Καραντώνης Ανδρέας
...........We Google up for you..
Γεννημένος το 1910 στην 'Aνδρο, ο Καραντώνης ήρθε στην Αθήνα δεκατριών μόλις χρόνων, σπουδασε νομικά, αλλά τα εγκατέλειψε πολύ νέος, για ν' αφοσιωθεί ολοκληρωτικά στη συγγραφή,
να γίνει ένας «επαγγελματίας της πέννας» και να συγκαταλεχθεί κι εκείνος, παραδίπλα στον Ξενόπουλο, στο Μελά και στο Βουτυρά, στους ελάχιστους
«ευτυχείς» Νεοέλληνες, που τα κατάφεραν να ζήσουν μονάχα από τα κείμενα τους, – γεγονός που μπορεί ίσως να εξηγήσει και την πολυγραφία τους (γνωστό είναι πώς ο Καραντώνης, ακόμα και τους καιρούς που υπηρετούσε στο «Πρόγραμμα» του Ραδιοφωνικού Σταθμού της πρωτεύουσας, – μετά την απελευθέρωση καί ως το 1971,– λογοτεχνικός του συνεργάτης ήταν, που θα πει μεροκαματιάρης της πέννας).
«Φανατικός» καθώς είχε γεννηθεί κι εκείνος «για γράμματα», δεκαεφτάχρονος μόλις, δημοσίεψε τους πρώτους νεανικούς στίχους του στο λογοτεχνικό παράρτημα της «Μεγάλης Ελληνικής Εγκυκλοπαίδειας» ΙΙυρσού, καθώς και (ως το 1929) μερικά προανακρούσματα κριτικών άρθρων του (για ποιόν άλλον;) για τον Παλαμά! Έτσι, πριν κιόλας γίνει εικοσάχρονος, στα 1929, ο Καραντώνης τύπωσε την πρώτη κριτική μελέτη του «Εισαγωγή στο παλαμικό έργο» και σε τρία χρόνια, στα 1932, μιαν άλλη, με τον τίτλο «Γύρω στον Παλαμά». Ήτανε τότε 22 χρονών. Στο μεταξύ όμως, το1931, ένας μάλλον άγνωστος νέος ποιητής, ο Γ. Σεφέρης, τύπωσε τη «Στροφή» του, – πραγματική «στροφή» προς τους καινούριους δρόμους της νεοελληνικής ποίησης. Ό Σεφέρης τότε ήταν τριανταενός χρονών και ο Καραντώνης δέκα χρόνια νεότερος του. Με τον Παλαμά χώριζαν τον Καραντώνη όχι δέκα, βέβαια, χρόνια, παρά 51, πάνω από μισός αιώνας! Και δεν είναι, φυσικά, μόνο γι' αυτό που ο Παλαμάς στάθηκε ολοζωής μεγάλος έρωτας, –γιατί όχι και δάσκαλος; – για τον Καραντώνη, αφού και στα 1980 ακόμα, εβδομηντάχρονος πια, τύπωσε τα κριτικά του μελετήματα «Κωστής Παλαμάς». Μα ο Καραντώνης δεν θ' αργήσει να προσφέρει τον έρωτά του, – μπορεί και τη λυρική «μαθητεία» του, – και σε τούτον εδώ τον πρωτοφανέρωτο ποιητή του 1931. Τη «Στροφή» του, βέβαια, δεν την ανακάλυψε πρώτος εκείνος. Είχαν προηγηθεί άλλοι.
Καθιστοί από αριστερά : 'Aγγελος Τερζάκης, Κ.Θ. Δημαράς, Γιώργος Κατσίμπαλης, Κοσμάς Πολίτης, Ανδρέας Εμπειρίκος.
Όρθιοι: Θανάσης Πετσάλης-Διομήδης, Ηλίας Βενέζης, Οδυσσέας Ελύτης, Γιώργος Σεφέρης, Ανδρέας Καραντώνης, Στέλιος Ξεφλούδας, Γιώργος Θεοτοκάς. (Μάρτιος 1963)
|
Στον Ανδρέα Καραντώνη ωστόσο ανήκει ή τιμή ότι πρώτος εκείνος τύπωσε βιβλίο με 138 σελίδες και συστηματικά μελέτησε και πρόβαλε τον Σεφέρη («Ο ποιητής Γ. Σεφέρης» 1931), όταν αυτός δεν ήταν παρά ο ποιητής της «Στροφής» μόνο, παρακολουθώντας από τότε την ανοδική του πορεία και εξέλιξη (1957, 1963 κ. επ., ίσαμε το «Ή ποίηση μας μετά το Σεφέρη» του 1976). Υπήρξε μάλιστα εποχή, που ο Καραντώνης, ακόμα και σε κριτικές για δευτερεύοντες ποιητές (τυπωμένες όχι μόνο στη «Νέα Εστία», αλλά και οπουδήποτε αλλού και να φανταστεί κανείς...), δεν παρέλειπε, σχεδόν συστηματικά, να συγκρίνει, να συσχετίζει έστω, στίχους των ποιητών αυτών με αντίστοιχους του Σεφέρη, για να υπογραμμίσει, ή να υπαινιχθεί έστω, την ανώτερη ποιότητα της σεφερικής ποίησης, σα να 'ταν, αυτή και μόνη, ή δοκιμαστήρια «λυδία λίθος» όλης της σύγχρονης ελληνικής ποίησης. Ακόμα και στα τυπωμένα το 1980 μελετήματα του «Για τον Οδυσσέα Ελύτη», – του οποίου, ο ίδιος ο κριτικός το 'λέγε, «υπήρξε ο πρώτος συστηματικός μελετητής και ενθουσιώδης κριτικός από την ώρα που εμφανίστηκε», – ακόμα κι εκεί «αναλύεται και προβάλλεται σχολιασμένη όλη ή ποιητική εξέλιξη του Ελύτη και εξετάζεται σε συσχετισμό της με την ποίηση του Σεφέρη».
Οπωσδήποτε, οι κριτικές μελέτες του Καραντώνη για τον Σεφέρη τον παρουσίασαν οξυνούστατο και ευρύτατα καλλιεργημένο πνευματικόν άνθρωπο και τον κατέταξαν στην ομοταξία των κορυφαίων κριτικών της γενιάς του 1930. Γύρω άλλωστε από αυτήν κυρίως τη γενιά περιστράφηκε ή κριτική σκέψη του Καραντώνη και αυτής βασικά το λογοτεχνικό έργο μελέτησε με τη σπάνια εκείνη βαθύνοια που τον ξεχώριζε από πολλούς άλλους κριτικούς και μελετητές του νεοελληνικού Λόγου. Και μαζί με την ίδια τούτη γενιά συσπειρώθηκε από το 1935 ως το 1940 και λίγο αργότερα (το 1945),όταν με τον Γιώργο Κατσίμπαλη εξέδωσε και διηύθυνε το περιοδικό «Τα Νέα Γράμματα», πολεμώντας (κάποτε και με οξύτητα) να επιβάλει και να διευρύνει την αξία των συγχρόνων του ποιητών και πεζογράφων, συνεργατών ή συνοδοιπόρων του περιοδικού, όπως αργότερα (1946-1952) έκαμε και με την «Αγγλοελληνική Επιθεώρηση» του Γ. Κατσίμπαλη. Οι οξύτητες ωστόσο των πολιτικών παθών του 1947-1948 έστρεψαν την κριτική σκέψη του Καραντώνη και στο πρόβλημα της «πνευματικής ελευθερίας». Έτσι, έκτος από τα ομότιτλα αγωνιστικά δοκίμια τού 1947, ο Καραντώνης κυκλοφόρησε το 1950 και τα «Θέματα του καιρού μας»,– σειρά άρθρων του πάνω σε καυτά και σύγχρονα ιδεολογικά και πολιτικά ζητήματα. Στις σελίδες του βιβλίου εκείνου ο Καραντώνης υπερασπίζεται τον εαυτό του αντίκρυ στις κατηγορίες που του απέδιδαν οι διανοούμενοι της αριστεράς, ότι είναι δήθεν ο θεωρητικός απολογητής της Δεξιάς, και θυμίζοντας τους ότι, παρόλα ταύτα, ποτέ δεν είχε πάψει εκείνος να καταπολεμά και τις αντιλήψεις των διανοουμένων της Δεξιάς, την προσκόλληση τους στην καθαρεύουσα, τον «ακαδημαϊσμό», τον «μανδαρινισμό», τον γερμανικό ιδεαλισμό κλπ.
Τα «Θέματα του καιρού μας» τα διαδέχτηκαν δύο άλλα, λιγοσέλιδα δοκίμια πολιτικής κριτικής: ή «Σπονδή στο Κρεμλίνο» και «Ο Καραγκιόζης βγαίνει απ' το καλύβι του» (1950 κι εκείνα). Το πρώτο είναι γραμμένο σε στίχους και σε ύφος αρχαίας τραγωδίας και αναφέρεται στην καταστροφή των ανταρτών του Γράμμου, που την πληροφορείται ό Στάλιν και τη θρηνεί ο χορός του έργου, και το δεύτερο στη μεταστροφή στελέχους της αριστεράς, δοσμένη μεσ' από πρόσωπα του γνωστού μας «Θεάτρου των σκιών».
Μετά το 1950 ό Καραντώνης, χωρίς ν' αποβάλει τη μαχητικότητα του ή ν' αναθεωρήσει τις πολιτικές του απόψεις, επανέρχεται στο καθαρά λογοτεχνικό κριτικό και δοκιμιογραφικό έργο του. Έτσι, στα 1955, επιμελείται τον τόμο «Παλαμάς, Καβάφης, Σικελιανός» της «Βασικής Βιβλιοθήκης «του «Αετού» (Κίμωνα Θεοδωρόπουλου), στα 1958 τυπώνει τα μελετήματα του «Εισαγωγή στη νεότερη ποίηση», στα 1961 το «Γύρω από τη σύγχρονη ελληνική ποίηση», στα 1959 και 1961 τις «Φυσιογνωμίες Α' Β'» (που ξανακυκλοφόρησαν αργότερα, συμπληρωμένες και με εκπρόσωπους ξένων λογοτεχνιών), στα 1962 το «ΙΙεζογράφοι και πεζογραφήματα της γενιάς του Τριάντα», στα 1965 τις «Προβολές», στα 1969 το «Από το Σολωμό ως τον Μυριβήλη» κ.ά. ίσαμε το δοκιμιογραφικό στερνοπαίδι του «Προσωπικό. Με την ποίηση του Δ. Π. Παπαδίτσα.
Αναφορές στον υπερρεαλισμό» (1981).Και αυτή ακριβώς η κριτική επαφή του Καραντώνη με την ποίηση ενός άξιου εκπρόσωπου του ελληνικού υπερρεαλισμού, του μεταφυσικού χώρου και της λυρικής ποιότητας, – του Παπαδίτσα, – μας θυμίζει και την ίδια την ποίηση του Καραντώνη, έτσι καθώς την απαντούμε στις αλλεπάλληλες ποιητικές συλλογές του, που ξεκίνησαν με το «Ωροσκόπιο» του 1957 και συνεχίστηκαν με το «Βίος και αέτωμα» του 1959, «Το τρίτο στερέωμα» του 1961, «Το χαλί της Ερμίνης» του 1962, τα «Επεισόδια» του 1964, τους «Δείκτες» του 1966, τις «Ιστορίες φαντασμάτων» του 1972 κ. ά. Πολλά από τα ποιήματα των συλλογών αυτών τα έχουν, σίγουρα, επισημάνει οι αναγνώστες της «Νέας Εστίας» στις στήλες της. Συγκροτούν μια ποίηση πονεμένη, που ειρωνεύεται κάποτε, αλλά και αυτοειρωνεύεται, που «γελάει», «για να μην κλάψει», που συμπονεί τον άνθρωπο δημιουργό της και το συνάνθρωπο, έτσι δα που τον ανταμώνει εγκαταλειμμένον στη μοίρα του, στη μοίρα ενός ακαταστάλαχτου και πολύ δύσκολου καιρού, όπου «όλα μας βοηθούν να ζήσουμε την αμαρτία», καθώς παραδέχεται και ο Καραντώνης. Ακόμα και η ειρωνεία αυτού του καιρού και αυτών των ανθρώπων του δεν είναι απλώς ένα χιούμορ καλοζωισμένου και καλοστεκούμενου συνανθρώπου, είναι μια κραυγή αγωνίας κι ανησυχίας, κατιτί σαν υποχθόνιο μήνυμα φθοράς και θανάτου: «ήταν θαμμένος στα λουλούδια / σαν όρθιος νεκρός που σεργιανίζει / ψάχνοντας να ξαναβρεί τον τάφο του». Ο ποιητής που αναρωτήθηκε: «αλήθεια, πεθάναμε; / ή μήπως μονάχα μας θάψαν / κάτω απ' τα ρόδα της αγάπης μας;», ο στιχουργός που μας μίλησε, ή μάλλον που μίλησε στον «κύριο Συλβέστρο», για «ένα από τα καλύτερα της πόλεως μας καταστήματα», δεν είναι δυνατό να ήταν ευτυχισμένος, ούτε μπορούσε να έχει κέφι για να σατιρίζει τους συγκαιρινούς του όσο καυστικά θα μπορούσε να φανταστεί κανείς.
Απόδειξη ή σπαραχτική εκείνη επίκληση τού προς τον «κύριο Συλβέστρο» απευθυνόμενου συνανθρώπου μας: «Και θα το ρωτούσα [το αστέρι αυτό, τον Αποσπερίτη] γιατί δε λογάριασε τη ματιά του πατέρα μου, την παρακαλεστική ματιά του καημένου του πατέρα μου» [να γίνω κατιτί καλύτερο απ' ό,τι είμαι]. «Ρούφαγε» κι αυτός «τα φαρμάκια του, κατεβάζοντας μια μια τις θύμησες». Μπορεί νά 'ταν ένας ονειροπόλος, ένας οραματιστής, ένας «μεταφυσικός» έστω. Μα δεν ήταν κακός, ούτε κακεντρεχής. «Τίποτε δε λαχτάρησα σαν τους περιστεριώνες των νησιών στη βλάστηση της «Ανοιξης, /τα στοιβαγμένα δίχτυα στην άσπρη αυλή της εκκλησιάς /και τα πολιτικά μου ρούχα σιδερωμένα από το χέρι σου, μητέρα, / το χέρι σου κεράκι διάφανο, κλειδί της πόρτας / σπιτιών που μπορεί κιόλας να 'χουν πέσει»... Μ' ένα «βρέφος» έμοιαζε κι εκείνος, μ' ένα «βρέφος που δεν έχει κανείς και που το ζωγραφίζουμε μονάχα με τα χέρια των ονείρων μας»[...] «Έλα στον ύπνο μου !» θα προσευχηθεί. «Μα κι αν έρθεις», θα σκεφτεί υστέρα, «πώς θα μπορέσουν τα όνειρα να σε κάνουν καλύτερη από ό,τι είσαι;». Γι' αυτό ίσως αισθανότανε κρύο. Και εξομολογιόταν: «Γδύθηκα, πλύθηκα, βαριοκοιμήθηκα στα φρόκαλα του κάμπου, / σ' ένα δεμάτι με άχυρο με θάψανε, μα κρύωνα και με πότιζε ως το κόκαλο / με χρυσομέλανο και σκόνη από νεκρούς το φως του φεγγαριού»...
Όσο για τον ταξιδιώτη συγγραφέα, περιοριζόμαστε να θυμίσουμε τους τίτλους μόνο των ταξιδιωτικών του λογοτεχνημάτων, […] «Μύκονος Δήλος» (1958), «Νησιά του Σαρωνικού» (1960), «Θυμάμαι την Αμερική» (1963) κ. ά. Συμπληρώνουμε και με τις μεταφράσεις του: Ζυλ Συπερβιέλ «Ποιήματα» (1938), Αντρέ Ζιντ «Ή επιστροφή του Άσωτου» (1946) και Χένρυ Μίλλερ «Ο Κολοσσός του Μαρουσιού» (1965). (Αλλά και των Απολλιναίρ, Βαλερύ, Μπρετόν, Ελυάρ κ.ά.) Υπήρξε μόνιμο μέλος της επιτροπής απονομής των κρατικών λογοτεχνικών βραβείων, μέλος της Ομάδας των 12 και γενικός γραμματέας του ιδρύματος Παλαμά. Τιμήθηκε με το Βραβείο του Δήμου Αθηναίων (1957), το Βραβείο Πουρφίνα της Ομάδας των 12 (1959), το Α΄ Κρατικό Βραβείο Κριτικής (1971) και το Μέγα Εθνικό Βραβείο Λογοτεχνίας (1972). Ογκώδης είναι η κριτική παραγωγή του Καραντώνη ενώ ασχολήθηκε επίσης με τη λογοτεχνική μετάφραση. Τα ποιήματά του συγκεντρώθηκαν σε οχτώ τόμους
Πηγές:
1. Δημήτρης Γιάκος, Περιοδικό «Νέα Εστία», Αθήνα, 1η Αυγούστου 1982, σ. 1028
2. Αρχείο Ελλήνων Λογοτεχνών, Ε.ΚΕ.ΒΙ.
|