«Η γυναίκα που υποδέχτηκε τον Εγκούτσι στο πανδοχείο
τον προειδοποίησε ότι δεν επιτρεπόταν να κάνει τίποτα
που να μη συμφωνεί με τούς κανόνες της αισθητικής.
Δεν επιτρεπόταν να βάλει το δάχτυλό του μέσα στο στόμα
της κοιμισμένης κοπέλας ή να επιχειρήσει κάτι παρόμοιο».
ΓΙΑΣΟΥΝΑΡΙ ΚΑΒΑΜΠΑΤΑ,
Το Σπίτι των Κοιμισμένων Κοριτσιών
ΤΗ ΧΡΟΝΙΑ ΠΟΥ ΕΚΛΕΙΝΑ ΤΑ ΕΝΕνήντα χρόνια μου θέλησα να κάνω δώρο στον εαυτό μου μια νύχια τρελού έρωτα με μια έφηβη παρθένα, θυμήθηκα τη Ρόζα Καμπάρκας, ιδιοκτήτρια ενός παράνομου οίκου ανοχής, η οποία συνήθως ειδοποιούσε τους καλούς πελάτες της όταν είχε κάποια άβγαλτη διαθέσιμη.
Ποτέ δεν είχα υποκύψει σ' εκείνον ή σε κάποιον άλλο από τους πολλούς αισχρούς πειρασμούς της, αλλά αυτή δεν πίστευε στην αγνότητα των αρχών μου. «Ακόμα και η ηθική είναι υπόθεση χρόνου», έλεγε μ' ένα μοχθηρό χαμόγελο, «θα το δεις».
Ήταν λίγο μικρότερη από μένα, ενώ είχα τόσα πολλά χρόνια να τη δω, που μπορεί και να είχε πεθάνει. Αλλά με το πρώτο κουδούνισμα αναγνώρισα τη φωνή στο τηλέφωνο και της το πέταξα χωρίς περιστροφές:
«Σήμερα, ναι».
Αυτή αναστέναξε: «Αχ, θλιμμένε μου δάσκαλε, εξαφανίζεσαι για είκοσι χρόνια κι επιστρέφεις μόνο για να μου ζητήσεις τα αδύνατα». Αμέσως μετά ανέκτησε την αυτοκυριαρχία του επαγγέλματος και μου πρόσφερε πέντ' έξι ευχάριστες επιλογές, αλλά βέβαια όλες μεταχειρισμένες. Εγώ επέμενα πως όχι, έπρεπε να είναι παρθένα και να γίνει το ίδιο κιόλας βράδυ.
Εκείνη απάντησε αναστατωμένη: «Τι προσπαθείς ν' αποδείξεις;» «Τίποτα», αποκρίθηκα, έχοντας πληγωθεί εκεί που με πονούσε περισσότερο, «ξέρω πολύ καλά αυτό που μπορώ κι αυτό που δεν μπορώ». Αυτή είπε ατάραχη πως οι δάσκαλοι τα ξέρουν όλα, αλλά όχι και τα πάντα: «Οι μόνοι Παρθένοι που έχουν απομείνει στον κόσμο είστε εσείς του Αυγούστου... Γιατί δε μου την παρήγγειλες νωρίτερα, να έχω περισσότερο χρόνο;» «Η έμπνευση
δεν προειδοποιεί», της είπα.
«Μπορεί όμως να περιμένει», είπε αυτή, πάντα πιο γνωστική από οποιοδήποτε αρσενικό, και μου ζήτησε τουλάχιστον δυο μέρες προθεσμία για να ελέγξει εξονυχιστικά την αγορά. Εγώ της απάντησα με σοβαρό τόνο πως σε μια τέτοια δουλειά, στην ηλικία μου, κάθε ώρα μετράει για χρόνος. «Τότε δε γίνεται», είπε, χωρίς τον παραμικρό δισταγμό, «αλλά δεν πειράζει, έτσι είναι πιο συναρπαστικό, τι διάολο, θα σου τηλεφωνήσω
σε μία ώρα».
Δε χρειάζεται να το πω, γιατί φαίνεται από μακριά: είμαι άσχημος, συνεσταλμένος και παλιομοδίτης. Αλλά κατέληξα να προσποιούμαι εντελώς το αντίθετο, επειδή δεν ήθελα να είμαι έτσι. Μέχρι τη σημερινή μέρα, που αποφάσισα να αφηγηθώ τη ζωή μου με τη δική μου ελεύθερη βούληση, ακόμα κι αν είναι μόνο για να ξαλαφρώσω τη συνείδησή μου.
Η μέρα μου άρχισε με το ασυνήθιστο τηλεφώνημα στη Ρόζα Καμπάρκας γιατί, καθώς το αναλογίζομαι σήμερα, εκείνη ήταν η απαρχή μιας καινούριας ζωής σε μια ηλικία που η πλειονότητα των θνητών είναι πεθαμένοι.
Ζω σ' ένα σπίτι αποικιακού ρυθμού στο ηλιόλουστο πεζοδρόμιο του πάρκου του Σαν Νικόλας, όπου έχω περάσει όλες τις μέρες της ζωής μου χωρίς γυναίκα ούτε περιουσία, όπου έζησαν και πέθαναν οι γονείς μου και όπου έχω σκοπό να πεθάνω μόνος, στο ίδιο κρεβάτι που γεννήθηκα, μια μέρα αρκετά μακρινή και χωρίς πόνο.
Ο πατέρας μου το αγόρασε σε μια δημοπρασία του Δημοσίου στα τέλη του 19ου αιώνα, νοίκιασε το ισόγειο σε μια κοινοπραξία Ιταλών για πολυτελή μαγαζιά και κράτησε αυτό τον πρώτο όροφο για να ευτυχήσει με την κόρη ενός από αυτούς, τη Φλορίνα ντε Διός Καργαμάντος, διαπρεπή ερμηνεύτρια του Μότσαρτ, πολύγλωσση και οπαδό του Γκαριμπάλντι, την ωραιότερη και πιο ταλαντούχα γυναίκα που υπήρξε ποτέ στην πόλη: τη μητέρα
μου.
Το εσωτερικό του σπιτιού είναι άνετο και φωτεινό, με γύψινες καμάρες και πατώματα σκακιέρα από φλωρεντινά μωσαϊκά και τέσσερις τζαμόπορτες που βγάζουν σ' ένα μακρόστενο μπαλκόνι, όπου η μητέρα μου καθόταν τις μαρτιάτικες νύχτες και τραγουδούσε ερωτικές άριες με τις Ιταλίδες ξαδέρφες της.
Από εκεί φαίνεται το πάρκο του Σαν Νικόλας με τον καθεδρικό ναό και το άγαλμα του Χριστόφορου Κολόμβου και πιο πέρα οι αποθήκες του παραποτάμιου λιμανιού και ο πλατύς ορίζοντας του μεγάλου ποταμού Μαγκνταλένα, είκοσι λεύγες από τις εκβολές του.
Το μόνο άσχημο στο σπίτι είναι πως ο ήλιος αλλάζει συνεχώς παράθυρο στο πέρασμα της μέρας και πρέπει να τα κλείνει όλα κανείς για να μπορέσει να κοιμηθεί το απόγευμα μες στο αποπνικτικό μισοσκόταδο.
Όταν έμεινα μόνος, στα τριάντα δύο μου, μετακόμισα στο δωμάτιο που ήταν των γονιών μου, άνοιξα για πέρασμα μια πόρτα προς τη βιβλιοθήκη κι άρχισα να ξεπουλάω σε δημοπρασίες για να ζήσω ό,τι μου περίσσευε, που τελικά ήταν τα πάντα, εκτός από τα βιβλία και την πιανόλα με τούς χάρτινους κυλίνδρους της.
Για σαράντα χρόνια υπήρξα ο υπεύθυνος τηλεγραφημάτων του ξένου Τύπου στην εφημερίδα Ελ Διάριο ντε λα Πας, όπου επαναδιατύπωνα και συμπλήρωνα στην τοπική γλώσσα τις ειδήσεις όλου του κόσμου που πιάναμε στα βραχέα ή με τον κώδικα Μορς.
Σήμερα επιβιώνω μάλλον δύσκολα με τη σύνταξη εκείνου του επαγγέλματος που έχει εκλείψει, μετά βίας επιβιώνω με εκείνη του δασκάλου των ισπανικών και των λατινικών, σχεδόν καθόλου με το κυριακάτικο άρθρο που γράφω ακαταπόνητα παραπάνω από μισό αιώνα και καθόλου με τα σύντομα χρονικά για τη μουσική και το θέατρο, που μου δημοσιεύουν χαριστικά τις περισσότερες φορές όταν έρχονται διαπρεπείς μουσικοί ερμηνευτές.
Δεν έχω κάνει ποτέ τίποτ' άλλο από το να γράφω, αλλά δεν έχω ούτε κλίση ούτε ταλέντο αφηγητή, αγνοώ παντελώς τους νόμους της δραματικής σύνθεσης, κι αν έχω ξεκινήσει αυτό το εγχείρημα, είναι γιατί στηρίζομαι στα φώτα όλων αυτών που έχω διαβάσει στη ζωή μου.
Για να το πω εντελώς ωμά, είμαι ο τελευταίος μιας ράτσας χωρίς προτερήματα και χωρίς διακρίσεις, η οποία δε θα είχε τίποτα να κληροδοτήσει στους απογόνους της αν δεν υπήρχαν τα γεγονότα που ετοιμάζομαι να αναφέρω, όπως μπορώ, σε αυτές τις αναμνήσεις του μεγάλου μου έρωτα.
Τη μέρα που συμπλήρωνα τα ενενήντα είχα ξυπνήσει όπως πάντα στις πέντε το πρωί. Μοναδική μου υποχρέωση, λόγω Παρασκευής, ήταν να γράψω το σύντομο άρθρο που δημοσιεύεται με την υπογραφή μου τις Κυριακές στην εφημερίδα Ελ Διάριο ντε λα Πας.
Τα σημάδια της αυγής ήταν ό,τι έπρεπε για να μην είμαι ευτυχισμένος: πονούσαν τα κόκαλά μου από νωρίς το ξημέρωμα, έτσουζε ο κώλος μου και ακούγονταν από μακριά οι κεραυνοί μιας καταιγίδας μετά από τρεις μήνες ξηρασία. Πλύθηκα όσο γινόταν ο καφές, ήπια ένα μεγάλο φλιτζάνι που γλύκανα με μέλι, συνοδευόμενο με δυο κομμάτια πίτα από κασσάβα, κι έβαλα τη φόρμα από χοντρό βαμβακερό ύφασμα που φορούσα στο σπίτι.
Το θέμα του άρθρου εκείνης της μέρας ήταν -τι άλλο;- τα ενενήντα χρόνια μου. Ποτέ δεν είχα φανταστεί την ηλικία σαν ένα λεκέ από υγρασία που να δείχνει πόση ζωή απομένει ακόμα.
Μικρός είχα ακούσει να λένε πως, όταν πεθαίνει ένας άνθρωπος, οι ψείρες που φωλιάζουν στα μαλλιά βγαίνουν τρομοκρατημένες στα μαξιλάρια ντροπιάζοντας την οικογένεια.
Αυτό με επηρέασε τόσο πολύ, που άφησα να με κουρέψουν γουλί για να πάω στο σχολείο και τις λίγες τρίχες που μου απομένουν τις πλένω ακόμα με το «Σαπούνι του Χαρούμενου Σκύλου».
Αυτό σημαίνει, σκέφτομαι τώρα, πως από μικρός φοβόμουν περισσότερο το δημόσιο εξευτελισμό παρά το θάνατο. Πολλούς μήνες πριν είχα σκεφτεί το άρθρο των γενεθλίων μου να μην είναι ένας τετριμμένος θρήνος για τα χρόνια που πέρασαν, αλλά ακριβώς το αντίθετο: μια αποθέωση του γηραιός. 'Αρχισα να αναρωτιέμαι πότε ακριβώς συνειδητοποίησα πως ήμουν γέρος και νομίζω ότι ήταν λίγο πριν από εκείνη τη μέρα.
Στα σαράντα δύο είχα πάει στο γιατρό για έναν πόνο στην πλάτη που μ' ενοχλούσε στην αναπνοή. Αυτός δεν του έδωσε σημασία: «Είναι ένας πόνος φυσιολογικός για την ηλικία σας», είπε. «Σ' αυτή την περίπτωση», του είπα εγώ, «το αφύσικο είναι η ηλικία μου».
Ο γιατρός μού χαμογέλασε θλιμμένα. «Βλέπω πως είστε φιλόσοφος», παρατήρησε. Ήταν η πρώτη φορά που είχα σκεφτεί την ηλικία μου σε σχέση με τα γηρατειά, αλλά δεν άργησα να τα ξεχάσω.
Συνήθισα να ξυπνώ κάθε μέρα μ' ένα διαφορετικό πόνο που άλλαζε θέση και μορφή όσο περνούσαν τα χρόνια. Μερικές φορές έμοιαζε με θανάσιμη σουβλιά και την επομένη χανόταν. Εκείνη την εποχή είχα ακούσει να λένε πως το πρώτο σύμπτωμα των γηρατειών είναι ότι αρχίζεις να μοιάζεις με τον πατέρα σου.
Πρέπει να είμαι καταδικασμένος σε αιώνια νεότητα, σκέφτηκα τότε, γιατί η αλογίσια μούρη μου δε θα έμοιαζε ποτέ με την τραχιά του γηγενούς της Καραϊβικής, που ήταν ο πατέρας μου, ούτε με την αυτοκρατορική ρωμαϊκή κατατομή της μητέρας μου.
Η αλήθεια είναι πως οι πρώτες αλλαγές είναι τόσο ανεπαίσθητες, που μόλις διακρίνονται, κι εξακολουθεί κανείς να βλέπει τον εαυτό του από μέσα όπως ήταν πάντα, αλλά οι άλλοι τις προσέχουν απέξω.
Την πέμπτη δεκαετία είχα αρχίσει να φαντάζομαι αυτό που θα ήταν τα γηρατειά, όταν πρόσεξα τα πρώτα κενά μνήμης. Έκανα άνω κάτω το σπίτι ψάχνοντας τα γυαλιά μου μέχρι που ανακάλυπτα ότι τα φορούσα ή έμπαινα με τα γυαλιά στο ντους ή έβαζα τα γυαλιά για το διάβασμα χωρίς να βγάλω τα άλλα για μακριά.
Μια μέρα έφαγα πρωινό δύο φορές γιατί το ξέχασα κι έμαθα να αναγνωρίζω την αναστάτωση των φίλων μου όταν δεν τολμούσαν να μου πουν πως τους διηγιόμουν την ίδια ιστορία που είχα διηγηθεί την περασμένη εβδομάδα. Τότε πια είχα στη μνήμη μου έναν κατάλογο με γνωστά πρόσωπα κι άλλον ένα με τα ονόματα του καθενός, αλλά τη στιγμή του χαιρετισμού δεν κατάφερνα να ταιριάξω τα πρόσωπα με τα ονόματα.
Η σεξουαλική μου ηλικία ποτέ δε με απασχόλησε, γιατί οι δυνάμεις μου δεν εξαρτιόνταν τόσο πολύ από μένα όσο από αυτές τις ίδιες, κι αυτές γνωρίζουν το πώς και το γιατί όταν θέλουν.
Σήμερα γελάω με τους νεαρούς των ογδόντα χρόνων που συμβουλεύονται το γιατρό φοβισμένοι από αυτές τις λαχτάρες, αγνοώντας πως στα ενενήντα είναι χειρότερες αλλά άνευ σημασίας πια: είναι το ρίσκο που παίρνει κανείς όταν είναι ζωντανός.
Από την άλλη πλευρά, πρόκειται για θρίαμβο της ζωής το ότι η μνήμη των γέρων χάνεται για τα μη απαραίτητα πράγματα αλλά σπάνια λαθεύει για τα όσα στ' αλήθεια μας ενδιαφέρουν. Ο Κικέρωνας το περιέγραψε με μία μόνο φράση: «Δεν υπάρχει γέρος που να ξεχάσει το σημείο όπου έχει θάψει το θησαυρό του».
Με αυτές τις σκέψεις και με διάφορες άλλες είχα τελειώσει μια πρώτη γραφή του άρθρου μου, όταν ο αυγουστιάτικος ήλιος έσκασε ανάμεσα στις αμυγδαλιές του πάρκου, ενώ το ποταμόπλοιο που έφερνε την αλληλογραφία, με καθυστέρηση μιας εβδομάδας λόγω της ξηρασίας, μπήκε βρυχώμενο στο κανάλι του λιμανιού. Σκέφτηκα: Να τα, καταφθάνουν τα ενενήντα χρόνια μου. Ποτέ δε θα μάθω για ποιο λόγο, ούτε και το επιθυμώ, αλλά
ε....
Περισσότερα στις σελίδες του βιβλίου...
books in.gr
|