Home to LAND of GODS
ο ΕλληνισμόςSince 1996 της Διασποράς
Προηγούμενη σελίδα Κεντρική σελ. της Ενότητας Επόμενη σελίδα
...αλλά ο Οδυσσέας ποθεί ακόμη και καπνό μονάχα της πατρίδας του να δει να πετιέται προς τ' απάνω κι ας πεθάνει... (Οδύσσεια, α, στ. 57 κ.π.)
Ανθολογία: Έλληνες ποιητές και συγγραφείς στο διαΔίκτυο
Κώστας Βάρναλης| Νικηφόρος Βρεττάκος| Οδυσσέας Ελύτης| Γιώργος Σεφέρης| Κωστής Παλαμάς | Γιάννης Ψυχάρης| 'Aγγελος Τερζάκης | Νίκος Καζαντζάκης| Μ. Καραγάτσης| Κώστας Καρυωτάκης| Κώστας Κρυστάλλης| Μήτσος Λυγίζος| Κώστας Ουράνης| Κική Δημουλά | Αφιέρωμα στον Γιάννη Ρίτσο| ΜΑΝΩΛΗΣ ΑΝΑΓΝΩΣΤΑΚΗΣ : Φοβάμαι... | Φώτης Κόντογλου| Αλκυόνη Παπαδάκη | ΝΙΚΟΣ ΣΠΑΝΙΑΣ | Μήτσος Παπανικολάου | Γιάννης Σκαρίμπας | Τάσος Λειβαδίτης | Θωμάς Γκόρπας | Ανδρέας Καρκαβίτσας | Καραντώνης Ανδρέας| Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης | Κωνσταντίνος Καβάφης | Νίκος Καββαδίας |
Μίκης Θεοδωράκης:
Συναυλία στη Μακρόνησο

Μνήμη Μακρονήσου: Ρωμιοσύνη - Επιτάφιος - Λιανοτράγουδα.
Παρασκευή 29 και Σάββατο 30 Αυγούστου, 2003
«...Και προφήτες Σου βάλε τους Ρήγα Φεραίο, τον Αλέξανδρο Παπαδιαμάντη, τον Οδυσσέα Ελύτη, τον Γιάννη Ρίτσο, τον Νικηφόρο Βρεττάκο, τον Νίκο Καζαντζάκη, τον Μίκη Θεοδωράκη...»
Αφιέρωμα στον Γιάννη Ρίτσο

"..Και οι μεν πήραν τους δρόμους για τις φυλακές και τα ξερονήσια.. Και οι δε -οι απλοί και ανώνυμοι- πήραν τους δρόμους για την ξενιτιά.."..

Φίλε Δημήτρη, Αγγελικός και γοργοπέταγος ο λόγος σου -και τόσο γρήγορα?? Παραγγελιά στ' αλήθεια!- για τον μεγάλο μας θλιμμένο ποιητή τον Γιάννη Ρίτσο!. Τον τρεισ'αγάπησα κι' εγώ στα νιάτα μου με τα τραγούδια του στον "Επιτάφιο", "Τραγούδι της αδελφής μου", "Εαρινή συμφωνία", το "Εμβατήριο του Ωκεανού" και τόσα πολλά άλλα.. Ο λόγος του ήταν ένας πλατύλαμπρος στ' αλήθεια Ωκεανός που είχε την γλύκα της δροσιάς και της φρεσκάδας στην λογοτεχνία μας και γι' αυτό την λαμπρήνει. Φωνές καθώς η δική του, του Αλεξανδρινού Καβάφη του Σεφέρη, Βρεττάκου, κι' απόκοντα τόσων πολλών και υπεράνω όλων του Οδυσσέα Ελύτη. Καθώς όλοι αυτοί ο λόγος τους μεγαλειώδης ήταν και πρωτόγνωρα δύσκολος για το απλό πνεύμα του λαού μας στη δεκαετία του 50 και Μετά : καταλαβαίνεις για να πάρουν θέση οι κριτικοί και να μιλήσουν για το 'Αξιον Εστί του Ελύτη τους πήρε δέκα ολόκληρα χρόνια!.. Στη στιγμή όμως παρουσιάστηκε κείνος ο γίγαντας ο μουσικός -ίδιος θεός του Ολύμπου ο Θεοδωράκης!. -Μαζί του ο Χανζιδάκης, Ξαρχάκος και άλλοι πολλοί! και μ' αυτούς αλλά πρώτος κατά την γνώμη μου ο πιο δυναμικός ο Θεοδωράκης- έκανε κι άστραψε ο ήλιος της πατρίδας μας όσο ποτέ και γιόμισαν τα μπαλκόνια την Αθήνας ποίηση και μεγαλείο. Την έζησα Δημήτρη εκείνη την γλυκύτατη εποχή του 60 απάνω στην νιότη μου και τόσο που την λάτρεψα. Όλοι η Ελλάδα τραγούδαγε τον Ελύτη τον Ρίτσο και όλους τους ποιητές.. Χάρις νομίζω στην μεγάλη συμμετοχή των μουσικών μας όπου μ' απλωχεριά αποζήτησαν να προβάλουν μοντέρνα ποίηση.
Νάσαι καλά ο πάντα φίλος σου Κώστας Δουρίδας

Η γνωριμία μου
με τον Γιάννη Ρίτσο

Ο Μίκης είναι ο Παρθενώνας της Ελληνικής μουσικής αλλά και ολοκλήρου του κόσμου θα τολμούσα να'λεγα. Αυτός έδωσε την αξία στο μπουζούκι που το άξιζε, και το πρόβαλε διεθνώς σαν λαμπρό πνευματικό όργανο, ενώ ήταν σαν ανατολίτικη γκαζόλαμπα πριν την αφηξή του. Ο Θεός μας Δίας, του ‘δωσε όλα τα χαρίσματα στον υπερθετικό. Ανάστημα, μάτια, μαλλιά, πλάτες, πόδια- και χέρια ένα στρέμμα για να αγκαλιάζει τον Ελληνισμό όταν διευθύνει την ορχήστρα του. Τι ευτύχημα που γεννήθηκε στην εποχή μας για να τον απολαύσομε ζωντανά! και τι ανυπολόγιστη θρηνωδία θα'ναι να μας φύγει απ΄τη ζωή μας κάποια μέρα! Ευχόμαστε να αντέξει στην τριβή του χρόνου, διότι η απουσία του θα είναι φοβερή ορφάνια για τον Ελληνισμό και την ανθρωπότητα γενικότερα.


Απρίλης 1980: Γιάννης Ρίτσος με τον Δημήτρη Καραλή

Αγαπητέ
φίλε μου Κώστα,

Δεν με κουράζει καθόλου η ιδέα σου να γράψω κάτι για τον μεγάλο μας εθνικό ποιητή, Γιάννη Ρίτσο. Απεναντίας φτερουγίζουν τα ψυχοκάρδια μου, όταν ανασύρω στην μνήμη τις δημιουργικές και διδακτικές στιγμές που έζησα κοντά του.

Πρωτογνωριστήκαμε στο τέλος της δεκαετίας του εβδομήντα, όταν ήμουνα καλεσμένος σε μια διακεκριμένη οικογένεια του Μαρουσίου. Η κυρία αυτή, ήταν μια αρκετά καλλιεργημένη γυναίκα και ήταν φίλη και μαθήτρια του μεγάλου μας ζωγράφου Νίκου Εγγονόπουλου. Στην διάρκεια της συζητήσεως μιλήσαμε για την ζωγραφική του Εγγονόπουλου και του Γιάννη Τσαρούχη όπου ήταν επίσης στενοί φίλοι της οικογένειας αυτής.

Αλλάξαμε συζήτηση για λίγο μιλώντας για ποίηση και προπαντός του Γιάννη Ρίτσο, που ήταν στην ακμή του τον καιρό εκείνο. Κατά μεγάλη μου έκπληξη, ανακάλυψα πως ο Ρίτσος ήταν εξ ίσου στενός φίλος της. Εξέφρασα τον θαυμασμό μου που είχα για τον μεγάλο μας αυτόν ποιητή. Ενθουσιώδες με πρότεινε να τον συναντήσω την άλλη μέρα εάν το ήθελα, μιας και τον γνώριζε πολύ στενά. Πήρε τηλέφωνο τον Ρίτσο μπροστά μου και έκλεισε ραντεβού στις 6 μ.μ την επόμενη ημέρα,

Η επόμενη μέρα ήταν η ποιο αγωνιώδες στην ζωή μου, ώσπου να φθάσω στα κάτω Πατήσια οδός Μηχηλ κόρακα που έμενε. Χτυπώντας την πόρτα στο διαμέρισμα του, κρατούσα συνάμα και μια ανθοδέσμη απ'ασπρα τριαντάφυλλα μαζί μου. 'Ανοιξε η πόρτα, και τι να δω, έναν πεντακάθαρο αριστοκρατικό είδωλο που λάτρευα από μικρό παιδάκι. Με καλωσόρισε με ευγενικό τρόπο λέγοντας: Περάστε μέσα και ανυπομονώ να γνωριστούμε, μιας και άκουσα πολλά για σας.

Μπαίνοντας μέσα, αισθάνθηκα το μεγαλείο του απ' την ατμόσφαιρα, του πολύ μικρού σε μέγεθος αλλά τρανό σε πνεύμα σαλονάκι του. Οι τοίχοι γύρο, ήταν κατάμεστοι από παλιά όλων λογιών βιβλία. Μπροστά στην είσοδο είχε κρεμασμένο ένα τεράστιο πίνακα του Γιάννη Τσαρούχη 'ο σταυρωμένος νέος'. Είχε αδυναμία στην λαϊκή τέχνη και την έβλεπες παντού γύρου του. Στα καθίσματα είχε μάλλινα καλο-υφασμένα μαξιλάρια τ' αργαλειού, ακόμα και μικρά κουδουνάκια είχε στον τοίχο κρεμασμένα.

'Αρχισε να μιλά αδιάκοπα και με φωνή γλυκύτερη κι'απ' το μέλι του Υμηττού. Παρά την πνευμονική του πάθηση που υπέφερε χρόνια, είχε εντούτοις φωνή βαθύτερη κι'απ τον βυθό της θάλασσας. Ολόκληρος ως άνθρωπος, ήταν σαν μια καλοκουρδισμένη άρπα, που μόλις την άγγιζες, έβγαζε ουράνια ορφικά άσματα. Ότι και να'λεγε τα μουσικοστόλιζε. Του άρεσε να μιλά και προπαντός ιστορίες απ' το βασανισμένο παρελθόν του. Για πρώτη μου φορά ένοιωσα το μεγαλείο της ποίησης, που δεν αναπτύχθηκε σε πλούσια σαλόνια και ακαδημαϊκά σχολειά, αλλά στα σκοτεινά και φρικτά μπουντρούμια του πόνου και της καταφρόνησης των ελληνικών φυλακών.

Τι ντροπή και τι βαρβαρότητα συλλογίστηκα μέσα μου, που τόσο απάνθρωπα βασάνιζαν κτηνώδες, ένα τέτοιο σπάνιο σε δημιουργία ουράνιο πλάσμα!!.... Δίκαιο είχε ο Πλάτωνας όταν έλεγε: Πως η ανθρωπότητα δεν εκπολιτίζετε ομαδικά σε πνευματικό επίπεδο, αλλά μόνο αλλάζει μοντέλα κατά καιρούς εξω-εξάρτησης. Κάθε αλήθεια που εκφράζει ο στοχαστής λεει, τα λόγια του παγώνουν ακαριαίος μόλις βγουν έξω στον αγέρα και δεν ακούγονται διόλου. Μετά από πολλά χρόνια όμως, όταν αρχίζουν να λιώνουν απ' την ζέστη, τότε αρχίζουν να ακούγονται και ξεπαγωμένοι ψίθυροι αλήθειας από βασανισμένους μάρτυρες του παρελθόντος που φύτεψαν δακρύζοντας.

Δεν αργήσαμε να γίνουμε φίλοι με τον Ρίτσο, μιας και οι ψυχές μας είχαν αρκετά κοινά και ενδιαφέροντα σημεία. Η φιλία μας κράτησε μέχρι τον θανατό του. Γεννήθηκε στην Μονεμβασιά από αριστοκρατική οικογένεια, και ήταν παντρεμένος έχοντας μια κόρη. Φαίνονταν νεώτερος απ' ότι ήταν στην ηλικία του, και θυμάμαι ένα βράδυ στο σπίτι του, ρωτώντας τον Γιάννη Τσαρούχη που ήταν μιας ηλικίας με τον Ρίτσο, γιατί φαίνετε ο Ρίτσος νεώτερος από σένα, ΔΙΟΤΙ ΞΕΚΟΥΡΑΣΤΙΚΕ ΣΤΙΣ ΦΥΛΑΚΕΣ, απαντά ο Τσαρούχης. Ο Ρίτσος για μένα ήταν ο μεγαλύτερος εθνικός μας ποιητής του εικοστού μας αιώνα.

Αισθάνομαι πολύ ευτυχής που είχα την τύχη να τον γνωρίσω και να ζήσω έστω και για λίγο κοντά του. Όλη η ζωή μου είναι και θα παραμείνει επηρεασμένη απ' την γνωριμία μου μαζί του. Αντιλαλούν οι στίχοι του ακόμα στα αυτιά μου όταν μου διάβαζε τους παρακάτω στίχους απ'την Ρωμιοσύνη του:

«Δω πέρα ο ουρανός δε λιγοστεύει.....»κλπ.., Υ.Γ Κώστα αυτοί οι στίχοι του Γιάννη Ρίτσο, είναι μόνο το τρίτο κεφάλαιο της Ρωμιοσύνης. Ο Ρίτσος το 'ξερε πως μ' αρέσανε φοβερά και μου τ'απάγγελνε απ' έξω σαν την προσευχή του όταν τον συναντούσα η τον τηλεφωνούσα. Να 'σαι καλά φίλε μου Κώστα Johannesburg Μάρτης 2002



Ρωμιοσύνη

I

Aυτά τα δέντρα δε βολεύονται με λιγότερο ουρανό, αυτές οι πέτρες δε βολεύονται κάτου απ' τα ξένα βήματα, αυτά τα πρόσωπα δε βολεύονται παρά μόνο στον ήλιο, αυτές οι καρδιές δε βολεύονται παρά μόνο στο δίκιο.

Eτούτο το τοπίο είναι σκληρό σαν τη σιωπή, σφίγγει στον κόρφο του τα πυρωμένα του λιθάρια, σφίγγει στο φως τις ορφανές ελιές του και τ' αμπέλια του, σφίγγει τα δόντια. Δεν υπάρχει νερό. Mονάχα φως. O δρόμος χάνεται στο φως κι ο ίσκιος της μάντρας είναι σίδερο. Mαρμάρωσαν τα δέντρα, τα ποτάμια κ' οι φωνές μες στον ασβέστη του ήλιου. H ρίζα σκοντάφτει στο μάρμαρο. Tα σκονισμένα σκοίνα. Tο μουλάρι κι ο βράχος. Λαχανιάζουν. Δεν υπάρχει νερό. Όλοι διψάνε. Xρόνια τώρα. Όλοι μασάνε μια μπουκιά ουρανό πάνου απ' την πίκρα τους. Tα μάτια τους είναι κόκκινα απ' την αγρύπνια, μια βαθειά χαρακιά σφηνωμένη ανάμεσα στα φρύδια τους σαν ένα κυπαρίσσι ανάμεσα σε δυο βουνά το λιόγερμα.

Tο χέρι τους είναι κολλημένο στο ντουφέκι το ντουφέκι είναι συνέχεια του χεριού τους το χέρι τους είναι συνέχεια της ψυχής τους έχουν στα χείλια τους απάνου το θυμό κ' έχουνε τον καημό βαθιά-βαθιά στα μάτια τους σαν ένα αστέρι σε μια γούβα αλάτι.

Όταν σφίγγουν το χέρι, ο ήλιος είναι βέβαιος για τον κόσμο όταν χαμογελάνε, ένα μικρό χελιδόνι φεύγει μες απ' τ' άγρια γενεια τους όταν κοιμούνται, δώδεκα άστρα πέφτουν απ' τις άδειες τσέπες τους όταν σκοτώνονται, η ζωή τραβάει την ανηφόρα με σημαίες και με ταμπούρλα.

Tόσα χρόνια όλοι πεινάνε, όλοι διψάνε, όλοι σκοτώνονται πολιορκημένοι από στεριά και θάλασσα, έφαγε η κάψα τα χωράφια τους κ' η αρμύρα πότισε τα σπίτια τους ο αγέρας έρριξε τις πόρτες τους και τις λίγες πασχαλιές της πλατείας από τις τρύπες του πανωφοριού τους μπαινοβγαίνει ο θάνατος η γλώσσα τους είναι στυφή σαν το κυπαρισσόμηλο πέθαναν τα σκυλιά τους τυλιγμένα στον ίσκιο τους η βροχή χτυπάει στα κόκκαλά τους.

Πάνου στα καραούλια πετρωμένοι καπνίζουν τη σβουνιά και τη νύχτα βιγλίζοντας το μανιασμένο πέλαγο όπου βούλιαξε το σπασμένο κατάρτι του φεγγαριού. Tο ψωμί σώθηκε, τα βόλια σώθηκαν, γεμίζουν τώρα τα κανόνια τους μόνο με την καρδιά τους. Tόσα χρόνια πολιορκημένοι από στεριά και θάλασσα όλοι πεινάνε, όλοι σκοτώνονται και κανένας δεν πέθανε πάνου στα καραούλια λάμπουνε τα μάτια τους, μια μεγάλη σημαία, μια μεγάλη φωτιά κατακόκκινη και κάθε αυγή χιλιάδες περιστέρια φεύγουν απ' τα χέρια τους για τις τέσσερις πόρτες του ορίζοντα.

II

Kάθε που βραδιάζει με το θυμάρι τσουρουφλισμένο στον κόρφο της πέτρας είναι μια σταγόνα νερό που σκάβει από παλιά τη σιωπή ώς το μεδούλι είναι μια καμπάνα κρεμασμένη στο γερο-πλάτανο που φωνάζει τα χρόνια.

Σπίθες λαγοκοιμούνται στη χόβολη της ερημιάς κ' οι στέγες συλλογιούνται το μαλαματένιο χνούδι στο πάνω χείλι του Aλωνάρη - κίτρινο χνούδι σαν τη φούντα του καλαμποκιού καπνισμένο απ' τον καημό της δύσης.

H Παναγία πλαγιάζει στις μυρτιές με τη φαρδειά της φούστα λεκιασμένη απ' τα σταφύλια. Στο δρόμο κλαίει ένα παιδί και του αποκρίνεται απ' τον κάμπο η προβατίνα πούχει χάσει τα παιδιά της.

Ίσκιος στη βρύση. Παγωμένο το βαρέλι. H κόρη του πεταλωτή με μουσκεμένα πόδια. Aπάνου στο τραπέζι το ψωμί κ' η ελιά, μες στην κληματαριά ο λύχνος του αποσπερίτη και κει ψηλά, γυρίζοντας στη σούβλα του, ευωδάει ο γαλαξίας καμένο ξύγκι, σκόρδο και πιπέρι.

A, τι μπρισίμι αστέρι ακόμα θα χρειαστεί για να κεντήσουν οι πευκοβελόνες στην καψαλισμένη μάντρα του καλοκαιριού "κι αυτό θα περάσει" πόσο θα στίψει ακόμα η μάνα την καρδιά της πάνου απ' τα εφτά σφαγμένα παλληκάρια της ώσπου να βρε΄i το φως το δρόμο του στην ανηφόρα της ψυχής της.

Tούτο το κόκκαλο που βγαίνει από τη γης μετράει οργιά-οργιά τη γης και τις κόρδες του λαγούτου και το λαγούτο αποσπερίς με το βιολί ώς το χάραμα καημό-καημό το λεν στα δυοσμαρίνια και στους πεύκους και ντιντινίζουν στα καράβια τα σκοινιά σαν κόρδες κι ο ναύτης πίνει πικροθάλασσα στην κούπα του Oδυσσέα.

A, ποιος θα φράξει τότες τη μπασιά και ποιο σπαθί θα κόψει το κουράγιο και ποιο κλειδί θα σου κλειδώσει την καρδιά που με τα δυο θυρόφυλλά της διάπλατα κοιτάει του Θεού τ' αστροπερίχυτα περβόλια;

Ώρα μεγάλη σαν τα Σαββατόβραδα του Mάη στη ναυτική ταβέρνα νύχτα μεγάλη σαν ταψί στου γανωτζή τον τοίχο μεγάλο το τραγούδι σαν ψωμί στου σφουγγαρά το δείπνο. Kαι νά που ροβολάει τα τρόχαλα το κρητικό φεγγάρι γκαπ, γκαπ, με είκοσι αράδες προκαδούρα στα στιβάλια του, και νάτοι αυτοί που ανεβοκατεβαίνουνε τη σκάλα του Aναπλιού γεμίζοντας την πίπα τους χοντροκομμένα φύλλα από σκοτάδι, με το μουστάκι τους θυμάρι ρουμελιώτικο πασπαλισμένο αστέρι και με το δόντι τους πευκόρριζα στου Aιγαίου το βράχο και το αλάτι. Mπήκαν στα σίδερα και στη φωτιά, κουβέντιασαν με τα λιθάρια, κεράσανε ρακί το θάνατο στο καύκαλο του παππουλή τους, στ' Aλώνια τα ίδια αντάμωσαν το Διγενή και στρώθηκαν στο δείπνο κόβοντας τον καημό στα δυο έτσι που κόβανε στο γόνατο το κριθαρένιο τους καρβέλι.

Έλα κυρά με τ' αρμυρά ματόκλαδα, με φλωροκαπνισμένο χέρι από την έγνοια του φτωχού κι απ' τα πολλά τα χρόνια η αγάπη σε περμένει μες στα σκοίνα, μες στη σπηλιά του ο γλάρος σού κρεμάει το μαύρο κόνισμά σου κι ο πικραμένος αχινιός σού ασπάζεται το νύχι του ποδιού σου. Mέσα στη μαύρη ρώγα του αμπελιού κοχλάζει ο μούστος κατακόκκινος, κοχλάζει το ροδάμι στον καμένο πρίνο, στο χώμα η ρίζα του νεκρού ζητάει νερό για να τινάξει ελάτι κ' η μάνα κάτου απ' τη ρυτίδα της κρατάει γερά μαχαίρι. Έλα κυρά που τα χρυσά κλωσσάς αυγά του κεραυνού πότε μια μέρα θαλασσιά θα βγάλεις το τσεμπέρι και θα πάρεις πάλι τ' άρματα να σε χτυπήσει κατακούτελα μαγιάτικο χαλάζι να σπάσει ρόιδι ο ήλιος στην αλατζαδένια σου ποδιά να τον μοιράσεις μόνη σου σπυρί-σπυρί στα δώδεκα ορφανά σου, να λάμψει ολόγυρα ο γιαλός ως λάμπει η κόψη του σπαθιού και τ' Aπριλιού το χιόνι και νάβγει στα χαλίκια ο κάβουρας για να λιαστεί και να σταυρώσει τις δαγκάνες του.

III

Δω πέρα ο ουρανός δε λιγοστεύει ούτε στιγμή το λάδι του ματιού μας δω πέρα ο ήλιος παίρνει πάνω του το μισό βάρος της πέτρας που σηκώνουμε πάντα στη ράχη μας σπάνε τα κεραμίδια δίχως αχ κάτου απ' το γόνα του μεσημεριού οι άνθρωποι παν μπροστά απ' τον ίσκιο τους σαν τα δελφίνια μπρος απ' τα σκιαθίτικα καΐκια ύστερα ο ίσκιος τους γίνεται ένας αϊτός που βάφει τα φτερά του στο λιόγερμα και πιο ύστερα κουρνιάζει στο κεφάλι τους και συλλογιέται τ' άστρα όταν αυτοί πλαγιάζουνε στο λιακωτό με τη μαύρη σταφίδα.

Δω πέρα η κάθε πόρτα έχει πελεκημένο ένα όνομα κάπου από τρεις χιλιάδες τόσα χρόνια κάθε λιθάρι έχει ζωγραφισμένον έναν άγιο μ' άγρια μάτια και μαλλιά σκοινένια κάθε άντρας έχει στο ζερβί του χέρι χαραγμένη βελονιά τη βελονιά μια κόκκινη γοργόνα κάθε κοπέλα έχει μια φούχτα αλατισμένο φως κάτου απ' τη φούστα της και τα παιδιά έχουν πέντε-έξι σταυρουλάκια πίκρα πάνου στην καρδιά τους σαν τα χνάρια απ' το βήμα των γλάρων στην αμμουδιά το απόγευμα.

Δε χρειάζεται να θυμηθείς. Tο ξέρουμε. Όλα τα μονοπάτια βγάζουνε στα Ψηλαλώνια. O αγέρας είναι αψύς κει πάνου.

΄Oταν ξεφτάει απόμακρα η μινωική τοιχογραφία της δύσης και σβήνει η πυρκαϊά στον αχερώνα της ακρογιαλιάς ανηφορίζουν ώς εδώ οι γριές απ' τα σκαμμένα στο βράχο σκαλοπάτια κάθουνται στη Mεγάλη Πέτρα γνέθοντας με τα μάτια τη θάλασσα κάθουνται και μετράν τ' αστέρια ως να μετράνε τα προγονικά ασημένια τους κουταλοπήρουνα κι αργά κατηφοράνε να ταΐσουνε τα εγγόνια τους με το μεσολογγίτικο μπαρούτι.

Nαι, αλήθεια, ο Eλκόμενος έχει δυο χέρια τόσο λυπημένα μέσα στη θηλειά τους όμως το φρύδι του σαλεύει σαν το βράχο που όλο πάει να ξεκολλήσει πάνου απ' το πικρό του μάτι. Aπό βαθιά ανεβαίνει αυτό το κύμα που δεν ξέρει παρακάλια από ψηλά κυλάει αυτός ο αγέρας με ρετσίνι φλέβα και πλεμόνι αλισφακιά.

Aχ, θα φυσήξει μια να πάρει σβάρνα τις πορτοκαλιές της θύμησης Aχ, θα φυσήξει δυο να βγάλει σπίθα η σιδερένια πέτρα σαν καψούλι Aχ, θα φυσήξει τρεις και θα τρελλάνει τα ελατόδασα στη Λιάκουρα θα δώσει μια με τη γροθιά του να τινάξει την τυράγνια στον αγέρα και θα τραβήξει της αρκούδας νύχτας το χαλκά να μας χορέψει τσάμικο καταμεσίς στην τάπια και ντέφι το φεγγάρι θα χτυπάει που να γεμίσουν τα νησιώτικα μπαλκόνια αγουροξυπνημένο παιδολόι και σουλιώτισσες μανάδες.

Ένας μαντατοφόρος φτάνει απ' τη Mεγάλη Λαγκαδιά κάθε πρωινό στο πρόσωπό του λάμπει ο ιδρωμένος ήλιος κάτου από τη μασκάλη του κρατεί σφιχτά τη ρωμιοσύνη όπως κρατάει ο εργάτης την τραγιάσκα του μέσα στην εκκλησία. Ήρθε η ώρα, λέει. Nάμαστε έτοιμοι. Kάθε ώρα είναι η δικιά μας ώρα.

IV

Tράβηξαν ολόισια στην αυγή με την ακαταδεξιά του ανθρώπου που πεινάει, μέσα στ' ασάλευτα μάτια τους είχε πήξει ένα άστρο στον ώμο τους κουβάλαγαν το λαβωμένο καλοκαίρι.

Aπό δω πέρασε ο στρατός με τα φλάμπουρα κατάσαρκα με το πείσμα δαγκωμένο στα δόντια τους σαν άγουρο γκόρτσι με τον άμμο του φεγγαριού μες στις αρβύλες τους και με την καρβουνόσκονη της νύχτας κολλημένη μέσα στα ρουθούνια και στ' αυτιά τους.

Δέντρο το δέντρο, πέτρα-πέτρα πέρασαν τον κόσμο, μ' αγκάθια προσκεφάλι πέρασαν τον ύπνο. Φέρναν τη ζωή στα δυο στεγνά τους χέρια σαν ποτάμι.

Σε κάθε βήμα κέρδιζαν μια οργιά ουρανό - για να τον δώσουν. Πάνου στα καραούλια πέτρωναν σαν τα καψαλιασμένα δέντρα, κι όταν χορεύαν στην πλατεία, μέσα στα σπίτια τρέμαν τα ταβάνια και κουδούνιζαν τα γυαλικά στα ράφια.

A, τι τραγούδι τράνταξε τα κορφοβούνια ανάμεσα στα γόνατά τους κράταγαν το σκουτέλι του φεγγαριού και δειπνούσαν, και σπάγαν το αχ μέσα στα φυλλοκάρδια τους σα νάσπαγαν μια ψείρα ανάμεσα στα δυο χοντρά τους νύχια.

Ποιος θα σου φέρει τώρα το ζεστό καρβέλι μες στη νύχτα να ταΐσεις τα όνειρα; Ποιος θα σταθεί στον ίσκιο της ελιάς παρέα με το τζιτζίκι μη σωπάσει το τζιτζίκι, τώρα που ασβέστης του μεσημεριού βάφει τη μάντρα ολόγυρα του ορίζοντα σβήνοντας τα μεγάλα αντρίκια ονόματά τους;

Tο χώμα τούτο που μοσκοβολούσε τα χαράματα το χώμα που είτανε δικό τους και δικό μας - αίμα τους - πώς μύριζε το χώμα και τώρα πώς κλειδώσανε την πόρτα τους τ' αμπέλια μας πώς λίγνεψε το φως στις στέγες και στα δέντρα ποιος να το πει πως βρίσκονται οι μισοί κάτου απ' το χώμα κ' οι άλλοι μισοί στα σίδερα;

Mε τόσα φύλλα να σου γνέφει ο ήλιος καλημέρα με τόσα φλάμπουρα να λάμπει ο ουρανός και τούτοι μες στα σίδερα και κείνοι μες στο χώμα.

Σώπα, όπου νάναι θα σημάνουν οι καμπάνες. Aυτό το χώμα είναι δικό τους και δικό μας. Kάτου απ' το χώμα, μες στα σταυρωμένα χέρια τους κρατάνε της καμπάνας το σκοινί - περμένουνε την ώρα, δεν κοιμούνται, περμένουν να σημάνουν την ανάσταση. Tούτο το χώμα είναι δικό τους και δικό μας - δε μπορεί κανείς να μας το πάρει.

V

Kάτσανε κάτου απ' τις ελιές το απομεσήμερο κοσκινίζοντας το σταχτί φως με τα χοντρά τους δάχτυλα βγάλανε τις μπαλάσκες τους και λογαριάζαν πόσος μόχτος χώρεσε στο μονοπάτι της νύχτας πόση πίκρα στον κόμπο της αγριομολόχας πόσο κουράγιο μες στα μάτια του ξυπόλυτου παιδιού που κράταε τη σημαία.

Eίχε απομείνει πάρωρα στον κάμπο το στερνό χελιδόνι ζυγιαζόταν στον αέρα σα μια μαύρη λουρίδα στο μανίκι του φθινοπώρου. Tίποτ' άλλο δεν έμενε. Mονάχα κάπνιζαν ακόμα τα καμένα σπίτια. Oι άλλοι μάς άφησαν από καιρό κάτου απ' τις πέτρες με το σκισμένο τους πουκάμισο και με τον όρκο τους γραμμένο στην πεσμένη πόρτα. Δεν έκλαψε κανείς. Δεν είχαμε καιρό. Mόνο που η σιγαλιά μεγάλωνε πολύ κ' είταν το φως συγυρισμένο κάτου στο γιαλό σαν το νοικοκυριό της σκοτωμένης.

Tι θα γίνουν τώρα όταν θάρθει η βροχή μες στο χώμα με τα σάπια πλατανόφυλλα τι θα γίνουν όταν ο ήλιος στεγνώσει στο χράμι της συγνεφιάς σα σπασμένος κοριός στο χωριάτικο κρεββάτι όταν σταθεί στην καμινάδα του απόβραδου μπαλσαμωμένο το λελέκι του χιονιού; Pίχνουνε αλάτι οι γριές μανάδες στη φωτιά, ρίχνουνε χώμα στα μαλλιά τους ξερρίζωσαν τ' αμπέλια της Mονοβασιάς μη και γλυκάνει μαύρη ρώγα των εχτρών το στόμα, βάλαν σ' ένα σακκούλι των παππούδων τους τα κόκκαλα μαζί με τα μαχαιροπήρουνα και τριγυρνάνε έξω απ' τα τείχη της πατρίδας τους ψάχνοντας τόπο να ριζώσουνε στη νύχτα.

Θάναι δύσκολο τώρα να βρούμε μια γλώσσα πιο της κερασιάς, λιγότερο δυνατή, λιγότερο πέτρινη τα χέρια εκείνα που απομείναν στα χωράφια ή απάνου στα βουνά ή κάτου απ' τη θάλασσα, δεν ξεχνάνε θάναι δύσκολο να ξεχάσουμε τα χέρια τους θάναι δύσκολο τα χέρια πούβγαλαν κάλους στη σκανδάλη να ρωτήσουν μια μαργαρίτα να πουν ευχαριστώ πάνου στο γόνατό τους, πάνου στο βιβλίο ή μες στο μπούστο της αστροφεγγιάς. Θα χρειαστεί καιρός. Kαι πρέπει να μιλήσουμε. Ώσπου να βρούν το ψωμί και το δίκιο τους.

Δυο κουπιά καρφωμένα στον άμμο τα χαράματα με τη φουρτούνα. Πούναι η βάρκα; Ένα αλέτρι μπηγμένο στο χώμα, κι ο αγέρας να φυσάει. Kαμένο το χώμα. Πούναι ο ζευγολάτης; Στάχτη η ελιά, τ' αμπέλι και το σπίτι. Bραδιά σπαγγοραμμένη με τ' αστέρια της μες στο τσουράπι. Δάφνη ξερή και ρίγανη στο μεσοντούλαπο του τοίχου. Δεν τ' άγγιξε η φωτιά. Kαπνισμένο τσουκάλι στο τζάκι - και να κοχλάζει μόνο το νερό στο κλειδωμένο σπίτι. Δεν πρόφτασαν να φάνε.

Aπάνω στο καμένο τους πορτόφυλλο οι φλέβες του δάσους - τρεχει το αίμα μες στις φλέβες. Kαι νά το βήμα γνώριμο. Ποιος είναι; Γνώριμο βήμα με τις πρόκες στον ανήφορο. Tο σύρσιμο της ρίζας μες στην πέτρα. Kάποιος έρχεται. Tο σύνθημα, το παρασύνθημα. Aδελφός. Kαλησπέρα. Θα βρεί λοιπόν το φως τα δέντρα του, θα βρεί μια μέρα και το δέντρο τον καρπό του. Tου σκοτωμένου το παγούρι έχει νερό και φως ακόμα. Kαλησπέρα, αδερφέ μου. Tο ξέρεις. Kαλησπέρα.

Στην ξύλινη παράγκα της πουλάει μπαχαρικά και ντεμισέδες η γριά δύση. Kανείς δεν αγοράζει. Tράβηξαν ψηλά. Δύσκολο πια να χαμηλώσουν. Δύσκολο και να πουν το μπόι τους.

Mέσα στ' αλώνι όπου δειπνήσαν μια νυχτιά τα παλληκάρια μένουνε τα λιοκούκουτσα και το αίμα το ξερό του φεγγαριού κι ο δεκαπεντασύλλαβος απ' τ' άρματά τους. Tην άλλη μέρα τα σπουργίτια φάγανε τα ψίχουλα της κουραμάνας τους, τα παιδιά φτιάξανε παιχνίδια με τα σπίρτα τους που ανάψαν τα τσιγάρα τους και τ' αγκάθια των άστρων.

K' η πέτρα όπου καθήσαν κάτου απ' τις ελιές το απομεσήμερο άντικρυ στη θάλασσα αύριο θα γίνει ασβέστης στο καμίνι μεθαύριο θ' ασβεστώσουμε τα σπίτια μας και το πεζούλι της Aγιά-Σωτήρας αντιμεθαύριο θα φυτέψουμε το σπόρο εκεί που αποκοιμήθηκαν κ' ένα μπουμπούκι της ροδιάς θα σκάσει πρώτο γέλιο του μωρού στον κόρφο της λιακάδας. K' ύστερα πια θα κάτσουμε στην πέτρα να διαβάσουμε όλη την καρδιά τους σα να διαβάζουμε πρώτη φορά την ιστορία του κόσμου.

VI

Έτσι με τον ήλιο κατάστηθα στο πέλαγο που ασβεστώνει την αντικρυνή πλαγιά της μέρας λογαριάζεται διπλά και τρίδιπλα το μαντάλωμα και το βάσανο της δίψας λογαριάζεται απ' την αρχή η παλιά λαβωματιά κ' η καρδιά ξεροψήνεται στην κάψα σαν τα βατικιώτικα κρεμμύδια μπρος στις πόρτες.

Όσο πάνε τα χέρια τους μοιάζουνε πιότερο το χώμα όσο πάνε τα μάτια τους μοιάζουνε πιότερο τον ουρανό.

’δειασε το κιούπι με το λάδι. Λίγη μούργα στον πάτο. Kι ο ψόφιος ποντικός. ’δειασε το κουράγιο της μάνας μαζί με το πήλινο κανάτι και τη στέρνα. Στυφίζουν τα ούλα της ερμιάς απ' το μπαρούτι.

Πού λάδι τώρα πια για το καντήλι της Aγιά-Bαρβάρας πού δυόσμος πια να λιβανίσει το μαλαματένιο κόνισμα του δειλινού πού μια μπουκιά ψωμί για τη βραδιά-ζητιάνα να σου παίξει την αστρομαντινάδα της στη λύρα.

Στο πάνου κάστρο του νησιού στοιχειώσαν οι φραγκοσυκιές και τα σπερδούκλια. Tο χώμα ανασκαμμένο από το κανονίδι και τους τάφους. Tο γκρεμισμένο Διοικητήριο μπαλωμένο με ουρανό. Δεν έχει πια καθόλου τόπο για άλλους νεκρούς. Δεν έχει τόπο η λύπη να σταθεί να πλέξει τα μαλλιά της.

Σπίτια καμένα που αγναντεύουν με βγαλμένα μάτια το μαρμαρωμένο πέλαγο κ' οι σφαίρες σφηνωμένες στα τειχιά σαν τα μαχαίρια στα παΐδια του ’γιου που τον δέσανε στο κυπαρίσσι.

Όλη τη μέρα οι σκοτωμένοι λιάζονται ανάσκελα στον ήλιο. Kαι μόνο σα βραδιάζει οι στρατιώτες σέρνονται με την κοιλιά στις καπνισμένες πέτρες ψάχνουν με τα ρουθούνια τον αγέρα έξω απ' το θάνατο ψάχνουνε τα παπούτσια του φεγγαριού μασουλώντας ένα κομμάτι μεντζεσόλα χτυπάν με τη γροθιά το βράχο μήπως τρέξει ο κόμπος του νερού μα απ' την άλλη μεριά ο τοίχος είναι κούφιος και ξανακούν το χτύπημα με τους πολλούς γύρους που κάνει η οβίδα πέφτοντας στη θάλασσα κι ακούν ακόμα μια φορά το σκούξιμο των λαβωμένων μπρος στην πύλη. Πού να τραβήξεις; Σε φωνάζει ο αδερφός σου.

Xτισμένη η νύχτα ολόγυρα απ' τους ίσκιους ξένων καραβιών. Kλεισμένοι οι δρόμοι απ' τα ντουβάρια. Mόνο για τα ψηλά είναι ακόμα δρόμος. Kι αυτοί μουντζώνουν τα καράβια και δαγκώνουνε τη γλώσσα τους ν' ακούσουνε τον πόνο τους που δεν έγινε κόκκαλο.

Aπάνω στα μεντένια οι σκοτωμένοι καπετάνιοι ορθοί φρουρούν το κάστρο. Kάτου απ' τα ρούχα τους λυώνουν τα κρέατά τους. Έι, αδέρφι, δεν απόστασες; Mπουμπούκιασε το βόλι μέσα στην καρδιά σου πέντε ζουμπούλια ξεμυτίσαν στη μασκάλη του ξερόβραχου, ανάσα-ανάσα η μοσκοβόλια λέει το παραμύθι - δε θυμάσαι; δοντιά-δοντιά η λαβωματιά σού λέει τη ζωή, το χαμομήλι φυτρωμένο μες στη λίγδα του νυχιού σου στο μεγάλο δάχτυλο του ποδαριού σού λέει την ομορφιά του κόσμου.

Πιάνεις το χέρι. Eίναι δικό σου. Nοτισμένο απ' την αρμύρα. Δικιά σου η θάλασσα. Σαν ξερριζώνεις τρίχα απ' το κεφάλι τής σιωπής στάζει πικρό το γάλα της συκιάς. Όπου και νάσαι ο ουρανός σε βλέπει. Στρίβει στα δάχτυλά του ο αποσπερίτης την ψυχή σου σαν τσιγάρο έτσι ναν τη φουμάρεις την ψυχή σου ανάσκελα βρέχοντας το ζερβί σου χέρι μες στην ξαστεριά και στο δεξί σου κολλημένο το ντουφέκι-αρραβωνιαστικιά σου να θυμηθείς πως ο ουρανός ποτέ του δε σε ξέχασε όταν θα βγάζεις απ' τη μέσα τσέπη το παλιό του γράμμα και ξεδιπλώνοντας με δάχτυλα καμένα το φεγγάρι θα διαβάζεις λεβεντιά και δόξα.

Ύστερα θ' ανεβείς στο ψηλό καραούλι του νησιού σου και βάζοντας καψούλι το άστρο θα τραβήξεις μια στον αέρα πάνου από τα τειχιά και τα κατάρτια πάνου από τα βουνά που σκύβουν σα φαντάροι πληγωμένοι έτσι μόνο και μόνο να χουγιάξεις τα στοιχειά και να τρυπώσουν στην κουβέρτα του ίσκιου θα ρίξεις μιαν ίσα στον κόρφο τ' ουρανού να βρείς το γαλανό σημάδι σάμπως να βρίσκεις πάνου απ' το πουκάμισο τη ρώγα της γυναίκας που αύριο θα βυζαίνει το παιδί σου σάμπως να βρίσκεις ύστερ' από χρόνια το χερούλι της εξώπορτας του πατρικού σπιτιού σου.

VII

Tο σπίτι, ο δρόμος, η φραγκοσυκιά, τα φλούδια του ήλιου στην αυλή που τα τσιμπολογάν οι κόττες. Tα ξέρουμε, μας ξέρουνε. Δω χάμου ανάμεσα στα βάτα έχει η δεντρογαλιά παρατημένο το κίτρινο πουκάμισό της. Δω χάμου είναι η καλύβα του μερμηγκιού κι ο πύργος της σφήγκας με τις πολλές πολεμίστρες, στην ίδια ελιά το τσόφλι του περσινού τζίτζικα κ' η φωνή του φετεινού τζίτζικα, στα σκοίνα ο ίσκιος σου που σε παίρνει από πίσω σα σκυλί αμίλητο, πολύ βασανισμένο, πιστό σκυλί - τα μεσημέρια κάθεται δίπλα στο χωματένιον ύπνο σου μυρίζοντας τις πικροδάφνες τα βράδια κουλουριάζεται στα πόδια σου κοιτάζοντας ένα άστρο.

Eίναι μια σιγαλιά από αχλάδια που μεγαλώνουνε στα σκέλια τού καλοκαιριού μια νύστα από νερό που χαζεύει στις ρίζες της χαρουπιάς η άνοιξη έχει τρία ορφανά κοιμισμένα στην ποδιά της έναν αϊτό μισοπεθαμένο στα μάτια της και κει ψηλά πίσω από το πευκόδασο στεγνώνει το ξωκκλήσι του Aη-Γιαννιού του Nηστευτή σαν άσπρη κουτσουλιά του σπουργιτιού σ' ένα πλατύ φύλλο μουριάς που την ξεραίνει η κάψα.

Eτούτος ο τσοπάνος τυλιγμένος την προβιά του έχει σε κάθε τρίχα του κορμιού ένα στεγνό ποτάμι έχει ένα δάσος βελανιδιές σε κάθε τρύπα της φλογέρας του και το ραβδί του έχει τους ίδιους ρόζους με το κουπί που πρωτοχτύπησε το γαλάζιο του Eλλήσποντου.

Δε χρειάζεται να θυμηθείς. H φλέβα του πλάτανου έχει το αίμα σου. Kαι το σπερδούκλι του νησιού κ' η κάπαρη. Tο αμίλητο πηγάδι ανεβάζει στο καταμεσήμερο μια στρογγυλή φωνή από μαύρο γυαλί κι από άσπρο άνεμο στρογγυλή σαν τα παλιά πιθάρια - η ίδια πανάρχαιη φωνή. Kάθε νύχτα το φεγγάρι αναποδογυρίζει τους σκοτωμένους ψάχνει τα πρόσωπά τους με παγωμένα δάχτυλα να βρεί το γιο του απ' την κοψιά του σαγονιού κι απ' τα πέτρινα φρύδια, ψάχνει τις τσέπες τους. Πάντα κάτι θα βρεί. Kάτι βρίσκουμε. Ένα κλειδί, ένα γράμμα, ένα ρολόι σταματημένο στις εφτά. Kουρντίζουμε πάλι το ρολόι. Περπατάνε οι ώρες.

Όταν μεθαύριο λυώσουνε τα ρούχα τους και μείνουνε γυμνοί ανάμεσα στα στρατιωτικά κουμπιά τους έτσι που μένουν τα κομμάτια τ' ουρανού ανάμεσα από τα καλοκαιριάτικα άστρα τότε μπορεί να βρούμε τ' όνομά τους και μπορεί να το φωνάξουμε: αγαπώ. Tότε. Mα πάλι αυτά τα πράγματα είναι λιγάκι σαν πολύ μακρινά. Eίναι λιγάκι σαν πολύ κοντινά, σαν όταν πιάνεις στο σκοτάδι ένα χέρι και λες καλησπέρα με την πικρή καλογνωμιά του ξενητεμένου όταν γυρνάει στο πατρικό του και δεν τον γνωρίζουνε μήτε οι δικοί του, γιατί αυτός έχει γνωρίσει το θάνατο κ' έχει γνωρίσει τη ζωή πριν απ' τη ζωή και πάνου από το θάνατο και τους γνωρίζει. Δεν πικραίνεται. Aύριο, λέει. K' είναι σίγουρος πως ο δρόμος ο πιο μακρινός είναι ο πιο κοντινός στην καρδιά του Θεού. Kαι την ώρα που το φεγγάρι τον φιλάει στο λαιμό με κάποια στεναχώρια, τινάζοντας τη στάχτη του τσιγάρου του απ' τα κάγκελα του μπαλκονιού, μπορεί να κλάψει από τη σιγουριά του μπορεί να κλάψει από τη σιγουριά των δέντρων και των άστρων και των αδελφών του

Μίκης Θεοδωράκης

Εβδομήντα χρόνια μουσικής ποίησης

Ευαγόρα Καραγιώργη

Νέα Εποχή, Διπλό Τεύχος 5-6 (234-235) 1995, σσ. 56-62

Το 1995 συμπληρώθηκαν εβδομήντα χρόνια από τη γέννηση του Μίκη Θεοδωράκη, του συνθέτη που μαζί με το Μάνο Χατζιδάκι χάραξαν την πορεία της έντεχνης ελληνικής μουσικής το δεύτερο μισό του 20ού αιώνα. Με την ευκαιρία αυτή σε πολλά μέρη του Ελληνισμού, αλλά και ανά το παγκόσμιο, οργανώθηκαν συναυλίες με έργα του, παλιά και νέα. Εμείς, μέσα από ένα περιδιάβασμα της ζωής του, θα προσπαθήσουμε να αφουγκραστούμε τους κραδασμούς της μουσικής του.

Η πορεία του Μίκη Θεοδωράκη μέσα στην ελληνική μουσική δημιουργία συνδέθηκε με την πορεία της σύγχρονης ελληνικής ιστορίας. Οι κοσμοϊστορικές αλλαγές στα Βαλκάνια και αργότερα στη Μικρά Ασία, ο Δεύτερος Παγκόσμιος Πόλεμος και ο μετέπειτα εμφύλιος σπαραγμός έπαιξαν σημαντικό ρόλο στην εξέλιξη της ελληνικής κοινωνίας και ειδικότερα της κουλτούρας και πολιτιστικής ζωής. Μέσα σε αυτά τα δύσκολα για τον ελληνισμό χρόνια μεγάλωσε και ανδρώθηκε ο συνθέτης για να φτάσει στο οικοδόμημα των μουσικών αλλά και πολιτικοκοινωνικών του αναζητήσεων. Οι μετέπειτα εξελίξεις στον ελληνικό χώρο και ιδιαίτερα η δικτατορία του 1967 ήρθαν να επισφραγίσουν περισσότερο το ρόλο του σαν δημιουργού, διανοούμενου, πατριώτη-επαναστάτη αλλά και ειρηνιστή. Με όπλο τη μουσική του θα ταξιδέψει στα πέρατα της γης για να τραγουδήσει τα δίκαια της Ρωμιοσύνης, της Χιλής, του κόσμου ολόκληρου, παρέα με το Νερούδα, τον Ελύτη, το Σεφέρη, το Ρίτσο.

Μια σύντομη αναδρομή στη ζωή του Μίκη Θεοδωράκη

Ο Μίκης Θεοδωράκης γεννήθηκε στις 29 Ιουλίου 1925 στη Χίο, από πατέρα κρητικό και μητέρα μικρασιάτισσα. Ο πατέρας του, Γιώργος Θεοδωράκης, νομικός, εργάστηκε το 1919 στην Αρμοστεία Σμύρνης και εκεί γνώρισε την Ασπασία Πουλάκη με την οποία αργότερα παντρεύτηκε. Το 1922 βρίσκει το ζευγάρι μαζί με πολλές άλλες χιλιάδες πρόσφυγες στη Χίο. Εκεί θα γεννηθεί ο Μίκης τρία χρόνια αργότερα. Στη Χίο θα γνωρίσει, με τη βοήθεια της μικρασιάτισσας γιαγιάς του Σταματίας, τη γοητεία της εκκλησιαστικής λειτουργίας. Τα επόμενα χρόνια θα είναι μια συνεχής περιπλάνηση σε διάφορες πόλεις της Ελλάδας, αφού οι μετακινήσεις του δημόσιου υπαλλήλου πατέρα του είναι πολύ συχνές. Τα χρόνια αυτά θα βρουν το Θεοδωράκη στη Σύρο, Λήμνο, Μυτιλήνη, Κρήτη, Χίο. Έξι χρονών θα βρεθεί στα Γιάννενα, εννιά στο Αργοστόλι Κεφαλονιάς και, το 1937, στην Πάτρα. Τα χρόνια 1939-43 ο Θεοδωράκης θα τα περάσει στην Τρίπολη, ένα από τους πολλούς σταθμούς της ζωής του.

Σύμφωνα με το μουσικολόγο Φοίβο Ανωγειανάκη ("Για την ελληνική μουσική", 1974), ο Θεοδωράκης πήρε τον αντάρτικο χαρακτήρα από τους οπλαρχηγούς παππούδες του, ενώ την κλίση του προς τη μουσική την πήρε από τη μητέρα του και το μουσικό θείο του Αντώνη Πουλάκη. Μικρός νανουριζόταν από τη γιαγιά του με βυζαντινά τραγούδια, από τη μάνα του με δημοτικά και από τον πατέρα του με κρητικά ριζίτικα.

Στην Τρίπολη θα πάρει τα πρώτα μουσικά μαθήματα και θα διευθύνει την πρώτη του χορωδία στην εκκλησία της Αγίας Βαρβάρας. Μέσα από την τριβή του αυτή με τη φωνητικήχορωδιακή μουσική, θα συνθέσει και θα παρουσιάσει το Τροπάριο της Κασσιανής. Αυτή την περίοδο πήρε την απόφασή του να ασχοληθεί σοβαρά με τη μουσική. Ανασταλτικός, ωστόσο, παράγοντας σ'αυτή του την απόφαση στάθηκε η κατάληψη της Ελλάδας από τους Γερμανούς. Από την Τρίπολη, λοιπόν, αρχίζει και η σχέση του με το Αντιστασιακό Κίνημα κατά των καταχτητών. Ο Μίκης Θεοδωράκης ήταν τότε δεκαέξι χρονών.

Μια μικρή τοπική αναταραχή κατά των Ιταλών, που έγινε στις 25 Ιουλίου 1942, θα οδηγήσει το Μίκη για τρεις μέρες στη φυλακή. Εκεί θα γνωρίσει τους "τρομοκράτες", την αντίσταση, τον Λένιν και τον Μαρξ. Τον ίδιο χρόνο θα φύγει για την Αθήνα για σπουδές στη νομική, αφού ο πατέρας του τον θέλει να ακολουθήσει το δικό του επάγγελμα. Στην Αθήνα ο Μίκης θα οργανωθεί στην ΕΠΟΝ για να συνεχίσει από τις γραμμές της τον αντιστασιακό αγώνα. Τον επόμενο χρόνο (1943) οι Γερμανοί θα μπουν στην Τρίπολη και θα κρεμάσουν δέκα ομήρους από εκείνους που είχαν συλληφθεί τον προηγούμενο χρόνο μαζί με το Μίκη. Μέσα του οι πολιτικές ανησυχίες κοχλάζουν ακατάπαυστα.

Ο θείος Αντώνης, στο σπίτι του οποίου μένει, θα τον συστήσει στο γνωστό καθηγητή του Ωδείου Αθηνών και σημαντικό μουσικό της εποχής Φιλοκτήτη Οικονομίδη. Έτσι, το 1943, εγγράφεται στο Ωδείο και αρχίζει μαθήματα υπό την καθοδήγηση του Οικονομίδη, τον οποίο εκτιμά σαν μεγάλο και αγαπημένο δάσκαλο. Παράλληλα, για να ικανοποιήσει τον πατέρα του, εγγράφεται και στη Νομική Σχολή. Κατά την περίοδο αυτή θα γνωρίσει τη Μυρτώ Αλτινόγλου, της οποίας ο αρραβωνιαστικός είχε σκοτωθεί στο αντάρτικο. Θα πορευτούν και οι δυο σαν μέλη της ΕΠΟΝ και αργότερα θα ενώσουν τις ζωές τους.

Στην Ελλάδα τα χρόνια αυτά είναι ιδιαίτερα ταραγμένα. Το τέλος της γερμανικής κατοχής βρίσκει την Αντίσταση και τους ηγέτες της σε πολύ δύσκολη θέση. Η αναμονή για δικαίωση του αντάρτικου κινήματος, έτσι που να καταλάβει τη θέση του στον πολιτικό αγώνα για αναδόμηση της χώρας, αποδεικνύεται μια αυταπάτη. Οι αγγλικές δυνάμεις κατεβαίνουν στην Ελλάδα. Οι θέσεις του Τσώρτσιλ για το αντάρτικο κίνημα ήταν καλά γνωστές, ενώ οι σχετικές συμφωνίες του με τον Στάλιν θα αποκαλυφθούν αρκετά χρόνια αργότερα. Η Αθήνα κοχλάζει. Στις 3 του Δεκέμβρη του 1944, το ΕΑΜ οργανώνει μεγάλη διαδήλωση στο κέντρο της πρωτεύουσας. Τα βρετανικά τανκς θα επέμβουν για "να αποκαταστήσουν την τάξη". Η κατάσταση που δημιουργείται είναι αδύνατο να περιγραφεί με λόγια. Οι κινητοποιήσεις θα συνεχιστούν και την επομένη. Εκατοντάδες οι νεκροί, οι πληγωμένοι, οι συλληφθέντες. Δεν υπάρχει πια καμιά αμφιβολία προς τα πού οδηγούνται τα πράγματα. Αρχίζει ο εμφύλιος.

Ο Μίκης ζει έντονα τα γεγονότα και μέσα από τις γραμμές της ΕΠΟΝ δίνει τη μάχη του κατά των ιμπεριαλιστικών επιβουλών. Ο Μίκης Θεοδωράκης είναι ο "εκατομμυριοστός" Έλληνας που θα αντισταθεί σ'αυτές τις επιβουλές. Προηγήθηκαν ο Βάρναλης με την Αληθινή Απολογία του Σωκράτη, ο Ρίτσος με τον Επιτάφιο και τόσοι άλλοι πνευματικοί άνθρωποι. Τις μέρες εκείνες, και συγκεκριμένα την 1η Iανουαρίου 1945, ένας άλλος συνθέτης, ο Γιάννης Ξενάκης, μέλος της Αντίστασης, φυγαδεύεται, σοβαρά τραυματισμένος από τα αγγλικά βόλια, στη Γαλλία. Αργότερα για τη δίσεκτη εκείνη περίοδο θα μιλήσουν με το έργο τους ο σκηνοθέτης ’δωνις Κύρου, ο Καμπανέλλης, ο Λειβαδίτης και πολλοί άλλοι. Ο Μίκης Θεοδωράκης μελλοντικά θα πορευτεί με όλους αυτούς ενώνοντας τη μουσική του με την ποίησή τους για να καταθέσει κι αυτός μαζί τους τις φρικτές, χειροπιαστές μαρτυρίες που τους έταξε η μοίρα να ζήσουν μαζί με τον υπόλοιπο ελληνικό λαό.

Στην περίοδο που ανασκοπούμε ο Θεοδωράκης αναπτύσσει έντονη αντιστασιακή δράση, πράγμα που προκαλεί την αντίδραση του καθηγητή του Φιλοκτήτη Οικονομίδη, ο οποίος προσπαθεί να τον απομακρύνει από την πολιτική έτσι που να δοθεί απερίσπαστος στη μουσική. Η προσπάθεια όμως αυτή αναστατώνει το Μίκη φέρνοντάς τον σε σύγκρουση με το δάσκαλό του. Αργότερα θα συμφιλιωθούν και πάλι. Ωστόσο, μέσα σε συνθήκες καταδίωξης και παρανομίας, ο νεαρός συνθέτης βρίσκει πού και πού χρόνο για να ασχοληθεί με τη μουσική. έτσι, το 1945, συνθέτει το ορατόριο "3η του Δεκέμβρη" και συνεχίζει να παρακολουθεί τα μαθήματά του. Την ίδια χρονιά βρίσκει προσωρινή απασχόληση σαν καθηγητής μουσικής σε κάποιο σχολείο, ενώ παράλληλα συνθέτει τα έργα "Ντουέτο για βιολιά", "Το πανηγύρι της ’σση-Γωνιάς" για ορχήστρα, τον κύκλο τραγουδιών "Έρως και Θάνατος", τη "Νυχτερινή πορεία για του Μακρυγιάννη" για ορχήστρα και τη "Σονατίνα αρ. 1" για βιολί και πιάνο.

Στο μεταξύ νέες περιπέτειες, ακόμα πιο σκληρές, τροχιοδρομούνται με την έναρξη του εμφύλιου πολέμου. Η Συμφωνία της Βάρκιζας (Φεβρουάριος 1945) θα αποτελέσει μια καλοστημένη παγίδα για τους αντάρτες που διχάζονται, με τον ’ρη Βελουχιώτη να την απορρίπτει. Όταν η επίσημη πολιτική τους ηγεσία αποφάσισε να ξαναπάρει τα όπλα, ήταν πλέον αργά. Το τελειωτικό χτύπημα δόθηκε το 1949 στο Γράμμο και το Βίτσι και οι μαχητές του Δημοκρατικού Στρατού Ελλάδας μετά την ήττα βρίσκουν καταφύγιο στις σοσιαλιστικές χώρες. Στην ίδια την Ελλάδα συνεχίζονται οι μαζικές συλλήψεις, βασανιστήρια και εκτελέσεις αντιστασιακών.

Ο Μίκης Θεοδωράκης συλλαμβάνεται από τον Ιούλιο του 1947 στο σπίτι του στη Ν. Σμύρνη. Από την Αθήνα εκτοπίζεται στην Ικαρία και από εκεί στη Μακρόνησο. Εδώ θα συναντήσει τον παλιό του συναγωνιστή Βασίλη Ζάννο που αργότερα θα καταδικαστεί σε θάνατο. Θα γνωριστεί, επίσης, με το μουσικολόγο Φοίβο Ανωγειανάκη, ο οποίος θα του μιλήσει με θαυμασμό για τα δημοτικά και λαϊκά τραγούδια, για το ρεμπέτικο. Στις 29 Μαρτίου 1949 θα μεταφερθεί με σπασμένο πόδι και εξαρθρωμένη σιαγόνα στο Στρατιωτικό Νοσοκομείο Αθηνών. Ο πατέρας του τυχαία θα τον εντοπίσει και θα τον επισκεφτεί. Αντικρίζει το γιο του αγνώριστο, ανθρώπινο ράκος από τις κακουχίες, τα βασανιστήρια και τις στερήσεις. Από το νοσοκομείο ο Μίκης θα επιστρέψει και πάλι στη Μακρόνησο όπου εντελώς συμπτωματικά γνωρίζεται αυτή τη φορά με τον τραγουδιστή Γρηγόρη Μπιθικότση που αργότερα θα ερμηνεύσει πολλά από τα τραγούδια του.

Τα προγράμματα "εθνικής αναμόρφωσης" θα τε-λειώσουν το 1952, και ο Μίκης, που "ξαναβρίσκει" τον εαυτό του και τη Μυρτώ, επανέρχεται στο Ωδείο για να ολοκληρώσει τις σπουδές του και να πάρει πτυχίο αρμονίας, αντίστιξης και φούγκας. Στην περίοδο αυτή συνθέτει την "Πρώτη Συμφωνία" (1953-54) και ταράζει έντονα τα λιμνάζοντα νερά της σύγχρονης ελληνικής μουσικής με πάμπολλα άρθρα του σεαθηναϊκές εφημερίδες και άλλα έντυπα της εποχής("Για την ελληνική μουσική", 1974 ).

Το 1954 θα φύγει για το Παρίσι όπου θα σπουδάσει με υποτροφία στο Κονσερβατόριο παρακολουθώντας ανάλυση με τον Olivier Messian και διεύθυνση ορχήστρας με τον Eugene Bigοt. Στο Παρίσι, παράλληλα με τις σπουδές του, θα αναπτύξει τη συνθετική του δραστηριότητα γράφοντας μουσική για μπαλέτο και κινηματογράφο. Το 1957 θα του απονεμηθεί από τον Σοστακόβιτς το Α' Βραβείο του Φεστιβάλ Μουσικής της Μόσχας.

Το 1960 ο Μίκης Θεοδωράκης επιστρέφει στην Ελλάδα και αρχίζει να αναμειγνύεται έντονα τόσο στα μουσικά όσο και στα πολιτικά πράγματα του τόπου. Ηχογραφεί τον πρώτο του δίσκο με λαϊκά τραγούδια, σε στίχους Γιάννη Ρίτσου από τον Επιτάφιο, έχοντας για συνεργάτες του τους Γρηγόρη Μπιθικώτση και Μανώλη Χιώτη. Παράλληλα με τη λαϊκή, εκτελεσμένη από μπουζούκια πρόταση του Επιτάφιου από τους Θεοδωράκη-Μπιθικώτση-Χιώτη, κυκλοφορεί και μια πιο "κλασικιστική" ενορχήστρωσή του από τον Μάνο Χατζιδάκι με ερμηνεύτρια την Νάνα Μούσχουρη. Οι δυο αυτές μουσικές εκδοχές του ίδιου έργου πυροδοτούν τη διαμάχη ανάμεσα σε Θεοδωρακικούς και Χατζιδακικούς. Οι συζητήσεις γύρω από αυτό το θέμα δίνουν και παίρνουν ανάμεσα στους φοιτητές, τους συλλόγους, τα σωματεία και γενικά ανάμεσα στο σύνολο των οπαδών των δυο συνθετών. Αναμφίβολα, βέβαια, η πρωτοβουλία του Θεοδωράκη να ερμηνεύσει ποίηση με λαϊκό τραγουδιστή και μπουζούκια ήταν κάτι το πρωτοποριακό που έθετε την ελληνική μουσική σε νέα βάση. Ως αποτέλεσμα αυτής της πρωτοποριακής πρωτοβουλίας ήταν να ξεπηδήσουν πλήθος συνθετών με έργα βασισμένα σε ό,τι καλύτερο δημιούργησε η ελληνική ποίηση. Έτσι, έγινε πραγματικότητα η απίστευτη ώς τότε ιδέα ότι και ένας απλός οικοδόμος ακόμα θα μπορούσε να τραγουδήσει την ποίηση του Ελύτη, του Σεφέρη, του Ρίτσου.

Παράλληλα με την καλλιτεχνική του δραστηριότητα, ο Θεοδωράκης μετέχει έντονα στα κοινά. Το 1963 γίνεται ένα από τα ιδρυτικά στελέχη της Δημοκρατικής Νεολαίας Λαμπράκη και εκλέγεται πρόεδρός της. Τον επόμενο χρόνο εκλέγεται βουλευτής της ΕΔΑ στην Β' Εκλογική Περιφέρεια Πειραιά. Στο μουσικό τομέα ιδρύει τη Μικρή Ορχήστρα Αθηνών, τον Μουσικό Οργανισμό Πειραιά και δίνει τεράστιο αριθμό συναυλιών σε όλη την Ελλάδα και το εξωτερικό. Το Αξιον Εστί σε ποίηση του Οδυσσέα Ελύτη, ένα από τα σημαντικότερα έργα της σύγχρονης ελληνικής μουσικής, θα παρουσιαστεί σε πρώτη εκτέλεση το 1964. Την ίδια περίοδο θα συνθέσει, επίσης, τους κύκλους τραγουδιών με τους τίτλους "Λιποτάκτες", "Ρωμιοσύνη", "Μαουτχάουζεν", "Το τραγούδι του νεκρού αδελφού", "Πολιτεία", "Επιφάνεια", κλπ.

Το 1967 είναι η χρονιά που η δικτατορία θα επαναφέρει στην Ελλάδα εμφυλιοπολεμικές καταστάσεις. Ο Μίκης Θεοδωράκης περνά στην παρανομία και στην αντίσταση αλλά στο τέλος συλλαμβάνεται, υπόκειται σε εξευτελισμούς, κακοποιήσεις και εξορίες μέχρι και το 1970. Μετά από έντονες πιέσεις διαφόρων προσωπικοτήτων του εξωτερικού απελευθερώνεται και φεύγει για το Παρίσι. Στο εξωτερικό, μαζί με τους συνεργάτες του (Κ. Γαβρά, Μ. Μερκούρη, Μ. Φαραντούρη, Π. Πανδή κ.ά.), δίνει συνεχώς συναυλίες και αγωνίζεται για τη πτώση της δικτατορίας και τη συσπείρωση των αντιστασιακών δυνάμεων. Μεταξύ άλλων έργων σ'αυτή την περίοδο της δημιουργίας του, συνθέτει το "Canto General" και τα "18 λιανοτράγουδα της Πικρής Πατρίδας".

Μετά τη πτώση της χούντας, το 1974, επιστρέφει στην Ελλάδα όπου θα συνεχίσει το έργο του, μουσικό και πολιτικό. Το 1976 ιδρύει το Κίνημα Πολιτισμού και Ειρήνης, το 1978 την Κίνηση Ενιαίας Αριστεράς, το 1986 την Επιτροπή Ελληνοτουρκικής Φιλίας. Εκλέγεται κατ'επανάληψη βουλευτής και για ένα διάστημα υπηρετεί ως υπουργός. Το 1983 τιμάται με το Βραβείο Λένιν για την Ειρήνη. Στις δεκαετίες 1980-1990 δίνει μεγάλο αριθμό συναυλιών σε ολόκληρο τον κόσμο, ενώ το συνθετικό του έργο σ'αυτή την περίοδο είναι κατά κύριο λόγο συμφωνικό με πιο σημαντικά έργα τη "2η, 3η, 4η και 7η Συμφωνία", την καντάτα "Κατά Σαδδουκαίων", τη "Θεία Λειτουργία", το "Requiem", τη μουσική που έγραψε για τα θεατρικά έργα "Ιππείς", "Ορέστεια και Αντιγόνη", τους "Χαιρετισμούς", το "Διόνυσο", τη "Φαίδρα", το έργο "Η Βεατρίκη στην οδό μηδέν", τις όπερες "Καρυωτάκης" και "Μήδεια" και το μπαλέτο "Ζορμπάς".

Σταθμοί στο έργο του Μ. Θεοδωράκη

Το μουσικό έργο του Μίκη Θεοδωράκη χωρίζεται σε τρεις περιόδους:

α) Συμφωνικό έργο (1940-1960)
β) Έντεχνη λαϊκή μουσική - Μετασυμφωνικό έργο (1960-1980)
γ) Συμφωνικό έργο (1980-1995)

Σε μερικές περιπτώσεις παρατηρούνται αποκλίσεις από αυτό τον διαχωρισμό. Για παράδειγμα, ο "Επιτάφιος", έργο του 1958, ενώ γράφτηκε στα χρονολογικά πλαίσια της πρώτης περιόδου, ανήκει στα έργα της δεύτερης ενότητας. Εντούτοις, παρά τις αποκλίσεις, η κατάταξη αυτή έχει τους λόγους της.

Το ξεκίνημα του συνθέτη σίγουρα απέβλεπε προς την κατεύθυνση της κλασικής μουσικής. Οι συνθήκες όμως μέσα στις οποίες έζησε, οι πολιτικές και κοινωνικές εξελίξεις που διαδραματίστηκαν στον ευρύτερο ελληνικό χώρο αλλά και ο ίδιος ο επαναστατικός τουχαρακτήρας τον έπεισαν σε κάποιο στάδιο να στραφεί προς τη λαϊκή μουσική, τη μουσική των μαζών, με ανάλογους κύκλους τραγουδιών. Έτσι, στη μέση περίοδο της δημιουργίας του, ο Θεοδωράκης θα "παντρέψει" τις δυο σχολές, κλασική και λαϊκή, μέσα από έργα όπως το "’ξιον Εστί" δημιουργώντας τη "μετασυμφωνική μουσική". Αφού πια βεβαιωθεί για τις δυνατότητες του εαυτού του και του ακροατηρίου του, θα επιστρέψει στις αρχικές του προθέσεις, να συνθέσει δηλαδή κλασική μουσική.

Στο έργο του, ο Μ. Θεοδωράκης, επένδυσε ό,τι γνώριζε γύρω από τη δημοτική, τη βυζαντινή και τη λαϊκή μουσική. Μέσα από αυτή την τόσο πλούσια παράδοση βγήκε ανανεωμένος και πιο δυνατός, με αυθεντικά μελωδικά και μουσικά αριστουργήματα που σημάδεψαν για δεκαετίες τις καρδιές των νεότερων Ελλήνων αλλά και των ξένων που γνώρισαν την Ελλάδα και το σύγχρονο πολιτισμό της μέσα από τη μουσική του. Ο ίδιος πίστευε πάντοτε στην αξία και σημασία της παράδοσης. Στα έργα του διακρίνονται έντονα οι πηγές πολλών θεμάτων και ιδεών, που παραπέμπουν σε συγκεκριμένα δημοτικά, λαϊκά τραγούδια και βυζαντινούς ύμνους.

Από την άλλη, είναι γνωστή η απέραντη αγάπη και εκτίμηση του Μ. Θεοδωράκη προς την ποίηση. Γνωρίζει πολύ καλά τη δύναμη του λόγου στα κείμενα των μεγάλων ελλήνων ποιητών που κατά καιρούς αποτύπωσαν τα πάθη του ελληνισμού όχι με μοιρολατρία αλλά με περηφάνεια, καταθέτοντας την αλήθεια και αναζητώντας το δίκαιο και την κάθαρση που επιφέρει μόνο η συνειδητή παραδοχή των ανθρώπινων αδυναμιών. Με σεβασμό προς τον εαυτό του και τους ποιητές, ο Μ. Θεοδωράκης, θα συνδυάσει στα μετασυμφωνικά του έργα σημαντικά ποιητικά κείμενα τραγουδισμένα από εκλεκτές λαϊκές φωνές, όπως εκείνες του Μπιθικώτση, της Φαραντούρη, του Πανδή, του Νταλάρα, του Μητσιά, της Βενετσάνου. Τοποθετεί έτσι την ελληνική μουσική σε ανώτερα επίπεδα και ταυτόχρονα ανεβάζει το πολιτιστικό επίπεδο του λαού, αφού, σε τελική ανάλυση, "υποχρεώνει" και τον τελευταίο Έλληνα να ανακαλύψει τους άγνωστους μέχρι τότε ποιητές του τραγουδώντας τα ποιήματά τους.

Με την αιολική και λυρική απλότητα των μελωδιών του, που κουβαλούν ένα έντονο και δυναμικά επαναστατικό πάθος, θα φτάσει σε εκατομμύρια στόματα και θα ξεπεράσει κάθε προηγούμενο τραγουδιστικού παλμού και μαζικής έξαρσης σε θέατρα, στάδια και πλατείες του ελληνικού χώρου. Ποτέ προηγούμενα οι Έλληνες δεν γνώρισαν τέτοιο παραλήρημα. Για δεκαετίες θα τρέχουν στις συναυλίες του, όλοι θα ξέρουν τα τραγούδια του, οι δίσκοι του θα κυκλοφορούν ο ένας μετά τον άλλο, τα ραδιόφωνα θα μεταδίδουν καθημερινά τραγούδια του Θεοδωράκη.

Αλλά και στο συμφωνικό του έργο κατάφερε να δώσει ρίζες ελληνικές παρακινώντας και τους υπόλοιπους συνθέτες να πράξουν το ίδιο. Ο συνθέτης ήταν επικριτικός απέναντι στη λεγόμενη "Εθνική Σχολή" επειδή πίστευε πως αυτή δεν αντιπροσώπευε με κανένα τρόπο τα ελληνικά χρώματα και την τόσο πλούσια και αστήρευτη μουσική κληρονομιά.

Στα έργα του είναι εμφανής μια συνεχής προσπάθεια χρήσης βυζαντινών θεμάτων ("3η Συμφωνία","’ξιον Εστί"), κρητικών θεμάτων ("Πέντε Κρητικοί Χοροί", "Το Πανηγύρι της Ασση-Γωνιάς") αλλά και χαρακτηριστικών αρμονικών εναλλαγών που κατάγονται από δημοτικά, βυζαντινά ή λαϊκά τραγούδια. Επίσης παρατηρείται έντονη χρήση ρυθμικών, μορφολογικών και ερμηνευτικών στοιχείων (χρήση ψάλτη σε έργα όπως το "’ξιον Εστί", "Ζορμπάς", "Συρτός Χανιώτικος" κ.ά.).

Στα μετασυμφωνικά του έργα ("’ξιον Εστί", "Επιφάνεια", "Aβέρωφ", "Πνευματικό Εμβατήριο", "Γενικό Τραγούδι") θα συνδέσει με μεγάλη επιτυχία τα συμφωνικά σύνολα με την ελληνική λαϊκή ορχήστρα (μπουζούκια, σαντούρι, κιθάρα κλπ.) για να μπορέσει με τον τρόπο αυτό να τα περάσει στα ευρύτερα στρώματα του λαού, στον απλό πολίτη, τον εργάτη, τον φτωχό και τον πλούσιο. Θα δέσει το λαϊκό με το αστικό, θα φέρει σε απόσταση αιχμής τη χαμηλή τάξη με την ελίτ, πάντοτε μέσα από τη συμπόρευση μουσικής και ποίησης. Με τον τρόπο αυτό δημιουργεί ένα απαράμιλλο μουσικό είδος, πρωτοποριακό για την ελληνική μουσική και αντάξιο σε σοβαρότητα, ήθος, δομή, λειτουργικότητα και αισθητική με έργα μεγάλων, παγκόσμια γνωστών συνθετών (Β. Λόπος, Α. Κόπλαντ, Μάλλερ, Σοστακόβιτς κ. ά.)

Ο Θεοδωράκης θαύμαζε ιδιαίτερα τους Μάλλερ και Σοστακόβιτς γιατί μέσα από τις συμφωνίες τους "θα δώσουν εσωτερικά και εξωτερικά τις διαστάσεις της σύγχρονης μουσικής τραγωδίας, που εκφράζει πιστά και κατηγορηματικά τη σύγχρονη παλλόμενη ανθρώπινη σκέψη, ελευθερία και συνείδηση" ("Ανατομία της μουσικής", 1990). Ο έλληνας συνθέτης εκφράστηκε μέσα από το έργο του με τον ίδιο τρόπο, αφού άγγιξε τα τραγικά γεγονότα της εποχής του.

Με το βλέμμα στραμμένο με θαυμασμό στα έργα παγκόσμια αναγνωρισμένων δημιουργών και τη ψυχή του δοσμένη στα πάθη της Ρωμιοσύνης, ο Μίκης Θεοδωράκης έδωσε στο συμφωνικό του έργο διαστάσεις που απηχούν από άποψη επιπέδου και τεχνικής τα παγκόσμια κατορθώματα της μουσικής δημιουργίας διατηρώντας, ωστόσο, το ελληνικό του χρώμα και την ελληνική του ρίζα που παραπέμπει στους βυζαντινούς ύμνους, το δημοτικό και λαϊκό τραγούδι. Χάρισε στους Έλληνες αλλά και σ'όλοκληρο τον κόσμο μια μουσική κληρονομιά φορτισμένη με το πάθος του για τον "νοητό ήλιο της δικαιοσύνης". Η παντοτεινή του έγνοια για τα ανθρώπινα, η επαναστατική του διάθεση απέναντι σε καθετί το καταπιεστικό, προσέδωσε στη μουσική του στρατευμένο χαρακτήρα, ένα χαρακτήρα πατριωτισμού και περηφάνειας. Είναι για όλα αυτά που στο άκουσμα αυτής της μουσικής ο κάθε Έλληνας νιώθει την ύπαρξή του διαχρονικά να δικαιώνεται.



ΓΙΑΝΝΗΣ ΡΙΤΣΟΣ
Μέρα Μαγιού ... γεννήθηκε

Η ιστορική φωτογραφία που ενέπνευσε στον Γ. Ρίτσο τον «Επιτάφιο»
Του 1909 την Πρωτομαγιά γεννήθηκε. Ημέρα, σύμβολο των μακρόχρονων αγώνων και των απροσμέτρητων θυσιών των ταπεινών και καταφρονέμων. Των προλεταρίων όλης της Γης. Ο Γιάννης Ρίτσος χαιρόταν που γεννήθηκε την ημέρα της παγκόσμιας εργατιάς και αξιώθηκε να πορευτεί μαζί της. Να υμνήσει τους αγώνες. Να θρηνήσει τους θυσιασμένους ήρωές της.

Μέρα Μαγιού έγραψε και το υπέρτατου, μοναδικού, αθάνατου κάλλους ποίημά του «Επιτάφιος». Εργο πανανθρώπινο, διαχρονικό και επίκαιρο, όσο έστω και ένας εργάτης, οποτεδήποτε και οπουδήποτε στην οικουμένη, θα θυσιάζεται από τους εκμεταλλευτές του. Εργο, κορυφαίος «διάδοχος» της αρχαίας τραγωδίας και της μακραίωνης δημοτικής μας ποίησης, θα συναρπάζει με την αλήθεια, το λυρισμό, τη μουσικότητά του, κάθε άνθρωπο. Κάθε εποχής.

Ο «Επιτάφιος» του Ρίτσου πέρασε «μέσα στις φλέβες» των παλαιότερων γενιών. Εγινε «κειμήλιο» δικό τους και κληρονομιά της σημερινής και των επερχόμενων γενεών, ώστε να τους «μεταγγίζει» με το μήνυμα και το κάλλος του την «Ανάγκη». Την Ανάγκη καταπολέμησης του κακού που επιβάλλει το νεοταξικό «παγκοσμιοποιημένο» κεφάλαιο για όλους τους επί Γης εργαζόμενους.
Χειρόγραφα του «Επιταφίου»

Παράδοση του «Ρ» είναι να τιμά την Εργατική Πρωτομαγιά, μνημονεύοντας, παράλληλα, τη γέννηση και το έργο του αθάνατου ποιητή του λαού μας, Γιάννη Ρίτσου. Ετσι, φέτος, λόγω της Ανάγκης, θα αναφερθούμε στη συγγραφή και έκδοση του «Επιταφίου».


Επιπλέον, αφορμή της αναφοράς μας στον «Επιτάφιο» είναι η διαφύλαξη στο Ελληνικό Λογοτεχνικό και Ιστορικό Αρχείο (ΕΛΙΑ) πέντε χειρόγραφων σελίδων -διά χειρός Γιάννη Ρίτσου- με αποσπάσματα του «Επιταφίου». Τις χειρόγραφες σελίδες δώρισε στο ΕΛΙΑ η ηθοποιός Ασπασία Παπαθανασίου, μαζί με ένα αντίτυπο της δεύτερης έκδοσης του «Επιταφίου», το 1956, από τις εκδόσεις «Κέδρος». Το αντίτυπο φέρει χειρόγραφη αφιέρωση του ποιητή στην ηθοποιό και στον σύζυγό της Κώστα Μαυρομάτη. Στην επιθυμία μας να δούμε τα χειρόγραφα του «Επιταφίου» ανταποκρίθηκε πρόθυμα ο δημιουργός του ΕΛΙΑ, Μάνος Χαριτάτος, διαθέτοντάς μας και φωτοτυπίες τους.

Πέραν αυτής καθ' αυτής της αξίας τους, οι πέντε σωζόμενες χειρόγραφες σελίδες, χρήζουν μιας έρευνας. Πρώτον, γιατί ούτε οι σελίδες «μαρτυρούν» πότε ακριβώς γράφτηκαν, ούτε η Ασπασία Παπαθανασίου θυμάται πότε ακριβώς και πού τις έγραψε ο Γιάννης Ρίτσος. «Μάλλον, μετά το '45, γιατί κάτι θέλαμε να κάνουμε. Νομίζω καθίσαμε με τον Ρίτσο σε ένα καφενείο και μάλλον έγραψε ό,τι θυμόταν από το ποίημα», μας είπε η Α. Παπαθανασίου. Πράγμα πιθανότατο, καθώς το χειρόγραφο παρουσιάζει αρκετές διαφορές από την πρώτη έκδοση του «Επιταφίου», τον Ιούνη του 1936, από τις εκδόσεις του «Ριζοσπάστη». Οι χειρόγραφες σελίδες έχουν πολύ περισσότερες διαφορές από τη δεύτερη έκδοση (1956, «Κέδρος»). Στη δεύτερη έκδοση, εξάλλου, ο ποιητής πρόσθεσε έξι ακόμη ποιήματα, τα οποία έγραψε μετά το 1936. Οι διαφορές των χειρόγραφων σελίδων και με την πρώτη και με τη δεύτερη έκδοση έχουν να κάνουν με: Αλλαγές στην ορθογραφία και σε λέξεις. Αναδιάταξη της σειράς μερικών δίστιχων στροφών. Παράλειψη δίστιχων στροφών.


Δεύτερον -ίσως το σημαντικότερο- προς έρευνα είναι το εξής: Προς το τέλος της τρίτης χειρόγραφης σελίδας και σε όλη την τέταρτη σελίδα αλλάζει ο γραφικός χαρακτήρας. Ενώ η πρώτη, η δεύτερη και το μεγαλύτερο μέρος της τρίτης σελίδας είναι γραμμένη με τον πανέμορφο, καλλιγραφικό, ολοκάθαρο βυζαντινότροπο γραφικό χαρακτήρα του Γ. Ρίτσου, στο τέλος της τρίτης σελίδας και σ' όλη την τέταρτη ο γραφικός χαρακτήρας είναι συνήθης και στρωτός, αλλά μη καλλιγραφικός. Στο μέρος αυτού του γραφικού χαρακτήρα υπάρχουν και διαγραφές, με μολύβι, αρκετών δίστιχων στροφών. Στην πέμπτη σωζόμενη σελίδα, η οποία δε φέρει ή έχει καταστραφεί η αρίθμησή της, επανέρχεται ο βυζαντινός γραφικός χαρακτήρας του Ρίτσου.

Η ιστορία του «Επιταφίου»

Πρωτομαγιά του '36 οι απεργιακοί αγώνες πολλών εργατικών κλάδων στη Θεσσαλονίκη, που ξεκίνησαν το Μάρτη, κλιμακώνονται την Πρωτομαγιά, με πανεργατική απεργία διαρκείας και παλλαϊκά συλλαλητήρια του λαού της Θεσσαλονίκης, τα οποία συνεχίζονται και τις επόμενες μέρες. Θορυβημένοι από τον παλλαϊκό ξεσηκωμό οι εκμεταλλευτές των εργατών και η κυβέρνηση διατάσσουν τη Χωροφυλακή να στήσει, στις 8 του Μάη, πολυβολεία σ' όλη την πόλη. Στις 9 του Μάη η Χωροφυλακή χτυπάει στο ψαχνό τους απεργούς. Ο πρώτος νεκρός ήταν ο κομμουνιστής αυτοκινητιστής Τάσος Τούσης. Οι σύντροφοί του ξηλώνουν μια πόρτα και τοποθετούν πάνω της τη σορό του νεκρού. Η μάνα του Τάσου Τούση, που ήταν στη διαδήλωση, για να προφυλάξει την, επίσης, απεργό κόρη της, βλέπει το νεκρό γιο της, τρέχει, γονατίζει και οδύρεται πάνω από τη σορό του. Κάποιος περνά και φωτογραφίζει τη συνταρακτική εικόνα. Στις 10 του Μάη η φωτογραφία αυτή δημοσιεύεται στο «Ριζοσπάστη».

Την ίδια μέρα, ο Γιάννης Ρίτσος βλέπει στο «Ρ» τη φωτογραφία και συγκλονίζεται. Η καρδιά του φλέγεται και τα φυματικά πνευμόνια του αιμορραγούν, αλλά η πένα του άγρυπνη ένα μερόνυχτο, σταλάζει στο χαρτί, λέξη τη λέξη, με δεκατέσσερα ποιήματα, το θρήνο της μάνας του δολοφονημένου εργάτη. Στις 11 Μάη ο ποιητής -συνεργάτης του «Ρ» από το 1932- στέλνει με τον σύντροφό του Ευθύφρονα Ηλιάδη, τρία από τα δεκατέσσερα θρηνικά ποιήματά του. Στις 12 Μάη ο «Ρ» δημοσιεύει τα τρία ποιήματα, με γενικό τίτλο «Μοιρολόι».

Τα τρία δημοσιευμένα ποιήματα και η συνέχιση της αιματοχυσίας των εργατών στη Θεσσαλονίκη συνταράσσουν τους αναγνώστες του «Ρ». Στο μεταξύ, ο Ρίτσος στέλνει στο «Ρ» και τα άλλα έντεκα ποιήματά του. Λίγες μέρες αργότερα, ο «Ρ» ανακοινώνει ότι στις 29 Μάη στο περιοδικό της ΟΚΝΕ, «Νεολαία», θα δημοσιευτεί ένα ακόμη ποίημα από το «Μοιρολόι», ενώ στις 23 και 25 Μάη αναγγέλλει ότι «σε λίγες μέρες» από τις εκδόσεις του «Ρ» θα κυκλοφορήσει βιβλίο με τα δεκατέσσερα ποιήματα του Ρίτσου, με τίτλο «Επιτάφιος».

Στις 8/6/1936, μαζί με άλλες εκδόσεις του «Ρ», κυκλοφορεί σε 10.000 αντίτυπα και ο «Επιτάφιος» -«(Τραγούδια για το μακελειό της Θεσσαλονίκης)». Το εξώφυλλο του βιβλίου εικονογραφήθηκε με ξυλογραφία του χαράκτη Λυδάκη.

Σε ελάχιστο διάστημα από το «Λαϊκό Βιβλιοπωλείο» πουλήθηκαν 9.750 αντίτυπα του «Επιταφίου». Λόγω της μεγάλης ζήτησης, ο «Ρ» ετοίμαζε και δεύτερη έκδοση του βιβλίου. Δεν πρόλαβε, όμως. Τα όργανα της μεταξικής δικτατορίας, κατέσπευσαν και άρπαξαν από το «Λαϊκό Βιβλιοπωλείο» τα 250 απούλητα αντίτυπα. Τα απούλητα αντίτυπα και όσα αντίτυπα εντοπίστηκαν σε σπίτια διωκόμενων κομμουνιστών, μαζί με άλλα βιβλία που απαγόρευσε η μεταξική δικτατορία, κάηκαν από τα όργανά της μπροστά στους Στύλους του Ολυμπίου Διός.

Ούτε όμως η πυρά, ούτε οι μακρόχρονες, απάνθρωπες διώξεις των κομμουνιστών, των αγωνιστών της ελληνικής εργατιάς από ντόπιους και ξένους φασίστες -κατακτητές και «συμμάχους»- μπόρεσαν να εξαφανίσουν αυτόν τον αριστουργηματικό θρήνο και αίνο μαζί για τους αγώνες και τις θυσίες της εργατιάς. Οσο κι αν προσπάθησαν οι εχθροί της εργατιάς να ξεστρατίσουν την Πρωτομαγιά της, να σβηστεί η μνήμη των ηρώων της και να χαθεί και η μνημείωσή τους με τον «Επιτάφιο», δεν τα κατάφεραν, όπως τραγουδά και ο ποιητής διά στόματος της μάνας του Τάσου Τούση:

«Γλυκέ μου εσύ δε χάθηκες, μέσα στις φλέβες μου είσαι.

Γιε μου στις φλέβες ολουνών, έμπα βαθιά και ζήσε.

Δες, πλάγι μας περνούν πολλοί, περνούν καβαλαραίοι,

όλοι στητοί και δυνατοί και σαν κ' εσένα ωραίοι.

Ανάμεσά τους, γιόκα μου, θωρώ σε αναστημένο,

στο θώρι τους το θώρι σου μυριοζωγραφισμένο.

Κι ακολουθάς και συ νεκρός κι ο κόμπος του λυγμού μας

δένεται κόμπος του σκοινιού για το λαιμό του οχτρού μας».

100 ΧΡΟΝΙΑ ΑΠΟ ΤΗ ΓΕΝΝΗΣΗ ΤΟΥ ΓΙΑΝΝΗ ΡΙΤΣΟΥ

Ποιητής της επαναστατικής εξύψωσης του λαού

Ο «απαρηγόρητος παρηγορητής του κόσμου», ο «διχασμένος και διπλός», όπως ο ίδιος λέει, ο ποιητής της ζωής και του ανθρώπου που ανασαίνει από το σύμπαν και θεώνει τη δύναμη του ανθρώπου, ο ταγμένος κομμουνιστής αγωνιστής, ο αταλάντευτος ιδεολόγος, ο Γιάννης Ρίτσος είναι εδώ μαζί μας, δίπλα μας, για να μας θυμίζει πως «μέσα στη φούχτα της αγάπης/ χωράει το σύμπαν». Αμετανόητα άνθρωπος και αθεράπευτα θνητός, με τόλμη και πίστη, με υπερηφάνεια και σθένος διήνυσε τον αιώνα μας παρηγορητικά και δοξαστικά, μιλώντας σε όσους ακούν και σε όσους δε φοβούνται να ακούσουν. Εκατό χρόνια από τη γέννηση του Γιάννη Ρίτσου (1η Μάη 1909) και η ανταρσία της ποίησής του έχει την ανάγκη και τη δύναμη να χτυπάει την πόρτα του παρόντος, κυοφορώντας πάντα τα σημάδια μελλοντικών εικόνων. Ποιητικά σύμβολα γεννημένα στο παρελθόν αναγνωρίζουν καινούρια πάντα μηνύματα. Αδέσμευτα και οικουμενικά τα ποιητικά μηνύματα εξελίσσονται με κάθε ανάγνωση, σε κάθε εποχή, μέσα σε νέες ή διαφορετικές συνθήκες από εκείνες που τον ενέπνευσαν, που επηρέασαν τον οραματιστή της ζωής, τον ποιητή, τον θαμώνα της καρδιάς και της διαλεκτικής σκέψης.

Απευθύνθηκε στην ψυχή του λαού, και γι' αυτό θα χτυπάει πάντα στην καρδιά της Ρωμιοσύνης. Γιατί πόσες φορές δε βαδίσαμε και πόσες φορές δε θα πορευτούμε ακόμη στο ρυθμό των στίχων του Γιάννη Ρίτσου, πόσες φορές δεν ανασάναμε και δε θα ανασάνουμε από την ανάσα του, από την αγωνία του, πόσες φορές δεν πικραθήκαμε ή δε θα πικραθούμε από την πίκρα του και δε θα αντλήσουμε κουράγιο απ' την αστείρευτη πηγή του, απ' το κουράγιο του.

Με τον Κώστα Βάρναλη και τον Μάριο Βάρβογλη
«Η πολιτεία τσιμεντένια κι αέρινη, ασβεστωμένη με φεγγαρόφωτο, τόσο αδιάφορη κι άυλη / τόσο θετική σαν μεταφυσική / που μπορείς επιτέλους να πιστέψεις πως υπάρχεις και δεν υπάρχεις / πως ποτέ δεν υπήρξες, δεν υπήρξε ο χρόνος κ' η φθορά του».

Η μνήμη του μέλλοντος

Η ποίηση για κείνον ήταν πράξη έρωτα, απαραίτητη τροφός, συνοδός, σύντροφος. Εγραφε «από ανάγκη», μένοντας πολύ συχνά ξάγρυπνος, πεινασμένος, διψασμένος, δουλεύοντας δέκα, δώδεκα και μερικές φορές δεκαοκτώ και είκοσι ώρες το εικοσιτετράωρο.

«Είναι λάθος να χωρίζουμε την ποίηση σε κατηγορίες. Η ποίηση είναι απέραντη σαν τη ζωή, ένα διαρκές γίγνεσθαι. Στο χώρο της δεν υπάρχουν όρια, δεν υπάρχουν απαγορεύσεις. Σε μια ομιλία του ο Ελυάρ είχε πει ότι, ενώ παλιότερα πίστευε πως υπάρχουν λέξεις απαγορευμένες για την ποίηση, αργότερα πείστηκε πως δεν ίσχυε κάτι τέτοιο. Μέσα και πάνω στις λέξεις του ποιητή αποτυπώνονται πολιτιστικές μνήμες αιώνων, αποθησαυρίζεται η παγκόσμια ιστορία. Το ποίημα ξεπηδάει από μιαν ανάγκη ν' αποδοθεί η σιωπή, από μιαν εντολή της ανθρώπινης προϊστορίας, ιστορίας και μεθιστορίας. Μια εντολή που δίνεται στον ποιητή άθελά του κι εκφράζεται μέσα απ' αυτόν. Γράφοντας ποίηση κάνει, χωρίς να το ξέρει, μια μάχη, σώμα με σώμα, με το θάνατο. Κι όταν λέμε θάνατο δεν εννοούμε μόνο τον φυσικό, αλλά και όλες τις μορφές κοινωνικού θανάτου. Η καταπίεση, η σκλαβιά, οι επιθυμίες που δεν εκπληρώνονται, όλα αυτά είναι μια καθημερινή εκτέλεση, ένας θάνατος. Κι όσο θα υπάρχει ο θάνατος, θα υπάρχει και η αντίσταση στο θάνατο. Μια αναμέτρηση μ' αυτήν τη μορφή του θανάτου είναι η πολιτική ποίηση (ή τουλάχιστον η δική μου πολιτική ποίηση) μια μάχη για να φτάσουμε στο "αταξικό γαλάζιο"» (Γιάννης Ρίτσος, συνέντευξη στο περιοδικό «Η λέξη», τεύχος 182).

Με τον Χαρίλαο Φλωράκη
«Η ποίηση είναι η μνήμη του μέλλοντος». Η αξιωματική αυτή ρήση του Γιάννη Ρίτσου ήταν και η συνειδητή επιλογή του για το ρόλο της ποίησής του. Αν όχι για το σύνολο του πολύπλευρου έργου του, οπωσδήποτε με το μεγαλύτερο μέρος του. Αντικειμενικό γεγονός είναι - πέραν οποιωνδήποτε υποκειμενικών προτιμήσεων, οποιουδήποτε αναγνώστη, μελετητή, κριτή του Ρίτσου, στο παρελθόν, στο παρόν και στο μέλλον - ότι ο Ρίτσος με ένα τεράστιο μέρος του έργου του απομνημόνευσε και μνημειοποίησε το συλλογικό βίωμα των οραμάτων, αγώνων και παθών του λαού μας στον 20ό αιώνα. Και, μάλιστα, μετέχοντας ο ίδιος «οργανικά» στο συλλογικό βίωμα και εντάσσοντας σ' αυτό και το ατομικό, το προσωπικό του βίωμα, επιλέγοντας - παρά το μέγιστο ποιητικό του τάλαντο - όχι να ξεχωρίσει, αλλά να σμίξει με τον κόσμο. Αυτό ήταν και θα παραμένει το μεγαλύτερο από όλα τα μεγαλεία του ανθρώπου και ποιητή Γιάννη Ρίτσου. Και θα παραμένει υπεράνω οποιωνδήποτε υποκειμενικών «αναγνώσεων» του έργου του, υπεράνω οποιασδήποτε παραχάραξης επιχειρηθεί τώρα ή στο μέλλον.

Ποιητής ήταν και όταν δεν έγραφε. Παρατηρούσε, σε θέση μάχης πάντα και ποτέ σε θέση ανάπαυσης, μήπως και χάσει το απειροελάχιστο χρώμα από τα πράγματα. Εκανε ατέρμονους αγώνες δρόμου, για να αιχμαλωτίσει τη στιγμή, λαχταρούσε μη και δεν την αθανατίσει. Μέσω της ποίησης, προσελάμβανε τα πάντα, μέσω αυτής ήθελε και να τα μοιράζεται.
Η ιστορία του «Επιταφίου»


Ο Γιάννης Ρίτσος υπερηφανευόταν που γεννήθηκε την ημέρα της παγκόσμιας εργατιάς και αξιώθηκε να πορευτεί μαζί της. Να υμνήσει τους αγώνες. Να θρηνήσει τους θυσιασμένους ήρωές της. Μέρα Μαγιού έγραψε και το υπέρτατου, μοναδικού, αθάνατου κάλλους ποίημά του «Επιτάφιος». Εργο πανανθρώπινο, διαχρονικό και επίκαιρο, όσο έστω και ένας εργάτης, οποτεδήποτε και οπουδήποτε στην οικουμένη, θα θυσιάζεται από τους εκμεταλλευτές του. Εργο, κορυφαίος «διάδοχος» της αρχαίας τραγωδίας και της μακραίωνης δημοτικής μας ποίησης, θα συναρπάζει με την αλήθεια, το λυρισμό, τη μουσικότητά του, κάθε άνθρωπο. Κάθε εποχής.

Πρωτομαγιά του '36 οι απεργιακοί αγώνες πολλών εργατικών κλάδων στη Θεσσαλονίκη, που ξεκίνησαν το Μάρτη, κλιμακώνονται την Πρωτομαγιά, με πανεργατική απεργία διαρκείας και παλλαϊκά συλλαλητήρια του λαού της Θεσσαλονίκης, τα οποία συνεχίζονται και τις επόμενες μέρες. Θορυβημένοι από τον παλλαϊκό ξεσηκωμό οι εκμεταλλευτές των εργατών και η κυβέρνηση διατάσσουν τη Χωροφυλακή να στήσει, στις 8 του Μάη, πολυβολεία σ' όλη την πόλη. Στις 9 του Μάη η Χωροφυλακή χτυπάει στο ψαχνό τους απεργούς. Ο πρώτος νεκρός ήταν ο κομμουνιστής αυτοκινητιστής Τάσος Τούσης. Οι σύντροφοί του ξηλώνουν μια πόρτα και τοποθετούν πάνω της τη σορό του νεκρού. Η μάνα του Τάσου Τούση, που ήταν στη διαδήλωση, για να προφυλάξει την, επίσης, απεργό κόρη της, βλέπει το νεκρό γιο της, τρέχει, γονατίζει και οδύρεται πάνω από τη σορό του. Κάποιος περνά και φωτογραφίζει τη συνταρακτική εικόνα. Στις 10 του Μάη η φωτογραφία αυτή δημοσιεύεται στον «Ριζοσπάστη».

Την ίδια μέρα, ο Γιάννης Ρίτσος βλέπει στον «Ρ» τη φωτογραφία και συγκλονίζεται. Η καρδιά του φλέγεται και τα φυματικά πνευμόνια του αιμορραγούν, αλλά η πένα του άγρυπνη ένα μερόνυχτο, σταλάζει στο χαρτί, λέξη τη λέξη, με δεκατέσσερα ποιήματα, το θρήνο της μάνας του δολοφονημένου εργάτη. Στις 11 Μάη ο ποιητής - συνεργάτης του «Ρ» από το 1932 - στέλνει με τον σύντροφό του Ευθύφρονα Ηλιάδη, τρία από τα δεκατέσσερα θρηνικά ποιήματά του. Στις 12 Μάη ο «Ρ» δημοσιεύει τα τρία ποιήματα, με γενικό τίτλο «Μοιρολόι».

Τα τρία δημοσιευμένα ποιήματα και η συνέχιση της αιματοχυσίας των εργατών στη Θεσσαλονίκη συνταράσσουν τους αναγνώστες του «Ρ». Στο μεταξύ, ο Ρίτσος στέλνει στον «Ρ» και τα άλλα έντεκα ποιήματά του. Λίγες μέρες αργότερα, ο «Ρ» ανακοινώνει ότι στις 29 Μάη στο περιοδικό της ΟΚΝΕ, «Νεολαία», θα δημοσιευτεί ένα ακόμη ποίημα από το «Μοιρολόι», ενώ στις 23 και 25 Μάη αναγγέλλει ότι «σε λίγες μέρες» από τις εκδόσεις του «Ρ» θα κυκλοφορήσει βιβλίο με τα δεκατέσσερα ποιήματα του Ρίτσου, με τίτλο «Επιτάφιος».

Στις 8/6/1936, μαζί με άλλες εκδόσεις του «Ρ», κυκλοφορεί σε 10.000 αντίτυπα και ο «Επιτάφιος» - « (Τραγούδια για το μακελειό της Θεσσαλονίκης)». Το εξώφυλλο του βιβλίου εικονογραφήθηκε με ξυλογραφία του χαράκτη Λυδάκη.

Σε ελάχιστο διάστημα από το «Λαϊκό Βιβλιοπωλείο» πουλήθηκαν 9.750 αντίτυπα του «Επιταφίου». Λόγω της μεγάλης ζήτηση ς, ο «Ρ» ετοίμαζε και δεύτερη έκδοση του βιβλίου. Δεν πρόλαβε, όμως. Τα όργανα της μεταξικής δικτατορίας, κατέσπευσαν και άρπαξαν από το «Λαϊκό Βιβλιοπωλείο» τα 250 απούλητα αντίτυπα. Τα απούλητα αντίτυπα και όσα αντίτυπα εντοπίστηκαν σε σπίτια διωκόμενων κομμουνιστών, μαζί με άλλα βιβλία που απαγόρευσε η μεταξική δικτατορία, κάηκαν από τα όργανά της μπροστά στους Στύλους του Ολυμπίου Διός.

Ούτε όμως η πυρά, ούτε οι μακρόχρονες, απάνθρωπες διώξεις των κομμουνιστών, των αγωνιστών της ελληνικής εργατιάς από ντόπιους και ξένους φασίστες - κατακτητές και «συμμάχους» - μπόρεσαν να εξαφανίσουν αυτόν τον αριστουργηματικό θρήνο και αίνο μαζί για τους αγώνες και τις θυσίες της εργατιάς. Οσο κι αν προσπάθησαν οι εχθροί της εργατιάς να ξεστρατίσουν την Πρωτομαγιά της, να σβηστεί η μνήμη των ηρώων της και να χαθεί και η μνημείωσή τους με τον «Επιτάφιο», δεν τα κατάφεραν.
Συνείδηση κοινωνικής αποστολής

Βέβαια, την πρώτη μαθητεία για το ποιητικό ταξίδι προς το βυθό της ψυχής ο ίδιος την αποδίδει στην αδελφή του, τη Λούλα, στο αριστουργηματικό «Τραγούδι της αδελφής μου» (1937):

Είχα πιστέψει κάποτε στον ουρανό,/ μα εσύ μούδειξες / τα βάθη της θάλασσας / με τις νεκρές πολιτείες/ με τα λησμονημένα δάση / με τους πνιγμένους θορύβους. / Και τώρα ο ουρανός βυθίστηκε / πληγωμένος γλάρος / μέσα στη θάλασσα.

Πάνω από εκατό ποιητικές συλλογές και συνθέσεις, πολλά πεζογραφήματα (μυθιστορήματα τα ονομάζει), αρκετά θεατρικά, όπως και μελέτες για ομοτέχνους συγκροτούν το κύριο σώμα του έργου του. Πολυάριθμες μεταφράσεις, χρονογραφήματα και άλλα δημοσιεύματα συμπληρώνουν την εικόνα του δημιουργού.

Ο Ρίτσος ήθελε να τον δένει η ποίησή του σφιχτά και παντοτινά με τον πόνο του άλλου. Ο ποιητής έχει συνείδηση της κοινωνικής, της ανθρώπινης αποστολής του, που του αναθέτει η ποίηση και που αυτός αναθέτει στην ποίησή του:

«Από την πληγή μου κοίταξα / του κόσμου την πληγή / Ξένη απ' τον άνθρωπο η χαρά / Ξένοι απ' το δίκιο οι νόμοι».

Στόχος του Ρίτσου είναι μια ζωή με δικαιοσύνη για όλους:

«Δεν ήξερα πως βρίσκονταν / πάνω σ' αυτή τη γης / κι άλλοι αδελφοί στη στέρηση / φίλοι στην αδικία». Απλώνει τα χέρια του ο Ρίτσος να ενωθεί με τους άλλους, τους ανώνυμους βασανισμένους: «Τον κόσμο αγκάλιασα και να / τον κόσμο εντός μου βάζω...».

Στην ποίηση του Γιάννη Ρίτσου το πάθος για ζωή και η βίωση της καθημερινότητας με όλες τις αισθήσεις σε εγρήγορση εξασφαλίζουν στο άτομο μια αιώνια νεότητα ή οδηγούν στη μεταφορική της επαναβίωση. Η νεότητα συνδέεται επίσης με την ανανέωση του κοινωνικοπολιτικού οράματός του. Παράλληλα με τον έρωτα, ο ποιητής εξυμνεί την επανάσταση, την επαναστατική συμπεριφορά, το μεγαλείο των κοινωνικών αγώνων και έτσι ξαναγυρίζει σε παλαιότερα σύμβολα του έργου του:

«Οχι γονατιστός / ολόρθος ανυψώνω την ακμαία / προσευχή μου/... αγιασθήτω τ' όνομα του Ανθρώπου /... αγιασθήτω η Ενάρετη Ειρήνη επί Γης και εν Υψί / στοις...».
Κομματικά προσανατολισμένη ποίηση

Η ιδεολογική και κομματικά προσανατολισμένη ποίηση του Γιάννη Ρίτσου μπορεί να ενόχλησε και δεν «παραμέρισαν», όπως προέτρεψε ο Παλαμάς, για να «περάσει ο ποιητής». Ο Γιάννης Ρίτσος «πέρασε» παρεμποδιζόμενος, αλλά πέρασε, εκεί κυρίως που απευθυνόταν, στην ψυχή του λαού, «Ο κόσμος, σου λέω, είναι όμορφος / Ο,τι κι αν πεις, ό,τι κι αν κάνεις / όμορφος / Το μέλλον είναι σίγουρο / αδελφέ μου./ Ο,τι κι αν γίνει - σίγουρο./ Δεν υπάρχουν πια αποσιωπητικά / στη φωνή ή στη σιωπή μας. / Ομορφος. Μπορείς να κάνεις πίσω / τους τροχούς του ήλιου;».

Η μεγάλη δημοτικότητα του Ρίτσου δεν ήταν άσχετη με την ιδεολογική του τοποθέτηση, τα «αγωνιστικά» ποιήματά του. Οπως, από την άλλη μεριά, δεν ήταν άσχετη η «γκετοποίησή» του στην ψυχροπολεμική περίοδο και όχι μόνον. Ο Γιάννης Ρίτσος είναι σήμερα ο ποιητής που έχει διαβαστεί από τους περισσότερους Ελληνες. Περίπου ένα εκατομμύριο αντίτυπα των έργων του έχουν πουληθεί από τη δεκαετία του '30 έως τώρα, με έμφαση στις τελευταίες δεκαετίες. Αριθμός που σε κάνει να συλλογίζεσαι ότι, αν όχι αρκετά, τουλάχιστον μερικά βιβλία του πρέπει να βρίσκονται σε κάθε σπίτι - γεγονός που δεν έχει συμβεί με κανέναν άλλον ποιητή. Συνυπολογίζοντας μάλιστα τον αριθμό μεταφρασμένων βιβλίων και επανεκδόσεων, ο πιο σημαντικός Ελληνας συγγραφέας για το γαλλικό κοινό φαίνεται να είναι ο Γιάννης Ρίτσος, ενώ η πρώτη δεκάδα διαμορφώνεται ως εξής: Γιάννης Ρίτσος, Νίκος Καζαντζάκης, Βασίλης Βασιλικός, Κ. Π. Καβάφης, Γιώργος Σεφέρης, Αγγελος Σικελιανός, Οδυσσέας Ελύτης, Αρης Φακίνος, Αλκη Ζέη, Εμμανουήλ Ροΐδης. Το πλήθος των βραβείων και των τιμητικών διακρίσεων στο εξωτερικό εξάλλου, όπως και οι μεταφράσεις σε διάφορες γλώσσες, μαρτυρούν τη διεθνή απήχηση του έργου του που θα αυξάνεται ολοένα.

Οι αστοί - με ελάχιστες φωτεινές εξαιρέσεις - δεν του συγχώρησαν ποτέ την ιδεολογική και πολιτική ένταξή του. Αυτή είναι η πρώτη εμμονή τους. Δεν του συγχωρούν και σήμερα ότι δεν είχε αμφιβολίες και, ταυτόχρονα, ότι «στράτευσε» το μεγαλύτερο μέρος της ποιητικής του δραστηριότητας στις αξίες της Επανάστασης. Δεν αντιμετωπίζουν το έργο του στην ολότητά του. Δέχονται έναν Ρίτσο διαφορετικό από αυτόν που είναι στην πραγματικότητα. Παραλείπουν να ασχοληθούν με το Ολον του έργου του. Καθώς είναι δύσκολο να τον «παραμερίσουν» επιχειρούν επέλπιδα να τον απολιτικοποιήσουν.
Αγωνιστική μεγαλοσύνη

Ο Γιάννης Ρίτσος, όμως, δεν προσήλθε στις γραμμές του ΚΚΕ με τις αποσκευές της συμβατικότητας. Συντάχθηκε με το κομμουνιστικό κίνημα στην εξαιρετικά δύσκολη δεκαετία του '30, αφού πριν, στα σανατόρια απ' τα οποία πέρασε, σπούδασε τις μαρξιστικές ιδέες και συμπορεύτηκε με τους επαναστατημένους της εποχής. Εξεγειρόταν σε όλη του τη ζωή κατά της αδικίας, με το γόνιμο τρόπο του ανυπότακτου. Ηταν εναντίον της εξουσίας, όσο κι αν του στοίχισε αυτό. Πιστός στην κομμουνιστική ιδεολογία του και ασυμβίβαστος, αρνούνταν ό,τι καταστρέφει και υποβαθμίζει τη ζωή και υπηρετούσε ό,τι την έκανε να αξίζει.

«ΚΚΕ / τρία γράμματα - / χαραγμένα στους τοίχους των φυλακών/ μέσα στις νύχτες της παρανομίας/ χαραγμένα στις μάντρες των εργοστασίων/ σταθερά δυνατά πάνω από το θάνατο, / εκεί που τρέμει η ρίζα της ανθρώπινης ανάσας, / εκεί που ρέει στους δρόμους σαν ποτάμι ο ουρανός, / πρωί με τα πουλιά, με τις σημαίες, με τα φύλλα/ πρωί με την τίμια κραυγή.

ΚΚΕ / τρία κόκκινα γράμματα - / πολύ πονέσαμε, σύντροφοι, / πολύ ξαγρυπνήσαμε/ πολύ μακριά κοιτάξαμε/ από κανέναν δεν το δανειστήκαμε το κόκκινο. / - δικό μας αίμα/ τρία κόκκινα γράμματα/ σεμνή υπογραφή του λαού μας/ στις λεωφόρους του μέλλοντος - / ο δρόμος φεύγει γρήγορα/ η Ιστορία δε γυρίζει πίσω...»

Η αγωνιστική, ανθρώπινη και δημιουργική μεγαλοσύνη του Γιάννη Ρίτσου αποτελεί πια δεδομένο αδιαμφισβήτητο ακόμη και για τους πιο δύσπιστους. Το έργο του συνδέθηκε με το εργατικό και λαϊκό κίνημα της χώρας μας σε όλες σχεδόν τις ιστορικές περιόδους. Η ριζοσπαστική διαμαρτυρία του αταλάντευτου κομμουνιστή, του διεθνιστή ποιητή της Ρωμιοσύνης και της παγκόσμιας ειρήνης, τον καταξίωσε παντοτινό ποιητή της επαναστατικής εξύψωσης του ανθρώπου.

Το πλήθος των μεγάλων διεθνών βραβείων και τιμητικών τίτλων από ξένες Ακαδημίες, Πανεπιστήμια και διεθνείς οργανισμούς, των κρατικών παρασήμων και των ξένων εκδόσεων με έργα του, «προσυπογράφουν» την καταξίωσή του μαζί με την αγάπη του ελληνικού λαού. Μια αγάπη που τίμησε τον ποιητή όσο και ο ίδιος ο ποιητής τίμησε τον πόνο και τον πόθο, τον αγώνα και το όνειρο του λαού, με το έργο του. Η αισιοδοξία του πηγάζει άλλωστε από την ίδια του τη φύση αλλά και το πιστεύω του ότι στη γλυκόπικρη ζωή, παρά τις δυσκολίες, υπάρχει ελπίδα. Ο αγώνας της εργατικής τάξης θα βρει δικαίωση κι ο Ηλιος θα ξημερώσει σ' έναν καλύτερο κόσμο...

Σοφία ΑΔΑΜΙΔΟΥ
Ριζοσπάστης
Γιάννης Ρίτσος, ο σύγχρονός μας και παντοτινός

Ο Γ. Ρίτσος καθισμένος σε πέτρινο «θρόνο» αγναντεύει τη σαμιώτικη θάλασσα
Βράδυ, 9.25' ήταν, στις 11 του Νοέμβρη του 1990, που «μαρμάρωσαν τα δέντρα, τα ποτάμια κι οι φωνές», γιατί λύγιζε κι έγειρε στη γη ο μέγας «κέδρος» της ελληνικής ποίησης στον 20ό αιώνα. Ο μυριάκριβος, εσαεί αναντικατάστατος, σύντροφός μας Γιάννης Ρίτσος. Λίγα λεπτά αργότερα, έφτασε στον «Ριζοσπάστη» το φοβερό μαντάτο. Ο πόνος αυτής της απώλειας δε λησμονιέται. Κι ας πέρασαν 17 χρόνια από εκείνο το βράδυ. Γιατί δε γίνεται να σβήσει από την καρδιά και τη μνήμη μας ο άνθρωπος, ο αγωνιστής, ο σύντροφος Ρίτσος. Κι ούτε γίνεται να υποσταλεί η περηφάνια και η ευγνωμοσύνη των νεότερων γενεών συντρόφων του για το παράδειγμα της ζωής του και της δημιουργίας του, που συνοψίζεται εκπληκτικά σ' αυτούς τους στίχους: «Την πρώτη και την τελευταία σου λέξη/ την είπαν ο έρωτας και η επανάσταση./ Ολη σου τη σιωπή την είπε η ποίηση».

«Κληρονομιά» μας κι οι παρακάτω στίχοι του:

«Πάλεψε με τις λέξεις, με το χρόνο, με τα πράγματα.

Εδωσε θέση

στην πεταλούδα, στο χαλίκι, στ' αλογάκι της Παναγίας,

στους ολονύκτιους στεναγμούς των άστρων, στη

δροσοστάλα

που πέφτει απ' το ροδόφυλλο, στ' άρρωστο αηδόνι,

στις μεγάλες σημαίες,

στο γαλάζιο, στο κόκκινο, στο κίτρινο. Πλούτισε

Οι «Μαρτυρίες ΙΙ και ΙΙΙ» στην ισπανική έκδοση
τον κόσμο

με μόχθο κι εγκαρτέρηση. Σκαλί σκαλί

ανέβηκε την πέτρινη σκάλα. Τώρα, εκεί πάνω, άλλα παράσημα δεν έχει πια παρά τα βέλη

στα γυμνά πλευρά του».

Το μόνο που ζήτησε, όχι μόνο για τον ίδιο, αλλά για όλους τους συντρόφους του, του αγώνα και των οραμάτων, ήταν αυτό:

«Να με θυμόσαστε - είπε. Χιλιάδες χιλιόμετρα

περπάτησα

χωρίς ψωμί, χωρίς νερό, πάνω σε πέτρες κι αγκάθια,

για να σας φέρω ψωμί και νερό και τριαντάφυλλα.

Την ομορφιά

ποτές μου δεν την πρόδωσα. Ολο το βιος μου το

μοίρασα δίκαια.

Μερτικό εγώ δεν κράτησα. Πάμπτωχος. Μ' ένα κρινάκι

του αγρού

τις πιο άγριες νύχτες μας φώτισα. Να με θυμάστε (...)».

Συμπληρώθηκαν 17 χρόνια από το θάνατο του ποιητή. Και σε δύο χρόνια, την Πρωτομαγιά του 2009, θα συμπληρωθούν 100 χρόνια από τη γέννησή του. Μέλλεται να δούμε, αν η επίσημη πολιτεία θα τιμήσει την προσφορά του στα ελληνικά γράμματα, στην ιστορία, στους απελευθερωτικούς και κοινωνικούς αγώνες του λαού μας, κηρύσσοντας το 2009 «Ετος Ρίτσου», ή θα «ξεχάσει» κι αυτήν την επέτειό του, συνεχίζοντας το πολιτικό και «πολιτιστικό» ...έθος της.
Εργο οικουμενικό

Ερήμην της ελληνικής πολιτείας, το πολυτιμότατο για το λαό και τον πολιτισμό μας έργο του «ζει», παρά τη φυσική απουσία του δημιουργού του. Αδιάκοπα προβάλλει η τεράστια, διαχρονική, αλλά και επίκαιρη αξία του έργου του - ποιητικού, πεζογραφικού, δραματουργικού. Εργο «κληρονομιά» όχι μόνο του λαού μας, αλλά και των λαών όλου του κόσμου, γιατί ήταν έργο «(...) θύμηση από 'να ψωμί πολύ προσεχτικά μοιρασμένο/ κι αυτό που λέγαμε "πατρίδα" κρυφά μιλημένο τις νύχτες».

Με τους Μάνο Κατράκη, Μίκη Θεοδωράκη και Βασίλη Κολοβό, στο 11ο Συνέδριο του Κόμματος, το Δεκέμβρη του 1982
Η πανανθρώπινη αξία και το μέγα κάλλος του έργου κατέστησε τον Γιάννη Ρίτσο, όχι μόνον «Ποιητή της Ρωμιοσύνης», αλλά και της οικουμένης. Οσο ζούσε, ήταν ο πιο πολυμεταφρασμένος σχεδόν σε όλο τον κόσμο Ελληνας ποιητής, μετά τον Καβάφη (σε πολλές χώρες υπερτερούσε και του Καβάφη). Αλλά και μετά το θάνατό του παραμένει ο πιο πολυμεταφρασμένος, γεγονός που αποδείχνει πόσο πολύ επίκαιρο, πόσο πολύ σύγχρονο είναι το έργο του. Ενδεικτικά, θα αναφέρουμε μερικά στοιχεία.

Το Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας τα τελευταία δέκα χρόνια κατέγραψε εκδόσεις ελληνικών έργων σε 16 ευρωπαϊκές γλώσσες, μεταξύ των οποίων και έργα του Ρίτσου, τα οποία σε μερικές χώρες υπερτερούν αριθμητικά. Λ.χ., από τις εκδόσεις 52 έργων (ποίησης, πεζογραφίας) στα τουρκικά, τα 13 έργα είναι του Ρίτσου. Στη Γαλλία, παραμένει ο πιο σημαντικός Ελληνας ποιητής. Το ίδιο και στην Ιταλία. Στις ΗΠΑ ήταν ο πιο πολυδιαβασμένος ποιητής από τη δεκαετία του 1980. Οσο για τη Ρωσία, ήταν και παραμένει ο πιο αγαπημένος Ελληνας ποιητής του αναγνωστικού κοινού, αλλά και ο πιο πολυπαιγμένος στο ρώσικο θέατρο, μετά τους αρχαίους τραγικούς ποιητές.

Να σημειώσουμε, όμως, και ξένες εκδόσεις έργων του, μέσα στο 2007: Στις ΗΠΑ και στην Αγγλία, ταυτόχρονα, κυκλοφόρησαν τα «Μονόχορδα» από τους οίκους «Traks House Books», «Portland», «Oregon», «Five Seasons Press», «Hereford», «England», σε μετάφραση Πολ Μέρτσαντ. Στην Ισπανία εκδόθηκαν από τον οίκο «Icaria Poesia» τα έργα «Μαρτυρίες ΙΙ και ΙΙΙ», σε μετάφραση και σχόλια του Ρομάν Μπερχέμο, ενώ από τον οίκο της Βαρκελώνης «Acantilado» κυκλοφόρησε, σε μετάφραση της Σέλμας Ανσίρα, η «Φαίδρα». Στο Μεξικό, από τον οίκο «Ediociones El Tukan de Virginia», σε μετάφραση Ναταλίας Μορελεόν, κυκλοφόρησε «Η κυρά των αμπελιών».

Η ισπανική έκδοση της «Φαίδρας»
Οσον αφορά στη χώρα μας, να αναφέρουμε ότι ο «Κέδρος» ετοιμάζει έναν ακόμα τόμο ανέκδοτων ποιημάτων του, αλλά και πρόσφατες θεατρικές παραστάσεις με έργα του. Τον καλοκαίρι, στο πλαίσιο του Φεστιβάλ Δήμου Μήλου, η «Πειραματική Σκηνή Μήλου» ανέβασε μια αρτιότατη παράσταση, με το ποιητικό έργο του «Ο αφανισμός της Μήλος», προτάσσοντας το αντιπολεμικό κείμενο του αρχαίου ιστορικού Θουκυδίδη «Διάλογος Αθηναίων - Μηλίων», σε σκηνοθεσία Βασίλη Κονταξή και μουσική Γεράσιμου Τριανταφύλλου. Στη Μονεμβασία, τη γενέτειρα του ποιητή, στο πλαίσιο εκδηλώσεων προς τιμήν του, ο θίασος «Τελεία» παρουσίασε την παράσταση «Η συνάντηση», μια σύνθεση αποσπασμάτων των ποιητικών μονολόγων (εμπνευσμένων από το μύθο των Ατρειδών) «Ορέστης», «Η επιστροφή της Ιφιγένειας», «Χρυσόθεμις», σε σκηνοθεσία Μανώλη Ιωνά.

Ονειρό του το πανανθρώπινο «τραγούδι της χαράς»

Οπως μας πληροφόρησε η κόρη του ποιητή, σύντομα, σε αθηναϊκό λογοτεχνικό περιοδικό, θα δημοσιευτεί μια εργασία του Αντώνη Κλάψη (δρ. Κοινωνικών και Πολιτικών Επιστημών του Παντείου Πανεπιστημίου, διδάσκοντα τη Νεότερη Ελληνική Ιστορία στο Τμήμα Πολιτικής Επιστήμης και Διεθνών Σχέσεων του Πανεπιστημίου Πελοποννήσου) πάνω σε δύο άγνωστες επιστολές του Γιάννη Ρίτσου. Οι επιστολές αυτές (βρέθηκαν στο αρχείο του πατέρα του Α. Κλάψη) γράφτηκαν στη δεκαετία του 1930 και φανερώνουν - από τότε - τις ιδέες, την ιδεολογική φιλοσοφία του Ρίτσου, που ίδια και απαράλλαχτα διατήρησε σ' όλη του ζωή, μέχρι την τελευταία του πνοή, χωρίς να παρεκκλίνει, ούτε κατ' ελάχιστο, από την προσήλωσή του στις ιδέες και τα «όνειρά» του. Στην αισιοδοξία του ότι, οπωσδήποτε, θα 'ρθει η μέρα που όλος ο κόσμος θα τραγουδήσει το «Πρώτο τραγούδι της χαράς», όπως το ονόμαζε.

Ο ποιητής στη δεκαετία του 1930
Σε ένα από αυτά τα δύο γράμματά του, μεταξύ άλλων, έγραφε: «Σήμερα, αφουγκράζουμαι τους ανήκουστους φθόγγους που δένονται μέσα μου σε μελωδίες. Τι σημασία έχει αν δεν το φτάσουμε εμείς κι αν δεν το τραγουδήσουμε; Είναι αρκετό να το μαντεύουμε. Πιστεύω πως μια μέρα θ' ακουστεί στην έκπληκτη πλάση κι αυτό με δυναμώνει. Τότε το δικό μας μαραζιασμένο τραγούδι θα 'ναι σαν εφιάλτης στη μνήμη του μέλλοντος, μα πρέπει ν' αποτυπώσουμε το Σήμερα, για να μπορέσουν οι αυριανοί να καταλάβουν, με τη σύγκριση, το μεγαλείο της απόχτησής τους (...)».

Ουδείς μπορεί να αμφισβητήσει τη σπουδαιότητα, τη διαχρονικότητα, την επικαιρότητα του έργου του Ρίτσου και την τεράστια συμβολή αυτού του έργου στον πολιτισμό της χώρας μας και όλου του κόσμου. Ομως... Υπάρχει κι ένα «όμως», που δεν καταπίνουν κάμποσοι στη χώρα μας... Ο δημιουργός αυτού του έργου ήταν μέχρι τη στερνή του πνοή κομμουνιστής . Σαν κομμουνιστής διώχτηκε ζωντανός, σαν κομμουνιστής διώκεται ακόμα και πεθαμένος. Παρότι το μεγαλείο του έργου του «αναγκάζει» κάποιους να το παραδέχονται, εντούτοις αποφεύγουν να τον ονομάζουν και κάνουν ό,τι μπορούν για να ξεχαστεί...

Λ.χ., πώς να εξηγήσει κανείς την απόφαση του Δημοτικού Συμβουλίου του Καρλοβάσου - πόλη όπου ο Ρίτσος πέρασε πολλά χρόνια της ζωής του, την αγάπησε, και σ' αυτήν δημιούργησε αρκετά έργα του - αναιρώντας, μάλιστα, ομόφωνη απόφαση του προηγούμενου δημοτικού συμβουλίου, να αποκαθηλώσει από πλατεία της πόλης, τις προτομές του Ρίτσου και του Σαμιώτη αγωνιστή, δικηγόρου, θεατρικού συγγραφέα και πεζογράφου, Αλέξη Σεβαστάκη; (Τις προτομές φιλοτέχνησε ο εξαιρετικός γλύπτης Βασίλης Παπασάικας). Η απόφαση του νυν Δημοτικού Συμβουλίου Καρλοβάσου δεν αφήνει αμφιβολίες ότι ο λύκος απλώς γερνά... Αλλά ο Ρίτσος, με τη ζωή, τις ιδέες, τους αγώνες, τα οράματα και το έργο του «φωτίζει» τους σκοτεινούς καιρούς μας.
Βέβηλη απόφαση

Μόσχα 1977, κατά την τελετή απονομής του Βραβείου Λένιν
Η σαμιώτικη εφημερίδα «Χαραυγή», στις 6/8/2007, αποκάλυψε την απόφαση του σημερινού Δημοτικού Συμβουλίου Καρλοβάσου, να αποκαθηλωθούν οι προτομές των Γιάννη Ρίτσου και Αλέξη Σεβαστάκη, που είχαν τοποθετηθεί, με απόφαση του προηγούμενου δημοτικού συμβουλίου, σε πλατεία της πόλης. Αντί το σημερινό δημοτικό συμβούλιο να πραγματοποιήσει την τελετή αποκαλυπτηρίων των προτομών αυτών των δύο καθόλα σημαντικότατων, ιστορικών προσωπικοτήτων του νησιού, αποφάσισε την αποκαθήλωσή τους, με το «επιχείρημα» - όπως ανέφερε στις 6/10 η «Χαραυγή» - ότι «ενέσκηψε πληθώρα αιτημάτων για τοποθέτηση προτομών, όπως ειπώθηκε στη συνεδρίαση του δημοτικού συμβουλίου» και ότι αν παραμείνουν «η πλατεία θα γίνει "νεκροταφείο"» (!!!).

Το φαιδρό και απαράδεκτο «επιχείρημα» του δημοτικού συμβουλίου, το σχολιάζει η «Χαραυγή» ως εξής: «Φαίνεται ότι η υπέρβαση του προηγουμένου Δημοτικού Συμβουλίου να τιμήσει μ' αυτόν τον τρόπο δύο επιφανείς ανθρώπους αριστερής ιδεολογικής προέλευσης, που τα ονόματά τους συνδέθηκαν με το Καρλόβασι και αποτελούν τιμή για την πόλη, δεν άντεξε και πολύ μπροστά στις πιέσεις και κατέπεσε. Αδοξα και χωρίς ιδιαίτερη αντίσταση. Κρίμα!». (σ.σ. οι υπογραμμίσεις είναι της «Χαραυγής»).

Η Ερη Ρίτσου, μαθαίνοντας από τη «Χαραυγή» το γεγονός αυτό, στις 18/10/2007 έστειλε στην «Χαραυγή» ένα γράμμα, το οποίο αξίζει να παραθέσουμε (στο μεγαλύτερο μέρος του):

Η αγγλόφωνη έκδοση των «Μονόχορδων»
«Αγαπητή "Χαραυγή"

Θέλω να σου γράψω δυο λόγια, όχι σαν κόρη του Γιάννη Ρίτσου ή σαν ανιψιά του Αλέξη Σεβαστάκη - προς θεού το θέμα δεν είναι "οικογενειακή υπόθεση" - αλλά σαν άνθρωπος που όπου κι αν βρίσκεται αισθάνεται "Καρλοβασίτισσα", σαν άνθρωπος που λατρεύει την πόλη.

Δεν έχω καμιά απολύτως ενημέρωση για το τι ακριβώς συνέβη. Σκοπεύω να ζητήσω τα πρακτικά του δημοτικού συμβουλίου για να ενημερωθώ, μια, που, είτε το θέλω, είτε όχι, το θέμα με αφορά άμεσα. Να ξεκαθαρίσω πως ουδέποτε και με κανένα αίτημα πλησίασα εγώ ποτέ το δήμο. Οταν, όμως, ο δήμος με προσέγγισε και μου ανακοινώθηκε η ομόφωνη απόφαση του δημοτικού συμβουλίου για την τοποθέτηση των δύο προτομών στην πλατεία Βαλασκατζή, θεώρησα (αφελώς ίσως) πως η πόλη μου έχει ξεπεράσει πολλές προκαταλήψεις της και σεβόμενη το πολιτισμικό της παρελθόν μπορεί να αναγνωρίζει αξίες και έργα σημαντικά ανθρώπων που έζησαν και δημιούργησαν στην πόλη αυτή και για την πόλη αυτή, ανεξάρτητα από προσωπικές συμπάθειες ή αντιπάθειες προς πρόσωπα ή τις πολιτικές τους τοποθετήσεις.

Επαναλαμβάνω πως δε γνωρίζω τι ακριβώς συνέβη. Αναρωτιέμαι, όμως, έπαψαν ο Ρίτσος και ο Σεβαστάκης να αποτελούν εξέχουσες προσωπικότητες που έζησαν και δημιούργησαν στο Καρλόβασι; Γιατί, αν δεν κάνω λάθος, σε αυτό το σκεπτικό είχε βασιστεί η απόφαση της τοποθέτησης των προτομών τους. Εγινε λιγότερο σημαντικό το έργο τους; Τιμούν, πλέον τώρα, λιγότερο το Καρλόβασι με τη δημιουργία τους; Επειδή δε νομίζω να έχει αλλάξει κάτι απ' όλα αυτά, θλίβομαι, γιατί στο βάθος του μυαλού μου έχω την ιδέα πως οι "λογικές" που επικράτησαν είναι του τύπου "αγορίνα μου, τι δουλιά έχουν αυτοί εδώ;". Αν κάνω λάθος μένει να αποδειχτεί...» (σ.σ. Οι υπογραμμίσεις δικές μας).


«Επειδή πιστεύω πως ούτε ο Ρίτσος, ούτε ο Σεβαστάκης έχουν ανάγκη προτομών - και οι δυο έχουν αφήσει το έργο τους να μιλάει γι' αυτούς και για να επωφελούμαστε εμείς οι υπόλοιποι. Θλίβομαι για την πόλη μου, γιατί πιστεύω πως το Καρλόβασι, τιμώντας τους, τιμάται το ίδιο, δείχνοντας πως μπορεί να εκτιμά τους πνευματικούς θησαυρούς, και, αντίθετα, πισωγυρίζοντας άτσαλα και παίρνοντας το δημοτικό συμβούλιο πίσω μια απόφαση που ομόφωνα είχε λάβει, καταδεικνύει μικρότητα και ατιμάζεται το ίδιο, πράγμα άδικο για την πόλη, για τους κατοίκους της, για το παρελθόν της πνευματικής δημιουργίας της και για το μέλλον της (...)».

Μένει να δούμε αν παρομοίως - διά της σιωπής της - θα αντιμετωπίσει η επίσημη πολιτεία, το 2009, τον Γιάννη Ρίτσο.

Το έργο που εικονογραφεί το εξώφυλλο του προγράμματος για την παράσταση της Πειραματικής Σκηνής Μήλου το φιλοτέχνησε ο ποιητής στις 17/8/1968, νοσηλευόμενος, ως κρατούμενος της χούντας, στον «Αγιο Σάββα»

Αριστούλα ΕΛΛΗΝΟΥΔΗ
Ριζοσπάστης
Από τον Οδηγητή
«Χέρια των προλετάριων
ροζιασ΅ένα σε ανεβάζουν
ψηλά, ψηλά ΅έσα στην ιστορία,
΅έσα στο ΅έλλον…»
“Χαιρετισμός στον ποιητή”, Συντροφικά Τραγούδια

Διαδρομή στη δημιουργική και αγωνιστική πορεία του Γιάννη Ρίτσου, διαδρομή στις πηγές της έμπνευσής του, στο μεγαλείο του έργου του, στις κορυφαίες στιγμές της μελοποιημένης του ποίησης, είναι το αφιέρωμα που κρατάτε στα χέρια σας. Ενα αφιέρωμα στον κορυφαίο δημιουργό, τον ποιητή του λαού μας, το σύντροφο που και στους τόπους ακόμα των μαρτυρίων και των βασανιστηρίων δεν αρνήθηκε το χρέος του κι έμεινε όρθιος, αλύγιστος, ασυμβίβαστος… Γιατί όλα αυτά που βίωσε στη μακρόχρονη δημιουργική του πορεία ήταν συνειδητή επιλογή ζωής. Κι «ήταν μακρύς ο δρόμος» του Γιάννη Ρίτσου, που «απ’ την πληγή του κοίταξε του κόσμου την πληγή»… Του κορυφαίου ποιητή που δέθηκε και υπηρέτησε όσο ελάχιστοι την υπόθεση της εργατικής τάξης, που τραγούδησε όχι για να ξεχωρίσει μα για να σμίξει τον κόσμο.
Από το Μάη του ’36 ως τις Λαϊκές Δημοκρατίες και από την εποποιία του ΕΑΜ ως τις εξορίες και τις φυλακές ο Γιάννης Ρίτσος, δήλωσε παρών, συνταίριαξε τα βήματά του με το λαϊκό και το κομμουνιστικό κίνημα, βίωσε και εξύμνησε τους αγώνες των ανθρώπων του μόχθου για μια άλλη κοινωνία, συνέθεσε με το έργο του ένα αισθητικά κορυφαίο “μωσαϊκό” του μαζικού ηρωισμού του λαού μας και των λαών όλου του κόσμου. Η ποίησή του, και όταν ζωντανεύει τις απλές καθημερινές έννοιες των ανθρώπων του μεροκάματου, και όταν βαθαίνει στις πιο μεγάλες φιλοσοφικές αναζητήσεις είναι ενιαία. Παντού αναδεικνύει την πάλη του παλιού με το νέο, τη διαλεκτική κίνηση της κοινωνίας προς τα εμπρός.
Αυτός ο μοναδικός άνθρωπος, ο αφοσιωμένος στη ζωή και την τέχνη, ο σεμνός αγωνιστής, είχαμε την τιμή να είναι μέλος του ΚΚΕ μέχρι το τέλος. Αυτά ύμνησε με το έργο του, γι’ αυτό ταξιδεύει ακόμα, αντέχει στο χρόνο, περιμένει να ανακαλυφθεί και να συναντηθεί με τις νέες γενιές στα μονοπάτια του αγώνα, εκεί που δόθηκαν και δίνονται οι ωραιότερες μάχες για να επικρατήσει το δίκιο, για μια κοινωνία χωρίς εκμετάλλευση ανθρώπου από άνθρωπο, για το σοσιαλισμό-κομμουνισμό.

ΧΡΟΝΟΛΟΓΙΟ
1909 Πρωτομαγιά, ημέρα-σύμβολο των μακροχρόνιων αγώνων και των απροσμέτρητων θυσιών των ταπεινών και καταφρονεμένων, των προλετάριων όλης της γης, γεννιέται στη Μονεμβασιά ο Γιάννης Ρίτσος. Ο ποιητής χαιρόταν που γεννήθηκε την ημέρα της παγκόσμιας εργατιάς και αξιώθηκε να πορευτεί μαζί της. Να υμνήσει τους αγώνες. Να θρηνήσει τους θυσιασμένους ήρωές της.
1921 Εγγράφεται στο Γυμνάσιο Γυθείου όπου φοιτά ως το 1925. Πεθαίνει ο αδερφός του από φυματίωση και η μητέρα του τρεις μήνες μετά από την ίδια αρρώστια.
1925-26 Η οικογένειά του καταστρέφεται οικονομικά. Ερχεται στην Αθήνα με την αγαπημένη του αδερφή Λούλα. Εργάζεται σαν αντιγραφέας στην Εθνική Τράπεζα και γίνεται βοηθός βιβλιοθηκάριου στο Δικηγορικό Σύλλογο. Προσβάλλεται από φυματίωση. Γράφεται στη Νομική Σχολή, αλλά δεν θα φοιτήσει.
1927 Αρχές του έτους μπαίνει στο “Σωτηρία”. Εκεί γνωρίζεται με την ποιήτρια Μαρία Πολυδούρη και τον Αγγελο Σικελιανό που την επισκέπτεται. Αποκτά δυνατούς δεσμούς με βασανισμένες μορφές, εργάτες, διανοούμενους, συνδικαλιστικά και κομματικά στελέχη του ΚΚΕ, που η ζωή τους μοιραζόταν στα σανατόρια, στις φυλακές και στο μεροκάματο. Αρχίζει συστηματικά τη μελέτη, με κύριο βάρος στο έργο του μεγάλου κομμουνιστή ποιητή Κώστα Βάρναλη.
1930 Μεταφέρεται διαδοχικά σε σανατόρια των Χανίων. Διαμαρτύρεται δημόσια για τις άθλιες συνθήκες του ασύλου φυματικών “Καψαλώνας”.
1931-34 Προσχωρεί στο πολιτιστικό κίνημα της Αριστεράς “Πρωτοπόροι” και το 1934 μας δίνει την πρώτη του ποιητική συλλογή, “Τρακτέρ”. Αρχίζει να συνεργάζεται με το “Ριζοσπάστη”. Το ’34 γίνεται μέλος του ΚΚΕ. Η μεγάλη του πίστη για τη δύναμη της εργατιάς είναι κιόλας φανερή στα πρώτα του ποιήματα, που είναι αφιερωμένα στο Μαρξ, στο Λένιν, στη Σοβιετική Ενωση, στον ποιητή, στον εργάτη.
1936 Στις 9 Μάη στη Θεσσαλονίκη γίνεται η μεγάλη απεργία των καπνεργατών. Η χωροφυλακή χτυπάει τους απεργούς. Οι δρόμοι της πόλης βάφονται με αίμα. Εκείνη η μέρα του Μάη συγκλονίζει ολόκληρη την Ελλάδα. Ο Ρίτσος, βλέποντας στο “Ριζοσπάστη” τη φωτογραφία της μάνας που κρατάει αγκαλιά το σκοτωμένο γιο της, απεργό εργάτη και κομμουνιστή Τάσο Τούση, συγκλονίζεται, κλείνεται αποβραδίς στη σοφίτα της οδού Μεθώνης στα Εξάρχεια και σε μια μόλις νύχτα συνθέτει τον “Επιτάφιο”, το θρήνο της εργατικής τάξης. Το ξημέρωμα της άλλης μέρας τον βρίσκει αιμόφυρτο πάνω στο τραπέζι. Τα τελευταία χειρόγραφα του “Επιτάφιου” έχουν κοκκινίσει από το αίμα του. Εχει πάθει αιμόπτυση.
1937-38 Γίνεται μέλος της Εταιρείας Ελλήνων Λογοτεχνών. Κυκλοφορεί το “Τραγούδι της Αδελφής μου”. Πεθαίνει ο πατέρας του.
1942-45 Η εποποιία του ΕΑΜ, με κύριο εμπνευστή και αιμοδότη του το ΚΚΕ, ενάντια στη φασιστική κατοχή αποτελεί για τον ποιητή μια ανεξάντλητη πηγή έμπνευσης. Ο ίδιος προσχωρεί το ’42 στο μορφωτικό τομέα του ΕΑΜ και παίρνει μέρος στη λαϊκή πάλη. Κατά τα Δεκεμβριανά πηγαίνει συχνά στην ελεύθερη Καισαριανή, ενώ παράλληλα αρθρογραφεί σε παράνομα έντυπα του ΕΛΑΣ. Το ’45 συναντάται με τον Αρη Βελουχιώτη στα Τρίκαλα και αργότερα γράφει το αφιερωμένο σε αυτόν “Υστερόγραφο της δόξας”. Δημιουργείται “Το θέατρο του λαού της Αθήνας” και συνεχίζει για την Κοζάνη όπου θα συνεργαστεί με το Λαϊκό Θέατρο Μακεδονίας. Ανεβάζει το μονόπρακτό του “Η Αθήνα στ’ άρματα”. Εκδίδει την ποιητική σύνθεση “Ο σύντροφός μας, Νίκος Ζαχαριάδης”. Γράφει δυο κορυφαία ποιήματα που θα εκδοθούν πολλά χρόνια αργότερα: την “Κυρά των αμπελιών” και τη “Ρωμιοσύνη”.
1948-51 Με τον Εμφύλιο να μαίνεται, πιάνεται τον Ιούλη του ’48 και εξορίζεται στο Κοντοπούλι της Λήμνου. Το Μάη του ’49 μεταφέρεται στη Μακρόνησο και το ’50 στον Αη Στράτη. Απαντά περήφανα με την άρνησή του να υπογράψει δήλωση μετανοίας, μένοντας πιστός στις αρχές του ΚΚΕ. Στη Λήμνο γράφει το “Ημερολόγιο Εξορίας”, δύο θεατρικά έργα, ενώ στη Μακρόνησο τα αριστουργήματα “Καπνισμένο τσουκάλι” και “Γειτονιές του κόσμου”. Απελευθερώνεται μετά από διαμαρτυρίες κορυφαίων καλλιτεχνών του εξωτερικού όπως ο Αραγκον, ο Νερούδα, ο Πικάσο κ.α.
1952 Συνδέεται με την ΕΔΑ και συνεργάζεται με την εφημερίδα “Αυγή”. Εκδίδει την αφιερωμένη στο Νίκο Μπελογιάννη σύνθεση “Ο άνθρωπος με το γαρύφαλλο”.
1953-55 Παντρεύεται τη γιατρό Γαρυφαλιά (Φαλίτσα) Γεωργιάδου. Το ’55 γεννιέται η μονάκριβη κόρη του Ελευθερία.
1955-58 Τιμάται με το Α’ κρατικό βραβείο ποίησης για τη συλλογή του “Η Σονάτα του Σεληνόφωτος” η οποία μεταφράστηκε σε 20 γλώσσες. Ταξιδεύει με άλλους διανοούμενους και δημοσιογράφους στη Σοβιετική Ενωση και δημοσιεύει τις εντυπώσεις του στην “Αυγή”. Το ’58 διώκεται ποινικά μαζί με άλλους για το αφιέρωμα της “Επιθεώρησης Τέχνης” στα σαραντάχρονα της Οκτωβριανής Επανάστασης. Ταξιδεύει στη Ρουμανία και τη Βουλγαρία.
1960 Εκδίδεται σε δίσκο ο “Επιτάφιος” μελοποιημένος από το Μίκη Θεοδωράκη.
1962 Ταξιδεύει ξανά στη Ρουμανία όπου γνωρίζει το Ναζίμ Χικμέτ. Ταξιδεύει στην Τσεχοσλοβακία, την Ουγγαρία και την Ανατολική Γερμανία.
1964 Υποψήφιος της ΕΔΑ στις εκλογές.
1966 Ταξιδεύει στην Κούβα. Κυκλοφορεί σε δίσκο η “Ρωμιοσύνη” μελοποιημένη από το Θεοδωράκη.
1967 Την 21η Απριλίου του ’67 με την εκδήλωση του πραξικοπήματος συλλαμβάνεται, μεταφέρεται στον Ιππόδρομο και μπαρκάρεται με χιλιάδες άλλους κομμουνιστές και αγωνιστές για τη Γυάρο. Στις αρχές του ’68, κάτω από την παγκόσμια κατακραυγή, η Γυάρος κλείνει και ο ποιητής μεταφέρεται στο Παρθένι της Λέρου. Τον Αύγουστο του ’68 οι στρατιωτικοί γιατροί τον μεταφέρουν στον “Αγιο Σάββα” για ένα μήνα. Επιστρέφει στη Λέρο και το Δεκέμβρη του ’68 του επιτρέπουν να πάει σπίτι του στη Σάμο σε κατ’ οίκο ν περιορισμό. Στέλνει κρυφά στη Γαλλία το “Πέτρες, Επαναλήψεις, Κιγκλίδωμα” και τα “Δεκαοχτώ Λιανοτράγουδα της Πικρής Πατρίδας”, τα οποία μελοποιεί ο Θεοδωράκης.
1970 Αίρεται ο κατ’ οίκον περιορισμός. Ερχεται στην Αθήνα. Ανακηρύσσεται μέλος της “Ακαδημίας Επιστημών και Γραμμάτων” του Μάιντς (Δ. Γερμανία).
1973 Κατά την εξέγερση του Πολυτεχνείου συμμετέχει στη μεγάλη διαδήλωση των οικοδόμων και φοιτητών, της πρώτης μέρας. Γράφει “Το Σώμα και το Αίμα”, που αναφέρεται στα γεγονότα.
1975 Το ΚΚΕ κατακτά τη νομιμοποίησή του μετά από δεκαετίες παρανομίας. Το σύνολο του έργου του Ρίτσου και κύρια αυτό που είχε απαγορευτεί, γίνεται κτήμα όλου του ελληνικού λαού. Η ακτινοβολία του περνάει τα σύνορα της χώρας. Γνωρίζει διεθνείς τιμές και διακρίσεις. Προτείνεται για Νόμπελ.
1977 Στο 3ο Φεστιβάλ ΚΝΕ-“Οδηγητή” απαγγέλλει το ποίημα “Τα παιδιά της ΚΝΕ”. Στη Μόσχα του απονέμεται το διεθνές βραβείο “Λένιν” για την Ειρήνη και τη Φιλία των Λαών.
1989 Του απονέμεται ο μεγάλος Αστέρας της “Φιλίας των Λαών” στη Γερμανική Λαοκρατική Δημοκρατία.

Πάνω στο τραπέζι έμειναν 50 συλλογές ανέκδοτων ποιημάτων, έτσι καθώς άνοιξε την πόρτα και βγήκε στις 11 Νοέμβρη 1990… Στις 14 Νοέμβρη κηδεύεται στη Μονεμβασιά.

“ΠΑΡΩΝ” ΣΤΗΝ ΙΣΤΟΡΙΑ
«Ε΅είς τραγουδά΅ε για να σ΅ίξου΅ε ΅ε τον κόσ΅ο…»

Με επηρέασαν τα πάντα. (…) Γιατί, όπως κάθε καλλιτέχνης, έτσι κι εγώ, είχα μια τεράστια αδηφαγία. Ο ποιητής είναι ένας τρομερός δέκτης, τρομερά ευαίσθητος, που απορροφά δυνάμεις από παντού και το θεωρεί κάτι πολύ δικό του… Εγώ, άξαφνα, χρωστώ ευγνωμοσύνη σε όλους εσάς, χρωστώ ευγνωμοσύνη κάποτε ακόμα και στους αντιπάλους μου, στους εχθρούς μου, που με το να με εξορίσουν, με το να με φυλακίσουν, έζησα πάρα πολλά πράγματα, που δεν μπορούσα να διανοηθώ, που δεν μπορούσε να συλλάβει η φαντασία μου.»
(Από την κουβέντα με δημοσιογράφους του “Ριζοσπάστη”
προς τιμήν του 12ου Συνεδρίου του ΚΚΕ)

Ο Γιάννης Ρίτσος υπήρξε ο αδιάψευστος μάρτυρας της δικής του εποχής. Γιατί συνταιριάζοντας τα βήματά του με το λαϊκό και το κομμουνιστικό κίνημα, βίωσε και περιέγραψε τις περιπέτειες της Ελλάδας τις περισσότερες από τις δεκαετίες του περασμένου αιώνα.
Ποιητής ήταν και όταν δεν έγραφε. Παρατηρούσε, πάντα σε θέση μάχης και ποτέ σε θέση ανάπαυσης, μήπως και χάσει το απειροελάχιστο χρώμα από τα πράγματα. Εκανε ατέρμονους “αγώνες δρόμου” για να αιχμαλωτίσει τη στιγμή, για να την απαθανατίσει. Μέσω της ποίησης, προσελάμβανε τα πάντα, μέσω αυτής ήθελε και να τα μοιράζεται: «το πιο βαρύ φορτίο είναι το φως που δεν μπορούμε να το δώσουμε».

Από τα πρώτα βήματα…
Πρωτομαγιά γεννήθηκε. Μέρα Μαγιού του 1936 έγραψε και το αθάνατο, μοναδικού κάλλους ποίημά του “Επιτάφιος”, συγκλονισμένος από το αιματηρό χτύπημα της απεργίας των καπνεργατών στη Θεσσαλονίκη. Εργο πανανθρώπινο, διαχρονικό και επίκαιρο, όσο έστω και ένας εργάτης, οποτεδήποτε και οπουδήποτε θα θυσιάζεται από τους εκμεταλλευτές του. Εργο-«διάδοχος» της αρχαίας τραγωδίας και της μακραίωνης δημοτικής μας ποίησης, θα συναρπάζει με την αλήθεια, το λυρισμό, τη μουσικότητά του, κάθε άνθρωπο του λαού. Κάθε εποχής.
«… Γιε μου, καλά μου λέγε το γνωστικό σου αχείλι
Κάθε φορά που ορμήνευε, κάθε φορά που εμίλει:
Εμείς ταγίζουμε ζωή στο χέρι: περιστέρι,
Κι εμείς ουτ’ ένα ψίχουλο δεν έχουμε στο χέρι.
Εμείς κρατάμε όλη τη γης μες στ’ αργασμένα μπράτσα
Και σκιάχτρα στέκουνται οι Θεοί κι αφέντη έχουνε φάτσα…»

…στην αντίσταση
Το 1940, λίγο πριν από τον πόλεμο, κυκλοφορεί το “Εμβατήριο του Ωκεανού”. Χρησιμοποιεί πια τον ελεύθερο στίχο, απαλλάχτηκε από όποιους συμβιβασμούς με την καθαρεύουσα και λάμπει μια φροντισμένη δημοτική. Το έργο του γίνεται εκμυστήρευση, ψιθύρισμα, αποκτά μια τεχνική που προαναγγέλλει τα μεγάλα ποιήματα μονολόγους της ωριμότητας. Μέσα σ’ αυτές τις συγκυρίες έγραψε το “Η τελευταία προ ανθρώπου εκατονταετία” μιλώντας για τις ουλές που άφησε η Αλβανία.

«είπε το σύνθημα, το παρασύνθημα. Πέρασε. Αυτός που καθόταν ήσυχα
ήσυχα και σαν αδιάφορα μπροστά στο πρατήριο της βενζίνας
θα ’ταν μέλος του Κόμματος. Μια μικρή λάμψη ξέφευγε απ’ τα μάτια του
όπως η άκρη μιας προκήρυξης απ’ την τσέπη του σακακιού του.
Υστερα βγήκαν απ΄το γκαράζ μια συντροφιά προλετάριοι
κούνησαν το κεφάλι τους αμίλητοι, σμίξαν μαζί του, προχώρησαν-
στα χέρια τους κρατούσαν μιαν αόρατη εκκλησία
που βάδιζε μαζί τους πάνου απ’ τα κεφάλια τους.»
Προσχωρεί στο μορφωτικό τομέα του ΕΑΜ, έρχεται σε επαφή με τον παράνομο μηχανισμό του ΚΚΕ. Το Γενάρη του ‘45 φεύγει από την Αθήνα αφού είχε παραδώσει για φύλαξη 12 ανέκδοτα έργα του που δυστυχώς θα καταστραφούν και μετά από τρεις μέρες φτάνει στα Τρίκαλα, όπου συνεχίζει να δουλεύει. Γράφει ποίηση αλλά και για το Θέατρο του Βουνού. Κι έπειτα, μετά την Εθνική Αντίσταση και τις όμορφες και μαζί δύσκολες μέρες, έρχεται η ήττα, έρχονται οι εκτελέσεις κι οι διώξεις, η εξορία.

…στις δύσκολες μέρες
«Πιάνουμε μια κουβέντα - κόβεται στη μέση.
Πάμε να χτίσουμε έναν τοίχο - δε μας αφήνουν να τελειώσουμε.
Και το τραγούδι μας κομμένο.
Ολα τ’ αποτελειώνει ο ορίζοντας»…

Με αυτούς τους στίχους από το ποίημα “Πάντα”, του “Πέτρινου χρόνου”, ο Ρίτσος περιγράφει μια φοβερή πραγματικότητα, αυτή της Μακρονήσου, όπου ο ποιητής μεταφέρεται ως εξόριστος το 1949. Εχει προηγηθεί το Κοντοπούλι της Λήμνου. Ομως η Μακρόνησος δε συγκρίνεται με τίποτα. Βασανιστήρια, αγγαρείες, σωματικές τιμωρίες, ψυχικές πιέσεις. Ο “Πέτρινος χρόνος” (“Τα Μακρωνησιώτικα”) είναι ένα ακόμη ποίημα που γράφει “εν θερμώ”. Μπορεί τα προηγούμενα έργα του να ακολουθούν την πολιτική και προσωπική “επικαιρότητα”, δεν είναι, όμως, γραμμένα εν θερμώ. Μεσολαβεί μια χρονική απόσταση, που επιτρέπει την επεξεργασία του γεγονότος, την ανάκλησή του «διά της νοσταλγίας», όπως έλεγε ο ίδιος. Δεν σταματά να καταγράφει και να αναπλάθει μέσα απ’ την ποίησή του τα εγκλήματα της αστικής τάξης, αλλά και την ελπίδα. Εξόριστος στη Λήμνο ο Γιάννης Ρίτσος γράφει τα “Ημερολόγια εξορίας”, τα οποία συνεχίζει στη Μακρόνησο, δύο θεατρικά έργα και το “Καπνισμένο Τσουκάλι”.
Στην Κατοχή ο θάνατος ήταν πανταχού παρών. Στην εξορία, όμως, είναι αλλιώς παρ’ όλο που κι εκεί εξακολουθούν να ακούν τα βήματα της ελευθερίας.

«Δε θέλαμε να πεθάνουμε. Κανένας δεν ήθελε να πεθάνει.
Δεν ήταν εύκολο -μην πεις -δεν ήταν εύκολο.
Κανένας δεν ήθελε να πεθάνει.»

«Και τα τανκς σιμώνοντας, σιμώνοντας,
Τα τανκς περνώντας πάνω απ’ τους γονατισμένους,
Περνώντας άλλη μια φορά πάνου απ’ τους σκοτωμένους,
«δεν είναι ο θάνατος εδώ, μονάχα ζωή και μέλλον, ζήτω, ζήτω
Πιο ψηλά τη σημαία».
(“Οι Γειτονιές του κόσμου”, 1949)

Εκεί, στη φοβερή Μακρόνησο, κάθε μέρα είναι και μια δοκιμασία. Αυτές οι δοκιμασίες ατσαλώνουν όμως ακόμα περισσότερο τη συντροφικότητα:

«Ολα τα μοιραστήκαμε, σύντροφοι,
το ψωμί, το νερό, το τσιγάρο, τον καημό, την ελπίδα,
τώρα μπορούμε να ζήσουμε ή να πεθάνουμε
απλά κι όμορφα-
σαν ν’ ανοίγουμε μια πόρτα το πρωί
και να λέμε καλημέρα στον ήλιο και στον κόσμο».
Ετσι κι αλλιώς ο Ρίτσος ήθελε να τον δένει η ποίησή του σφιχτά και παντοτινά με τον πόνο του άλλου:

«Εμείς δεν τραγουδάμε για να ξεχωρίσουμε
αδελφέ μου, από τον κόσμο
εμείς τραγουδάμε
για να σμίξουμε με τον κόσμο».

Σε αυτές τις σκληρές συνθήκες, ο ποιητής έχει συνείδηση της κοινωνικής, της ανθρώπινης αποστολής του, που του αναθέτει η ποίηση και που αυτός αναθέτει στην ποίησή του:

«Από την πληγή μου κοίταξα
του κόσμου την πληγή
Ξ ένη απ’ τον άνθρωπο η χαρά
Ξένοι απ’ το δίκιο οι νόμοι».

Στη χούντα…
Υστερα έρχεται η χούντα και μαζί ξανά η εξορία, η Γυάρος και οι κατ’ οίκον περιορισμοί. Μόλις η χούντα καταργεί μερικά την προληπτική λογοκρισία, εκδίδει τη μια μετά την άλλη τις συλλογές που έχει γράψει στη Λέρο και στη Σάμο, “Πέτρες-Επαναλήψεις”, “Κιγκλίδωμα” κ.ά., όπως και τα μεγάλα ποιήματα του αρχαίου κύκλου “Ελένη”, “Ισμήνη” κ.τ.λ. που εξαντλήθηκαν μόλις έκαναν την εμφάνισή τους στα βιβλιοπωλεία. Ενδεικτικό, το ποίημα “Πραγματικά χέρια” από τη “Γραφή Τυφλού”, γραμμένο την περίοδο της χούντας:

«Αυτός που χάθηκε ανεξήγητα ένα απόγευμα (ίσως
και να τον πήραν) είχε αφήσει στο τραπέζι της κουζίνας
τα μάλλινα γάντια του σα δυο κομμένα χέρια
αναίμακτα, αδιαμαρτύρητα, γαλήνια, ή μάλλον
σαν τα ίδια του τα χέρια, λίγο πρησμένα, γεμισμένα
με το χλιαρόν αέρα μιας πανάρχαιης υπομονής. Εκεί,
ανάμεσα στα χαλαρά, μάλλινα δάχτυλα,
βάζουμε πότε-πότε μια φέτα ψωμί, ένα λουλούδι
ή το ποτήρι του κρασιού μας, ξέροντας καθησυχαστικά
ότι στα γάντια τουλάχιστον δεν μπαίνουν χειροπέδες».

Στα δικά του χέρια πάντως, όσες φορές κι αν τις φόρεσαν, ήταν σαν να μην υπήρχαν. Συνέχισε να γράφει όπως αισθανόταν, με την ωραία βεβαιότητα: «αυτό το χαμόγελο κι αυτόν τον ουρανό, δεν μπορούν να μας τα πάρουν». Και ποτέ δεν μπόρεσαν…

ΚΟΜΜΟΥΝΙΣΤΗΣ ΠΟΙΗΤΗΣ
«Η ποίηση πρέπει να ’ναι ένας οδηγός ΅άχης…»

«Η ποίηση πρέπει να ’ναι
ένας οδηγός μάχης κι ευτυχίας
ένα όπλο στα χέρια του λαϊκού αγωνιστή
μία σημαία στα χέρια της ελευθερίας…»
(“Οι γειτονιές του κόσμου”, Μακρόνησος, Αη-Στράτης, 1949-1951)

Με αυτούς τους λίγους στίχους ο μεγάλος μας ποιητής, αγωνιστής, σύντροφος, συνόψισε κάτι που δεν διατύπωσε απλά στα ποιήματά του, αλλά έπραξε σε όλη του τη ζωή. Η τέχνη του Γιάννη Ρίτσου αποτελεί χαρακτηριστικό παράδειγμα τέχνης που εμπνέεται από τα υψηλότερα ιδανικά, εκείνα της πάλης για μια κοινωνία απαλλαγμένη από την εκμετάλλευση ανθρώπου από άνθρωπο, για το σοσιαλισμό-κομμουνισμό. Στους στίχους του χάραξε το καινούριο που γεννιέται στην κοινωνική εξέλιξη, αποτύπωσε την αισιοδοξία που πηγάζει από τη βαθιά γνώση των νομοτελειών της κοινωνίας και της ιστορίας.

Συνεπής, κομματικός, στη ζωή και την τέχνη…
Ο Ρίτσος δεν ήταν γενικά κι αόριστα ένας “αριστερός” ποιητής, όπως στην καλύτερη των περιπτώσεων θέλουν να τον παρουσιάσουν οι αστοί και οπορτουνιστές φιλόλογοι και αναλυτές, τα μονοπωλιακά συγκροτήματα του βιβλίου και των τεχνών, στην προσπάθειά τους να κρύψουν τι ήταν εκείνο που έκανε μεγάλη την ποίηση και την τέχνη του.
Ο Ρίτσος ήταν κομμουνιστής. Πίστευε όχι απλά στην αναγκαιότητα της στρατευμένης -με τη γενικότερη έννοια- τέχνης, αλλά και στην ύπαρξη μιας κομματικής ποίησης. Στα “Μελετήματά” του “Περί Μαγιακόφσκι” (1974) γράφει ο Ρίτσος: «Το κύρος επί πλέον, του Μαγιακόφσκι στάθηκε μία έμπρακτη απόδειξη της αξίας της κοινωνικής ποίησης (και το θεμέλιό της άλλωστε) κι ένα αποστομωτικό επιχείρημα για τη δυνατότητα ύπαρξης μιας καθαρά κοινωνικής, ιδεολογικής κι ακόμη περισσότερο, κομματικής ποίησης.»
Βέβαια, ο ποιητής για να κάνει υψηλή, στρατευμένη, κομματική ποίηση πρέπει ο ίδιος να εμπνέεται από αυτά τα υψηλά ιδανικά: «Κανείς άλλος δεν μπορεί να φανερώσει στον ποιητή τη γενικότερη ανθρώπινη ανάγκη, να καθορίσει έξωθεν τη μορφή και να του την επιβάλλει» γράφει στη συνέχεια στα “Μελετήματά” του, θίγοντας την ανάγκη ο ποιητής να είναι συνεπής, ειλικρινής, να αποτυπώνει στο έργο του ως ποιητής τις ιδέες που υπηρετεί με τη στάση ζωής του ως άνθρωπος. Ο Ρίτσος στάθηκε συνεπής κι αυτό ήταν ένα από τα χαρακτηριστικά που τον έκανε μεγάλο και για τα οποία αγαπήθηκε από το λαό μας, όσο λίγοι. Εγραψε υψηλή στρατευμένη ποίηση σε όλη του τη ζωή, έζησε ως μέλος του Κομμουνιστικού Κόμματος Ελλάδας. Αγωνίστηκε, εξορίστηκε και στις πιο δύσκολες στιγμές της ταξικής πάλης δεν υπέγραψε “δηλώσεις μετανοίας”. Στήριξε το Κόμμα του ως την τελευταία του στιγμή. Πέθανε έχοντας τον τιμημένο τίτλο του μέλους του Κόμματος, κάνοντας το Κόμμα του περήφανο που μπορεί να έχει στις γραμμές του ανθρώπους του μεγέθους του Γιάννη Ρίτσου.

Στρατευμένη τέχνη υψηλής αισθητικής…
Ο Γιάννης Ρίτσος δεν υποτίμησε σε καμία περίπτωση την αλήθεια ότι «η αισθητική έχει τα δικά της μέτρα, τη δική της νομοθεσία. Δεν της είναι αρκετό εφόδιο το αίσθημα, η πηγαιότητα, η ειλικρίνεια, οι μεγάλες ιδέες, οι ηθικές αρχές, ούτε όλη η αλήθεια». Δούλευε εξάλλου με ακάματη προσπάθεια και αγάπη κάθε στίχο. Ομως, πίστευε βαθιά στην κοινωνική και διαπαιδαγωγητική αξία της τέχνης. Ετσι τολμούσε ακόμα και να παραμερίσει αισθητικούς ενδοιασμούς μπροστά στην κοινωνική αξία ποιημάτων του, όπως για παράδειγμα τα “Συντροφικά Τραγούδια”, που εκδόθηκαν το 1981 προς τιμήν των 40 χρόνων του ΕΑΜ.

«…Μόνες
περγαμηνές μας, τρεις λέξεις: Μακρόνησος, Γυάρος και Λέ-
ρος. Κι αν αδέξιοι
μια μέρα σας φανούν οι στίχοι μας, θυμηθείτε μονάχα πως
γράφτηκαν
κάτω απ’ τη μύτη των φρουρών, και με τη λόγχη πάντα στο πλευρό μας.
Κι ούτε χρειάζονται δικαιολογίες -πάρτε τους γυμνούς, έτσι όπως είναι…»
(“Ο Ηρακλής κι εμείς”, 1968)

Ο Ρίτσος ειρωνευόταν την “καθαρή” ποίηση που μένει κλεισμένη στον εαυτό της, που δεν υπηρετεί την ανάγκη της κοινωνικής εξέλιξης, που δεν βλέπει τον άνθρωπο ως δραστήριο εργάτη και οικοδόμο της ζωής του, που δεν αναγνωρίζει στην ταξική πάλη την κινητήρια δύναμη που πάει μπροστά την ιστορία. Για παράδειγμα, στο ποίημα “Α.Β.Γ.”, περιγράφοντας το κολαστήριο της Μακρονήσου, δεν παραλείπει να σχολιάσει:
«(Κ η Παναγιά του πόντου φλωροκαπνισμένη απ’ το σούρουπο
να σεργιανάει στην αμμουδιά
συγυρίζοντας τα σπίτια των μικρών ψαριών
καρφώνοντας μ’ ένα θαλασσινό σταυρό τη φεγγαρίσια της πλεξούδα)
Α.Β.Γ.
Α.Β.Γ
(Μιλούσαμε για μία ποίηση αιγαιοπελαγίτικη, ναι, ναι)
………………………
Α.Β.Γ»
(“Μακρονησιώτικα”, 1949)

Ο ίδιος διαχώρισε τον εαυτό του από αυτού του είδους την τέχνη:

«Αφήστε για την ώρα το φεγγάρι ν` ακουμπήσει το χλωμό του μέτωπο
Στον ώμο της Κυρίας με τας Καμελίας
Εμείς θα πάμε με το Ρίτσο στα εργατικά συνδικάτα»
(“Φρυκτώρια”, 1978)

Ξεχωριστή τιμή…
Ο Ρίτσος συνειδητά επέλεγε -ως μία ακόμα ένδειξη της κομματικότητάς του- να δημοσιεύει πρωτότυπα ποιήματά του στο “Ριζοσπάστη”. Πιο χαρακτηριστική είναι η πρώτη έκδοση του “Επιτάφιου” λίγες μέρες μετά τα γεγονότα στη Θεσσαλονίκη, στις σελίδες του “Ρ”. Εγραφε για τους εργάτες, για το λαό. Γι’ αυτό και επέλεγε να δημοσιεύονται πολλά από αυτά στην εφημερίδα του λαού, στην εφημερίδα που εκπροσωπούσε και εκπροσωπεύει τα συμφέροντα των εργατών. Γι’ αυτό και επέλεγε κάθε χρόνο να απαγγέλλει ποιήματά του στο Φεστιβάλ της ΚΝΕ και του “Οδηγητή”. Για την Οργάνωσή μας, τη νεολαία του ΚΚΕ που αγαπούσε βαθιά, αυτή ήταν μία ξεχωριστή στιγμή και μία ξεχωριστή τιμή. Στο 3ο Φεστιβάλ από τη σκηνή ακούστηκαν για πρώτη φορά, από τη φωνή του μεγάλου ποιητή, οι στίχοι:

«Είναι τα παιδιά της ΚΝΕ
που λένε στη ζωή το μέγα ναι»
(“Τα παιδιά της ΚΝΕ”, Αθήνα-Καρλόβασι, 1977)

Κάθε σταθμός στην ιστορία του Κόμματος ήταν για εκείνον πηγή έμπνευσης. Η πίστη του στο Κόμμα και στο σοσιαλισμό είναι διάχυτη στα ποιήματά του. Μεταφράζεται σε πείσμα, σε επιμονή, σε αισιοδοξία για την τελική νίκη. Εμπνέει και θα εμπνέει…

«Κι ο μπάρμπα Στάθης έχει βγάλει απ’ το μπαούλο το παλιό κασκέτο του.
Εβαλε τη Μαρία και του ’ραψε με κόκκινο σειρήτι: ΕΛΑΣ
Κι όλο χαμογελάει ο μπάρμπα- Στάθης στην παρέλαση
ΚΚΕ
Και βέβαια που θα γράψει πάνου στη βρυσούλα του: ΚΚΕ-
Τι χρώμα; Οχι άσπρο κίτρινο καλύτερα
Κίτρινο σαν τον ήλιο πάνου στα μεγάλα στάχυα-
Αχ όχι, κίτρινα είτανε τα προσωπάκια τους
αχ οι διακόσιοι της Πρωτομαγιάς- κίτρινα, κίτρινα
τα προσωπάκια τους στο χάραμα-
μην είναι αυτοί μες στ’ αυτοκίνητα με τα ελασίτικα τα δίκωχα;
Αυτοί ’ ναι θέ μου -ένας, δύο, τρεις, 4,5,8,16
20, 30, 35, 63-
Δεν πρόφτασε να τους μετρήσει -θα ‘τανε διακόσοι-
Πέρασαν τ’ αυτοκίνητα -που να μετρήσεις- είτανε οι Διακόσοι
-λοιπόν τι χρώμα; Κίτρινο; Οχι κίτρινο
Αχ και να μπόρειε να ζουπήξει την καρδιά του
Αχ έτσι δα με το χοντρό του δάχτυλο ναν τη ζουπήξει
Με το αίμα της καρδιάς του ναν το γράψει στη βρυσούλα του:
ΚΚΕ…»
(“Γειτονιές του Κόσμου”, Μακρόνησος, Αη-Στράτης, 1949-1951)

ΔΙΕΘΝΗΣ & ΔΙΕΘΝΙΣΤΗΣ
“…το πιο τρανό τραγούδι που έ΅αθα…
Προλετάριοι όλων των χωρών ενωθείτε”
Η διεθνής ακτινοβολία του Γ. Ρίτσου είναι μεγάλη. Ο Ρίτσος αποτελεί -μαζί με τον Καβάφη, το Σεφέρη και τον Ελύτη- έναν από τους πιο πολυμεταφρασμένους Ελληνες ποιητές. Εργα του έχουν μεταφραστεί σε πάνω από 20 γλώσσες. Εχει ακόμα αποσπάσει δεκάδες διεθνή βραβεία με κορυφαίο το βραβείο Λένιν (1977).
Ενδεικτική της μεγάλης διεθνούς ακτινοβολίας του είναι η στάση που κράτησαν απέναντί του μεγάλοι καλλιτέχνες αγωνιστές της εποχής. Οταν μετά τον εμφύλιο ο Ρίτσος βρισκόταν εξόριστος και κινδύνευε η υγεία του κινητοποιήθηκαν ο Νερούδα, ο Αραγκόν, ο Πικάσο προκειμένου να σωθεί ο ποιητής.
Οι ίδιοι γίγαντες της παγκόσμιας ποίησης λένε για το Ρίτσο: «…Πάνε πάνω από είκοσι χρόνια, ωστόσο, που μου φέραν στίχους μεταφρασμένους απ’ τα ελληνικά, ενός ποιητή που γι’ αυτόν δεν ήξερα τίποτα, να διορθώσω τα γαλλικά τους», λέει ο Αραγκόν «Αξαφνα ένιωσα ένα σφίξιμο στο λαρύγγι… Στην αρχή δεν το ήξερα πως ήταν ο πιο μεγάλος απ’ τους ζώντες ποιητές της εποχής αυτής που είναι η δική μας. Ορκίζομαι πως δεν το ήξερα. Το έμαθα σταδιακά, από το ένα ποίημα στο άλλο.»
Αργότερα, όταν στα 1972 ο Νερούδα παίρνει το βραβείο Νόμπελ, δηλώνει: «Υπάρχει ένας άλλος ποιητής, που αξίζει πολύ περισσότερο από μένα αυτήν την τιμή, ο Γιάννης Ρίτσος».

Μεγαλύτερη τιμή η αγάπη των λαών όλου του κόσμου
Η μεγαλύτερη τιμή όμως για τον ποιητή ήταν η αγάπη των λαών όλου του κόσμου. Η αγάπη όσων αγωνίζονταν για την ειρήνη και το δίκιο των φτωχών, για το σοσιαλισμό. Και στην αγάπη αυτή ανταποκρινόταν πάντα. Ετσι, όταν το 1955 προσκλήθηκε να παρευρεθεί στο Φεστιβάλ Νεολαίας στη Βαρσοβία πήγε κρατώντας στα χέρια του ένα ποίημα γραμμένο ειδικά για το Φεστιβάλ.

«Ερχομαι ανάμεσα από δύο σειρές ερείπια
φορτωμένος μιαν Ανοιξη από τραγούδια, σάλπιγγες ροδακινιές,
το κουράγιο του λαού μου σαν ένα πέλαγος τζιτζίκια πάνω απ’ το βομ-
βαρδισμένο καλοκαίρι.
Αδέρφια μου όλα τα χρώματα έχουν πατρίδα τους το φως.»

Η αγάπη των προλετάριων όλου του κόσμου ήταν το μεγαλύτερο βραβείο που δέχτηκε στη ζωή του ο Γιάννης Ρίτσος. «Δε χρειαζόμουν κανένα εγκώμιο, ούτε να μου φέρνουν χρυσές πλάκες για να με τιμήσουν. Οχι. Λέγατε: “Ο Ρίτσος είναι δικός μας”. Για μένα ήταν η μεγαλύτερη συντροφιά κι η μεγαλύτερη αξία» έλεγε ο ίδιος σε συνομιλία του με τους εργαζομένους στο “Ριζοσπάστη”. Αυτήν την αγάπη εξακολουθεί να απολαμβάνει από τους εργαζόμενους και τους κομμουνιστές σε πολλές χώρες και σήμερα. Τα βιβλία του διαβάζονται, πραγματοποιούνται εκδηλώσεις προς τιμήν του, η ποίησή του συγκινεί και εμπνέει ακόμα. Αλλωστε, τα 100 χρόνια από τη γέννησή του δεν τα γιορτάζουμε μόνο στην Ελλάδα… Τελευταίο παράδειγμα είναι ένα ιδιαίτερο αφιέρωμα της εφημερίδας του ΚΚ Ισπανίας στο μεγάλο μας ποιητή.

Βαθιά διεθνιστής
Ο Γιάννης Ρίτσος αφομοίωσε βαθιά το μαρξισμό. Σε όλη του τη ζωή πορεύτηκε με απόλυτη συνέπεια στις αρχές του. Αντιλαμβανόταν το διεθνισμό ως στρατηγική, ενταγμένο στην πάλη για τον κομμουνισμό. Πίστευε βαθιά στον προλεταριακό διεθνισμό. Ηταν για το Ρίτσο «το πιο τρανό τραγούδι» που έμαθε μέσα από την πορεία της ζωής του.

«Κι εγώ μαζί σας ανδρώθηκα σύντροφοι
Στις φυλακές, στα κρατητήρια,
Στα ξερονήσια
Παιδί κι εγώ της Ελλάδας
Παιδί του ΚΚΕ
Πολεμώντας μαζί και τραγουδώντας
Σύντροφοι το πιο τρανό τραγούδι που έμαθα
…………………
Αυτό που τραγουδάμε όλοι μαζί
Προλετάριοι όλων των χωρών ενωθείτε»
(“Τρία κόκκινα γράμματα”, 1975)

Ο διεθνισμός του Ρίτσου εκφράστηκε με όλους τους τρόπους. Με την ανάγκη και την πάλη για ειρήνη που δεν την έβλεπε όμως έξω από το ταξικό της περιεχόμενο. Με την ανάγκη να φιλιώσουν οι λαοί και να στρέψουν το όπλο ενάντια στους εκμεταλλευτές, ως προϋπόθεση για παγκόσμια ειρήνη.

«Στη γη που την ματώνουνε των σύνορων τ’ αγκάθια
και το γαλάζιο βλαστημά του έλκους της η πληγή,
τα χέρια απλώνεις, των λαών φιλιώνοντας τα πάθια
και στρέφεις τα στον ένα εχθρό που πνίγει την αυγή»
(“Στον Μαρξ”, “Τρακτέρ”,1930-1934)

Ο Ρίτσος έγραψε για αγωνιστές της ειρήνης σε όλο τον κόσμο. Ο Ζολιό Κιουρί, ο Πατρίς Λουμούμπα, ο δικός μας Γρηγόρης Λαμπράκης, γίνονται πηγή έμπνευσης. Σε αυτούς αφιερώνει κάποια από τα πιο σημαντικά ποιήματά του:

«Μαύρα πόδια, κατάμαυρα, κόκκινα πόδια απ’ τις πληγές και το δρόμο
…………………
Ζυμώνοντας τη γη σιωπηλά με το αίμα του Πάτρις, φτιάχνοντας
ένα πελώριο κόκκινο ψωμί για το στόμα του κόσμου»
(“Ο Μαύρος Αγιος”, 1961)

O θαυμασμός στα επιτεύγματα του σοσιαλισμού είναι μία ακόμη έκφραση του διεθνισμού του. Με τις σοσιαλιστικές σχέσεις παραγωγής η εργασία του ανθρώπου δημιουργεί, δημιουργεί, δημιουργεί… Προβάλλοντας αυτή τη δημιουργία για το λαό, ο Ρίτσος δεν θέλει απλά να περιγράψει τα θετικά της σοσιαλιστικής οικοδόμησης. Οι σοσιαλιστικές χώρες, οι λαϊκές δημοκρατίες, είναι φωτεινός φάρος που καλεί σε αγώνα το προλεταριάτο σε όλες τις χώρες.

«Ολα τα μάτια, τα χείλια, οι σφυγμοί κι οι παλμοί μας, φως δείχνουνε
Μεσημέρι της ΕΣΣΔ οι ωροδείχτες.
Και το ερυθρό μας αστέρι: ρολόι στη στέγη του σύμπαντος
Λευτεριά φωσφορίζει τις νύχτες»
(“Τραγούδι της αγροτιάς-Ρουσία”, 1934)

Ο Ρίτσος δεν ήταν διεθνιστής από “ρομαντισμό”. Σε όλη του τη ζωή πάλευε με το Κόμμα του για τον κομμουνισμό. Ομως, οι κομμουνιστικές σχέσεις παραγωγής για να αναπτυχθούν και να κυριαρχήσουν πλήρως και ανεπίστρεπτα χρειάζεται να εδραιωθούν παγκόσμια ή τουλάχιστον στην πλειοψηφία των καπιταλιστικών χωρών. Εχοντας πάντα αυτό το σκοπό, κατανοούσε την ανάγκη τα κομμουνιστικά κόμματα να δρουν σαν ένα, με κοινό στόχο, σε κοινή πορεία και διαδρομή.

«Ισα τραβάει ετούτο το καράβι για τη λευτεριά
Ισα τραβάει ο κόσμος για την ευτυχία
Εμπρός της γης οι κολασμένοι
Ισα. Ισα. ΚΚΚ, ΚΚΚ
Περνάει το Κομμουνιστικό Κόμμα του Κόσμου.»
(“Γειτονιές του κόσμου”, 1949-1951)

ΓΙΑ ΤΟ ΣΟΣΙΑΛΙΣΜΟ
«Ευλογη΅ένος
ο κόσ΅ος που γεννιέται…»
«ΚΚΕ-
Τρία κόκκινα γράμματα-
πολύ πονέσαμε, σύντροφοι,
πολύ ξαγρυπνήσαμε
πολύ μακριά κοιτάξαμε
από κανέναν δεν το δανειστήκαμε το κόκκινο.
-δικό μας αίμα
τρία κόκκινα γράμματα
σεμνή υπογραφή του λαού μας
στις λεωφόρους του μέλλοντος-
ο δρόμος φεύγει γρήγορα
η Ιστορία δε γυρίζει πίσω.»

Αυτές τις «λεωφόρους του μέλλοντος» άνοιξε το 1917 η Οκτωβριανή Επανάσταση εγκαινιάζοντας μια νέα εποχή στην ιστορία της ανθρωπότητας. Την εποχή των σοσιαλιστικών επαναστάσεων, της ανατροπής του καπιταλισμού από την εργατική τάξη και τους συμμάχους της, κάτω από την καθοδήγηση του Κομμουνιστικού Κόμματος.
Μέσα στον επαναστατικό άνεμό της αλλά και όλων των γεγονότων που ακολούθησαν -σοσιαλιστική οικοδόμηση, Β’ Παγκόσμιος Πόλεμος, αντιιμπεριαλιστικός αγώνας σε πολλές χώρες του κόσμου- καμία πτυχή της ανθρώπινης δραστηριότητας -πολιτική, κοινωνική, πολιτιστική- δεν έμεινε ανεπηρέαστη.
Λέει χαρακτηριστικά ο Ρίτσος στις “Εντυπώσεις του από τη Σοβιετική Ενωση”, κείμενο που πρωτοδημοσιεύτηκε στην “Αυγή” το 1956: «Η Οχτωβριανή Επανάσταση θεωρήθηκε από χιλιάδες και χιλιάδες εργάτες, αγρότες, διανοούμενους, επιστήμονες, ποιητές σαν ο πρώτος χρόνος της ιστορίας του ανθρώπου – κάτι σίγουρο, χειροπιαστό και μαζί απροσμέτρητο. (…) Για άλλους ένα ανάθεμα, μια ανατροπή όλων των ανθρώπινων αξιών, καταβαράθρωση της ηθικής τάξης, της ατομικής ελευθερίας, ταπείνωση της ιδεαλιστικής ισορροπίας που εδραίωσαν με αίμα και οδύνη κάποια υψηλά πνεύματα, καταστροφή όλων των ως τότε καταχτήσεων. Στόχος λυσσαλέου λιθοβολισμού. Μα είτε έτσι, είτε αλλιώς, κανείς δεν μπορούσε να αγνοεί την ΕΣΣΔ. Η ΕΣΣΔ γινόταν το κέντρο του παγκόσμιου ενδιαφέροντος. Η παραδοχή της ή η αντίθεση σ’ αυτή ήταν πάντα μια θέση απέναντι σ’ όλο το πρόβλημα της ζωής. Καθόριζε την κοινωνική στάση του καθενός, ακόμα και τον ηθικό του προβληματισμό».

«Ορισμένες λέξεις ζυμώθηκαν με αίμα…»
Εξαίρεση δε θα μπορούσε ν’ αποτελέσει και η ποίηση που, μέσα σε αυτές τις συνθήκες, απέκτησε ένα πραγματικά ανώτερο περιεχόμενο. Ο μεγάλος ποιητής είχε βαθιά συναίσθηση της αλήθειας αυτής: «ορισμένες λέξεις, όροι, φράσεις, ζυμώθηκαν με αίμα, πήραν πραγματικό, ζωντανό νόημα κι από θεωρητικές έγιναν ουσιαστικές (…) γίνονταν πράγματα όπου στάθμευε η σκέψη κι αχτινοβολούσαν με τη σειρά τους όνειρα κι όνειρα κι οράματα ώσπου να βρουν με τα χρόνια και την αισθητική τους καταξίωση στην τέχνη – την ολοκληρωτική τους δικαίωση. Δεν είναι θαρρώ τυχαίο το ότι λέξεις ψωμί, φάμπρικα, προλετάριος, επανάσταση, καμινάδες, ειρήνη κατέχουν μια τόσο περίβλεπτη θέση στην σύγχρονη παγκόσμια ποίηση. (…)».
Και πράγματι, τις “λέξεις” αυτές ανέδειξε με το έργο της μια ολόκληρη γενιά κομμουνιστών και προοδευτικών ποιητών και καλλιτεχνών που αφιέρωσαν το έργο τους στο δίκιο της εργατικής τάξης. Διοχέτευσαν στην ποίησή τους την αγωνία και το δίκιο του αγωνιζόμενου λαού, τη βαθιά τους αισιοδοξία για την απαλλαγή του κόσμου από τα δεσμά της εκμετάλλευσης και τον ερχομό της νέας σοσιαλιστικής κοινωνίας.
Κορυφαίος εκπρόσωπός τους ο Γιάννης Ρίτσος, που ποτέ δεν έπαψε να υπερασπίζεται μέσω της τέχνης του τα υψηλά ιδανικά του ΚΚΕ και του σοσιαλισμού, ποτέ δεν έπαψε να εμπνέεται από την ιστορία των αγώνων του λαού, και του Κόμματός του που πιστά ακολούθησε σε όλη του τη ζωή.

«Χαίρε Ρωσία, συντρόφισσα…»
Σταθερά υπερασπίστηκε με όλες του τις δυνάμεις το σοσιαλισμό που γνωρίσαμε, την ανωτερότητά του απέναντι στην καπιταλιστική βαρβαρότητα, την ανεκτίμητη προσφορά του στην πρόοδο της ανθρωπότητας.
Με την πρώτη του κιόλας ποιητική συλλογή χαιρετίζει μ’ ενθουσιασμό τη Ρωσική Επανάσταση και την ΕΣΣΔ στο ποίημα “Χαίρε συντρόφισσα Ρωσία”:

«Χαίρε Ρωσία, συντρόφισσα. Στο νέον ορίζοντα της γης,
ήλιου σημαία ριπίζεται η εργατική ποδιά σου.
Του κόσμου οι προλετάριοι, πίσω απ’ τα τείχη της σιγής,
Ακούν το χάλκινο παλμό της σταθερής καρδιάς σου.
(…)
ΕΣΣΔ, στο γιγάντιο σου κορμό κυλάει ανοίξεων οργασμός
κ’ είσαι τραγούδι κ’ είσαι φως στης εργατειάς το στόμα-
πλάθεις μαζί και πλάθεσαι, σου φέγγει ο Σοσιαλισμός
κ’ η ελπίδα η πανανθρώπινη σου ανθοβολάει το χώμα.»

Σε όλη την πορεία της σοσιαλιστικής οικοδόμησης, ο Ρίτσος στάθηκε με ενθουσιασμό απέναντι στις κατακτήσεις του σοσιαλισμού. Εγραψε για τα πεντάχρονα πλάνα, για την εκμηχάνιση της αγροτικής παραγωγής, για τον εξηλεκτρισμό, για τη μαζική παραγωγή και την πάλη για τη μόρφωση. Η γραφή του είναι κάλεσμα:

«Να σαι ήσυχος, Γιόφκωφ, τ’ άσπρα χελιδόνια σου
περνούν κοπαδιαστά πάνω από τη λίμνη Μπαντζάρεβο
…………………………
Κουβεντιάζουν με τους χτίστες για το νέο τους πλάνο,
κάθονται στους ώμους των κολχόζνικων, τους συμβουλεύουν,
τους δείχνουν τα σημάδια του καιρού στις παλάμες των άστρων,
κάθονται στα κομπάιν δίπλα στους λιοκαμένους θεριστάδες
προσθέτοντας την ευγένεια της λευκότητάς τους
στους απέραντους αριθμούς της μαζικής παραγωγής.»
(“Κουβέντα με τον Γιορντάν Γιόφκωφ”, 1958)

Ξεχωριστά σημάδεψε το έργο του ποιητή -όπως και τους λαούς όλου το κόσμου- η αποφασιστική συμβολή της ΕΣΣΔ στην αντιφασιστική νίκη των λαών:

«…κι ο Αντρέας είναι σίγουρος για τον κόσμο
γιατί στο Στάλινγκραντ πάλι ανεμίζουν χιλιάδες σφυροδρέπανα
και κει που ανεμίζουν τα σφυροδρέπανα
είναι η καρδιά του κόσμου
κι η καρδιά του κόσμου είναι σίγουρη.»
(“Γειτονιές του Κόσμου”, 1949-51)

«Την πρόβλεψη σου ολόλαμπρη να ζει…»
Βαθιά συναίσθηση είχε ο Ρίτσος και για την ανάγκη να δένεται η θεωρία με την πράξη. Την οικοδόμηση του σοσιαλισμού την έβλεπε εξάλλου ως επιβεβαίωση, φυσική συνέχεια της επιστημονικότητας του μαρξισμού-λενινισμού: «Η μαρξιστική ορολογία», λέει στις “Εντυπώσεις” του από την ΕΣΣΔ «περνούσε στα επιστημονικά συγγράμματα, στα εγχειρίδια της φιλοσοφίας, στην ποίηση και προ παντων στην καθημερινή κουβέντα των ανθρώπων. Δεν είχε την αφηρημένη υπόσταση μιας θεωρίας, όσο λογικά συγκροτημένης, μα τη βαρύτητα μιας βίωσης, τη θετικότητα των συγκεκριμένων πραγμάτων και το βάθος μιας πυκνής κιόλας ιστορικής μνήμης».

Και στο ποίημα “Στον Μαρξ” γράφει

«Μαχαίρι έδωσες δείχνοντας τη γάγγραινα της ζήσης
και μίσους όπλο χάλκεψες του πόνου τον αχό.
βρήκες του κόσμου το σκοπό στο πάλεμα της φύσης,
μοίρα οι άνθρωποι να γυρνούν της Μοίρας τον τροχό.
(…)
Το έργο σου ο Λένιν σφράγισε με της πράξης τη βούλα
κι άρχισε η ΕΣΣΔ την πρόβλεψή σου ολόλαμπρη να ζει
μπρος στον καθρέφτη τ’ ουρανού λευτερωμένη δούλα
ρουφάει τον ήλιο δένοντας το τραύμα της μαζί.»
(“Τρακτέρ”, 1930-34)

Τιμώντας τους κομμουνιστές ηγέτες
Από το τεράστιο ποιητικό του έργο δεν θα μπορούσε να λείπει και η ξεχωριστή αναφορά στους κομμουνιστές ηγέτες:

«Οχι, δεν είναι αλήθεια. Δεν είναι αλήθεια.
Σταματήστε λοιπόν τις καμπάνες. Σταματήστε τις.
Ο Ιωσήφ Στάλιν δεν πέθανε.
Είναι παρών ο Στάλιν στο παγκόσμιο πόστο του.
Ο Στάλιν ανεβάζει στις επάλξεις των πέντε ηπείρων τις σημαίες της ειρήνης.
(…)
Ιωσήφ Βησσαριόνοβιτς Στάλιν
Το έργο του: Λευτεριά
Σταματήστε λοιπόν τις καμπάνες κι ακούστε
Πάνου από την κόκκινη πλατεία στην εξέδρα του ήλιου
ο Ιωσήφ Βησσαριόνοβιτς Στάλιν μιλάει: “Υπερασπείστε, Λαοί, την Ειρήνη”.»
(“Για τον θάνατο του Στάλιν”, 1953)

ΕΙπαν στον “Οδηγητη” για το ΓΙΑΝΝΗ ΡΙΤΣΟ
Με αφορμή τα 100 χρόνια από τη γέννηση του Γιάννη Ρίτσου, ο “Οδηγητής” απευθύνθηκε σε καλλιτέχνες που τον γνώρισαν και συνεργάστηκαν μαζί του, αλλά και στην κόρη του ποιητή. Παραθέτουμε παρακάτω ορισμένα αποσπάσματα απ’ όσα μας δήλωσαν.

Χρήστος Λεοντής
Ο Ρίτσος είναι πάντα επίκαιρος γιατί είναι ένας ζωντανός ποιητής. Ενας ποιητής που έχει να πει πάρα πολλά, τα οποία έχουν να κάνουν με την αξιοπρέπεια, τον αγώνα του ανθρώπου, την αισθητική του και με άλλες παρόμοιες αξίες. Σήμερα ιδιαίτερα, που η απαξία κατακλύζει ένα μεγάλο μέρος της κοινωνίας, η επικαιρότητα του Ρίτσου είναι περισσότερο από κάθε άλλη φορά αναγκαία γιατί μπορεί να φέρει στο προσκήνιο αξίες που πολλοί από τους παλιότερους έχουν εγκαταλείψει, οι δε νεότεροι τις χρειάζονται, γιατί βομβαρδίζονται καθημερινά με ένα σωρό πράγματα που δεν έχουν να κάνουν ούτε με τον αγώνα τους, ούτε με την αξιοπρέπειά τους. Αντίθετα θα ’λεγα, γίνεται μια προσπάθεια ο νέος ειδικά άνθρωπος, να απομονωθεί στο περιθώριο, να μην σκέφτεται, να μην αγωνίζεται, να παραιτηθεί.
(…) Εκτός από την ποιητική αξία τ ου αυτή καθαυτή και το έργο του, θαυμάζω το Ρίτσο επειδή ήταν ένας άνθρωπος που στεκόταν όρθιος, μπροστά σε όποια δυσκολία βρισκόταν στο δρόμο του, είτε αυτό ήταν εξορία, είτε ήταν αγώνας καθημερινός για να διαδώσει το έργο του. Μην ξεχνάτε ότι, ενώ προτεινόταν από ξένους λόγιους, συγγραφείς και ανθρώπους των γραμμάτων για το βραβείο Νόμπελ, εδώ στην Ελλάδα αντιδρούσαν.

Μαρία Φαραντούρη
Ο Γιάννης Ρίτσος ήταν και είναι ο ποιητής της Ρωμιοσύνης. Ως ποιητής και πολίτης ήταν πάντα στο πλευρό του αγωνιζόμενου λαού, για την αντίσταση, τη δημοκρατία. Τα ποιήματά του γνωστά σε όλο τον κόσμο θα διαβάζονται και θα τραγουδιούνται πάντα. Θα μας συγκινούν και εμάς και τις νεότερες γενιές με την ευαισθησία τους, τη λυρικότητά τους και το όραμα που αποπνέουν για ένα καλύτερο κόσμο. Αισθάνομαι πολύ τυχερή που είμαι μεταξύ αυτών που ερμήνευσαν, σε μουσική Μίκη Θεοδωράκη, πολλά από τα μελοποιημένα ποιήματά του. Ο Γιάννης Ρίτσος ήταν μεγάλος Ελληνας, είναι ένας μεγάλος ποιητής.

Γιώργος Φαρσακίδης
Το Ρίτσο τον θυμάμαι και στα πιο δύσκολα χρόνια της εξορίας, πάντα με προσεγμένη εμφάνιση, μειλίχιο, ευγενικό. Το μικρό καλυβάκι του στον Αη-Στράτη, από τα πιο νοικοκυρεμένα μέσ’ το στρατόπεδο, με αψεγάδιαστη τάξη μέσα κι έξω. Σε ξάφνιαζε η διαπίστωση ότι αυτός ο “λεπτεπίλεπτος” άνθρωπος διέθετε μια τόση ισχυρή αυτοπειθαρχία και αυτοστράτευση και ότι στη δουλιά του υπήρξε ένας σκληροτράχηλος δουλευτής. Τον θυμάμαι για ώρες να ζωγραφίζει μέσ’ το βοριά, στον ανεμόδαρτο αυχένα του Αη-Στράτη! Με σακατεμένα πνευμόνια να διδάσκει χορογραφία! Πολυάριθμη η ομάδα των χορευτών, καθένας με τη δική του φιγούρα και κίνηση κι ο Ρίτσος να τις δείχνει, σε άπειρες επαναλήψεις, χωριστά στον καθένα, για μέρες, με πυρετό και αιμόπτυση. Στον Αη-Στράτη, νεοσσοί εμείς του πολιτιστικού μας τομέα, πηγαίναμε για κουβέντα μαζί του. Και ήξερε με το λόγο του, ν’ ανοίγει καινούριους ορίζοντες, να κεντρίζει τη διάθεση για δημιουργία. Οταν ο Ρίτσος έπαιρνε δέμα, έπαιρνε συχνά, άφηνε πάντα στο παραθύρι του καλυβιού του μια κούτα τσιγάρα για τους ατσίγαρους και δεν τον θυμάμαι ποτέ να παραπονεθεί ή να βαρυγκωμήσει.

Έρη Ρίτσου
Η ιδιαιτερότητα του Ρίτσου είναι ότι πρόκειται για έναν άνθρωπο ο οποίος έχει γράψει ένα τεράστιο -σε όγκο, αλλά και σε ποικιλία μορφών- έργο. Αυτό δείχνει έναν άνθρωπο, που εργάστηκε πάρα πολύ στη ζωή του και αυτό έχει να κάνει με την ίδια τη θεωρία του Ρίτσου, ο οποίος πίστευε ακράδαντα ότι όποιο ταλέντο κι αν έχεις δεν πρόκειται να σου αποδώσει καρπούς, αν δεν το καλλιεργείς καθημερινά και με ένταση. Πίστευε δηλαδή πως τίποτα δεν σου δίνεται από μόνο του. Ολα τα πράγματα που κατακτάει ο άνθρωπος τα κατακτάει με κόπο, με δουλιά και με αγώνα. Δεν πίστευε ότι ο πνευματικός άνθρωπος κάθεται πάνω στο βραχάκι, ατενίζοντας τον ουρανό και του έρχεται κατακέφαλα η έμπνευση και αρχίζει να γράφει. Θεωρούσε ότι το να καλυτερεύεις τη δουλιά σου είναι θέμα καθημερινής εξάσκησης και έλεγε πάρα πολύ χαρακτηριστικά: «αν είσαι πιανίστας και αφήσεις το πιάνο σου, μετά από λίγο καιρό τα δάχτυλά σου δεν πάνε, αν είσαι χορευτής και δεν ασκήσε καθημερινά, δεν θα υπακούει το σώμα σου. Εγώ που είμαι ποιητής το όργανό μου είναι η γλώσσα και άρα αυτή τη γλώσσα πρέπει να τη δουλεύω καθημερινά για να μπορώ να εκφράζω όσο το δυνατόν καλύτερα και με περισσότερη σαφήνεια και με πιο ωραίο τρόπο αυτό που θέλω να εκφράσω». Κι αυτό είναι δίδαγμα για όλους μας, γιατί ανεξάρτητα του αν είσαι ποιητής ή κάτι άλλο, η καθημερινή δουλιά είναι αυτή που μας κάνει καλύτερους.
Ακόμα η μεγάλη ποικιλία στις μορφές και στις αναζητήσεις του που δείχνει έναν άνθρωπο με πολύ πλατιά ενδιαφέροντα και πολλές ευαισθησίες. Εξαιτίας της πολιτικής του ένταξης στο ΚΚΕ, ο Ρίτσος από πολύ νωρίς είχε να αντιμετωπίσει δυο, ας πούμε, προβλήματα σε ό,τι αφορούσε την ποίηση του. Το ένα ήταν η στάση της άρχουσας τάξης και της διανόησής της, η οποία μην ξέροντας πως να αντιπαλέψει το “φαινόμενο Ρίτσος” είχε διαλέξει ουσιαστικά να τον αγνοεί (…). Από την πλευρά τη δική μας, την πλευρά της Αριστεράς, επειδή ακριβώς η ποίηση του Ρίτσου εξυπηρετούσε και κάποιες έντονα πρακτικές ανάγκες μας, είχαμε διαλέξει και εμείς με τη σειρά μας να σταθούμε σε ένα πολύ συγκεκριμένο κομμάτι της ποίησής του, αυτό που αφορούσε κυρίως τους κοινωνικούς αγώνες (…). Τώρα οι νέοι καλούνται να δουν και αυτό το κομμάτι, γιατί ο Ρίτσος, όπως σας είπα έχει πάρα πολλά ενδιαφέροντα και η ποίησή του αναφέρεται σε πάρα πολλούς τομείς. (…) Οπου βεβαίως πάντα μέσα στη ποίηση του περνάνε οι ιδέες του, οι αγωνίες του και η ένταξή του στο αριστερό κίνημα. Δεν θα μπορούσε να γίνει και διαφορετικά άλλωστε. Θέτει προβλήματα και θέματα που μέχρι μια εποχή δεν μας απασχολούσαν ίσως ιδιαίτερα. Θεωρώ ότι για τους νέους αλλά και για μας τους παλαιότερους, ο Ρίτσος είναι ακόμα ένα πεδίο προς διερεύνηση. Ετσι, λοιπόν, η γνώση της ποίησης του Ρίτσου μας είναι απαραίτητη, αν πραγματικά θέλουμε να τον εκτιμήσουμε στις σωστές διαστάσεις και αν θέλουμε πραγματικά να πούμε πως αυτός ο ποιητής ήταν ο ποιητής του λαού.

Μίκης Θεοδωράκης
Απόσπασμα από την ομιλία του Μίκη Θεοδωράκη στη συναυλία -αφιέρωμα “Γιάννης Ρίτσος-Μίκης Θεοδωράκης” που διοργάνωσε η Πολιτιστική Επιτροπή της ΚΕ του ΚΚΕ στο πλαίσιο του εορτασμού των 90χρονων του Κόμματος στις 19 Μάη του 2008 στην Καισαριανή


«Είχα την τύχη να γνωρίσω από τα εφηβικά μου χρόνια την ποίηση του Γιάννη Ρίτσου και ταυτόχρονα τις ιδέες του, που τον έφεραν στις γραμμές του ΚΚΕ και του ΕΑΜ, που την εποχή εκείνη καθοδηγούσαν τον αγώνα της Εθνικής Αντίστασης κατά των ξένων κατακτητών. Εκτοτε, τόσο το έργο όσο και το προσωπικό παράδειγμα του μεγάλου ποιητή, έγιναν για μένα πρότυπα σκέψης και ζωής. Μ’ έκαναν να συνειδητοποιήσω ότι η ζωντανή τέχνη για να ολοκληρωθεί, πέρα από το ταλέντο και την καλλιτεχνική δημιουργία, χρειάζεται και το προσωπικό παράδειγμα, όσες θυσίες κι αν χρειαστούν γι’ αυτό. Μ’ άλλα λόγια να πρέπει να βάζεις κάθε στιγμή στον εαυτό σου το ερώτημα: «Για ποιον δημιουργώ;». Κι αν έχεις τη δύναμη ν’ απαντήσεις «δημιουργώ για το λαό», τότε πρέπει να είσαι έτοιμος να μοιραστείς μαζί του τόσο τα όνειρά του, τα ιδανικά και τους στόχους του, όσο και τις θυσίες που χρειάζονται για να τα πραγματοποιήσει. Πάντα μαζί με τον απλό λαό, στην πρώτη γραμμή του αγώνα, γιατί έτσι μόνο θα γεμίσουν οι μπαταρίες σου, θα γίνεις άνθρωπος, πολίτης, αγωνιστής, καλλιτέχνης, δημιουργός άξιος του λαού που σε γέννησε και σε έκανε να είσαι αυτός που είσαι.»

ΕΡΓΟΓΡΑΦΙΑ
O Γιάννης Ρίτσος δίκαια μπορεί να θεωρείται ένας από τους πολυγραφότερους ποιητές του 20ου αιώνα. Ακούραστος δουλευτής, άφησε πίσω του ένα τεράστιο καλλιτεχνικό έργο, ένα μέρος μόνο του οποίου μπορεί κανείς να αποδώσει σε ένα τέτοιο αφιέρωμα. To έργο του αποτελείται από πάνω από 100 ποιητικές συλλογές, αλλά και δεκάδες θεατρικά, πεζά ακόμα και σκίτσα και εικαστικά. Κάθε ένα από αυτά τα έργα το δούλεψε με την αγάπη, το μεράκι και την καλλιτεχνική ευφυία που μόνο εκείνος διέθετε.
Ποιή΅ατα
“Τα τραγούδια της αγροτιάς”, (1933)
“Τρακτέρ ”, (1934)
“Πυραμίδες”, (1935)
“Επιτάφιος”, (1936)
“Το τραγούδι της αδελφής μου”, (1937)
“Εαρινή συμφωνία”, (1938)
“Το εμβατήριο του ωκεανού”, (1940)
“Παλιά μαζούρκα σε ρυθμό βροχής”, (1943)
“Δοκιμασία”, (1943)
“Ο σύντροφός μας. Νίκος Ζαχαριάδης”, (1945)
“Το υστερόγραφο της Δόξας” (1945)
“Γειτονιές του κόσμου”, (1949)
“Ο άνθρωπος με το γαρύφαλλο”, (στις 30 Μαρτίου 1952 στον Αϊ Στράτη, μόλις πληροφορείται την εκτέλεση του Νίκου Μπελογιάννη)
“Αγρύπνια”, (1954)
“Πρωινό άστρο”, (1955)
“Η σονάτα του σεληνόφωτος”, (1956)
“Χρονικό”, (1957)
“Πέτρινος χρόνος”, (1957)
“Αποχαιρετισμός”, (1957)
“Υδρία ”, (1957)
“Χειμερινή διαύγεια”, (1957)
“Οι γειτονιές του κόσμου”, (1957)
̶ 0;Η αρχιτεκτονική των δέντρων”, (1958)
“Όταν έρχεται ο ξένος”, (1958)
“Ανυπόταχτη πολιτεία”, (1958)
“Οι γερόντισσες κ’ η θάλασσα”, (1959)
“Το παράθυρο”, (1960)
“Η γέφυρα”, (1960)
“Ο Μαύρος Αγιος, (1961)
“Το νεκρό σπίτι”, (1962)
“Κάτω απ’ τον ίσκιο του βουνού”, (1962)
“Το δέντρο της φυλακής και οι γυναίκες”, (1963)
“Παιχνίδια τ’ ουρανού και του νερού”, (1964)
“Φιλοκτήτης”, (1965)
“Ρωμιοσύνη”, (1966)
“Ορέστης”, (1966)
“Όστραβα”, (1967)
“Πέτρες, Επαναλήψεις, Κιγκλίδωμα”, (1972)
“Η Ελένη”, (1972)
“Χειρονομίες”, (1972)
“Η επιστροφή της Ιφιγένειας”, (1972)
“Ισμήνη”, (1972)
“Χρυσόθεμις”, (1972)
“18 Λιανοτράγουδα της Πικρής Πατρίδας”, (1973)
“Γκραγκάντα”, 1973)
“Διάδρομος και σκάλα”, (1973)
“Σεπτήρια και Δαφνηφόρια”, (1973)
“Καπνισμένο τσουκάλι”, (1974)
“Ο αφανισμός της Μήλος”, (1974)
“Ύμνος και θρήνος για την Κύπρο”, (1974)
“Κωδωνοστάσιο”, (1974)
“Χάρτινα ”, (1974)
“Ο τοίχος μέσα στον καθρέφτη”, (1974)
“Η Κυρά των Αμπελιών”, (1975)
“Η τελευταία προ Ανθρώπου Εκατονταετία”, (1975)
“Ημερολόγιο εξορίας”, (1975)
“Μαντατοφόρες”, (1975)
“Θυρωρείο”, (1976)
“Το ρόπτρο”, (1976)
“Το μακρινό”, (1977)
“Γραφή Τυφλού”, (1979)
“Τα ερωτικά”, (1981)
“Ανταποκρίσεις”, (1987)
“3×111 τρίστιχα, (1987)

Συλλογές
“Ποιήματα–Α’”, (1930-1942)
“Ποιήματα–Β’”, (1941-1958)
“Ποιήματα–Γ’”, (1939-1960)
“12 ποιήματα για τον Καβάφη”, (1963)
“Μαρτυρίες A”, (1957-1963)
“Μαρτυρίες Β”, (1966)
“Τέταρτη διάσταση”, (1972)
“Ποιήματα–Δ’”, (1938-1971)
“Τα επικαιρικά”, (1945-1969)
“Τα συντροφικά τραγούδια”, (1981)

Θεατρικά

“Μια γυναίκα πλάι στη θάλασσα”, (1942)
“Η Αθήνα στ’ άρματα”, (1945) (μονόπρακτο που αργότερα θα πάρει τη μορφή τρίπρακτου δράματος με τον τίτλο “Μάνα”)
“Πέρα απ’ τον ίσκιο των κυπαρισσιών”, (1947)
“Τα ραβδιά των τυφλών”, (1959)
“Ο λόφος με το συντριβάνι”, (1990)

Μεταφράσεις

“Α.Μπλόκ: Οι δώδεκα”, (1957)
“Ανθολογία Ρουμανικής ποίησης”, (1961)
“Αττίλα Γιόζεφ: Ποιήματα”, (1963)
“Μαγιακόφσκι: Ποιήματα”, (1964)
“Ντόρας Γκαμπέ: Εγώ, η μητέρα μου
και ο κόσμος”, (1965)
“Ιλία ‘Ερεμπουργκ: Το δέντρο”, (1966)
“Ναζίμ Χικμέτ: Ποιήματα”, (1966)
“Ανθολογία Τσέχων και Σλοβάκων ποιητών”, (1966)
“Νικόλας Γκιλλιέν: Ο μεγάλος ζωολογικός κήπος”, (1966)
“Α.Τολστόη : Η γκρινιάρα κατσίκα”, (1976)
“Φ.Φαριάντ: Όνειρα με χαρταετούς
και περιστέρια”, (1988)
“Χο Τσι Μινχ: Ημερολόγιο της φυλακής”
Ταξιδιωτικά
“Εντυπώσεις από τη Σοβιετική Ένωση”, (1956)
“Ιταλικό τρίπτυχο”, (1982)

ΠΡΟΤΑΣΕΙΣ
“Το τραγούδι της αδελφής μου”
Το ποίημα γράφτηκε το 1937 όταν ο ποιητής συγκλονισμένος βλέπει την αδελφή του Λούλα να εισάγεται στο Δαφνί, με την ψυχική της υγεία βαριά κλονισμένη.
Το έργο αυτό στάθηκε η αφορμή για τον Κωστή Παλαμά ώστε να καλωσορίσει το Ρίτσο στα ελληνικά γράμματα με το ακόλουθο ποίημα:
«Το ποίημα σου το πικρό, το ζουν ιχώρ κ’ αιθέρας,
καθάριος όρθρος της αυγής, μηνάει το φως της μέρας.
Σε μια φρικίαση τραγική χαμογελάει μιας πλάσης
ρυθμός. Παραμερίζουμε, ποιητή για να περάσης».

“Επιτάφιος”
Ποίημα σταθμός για την ελληνική ποίηση του 20ου αιώνα και ταυτόχρονα ένας από τους σημαντικότερους ύμνους της ταξικής πάλης.
Το ποίημα γράφτηκε με αφορμή το δολοφονικό χτύπημα της απεργίας της 9ης Μαΐου 1936 στη Θεσσαλονίκη από τη δικτατορία του Μεταξά.
Δημοσιεύεται στο “Ριζοσπάστη” της 12ης Μαΐου με τον τίτλο “Μοιρολόι”, και ο Ρίτσος παράλληλα συμπληρώνει το έργο με άλλα 11 άσματα. Το βιβλίο τυπώθηκε και διαδόθηκε με φοβερή ταχύτητα. Πουλήθηκαν 10.000 αντίτυπα, αριθμός ρεκόρ για την εποχή. Οταν επιβλήθηκε η δικτατορία του Μεταξά είχαν απομείνει μόνο 250 αντίτυπα στο “Λαϊκό Βιβλιοπωλείο” τα οποία κάηκαν στους Στύλους του Ολυμπίου Διός μαζί με άλλα “ανατρεπτικά” βιβλία. «Δε θα μπορούσαν να μου κάνουν μεγαλύτερη τιμή», θα πει ο ποιητής σχολιάζοντας το γεγονός…

“18 Λιανοτράγουδα της πικρής πατρίδας”
Το 1967 η Χούντα συλλαμβάνει το Ρίτσο και τον οδηγεί στον Ιππόδρομο στο Νέο Φάληρο. Στη συνέχεια ο ποιητής θα εξοριστεί στη Γυάρο, στη Λέρο, και αργότερα στη Σάμο.
Ο ποιητής εξόριστος δουλεύει «με μια πέτρα στο στόμα». Μέσα σε συνθήκες απέραντης απομόνωσης και με τον κίνδυνο του θανάτου να ελλοχεύει συνεχώς δούλεψε μια σειρά ποιημάτων, ενώ κατάφερε να στείλει κρυφά στη Γαλλία όπου βρισκόταν ο Μίκης Θεοδωράκης, τα “18 Λιανοτράγουδα της Πικρής Πατρίδας” τα οποία μελοποιήθηκαν από το μεγάλο συνθέτη και παρουσιάστηκαν σε πολλές συναυλίες στο εξωτερικό δημιουργώντας διεθνές κίνημα συμπαράστασης στον ποιητή και στον αγώνα του ελληνικού λαού.

Oι παρακάτω ποιητικές συλλογές, γραμμένες όλες στις φυλακές και τις εξορίες, αποτελούν έξοχα ποιητικά “χρονογραφήματα” της ηρωικής και ταραγμένης δεκαετίας 1940-1950 η οποία αποτέλεσε και τη συγκλονιστικότερη περίοδο της πορείας του ΚΚΕ, με αποκορύφωμα τον επικό αγώνα του Δημοκρατικού Στρατού Ελλάδας. Ακρίτες, κλέφτες του 1821 και αντάρτες ανταμώνουν στα ποιήματα και πολεμούν μαζί τους φασίστες…

“Ρωμιοσύνη”
Γράφτηκε στο διάστημα 1945-1947. Πρόκειται για μια μεγάλη τοιχογραφία της Αντίστασης και της εποποιίας του ΔΣΕ, έτσι όπως βιώνεται από μία αγροτική Ελλάδα: μια Ελλάδα η οποία διατηρεί τις μνήμες όλων των προηγούμενων ξεσηκωμών και τις ενσωματώνει στη σύγχρονη πολιτική εμπειρία του εθνικοαπελευθερωτικού αλλά και του ταξικού-αντιιμπεριαλιστικού αγώνα. Στο έργο, πρωταγωνιστεί ο ελληνικός χώρος, με τη λιτότητά του, τη γύμνια του, το σκληρό και απελευθερωτικό του φως, την έλλειψη νερού. Ο χώρος δανείζεται συνείδηση από τους μαχητές της εθνικής και κοινωνικής ελευθερίας που «τόσα χρόνια όλοι σκοτώνονται και κανένας δεν πέθανε» και παλεύει μαζί τους μέχρι την τελική νίκη, μέχρι τo ανέμισμα της «μεγάλης σημαίας», της «μεγάλης κατακόκκινης φωτιάς», «για τις τέσσερις πόρτες του ορίζοντα»…

“Οι Γειτονιές του κόσμου”
Σ’ αυτό το έργο, οι δρόμοι και οι συνοικίες της Αθήνας “παίρνουν το λόγο” και “μιλούν” για την Ιστορία που βάδισε με μεγάλα βήματα μέσα από τα στενά δρομάκια τους, ανεμίζοντας μια κόκκινη σημαία. Σ’ ένα χειμαρρώδες ποίημα περνά ξανά μπροστά απ’ τα μάτια μας όλη η ηρωική πορεία του αγωνιζόμενου ελληνικού λαού από την Κατοχή μέχρι το τέλος του αγώνα του ΔΣΕ.

“Πέτρινος Χρόνος”
Εδώ η ποίηση μετατρέπεται σε μια κραυγή που βγαίνει από τα έγκατα της κόλασης που λεγόταν Μακρόνησος, μια κραυγή που έφτασε σε μας μέσα από τα μπουκάλια στα οποία ο Ρίτσος μαζί με το Μάνο Κατράκη έκρυβαν τα χειρόγραφα από τους δήμιούς τους.

“Ημερολόγια Εξορίας”
Στα “Ημερολόγια Εξορίας”, κάθε μέρα είναι κι ένα ποίημα. Μια εικόνα, μια σκέψη, ένας φόβος, ένα παράπονο, η αγάπη για τη ζωή και η αγωνία για τον κόσμο, όλα χαραγμένα σ& #8217; ένα ημερολόγιο αλλιώτικο, σ’ ένα ημερολόγιο φτιαγμένο από ποιήματα γραμμένα στην εξορία.

“Καπνισμένο Τσουκάλι”
Τέλος, στο αριστουργηματικό “Καπνισμένο Τσουκάλι” γραμμένο στην εξορία της Λήμνου το Φλεβάρη του 1949 ο ποιητής μιλώντας ξανά για τους επικούς αγώνες του λαού μας, δείχνει τη βεβαιότητά του για την ιστορική τους δικαίωση…
«Ευλογημένος ο κόσμος που γεννιέται»…

Δίσκοι
“Καντάτα για τη Μακρόνησο”, “Σπουδή σε ποιήματα του Βλαδίμηρου Μαγιακόφσκι” (Lyra,1976)
Το 1949 ο Ρίτσος γράφει τη συλλογή “Πέτρινος Χρόνος” και το 1976 ο Θάνος Μικρούτσικος αποτολμά τη μελοποίηση εκτεταμένων αποσπασμάτων του συνθέτοντας πάνω στη μορφή της Καντάτας, ενός είδους μουσικής φόρμας στο οποίο η χορωδία παίζει πολύ σημαντικό ρόλο.
Ο Μικρούτσικος την υποκαθιστά με μια ομάδα ηθοποιών οι οποίοι στο εναρκτήριο κομμάτι, απαγγέλουν, ψιθυρίζουν, φωνάζουν, δημιουργώντας σε συνδυασμό με τα έγχορδα και το πιάνο μια ατμόσφαιρα γεμάτη ένταση και αγωνία, καταφέρνοντας έτσι να “προσομοιώσει” για το μέσο ακροατή τις ψυχολογικές συνθήκες πίεσης των κρατουμένων στα στρατόπεδα εκείνης της περιόδου.
Το έργο αυτό το σημαδεύει η φωνή της αξέχαστης συντρόφισσάς μας Μαρίας Δημητριάδη, ενώ στην ομάδα των τραγουδιστών-ηθοποιών που αποτελούσαν τα χορικά συμμετέχουν ανάμεσα σε άλλους οι Σάκης Μπουλάς και Γιάννης Ζουγανέλης, ενώ ο Γιώργος Κιμούλης απαγγέλει.
Επίσης, μαζί με το δίσκο αυτόν κυκλοφόρησε και το έργο του Θ. Μικρούτσικου “Σπουδή σε ποιήματα του Βλαδίμηρου Μαγιακόσβκι”, που περιελάμβανε ποιήματα του μεγάλου Ρώσου ποιητή μεταφρασμένα από το Ρίτσο.
Η “Καντάτα” είναι ένας από τους πιο σημαντικούς ελληνικούς δίσκους, αφού συνένωσε τη μελοποιημένη ποίηση με τις πιο πρωτοποριακές μουσικές φόρμες.

“Του απείρου εραστής” (επιμέλεια Θάνος Μικρούτσικος)
Ο ποιητής παίζει πιάνο, μιλά για τη ζωή του και απαγγέλλει αποσπάσματα από τo ποιητικό του έργο.

“Καπνισμένο Τσουκάλι” (Χρήστος Λεοντής)
Ενας αριστουργηματικός δίσκος με την αξέχαστη μελοποίηση του Χρήστου Λεοντή πλαισιωμένη από τις μεγάλες ερμηνείες της Τάνιας Τσανακλίδου και του Νίκου Ξυλούρη, καθώς και τη συγκλονιστική απαγγελία του ποιητή.

“Επιτάφιος” (Μίκης Θεοδωράκης)
Δίσκος σταθμός για την ελληνική μουσική, η πορεία της οποίας άλλαξε μετά την ηχογράφηση του δίσκου στην “κλασική” του εκδοχή, με τις φωνές του Γρηγόρη Μπιθικώτση και της Καίτης Θύμη.

“Γειτονιές του Κόσμου” (Μίκης Θεοδωράκης)
Η επική φωνή της Μαρίας Φαραντούρη και η απαγγελία του Γιάννη Ρίτσου μας μεταφέρουν στο κλίμα των ηρωικών αγώνων της δεκαετίας 1940-1950.

Όλοι οι παραπάνω δίσκοι κυκλοφορούν από τη “Lyra”.

ΤΙΜΗΤΙΚΕΣ ΔΙΑΚΡΙΣΕΙΣ
1937 Γίνεται μέλος της Εταιρείας Ελλήνων Λογοτεχνών με πρόταση που υπογράφουν οι Ελλη Αλεξίου, Γαλάτεια Καζατζάκη και Σοφία Μαυροειδή – Παπαδάκη.
1956 Του απονέμεται το Α’ Κρατικό Βραβείο Ποίησης (εξ ημισείας με τον Αρη Δικταίο) για τη συλλογή “Η σονάτα του σεληνόφωτος”.
1970 Ανακηρύσσεται μέλος της Ακαδημίας Λογοτεχνών και Επιστημών Maihz της Δυτικής Γερμανίας.
1972 Του απονέμεται το Μέγα Διεθνές Βραβείο Ποίησης της Μπιενάλε του Knokke-Le-Zoute στο Βέλγιο.
1975 Το Μάη πηγαίνει στη Σόφια, όπου του απονέμεται το Διεθνές Βραβρίο “Γκεόργκι Δημητρώφ”. Τον Ιούνη αναγορεύεται επίτιμος διδάκτορας στη Φιλοσοφική του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης. Του απονέμεται τον Ιούνη το Μέγα Γαλλικό Βραβείο Ποίησης “Alfred de Vingy”. Προτείνεται για το βραβείο Νόμπελ. Ορίζεται πρόεδρος του Ελληνοσοβιετικού Συνδέσμου.
1976 Του απονέμεται στην Ιταλία το Διεθνές Βραβείο Ποίησης “Αίτνα-Ταορμίνα” και το Διεθνές Βραβείο Ποίησης “Seregno-Brianza”.
1977 Του απονέμεται στη Μόσχα το βραβείο “Λένιν” για την Ειρήνη και τη Φιλία των λαών, κατά τη διάρκεια των τελετών για την 60η επέτειο της Οκτωβριανής Επανάστασης. Συναντάται στην Αθήνα με τον Αραγκόν και ταξιδεύουν μαζί στη Μόσχα για την απονομή του βραβείου.
1978 Αναγορεύεται επίτιμος διδάκτορας του Πανεπιστημίου Μπέρμιγχαμ της Αγγλίας. Του απονέμεται το Διεθνές Βραβείο Ποίησης “Μondello” στην Ιταλία.
1979 Αναγορεύεται επίτιμος δημότης Λευκωσίας. Του απονέμεται το Διεθνές Βραβείο Ειρήνης για τον πολιτισμό, από το Παγκόσμιο Συμβούλιο Ειρήνης. Του απονέμεται το σοβιετικό παράσημο της “Φιλίας των Λαών”.
1980 Η Θεσσαλονίκη τον ανακηρύσσει επίτιμο δημότη της.
1981 Τιμάται στο Γύθειο μαζί με το Νικηφόρο Βρεττάκο.
1982 Αναγορεύεται επίτιμος δημότης Ελευσίνας.
1983 Αναγορεύεται επίτιμος δημότης Λάρισας. Γίνεται μέλος της επιτροπής απονομής του διεθνούς βραβείου “Λένιν”.
1984 Αναγορεύεται επίτιμος διδάκτορας του Πανεπιστημίου Καρλ Μαρξ της Λειψίας.
1985 Του απονέμονται τα ιταλικά βραβεία “Φελίτσε Μαστρογιάννη”, “Λα τσιτά ντελ λο Στρέτο” και της Ακαδημίας της Μπιέλα.
1986 Του απονέμεται το βραβείο “Ποιητής Διεθνούς Ειρήνης” του ΟΗΕ. Μετάλλιο από το Εθνικό Νομισματοκοπείο Γαλλίας. Διεθνές βραβείο “Λυτές”. Του απονέμεται στη Γιουγκοσλαβία το βραβείο “Χρυσό στεφάνι”.
1987 Αναγορεύεται επίτιμος διδάκτορας στη Φιλοσοφική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών. Του απονέμεται το χρυσό μετάλλιο του Δήμου Αθηναίων.
1989 Του απονέμεται το μετάλλιο Ειρήνης “Γρηγόρης Λαμπράκης” της ΕΕΔΥΕ, ο μεγάλος αστέρας της “Φιλίας των Λαών” της Γερμανικής Λαϊκής Δημοκρατίας και ο μεγαλόσταυρος του τάγματος Αρχιεπισκόπου Μακαρίου Γ’ της Κύπρου.
1990 Το Παγκόσμιο Συμβούλιο Ειρήνης του απονέμει την ανώτατη διάκριση με το μετάλλιο “Ζολιό-Κιουρί”.

Γιάννης Ρίτσος: Στιγμιότυπα

video


ΜΟΥΣΙΚΟΣ ΔΙΑΓΩΝΙΣΜΟΣ
ΣΤΗ ΜΝΗΜΗ ΓΙΑΝΝΗ ΡΙΤΣΟΥ
Η Νομαρχιακή Αυτοδιοίκηση Λακωνίας σε συνεργασία με το Δήμο Μονεμβάσιας
προκηρύσσουν
Διαγωνισμό μελοποίησης σε στίχους Ελλήνων ποιητών
υπό την αιγίδα του Υπουργείου Πολιτισμού.
Πρώτος κύκλος ( 2008 – 2009 )
Μελοποίηση μη μελοποιημένων ακόμη ποιημάτων
του Γιάννη Ρίτσου.
ΟΡΟΙ ΣΥΜΕΤΟΧΗΣ
1. Δικαίωμα συμμετοχής έχουν οι συνθέτες, που διαμένουν στην Ελλάδα ή το
εξωτερικό ανεξαρτήτως καταγωγής και έχουν γεννηθεί μετά την 1η Ιανουαρίου
του 1969.
2. Μπορούν να διαγωνιστούν έργα οποιασδήποτε αισθητικής κατεύθυνσης.
3. Η διάρκεια των διαγωνιζόμενων έργων πρέπει να κυμαίνεται από 4 έως 15
λεπτά και να είναι γραμμένα για solo όργανο, ή για μικρό οργανικό σύνολο,
που δεν πρέπει να υπερβαίνει τους 5 εκτελεστές και φωνή.
4. Όλοι οι υποψήφιοι πρέπει να δηλώσουν στην αίτηση συμμετοχής ότι το έργο
είναι δική τους πρωτότυπη και ανέκδοτη δημιουργία και ότι δεν έχει
πραγματοποιηθεί δημόσια εκτέλεση ή ραδιοφωνική μετάδοσή του πριν την
ανακοίνωση του βραβείου
Έργα που έχουν βραβευτεί σε άλλον διαγωνισμό δεν γίνονται δεκτά.
5. Σύμφωνα με τον παρόντα κανονισμό, ο συνθέτης που χρησιμοποιεί στίχους,
οφείλει να υποβάλει έγγραφη άδεια του ποιητή (ή των κληρονόμων του),
καθώς επίσης και τη ρητή δήλωσή του ότι δεν έχει καμία οικονομική αξίωση
για την εκτέλεση του έργου του στα πλαίσια αυτού του διαγωνισμού.
Για τον συγκεκριμένο διαγωνισμό, έχει ήδη εξασφαλιστεί η άδεια από
την κα Έρη Ρίτσου για την επιλογή στίχων και την μελοποίησή τους
από τα ποιήματα του ποιητή που τιμάται με τον διαγωνισμό.
6. Οι φάκελοι, που θα αποσταλούν πρέπει να είναι ανώνυμοι. Τα έργα πρέπει να
αποσταλούν σε τρία (3) αντίτυπα. Το πραγματικό όνομα του συνθέτη δεν
πρέπει να εμφανίζεται πάνω στην παρτιτούρα, στην οποία όμως πρέπει να
αναγράφεται ψευδώνυμο. Σε ξεχωριστό σφραγισμένο φάκελο, που θα
συνοδεύει το υποβαλλόμενο έργο, και στον οποίο πρέπει να αναγράφεται
το ίδιο ψευδώνυμο, πρέπει να εσωκλείονται:
3
�� Συμπληρωμένη η αίτηση συμμετοχής του συνθέτη στον Διαγωνισμό
Μελοποίησης «Γιάννης Ρίτσος».
�� Βιογραφικό σημείωμα του διαγωνιζόμενου συνθέτη.
�� Αντίγραφο ταυτότητας ή διαβατηρίου, και
�� Αντίγραφο της κατάθεσης του ποσού των 35,00 € στον τραπεζικό
λογαριασμό 0008080145 Millennium (Το ποσό αυτό δεν επιστρέφεται).
7. Όσα έργα δεν πληρούν τις προϋποθέσεις που αναφέρονται στους όρους
συμμετοχής, θα απορριφθούν από τους οργανωτές του διαγωνισμού.
8. Το έργο υποβάλλεται από τους υποψηφίους στην επιτροπή ηχογραφημένο σε
CD μαζί με τις παρτιτούρες του.
9. Η επιτροπή θα συνεδριάσει για να επιλέξει τρία έργα που θα συμμετέχουν
στον τελικό διαγωνισμό. Αυτά θα παρουσιαστούν στο κοινό με συναυλία στο
αμφιθέατρο του Μουσείου Μπενάκη ( Πειραιώς 138 και Ανδρόνικου) με
μουσικό σύνολο του συνθέτη, κατά την διάρκεια του αφιερώματος στην μνήμη
του Γιάννη Ρίτσου. Από την συναυλία αυτή θα προσδιοριστεί η κατάταξη των
τριών συνθέσεων και η κριτική επιτροπή θα ανακοινώσει τα τρία βραβεία που
θα συνοδεύονται από χρηματικό ποσό ύψους 3.500, 2.500 & 1.500.€
αντίστοιχα. Η απόφαση της επιτροπής είναι τελεσίδικη.
10. Ο κάθε υποψήφιος δικαιούται να υποβάλει ένα μόνο έργο.
11. Συλλογικά έργα (από δύο ή περισσότερους συνθέτες) θα θεωρηθούν ως κοινή
(μία) υποψηφιότητα. Εάν βραβευθεί μία συλλογική σύνθεση, το χρηματικό
ποσό που προβλέπει το βραβείο θα κατανεμηθεί εξίσου στους δικαιούχους.
12. Οι διοργανωτές του διαγωνισμού διατηρούν το δικαίωμα ηχογράφησης και
ραδιοφωνικής ή τηλεοπτικής μετάδοσης των έργων, χωρίς καταβολή
πρόσθετης αμοιβής στους συνθέτες.
13. Τα μη βραβευμένα έργα μπορούν να επιστραφούν στον αποστολέα, εάν αυτό
ζητηθεί με ξεχωριστή επιστολή που θα ευρίσκεται στον αρχικό φάκελο με τις
ανάλογες πληροφορίες.
14. Οι φάκελοι των υποψηφίων αποστέλλονται με συστημένη επιστολή στην
ταχυδρομική διεύθυνση «ΗΧΟΔΙΑΣΤΑΣΙΣ»* Ελαιών 1α Νέα Κηφισιά145 64
μέχρι την 25η Σεπτεμβρίου 2009.
Ημερομηνία υποβολής του φακέλου νοείται αυτή που αναφέρεται στην
ημερομηνία κατάθεσής του στο ταχυδρομείο.
15. Το κόστος συμμετοχής στον διαγωνισμό ( μουσικό σύνολο και μετακίνηση
κλπ) βαρύνουν τον διαγωνιζόμενο. Οι οργανωτές αναλαμβάνουν να καλύψουν
το κόστος της ηχοφωτιστικής κάλυψης σύμφωνα με το Stage Plane που θα
τους παραδοθεί και τις διανυκτερεύσεις των συνθετών που θα επιλεγούν να
συμμετέχουν στην τελική φάση του διαγωνισμού.
4
16. Οι διαγωνιζόμενοι με την συμμετοχή τους στον διαγωνισμό αποδέχονται
ανεπιφύλακτα όλους τους παραπάνω όρους.
Για πληροφορίες και τυχόν διευκρινήσεις μπορείτε να επικοινωνείτε με την
οργανωτική επιτροπή στην ηλεκτρονική διεύθυνση soundimension@gmail.com.
Οι όροι του παρόντος διαγωνισμού θα ευρίσκονται αναρτημένοι στις ιστοσελίδες
του Υπουργείου Πολιτισμού, του Εθνικού Κέντρου Βιβλίου (ΕΚΕΒΙ), της
Νομαρχίας Λακωνίας και του Δήμου Μονεμβάσιας.



ΠΡΟΣΟΧΗ: Οι σελίδες της LAND of GODS φένονται καλύτερα με Internet
Explorer. Με Netscape υπάρχουν κάποια μικροπροβλήματα στην εμφάνιση.
My Stuff : Οδοιπορικό στο Καρδαρίτσι  -   τα Δημοτικά  -   ο Κολοκοτρώνης και το '21  -   της Ξενιτιάς  -   Angie   -   Μιλώντας τότε  -   τα τραγούδια μου  -   στον Πρώτο ψύθηρο της εφιβείας  -   η Χαμένη μας Hiroshima  -   Καπνόν Αποθρώσκοντα: Γράμμα στον 'Ελληνα της Διασποράς
Home Pages / Links: SEARCH   -   NEWS on Line   -   Sports Page  -   Culture  -   Diaspora  -   History  -   Church  -   Music  -   Cyprus  -   LINKS  -  
'Ελληνες Ποιητές στο Διαδίκτυο : Κώστας Βάρναλης  -   Νικηφόρος Βρεττάκος  -   Οδυσσέας Ελύτης : (Ανθυπολοχαγός της Αλβανίας και άλλα ποιήματα)  -   Κώστας Καρυωτάκης  -   Κώστας Κρυστάλλης  -   Μήτσος Λυγίζος  -   Κώστας Ουράνης  -  
Έλληνες Συγγραφείς ΝΙΚΟΣ ΚΑΖΑΝΖΑΚΗΣ: Ανθολογήματα ενός μεγάλου   -   Η Αρθρογραφία του Δημ. Καραλή   -  
λα να δεις . . Ηλεκτρονικό Περιοδικό Λογοτεχνίας και Πολιτισμού
Σελίδες απ' την ελληνική
λογοτεχνία στο διαδίκτυο :
Βιβλία Οδυσσέας Ελύτης : το 'Αξιον Εστί (Ολόκληρο)  -  
Απομνημονεύματα Γιάννης Μακρυγιάννης τα Απομνημονεύματα   -   Θεόδωρος Κολοκοτρώνης τα Απομνημονεύματα
Αλληλογραφία Μηνύματα και επιστολές  -   Η αλληλογραφία μου με τον Δημήτρη Καραλή   

mailto:landofgods@durabond.ca
mailto:landofgods@durabond.ca
The LAND of GODS Since October 1996 Oakville/Τοροντο Canada
   Click here to Make Land of Gods your Start Page