαμάσει με την γυναικεία τέχνη σου. Μα δεν είχες καιρό. Τον δικό σου άντρα, τον ώριμο άντρα, τον ανακάλυψες, και αν δεν δάμασες αυτόν, δάμασες χωρίς άλλο το άλογό του, γιατί δεν εξηγιέται αλλιώς πως στεκόταν πάντα κάτω από το ανοιχτό παράθυρο, σκάβοντας με το πόδι τη γη και χλιμιντρώντας.
Εξέχασες τελείως τα παιδιά σου, κακή κυρία Νίτσα.
Η φωνή μου όταν της απαντούσα ήταν κλαψιάρικη.
– Δεν μπορώ να κάνω το ψι…
Το ψι. Ο τύραννος του νεοφώτιστου μαθητή. Ο τρόμος της καλλιγραφίας. Το χεράκι μπερδεύεται και τρέμει όταν αρχίζει να χαράζει το μεγάλο κόμπο, το γόρδιο αυτό δεσμό του ελληνικού αλφαβήτου.
Ένα χαμόγελο γιομάτο καλοσύνη ζωγραφίζεται στο πρόσωπό της. Τα μεναξεδένια μάτια στάζουν μέλι. Κατεβαίνει από την έδρα. Κάθεται κοντά μου στην άκρη του θρανίου. Από το κλειστό γιακά της βγαίνει μια μυρουδιά γυναίκας, απροσδιόριστη ακόμη για την αναίσθητη όσφρησή μου, μα αρκετά μυστηριώδης και ευχάριστη από τότε. Το μακρύ κορμί της ακουμπάει απάνω μου. Η ελαστική της σάρκα αποτυπώνεται καλά στη μνήμη μου, μ΄ένα αίσθημα περίεργο, συγγενές προς την ηδονή. Έχω λόγους να νομίζω ότι αυτή είναι η ηδονή σε εμβρυώδη κατάσταση.
Τα μακριά κέρινα δάχτυλά της παίρνουν στη θερμή μυρωμένη λαβή τους το ανήξερο παιδικό μου χέρι. Και με οδηγούσε στο δαίδαλο του ψι, σωστή διανόηση αυτή, εμένα αγράμματο παιδί , όπως μια μεστή γυναίκα τον ανήξερο έφηβο στο λαβύρινθο του έρωτα.

Συλλογιέμαι καμιά φορά εκείνη τη γυναίκα που, εδώ και χρόνια τώρα, για λίγες δραχμές, ανέλαβε να μου δείξει το ασανσέρ που ανεβαίνει στον έβδομο ουρανό της αγάπης. Κανένα καινούργιο συναίσθημα. Είμαι βέβαιος πως το ρόλο που έπαιξε αυτή ρεαλιστικότερα, τον ντεμπουτάρισε σε μένα η κυρία Νίτσα, με έναν ασυναίσθητο ρομαντισμό, για να λέμε την αλήθεια. Γιατί το φτωχό κορίτσι δεν μπορούσε να ξέρει τις απόκρυφες γωνιές της ψυχής των μαθητών της.
Κάθε γνωστού πράματος την πρώτη γνώση πρέπει να την ζητάμε πίσω, στις πιο μακρινές εποχές της ζωής μας. Εκείνο που μόλις σήμερα γνωρίσαμε, το είχαμε δει και άλλοτε. Πότε; Αυτό είναι μυστήριο. Κάτω από μια από τις άπειρες μορφές του, κάποτε θα έπεσε στην αχτίνα των αισθήσεών μας. Ίσως σε κάποια εποχή τόσο περασμένη και ξεχασμένη, ώστε η φαντασία μας να την βάζει σε μια χρονολογία πιο μακρινή από τη γεννησή μας. Και λέω η φαντασία μας, για να μην πάρουν επιχείρημα οι οπαδοί της μετεμψυχώσεως για να στηρίξουν τις αβέβαιες επιστήμες τους. Όχι, δεν τους το επιτρέπω.

Το τέλος το ειδυλλίου ήταν οιχτρό. Η κυρία Νίτσα με προβίβασε. Και την άλλη χρονιά στην μεγαλύτερη τάξη παρακολουθούσα το άχαρο μάθημα μιας άσκημης γεροντοκόρης, που το μαραμένο της μούτρο ήταν γεμάτο κακόχρωμα σπυριά, εκδήλωση μιας αργοπορημένης και ανικανοποίητης νιότης. Το όνειρο έσβησε από τα μάτια μου και σιγά σιγά από την καρδιά μου.

Η κυρία Νίτσα παντρεύτηκε το λοχαγό. Ήμουν παρών στους γάμους της. Καμιά ζήλεια δεν τάραξε την ψυχή μου. ‘Ημουν από τότε πολιτισμένος. Την βλέπω σήμερα συχνά. Τα δέκα χρόνια που μας χωρίζουν δεν αποτελούν πια ανυπέρβλητο διανοητικό και κοινωνικό εμπόδιο. Ο κοσμοπολιτισμός μας έχει φέρει σε ίση μοίρα. Είναι ακόμα ωραία, μολονότι έχει χάσει το θέλγητρο της μισοσκότεινης τάξης. Είναι μια γυναίκα, και όχι οπτασία. Ο άντρας της είναι πια συνταγματάρχης που έχει λάβει μέρος σε τρια κινήματα. Ζει ευτυχισμένη, και έχει μια κόρη που της μοιάζει πολύ. Δεν μας χωρίζουν παρά δέκα χρόνια, μα αυτή τη φορά εγώ είμαι ο μεγαλύτερος. Το μυαλό σας ίσως πάει μακριά. Αυτό είναι άλλο ζήτημα. Ήθελα μόνο να σας πω για την πρώτη μου αγάπη…
Περιττό να προσθέσω ότι δεν την αγαπώ πια.

Πηγή: mathisis.com

Χρονολόγιο
Ο Καραγάτσης ήταν ένας πολύ δύσκολος άνθρωπος μέσα στο σπίτι του. Φαίνεται πώς η οικογένεια ως θεσμός τον έπνιγε. Έσκαγε. Από την άλλη όμως την είχε και απόλυτη ανάγκη: ήθελε τη σιγουριά του, την καλοπέρασή του, τα κολαρισμένα πουκάμισα, τα φρεσκοσιδερωμένα κουστούμια ,τα καλογυαλισμένα παπούτσια του και φυσικά το καλό φαγητό...αν λόγου χάρη είχε παραγγείλει το πρωί φασολάκια και το μεσημέρι έβρισκε στο τραπέζι μελιτζάνες γινόταν θηρίο "...όλο το πρωί που δούλευα στην εφημερίδα λιγουρευόμουν τα φασολάκια, το καταλαβαίνετε; Τι να τις κάνω τώρα εγώ αυτές τις μελιτζάνες;...". Μια δυό φορές μάλιστα είχε ανοίξει το παράθυρο και είχε πετάξει το φαγητό στην αυλή. συνέχεια: Συνάντηση με την κόρη του, Μαρίνα Καραγάτση
1908: Στις 23 Ιουνίου γεννιέται στην Αθήνα ο Δημήτρης Ροδόπουλος.Ο πατέρας του, Γεώργιος, καταγόταν από παλιά οικογένεια αριστοκρατών γαιοκτημόνων της Πελοποννήσου και συγκεκεριμένα από την Πάτρα. Μετά την προσάρτηση της Θεσσαλίας εγκαταστάθηκε στην Λάρισα όπου δικηγόρησε και πολιτεύθηκε. Σύζυγός του ήταν η ’νθη Μουλούλη η οποία καταγόταν από τον Τύρναβο.Η οικογένεια είχε πέντε παιδιά.

1915: Δασκάλα του στο Δημοτικό ήταν μια νέα κοπέλα, η κατοπινή Κυρία Νίτσα του ομώνυμου διηγήματος που θα είναι το διαβατήριο του Ροδόπουλου στο χώρο της λογοτεχνίας. Επιλέγει το ψευδώνυμο Καραγάτσης γιατί δεν θα ΄πρεπε να κηλιδωθεί το όνομα της οικογένειας από έναν απόγονο που θα ασχολιόταν με τη λογοτεχνία. Επιλέγει αυτό το ψευδώνυμο γιατί τα καλοκαίρια συχνά σκαρφάλωνε σε ένα καραγάτσι κοντά στο σπίτι τους για να διαβάσει. Όσο για το αρχικό, λέγεται πώς απαντά στο όνομα Μίτια. Έτσι τον φώναζαν οι φίλοι του εξ'αιτίας της αγάπης του για τον Ντοστογιέφσκι.

1924: Γράφεται στη Νομική Σχολή του Πανεπιστημίου της Γκρενόμπλ.

1925: Επιστρέφει στην Ελλάδα και συνεχίζει τα Νομικά στο Πανεπιστήμιο της Αθήνας, ενώ την επόμενη χρονιά διαπρέπει στο έτος του.

1927: Συμμετέχει στον Α'Λογοτεχνικό Διαγωνισμό της "Νέας Εστίας" και βραβεύεται με Α' έπαινο με το διήγημα "Κυρία Νίτσα". Την κριτική επιτροπή αποτελούν οι: Κ.Παλαμάς, Α.Θρύλος, Δ.Καμπούρογλου, Σ.Μενάρδος, Γρ. Ξενόπουλος

1933: Εκδίδεται το πρώτο του μυθιστόρημα "Συνταγματάρχης Λιάπκιν" από τις Εκδόσεις Δημητράκου.

1935: Εκδίδεται η συλλογή διηγημάτων "Το συναξάρι των αμαρτωλών". Παντρεύεται τη Νίκη Καρυστινάκη, ζωγράφο, απόφοιτο της Σχολής Καλών Τεχνών.

Γιάννης Βαρβέρης
"Το Χαμένο Νησί" της θεατρικής Κριτικής

Ο Καραγάτσης είναι, κατά γενική ομολογία, το πιο οιστρήλατο πεζογραφικό ταλέντο της γενιάς του '30, ένα φαινόμενο συγγραφικής γονιμότητας και αντοχής στο χρόνο. Κατ'εξοχήν κοσμοπολίτης στην πεζογραφία του, δεν έκανε άλλο παρά να μεταφέρει στην καθαρά δημιουργική του περιοχή ένα χαρακτηριστικό που τον παρακολούθησε και στη ζωή του. Μια από τις παρασιωπημένες για χρόνια πτυχές αυτού του κοσμοπολιτισμού είναι και η ενεργός συμμετοχή του Καραγάτση στο θεατρικό γίγνεσθαι των ετών 1946-1960 μέσω της θεατρικής κριτικής από τις στήλες της εφημερίδας Βραδυνή. Το σύνολο των κειμένων αυτών είχε την τύχη να σωθεί σε έναν επιβλητικό τόμο των εκδόσεων της Εστίας. Έτσι, σήμερα διαθέτουμε ολοκληρωμένο ένα άλλο, ιδιαίτερα ενδιαφέρον πρόσωπο του Καραγάτση.

Επανέρχομαι στον καλώς εννοούμενο κοσμοπολιτισμό του συγγραφέα της Χίμαιρας. Τον θεωρώ ως το πρώτο θερμουργό κίνητρο αυτής της θεατροκριτικής δραστηριότητας. Χωρείς να μπορεί κανείς να ψυχογραφήσει με ασφάλεια, ίσως δεν θα ήταν εντελώς άστοχο να φανταστεί έναν ακαταπόνητο και εξαιρετικά δυναμικό άνθρωπο που, εφόσον ωε συγγραφέας συνδέει με τόση ευκολία χαρακτήρες και καταστάσεις σε αστικό συνήθως περιβάλλον, του είναι δύσκολο να παραμείνει αδρανής μπροστά στο πραγματικό αστικό περιβάλλον του δικού του καιρού, και μάλιστα σε μια ιδιαίτερη έκφανσή του, τη θεατρική, έκφανση πνευματική, καλλιτεχνική αλλά και έντονα κοινωνική. Οι τρεις αυτές παράμετροι συγκινούν ισοκύρως.

Στα χρόνια που εκδηλώνεται ο Καραγάτσης ως κριτικός θεάτρου και πριν από αυτόν, το λειτούργημα της κριτικής του θεάτρου υπηρέτησαν αφ'ενός οι πρωτοπόροι Ανδρ.Ανδρεάδης, Κ.Οικονομίδης, Θ.Αθανασιάδης-Νόβας, Γ.Ν.Πολίτης, Λ.Κουκούλας, ’λκης Θρύλος, Μιχ.Κουνελάκης και Μιχ.Ροδάς, καθώς όμως και οι Αιμ.Χουρμούζιος, ’γγ.Τερζάκης, Π.Χάρης, Μ.Πλωρίτης.

Ανάμεσα στους άξιους αυτούς, ο Καραγάτσης εμφανίζεται, κατά τη γνώμη μου, με περισσή τόλμη και με αρκετή ευθικρισία. Μελετώντας κανείς τις σελίδες του τόμου που προαναφέραμε αναγνωρίζει κανείς έναν άνθρωπο ορμητικό, ασυμβίβαστο, ειλκρινή αλλά συνάμα έναν άνθρωπο του οποίου το ένστικτο τον οδηγεί σε ορθές και οξυνούστατες παρατηρήσεις γύρω από το μερικό, αλλά και σε εντοπίσιμα σφάλματα περί το γενικό.

Ο Καραγάτσης, πάντως, αντιμετωπίζει το θεατρικό γεγονός όχι με την αντισηψία του αυστηρού διανοούμενου αλλά με το πάθος του δημιουργού, είτε ορθοτομεί είτε όχι. Η κριτική του κατά έναν τρόπο συνιστά άτυπη συνέχιση της καθημερινής πεζογραφικής του εργασίας, έχει στοιχεία από τη ρώμη της, από την έντασή της, ακόμη και από τη βιαιότητα ή την ανατρεπτικότητά της.

Ο Καραγάτσης στις κριτικές του βρίσκεται σε ίση απόσταση από τον έπαινο και από τον ψόγο. Η ήδη κερδισμένη τότε ευρεία αποδοχή του πεζογράφου επιτρέπει και ενθαρρύνει τον κριτικό σε ανενδοίαστες αποδοκιμασίες όπως και σε πλουσιοπάροχα εγκώμια, χωρίς εκείνος να μετράει το προσωπικό του κόστος μέσα σε μια μικρή και στενόκαρδη Αθήνα. Την εντύπωση αυτής της υψηλοφροσύνης επιτείνει και η νευρώδης, άμεση γραφή του που δεν διστάζει να πει τα πράγματα με το όνομά τους χρησιμοποιώντας γλώσσα ευθύβολη, ξένη προς τον διφορούμενο υπαινιγμό και το υπομονευτικό υπονοούμενο. Αυτή η διάσταση της γραφής του καθιστά τα κείμενα του εύληπτα, ρέοντα, θα έλεγα ευχάριστα, και συνάμα τους αφαιρεί σε ένα βαθμό τή στυλιστική υποψηφιότητα. Τα εγκαθιστά σε μια μετέωρη θέση μεταξύ προικισμένα αφρόντιστης λογοτεχνίας και ασθματικής αλλά υψηλής δημοσιογραφίας. Κάτι τέτοιο πάντως είναι αναμενόμενο από έναν κριτικό του οποίου η κύρια μέριμνα στο ίδιο αντικείμενο συζήτησης, το θέατρο, είναι η βελτίωση του πολιτιστικού επιπέδου του θεατή μέσω ιδίως του απαιτητικού περιεχομένου της θεατρικής παράστασης. Όπως στη γραφή του έτσι και σε ό,τι θεάται και κρίνει, ο Καραγάτσης νοιάζεται περισσότερο για το περιεχόμενο και λιγότερο για τη μορφή. Ο στόχος τη εμπλοκής του σε αυτήν την υπόθεση είναι κοινωνικός, άρα πρωτίστως παιδευτικός.

Ως προς τα κατ'ιδίαν, ο σημερινός αναγνώστης των κριτικών του δεν μπορεί εν πρώτοις να του αρνηθεί την καίρια παρέμβαση σε κρίσιμα θεατρικά ζητήματα μιας εποχής ανακατατάξεων ,ζημώσεων και εμφάνισης νέων ρευμάτων από το εξωτερικό αλλά και στο εσωτερικό. Η γενναία αποδοχή φυσιογνωμιών, μεταξύ των οποίων πολλοί σκηνοθέτες όπως ο Κάρολος Κουν, η ασυμπλεγμάτιστη, σχεδόν ενθουσιώδης επισήμανση των αρετών των ξένων συγγραφέων, Ευρωπαίων και Αμερικανών, καθώς και η υπεράσπιση της νεοελληνικής δραματουργίας με ποιότητα στο εκάστοτε είδος συνιστούν αδιάψευστα τεκμήρια αυτής του της απόλυτα κολοπροαίρετης κριτικής διαθεσιμότητας. συνέχεια: Γράφουν γι'αυτόν

1936: Τον Οκτώβριο γεννιέται η κόρη του Μαρίνα

1938: Την 1η Ιανουαρίου αρχίζει να δημοσιεύεται σε συνέχειες στη Νέα Εστία ο "Γιούγκερμαν".

1939: Πεθαίνει ο πατέρας του. Δημοσιεύονται στη Νέα Εστία τέσσερις μεταφράσεις του από αποσπάσματα έργων Γάλλων συγγραφέων.

1940: Κυκλοφορεί το μυθιστόρημα "Γιούγκερμαν" και η συλλογή διηγημάτων του "Η λιτανεία των ασεβών".

1941: Κυκλοφορούν "Τα στερνά του Γιούγκερμαν".

1944: Κυκλοφορεί ο "Κοτζαμπάσης του Καστρόπυργου", από τις εκδόσεις Αετός.

1946: Πεθαίνει η μητέρα του. Θα της αφιερώσει το μυθιστόρημα "Ο μεγάλος ύπνος". Την ίδια χρονιά αναλαμβάνει τη θεατρική στήλη της εφημερίδας "Η Βραδυνή". Από τις 3 Απριλίου μέχρι τις 5 Μαϊου παίζεται από τον θίασο Μουσούρη το θεατρικό του έργο "Μπαρ Ελδοράδο". Γράφει το σενάριο της κινηματογραφικής ταινίας "Καταδρομή". 1947: Κυκλοφορεί το μυθιστόρημα "Αίμα χαμένο και κερδισμένο". Πρόκειται για το δεύτερο της τριλογίας. Το πρώτο ήταν "Ο Κοτζαμπάσης" και το τρίτο "Τα στερνά του Μίχαλου" που θα κυκλοφορήσει δύο χρόνια αργότερα.

1948: Κυκλοφορεί η μυθιστορηματική του βιογραφία "Βασίλης Λάσκος".

1949: Κυκλοφορεί το μυθιστόρημα "Τα Στερνά του Μίχαλου". Ταξιδεύει στην Αγγλία προσκαλεσμένος του Βρετανικού Συμβουλίου.

1950: Κυκλοφορεί η συλλογή διηγημάτων "Το νερό της βροχής". Ο συγγραφέας ταξιδεύει στις Ηνωμένες Πολιτείες καλεσμένος του State Department. Με δημοσιογραφική αποστολή ταξιδεύει και στην Ιταλία, Γαλλία. Αυστρία, Ουγγαρία, Τουρκία και Αίγυπτο.

1951: Κυκλοφορεί η συλλογή διηγημάτων "Το μεγάλο συναξάρι". Την 1η Ιανουαρίου δημοσιεύεται στη Νέα Εστία το "Ο Ντι Έϊτς Λώρενς και οι υιοί του Θεού", εντυπώσεις του συγγραφέα ύστερα από την επίσκεψή του στο Νέο Μεξικό, στη χήρα του Λώρενς. Ήταν ένα προσκύνημα στο σπίτι του συγγραφέα και στο παρεκκλήσι όπου φυλασσόταν η τέφρα του.

1952: Αρχίζει να εργάζεται στην ΑΔΕΛ, τη διαφημιστική εταιρία. Την ίδια χρονιά κυκλοφορεί ο πρώτος τόμος της "Ιστορίας των Ελλήνων".

1953: Κυκλοφορεί το μυθιστόρημα "Μεγάλη Χίμαιρα". Ο συγγραφέας ταξιδεύει στην Ανατολική Αφρική απεσταλμένος της εφημερίδας του.

1954: Κυκλοφορεί το μυθιστόρημα "Αμρί α μούγκου" (Στο χέρι του Θεού). Ο Καραγάτσης έγραψε επηρεασμένος από το ταξίδι του στην Ανατολική Αφρική. Την ίδια χρονιά εκδίδεται το σατιρικό του βιβλίο "Ο θάνατος κι ο Θόδωρος".

1956: Κυκλοφορεί το μυθιστόρημα "Ο κίτρινος φάκελος". Αρχίζει να γράφει το μυθιστόρημα "Σέργιος και Βάκχος". Βραβεύεται με το Κρατικό Βραβείο Διηγήματος.

1958: Το Νοέμβριο παθαίνει σοβαρή καρδιακή προσβολή.

1959: Στις αρχές της χρονιάς κυκλοφορεί το μυθιστόρημα "Σέργιος και Βάκχος". Αρχίζει να γράφει το "10", μυθιστόρημα που θα μείνει ημιτελές. Κατεβαίνει, αν και άρρωστος κάθε πρωί γύρω στις 5, στον Πειραιά και παρακολουθεί τη ζωή του λμανιού, συλλέγοντας έτσι το υλικό του νέου του βιβλίου. Γυρίζει στο σπίτι γύρω στις 9 και συνεχίζει το γράψιμο.

1960: Στις 14 Σεπτεμβρίου ο Καραγάτσης πεθαίνει. Το "10" μένει ατελειώτο. Εκδίδεται τελικά το 1964.

Πρόκειται για ένα μέρος του χρονολογίου που έχει συνταχθεί από τον Κριστιάν Φιλιππούση και έχει δημοσιευτεί στο περιοδικό "Διαβάζω" το 1991 συνέχεια

  
The LAND of GODS Since October 1996
Oakville Ontario Canada