Η ζωή του:
Γεννήθηκε στα Λεχαινά της Ηλείας το 1865 και ήταν το μεγαλύτερο από τα έντεκα παιδιά της οικογένειας. Φοίτησε στο γυμνάσιο της Πάτρας και το 1882 γράφτηκε στην Ιατρική Σχολή της Αθήνας. Αποφοίτησε από το πανεπιστήμιο το 1888.
Από το 1892 ως το 1894 εργάστηκε γιατρός σε πλοίο και ταξίδεψε πολύ. Ύστερα κατατάχθηκε στο στρατό. Ως στρατιωτικός γιατρός γνώρισε από κοντά την επαρχία, την Ηπειρο, τη Θεσσαλία, τις Κυκλάδες κτλ.
Το 1897 συμμετείχε στην Κρητική Επανάσταση ως εθελοντής γιατρός, ενώ το 1909 έλαβε μέρος στη στρατιωτική επανάσταση στο Γουδί. Και τα δυο αυτά ιστορικά γεγονότα επηρέασαν τη συνείδηση και κατά συνέπεια και τη λογοτεχνική δημιουργία του Ανδρέα Καρκαβίτσα καθώς και ολόκληρου τότε του λογοτεχνικού κόσμου. Πολέμησε στον πόλεμο του 19 12-13.
Στο μεταξύ το 1910 μαζί με άλλες προσωπικότητες του πνευματικού κόσμου (Γληνό, Δελμούζο, Τριανταφυλλίδη, Καζαντζάκη κ.ά.) συνέβαλε στην ίδρυση του «Εκπαιδευτικού Ομίλου» που ο βασικός του στόχος ήταν ο αγώνας για την επικράτηση της δημοτικής γλώσσας.
Πέθανε το φθινόπωρο του 1922, ενώ είχε αποστρατευτεί και ήταν άρρωστος.
Το έργο του: Ο Ανδρέας Καρκαβίτσας θεωρείται από τους πρωτοπόρους πεζογράφους της γενιάς του και από τους πρώτους Ελληνες ρεαλιστές πεζογράφους. Ρεαλιστής γιατί στα έργα του περιγράφει τις πραγματικές σχέσεις των ανθρώπων μεταξύ τους και με το περιβάλλον τους χωρίς να τις ωραιοποιεί. Στις μετακινήσεις του σαν στρατιωτικός γιατρός γνώρισε από κοντά τον κόσμο της επαρχίας, έναν κόσμο γνήσιο μεν αλλά καθυστερημένο. Σε ζωηρές περιγραφές παρουσιάζεται η ψυχική και πνευματική κατάπτωση ενός κόσμου που τον πλήττει η αμάθεια, οι δεισιδαιμονίες, η προκατάληψη και συνακόλουθα η κακία. Η επιδίωξη του συγγραφέα δεν είναι να δυσφημήσει αλλά να πει τα πράγματα με το όνομά τους, γιατί έτσι μόνο θα βοηθήσει να διορθωθούν, να αλλάξουν. Η γλώσσα του συγκρατημένη, χωρίς ακρότητες δημοτική. Στην αρχή ξεκίνησε γράφοντας στην καθαρεύουσα αλλά το 1892 προλογίζοντας το βιβλίο του«Διηγήματα» γράφει για την καθαρεύουσα: «Είναι γλώσσα μπαλσαμωμένη... που σου παγώνει τον ενθουσιασμό, σου πλαστογραφεί την ιδέα, σου κόβει τη δύναμη, σου αλλάζει το αίσθημα...». Αλλά δεν αρκέστηκε μόνο στο να γράφει στη δημοτική ο ίδιος, ανέπτυξε μεγάλη δραστηριότητα για την επικράτηση της δημοτικής, με τον «Εκπαιδευτικό Ομιλο». Επίσης έγραψε τα αναγνωστικά των Γ', Δ' και Ε' τάξεων του Δημοτικού σε στρωτή δημοτική γλώσσα με Θέματα από τη μυθολογία και την ιστορία, αρχαία και νεότερη. Οι τίτλοι των αναγνωστικών: «Η πατρίδα μας», «Στον καιρό του Μεγ. Αλέξανδρου» και «Διγενής Ακρίτας». Στα σχολικά αυτά βιβλία ο συγγραφέας φαίνεται να ξέρει καλά την ψυχολογία των παιδιών.
Τα έργα του, διηγήματα και μυθιστορήματα, έγιναν πολύ γνωστά και διαβάζονται μέχρι σήμερα. Με χρονολογική σειρά έκδοσης είναι: «Διηγήματα»(1892), «Λυγερή» (1896), «Λόγια της πλώρης» και «Ζητιάνος» (1897), «Παλιές αγάπες» (1900), « Ο αρχαιολόγος» (1904). Από αυτά, τα «Λόγια της πλώρης» είναι διηγήματα σχετικά με τους θαλασσινούς και τη ζωή τους, καταστάλαγμα της εμπειρίας του συγγραφέα από τα ταξίδια του σαν ναυτικός γιατρός. Ο Γ. Βαλέτας εξέδωσε τα πολύτομα «Απαντά» του, όπου υπάρχει εκτεταμένη εισαγωγή του μελετητή πάνω στη ζωή και το έργο του Ανδρέα Καρκαβίτσα.
Ναυάγια..
Το διήγημα περιέχεται στη συλλογή Λόγια της Πλώρης (1899). |
Μόλις αράξαμε στη Στένη, ο καπετάν Ξυρίχης πήρε τη βάρκα κι έτρεξε στο τηλεγραφείο. Δυο ημέρες τώρα δεν ήβρεσκε ησυχία. Τριάντα μίλια έξω από το Μπουγάζι αντάμωσε τον «Αρχάγγελο», το μπάρκο του, που ήταν μέσα κυβερνήτης και γραμματικός τα δυο του αδέρφια. Δεν πρόφτασαν να καλοχαιρετηθούν, να ειπούν για το φορτίο και το ναύλο τους και τους χώρισε ο χιονιάς. Κατόρθωσε τέλος να ορθοπλωρίσει το δικό μας και ολάκερο ημερονύχτι θαλασσοδαρθήκαμε στ' ανοιχτά. Μα όταν μπήκε στο Βόσπορο, ρώτησε όλους τους βαρκάρηδες, τους πιλότους, ακόμη τους κουμπάρους και τις κουμπάρες· αλλά τίποτε δεν έμαθε για τον «Αρχάγγελο». Τι να έγινε; Φυλάχτηκε πουθενά; Πρόφτασε να ορθοπλωρίσει κι εκείνος ή έπεσε απάνω στους βράχους; Κι αν τσακίστηκε το μπάρκο, σώθηκαν τουλάχιστον τ' αδέρφια του; Όλο τέτοια συλλογίζεται κι έχει συγνεφωμένο το μέτωπο, τρέμουλο έχει στην καρδιά.
'Οταν έφτασε στο τηλεγραφείο, ξέχασε μια στιγμή τον πόνο του εμπρός στον πόνο των αλλωνών. Κάτω στην αυλή, απάνω στις σαρακωμένες σκάλες και παραπάνω στ' ασάρωτα πατώματα κόσμος σαν αυτόν ανήσυχος· γυναίκες, άντρες, παιδιά πρόσμεναν να μάθουν από το σύρμα την τύχη των δικών τους. Κι εκείνο σώριαζε με την ταρναριστή φωνή του ακατάπαυστα θλίψη. Ονόμαζε πνιγμούς, μετρούσε θανάτους, έλεγε ναυάγια, περιουσίας χαμούς, συνέπαιρνε χαρές κι ελπίδες σαν δρόλαπας. Και κάθε λίγο απάνω στα πατώματα, στις σκάλες κάτω και παρακάτω στην αυλή θρήνοι ακούονταν, κορμιά έπεφταν λιπόθυμα, φωτιά κυλούσε το δάκρυ.
Ο καπετάν Ξυρίχης δε μπορούσε να υποφέρει περισσότερο το βάσανο. Βιαζότανε να μάθει και τη δική του μοίρα. Έσπρωξε τον κόσμο ζερβόδεξα, ανέβηκε δυο δυο τα σκαλιά, έφτασε με κόπο στη θυρίδα και ρώτησε με ολότρεμη φωνή:
- Για τον «Αρχάγγελο»... το μπάρκο... μην ακούσατε τίποτα;
- Τίποτα· του απαντά ξερά ο τηλεγραφητής.
- Τίποτα! πώς είναι δυνατόν; ξαναρωτάει. «Αρχάγγελο» το λεν έχει φιγούρα δέλφινα... έχει στο μεσανό κατάρτι κόφα. Σπετσιώτικο χτίσιμο.
Και κολλάει περίεργα τα μάτια στου υπαλλήλου το πρόσωπο, αυτιάζεται τους κρότους που βγάζει ξερούς, συγκρατητούς, σαν δοντοχτύπημα κρυωμένου, η μηχανή. Τα σωθικά του λαχταρούν, φεύγουν τα σανίδια από τα πόδια του- έτοιμος να λιποθυμήσει. Μα δεν την παρατά τη θέση του. Τέλος σηκώνει εκείνος τα μάτια, τον καλοκοιτάζει μια στιγμή και λέει με φωνή αδιάφορη:
- Ναι ...«Αρχάγγελος». Χάθηκε στο τάδε μέρος της Ρούμελης. Κόπηκε στα δυο· η πρύμνη του ρίχτηκε στους βράχους με δυο παιδιά μέσα... Τα παιδιά είναι ζωντανά.
- Ζωντανά! Αναστυλώνεται ο καπετάνιος στα πόδια του.
- Τα ονόματα; λέει με φωνή σαν χάδι· δεν μπορούμε τάχα να μάθουμε τα ονόματα;
- Πέτρος και Γιάννης.
-Δόξα σοι ο θεός! Πέτρος και Γιάννης είναι τ' αδέρφια του. Ζωντανά λοιπόν και τα δυο. Ζωντανά εκείνα, θρύμματα το ολοκαίνουργο σκαφίδι! Πάλι δόξα σοι ο θεός! Φτιάνουν άλλο μεγαλύτερο και ομορφότερο.Φιλεύει ανοιχτόκαρδος πέντε πούρα τον υπάλληλο· δίνει ένα μετζίτι κέρασμα στον υπηρέτη· παρηγορεί γλυκομίλητος τα θλιμμένα πρόσωπα: -Δεν είναι τίποτα· όλοι καλά είναι· όλα καλά!
- Ποιας ηλικίας τάχα να είναι τα παιδιά; ρωτάει πάλι.
-Ο υπάλληλος σκουντουφλιάζει· μα τον παρασκότισε! Γύρω ακούονται φωνές· ανυπόμονες· σπρώχνει ο ένας τον άλλον θέλουν να τον βγάλουν από τη θυρίδα. Έμαθε πως ζουν τ' αδέρφια του· δεν του φτάνει; Είναι κι άλλοι που λαχταρούν για τους δικούς τους. Ας μάθουν κι εκείνοι κατιτί! Μα εκείνος δεν αφήνει τη θέση του.
- Ποιας ηλικίας τάχα; ξαναρωτά.
- Δέκα δώδεκα χρονών.
-Πάλι απελπισία. Τ' αδέρφια του δεν είναι τόσο μικρά. Είναι από είκοσι
-πέντε κι απάνω. Σκουντούφλης κατεβαίνει τις σκάλες, βγαίνει από την αυλή, παίρνει το βαποράκι και φτάνει στα Θεραπειά. Από κει μ' έν' άλογο φτάνει στον Αϊ -Γιώργη, παίρνει την ακρογιαλιά. Τα μάτια του ομπρίζουν. Ο ήλιος παιγνιδίζει ακόμη σε ζαφειρένιο ουρανό. Η θάλασσα λίμνη απλώνεται ως τα ουρανοθέμελα. Η γη ανθοσπαρμένη μοσχοβολά. Μα - η ακρογιαλιά μοιάζει με νεκροταφείο. Κάθε βράχος και νεκροκρέβατο. Καράβια κομματιασμένα, βαρκούλες μισοσπασμένες, σχοινιά, κατάρτια, φιγούρες, πανιά, εικονίσματα, παδέλες, πιάτα, λιβανιστήρια, πυξίδες, χρυσόξυλα. Και μαζί χέρια, πόδια, κορμιά, δίχως κεφάλια, κεφάλια δίχως κορμιά, άδεια καύκαλα, τρίχες χωμένες στις σκισμάδες, μυαλά στουπιασμένα στην πέτρα. Ένα τρεχαντηράκι ομορφοφτιασμένο, άγγελος, πρόβαινε με πανιά και ξάρτια, λες κι αρμένιζε ανάερα. Και όμως ήταν καρφωμένο στο βράχο, σφιλιασμένο τόσο καλά στην πέτρα, που ουδέ νερό ουδ' άνεμος μπορούσε να περάσει. Κι ένα σκυλί στην πρύμνη δεμένο γύριζε μάτια φωτιές, δάγκωνε την αλυσίδα του και το νερό κοιτάζοντας αλύχταγε, κι αλύχταγε, σαν να το έβριζε, που χάλασε τ' ομορφοκάραβο.
-Έκαμε ακόμη μερικά βήματα ο καπετάν Ξυρίχης και άξαφνα βρέθηκε μπρος στο μπάρκο του. Έπρεπε να είναι δικό του ξύλο, για να το γνωρίσει. Ούτε κατάρτια ούτε πανιά ούτε σκαφίδι απόμενε πλια. Μονάχα η πρύμνη του, κι εκείνη ξεσκλισμένη, κρατιότανε σε δυο χάλαρα. Και γύρωθέ της πικρή νεκροπομπή, άλλα ξύλα σκορπισμένα, κουπιά και άρμενα· άλλες καρίνες φαγωμένες· άλλα ποδόσταμα και σωτρόπια και σταύρωσες. Κι ακόμη γύρωθέ της άλλη πικρότερη συνοδεία! Βλέπει το ναύκληρο νεκρό στο πλάγι· βλέπει τους ναύτες πέρα δώθε σκορπισμένους, άλλους κολλιτσίδα απάνω στα κοτρόνια, άλλους μισοσκεπασμένους με τον άμμο, άλλους παιχνίδι του νερού, δαρμός και φτύμα του. Κι απάνω στα τουμπανιασμένα κουφάρια, στα πρόσωπα τα χασκογέλαστα τα όρνια καλοκαθισμένα βύθιζαν το ράμφος στη νεκρή σάρκα και στον κρότο του πέταξαν κράζοντας, σαν να διαμαρτύρονταν που τα ενοχλούσε στο πλούσιο φαγοπότι.
-Αρχίζει τώρα φριχτότερο του καπετάνιου το βάσανο. Εκείνα τα κουφάρια δείχνουν πως κοντά βρίσκονται και τα δικά του. Θέλει να δράμει,να ψάξει ολούθε, μα δεν τολμά. Κάτι μέσα του τον κρατεί, τα πόδια του καρφώνει στ' αχνάρια τους. Τέλος πάει και ψαχουλεύει. Βρίσκει ασούσουμα και τ' αδέρφια του. Το ένα κείτεται με το κεφάλι συψαλιασμένο, το άλλο έχει και τα δυο πόδια κομμένα στα γόνατα. Αν δεν του το 'λεγε η ψυχή, βέβαια δε θα τα γνώριζαν τα μάτια του, όπως και το μπάρκο. Αλλά του το είπε και τα καλογνώρισε. Και τότε τα μάτια του στέρεψαν ούτε δάκρυα βγάζουν ούτε σπαρταρούν. Τη θάλασσα μόνον κοιτάζουν πεισμωμένα. Άξαφνα ο γρόθος σηκώνεται να πέφτει με ορμή, που λες τρόμαξε και πισωπάτησε εκείνη φοβισμένη.
-Έπειτα σκύφτει και γλυκοφιλεί τ' αδέρφια του. Χαϊδεύει τους τα χτυπημένα κορμιά ανάλαφρα, σαν να φοβάται μην τα ξυπνήσει· κάτι τους ψιθυρίζει μυστικά στ' αυτί, θες παρηγοριά, θες μακρινήν υπόσχεση. Έπειτα με το λάζο αρχίζει και σκάφτει τον τάφο τους. Παιδεύτηκε κάπου μια ώρα στον άμμο. Τον άνοιξε καλά απίθωσε πρώτα τ' αδέρφια, έπειτα το ναύκληρο, κατόπιν τους ναύτες, κύλησε επάνω πέτρες και χάλαρα. Έπειτα έπιασε πάλι τη στράτα του κι έφτασε στα θεραπεία. Βρίσκει το βαπόρι, έφτασε πάλι στο μπάρκο του.
- Έτοιμα; ρωτά το γραμματικό.
- Έτοιμα.
- Βίρα άγκουρα!
-Ο καπετάν Ξυρίχης, αμίλητος, έπιασε τη θέση του στο κάσαρο κι εξακολουθήσαμε το ταξίδι.
Ανδρέας Καρκαβίτσας
Το κόνισμα
Ο Κώστας ο Αρλετής έφερε μιαν είδηση στο χωριό και το χωριό ανατρόμαξε. Ένα κόνισμα, λέει, βγήκε νύχτα στην ακρογιαλιά τού Αϊ-Θανάση. Πούθ' ερχότανε, για πού πήγαινε, κανείς δεν ήξερε να ειπεί. Η αλήθεια είναι πως ερχόταν ολόρθο στα κύματα...
|
|
Το κόνισμα
Ανδρέας Καρκαβίτσας: |
|
|
Καταϊδρωμένος ο Πέτρος ο Τσαϊπάς ανέβηκε
στον τράφο ν' αγναντέψει· δεν είχε δύναμη ούτε όρεξη να πάει μακρύτερα. Το
λιοπύρι ήταν ανυπόφορο· έπεφτε και τρυπούσε τη σάρκα σαν βελονοβροχή. Τα
στακάμενα νερά τής Λάκκας έζεχναν και φαρμάκωναν. Ζερβόδεξα τ' αμπελοχώραφα, τα
λιοστάσια, οι καλαμιώνες, τα βάτα κουρνιαχτισμένα κι άτρεμα φαίνονταν
πεθαμένα. Μα η ζωή ακολουθούσε υπομονητικά το δρόμο της. Φωνή τής λαύρας
χυνότανε ολούθε η φλυαρία τού τζίτζικα και στο χωριό περνοδίναν οι στρατοκόποι.
Όπως ο Τσαϊπάς βγήκαν κ' εκείνοι να ιδούν τη λιτανεία.
Ο Κώστας ο Αρλετής έφερε μιαν
είδηση στο χωριό και το χωριό ανατρόμαξε. Ένα κόνισμα, λέει, βγήκε νύχτα στην
ακρογιαλιά τού Αϊ-Θανάση. Πούθ' ερχότανε, για πού πήγαινε, κανείς δεν ήξερε να
ειπεί. Η αλήθεια είναι πως ερχόταν ολόρθο στα κύματα. Μπροστά του ένα φως τρανό
τού φώτιζε το δρόμο. Έλαμπε το φως· μα πιο πολύ έλαμπε το τίμιο το ξύλο.
Περίγυρα το πέλαγο απέραντο και μελαψό ανάδευε με σύγκρυο. Ήρθε το κόνισμα και
στάθηκα σιγά στον άμμο, κρύφτηκε σε μια βουρλιά. Και το φως κοντά του
παραμόνευε. Κάποιο καλογεράκι σύρθηκε απάνω του και γνώρισε το θάμα. Το μάθαν·
έτρεξαν οι καλόγεροι, το πήραν στο μοναστήρι τους και το λιβανίζουν μερόνυχτα.
Έτσι μίλησε ο Αρλετής και το
χωριό ανατρόμαξε σύσπιτο. Θρησκευτικός ανεμοστρόβιλος εσήκωσε για μιας τού λαού
την αδιαφορία. Μικροί μεγάλοι είπαν πως είναι θάμα. Και συμφώνησαν όλοι πως το
θάμα πρέπει να το πάρουν στο χωριό, τιμή και φυλαχτό τού τόπου τους. Λίγο τάχα
είναι να 'χεις έναν άγιο πατριώτη! Ψες βράδυ ακούστηκε, σήμερα κίνησαν όλοι και
πάνε να το φέρουν. Οι καμπάνες από την αυγή σημαίνουν πρόσχαρα. Νήστεψαν,
ντύθηκαν τα γιορτινά τους, κλείσανε τα μαγαζιά, έπαψε κάθε δουλειά, κάθε άλλη
σκέψη και κάθε κουβέντα. Ήρθαν πάλι στου Θεού τη στράτα οι άνθρωποι.
Μόνον ο Τσαϊπάς σκέφτηκε να
μείνει αδιάφορος. Πφ! ... θάματα δεν πίστευε αυτός. Ήταν φοιτητής – σπουδασμένος
άνθρωπος. Είχε γνώση και κρίση· δεν ήθελε να πιστεύει παρά εκείνο που 'βλεπαν
τα μάτια του – τα ίδια τα μάτια του!
Από τα πρώτα χρόνια τής
σπουδής του, ο Τσαϊπάς ήθελε να ξεχωρίζει από τους άλλους συντοπίτες του. Όχι
μόνον τους αγράμματους συντοπίτες του, τους απλούς οξωμάχους, μα κι από τους
σπουδασμένους ακόμη. Εκείνοι βγήκαν από το χωριό, σπούδασαν, έφαγαν τη ζωή τους
στα βιβλία και σαν γυρίσανε πίσω έγιναν ένα με τους άλλους. Ακολούθησαν τυφλά
την κοινωνική πρόληψη και τη γεροντική παράδοση. Κ' έτσι τι κάναμε! Α! Όχι! Ο
Τσαϊπάς θα ξεφύγει· θα γίνει κύριος τού εαυτού του· θα κλοτσοπατήσει το κάθε τι
που δεν είναι σύμφωνο με τη γνώμη του. Και δεν είναι κανένα· εντελώς κανένα!
Όλα στραβά και παράλογα. Κ' ήθελε όλα να τ' αλλάξει με το παράδειγμά
του, με τα φερσίματά του και με τα λόγια του. Μα τα λόγια και τα φερσίματά του
ήταν τόσο ξαφνικά που ετρόμαζαν τους χωριάτες· τους ξυπνούσαν την υποψία.
Καθώς ήταν ριζωμένοι στις συνήθειες τους, έστεκαν αντίκρυ του ανήσυχοι και
αγριεμένοι.
Ο Τσαϊπάς ούτε το
φανταζότανε· μα και να το φανταζότανε λίγο τον έμελε. Φτάνει που πίστευε πως
εκειό που έκανε ήταν και σωστό. Τώρα είπε ν' αρνηθεί το θάμα και τ' αρνήθηκε.
Δε θα βγει από το σπίτι του, δε θα πάει πουθενά, δε θέλει να ιδεί τίποτα!... Η
συγκίνηση όμως του λαού τον ανησύχησε. Όσο πρόβαινε η μέρα τόσο βασανιζότανε.
Δυο ψυχές και δυο εποχές πάλευαν μέσα του. Το καμπάνισμα, οι
προετοιμασίες, το σούσουρο που γινόταν έξω στους δρόμους και μέσα στο σπίτι του
δεν τον άφηναν ήσυχο. Η αθέμελη άρνησή του άρχισε να κλονίζεται. Βαστάχτηκε ως
τ' απόγιομα· τέλος νικήθηκε. Ντύθηκε βιαστικά, πεισμωμένος τώρα για ό,τι έκαμε,
έτρεξε, ανέβηκε στον τράφο ν' αγναντέψει τη λιτανεία που έρχεται.
Ένα βουνό από σκόνη μαυριδερή
σέρνεται στο δρόμο, κυλιέται και προβαίνει οκνό, σαν άρρωστο. Ο ήλιος το χτυπά
κατακέφαλα και το δείχνει θερίο παράξενο. Η χαίτη του κοκκινίζει και καίγεται.
Κάποια σημάδια μέσα του σβήνουν και ξαναλάμπουν από στιγμή σε στιγμή, σβήνουν
και ξαναλάμπουν σαν λεπίδες σπαθιών. Ακούεται βαρύς και βαθύς ο ανασασμός του,
βαθύς και βαρύς σαν μακρινό μπουμπουνητό. Έπειτα ιχνογράφονται ανάερα σταυροί,
ξεφτέρια, τόρτσες, φανάρια και χρυσοΰφαντα λάβαρα. Σε λίγο ξεχωρίζουν κεφάλια
και ώμοι πλήθος, τουλούπες μαλλιά και γένια, πρόσωπα χλομά και μάτια θαμπωμένα,
σαν αγιογραφία στον τοίχο βυζαντινού ναού. ¶ξαφνα ο κουρνιαχτός άνοιξε και
πρόβαλαν τα παιδιά παιχνιδιάρικα· έπειτα φάνηκαν οι παπάδες με τα χρυσά τους
άμφια, οι ψαλτάδες, ο δήμαρχος, οι προύχοντες και πίσω ο λαός. Ήταν όλοι
ξεσκούφωτοι κ' έδειχναν μεγάλη ευλάβεια· νόμιζε κανείς πως όλοι τους
ανατράφηκαν σε μοναστήρι. Πέντε παλικάρια έφερναν στα χέρια τους
μακρύστενη σανίδα, θαμπή, με πολλά σκαλίσματα. Αργοπατούσαν και τρίκλιζαν κι
αγκομαχούσαν κάθε λίγο από το βάρος τής σανίδας τα παλικάρια. Ο ίδρωτας
όμπριζε στα μέτωπα τους· μα την ήθελαν τέτοιαν αγγαρεία. Γύρω τους άλλα
παλικάρια, της δουλειάς και της ταβέρνας παιδιά, ακολουθούσαν προσεχτικά,
έτοιμα να πάρουν τη θέση τους.
– Κύριε ελέησαν, μωρέ παιδιά!... ακούεται
βροντερή φωνή.
Είναι ο Κώστας ο Αρλετής, ο
γλυκόφωνος ψάλτης τού Αϊ-Δημήτρη· είναι φρεσκοξουρισμένος και παστρικαλλαγμένος
σαν γαμπρός. Η χαρά του είναι μεγάλη κ' η περηφάνια του ακόμη μεγαλύτερη. Είναι
δικό του το κατόρθωμα. Αν θα 'χει το χωριό θαματουργόν άγιο, σε κείνον θα το
χρωστά. Αυτός έγινε –μνήστητί μου Κύριε!– το σκεύος τού Κυρίου το εκλεχτό. Αν
δεν ήταν αυτός, ποιος ξέρει; Μπορεί να το είχαν ακόμα οι νταυλοκαλογέροι και να
κερδοσκοπούσαν με δαύτο...
Είχε πολλά χρόνια ψάλτης ο
Κώστας ο Αρλετής· μα δεν ήταν περισσότερο από τους άλλους θρήσκος. Ήταν
ψηλόσωμος, ροδοκόκκινος, αράθυμος και χαροκόπος παλάβρας· με τη φωνή του
μπορούσε ν' αποστομώσει όλες τις καμπάνες τού χωριού. Κι αυτό ήταν το καύχημα
του, η περηφάνια του. Τη θέση τού ψάλτη την αγαπούσε· αγαπούσε
όμως και κάθε άλλη θέση που του έδινε αφορμή να δείξει τη φωνή του. Είτε στο
στασίδι τής εκκλησιάς, είτε στον πάγκο της ταβέρνας, είτε σε γάμου τραπέζι ήταν
ίδιος και απαράλλαχτος. Σήκωνε τα μάτια ψηλά, πλάγιαζε το κεφάλι, έπαιζε
ρυθμικά τα δάχτυλα κ' έχυνε αργυρά κύματ' από τα χείλη του, ευτυχισμένος όπως
το πουλί απάνω στο κλαδί του. Τ' ήταν ο κόσμος τότε γι' αυτόν παρά ένα περιβόλι
απέραντο, καταπράσινο και μοσκοβολισμένο περιβόλι! Και τ' ήταν αυτός παρά ένας
και μονάχος τραγουδιστής, που έχυνε τη φωνή του όχι για τίποτ' άλλο παρά για
να ξετυλίξει την ψυχή του στα ψηλά και μέσα της να πνίξει όλο το είναι του!
Είχε όμως κι από την εκκλησιά
του μίαν απαίτηση· την ήθελε πρώτη και καλύτερη. Το χτίριό της μεγάλο και
σοβαρό· τις καμπάνες της πιο βροντερές, τους παπάδες της πιο καλοφορεμένους· τα
κονίσματά της, τα ξεφτέρια, τους πολυέλαιους, το τέμπλο, τα μανουάλια πιο
περίτεχνα. Κι αληθινά ήταν δεν μπορούσε να 'χει παράπονο. Έμενε τώρα ν'
αποχτήσει κ' ένα θαματουργόν άγιο. Και να, που βρέθηκε το κόνισμα! Ήρθε
ακάλεστο, λες κ' ήξερε την ανάγκη και την επιθυμία του. Μα τώρα ενόμιζε πως
ήταν υποχρεωμένος κι αυτός να φανεί άξιος· να κάμει όσο μπορούσε μεγαλύτερη την
υποδοχή του. Για τούτο δεν έπαυε να παρακινεί τους άλλους
να δείξουν με ξελαρυγγιάσματα τη χαρά τους.
– Κύριε ελέησον, μωρέ παιδία!
– Κύριε ελέησον! ... Κύριε ελέησον! ...
Κύριε ελέησον! ...
Βγαίνει αμέσως φωνή από το πλήθος και
σκεπάζει τη φλυαρία τού τζίτζικα. Βγαίνει και φαίνεται σαν να παρακαλεί και
σύγκαιρα να προστάζει τον Κύριο για να το ελεήσει. Και σε κάθε βήμα της
λιτανείας βγαίνουν και σμίγουν από τα χτήματα, από τους τράφους, από τα
μονοπάτια άλλοι στρατοκόποι. Βγαίνουν παιδιά, μικρομάνες, γριές και γέροι,
σαλίγκαροι τού χρόνου κούτσα-κούτσα με τα δικανίκια τους. ¶λλοι κρατούν κεριά,
άλλοι σε κεραμίδες θυμίαμα κι άλλοι λάδι στις μποτιλίτσες τους. Σκύβουν
ταπεινά, σταυροκοπιούνται, δακρύζουν οι γριές κι όλοι κοιτάζουν, ξανακοιτάζουν
το κόνισμα. Κανείς δεν ξέρει τι άγιος είναι· κανείς δε νιώθει τι θάμα
παρασταίνει. Μα όλοι αυθόρμητα κάνουν το σταυρό τους, σκύβουν το κεφάλι, μια
φωνή και μια ψυχή φωνάζουν κάθε τόσο ρυθμικά και μονότονα:
– Κύριε ελέησον!... Κύριε ελέησον!...
Κύριε ελέησον! ...
Όταν η λιτανεία έφτασε κοντά στον Τσαϊπά,
σήκωσε κ' εκείνος το χέρι να κάμει το σταυρό του. Μα δεν τελείωσε. Το κόνισμα
τού φάνηκε παράξενο· κάθε άλλο παρά κόνισμα.
Δεν είδε παρά ένα δικέφαλον
αητό με τα φτερά του ανοιχτά. Τα κεφάλια ζερβόδεξα με τη γλώσσα όξω και τα
ράμφη γυριστά έδειχναν θυμό και αχορταγιά μεγάλη. Στα κεφάλια καθότανε κορόνα
σταυροφόρα· κι άλλη κορόνα πιο μεγάλη τα 'σμιγε από πάνω. Τα νυχοπόδαρά του
κρατούσανε το Σκήπτρο και μια σφαίρα με σταυρό. Και κάτω από τα πόδια του μια
κορδέλα ξεδιπλωμένη είχε απάνω της γράμματα παράξενα. Τριγύρω άλλα μικροσκαλίσματα
χρυσαλειμμένα, πουλιά, βαγιόκλαδα και χοντρόρογα σταφύλια. Μα το μόνο σημάδι
που μπορούσε να το κάμει σεβαστό ήταν οι σταυροί του. Τίποτ' άλλο. Ο Τσαϊπάς
στάθηκε ακίνητος, μη ξέροντας τι να σκεφτεί και τι να κάμει. Ο κόσμος τον είδε
κ' ένας με τον άλλον στύλωσαν όλοι τα μάτια καταπάνω του. Όπως έστεκε στο
ψήλωμα το ανάστημα του ιχνογράφονταν στον ασπρογάλανο ουρανό, σαν μαύρο είδωλο
που τρέχει λαός να πετροβολήσει.!
– Το καπέλο σου! βγήκε άξαφνα φωνή από το
πλήθος.
– Το καπέλο σου! δευτέρωσε άλλη φωνή.
– Το καπέλο σου!.... Το καπέλο σου!... Το
καπέλο σου!...
Υποψιάστηκαν πως το 'κανε για
περιφρόνηση και αγανάχτησαν όλοι. Μα περισσότερο απ' όλους ο Αρλετής. Την
έπαιρνε κατάμουτρα την προσβολή. Του διαβόλου ο γιος! Έμαθε πέντε γράμματα και
θαρρείς πως έγινε σοφός! Μωρέ, καλά το λένε πως η Αθήνα έγινε για
καταστροφή τού τόπου! Στέλνουν τα παιδιά τους να ξεστραβωθούν κ' εκείνα δίνουν
την ψυχή τους στο Σατανά! Αντί να γυρίσουν άνθρωποι, γυρίζουν κούκλες· αντί να
'ρθουν χριστιανοί, έρχονται αλούτεροι... Πού είναι τώρα ο μακαρίτης ο Τσαϊπάς
να καμαρώσει το γιο του; 'Εφαε τη ζωή του απάνω στο τσαγκαρόσουβλο για να τον
κάμει άνθρωπο και να, τον έκαμε και τον ξέκαμε!
– Κύριε ελέησον, μωρέ παιδιά! ...
ξαναφώναξε.
Μα η φωνή του έσβησε
ασυντρόφιαστη· ως και τα μικρά παιδιά έστεκαν άλαλα, κοιτάζοντας το φοιτητή με
απορία και θυμό. Ο ψάλτης αναψοκοκκίνισε. Δεύτερος μπάτσος πάλε αυτός! Κανείς
δεν τον άκουε. Ο φοιτητής τού έπαιρνε και τη δύναμη· τον ρεζίλευε! Μα τι; Εκεί
λοιπόν θα τ' αφήσουν το κόνισμα για να γίνει το κέφι του! Ή μην ήθελαν να κάμει
έτσι το χέρι του και να τον κατεβάσει σωρό-κουβάρι από το ψήλωμα; Ο σκοπός
είναι να μη φτάσει κανείς σε τέτοια.
– Κύριε ελέησον, μωρέ, το σταυρό σας! . .
. εφώναξε με λύσσα αντιπατώντας το πόδι του.
– Κύριε ελέησον! . . . Κύριε ελέησον!. . .
Κύριε ελέησον! εβγήκε τρανταχτό απ' όλα τα στόματα τού λαού.
Ο φοιτητής αλαφιάστηκε σαν να
βρυχήθηκε θάλασσα τριγύρω του. Έβγαλε βιαστικά το καπέλο του, έκαμε το σταυρό
του, κατέβηκε κι ακολούθησε τη λιτανεία με κεφάλι σκυφτό, παραπατώντας σαν
υπνοβάτης.
– Τη υπερμάχω στρατηγώ τα νικητήρια! . . .
εχύθηκε μελωδική η φωνή των παπάδων.
Κ' η λιτανεία τράβηξε πάλι το δρόμο της.
Δεν πέρασε πολλή ώρα κι ο
Τσαϊπάς αιστάνθηκ' ένα χέρι να περνά στο μπράτσο του και δυο μάτια να τον
κοιτάζουν παράξενα και περιγελαστικά.
– Πώς σου φαίνεται;
Ήταν ο Σταθόπουλος, παλιός
συμμαθητής και συμφοιτητής του τώρα στα Νομικά. Ήταν νέος ζωηρός,
κομψοντυμένος, με ψηλά κολλάρα και λαιμοδέτη κόκκινον. Από τότε που γράφηκε
φοιτητής, φάνηκε το μέλλον του· βγήκε στον κόσμο θαρρετά, ανακατώθηκε με τους
χωριάτες στο κρασοπουλειό και στον καφενέ κι άρχισε να συχνάζει στο
ειρηνοδικείο· το δεύτερο χρόνο, χωρίς να πατήσει διόλου στο Πανεπιστήμιο, έκανε
το δικολάβο. Κ' είχε δουλειές, ου, πάρα πολλές δουλειές. Κανενός δε χάλαε την
καρδιά· ποτέ δεν έλεγε πως έχει άδικο ο πελάτης του ή πως θα χάσει τη δίκη. Όλα
μέλι-γάλα τα 'βρίσκε κ' οι χωριάτες ήταν ενθουσιασμένοι μαζί του. Τέλος πάντων!
Να που βρέθηκε κ' ένας άνθρωπος για τη φτώχεια. Δεν έβλεπαν την ώρα πότε να
'ρθει σε ηλικία για να τον βγάλουνε βουλευτή.
– Μωρ', τι ναι τούτο; τον ρώτησε ο Τσαϊπάς
μόλις τον είδε κοντά του.
– Ξέρω κ' εγώ· έκαμε κείνος ανασηκώνοντας
τους ώμους· ξέρω κ' εγώ; Μα κόνισμα βέβαια δεν είναι.
– Και δεν το λες, λοιπόν!
– Σσ. . . του σφύριξε ο Σταθόπουλος στ'
αυτί. Μυαλό θα βάλεις στην κολοκύθα τους; Να το ειπώ; Και ποιός τολμάει; Ξέρεις
τι έγινε στον Αϊ-Θανάση;
– Τι;
– Μόλις μας είδαν οι καλόγεροι, κατάλαβαν
το σκοπό μας και πυροβόλησαν στο σωρό· πλήγωσαν μάλιστα και τον Κουφό στον ώμο.
Ρίχτηκαν όμως ετούτοι απάνω τους· άστραψαν κάννες, πιστόλες, έπεσαν πέτρες που
κλείστηκαν οι καλόγεροι περίτρομοι στα κελλιά τους. ¶νοιξαν τότε την εκκλησία,
έσπασαν τις εικόνες, αναποδογύρισαν την ¶για Τράπεζα ως που βρήκαν το κόνισμα. Και
πού το βρήκαν θαρρείς; Κάτου από ένα σωρό κλήματα. Εκεί το 'χε πεταμένο η
ευλάβεια των καλογέρων! Η αλήθεια είναι πως μόλις το είδαμε στο φως, όλοι
σταθήκαμε δίβουλοι. Μα για μια στιγμή· έπειτα το άρπαξαν στα χέρια, έβαλαν τους
παπάδες μπροστά και να μας. Ούτε ξέρουμε τι κάνουμε.
– Μα ο δήμαρχος!... εψιθύρισε ο Τσαϊπάς.
– Τι δήμαρχος!... Αν μίλαε, θα τον
έπαιρναν με τις πέτρες.
Ο Τσαϊπάς κοίταξε για μια
στιγμή το φίλο του κατάματα· έπειτα έσκασε στα γέλια. Εγέλασε τόσο δυνατά που ο
δικολάβος αναγκάστηκε να φύγει από κοντά του. Πίσω μου, Σατανά! Με παλαβούς δεν
είναι να καταπιάνεται κανείς! Έτσι, φίλε μου, προσβάλλεις το θρησκευτικό
αίστημα τ' αλλουνού! Ν' αγριέψει ο κόσμος και να 'χουμε φασαρίες!. .. Έτρεξε
πίσω από τους παπάδες, δίπλα στο κόνισμα κ' έδειχνε μεγάλη κατάνυξη. Όταν
φώναζε το πλήθος το «Κύριε ελέησον»! άνοιγε το στόμα, το φώναζε κ' εκείνος
δυνατά, ρυθμικά και μονότονα. Μόλις άρχιζαν τα σταυροκοπήματα, τ' άρχιζε κ'
εκείνος και δεν έπαυε αν δεν έπαυαν πρώτα οι άλλοι. Ήρθαν μάλιστα στιγμές που
φάνηκε πρόθυμος να πιάσει το κόνισμα, να κοπιάσει κι αυτός για τη Χάρη του.
– Τρομώ και λέω το διάολο
έχουμε μαζί μας! . . . είπε δυνατά ο Αρλετής, φουρκισμένος για τα γέλια του
Τσαϊπά.
Εκείνος δεν ταράχτηκε
καθόλου· ο θυμός τού σήκωσε κάθε άλλο αίστημα. Τι διάβολο! Σάπισε λοιπόν αυτός
ο τόπος! Αν το 'παιρναν τουλάχιστον όλοι για κόνισμα, δεν θα είχε κανείς
αντιλογία. Έφτανε η τυφλή πίστη να τους δικαιώσει. Ή αν το 'παιρναν για σημάδι
άλλης εποχής, της πεθαμένης Αυτοκρατορίας μας, πάλι καλά. Εύγε τους και
τρισεύγε τους. Μπορεί να ξύπναγαν μ' αυτό οι παλιές ελπίδες· ίσως να γινόταν
δίστομο σπαθί η κοιμάμενη συνείδηση. Ποιος ξέρει; Μα όχι· τίποτ' απ' αυτά.
Λείπουν κ' η τυφλή πίστη και το μεγάλο τ' όνειρο. Λείπουν, έσβησαν, πάνε. Κ'
ίσως δε θα ξαναγυρίσουν ποτέ! Έμεινε και θα μείνει στον τόπο η ψευτιά, η
ραθυμιά, η βαγαποντιά! Να ο δήμαρχος, ο δικηγόρος, ίσως κ' οι παπάδες που
στηθοδέρνονται και σταυροκοπούνται μπροστά στο παλιοσάνιδο. Και γιατί; Γιατί
δεν έχουν το θάρρος ν' αντικρίσουν το ψέμα, ν' ανοίξουν τα μάτια των τυφλών,
να χαλάσουν το κέφι μερικών πεισματάρηδων. Να η μεγάλη αρρώστια, να 'τηνε. Αντί
να σύρουμε το λαό με το μέρος μας, πάμε μεις με το δικό του.
Ο Τσαϊπάς σήκωσε τα μάτια
ψηλά σαν να ζητούσε συχώρεση για του χωριού του την ντροπή. Όταν τα χαμήλωσε,
πέσανε άθελα στο κόνισμα. Η σανίδα ντυμένη στις χρυσαλοιφές, κυκλωμένη με του
λαού το σεβασμό, ερχόταν επάνω στο ζωντανό θρόνο της με κάποια κωμική
αξιοπρέπεια. Ο φοιτητής αγανάχτησε. Νόμισε πως το ξύλο ανάμπαιζε τη θρησκεία
του· τους παπάδες και το λαό, τα λιβάνια και τα λάβαρα, όλα τ' αναγέλαε. Του
ήρθε να φωνάξει, να διαμαρτυρηθεί. Είπε να χυθεί απάνω του, να τ' αρπάξει από
τα χέρια των παλικαριών και να το ποδοκυλήσει χάμου, μέσα στον κουρνιαχτό και
τις καβαλίνες. Είπε· μα δεν έκαμε τίποτα. Τα πόδια του δε θέλησαν να πάνε
μπροστά· τα χέρια του έμειναν κάτω κρεμασμένα. Τόσο που αν είχε πρόληψες ο
Τσαϊπάς, θα νόμιζε πως το κόνισμα άρχισε απ' αυτόν τα θάματά του. Μα δεν ήταν
τέτοιος κ' ήξερε καλά τον εαυτό του. Ο ραγιάς ήταν ακόμη στο αίμα και του
αλυσόδενε τη θέληση. Ναι, δυστυχώς! Το σκαρί κ' εκείνου δεν ήταν διαφορετικό
από το σκαρί των αλλονών, όχι!. . . Κ' έξω φρενών για την αρρώστια του, γύρισε
το θυμό εναντίον του. Εχώριζε το είναι του σε δύο, άδραζε ένας τον άλλον από το
λαιμό, τον έσφιγγε με λύσσα, τον έφτυνε κατάμουτρα, θέλοντας να πλύνει την
ντροπή από πάνω του.
– ¶τιμε! Ταρτούφο!... Θεομπαίχτη! ...
εψιθύρισε.
Η λιτανεία ωστόσο ακολουθούσε
το δρόμο της. Τώρα προχωρούσε μέσα στο χωριό, από τους κεντρικούς δρόμους. Το
λιοπύρι άναβε τα καύκαλα. Ο κόσμος έτρεχε από πίσω καταϊδρωμένος,
κατασκονισμένος, μισοπαράλυτος. Και δεν έπαυε να φωνάζει κάθε τόσο ρυθμικά και
μονότονα:
– Κύριε ελέησον!... Κύριε ελέησον!...
Κύριε ελέησον!...
Έτσι έφτασε στο σταυροπάζαρο· ερμιά στο
δρόμο· τα μαγαζιά όλα κατάκλειστα. Πέρασε το γεφύρι τού Τζαφέρη και χύθηκε σαν
πλημμύρα στην πλατεία του Αϊ-Δημήτρη. Η εκκλησία με τις αρχαίες κολόνες της
μυρτοστολισμένες, έδειχνε χαρά μεγάλη· φαινόταν, να, στην πόρτα πως περίμενε τον
ερχομό του. Το καμπαναριό έχυνε κλαγγή ακατάπαυστη σαν να τού 'λεγε ανυπόμονα·
έλα!
– Γκλαν-γκλαν!... Γκλαν-γκλαν!...
Γκλαν-γκλαν! ...
Η λιτανεία σκόρπισε αμέσως. Τα παιδιά που
κρατούσαν τις τόρτσες, τα ξεφτέρια, τα μανουάλια, τα
λάβαρα χύθηκαν με φωνές και κακό στο νάρθηκα σαν να κυρίεψαν οχύρωμα. Γοργά τ'
ακολούθησαν οι παπάδες, οι ψαλτάδες, ο δήμαρχος, η αρχοντιά. Σφούγγιζαν με τα
μαντίλια τον ίδρωτα, αερίζονταν με τα καπέλα τους, ξεκούμπωναν τα ρούχα τους
και λαχάνιαζαν βαριά κι αποσταμένα. Μερικοί, όπου βρίσκανε ίσκιο, πέτρα ή ξύλο,
σωριάζονταν απάνου, τέντωναν τα πόδια τους· κοίταζαν με λύπη τα χαλασμένα
παπούτσια τους, τις ματωμένες γάμπες τους. Βαθύ ξανάσασμα έβγαινε από τα στήθη
ολουνών που τέλειωσαν. Πάει κι αυτό! Κάμποσοι αργαστηριάρηδες έφευγαν με τα
κλειδιά στα χέρια για ν' ανοίξουν τ' αργαστήρια τους, να πιάσουν πάλε τη
δουλειά. ¶λλοι που το πρωί δε σκέφτηκαν πως μπορούσε να πεινάσουν, ρώταγαν τις
γυναίκες τους αν μαγέρεψαν τίποτα. Την ώρα όμως που το κόνισμα άγγιζε σχεδόν
στην πόρτα τής εκκλησιάς, μια φωνή τρεμάμενη, μα δυνατή ακούστηκε:
– Σταθείτε!
Όλοι πάψανε αμέσως· κόπηκαν οι ψαλμοί στη
μέση· στάθηκε καθένας στη θέση του, όπως βρέθηκε.
Ήταν ο Τσαϊπάς που έβγαλε τη
φωνή· δεν μπόρεσε να κρατηθεί περισσότερο. Μα σαν να τρόμαξε από την ίδια του
φωνή, στάθηκε κατακίτρινος, με το χέρι απλωμένο στην πόρτα, με τα μάτια
γουρλωμένα· τα μαλλιά του ήταν άνω κάτω. Οι χωριάτες τον κοίταζαν τον ρωτούσαν
τι τρέχει. Τους κοίταζε κ' εκείνος δίχως να μπορεί να βγάλει λέξη. Επιτέλους
συνήρθε, κατέβασε το χέρι του, χαμογέλασε κ' είπε με φωνή παρακαλεστική.
– Σταθείτε, βρε παιδιά....
Κάμετε μου τη χάρη ν' ακούστε και μένα... Δεν το θέλω για τον εαυτό μου· για
σας το λέω, για την ψυχή σας, για την ψυχή όλων μας. Λέω να τ' αφήσουμε όξω·
να, στο κελλί, ως που να ιδούμε... Λέμε πως είναι κόνισμα· μ' αν δεν είναι; Τι
θα γίνει τότε; Τι θα μας ψάλουν τ' άλλα τα χωριά;
Ένας δισταγμός ζωγραφήθηκε
αμέσως σε πολλά πρόσωπα· μερικοί κούνησαν το κεφάλι: σύμφωνοι. Ακούστηκαν και
ψιθυρίσματα. Εκείνοι που βάσταγαν τη σανίδα έσκυψαν και την απίθωσαν χάμου, την
ακούμπησαν σε μια κολόνα κι ανακλαδίστηκαν να διώξουν την κούραση. ¶λλοι που
ήταν όξω από το νάρθηκα σήκωσαν τα χέρια στο καμπαναριό για να πάψει το
καμπάνισμα. Και χύθηκε τόση ησυχία, θλιμμένη ησυχία, λες και σταμάτησε άξαφνα η
ζωή.
Μα τότε βαριά και θυμωμένη ακούστηκε η
φωνή τού Αρλετή.
– Να κεφάλι! . . . είπε δείχνοντας με τη
χερούκλα του το φοιτητή. Τόσος λαός εδώ και δεν ξέρει τι κάνει· ήρθε του λόγου
του να μας βάλει μυαλό.
– Όχι να σας βάλω μυαλό· είπε ο Τσαϊπάς
δειλά· να ειπώ το σωστό.
– Το σωστό! εφώναξε αγριοκοιτάζοντάς τον ο
Αρλετής, το σωστό! Πού το 'βρες, μωρέ, το σωστό. . . Μην το 'φερες από την
Αθήνα μαζί με τα κολλαράκια σου!
Ξέσπασαν όλοι στα γέλια· ο
δήμαρχος, οι παπάδες, οι ψαλτάδες, ο λαός, όλοι γέλασαν με την καρδιά τους. Οι
γυναίκες γύρισαν τα μούτρα τους αλλού, χαχάνιζαν κ' εκείνες πίσω από τα
μαντίλια τους. Κ' έπειτα μια στιγμή ο λαός αγρίεψε. Μωρέ, μυαλό ο μπαγάσας!...
Εκείνοι ξεθεώθηκαν για να το φέρουν· άφηκαν το μεροκάματο τους, έχυσαν αίμα για
τη Χάρη του και τούτος έρχεται τώρα να τους πει πως δεν είναι κόνισμα! .. .
Σούσουρο έγινε, βρισιές ακούστηκαν, γρόθοι σηκώθηκαν φοβεροί.
– Το καλό που σου θέλω να φύγεις· του είπε
μυστικά ο Σταθόπουλος, τραβώντας τον έξω από το πλήθος.
Ο Τσαϊπάς σήκωσε το κεφάλι
περήφανα. Τ' έκαμε λέει; Όχι θα σταθεί, θ' αντιμιλήσει, θα τα βάλει μ' όλους ως
που να τους ξεστραβώσει. Μα δεν μπόρεσε να βγάλει λέξη· στόμα είχε, μιλιά δεν
είχε.
– Πάμε, του ξαναείπε ο Σταθόπουλος.
Εκείνος έσκυψε το κεφάλι,
σούφρωσε τα φρύδια του, άφησε να τον σύρει ο φίλος του.
– Ήλιος! φώναξαν δυο τρία παιδιά στο διάβα
του.
– Ούθε το πρώτο μου παπούτσι! . . Ούθε το
πρώτο μου παπούτσι!... φώναξε δυνατά ο Αρλετής.
Ο αντίλαλος τού νάρθηκα
αδερφώθηκε και κείνος με τη βάναυση φωνή τού ψάλτη.
– Παπούτσι... παπούτσι!...
– Ελάτε, ρε παιδιά· βοηθάτε να
τελειώσουμε· είπε ο Αρλετής πιάνοντας το κόνισμα.
Κανείς δεν έσκυψε· όλοι
έμειναν άφωνοι, τηράζοντάς το σαν να ζητούσαν τη γνώμη του. Έπειτ' άρχισαν να
το ψηλαφάνε, να το γυρίζουν μπρος-πίσω, να το ξετάζουν, για να μάθουνε το νόημα
του. Έλεγαν χίλιες γνώμες μυστικό και φανερά, έβγαζαν διάφορα συμπεράσματα· μα
κανένα δεν πίστευαν πως ήταν σωστό. Ό,τι έλεγε ο ένας, αμέσως άλλος το πολέμαε.
¶ρχιζαν ν' αντιφέρνονται, να στενοχωριούνται και μυστικά να θυμώνουν μ' εκείνο
που τους έβαλε σε μπελάδες. Ποιός ξέρει; Τάχα δεν ήταν όργανο τού Σατανά κ'
ήρθε να τους ρίξει σε σύγχυση; Τι διάβολο! Αν ήταν αληθινός ¶γιος, το χωριό
τους θα 'βρισκε να κονέψει!...
– Πού ήσουνα, κυρ-Γερόλυμε! φώναξε άξαφνα
ο δήμαρχος· έλα, βρε αδελφέ, να μας χωρίσεις· μπλέξαμε στα καλά με τούτο το
διάβολο!...
Μα συνήρθε αμέσως κι άρχισε τα
σταυροκοπήματα.
– Φτού! .. . φτού!... Προσκυνώ τη χάρη
του... Με κόλασε ο τρισκατάρατος!
Γέλασε το πλήθος δυνατά με το
πάθημα τού κυρ-δήμαρχου. Έπειτα έκαμε τόπο κι ανέβηκε οκνά τη σκάλα ο Γερόλυμος
ο Προβατάς. Ήταν ένας γέρος νησιώτης κοσμοπερπατημένος και πολυκάτεχος. Η τύχη
τον έριξε στο χωριό κι έμειν' εκεί από χρόνια, σαν ξύλο παντοπλάνητο που
κατακάθεται σε μιαν ακρογιαλιά ώστε να σαπίσει και να διαλυθεί. Από τα λόγια
του κι από τα φερσίματα –μπορεί κι από τ' άγνωστα περασμένα του– είχε
καταντήσει σεβαστός και πολυζήτητος. Μόλις τον είδαν κι ανάσαναν όλοι·
σκέφτηκαν πως δίχως άλλο θα τους βγάλει από τη στενοχώρια. Παραμερίσανε για να
ιδεί το κόνισμα. Εκείνος μόλις το είδε σούφρωσε τα χείλη του και γύρισε τις
πλάτες.
– Λοιπόν; ρώτησαν δυο-τρεις ανυπόμονα.
– Στολίδια τής πρύμης· είπε σιγά· στολίδια
καραβιού· –πάρτε το.
Όλοι χλόμιασαν και
χαμογέλασαν σύγκαιρα· όλοι τον κοίταξαν περίλυπα σαν νά 'παιρνε μαζί του την
ελπίδα τους. Οι παπάδες μπήκανε στην εκκλησιά τρεχάτοι, γονάτισαν καταμεσής και
σήκωσαν τα χέρια σε δέηση. Ήμαρτον, Θε μου – μη μας συνεριστείς!... Το πλήθος
άρχισε να σκορπά.
– Μα είσαι βέβαιος, γερο-Προβατά; τον
ρώτησε λυπημένα ο Αρλετής. Για κοίτα το καλά· μην κάνεις λάθος;
– Τι λάθος, αδερφέ Κωνσταντή; Είναι
στολίδι από ρούσικο καράβι· βασιλικό καράβι! Να δε διαβάζεις τα γράμματα; Πέτρος
ο Μέγας· έτσι γράφει απάνου...
Ο Αρλετής εσταύρωσε τα χέρια,
έγυρε το κεφάλι κ' έμειν' εκεί άφων' άλαλος για πολλή ώρα. Απελπισία κυρίεψε
την ψυχή του σαν να 'βλεπε την εκκλησιά του γκρεμισμένη. Μωρέ! Ποτέ δεν το
'λπιζε να πάθει τέτοιο ρεζιλίκι το χωριό! ... ¶ξαφνα τού φάνηκε πως τα κεφάλια τού
αητού κουνήθηκαν από τη θέση τους, κουλουριάστηκαν και κάμανε μαζί μια
προσωπίδα μεγάλη. Τι μεγάλη προσωπίδα και τι παράξενη! Έπιανε όλο το χωριό. Όχι
μόνο το χωριό, μα και τ' άλλα περίγυρα, την Πάτρα και τον Πύργο, ακόμη και τη
Ζάκυνθο. Κι όσο πήγαινε όλο μεγάλωνε. Μεγάλωνε δεξιά, μεγάλωνε ζερβά, κάτου και
απάνου, ως που σκέπασε ωιμένα!... όλη την Ελλάδα. Και κοίταζε τον Αρλετή
πεισματικά με τα κούφια μάτια της· τον κοίταζε και γελούσε, τον
κοίταζε και χαχάνιζε σαν γρια ξεμωραμένη και μονοδοντού.
– Α, σιχτίρ! ... είπε δίνοντας του μια
κλοτσιά.
Η σανίδα έτριξε στη θέση της,
κουνήθηκε πέρα-δώθε κ' έπεσε πλατς! στο χώμα. Ένα σύγνεφο από σκόνη σηκώθηκε
και σκέπασε όλα τα πάντα.
– Π' ανάθεμα σε! Μου 'φαγες την πλάτη ως
που να σε φέρω! είπε κάποιος πιάνοντας τον ώμο του.
Και τού 'δωκε άλλη κλοτσιά.
Τότε όλοι άρχισαν να το κλοτσούν, να το ποδοκυλούν στο χώμα σαν παλιοκούρελο.
Δεν είχαν θυμό μαζί του. Ένιωθαν μόνο μια παιδιάστικη ορμή να το λερώσουν, να
το ασχημύνουν, να το ταπεινώσουν περισσότερο. Το χτυπούσαν με λάσπες, με πέτρες
και με βύσσαλα. Το 'στεναν ορθό και τ' άφηναν να πέσει με πάταγο, ξεκαρδισμένοι
στα γέλια. Ανάμπαιζαν τα «Κύριε ελέησον», τους ψαλμούς τα σταυροκοπήματα, τα
θάματα και τη φύλαξη που πρόσμεναν από δαύτο. Έπειτα, σαν απόστασαν από τα
γέλια και τα χάχανα, το σήκωσαν στα χέρια και με σατιρικά ψαλμολογήματα τό
'φεραν και το πέταξαν στο Στρεμμενό, σαν ψοφήμι.
– Νά στις δόξες σου!... είπε ο Αρλετής.
Η ΘΑΛΑΣΣΑ
Ο πατέρας μου - μύρο το κύμα που τον τύλιξε - δεν είχε σκοπό να με κάμει ναυτικό.
- Μακριά, έλεγε, μακριά, παιδί μου, απ’ τ’ άτιμο στοιχειό!
Δεν έχει πίστη, δεν έχει έλεος. Λάτρεψέ την όσο θες, δόξασε την? εκείνη το σκοπό της. Μην κοιτάς που χαμογελά, που σου τάζει θησαυρούς. Αργά γρήγορα θα σου σκάψει το λάκκο ή θα σε ρίξει πετσί και κόκαλο, άχρηστο στον κόσμο. Είπες θάλασσα, είπες γυναίκα, το ίδιο κάνει.
Και τα έλεγε αυτά άνθρωπος που έφαγε τη ζωή του στο καράβι, που ο πατέρας, ο πάππος, ο πρόπαππος, όλοι ως τη ρίζα της γενιάς ξεψύχησαν στο παλαμάρι. Μα δεν τα έλεγε μόνον αυτός, αλλά κι οι άλλοι γέροντες του νησιού, οι απόμαχοι των αρμένων τώρα, και οι νιότεροι, που είχαν ακόμη τους κάλλους στα χέρια, όταν κάθιζαν στον καφενέ να ρουφήξουν τον ναργιλέ, κουνούσαν το κεφάλι και στενάζοντας έλεγαν:
- Η θάλασσα δεν έχει πια ψωμί. Ας είχα ένα κλήμα στη στεριά και μαύρη πέτρα να ρίξω πίσω μου.
Η αλήθεια είναι πως πολλοί τους όχι κλήμα, άλλα νησί ολάκερο μπορούσαν ν’ αποχτήσουν με τα χρήματα τους. Μα όλα τα έριχναν στη θάλασσα. Παράβγαιναν ποιος να χτίσει μεγαλύτερο καράβι, ποιος να πρωτογίνει καπετάνιος. Και γω που άκουα συχνά τα λόγια τους και τα έβλεπα τόσο ασύμφωνα με τα έργα τους δε μπορούσα να λύσω το μυστήριο. Κάτι, έλεγα, θεϊκό ερχόταν κι έσερνε όλες εκείνες τις ψυχές και τις γκρέμιζε άβουλες στα πέλαγα, όπως ο τρελοβοριάς τα στειρολίθαρα.
Αλλά το ίδιο κάτι μ’ έσπρωχνε και μένα εκεί. Από μικρός την αγαπούσα τη θάλασσα. Τα πρώτα βήματα μου να ειπείς, στο νερό τα έκαμα. Το πρώτο μου παιχνίδι ήταν ένα κουτί από λουμίνια μ’ ένα ξυλάκι ορθό στη μέση για κατάρτι, με δυο κλωστές για παλαμάρια, ένα φύλλο χαρτί για πανάκι και με την πύρινη φαντασία μου που το έκανε μπάρκο τρικούβερτο. Πήγα και το έριξα στη θάλασσα με καρδιοχτύπι. Αν θέλεις, ήμουν και γω εκεί μέσα. Μόλις όμως το απίθωσα, και βούλιαξε στον πάτο. Μα δεν άργησα να κάμω άλλο μεγαλύτερο από σανίδια. Ο ταρσανάς για τούτο ήταν στο λιμανάκι του Αϊ-Νικόλα. Το έριξα στη θάλασσα και τ’ ακολούθησα κολυμπώντας ως την εμπατή του λιμανιού που το πήρε το ρέμα μακριά. Αργότερα έγινα πρώτος στο κουπί, στο κολύμπι πρώτος, τα λέπια μου έλειπαν.
- Μωρέ γεια σου, και συ θα μας ντροπιάσεις όλους, έλεγαν οι γεροναύτες, όταν μ’ έβλεπαν να τσαλαβουτώ σαν δέλφινας.
Εγώ καμάρωνα και πίστευα να δείξω προφητικά τα λόγια τους. Τα βιβλία - πήγαινα στο Σχολαρχείο θυμούμαι - τα έκλεισα για πάντα. Τίποτα δεν έβρισκα μέσα να συμφωνεί με τον πόθο μου. Ενώ εκείνα που είχα γύρω μου, ψυχωμένα κι άψυχα, μού έλεγαν μύρια. Οι ναύτες με τα ηλιοκαμένα τους πρόσωπα και τα φανταχτερά τους ρούχα? οι γέροντες με τα διηγήματά τους? τα ξύλα με τη χτυπητή κορμοστασιά, οι λυγερές με τα τραγούδια τους:
Όμορφος που ’ναι ο γεμιτζής, όταν βραχεί κι αλλάξει
και βάλει τ’ άσπρα ρούχα του και στο τιμόνι κάτσει.
Το άκουα από την κούνια μου κι έλεγα πως ήταν φωνή του νησιού μας, που παρακινούσε τους άντρες στη θαλασσινή ζωή. Έλεγα πότε και γω να γίνω γεμιτζής και να κάτσω θαλασσοβρεμένος στο τιμόνι. Θα γινόμουν όμορφος τότε, παλλήκαρος σωστός, θα με καμάρωνε το νησί, θα με αγαπούσαν τα κορίτσια! Ναι? την αγαπούσα τη θάλασσα! Την έβλεπα ν’ απλώνεται απ’ τ’ ακρωτήρι ως πέρα, πέρα μακριά, να χάνεται στα ουρανοθέμελα σαν ζαφειρένια πλάκα στρωτή, βουβή και πάσχιζα να μάθω το μυστικό της. Την έβλεπα, οργισμένη άλλοτε, να δέρνει με αφρούς τ’ ακρογιάλι, να καβαλικεύει τα χάλαρα, να σκαλώνει στις σπηλιές, να βροντά και να ηχάει, λες και ζητούσε να φτάσει στην καρδιά τής Γης για να σβήσει τις φωτιές της. Κι έτρεχα μεθυσμένος να παίξω μαζί της, να τη θυμώσω, να την αναγκάσω να με κυνηγήσει, να νιώσω τον αφρό της απάνω μου, όπως πειράζουμε αλυσοδεμένα τ’ αγρίμια. Και όταν έβλεπα καράβι να σηκώνει την άγκυρα, να βγαίνει από το λιμάνι και ν’ αρμενίζει στ’ ανοιχτά? όταν άκουα τις φωνές των ναυτών που γύριζαν τον αργάτη και τα καταβοδώματα των γυναικών, η ψυχή μου πετούσε θλιβερό πουλάκι απάνω του. Τα σταχτόμαυρα πανιά, τα ολοφούσκωτα? τα σχοινιά τα κοντυλογραμμένα? τα πόμολα που άφηναν φωτεινή γραμμή ψηλά μ’ έκραζαν να πάω μαζί τους, μου έταζαν άλλους τόπους, ανθρώπους άλλους, πλούτη, χαρές, φιλιά. Και νυχτόημερα η ψυχή μου κατάντησε άλλον πόθο να μην έχει παρά το ταξίδι. Ακόμη και την ώρα που ερχόταν πικρό χαμπέρι στο νησί και ο πνιγμός πλάκωνε τις ψυχές όλων και χυνόταν βουβή η θλίψη από τα ζαρωμένα μέτωπα ως τ’ άψυχα λιθάρια της ακρογιαλιάς? όταν έβλεπα τα ορφανοπαίδια στους δρόμους και τις γυναίκες μαυροφόρες, απαρηγόρητες τις αρραβωνιαστικιές? όταν άκουγα να διηγούνται ναυαγοί το μαρτύριο τους, πείσμα μ’ έπιανε που δεν ήμουν και γω μέσα? πείσμα και σύγκρυο μαζί.
Δεν κρατήθηκα περισσότερο. Έλειπε ο πατέρας με τη σκούνα στο ταξίδι. Μίσευε κι ο καπετάν Καλιγέρης, ο θείος μου, για τη Μαύρη θάλασσα. Του έπεσα στο λαιμό? τον παρακάλεσε κι η μάννα μου από φόβο μην αρρωστήσω? με πήρε μαζί του.
- Θα σε πάρω, μου λέει, μα θα δουλέψεις? το καράβι θέλει δουλειά. Δεν είναι ψαρότρατα να ’χεις φαΐ και ύπνο.
Τον φοβόμουνα πάντα το θείο μου. Ήταν άγριος και κακός σε μένα, όπως και στους ναύτες του. Κάλλιο σκλάβος στ’ Αλιτζέρι — παρά με τον Καλιγέρη, έλεγαν για να δείξουν την απονιά του. Ό,τι παστό παλιοκρέατο, μουχλιασμένος μπακαλάος, αλεύρι πικρό, σκουληκιασμένη γαλέτα, τυρί - τεμπεσίρι, στην αποθήκη του Καλιγέρη βρισκότανε. Κι ο λόγος του πάντα προσταγή, αγριοβλαστήμια και βρισίδι. Μόνον απελπισμένοι πήγαιναν στη δούλεψη του. Μα ο μαγνήτης που έσερνε την ψυχή μου έκανε να τα λησμονήσω όλα. Να πατήσω μια στην κουβέρτα, έλεγα, και δουλειά όση θες.
Αληθινά ρίχτηκα στη δουλειά με τα μούτρα. Έκαμα παιχνίδι τις ανεμόσκαλες. Όσο ψηλότερα η δουλειά, τόσο πρόθυμος εγώ. Μπορεί ο θείος μου να ήθελε να παιδευτώ από την αρχή για να μετανιώσω. Από την πλύση της κουβέρτας στο ξύσιμο? από το ράψιμο των πανιών στων σχοινιών το πλέξιμο? από το λύσιμο των αρμένων στο δέσιμο. Τώρα στην τρόμπα? τώρα στον αργάτη? φόρτωμα - ξεφόρτωμα, καλαφάτισμα, χρωμάτισμα, πρώτος εγώ. Πρώτος; Πρώτος? τι μ’ έμελλε; Μου έφτανε πως ανέβαινα ψηλά στη σταύρωση κι έβλεπα κάτω τη θάλασσα να σχίζεται και να πισωδρομεί υποταχτική μου. Τον άλλον κόσμο, τους στεριανούς, με θλίψη τους έβλεπα.
- Ψε!... έλεγα με περιφρόνηση. Ζούνε τάχα κι εκείνοι!...
Απάνω στο μεθύσι μου ακούω τη φωνή του καπετάνιου να βροντά δίπλα μου:
-Μάινα πανιά!... Μάινα και στίγγα πανιά!...
Τρόμαξα και τρέχω πίσω από τους ναύτες. Πηδούν εκείνοι στους φλόκους? κοντά και γω. Σκαρφαλώνουν στις σταύρωσες, απάνω και γω. Σε πέντε λεπτά το μπάρκο έμεινε ξυλάρμενο. Μα ο καπετάνιος δεν έπαυε να φωνάζει, να βρίζει και να βλαστημά. Τον κοιτάζω, ανάθεμα και κατάλαβα τι έλεγε.
-Μωρέ τι τρέχει; ρωτάω το διπλανό μου, εκεί που δέναμε τον παπαφίγκο.
- Η τρόμπα, δε βλέπεις; Ο σίφουνας!
Σίφουνας! έφριξα. Ακουστά είχα τα θάματα του? πως σαρώνει ότι λάχει στο διάβα του? σχίζει πανιά, ρίχνει κατάρτια, γονατίζει πλεούμενα. Τώρα τον έβλεπα με τα μάτια μου. Δεν ήταν ένας? ήταν τρεις-τέσσερες. Οι δύο κατά το Βατούμ? οι άλλοι δίπλα στ’ ανοιχτά. Κι εμπρός μας ο Καύκασος, σκουντούφλης, έδειχνε τα χαλαρόφραχτα περιγιάλια του. Ο ουρανός συγνεφοσκεπασμένος, η θάλασσα μαυριδερή μ’ ένα ελαφρό τρέμουλο, σαν να είχε ανατριχίλα. Πρώτη φορά που είδα φοβισμένη τη φιλενάδα μου.
Ο ένας σίφουνας λιγνός, καμαρωτός σαν προβοσκίδα ελέφαντα, κρεμόταν στα νερά μαύρος και ακίνητος. Ο άλλος χοντρός, ολόισος, κόπηκε άξαφνα στη μέση σαν καπνοκολώνα, σκόρπισε η βάση του και απόμεινε γλωσσίδι κρεμάμενο από τα σύγνεφα. Είδα να τεντώνει το λαιμό του εδώ και κει, να κινεί τις φούντες του σαν φιδόγλωσσες, λες και ζητούσε κάτι στα νερά, και άξαφνα να κουλουριάζεται και να φωλιάζει στα σύσκοτα. Ο τρίτος όμως, σταχτόμαυρος, σαν κορμός λεύκας, αφού ρούφηξε και πρήσθηκε καλά, δραμπαλίστη και βάδιζε καταπάνω μας.
- Κάτου μωρέ! κάτου! ακούω τη φωνή από το κάσαρο. Γυρίζω? οι ναύτες είχαν κατεβεί. Εγώ, αγκαλιασμένος καλά στο κορζέτο, ξεχάστηκα κοιτάζοντας το θάμα. Γλίστρησα δίπλα στον καπετάνιο. Τον βλέπω με μάτια γουρλωμένα να κοιτάζει το στοιχειό. Στο δεξί χέρι κρατούσε ένα μαυρομάνικο λάζο κι έστεκε πίσω στο πρυμιό κατάρτι, σαν να το έβανε μετερίζι. Κοντά ο ναύκληρος γέμιζε βιαστικά το σκουριασμένο τρομπόνι και γύρω οι ναύτες κοίταζαν πότε τον ουρανό, πότε τη θάλασσα κερωμένοι.
Ο σίφουνας ωστόσο πλάκωνε φτεροπόδαρος, ρουφώντας το νερό και τινάζοντας το στον ουρανό, μαύρη καταχνιά κι αντάρα. Τώρα έλεγες θα μας γδύσει το καράβι ή θα το σηκώσει σύσκαρμο ψηλά. Έτσι έφτασε δυο οργιές μακριά μας. Έφεγγε ολοστρόγγυλος, ξανθοπράσινος, σαν καπνισμένο κρύσταλλο και μέσα του ανεβοκατέβαινε το έμβολο, λες και ήθελε να σβήσει μεγάλη πυρκαγιά στα επουράνια.
- Βάρα! προστάζει ο καπετάνιος.
Ο ναύκληρος αδειάζει απάνω του το τρομπόνι. Παλιόκαρφα, μολύβια, στουπιά, όλα χώνεψαν στα πλευρά του. Φάνηκε να τρεμουλιάζει και σταμάτησε. Δοκίμασε πάλι να κινηθεί, έκαμε δυο κλωθογυρίσματα στον τόπο και στάθηκε πάλι σμίγοντας τη θάλασσα με τον ουρανό.
- Δεν κάναμε τίποτα, είπε πικραμένος ο καπετάνιος στο ναύκληρο.
- Το βλέπω και γω. Κάνε την πεντάλφα, καπετάνιε, και το κρίμα το παίρνω.
- Θεέ μου, ήμαρτον? ψιθύρισε αποφασιστικά εκείνος κάνοντας το σταυρό του.
Και με το λάζο χάραξε μια πεντάλφα απάνω στο κατάρτι και είπε τρεις φορές:
- Εν αρχή ην ο Λόγος και ο Λόγος ην προς τον Θεόν και Θεός ην ο Λόγος.
Και κάρφωνε το μαχαίρι στη μέση της πεντάλφας, σαν να το κάρφωνε στα σπλάχνα του θεριού.
Βρόντος ακούστηκε, λες κι έσκασε κανόνι και μέγα κύμα κύλησε επάνω στο κατάστρωμα. Σύγκαιρα ο Καύκασος άστραψε και βρυχηθεί τρανολάλητα, δρόλαπας εξέσπασε κι η θάλασσα η φοβισμένη άφρισε τώρα και μάνιασε απ’ άκρη σ’ άκρη του πόντου.
- Ίσια πανιά! πρόσταξε ο καπετάνιος γοργά. Τις γάμπιες! τους φλόκους! τα τρέγα!... Κατσάρετε τις σκότες!
Ανοίξαμε τα πανιά και το μπάρκο έπιασε πάλι τη γραμμή του.
***
Τρεις βδομάδες αργότερα κατεβήκαμε στην Πόλη φορτωμένοι. Εκεί έλαβα το πρώτο γράμμα της μάνας μου. Πρώτο γράμμα, πρώτο μαχαίρι στην καρδιά μου.
«Παιδί μου, Γιάννη μου? έλεγε η γριά. Όταν γυρίσεις πάλι στο νησί με τη βοήθεια του Αϊ-Νικόλα και την ευκή μου, δε θα είσαι πια καπετάνιου παιδί. Πάει ο πατέρας σου, η όμορφη σκούνα πάει, πάνε οι δόξες μου! Τα ρούφηξε όλα η Μαύρη Θάλασσα. Τώρα δεν έχεις τίποτε παρά το χαμόσπιτο, εμένα την άφτουρη και το Θεό. Γεια στα χέρια σου! Δούλεψε, παιδί μου, και τίμα το θείο σου. Αν σου μένει κάποτε ξεδούλειο, στέλνε το ν’ ανάβω το καντήλι του Άγιου για την ψυχή του πατέρα σου».
Σταύρωσα τα χέρια μου, κοίταξα με βουρκωμένα μάτια τη θάλασσα. Τα λόγια της γραφής μου φάνηκαν απόφωνο στα λόγια του πατέρα μου. Τόσα χρόνια καραβοκύρης και τώρα η χήρα του πρόσμενε το δικό μου ξεδούλειο, για να κάμει τα κόλλυβά του! Και κείνου το κορμί, τα σιδερένια μπράτσα ποιος ξέρει τάχα σε τι χάλαρα δέρνονται, ποιος γλάρος τα πετσοκόβει, ποιο κύμα να λευκαίνει τα ψηλόλιγνα κόκαλα!
Ωιμέ! Ανταμώσαμε για ύστερη φορά μόλις μπήκε στη Θεοδοσία. Καθώς με είδε ψηλά να μαϊνάρω τον τρίγγο, έκαμε το σταυρό του κι έμεινε άφων’ άλαλος.
- Τι τον κοιτάς, καπετάν Αγγελή; του φωνάζει ο Καλιγέρης? δεν τον αλλάζω με τον καλύτερο ναύτη σου.
Εγώ διπλοπαρακάλουν ν’ ανοίξει η θάλασσα να με καταπιεί. Όσο ένιωθα απάνω μου το βλέμμα του, ησυχία δεν έβρισκα. Έτρεχα βιαστικός, από τη μια άκρη στην άλλη, κατέβαινα στην πλώρη, ανέβαινα στο κάσαρο, πέρναγα τις στραλιέρες, έπιανα τον αργάτη, δούλευα την τρόμπα. Εκείνος κατάλαβε πως τα είχα σαστισμένα και δε σηκώθηκε από τη θέση του, μόνο με ακολουθούσε με βλέμμα παραπονιάρικο σα να μ’ έβλεπε στο νεκροκρέβατο.
Την άλλη μέρα μ’ έμπλεξε που πήγαινα στην πόλη. Μόλις τον αγνάντεψα, θέλησα να κρυφτώ, αλλ’ από μακριά τόσο προσταχτικό ήταν το νόημα του, που τα πόδια μου κόπηκαν.
- Βρε, παιδί μου, τι έπαθες; μου λέει. Το σκέφτηκες καλά τι θα κάμεις;
Πρώτη φορά γνώρισα τη γλύκα της φωνής του. Δε σάστισα όμως.
- Πατέρα, του είπα? το σκέφτηκα. Κακό και ψυχρό μπορεί να είναι το κίνημά μου, μα δε δύναμαι να κάμω αλλιώς. Δε μπορώ να ζήσω αλλιώτικα. Με κράζ’ η θάλασσα. Μη θες να με μποδίσεις. Άσε με κει που βρίσκομαι, γιατί θα πάρω τα μάτια μου και δε με ξαναβλέπεις.
Έκαμε το σταυρό του? στάθηκε λίγο, με κοίταξε κατάματα, κούνησε το κεφάλι.
- Καλά, παιδί μου, είπε? κάνε ότι σε φωτίσει ο Θεός. Εγώ έκαμα το χρέος μου. Ούτε έξοδα λυπήθηκα ούτε λόγια? θυμήσου το, να μη με αναθεματάς αργότερα. Πήγαινε στην ευκή μου.
Ύστερη του ευκή, πρώτη μου θλίψη. Η θάλασσα στο πρώτο μου ταξίδι πλήρωσε την αγάπη μου. Έμεινα πια αναγκαστικός δουλευτής του καπετάν Καλιγέρη. Δουλευτής για το ψωμάκι. Το ψωμάκι το δικό μου και της καπετάνισσας. Αλλά με όλη τη συμβουλή της ούτε να τιμήσω ούτε να δουλέψω μπόρεσα περισσότερο το θείο μου. Αν είναι να δουλέψω ναύτης, σκέφτηκα, δόξα σοι ο θεός, βρίσκονται κι άλλα καράβια. Από να δέχομαι τις βρισιές του συγγενή μου, καλύτερα ενός ξένου. Αποφάσισα στο πρώτο λιμάνι να ξεμπαρκάρω με το καλό.
- Με το καλό, άσε και να ιδείς? λέει ο καπετάν Καλιγέρης, όταν μάντεψε το σκοπό μου.
Πάω μια μέρα να του ζητήσω λάδι για το φαγί.
- Δεν έχει, μου λέει? το τρώει κείνος που κάθεται στο τιμόνι.
Πάω δεύτερη? το ίδιο. Πάω τρίτη? πάλι το ίδιο. Φυλάω και γω μια μέρα που ήμουν στο τιμόνι, παίρνω τον Αϊ-Νικόλα, τον δένω στο δοιάκι και το αφήνω μάρμαρο. Το καράβι άρχισε να γυρίζει σαν άμυαλο στη θάλασσα.
- Μπρε Γιάννη! φωνάζει ο καπετάνιος. Ποιον άφηκες στο τιμόνι;
- Εκείνον που τρώει το λάδι.
Οι ναύτες σκάνε τα γέλια. Θυμώνει.
- Να φύγεις! μου λέει? γρήγορα τα ρούχα σου κι όξω.
- Να φύγω? το λογαριασμό.
Με παίρνει στην κάμαρα κι αρχίζει να στρώνει το λογαριασμό κατά τη συνήθεια του.
- Την τάδε μέρα συμφωνήσαμε, την τάδε μπήκες μέσα? την άλλη έφερες τα ρούχα σου, την άλλη φύγαμε, την άλλη έπιασες δουλειά. Δεν είναι έτσι;
Ούτε πολλές ούτε λίγες. Πέντε ήμερων μισθό μου έτρωγε. Πάλι καλά.
- Έτσι, του απάντησα.
Και βγήκα με δυο σβάντσικες στη Μεσσήνα.
Άρχισε τώρα η ζωή του ναύτη με τα όλα της. Ζωή και τάξη. Μερμήγκι σωστό. Μερμήγκι στη δουλειά, ποτέ όμως και στο σύναγμα. Τι να εύρεις, τι να συνάξεις; Μεροδούλι μεροφάι. Ένα ζευγάρι ποδήματα, ένας μισθός. Ένας μουσαμάς, άλλος μισθός. Ένα γλέντι στο Κεμέρ-Αλτί, άλλος. Ένας μήνας άδουλος, έξι χρέος. Σύρε να κάμεις κομπόδεμα και να κυβερνήσεις σπίτι. Δόξα να έχει ο Χάρος που μου το ’κλεισε γρήγορα? πέθανε η καπετάνισσα στο χρόνο απάνω κι έτσι ξενοιάσαμε. Από καράβι σε καράβι, από καπετάνιο σε καπετάνιο, από ταξίδι σε ταξίδι, δέκα χρόνια τα έκλεισα στη θάλασσα. Τα λόγια του πατέρα μου νυχτόημερα στ’ αυτιά μου. Μα τι τ’ όφελος; Βάρα του μαχαιριού γροθιά. Αν είχα και γω ένα κλήμα στη στεριά, πέτρα μαύρη θα έριχνα. Μα πού το κλήμα; Απόφαση το πήρα. Ή το κύμα θα με φάει ή θα με δώσει πετσί και κόκαλο στον κόσμο. Καλά λοιπόν? ζωή χαρισάμενη! Δουλειά και γλέντι. Μηγάρις ήμουν μοναχός; Όλος ο ναυτόκοσμος έτσι δέρνεται. Έκαμα σε τόσα καράβια? είδα και τους ξένους, μα δε ζήλεψα την τύχη τους. Παντού ίδια η ζωή του ναύτη. Βρισιές από τον καπετάνιο, από τον φορτωτή καταφρόνια, φοβέρες από τη θάλασσα, σπρωξίματ’ από τη στεριά. Όπου και να γυρίσεις, στα κόντρα βρίσκεσαι.
Μια φορά που ήρθα στον Πειραιά με την εγγλέζικη φρεγάδα, είπα να πάω στην πατρίδα. Από τότε που έφυγα με τον καπετάν Καλιγέρη δε γύρισα ποτέ. Η τύχη με άρπαξε στα φτερά της και μ’ έφερε σβούρα στη γη. Πήγα, ήβρα το σπίτι χάρβαλο, τον τάφο της μάνας μου χορταριασμένο και μια μικρούλα μου αγαπητικιά σωστή αντρογυναίκα. Έκαμα τρισάγιο της μάνας μου, άναψα κερί στην ψυχή του πατέρα μου, έριξα και δυο ματιές στην παλιά μου αγάπη. Στη δεύτερη ματιά ανατρίχιασα.
- Ποιος ξέρει, πικροσυλλογίστηκα, ποιος ξέρει αν άκουα του πατέρα μου τα λόγια, τάχα δε θα ήμουν σήμερα ο άντρας της Μαριώς;
Ο πατέρας της, ο καπετάν Πάραρης, ήταν παλιός καραβοκύρης, συνομήλικος του δικού μου. Στάθηκε τυχερός στη θάλασσα, την τρύγησε καλά, ήβρε την περίσταση, πούλησε το μπάρκο, αγόρασε χωράφια και τα έκαμε περιβόλι. Μούντζωσε για πάντα το ταξίδι.
Την άλλη μέρα δεν έφυγα, όπως είχα σκοπό? ούτε την άλλη. Ούτε αποβδόμαδα. Δεν ξέρω τι με κράταγε κει? δουλειά δεν είχα. Μα κάθε στιγμή στο νου μου ερχόταν λυχνοσβήστης ο συλλογισμός:
- Αν άκουα του πατέρα μου τα λόγια, τάχα δε θα ήμουνα σήμερα ο άντρας της Μαριώς;
Κι έκοβα βόλτες κάτω από το σπίτι της. Έπιανα κάθε κοντόβραδο το δρόμο που πήγαινε στο πηγάδι για νερό, να πάρω μια ματιά. Τι τα θες, τι τα γυρεύεις; Την αγάπησα τη Μαριώ. Όταν την έβλεπα να διαβαίνει χαμηλωθώρα, λεβεντοπερπάτητη, με στήθη μεστωμένα και τα μαλλιά ανεμιστά στις πλάτες, ποθούσα να κολλήσω απάνω της. Ο μαγνήτης που μ’ έσυρε άπραγο παιδί στη θάλασσα, μ’ έσερνε τώρα στη γυναίκα. Με το ίδιο πάθος ρίχτηκα στ’ αχνάρια της πεντάμορφης. Εκεί έβαλα προξενητή τον καπετάν Καλιγέρη? εδώ τη γριά Καλομοίρα.
- Δε φεύγω, αν δεν πάρω απόκριση? συλλογίστηκα.
Η προξενήτρα τα κατάφερε μια χαρά. Ζάχαρη έβαλε στα λόγια της και πλάνεσε κορίτσι και πατέρα ευθύς.
- Να σου ειπώ? μου λέει ο καπετάν Πάραρης ένα βράδυ παράμερα. Ο σκοπός σου καλός και τίμιο το φέρσιμό σου. Δε θέλω και καλύτερο να μπάσω σπίτι μου παρά το γιο του φίλου μου, του αδερφού μου. Το Μαριώ είναι δικό σου? με μια συμφωνία. Θ’ αρνηθείς τη θάλασσα. Εκείνο που έλεγε ο πατέρας σου το λέω και γω. Δεν έχει πίστη, δεν έχει έλεος, θα την αφήσεις λοιπόν τη θάλασσα.
- Μα τι να κάμω; του είπα, πώς θα ζήσω; Ξέρεις καλά πως άλλη τέχνη δεν έμαθα.
- Το ξέρω. Μα το Μαριώ έχει το δικό του.
- Λοιπόν θα πάρω γυναίκα να με τρέφει;
- Όχι, δε θα σε τρέφει? μη θυμώνεις. Δε θέλω να σε προσβάλω. Θα δουλέψεις? θα δουλέψετε κι οι δυο. Είναι το περιβόλι, είναι τ’ αμπέλι, είναι το χωράφι. Δουλευτάδες καρτερούν.
Η αλήθεια είναι πως δεν ήθελα και τίποτε άλλο. Τη θάλασσα την αρνιόμουν και την απαρνιόμουν. Είχα καταντήσει σαν τον Αϊ-Λια που πήρε στον ώμο το κουπί και ανέβη στα βουνά, ζητώντας κατοικία εκεί που οι άνθρωποι δεν ήξεραν τ’ όνομά της. Παρόμοια και γω. Ούτε τ’ όνομά της, ούτε το χρώμα της. Τα κάλλη της δεν είχαν για μένα μυστικά, τα μάγια λύθηκαν.
- Σύμφωνοι, του είπα? έχεις το λόγο μου.
***
Τρία χρόνια έκαμα με το Μαριώ απάνω στο Τραπί, χωριό του πεθερού μου? τρία χρόνια ζωή αληθινή. Έμαθα την αξίνα και δούλευα μαζί της το περιβόλι, το αμπέλι, το χωράφι. Πώς πέρναε ο καιρός δεν το κατάλαβα. Δουλειά κι αγάπη. Τώρα σκάφταμε, τώρα τρέχαμε κάτω από τις κιτριές σαν πουλαράκια πρωτόβγαλτα. Έμαθα να σκαλίζω τις κιτριές, να κλαδεύω τ’ αμπέλι, να οργώνω το χωράφι. Είχα πενήντα τάλιρα το χρόνο από το κίτρο, είκοσι από το κρασί, από το σιτάρι σαράντα? χωριστά ο σπόρος και η φάκνα του σπιτιού. Πρώτη φορά είδα ζωντανή στα χέρια μου την πληρωμή. Το άλαλο χώμα έκανε χίλιους τρόπους, χρώματα, σχήματα, μυρουδιές, καρπούς και άνθη για να λαλήσει, «ευχαριστώ» να μου ειπεί που το δούλευα. Άνοιγα τ’ όργωμα και τ’ όργωμα έμενε στη θέση του, δεχότανε το σπόρο, τον έκρυβε από τα πετεινά, τον ζέσταινε και τον νότιζε ως που τον έδειχνε πάλι στα μάτια μου ολόδροσο, χλωροπράσινο, χρυσαφένιο, σαν να μου έλεγε: Κοίτα πώς τον ανάστησα! Αλάφρωνα το κλήμα από το βάρος του και το κλήμα δακρύζοντας τιναζόταν χαρούμενο, τα μάτια του άνοιγε σαν πεταλούδα και άξαφνα πρόβαινε σταφυλοφορτωμένο. Καθάριζα την κιτριά κι εκείνη βεργολυγερή, πανώρια, ψήλωνε φουντωτή καμαρωτή, μου χάριζε ίσκιο στα μεσημερινά κάματα και ύπνο αρωματισμένο τις νύχτες? το είναι μου όλο το δρόσιζε με τον χρυσόξανθο καρπό της. Α! ο Θεός ευλόγησε τη Γη που της έδωκε αίσθημα. Όχι εκείνο το αναίσθητο στοιχειό που το αποβλακώνεις και τρέχει να σβήσει τ’ αχνάρι σου? το καλοπιάνεις, το παινεύεις, το τραγουδάς και κείνο σε σπρώχνει σα να σου λέει «τι θες εδώ!» και βρυχιέται να σου ανοίξει το λάκκο. Ο Κάης, θαλασσινός έπρεπε να πάει έπειτ’ από το κακούργημα.
Κάθε ηλιοβασίλεμα ανεβαίναμε στο χωριό. Εμπρός εκείνη με τα κατσικάκια κουδουνοστόλιστα και παιγνιδιάρικα? πίσω εγώ με την αξίνα στον ώμο και τη μούλα φορτωμένη καψόξυλα. Άναβε τη φωτιά το Μαριώ να ετοιμάσει το δείπνο μας. Άναβα και γω την πίπα μου στο κατώφλι ξαπλωμένος, ανάμεσα στο ξανθό αγιόκλημα που σκάλωνε στους τοίχους, δίπλα στους βασιλικούς, τους δυόσμους, τις μαντζουράνες που δεν ζητούσαν παρά λίγο σκάλισμα, κόμπο νεράκι για να μας λούσουν με μόσκους.
- Καλησπέρα.
- Καλή σου ’σπέρα.
- Καληνύχτα.
- Καλό ξημέρωμα.
Άλλαζα καρδιοστάλαχτες ευχές με τους συντοπίτες μου. Δεν κοίταζα πια τον ουρανό, δεν ’ξέταζα του φεγγαριού τη θέση, το τρεμολάμπημα των άστρων, του άνεμου το φύσημα, της πούλιας την ανατολή. Και όταν αργά στης γυναίκας μου άραζα την αγκαλιά, ποιος κόρφος και ποιο λιμάνι πλάνο μπορούσε να χαρίσει την ευτυχία μου!
Έτσι πέρασε ο δεύτερος χρόνος και μπήκαμε στον τρίτο. Μια Κυριακή του Φλεβάρη κατέβηκα με τη γυναίκα μου στον Αϊ-Νικόλα. Ο ξάδερφός της ο καπετάν Μαλάμος βάφτιζε το μπρίκι του και μας είχε καλεσμένους στη χαρά. Ήταν ωραία ημέρα - αρχή του πόθου μου. Ο ταρσανάς γεμάτος μαδέρια, κατάρτια, σανίδες, πελεκούδια, ροκανίδια. Ο αέρας παράμεστος από την άρμη του νερού, τη μυρουδιά του κατραμιού, της πίσσας, των σχοινιών. Λόφοι τα στουπιά, σωροί τα σίδερα. Και απ’ άκρη σ’ άκρη της ακρογιαλιάς βαρκούλες ομορφοβαμμένες, μπρίκια ανασκελωμένα, γολέτες ξερμάτωτες, καρίνες αμακιασμένες και στρειδοφόρτωτες, σκελετοί καϊκιών, σκούνας, τρεχαντηριού, άλλοι με το κοράκι και το σταυρό, άλλοι ντυμένοι ως την κουπαστή, μισοτελειωμένοι άλλοι. Όλα του ναυτόκοσμου τα σύνεργα, οι απλοί πόθοι και οι μεγάλες ελπίδες, ξυλόχτιστες έστεκαν στην αμμουδιά. Οι καλεσμένοι - όλο το νησί μας - γιορτινοντυμένοι γύριζαν στα σκαριά, πηδούσαν μέσα τα παιδιά, τα ψηλαφούσαν οι άντρες, τα καμάρωναν, τους μιλούσαν πολλές φορές? έλεγαν την αξία τους, λογάριαζαν τη γοργάδα τους, συμβούλευαν τον πρωτομάστορα για το καθετί.
Το μπρίκι του καπετάν Μαλάμου απάνου στη σκάρα του, με την πλώρη σπαθωτή, στεφανοζωσμένη την πρύμη, με τα ποντίλια του απλωτά ζερβόδεξα, έμοιαζε σαρανταποδαρούσα κοιμάμενη στην αμμουδιά. Ολογάλαζη η θάλασσα άστραφτε και παιγνίδιζε κι έφτανε γλώσσες γλωσσίτσες στα πόδια του, το ράντιζε με τον αφρό της, του κελαηδούσε μυστικά και μπιστεμένα:
- Έλα, Έλα, να σε πλαγιάσω στους κόρφους μου, να σ’ αναστήσω μ’ ένα μου φίλημα. Τι κάθεσαι άψυχο ξύλο και βάρυπνο; Δε βαρέθηκες του δάσου τη νάρκη και την άβουλη ζωή; Ντροπή σου! Έβγα να παλέψεις με το κύμα? όρμησε στηθάτο να κουρελιάσεις τον άνεμο. Έλα να γίνεις ζήλια της φάλαινας, σύντροφος στο δελφίνι, του γλάρου ανάπαψη, τραγούδι των ναυτών, καύχημα του καπετάνιου σου. Έλα, χρυσό μου, Έλα!...
Και κείνο το άπραγο άρχισε να τριζοβολεί, έτοιμο ν’ αφήσει την κλίνη του.
Ο καπετάν Μαλάμος, φρεσκοξυρισμένος, γελαστός, με την τσόχινη βράκα και το πλατύ ζωνάρι? δίπλα του η καπετάνισσα ντυμένη στα μεταξωτά, άστραφταν κι οι δυο τους σαν να έκαναν πάλι το γάμο τους. Και το βιολί, το λαγούτο, το νάι, λάλαγαν τη χαρά στα τετραπέρατα.
Εγώ - τι να σου ειπώ; δε χαιρόμουνα καθόλου. Καθισμένος κατάνακρα έβλεπα τη θάλασσα να φτάνει στα πόδια μου και κάποια θλίψη μού έσφιγγε την καρδιά. Έπειτ’ από χρόνια έβλεπα την πρώτη μου αγάπη, γαλαζοντυμένη, γελαστή, χαρούμενη. Πίστεψα πως με κοίταζε κατάματα, πως μιλούσε θλιμμένα, πως μ’ έβριζε παραπονιάρικα:
- Άπιστε, απατεώνα, δειλέ!...
- Πίσω μου διάτανε! είπα κάνοντας το σταυρό μου. Ηθέλησα να φύγω, αλλά δε βάσταγαν τα πόδια μου. Μολύβι το σώμα κόλλησε στ’ ορθολίθι και τα μάτια μου, τ’ αυτιά, η ψυχή μου όλη παραδομένη στο κύμα, άκουε το παράπονο:
- Άπιστε, απατεώνα, δειλέ!...
Λίγο έλειψε ν’ αρχίσω τα δάκρυα.
- Ε, πουλί μ’, τι συλλογιέσαι; ακούω δίπλα μου.
Και βλέπω τη Μαριώ, πάντα όμορφη και γελαστή με το λεβέντικο ανάστημα της. Σάστισα, λες και μ’ έπιανε να κάνω απιστίες.
- Τίποτα, είπα, τίποτα... Πιάσε με να σηκωθώ, γιατί ζαλίστηκα.
Και γαντζώθηκα απάνω της, σαν να φοβόμουν μη με συνεπάρει το κύμα. Ο παπάς ντυμένος τ’ άμφια διάβαζε την ευχή στο πλεούμενο. Ο πρωτομάστορας άρχισε τα προστάγματα:
- Φόρα το πρυμιό ποντίλι!
- Φόρα το πλωριό!
- Φόρα σκόντρα και σκαρί!...
Ένα με τ’ άλλο τα στηρίγματα έφευγαν από τη σκάρα και το μπρίκι άρχισε να δραμπαλίζεται, μουδιασμένο θαρρείς από το καθισιό, άτολμο ακόμη στη νέα του ζωή. Τα παιδιά που ήταν ανεβασμένα στο κατάστρωμα έτρεχαν από πρύμη σε πλώρη, από πλευρό σε πλευρό μαζί όλα, με την κουφή ποδοβολή κοπαδιού.
- Γιούργια! έκραξε ο πρωτομάστορας.
Και με το σπρώξιμο των καλεσμένων το πλοίο στέναξε και γλίστρησε στα νερά σαν πάπια, μαζί με το αμούστακο πλήρωμά του.
- Καλοτάξιδο, καπετάν Μαλάμο? καλοτάξιδο! και το καρφί του μάλαμα! φώναξε ο ναυτόκοσμος, βρέχοντας το αντρόγυνο με θάλασσα.
Μα κείνη την ώρα ένα παιδί χτύπησε κάπου και πλάτσασε λιπόθυμα στο νερό. Δεν χάνω καιρό, πηδώ μέσα με τα ρούχα μου. Δυο βουτιές κι έσυρα το παιδί από τη θάλασσα. Έσυρα εκείνο, μα μπλέχτηκα εγώ στα δίχτυα της. Από τότε έφυγε ο ύπνος, η χαρά από κοντά μου. Εκείνο το θαλασσοβούτημα, το χλιο νερό που αγκάλιασε το κορμί μου, έσυρε την ψυχή σκλάβα κατόπι του. Το θυμόμουν και νόμιζα πως κάτι ζωντανό έσερνε στη ραχοκοκαλιά μου φιλήματα.
Δεν έπιασα πια δουλειά. Δοκίμασα να πάω στο περβόλι, στο χωράφι, στ’ αμπέλι? όλα στενόχωρα. Γύριζα ολημερίς στ’ ακρογιάλι, βούταγα στο νερό, ρουφούσα την αρμύρα, κυλιόμουν στα φύκια? κυνηγούσα αχινούς και καβούρια. Συχνά κατέβαινα στο λιμάνι και δειλά πλησίαζα στις συντροφιές των ναυτικών ν’ ακούσω κουβέντα για τ’ άρμενα, για ταξίδια, για τρικυμίες και ναυάγια. Εκείνοι όμως δε γύριζαν καθόλου να με ιδούν. Χωριάτης, βλέπεις, εγώ, παλιογεωργός? εκείνοι ναυτικοί, αγριοδέλφινοι! Τα ναυτόπουλα με κοίταζαν σαν να έλεγαν:
- Μωρέ, πού βρέθηκε αυτό το ξωτικό!
Οι παλαιότεροι αξίωναν να μου λένε κάποτε:
- Εσύ, Γιάννη, την έδεσες για καλά τη μπαρούμα σου. Ούδ’ άνεμο ουδέ θάλασσα φοβάσαι πια. Άραξες. Που θα ειπεί: Πάει, πέθανες, δε ζεις στον κόσμο!
Κι έφευγα πάλι στ’ ακρογιάλι, να ειπώ τη θλίψη μου στα κύματα. Τέλος έκανα καραβάκια και καραβάκια περίτεχνα, με κατάρτια πριναρίσια, με παλαμάρια και πανιά και με την πύρινη φαντασία μου που τα έκανε μπάρκο τρικούβερτο.
Η Μαριώ μ’ έβλεπε κι έκανε το σταυρό της. - Παναγία μου, παλάβωσε ο άντρας μου! έλεγε.
Κι έταζε λαμπάδες στην Τηνιακιά, πήγαινε ξυπόλυτη στα ξωκλήσια, διάβαζε τα ρούχα μου και στηθοχτυπιόταν μερόνυχτα για να πείσει τους άγιους να με φέρουν στα λογικά μου.
- Τι τα πας, τι τα γυρεύεις, Μαριώ? της λέω μια μέρα. Ούτε τάματα ούτε οι άγιοι ωφελούν στην αρρώστια μου. Εγώ είμαι παιδί της θάλασσας. Με κράζει και θα πάω. Θες τώρα, θες αργότερα, θα γυρίσω πάλι στην τέχνη μου.
Καθώς το άκουσε, ντύθηκε στα μαύρα.
- Την τέχνη σου! λέει? ναύτης θα πας να γενείς! θα καταντήσεις ναύτης πάλι!
- Ναι, ναύτης? δε μπορώ. Με κράζ’ η θάλασσα!... Μα που εκείνη! Να μην το ιδεί, να μην τ’ ακούσει. Άρχισε τα δάκρυα, τα παρακάλια? ριχνόταν απάνω μου, μ’ έσερνε στους κόρφους της, με σκέπαζε με φιλιά. Έβριζε τη θάλασσα, την ψεγάδιαζε, την καταριόταν. Του κάκου! Ούτε οι κόρφοι, ούτε τα φιλιά της μ’ έδεναν πια. Όλα μου φαίνονταν άνοστα, και το κρεβάτι ακόμα.
Ένα ηλιοβασίλεμα που καθόμουν στο ακρωτήρι, βλέπω μια φρεγάδα με γιομάτα πανιά. Θεόρατη πέτρα έμοιαζε στη θάλασσα. Όλα της τα ξάρτια ξεχώριζαν. Είδα τους φλόκους, τις μαΐστρες, τους παπαφίγκους, τις γάμπιες, τους τρίγγους, τα πόμολα. Ακόμα και το σωτρόπι μπορώ να ειπώ πως είδα. Είδα την κάμαρη του καπετάνιου με τον Αϊ-Νικόλα ψηλά και το καντήλι του ακοίμητο. Είδα των ναυτών τα κλινάρια, άκουσα τις κουβέντες, οσμίσθηκα την ξυλεία τους. Είδα το μαγεριό, τα νεροβάρελα, την τρόμπα, τον αργάτη. Η ψυχή μου μελαγχολικό πουλάκι κάθισε απάνω της. Άκουσα τον αέρα να σχίζεται στα ξάρτια και να τραγουδάει του ναύτη τη ζωή. Πέρασαν εμπρός μου παρθένες ξανθές, μελαχρινές, μαυρομάτες, ανθοστολισμένες και γυμνόστηθες να μου χαρίζουν φιλήματα. Είδα λιμάνια πολυθόρυβα, ταβέρνες γεμάτες από καπνούς και κρασοπότηρα, σαντούρια και λαγούτα γλυκόφωνα. Εκεί άκουσα ένα ναύτη να με δείξει στους συντρόφους του και να ειπεί:
— Να κι ένας που αρνήθηκε τα καλά της θάλασσας από φόβο!
Τινάχτηκα απάνω. Όχι από φόβο, ποτέ! Τρέχω στο σπίτι? η Μαριώ έλειπε στο ρέμα. Κόβω τα ρούχα στον ώμο, πιάνω το κομπόδεμα κάτω από το προσκέφαλο και χάνομαι σαν κλέφτης. Σκοτεινά έφτασα στον Αϊ-Νικόλα, λύνω μια βάρκα και φτάνω στη φρεγάδα.
Από τότε φάντασμα η ζωή. Θα μου ειπείς, δε μετάνιωσα; Και γω δεν ξέρω. Αλλά και να γυρίσω τώρα στο νησί, πάλι δε θα ησυχάσω. Με κράζει η θάλασσα.
ΟΙ ΚΟΥΡΣΑΡΟΙ
Η Παναγιά η Κλεφτρίνα", των κουρσάρων το μυστικό, δίχως κατάρτι και πανί κάθεται αραγμένο στο Κλεφταύλακο, σαν βόας που χωνεύει στου δάσους τα πυκνόκλαδα. Κάτω από τ' άστρα το πισσαλειμμένο σκαφίδι του, με τα παραπέτα φελλοντυμένα, την πρύμη και την πλώρη χαλκόφραχτη, μόλις ξεχωρίζει από τα σκοτεινά νερά και της ακρογιαλιάς τα χάλαρα. Τα τέσσερα κανονάκια τα μπρούτζινα, που κάνουν το βρούχημά του τρόμο των θαλασσινών. Οι μπαλτάδες, που συχνοβάφονται στο αίμα. Τα τρομπόνια, τα τσεκούρια, οι γάντζοι, που πιάνουν αητονύχια στα πλευρά των καραβιών, όλα είναι θαμμένα στο σκοτάδι. Μονάχα πού και πού, όταν οι φωτιές ψηλώνουν περισσότερο και χρυσαλείφουν πέτρες και νερά, δείχνουν και στο κατάστρωμα φίδια κουλουριασμένα τα σχοινιά, πεινασμένη την κόψη των αρμάτων, αιμάτου λύθρους εδώ και κει. Άλλο τίποτα.
Περίγυρα ψηλώνουν του Καβομαλιά οι βράχοι, πέτρες ατόφιες, και ορθοσκύβουν απάνω του, λες θέλουν να το φυλάξουν από μάτι κακότροπο. Και κει, ξαπλωμένοι στο σκοτάδι ή συμμαζωμένοι στις φωτιές, μαυρίζουν οι κουρσάροι, ίσκιοι και φαντάσματα. Είναι κάπου σαράντα? όλοι ένας κι ένας διαλεχτοί. Πατρίδα τους το κάθε νησί της Άσπρης θάλασσας? το κάθε πόρτο του Μωριά και της Ρούμελης. Θρησκεία τους το κούρσεμα? λατρεία το μυστικό? αρχηγός ο καπετάν Λαχτάρας, δράκος αχόρταγος στην κλεψιά και στο αίμα. Ξαπλωμένος κατάνακρα στ' ορθολίθι, τις πλάτες στηρίζοντας στη χορταριασμένη πλαγιά, ψηλαφά τα ψαρά γένια του και κοιτάζει κάτω, θαλασσινός θεός που θέλει να γνωρίσει το απέραντο κράτος του.
Δίπλα φωτιά πολύγλωσση ψηλώνει και στοιχειώνει, ροκανίζοντας την τροφή της και σκορπά χρώματα στα μαλαμοκαπνισμένα τ' άρματα, στα διαμαντοκόλλητα αλυσίδια, στα μεταξωτά βρακιά, τ' άσπρα ποδήματα, τα ρουμπινοστόλιστα δαχτυλίδια του. Ανάμεσα στα πόδια του λουφασμένος ο Καρακαχπές, μαυρομάλλης και φουντουραδάτος, κοιτάζει κατάματα σα να τον ρωτά τι συλλογιέται, σα να του υπόσχεται πως όλοι κι αν τον αρνηθούν, αυτός θα μείνει πάντα πιστός ως τον τάφο του.
Έτσι το συνηθίζει να κάθεται στη μαύρη πέτρα, με τη φωτιά δίπλα και στα πόδια το σκύλο του ο καπετάν Λαχτάρας. Να κάθεται, να τσιμπουκίζει και να συλλογίζεται. Τι συλλογίζεται; Όχι βέβαια τη γυναίκα και το μοναχοπαίδι του που τα έχει σφαλισμένα στον Πύργο του Φονιά. Ούτε τα τόσα αίματα και τα λόγια, που παρακαλώντας τον θερμά λένε οι σκλάβοι του, πριν σκύψουν το κεφάλι στον άσπλαχνο λάζο του. Μα τώρα ούτε και τα πολλά πλούτη: βαρέλια τα φλωριά, αρμάθες τα κολονάτα, στέρνες αστέρευτες τα δουβλόνια, τ' ασημοκάντηλα, τα λιθοκόσμητα πουκάμισα των αγίων? άρματα τ' αξετίμωτα? στοίβες απάτητες τα γουναρικά, οι τσόχες, οι σελτέδες, τα τουλουπάνια, τα μεταξωτά, τα σαμούρια και τα λαχούρια. Και κείνα κάθουνται κλεισμένα στις άφωνες σπηλιές και δεν έχουν μάρτυρα παρά το θεό και τα χέρια του.
Μια βδομάδα τώρα κάτι άλλο τον δαιμονίζει και τον κρατεί ανήσυχο. Ο Τρακάδας, ο βλάμης του. Τον είχε βλάμη στο Βαγγέλιο, κουμπάρο στο παιδί του, δεξί χέρι στο κούρσο, αρχηγό στο πλήρωμα, δήμιο στους σκλάβους του. Πέντε χρόνια κλειστά. Ακόμη τον είχε σύντροφο στα προσωπικά του κακουργήματα. Εκείνος κάθε φορά τον απάλλαττε, με μια του μαχαιριά ή και μια πέτρα στο λαιμό, από κάθε ανυπόταχτο είτε δύστροπο σύντροφο. Πόσοι και πόσοι δεν πλάγιασαν έτσι αξύπνητα! Πόσα μερίδια χοντρά δεν άραξαν έτσι στις αποθήκες του καπετάν Λαχτάρα, αντί να φτάσουν στα σπίτια εκείνων και να στολίσουν τις γυναίκες τους! Τώρα ήρθε και η δική του σειρά. Τον ξεπάστρεψε με μια ψίχα φαρμάκι. Μα τι να γίνει; Ποιος του είπε να μάθει όλα του τα μυστικά; Ποιος του είπε να ξέρει όλες τις κρυψώνες του; Έπρεπε να το έχει πάντα στο νου. Η φτελιά, που πάει και ριζώνει στην άκρη του ποταμού, καλά δροσίζει τις ρίζες στο νερό, μεστώνει και θεριεύει και με τη γειτονιά του περηφανεύεται. Μα γρήγορ' αργά θα λιώσουν μια ημέρα τα χιόνια στα βουνά, θα κατεβάσει το ρέμα κλωθογύριστο και θα συνεπάρει στο θυμό του και τη φτελιά τη γειτόνισσα. Τι σου φταίει ο ποταμός;
Έτσι φροντίζει να δικαιολογηθεί ο καπετάν Λαχτάρας. Μα δεν ησυχάζει καθόλου. Δεν ησυχάζει, γιατί και ο Τρακάδας δεν ησυχάζει στον τάφο του. Οι φόνοι και τα κρίματα έπλεξαν πλοκό και δεν αφήνουν την ψυχή να διαβεί το τρίχινο γεφύρι στον Κάτω Κόσμο. Φορτωμένη με χοντρές αλυσίδες, σκλάβα σέρνεται στους τόπους που κριμάτισε, θρηνολογεί και δέρνεται βαρύγνωμη και αλύτρωτη πάντα. Με το βουργιάλι στην πλάτη και στο χέρι το ραβδί, γυρίζει ο κουρσάρος τα τρίστρατα, φάντασμα σκυθρωπό και αμίλητο. Πολλοί γνώριμοί του θέλησαν να μιλήσουν μαζί, τον έκραξαν να τον κεράσουν στο κρασοπουλειό, πάσχισαν να τον μπάσουν στην εκκλησιά.
Μα εκείνος φεύγει μακριά, σβήνει από κοντά τους, σύγνεφο βαρύ, σκούσμα και θλίψη αφήνοντας γύρω του. Και κάθε νύχτα τέτοια ώρα έρχεται στο βλάμη του με το γιαταγάνι γυμνό στο δασοτριχωμένο χέρι, με ραντίδες αιμάτου στο πρόσωπο και τη σκούφια του απλώνει ζητώντας μερδικό, όπως έκανε και ζωντανός. Και ο άτρομος καπετάνιος, νευρικός, ψηλαφά τα γένια του, τινάζει τον καπνό του τσιμπουκιού σύγνεφο εμπρός, ελπίζοντας να κρύψει το ενοχλητικό φάντασμα.
- Ε, παιδιά! ορθοί στο κούρσο! θέλει να φωνάξει όπως πάντα την ώρα της προσβολής.
Μα ο λάρυγγάς του αγκαθόφραχτος κουρελιάζει τη φωνή, τη βγάνει άναρθρη και ασχημάτιστη. Και σύγκαιρα ηχάει, το σκότος σχίζει πύρινη σφυριγματιά, τρανή και χαλκόστομη, σα να σαλαγάει κοπάδια ο Σαρίγκαλος. Ακούεται δούπος βαρύς, σάρας κύλημα, ένας κρότος κουφός και συγκρατητός, σα να πήραν ζωή τα πορολίθαρα. Και μέσα στη σαλαλοή, φωνή σαν κουκουβάγιας ανάκρασμα, ακούεται να λέει:
Τάω τω!
και πίσω δεν κοιτώ!
Τ' αχνάρια μου πάνε μπροστά
Και γω γυρίζω πίσω!
Έλα, βλάμη, σήκω,
σήκω να μοιράσουμε!...
Ο καπετάν Λαχτάρας πνίγεται τώρα στον ίδρωτα. Γνώριμη τού είναι η φωνή, γνώριμη η σφυριγματιά και η σαλαλοή. Δεν είναι άλλος από τον Τρακάδα το βλάμη του. Έρχεται απόψε με περισσότερη μάνητα, με φριχτότερη συνοδεία. Δεν κρατεί στο χέρι γυμνό το γιαταγάνι του δεν έχει αιματωμένο το πρόσωπο. Το φτωχικό βουργιάλι του φορεί και κρατεί στο χέρι το θρυμματισμένο ραβδί του. Μα έχει τόσο άγριο πρόσωπο? το βλέμμα του τόσο πικρό? τόσο καμπουριασμένο, μικρό κι ελάχιστο το κορμί, που μπορεί να τρομάξει και δράκο. Παράλυτος κάθεται ο καπετάνιος στο βράχο του. Θέλει να σύρει το χέρι στ' άρματα και το χέρι στέκει ακίνητο σαν αλυσοδεμένο στην πέτρα. Θέλει να βγάλει φωνή? μα του είναι αδύνατο. Γυρίζει το βλέμμα ζερβόδεξα να ιδεί τους συντρόφους και ξεχωρίζει μαύρους ίσκιους που τρέχουν και πηδούν αναμαλλιασμένοι, θεότρελοι από το φόβο τους. Άλλοι γκρεμίζονται στη θάλασσα? άλλοι χώνονται στις σπηλιές? άλλοι παίρνουν τα πλάγια? άλλοι ανεβαίνουν κατάραχα κι ακόμη τρέχουν να φύγουν αόρατο εχθρό. Ρίχνει βλέμμα στο σκύλο του, θέλει να του θυμίσει την παλιά υπόσχεση. Μα και κείνος αναμαλλιάρης, ολότρεμος, γρούζει μόνο και πάσχει να χωθεί κάτω από τα πόδια του αφέντη του. Ωστόσο κοντά του, τόσο κοντά που να αισθάνεται τον ανασασμό λίβα στο πρόσωπο, που να πέφτει Καβομαλιάς ο ίσκιος στο στήθος του, στέκεται μικρομέγας ο Τρακάδας? με γέλιο τον κοιτάζει κατάματα, τον περιχύνει με την αγριόχρωμη φωνή του:
Τάω-τω!
και πίσω δεν κοιτώ!
Τ' αχνάρια μου πάνε μπροστά
Και γω γυρίζω πίσω!
Έλα, βλάμη, σήκω,
σήκω να μοιράσουμε!..
- Να μοιράσουμε τι; ρωτά ο καπετάνιος. Θέλεις τα ρούχα μου; θέλεις τ' άρματα και τα χρυσαφικά μου; Δικά σου είναι? δικός σου είμαι και γω. Μπροστά σου μ' έχεις άβουλο και ακυβέρνητο. Μη ζητάς όμως τα πλούτη τα κρυμμένα. Τα ξέρεις και τα ξέρω. Μην τα ζητάς!
Το είπε δεν το είπε, το άκουσε ο βρικόλακας. Ανάβρυσε το γέλιο τρανταχτό από τα φτωχά στήθη του. Και είδε ο Λαχτάρας σκελετωμένο χέρι ν' απλώνει απάνω του, να τον σηκώνει στον ώμο. Είδε τ' αστέρια κινούμενα απάνω του, σαν γοργοκάραβα με τα πανιά γεμάτα; Στο κούρσο πάνε. Στο κούρσο και το αίμα τρέχει κι αυτός.
- Ε, παιδιά, ορθοί! θέλει να φωνάξει όπως πάντα στην ώρα της προσβολής.
Μα τίποτα δε βλέπει γύρω του? τίποτα ζωντανό μέσα στο μύστικο! Όλα κείτονται λουφασμένα: τα κανονάκια τα μπρούτζινα, οι αιματοβαμμένοι μπαλτάδες, τα τρομπόνια, τα τσεκούρια, οι γάντζοι. Κείτονται λουφασμένα, σαν να τα έχει σύγκρυο. Φαίνονται τρομαγμένα, δίβουλα και κείνα σαν τους κουρσάρους πριν και σαν τον Καρακαχπέ. Κανείς δεν έρχεται να τον βοηθήσει, κανείς δεν τολμά να κράξει στο βλάμη του: φτάνει! Και κείνος, δένει τον σφιχτά στον αργάτη με τα σχοινιά, σηκώνει στη μέση το κατάρτι, απλώνει το πανί λύνει πρυμόσχοινα. Και πάλι τον κοιτάζει κατάματα, ρίχνει πάλι την άγρια λαλιά του:
Τάω-τω!
Και πίσω δεν κοιτώ!
Τ' αχνάρια μου πάνε μπροστά
Και γω γυρίζω πίσω!
Έλα, βλάμη, σήκω,
σήκω να μοιράσουμε!...
Ασκί έγινε τώρα το σκελετωμένο σώμα του Τρακάδα και αμόλησε δυνατό άνεμο. Φούσκωσε αμέσως το ράθυμο πανί, αναταράχτηκε η θάλασσα και το μύστικο πέταξε από το Κλεφταύλακο στ' ανοιχτά.
Ο καπετάν Λαχτάρας βλέπει γύρω τις στεριές να πισωδρομούν, σκοτεινά σύγνεφα στο φύσημα του βοριά. Βλέπει απάνω σπαθί ακονισμένο τ' ολοφούσκωτο πανί, πνίγεται και μανίζει από την απελπισιά. Τι θα γίνει! Πού τον στέλνει σφιχτοδεμένον έτσι ο μισητός σύντροφος; Πάσχει να λύσει τα σχοινιά, θέλει να φωνάξει? μα είναι ανίκανος. Φυσά Και βράζει, μα δεν μπορεί ν' αλαφρωθεί. Βούλεται πασχίζει και τέλος βγάνει βρούχημα την κατάρα:
- Σύρε στο σαββατιανό λύκο! Σύρε!...
Με την κατάρα έσπασαν τα δεσίματα. Πήδηξε ορθός ο καπετάνιος και τρέχει αναμαλλιάρης να φύγει το βρικόλακα. Πηδά φαράγγια, σέρνεται σε ρεματιές, πλαγιές ανεβαίνει, κατεβαίνει σάρες, πηδά και φεύγει σαν ζάρκαδος. Πίσω του ο Καρακαχπές αναμαλλιάρης και κείνος ρίχνεται στα βήματά του.
- Φεύγα! του λέει.
Ξεσχίζει του τη βράκα με τα δόντια του. Εχθρός έγινε τώρα ο υποταχτικός κι ο σύντροφος! Καθώς τον βλέπει έτσι ο καπετάν Λαχτάρας, παίρνει το αλύχτημα για φωνή του βλάμη του? γνωρίζει στη λάμψη των ματιών την αγριόθυμη φλόγα του Τρακάδα. Και φεύγει ακόμη με γόνατα παραλυμένα? με κομμένη φωνή. Πηδά φαράγγια, σέρνεται σε ρεματιές, πλαγιές ανεβαίνει, κατεβαίνει σάρες. Διπλό μπλουμ! ακούστηκε άξαφνα στη ρίζα ενός βράχου και η θάλασσα έκλεισε για πάντα τα μάτια τους.
Μα σύγκαιρα άλλα μάτια η ανατολή άνοιξε αντίκρυ και η πλάση αναγάλλιασε. Τρέμουν ρουμπίνια στα νερά, παίζουν σμαράγδια στους κάμπους. Το σώμα του Λαχτάρα ποντοπλάνητο, αδερφωμένο με τον Καρακαχπέ το σκύλο του, τρομάζει τώρα τους θαλασσινούς. Και κάτω στον κάμπο του Λαχιού αναπαύεται γυμνό και φτωχικό το σκέλεθρο του Τρακάδα.
|