Home to LAND of GODS
ο ΕλληνισμόςSince 1996 της Διασποράς
...αλλά ο Οδυσσέας ποθεί ακόμη και καπνό μονάχα της πατρίδας του να δει να πετιέται προς τ' απάνω κι ας πεθάνει... (Οδύσσεια, α, στ. 57 κ.π.)
   
Ανθολογία: Έλληνες ποιητές και συγγραφείς στο διαΔίκτυο
Κώστας Βάρναλης| Νικηφόρος Βρεττάκος| Οδυσσέας Ελύτης| Γιώργος Σεφέρης| Κωστής Παλαμάς | Γιάννης Ψυχάρης| 'Aγγελος Τερζάκης | Νίκος Καζαντζάκης| Μ. Καραγάτσης| Κώστας Καρυωτάκης| Κώστας Κρυστάλλης| Μήτσος Λυγίζος| Κώστας Ουράνης| Κική Δημουλά | Αφιέρωμα στον Γιάννη Ρίτσο| ΜΑΝΩΛΗΣ ΑΝΑΓΝΩΣΤΑΚΗΣ : Φοβάμαι... | Φώτης Κόντογλου| Αλκυόνη Παπαδάκη | ΝΙΚΟΣ ΣΠΑΝΙΑΣ | Μήτσος Παπανικολάου | Γιάννης Σκαρίμπας | Τάσος Λειβαδίτης | Θωμάς Γκόρπας | Ανδρέας Καρκαβίτσας | Καραντώνης Ανδρέας| Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης | Κωνσταντίνος Καβάφης | Νίκος Καββαδίας |
Προηγούμενη  σελίδα Κεντρική σελ. της Ενότητας Επόμενη  σελίδα
ηλεκτρονικό περιοδικό
Λογοτεχνίας και πολιτισμού
λα να δεις...
Κωστής Παλαμάς
Ο Βάρδος της Ελ.
Λογοτεχνίας
(Πάτρα, 1859 - Αθήνα, 1943)















  
Περιεχόμενα    Η ζωή του   Η ΑΣΑΛΕΥΤΗ ΖΩΗ   ΠΑΤΡΙΔΕΣ    ΤΗΣ ΑΘΗΝΑΣ ΑΝΑΓΛΥΦΟ   Ο ΘΑΝΑΤΟΣ ΤΗΣ ΜΑΚΑΡΙΑΣ   Ο ΝΑΟΣ   ΦΑΝΤΑΣΙΑ   ΟΙ ΘΕΟΙ   ΤΟ ΗΛΙΟΓΕΝΝΗΤΟ   ΟΡΦΙΚΟΣ ΥΜΝΟΣ   ΜΟΛΩΧ   ΤΟ ΣΑΪΤΕΜΑ   Η ΑΠΟΚΡΙΣΗ   ΤΡΙΛΟΓΙΑ ΤΟΥ ΘΥΜΟΥ   Η ΒΕΡΓΑ ΤΟΥ ΖΩΙΛΟΥ   Ο ΠΟΙΗΤΗΣ   Ο ΔΕΛΦΙΚΟΣ ΥΜΝΟΣ   ΟΙ ΧΑΙΡΕΤΙΣΜΟΙ ΤΗΣ ΗΛΙΟΓΕΝΝΗΤΗΣ   Ο ΘΑΝΑΤΟΣ ΤΩΝ ΑΡΧΑΙΩΝ   ΟΙ ΠΟΛΥΘΕΟΙ   Η ΞΕΝΗΤΕΜΕΝΗ   H NIKH   ΔΕΞΙΛΕΩΣ   ΕΝ ΑΝΘΟΣ   ΟΥΡΑΝΙΑ   Ο ΣΑΤΥΡΟΣ   ΡΟΔΟΥ ΜΟΣΚΟΒΟΛΗΜΑ  

Η ζωή του :    Ο Κωστής Παλαμάς ήταν απόγονος μιας παλαιάς οικογένειας που εμφανίσθηκε στις αρχές του 18ου αιώνα. Γενάρχης της υπήρξε ο Παναγιώτης Παλαμάρης.
Γεννήθηκε στην Πάτρα το 1859. Σε ηλικία 7 χρονών έμεινε ορφανός και από τους δύο γονείς. Σε ηλικία μόλις 16 χρονών αρχίζει σπουδές νομικής, ακολουθώντας το επάγγελμα του πατέρα του. Το 1876 έρχεται στην Αθήνα όπου και γράφεται στη Νομική Σχολή της Αθήνας. Γρήγορα όμως θα εγκαταλείψει τη Νομική, και έτσι αποφασίζει να ασχοληθεί με τη λογοτεχνία. Παρά το ότι θα ασχοληθεί με τη ΝΕΑ ελληνική λογοτεχνία, το πρώτο του έργο, που θα δημοσιευτεί το 1876 με τίτλο "Ερώτων 'Eπη" θα γραφτεί σε υπερκαθαρεύουσα.
Το 1886 θα κυκλοφορήσει η πρώτη του συλλογή στη δημοτική και το 1889 δημοσιεύεται ένα από τα καλύτερα έργα του, ο "Ύμνος της Αθηνάς", ο οποίος θα βραβευτεί στο Φιλαδέλφειο ποιητικό διαγωνισμό. Αυτό είναι και το πρώτο του βραβείο. Εισηγητής του διαγωνισμού αυτού ήταν ο Νικόλαος Πολίτης.
Το 1892 δημοσιεύει τη συλλογή "Τα μάτια της ψυχής μου", η οποία βραβεύτηκε και αυτή, το 1890. Το 1897 γίνεται γραμματέας του Πανεπιστημίου Αθηνών, δουλειά για την οποία αμοιβόταν αρκετά καλά, και έτσι απέκτησε την οικονομική άνεση για να συνεχίσει το έργο του.
'Ενα χρόνο αργότερα, το 1898, δημοσιεύει δύο ποιητικές συλλογές, το "'Αστυ" και τον "Τάφο". Ακολουθεί μια περίοδος έμπνευσης και ο Παλαμάς γράφει το 1900 τους "Χαιρετισμούς της Ηλιογέννητης", το 1904 την "Ασάλευτη Ζωή", το 1907 τον "Δωδεκάλογο του Γύφτου", το 1910 την "Φλογέρα του Βασιλιά" και το 1919 "Τα Δεκατετράστιχα", τα οποία δημοσιεύονται και στην Αλεξάνδρεια.
Το 1925 παίρνει το Αριστείο Γραμμάτων και Τεχνών και με την ίδρυση της Ακαδημίας των Αθηνών γίνεται και ένα από τα βασικά στελέχη της. Το 1928 δημοσιεύει τους "Δειλούς και σκληρούς στίχους" (Σικάγο) και το 1930 ή, κατά άλλους, το 1931 γίνεται πρόεδρος της Ακαδημίας Αθηνών.



Η ΑΣΑΛΕΥΤΗ ΖΩΗ

Και τ' άγαλμα αγωνίστηκα για το ναό να πλάσω
στην πέτρα τη δική μου απάνω,
και να το στήσω ολόγυμνο, και να περάσω,
και να περάσω, δίχως να πεθάνω.

και το 'πλασα. Κ' οι άνθρωποι, στενοί προσκυνητάδες
στα ξόανα τ' άπλαστα μπροστά και τα κακοντυμένα,
θυμού γρικήσαν τίναγμα και φόβου ανατριχάδες,
κ' είδανε σαν αντίμαχους και τ' άγαλμα κ' εμένα.

Και τ' άγαλμα στα κύμβαλα, κ' εμέ στην εξορία.
Και προς τα ξένα τράβηξα το γοργοπέρασμά μου
και πριν τραβήξω, πρόσφερα παράξενη θυσία
έσκαψα λάκκο, κ' έθαψα στο λάκκο τ' άγαλμά μου.

Και του ψιθύρισα: "Άφαντο βυθίσου αυτού και ζήσε
με τα βαθιά ριζώματα και με τ' αρχαία συντρίμμια,
όσο που νάρθ' η ώρα σου, αθάνατ' άνθος είσαι,
ναός να ντύσει καρτερεί τη θεία δική σου γύμνια!"

Και μ' ένα στόμα διάπλατο, και με φωνή προφήτη,
μίλησ' ο λάκκος: "Ναός κανείς, βάθρο ούτε, φως, του κάκου.
Για δω, για κει, για πουθενά το άνθος σου, ω τεχνίτη!
Κάλλιο για πάντα να χαθεί μέσ' στ' άψαχτα ενός λάκκου.

Ποτέ μην έρθ' η ώρα του! Κι αν έρθει κι αν προβάλει,
μεστός θα λάμπει και ο ναός από λαό αγαλμάτων,
τ' αγάλματα αψεγάδιαστα, κ' οι πλάστες τρισμεγάλοι
γύρνα ξανά, βρικόλακα, στη νύχτα των μνημάτων!

Το σήμερα ήτανε νωρίς, τ' αύριο αργά θα είναι,
δε θα σου στρέξη τ' όνειρο, δε θάρθ' η αυγή που θέλεις,
με τον καημό τ' αθανάτου που δεν το φτάνεις, μείνε,
κυνηγητής του σύγνεφου, του ίσκιου Πραξιτέλης.

Τα τωρινά και τ' αυριανά, βρόχοι και πέλαγα, όλα
σύνεργα του πνιγμού για σε και οράματα της πλάνης
μακρότερη απ' τη δόξα σου και μια του κήπου βιόλα
και θα περάσεις, μάθε το, και θα πεθάνεις!"

Κ' εγώ αποκρίθηκα: "Ας περάσω κι ας πεθάνω!
Πλάστης κ' εγώ μ' όλο το νου και μ' όλη την καρδιά μου
λάκκος κι ας φάει το πλάσμα μου, από τ' αθάνατα όλα
μπορεί ν' αξίζει πιο πολύ το γοργοπέρασμά μου".
1903

ΠΑΤΡΙΔΕΣ

... Εδώ ουρανός παντού κι ολούθε ήλιου αχτίνα,
και κάτι ολόγυρα σαν του Υμηττού το μέλι,
βγαίνουν αμάραντ' από μάρμαρο τα κρίνα,
λάμπει γεννήτρα ενός Ολύμπου η θεία Πεντέλη.

Στην ομορφιά σκοντάβει σκάφτοντας η αξίνα,
στα σπλάχνα αντί θνητούς θεούς κρατά η Κυβέλη,
μενεξεδένιο αίμα γοργοστάζ' η Αθήνα
κάθε που τη χτυπάν του Δειλινού τα βέλη.

Της ιερής ελιάς εδώ ναοί και οι κάμποι
ανάμεσα στον όχλο εδώ που αργοσαλεύει
καθώς απάνου σ' ασπρολούλουδο μια κάμπη,

ο λαός των λειψάνων ζει και βασιλεύει
χιλιόψυχος, το πνεύμα και στο χώμα λάμπει,
το νιώθω, με σκοτάδια μέσα μου παλεύει

Εκεί που ακόμα ζουν οι Φαίακες του Ομήρου
και σμίγ' η Ανατολή μ' ένα φιλί τη Δύση,
κι ανθεί παντού με την ελιά το κυπαρίσσι,
βαθύχρωμη στολή στο γαλανό του Απείρου

...
Πατρίδες! Αέρας, γη, νερό, φωτιά! Στοιχεία,
αχάλαστα και αρχή και τέλος των πλασμάτων,
σα θα περάσω στη γαλήνη των μνημάτων,
θα σας ξανάβρω, πρώτη και στερνή ευτυχία!

...1895


ΤΗΣ ΑΘΗΝΑΣ ΑΝΑΓΛΥΦΟ

Πως ακούμπησες άπραγα το δόρυ;
Τη φοβερή σου περικεφαλαία
βαριά πως γέρνεις προς το στήθος, Κόρη;
Ποιος πόνος τόσο είναι τρανός, ω Ιδέα,

για να σε φτάση! Οχτροί κεραυνοφόροι
δεν είναι για δικά σου τρόπαια νέα;
Δεν οδηγεί στο Βράχο σου την πλώρη
του καραβιού σου πλέον πομπή αθηναία;

Σε ταφόπετρα βλέπω να την έχει
καρφωμένη μια πίκρα την Παλλάδα.
Ω! κάτι μέγα, απίστευτο θα τρέχει ...

Χαμένη κλαις την ιερή σου πόλη
ή νεκρή μέσ' στο μνήμα και την όλη
του τότε και του τώρα, ωϊμένα! Ελλάδα;
...1896

Ο ΘΑΝΑΤΟΣ ΤΗΣ ΜΑΚΑΡΙΑΣ

Στης Αθήνας το χώμα ο Δίας ο Αγοραίος
βλέπει τα σπλάχνα του Ηρακλή γονατισμένα
στον άγγιχτο βωμό του ολάρφανα, έρμα, ξένα
ο Αργίτης φοβερός, ανήμπορο το χρέος.

Ψυχοπονετικός ο ρήγας ο Αθηναίος,
αλλ' ω σκληρότατος χρησμός που τρώει τα φρένα!
"Από το αίμα σου, ω τρισεύγενη παρθένα,
θα νικηθεί ο ανίκητος οχτρός ο νέος!"

Κανένας δε σαλεύει, ωιμέ! παντέρμ' η ορφάνια!
Τότε γιομάτη απ' των ηρώων την περηφάνια,
μιας χώρας κ' ενός γένους λυτρωτής, ω θεία

τρισάξια θυγατέρα του μεγάλου Αλκίδη,
φέρνεις τα στήθια στης θυσίας το λεπίδι,
και τρισελεύτερη πεθαίνεις, Μακαρία!
...1896


Ο ΝΑΟΣ

Μου πλήγιασαν τα γόνατα στα μάρμαρά σου,
ω της αθώρητης θεάς ξεχωρισμένε
ναέ και καταμόναχε, της θεάς που δείχνει
από του είναι της την άβυσσο μονάχα
εν' άγαλμα, και κείνο ανθρωποκαμωμένο,
μ' ένα πέπλο πυκνό και κείνο σκεπασμένο.
Και θαρρώ πως ξανοίγω μέσ' από τους στύλους
και μέσ' από τους θησαυρούς και τους βωμούς σου
τον Ίωνα, τον δελφικό ιερέα
ν' αλλάζει το λευκό λειτουργικό χιτώνα
με το ραβδί το ροζωτό του στρατοκόπου.
Εγώ δεν είμαι λειτουργός, του μυστηρίου
το φοβερό κλειδί δεν έπιασα, κι ακόμα
δεν άγγιξα, δειλά ή απότολμα, την πύλη
που φέρνει στης ζωής τ' αγνώριστα Ελευσίνια.
Αμαρτωλός κ' εγώ, ναέ, στα πλήθη μέσα
τ' αμαρτωλά που προσκυνάν εσέ, μα τώρα
μου πλήγιασαν τα γόνατα στα μάρμαρά σου,
κ' αισθάνομαι ένα πάγωμα νύχτας ή τάφου
αγάλια αγάλια απάνω μου να σκαρφαλώνει
και να τινάξω πολεμώ το μολυντήρι
το κρύο από τα πάνω μου, και λαχταρώντας
έξω σέρνω τα γόνατα τα πληγιασμένα,
έξω απ' τους σωριασμένους πάγους θησαυρούς σου,
κι από τους στύλους σου, απ' τα δάση που με πνίγουν,
στο φως του ήλιου και στο φέγγος της σελήνης.
Πάει το λιβάνι πια της προσευχής, και πάει
τ' ολόχρυσο μαχαίρι της θυσίας, και πάνε
κ' οι μεγαλόφωνοι χοροί και λευκοφόροι
των ύμνων γύρω στους βωμούς τους φλογισμένους
και παρατώντας σε, ω ναέ, ξαναγυρίζω
στων καιρών το καλύβι των πρωτανθισμένων.

ΦΑΝΤΑΣΙΑ

Φαντασία δέσποινα, έλα,
τρέξε πρωτοστάτη Νου,
σύρτε αδάμαστες δουλεύτρες,
ω νεράιδες του Ρυθμού,
κι απ' του πόθου τα βαθιά,
τα ψηλά του λογισμού
φέρτε, φέρτε, του μαρμάρου
τ' άνθια και του χρυσαφιού,
τα λαμπρόηχα λόγια φέρτε,
και ρυθμίστ' ένα παλάτι
και στυλώστε μέσα εκεί
του Ήλιου το είδωλο, και κείνο
υπερούσια καμωμένο
από ηλιοφεγγοβολή.


ΟΙ ΘΕΟΙ

Και πρωτοείδε ο πρώτος άνθρωπος
του ήλιου την ανατολή,
και να της γλυκαποκρίνεται
γρίκησε μια μουσική,
χίλια λόγια, χίλια εγκώμια
προς της μέρας την πηγή.
Κι όλα, ω θάμα, κι όλα, κ' οι ύμνοι,
και τα λόγια και τα εγκώμια,
σκορπιστήκανε στα τετραπέρατα,
και τα σάρκωσαν οι αιώνες,
και γινήκανε φωτοθεοί
και αρμονίας τέρατα.

ΤΟ ΗΛΙΟΓΕΝΝΗΤΟ

Η χαρά τρανή στον Όλυμπο!
Οι θεοί μοιράζονται τη γη,
λείπει ο Φωτοδότης, και άκληρος
θα λησμονηθεί.
Και ήρθε ο Φωτοδότης κ' έγνεψε
προς τη θάλασσα, και αυτή
σάλεψε και ράγισε καρπόφορη,
και γεννήθη του Ήλιου το νησί!
Και ήταν το νησί χιλιόκαλο,
κ' έζησαν εκεί τεχνίτες
και ήτανε σαν υπεράνθρωποι,
γιατί κάποια αγάλματα έπλαθαν,
όλα ωραία σα θεοί,
και όλα ζωντανά σαν άνθρωποι.


ΟΡΦΙΚΟΣ ΥΜΝΟΣ

Έξω από τους δρόμους των αστόχαστων,
λειτουργός και ψάλτης ορφικός,
έναν ύμνο ξαναφέρνω
μιας λατρείας πανάρχαιας προς το φως.
Έτρεξε ως τα τώρα ο λογισμός μου,
καταχωνιασμένος ποταμός
ξάφνισμα στο βούισμα των ανθρώπων
της κιθάρας μου ο ρυθμός.
Νύχτα ξεκινώ, νύχτα' ανεβαίνω
τη δυσκολανέβατη κορφή
θέλω μόνος, θέλω πρώτος
τ' απολλώνιο φως να χαιρετίσω,
ενώ κάτου στους ανθρώπους
θα είν' ακόμα ο ύπνος και το σκότος.

ΜΟΛΩΧ

Των Ελλήνων την πατρίδα
βάρβαροι την ατιμάζουν!
Όπου ανθοπετούσαν οι Έρωτες
παραδέρνει η νυχτερίδα.
Στη νυχτιά μας μια πυγολαμπίδα,
των αρχαίων η μνήμη, ψευτοφέγγει
κ' είναι μια νυχτιά που δεν τη διώχνεις,
του παντοτινού μας ήλιου αχτίδα!
Και πατρίδα και ψυχή ρουφάν
βάρβαροι από βάθη και από ύψη.
Κι όταν, μ' ένα τρίσβαθο ωχ!
των Ελλήνων θεέ, ρωτούμε σε:
"Είσ' εσύ ο ξανθός Απόλλωνας;"
Αποκρίνεσαι:-"Είμ' εγώ ο Μολώχ!"


ΤΟ ΣΑΪΤΕΜΑ

Και χαμήλωσες, ω Φοίβε, από τα ύψη
των Ολύμπων των αγνών
προς του χαύνου την πατρίδα,
προς τη χώρα των οκνών.
Κ' έπαιξες τη λύρα, ανάβρυσμα
παναρμονικών πηγών!
Λόγια σ' απαντήσανε βαρήκοων
και περίγελα τυφλών.
Τότε, σα να γύρευες την πλάση
να λυτρώσης από μόλυσμα,
κι απ' τ' ακάθαρτα όλα τον αέρα,
έριξες τη λύρα, κ' έγινες
σαϊτευτής, και τα σαΐτεψες
των ανοήτων τα κοπάδια πέρα ως πέρα!

Η ΑΠΟΚΡΙΣΗ

Αμαδρυάδες, πάρτε με κι ακούστε με, Αιγιπάνες,
γάμου κρεβάτια στρώθηκαν, σπαράζει η λαγκαδιά,
να τ' Ανθεστήρια! κελαιδούν οι δελφικοί παιάνες,
πλέκονται λάγνα ειδύλλια σε δάση αρκαδικά.
Η μέθη η Διονύσια ξεσπάει, λυσσάει, και λάμπει
ως που είν' η πλάση, και από που; Δεν ξέρω αν είμ' εγώ,
ο μέγας Παν εχώρεσε στην αγκαλιά μου, ω θάμπη!
Με των στοιχείων την άγρια, την άγια ζήση ζω.
Το δώρο των υπέρκαλων γαλήνιων οραμάτων,
ω Χρυσομίτρα, μου έφεραν οι τρεις θεές κ' οι εννιά
στα μέτωπα και στ' άχραντα κορμιά των αγαλμάτων
την αφρογένεια χόρτασα των όλων Ομορφιά.
Ακούω τ' αηδόνια, αντιλαλούν τ' αηδόνια οι Σοφοκλήδες,
Αισχύλειοι, ωκεάνιοι, ω γόοι προφητικοί!
Σε μια ματιά ολοπράσινες αγνάντια μου Ατλαντίδες
γεννιούνται από την άβυσσο και χάνονται σ' αυτή.
Θαλασσομάχοι Φοίνικες με φέρανε από πέρα,
ο χαροκόπος είμ' εγώ κι ο κοσμογυριστής
τέχνες, μιλήματα, είδωλα ξαφνίζουν τον αέρα.
Νυφάδες, αγκαλιάστε με, Σάτυροι, ακούστ' εσείς.
Και Σάτυροι και Κένταυροι, νυφάδες Αμαδρυάδες,
κ' οι Ελλάδες οι χρυσόλαλες μου είπαν με μια φωνή,
μέσ' από χώρες και βουνά, δάση, κορφές, πεδιάδες:
"Για σε το αθάνατο κρασί δεν είναι, ω μεθυστή!"
Και η Ταναγραία η λυγερή και η φοβερή Κασσάντρα,
Μαινάδες κισσοστέφανες, Ολύμπιοι θεοί,
απ' τη σπηλιά της Καλυψώς ως τη σοφή Αλεξάντρα,
οι Ελλάδες οι μουσόθρεπτες μου είπαν με μια φωνή:
"Σώπα, χλωμέ καλόγερε, λάλε και χαύνε, σώπα,
στο μοναστήρι γύρισε και κλείσου στο κελί!"
Και των Πινδάρων οι ήρωες κ' οι θέαινες του Σκόπα
γελούνε, και το γέλιο τους βροντόκραχτα αντηχεί.


ΤΡΙΛΟΓΙΑ ΤΟΥ ΘΥΜΟΥ

ΟΙ ΚΑΛΟΓΕΡΟΙ
Είμαστ' οι άνεργοι και οι άχαροι,
και της ζωής είμαστ' εμείς οι καταλαλητάδες,
για να πατάμε και να σβήνουμε είμαστε
τα ωραία και τ' αληθινά, τ' άνθια και τις λαμπάδες.
Τον ήλιο και τα ηλιόχαρα οχτρευόμαστε,
και τις αγάπες της καρδιάς και του παιδιού τα γέλια,
με νεκροσάβανο σκεπάζουμε
το Λόγο τον τετράψυχο στα γαληνά Βαγγέλια.
Είμαστ' ο κούφιος ήχος ο παράταιρος
στων κεραυνών το ταίριασμα και στων κελαδημάτων,
χαλάσματα και σκιάχτρα κάνουμε
τους θείους ναούς και τα λευκά κορμιά των αγαλμάτων.
Μα να ο ραγιάς τα σύντριψε τα σίδερα,
"Ζωή!" ο Τεχνίτης έκραξε, Σοφέ, αλαλάζεις "Νίκη!"
φύγαμε τότε και τρυπώσαμε
μέσ' στων ερήμων τις μονιές και γίναμεν οι λύκοι.
Και τώρα κάθε που απαντήσουμε
την Υπατία την άτρομην Ιδέα την αστρομάτα,
τη σφάζουμε, τη χιλιοκομματιάζουμε,
και - ω λύσσα! - τα κομμάτια της τα ρίχνουμε στη στράτα.


Η ΒΕΡΓΑ ΤΟΥ ΖΩΙΛΟΥ

Στην πλάση, από της θάλασσας τη μάνητα
ως τον τριγμό του σαρακιού, κι απ' το βουνό ως το χνούδι,
και μέσα στα βουβά και μέσ' στ' ασίγητα,
στα πάντα δυσκολόβρετο κοιμάται ένα τραγούδι.
Και το τραγούδι το ξυπνάνε οι Όμηροι,
σάρκα του δίνουν, ψυχή, φως, το κάνουν πλάσμα και άστρο,
κ' ύστερα. εσείς, κιθάρες δρόμο δώστε του!
Με το τραγούδι υψώνεται της Πολιτείας το κάστρο,
μέσ' στο τραγούδι ο Νόμος πρωτοβλάστησε,
κι από της λύρας τα όνειρα τα έργα τα μεγάλα
οι δόξες των εθνών των κοσμοξάκουστων
κρατούνε πρωτοβύζαχτο του τραγουδιού το γάλα.
Για τούτο πλάστες και προφήτες οι Όμηροι,
αταίριαστοι, αδασκάλευτοι, άκακοι, ξένοι, ωραίοι
μέσα στη θεία τους γλώσσα την αγράμματη
Ηρώων αλαλάζει λαός, μιας μάνας καρδιά κλαίει.
Μέσα στη θεία τους γλώσσα την αγράμματη
με πρόσωπο Πεντάμορφης είναι γραμμέν' η Ιδέα,
ζωές, αλήθειες, πάθια, λαχταρίσματα,
κι όλα όσα λέτε, αστόχαστοι και ανίδεοι, χ υ δ α ί α !
Για τούτο καταριέστε το τραγούδι τους,
που ρέει γοργά με τα νερά ψηλάθε τα καθάρια,
εσείς, του Ξεπεσμού λουλούδια ατίμητα
σας έχει ο νους απόπαιδα κ' η ασκημιά βλαστάρια!
Για τούτο, αν κάνουν οι Όμηροι να τρέμετε,
τρομάρα του ανεμόδαρτου στο δέντρο απάνω φύλλου,
των Ομήρων τους ίσκιους δεν τους τρέμετε.
Κι αυτούς χτυπάτε, παίρνοντας τη βέργα του Ζωίλου!


Ο ΠΟΙΗΤΗΣ


Μόνος. Εν' άδειο απέραντο τριγύρω μου,
και μιας πολέμιας χλαλοής ασώπαστη η φοβέρα.
Κι όταν εκείνη κατακάθεται,
μόνος, θανάσιμη σιωπή παγώνει πέρα ως πέρα.
Μόνος. Μ' αρνήθηκαν οι σύντροφοι,
κι από το πλάι μου γνωστικά τ' αδέρφια τραβηχτήκαν.
Μ' έδειξε κάποιος. - Να τος! - Καταπάνω μου
γυναίκες, άντρες, γέροντες, παιδιά, σκυλιά ριχτήκαν.
Το χέρι το ακριβό της Οδηγήτρας μου,
που με κρατούσε, ανοίχτηκε προς άλλα χάιδια ... Μόνος.
Σε βάθη μυστικά περνούνε αστράφτοντας
των ασκητάδων οι χαρές, του μαρτυρίου ο θρόνος.
Φωτιά 'βαλαν, το κάψανε το σπίτι μου,
και σύντριψαν τη λύρα μου με τη βαθιά αρμονία.
Την Πολιτεία δυο Λάμιες τη ρημάζουνε:
η λύσσα του καλόγερου, του δασκάλου η μανία.
Της Πολιτείας η πόρτα κλείστηκε,
με διώξανε, έρμος βρέθηκα στα έρμα μονοπάτια
και της Ιδέας της αστρομάτας, που έσφαξαν
από τη στράτα μάζωξα τα ολόφωτα κομμάτια.
Και τάσπερνα στο διάβα μου, και φύτρωναν
εδώ παράδεισοι, κ' εκεί βασίλεια, κ' εκεί πέρα
παλάτια κ' εκκλησιές και δρακοντόκαστρα.
Κι όλα στην ίδια ευφραίνονταν ανύχτωτην ημέρα.
...1901

Ο ΔΕΛΦΙΚΟΣ ΥΜΝΟΣ

Τον κιθαρίσει κλιτών παίδα μεγάλου Διός
ερώ σ' άτε παρ' ακρονιφή τόνδε πάγον ...

Εσένα τον κιθαριστή τον κοσμοξακουσμένο
θα ψάλω, του τρανού Διός Εσένα το βλαστάρι,
τα λόγια Σου τ' αθάνατα θα τραγουδήσω, εκείνα
που φανερώνεις, ω Θεέ, για τους ανθρώπους όλους,
κοντά στο χιονοστέφανο το βράχο! Θα κηρύξω
το μαντικό τον τρίποδα πως ώρμησες και πήρες,
τον τρίποδα, που ο δράκοντας ο επίβουλος κρατούσε
σφυρίζοντας, αλύπητος και πως με το δοξάρι
του τρύπησες το παρδαλό, το στρηφογυρισμένο
κορμί! Και πως εκράτησες παράλυτο μπροστά Σου,
μ΄ όλη του την παλληκαριά, τον άπιστο Γαλάτη!
Του βροντερού Διός Εσείς πανώριες θυγατέρες,
που ορίζετε πυκνόδεντρο τον Ελικώνα, ελάτε,
και με τραγούδια, με χορούς, υμνείτε, διαλαλείτε
τ' αδέρφι Σας το θεϊκό, το χρυσομάλλη Φοίβο.
Απάνου εκεί στου Παρνασσού τους δίκορφους στους θρόνους
στα κρυσταλλένια τα νερά της Κασταλίας προβάλλει
ανάμεσα στα Δελφικά τα πανηγύρια, αφέντης
του φημισμένου αυτού βουνού, του μαντικού του βράχου.
Και χαίρε, ω πολυδόξαστη, μεγάλη χώρα, Αθήνα,
της πολεμόχαρης θεάς λάτρισσα, ριζωμένη
σε γην απάνου ασάλευτη γι' αυτή σου τη λατρεία!
Καίει των ταύρων τα μηριά στους ιερούς βωμούς Του
ο Ήφαιστος, και αραβικό θυμίαμα σκορπίζει
ψηλά ψηλά ως τον Όλυμπο μαζί με τη φωτιά Του.
Χίλια λαλήματα κι ο αυλός ο λυγερός κυλάει,
ύμνους κ' η γλυκερόφωνη χρυσή κιθάρα απλώνει
των Αθηναίων ο λαός, Θεέ, Σε προσκυνάει!
...1894


ΟΙ ΧΑΙΡΕΤΙΣΜΟΙ ΤΗΣ ΗΛΙΟΓΕΝΝΗΤΗΣ

Κάποια ρόδα είν' έτοιμα νανθίσουν
εδώ κάτου κ' εδώ πέρα
με τ' αρχαία τα ροδοκάλια
και προσμένουν τα καινούργια αηδόνια
να τους γλυκοκελαιδήσουν
μέσ' στον ολογάλανον αέρα.

Ο ΘΑΝΑΤΟΣ ΤΩΝ ΑΡΧΑΙΩΝ

...
Κι απ' τις πόρτες διάπλατες που ανοίξανε
κόσμος βγαίνει, κι αργοπάτητο
σέρνει και βαρύ το πόδι,
κ' είναι μια πομπή, και δε γνωρίζεις
δέξιμο κι αν είναι, ξεπροβόδισμα,
γάμος, λιτανεία ή ξόδι.

Κ' είναι συνοδειά χωρίς ξαφτέρουγα
και χωρίς σταυρούς και λάβαρα
και βαγγέλια και παπάδες
ποιας λατρείας μυστήρια είν' αυτά;
Δεν τα διαλαλούν ψαλμοί,
δεν τους φέγγουνε λαμπάδες.

Και γυναίκες ούτε, ούτε παιδιά
κι άντρες μοναχά ασπρομάλληδες
και μισοκοπιές και παλικάρια
κ' έρχονται με κόπο και σκυφτοί
σαν από κρυψώνες μέσ' στη γη,
σαν από τ' ανήλιαγα κελάρια.

Κοντοστέκουν και τρικλίζουν
ασυνήθιστο σα νάχουν
κάτου από τον ήλιο τέτοιο δρόμο
και τα μέτωπα στα χέρια τους
σάμπως από θάμπος κι από τρόμο.

Κ' έτσι παν, και τους τρομάζουν
το φως του ήλιου, πέρα η θάλασσα,
τ' ακροούρανα, κι ο αέρας,
κι ο ουρανός απάνω τους, και γύρω τους
η μεγάλη πλάση και η ζωή
και το παίξιμο της μέρας.

Κ' είναι σα βγαλμένοι από 'να σκύψιμο
σε παλιά βιβλία δυσκολοσίμωτα,
και σε συναξάρια,
και σε κάτι τι ακριβότερο
απ' τ' αράπικα τοπάζια, απ' τα χουρμούζικα
τα μαργαριτάρια.

Κ' είναι σα βγαλμένοι από λογάριασμα
μπρος σε γιατροσόφια απάντεχα,
σε δυσκολοξάνοιχτα δεφτέρια.
Κι όλοι καθώς έρχονται κλιτοί,
και καθώς αργοζυγώνουν,
τι κρατάνε μέσ' στα χέρια;

Και ραβδιά κρατάν προσκυνητάδων
και διαλαλητών ακροστεφάνωτα
μ' αγριλιάς και με μυρτιάς κλωνάρια
τραχιά ηχούν τα σάνταλα τους χοντροκάρφωτα
κρέμουνται στους ώμους τους
ταξιδιώτικα ταγάρια.

Κ' ένας ένας κι από δύο
κι από τρεις ανταμωμένοι,
κι από τέσσεροι κι ακόμα
πιο πολλοί, κρατάν και σφίγγουν
τυλιγάδια και βιβλία
σε χρυσές κ' ελεφαντένιες
πλούσια σκαλισμένες θήκες,
και πηγαίνουν με κείνα,
και στα χέρια και στους ώμους
και στους κόρφους τα βαστάνε,
λείψαν' άγια σάμπως νάναι
και θαματουργές εικόνες
και βαριά σταμνιά γιομάτα
με τη στάχτη των προγόνων.
Τυλιγάδια και βιβλία
πόχουν πρόσωπα πορφύρες,
που είν' οι σάρκες τους μετάξια,
και λογής λογής το μάκρος
και το σχήμα και το χρώμα.
Σκεπασμένα και μακριάθε
τα θωρείς και λες πως είναι
στύλοι, λες βωμοί σβησμένοι
και σημαίες και θυμιατήρια
και ρηγάδικες κορώνες.
Σαν θεών αγάλματα είναι,
σαν ανάγλυφα είν' ηρώων,
προφητών οράματα είναι,
και κιβούρια και μνημούρια.
Τάματα είναι και τα πάνε
να τ' αφήσουνε στα πόδια
κάποιων είδωλων και κόσμων
που τα καρτεράν και στέκουν
και γιορτάζουν πανηγύρια
μέσα σε ναούς και τόπους,
πέρα ολόμακρα, και στέκουν
κ' οι ναοί κ' οι τόποι και όλα
και προσμένουν και προσμένουν
να φωτοντυθούν με κείνα.

"Τ' είναι τα δεφτέρια που κρατάτε
τα περγαμηνά,
σεβαστά κοπάδια που τραβάτε
σα διωγμένα από κακοκαιριά;
Και σε τούτα τα βιβλία,
και στα μνήματα ολ' αυτά,
ποια διαμάντια, ποιά σοφία,
ποιοι νεκροί, ποιά κόκαλα ιερά;"

Κάτι σάλεψε, κυμάτισαν τα πλήθη,
ξέσπασε φωνή και μου αποκρίθει:

"Είν' εδώ κλειστοί μέσ' στα κιβούρια,
μέσ' στα τυλιγάδια είναι κρυμμένοι,
- για νεκρούς η πλάση ας μην τους κλαίει! -
ω οι πηγές οι αθόλωτες της Σκέψης,
οι ασυγνέφιαστοι της Τέχνης ουρανοί,
οι Αθάνατοι κ' οι Ωραίοι.

Κ' είναι της Αλήθειας οι διδάχοι,
της ακέριας Ομορφάδας οι πιστοί,
γέροι, απείραχτοι, όλο νέοι,
και ήλιοι που σου δίνονται να τους χαρείς
πάντα μέσ' στο δρόσος κάποιου Απρίλη
οι Αθάνατοι κ' οι Ωραίοι.
Από τους γιαλούς της Ιωνίας
κι από της Αθήνας τον αέρα
που όλα πνέματα τα κάνει καθώς πνέει,
κι από της Ελλάδας τ' αγνά χώματα,
η Σοφία, ο Λόγος, ο Ρυθμός
οι Αθάνατοι κ' οι Ωραίοι.

Κ' είναι οι Πλάτωνες, και πίσω τους,
της Ιδέας ήρωες, οι φιλόσοφοι,
κ' η Αρετή μ' αυτούς "η λεβεντιά είμαι!" λέει
κ' είναι οι Όμηροι, και πίσω τους
όλοι οι ψάλτες και των Ολύμπων οι πλάστες
οι Αθάνατοι κ' οι Ωραίοι.

Τη στερνή πατρίδα τους την παρατάν
από φύσημα διωγμένοι ορμητικότατο,
γύφτοι γίνονται κ' Εβραίοι,
όμως πάντα, κ' ερμοσπίτες, νικητές
και του κόσμου γίνονται πολίτες,
οι Αθάνατοι κ' οι Ωραίοι!"

"Τους γνωρίζω, τους γνωρίζω,
- μίλησα κ' εγώ, -
τους γνωρίζω και τους διαλαλώ
ξέρω απ' όλα τα τραγούδια
μα για να τα πω,
τα ταιριάζω τα τραγούδια
στο δικό μου το σκοπό".

Και το λόγο που αρχινήσαν
έτσι τον τελειώνω εγώ:
"Και σπρωγμένοι ως εδώ πέρα
οι Αθάνατοι κ' οι Ωραίοι
από ανέμους και φουρτούνες
και σεισμούς και χαλασμούς,
και καραβοτσακισμένοι
και σκληρά κατατρεμένοι
κι από ξένους και δικούς!

Και κρυψώνες ηύρανε και σκήτες,
μοναστήρια και κελιά,\
κ' ηύρανε παλάτια και σκολειά,
και δεν ηύρανε τον ήλιο
και τη λευτεριά,
και δεθήκαν κι αρρωστήσαν
και χτικιάσαν τ' Απολλώνια τα κορμιά
και γινήκαν βρυκολάκοι και στοιχειά.
Βρήκαν κάτεργα και κάστρα
και μια πλάση ξένη, μια στενή
πλάση ξελογιάστρα.
Όρνια γίνανε μπαλσαμωμένα,
λείψανα λυπητερά,
και μαρμαρωμένα βασιλόπουλα,
η ζωή και η νιότη και η χαρά.
Γίνανε ή σαν άρρωστα λουλούδια
τροπικά στα θερμοκήπια,
ή φυτρώσανε μαζί
με τα χόρτα που αγκαλιάζουνε τα ερείπια.
Ζήσανε κουλουριασμένοι
μέσ' στου δασκάλου τα χέρια,
κι αποκάτου απ' την κοντόφωτη ματιά,
ζήσανε ζωή μέσ' στα δεφτέρια,
ζήσανε ζωή μέσ' στη σκλαβιά,
ζήσανε ζωή τυραγνισμένη,
και τους ηύρε μια λατρεία καταραμένη
σαν τα βάσανα και σαν τα καταφρόνια,
χίλια χρόνια, χίλια χρόνια!"

Κι απ' τους πάπυρους εκείνους μια ψυχή
θάρρεψα πως χύθη,
και γρικήθηκ' ένας ύμνος θριαμβευτής,
κι απ' των τάφων έβγαινε τα βύθη:

"Θα διαβούμε και στεριές και πέλαγα,
θα σταθούμε όπου το πόδι δεν μπορεί
Τούρκου κανενός να μας πατήσει
από την πατρίδα μας διωγμένοι,
και σβησμένοι απ' την Ανατολή,
θ' ανατείλουμε στη Δύση.

Όπου πάμε, θάβρουμε πατρίδες
και θα πλάσουμε, απ' το Βόσπορο
χαιδευτά συνεβγαλμένοι ως τον Αδρία
θα φωλιάσουμε στη Βενετιά,
θα ξαναρριζώσουμε στη Ρώμη,
θα μας αγκαλιάσει η Φλωρεντία.

Τ' Άλπεια τα βουνά θα δρασκελήσουμε,
θα ξαφνίσουμε τα ρέματα του Ρήνου,
στου Βοριά θ' ασπροχαράξουμε τα σκότη,
θα χυθούμε σα μαγιάπριλα του νου
όπου τόποι, όπου γεράματα, θα σπείρουμε
μιαν Ελλάδα και μια νιότη.

Και πλανήτες με δικό μας φως,
το δικό μας φως θα ρίξουμε
όπου θάμπωμα και βράδιασμα στη φύση
κι ο ασκητής θα φιλιωθεί με τη ζωή
και το γάλα της χαράς ξανά θα πιεις,
νηστευτή, κ' ένα κρασί θα σε μεθύσει.

Και ο Κελτός και ο Γότθος κι ο Αλαμάνος,
κάθε βάρβαρος μ' εμάς θ' αναγαλλιάσει,
κι ο Ιταλός απ' όλους πρώτα
ρασοφόροι και ποντίφικες
θα προσπέσουνε στα πόδια της Ελένης
και τον κύκνο θα λατρέψουνε του Ευρώτα.

Του οικοδόμου θα του δείξουνε ρυθμούς,
νόμους του σοφού, σ' εμάς θα τρέξουν
όμοια κυβερνήτες και τεχνίτες,
πύργοι θα υψωθούν και πολιτείες,
και παντού ξανά θα στυλωθούν
των καλών και των ωραίων οι δικιοκρίτες.

Μόλις βγούμε απ' αυτό δα το κοιμητήρι
προς το φως και στα τετράπλατα του αέρα,
σαν τα πρώτα θάβρουμε τα νιάτα,
κ' έξω απ' τα στενά κιβούρια,
Καίσαρες κι Αλέξαντροι, θ' ανοίξουμε,
με του Λόγου το σπαθί, τη στράτα.

Ολύμπων κορφές και Παρνασσών!
Κι απ' τη σκέψη κι απ' τα μέτρα μας
γίνονται άνθρωποι και Παρθενώνες
πέρα ως πέρα στην ψυχή μια νεκρανάσταση!
Το μεγάλο Πάνα ολόχαροι
ξαναπροσκυνούν οι αιώνες.

Κ' οι κακόσορτοι σοφοί και οι στέρφοι
δάσκαλοι, που χρόνια και καιρούς
έτσι μας κρατούσανε σαβανωμένους
και μαζί μας πάνε σέρνοντάς μας,
άγια στερνολείψανα
του χαμένου Γένους,

έτσι βλέποντας μας χρυσοφτέρουγους
από μέσα από τα χέρια τους να φεύγουμε
σε αποθέωση που δε θα ξαναγίνει,
θα πιστέψουν πως σαρκώθηκαν χρυσόνειρα
κι από της θεότης μας τ' αντίφεγγα
σαν ημίθεοι θα φαντάξουν ως κ' εκείνοι!"


ΟΙ ΠΟΛΥΘΕΟΙ

Μακαρισμένος εσύ που μελέτησες
να τον ορθώσεις απάνω στους ώμους σου
το συντριμμένο ναό των Ελλήνων!
Του Νόμου τ' άγαλμα σταίνεις κορώνα του,
στις μαρμαρένιες κολώνες του σκάλισες
τους λογισμούς των Πλωτίνων.

Είδες τον κόσμο κι ατέλειωτο κι άναρχο
ψυχών και θεών, μαζί κύριων και υπάκουων,
σφιχτοδετά κρατημένη αρμονία
και των καπνών και των ίσκιων τα είδωλα
παραμερίζοντας όλα, ίσα τράβηξες
προς την Αιτία
και σε κρυψώνα ιερό, και σωπαίνοντας
έσπειρες, έξω απ' το μάτι του βέβηλου,
κ' έπλασες λιόκαλη εσύ σπαρτιάτισσα
τη θυγατέρα σου την Πολιτεία.

Στους χριστιανούς τους μισόζωους ανάμεσα
Ξαναζωντάνεψες Όλυμπους άγνωρους,
έθνη καινούριων αθανάτων κι άστρων
μέσα σε σένα Λυκούργοι και Πλάτωνες
απαντηθήκαν, το λόγο ξανάνιωσες
των Ζωροάστρων.

Κι αφού το τέκνο μεγάλωσες, ένιωσες
τότε μονάχα την κούραση, κ' έγειρες
ζωή κατόχρονη ισόθεης σκέψης,
κι αλαφροπήρε σε ο θάνατος κ' έφυγες
το μυστικό, τρισμακάριε, τον Ίακχο
με τους Ολύμπιους θεούς να χορέψεις.

Σοφός, κριτής και προφήτης μας μοίρασες
από το γάλα που εσένα σε πότισε
της Ουρανίας Αφροδίτης η ρώγα.
Του κόσμου αφήνεις το τέκνο, το θάμα σου
μα ο μισερός κι ο στραβός κι ο ζηλόφτονος
λυσσομανάει και το ρίχνει στη φλόγα.

Όμως ο αέρας τριγύρω στη φλόγα σου
πνοή σοφίας κι αλήθειες πνοή γίνεται,
κι από τη θράκα της φλόγας πετάχτη
στον ήλιο ολόισα ένας νους μεγαλόφτερος
τ' αποκαΐδια σου κρύβουμε γκόλφια μας,
και θησαυρός της φωτιάς σου είν' η στάχτη!

Η ΞΕΝΗΤΕΜΕΝΗ

...
Χιλιάδες χρόνια πέρασαν για να φανείς και πάλι!
Ω! δόξα νάχει τάγνωστο λισγάρι του χωριάτη
που κύλισε του τάφου σου την πέτρα κι αναστήθης!
Κ' είδες τον κόσμο αλλοιώτικο, και την Ελλάδαν άλλη
και ξένη την Ανατολή και βάρβαρη τη γη σου,
και σα να μην τη γνώρισες, διάβηκες προς τη Δύση!

Γύρισε πάλι, γύρισε στα μέρη που εγεννήθης!
Ότι κι αν είσαι, δύναμη, βασίλισσα, όνειρο, ίσκιος,
θεά της ομορφιάς, πηγή της αρετής, ω Νίκη,
γύρισε πάλι, ω γύρισε στα μέρη που εγεννήθης.


H NIKH

Εδώ στο ελληνικό το χώμα,
το στοιχειωμένο και ιερό,
που το ίδιο χώμα μένει ακόμα
κι απ' τον αρχαίο τον καιρό,

στο χώμα τούτο πάντα ανθούνε
κ' έχουν αθάνατη ζωή
και μας θαμπώνουν, μας μεθούνε
νεράιδες, ήρωες, θεοί!

Είδα τη Νίκη τη μεγάλη,
τη Νίκη την παντοτινή!
Την είδα εμπρός μου να προβάλλει
με φορεσιά ολοφωτεινή.

Ασύγκριτη σαν την ιδέα,
σαν όνειρο λαχταριστή,
είδα τη Νίκη την αρχαία,
τη Νίκη την κυματιστή!

Την είδα. Με το πέταμά της
δεν έφευγε στους ουρανούς,
εκεί που δύσκολα σιμά της
μπορεί να κρατηθεί κι ο νους.

Δεν έτρεχε να φτάση πρώτη,
να στεφανώσει φτερωτή
το λιονταρόκαρδο στρατιώτη,
τον εμπνευσμένο τον ποιητή.

...
Την είδα να περνά μπροστά μου
με φορεσιά ολοφωτεινή
και λύγισα στη γη εκεί χάμου
κ' έκραξα με τρανή φωνή,

γονατιστός, με θαμπωμένα
μάτια, με λαύρα περισσή:
"Χαίρε θεά, χαίρε παρθένα,
Ω Νίκη, ω Νίκη, ω Νίκη Εσύ!

Εσύ που δείχνεις πως ανθούνε
εδώ μ' αθάνατη ζωή,
πως μας εμπνέουν και μας μεθούνε
νεράιδες, ήρωες, θεοί!"

ΔΕΞΙΛΕΩΣ

Κι από το πρώτο μάρμαρο κι από το πρώτο μνήμα
ακούω φωνή που χύνεται κι ακούω φωνή που λέει:
- Εμέ Δεξίλεω με λένε. Εγώ είμαι της Αθήνας
το λατρεμένο το παιδί, τ'αγένειο παλικάρι.
Μ' ανάθρεψαν τα βροντερά τραγούδια του Τυρταίου
και τάραξαν τον ύπνο μου τα όνειρα του Αισχύλου.
Έξω στο δρόμο, στη δουλειά, στου κάμπου τον αέρα
μούθρεψε ο ήλιος το κορμί και τ'άνοιξε σαν άνθος
και το Γυμνάσιον ο θεός που τα βοηθάει τα νιάτα
μου τόπλασεν αρμονικά, σφικτό, χυτό και ωραίο.
Κ' εγώ καβάλα, φτερωτός μέσα στους πρώτους πρώτος
συντρόφεψα το ιερό της Αθηνάς καράβι
κ' έλεγα: βάλε μου, θεά, τρανή καρδιά στα στήθη,
δώσε φτερά στα πόδια μου και δύναμη στα χέρια
να πάω, κ' εγώ ν' αγωνιστώ και νικητής να λάμψω
στο πήδημα, στο πάλεμα, στο δρόμο, στο λιθάρι,
γιατί δεν είναι πιο ακριβή τιμή στο παλικάρι
παρά καρδιά από σίδερο σε φτερωμένο σώμα.
Κ' εγώ ονειρεύτηκα κ' εγώ τη χάρη της αγάπης
και σε τραπέζια χαρωπά ροδοστεφανωμένος
τους στοίχους του Ανακρέοντα τραγούδησα, κ' εμπρός μου
σπαρταριστές χορεύτριες με λύρες και φλογέρες
μ' αποκοιμήσανε τρελά στης αγκαλιάς τη ζέστη
κ' εγώ ονειρεύτηκα κ' εγώ της δόξας τη λαχτάρα,
άρχοντας, είπα να υψωθώ και στρατηγός να γίνω,
στο θέατρον άξιος ποιητής τα πλήθη να μαγεύω,
κ' εγώ μια μέρα ν' ακουστώ βροντόφωνα στην Πνύκα,
αστροπελέκι στους κακούς, και με τους φιλοσόφους,
εκεί που τρέχει ο Ιλισσός γλυκά και που ξαπλώνει
δροσάτον ίσκιο ο πλάτανος κ' εγώ να ξεδιαλύνω
και τα σκοτάδια της ψυχής και τα κρυφά της πλάσης.
Αλλ' ένας αγαθός θεός, που και ποτέ τα μάτια
δε σήκωσε από πάνω μου και πάντα με φυλάγει,
αυτός διώρισε για με μια δόξα πιο μεγάλη:
Για την πατρίδα ν' αξιωθώ, να πάω να πολεμήσω!
και να! σαλπίζει η σάλπιγγα πολεμιστήριον ήχο,
κ' η Αθήνα με τα ονείρατα πλατωνικά, η Αθήνα
ξυπνάει γοργά, αντρειεύεται καθώς η Αθηνά της,
γαλήνια κόρη και μαζί Πρόμαχος θεριεμένη.
Η Σπάρτη η ανυπόταχτη μας φοβερίζει, η Σπάρτη!
θυμήθηκα τον όρκο μου και αρματωμένος τρέχω
σε κυματόπλαστο άλογο θεσσαλικό που έχει
χαρά τον πόλεμο και σκάφτει, αυτιάζεται, δε στέκει.
Στο χέρι μου ανυπόμονο κουνιέται το κοντάρι,
θαρρώ πως μέσα μου η καρδιά βροντοχτυπάει του Κόδρου,
θαρρώ, είναι σαν του Αίαντα ψηλό το ανάστημά μου,
θαρρώ, το δρόμο ένας θεός μου δείχνει και κανένας,
ναι! και κανένας δεν μπορεί να κόψη την ορμή μου.
Με τον πολέμιο σμίξαμε στον κάμπο της Κορίνθου,
ηλιοκαμένος και τραχύς κι ακράτητος Σπαρτιάτης,
βοριάς χιμάει επάνω μου πελώριος Σπαρτιάτης.
Τα χρόνια μου τα είκοσι πυρώνονται και βράζουν.
Της Σπάρτης άντρας είσ' εσύ, παιδί είμαι της Αθήνας
βοηθάτε με, ίσκιοι πατρικοί των Μαραθωνομάχων!
σφιχτά κρατώ με το ζερβί το χαλινάρι, χύνω
σα φλόγα τάλογο, πετώ, σκύβω γοργά, τινάζω
τολόμακρο κοντάρι μου, κατάστηθα τον βρίσκω.
Στα πόδια εμπρός του αλόγου μου κατρακυλάει και πέφτει,
πέφτει κ' εκεί που τον πατώ κρυφά τον καμαρώνω
χωρίς να χάση την ορμή, χωρίς μιλιά να βγάλει,
πέφτει και χάνεται και σβει και φοβερίζει ακόμα.

Εμέ Δεξίλεω με λεν, παιδί είμαι της Αθήνας,
πολέμησα και νίκησα κ' εγώ για την πατρίδα.
Σε λίγο ο θάνατος ορμάει κι αλύπητα κ' εμένα
με παίρνει από την γην αυτή, με φέρνει σ' άλλον κόσμο.
Δε μ' έριξε στα Τάρταρα, δε μ' άφησε στον Άδη,
μακαρισμένο, αθάνατο, μ' ανάστησε για πάντα
στα μαρμαρένια Ηλύσια, στα Ηλύσια της Τέχνης.
Ο κόσμος φεύγει, αλλάζει η γη, περνούν λαοί και κόσμοι
και πέφτουν και μαραίνονται σα φθινοπώρου φύλλα.
Κ' εγώ εδώ πέρα ασάλευτος κι αμάραντος προβάλλω
και της πατρίδας τον εχθρό στα πόδια μου τον έχω.
Ω χάρη, ω νίκη της ζωής, ανήκουστη ευτυχία,
στα μαρμαρένια Ηλύσια, στα Ηλύσια της Τέχνης!


ΕΝ ΑΝΘΟΣ

Και στην Ακρόπολη, στο βράχο
τον Ιερό
εν άνθος φύτρωσε μονάχο
χλωρό χλωρό.

Εν άνθος όμοιο με ανεμώνη
περαστική,
αθώρητο σ' όποιον σιμώνει
στα ύψη εκεί.

Τα μάτια ανοίγοντ' εκεί πέρα
καθώς βρεθούν,
και με τον ξάστερον αιθέρα
σμίγουν, μεθούν.

Εκεί θαμπώνουνε τα μάτια
σκόρπια μπροστά
καμένα λείψανα, κομμάτια
λαχταριστά.

Κ' η φαντασία αμέσως βλέπει
η μαγική
γυμνή και δίχως καμιά σκέπη
απάνου εκεί

την Ομορφιά, που τρισμεγάλη,
παντοτινή,
μέσ' απ' το μάρμαρο προβάλλει
και δεν πονεί.

Και κάθεται σε δόξας θρόνο,
και δε γελά,
δεν κλαίει και δεν πλανά και μόνο
φεγγοβολά!

Και στην Ακρόπολη, στο βράχο
τον Ιερό
ξανοίγω τάνθος το μονάχο
και το ρωτώ:
- Άνθος, που μοιάζεις με ανεμώνη
περαστική,
ποια μοίρα σ' έριξε εδώ, μόνη
και φτωχική;

Εδώ από τάστρα η Τέχνη φτάνει,
και λάμπει η γη,
κ' έπλασε η Φύση εσέ βοτάνι
για μιαν αυγή.

Εδώ δεν έρχεται η παρθένα
η γελαστή
για να σε κόψη και μ' εσένα
να στολιστεί.

Εδώ μ' ευλάβεια και το αγέρι
μόλις φυσά
ποτέ σ' εσέ δεν έχει φέρει
λόγια χρυσά,

γλυκά φιλιά από τα ταιράκια
κι από Ομορφιές
δεν έχεις άλλα λουλουδάκια
για συντροφιές.

Ο Παρθενώνας με φεγγάρι
τη νύχτα εδώ
νικάει στη δόξα και στη χάρη
τον ουρανό.

Κ' οι έξι αλύγιστες Παρθένες
στέκουν κι αυτές
λαμπρόστηθες και λαβωμένες
και λατρευτές.

Κι αγάλματα, πέτρες, κολώνες
χωρίς χαρά
σκόρπια τα βλέπουν οι αιώνες
και παγερά.

Σμίγουν εδώ θεοί και χρόνοι
παλιοί, χρυσοί.
Εδώ, φτωχή, κρυφή ανεμώνη,
τι θες εσύ; -

Και στην Ακρόπολη, στο βράχο
δειλά δειλά
με βλέπει τάνθος το μονάχο
και μου μιλά:

- Εγώ είμαι τάνθος το παρθένο
και το κρυφό
από τον κόσμο μακρυσμένο
το φως ρουφώ.

Κι ανθώ και χαίρομαι τα κάλλη
που έχ' η ζωή
μακριά απ' τα πλήθη κι απ' τη ζάλη
κι απ' τη βοή.

Κι από του κάμπου τάνθη τάλλα
στέκω μακριά,
δειλό, λογόζωο, μια στάλα,
μέσ' στη σκιά.

Μέσ' στη σκιά που ρίχνει εμπρός μου
μια πέτρα απλή
ξεχνώ την ψεύτικη του κόσμου
φεγγοβολή.

Κι αγνώριστο, κι αχνό, μια στάλα,
ζω ταιριαστά
με τα λαμπρά, με τα μεγάλα,
με τακουστά.

Γιατί στον κόσμο είναι ζευγάρι
χαρά του νου
και η δόξα του τρανού κ' η χάρη
του ταπεινού.

Γιατί στον κόσμο - άκου και τάλλο -
και στον καιρό
δεν είναι τίποτα μεγάλο,
ούτε μικρό.

Γιατί σαν τάστρο φως αφήνει
και το ξανθό
τάνθος, γιατί και τάστρο σβήνει
σαν τον ανθό.

Κι ο Παρθενώνας φεγγοβόλος
που εδώ θωρώ
ερείπιον είναι, ερείπιον όλος
λυπητερό.

Ενώ σ' εμένα φτωχά νιάτα,
διαβατικά,
όλα είν' απείραχτα, δροσάτα,
κι αρμονικά.

Εγώ είμαι τάνθος που κρυμμένο,
τρεμουλιαστό,
με δροσοδάκρυα ραντισμένο
και γελαστό,

μέσα στα κάλλη, στη γαλήνη
τη ζωντανή
που η Τέχνη απλώνει και που αφήνει
παντοτινή,

σκορπίζω μιαν ανατριχίλα,
μια νέα ζωή,
σα μου χαϊδεύει ταχνά φύλλα
αύρας πνοή.

Και τα λιθάρια τακουσμένα
και τα παλιά
νομίζεις παίρνουν κι από μένα
φεγγοβολιά.

Και κοίτα! καθεμιά Καρυάτις
που καρτερεί
και στέκει με την ομορφιά της
τη λαμπερή

και τίποτε δεν έχει πλάνο
κι ανθρωπινό,
μου φανερώνει, πριν πεθάνω
τον ουρανό.

Και κοίτα! καθεμιά Καρυάτις
γλυκά γλυκά
θαρρώ με βλέπει στα όνειρά της
τα μυστικά.

Εδώ στη δόξα των αιώνων,
στο φως του νου,
που στέκεις η Ομορφιά σε θρόνον,
άστρο ουρανού,

εδώ στην έρμη αθανασία,
είμαι η καρδιά,
η νιοτ' η αγάπη κ' η θυσία,
και η μυρουδιά

κάποιας παράδεισος, μαζί σου
με δένει τι;
τι άλλο ακόμα; - Είμαι η ψυχή σου,
Ποιητή!

ΟΥΡΑΝΙΑ

...
Ήλιε, εσύ, πηγή αστείρευτη
κάθε ζωής, εικόνα
του ωραίου υπερτέλεια
και του Απείρου κορώνα.

Πριν αρχίσουν το διάβα τους
των θεών οι λεγεώνες,
πρώτο θεό σε αγνάντεψαν
και μοναχόν οι αιώνες.

Και πάλι θεός ύστατος
σε νεκρική λαμπάδα
του τελευταίου θρησκεύματος
θα φέξης την κρυάδα.

Η γη μας γη άφθαρτων
αερικών και ειδώλων,
πασίχαρος και υπέρτατος
θεός μας είν' ο Απόλλων.

Στα εντάφια λευκά σάβανα
γυρτός ο Εσταυρωμένος
είν' ολόμορφος Άδωνις
ροδοπεριχυμένος.

Η αρχαία ψυχή ζει μέσα μας
αθέλητα κρυμμένη,
ο Μέγας Παν δεν πέθανεν,
όχι, ο Παν δεν πεθαίνει!

...
Μιαν αυγή χειμωνιάτικη
που φορούσε κορώνα
την καταχνιά, σαν όραμα
είδα τον Παρθενώνα.

Μαγικό μισοδιάφανο
τον έζωνε μαγνάδι
στον ήλιο αγνάντια, κ' έλεγεν:
- Εγώ είμαι το σημάδι

του ωραίου που δείχνει απόμακρα
στην πλατωσιά του Απείρου
και τ' άσπρο στέρεο μάρμαρο
σαν τον αχνό του ονείρου.

Θαύμα θαυμάτων μέσα μου
σαλεύει, ενώ κοιμάται...
Αδέλφια μου, να πλάσουμε
νέαν θρησκείαν ελάτε!

Ασάλευτη, πανύψηλην
αλήθεια, ένα παλάτι
των όλων για όλους! Άφραστη
θρησκεία που νάχει κάτι

πλέον βαθύ απ' τον Έρωτα,
πιο μέγα απ' τη Θυσία,
και κάτι πλέον απέραντο
κι απ' την Αθανασία!


Ο ΣΑΤΥΡΟΣ

Όλα γυμνά τριγύρω μας,
όλα γυμνά εδώ πέρα,
κάμποι, βουνά, ακροούρανα,
ακράταγ' είναι η μέρα.
Διάφαν' η πλάση, ολάνοιχτα
τα ολόβατα παλάτια
το φως χορτάστε, μάτια,
κιθάρες, το ρυθμό.

Εδώ είν' αριά κι αταίριαστα
λεκιάσματα τα δένδρα,
κρασί είν' ο κόσμος άκρατο,
εδώ είν' η γύμνια αφέντρα.
Εδώ είν' ο ίσκιος όνειρο,
εδώ χαράζει ακόμα
στης νύχτας τ' αχνό στόμα
χαμόγελο ξανθό.

Εδώ τα πάντα ξέστηθα
κι αδιάντροπα λυσσάνε
αστέρι είν' ο ξερόβραχος,
και το κορμί φωτιά 'ναι.
Ρουμπίνια εδώ, μαλάματα,
μαργαριτάρια, ασήμια,
μοιράζει η θεία σου γύμνια,
τρισεύγενη Αττική!

Εδώ ο λεβέντης μάγεμα,
η σάρκα αποθεώθη,
οι παρθενιές, Αρτέμιδες,
Ερμήδες είναι οι πόθοι.
Εδώ κάθε ώρα ολόγυμνη,
θάμα στα υγρόζωα κήτη,
πετιέται κ' η Αφροδίτη
και χύνεται παντού.

- Παράτησε το φόρεμα
και με τη γύμνια ντύσου
Ψυχή, της γύμνιας ιέρισσα,
ναός είναι το κορμί σου.
Μαγνήτεψε τα χέρια μου,
της σάρκας κεχριμπάρι,
τ' ολύμπιο το νεχτάρι
της γύμνιας δως να πιω.

Σκίσε τον πέπλο, πέταξε
τον άμοιαστο χιτώνα
και με τη φύση ταίριασε
την πλαστική σου εικόνα.
Λύσε τη ζώνη, σταύρωσε
τα χέρια στην καρδιά σου
πορφύρα τα μαλλιά σου,
μακρόσυρτη στολή.

Και γίνε ατάραχο άγαλμα,
και το κορμί σου ας πάρει
της τέχνης την εντέλεια
που λάμπει στο λιθάρι
και παίξε και παράστησε
με της ιδέας τη γύμνια
τα λυγερά τ' αγρίμια,
τα φίδια, τα πουλιά.

Και παίξε και παράστησε
τα ηδονικά, τα ωραία,
λαγάρισε τη γύμνια σου
και κάμε την ιδέα.
Τα στρογγυλά, τα ολόισα,
χνούδια, γραμμές, καμπύλες,
ω θείες ανατριχίλες,
χορεύτε ένα χορό.

Μέτωπο, μάτια, κύματα
μαλλιά, γλουτοί, λαγόνες,
κρυφά λαγκάδια, του Έρωτα
ρόδα, μυρτιές, κρυψώνες,
πόδια που αλυσοδένετε,
βρύσες του χαϊδιού, ω χέρια,
του πόθου περιστέρια,
γεράκια του χαμού!

Και ολόκαρδα, κι αμπόδιστα
λογάκια, ω στόμα, ω στόμα,
σαν το κερί της μέλισσας,
σαν του ροδιού το χρώμα.
Τα κρίνα τ' αλαβάστρινα,
του Απρίλη θυμιατήρια,
ζηλεύουν τα ποτήρια
του κόρφου σου. - Ω να πιω,

Να πιω στα ροδοχάραγα,
στα ορθά, στα σμαλτωμένα,
το γάλα που ονειρεύτηκα
της ευτυχίας εσένα.
Εγώ είμαι Ιεροφάντης σου,
βωμοί τα γόνατά σου,
στην πύρινη αγκαλιά σου
θεοί θαυματουργούν.

Μακριά μας όσα αταίριαστα,
ντυμένα και κρυμμένα,
τα μισερά και τ' άσκημα
και ακάθαρτα και ξένα.
Ορθά όλα, ξέσκεπα, άδολα,
γη, αιθέρες, κορμιά, στήθια.
Γύμνια είναι κ' η αλήθεια,
και γύμνια κ' η ομορφιά.

- Στη γύμνια την ηλιόκαλη
της Αθηναίϊσας μέρας
κι ανίσως και φαντάξει σου
κάτι άντυτο σαν τέρας,
κάτι σα δέντρο αφύλλιαστο
και δίχως ίσκιου χάρη,
αδούλευτο λιθάρι,
ξεραγκιανό κορμί,

Κάτι γυμνό και ξέσκεπο
στα ολανοιγμένα πλάτεια,
που ζωντανό θα τόδειχναν
μόνο δυο φλόγες μάτια,
κάτι που από τους σάτυρους
κρατιέται, και είν' αγρίμι,
και είν' η φωνή του ασήμι, -
μη φύγεις είμ' εγώ,

Ο Σάτυρος. Και ρίζωσα
σαν την ελιά εδώ πέρα,
λιγώνω τους αγέρηδες
με τη βαθιά φλογέρα.
Και παίζω και παντρεύονται,
λατρεύονται, λατρεύουν,
και παίζω και χορεύουν
ανθρώποι, ζα, στοιχειά.
....

ΡΟΔΟΥ ΜΟΣΚΟΒΟΛΗΜΑ

Εφέτος άγρια μ' έδειρεν η βαρυχειμωνιά
που μ' έπιασε χωρίς φωτιά και μ' ηύρε χωρίς νιάτα,
κι ώρα την ώρα πρόσμενα να σωριαστώ βαριά
στη χιονισμένη στράτα.

Μα χτες καθώς με θάρρεψε το γέλιο του Μαρτιού
και τράβηξα να ξαναβρώ τ' αρχαία τα μονοπάτια,
στο πρώτο μοσκοβόλημα ενός ρόδου μακρινού
μου δάκρυσαν τα μάτια.
...1905


ΚΩΣΤΗΣ ΠΑΛΑΜΑΣ ΚΑΙ ΡΩΜΗΟΣΥΝΗ

© Ιωάννης Σ. Ρωμανίδης
  • [ Διάλεξις γενόμενη την 21.3.1976 εις την Ιεράν πόλιν Μεσολογγίου ]

Στις κόρες μου
Ευλαμπία και Αναστασία

ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ

Η Ρωμηοσύνη και ο συγγραφέας

ΚΩΣΤΗΣ ΠΑΛΑΜΑΣ ΚΑΙ ΡΩΜΗΟΣΥΝΗ

  α) αφιλοτιμία και χυδαιότης
  β) το εισαχθέν όνομα
  γ) ειρωνεία και καταφρόνησις
  δ) πραγματικά Ρωμιοί
  ε) έξωθεν επιβολή
στ) Κοραής κατά Ρωμηοσύνης
  ζ) τα κριτήρια
  η) το Γραικός και οι Φράγκοι
  θ) πλαστογραφία Ρωμηοσύνης και οι Νεογραικοί
  ι) υπόδουλοι στον εαυτόν μας
ια) συμφωνία Νεογραικών και Τούρκων
ιβ) υπό τα ράκη της Ρωμηοσύνης
ιγ) πόθεν το πρόβλημα που τα συμφέροντα
ιδ) Ρωμαίοι, Έλληνες και τα συντάγματα
ιε) τα πρωτόκολλα των Τριών Δυνάμεων
ιστ) διαμαρτυρία Παλαμά
ιζ) που και πότε άρχισεν η Ρωμηοσύνη
ιη) ευρωπαϊκός ρατσισμός και οι Νεογραικοί
ιθ) Ρωμηοσύνη δίγλωσσος μέχρι σήμερον
  κ) οι Ρωμαίοι εξελληνίσθησαν π.Χ.
κα) και ο λαός της Ρώμης ωμιλούσε ελληνικά
κβ) ο Ρωμηός ο ίδιος από π.Χ.
κγ) ουδέποτε λατινική, ουδέποτε γραικική, πάντα ρωμαίϊκη
κδ) ο Παλαμάς υποστηρίζει τα πραγματικά μας ονόματα
κε) Ρωμανία - Ρούμελη
κστ) συμμαχία Κομιτατζήδων και Νεογραικών
κζ) διάλυσις της Ρωμηοσύνης του Ρήγα του Βελεστινλή
κη) αφιλοπάτριδες οι Νεογραικοί
κθ) ο Παλαμάς προείδε την Ρωμηοσύνην θριαμβεύτριαν
[ Επιστροφή ]
Η Ρωμηοσύνη και ο συγγραφέας

Έχουμε συνηθίσει στις 25 του Μάρτη κάθε χρονιά, γιορτάζοντας την έπέτειο της εθνικής παλιγγενεσίας, ν' αναφερόμαστε σε γεγονότα που έχουν σχέση με την λευτεριά του γένους ή, καλύτερα, με την δημιουργία του ελληνικού Κράτους.

Από έναν προπαρασκευασμένο σωβινισμό, γραμμένο απ' τις μεγάλες δυνάμεις του 1821, μάθαμε να μιλάμε για την εποποιΐα των προγόνων μας, που τους δένουμε κατευθείαν γραμμή με την αρχαιότητα!

Πραγματικά για πολλά χρόνια γιορτάζουμε τούτη την απελευθέρωσή μας, χωρίς νάχουμε εξετάσει καλά καλά πώς την γιορτάζουμε. Εδώ υπάρχει κάποια παραδοξότητα. Γιορτάζουμε την απελευθέρωσή μας; Ποιά τάχα απελευθέρωση; Των αρχαίων Ελλήνων; Δηλαδή των προπατόρων μας του 4ου αιώνα π.Χ. ; Κι' έπειτα; Τα επόμενα χρόνια τί γίναμε; Που βρισκόμαστε; Είμαστε ένα Έθνος με αρχαιότητα μόνο και σύγχρονη εποχή; Τα ενδιάμεσα χρόνια τί κάναμε;

Εδώ βρισκόμαστε μπροστά σε μια ιστορική παραχάραξη. Όταν το 1453 έπεσε η Βασιλίδα των Πόλεων, η Κωνσταντινούπολη, στα χέρια των Οθωμανών δεν κατεκτήθη η αρχαιότης αλλά η πρωτεύουσα της Ρωμηοσύνης. Δηλαδή, η πρώτη πόλη της Ρωμαίϊκης Αυτοκρατορίας, κομμάτι της οποίας ήταν το μέρος που κατηκούμε.

Δεχτήκαμε έναν ιστορικό συμβιβασμό παράξενο. Ωμολογήσαμε πώς η Πόλη δεν ήταν τάχα η πρωτεύουσα μας; Η αυτοκρατορική πόλη της Ρωμηοσύνης, αυτής που προέκυψε από το πάντρεμα της Ελληνικής αρχαιότητος και της Ρωμαϊκής; Και σήμερα ακόμη ο Οικουμενικός Πατριάρχης φέρει τον τίτλο του αρχιεπισκόπου Νέας Ρώμης, δηλαδή της Κωνσταντινουπόλεως. Και σήμερα ακόμη το Οικουμενικό Πατριαρχείο στα Τουρκικά γράφεται και ονομάζεται "Ρούμ Πατρικανεζί" που σημαίνει Πατριαρχείο των Ρωμαίων, δηλαδή των Ρωμηών. Γιατί οι Τούρκοι, όταν κατέκτησαν την Πόλη, λένε, και είναι σωστό, πώς κατέκτησαν την καρδιά της Ρωμηοσύνης.

Αυτές τις αλήθειες δεν τις μάθαμε ποτέ. Στα σχολειά μας διδάσκονται ιστορίες με ανακρίβειες, γραμμένες από τους ξένους σαν τον Π. ΤΟΥΝΒΕΕ και υιοθετημένες από μερικούς "φωτισμένους λόγιους", γραικύλους. Αυτή την ιστορική παραχάραξη θέλησαν να κρύψουν φαίνεται οι μεγάλες δυνάμεις απ' τους ρωμηούς, γι αυτό κι' ωδήγησαν το Ρήγα Φεραίο στο θάνατο. Μια ματιά στο μανιφέστο του Βελεστινλή και τη χάρτα του θα δούμε καθαρά τί εννοούμε λευτεριά του γένους απ' τον οθωμανικό ζυγό. Κι' όταν εκείνος έγραφε ΡΟΥΜΕΛΗ εννοούσε ολόκληρα τα Βαλκάνια, γιατί ανήκαν στην Ρωμαίϊκη Αυτοκρατορία.

Τούτες οι αλήθειες, που σε πολλούς φαίνονται παράδοξες, γιατί μάθανε την ψεύτικη ιστορία, αποκαλύπτει σ' ένα του βιβλίο ο κ. Ιωάννης Ρωμανίδης, καθηγητής στο Πανεπιστήμιο της Θεσσαλονίκης, με τον τίτλο "Ρωμηοσύνη".

Ο κ. Ι. Ρωμανίδης βαθύτατα Ρωμηός, γεννημένος στην Καππαδοκία, μεγαλωμένος στην Αμερική εκεί σπούδασε και ήταν καθηγητής. Αντιμετώπισε από προσωπικά του βιώματα την νοθεία της ιστορίας μας. Αναζήτησε την σκοπιμότητα, μελέτησε πηγές και κατέληξε σ' ωρισμένα συμπεράσματα. Τέλος, αποκάλυψε στα βιβλία του την ιστορική απάτη, που γίνεται.

Ψάχνοντας στα κείμενα βρήκε πώς δυο μεγάλοι άνθρωποι ο Αργύρης Εφταλιώτης και ο δικός μας Κωστής Παλαμάς είχανε, στο καιρό τους, καταγγείλει τούτη την νοθεία. Μιλώντας γι' αυτό βρήκαμε πολύ ενδιαφέρον. Έτσι σκέφτηκα πώς θα έπρεπε να βγουν τούτες οι αλήθειες στη δημοσιότητα. Έθεσα το θέμα στο συμβούλιο του συλλόγου "Κωστής Παλαμάς", που με χαρά δέχθηκε να οργανώση μια διάλεξη στην Ιερή Πόλη του Μεσολογγίου, στην καρδιά της δυτικής Ρούμελης, όπου ο διακεκριμένος καθηγητής κ. Ιωάννης Ρωμανίδης θα έφερνε στο φως τις γνώμες του εθνικού μας ποιητή, του Μεσολογγίτη Κωστή Παλαμά.

Έτσι, με πολύ συγκίνηση βρίσκομαι στην εξαιρετική τιμή να σάς παρουσιάσω τον ομιλητή, που με ιδιαίτερη χαρά δέχθηκε να εμφανίση την εργασία του "Κωστής Παλαμάς και Ρωμηοσύνη" πρώτο σε σάς εδώ στο Μεσολόγγι, αποτίοντας φόρο τιμής στους Ρωμηούς της μεγαλειώδους ΕΞΟΔΟΥ και πανηγυρίζοντας τα 150 χρόνια της Εξόδου, επέτειο κάποιων αγώνων της Ρωμηοσύνης. Αγώνων και πόθων που φαίνεται πώς δεν έσβυσαν.

Β. Α. Λαμπρόπουλος

Κωνσταντινούπολη Νέα Ρώμη,

5 Μαρτίου 1976

Η παρουσίαση έγινε στις 21 Μαρτίου στο Μεσολόγγι, την ημέρα της ομιλίας, στην αιθουσα τελετών του Δημοτικού Μεγάρου. Γράφτηκε στην Κωνσταντινούπολη, κατά τη διάρκεια δημοσιογραφικής αποστολής του εισηγητού, με σκοπό να προλάβη την παρούσα έκδοση της οποίας χρησιμοποιείται και σαν πρόλογος. Το βιβλίο κυκλοφόρησε την ίδια μέρα, που έγινε η διάλεξη και δόθηκε στους ακροατές με ιδιόχειρη αφιέρωση του συγγραφέα και τη σφραγίδα του συλλόγου "Κωστής Παλαμάς".

Ο ΕΚΔΟΤΗΣ

[ Επιστροφή ]

ΚΩΣΤΗΣ ΠΑΛΑΜΑΣ ΚΑΙ ΡΩΜΗΟΣΥΝΗ [ 1 ]

© Ιωάννης Σ. Ρωμανίδης

α) αφιλοτιμία και χυδαιότης

Το 1901 εκυκλοφόρησε το έργον "Ιστορία της Ρωμιοσύνης" του Αργύρη Εφταλιώτη.

Ήτο εποχή που τα ονόματα Ρωμηός και Ρωμηοσύνη συγκινούσαν περισσότερον από σήμερον τους Ρωμηούς.

Τούτο διότι τα ονόματα Έλλην και Ελληνισμός εισαχθέντα συνταγματικώς κατά το 1822 δεν είχαν ακόμη επικρατήσει εις την συνείδησιν και την χρήσιν του λαού.

Παρά ταύτα ο Γεώργιος Σωτηριάδης έγραψε μίαν κριτικήν κατά της "Ιστορίας της Ρωμηοσύνης" του Εφταλιώτη όπου ισχυρίζετο ότι η χρήσις των ονομάτων Ρωμιός και Ρωμιοσύνη αντί των Έλλην και Ελληνισμός δείχνει έλλειψιν φιλοπατρίας και ότι η λέξις Ρωμιός πρέπει να αποφευχθή διότι έχει τάχα καταφρονεμένην σημασίαν "ανθρώπου ευτελούς και χυδαίου".

Ο Μεσολογγίτης Ρουμελιώτης και επομένως υπερήφανος Ρωμηός Κωστής Παλαμάς έγινεν εξωφρενών. Με την πέννα του γεμάτη εκδίκησιν και ειρωνείαν απάντησεν εις τους κατά της Ρωμηοσύνης χλευασμούς του Σωτηριάδη με το έργον του "Ρωμιός και Ρωμιοσύνη". [ 2 ]

Το έργον τούτο, αν και μικρόν εις έκτασιν, είναι από τα ωραιότερα του μεγάλου τούτου ποιητού της Ρωμηοσύνης.

[ Επιστροφή ]

β) το εισαχθέν όνομα

"Δεν απορεί κανείς, γράφει ο Παλαμάς, πώς ο Εφταλιώτης έγραψε Ρωμιός και όχι "Έλληνας", έγραψε Ρωμιοσύνη και όχι "Ελληνισμός". Απορεί πώς ο κ. Σωτηριάδης, με όλα τα δώρα της επιστήμης και της ευφυΐας που τον ξεχωρίζουν ανάμεσα σε πολλούς, έκρινε ότι πρέπει να κατακρίνει το συγγραφέα για το μεταχείρισμα των σωστών και των καλόηχων και των ωραίων όρων, και ερωτά ο Παλαμάς, "τάχα λησμόνησε (ο κ. Σωτηριάδης) πώς είναι ο άξιος μεταφραστής της "Ιστορίας της Βυζαντινής Λογοτεχνίας" του Κρουμπάχερ, και λησμόνησε πόσο καθαρά μας εξηγεί ο σοφός ιστορικός τη σημασία του κατηγορημένου Ρωμιού, σε λίγα λόγια ουσιαστικά, αμέσως από τα πρώτα φύλλα του έργου του; "Το όνομα τούτο (δηλαδή Ρωμαίος) διετηρήθη, γράφει ο Κρουμπάχερ, δια των φρικτών χρόνων της Τουρκοκρατίας μέχρι σήμερον, ως η πραγματική και μάλιστα διαδεδομένη επίκλησις του γραικικού λαού, απέναντι της οποίας η μεν σποραδικώς απαντώσα Γραικοί μικράν ιστορικήν σημασίαν έχει, η δε δια της Κυβερνήσεως και σχολείου τεχνικώς εισαχθείσα Έλληνες, ουδεμίαν". [ 3 ]

[ Επιστροφή ]

γ) ειρωνεία και καταφρόνησις

Ορμώμενος από τα τοιαύτα του Κρουμπάχερ ως και από την καθημερινήν εμπειρίαν του λαού και την πρόσφατον ιστορίαν του έθνους, ο Παλαμάς τονίζει ότι όχι μόνον το Ρωμιός, αλλά και το Έλλην χρησιμοποιείται κάποτε με ουχί καλήν σημασίαν.

Γράφει ως εξής, "Ακόμη και τα ονόματα Έλλην, Έλληνες, ελληνικά Πράγματα κ.τ.λ κάθε που παρουσιάζονται στη ζωή, οπωσδήποτε βαλμένα, με όλο τους τον κλασσικό φωτοστέφανο, χρησιμοποιούνται κ' εκείνα, κατά την περίσταση, ειρωνικώτατα και καταφρονετικώτατα. Όμως για τούτο κανενός δεν πέρασε από το νού να τα στείλη στο λοιμοκαθαρτήριο". [ 4 ]

Φαίνεται σαφώς πώς το 1901 υπήρχεν ακόμη οξεία αντίθεσις μεταξύ εκείνων που υπεστήριζον την εκρίζωσιν της Ρωμηοσύνης, και εκείνων που ηγωνίζοντο, ως ο Παλαμάς, να διατηρήσουν την χρήσιν του Ρωμηός και Ρωμηοσύνη τουλάχιστον εις την δημοτικήν γλώσσαν.

Ο Παλαμάς παρουσιάζει και άλλα παραδείγματα ονομάτων με διπλήν σημασίαν, καλήν και ουχί τόσην καλήν, ανάλογα με την περίστασιν όπου χρησιμοποιούνται - Μωραΐτης, Αρβανίτης, Καραϊσκάκης, κλέφτης, Εβραίος και το Γραικός των Φραντσέζων, που ημπορεί να είναι οι ένδοξοι Περικλής, Μάρκος Μπότσαρης, Κανάρης, "αλλά και κάθε αλιτήριος". [ 5 ]

[ Επιστροφή ]

δ) πραγματικά Ρωμιοί

"Ανάλογη, λογική, συνεχίζει ο Παλαμάς, ακολουθούμε και στο μεταχείρισμα των όρων Ρωμιός και Ρωμιοσύνη. Η μόνη διαφορά είναι πώς και τα δύο τούτα λόγια, επειδή δε μας έρχουνται, ίσα ολόϊσα, από την εποχή του Περικλή, παραμερίστηκαν αγάλια, αγάλια, από την επίσημη γλώσσα, καθώς κι' όλα τα λόγια τα δυσκολομέτρητα της ζωής και της αλήθειας. Έλληνες, για να ρίχνουμε στάχτη στα μάτια του κόσμου, πραγματικά, Ρωμιοί. Το όνομα (Ρωμιός) κάθε άλλο είναι παρά ντροπή. Αν δεν το περιζώνει αγριλιάς στεφάνι από την Ολυμπία, το ανυψώνει στέμμα ακάνθινο μαρτυρικό και θυμάρι μοσκοβολά και μπαρούτη. Δείχνει ίσα ίσα τη ζωή και την πραγματικότητα της λέξης το ότι αυτή μας ήρθε πρόχειρα στην ειλικρινή μας και στην πιο φωτεινή μας ψυχική κατάσταση - στη συνείδηση του ξεπεσμού μας - για να διαλαλήσουμε τον ξεπεσμόν αυτό, πιο πολύ από το γιορτιάτικο και από το δυσκίνητο τ' όνομα Έλλην, ακόμη και από το όνομα Έλληνας, που είναι κάπως πιο δυσκολορρίζωτο από το Ρωμιός, και κρατούσε ως τα χτές ακόμη την αρχαία ειδωλολατρική σημασία. "Η μάννα τ' είταν Χριστιανή κι ο κύρης τ' είταν Έλλη(ν)", λέει ο Κυπριώτης ποιητής, και σημαίνει κι ως την ώρ' ακόμη, για τον πολύ λαό, τον αντρειωμένο, το γίγαντα". [ 6 ]

[ Επιστροφή ]

ε) έξωθεν επιβολή

Ήδη απεκάλυψεν ο Παλαμάς τους λόγους των φαινομένων τούτων όταν εδήλωσε την συμφωνίαν του με τον Κρουμπάχερ ότι το όνομα τούτο εισήχθη "διά της Κυβερνήσεως και του σχολείου τεχνικώς". Αλλά και την έξωθεν επιβολήν του ονόματος τούτου αποκαλύπτει ο Παλαμάς με την εξής συνέχειαν, "Κ' έτσι, σε νέο μαρτύρεμα, ο Ρωμιός φορτώθηκε στη ράχη του τις ξένες αμαρτίες των συνταγματικών Ελλήνων. Κ' έτσι έγινε ο εξευτελισμένος Ρωμιός των φωνακλάδων των καφενείων, ο φασουλής Ρωμιός των σατυρογράφων, ο ασυνείδητος Ρωμιός μέσα στο ψευτοβασίλειο που Ρωμαίϊκο το λένε". [ 7 ] Και έτσι καταλαβαίνει κανείς τί θέλει να πη ο Παλαμάς με τα ανωτέρω, "Έλληνες, για να ρίχνουμε στάχτη στα μάτια του κόσμου, πραγματικά, Ρωμιοί".

[ Επιστροφή ]

στ) Κοραής κατά Ρωμηοσύνης

Εκείνος που ήρχισε τον πόλεμον κατά της Ρωμηοσύνης ήτο ο Αδαμάντιος Κοραής. Ως εθνικά ονόματα υπεστήριξεν ή το Γραικός ή το Έλλην. Γράφει ότι "Έν από τα δύο λοιπόν ταύτα είναι το αληθινόν του έθνους όνομα. Επρόκρινα το Γραικός, επειδή ούτω μας ονομάζουσι και όλα τα φωτισμένα έθνη της Ευρώπης". [ 8 ]

[ Επιστροφή ]

ζ) τα κριτήρια

Δια να καταλάβωμεν την προτίμησιν αυτήν του Κοραή πρέπει να ίδωμεν το θέμα μέσα εις τα ιστορικά του πλαίσια. Εκτός από την Ευρώπην του Κοραή πρέπει να χρησιμοποιήσωμεν ως κριτήριον πρωτίστως και ασφαλώς τον εαυτόν μας, δηλαδή την ιδικήν μας εσωτερικήν εθνικήν παράδοσιν, ως κάμνει ο Παλαμάς, και κατά δεύτερον λόγον την παράδοσιν όλων των εθνών της Ευρώπης, ως και των εθνών εκτός της Ευρώπης.

Οι Αραβες και οι Τούρκοι μας ονομάζουν μέχρι σήμερον Ρωμαίους εις τα Πατριαρχεία Κωνσταντινουπόλεως Νέας Ρώμης, Αλεξανδρείας, Αντιοχείας και Ιεροσολύμων. Οι Πατριάρχαι μας εις τα μέρη αυτά λέγονται Πατριάρχαι των Ρωμαίων. Και πριν οι Φράγκοι αρπάξουν δια της βίας το Πατριαρχείον της Πρεσβυτέρας Ρώμης ο Ρωμαίος τότε Πάπας ήτο και αυτός ένας από τους Πατριάρχας των Ρωμαίων. Όταν το 1009 οι Φράγκοι οριστικώς πλέον έδιωξαν τους Ρωμαίους από το Πατριαρχείο της Πρεσβυτέρας Ρώμης, ο Πάπας από τότε δι' ημάς τους Ρωμαίους είναι και λέγεται όχι Ρωμαίος αλλά Λατίνος και Φράγκος και η εκκλησία του όχι των Ρωμαίων, αλλά των Λατίνων και Φράγκων.

Πρό της Νορμανδικής κατακτήσεως της Αγγλίας το 1066 οι εκεί Κέλται και Σάξωνες μας ονομάζουν Ρωμαίους. Μέχρι της αλώσεως οι Σκανδιναυοί και αι ελεύθεραι ιταλικαί πόλεις μας ονομάζουν και αυτοί Ρωμαίους. Οι Συρόφωνοι του μεσαίωνος και οι Αιθίοπες μας ονομάζουν πάντοτε Ρωμαίους. Και οι Ρώσοι προ της αλώσεως μας ονομάζουν Ρωμαίους.

[ Επιστροφή ]

η) το Γραικός και οι Φράγκοι [ 9 ]

Οι πρώτοι και οι μόνοι οι οποίοι κατά τον 9ον αιώνα έπαυσαν να μας ονομάζουν Ρωμαίους και από τότε μας ονομάζουν με μόνον το Γραικός, που θέλει ο Αδαμάντιος Κοραής, είναι οι Φράγκοι. Βαθμηδόν μετά την άλωσιν της Πόλεως υπό των Φράγκων και κυρίως μετά την άλωσιν υπό των Τούρκων επεκράτησεν η φραγκική αυτή παράδοσις εις τους Νορμανδούς, τους Κέλτας, τους Σάξωνας, τους Σκανδιναυούς, τας ιταλικάς πόλεις και ακόμη εις τους Ρώσους.

Ο κύριος λόγος δια τον οποίον οι Φράγκοι μας ονόμασαν μόνον Γραικούς είναι ότι είχαν κατακτήσει τα τεράστια πλήθη των Ρωμαίων της γαλλικής και της βορείου και μέσης ιταλικής Ρωμανίας από τον 6ον μέχρι τον 8ον αιώνα. Οι Ρωμαίοι των επαρχιών τούτων μετεβλήθησαν εις δουλοπαροίκους και οι Φράγκοι κατακτηταί απετέλεσαν την τάξιν των κατά φύσιν και εκ γενετής ευγενών και ούτως εγεννήθη ο Ευρωπαϊκός φεουδαλισμός. Δια να ξεχάσουν οι δουλοπάροικοι πλέον Ρωμαίοι ότι υπάρχει ελευθέρα ανατολική Ρωμανία, την ονόμασαν "Γραικίαν", τους ανατολικούς Ρωμαίους ονόμασαν μόνον "Γραικούς", τον εν Νέα Ρώμη βασιλέα των Ρωμαίων "βασιλέα των Γραικών", και τα ανατολικά Πατριαρχεία των Ρωμαίων "Πατριαρχεία των Γραικών".

Παραλλήλως οι Φράγκοι ονόμασαν τον πρώτον ρήγα των Φράγκων "βασιλέα των Ρωμαίων", έδιωξαν τους Ρωμαίους από το Πατριαρχείον της Πρεσβυτέρας Ρώμης, αλλά ονόμασαν τον Φράγκον πλέον Πάπαν "Πάπαν των Ρωμαίων", εκράτησαν το όνομα Ρωμανία δια το παπικόν κράτος, και ολοκλήρωσαν την κατάληψιν της λατινοφώνου και ελληνοφώνου ρωμαϊκής μας Ιεραρχίας της κάτω ιταλικής και σικελικής Ρωμανίας όταν εχάσαμεν οριστικώς πλέον τα μέρη αυτά το 1071 εις τους φραγκευμένους Νορμανδούς, οι οποίοι μόλις προ 5 ετών, το 1066, είχαν κατακτήσει την Αγγλίαν.

Πολλοί εκρωμαϊσθέντες Κέλται και Σάξωνες πρόσφυγες εξ Αγγλίας ήλθαν εις την Κωνσταντινούπολιν Νέαν Ρώμην και κατετάγησαν εις το επίλεκτον πολεμικόν σώμα των Βαράγγων, οι οποίοι αποτελούσαν την ανακτορικήν φρουράν του βασιλέως των Ρωμαίων. ’λλα στελέχη τύπου Ρομπέν των Δασών παρέμειναν εις την Αγγλίαν ωσάν ρωμαίϊκη κλεφτουριά κατά των Φραγκονορμανδών. Οι υπόλοιποι Κέλται και Σάξωνες μετεβλήθησαν εις τους δουλοπαροίκους των Νορμανδών κατακτητών. Οι Νορμανδοί έγιναν η τάξις των ευγενών και έδιωξαν τους Ορθοδόξους από την εκκλησιαστικήν ηγεσίαν γενόμενοι οι ίδιοι οι επίσκοποι του φραγκικού χριστιανισμού που έφεραν μαζί τους.

Κατά τον τρόπον αυτόν οι δουλοπάροικοι πλέον Ρωμαίοι απώλεσαν την εκκλησιαστικήν των Εθναρχίαν, περιήλθον εις κατάστασιν αγραμματωσύνης, και επίστευσαν ότι το κράτος των η Ρωμανία είναι μόνον το παπικόν κράτος, ότι ο Φράγκος πλέον Πάπας είναι ακόμη ο Ρωμαίος Εθνάρχης των, και ότι ο Φράγκος πλέον "βασιλεύς των Ρωμαίων" είναι ο παραδοσιακός βασιλεύς των.

Συγχρόνως οι Φράγκοι κατεδίκασαν ως αιρετικούς τους λεγόμενους "Γραικούς" και έτσι κατώρθωσαν όχι μόνον να αποκόψουν τους δυτικούς υπόδουλους Ρωμαίους από τους ελεύθερους ανατολικούς Ρωμαίους, αλλά και να τους διδάξουν να μισήσουν τους ανύπαρκτους "Γραικούς" και εις την πραγματικότητα ομοεθνείς Ρωμαίους.

Δια τούτο κατήντησε δια τους Ευρωπαίους το όνομα Γραικός να σημαίνη "αιρετικός, κλέπτης, ψεύτης, αλήτης, αγύρτης και απατεών". [ 10 ]

Δηλαδή ο Αδαμάντιος Κοραής προυτίμησε το Γραικός με το οποίον μας κατέστρεψαν οι Φράγκοι και με το οποίον ύβριζον τότε "όλα τα φωτισμένα έθνη της Ευρώπης".

[ Επιστροφή ]

θ) πλαστογραφία Ρωμηοσύνης και οι Νεογραικοί

Επειδή είναι αδύνατον να πιστεύση κανείς ότι τέσσαρα Ρωμαϊκά Πατριαρχεία απεσχίσθησαν από φραγκικόν Πατριαρχείον, που μόλις ενεφανίσθη το 1009, ηναγκάσθησαν οι Φράγκοι να πλαστογραφήσουν τον κάπως πιστευτότερον μύθον ότι τέσσαρα "γραικικά" Πατριαρχεία απεσχίσθησαν από λεγόμενον "ρωμαϊκόν", αλλά εις την πραγματικότητα φραγκικόν Πατριαρχείον. Τον μύθον τούτον διδάσκουν και υποστηρίζουν οι Ευρωπαίοι και Αμερικανοί ιστορικοί μέχρι σήμερον.

Εγκαταλήψαντες οι Γραικύλοι του Κοραή τα ρωμαίϊκα ονόματατού έθνους απεδέχθησαν τουλάχιστον το σπουδαιότερον μέρος του φραγκικού τούτου μύθου. Δια τούτο επικρατεί εν Ελλάδι σήμερον μεταξύ των "μορφωμένων" να λέγεται η φραγκική ή λατινική Παπωσύνη ρωμαϊκή και τα τέσσερα πραγματικά ρωμαϊκά Πατριαρχεία Κωνσταντινουπόλεως Νέας Ρώμης, Αλεξανδρίας, Αντιοχείας και Ιεροσολύμων να λέγωνται γραικικά και ελληνικά, ακριβώς όπως ήθελαν πάντοτε οι Φράγκοι.

Διερωτάται κανείς από ποίους και από που κατηυθύνεται η εθνική ημών παιδεία. Είναι δυνατόν να υπάρχη μεγαλύτερος θρίαμβος της Φραγκοσύνης επί της Ρωμηοσύνης απ' αυτό.

Τα ευρωπαϊκά και αμερικανικά εγχειρίδια ισχυρίζονται ότι οι Φράγκοι απελευθέρωσαν τους Ρωμαίους της ιταλικής Ρωμανίας, μαζί με την ρωμαϊκήν των εκκλησίαν, από τους Γραικούς ή Βυζαντινούς και οι Νεογραικοί αδυνατούν να αντιμετωπίσουν ορθώς τα τοιαύτα ψεύδη διότι δεν ταυτίζουν πλέον τον εαυτόν των ως Ρωμαίοι με τους τότε Ρωμαίους της ιταλικής Ρωμανίας.

Τον ίδιον ακριβώς τύπον προπαγανδιστικής ιστορίας εφαρμόζουν ευρωπαίοι εις Μέσην Ανατολήν, όπου εμφανίζονται οι Αραβες κατακτηταί ως απελευθερωταί των Ρούμ από τους Βυζαντινούς, ενώ οι ανύπαρκτοι Βυζαντινοί είναι Ρωμαίοι και οι Ρούμ είναι και αυτοί Ρωμαίοι εις την Αραβικήν και Τουρκικήν γλώσσαν.

Ακόμη και οι βλαχόφωνοι και αρβανιτόφωνοι Ρωμαίοι εμφανίζονται ως εχθροί των "Γραικών" και καταδυναστευόμενοι από τους Βυζαντινούς και Φαναριώτας.

Αλλά αποκηρύξας την ρωμαϊκότητά του και την διγλωσσίαν της Ρωμηοσύνης ο Νεογραικός δεν γνωρίζει πλέον πώς να αντιμετωπίση τα τοιαύτα ψεύδη.

[ Επιστροφή ]

ι) υπόδουλοι στον εαυτόν μας

Αλλά περιέργως οι συνταγματικώς εμφανισθέντες το 1822 Νέοι Έλληνες παίρνουν ετοίμην την ιστορίαν των από τας Μεγάλας Δυνάμεις και παρουσιάζονται ως κάποτε υπόδουλοι πρώτον εις τους Ρωμαίους και ακόμη εις τους ανύπαρκτους Βυζαντινούς.

Δηλαδή εφθάσαμεν και ημείς, με την υποδούλωσίν μας εις την ευρωπαϊκήν και ρωσικήν ιστορικήν επιστήμην, να γίνωμεν εχθροί του εαυτού μας.

Ο δημοφιλέστερος εκπρόσωπος της γραμμής ταύτης είναι ίσως ο Νίκος Τσιφόρος. Εις το βιβλίον του "Εμείς και οι Φράγκοι" γράφει μεταξύ άλλων τα εξής περίεργα, "Πάει το Βυζάντιο, πάει κι' όλη η Ελλάδα με τα τρία της θέματα (στά χέρια των Φράγκων), κακομοίρα και βασανισμένη η Ηπειρωτική Ελλάδα, άλλαξε αφέντες". [ 11 ]

[ Επιστροφή ]

ια) συμφωνία Νεογραικών και Τούρκων

Το πόσον επιζήμιος υπήρξεν η επίσημος αποβολή της Ρωμηοσύνης φαίνεται σαφώς όχι μόνον εις το Κυπριακόν, αλλά την στιγμήν αυτήν και εις το Αιγαίον.

Επροπαγάνδιζον οι Τούρκοι και ξένοι ότι η Κύπρος, ενώ ήτο επαρχία ρωμαϊκή και βυζαντινή, ουδέποτε υπήρξε μέρος της Ελλάδος.

Παρομοίως επί μήνας τώρα οι Τούρκοι προπαγανδίζουν, περισσότερον αποτελεσματικώς απ' ό,τι νομίζομεν, ότι και το Αιγαίον ουδέποτε ήτο μέρος της Ελλάδος. Δηλαδή οι Έλληνες δεν απελευθέρωσαν, αλλά κατέκτησαν το Αιγαίον από την Τουρκίαν. Με άλλα λόγια οι Τούρκοι ισχυρίζονται ότι επήραν το Αιγαίον, όχι από τους Έλληνας, αλλά από τους Ρωμαίους ή Βυζαντινούς, εις τους οποίους οι Έλληνες ήσαν υπόδουλοι.

Διερωτάται κανείς τί διαφορά υπάρχει μεταξύ της Τουρκικής ταύτης παρουσιάσεως της ιστορίας μας και αυτής των σούπερ αρχαίων Ελλήνων τύπου Τσιφόρου.

Βάσει της γραμμής υποστηρίζεται από ξένους ότι η αρχή της απελευθερώσεως των Ελλήνων υπήρξεν η πτώσις της Κωνσταντινουπόλεως εις τους Τούρκους.

[ Επιστροφή ]

ιβ) υπό τα ράκη της Ρωμηοσύνης

Δριμείαν επίθεση κατά του Παλαμά έκαμεν ο Νικόλαος Γ. Πολίτης με το άρθρον του "Έλληνες ή Ρωμιοί". Ο Πολίτης δέχεται ότι εξηφανίσθη ως εθνικόν όνομα το όνομα το Έλλην, διότι εταυτίσθη με το ειδωλολάτρης και ότι προ της αλώσεως ενεφανίσθη πάλιν. Όμως δεν ερριζώθη, λέγει ο Πολίτης, διότι το Οικουμενικόν Πατριαρχείον διοικούσε ως εθναρχία το πλήθος των Ρωμαίων των Βαλκανίων, της Μικράς Ασίας και της Μέσης Ανατολής. [ 12 ]

Ακολουθών τα συντάγματα της τότε Ελλάδος ο Πολίτης ταυτίζει τους Έλληνας όχι με τους Ρωμαίους, αλλά μόνον με τους κατοίκους της Ελλάδος του 1901. [ 13 ] Παρουσιάζει μαρτυρίας όπου φαίνεται σαφώς ότι οι Ρωμαίοι της ανατολικής Ρωμανίας γνωρίζουν καλώς και είναι υπερήφανοι ότι είναι απόγονοι όχι μόνον των αρχαίων Ρωμαίων, αλλά και των Ελλήνων, και νομίζει ότι αι μαρτυρίαι αυταί αποδεικνύουν ότι οι Ελληνες της τότε Ελλάδος είναι γνήσιοι απόγονοι μόνον των αρχαίων Ελλήνων.

Είς υποστήριξιν του Σωτηριάδη εναντίον του Παλαμά ο Πολίτης ισχυρίζεται ότι "... το ελληνικόν έθνος ανακτήσαν το αληθές εθνικόν όνομά του, κατεδίκασε το επείσακτον όνομα του Ρωμιού, προσδώσαν εις αυτό ονειδιστικήν σημασίαν". [ 14 ] Και κατακλείει την επίθεσιν του κατά του Παλαμά ως εξής: "Ας μη επιμένη λοιπόν ζητών να μένη κρυμμένη πάντοτε υπό τα ράκη της Ρωμιοσύνης η βασίλισσα Ελλάδα". [ 15 ]

Ο Παλαμάς δεν απήντησε και εξηγεί τον λόγον, "Αν απεσιώπησα, απεσιώπησα γιατί τόπο δεν είχα στο "’στυ" που με φιλοξένησε, χίλια δύο χαρακτηριστικά κομμάτια, και πεζά και στίχους, που μέσα τους αστράφτει και βροντά, όχι ο Έλλην, αλλά ο Ρωμιός". [ 16 ] Δηλαδή τον εφίμωσαν.

[ Επιστροφή ]

ιγ) πόθεν το πρόβλημα που τα συμφέροντα

Πρέπει να τονισθεί ότι ο Κωστής Παλαμάς εκπροσωπεί ακραιφνώς τας ιστορικάς θέσεις και τα πραγματικά συμφέροντα της Ρωμηοσύνης, ενώ ο Σωτηριάδης και ο Πολίτης, ακολουθούντες τον Κοραή, εκπροσωπούν την από τον 9ον αιώνα εγκαινιασθείσαν προπαγάνδαν της Φραγκοσύνης κατά της Ρωμηοσύνης, ως εν ολίγοις την περιεγράψαμεν.

Δηλαδή το εθνικόν πρόβλημα που συνεζητείτο μεταξύ Παλαμά, Σωτηριάδη και Πολίτη το 1901 εξ αιτίας της "Ιστορίας της Ρωμιοσύνης" του Εφταλιώτη δεν προέκυψεν μόνον ως αποτέλεσμα της ιδρύσεως του νέου ελλαδικού κράτους μέσω του συντάγματος του 1822.

Ούτε και είναι δημιούργημα της επισήμου γλώσσης ως φαίνεται να πιστεύουν ο Παλαμάς, ο Εφταλιώτης και άλλοι δημοτικισταί. Η λεγόμενη καθαρεύουσα ήτο η επικρατούσα γλώσσα των Ρωμαϊκών Πατριαρχείων και της Εκκλησίας γενικώς, ως και των Φαναριωτών και πολλών λογίων της εκτός Ελλάδος Ρωμηοσύνης. Ήτο η γλώσσα ενότητος μεταξύ των πολλών τοπικών διαλέκτων. Μόνον εις την Ελλάδα συνεδέθη η καθαρεύουσα με τα ονόματα Έλληνες και Ελληνισμός διότι οι Νεογραικοί ενόμιζον ότι χρησιμοποιούντες αυτήν αποδεικνύουν εις όλον τον κόσμον ότι είναι αμιγείς αρχαίοι Έλληνες.

Αντιθέτως η κατάργησις των εθνικών ονομάτων της Ρωμηοσύνης εσχεδιάσθη και προωθήθη υπό των Φράγκων, επεξετάθη βαθμηδόν εις τους λοιπούς Ευρωπαίους και τελικά στους Ρώσσους, και "περιέργως" ενεφανίσθη εις τον νεογραικικόν κύκλον του Αδαμάντιου Κοραή και συμπεριελήφθη "παραδόξως" εις το σύνταγμα του 1822 ως και εις τα μετέπειτα συντάγματα.

[ Επιστροφή ]

ιδ) Ρωμαίοι, Έλληνες και τα συντάγματα

Το ελληνικόν έθνος, κατά τα εν λόγω συντάγματα, δεν είναι έθνος ήδη υπάρχον εκ του οποίου τινές επαναστάτησαν και άλλοι δεν επαναστάτησαν. Έλληνες είναι οι επαρχιώται αυτόχθονες της παλαιάς ρωμαίϊκης επαρχίας της Ελλάδος. Δηλαδή το επαρχιακόν όνομα έγινε εθνικόν. Είς τους επαναστήσαντες εις άλλα μέρη Ρωμαίους εδόθη το δικαίωμα να γίνουν Έλληνες, αλλά μόνον όταν έρθουν και εγκατασταθούν μονίμως εις την Ελλάδα. Επομένως οι εκτός της Ελλάδος Ρωμαίοι δεν θεωρούνται συνταγματικώς Έλληνες διότι επολέμησαν, αλλά μόνον όταν και εφ' όσον έλθουν και κατοικήσουν εις την Ελλάδα.

Πρέπει να σημειωθεί δεόντως ότι δεν έκαμνεν εντύπωσιν εις τους άλλους Ρωμαίους ότι οι Έλληνες της τότε Ελλάδος ωνόμασαν συνταγματικώς μόνον τον εαυτόν τους Έλληνας, εφ' όσον τούτο ήτο επαρχιακόν και όχι εθνικόν όνομα. Εσκανδάλισε το γεγονός ότι οπαδοί του Κοραή ειργάσθησαν με φανατισμόν να ξηλώσουν την Ρωμηοσύνην και να χωρίσουν την αυτοδημιούργητον νέαν Εκκλησίαν της Ελλάδος από το Οικουμενικόν Πατριαρχείον, ωσάν να μην είναι ορθόν Έλληνες να ανήκουν εις Ρωμαίον Πατριάρχην.

[ Επιστροφή ]

ιε) τα πρωτόκολλα των Τριών Δυνάμεων

Εις την Εθνοσυνέλευσιν που φέρει ως όνομα την 3ην Σεπτεμβρίου 1843 μία ισχυρά παράταξις πληρεξουσίων έκαμεν αγώνα δια να αφαιρεθή το δικαίωμα να γίνουν Έλληνες οι Ρωμαίοι εκείνοι που επολέμησαν το 1821 με 1829, αλλά δεν είχον μεταναστεύσει ακόμη εις την Ελλάδα.

Το ότι αι Μεγάλαι Δυνάμεις επέβαλαν την γραικοφραγκικήν γραμμήν του Αδαμαντίου Κοραή και έδωσαν την χαριστικήν βολήν εις την ρωμαίϊκην γραμμήν του Ρήγα του Βελεστινλή, φαίνεται σαφώς από τα λεχθέντα εις τα πρακτικά.

Ο Ιωάννης Κωλέττης είπε τα εξής, "Πρωτόκολλα των τριών δυνάμεων έδωκαν ημίν την ανεξαρτησίαν, εις δε τους εκτός της Ελλάδος μείναντας αδελφούς, τους επίσης ως ημάς αγωνισαμένους τον ιερόν αγώνα, το δικαίωμα της μεταναστεύσεως, εν τη Ελλάδι. Οι αδελφοί ούτοι έλαβαν τα όπλα, ηγωνίσθησαν... ου μόνον κατά τας επαρχίας της Ελλάδος αλλά και κατά την Ευρωπαϊκήν Τουρκίαν και Ασίαν, διότι και εκεί το άσμα του Ρήγα ηκούσθη... Ταύτα τα κατορθώματα δεν ελάνθασαν την Ευρώπην, και δια τούτο αι Δυνάμεις έδωκαν το δικαίωμα της μεταναστεύσεως εις τας απολειφθείσας εκτός της Ελλάδος επαρχίας. Τούτων ούτως εχόντων, δυνάμεθα να θέσωμεν διάκρισιν τινα, τις εστιν Έλλην, και τις ουκ έστιν Έλλην; ... αι κατά την Τουρκίαν ελληνικαί πρεσβείαι έχουσι πόνους και μόχθους καθ' εκάστην εις το να προστατεύωσι τους Έλληνας ομοθρήσκους. Αλλά του λοιπού πώς θέλουσι δυνηθή να υπερασπίσωσιν αυτούς, των οποίων τα πολιτικά δικαιώματα αμφισβητούνται, οίτινες δεν κρίνονται πλέον Έλληνες;" [ 17 ]

Εις αυτά ρίπτει φως ο Αλέξανδρος Μαυροκορδάτος, "Ας προσέξωμεν, μήπως προσβάλλοντες ουσιώδες μέρος των πρωτοκόλλων, τα οποία έθεσαν τας βάσεις της πολιτικής ανεξαρτησίας μας και έδωσαν το δικαίωμα της μεταναστεύσεως, προσβάλλωμεν το όλον. Η οθωμανική αρχή δεν ανεγνώρισε με ευχαρίστησιν τους μετανάστας ως Έλληνας, διαφιλονεικήσαμεν μετ' αυτής τόσα έτη, και δυνάμει πρωτοκόλλων και πολλών κόπων το εκατορθώσαμεν, και ήδη τί θέλομεν είπει εις αυτήν, όταν ημείς αυτοί αρνούμεθα τον εθνισμόν των;" [ 18 ]

Λοιπόν αι Τρείς Δυνάμεις και η Τουρκία (διά να προστατεύση τα συμφέροντά της) επέβαλαν μέσω των εν λόγω πρωτοκόλλων την συνταγματικήν διάκρισιν μεταξύ Ελλήνων και Ρωμαίων, Ελληνισμού και Ρωμηοσύνης.

[ Επιστροφή ]

ιστ) διαμαρτυρία Παλαμά

Δια τούτο παραπονείται ο Παλαμάς, "Κ' έτσι, σε νέο μαρτύρεμα, ο Ρωμιός φορτώθηκε στη ράχη του τις ξένες αμαρτίες των συνταγματικών Ελλήνων".

Διαμαρτυρόμενος κατά της διαστροφής της ιστορίας της Ρωμηοσύνης υπό των Νεογραικών ο Κωστής Παλαμάς υπεστήριξεν όχι μόνον το δικαίωμα αλλά και το καθήκον του Εφταλιώτη να χρησιμοποιή το Ρωμιός και Ρωμιοσύνη, αντί του Έλλην και Ελληνισμός, αφού αυτά είναι τα πραγματικά μας εθνικά ονόματα κατά τον μεσαίωνα και την Τουρκοκρατίαν.

Τονίζει ο Παλαμάς, "Βαπτιστικός του κλασσικού Ρωμαίου της Ρώμης, από τον καιρό του Ιουστινιανού ως τον καιρό του Ρήγα του Βελεστινλή, ο ίδιος έμεινε, ξεχωρισμένος, ο ίδιος πάντα, μέσα από το δανεικό του όνομα, που τόκαμε δικό του, ο Ρωμαίος της Πόλης, ο Ρωμιός ο ραγιάς, ο Ρωμιός ο αδούλωτος, ο Ρωμιός ο Έλλην... Και αφού η Ιστορία του κ. Εφταλιώτη δεν είναι για τον Έλληνα του Περικλή, μήτε για τον Έλληνα του μεγάλου Αλεξάνδρου, ο ευσυνείδητος ιστοριοπλέχτης δεν μπορούσε παρά για τον Ρωμιό και για την Ρωμιοσύνη να μιλήση, που δεν είναι και τα δύο παρά τα νέα ονόματα του Έλληνος και του Ελληνισμού. Το θέλησε η ιστορική ακριβολογία". [ 19 ]

[ Επιστροφή ]

ιζ) που και πότε άρχισεν η Ρωμηοσύνη

Δια τον Εφταλιώτη όμως δεν εμφανίζεται η Ρωμηοσύνη με τον Ιουστινιανόν, αλλά κυρίως κατά την εποχήν του Μεγάλου Κωνσταντίνου. Ο Καίσαρας τούτος, γράφει ο Εφταλιώτης, "αφίνει τη δοξασμένη του Ρώμη, και με το σταυρό στο χέρι και στην καρδιά κατεβαίνει και στήνει άλλη, πιο δυνατή και πιο δυσκολόπαρτη Ρώμη στην καταφρονεμένη μας την Ανατολή. Κ' έτσι, αν έγινε ο Ελληνισμός όργανο του Χριστιανισμού, έγινε όμως κι ο Χριστιανισμός, καθώς κι όσα έκαμε ο Μέγας ο Κωνσταντίνος για να στερεώση το κράτος του, αφορμή να ξαναγεννηθή ο Ελληνισμός. Επειδή τότες μαζεύτηκαν τα παλιά και νέα συστατικά που και ζύμωσαν κ' έπλασαν την καθαυτό Ρωμιοσύνη". [ 20 ]

Ακολουθών τον Γερμανόν Κρουμπάχερ ο Παλαμάς δέχεται ότι ο Ρωμηός είναι ο ίδιος από τον καιρόν του Ιουστινιανού διότι τάχα τότε το όνομα Ρωμαίος άλλαξε σημασίαν και έκτοτε αντί να σημαίνη τον Λατίνον, σημαίνει τον Γραικόν. [ 21 ]

[ Επιστροφή ]

ιη) ευρωπαϊκός ρατσισμός και οι Νεογραικοί

Οι Γερμανοί ειδικώς και οι Ευρωπαίοι γενικώς έχουν μίαν φυλετικήν και ρατσιστικήν αντίληψιν περί εθνών η οποία κατά τον μεσαίωνα επήρε την μορφήν των ταξικών διακρίσεων μεταξύ των εκ γενετής και κατά φύσιν ευγενών Φράγκων και Νορμανδών κατακτητών και των κατά φύσιν και εκ γενετής κατακτηθέντων δουλοπαροίκων. Μετά την γαλλικήν επανάστασιν η αντίληψις αυτή περί εθνών επήρε την μορφήν του φυλετικού εθνικισμού που ταυτίζει κάθε έθνος με μίαν γλώσσαν.

Έτσι φαντάζονται τους αρχαίους Ρωμαίους ως μίαν λατινόφωνον φυλήν που έγινεν η τάξις των ευγενών διοικητών και τους Γραικούς ως μίαν γραικόφωνον φυλήν που έγινεν η τάξις των δουλοπαροίκων ή κατακτηθέντων. Όταν διοικούν οι Λατίνοι η αυτοκρατορία είναι ρωμαϊκή. Όταν μετά διοικούν οι Γραικοί η αυτοκρατορία λέγεται ρωμαϊκή, αλλά εις την πραγματικότητα είναι γραικική.

Ακριβώς τέτοιαν ρατσιστικήν αντίληψιν περί εθνότητος εισήγαγον οι Γραικοί εις τον χώρον της Ρωμηοσύνης και ούτως εταύτισαν κάθε γλώσσαν με ξεχωριστόν έθνος ώστε να ημπορέσουν αι Μεγάλαι Δυνάμεις να αντικαταστήσουν την Οθωμανικήν Αυτοκρατορίαν, όχι με την Ρωμηοσύνην του Ρήγα του Βελεστινλή, αλλά με μικρά Κρατίδια, καχεκτικά και δούλα των μεγάλων.

[ Επιστροφή ]

ιθ) Ρωμηοσύνη δίγλωσσος μέχρι σήμερον

Ποτέ δεν ηδυνήθησαν οι Φράγκοι και οι ακολουθούντες αυτούς Ευρωπαίοι και Ρώσοι να καταλάβουν πώς είναι δυνατόν Ρωμαίοι να γίνουν Έλληνες και Έλληνες να γίνουν Ρωμαίοι, να συγχωνευθούν εις έν έθνος με ελληνικόν πολιτισμόν και να έχουν αντί μίαν γλώσσαν δύο, ως περίπου έχουν οι Ελβετοί σήμερον.

Είναι γνωστόν ότι η Ρωμηοσύνη έχει δύο επισήμους γλώσσας, την λατινικήν και την ελληνικήν. Η λατινική λέγεται ρωμαϊκά και επεκράτησεν η ελληνική να λέγεται ρωμαίϊκα. Το ίδιο όνομα με ένα ιώτα σημαίνει λατινικά και με δύο ιώτα ελληνικά και έτσι δηλώνει τας δύο γλώσσας της Ρωμηοσύνης.

Αλλά η Ρωμηοσύνη είναι μέχρι σήμερον δίγλωσσος. Τούτο διότι τα βλάχικα είναι νεολατινικά ή νεορωμαϊκά και τα αρβανίτικα είναι κατά 50% λατινικά και 25-30% ελληνικά. Πρό ετών ήτο σύνηθες φαινόμενον Ρωμαίοι των Βαλκανίων να είναι δίγλωσσοι και πολλάκις τρίγλωσσοι. Ως πρώτη γλώσσα επικρατούσαν τα ρωμαίϊκα. Η μεγαλυτέρα ομάς επαναστατών του 1821 ήσαν οι Αρβανίται Ρωμαίοι εκ των οπίων πολλοί ούτε καν εγνώριζαν τα ελληνικά.

[ Επιστροφή ]

κ) οι Ρωμαίοι εξελληνίσθησαν π.Χ.

Η διγλωσσία των Ρωμαίων εμφανίζεται εις την οθόνην της ιστορίας εις τα πρώτα γραπτά μνημεία της ρωμαϊκής ιστορίας και μαρτυρεί ότι οι Ρωμαίοι πρόγονοί μας είναι αναπόσπαστον μέρος του ελληνικού πολιτισμού πολύ πριν από τον Μέγα Ιουστινιανόν και πολύ πριν από τον Μέγα Κωνσταντίνον.

Ήδη 700 περίπου χρόνια πριν ο Μέγας Κωνσταντίνος μεταφέρη την Ρώμην εις την Ανατολήν, δηλαδή ήδη κατά τον 4ον αιώνα π.Χ. ο μαθητής του Πλάτωνος ο Ηρακλείδης ο Ποντικός αποκαλεί την Ρώμην "πόλιν ελληνίδα Ρώμην".

Ο πρώτος εις την ιστορίαν γράψας εις την λατινικήν γλώσσαν ήτο ο Έλλην Λίβιος Ανδρόνικος. Κατά τον 3ον αιώνα μετέφρασε τον Όμηρον δια να τον χρησιμοποιήση ο ίδιος, ως διδακτικόν κείμενον της λατινικής και της ελληνικής γλώσσης δια τους Ρωμηούς μαθητάς του. Μετέφρασε και άλλα έργα εκ του ελληνικού και έγραψε πρωτοτύπως τα πρώτα ρωμαϊκά θεατρικά έργα και ποιήματα. Έτσι επεκράτησεν ευθύς εξ αρχής οι εγγράμματοι Ρωμαίοι να εκμανθάνουν την ελληνικήν ως πρότυπον των Ρωμαϊκών γραμμάτων. Έκτοτε ουδέποτε έπαυσεν η διγλωσσία να κατευθύνη την εξέλιξιν του ελληνικού πολιτισμού των Ρωμαίων.

Οι δύο πρώτοι ιστορικοί της Ρώμης, ο Fabius Pictor και ο Cincius Alimentus ήσαν Ρωμαίοι, οι οποίοι περί το 200 π.Χ. έγραψαν ελληνιστί και όχι λατινιστί τας ιστορίας των.

Από το 150 π.Χ. όλοι οι μορφωμένοι Ρωμαίοι εγνώριζον καλώς πλέον την ελληνικήν γλώσσαν και φιλολογίαν.

Μετ' ολίγον και οι κατ' αρχήν διστακτικοί έναντι των ελληνικών αγροικώτεροι Ρωμαίοι προύχοντες ηναγκάσθησαν τελικώς να εκμάθουν την ελληνικήν δια το εμπόριον και δια την διοίκησιν των ελληνικών επαρχιών.

Από του 1ου αιώνος π.Χ. επεκράτησεν η παράδοσις οι Ρωμαίοι αριστοκράται, δια να ολοκληρώσουν την μόρφωσιν των, να σπουδάζουν εις την Ελλάδα.

Το 91 π.Χ. ήρχισεν ο τελευταίος μεγάλος πόλεμος μεταξύ Ρωμαίων και Λατίνων. Ένα χρόνο πρίν, το 92 π.Χ., οι Ρωμαίοι έκλεισαν τα λατινικά σχολεία ρητορικής και έτσι υπεχρέωσαν τους εν Ρώμη φοιτητάς να σπουδάσουν μόνον εις τα ελληνικά σχολεία. Εν καιρώ ήνοιξαν πάλιν τα λατινικά σχολεία και ετονώθη η χρήσις της λατινικής εφ' όσον εχρησιμοποιήθησαν οι Λατίνοι δια την αποίκισιν νέων δυτικών επαρχιών.

Κατά την ιδίαν εποχήν κατηργήθη η θέσις του μεταφραστού εις την Ρωμαϊκήν σύγκλητον και έκτοτε επετράπη η άνευ μεταφράσεως χρήσις της ελληνικής εκ μέρους των εξ Ανατολής επισκεπτών ομιλητών, διότι όλοι οι Ρωμαίοι προύχοντες εγνώριζον απταίστως πλέον την ελληνικήν.

Σχεδόν όλοι οι αυτοκράτορες εγνώριζον ελληνικά, αλλά μεταξύ αυτών οι Ιούλιος Καίσαρ, Αύγουστος Καίσαρ, Τιβέριος, Νέρων, Βεσπασιανός, Τραϊανός, Ανδριανός, Μάρκος Αυρήλιος και άλλοι είχον εξαιρετικήν γνώσιν της ελληνικής. Ο Ιούλιος Καίσαρ, ο Τιβέριος και ο Μάρκος Αυρήλιος έγραψαν ελληνικά έργα.

Οι διαπρεπέστεροι Ρωμαίοι συγγραφείς που έγραψαν και ελληνιστί είναι ο Κικέρων, ο Γερμανικός και ο Σουητώνιος.

[ Επιστροφή ]

κα) και ο λαός της Ρώμης ωμιλούσε ελληνικά

Κατά τον 1ον και 2ον αιώνα του Χριστιανισμού ήτο σύνηθες πλέον φαινόμενον οι εν Ρώμη Ρωμαίοι να είναι εις την ελληνικήν γλώσσα μητροδίδακτοι αφούθ είχε γίνει γλώσσα του σπιτιού.

Ο Ρωμαίος απόστολος Παύλος έγραψε την προς Ρωμαίους επιστολήν του ελληνιστί. Τρανή απόδειξις ότι ο λαός της Ρώμης ωμιλούσε την ελληνικήν.

Η λειτουργία της εκκλησίας της Ρώμης ετελείτο ελληνιστί μέχρι του 4ου αιώνος. ’λλη τρανή απόδειξις ότι η ελληνική ήτο η γλώσσα του πλήθους.

Όλοι οι πρώτοι Χριστιανοί συγγραφείς των δυτικών επαρχιών και οι επίσκοποι της Ρώμης έγραψαν ελληνιστί.

Η ελληνική γλώσσα ήτο τόσον διαδεδομένη ώστε παρεκινήθη ο μη εκ Ρωμαίων και εκτός Ρώμης γεννηθείς Λατίνος σατυριστής Ιουβενάλιος να γράψη, "δέν δύναμαι να υποφέρω την Πόλιν γραικικήν." NON POSUM FERRE ... GRAECAM URBEM.

Η ελληνική γλώσσα ήτο η επικρατούσα εις όλην την περιοχήν της Ρώμης μέχρι τα μέσα του 4ου αιώνος, ότε εξησθένησε μόνον διότι μετεφέρθη η Ρώμη εις την ανατολήν αφού μετώκησεν σχεδόν ολόκληρος η Πόλις. Το κενόν που εδημιουργήθη επληρώθη, ως επί το πλείστον, από λατινοφώνους Ρωμαίους και δια τον λόγον αυτόν εντός 50 ετών υπεχρεώθη ο Πάπας Δάμασος να εισαγάγη περισσότερα λατινικά εις την λατρείαν της Πρεσβυτέρας Ρώμης.

Εξ όλων των ανωτέρω, αλλά και από άλλα πολλά, φαίνεται σαφώς ότι η Πρεσβυτέρα Ρώμη εταυτίσθη με τον ελληνικόν κόσμον και πολιτισμόν πολλούς αιώνας πριν από τον Μέγαν Κωνσταντίνον.

[ Επιστροφή ]

κβ) ο Ρωμηός ο ίδιος από π.Χ.

Με μεγάλην χαράν θα ήκουεν ο Κωστής Παλαμάς από την σύγχρονον έρευναν περί της ελληνικότητος της Πρεσβυτέρας Ρώμης ότι παρεσύρθη από την ευρωπαϊκήν του μεσαίωνος αντίληψιν του Κρούμπαχερ. Και ο Εφταλιώτης συνέλαβεν, αλλά όχι πλήρως το μέγεθος του εξελληνισμού της Πρεσβυτέρας Ρώμης, αφού οι Ρωμαίοι είχον γίνει κάτι πολύ περισσότερον από Φιλέλληνες, ως τους παριστάνει. Ορθά είναι τα λεχθέντα τον 4ον αιώνα π.Χ. υπό του Ηρακλείδου του Ποντικού και πάλιν τον 1ον αιώνα μ.Χ. υπό του Ιουβεναλίου, ότι η Ρώμη είναι "πόλις ελληνίς".

Δηλαδή ο Ρωμηός είναι ο ίδιος και ο ίδιος έμεινεν όχι μόνον από την εποχήν του Ιουστινιανού, όχι μόνον από την εποχήν του Μεγάλου Κωνσταντίνου, αλλά τουλάχιστον από την εποχήν των αποστόλων Πέτρου και Παύλου εις την Ρώμην και ίσως από την εποχήν που τα Ρωμηόπουλα έγιναν μαθηταί του Έλληνος Λιβίου Ανδρόνικου, του πρώτου διδασκάλου της Ρωμηοσύνης.

[ Επιστροφή ]

κγ) ουδέποτε λατινική, ουδέποτε γραικική, πάντα ρωμαίϊκη

Η εθνική μας ιστορία και νομοθεσία αποδεικνύουν ότι η Ρώμη ως πόλις - κράτος ουδέποτε εταυτίζετο ούτε με τους Λατίνους ούτε με την λατινικήν γλώσσαν. Δια τον λόγον αυτόν το 92 π.Χ. οι Ρωμαίοι έκλεισαν τα λατινικά σχολεία, δια να φοιτήσουν τα παιδιά των μόνον εις τα ελληνικά.

Οι Ρωμαίοι ουδέποτε είχον λατινικήν εθνικήν συνείδησιν. Δεν ήσαν λατίνοι. Ήσαν και είναι Ρωμαίοι. Δεν ήσαν λατινόφωνοι, αλλά δίγλωσσοι - λατινόφωνοι και ελληνόφωνοι, βλαχόφωνοι και αρβανιτόφωνοι.

Έχοντες υπ' όψιν το γεγονός τούτο πρέπει να χαρακτηρίσωμεν τον και εν Ελλάδι σήμερον επικρατούντα φραγκικόν ισχυρισμόν ότι η ρωμαϊκή βασιλεία έγινεν από λατινική γραικική και ως εκ τούτου βυζαντινή, όχι μόνον μύθον, αλλά και απάτην κακοήθη, αφού ουδέποτε ήτο λατινική, ουδέποτε έγινε γραικική και αφού η ήδη εξελληνισθείσα Ρώμη μετεφέρθη εις την Ανατολήν και αφού ο λαός της Ρωμηοσύνης παραμένει δίγλωσσος ως ήτο πάντοτε. Εξ αλλου, όπως είδομεν, είναι πλάνη ότι εξελληνίσθη η ρωμαϊκή βασιλεία. Ήδη η ρωμαϊκή δημοκρατία είχε πλήρως εξελληνισθή, πριν γεννηθή εξ αυτής η ρωμαϊκή βασιλεία.

[ Επιστροφή ]

κδ) ο Παλαμάς υποστηρίζει τα πραγματικά μας ονόματα

Υπεραμυνόμενος του καθήκοντος του Εφταλιώτη να χρησιμοποιή τα πραγματικά εθνικά μας ονόματα, ο Παλαμάς δεν δέχεται ως μη ρωμαϊκήν την βασιλείαν της Κωνσταντινουπόλεως Νέας Ρώμης και εις τούτο δικαιώνει πλήρως τον Εφταλιώτη.

Και πράγματι ουδέποτε και ουδαμού εις τας εθνικάς μας πηγάς διακρίνεται η υπό των Φράγκων πλαστογραφηθείσα ανύπαρκτος βυζαντινή αυτοκρατορία από την ρωμαϊκήν βασιλείαν. Οι πρόγονοί μας εγνώριζον μόνον ότι ήσαν πολίται του κράτους με το όνομα Ρωμανία, ασχέτως του μεγέθους αυτού και ασχέτως που ευρίσκετο η πρωτεύουσα.

[ Επιστροφή ]

κε) Ρωμανία - Ρούμελη

Εις τα χρόνια του Μεγάλου Κωνσταντίνου η Ρωμανία συμπεριελάμβανε ολόκληρον τον μεσόγειον χώρον, που σήμερον καλύπτει την Αγγλίαν, όπου εστέφθη Καίσαρ, την Ιρλανδίαν, Πορτογαλίαν, Ισαπνίαν, Γαλλίαν, το Βέλγιον, την κοιλάδα του Ρήνου, Βαυαρίαν, Αυστρίαν, Ουγγαρίαν, Ιταλίαν, τα Βαλκάνια, την Μικράν Ασίαν, τας ρωσικάς παραλίας του Ευξείνου Πόντου, τον Λίβανον, την Συρίαν και όλην την Βόρειον Αφρικήν από την Αίγυπτον μέχρι το Μαρόκο.

Η τουρκική απόδοσις του κρατικού μας ονόματος Ρωμανία είναι το όνομα Ρούμελη. Τα ιστορικά δικαιώματα της Ρωμηοσύνης φαίνονται σαφώς από την χρήσιν του ονόματος τούτου υπό των Τούρκων. Πρό της αλώσεως οι Τούρκοι ωνόμαζον Ρούμελην όλας τας ελευθέρας εκτάσεις της Μικράς Ασίας και της Ευρώπης, αι οποίαι διοικούντο υπό του βασιλέως των Ρωμαίων. Αλλά και μέχρι των αρχών του αιώνος τούτου οι Τούρκοι ωνόμαζον Ρούμελην ολόκληρον το ευρωπαϊκόν μέρος της αυτοκρατορίας των, δηλαδή τα Βαλκάνια. Καθ' όλην την ιστορίαν των οι Τούρκοι διετήρησαν και το όνομα Κωνσταντινούπολις. Παραδόξως, ενώ οι Τούρκοι διετήρησαν το όνομα Ρούμελη, οι Νεογραικοί το κατήργησαν.

[ Επιστροφή ]

κστ) συμμαχία Κομιτατζήδων και Νεογραικών

Υπό την ηγεσίαν του ρωσικού πανσλαυϊσμού οι Σλαύοι έκαμαν μέγαν αγώνα να σταματήσουν την χρήσιν του ονόματος Ρωμαίος μεταξύ του πληθυσμού της Μεγάλης Βαλκανικής Ρούμελης, δια να αποδείξουν ότι το όνομα Ρούμελη, το οποίον σημαίνει η χώρα των Ρωμαίων, δεν αντιστοιχεί προς την πραγματικήν σύνθεσιν της Μεγάλης ταύτης Ρούμελης. Εξαιρετικήν προς τούτο δραστηριότητα επέδειξαν οι Κομιτατζήδες του εκ Ρωμαίων και υπό Ρώσων δημιουργηθέντος νέου έθνους των Βουλγάρων.

Παραδόξως όμως οι εχθροί της Ρωμηοσύνης εκαλλιέργησαν εν Ελλάδι ένα αφελή και ανόητον σύμμαχον, το δουλοπρεπές εις την Φραγκιάν και Ρωσίαν νεογραικικόν πνεύμα το οποίον εκυριάρχησεν από το 1822. Εμφορούμενον τούτο από την τότε ευρωπαιοφραγκικήν και ρωσικήν παρερμηνείαν, προκατάληψιν και περιφρόνησιν δια την Ρωμηοσύνην και από αφοσίωσιν εις την ευρωπαϊκήν περί αρχαίων Ελλήνων αντίληψιν και δημιουργούν εις τους Ρωμηούς φανατισμόν ενός τευτονικού τύπου ρατσισμού, με την σκέψιν ότι είναι απόγονοι μόνον των αρχαίων Ελλήνων, εκηρυττεν εις τους ελλαδικούς Ρωμηούς ότι δεν πρέπει να λέγωνται εις το εξής Έλληνες και Ρωμαίοι, όπως υπεστήριζεν ο Παλαμάς, αλλά μόνον Έλληνες.

[ Επιστροφή ]

κζ) διάλυσις της Ρωμηοσύνης του Ρήγα του Βελεστινλή

Το αποτέλεσμα της γραμμής αυτής ήτο η διάσπασις της Ρωμηοσύνης, η αφομοίωσις των εκτός Ελλάδος Ρωμαίων υπό τεχνητώς δημιουργηθεισών πολιτικών, εθνικών και εκκλησιαστικών καταστάσεων, η καταστροφή του Οικουμενικού Πατριαρχείου εις τα Βαλκάνια και ο αφανισμός της ρωμαίϊκης γλώσσης από την Μέσην Ανατολήν, την Τουρκίαν, την Ρωσίαν και τα Βαλκάνια, αφού οι Ρωμαίοι των περιοχών αυτών ολίγον κατ' ολίγον συνήθισαν εις την προπαγάνδαν ότι εν Ελλάδι υπάρχει Ελληνισμός και όχι Ρωμηοσύνη, υπάρχουν Γραικοί και όχι ομοεθνείς των Ρωμηοί, οι οποίοι ομιλούν γραικικά και όχι ρωμαίϊκα.

Η ολοκλήρωσις της καταστροφής της εκτός της Ελλάδος Ρωμηοσύνης επήλθεν με την επικράτησιν του φραγκικής προελεύσεως ονόματος "βυζαντινόν" δια κάθε τι ρωμαίϊκον. Οι εναπομείναντες Ρωμαίοι εις Μέσην Ανατολήν και τα Βαλκάνια δεν γνωρίζουν πλέον, ότι οι κακώς σήμερον λεγόμενοι Βυζαντινοί είναι το ίδιο πράγμα με τον εαυτόν των. Δηλαδή δεν γνωρίζουν ότι οι ανύπαρκτοι Βυζαντινοί λέγονται ελληνιστί μεν Ρωμαίοι και Ρωμηοί, λατινιστί Ρωμάνοι και αραβοτουρκιστί Ρούμ.

Ούτω το σύνταγμα του 1822 έθεσε τα θεμέλια δια την παραμόρφωσιν του άσματος των Ρωμαίων του Ρήγα του Βελεστινλή και εσήμανε την αρχήν του τέλους του έργου του Μεγάλου Αλεξάνδρου και του Μεγάλου Κωνσταντίνου, όπερ και εισήλθε πλέον εις την φάσιν του ολοκληρωτικού σχεδόν αφανισμού του. Το νεογραικικόν πνεύμα των Μεγάλων Δυνάμεων, χωρίς ίσως να καταλάβουν οι εν Ελλάδι φορείς του που θα καταλήξη, κατώρθωσε να καταφέρη κατά της Ρωμηοσύνης και της επισήμου γλώσσης αυτής τα καίρια εκείνα πλήγματα, τα οποία η Φραγκιά και η Τουρκιά ούτε καν εφαντάσθησαν ότι είναι ποτέ δυνατόν να επιτευχθούν και μάλιστα τόσον αστραπιαίως, εντός 150 μόνον ετών.

[ Επιστροφή ]

κη) αφιλοπάτριδες οι Νεογραικοί

Επομένως δεν είναι η "Ιστορία της Ρωμηοσύνης" του Εφταλιώτη που δείχνει έλλειψιν φιλοπατρίας, αλλά η εκ μέρους των Νεογραικών προδοσία της Ρωμηοσύνης.

Δεν γνωρίζω εάν σήμερον θα ημπορούσε κανείς να πη ότι το Ρωμηός έχει την "ονειδιστικήν σημασίαν" "ανθρώπου ευτελούς και χυδαίου" και ότι η Ελλάς ευρίσκεται "υπό τα ράκη της Ρωμηοσύνης", χωρίς οι σημερινοί υπερήφανοι Ρωμηοί να τον σπάσουν στο ξύλο.

[ Επιστροφή ]

κθ) ο Παλαμάς προείδε την Ρωμηοσύνην θριαμβεύτριαν

Το γεγονός ότι ο λαός, οι διανοούμενοι, ο κλήρος και οι καλλιτέχναι χρησιμοποιούν με τόσην υπερηφάνειαν και αγάπην τα εθνικά ονόματα της Ρωμηοσύνης μέχρι σήμερον είναι απόδειξις όχι μόνον ότι οι Νεογραικοί δεν γνωρίζουν τα πραγματικά αισθήματα του λαού, αλλά και ότι η προσπάθεια να σβήση η Ρωμηοσύνη απέτυχεν.

Ο Παλαμάς εγνώριζε καλά ότι το τραγούδι του Βλαχάβα, "Ρωμιός εγώ γεννήθηκα, Ρωμιός θέ να πεθάνω", με το οποίον ήρχισε το εν λόγω έργον του [ 22 ] είναι ακαταμάχητος δύναμις όχι μόνον κατά των Τούρκων, αλλά και κατά των Νεογραικών που προσπαθούσαν και αυτοί να αφανίσουν την Ρωμηοσύνην, με πιο ύπουλον τρόπον, παρασκηνιακώς, μέσω της παιδείας.

Ανατραφείς εις το Μεσολόγγι και ως εκ τούτου έχων τα ίδια αισθήματα με τον Παπά Βλαχάβα και τον Ρήγα τον Βελεστινλή και γνωρίζων ότι ο ρωμαίϊκος λαός θα διατηρή πάντοτε τα αισθήματα αυτά, ο Κωστής Παλαμάς προέβλεψε τον τελικόν θρίαμβον της Ρωμηοσύνης, όπως φαίνεται σαφώς εις τα λόγια με τα οποία τελειώνει το έργον του και με τα οποία τελειώνομεν την ομιλίαν αυτήν.

"Όμως κάποιο αγνότερο και πιο βαθύ αίσθημα γλωσσικό δεν μπορεί παρά να βρη ακόμη στη λέξη Ρωμιοσύνη κάτι τι ποιητικά και μουσικά χρωματισμένο, κάτι τι φτερωτό, λεβέντικο για μας και ανάλαφρο, που νομίζω πώς δεν τόχει ο Ελληνισμός, με όλη τη βαριά του ασάλευτη μεγαλοπρέπεια." [ 23 ]

Τ Ε Λ Ο Σ

 

| ΑΡΧΙΚΗ ΣΕΛΙΔΑ |[ ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ ]

 

ΥΠΟΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ

[ 1 ] Με Νεογραικισμόν εννούμεν όχι τον Νεοελληνισμόν, αλλά το μη ρωμαίϊκον μέρος του Νεολληνισμού. Δηλαδή Έλληνες είναι εκείνοι που ταυτίζουν σαφώς και με υπερηφάνειαν τον εαυτόν τους με την Ρωμηοσύνην και τα ονόματα αυτής, ενώ ο Γραικός είναι ο απαρνηθείς την Ρωμηοσύνην. Η θεμελίωσις των θέσεων της ομιλίας ταύτης ευρίσκεται εις το βιβλίον μου "Ρωμηοσύνη, Ρωμανία, Ρούμελη", Εκδόσεις Πουρνάρα, Θεσσαλονίκη 1975.

[ 2 ] Κωστή Παλαμά, ’παντα, Τόμος ΣΤ, σελ. 273-281

[ 3 ] Αυτόθι σελ. 273 - 274. Πρβλ. Κρουμπάχερ, "Ιστορία της Βυζαντινής Λογοτεχνίας", μετάφρασις Γ. Σωτηριάδου, εν Αθήναις, Τύποις Π. Δ. Σακελλαρίου 1897, Τόμος Α, σελ. 4. Εκεί όπου το παρατιθέμενον κείμενον εις το γερμανικόν έχει "τού γραικικού λαού" ο Σωτηριάδης έχει "ελληνικού λαού". Ο Παλαμάς παραθέτει την μετάφρασιν του Σωτηριάδη. Παραθέσαμεν το πραγματικόν κείμενον αφού ο Κρουμπάχερ σχεδόν πάντοτε χρησιμοποιεί όχι το Έλλην αλλά το παραδοσικαόν φραγκικόν Γραικός δια τους ανατολικούς Ρωμαίους.

[ 4 ] Κ. Παλαμά, Αυτόθι σελ. 275 - 276.

[ 5 ] Αυτόθι σελ. 276 - 277.

[ 6 ] Αυτόθι σελ. 277.

[ 7 ] Αυτόθι σελ. 277.

[ 8 ] Π. Χρήστου, Αι Περιπέτειαι των Εθνικών ονομάτων των Ελλήνων, Θεσσαλονίκη 1960, σελ. 50 -51. Ι. Σ. Ρωμανίδου, Ρωμηοσύνη, Ρωμανία, Ρούμελη, σελ. 47, 56, 208, 209, 213, 217, 284, 331.

[ 9 ] Ι. Σ. Ρωμανίδου, Αυτόθι σελ. 19-57, 128 εξ., 205-249.

[ 10 ] Π. Χρήστου, Αυτόθι σελ. 40-45. Ι. Σ. Ρωμανίδου, Αυτόθι σελ. 47 εξ. και πολλαχού.

[ 11 ] Αθήναι 1971, σελ. 15.

[ 12 ] Ν. Γ. Πολίτου, Έλληνες ή Ρωμιοί, Εν Αθήναις, τύποις Π. Δ. Σακελλαρίου 1901, σελ. 12 εξ.

[ 13 ] Αυτόθι σελ. 4-5.

[ 14 ] Αυτόθι σελ. 18-19.

[ 15 ] Αυτόθι σελ. 20.

[ 16 ] Κ. Παλαμά, Αυτόθι σελ. 280.

[ 17 ] Ι. Σ. Ρωμανίδου, Ρωμηοσύνη, Ρωμανία, Ρούμελη, σελ. 199-200.

[ 18 ] Αυτόθι σελ. 200.

[ 19 ] Κ. Παλαμά, Αυτόθι σελ. 278-279.

[ 20 ] Αργύρη Εφταλιώτη, Ιστορία της Ρωμιοσύνης, Αθήνα 1901, Τόμος Α, σελ. 37-38.

[ 21 ] Κ. Παλαμά, Αυτόθι σελ. 274. Σημειωτέον ότι ο Παλαμάς παραθέτει την μετάφρασιν του Σωτηριάδη όπου το Γραικός του Κρουμπάχερ αποδίδεται με το Έλλην.

[ 22 ] Κ. Παλαμά, Αυτόθι σελ. 273.

[ 23 ] Αυτόθι σελ. 279.

ΚΩΣΤΗΣ ΠΑΛΑΜΑΣ

ΜΙΚΡΗ ΕΚΛΟΓΗ ΑΠΟ ΤΟ ΠΟΙΗΤΙΚΟ ΤΟΥ ΕΡΓΟ

TΑ ΠΕΡΙΣΣΟΤΕΡΑ από τα ποιήματα της εκλογής αυτής δημοσιεύτηκαν τον Ιανουάριο του 2007 στην καθημερινή στήλη του "Ανθολογίου" της εφημερίδας Η ΑΥΓΗ. Εδώ αναπαράγονται με την ίδια περίπου σειρά. Μόνο που στα εικοσιέξι ποιήματα της αρχικής έντυπης παρουσίασης προσέθεσα ακόμη πέντε, όσες δηλαδή και οι Δευτέρες του μηνός, κατά τις οποίες δεν κυκλοφορεί πρωινός τύπος. Για την πρόσκληση να αναλάβω "Ανθολόγος του Γενάρη" ευχαριστώ τον 'Αγγελο Ελεφάντη, αλλά και τον Νίκο Αντωνάτο, συντοπίτη τε και συντεχνίτη του Ποιητή. Για την επιμέλεια του κειμένου χάριτες οφείλω στην κ. Μαρίνα Κόντη. Εξυπακούεται ότι η σύντομη αυτή περιδιάβαση στο παλαμικό corpus δεν φιλοδοξεί να είναι αντιπροσωπευτική. Γνώμονάς της υπήρξε, από τη μια μεριά, το ολιγόστιχο των ποιημάτων - ένεκα του περιορισμένου χώρου‡ από την άλλη, η επιθυμία μου να σταθώ σε ορισμένες από τις λιγότερο εμφανείς πτυχές της ποίησης του Παλαμά. Η πρόθεσή μου αυτή εξηγεί και την παράλειψη αρκετών πασίγνωστων ποιημάτων, των οποίων η παρουσία εδώ θα ήταν ειδάλλως επιβεβλημένη.

ΚΩΣΤΑΣ ΚΟΥΤΣΟΥΡΕΛΗΣ
www.koutsourelis.gr


[ Δευτέρα, 1 Ιανουαρίου 2007 ]

Η  Α Ρ Χ Η

Σε ξένη χώρα γυριστής καλέστηκα σε γάμο,
η νύφη είναι πεντάμορφη, και μάγος ο γαμπρός,
και καβαλλάρης βρίσκομαι και τρέχω να προκάμω·
δεν έχει ο δρόμος τελειωμό κι όλο τραβάω εμπρός.
Όλο και δρόμος, κι όλο εμπρός· μα όσο να φτάσω σε άκρη,
του αλόγου ασημοπέταλου βαστώ τη γαύρη ορμή,
και συμμαζεύω συνετά του ταξιδιού τα μάκρη
με κάποιους ήχους που ξυπνούν εντός μου σαν καημοί.
Ήχοι παλιοί και γνώριμοι μου γλυκοψιθυρίζουν
των γυναικών τις ομορφιές, τους ίσκιους των σπιτιών,
λουλούδια μού μοσκοβολούν κι ανθοί που δε μυρίζουν
έχουν τη γλώσσα των βουβών ολάνοιχτων ματιών.
Και ξανασμίγω αθέλητα και ξαναλέω τη ρίμα
που αντιλαλεί μονότροπα τις φλόγες των καρδιών,
κι όσα φιλάκια σπαταλά στην αμμουδιά το κύμα
κι όσα πουλάκια κελαϊδάν στα χείλη των παιδιών.


Ασάλευτη ζωή, 1904
'Απαντα, τομ. Γ´, σελ. 105
* * *
 

[ Τρίτη, 2 Ιανουαρίου 2007 ]

ΑΓΑΠΕΣ

'Αλλοι αγαπάν τα ντροπαλά και τα μικρούλια,
μέσ' στα κλουβιά γλυκοταΐζουν τα πουλάκια,
με του περιβολιού στολίζονται τα γιούλια,
και πίνουν το νερό που κελαϊδεί στα ρυάκια.

Ευφραίνουν άλλους γύρω στης γωνιάς τα θράκια
τα παραμύθια· άλλοι γρικάν τα νυχτοπούλια
και σπαρταράν· κι άλλοι, τρανού καημού σκλαβάκια,
λιβάνι καίνε αγνό στης ομορφιάς την πούλια.

Κι άλλοι βαθιούς διψάν τους ίσκιους μέσ' στα δάση,
και σεντεφένια την αυγή, και ματωμένη
τη δύση, τη γυμνή ερημιά φωτοκαμένη·

εσένα αγάπη δε σε δένει με την πλάση·
εκεί που σμίγ' η θάλασσα με τον αιθέρα
δρόμο ζητάς για να διαβής· να φύγης πέρα !

1896

Ασάλευτη ζωή, 1904
'Απαντα, τομ. Γ´, σελ. 29
* * *
 

[ Τετάρτη, 3 Ιανουαρίου 2007 ]

ΑΓΟΡΑ

Πάντα διψάς –όπως διψάει το πρωτοβρόχι
στεγνή καλοκαιριά– το βλογημένο σπίτι,
και μια κρυφή ζωή σα δέηση ερημίτη,
αγάπης και αρνησιάς ζωούλα σε μια κώχη.

Διψάς και το καράβι που το πέλαο το 'χει,
κι όλο τραβάει με τα πουλιά και με τα κήτη,
κ' είναι μεστή η ζωή του μ' όλο τον πλανήτη·
και το καράβι και το σπίτι σού είπαν : «Όχι !

Μήτε η παράμερη ευτυχιά που δε σαλεύει,
μήτε η ζωή π' όλο και νέα ψυχή τής βάνει
κάθε καινούργια γη και κάθε νιο λιμάνι·

μόνο τ' αλάφιασμα του σκλάβου που δουλεύει·
σέρνε στην αγορά τη γύμνια του κορμιού σου,
ξένος και για τους ξένους και για τούς δικούς σου.»

1896

Ασάλευτη ζωή, 1904
'Απαντα, τομ. Γ´, σελ. 28
* * *
 

[ Πέμπτη, 4 Ιανουαρίου 2007 ]

ΧΑΛΑΣΜΑΤΑ

Γύρισα στα ξανθά παιδιάτικα λημέρια,
γύρισα στο λευκό της νιότης μονοπάτι,
γύρισα για να ιδώ το θαυμαστό παλάτι,
για με χτισμένο απ' τών Ερώτων τ' άγια χέρια.
Το μονοπάτι το 'πνιξαν οι αρκουδοβάτοι,
και τα λημέρια τα 'καψαν τα μεσημέρια,
κ' ένας σεισμός το 'ρριξε κάτου το παλάτι,
και μέσ' στα ερείπια τώρα και στ' αποκαΐδια
απομένω παράλυτος· σαύρες και φίδια
μαζί μου αδερφοζούν οι λύπες και τα μίση·
και το παλάτι ένας σεισμός το 'χει γκρεμίσει.

Ασάλευτη ζωή, 1904
'Απαντα, τομ. Γ´, σελ. 72
* * *
 

[ Παρασκευή, 5 Ιανουαρίου 2007 ]

ΤΡΑΓΟΥΔΙ ΕΝΟΣ ΠΑΤΕΡΑ

Ω του σπιτιού μου πρωτογέννητο καμάρι,
θυμάμαι του ερχομού σου την αγία τη μέρα·
μια χαραυγούλα σαν μαργαριτάρι
λεύκαινε τον αστρόσπαρτο ακόμα αιθέρα.

Το ρόδο ολόδροσο δεν έμοιαζες πριν πάρη
ν' ανοίξει, αγκαλιασμένο απ' τη χλωρή μητέρα,
σαν άπλερο και σαν ελεεινό σφαχτάρι
ήρθες ριμμένο από σκληρόχερο εδώ πέρα,

και σα να ζήταγες βοήθεια, άρχισες θρήνο
πιο θλιβερό από χτύπο νεκρικής καμπάνας,
κ' έσμιξε με το βόγγο το στερνό της μάννας

ο πρώτος θρήνος. 'Αρχισε το μέγα Δράμα !
Τ' ακολουθώ, κ' αιστάνομαι μπροστά σε κείνο
ελέου και φόβου μυστικό μέσα μου κλάμα.

1894

Ασάλευτη ζωή, 1904
'Απαντα, τομ. Γ´, σελ. 35
* * *
 

[ Σάββατο, 6 Ιανουαρίου 2007 ]

ΤΟ ΦΑΝΤΑΣΜΑ

Ωραίε νεκρέ, μονάρχη εσύ του μυστικού ουρανού μου
αστέρινε, ήρθες πάλι,
σ' έφερε η νύχτα, φάντασμα του λατρευτού μου
στην ορφανή μου αγκάλη.
Και σε κρατούσα όπως ποτέ δεν κράτησε μητέρα
το πρωτογέννητο παιδί στην αγκαλιά της,
και κάποιου πόνου μια ψυχή, χυμένη απ' άλλο αέρα,
την όψη σου την άγιαζε με τ' αντιφέγγισμά της.
Κ' είσουν ωραίος, όπως ποτέ κανένας έρωτάς μου
δεν είτανε στης νιότης μου τα χρόνια,
και σώπαινες, όπως ποτέ δε μίλησαν τ' αηδόνια
τών ποιητών στα βάθη της καρδιάς μου.

1906

Η πολιτεία και η μοναξιά, 1912
'Απαντα, τομ. Ε´, σελ. 470
* * *
 

[ Κυριακή, 7 Ιανουαρίου 2007 ]

ΣΕ ΜΙΑ ΠΟΥ ΠΕΘΑΝΕ

Ζωούλα εσύ, που σ' έσβησε το φύσημα του Χάρου
στην αγκαλιά των απαλών ονείρων της αυγής, 
στη σκαλιστή δε δύναμαι λαμπράδα του μαρμάρου 
να σ' αναστήσω αθάνατη, φτωχός τραγουδιστής. 
Ω σωπασμένη μουσική, που η μνήμη δε μπορεί μου,
να θυμηθή τον ήχο σου και να τον ξαναπή, 
γι' αυτό με κάτι πιο βαθύ τη δένεις την ψυχή μου, 
εσύ ατραγούδιστη κ' εσύ αζωγράφιστη πνοή. 
Σα μακρινό ξημέρωμα χάραξες μέσ' στο νου μου,
πολύ γλυκό, πολύ δειλό, πολύ διαβατικό. 
Μια μέρα απάνω από τ' αγνό κεφάλι του παιδιού μου 
ανθού χαμόγελο έσκυψες και χάϊδεμ' αγαθό. 
Και κάτι μέσα μου άφησες ξανθό σαν κεχριμπάρι,
και πέρασες αγύριστη. Και τώρα στη βραδιά, 
που αργά ανεβαίνει μέσα μου, την όψη σου έχει πάρει 
τών γαλανών παραμυθιών η άυλη ξωτικιά. 

Η ασάλευτη ζωή, 1904
'Απαντα, τομ. Γ´, σελ. 115
* * *
 

[ Δευτέρα, 8 Ιανουαρίου 2007 ]

ΤΟΥΣ ΜΕΝΕΞΕΔΕΣ έλυωσε
το πέταλο του αλόγου,
τη φοινικιά τη σώριασε
γοργά το αργό πριόνι,
του κήπου η πόρτα κλείστηκε,
γυρνώ στο σπίτι, πάει,
σεισμός το ξεθεμέλιωσε·
στο μνήμα πάω, με διώχνει.

Η ασάλευτη ζωή, 1904
'Απαντα, τομ. Γ´, σελ. 146
* * *
 

[ Τρίτη, 9 Ιανουαρίου 2007 ]

ΚΑΙ ΤΕΤΟΙΟΣ που είμαι, και με τέτοια
καρδιά, πουλί ολοτρέμουλο σ' αρρωστημένα στήθια,
από τους δυνατούς και τους μεστούς του κόσμου
εγώ ειμαι πιο κοντά στο φως και στην αλήθεια.
Γι' αυτό μουγκρίζει μέσα μου βαθιά,
και μ' όλη την αχάμνια μου και μ' όλο το μαράζι,
προς όλους τους μεστούς και δυνατούς του κόσμου
μια καταφρόνεση. Και μου ταιριάζει.

Η ασάλευτη ζωή, 1904
'Απαντα, τομ. Γ´, σελ. 146
* * *
 

[ Τετάρτη, 10 Ιανουαρίου 2007 ]


ΠΑΕΙ ΤΟ ΤΑΞΙΔΙ, φτάσαμε. Τ' ωραίο νησάκι νά το !
Διπλά ακρογιάλια. Τ' ανοιχτό, φως όλο, το χιονάτο,
με τα γραμμένα ερείπια και με τα μαυροπούλια·
και τ' άλλο. Ω δάση από μυρτιές, ω κήποι από ζουμπούλια,
και κάτω από της νεραντζιάς της φουντωτής τα κλώνια,
ω ίσκιοι ! οι έρωτες μιλούνε, αντιμιλούν τ' αηδόνια.
Το έν' ακρογιάλι  Ε δ ώ !  μας λέει, τ' άλλο ακρογιάλι  Ν ά  μ ε !
Βαρκούλα, πού θ' αράξουμε; Βαρκάρη, πού θα πάμε;

Η ασάλευτη ζωή, 1904
'Απαντα, τομ. Γ´, σελ. 155
* * *
 

[ Πέμπτη, 11 Ιανουαρίου 2007 ]

ΤΟΝ ΠΟΝΟ ΣΟΥ εδώ πέρα μη τον παρατάς,
με μια φροντίδα μητρική ταξίδεψέ τον,
όπου ζωή, όπου όνειρο, στα μακρινά και στα ψηλά·
και πήγαινέ τον ύστερα και ριζοφύτεψέ τον
εκεί στη χώρα την κατάνακρη τού αμίλητου·
στα μάτια του συμμάζωξε και θάψε τη φωνή του,
κι ανίσως δε βαστάξουνε τα μάτια του και κλείσουνε,
κλείσε κ' εσύ τα μάτια σου και πέθανε μαζί του.

Η ασάλευτη ζωή, 1904
'Απαντα, τομ. Γ´, σελ. 158
* * *
 

[ Παρασκευή, 12 Ιανουαρίου 2007 ]

ΑΛΑΦΡΩΣΕ από το λαμπρό τραγούδι τη φωνή σου,
ρίξε στο ασκέπαστο το φώς το πράσινο κρυστάλλι,
στο πιο δειλό ψιθύρισμα βυθίσου
που ψιθυρίζει στο πιο ήσυχο ακρογιάλι,
και γίνε κάτι που όλο σβεί κι όλο σιγά ρωτάει...
Έτσι μπορεί να 'ρθή ξανά και απόκριση να φέρη
τ' ωραίο πουλί, που τρόμαξε και πέταξε και πάει
από τον ήχο που ξαφνίζει δυνατός το αγέρι.

Η ασάλευτη ζωή, 1904
'Απαντα, τομ. Γ´, σελ. 170
* * *
 

[ Σάββατο, 13 Ιανουαρίου 2007 ]

ΣΙΩΠΗ. Μια ψεύτρα είν' η βοή, τα λόγια είναι μαχαίρια,
παντού είν' η πλάνη. Τραγουδάει σε κάθε από τ' αστέρια
και μια Σειρήνα ένα τραγούδι επίβουλο θανάτου,
τρομάρα και σπαρτάρισμα κάθε φωνή από κάτου,
κάθε αρμονία από ψηλά. Σιωπή, Σιωπή, μητέρα,
δός μου να πιω στον κόρφο σου νέο γάλα, νέον αιθέρα,
και κάτι που δε λέγεται και κάτι που ανασταίνει.
—Τού κάκου· κάποιος μέσα μου μιλεί και δε σωπαίνει... 

Η ασάλευτη ζωή, 1904
'Απαντα, τομ. Γ´, σελ. 171
* * *
 

[ Κυριακή, 14 Ιανουαρίου 2007 ]

ΝΥΧΤΑ ΘΑ ΞΕΚΙΝΟΥΣΑΜΕ, θ' αφήναμε την πόλη,
στο λόφο θ' ανεβαίναμε, από τη θάλασσα όλη,
στη δόξα του όλη όλο τον ήλιο ολόχυτο να ιδούμε·
των πρωτοπλάστων πρόσμενε η χαρά να τη χαρούμε.
Μα ο ύπνος μάς εγέλασε, και αργήσαμε στην πόλη,
κ' ύστερα φύγαμε άπραχτοι προς άλλο αραξοβόλι.
Όλα τού ήλιου τα όνειρα, σας ωνειρεύτηκα· όμως
όπου ξυπνήσω, ανήλιαγος πάντα στη νύχτα ο δρόμος.

Η ασάλευτη ζωή, 1904
'Απαντα, τομ. Γ´, σελ. 175
* * *
 

[ Δευτέρα, 15 Ιανουαρίου 2007 ]

ΣΤΟΝ ΠΟΙΗΤΗ ΠΟΥ ΕΓΙΝΕ ΚΡΙΤΙΚΟΣ ΜΟΥ

Ό,τι κι αν κάμεις,
όπου να δράμεις,
απ' όποιο γένος,
δικός μου ή ξένος,
του κάκου ! Εμπρός σου
πάντα θα μ' έχεις,
πίσω μου τρέχεις·
το τρέξιμό σου
να μην το βιάζης
και λαχανιάζεις.
Να με θυμάσαι,
τέτοιος ο νόμος :
ο πεζοδρόμος
μιας έγνοιας θα 'σαι
κ' εγώ μιας χάρης
ο καβαλλάρης.

Οι πεντασύλλαβοι, 1925
'Απαντα, τομ. Ζ´, σελ. 461
* * *
 

[ Τρίτη, 16 Ιανουαρίου 2007 ]

ΔΕΝ ΞΕΡΩ ΕΓΩ κανένα θεό Χρέος,
ένα θεό εγώ ξέρω· την Αγάπη.
Αγάπη, από το χρέος σου είμαι ωραίος.

Εσύ με κάνεις δούλο, εσύ σατράπη,
φτερά τα κάνεις τα σκοινιά τού γάμου·
πότε με δέρνεις, βέργα ενός αράπη,

πότε ανθείς, περιβόλι ολόγυρά μου.
Εσύ με τα βαθιά τα καταφρόνια
με γιομίζεις· πλαταίνεις την καρδιά μου,

σα θάλασσας αγέρας τα πλεμόνια.
Έρωτα εσύ, μονάρχη και γενάρχη !
Εσύ τυφλή και η Μοίρα, εσύ και η Πρόνοια.

Ό,τι δεν αγαπούμε, δεν υπάρχει.

Σατιρικά γυμνάσματα, 1912
'Απαντα, τομ. Ε´, σελ. 260
* * *
 

[ Τετάρτη, 17 Ιανουαρίου 2007 ]

Σ' ΑΓΑΠΩ με τη γλώσσα
του πουλιού τ' αηδονιού
και με τ' άφραστα· μ' όσα
στο θαμπό μου το νού

μισοζούν, αργορεύουν,
από χάος λαός,
κ' εναγώνια γυρεύουν
τη μορφή και το φως.

Σ' αγαπώ μ' όλα τ' άστρα
τού βαθιού μου ουρανού.
Στήσου, αγάπη μου πλάστρα
στο θαμπό μου το νου,

και των ίσκιων το σμάρι
βουΐζει γύρω σου, ω πώς !
από σέ για να πάρη
τη μορφή και το φώς.

Τα παράκαιρα, 1919
'Απαντα, τομ. Ζ´, σελ. 188
* * *
 

[ Πέμπτη, 18 Ιανουαρίου 2007 ]

ΑΠΟ ΤΟ «ΒΙΒΛΙΟ ΤΩΝ ΩΡΩΝ»

R a i n e r  M a r i a  R i l k e


Σβύσε τα μάτια μου· μπορώ να σε κοιτάζω,
τ' αυτιά μου σφράγισέ τα, να σ' ακούω μπορώ.
Χωρίς τα πόδια μου μπορώ να ρθω σ' εσένα,
και δίχως στόμα, θα μπορώ να σε παρακαλώ.
Κόψε τα χέρια μου, θα σε σφιχταγκαλιάζω,
σα να ειταν χέρια, όμοια καλά,
με την καρδιά.
Σταμάτησέ μου την καρδιά, και θα καρδιοχτυπώ
με το κεφάλι.
Κι αν κάμης το κεφάλι μου σύντριμμα, στάχτη, εγώ
μέσα στο αίμα μου θα σ' έχω πάλι.

28.1.24

Ξανατονισμένη μουσική, 1930
'Απαντα, τομ. ΙΑ´, σελ. 417
* * *
 

[ Παρασκευή, 19 Ιανουαρίου 2007 ]

ΤΟ ΤΡΑΓΟΥΔΙ ΤΩΝ ΑΣΠΡΩΝ ΜΑΛΛΙΩΝ

Σα να σε βλέπω για πρώτη φορά
κάθε φορά που εισ' εμπρός μου·
λάμπανε κι άλλη φορά έτσι χλωρά
τ' άνθια, τα νιάτα του κόσμου ;

Πάντα σε βλέπω για πρώτη φορά
κι άσπρα είναι πια τα μαλλιά μου,
που είσαι η χαρά τού παιδιού· λαχταρά
σαν από φως μιας αυγής η καρδιά μου.

Για την Παράδεισον, Εύα, ο Θεός
τώρα πρωτόπλασ' εσένα ;
Κι έγινε η θάλασσα τώρα ναός
για της Παφίας Αφροδίτης τη γέννα ;

Τάχα νεοφώτιστος τώρα
πρώτη φορά και λατρεύω ;
Μέσ' στην αφάνταστη χώρα
πώς εγώ, αγύρευτος, πώς σε γυρεύω !

Βραδινή φωτιά, 1944
'Απαντα, τομ. ΙΑ´, σελ. 107
* * *
 

[ Σάββατο, 20 Ιανουαρίου 2007 ]

ΤΑΠΕΙΝΩΣΥΝΗ

Η περηφάνια μου είναι να σταθώ
γυμνός μπροστά σου· κάτου η περηφάνια !
Σου φέρνω την ψυχή μου, αστάλωτον ανθό
τη σκέψη μου σου φέρνω, την ορφάνια,
σου φέρνω την αγάπη μου, τη φτώχια.
Ήρθα, και θέλω να δεθώ στου πόθου σου τα βρόχια.

Σου φέρνω το γυαλί που καθρεφτίζει
του ηλιού τα γέρματα όλα, όλα τ' αστέρια·
όπως σ' αρέσει κ' η όρεξή σου όπως ορίζει,
σύντριψέ το με τα χρυσά σου χέρια.

Στη χώρα των απέραντων ονειρευτά
ταξίδια, ευτυχισμένα κατευόδια...
Κάλλιο από σας έχω τη γη που με πατάν τα λατρευτά,
τα πλαστικά σου πόδια...

Βραδινή φωτιά, 1944
'Απαντα, τομ. ΙΑ´, σελ. 75
* * *
 

[ Κυριακή, 21 Ιανουαρίου 2007 ]

ΗΔΟΝΙΣΜΟΣ

Από τραγούδια έν' άυλο κομπολόϊ
σ' εσέ δεν ήρθα σήμερα να δώσω.
Με τα παιγνίδια εγώ θα σε λιγώσω
και με τα ξόρκια, αγάπη μου, ενός γόη.

Γυμνοί. Και σαν κισσός θα σκαρφαλώσω
για να φάω το κορμί σου που με τρώει.
Του λαγκαδιού σου τη δροσάτη χλόη
με το χέρι θρασά θα την πυρώσω.

Το κρασί που ξανάφτει και το γάλα
που κοιμίζει, θα φέρω στάλα στάλα,
μ' όλο μου το κορμί, να σε ποτίσω.

Και στα πόδια σου τ' ασπροσκαλισμένα,
δυο βάζα που μου παίρνουνε τα φρένα,
στερνή μανία το μέλι μου θα χύσω.

Βραδινή φωτιά, 1944
'Απαντα, τομ. ΙΑ´, σελ. 109
* * *
 

[ Δευτέρα, 22 Ιανουαρίου 2007 ]

ΟΠΟΥ ΔΙΑΒΕΙΣ, το διάβα σου
βάζει παντού σημάδια,
στις μέρες βάζει ισκιώματα,
φεγγάρια στα σκοτάδια.

Και σε κρατεί. Όθε διάβηκες,
εκεί σε ξαναβρίσκει·
τα φεγγάρια είν' εικόνες σου,
λογισμοί σου είν' οι ίσκιοι.

Κι αν πάψη σου το πέρασμα,
δε θα πάψη το δράμα.
Τα σημάδια σου μέσα του,
σκότος και φως, αντάμα.

Βωμοί, 1915
'Απαντα, τομ. Ζ´, σελ. 167
* * *
 

[ Τρίτη, 23 Ιανουαρίου 2007 ]

ΠΡΩΙ· μέσα στ' ακύμαντα
νερά προς τ' ακρογιάλι
των σπιτιών βαθειά, ολόλευκη
η ζωγραφιά προβάλλει.

Σαν από χέρι απότολμο
ξεχωριστού τεχνίτη
φανταστικό σαν άυλο
δείχνεται κάθε σπίτι.

Αλλ' ο ήλιος υψώθηκεν,
ήρθε το μεσημέρι.
Κ' η ζωγραφιά ; Την έσβησε
το κύμα και τ' αγέρι...

Ίαμβοι και ανάπαιστοι, 1897
'Απαντα, τομ. Α´, σελ. 359
* * *
 

[ Τετάρτη, 24 Ιανουαρίου 2007 ]

ΜΙΑ ΖΩΗ

Στο Βασιλάδι χτύπησα με το σκληρό καμάκι
για το ξανθό αυγοτάραχο τον κέφαλο, ψαράς.
Ξενύχτησα στης Κλείσοβας το πρόσχαρο εκκλησάκι,
ξεφαντωτής αμαρτωλός, του πειρασμού ραγιάς.

'Αη Σώστη, εσύ με ξάφνισες· τού πλατιού πέλαου βόγγοι,
και τα καράβια τ' άφταστα και τα διαβατικά !
Μ' έδειρες, λιμνοθάλασσα, με πήρες, Μισολόγγι.
Δαρμοί, πληγές αγιάτρευτες, ονείρατ' αδειανά.

Οι καημοί της λιμνοθάλασσας, 1912
'Απαντα, τομ. Ε´, σελ. 192
* * *
 

[ Πέμπτη, 25 Ιανουαρίου 2007 ]

ΣΤΟ ΣΠΙΤΙ ΜΑΣ δεν έμπαινες, πετούσες
καημένη θειά Βγενούλα, αμάχη, μπόρα,
σα να μην είχες με κανένα γνώρα,
δεν έστεκες, δεν άκουες, δεν κοιτούσες.
Οι Παναγιές οι χαμηλοβλεπούσες
του δρόμου σου κρατούσανε τη φόρα·
στο εικονοστάσι αγνάντια ρασοφόρα
γονατισμένη και παρακαλούσες:
«Ουράνια Χάρη, βόηθα τ' ορφανό,
και στο κατατρεμένο σκέπη γίνε !»
Πάντα η θωριά σου μέσ' στα μάτια μου είναι,
κ' εγώ, και πάντα, το κατατρεμένο.
Μα σκέπη από κανέναν ουρανό
δεν περίμενα, μήτε περιμένω.

Τα δεκατετράστιχα, 1919
'Απαντα, τομ. Ζ´, σελ. 334
* * *
 

[ Παρασκευή, 26 Ιανουαρίου 2007 ]

ΣΤΟΝ ΠΟΙΗΤΗ Μ. ΜΑΛΑΚΑΣΗ

Και καβαλλάρης πέρναγες, ξανθόμαλλο παιδάκι,
και τάραζε το διάβα σου το σιγαλό σοκκάκι,
στα πράσινα παράθυρα και πίσω απ' τα καφάσια
να σ' αγναντέψουν τρέχανε τ' απάρθενα κοράσια.
Τώρα ο καιρός ξεφούντωσε τα φουντωτά μαλλιά σου
και την ξανθή ξεθώριασε θωριά σου,
και στρατολάτης πέρασες αλλού και ταξιδεύεις·
μα τώρα ευγενικώτερο φαρί καβαλλικεύεις,
και τ' άλογό σου φτερωτό, και πας να το ποτίσης
με το νερό της Κασταλίας της βρύσης.

Οι καημοί της λιμνοθάλασσας, 1912
'Απαντα, τομ. Ε´, σελ. 189
* * *
 

[ Σάββατο, 27 Ιανουαρίου 2007 ]

ΥΣΤΕΡ' ΑΠΟ ΧΡΟΝΙΑ

Στο φίλο  Ν. Κ α μ π ά


Ο καιρός, η μελέτη, η ξενιτιά,
τη σκέψη αλλού σου γύρανε, σου σβύσαν
τα τραγούδια... Θυμάσαι ; ντροπαλά
τα τραγούδια το στόμα σου φιλήσαν.

Εμένα μ' ηύρεν άπραγο η νυχτιά,
το πόδια μου συχνά παραστρατίσαν,
μα η Μούσα γαληνή φεγγοβολά,
τα μητρικά της χέρια με κρατήσαν.

Τάχα και ποιούς να λάτρεψες θεούς,
από πίσω ποιές χίμαιρες να πήρες ;
Δεν ξέρω· αν είναι αταίριαστες οι μοίρες,

δεν κάνουν οι καρδιές τους αδερφούς ;
Σε ξανακούω, στο πλάι μου σ' αγναντεύω,
κι από χαρά ο ασάλευτος σαλεύω.

1912

Η πολιτεία και η μοναξιά, 1912
'Απαντα, τομ. Ε´, σελ. 475
* * *
 

[ Κυριακή, 28 Ιανουαρίου 2007 ]

ΚΑΠΟΤΕ ΚΑΠΟΥ

Κάποτε κάπου αφάνταστο τραγούδησα τραγούδι
σε τούτον το σκοπό,
κάποτε, πρώτη και στερνή φορά· και δεν το βρίσκω
για να το ξαναπώ.

Στ' άδειο σεντούκι του γυρτός ο σφιχτοχέρης, ίδιος,
πάθος, χαμός, ω λύπη !
Του τρέμουνε τα δάχτυλα σα να μετράν ακόμα
το θησαυρό που λείπει.

Βαστώ μιας φλόγας τον καπνό κ' ενός καπνού τον ίσκιο
σε τούτον το σκοπό.
Κάποτε κάπου αφάνταστο τραγούδησα τραγούδι·
ξανά δε θα το πώ.

Τα παθητικά κρυφομιλήματα, 1925
'Απαντα, τομ. Ζ´, σελ. 479
* * *
 

[ Δευτέρα, 29 Ιανουαρίου 2007 ]

ΚΑΙ ΜΕΣ' ΣΤΟΝ ΤΑΦΟ...

Και μεσ' στον τάφο ασάλευτο και μεσ' στο ζόφο που με κλει,
σαν κάποιο σάλεμα με πάει προς την ανατολή,
με την ασύγκριτην αυγή που ο Χάρος δεν τη σβύνει.
Και λάμπει η λυρική ψυχή και μεσ' στο μνήμα εκείνη !

1939

Πρόσωπα και μονόλογοι
'Απαντα, τομ. ΙΑ´, σελ. 193

* * *
 

[ Τρίτη, 30 Ιανουαρίου 2007 ]

ΑΓΡΥΠΝΗΣΑ
 
J'ai fait ce que je pus...
V i c t o r  H u g o

Αγρύπνησα, υπηρέτησα, έκαμα ό,τι μπορούσα,
κ' είδα πως είχε ο πόνος μου συχνά για πληρωμή
περίγελο. Με μάτιασε το μίσος, και απορούσα,
γιατί πολύ και υπόφερα και δούλεψα πολύ.

27. 2. 22

Ξανατονισμένη μουσική, 1930
'Απαντα, τομ. ΙΑ´, σελ. 240
* * *
 

[ Τετάρτη, 31 Ιανουαρίου 2007 ]

Τ Ο  Τ Ε Λ Ο Σ

Σε ξένη χώρα γυριστής καλέστηκα σε γάμο,
η νύφη είταν πεντάμορφη και μάγος ο γαμπρός,
και καβαλλάρης βρέθηκα κ' έτρεχα να προκάμω·
δεν είχε ο δρόμος τελειωμό, κι όλο τραβούσα εμπρός.
Και η ξένη χώρα είν' όραμα, κ' είναι καπνός το άτι,
και ο γάμος αγγελόσκιασμα, και –ω ξύπνημα σκληρό–
πάντα είμ' εγώ ο παράλυτος και ρέβω στο κρεββάτι.
Ήχοι παλιοί και γνώριμοι, μονάχα εσάς κρατώ.
Και σας κρατώ καθώς κρατεί το αξέχαστο παιγνίδι
από τη θέρμη λυώνοντας και λάμποντας μαζί
από νιοφύτρωτα λευκά φτεράκια για ταξίδι,
το βαριαρρωστημένο, το χαδιάρικο παιδί.
Εγώ, τ' αδέξιο, τ' άβουλο παιδί τ' ονειροπλάνο.
Ήχοι παλιοί και γνώριμοι, στ' αφράτα σας φτερά
πάρτε μ' εσείς και φέρτε με να γιάνω ή να πεθάνω
στον ίσκιο τού λευκού σπιτιού μέσα σε μια αγκαλιά.


Ασάλευτη ζωή, 1904
'Απαντα, τομ. Γ´, σελ. 126
* * *
 
 
 Κώστας  Κουτσουρέλης

προστέθηκε στις: 30 Jul 2007

  
The LAND of GODS Since October 1996
Oakville Ontario Canada