Γκόρπα, Γκόρπα, (Ποιος είναι; Να πα' να τον μάθετε) μόνο εμείς ψιλιαστήκαμε, μόνο εμείς πήραμε τόσο σοβαρά αυτή την υπόθεση, γι' αυτό κι όλα τριγύρω πολτός, φρενολογικές κλινικές, από δω προκύπτουν τ' αναρχούμενα κείμενα, τα γραφτά μας χωρίς κώλο ούτε μύτη. Δεν υπάρχει για μας κοινωνικό ψεύδος είτε γιατί ήρθαμε πολύ νωρίς, είτε πολύ αργά, δεν υπάρχει συγγραφικό ψεύδος γιατί διαλυθήκαμε μαζί με τα πράγματα και πού να κάθεσαι τώρα να συνθέτεις;
(Ανέκδοτο κείμενο του Θωμά Γκόρπα)
Καφενεία της Αθήνας
Δύσκολο να βρεις τώρα καφενείο που να 'ναι ένας χώρος ζεστός, "δικός μας". Δύσκολο να βρεις την Αθήνα τώρα.
Ο Κάπταιν Μοντεσάντος τώρα είναι σε μιαν άκρη της μνήμης μας: ζαρωμένος, χλωμός, πεινασμένος και φοβισμένος...
Τότε, στο καφενείον "Η Ακρόπολις", στην πλατεία Καρύτση, μεσημέρι-βράδυ καλλιγραφούσε τους στίχους του σ' εκλεκτά χασαπόχαρτα, μας έλεγε ιστορίες παλιές απ' τα πέλαγα, μας έλεγε γι' αρχοντικά της οδού Νικοδήμου και για τις γυναίκες τους, μας έλεγε Μπωντλαίρ, Βερλαίν και Ρεμπώ στην δική του μετάφραση, μας έλεγε για μιαν ωραία ανηψιά του που ντρέπονταν γι' αυτόν επειδή ήταν ξέμπαρκος, μας έλεγε για το τελευταίο μεγάλο χαρτοπαικτικό παιγνίδι του στην Μαρσίλια, μας έλεγε...
Κι ο Φάνης κι ο Παναγής κ' εγώ γράφαμε "μοντέρνο" στίχο, αλλά τα έργα μας τα κρύβαμε απ' το γέρο. Αυτό μας έλειπε - να μην τα κρύβαμε... Θα χάναμε τις ιστορίες του και τ' άλλα και κυρίως αυτόν τον ίδιο το γέρο - καπετάνιο...
Ο Φάνης κι ο Παναγής από χρόνια και χρόνια έχουν ξεχάσει ότι κάποτε, τότε, έγραφαν στίχους.
Καφενείον "η Ακρόπολις", μέτριος βραστός, τσιγάρα "Τέλειον", παπούτσια μοκασέν, μαλλιά χαίτη, μουστάκι α λα Τσε, τότε.
Η βροχή της Αθήνας, η βροχή πίσω απ' την τζαμαρία του καφενείου, η Αθήνα μετά την βροχή, εμείς μες στην ψιλή αθηναϊκή βροχή.
Το εργένικο δωμάτιο είχε ένα ντιβάνι, ένα τραπεζάκι πτυσσόμενο, μια κρεμάστρα, μια βαλίτσα ξεκοιλιασμένη κι ανοιγμένη πάντα, το καλάθι "απ' το χωριό". Μήτε μια καρέκλα -για κάμποσο καιρό.
Το δωμάτιο τον χειμώνα ήταν κρύο, ήταν υγρό, έπιανε και μούχλα. Μόνο με το τσιγάρο το πολεμούσες. Και συχνά, όταν δεν υπήρχε ούτε τσιγάρο, με την ανάμνηση τοπίων απ' τη γενέθλια γη.
Έτσι εύκολα μαθαίνει κανείς το ξενύχτι. Η επιστροφή στο "σπίτι" παρετείνετο επ' αόριστον... Τα ταβερνάκια της Πλάκας, τα διανυκτερεύοντα καφενεία της πλατείας Συντάγματος, Ζαχαράτου και Αντωνιάδη, το Βυζάντιον, τα "γαλακτοτροφεία" της πλατείας Ομονοίας Γαλλία και Ολύμπια και Μέγας Αλέξανδρος ήταν πιο σπίτι απ' το "σπίτι".
Οι θρύλοι συνήθως γίνονται από πολύ καθημερινά πράγματα κι απ' ανθρώπους που τότε ούτε που υποψιάζονταν πως θα γίνουν θρύλοι κάποτε: το Βυζάντιον, το Ελληνικόν...
Τα βιβλία μας απ' το Μοναστηράκι κι απ' τα καρότσια: Αθηνάς, Αιόλου, Χαυτεία. Το φαΐ μας απ' τα υπόλοιπα των "...με κρέας".
Η Αθήνα τότε τέλειωνε στου Μαυρομάτη - στα σίδερα, στο Παγκράτι - στου Μπαμπέτα, στα Πετράλωνα, στην οδό Πανόρμου, στην Πλατεία Κυριακού...
Η Αθήνα κάποτε κάποτε άρχιζε και τέλειωνε στην οδό Σταδίου.
Δεν μπόρεσα να μάθω ακόμα τι αγαπάει κανείς τελικά στη ζωή του.
Αλλοι λένε για μας ότι αγαπήσαμε τόσα και τόσα. Οταν ο ίδιος λες πως αγάπησες κάτι το λες και το ξαναλές και καμαρώνεις αυτό το κάτι, σίγουρα δεν τ' αγάπησες πραγματικά.
Εμείς λέμε: Η Αθήνα μάς αγάπησε...
Την ευχαριστούμε για την αγάπη της. Είμαστε συγκινημένοι απ' την αγάπη της.
Τα παλιά καφενεία της Αθήνας κατεδαφίστηκαν μέσα μας. Και τα λίγα που μένουν κι αυτά όπου να 'ναι θα κατεδαφιστούν μέσα μας.
Είναι πάντα καινούργιο ό,τι δεν παλιώνει μέσα μας.
[Το αφιέρωμα αναδημοσιεύεται αυτούσιο -με τα βασικά όσο και τα επιμέρους κείμενα, τη μικρή ανθολόγηση και το ανέκδοτο κείμενο του Θωμά Γκόρπα- από το λογοτεχνικό ένθετο «Αναγνώσεις» της εφημερίδας «Κυριακάτικη Αυγή», τχ. 209, 24/12/2006]
ΠΟΙEIN: Ο Έστω-Τόπος για την ποίησηΗ Επιθεώρηση Ποιητικής Τέχνης «poiein.gr» είναι μια ιστοσελίδα για ποιήματα, ποιητές και ποίηση (ίσως...) από όλο τον κόσμο και για όλο τον κόσμο...(περισσότερα)
ΙΟΥΝ 15
Κατηγορία:
Διαρκής Ανθολογία Ελληνικής Ποίησης "Ποιείν", καταχώρηση από: Σωτήρης Παστάκας
Θωμάς Γκόρπας, Τα Ποιήματα, Κέδρος 2006
Το πατάρι
Στον Τέο Σαλαπασίδη
Ο Λουμίδης τω καρώ εκείνω ήταν ένας μόντζος. Εκεί καθόμαστε πρωιά μεσημέρια βράδια και χαζέυαμει ήλιους και φεγγάρια μέσα απ’ τα τζάμια του και τα μελλοντικά τραγούδια μέσα απ τα σπλάχνα μας. Χαμηλοτάβανο σκοτεινό βρόμικο πατάρι ραϊσμένα μάρμαρα ταπεζιών μαδημένες καρέκλες ξεκοιλιασμένοι καναπέδες απαίσιο ντεκόρ και μόνο ο Τάκης χαμογελούσε. Χαμογελούσε για όλους μας μας πίστωνε μας έφερνε στη ζούλα και καμιά σοκολάτα κανένα μπισκότο.
Αλήθεια τι απόγιναν όλοι εκείνοι οι άνθρωποι; πως απεστατεύθη ο θρυλικός ιερός λόχος των ωραίων καταραμένων; Μαλλιά χαίτες μαύρες μπλούζες πανταλόνια φανέλα γρι ή μαύρη μαύρα ή καφέ μοκασέν κάλτσες γκρι γκρενά ή μαύρες λετιασμένα γοητευτικά τρενς κοτ… Οι ποιηταί και οι ζωγράφοι. Οι περισσότεροι κάτι έπαθαν λίγο πριν τα τριάντα λίγο πριν τα σαράντα. Ό, τι παθαίνουν τόσοι και τόσοι με το χωριό τους με το ξενύχτι με το φόβο της ζωής που το λένε φόβο του θανάτου με τα ποιήματα με το μαρξισμό – με την επανάσταση. Το πατάρι ήταν δικό μας κι όλα τα άλλα στην Αθήνα ξένα. Κι απ’ τους παλιούς μόνο ένας Βάρναλης ή ένας Εμπειρίκος άντεχαν ν’ ανεβαίνουν κάπου κάπου.
Περνούσαν τα χρόνια λιγόστευαν οι φωνές θόλωναν τα μάτια το Πατάρι και ο Τάκης του δεν πάθαιναν τίποτε. ¶λλοι παντρεύονταν βλαχοπούλες άλλοι χάνονταν στα πέρατα άλλοι στις νευρολογικές κλινικές άλλοι επέστρεφαν στο κόμμα άλλοι άρχιζαν ν’ ασχολούνται με αμερικάνικες δουλειές άλλοι άρχιζαν να συχνάζουν στου κ. Ελύτη και στου κ. Ρίτσου άλλοι το γύριζαν στο πεζό άλλοι στο καλαματιανό άλλοι πήγαιναν να φάνε μαζί με το κ. Θεοδωράκη άλλοι πήγαιναν στο συσσίτιο της Χρήστου Λαδά άλλοι το’ ριχναν στο πιοτό άλλοι έπεφταν στα σκατά κι άλλοι την κοπάναγαν στα Παρίσια για σπουδές τάχα.
Ο προφήτης από δεύτερο χέρι Μιχάλης Κατσαρός όταν το ποίημα για τους για τους χαμένους ήταν κι αυτός ένας χαμένος ήδη.
Μετά τις φωτιές του 1965 μερικοί που απεδείχθησαν ατάλαντοι ή εξ επαγγέλματος πεινασμένοι και καλλοί με όλους άρχισαν να βάζουν χέρι και στο θρύλο του Παταριού. Κι όταν έφεξε η 21 Απριλίου για πρώην και νυν αριστερούς το Πατάρι του Λουμίδη ήταν προ πολλού ένα ακόμα κωλάδικο ένα ακόμα πουτανάδικο κι ο Τάκης τους είχε πάψει να πιστεύει να πιστώνει να φέρνει να χαμογελάει.
Που λέτε παιδιά ήταν μεγάλη υπόθεση τότε να φωτογραφίζεσαι με στο ομαδικό χνότο ωραίος μεγαλειώδης πεινασμένος πικρός – όχι πικραμένος – καταραμένος καταραμένος καταραμένος. Έξω απ’’ τα μαντριά μακριά απ΄τις γλυκές της εποχής μαθαίνουμε τη μοναξιά της επιστροφής εμείς είκοσι τριάντα ένδοξοι καταναλωταί μακεδονικών τσιγάρων και καφέ εσπρέσο.
Εγώ που ήμουνα ο πιο νέος και ο πιο χωριάτης απεδείχθη πως ήμουνα το πιο γέρο κόκαλο το πιο βαθύ μάτι. Ανάμεσα στο Μεσολόγγι των ιερών κοκάλων και του Παλαμά και στο Μεσολόγγι της ατελείωτης βροχής και των καημών είχα διαλέξει το δεύτερο. Ήμουν και λίγο πονηρός μίλαγα τελευταίος ή δεν μίλαγα καθόλου. Έτσι μπορώ σήμερα να θυμάμαι την αγαπημένη Σταδίου το Βυζάντιον του Μπάμπη και των εργατικών της αυγής τα πλακιώτικα κουτούκια τα κολωνακιώτικα καρβουνιάρικα τα διανυκερεύοντα της Ομόνοιας πανσελήνους επί της Ακροπόλεως κατουρήματα επί της Πλατείας Συντάγματος ολίγα μακαρόνια με σάλτσα και ένα ψωμί γωνιά ένα πακέτο Κιρέτσιλερ για όλη την παρέα αναμνήσεις ξερονησιών για όλη την παρέακαι τον Τέο Σαλαπασίδη τον καλύτερο όλων μας.
Θυμάμαι χωρίς να κατεβάζω τα μάτια χωρίς να μπερδεύω τα πράγματα. Εσύ Μεγάλη Μικρά μπορείς να χαμογελάς και να σκέφτεσαι τα δικά σου εγώ πάντως τώρα είμαι πάλι δεκαεννιά είκοσι και είκοσι πέντε χρονώ πάλι ονειρεύομαι τα ίδια και τα ίδια μόνο που έχω σταματήσει νισάφι να κουβαλάω νερό…
Χολερικά ανθρωπάκια στερημένα και λειψά πρώην σύντροφοί μου στη δίψα και στην πείνα στα όνειρα και στα φαρμάκια φαίνεται πως πριν είκοσι και πριν δέκα χρόνια επένδυαν σε ζωγραφιές και ποιήματα μιλώντας για τη ζωή και για το θάνατο για τη φιλία και για τον έρωτα για… και για… στη δική μου ποίηση δεν υπάρχει ούτε ένα για.. μέσα της έβαζα και βάζω όλα αυτά που οι άλλοι λένε χωρίς να το πιστεύουν ότι δεν μπαίνουν μέσα.
Η Ποίηση περ’ απ’ τα βιβλία και τις εποχές περ’ απ’ τους γαμπρίζοντες και τα βεγγαλικά μέρα μεσημέρι όπως όλα αυτού του Κόσμου κοιτάει πίσω για να βλέπει μπροστά. Και τα πατάρια και οι λεγόμενοι φιλολογικοί καφενέδες γίνονται το σπίτι των ποιητών κάποτε και το ταμπούρι της ελευθερίας κι όποιος το ρίξει πέφτει και τον πλακώνει.
Τα κόκαλα του θρύλου της παρέας μου τώρα τα γλείφουν σκυλιά και κοπρόσκυλα. Που λέτε παιδιά τα ράσα δεν κάνουν το παπά ο παπάς κάνει τα ράσα. Θυμάμαι πως λειτούργησα πριν τυπώσω στίχους μου. Τώρα μερικοί δεν ξέρουν που να με βάλουν άλλοι με ανακαλύπτουν με μαύρη ευχαρίστηση άλλοι με τρόμο άλλοι λένε πως και τότε μ’ αγαπούσαν άλλοι πως και τώρα μ’ αγαπάνε και ας μην τους αγαπάω εγώ πια άλλοι που το ‘ κοψαν το γράψιμο με ρωτούν αν γράφω ακόμα άλλοι που το ξανάρχισαν αποκαταστημένοι στην κοινωνία με ρωτάν γιατί δεν τυπώνω τα’ αριστουργήματά μου κι αυτοί που έκοψαν και το γράψιμο και τη γλώσσα τους και το πουλί τους Δε μου λένε τίποτε με νοήματα τα θέλουν πάλι.
Στο Λουμίδη τω καιρώ εκείνω δεν ονειρευόμασταν τίποτε για τον εαυτό μας. Τω καιρώ εκείνω που να φανταζόμαστε πως η Αθήνα μας θα γέμιζε κωλάδικα σκατοβραβεία συνταξιούχους ποιητάς του Δημοσίου και δηλωμένους ποιητάς κ’ αιτούντας. .. αν όντως θάβω ζωγράφους ποιητές και φίλους μου καθώς λένε καμπόσοι αποτυχημένοι ζωγράφοι ποιητές και φίλοι μου φαίνεται πως υπάρχουν πεθαμένοι
Και
Σκατά στο λάκκο τους.
Αθήνα 1972
ΜΕΤΑΜΕΣΟΝΥΚΤΙΟΣ ΑΓΩΝ
Μπαρ Ω Ρεβουάρ μπαρ Μπαρίν μπαρ Μουν Σουάρ μπαρ Τετ α Τετ μπαρ μπαρ μπαρ αλονύχτια ψιλή βροχή ταξί γνωστοί ουίσκυ κ’ εγγλέζικα τσιγάρα.
Ήμαστε τρείς ο ένας κατετρύχετο απ΄την ιδέα ότι ξημερώνοντας έπρεπε να καταλήξουμε σπίτι του να βρει κάτι στίχους του Μαγιακόφσκυ που τους αγαπάει πολύνα μας τους διαβάσει ενώ θα πίνουμε το τελευταίο μας ουίσκυ μας αλλά φευ δεν θκμάται που τους έχει και τους έχει ξέχασει κι αυτό του τη δίνει σχεδόν κλαίει δεν αντέχι να ξημερωθεί παρά στο δρόμο…
Τα μαγαζιά έχουν αλλάξει κ’ η παρέα ακόμα κ’ η μεταμεσονύχτια ψιλή βροχή της Αθήνας είναι διαφορετική…
Εμείς ήμαστε στο μπαρ το μπαρ το πηγαίνουμε όπου θέλαμε στα χωριά της νιότης μας σε πλατεία καλοκαιρινή σε ακροθαλασσιά σε δρόμο εξοχικό σε προαύλιο εξωκκλησιού στο κάστρο κάτω από τσίγκο παλαιού παντοπωλείου ενώ βρέχει.
Κάθε τόσο ερχόνταν κύματα κύματα τσάι του βουνού φλισκούνι και ρίγανη σύκα καρύδια μύγδαλα ψωμί και τυρί κρασί και τσιγάρα Χυμόπουλος.
¶γνωστον αν τα λουλούδια του άλγους που παίζουν το γύρω γύρω όλοι με τα μαλλιά μας έρχονταν από ‘ να βαθύ σιωπηλό παρελθόν ή από ένα μεθυσμένο φωωνακλάδικο μέλλον…
Καιρός να ξαναγίνουμε χωρικοί έλεγε και ξανάλεγε ο ένας. Να τα μαζέψουμε κάποτε και να πάμε πάλι στο χωριό μας… άλλαξε κοπέλα μου την μουσική μη μου τη δίνεις και εσύ νυχτιάτικα άλλαξε ταμπλώ. Όλα τα τραγούδια σου λένε για θάλασσα πουλιά και δέντρα δάκρυα κι αγάπες φιλιά και της μάνας τους το κέρατο άλλαξε σε παρακαλώ κοριτσάκι μου ταμπλώ Δε μας βλέπεις που είμαστε χτισμένοι με τσιγάρα πιοτά και καφέδες και της Παναγιάς τα μάτια…
Λοιπόν ήταν μια που την είχε πατήσει είπε ο δεύτερος. Εγώ σ’ αγαπώ μου έλεγε δεν είμαι σαν τις άλλες που γνώρισες και σε κατέστρεψαν! Σ’ αγαπάω και θα σ’ αλλάξω! Θα σε κάνω άλλον άνθρωπο! Θα σου μετριάσω το τσιγάρο θα σου μετριάσω το πιοτό θα σου μετριάσω τους καφέδες. Θα σου δένω την γραβάτα σου πουλάκι μου! Θα σου αγοράζω βιβλία ωραία βιβλία αισιόδοξα όχι αυτά τα μαύρα και άραχλα που διαβάζεις… Θ’ ακούμε μουσική… Θα σου γνωρίσω και τα’ άλλα παιδιά θα πηγαίνουμε όλοι μαζί. Εγώ σ’ αγαπώ αγάπη μου και θα…
Θα… θα… θα… όταν ξανασυνάντησα τη Θα δυό χρόνια μετά το τραγικό τέλος του αισιόδοξου ειδυλλίου μας ήταν παντρεμένη μ’ έναν εφοριακό. Βλέπω που λέτε μια κύρια Θα θλιμμένη να πίνει και να καπνίζει και να φυσάει τον καπνό… Ήταν «βιαστική» θλιμμένη και ωραιότερη όσο ποτέ και μου μιλούσε «πληγωμένη» χαδιάρικα καταπίνοντας και μερικά δάκρύα… Δε φταιω εγώ εσύ φταις που δεν μ’ αγάπησες ούτε τοσοδά τότε πάντως Δε σου κρατάω κακία έτσι είναι η ζωή εσύ τραβούσες ένα δρόμο που δεν ήταν για μένα…. Αχ αχ αχ αχ να ‘ ξέρες τι τραβάω Θοδωρή μου…
Ξέρετε μάγκες είπε ο πρώτος. Ο Μαγιακόφσκυ δεν αυτοκτόνησε δεν αυτοκτόνησε ακριβώς δηλαδή… δεν … τελοσπάντων δεν είναι αυτή η κουβέντα γι’ αυτό το κωλοχανείο.
Ο δεύτερος έτρεξε να προλάβει ήταν βλέπετε ηθοποιός. Τον έχετε διαβάσει τον «Κοριό». Λοιπόν να βρούμε ένα υπόγειο μια μεγάλη υπόγα στα πέριξ της Πλάκας οι υπόγες είναι σχετικά φτηνές. Πενήντα θέσεις εκατό θέσεις Δε θέλουμε περισσότερες…
Θοδωρή κοφ’ το! Ανάβει ο πρώτος. Μόνο μες στα ουισκάδικα σου έρχονται οι καλές ιδέες για το θέατρο. Κοφ’ το γιατί θα κάνω εμετό!
Ο Θοδωρής το έκοψε κ’ εγώ τον ρώτησα. Την ξέρεις καλά την Έρση; Την Έρση; Ναι την ξέρω. Απ’ την καλύτερη στρόφα. Και σαν ηθοποιός και σαν άνθρωπος. Γι’ αυτό πεινάει…
Να πάει να πηδηχτεί για να μην πεινάει είπε ανόρεχτα ο πρώτος και σωπάσαμε κι’ οι τρεις. Ύστερα λέω: σαν πολύ καθίσαμε εδώ μέσα. ¶ρχισαν να μπαίνουν ψυγειάδες και μπακάληδες. ..
Να πάρουμε τηλέφωνο το Στρατή. Να πάρουμε πρώτα τηλέφωνο το Στρατή να τον χέσουμε και φεύγουμε είπε ο πρώτος. Πήρε πάλι βραβείο ο κόπανος… Α σιχτίρ! Εσύ Θωμά με το Στρατή μοιάζεις σε πολλά σου το έχω ξαναπεί. Εκείνος είναι βέβαια υποτονικός. Διαφορά ταμπεραμέντου. Χεσ’ τον τον πούστη δεν τον παίρνουμε πάμε να φύγουμε.
Ταξί! Ας το μου λεει ο πρώτος. Να το περπατήσουμε λιγάκι. Ρε κωλοκαλλιτέχνες Δε νοσταλγήσατε λιγάκι την αθηναϊκή βροχή; αν δεν έχετε καμιά ιδέα να σας πάω εγώ σ’ ένα καταπληκτικό μαγαζί αλλά εκεί μάγκες θα είμαστε σεμνοί είναι και λίγο πουτανάδικο.
ΑΠΟΦΟΙΤΟΙ ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ
Μνήμη Γιώργη Ζάρκου
Νεολαίε με το χαρτί του γυμνασίου
Εσύ που στο σχολείο σήκωνες το χέρι για να πεις
Όχι το μάθημα μα την αλήθεια
Σήκωνε πάντα αυτό το χέρι που το γέννησε
Της δικαιοσύνης ο καημός κ’ η σιγουριά του αύριο.
Νεολαίε με το χαρτί του γυμνάσιου
Τα χέρια σου ανεβοκατεβαίνουν
Πάνω σε τραπέζια καφενείων
Καταχνιασμένων από την τσιγαρίλα
Και τις ανάσες πεινασμένων
Τα χέρια σου ανεβοκατεβαίνουν
Πάνω σε μεγάλες πόρτες
Που Δε θ’ ανοίξουν ποτέ από μέσα.
Νεολαίε με το χαρτί του γυμνασίου
Είσαι η φωτιά που ετοιμάζει η απελπισία
Και θα κάψει τις σημαίες των αρχόντων.
Και αν το ψωμί κ’ η γνώση ανταλλάσσονται
Με τα’ άλλο χαρτί που εσύ δεν έχεις
Μην αρνηθείς γι’ αυτό το ρόλο που σου ανάθεσε ο καιρός.
Οι μέρες μας κυλούν σαν χειμωνιάτικα ποτάμια
Στους δρόμους φέγγουν φαναράκια μίσους
Στους δρόμους αλαφιάζονται οι μικρές παρέες
Καθώς απ’ τις γωνιές οι μισθοφόροι
Με στιλέτα ξεμπουκάρουν και παγίδες.
Όμως τα δαγκωμένα λόγια ακολουθούν τραγούδια.
Η ΠΟΙΗΣΗ
Μνήμη Δημήτρη Χριστολούδου
Το χειρότερο και το καλύτερο στη ζωή ποιητή
Να χτίζεις για τους άλλους πύργους και παλάτια
Παίρνοντας πέτρα απ’ το νταμάρι της καρδιάς σου
Σκαμμένης απ’ τα χαμόγελα τα πάρε και τα δάκρυα
Παίρνοντας χρώμα και γυαλί απ’ την μεγάλη σου αγάπη
Που γίνεται βράδι πρωί κομμάτια….
Πατάρι
Ανάμεσα από καφέ εσπρέσο και ντουμάνια
Οι νέοι ποιητές σκαλίζουν στην καρδιά του κόσμου
Για φρέσκους δρόμους για φρέσκα λιμάνια
……………………………………………………………..
κάποτε τέλειωσε αυτή η ιστορία
κ’ οι ποιητές λιγόστεψαν αμάν πόσο λιγόστεψαν
τόσοι πουλάν στην αγορά όσο τα τελευταία τους ρετάλια
τόσοι αγοράζουν γιατρικά πανάκριβα για μια ποίηση ξεγραμμένη
πια
οι ποιητές λιγόστεψαν αμάν πόσο λιγόστεψαν
κ’ οι φίλοι…
ΚΑΙ ΠΕΡΑΝ ΤΗΣ ΠΟΙΗΣΕΩΣ
Μνήμη Σταμάτη Μαράντου
Στα χείλη των ερυθρών χαραδρών ανθούν λευκά λουλούδια
Στα δροσερά υπόγεια των καλοκαιριών αιχμαλωτίζονται
Καρδίες
Παιδιών η απελπισία ηχεί και πέραν της Ποιήσεως ακόμη
Και των ενδόξων Ρεμπέτικων Τραγουδιών.
Όσο και αν εκτιμήσουμε τη ματαιότητα
Όσο να εκποιήσουμε την τρυφερότητα
Μας πήραν σβάρνα τα χρόνια…
Μετράω τις τρύπες στο σκοτάδι
Φιλίες έρωτες απλήρωτες δουλειές
Απ’ όλν τούτο δοκιμάζω πυρετωδώς
Και το καινούριο μου χάδι…
Τόσοι τυχάρπαστοι καμπλεξαριμένοι
Απ’ τα καταπληκτικά μου πουκάμισα
Τα εξ’ ίσου καταπληκτικά μου λόγια
Και τα παραμύθια φίλων που μ’ αγάπησαν
Πέραν του δέοντος και πέραν της Ποιήσεώς μου
Είανι αδύνατον να με φανταστούν στα περασμένα χρόνια
Χαρμανιασμένο για τσιγάρο περισσότερο και από γυναίκα
Χαρμανιασμένο για γυναίκα περισσότερο κι από πρωτοφανή τοπία.
Εγώ τώρα πρέπει να είμαι ένας άλλος
Διάφορος σε πολλά του Θωμά παλαιοτέρων ημερών
Τώρα πρέπει να είμαι κάτι μεταξύ σοφού και αγρίας παρθένας
Τα δικά σου γυαλιά με τα οποία βλέπω κ’ εγώ καλά
Ένα αβασίλευτο ηλιοβασίλεμα…
Και βεβαίως η Ποίησις πια Δε με εκφράζει
Η Ποίησις σαν τη γυναίκα πιο πολύ σ’ αγάπησε κ’ εσύ
Τη διώχνεις Δε με εκφράζει καν η ελπίδα για την επόμενη μέρα
Ολόκληρος έχω γίνει ένα βάθος ένα χρώμα
Ένα κυρίαρχον χρώμα.
ΣΥΝΑΝΤΗΣΙΣ ΠΑΛΑΙΩΝ ΦΙΛΩΝ
Μνήμη Νίκου Καρούζου
Ένας φίλος ήρθε απόψε από τα παλιά…
Πρόκειται περί αγάπης ή αναμνήσεως της αγάπης;
Παντού στην Αθήνα τραύματα νωχελικά
Μόνον η αδέσποτη νύχτα της μένει ακόμα δική μας
Σαν σκυλί σαν προδομένη αγάπη σαν διάχυτο λαϊκό τραγούδι
Γιομάτο ευγένεια.
Βέρα Βόδη μια αδάμαστη ακόμα γυναίκα ή ναυαγισμένη αδιάφορο
Στην άλλη μεριά ενός μεθυσμένου τηλεφώνου
Είναι γυμνή κ’ έχει στο σώμα της τόπους τόπους πληγές
Ή κρέμες νυκτός αδιάφορο αδιάφορο αδιάφορο
Γιατί τώρα αυτή τη στιγμή στην Πλατεία Κολωνακίου ώρα δύο
Μετά τα μεσάνυχτα
Εγώ και ο φίλος μου είμαστε δυό δίδυμες πηγές εξάρσεως
Ή δυό άνθη πεθαμένα στη γέννα τους
Ή δυό λαμπρά αυτοελεγχόμενα πέη
Οι πεθαμένοι φίλοι μας οι χαμένοι φίλοι μας οι καφέδες και τα
Τσιγάρα μας
Οι παπαγάλοι οι λεχρίτες οι σβηστοί.
Βέρα Βόδη ωραίο όνομα ποιητικό θαυμάσιες λέξεις όπως
Βραδινό αγέρι ανεμώνες μελαγχολική μουσική.
Πρέπει να βασανίζονται να ταπεινώνονται οι ωραίες λέξεις όπως
Βραδινό αγέρι ανεμώνες μελαγχολική μουσική.
Πρέπει να βασανίζονται να ταπεινώνονται οι ωραίες λέξεις
Όπως οι ωραίες γυναίκες μπας και αγαπηθούν στο τέλος.
Οι χασάπηδες της χαράς είναι σαν άγριοι σεμνοί βασιλιάδες
Όταν πέφτουν δάκρυα στο ποτήρι το κρασί βάφεται
Όταν πέφτουν τραγούδια ματώνει
¶λλα με τίποτε Δε νερώνει
Ούτε με Βέρες Βόδη ούτε με Χρίστους ούτε με γλυκές κάμαρες.
Οι σύγχρονες κάμερες είναι συντριπτικές των αναμνήσεων.
Θα πάρω ταξί θα πάρω τσιγάρα θα πάρω λαχεία θα πάρω το
Δρόμο του γυρισμού
Και θα τον πάρω ακριβώς γιατί κανένας Δε με περιμένει
Τι Προμηθέας τι τραγουδιστής τι πρώτη αγάπη το ίδιο κάνει.
Από ένα σημείο και πέρα σβήνουν α φώτα
Δεν έχει φώτα δεν έχει λιμάνια δεν έχει φαρμακεία γενικώς
Διανυκτερεύοντα έχει
Την αθέατη πλευρά του θανάτου που ξεδιπλώνεται ανοίγει λίγο
Λίγο και τα μάτια
Γίνονται τεράστια στα μπαλκόνια τους
Έρχονται τα ΄φύλλα της καρδιάς ν’ αγναντέψουν
Καπνίζοντας το τσιγάρο τους να ονειροπολήσουν
Τα πήρε ο ύπνος κ’ έγειραν
Για πάντα.
Πριν και μετά τη Βέρα Βόδη σκοτάδι
Πριν και μετά το σκοτάδι
Πριν και μετά τα’ άνθη του αίματος σκοτάδι
Και μόνο το τραγούδι καταργεί τα άκρα
Τα φάρμακα τις υπερβολικές δόσεις χαράς
Τα’ άσπρα σπιτάκια και τα πράσινα άλογα.
Υπάρχουμε ως ανοιχτές πληγές κόντρα στα καλά λόγια
Τα καλά παιδιά και τα καλά λάδια
Υπάρχουμε ως υπογραφές κόκινες κατακόκινες της φωτιάς
Σ’ απίθανα σημεία της νύχτας.
Δεν αφήνουμε απλώς τραγούδια πίσω μας στο μέλλον αλλά
Τα κομμάτια μας
Και κάπου μακριά ακόμα άρχισαν να κατασκευάζονται τα νέα
Μουσικά όργανα.
ΒΡΟΧΗ ΕΙΚΟΝΩΝ
Στο Ζακ Πρεβέρ
Μου φεύγουν οι λέξεις σαν πρωινά πουλιά ξαναγυρίζουν το βράδι
Κατεβαίνουν την πλαγία αρνιά το βέλασμά τους γίνεται χάδι για
Την καρδιά. Πουλιόνται φτερά στην αγορά μα εγώ μαραζώνω δεν
Έχω λεφτά ούτε για τα τσιγάρα μου που λέμε ούτε ψεύτικα κατοχικά
Που τα έδιναν τότε στα παιδιά να παίζουν για να μην κλαίνε.
Παλιώνουν οι φίλοι παλιώνουν οι καημοί της μάνας μου τα μαγαζιά
Όλα παλιώνουν σ’ αυτόν τον ψεύτη ντουνιά έξον απ’ τα τραγούδια και
Μερικές γυναίκες γυμνές μέσα τους.
Πέταλα καρδιές πουλιών ούζα και πρώτα φώτα με το σούρουπο τα τελευταία
Λόγια στην αγάπη το μαχαίρι τα γιαχαρά και ή μαχαιριά.
Ένα χαμάλης κάνει το τελευταίο του θέλημα εσύ χτυπάς το στήθος σου και εγώ
Καπνίζω…
ΝΤΑΛΚΑΔΕΣ
Στον Ανδρέα Εμπειρίκο
Η τέντα του καλοκαιρινού κινηματογράφου είναι σαν μεγάλο ατλαζωτό φυσερό κάνει ήχο όταν ανοίγει ή κλείνει. Σαν το ήχο που κάνουν τα καράβια μπαίνοντας ή βγαίνοντας απ’ το λιμάνι.
Το ίδιο ήχο κάνουν και πάμπολλα ποιήματα του Εμπειρίκου οι βεντάλιες κάποτε των γυναικών.
Πηγαίνουμε στα δάση πηγαίνουμε στα έρημα λιμάνια πηγαίνουμε πηγαίνουμε σε καλοκάγαθα νοικοκυρεμένα μαγαζιά σε άκρα της πολέως για να κάνουμε επαφή με το μακρινό το μέλλον το μέλλον μας τα’ ανώνυμα σουραύλια του παρελθόντος τα επώνυμα προσκλητήρια.
Η μισή τραγουδάει η άλλη μισή μελαγχολεί περιμένοντας ολόκληρη. Από τα παιδικά μου χρόνια στη σημερινή καρδιά μου εισελαύνουν φράχτες νυχτερινή και της μέρας χαρμόσυνα κουδουνίσματα.
Η Ποίηση είναι ένας δρόμος σπαρμένος με καρφιά είναι μια στρατιά καρφιά όπου φιλοξενούν στο ρετιρέ τους ρόδα.
Εσύ δεν είσαι καμωμένη από ρόδα δεν είσαι καρφί αλλά μια απελπισμένη άγνωστη παραλία που έχασε για πάντα κολυμβητάς και βάρκες και ψαρέματα και τα ελάχιστα εκείνα μοναδικά ζευγάρια τα τόσο ευχαριστημένα και θλιμμένα.
Όταν με κυνήγαγε η πολιτική με κυνήγαγες κ’ εσύ. Τώρα που σε κυνηγάω εγώ έγινα σαν την πολιτική και ίσως πλέον αφόρητος και πλέον ανελέητος απ’ αυτήν.
Σ’ αγαπάω σημαίνει τρυπάω με καρφίτσα παλιά σύννεφα και πέφτει βροχή. Μαζεύω τη βροχή όπως μια κόρη μαζεύει παπαρούνες στον αγρό. Μεταξύ των σπλάχνων μου και των χειλιών μου συναντάω πάλι τη λέξη πλάγια αλλά αυτή από καιρό δεν είναι λέξη πια αλλά τα μαλλιά σου ή φωτιά συνθλιβομένη από φορμαρισμένα ερωτικά φύλλα χείλη δροσιάς.
Πλάγια διαλεγμένη από καουμπόυς μια κατακίτρινη από το κακό της αγκαλιά πλάγιά διαλεγμένη για το φετινό καλοκαίρι - που σε γέμισε άνθη δακρύων και πληγών κ’ επικίνδυνη νοσταλγία λυσσασμένη.
Έχουμε μιαν ακρογιαλιά μα δεν έχουμε καρδιά για πέταμα έχουμε γένια μα δεν έχουμε χτένια μας τα φέρνουν άλλοι.
Σ’ ορισμένες περιοχές της νύχτας μας ενοχλούσε ΙΧ φτωχοπουτάνες φυματικά μπαρ κομψοί και χαμογελαστοί ρουφιάνοι.
Έρημες ομορφιές έρημες γυναίκες έρημες ιδεολογίες στον τόπο τους πια δεν φυτρώνει τίποτε και μόνο ταινίες αστυνομικές μας ξεκουράζουν.
Χρειάζονται πια έργα μνημειακά για το καλό του μέλλοντος για το κακό και για το τίποτε.
Σκοροφαγωμένες ιστορίες βγαίνουν απ’ τις ντουλάπες τους και δίνουν στους σύγχρονους φουκαράδες λίγη χαρά:
Το παιδάκι μου… Οι καλοί συνάδελφοι… Ο κουμπάρος… Η κουμπάρα… Το αμάξι μου… Το διαβατήριο μου…
Τα κέρατά σας τα τράγια τα κρέατα σας το σάντουίτς σας στις 11 το πρωί το σήριάλ σας στις 11 το βράδι – τα περασμένα χρόνια τι γρήγορα που περνούν… Δε νομίζω… Δε νομίζω…
Τα’ αγιόκλημα ο δυόσμος και ο βασιλικός της εποχής είναι τα σκουπίδια σας σε σακούλες νάυλον αλλά δεν τα ζωγραφίζει κανείς…
Η πολιτική είναι βρόμικη καθορίζει με αναπόληση παιδικών ιστοριών ή μελλοντικών απορρυπαντικών και μετά χέσ’ την.
Η πραιτωριανοί συλλαμβάνουν για λογαριασμό κάποιου Χ που πρόκειται να συλληφθεί τον άλλο μήνα υποψήφιους ήρωες φαρμακωμένους φοιτητές και καμουφλαρισμένους πράκτορες.
Ύστερα από λίγες μέρες οι μεν ξεχνάν τα ποιήματα και τα ουίσκια της καρδιάς υποτίθεται οι Δε μένουν με ενάμισι πόδι ή τρώγονται στο σκοτάδι και οι άλλοι παρατάν τα προσχήματα.
Κάποτε τελειώνουν τα λόγια και το ξινισμένο σεξ και τα μασκοφόρα όνειρα γατί εμφανίζονται επιτέλους οι αναμενόμενοι πιστολάδες – ούτε άργησαν ούτε μας ξέχασαν ήρθαν στην ώρα τους που αποδείχθη η ώρα μας.
Προσοχή να μη σε κάνουν γεφύρι.
Όταν χάνονται όλα τα κλειδιά ασφαλείας γεμίζουμε Ασφάλειες.
Χόρτασα λεμονιές κατσίκια τα Χριστούγεννα στα χωριά. Οι χωριάτες έχουν τηλεοράσεις μοντέλα αλλά παλιά τσαπιά. Οι παλιοί χωματένιοι δάσκαλοι χάθηκαν. Οι καινούργιοι αδυνατίζουν με τη ρόδα.
Αυτοεξόριστοι Κενυάτες υποψήφιοι Πρόεδροι Δημοκρατίας στα τζουκ μποξ της Αθήνας βάζουν «Το 13 το κελλί» του Λαύκα. Στις ταβέρνες μπεκρήδες της αναμονής οι μαιτρ της παγκόσμιας απελπισίας κλείνουν το ξενύχτι με χαλβά του μπακάλη – με κανέλα και λεμόνι.
Αράπικο φιστίκι
Αράπικο λουλούδι
Αράπικο άλογο
Αράπικο πετρέλαιο…
.
Στα 68 του έσβησε ο Θωμάς Γκόρπας
«Αμάν, λιγότερη δυστυχία»...
Του ΒΑΣΙΛΗ Κ.
ΚΑΛΑΜΑΡΑ
Παθιασμένος, εκρηκτικός, αριστερός,
καταγγελτικός, μεταϋπερρεαλιστής των λεωφόρων και των μικρών δρόμων
των πόλεων. Ο Θωμάς Γκόρπας μ' ένα τσιγάρο μόνιμα στο στόμα να
καπνίζει κι όλο να καπνίζει, να μιλάει κι όλο να μιλάει, να θυμάται
κι όλο να θυμάται, ο ποιητής της σύγχρονης ερημιάς και του αυριανού
παραδείσου της ελπίδας έσβησε χθες το απόγευμα, στο σπίτι του,
χτυπημένος από την επάρατο σε ηλικία 68 ετών, μέσα στο ρεμπέτικο του
τέλους, ενώ ένα μπουζούκι τον αποχαιρετούσε λυπημένο, αθεράπευτα
πένθιμο.
Ο Μεσολογγίτης, ο εσωτερικός μετανάστης από το
1954 στην πόλη που ήθελε να της μοιάσει η επαρχία, στην Αθήνα, τα
τελευταία δεκατρία χρόνια μόνιμος εραστής και επισκέπτης της Αίγινας
των ποιητών και των ζωγράφων.
Ο Θωμάς Γκόρπας, μία από τις
χαρακτηριστικότερες και ευκρινέστερες ποιητικές φωνές της δεύτερης
μεταπολεμικής γενιάς, κηδεύεται αύριο στις 11 π.μ., στο Κοιμητήριο
Ζωγράφου (Ιερός Ναός Αγίου Κωνσταντίνου και Ελένης). Δεν τελείωσαν
όλα με την αποδημία του, αφού το έργο του θα εξακολουθεί να
αναφέρεται και τα χρόνια τα ερχόμενα, όταν η πίκρα ανεβαίνει στο
στόμα και γίνεται τραγούδι, όταν το τραγούδι γίνεται χαρά και
γλεντοκόπι, όταν η σκέψη επανέρχεται στις πηγές της, στον
αυθορμητισμό που τη γεννάει και την τρέφει, όταν η αμφισβήτηση δεν
θα είναι μια έννοια προς εξαφάνιση, αλλά η μήτρα του στοχασμού και
της βύθισης στο σκεπτόμενο εαυτό.
Τελείωσε το Δημοτικό και
το Γυμνάσιο στο Μεσολόγγι και πρωτόγραψε ποίηση το 1949-1950. Το
1954 μπήκε στην Πάντειο χωρίς να τη τελειώσει. Από το 1954 έως το
1961 μετήλθε διάφορα επαγγέλματα: του εργάτη, του λογιστή, του
παλαιοβιβλιοπώλη και δημοσιογράφου. Υπήρξε από τους εμπνευστές της
Ομοσπονδίας Κινηματογραφικών Λεσχών (1961) και την πενταετία 1965-70
δίδαξε ιστορία λογοτεχνίας και αγωγής του λόγου σε θεατρική σχολή.
Το 1979 εκπροσώπησε την Ελλάδα στο πρώτο διεθνές Φεστιβάλ Ποίησης
Μπιτ στην Οστια της Ρώμης. Από το 1975 έως το 1980 έζησε στο Παρίσι.
Εμφανίστηκε στα γράμματα στο περιοδικό «Λογοτέχνης», με το
ποίημα «Αθήνα 1956, οδό Αθηνάς», τον Ιανουάριο 1957. Ακολούθησαν οι
ποιητικές συλλογές «Σπασμένος καιρός» (1957), «Παλιές ειδήσεις»
(1966), «Πανόραμα» (1975), «Στάσεις στο μέλλον» (1979 - πρώτη
συγκεντρωτική έκδοση), «Περνάει ο στρατός...» (1980), «Τα θεάματα»
(1983), «Τα ποιήματα, 1957-1983» (1995-δεύτερη συγκεντρωτική έκδοση
στην οποία προστίθενται οι συλλογές «Ανεξάρτητα», «Γιουσουρούμ», «Ο
μεγάλος δρόμος», «Το πατάρι»). Είχε γράψει ακόμη το χρονικό
«Ισιδώρα! Ισιδώρα!» (1995) και τις μελέτες «Διάγραμμα ιστορίας της
νεοελληνικής λογοτεχνίας» (1966), «Το πανηγύρι τ' Αη Συμιού» (1972),
«Περιπετειώδες, κοινωνικό και μαύρο νεοελληνικό αφήγημα, 1850-1950»
(1981).
Ουκ ολίγα είναι τα κείμενα για ζωγράφους και ξένους
συγγραφείς, ανέδειξε το λαϊκό τραγούδι και την τέχνη του Καραγκιόζη.
Συμμετείχε ως σεναριογράφος στις ταινίες «Βλάχικος γάμος», «Αγάπη
που δεν σβήνει ο χρόνος», «Τι κι αν γεννήθηκα φτωχός», «Ενα Σάββατο
βράδυ, μια Κυριακή πρωί», «Το πατάρι του Λουμίδη».
Είχε πει
σε έρευνα της «Ε» (2.1.1997):
«Μετά την κατανάλωση, μετά το
θέαμα, μετά τη μοναξιά, μετά τον έρωτα, στρατιές ανυπεράσπιστων και
δυστυχισμένων είναι έτοιμοι να υποδεχθούν έναν καινούργιο φασισμό. Η
παγκοσμιότητα της οικονομίας, λένε. Η Ευρωπαϊκή Ενωση. Ισως, αυτοί
που το λένε να υπολογίζουν χωρίς τον ξενοδόχο, μακάρι. Οι
μουσουλμάνοι, οι Αφρικάνοι, οι Κινέζοι και άλλοι θα έχουν το λόγο.
»Εγώ τι να φανταστώ; Τα πρώτα χρόνια του 2000 τα ζω από τότε
που με φακέλωσαν και από το 1981 και δώθε μάλιστα μέσα σε μια
ασφυξία και μια βρώμα "προοδευτική", της "αλλαγής", του
"εκσυγχρονισμού" πάλι.
»Η τεχνολογία έχει μηδενίσει σχεδόν
την ανθρώπινη επικοινωνία. Ο αθλητισμός διακινεί τα πιο βρώμικα
λεφτά, επιχορηγούμενος από το κράτος, το οποίο κράτος είναι θεατής
της τραγωδίας με τα ναρκωτικά.
Οι περισσότεροι διανοούμενοι
συνεργάζονται με την εξουσία, όπως τους προέτρεψε προεκλογικώς ο
κύριος τάδε. Η εκπαίδευση ποτέ άλλοτε δεν ήταν τόσο ξεχαρβαλωμένη
και θλιβερή. Οι μαύρες τρύπες έναν αιώνα τώρα βουλώνουν με τις
κτηνώδεις αυξήσεις των τσιγάρων, των ποτών, των ασφαλίστρων παντός
τύπου, των καυσίμων, των διοδίων.
»Η δημοκρατία, η
δικαιοσύνη, οι θεσμοί και τα λοιπά ηχηρά προ πολλού έχουν καταντήσει
οικτρά. Εχουν χαθεί όλα; Αλλά ας κάνουν κάτι όσοι δεν είναι
ρουφιάνοι, δεν είναι κομματόσκυλα, δεν είναι κλέφτες, δεν είναι
τοκογλύφοι...
»Πολλή η απελπισία. Αλλά όσοι έχουμε αγωνιστεί
για μια καλύτερη Ελλάδα, ελπίζουμε ακόμα. Πάντως στον 21ο αιώνα θα
πάμε με τα τέσσερα. Σιγά σιγά πιθανώς να σταθούμε στα πόδια μας, όχι
βέβαια με τη βοήθεια αδελφών και παπάδων.
»Πλειοψηφούν οι
τραυλοί, οι κακομούτσουνοι, οι βλάκες και οι αγράμματοι στα Μέσα
Μαζικής Ενημέρωσης, κρατικά και μη. Αν λιγόστευαν, θα βοηθούσε κι
αυτό λιγάκι.
»Αμάν, λιγότερη δυστυχία στους Ελληνες και σε
όλους. Παλιά είχα γράψει: "Ψωμί για όλους ή για κανέναν. Χασίς για
όλους ή για κανέναν". Τώρα λέω: Ας ξεβρωμίσουμε τον ουρανό, τον
αέρα, τη θάλασσα και τη γη μας από τις βρωμιές του πολιτισμού».
ΕΛΕΥΘΕΡΟΤΥΠΙΑ - 02/04/2003
Του Πάνου Καπώνη*
* δημοσιεύτηκε στο περιοδικό (δε)κατα τ. 6, Καλοκαίρι 2006.
Σχόλιο της εφημερίδας ΤΑ ΝΕΑ για το περιοδικό (δε)κατα (Αύγουστος 2006) Στην εφημερίδα ΤΑ ΝΕΑ, στο φ. 18630 της 4ης Σεπτεμβρίου 2006 δημοσιεύτηκε σχόλιο του Κώστα Ρεσβάνη για την παρουσίαση του 6ου τεύχους του λογοτεχνικού περιοδικού (δε)κατα. Αντιγράφουμε : "Θερινά αναγνώσματα" ονομάζουν τα (δε)κατα το αφιέρωμά τους με αφηγήσεις, ταξίδια στον χώρο και ταξίδια στην ψυχή. Να, λ.χ. ο Τζακ Κέρουακ να σημειώνει τον Αύγουστο του 1949 στο Ντένβερ: "Περπατώ στο σκοτάδι και κανείς δεν μπορεί να με βοηθήσει παρά μόνο ο τρελός μου εαυτός. Θέλω να επικοινωνήσω με τον Ντοστογιέφσκι στον ουρανό και να ρωτήσω τον Μέλβιλ αν είναι ακόμα αποκαρδιωμένος και τον Γουλφ γιατί άφησε τον εαυτό του να πεθάνει στα τριάντα οκτώ. Δεν θέλω να τα παρατήσω. Υπόσχομαι ότι δεν θα τα παρατήσω ποτέ, και ότι θα πεθάνω ουρλιάζοντας και γελώντας…". Και μια που αναφέραμε έναν μπιτ, διαβάστε το κείμενο του Πάνου Καπώνη για έναν "μπιτ της ποίησης" που έφυγε πριν από τρία χρόνια, τον Θωμά Γκόρπα· και τα εύστοχα σχόλια των τελευταίων σελίδων.
"Καλώς τη διάλυση λοιπόν, καλώς τον σπαραγμό των άστρων μέσα στη χτεσινή εφημερίδα, καλώς τον σπαραγμό των φίλων μέσα στη χτεσινή ταβέρνα που την πέθαναν γιατί τους πέθανε, καλώς τα καλαμποκότσανα και στην κορφή κανέλα…" (6 Σεπτεμβρίου 1980).
Αυτό το ανέκδοτο κείμενο του συμπατριώτη μου και φίλου από το 1970 Θωμά Γκόρπα, βρήκα δημοσιευμένο το 2001 στο λογοτεχνικό περιοδικό "Παρουσία" της Ένωσης Αιτωλοακαρνάνων Λογοτεχνών, στο τεύχος 18 που ήταν αφιερωμένο στον ίδιο και το έργο του. Και επειδή απουσίαζα απ΄ αυτή τη σημαντική εκδήλωση, όπως γενικά ήμουν απών από την στίλβουσα επιφάνεια των λογοτεχνικών μας δρώμενων, ένοιωσα αυτό που έγραψε κάποτε ο Θωμάς : "Αναμνήσεις…και κάποτε τις τρώμε και γίνονται αίμα".Άλλά και τύψεις για τις απουσίες μου, τώρα που η απουσία εκείνου βγάζει στο φως τις μαγικές εικόνες ενός ποιητή, που δεν δημιουργούσε μόνο ποίηση, αλλά ζούσε μέσα στην ποίηση, ενός τραγικά ευαίσθητου και παρεξηγημένου πνεύματος που ήθελε να καταργήσει τον ουρανό, να καταργήσει τη γη και ν΄ αφήσει "μόνο ένα ουζερί/ για ένα πιοτό για ένα τραγούδι για ένα χορό /και συ να περνάς απ΄ έξω".
Πιστεύω ότι μερικές φορές, κάτω από την επιφάνεια και τα φώτα, στο καταγώγιο και το σκοτάδι, ταξιδεύεις σε φωτεινά μονοπάτια. Με το ρεμπέτικο μέσα στην υγρασία των καιρών, αναδύεσαι στην έκσταση. Μεσ΄ τα υπόγεια ρεύματα αναδεικνύεις καθαγιασμένη τη ψυχή σου.
Αυτό έκανε ο Γκόρπας. Γνήσιος μποέμ, μπιτ ποιητής (όπως τον ονόμασαν) πριν απ΄ αυτούς, καλοσυνάτος φωνακλάς, ασυμβίβαστος, αγενής στην αστική ευγένεια, με πικρό στόμα απ΄ τα πολλά και βαριά τσιγάρα. "Δε μετάνιωσα για κανένα απ΄ τα χιλιάδες φαρμακωμένα τσιγάρα μέσα στα καλοκαίρια" είπε (Ιανουάριος 1978), "και μετάνιωσα για τόσα ωραία πράγματα".
Είπε όμως κι΄ έγραψε κι άλλα η ψυχή του Γκόρπα, που τα εμπιστεύτηκε μετά από χρόνια στους συμπατριώτες του, πιστός σε αυτό που είπε το 1957, όταν εκδόθηκε ο "Σπασμένος καιρός" : "Δεν μ΄ ενδιέφερε ποτέ η δημοσίευση της δουλειάς μου, μ΄ ενδιέφερε πάντα η δουλειά μου" (περ. Μανδραγόρας τ. 33, Απρίλιος 2005, Άρτεμις Θεοδωρίδου). Αυτό το έλεγε πάντα, το πίστευε και έτσι κάπως χάραζε και την εικόνα της ζωής του.
"Μακριά καλοκαίρια της Αθήνας με κοντομάνικο άσπρο πουκάμισο. Να γυρίζω με το τελευταίο λεωφορείο ή με ταξί του μερακλή που νοιώθει άνετος και πλούσιος και είναι. Και να μην με πιάνει ύπνος. Να καίγομαι να γράψω και να μην μπορώ. Να καίγομαι. Να λείπουν όλα. Αν δεν έλειπαν πως θα υπήρχα ακόμα ; Μήπως μας αγαπάνε πεθαμένους μέσα στα ποιήματα ; Πόσα χωράνε μέσα στα ποιήματα ; Πως αερίζονται, πως δροσίζονται, πως ζεσταίνονται πως κάνουν Αχχχ…. Χωράει ένα καλοκαιρινό ευκάλυπτο μέσα σ΄ ένα ποίημα ; Μέσα σε χίλια ποιήματα ;…"(περ. Παρουσία τ. 18/2001, κείμενα του Θωμά Γκόρπα).
Δεν χρειάζεται τίποτα άλλο να πω.
Όλα χωράνε μέσα στο παραπάνω κείμενο, σε αυτό και στην πλατειά του αγάπη στους ανθρώπους, τη φύση, την ομορφιά που λάμπει και φεύγει, την ποίηση.
"Η ποίηση είναι κι αυτή ένα μεροκάματο", έγραψε ο Γκόρπας τον Απρίλη του 1990 στην Αίγινα. Μ΄ αυτό το μεροκάματο έφυγε ο Θωμάς τον Απρίλη του 2003.
****
1970-71. Στο σπίτι του Δημήτρη Ιατρόπουλου για αρκετό καιρό ετοιμάζουμε την ιστορική πια "Αντι-Ανθολογία". Ο Θωμάς βασικός συντελεστής της (επίσημα σύμβουλος έκδοσης), καπνίζοντας αρειμάνια, ήταν αυστηρός στην κρίση του. Εκεί γνωριστήκαμε -φοιτητής εγώ τότε – για πρώτη φορά. Θες η κοινή καταγωγή τόπου και διαμορφούμενης για μένα στάσης ζωής ; Θες το κλίμα της εποχής εκείνης μέσα από το οποίο ξεπήδησε η γενιά των ποιητών του ΄70, μας έδεσε σε μια "υπόγεια" φιλία, που ανεξάρτητα απ΄ τις δικές μου "απουσίες", έβαινε παράλληλα στον "Μεγάλο Δρόμο". Στον δρόμο που οδηγούσε πάντα στην έμπνευση, στην πάτρια γη μας, αυτόν στο Μεσολόγγι, εμένα στο Αγρίνιο και τους δυο μας στην ποίηση. Έτσι και με τη βοήθεια του Θωμά, ενσωμάτωσε η Τζένη Μαστοράκη στην Αντι Ανθολογία την πρώτη της ποιητική συλλογή "Το συναξάρι της άγιας νιότης" κι εγώ την δική μου πρώτη "Κοκτέϊλ".
Τι βράδια και κείνα. Ατέλειωτες συζητήσεις (περί πνεύματος και πνευμάτων, περί ποιητικής και ποιητών, περί επανάστασης στο Λόγο, περί πολιτικής και δικτατορίας, περί έρωτος και λαϊκής μουσικής παράδοσης κλπ-κλπ) κι ο Γκόρπας, βέρος Μεσολογγίτης με τις ρουμελιώτικες εξάρσεις του, να ανατέμνει τη ποιητική παράδοση της γενιάς του 30, να μας διαβάζει τα κυκλοθυμικά του ποιήματα (που μετά τα συγκέντρωσε στο "Πανόραμα") και να ξεκαθαρίζει πάντα τη θέση του απέναντι στις ιδέες, την κοινωνία, τους ποιητές, την ψυχή του.
Έκτοτε, καθώς λένε και μέχρι να φύγει για το Παρίσι, κάναμε πότε-πότε παρέα ή συναντιόμαστε στον "Ηνίοχο", το βιβλιοπωλείο-εντευκτήριο-στέκι του Θανάση Νιάρχου και Γιάννη Κοντού στη Σόλωνος.
Κάπου είχα διαβάσει, νομίζω μια κριτική του αείμνηστου Βασίλη Στεριάδη, όπου έγραφε για τον Γκόρπα ότι είναι ένας ποιητής "με περίεργες επιφάνειες". Πράγματι, ο Θωμάς, διακήρυττε ότι "η επανάσταση, η αλλαγή στην τέχνη όπως και στη ζωή έρχεται από τους λοξούς". Αυτό τόπε και δημόσια στον χαιρετισμό που έκανε στην εκδήλωση προς τιμή του της Ένωσης Αιτωλοακαρνάνων Λογοτεχνών στις 3-12-2001. Αυτό ήταν και βίωμα, τόσο πραγματικό όσο και ποιητικό για έναν γνήσιο ποιητή - σύγχρονο και εις τους αιώνες των αιώνων - που προπορεύτηκε δέκα χρόνια πριν από τη δική μας γενιά του ΄70, σε ποιητικούς δρόμους δύσκολους, μεθυσμένους, τραγικούς, εσωτερικούς και μοντέρνους, αντινατουραλιστικούς και ρυθμικούς, που ξύπνησαν τη νυσταλέα ποιητική νιρβάνα.
Δεν αντέχω να μην αντιγράψω ένα δικό του πεζό κομμάτι του 1967, μετά την δικτατορία, μέσα στο οποίο φαίνεται ή πίσω πλευρά των φαινομενικά σκληρών, άγαρμπων, ωμών και πολλές φορές δήθεν χυδαίων "επιπέδων" της ποίησης του : "Αγνάντια πάνω στον ουρανό των παιδικών μου χρόνων δεν ζητάω παρά μονάχα να βρεθεί κάποιος να μου ανάβει το τσιγάρο μου. Και οι φιλοδοξίες μου αυτομάτως θα επιστρέψουν στις φυσιολογικές τους διαστάσεις. Να μπορώ κι εγώ άνετα να θυμάμαι τα ξεχασμένα αξέχαστα. Ένα πελαργό σε καμπαναριό, ένα γλάρο πάνω απ΄ τη θάλασσα, φεγγάρια ν΄ ανατέλλουν, φεγγάρια να δύουν μεσολογγίτικα, μελαγχολικές πολύ μελαγχολικές γυναίκες, ταβερνόβιους άντρες ως τα χαράματα, ένα επιτάφιο ακατανίκητης δροσιάς και γοητείας, το φίλο μου το Γιάννη το μαραγκό που τραγουδούσε στην Κατοχή, όπως τραγουδάει τώρα ο Καζαντζίδης, τα χαμομήλια τ΄ Αη Δημητρη, τις σκονισμένες αγκινάρες στα χείλη της ασφάλτου και της Κυρα Ρήνης το Κάστρο…."
(ανέκδοτο κείμενο που δημοσιεύτηκε πρώτη φορά στο περιοδικό "Παρουσία" τ. 18/2001).
Όποιος δεν έχει ζήσει έστω και λίγο στο Μεσολόγγι, δεν μπορεί να καταλάβει ουσιαστικά τον Θωμά Γκόρπα. Αυτό το ασήκωτο βάρος της έρημης δόξας, η ατίθαση φύση του ρουμελιώτη ευαίσθητου άντρα, το δάκρυ στην άκρη της Λιμνοθάλασσας από ερωτικό καημό, τα λαϊκά και τα ρεμπέτικα στα τζουκ μποξ των χρόνων εκείνων του 50 & 60 στα ουζερί, το μεθύσι με ούζο, το δειλινό στην Τουρλίδα, οι μοναχικοί περιπατητές που ταξιδεύουν στον ατέλειωτο δρόμο μέσα στις αλυκές που δεν οδηγεί πουθενά…
"Κι ω Ποίηση ζητιάνα των ρυθμών που δεν υπάρχουν πια
προδομένη των μαγικών λέξεων
που μαγαρίστηκαν από τους μαγαρισμένους κώλου…
Κι ω μολόχες χάραμα κρύο νερό γλυκά φιλιά
σπουργίτια ευκάλυπτα νεράντζια μούρα αγκινάρες
και κεράσια τριφύλλια και σανά χρώματα
ξεθωριασμένα ήχων πια άλλων αστέρων
τι να κάνετε πια καημένα πώς να πολεμήσετε…"
......................................................
"Λες αυτό το τσιμέντο να πεθάνει μια μέρα ; Λες κάποτε η μέρα να
ξημερώσει νύχτα και η νύχτα να πέσει μέρα :"
[απ΄ το ποίημα του "αλλά κανείς δεν φεύγει"]
Η σχέση του Θωμά με την ποίηση, ήταν σχέση λανθάνουσας πηγής ζωής που εκρήγνυται, χαϊδεύει, βρίζει, ρεμβάζει, τραγουδάει και παραπονιέται, ανατινάζει και γίνεται τρυφερή και τελικά μετουσιώνεται, σε μια ποίηση αυθεντική και τελικά στο βάθος-βάθος σε τρόπο ζωής, σε αγάπη για τη ζωή.
*******
Του Θωμά Γκόρπα του χρωστάω. Του χρωστάω ένα "μνημόσυνο" αγάπης και αιώνιας λάμψης της "υπόγειας"ποίησης του. Όπως του χρωστάνε και πολλοί από τους φίλους της δεκαετίας του ΄70.
Αισθάνομαι τυχερός που συνάντησα στη όποια ποιητική μου πορεία τον Θωμά Γκόρπα και κλείνοντας αυτό το δοκιμιακό σημείωμα, αφιερώνω στη μνήμη του, τούτα τα λόγια που έγραψε ο Λεωνίδας Χρηστάκης το 1980 : "Ότι και να γράψεις για τον ποιητή Θωμά Γκόρπα, θα είναι λίγο και ελαττωματικό, γιατί είναι πάντα ορατός-αόρατος, πραγματικός και ποιητής….σχεδόν μονομάχος της ποίησης …".
Θωμάς
Γκόρπας: Αφιέρωμα
Μ.
Θεοδοσοπούλου
"Μανδραγόρας"
Τεύχος 33, Απρίλιος 2005
Την
1η Απριλίου 2003 πέθανε ο Θωμάς Γκόρπας στο σπίτι του της οδού Αχαρνών. "Ήρεμα",
γράφει χαρακτηριστικά η σύζυγός του, Άρτεμις Θεοδωρίδου, χωρίς να προσδιορίζει
την αιτία, στο εξαίρετο "Χρονολόγιο Θωμά Γκόρπα σε τρίτο και σε πρώτο
πρόσωπο", που κατήρτισε με αποσπάσματα από δικά του γραπτά και τη βοήθεια
του αρχείου του, παρεμβάλλοντας περιγραφές και εκμυστηρεύσεις από τα γράμματα
που κάποτε της έστελνε. Ένα χρονολόγιο, που μοιάζει με προσκλητήριο ζώντων
και νεκρών, όπου απογράφονται συντροφιές και στέκια, εκδοτικοί οίκοι και έντυπα,
γειτονιές της Αθήνας και τα συμβαίνοντα στην ποίηση.
Τέλος του '54, ο Γκόρπας κάνει τους τρεις πρώτους φίλους της Αθήνας: τον Φάνη
Παπαδάκο, ποιητή, τον Γιάννη Μαντά, "μανιακό με την προκλασική μουσική
αλλά και το ρεμπέτικο", και τον Παναγή Στούπα, ποιητή. Συχνάζει στο καφενείο
"Ακρόπολις", στην πλατεία Καρύτση, όπου συναντάει τον ποιητή Καπετάν
Μοντεσάντο...
Ο Τάσος Παππάς τον μπάζει στο Πρακτορείο Πνευματικής Συνεργασίας του Μάριου
Βαγιάνου, τότε στην Ακομινάτου. Εκεί συναντιέται με τους Ορέστη Λάσκο, Πέτρο
Κυριακό, Ζωή Καρέλλη, Βασίλη Λιάσκα, Γιωργή Κότσιρα, Ντίνο Χριστιανόπουλο,
Γιώργο Ιωάννου, Μανόλη Γιαλουράκη, Λέοντα Κουκούλα, Ναπολέοντα Παπαγιωργίου,
Γιώργο Γουναρόπουλο, Πάνο Παναγιωτούνη, Απόστολο Μαγγανάρη, Ζέφη Δαράκη, Νίκο
Βόκοβιτς, Αθηνά Κασαβέτη, Βύρωνα Λεοντάρη, Λίλλη Μπίτα... Ο ποιητής Γιάννης
Κουφός τον φέρνει σ' επαφή με τους λογοτέχνες του Πειραιά Κώστα Γαρίδη, Στέλιο
Γεράνη, Γιώργο Περιστέρη, Νίκο Βελιώτη, Κώστα Θεοφάνους, Γρηγόρη Θεοχάρη,
Νίκο Παΐζη, Αργύρη Κωστέα...
Το 1955, συναντιέται με τον Μίμη Λιβιεράτο "μέγα άστρο τότε της ανορθόδοξης
Αριστεράς", ο οποίος τον ανεβάζει στο Πατάρι του Λουμίδη... και γνωρίζεται
με τους Τέο Σαλαπασίδη, Μιχάλη Κατσαρό, Μίλτο Σαχτούρη, Δημήτρη Παπαδίτσα,
Δημήτρη Χριστοδούλου, Νίκο Καρούζο, Μαρία Σερβάκη, Λεωνίδα Ζενάκο, Σπύρο Ασδραχά,
Ντίνο Γεωργούδη, Στάθη Πρωταίο, Οδυσσέα Ζούλα, Σπύρο Τσακνιά, Λάμπρο Κοτσίρη,
Δημήτρη Μορτόγια, Ροβήρο Μανθούλη, Σωκράτη Καψάσκη, Θέμο Μάιπα...Ο Ανδρέας
Κίτσος-Μυλωνάς του γνωρίζει την παρέα του Χαλανδρίου: Γεράσιμος Λυκιαρδόπουλος,
Σπύρος Βραχωρίτης, Μάριος Αφεντόπουλος, Στέφανος Ροζάνης, Μάνος Ελευθερίου...
Μέσω του Λεοντάρη, το 1956, σχετίζεται με τον κύκλο του περιοδικού "Ο
Λογοτέχνης": Στέφανος και Κίμων Χατζημιχελάκης, Γιώργος Σαραντής, Κώστας
Ταμβάκης, Γιώργος Σικελιώτης, Ζήσης Σκάρος, Κώστας Κοβάνης, Μανόλης Λαμπρίδης,
Γιώργος Πολιτάρχης, Μέμος Γεωργίου, Μάνος Ελευθερίου, Γεράσιμος Λυκιαρδόπουλος,
Νίκος Παντής, Ιάσων Ιωαννίδης, Φώτης Ευαγγελάτος, Θοδωρής Στεφάνου... Στις
εκδόσεις Δέλτος του Θανάση Αναγνωστόπουλου συναντά τους Ντίνο Ταξιάρχη, Τάκη
Σινόπουλο, Γιώργο και Ελένη Βακαλό, Σταύρο Βαβούρη, Λένα Σαββίδη, Στέφανο
Αλμαλιώτη, Γιώργο Γράββαλο...
Το 1959, συχνάζει στο παλαιοβιβλιοπωλείο, "Το Φιλικό", στο Μοναστηράκι,
των Σταύρου Τορνέ, Λάζαρου Γεωργιάδη. Από κει θα περάσουν πλήθος σημαντικοί
άνθρωποι της γενιάς του '50 και του '60: Ηρώ Κυριακάκη, Κώστας Σταματίου,
Αιμίλιος Ζαχαρέας, Γιώργος Ζερβουλάκος, Κώστας Φέρρης, Κώστας Καζάκος, Νίκος
Ξανθόπουλος, Γιώργος Κοτρώνης, Μάκης Ανδρεόπουλος, Ξένια Καλογεροπούλου, Μαρία
Μουτσίου, Δημοσθένης Κοκκινίδης, Διαγόρας Χρονόπουλος, Ελένη Μαβίλη, Μάριος
Ποντίκας, Δήμος Θεός, Κωστής Ζώης, Τάκης Κανελλόπουλος, Βαγγέλης Βαλαβανίδης,
Δημήτρης Σταύρακας, Γιάννης Μπακογιαννόπουλος, Κώστας Βρεττάκος, Αντώνης Λεοντίδης...
Το 1960, υπεύθυνος ύλης και συντάκτης στο "Ρουμελιώτικο Ημερολόγιο"
(έως το 1961) -άλλοι: Δημήτρης Σταμέλος, Μάρκος Γκιόλιας, Πάνος Χατζόπουλος,
Κώστας Σταθής, Πάνος Βασιλείου, Θ. Πολιτόπουλος, Γιώργος Γάτος, Θεόδωρος Θωμόπουλος,
Τούλα Καρκαντζού, Γιάννης, Γαϊτάνης, Γιώργος Γοργορίνης, Νίκος Μπεργούνης,
Μ. Δημητρίου, Θανάσης Παπαθανασόπουλος, Ζήσης Πρωτοπαπάς...
Το 1966, ανοίγει το "Στέκι" στην οδό Ηφαίστου, με τον αδερφό του
Βησσαρίωνα... Από καιρό περνάει τις Τετάρτες από το ιατρείο-στέκι του Θανάση
Κωσταβάρα... Το 1969, συναντιέται στην Πλατεία Κολωνακίου με τους Κώστα Ρεσβάνη,
Μηνά Παπάζογλου, Γιάννη Πατίλη, Γιώργο Μαρκόπουλο, Γιάννη Κοντό, Θανάση Νιάρχο,
Ηλέκτρα Παπακώστα, Αλέκο Φλωράκη...
Το 1980, ο Γκόρπας έγραφε στην μεσολογγίτικη εφημερίδα "Έξοδος"
και το 1983, ίδρυσε τον εκδοτικό οίκο Έξοδος στην οδό Μεσολογγίου και μετά,
στην Καλλιδρομίου. Εκεί, έλαχε να επανεκδοθούν, ανασυρμένα από το σκότος του
19ου αιώνα, τα διηγήματα του Γεράσιμου Βώκου και η νουβέλα, "Η μάγκα
του Ωρολογίου" του Νικολάου Β. Βωτυρά, πολύ πριν αρχίσουν να πολλαπλασιάζονται
οι σειρές της "πεζογραφικής μας παράδοσης".Όπως γράφει ο Διαμαντής
Καράβολας, στο άρθρο του, με τον χαρακτηριστικό τίτλο, "Θωμάς Γκόρπας
ο πρωτοπόρος σκαπανέας της αθέατης λογοτεχνίας μας", "...Απέναντι
στα καθιερωμένα θέματα, πρότασσε τα δικά του, αμφισβητώντας τις κατεστημένες
αξίες, αδιαφορώντας για τα ταμπού της κριτικής. Άλλωστε, η ελληνική πραγματικότητα
είχε να τον εφοδιάσει με άφθονο και ακατέργαστο υλικό... από όλους αυτούς
τους τραγικούς και καταραμένους, τους μέχρι σήμερα αγνοημένους και περιφρονημένους
συγγραφείς και ποιητές, όπως οι Στέφανος Ξένος, Κωνσταντίνος Χρηστομάνος,
Ιωάννης Κονδυλάκης, Νικόλαος Βωτυράς, Μιχαήλ Μητσάκης, Γεράσιμος Βώκος, Ρώμος
Φιλύρας, Ναπολέων Λαπαθιώτης, Νίκος Σαράβας, Μήτσος Παπανικολάου, Μαρία Πολυδούρη,
Νίκος Βέλμος, Δημοσθένης Βουτυράς, Νίκος Νικολαΐδης, Γιώργης Ζάρκος, Γαλάτεια
Καζαντζάκη, Θέμος Κορνάρος, Φώτης Αγγουλές, Βασίλης Λούλης, Κώστας Χατζηαργύρης,
Τζούλιο Καΐμη κ.ά., όπου ανάμεσα σε αυτούς παίρνουν τη θέση που δικαιωματικά
κατέχουν οι αγιοποιημένα αποκαταστημένοι, όπως οι Ανδρέας Κάλβος, Αλέξανδρος
Παπαδιαμάντης, Γεώργιος Βιζυηνός...".
Ο Γκόρπας γεννήθηκε στις 20 Οκτωβρίου 1935, στο Μεσολόγγι, και πρωτοεμφανίστηκε
ως ποιητής στο έκτο τεύχος του περιοδικού "Ο Λογοτέχνης", Ιανουάριο
1957, με το ποίημα "Αθήνα 1956, οδός Αθηνάς". Πρώτη ποιητική συλλογή,
η "πλακέτα" "Σπασμένος καιρός" του 1957. Συνολικά εννέα
ποιητικές συλλογές και μια δεκάτη, το 1995, συγκεντρωτική, σύμφωνα και με
το "σχεδίασμα εργοβιβλιογραφίας" της Θεοδωρίδου. Τελευταίο βιβλίο
του, "Ισιδώρα! Ισιδώρα! Ο τραγικός έρωτας της Ντάνκαν με τον ποιητή Γεσένιν",
το 1995. Στο αφιέρωμα δημοσιεύονται ανέκδοτα του Γκόρπα: ποιήματα, κείμενα,
ημερολογιακές σημειώσεις, "ένα όνειρο" της 11ης Μαρτίου 1998, "ένα
κείμενο για τον Καραγκιόζη" και "μια επιστολή στο φίλο του Γιώργο
Χατζή".
Τον Γκόρπα, ποιητή της δεύτερης μεταπολεμικής γενιάς, παρουσιάζουν οι Γ. Κουβαράς,
Α. Μπελεζίνης και Α. Μπουφέα, ενώ τον άνθρωπο σε συνδυασμό με τον ποιητή σχολιάζουν
οι Θ. Κωσταβάρας, Γ. Κοντός, Γ. Ι. Μπαμπασάκης, Γ. Βέης, Δ. Δασκαλόπουλος
και Γ. Μπαλούρδος. Στον Ρουμελιώτη Γκόρπα αναφέρονται οι Χρ. Σπυρέλη και Ευ.
Τζάνου. Το αφιέρωμα συμπληρώνεται με αποσπάσματα από κριτικές και νεκρολογίες.
Eνα τέταρτο του αιώνα πριν, στο Mεσολόγγι, στο πανηγύρι του Aη-Συμιού.
Δυο φίλοι, ίσκιοι αγαπημένοι τώρα: ο ποιητής Θωμάς Γκόρπας (δεξιά)
και ο Bησσαρίων Σταύρακας (φωτ.: K. Aποστόλου).
ΕΡΓΑ ΤΟΥ ΘΩΜΑ ΓΚΟΡΠΑ ΠΟΙΗΣΗ Σπασμένος καιρός, εκδ. Μινώταυρος, Αθήνα 1957. Παλιές ειδήσεις, ιδιωτική έκδοση, Αθήνα 1966. Πανόραμα, εκδ. Panderma, Αθήνα 1975. Στάσεις στο μέλλον, εκδ. Εγνατία, Θεσσαλονίκη 11979, 21980? εκδ. Πορεία, Αθήνα 31980? εκδ. ΄Εξοδος, Αθήνα 41983. Περνάει ο στρατός..., εκδ. Πορεία, Αθήνα 11980? εκδ. ΄Εξοδος, Αθήνα 21983. Τα θεάματα, εκδ. ΄Εξοδος, Αθήνα 1983. Τα ποιήματα [1957-1983]. Στάσεις στο μέλλον, Περνάει ο στρατός..., Τα θεάματα, εκδ. Γαβριηλίδης, Αθήνα 11995? εκδ. Κέδρος, Αθήνα 22006. ΠΕΖΟΓΡΑΦΙΑ Ισιδώρα, Ισιδώρα! Ο τραγικός έρωτας της Ντάνκαν με τον ποιητή Γεσένιν, εκδ. Γαβριηλίδης, Αθήνα 1995. ΛΑΟΓΡΑΦΙΑ Το πανηγύρι τ' Άη Συμιού (μια μεσολογγίτικη λαογραφία), (με Βησσαρίωνα Γκόρπα), εκδ. Ζυγός, Αθήνα 1972. ΙΣΤΟΡΙΑ ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑΣ Περιπετειώδες κοινωνικό και μαύρο νεοελληνικό αφήγημα, εισαγωγή - βιογραφικά - ανθολόγηση (1850-1950), δύο τόμοι, εκδ. Σίσυφος, Αθήνα 1981. ΚΑΛΕΣ ΤΕΧΝΕΣ Στέρης, το τραγικό παραμύθι της ζωής και του έργου ενός πρωτοπόρου, 18 κριτικά άρθρα γύρω από μια έκθεση, εκδ. Πανόραμα, Αθήνα 1982. ΑΝΘΟΛΟΓΙΑ Το βιβλίο όλων των ημερών. Η πρώτη μου ατζέντα, εκδ. Δεληθανάση, Αθήνα 1992. ΣΤΗΡΙΞΗ ΚΛΑΣΙΚΩΝ ΕΡΓΩΝ (Επιμέλεια - βιογραφικά - πρόλογοι) Γεράσιμος Βώκος, Ο εκτοπισμένος κ.ά. διηγήματα, επανέκδοση, εκδ. Έξοδος, Αθήνα 1983. Νικόλαος Β. Βωτυράς, Ο μάγκας του ωρολογίου, επανέκδοση, εκδ.΄Εξοδος, Αθήνα 1983. Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης, Αθηναϊκά διηγήματα, εκδ. Σπηλιώτη, Αθήνα [1990]. Ευάγγελος Λεμπέσης, Η τεράστια κοινωνική σημασία των βλακών στο σύγχρονο βίο. Μελέτη κοινωνική και ψυχολογική. Μεταγλώττιση και ένα κείμενο γραμμένο από τον Θωμά Γκόρπα, εκδ. Σπηλιώτη, Αθήνα 11990, 22003. Για τον Θωμά Γκόρπα και για το έργο του έγραψαν οι: Νικηφόρος Βρεττάκος, Τάκης Δόξας, Σταμάτης Μαράντος, Δημ. Στουπάκης, Κ.Σταματίου, Τάσος Λειβαδίτης, Σπύρος Τσακνιάς, Σπύρος Κατσίμης, Κ.Ι.Τσαούσης, Νίκος Σπάνιας, Στέλιος Γεράνης, Τάκης Σινόπουλος, Ευγένιος Αρανίτσης, Λεωνίδας Ζενάκος, Θ.Μ.Πολίτης, Δημ. Τσάκωνας, Δημήτρης Δασκαλόπουλος, Γιάννης Κουβαράς, Ανδρέας Μπελεζίνης, Βαγγέλης Κάσσος, Γ.Π.Σαββίδης, Βαγγέλης Χατζηβασιλείου, Δημήτρης Σταμέλος, Κώστας Βούλγαρης, Λεωνίδας Χρηστάκης, Παντελής Μπουκάλας, Αλέξης Ζήρας, Χρ. Γιαννακόπουλος, Γιάννης Δάλλας, Μιχ. Μερακλής, Βασίλης Καλαμαράς, Ακακία Κορδόση, Κ.Ρεσβάνης, Γιώργος Μαρκόπουλος, Αλέξ. Αργυρίου, Μάριος Χάκκας, Γεράσιμος Λυκιαρδόπουλος, Γιάννης Τριάντης, Κώστας Κρεμμύδας, Αγγελική Κωσταβάρα, Γιάννης Κοντός, Θανάσης Κωσταβάρας, Μάρκος Μέσκος κ.ά. |
Από την σελίδα του Χρήστου Δημάκη και το λογοτεχνικό περιοδικό "παρουσία
Τριμηνιαία Έκδοση Της Ένωσης Αιτωλοακαρνάνων Λογοτεχνών.Αθήνα
"