Ο Μήτσος Λυγίζος γεννήθηκε το 1912 (αναφέρεται και το 1914) στην Αθήνα και πέθανε στις 18 Σεπτεμβρίου του 1993. Ποιητής, μελετητής, σκηνοθέτης και ηθοποιός. Σε μεγάλο βαθμό ασχολήθηκε με την σκηνοθεσία στην τηλεόραση.
Σπούδασε στην δραματική σχολή του εθνικού θεάτρου και αργότερα πήγε στο Παρίσι να σπουδάσει σκηνοθεσία, συνέχισε τις σπουδές του στο Λονδίνο και την Νέα Υόρκη.Σκηνοθέτησε πολλά θεατρικά έργα αλλά ασχολήθηκε σκηνοθετώντας έργα και στο ραδιόφωνο. Διετέλεσε μέλος του διοικητικού συμβουλίου της Εταιρίας Ελλήνων Λογοτεχνών από το 1982 έως το 1984. Ανιψιος του ειναι ο ηθοποιος Ντανος Λυγιζος. Είχε έναν γιο. Κηδεύτηκε στο Νεκροταφείο του Ζωγράφου.
Ποιητικές συλλογές
Το ημερολόγιο μιας θητείας, Αθήνα 1998, εκδόσεις Κώδικας
Λάμπα καταγραφής, Αθήνα 1989, εκδόσεις Δωδώνη
Ποίηση απ' την αντίσταση, εκδόσεις Σύγχρονη Εποχή, 1986,
Κατάδυση, Από την Αντίσταση στο σήμερα, Αθήνα 1981 , εκδόσεις Δωδώνη
Προβληματισμοί στην ποίηση-Δοκίμια, εκδόσεις Δωδώνη, 1978, Πολιορκία, Αθήνα 1974 Μαρτυρολόγιο, Αθήνα 1974 , εκδόσεις Εργαστήρι
Εραναν τον τάφο, Αθήνα 1966, εκδόσεις Δίφρος Οι τελευταίοι , Αθήναι 1956, εκδόσεις Μιχ.Σαλιβέρου
Η αλλαγή, Αθήνα 1947 , έκδοση Α. Μαυρίδης Τοπία του ημίφωτος, 1940
Βιβλία & Λογοτεχνικές μελέτες
Τομή στο σύγχρονο θέατρο και δώδεκα θεατρικά δοκίμια, εκδόσεις Δωδώνη, Αθήνα 1987, Από τα ταξίδια μου, εκδόσεις Δωδώνη, Αθήνα 1984 Αντίσταση εμφύλιος και δικτατορία, εκδόσεις Δωδώνη, Το νεοελληνικό πλάι στο παγκόσμιο θέατρο, έκδοση Μ. Σαλιβιέρος, Αθήνα 1958
Ο Τέλλος ’γρας και ο λυρικός λόγος
Η έννοια της ποίησης
Φιλμογραφία
Ο Δρόμος των Ηρώων (1971)
Μια Ζωή χωρίς Αγάπη (1970)
Ο Μεγάλος Ενοχος (1970)
Αλτ! Και σ`Εφαγα. Εδώ Προκόπης... (1969)
Η λεωφόρος της προδοσίας (1969) [(πρόεδρος ανακριτικής επιτροπής)]
Η Οδύσσεια ενός ξεριζωμένου (1969)
Ο Τσαχπίνης (1968)
Ωραία Αιγιώτισσα (1968)
Αυτή που δεν λύγισε (1968) [Πέτρος Βελλίδης]
Ορκίζομαι, Είμαι Αθώα (1968) [Μίλτος Κανδρής]
Ένας ιππότης με... τσαρούχια (1968) [Επαμεινώνδας Κουλουβάχατος]
Ο εμποράκος (1967) [Μαρίνος Κωνσταντινίδης]
Αδικη Κατάρα (1967)
Ο αδελφός ’ννα (1963) [(ηγούμενος)]
Συντρίμμια της Ζωής (1963)
Ο λουστράκος (1962) [Γιώργος Καρέλης]
Το ταξίδι (1962) [Κεχαγιόγλου]
Never on Sunday [Ποτέ την Κυριακή] (1960) [Αρμάθης (καπετάνιος)]
Αυτοί που Ξέχασαν τον Ορκο τους (1971)
Σειρές που σκηνοθέτησε
Αγρίμια 1973 ΥΕΝΕΔ
Δύσκολα χρόνια 1975 ΥΕΝΕΔ
Εφιάλτης 1973 ΕΙΡΤ
Η Θέμις έχει κέφια 1975 ΕΙΡΤ
Η Θέμις έχει νεύρα 1976 ΕΡΤ
Μαντάμ Σουσού 1972 ΥΕΝΕΔ
Μια υπέροχη γλωσσού 1977 ΕΡΤ
Ο άνθρωπος δίχως πρόσωπο 1972 ΕΙΡΤ
Ορκίζομαι να είπω την αλήθεια 1976 ΥΕΝΕΔ
Ορκιστείτε παρακαλώ 1982 ΥΕΝΕΔ
Χωρίς φόβο και πάθος 1976 ΕΡΤ
ΑΠΟ ΤΟ http://lefobserver.blogspot.com/
Από την σελίδα: greekactor.blogspot.ca
|
|
Τ
ριάντα αγοροκόριτσα κάτω απ' τα βλεφαρά μας,
τριάντα αγοροκόριτσα σ' έναν αγρό με στάχια,
πέταξαν τα φουστάνια τους κι όλος ο κάμπος καίγεται,
πέταξαν τα φουστάνια τους κι ο αγέρας χλιμιντράει !
Τριάντα αγοροκόριτσα βάζουν φωτιά στον ύπνο μας
δίνουν βουτιές στον ύπνο μας και πέφτουνε τα στάχια
τριάντα αγοροκόριτσα ρίχνουν τον ήλιο ανάσκελα,
σκορπούν τις πέρα συννεφιές με χίλια μπόγια νιάτα !
Σ' εξήντα οργιές, σ' ογδόντα οργιές φωτιά σκορπιέται η γύμνια τους,
σε χίλιες τόσες δρασκελιές σκάει το μεσιμέρι,
και μες απ' τα ρουθούνια του ταυριά γιομίζει ο κάμπος !
| | |
| | |
| |
|
Κοιμάται εδώ στον ποταμό, κοιμάται ξεχασμένη
κοιμάται, κι ο μικρός βοριάς ζητάει να την ξυπνήσει,
μ' αυτή τον ήλιο χαίρεται βαθιά αποκοιμισμένη.
Μα πώς κοιμάται έτσι βαθιά και δεν ακούει τον άνεμο,
και δεν ακούει τον ξαφνικό μικρό βοριά της όχθης;
Μα πώς κοιμάται έτσι βαθιά - θα την χτυπήσει ο ήλιος !
Ξύπνα, μικρή, θα σε ζητούν, ξύπνα κι αποξεχάστηκες
ξύπνησε, κι ο μικρός βοριάς ζητάει να σε ξεντύσει
ξύπνα, κ εδώ που βρέθηκες ποιον θάχεις να σε ντύσει;
Αχ, το μικρό - μικρό βοριά, παιδεύει το μπλουζάκι της !
Αχ, το μικρό - μικρό βοριά, την όχθη αναστατώνει !
Μα πώς κοιμάται έτσι βαθιά - θα την σηκώσει ο άνεμος,
που όλο αναρπάει τη φούστα της κι όλο την ξεγυμνώνει !
Μα πώς κοιμάται έτσι βαθιά - θα την απογυμνώσει !
Ξύπνα, μικρή του ποταμού, ξύπνησε και σκεπάσου
ξύπνα και πάει δώδεκα, και πάει το μεσημέρι.
Ξύπνα, δεν πρέπει να σε ιδούν, να ιδούν τον αφαλό σου.
Πλάι της κύλαε βουβό τ' αδιάφορο ποτάμι
και μόνο κάτω απ' το μαστό μια τρύπα από μαχαίρι
την είχε αφήσει τόσο αργά στην όχθη να κοιμάται.
| | |
| | |
| |
|
Εδώ κοιμούνται, μπρος στον ποταμό,
εδώ στην όχθη την παλιά, στο πράσινο ποτάμι,
πέντε μικρά ναυτόπουλα, πέντε παιδιά του κόσμου.
Εδώ κοιμούνται, πλάι στο νερό,
πάνω σε πέντε σύνεφα, σε πέντε οργιές χορτάρι
πέντε ναυτάκια πούγραψαν στην όχθη τ' ονομά τους.
Ηταν μικρά - μικρά - μικρά, κ' ήτανε πάντα ξάγρυπνα
ήταν μικρά - μικρά - μικρά, κ' ήταν συλλογισμένα.
Τώρα κοιμούνται, τώρα πια να νανουρίζει ο ποταμός,
νάνι, τους λέει, νάνι τους, το πράσινο ποτάμι.
Πρωί - πρωί ήταν πούπεσαν τα πέντε τα μικρά - μικρά,
πρωί - πρωί ήταν πούπεσαν βαθιά να κοιμηθούνε.
Νάνι τα νανουρίζουνε τα δέντρα στο ποτάμι,
νάνι τους λένε οι φυλλωσιές, νάνι στην όχθη, νάνι.
Εδώ κοιμούνται, στο μικρό - μικρούλι κρεβατάκι τους,
εδώ στην όχθη την παλιά, νάνι, μικρά μου, νάνι
- πέντε ναυτάκια, πέντε απλά παιδιά ντουφεκισμένα.
| | |
| | |
| |
|
Γύρω ουρανοί, πάνω ουρανοί από σμάλτο.
Μια δέσμη στάχια και μια γη σαν έξοχο βεγγαλικό.
Χυμοί από μούσμουλα τα χείλη συναρπάζουν,
κ' ένας αιθέρας κρύσταλλο φωνάζει, υγεία, υγεία !
Κρούει τ' ανεμοκούδουνα ένα τσαμπί απο μέλισσες.
Κάτου απ' του βράχου τη μασχάλη κρουνίζουν τα λαμπρά νερά.
Χορεύει ο υπέροχος θεός της βλάστησης με πήδους
κι όλο το ύπαιθρο βροντάει τα ντουμπελέκια του χάι χάι !..
Χάι - χάι ! τινάζονται οι βλαστοί καθώς χιλιάδες πήδακες
μ' άγρια νερά, με ωραία νερά, βαθύχρωμα κι ακράτητα !
Τα δέντρα γέρνουν απ' τη ζάλη των εύρωστων καρπών.
κ' εκεί στο βράχο ένα τραγί μυρίζει τον αέρα.
| | |
| | |
| |
|
'Ηταν καλά στα μέρη μας, ήταν καλά,
δούλευε η γης κι ο αέρας μύριζε αραποσίτια.
Κανείς δεν μας ήξερε, μόνο τα δέντρα κι ο ποταμός,
μόνο το χρώμα κι ο ήλιος.
Οταν θέλαμε να σε βρούμε, καβαλλούσαμε τ' άλογα
κ' ερχόμαστε πριν βραδιάσει.
Εσύ μοίραζες τη ζωή σου ανάμεσα στους καρπούς
και στα μεγάλα φυτά που λάμπανε από γαλήνη.
Περπατούσαμε χέρι με χέρι στα δάση
και χαιρόμαστε αμίλητοι το μυστήριο των όντων.
Μια μέρα σκύψαμε στο ποτάμι κι ονειρευτήκαμε τη θάλασσα,
κ ύστερα, κάθε μέρα, σκύβαμε στο ποτάμι.
Τώρα συλλογιζόμαστε κι αρμενίζουμε,
συλλογιζόμαστε κι αρμενίζουμε δίχως τέλος...
Τα μάτια μας κάηκαν μέσα στ' αλάτια της ξενιτιάς,
μα η ψυχή μας τυλίγεται σ' ένα σύνεφο αποδημίας.
Κανείς άνεμος δε φυσάει για τα μέρη μας,
μένει μόνο η καρδιά μας ν' αφηνιάζει στον καλπασμό,
κάθε τόσο που αφήνουμε κ' ένα λιμάνι.
΄Ομως είναι καιρός, μα είναι ακόμα καιρός
ν' ανάψουμε τις φωτιές, να κάψουμε τα καράβια μας,
να κάψουμε τα ονειρά μας, να λυτρωθούμε.
| | |
| | |
| |
|
...'Ετσι σ' ακούνε τα νερά κι αρχίζουν και φλεφίζουν,
σ' ακούει ο γέρο - σάλιαγκας και παίρνει τον ανήφορο,
έτσι και το μικρό σκουλήκι γίνεται πεταλούδα
κι ο ήλιος μέγας ποταμός σε μια κοιλάδα υγείας.
Μπροστά σου φέγει η θάλασσα και πίσω μένω εγώ
[ ] και στης μητέρας μου τα μάτια μουσκεύεται η μορφή σου.
| | |
| | |
| |
|