Γκαμπριέλ Γκαρσία Μάρκες
Aποχαιρετιστήρια
Eπιστολή
Επόμενη Ενότητα..
Προηγούμενη  σελίδα Κεντρική σελ. της Ενότητας Επόμενη  σελίδα
O νομπελίστας συγγραφέας Γκαμπριέλ Γκαρθία Μαρκές / Gabriel Garcia Marquez γεννήθηκε στην Κολομβία το 1928. Εργάστηκε ως αρθρογράφος σε αρκετές εφημερίδες από τις αρχές του '40 και ένθεν. Τάραξε πολλάκις τα λιμνάζοντα ύδατα της λατινοαμερικάνικης λογοτεχνίας επί συνεχείς δεκαετίες, Τα γραπτά του, μυθιστορήματα, διηγήματα, πεζά κ.α., μας ξεναγούν και εντέλει μας καθιστούν πολίτες ενός φανταστικού κόσμου, μαγικού και γοητευτικού αλλά συνάμα τρομαχτικού και ονειρικού. Ο κόσμος του Γκάμπο, ονομάζεται Μακόντο, τοποθετείται δε κάπου στην κολομβιανή ζούγκλα. Η μαγεία ξεπροβάλλει μέσα απ' το παράξενο, το αλλόκοτο και το εξωτικό, που ξάφνου γίνεται οικείο, και υπονομεύει τελικά ακόμα και την ίδια την απτή πραγματικότητα. Τα όρια ζωής και θανάτου στροβιλίζονται στο λυκαυγές και η δύναμη της αγάπης μπορεί να εκτοξεύσει λόχμες φωτιές που ξεπηδούν απ' τις στάχτες της ψυχής.

Ακολουθεί ένα πεζοποίημα του Γκάμπο, που θεωρείται το στερνό του αντίο προς φίλους και αγαπημένους. Είναι πλέον γνωστό ότι, από το Μεξικό όπου ζει τα τελευταία χρόνια, δίνει την έσχατη των μαχών, πάσχων από καρκίνο των λεμφαδένων.

"Αν ο Θεός ξεχνούσε για μια στιγμή ότι είμαι μια μαριονέτα φτιαγμένη από κουρέλια και μου χάριζε ένα κομμάτι ζωή, ίσως δεν θα έλεγα όλα αυτά που σκέφτομαι, αλλά σίγουρα θα σκεφτόμουν όλα αυτά που λέω εδώ.

Θα έδινα αξία στα πράγματα, όχι γι'αυτό που αξίζουν, αλλά γι'αυτό που σημαίνουν. Θα κοιμόμουν λίγο, θα ονειρευόμουν πιο πολύ, γιατί για κάθε λεπτό που κλείνουμε τα μάτια, χάνουμε εξήντα δευτερόλεπτα φως.

Θα συνέχιζα όταν οι άλλοι σταματούσαν, θα ξυπνούσα όταν οι άλλοι κοιμόταν. Θα άκουγα όταν οι άλλοι μιλούσαν και πόσο θα απολάμβανα ένα ωραίο παγωτό σοκολάτα!

Αν ο Θεός μου δώριζε ένα κομμάτι ζωή, θα ντυνόμουν λιτά, θα ξάπλωνα μπρούμυτα στον ήλιο, αφήνοντας ακάλυπτο όχι μόνο το σώμα αλλά και την ψυχή μου.

Θεέ μου, αν μπορούσα, θα έγραφα το μίσος μου πάνω στον πάγο και θα περίμενα να βγει ο ήλιος. Θα ζωγράφιζα μ'ένα όνειρο του Βαν Γκογκ πάνω στα άστρα ένα ποίημα του Μπενεντέτι κι ένα τραγούδι του Σερράτ θα ήταν η σερενάτα που θα χάριζα στη σελήνη. Θα πότιζα με τα δάκρια μου τα τριαντάφυλλα, για να νοιώσω τον πόνο από τ'αγκάθια τους και το κοκκινωπό φιλί των πετάλων τους... Θεέ μου, αν είχα ένα κομμάτι ζωή...

Δεν θα άφηνα να περάσει ούτε μία μέρα χωρίς να πω στους ανθρώπους ότι αγαπώ, ότι τους αγαπώ. Θα έκανα κάθε άνδρα και γυναίκα να πιστέψουν ότι είναι οι αγαπητοί μου και θα ζούσα ερωτευμένος με τον έρωτα.
the LAND of GODS Ενότητες, Ανθολογίες και άλλα..:
Κεντρική σελ.
Tα δικά μου γραψίματα και άλλα..
Οδοιπορικό στο Καρδαρίτσι
το Καρδαρίτσι μεσα απ' τις φωτογραφίες
Μικρά - μικρά πετραδάκια για την LAND of GODS (FTP)
το Δημοτικό τραγούδι και η παράδοση
Γη των πατέρων μου τρισαγαπημένη Αρκαδία
Σελίδες απ' την ελληνική λογοτεχνία στο διαΔίκτυο
Έλληνες ποιητές και συγγραφείς στο διαΔίκτυο
Οδυσσέας Ελύτης
Απομνημονεύματα: Γιάννης Μακρυγιάννης
Απομνημονεύματα: Θεόδωρος Κολοκοτρώνης
A Little Bit of Greece: News on Line and more..
το ηλεκτρονικό μας περιοδικό "έλα να δεις"
μια Φωτογραφία και ένας τόπος
ποιήματα τα αγαπημένα
Νεοελληνική πεζογραφία
Ανθολογίες της EELSPH
Δελτίο τύπου
το Ποιήμα της ημέρας
ο Στίχος της ημέρας
Αρκαδική ανθολογία
ο Ελληνισμός της Διασποράς
Βιβλία και Αφιερώματα
1996 - 2006 : τα Δεκάχρονα της LAND of GODS
στην ΑΚΡΗ του ματιού..
Γράμμα στον 'Ελληνα της Διασποράς
Τι μέρα γεννηθήκατε;

Στους ανθρώπους θα έδειχνα πόσο λάθος κάνουν να νομίζουν ότι παύουν να ερωτεύονται όταν γερνούν, χωρίς να καταλαβαίνουν ότι γερνούν όταν παύουν να ερωτεύονται! Στο μικρό παιδί θα έδινα φτερά, αλλά θα το άφηνα να μάθει μόνο του να πετάει. Στους γέρους θα έδειχνα ότι το θάνατο δεν τον φέρνουν τα γηρατειά αλλά η λήθη.

Έμαθα τόσα πράγματα από σας, τους ανθρώπους... Έμαθα πως όλοι θέλουν να ζήσουν στην κορυφή του βουνού, χωρίς να γνωρίζουν ότι η αληθινή ευτυχία βρίσκεται στον τρόπο που κατεβαίνεις την απόκρημνη πλαγιά. Έμαθα πως όταν το νεογέννητο σφίγγει στη μικρή παλάμη του, για πρώτη φορά, το δάχτυλο του πατέρα του, το αιχμαλωτίζει για πάντα.

Έμαθα πως ο άνθρωπος δικαιούται να κοιτά τον άλλον από ψηλά μόνο όταν πρέπει να τον βοηθήσει να σηκωθεί. Είναι τόσα πολλά τα πράγματα που μπόρεσα να μάθω από σας, αλλά δεν θα χρησιμεύσουν αλήθεια πολύ, γιατί όταν θα με κρατούν κλεισμένο μέσα σ'αυτή τη βαλίτσα, δυστυχώς θα πεθαίνω.

Να λες πάντα αυτό που νιώθεις και να κάνεις πάντα αυτό που σκέφτεσαι. Αν ήξερα ότι σήμερα θα ήταν η τελευταία φορά που θα σ'έβλεπα να κοιμάσαι, θα σ'αγκάλιαζα σφιχτά και θα προσευχόμουν στον Κύριο για να μπορέσω να γίνω ο φύλακας της ψυχής σου. Αν ήξερα ότι αυτή θα ήταν η τελευταία φορά που θα σ'έβλεπα να βγαίνεις απ' την πόρτα, θα σ'αγκάλιαζα και θα σού ‘δινα ένα φιλί και θα σε φώναζα ξανά για να σου δώσω κι άλλα.

Αν ήξερα ότι αυτή θα ήταν η τελευταία φορά που θα άκουγα τη φωνή σου, θα ηχογραφούσα κάθε σου λέξη για να μπορώ να τις ακούω ξανά και ξανά. Αν ήξερα ότι αυτές θα ήταν οι τελευταίες στιγμές που σ' έβλεπα, θα έλεγα "σ' αγαπώ" και δεν θα υπέθετα, ανόητα, ότι το ξέρεις ήδη.

Υπάρχει πάντα ένα αύριο και η ζωή μας δίνει κι άλλες ευκαιρίες για να κάνουμε τα πράγματα όπως πρέπει, αλλά σε περίπτωση που κάνω λάθος και μας μένει μόνο το σήμερα, θα 'θελα να σου πω πόσο σ'αγαπώ κι ότι ποτέ δεν θα σε ξεχάσω. Το αύριο δεν το έχει εξασφαλίσει κανείς, είτε νέος είτε γέρος.

Σήμερα μπορεί να είναι η τελευταία φορά που βλέπεις τους ανθρώπους που αγαπάς. Γι' αυτό μην περιμένεις άλλο, κάν'το σήμερα, γιατί αν το αύριο δεν έρθει ποτέ, θα μετανιώσεις σίγουρα για τη μέρα που δεν βρήκες χρόνο για ένα χαμόγελο, μια αγκαλιά, ένα φιλί και ήσουν πολύ απασχολημένος για να κάνεις πράξη μια τελευταία τους επιθυμία. Κράτα αυτούς που αγαπάς κοντά σου, πες τους ψιθυριστά πόσο πολύ τους χρειάζεσαι, αγάπα τους και φέρσου τους καλά, βρες χρόνο για να τους πεις "συγνώμη", "συγχώρεσέ με", "σε παρακαλώ", "ευχαριστώ" κι όλα τα λόγια αγάπης που ξέρεις.

Κανείς δεν θα σε θυμάται για τις κρυφές σου σκέψεις. Ζήτα απ' τον Κύριο τη δύναμη και τη σοφία για να τις εκφράσεις. Δείξε στους φίλους σου τι σημαίνουν για σένα."

  Νέες Κυκλοφορίες

Τίτλος: Οι Θλιμμένες Πουτάνες της Ζωής μου

Τίτλος Πρωτ.: Memoria Des Mis Putas Tristes

Συγγραφέας: Gabriel Garcia Marquez

Μετάφραση-Επίμετρο: Κλαίτη Σωτηριάδου

Εκδόσεις: Α.Α.Λιβάνης

1η ελληνική έκδοση: 2004

1η έκδοση: 2004

ISBN: 960-14-0981-5

Σελίδες: 205

Τιμή: 15,00 €

 Λίγα λόγια για το βιβλίο
Ο έρωτας, η μοναξιά του στη σύγχρονη κοινωνία και η καθημερινότητα που ενίοτε τον κάνει αγοραίο -ή τον επιζητεί ως αγοραίο- είναι το θέμα του τελευταίου βιβλίου του G.G.Marquez.

Τα πράγματα με το όνομά τους. Ως αυτά είναι.

Νίκος Βασιλάκος
vasilakos στο dolnet τελεία gr

Τη χρονιά που έκλεινα τα ενενήντα χρόνια μου θέλησα να κάνω δώρο στον εαυτό μου μια νύχτα τρελού έρωτα με μια έφηβη παρθένα.

Θυμήθηκα τη Ροζίνα Καμπάρκας, ιδιοκτήτρια ενός παράνομου οίκου ανοχής, η οποία συνήθως ειδοποιούσε τους καλούς πελάτες της όταν είχε κάποια άβγαλτη διαθέσιμη.

Ποτέ δεν είχα υποκύψει σ' εκείνον ή σε κάποιον άλλο από τους πολλούς αισχρούς πειρασμούς της, αλλά αυτή δεν πίστευε στην αγνότητα των αρχών μου. «Ακόμα και η ηθική είναι υπόθεση χρόνου», έλεγε μ' ένα μοχθηρό χαμόγελο, «θα το δεις».

Ένας ηλικιωμένος δημοσιογράφος αποφασίζει να γιορτάσει τα ενενηκοστά γενέθλιά του με μεγαλειώδη τρόπο, δίνοντας στον εαυτό του ένα δώρο που θα τον κάνει να αισθάνεται ότι είναι ακόμα ζωντανός, μία νεαρή παρθένα.

Όταν τη συναντά σε έναν οίκο ανοχής, ανακαλύπτει ότι βρίσκεται στο χείλος του θανάτου, όχι από γηρατειά αλλά από έρωτα. Αυτό το συγκινητικό νέο μυθιστόρημα του Γκαμπριέλ Γκαρσία Μάρκες, γραμμένο με το απαράμιλλο στιλ ενός από τους μεγαλύτερους συγγραφείς του αιώνα μας, αποτελεί έναν ύμνο προς τον έρωτα.

Ο Γκαμπριέλ Γκαρσία Μάρκες γεννήθηκε στην Αρακατάκα της Κολομβίας το 1928 κι έκανε την εμφάνισή του ως πεζογράφος με το μυθιστόρημα 'Ανεμοσκορπίσματα' (1955), το οποίο ακολούθησαν:

  • το μυθιστορηματικό ρεπορτάζ 'Διήγηση Ενός Ναυαγού' (1955),
  • οι νουβέλες 'Ο Συνταγματάρχης δεν Έχει Κανέναν να του Γράφει' (1961) και
  • 'Η Κακιά Ώρα' (1962)
  • και η συλλογή διηγημάτων 'Η Κηδεία της Μεγάλης Μάμα' (1962),

έργα που ήδη προμηνούσαν το πλούσιο μυθικό-λογοτεχνικό σύμπαν του κορυφαίου μυθιστορήματος του 'Εκατό Χρόνια Μοναξιά' (1967).

Αργότερα δημοσίευσε:

  • 'Το Φθινόπωρο του Πατριάρχη' (1975),
  • 'Χρονικόν ενός Προαναγγελθέντος θανάτου' (1981),
  • 'Ο Στρατηγός μες στο Λαβύρινθο του' (1989),
  • 'Ο Έρωτας στα Χρόνια της Χολέρας' (1985) και
  • 'Περί Έρωτος και 'Αλλων Δαιμονίων' (1994).

Τα διηγήματα του περιλαμβάνονται στις συλλογές

  • 'Μάτια Γαλάζιου Σκύλου' (1947),
  • 'Η Απίστευτη και θλιβερή Ιστορία της Αθώας Ερέντιρα' και της 'Ασπλαχνης Γιαγιάς της' (1972) και
  • 'Δώδεκα Διηγήματα Περιπλανώμενα' (1992).

Το 2003 κυκλοφόρησε η αυτοβιογραφία του με τίτλο 'Ζω για να τη Διηγούμαι'.

Υπήρξε πρωτοπόρος του λατινοαμερικανικού «Βοοm». Κέρδισε το βραβείο Νόμπελ το 1982.

ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΤΟΝ ΠΡΟΛΟΓΟ ΤΟΥ ΒΙΒΛΙΟΥ

«Η γυναίκα που υποδέχτηκε τον Εγκούτσι στο πανδοχείο
τον προειδοποίησε ότι δεν επιτρεπόταν να κάνει τίποτα
που να μη συμφωνεί με τούς κανόνες της αισθητικής.
Δεν επιτρεπόταν να βάλει το δάχτυλό του μέσα στο στόμα
της κοιμισμένης κοπέλας ή να επιχειρήσει κάτι παρόμοιο».

ΓΙΑΣΟΥΝΑΡΙ ΚΑΒΑΜΠΑΤΑ,
Το Σπίτι των Κοιμισμένων Κοριτσιών

ΤΗ ΧΡΟΝΙΑ ΠΟΥ ΕΚΛΕΙΝΑ ΤΑ ΕΝΕνήντα χρόνια μου θέλησα να κάνω δώρο στον εαυτό μου μια νύχια τρελού έρωτα με μια έφηβη παρθένα, θυμήθηκα τη Ρόζα Καμπάρκας, ιδιοκτήτρια ενός παράνομου οίκου ανοχής, η οποία συνήθως ειδοποιούσε τους καλούς πελάτες της όταν είχε κάποια άβγαλτη διαθέσιμη.

Ποτέ δεν είχα υποκύψει σ' εκείνον ή σε κάποιον άλλο από τους πολλούς αισχρούς πειρασμούς της, αλλά αυτή δεν πίστευε στην αγνότητα των αρχών μου. «Ακόμα και η ηθική είναι υπόθεση χρόνου», έλεγε μ' ένα μοχθηρό χαμόγελο, «θα το δεις».

Ήταν λίγο μικρότερη από μένα, ενώ είχα τόσα πολλά χρόνια να τη δω, που μπορεί και να είχε πεθάνει. Αλλά με το πρώτο κουδούνισμα αναγνώρισα τη φωνή στο τηλέφωνο και της το πέταξα χωρίς περιστροφές:

«Σήμερα, ναι».

Αυτή αναστέναξε: «Αχ, θλιμμένε μου δάσκαλε, εξαφανίζεσαι για είκοσι χρόνια κι επιστρέφεις μόνο για να μου ζητήσεις τα αδύνατα». Αμέσως μετά ανέκτησε την αυτοκυριαρχία του επαγγέλματος και μου πρόσφερε πέντ' έξι ευχάριστες επιλογές, αλλά βέβαια όλες μεταχειρισμένες. Εγώ επέμενα πως όχι, έπρεπε να είναι παρθένα και να γίνει το ίδιο κιόλας βράδυ.

Εκείνη απάντησε αναστατωμένη: «Τι προσπαθείς ν' αποδείξεις;» «Τίποτα», αποκρίθηκα, έχοντας πληγωθεί εκεί που με πονούσε περισσότερο, «ξέρω πολύ καλά αυτό που μπορώ κι αυτό που δεν μπορώ». Αυτή είπε ατάραχη πως οι δάσκαλοι τα ξέρουν όλα, αλλά όχι και τα πάντα: «Οι μόνοι Παρθένοι που έχουν απομείνει στον κόσμο είστε εσείς του Αυγούστου... Γιατί δε μου την παρήγγειλες νωρίτερα, να έχω περισσότερο χρόνο;» «Η έμπνευση δεν προειδοποιεί», της είπα.

«Μπορεί όμως να περιμένει», είπε αυτή, πάντα πιο γνωστική από οποιοδήποτε αρσενικό, και μου ζήτησε τουλάχιστον δυο μέρες προθεσμία για να ελέγξει εξονυχιστικά την αγορά. Εγώ της απάντησα με σοβαρό τόνο πως σε μια τέτοια δουλειά, στην ηλικία μου, κάθε ώρα μετράει για χρόνος. «Τότε δε γίνεται», είπε, χωρίς τον παραμικρό δισταγμό, «αλλά δεν πειράζει, έτσι είναι πιο συναρπαστικό, τι διάολο, θα σου τηλεφωνήσω σε μία ώρα».

Δε χρειάζεται να το πω, γιατί φαίνεται από μακριά: είμαι άσχημος, συνεσταλμένος και παλιομοδίτης. Αλλά κατέληξα να προσποιούμαι εντελώς το αντίθετο, επειδή δεν ήθελα να είμαι έτσι. Μέχρι τη σημερινή μέρα, που αποφάσισα να αφηγηθώ τη ζωή μου με τη δική μου ελεύθερη βούληση, ακόμα κι αν είναι μόνο για να ξαλαφρώσω τη συνείδησή μου.

Η μέρα μου άρχισε με το ασυνήθιστο τηλεφώνημα στη Ρόζα Καμπάρκας γιατί, καθώς το αναλογίζομαι σήμερα, εκείνη ήταν η απαρχή μιας καινούριας ζωής σε μια ηλικία που η πλειονότητα των θνητών είναι πεθαμένοι.

Ζω σ' ένα σπίτι αποικιακού ρυθμού στο ηλιόλουστο πεζοδρόμιο του πάρκου του Σαν Νικόλας, όπου έχω περάσει όλες τις μέρες της ζωής μου χωρίς γυναίκα ούτε περιουσία, όπου έζησαν και πέθαναν οι γονείς μου και όπου έχω σκοπό να πεθάνω μόνος, στο ίδιο κρεβάτι που γεννήθηκα, μια μέρα αρκετά μακρινή και χωρίς πόνο.

Ο πατέρας μου το αγόρασε σε μια δημοπρασία του Δημοσίου στα τέλη του 19ου αιώνα, νοίκιασε το ισόγειο σε μια κοινοπραξία Ιταλών για πολυτελή μαγαζιά και κράτησε αυτό τον πρώτο όροφο για να ευτυχήσει με την κόρη ενός από αυτούς, τη Φλορίνα ντε Διός Καργαμάντος, διαπρεπή ερμηνεύτρια του Μότσαρτ, πολύγλωσση και οπαδό του Γκαριμπάλντι, την ωραιότερη και πιο ταλαντούχα γυναίκα που υπήρξε ποτέ στην πόλη: τη μητέρα μου.

Το εσωτερικό του σπιτιού είναι άνετο και φωτεινό, με γύψινες καμάρες και πατώματα σκακιέρα από φλωρεντινά μωσαϊκά και τέσσερις τζαμόπορτες που βγάζουν σ' ένα μακρόστενο μπαλκόνι, όπου η μητέρα μου καθόταν τις μαρτιάτικες νύχτες και τραγουδούσε ερωτικές άριες με τις Ιταλίδες ξαδέρφες της.

Από εκεί φαίνεται το πάρκο του Σαν Νικόλας με τον καθεδρικό ναό και το άγαλμα του Χριστόφορου Κολόμβου και πιο πέρα οι αποθήκες του παραποτάμιου λιμανιού και ο πλατύς ορίζοντας του μεγάλου ποταμού Μαγκνταλένα, είκοσι λεύγες από τις εκβολές του.

Το μόνο άσχημο στο σπίτι είναι πως ο ήλιος αλλάζει συνεχώς παράθυρο στο πέρασμα της μέρας και πρέπει να τα κλείνει όλα κανείς για να μπορέσει να κοιμηθεί το απόγευμα μες στο αποπνικτικό μισοσκόταδο.

Όταν έμεινα μόνος, στα τριάντα δύο μου, μετακόμισα στο δωμάτιο που ήταν των γονιών μου, άνοιξα για πέρασμα μια πόρτα προς τη βιβλιοθήκη κι άρχισα να ξεπουλάω σε δημοπρασίες για να ζήσω ό,τι μου περίσσευε, που τελικά ήταν τα πάντα, εκτός από τα βιβλία και την πιανόλα με τούς χάρτινους κυλίνδρους της.

Για σαράντα χρόνια υπήρξα ο υπεύθυνος τηλεγραφημάτων του ξένου Τύπου στην εφημερίδα Ελ Διάριο ντε λα Πας, όπου επαναδιατύπωνα και συμπλήρωνα στην τοπική γλώσσα τις ειδήσεις όλου του κόσμου που πιάναμε στα βραχέα ή με τον κώδικα Μορς.

Σήμερα επιβιώνω μάλλον δύσκολα με τη σύνταξη εκείνου του επαγγέλματος που έχει εκλείψει, μετά βίας επιβιώνω με εκείνη του δασκάλου των ισπανικών και των λατινικών, σχεδόν καθόλου με το κυριακάτικο άρθρο που γράφω ακαταπόνητα παραπάνω από μισό αιώνα και καθόλου με τα σύντομα χρονικά για τη μουσική και το θέατρο, που μου δημοσιεύουν χαριστικά τις περισσότερες φορές όταν έρχονται διαπρεπείς μουσικοί ερμηνευτές.

Δεν έχω κάνει ποτέ τίποτ' άλλο από το να γράφω, αλλά δεν έχω ούτε κλίση ούτε ταλέντο αφηγητή, αγνοώ παντελώς τους νόμους της δραματικής σύνθεσης, κι αν έχω ξεκινήσει αυτό το εγχείρημα, είναι γιατί στηρίζομαι στα φώτα όλων αυτών που έχω διαβάσει στη ζωή μου.

Για να το πω εντελώς ωμά, είμαι ο τελευταίος μιας ράτσας χωρίς προτερήματα και χωρίς διακρίσεις, η οποία δε θα είχε τίποτα να κληροδοτήσει στους απογόνους της αν δεν υπήρχαν τα γεγονότα που ετοιμάζομαι να αναφέρω, όπως μπορώ, σε αυτές τις αναμνήσεις του μεγάλου μου έρωτα.

Τη μέρα που συμπλήρωνα τα ενενήντα είχα ξυπνήσει όπως πάντα στις πέντε το πρωί. Μοναδική μου υποχρέωση, λόγω Παρασκευής, ήταν να γράψω το σύντομο άρθρο που δημοσιεύεται με την υπογραφή μου τις Κυριακές στην εφημερίδα Ελ Διάριο ντε λα Πας.

Τα σημάδια της αυγής ήταν ό,τι έπρεπε για να μην είμαι ευτυχισμένος: πονούσαν τα κόκαλά μου από νωρίς το ξημέρωμα, έτσουζε ο κώλος μου και ακούγονταν από μακριά οι κεραυνοί μιας καταιγίδας μετά από τρεις μήνες ξηρασία. Πλύθηκα όσο γινόταν ο καφές, ήπια ένα μεγάλο φλιτζάνι που γλύκανα με μέλι, συνοδευόμενο με δυο κομμάτια πίτα από κασσάβα, κι έβαλα τη φόρμα από χοντρό βαμβακερό ύφασμα που φορούσα στο σπίτι.

Το θέμα του άρθρου εκείνης της μέρας ήταν -τι άλλο;- τα ενενήντα χρόνια μου. Ποτέ δεν είχα φανταστεί την ηλικία σαν ένα λεκέ από υγρασία που να δείχνει πόση ζωή απομένει ακόμα.

Μικρός είχα ακούσει να λένε πως, όταν πεθαίνει ένας άνθρωπος, οι ψείρες που φωλιάζουν στα μαλλιά βγαίνουν τρομοκρατημένες στα μαξιλάρια ντροπιάζοντας την οικογένεια.

Αυτό με επηρέασε τόσο πολύ, που άφησα να με κουρέψουν γουλί για να πάω στο σχολείο και τις λίγες τρίχες που μου απομένουν τις πλένω ακόμα με το «Σαπούνι του Χαρούμενου Σκύλου».

Αυτό σημαίνει, σκέφτομαι τώρα, πως από μικρός φοβόμουν περισσότερο το δημόσιο εξευτελισμό παρά το θάνατο. Πολλούς μήνες πριν είχα σκεφτεί το άρθρο των γενεθλίων μου να μην είναι ένας τετριμμένος θρήνος για τα χρόνια που πέρασαν, αλλά ακριβώς το αντίθετο: μια αποθέωση του γηραιός. 'Αρχισα να αναρωτιέμαι πότε ακριβώς συνειδητοποίησα πως ήμουν γέρος και νομίζω ότι ήταν λίγο πριν από εκείνη τη μέρα.

Στα σαράντα δύο είχα πάει στο γιατρό για έναν πόνο στην πλάτη που μ' ενοχλούσε στην αναπνοή. Αυτός δεν του έδωσε σημασία: «Είναι ένας πόνος φυσιολογικός για την ηλικία σας», είπε. «Σ' αυτή την περίπτωση», του είπα εγώ, «το αφύσικο είναι η ηλικία μου».

Ο γιατρός μού χαμογέλασε θλιμμένα. «Βλέπω πως είστε φιλόσοφος», παρατήρησε. Ήταν η πρώτη φορά που είχα σκεφτεί την ηλικία μου σε σχέση με τα γηρατειά, αλλά δεν άργησα να τα ξεχάσω.

Συνήθισα να ξυπνώ κάθε μέρα μ' ένα διαφορετικό πόνο που άλλαζε θέση και μορφή όσο περνούσαν τα χρόνια. Μερικές φορές έμοιαζε με θανάσιμη σουβλιά και την επομένη χανόταν. Εκείνη την εποχή είχα ακούσει να λένε πως το πρώτο σύμπτωμα των γηρατειών είναι ότι αρχίζεις να μοιάζεις με τον πατέρα σου.

Πρέπει να είμαι καταδικασμένος σε αιώνια νεότητα, σκέφτηκα τότε, γιατί η αλογίσια μούρη μου δε θα έμοιαζε ποτέ με την τραχιά του γηγενούς της Καραϊβικής, που ήταν ο πατέρας μου, ούτε με την αυτοκρατορική ρωμαϊκή κατατομή της μητέρας μου.

Η αλήθεια είναι πως οι πρώτες αλλαγές είναι τόσο ανεπαίσθητες, που μόλις διακρίνονται, κι εξακολουθεί κανείς να βλέπει τον εαυτό του από μέσα όπως ήταν πάντα, αλλά οι άλλοι τις προσέχουν απέξω.

Την πέμπτη δεκαετία είχα αρχίσει να φαντάζομαι αυτό που θα ήταν τα γηρατειά, όταν πρόσεξα τα πρώτα κενά μνήμης. Έκανα άνω κάτω το σπίτι ψάχνοντας τα γυαλιά μου μέχρι που ανακάλυπτα ότι τα φορούσα ή έμπαινα με τα γυαλιά στο ντους ή έβαζα τα γυαλιά για το διάβασμα χωρίς να βγάλω τα άλλα για μακριά.

Μια μέρα έφαγα πρωινό δύο φορές γιατί το ξέχασα κι έμαθα να αναγνωρίζω την αναστάτωση των φίλων μου όταν δεν τολμούσαν να μου πουν πως τους διηγιόμουν την ίδια ιστορία που είχα διηγηθεί την περασμένη εβδομάδα. Τότε πια είχα στη μνήμη μου έναν κατάλογο με γνωστά πρόσωπα κι άλλον ένα με τα ονόματα του καθενός, αλλά τη στιγμή του χαιρετισμού δεν κατάφερνα να ταιριάξω τα πρόσωπα με τα ονόματα.

Η σεξουαλική μου ηλικία ποτέ δε με απασχόλησε, γιατί οι δυνάμεις μου δεν εξαρτιόνταν τόσο πολύ από μένα όσο από αυτές τις ίδιες, κι αυτές γνωρίζουν το πώς και το γιατί όταν θέλουν.

Σήμερα γελάω με τους νεαρούς των ογδόντα χρόνων που συμβουλεύονται το γιατρό φοβισμένοι από αυτές τις λαχτάρες, αγνοώντας πως στα ενενήντα είναι χειρότερες αλλά άνευ σημασίας πια: είναι το ρίσκο που παίρνει κανείς όταν είναι ζωντανός.

Από την άλλη πλευρά, πρόκειται για θρίαμβο της ζωής το ότι η μνήμη των γέρων χάνεται για τα μη απαραίτητα πράγματα αλλά σπάνια λαθεύει για τα όσα στ' αλήθεια μας ενδιαφέρουν. Ο Κικέρωνας το περιέγραψε με μία μόνο φράση: «Δεν υπάρχει γέρος που να ξεχάσει το σημείο όπου έχει θάψει το θησαυρό του».

Με αυτές τις σκέψεις και με διάφορες άλλες είχα τελειώσει μια πρώτη γραφή του άρθρου μου, όταν ο αυγουστιάτικος ήλιος έσκασε ανάμεσα στις αμυγδαλιές του πάρκου, ενώ το ποταμόπλοιο που έφερνε την αλληλογραφία, με καθυστέρηση μιας εβδομάδας λόγω της ξηρασίας, μπήκε βρυχώμενο στο κανάλι του λιμανιού. Σκέφτηκα: Να τα, καταφθάνουν τα ενενήντα χρόνια μου. Ποτέ δε θα μάθω για ποιο λόγο, ούτε και το επιθυμώ, αλλά ε....

Περισσότερα στις σελίδες του βιβλίου...

books in.gr


  
σήμερα: