Ελληνική Λογοτεχνία στο διαδίκτυο


η αρχική σελιδα της LAND of GODS
Προηγούμενη σελίδα Κεντρική σελ. της ΕνότηταςΕπόμενη σελίδα
Επόμενη Ενότητα..
Επόμ. Ενότητα

"Γη των θεών φροντίδα. Ελλάς ηρώων μητέρα,
φίλη, γλυκεία πατρίδα" (Ανδρέας Κάλβος)

Ανθολογία:   ποιήματα τ' αγαπημένα  

η Ποίηση στο Google: τα Kείμενα Photos Videos

Πέτρος Α. Δήμας : ΑΦΙΕΡΩΜΑ    -    Διονύσης Λεϊμονής : Ανθρώπινα πάθη    -    Μενέλαος Λουντέμης : Ερωτικό κάλεσμα    -    Γιώργης Παυλόπουλος : Τα Αντικλείδια    -    Το Σύμβολο της Πίστεως    -    Το Τροπάριο της Κασσιανής    -    Κωστής Παλαμάς ΟΛΥΜΠΙΑΚΟΣ ΥΜΝΟΣ   -    Μιλτιάδης Μαλακάσης : "Το λένε τ' αηδονάκια..."    -    Τεύκρος Ανθίας : Αποσπασματικά    -    Λορέντζος Μαβίλης: Εις την πατρίδα    -    Γλαύκος Αλιθέρσης: Δύο ποιήματα    -    Κωστής Παλαμάς: ΟΙ ΠΑΤΕΡΕΣ    -    Γιώργος Αθάνας: Δύο ποιήματα    -    Γιώργος Σαραντάρης: Πάλι ο ουρανός ανοίγει εδώ την πύλη    -    Κώστας Μοντης: Νύχτες    -    Μανόλης Αναγνωστάκης: Επιτύμβιον    -    Οδυσσέας Ελύτης: ο Ήλιος    -    Μίλτος Σαχτούρης : το Ψωμί    -    Κική Δημουλά: Δύο ποίηματα    -    Λορέντζος Μαβίλης: Λήθη    -    Ρούλα Ιωαννίδου - Σταύρου : Εποχές με Χαϊκου    -    Κώστας Ουράνης: Η Αγάπη    -   
'Αντρια Γαριβάλδη - Τρία ποιήματα    -    Νικηφόρος Βρεττάκος: Μαζεύω τα πεσμένα στάχια    -    Οδυσσέας Ελύτης: Η πορτοκαλένια    -    Κώστας Βάρναλης: Οι πόνοι της Παναγιάς    -    Μαρία Πολυδούρη: Γιατί μ' αγάπησες    -    Τάκης Παπατσώνης: Ο κηπουρός του τάφου    -    Χρήστος Νιάρος : Οι νύχτες της Μελβούρνης    -    Γιώργος Δουατζής : Τα σώματα    -    Ιάκωβος Γαριβάλδης: Σκιά τρόμου    -    Γιώργος Σεφέρης: Το σπίτι κοντά στη θάλασσα    -    Δημήτρης Αλεξίου: Στον Πατέρα μου    -    Κώστας Κρυστάλλης: Το τραγούδι του τρυγητού    -    Αριστοτέλης Βαλαωρίτης: Ευαγγελισμός - Ελληνισμός    -    Ανδρέας Κάλβος : Ο Ωκεανός, Εις τον Ιερόν Λόχον    -    Διονύσιος Σολωμός: ο Υμνος εις την ελευθερίαν    -    Δημοτικό : Σώπασε Κυρά Δέσποινα    -    Θρήνοι : Της Αγια-Σοφιάς    -    Ρήγας Βελενστινλής : Ο Θούριος    -    Ευαγόρας Παλληκαρίδης : Θα πάρω μια ανηφοριά    -    Ιωάννης Πολέμης: Τι είναι η πατρίδα μας    -    Οδυσσέας Ελύτης: Τη γλώσσα μου έδωσαν ελληνική    -    Κώστας Καρυωτάκις: Πρέβεζα    -    Ανδρέας Εμπειρίκος : Ηχώ    -    Δ. Ι. Αντωνίου: Κακοί έμποροι    -    Γεώργιος Δροσίνης: Η Πατρίδα μας    -    Γιάννης Λιάσκος : Κωνσταντινούπολη    -    'Αγγελος Σικελιανός: Γιατί βαθιά μου δόξασα    -    Κωστής Παλαμάς: Θέλω να χτίσω ένα σπιτάκι    -    Γιώργος Καραντώνης: Ενα μικρό ποίημα για τη Μεγάλη Ελλάδα    -    Γιάννης Κατσαράς: Φαντασία    -    Κωνσταντίνος Καβάφης: Ιθακη    -    Γιώργος Σεφέρης: 'Ενας γέροντας στην ακροποταμιά    -    Μελισσάνθη: Στη νύχτα που έρχεται    -    Χρ. Χατζηγιαννιού : Στην Παναγία των Βλαχερνών    -    Απόστολος Μελαχρινός: Σημαίνει η ΄Ωρα των Ωρών...    -    Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης : Στην Παναγία την Κεχριά    -    Γιώργος Δροσύνης: Χώμα ελληνικό    -    Νίκος Καββαδίας:Μαραμπού    -    Νίκος Γκάτσος: Αμοργός    -    Κωστής Παλαμάς: Η εληά    -    Γεώργιος Ζαλοκώστας: Το φίλημα    -    Χάρης Βλαβιανός Εγχειρίδιο ποιητικής    -    Κώστας Κατσούλης: Εμείς    -    Βάιος Φασούλας : Ε, εσείς, απόγονοι του Ομήρου, τί κάνετε??    -    Αγγελική Μαραγκουδάκη - Βόλλνερ : Νοσταλγία    -    Λιλή Μπίτα : ΑΛΤΣΧΑΪΜΕΡ    -    Ελένη Παϊδούση : Εμείς οι "ΞΕΝΟΙ"    -    Κλεοπάτρα Παναγιωσούλη : Σ' ένα καφενεδάκι    -    Γιώτα Στρατή : Ελλάδα    -    Χριστίνα Φασούλα : Μικρές λιαχτίδες στο τζάμι της ψυχής    -    Στράτης Μυριβήλης : Λιανοτράγουδα    -    Αργύρης Εφταλιώτης : Δύο ποιήματα του    -    Μήτσιου Τσιάμη: Δύο ποιήματα    -    Γιάννης Περγιαλίτης : Βαρκούλα    -    Χρυσόστομος Γελαγώτης :δύο ποιήματα   -    Στράτος Δουκάκης: Δύο ποιήματα   -    Θεοδώρας Κουφοπούλου - Ηλιοπούλου: Τρία ποιήματα της    -    Γεώργιος Βιζυηνός: Αποχωρισμός    -    Χρήστος Δάγλαρης: Τρία ποιήματα    -    Κώστας Δουρίδας : ο 'Υμνος του μετανάστη

Πέτρος Δήμας

Πέτρος Α. Δήμας (1917). Ο Πέτρος Α. Δήμας γεννήθηκε στο Αγρίνιο, όπου μεγάλωσε και τέλειωσε το Γυμνάσιο. Κατάγεται από τη Βόρειο Ήπειρο. Σπούδασε στη Νομική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών και μετά την αποφοίτησή του επέστρεψε στη γενέτειρά του και εργάστηκε ως υπάλληλος του Εμπορικού και Βιομηχανικού Επιμελητηρίου ως τη συνταξιοδότησή του με το βαθμό του διευθυντή. Στη λογοτεχνία πρωτοεμφανίστηκε φοιτητής ακόμη, το 1936 με τη δημοσίευση στίχων του στο περιοδικό Εβδομάς. Ακολούθησαν δημοσιεύσεις του σε διάφορα αθηναϊκά περιοδικά (Νεοελληνικά Γράμματα, Νεοελληνική Λογοτεχνία, Καλλιτεχνικά Νέα, Νεανική Φωνή, Ποιητική Τέχνη κ.α.) και το 1940 εξέδωσε τη συλλογή διηγημάτων Στη βορινή πλευρά της Κυραβγένας. Τέσσερα χρόνια αργότερα ακολούθησε η ποιητική συλλογή Δέκα μικρά ποιήματα. Εκτός από τη συγγραφή ασχολείται συστηματικά με τη λογοτεχνική μετάφραση. Το λογοτεχνικό έργου του Δήμα τοποθετείται από τους μελετητές στο χώρο της ελληνικής λογοτεχνίας του Μεσοπολέμου με επιρροές από τα ρεύματα του νεοσυμβολισμού και του νεορομαντισμού. Για περισσότερα βιογραφικά στοιχεία του Πέτρου Δήμα βλ. Δόξας Τάκης, «Δήμας Πέτρος», Μεγάλη Εγκυκλοπαίδεια της Νεοελληνικής Λογοτεχνίας 6. Αθήνα, Χάρη Πάτση, χ.χ. και Στεργιόπουλος Κώστας (επιμέλεια), «Πέτρος Δήμας», Η ελληνική ποίηση· Ανθολογία - Γραμματολογία, σ. 561. Αθήνα, Σοκόλης, 1980.


(Πηγή: Αρχείο Ελλήνων Λογοτεχνών, Ε.ΚΕ.ΒΙ.).

Λορέντζος Μαβίλης

O Λορέντζος Μαβίλης γεννήθηκε στις 6 Σεπτεμβρίου 1860 στην Ιθάκη, όπου ο πατέρας του Παύλος υπηρετούσε τότε εκεί πρόεδρος των δικαστηρίων της Ιονίου Πολιτείας. Ο παππούς του ποιητή Δον Λορέντζος Μαβίλης, Ισπανός στην καταγωγή, ήταν πρόξενος της πατρίδας του στην Κέρκυρα, όπου πήρε γυναίκα Κερκυραία και εγκαταστάθηκε εκεί. Η μητέρα του ποιητή ήταν επίσης Κερκυραία και ονομαζόταν Ιωάννα Καποδίστρια�Σούφη. Πέρασε τα παιδικά της χρόνια σ' ένα αγρόκτημα, όπου έμαθε κι αγάπησε τη γλώσσα του λαού, τα τραγούδια και τις παροιμίες, και την αγάπη της αυτή την μετέδωσε στο γιο της Λορέντζο. Ο ποιητής παρακολουθούσε τα γυμνασιακά μαθήματα στο εκπαιδευτήριο «Καποδίστριας», όπου είχε δάσκαλο ελληνιστή τον Ιωάννη Ρωμανό. Αυτός τον σύστησε στην Αναγνωστική Εταιρία, όπου σύχναζαν τότε όλοι οι άνθρωποι των γραμμάτων. Εκεί γνώρισε τον Ιάκωβο Πολυλά, σοφό εκδότη του Δ. Σολωμού. Έμαθε την Ιταλική, Ισπανική, Αγγλική και Γερμανική. Το 1878 γράφτηκε στην φιλοσοφική σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών την οποία εγκατέλειψε μετά ένα χρόνο για να σπουδάσει στην Γερμανία φιλολογία και κυρίως γλωσσολογία και φιλοσοφία. Το 1890 στις 16 Ιουνίου αναγορεύτηκε διδάκτωρ της φιλοσοφίας του Πανεπιστημίου του Έρλαγκεν της Βαυαρίας. Και κατέβηκε στην Κέρκυρα. Δεν δέχτηκε καμία θέση για να μην παραβεί τις ηθικές αρχές του. Ένα μικρό απόσπασμα επιστολής του (προς τον Κεφαλληνό) μας δίνει συμπυκνωμένο το πρόγραμμα της περαιτέρω προοπτικής του: «Ό,τι κατορθώσω εις την ζωή μου, θα το κατορθώσω μένοντας συνεπής, χωρίς ν' απαρνηθώ ούτε μια μόνο πράξη, ούτε μια μόνο στιγμή της περασμένης μου ζωής, ή αλλιώς δεν θα κατορθώσω τίποτε».

Το 1896 η Ελλάδα αγωνίζεται για την απελευθέρωση της Ηπείρου, Μακεδονίας και Κρήτης. Ο Μαβίλης που δεν ήταν πατριώτης μόνο στο λόγο και στην ποίηση, αλλά και στην πράξη, πολεμάει εθελοντής στην Κρήτη. Το 1897 αγωνίζεται στην Ήπειρο, πάλι εθελοντής, όπου και τραυματίζεται. Το 1910 εξελέγη βουλευτής του κόμματος των Φιλελευθέρων του Ελευθερίου Βενιζέλου στην αναθεωρητική Βουλή. Ιστορική θα μείνει η αγόρευσή του για την υπεράσπιση της δημοτικής γλώσσας όταν συζητιόταν το άρθρο 107 του συντάγματος. «Δεν υπάρχει γλώσσα χυδαία» είπε «μόνο χυδαίοι άνθρωποι!». Ο άκαμπτος χαρακτήρας του και το ότι δεν προσαρμόστηκε στο ρεύμα της συναλλαγής που επικρατούσε, το λεγόμενο ρουσφέτι, συντέλεσε στο να μην εκλεγεί βουλευτής στις επόμενες εκλογές.

Ο ποιητής Μαβίλης, εκτός από μερικά ποιήματα που δημοσίευσε σε περιοδικά της εποχής, δεν εξέδωσε καμία ποιητική συλλογή όσο ζούσε. Τα άπαντά του κυκλοφόρησαν με την φροντίδα του φίλου του Κ. Θεοτόκη στην Αλεξάνδρεια το 1915. Η μετριοφροσύνη χαρακτήριζε πάντα τον Μαβίλη όσον αφορά το έργο του. Αυτός ο εκπληκτικός μάστορας του σονέτου (δεκατετράστιχο ποίημα που αποτελείται από δύο τετράστιχα και δύο τρίστιχα) έστελνε τους στίχους του στον Παλαμά με την υποσημείωση: «Για το συρτάρι σου».

Οι κριτικοί του καιρού του αναγνώρισαν στο πρόσωπό του έναν τεχνίτη απαράμιλλο. Ορισμένοι τον κατηγόρησαν γι' αυτή του την τελειομανία, χαρακτηρίζοντάς την σαν μια νεκρή πεταλούδα που μπορείς να θαυμάσεις τα ψυχρά φτερά της. Ο Γρηγόριος Ξενόπουλος πιο εύστοχα, ίσως, απ' όλους παρατήρησε: «Ο Μαβίλης στάθηκε ένας απ' τους σπάνιους εκείνους ποιητές που το καλύτερό τους ποίημα είναι η ζωή τους». Και πράγματι:

Στον Βαλκανικό πόλεμο του 1912 ο Μαβίλης παρά τα 53 του χρόνια κατετάγη εθελοντής λοχαγός των Γαριβαλδινών ερυθροχιτώνων. (Ονομαζόταν Γαριβαλδινοί οι εθελοντές Έλληνες και ξένοι από το όνομα του αρχηγού τους, Ιταλού στρατηγού, Γαριβάλδη. Ερυθροχίτωνες λέγονταν λόγω του κόκκινου χιτώνα που φορούσαν.) Εκείνη την εποχή ο Μαβίλης ήταν το βασιλόπουλο του παραμυθιού για μια μεγάλη ποιήτρια, την κυρία Θεώνη Δρακοπούλου ή Μυρτιώτισσα, όπως φιλολογικά επέλεξε να ονομάζεται. Η αγάπη αυτή, όσο σαγηνευτικό δόλωμα κι αν ήταν, δεν μπόρεσε να τον κρατήσει κοντά της. Η φωνή της πατρίδας κάλυψε τη φωνή της καρδιάς. «Σ' αγαπώ/ δεν μπορώ/ τίποτ' άλλο να πω/ πιο βαθύ, πιο απλό, πιο μεγάλο!» έγραφε για 'κείνον η ερωτευμένη ποιήτρια. Μα αυτός τραβούσε για τα μεγάλα ιδανικά «στην κορφή της ζωής, όπου ροδίζει/ της Λευτεριάς αμόλευτος αγέρας/ και σαν ήχος αθάνατης φλογέρας/ η ποίηση, αηδόνι θείο, καλοκαρδίζει…» Όχι πως δεν αγαπούν και οι ποιητές «μα τους θεριεύει ο πόθος του θανάτου/ με τ' αγιασμένα δαφνοστέφανά του».

Στις 28 Νοεμβρίου 1912 στο χωριό Δρίσκος, κοντά στα Γιάννενα, οι Τούρκοι εξαπέλυσαν σφοδρή αντεπίθεση κατά των Γαριβαλδινών εθελοντών που ήδη είχαν προχωρήσει πολύ. Ο Μαβίλης μάχεται ηρωικά, επικεφαλής των στρατιωτών του που αποδεκατίζονται απ' τα εχθρικά βόλια...

Σε μια στιγμή της μάχης μια σφαίρα του διατρυπά τα δύο μάγουλα χαλώντας και πολλά δόντια του. Ενώ μεταφέρεται αιμόφυρτος στο προσωρινό νοσοκομείο ένα δεύτερο βόλι τον βρήκε στο στόμα. Εκείνη τη στιγμή έφτανε στο χειρουργείο και ο αρχηγός, Αλέξανδρος Ρώμας. Είδε τον Μαβίλη και κατάλαβε. «Σε συγχαίρω απ' την καρδιά μου!» λέει δίνοντάς του το χέρι. Ο Μαβίλης μάζεψε τις στερνές του δυνάμεις, στάθηκε προσοχή και πήρε το χέρι του αρχηγού. Το αίμα που έτρεχε σ' όλο το δρόμο απ' τις πληγές των παρειών του πάγωνε το λαιμό του και του δυσκόλευε την αναπνοή. Δεν μπορούσε να μιλήσει. Τους κάνει νοήματα να του δώσουν χαρτί, να γράψει. Τα αίματα στάζουν απ' όλες τις μεριές και οι βολές του πυροβολικού ακούγονται τώρα κοντύτερα. Αλλά δεν προφταίνει ούτε να γράψει. Ο παπα-Φώτης του κλείνει τα μάτια. Ο Πιπίνος Γαριβάλδης, ο μόνος εκείνη τη στιγμή στρατιωτικός, στέκεται προσοχή και τον χαιρετάει. Οι άλλοι σταυροκοπιούνται. Ο Μαβίλης είναι πλέον νεκρός, ξαπλωμένος στο πεζούλι της Αγίας Παρασκευής. Τον έχουν σκεπάσει με τον ματωμένο μανδύα του. Έχει περάσει πλέον στην αιωνιότητα κερδίζοντας «δώρα άγια τρία: ΘΑΝΑΤΟ, ΑΘΑΝΑΣΙΑ Κ' ΕΛΕΥΤΕΡΙΑ»�όπως το ήθελε.

Από τότε στοίχειωσε, η ανάμνησή του και το επιβλητικό του όραμα, στην ψυχή και στην ποίηση της γυναίκας που τόσο πολύ τον αγάπησε και τόσο λίγο τον χάρηκε, της Μυρτιώτισσας.

Λίγα χρόνια αργότερα, έρημη, στην Κέρκυρα, πέθανε και η αδερφή του η Εσθήρ. Την έθαψαν με τις μαύρες πέρλες και τα κρόσινα γάντια.


Η δική μας Ελλάδα : Λορέντζος Μαβίλης: Ποιήματα

Γιώργος Σεφέρης

Ο πρώτος Έλληνας που βραβεύτηκε με το Νόμπελ λογοτεχνίας το 1963. Ο Γιώργος Σεφέρης γεννήθηκε το 1900 στη Σμύρνη. Το πραγματικό του όνομα ήταν Γεώργιος Σεφεριάδης Σε ηλικία 14 ετών μετακόμισε με την οικογένεια του στην Αθήνα. Ξεκίνησε να σπουδάζει νομικά στην Αθήνα και συνέχισε τις σπουδές του στη Γαλλία. ’ρχισε την καριέρα του ως διπλωμάτης και εργάστηκε ως Ακόλουθος της Ελληνικής Κυβέρνησης, Πρόξενος, Πρέσβης, Σύμβουλος πρεσβειών και Διευθυντής Τύπου. Το 1931

Γεώργιος Δροσίνης

Γεώργιος Δροσίνης (1859-1911). Ο Γεώργιος Δροσίνης καταγόταν από οικογένεια αγωνιστών του Μεσολογγίου και γεννήθηκε στην Αθήνα. Τις εγκύκλιες σπουδές του παρακολούθησε στη Βαρβάκειο Σχολή και το Λύκειο Σουρμελή. Σπούδασε Νομική και, με σύσταση του Νικολάου Πολίτη, Φιλοσοφία στο Πανεπιστήμιο Αθηνών και Ιστορία Καλών Τεχνών και ξένης φιλολογίας στη Γερμανία (Λειψία, Δρέσδη, Βερολίνο 1885-1888). Επέστρεψε στην Αθήνα και από το 1889 ως το 1897 υπήρξε διευθυντής του περιοδικού της Εστίας, που ο ίδιος μετέτρεψε σε εφημερίδα το 1894. Την ίδια περίοδο διηύθυνε επίσης τα περιοδικά Εθνική Αγωγή και Μελέτη (που ίδρυσε επίσης). Το 1899 μαζί με τον Δημήτριο Βικέλα ίδρυσαν το Σύλλογο προς διάδοσιν ωφελίμων βιβλίων, όπου εξέδωσε λογοτεχνικά έργα, λαογραφικές και άλλες μελέτες.

Το 1901 ίδρυσε τις σχολικές βιβλιοθήκες και το 1908 το εκπαιδευτικό μουσείο. Συνέβαλε επίσης στην ανέγερση του Οίκου Τυφλών και της Σεβαστοπούλειας Επαγγελματικής Σχολής, του Α΄ Εκπαιδευτικού Συνεδρίου του 1907 και της Ελληνικής Λαογραφικής Εταιρίας (1908). Από το 1914 και ως το 1923 διετέλεσε τμηματάρχης του υπουργείου Παιδείας με ευρύ φάσμα δραστηριοτήτων, ενώ υπήρξε επίσης μέλος της Ακαδημίας Αθηνών από το έτος ίδρυσής της (1926). Από το 1922 διηύθυνε το Ημερολόγιο της Μεγάλης Ελλάδος, ενώ. Στο χώρο της λογοτεχνίας πρωτοεμφανίστηκε το 1879 με ποιήματά του στο περιοδικό Ραμπαγάς. Στην πρώτη φάση της λογοτεχνικής παραγωγής του ανήκουν οι συλλογές Ιστοί αράχνης (1880) και Σταλακτίται (1881), με τις οποίες εντάχτηκε στους νεωτεριστές ποιητές που απομακρύνθηκαν από το πομπώδες ύφος των αθηναίων ρομαντικών της Α΄ Αθηναϊκής Σχολής. Με τις συλλογές Ειδύλλια (1884) και Γαλήνη (1902) προσχώρησε στη γενιά του 1880, ενώ συνέχισε να δημοσιεύει ποιήματα ως το 1930 με τη συλλογή Βραδιάζει, καθώς επίσης διηγήματα και μυθιστορήματα. Πέθανε στην Κηφισιά το 1951.

Ο Γεώργιος Δροσίνης εντάσσεται στους ποιητές της νέας Αθηναϊκής Σχολής, κυρίως λόγω της δημοτικής γλώσσας και της απλότητας της έκφρασης της ποίησής του, καθώς και των επιρροών που δέχτηκε από τους παρνασσιστές γάλλους ποιητές και την παρνασσική ποίηση του Παλαμά. Στην πεζογραφία του επηρεασμένος από τον Εμμανουήλ Ροΐδη, το Νικόλαο Πολίτη και τον ΄’γγελο Βλάχο, αλλά και από τις σπουδές του στη Γερμανία (υπήρξε δια βίου θαυμαστής των Schiller, Wagner και Goethe), επέλεξε συχνά θέματα από τη ζωή στην ελληνική επαρχία προτάσσοντας μια ειδυλλιακή αντιμετώπισή της. Τοποθετείται έτσι στην πρώτη φάση της ηθογραφικής πεζογραφίας στην ιστορία της νεοελληνικής λογοτεχνίας. Για περισσότερα βιογραφικά στοιχεία του Γεώργιου Δροσίνη βλ. Αγγελάτος Δημήτρης, «Δροσίνης Γεώργιος», Παγκόσμιιο Βιογραφικό Λεξικό 3. Αθήνα, Εκδοτική Αθηνών, 1985, Κατσή - Χρυσογέλου ΄Αννα, «Γεώργιος Δροσίνης» , Η παλαιότερη πεζογραφία μας·Από τις αρχές της ως τον πρώτο παγκόσμιο πόλεμοΖ΄ (1880-1900). Αθήνα Σοκόλης, 1997, Μαυροειδή - Παπαδάκη Σοφία, «Δροσίνης Γεώργιος», Μεγάλη Εγκυκλοπαίδεια της Νεοελληνικής Λογοτεχνίας 6. Αθήνα, Χάρη Πάτση, χ.χ. και Μερακλής Μ.Γ., «Γεώργιος Δροσίνης», Η ελληνική ποίηση· Ρομαντικοί - Εποχή του Παλαμά - Μεταπαλαμικοί· Ανθολογία - Γραμματολογία, σ.304-307. Αθήνα, Σοκόλης, 1977. (Πηγή: Αρχείο Ελλήνων Λογοτεχνών, Ε.ΚΕ.ΒΙ.)

Ανδρέας Εμπειρίκος

Το 2001 συμπληρώνονται εκατό χρόνια από τη γέννηση του Ανδρέα Εμπειρίκου (1901-1975), ενός από τους σημαντικότερους Έλληνες ποιητές της γενιάς του Τριάντα και εισηγητή του υπερρεαλισμού στην Ελλάδα. Ο Εμπειρίκος θεωρείται ένας από τους πιο εμπνευσμένους και πιο γόνιμους Έλληνες ποιητές του 20ου αιώνα, ένας από τούς κύριους εκπροσώπους του ελληνικού μοντερνισμού, πρωτοπόρος και ανανεωτής της νεότερης ποίησής μας, τολμηρός και επαναστατικός στην σκέψη και στο λόγο του, οραματιστής και διαπρύσιος κήρυκας ενός εδεμικού, ερωτικού και απελευθερωμένου βίου.

Τον Μάρτιο του 1935 (11 χρόνια μετά την έκδοση του 1ου Μανιφέστου του Σουρρεαλισμού από τον Andre Breton) κυκλοφορεί στην Αθήνα η Υψικάμινος, μια συλλογή με 63 πεζόμορφα ποιήματα. Τη συλλογή υπογράφει ο Ανδρέας Εμπειρίκος (1901-1975), γόνος γνωστής οικογένειας εφοπλιστών, πού ως τότε δεν είχε εκδώσει άλλο κείμενο. Η Υψικάμινος αποτελεί ένα μοναδικό βιβλίο της νεοελληνικής ποιητικής παραγωγής. Κανένας ποιητής πριν από την Υψικάμινο, αλλά και κανένας μετά από αυτήν, δεν συγκρότησε ένα βιβλίο τόσο αιρετικό, τόσο κρυπτικό και "ακατανόητο", που ωστόσο εξαντλήθηκε γρήγορα, "όχι από ενδιαφέρον, αλλά διότι εθεωρήθη βιβλίο σκανδαλώδες, γραμμένο από ένα παράφρονα", όπως θυμάται ο ίδιος ο ποιητής. Χωρίς σημεία στίξεως, με γλώσσα κυρίως λόγια και εκζητημένη, με φράσεις ατέρμονες, με άψογη σύνταξη αλλά χωρίς προφανή λογικό ειρμό η Υψικάμινος φαίνεται να ανταποκρίνεται στις επιταγές του ελεύθερου συνειρμού και της συνακόλουθης αυτόματης γραφής, που είχε διακηρύξει ο Andre Breton και η παρέα του. Δύσκολα όμως θα μπορούσε κάποιος να υποστηρίξει πειστικά ότι τα ποιήματα της Υψικαμίνου έχουν συγκροτηθεί "αυτόματα" ή "τυχαία", παρά το γεγονός ότι ο ίδιος ο Εμπειρίκος βεβαιώνει ότι τα ποιήματα αυτά δεν αναπτύσσονται πάντοτε "εντός των συνειδητών ορίων". Η συνταγή δεν πρόκειται να επαναληφθεί, όμως αυτός ο πειραματισμός πέτυχε να αναδείξει το αυθεντικότερο κείμενο του ελληνικού υπερρεαλισμού.

Η επόμενη ποιητική συλλογή Ενδοχώρα (1945) όπως και ο μικρός τόμος των πεζών Γραπτών (1960) περιέχουν κείμενα που διέπονται από το πνεύμα του Υπερρεαλισμού, αλλά με προφανή ειρμό και συνέπεια λογική. Έτσι φαίνεται τώρα καθαρά πώς ότι κυρίως ενδιαφέρει τον Εμπειρίκο είναι να διατηρήσει ζωντανή την ανατρεπτική και απελευθερωτική διάθεση του ευρωπαϊκού υπερρεαλιστικού κινήματος και να διακηρύξει το όραμα ενός κόσμου απαλλαγμένου από κάθε μορφή καταπίεσης, ενός κόσμου "άνευ ορίων και άνευ όρων". Η πολιτική, η κοινωνική και κυρίως η ερωτική απελευθέρωση αποτελεί το κύριο μέλημα του Εμπειρίκου, γεγονός που τον καθιστά τον κατεξοχήν Έλληνα οραματιστή ποιητή ενός παγκόσμιου συστήματος πολιτικής και κοινωνικής συμβίωσης. Η Πολιτεία του, η Οκτάνα (όπως περιγράφεται στην ομώνυμη συλλογή) θα είναι η πρωτεύουσα του Νέου Κόσμου, εις την καρδιά του μέλλοντος και των ανθρώπων". Η πόλη αυτή θα είναι οικουμενική, γεμάτη ποίηση, έρωτα, ηδονή, δικαιοσύνη και ελευθερία. Το 8τομο μυθιστόρημα ο Μέγας Ανατολικός (1990-2), αποτελεί το εκτενέστερο και τολμηρότερο νεοελληνικό κείμενο, μέσα στο οποίο αναπτύσσονται με τόνο επικό όλες οι φαντασιώσεις, τα κηρύγματα και τα οράματα του Εμπειρίκου. Όπως έχει επανειλημμένως τονισθεί, ο Εμπειρίκος είναι ένας από τους δυο μείζονες ποιητές της Γενιάς του Τριάντα (ο άλλος είναι ο Γιώργος Σεφέρης) που μεταφέρει και καλλιεργεί στην Ελλάδα τον μοντερνισμό, και ειδικότερα την "επιθετική", όπως λέγεται μορφή του, τον Υπερρεαλισμό, κάτι που αλλάζει μια κι έξω τον ελληνικό ποιητικό χάρτη.

Χωρίς και τον Εμπειρίκο, η νεότερη ελληνική ποίηση δεν θα ήταν αυτή που είναι σήμερα. Επομένως όλα αυτά συνιστούν ουσιαστικούς λόγους για να τιμηθεί η επέτειος των εκατό χρόνων από τη γέννηση του ποιητή.

Το Υπουργείο Πολιτισμού τιμώντας την επέτειο αυτή οργανώνει σειρά εκδηλώσεων στη διάρκεια του 2001. Το Εθνικό Κέντρο Βιβλίου έχει αναλάβει να καταρτίσει και να εκτελέσει το πρόγραμμα των εκδηλώσεων, με τη βοήθεια Επιτροπής που έχει ειδικά συγκροτηθεί για τον σκοπό αυτό.

Νίκος Γκάτσος

Ο Νίκος Γκάτσος γεννήθηκε το 1911 στα Χάνια Φραγκόβρυσης (κάτω Ασέα) της Αρκαδίας, όπου και τελείωσε το Δημοτικό Σχολείο. Τις γυμνασιακές του σπουδές έκανε στην Τρίπολη, όπου γνώρισε τα λογοτεχνικά βιβλία, αλλά και τις μεθόδους αυτοδιδασκαλίας ξένων γλωσσών. Στη συνέχεια πήγε στην Αθήνα όπου φοίτησε στη Φιλοσοφική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών. Ήξερε ήδη αρκετά καλά αγγλικά και γαλλικά και είχε μελετήσει τον Παλαμά, τον Σολωμό, το δημοτικό τραγούδι, όπως και τις νεωτεριστικές τάσεις στην ευρωπαϊκή ποίηση.

Στην Αθήνα, όπου εγκαταταστάθηκε με την οικογένειά του, άρχισε να έρχεται σε επαφή με τους λογοτεχνικούς κύκλους της εποχής. Πρωτοδημοσίευσε ποιήματά του, μικρά σε έκταση και με κλασικό ύφος, στα περιοδικά "Νέα Εστία" το 1931 και "Ρυθμός" το 1933. Την ίδια περίοδο έγραψε κριτικά σημειώματα στα περιοδικά "Μακεδονικές Ημέρες", "Ρυθμός" και "Τα Νέα Γράμματα" (για τον ποιητή Κωστή Μπαστιά, την ποιήτρια Μυρτιδιώτισσα και τον Θ. Καστανάκη αντίστοιχα).

Το 1943 εξέδωσε από τις εκδόσεις "Αετός" (σε 308 αντίτυπα) το βιβλίο του "Αμοργός" με το ομώνυμο ποίημα, που έμελε να σημαδέψει τη σύγχρονη ελληνική ποίηση. Αυτό ήταν και το μοναδικό βιβλίο του. Το έργο, που αποτελείται από μόνον 20 μόνον σελίδες,εκφράζει τις διαθέσεις της νεότερης ποίησης και θεωρείται σαν κορυφαίο ποιητικό έργο του ελληνικού υπερρεαλισμού. Στην πρώτη κυκλοφορία του μάλιστα προκάλεσε δυσμενείς κριτικές και αντιδράσεις, αλλά πολύ σύντομα,το 1947, το κλίμα αντιστράφηκε και η "Αμοργός"με τις ευμενείς ελληνικές και ξένες κριτικές κατατάχτηκε στην κορυφή της ελληνικής ποίησης. Η "Αμοργός" επανεκδόθηκε το 1963, το 1969 και το 1987. Από τότε ο ποιητής εδημοσίευσε μόνον τρία ακόμη ποιήματα: το "Ελεγείο" (1946, "Φιλολογικά Χρονικά"), το "Ο Ιππότης και ο Θάνατος" ( 1947, "Μικρό Τετράδιο") και το "Τραγούδι του παλιού καιρού" (1963, "Ο Ταχυδρόμος"), αφιερωμένο στο Γ. Σεφέρη. Έγραψε επίσης πολλές μελέτες και σχόλια πάνω στην ποίηση.

Με το τέλος του πολέμου ο Ν. Γκάτσος συνεργάστηκε με την "Αγγλοελληνική Επιθεώρηση" ως μεταφραστής και με το Εθνικό Ίδρυμα Ραδιοφωνίας ως ραδιοσκηνοθέτης, για βιοποριστικούς λόγους. Παράλληλα άρχισε να γράφει στίχους πάνω στη μουσική του Μάνου Χατζιδάκι, ανοίγοντας έτσι μια λαμπρή θητεία στο σύγχρονο ελληνικό τραγούδι. Αργότερα θα συνεργαζόταν και με άλλους αξιόλογους συνθέτες, όπως με τον Θεοδωράκη και τον Ξαρχάκο.

Ο Ν. Γκάτσος, εκμεταλευόμενος την εκφραστική του δεινότητα, ασχολήθηκε διεξοδικά με τη μετάφραση έργων, κύρια για λογαριασμό του Εθνικού Θεάτρου, του Θεάτρου Τέχνης και του Λαϊκού Θεάτρου. Πολλές μεταφράσεις του θα παραμείνουν έκτοτε κλασικές με πρώτη αυτή του "Ματωμένου Γάμου". Μετέφρασε πολλούς συγγραφείς και συγκεκριμένα από τα ισπανικά τους Λόρκα, Λοπε δε Βέγα και Ραμόν δελ Βάλιε-Ινκλάν,από τα γαλλικά, τον Ζενέ και από τα αγγλικά τον Τ. Ουιλλιαμς, Ε. Ο΄Νηλ, Α.Μακ Λης, Σων Ο΄Κέιζυ, Αύγουστο Στρίντμπεργκ, Κρίστοφερ Φράυ και άλλους. Το 1944 μετέφρασε ("Φιλολογικά Χρονικά") το ποίημα "Νυχτερινό Τραγούδι" του Λόρκα. Μετέφρασε επίσης τα έργα: "Ματωμένος Γάμος" (1948), "Το σπίτι της Μπερνάντα Αλμπα" (1945) του Φ. Λόρκα, "Ο πατέρας" του Στρίνμπεργκ (1962) και "Ταξίδι μακριάς ημέρας μέσα στη νύχτα" του Ο' Νηλ (1965). Ολα τα έργα αυτά ανεβάστηκαν από το Εθνικό Θέατρο και το Θέατρο Τέχνης. Συνεργάστηκε επίσης με τα περιοδικά "Νέα Εστία", "Τράμ", "Μακεδονικές Ημέρες", "Μικρό Τετράδιο", "Τα Νέα Γράμματα", "Φιλολογικά Χρονικά", "Ρυθμός" και "Καλλιτεχνικά Νέα". Επίσης, σε συνεργασία του με την ελληνική ραδιοφωνία, σκηνοθέτησε διάφορα θεατρικά έργα.

Μεγάλη προσφορά έχει ο ποιητής σαν στιχουργός στο ελληνικό τραγούδι, στο οποίο αφιερώθηκε σε μεγάλο βαθμό μετά την "Αμοργό". Συνεργάστηκε στενά με κορυφαίους Ελληνες συνθέτες. Στίχους του μελοποίησαν οι Μ. Χατζιδάκις, Μ. Θεοδωράκης, Στ. Ξαρχάκος, Δ. Μούτσης, Λ. Κελαηδόνης, Χ. Χάλαρης κ.α. σε κορυφαίες δημιουργίες και επιτυχίες ("Αθανασία", "Της γής το χρυσάφι", "Ρεμπέτικο", "Αρχιπέλαγος", "Πήρες το μεγάλο δρόμο", "Πορνογραφία", "Λαϊκή Αγορά", "Η μικρή Ραλλού", "Μια γλώσσα μια πατρίδα", "Αν θυμηθείς τ' όνειρό μου", "Η νύχτα", "Στο Σείριο υπάρχουνε παιδιά","Αντικατοπτρισμοί", "Τα κατά Μάρκον", "America America" κ.α.). Ιδιαίτερη σχέση και συνεργασία ανέπτυξε ο ποιητής με τον Μ. Χατζιδάκι και μάλιστα για μεγάλο διάστημα μέχρι και το θανατό του ήταν επίλεκτο μέλος της ομάδας Xατζιδάκι, Eλύτη, Tσαρούχη, Mποσταντζόγλου και Αργυράκη.

Ο Ν. Γκάτσος πέθανε στις 12 Μαϊου 1992 και τάφηκε στην Ασέα. Θα μείνει για πάντα σαν ο κατ' εξοχήν εκφραστής του ελληνικού ποιητικού υπερρεαλισμού και σαν μια εξέχουσα μορφή του ελληνικού ποιοτικού τραγουδιού.

Κωνσταντίνος Π. Καβάφης

Ο Κωνσταντίνος Π. Καβάφης, γεννήθηκε στην Αλεξάνδρεια της Αιγύπτου το 1863 (29 Απριλίου) και πέθανε στην ίδια πόλη το 1933 την ημέρα των γενεθλίων του. Ηταν το ένατο και τελευταίο παιδί του Πέτρου Ι. Καβάφη (Κωνσταντινούπολη, 1814 - Αλεξάνδρεια, 1870), μεγαλέμπορου βαμβακιού, από φαναριώτικο γένος που οι ρίζες του φαίνεται πως είναι βυζαντινές και της Χαρίκλειας Φωτιάδη (Νιχώρι Κωνσταντινουπόλεως, 1834 - Αλεξάνδρεια, 1899) από παλαιότατη οικογένεια της Πόλης. Υπήρξε, χωρίς αμφιβολία, η μεγαλύτερη πνευματική φυσιογνωμία της Αλεξάνδρειας.

Ο μικρός Καβάφης ζει τα πρώτα παιδικά του χρόνια στην Αλεξάνδρεια, μέσα σε εξαιρετικές συνθήκες ευημερίας. Στο ισόγειο του διώροφου σπιτιού των Καβάφηδων στην αριστοκρατική οδό Σερίφ, στεγάζονταν τα γραφεία του ακμαιότατου εμπορικού οίκου «Καβάφης & Σία» (κύριος συνέταιρος ο Γεώργιος Καβάφης, θείος του ποιητή, εγκατεστημένος στο Λονδίνο), ενώ η οικογένεια του Πέτρου Καβάφη διαβίωνε με χαρακτηριστική άνεση στο πρώτο και στο δεύτερο πάτωμα, διατηρώντας Γάλλο παιδαγωγό, Αγγλίδα τροφό, Έλληνες υπηρέτες, Ιταλό αμαξά και Αιγύπτιο θυρωρό!

To 1870 με το θάνατο του πατέρα Καβάφη αρχίζει, ουσιαστικά, η σταθερή πορεία της οικογένειας προς την οικονομική κρίση και παρακμή. Το 1872 η Χαρίκλεια Καβάφη μετακομίζει με τα παιδιά της στην Αγγλία όπου και θα παραμείνουν τα επόμενα έξι χρόνια (κυρίως στο Λίβερπουλ αλλά και στο Λονδίνο). Ο μικρός Καβάφης σπουδάζει σε αγγλικό σχολείο όπου και διδάσκεται για μητρική του γλώσσα την αγγλική αλλά παράλληλα μαθαίνει και ελληνικά και γαλλικά. Μετά από λίγα χρόνια παραμονής στην Αγγλία αναγκάζονται να επιστρέψουν στην Αλεξάνδρεια καθώς τα οικονομικά της οικογένειας πηγαίνουν άσχημα και η οικογενειακή επιχείρηση διαλύεται. Ο Καβάφης συνεχίζει τις σπουδές του στο Εμποροπρακτικό Λύκειο «Ερμής» ενώ παράλληλα υπάρχουν σαφή στοιχεία ότι κατά το διάστημα που μεσολάβησε ανάμεσα στην επιστροφή από την Αγγλία (1878) και στο ξεκίνημα της φοίτησης στον «Ερμή» (1881), ο Καβάφης είχε αρχίσει να μελετά και να εργάζεται πνευματικά από μόνος του, χρησιμοποιώντας βιβλία από τις δανειστικές βιβλιοθήκες της Αλεξάνδρειας. Σ' αυτήν την τριετία ανάγεται και η φιλόδοξη απόπειρά του να συντάξει ένα ιστορικό λεξικό, προσπάθεια που δεν ολοκληρώθηκε αφού τα λήμματα του έργου σταμάτησαν «στη μοιραία λέξη Αλέξανδρος».

Το 1882, στη διάρκεια της αιγυπτιακής εξέγερσης κατά των Αγγλων, πηγαίνει με την οικογένειά του για τρία χρόνια (ως τον Οκτώβριο του 1885) στην Κωνσταντινούπολη, στο σπίτι του φαναριώτη παππού του, Γεωργάκη Φωτιάδη. Η τριετής παραμονή του Καβάφη στην Πόλη αποδεικνύεται ιδιαιτέρως σημαντική και κρίσιμη για διαφορετικούς λόγους. Σύμφωνα με τις βιογραφικές σημειώσεις της Ρίκας Σεγκοπούλου, ο ομοσεξουαλισμός του άρχισε να εκδηλώνεται στα 1883. Παράλληλα, γνωρίζουμε, ότι ο ποιητής άρχισε να εκφράζει ζωηρό ενδιαφέρον για να ακολουθήσει πολιτική και δημοσιογραφική καριέρα. Φυσικά, το πιο αξιοσημείωτο αυτής της περιόδου, είναι το γεγονός ότι η παραμονή του στην Πόλη συμπίπτει με τις πρώτες μαρτυρημένες συστηματικές του προσπάθειες να επιδοθεί στην τέχνη του ποιητικού λόγου. Τεκμήριο της πρώιμης αυτής προσπάθειας του Καβάφη, αποτελεί μια ομάδα αδημοσίευτων από τον ίδιο ποιημάτων, τα οποία εκδόθηκαν μαζί με άλλα ανέκδοτα ποιήματα το 1968 από το Γ.Π. Σαββίδη. Τον καιρό εκείνο συμπληρώνει και τις μελέτες του πάνω στην αρχαία και μεσαιωνική ελληνική φιλολογία που τις είχε αρχίσει την εποχή ακόμα που βρισκόταν στην Αγγλία.

Τον Οκτώβριο του 1885, ο Καβάφης γυρίζει στην Αλεξάνδρεια μαζί με τη μητέρα του και τους αδελφούς του, Αλέξανδρο και Παύλο. Με την επιστροφή του, ο Καβάφης εγκαταλείπει την αγγλική υπηκοότητα (που είχε αποκτήσει ο πατέρας του στα 1850) και παίρνει την ελληνική. Τα πρώτα χρόνια μετά την επιστροφή στην Αλεξάνδρεια είναι μια περίοδος προσαρμογής. Ο Καβάφης αρχίζει να εργάζεται, όχι ακόμη συστηματικά, αλλάζοντας διάφορα επαγγέλματα όπως του δημοσιογράφου στην εφημερίδα «Τηλέγραφος» (1886), του μεσίτη στο Χρηματιστήριο Βάμβακος (1888) και του άμισθου γραμματέα στο Γραφείο Αρδεύσεων (1889-1892) όπου και θα προσληφθεί ως έκτακτος έμμισθος υπάλληλος το 1892 και θα εργαστεί μόνιμα εκεί επί τριάντα χρόνια, μέχρι το 1922, φτάνοντας στο βαθμό του υποτμηματάρχη. Η κυριότερη χρονολογική τομή ως προς την εξέλιξη του έργου του ποιητή, κατά την εποχή αυτή, τοποθετείται στα 1891. Είναι η χρονιά κατά την οποία ο Καβάφης εκδίδει σε μονόφυλλο το πρώτο πραγματικά αξιόλογο ποίημά του (το Κτίσται) και δημοσιεύει μερικά από τα πιο αξιόλογα πεζά του κείμενα, όπως τα δύο περί των «Ελγινείων» που παρουσιάζουν δημόσια την πολιτική πλευρά του ποιητή, «Ολίγαι λέξεις περί στιχουργίας» και άλλα.

Τα οικονομικά του βελτιώνονται σημαντικά και τα επόμενα χρόνια ταξιδεύει στο Κάιρο (1893), στο Παρίσι και στο Λονδίνο με τον αδελφό του Τζων (1897). Το 1899 πεθαίνει η μητέρα του σε ηλικία 65 ετών, γεγονός που συγκλονίζει τον ποιητή. Το 1901 και το 1903 ταξιδεύει στην Ελλάδα και γνωρίζεται στην Αθήνα με Ελληνες πεζογράφους (Πολέμης, Ξενόπουλος, Πορφύρας). Στις 30 Νοεμβρίου του 1903, δημοσιεύεται στα Παναθήναια το ιστορικό άρθρο του Ξενόπουλου για τον Καβάφη με τίτλο «Ένας Ποιητής». Την ίδια χρονιά γράφει και το σημαντικότερο πεζό κείμενό του, τον «φιλοσοφικό έλεγχο» των ποιημάτων του που είναι γνωστό με τον τίτλο «Ποιητική». Τα επόμενα χρόνια κυλούν ανάμεσα σε ποιητικούς, φιλοσοφικούς στοχασμούς, γνωριμίες με εξέχουσες προσωπικότητες στην Αλεξάνδρεια (Ιων Δραγούμης, Ε.Μ. Φόρστερ), ανανεώσεις συμβολαίων εργασίας στις Αρδεύσεις και τους διαδοχικούς θανάτους των αδερφών του. Σημαντικό βιογραφικό στοιχείο αποτελεί και η εγκατάσταση του ποιητή στο περίφημο σπίτι-εργαστήρι της οδού Λέψιους στα 1907, όπου και θα περάσει το υπόλοιπο της ζωής του δημιουργώντας το σημαντικότερο τμήμα, ποσοτικά και ποιοτικά του έργου του.

Το 1922 δηλώνει την πρόθεσή του να μη συνεχίσει την εργασία του στις Αρδεύσεις απ' όπου και παραιτείται με το βαθμό του υποτμηματάρχη («επιτέλους ελευθερώθηκα απ' αυτό το μισητό πράγμα») και χωρίς καμιά περίσπαση αφοσιώνεται στη συμπλήρωση του ποιητικού του έργου. Το 1926 η κυβέρνηση του δικτάτορα Πάγκαλου απονέμει στον Καβάφη το παράσημο του Φοίνικος, διάκριση την οποία ο ποιητής αποδέχεται υποστηρίζοντας ότι «Το παράσημο μου το απένειμε η Ελληνική Πολιτεία, την οποία σέβομαι και αγαπώ. Η επιστροφή του παρασήμου θα είναι προσβολή εκ μέρους μου προς την Ελληνικήν Πολιτείαν γι' αυτό και το κρατώ». Το 1927 γνωρίζεται με τη Μαρίκα Κοτοπούλη και το Νίκο Καζαντζάκη. Από το 1930 αρχίζει να υποφέρει από το λάρυγγά του και τον Ιούλιο του 1932 οι γιατροί διαγιγνώσκουν καρκίνο του λάρυγγα. Πηγαίνει στην Αθήνα όπου εισάγεται σε νοσοκομείο και του γίνεται τραχειοτομία. Μετά από τετράμηνη παραμονή στην Αθήνα, επιστρέφει στην Αλεξάνδρεια όπου και το επόμενο έτος, 1933, στις 29 Απριλίου, μέρα των γενεθλίων του, πεθαίνει.

Νίκος Καββαδίας

Ο Νίκος Καββαδίας γεννήθηκε το 1910 σε μιά μικρή πόλη της Μαντζουρίας κοντά στο Χαρμπίν, από γονείς Ελληνες (Κεφαλλονίτες). Οταν ήταν πολύ μικρός, η οικογένεια γύρισε στην Ελλάδα.

Μερικά χρόνια μείνανε στην Κεφαλλονιά και από το 1921 ως το 1932 στον Πειραιά, όπου ο Νίκος Καββαδίας τέλειωσε το Δημοτικό και μετά το Γυμνάσιο. Μαθητής του Δημοτικού, έγραψε τα πρώτα του ποιήματα. Το 1929, πήγε υπάλληλος σε ναυτικό γραφείο και λίγους μήνες αργότερα μπαρκάρησε ναύτης σε φορτηγό. Για μερικά χρόνια, συνέχισε να φεύγει με τα φορτηγά, να γυρίζει πίσω ταλαιπωρημένος και αδέκαρος, για να ξαναφύγει σε λίγο. Ωσπου αποφάσισε να πάρει το δίπλωμα του ασυρματιστή.

Αρχικά ήθελε να γίνει καπετάνιος, μα είχε ήδη χάσει αρκετά χρόνια στις περιπλανήσεις του και το δίπλωμα τού ασυρματιστή ήταν πιό σύντομη λύση. Το πήρε το 1939 -- έγινε όμως ο Β' Παγκόσμιος Πόλεμος, πήγε στρατιώτης στην Αλβανία κι έμεινε ξέμπαρκος στην Αθήνα, τα χρόνια της Γερμανικής Κατοχής.

Ξαναμπαρκάρησε το 1944 και ταξίδεψε αδιάκοπα, ως ασυρματιστής, σε όλο τον κόσμο, ως τον Νοέμβρη του 1974 -- τρείς μήνες πριν απ' το εγκεφαλικό επεισόδιο, στις 10 του Φλεβάρη, 1975.

Η Βάρδια, το μοναδικό του μυθιστόρημα, κυκλοφόρησε για πρώτη φορά το 1954. Η ποιητική συλλογή Μαραμπού κυκλοφόρησε το 1933, το Πούσι το 1947, και το Τραβέρσο το 1975. Τα μικρά πεζά Λι, και Του πολέμου/Στο άλογό μου κυκλοφόρησαν το 1987. Το "Λι" γυρίστηκε σε κινηματογραφική ταινία το 1995 με τίτλο "Between the Devil and the Deep Blue Sea".

Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης

O μεγάλος μας διηγηματογράφος Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης γεννήθηκε στις 4 Μαρτίου του 1851 και πέθανε στις 3 Ιανουαρίου του 1911, στη Σκιάθο. Ο πατέρας του, Αδαμάντιος Εμμανουήλ, ήταν ιερέας και καταγόταν από ναυτική οικογένεια, ενώ η μητέρα του προερχόταν από πλούσια οικογένεια της εποχής.

H φτώχεια και η στέρηση ήταν μόνιμη κατάσταση στην οικογένεια του πατέρα Αδαμάντιου, παρ' όλ' αυτά όμως, ονειρεύεται να δει το γιο του καθηγητή, φροντίζοντας γι' αυτό με κάθε τρόπο, ενώ παράλληλα τον μυεί και στα εκκλησιαστικά. Όλα αυτά τα παιδικά βιώματα, θα χαραχτούν βαθιά στην ψυχή του Αλέξανδρου Παπαδιαμάντη και θα αποτελέσουν τη βάση για τη διαμόρφωση του χαρακτήρα και του πνευματικού του κόσμου.

Το 1872, θα φύγει για το Αγιον Ορος μαζί με τον φίλο του Νικόλαο Διανέλο, αργότερα μοναχό Νήφωνα. Ο Παπαδιαμάντης μετά λίγους μήνες θα επιστρέψει στον κόσμο: δεν θεώρησε τον εαυτό του άξιο για το Σχήμα. Τελείωσε το δημοτικό και τις δύο πρώτες τάξεις του ελληνικού σχολείου στη Σκιάθο. Φοίτησε σε σχολείο της Σκοπέλου, του Πειραιά και τελικά πήρε απολυτήριο Γυμνασίου από το Βαρβάκειο το 1874.

Οι σπουδές του στο Σχολαρχείο, διακόπτονται αρκετές φορές, λόγω της μεγάλης φτώχειας, όμως στο τέλος καταφέρνει να τις ολοκληρώσει με επιτυχία. Τελειώνοντας το Γυμνάσιο, γράφεται στη Φιλοσοφική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών, από την οποία δεν παίρνει ποτέ πτυχίο, και παράλληλα εργάζεται ως προγυμναστής. Μελετά πολύ αρχαία ελληνική λογοτεχνία, μαθαίνει μόνος του αγγλικά και γαλλικά, και παρακολουθεί συνεχώς τη σύγχρονη ευρωπαϊκή λογοτεχνία. H μεγάλη του μόρφωση εκπλήσσει τους πάντες, και έχει επαφές με τους γνωστούς δημοσιογράφους και λογοτέχνες της εποχής. Η επιθυμία του να γίνει συγγραφέας φουντώνει όλο και περισσότερο, σε αντίθεση με τα όνειρα του πατέρα του που θέλει να τον δει καθηγητή.

Φίλος και σύντροφός του σ' αυτά τα χρόνια ο λογοτέχνης εξάδελφός του Αλέξανδρος Μωραϊτίδης, αργότερα μοναχός. Ο Μωραϊτίδης θα τον φέρει σε επαφή με λογοτεχνικούς και δημοσιογραφικούς κύκλους της εποχής, κι ο Παπαδιαμάντης θ' αρχίσει να βλέπει τα έργα του να δημοσιεύονται στον ''Ραμπαγά'', στον ''Νεολόγο'' της Κωνσταντινούπολης, στο ''Μη Χάνεσαι'' και στις εφημερίδες ''Εφημερίς'' και ''Ακρόπολις'' . O Παπαδιαμάντης δημοσιεύει στη σειρά τέσσερα μυθιστορήματα και εκατόν ογδόντα ένα διηγήματα, το πρώτο του μυθιστόρημα, Η Μετανάστις, δημοσιεύεται στον Νεολόγο της Πόλης. Για να υποστηρίξει τα οικονομικά του, δουλεύει ως διορθωτής στα τυπογραφεία και μεταφραστής σε εφημερίδες και περιοδικά. Η κατάσταση στο σπίτι του και οι ανύπαντρες αδελφές του τον απασχολούν πάντα, ενώ ο θάνατος του αδελφού του θα τον οδηγήσει στον αλκοολισμό.

Οι προοπτικές φαίνονται μεγάλες για μια επιτυχή δημοσιογραφική και λογοτεχνική πορεία στην Πρωτεύουσα, όμως αυτό δεν συγκινεί τον ''κοσμοκαλόγερο'', τον μοναχικό και ταπεινό Παπαδιαμάντη. Οι μόνες ώρες που φαίνεται να χαίρεται στην Αθήνα είναι εκείνες που περνάει με τους απλούς καθημερινούς λαϊκούς ανθρώπους, κι εκείνες που ψάλλει στον Αγιο Ελισσαίο στο Μοναστηράκι. Δεξιός ψάλτης ο Παπαδιαμάντης, αριστερός ο Μωραϊτίδης, κι ιερέας ο προσφάτως αγιοποιηθείς Αγ. Νικόλαος Πλανάς, ο βιώσας την Ταπείνωση. Πέρα από την δυσκολία του να προσαρμοστεί στην πρωτεύουσα, παθαίνει και ρευματισμούς στα χέρια , με αποτέλεσμα να μην μπορεί να συνεχίσει τη δημοσιογραφική του εργασία. Παρά τη μεγάλη πνευματική προσφορά του, δεν υποστηρίχτηκε ποτέ από το κράτος, τα διάφορα ιδρύματα και τους οργανισμούς, αντιμετωπίζοντας έτσι οξύτατο βιοποριστικό πρόβλημα. Οι απλοί όμως ανθρώποι, που τον αγαπούσαν, του παραστέκονταν.

Tο Μάρτιο του 1908, φανερά ταλαιπωρημένος, επιστρέφει στο αγαπημένο του νησί, τη Σκιάθο, για να βρει ηρεμία, πράγμα που κατάφερε για δύο χρόνια. Στις αρχές του Δεκεμβρίου του 1910, αρρώστησε βαριά και έκτοτε δεν κατάφερε να ξανασταθεί στα πόδια του. Θα προειδεί τον θάνατό του, και την δυσκαταποσία των τελευταίων ωρών του, και θα ζητήσει να τον κοινωνήσει ο ιερέας της ενορίας του δύο μέρες πριν. Πέθανε στις 3 Ιανουαρίου του 1911 από πνευμονία, ενώ λίγο νωρίτερα, το κράτος, αναγνωρίζοντας το πνευματικό του έργο, τον είχε παρασημοφορήσει. Η κηδεία του έγινε την ίδια μέρα και τον επικήδειο εκφώνησε ο Γ. Ρήγας. Στις 22 Νοεμβρίου 1912 τον τάφο του επισκέφτηκε η Μαρία Βοναπάρτη και το 1925 στήθηκε η προτομή του, έργο του Θ. Θωμόπουλου. Η πνευματική κληρονομιά του Αλέξανδρου Παπαδιαμάντη είναι αναμφισβήτητα τεράστια και διαχρονική.

Αριστοτέλης Βαλαωρίτης

Αξιόλογος, για την εποχή του, ποιητής, με σημαντική παράλληλη πολιτική δραστηριότητα, ο Αριστοτέλης - Μόσχος Βαλαωρίτης γεννήθηκε στη Λευκάδα την 1η Σεπτεμβρίου του 1824. Γόνος οικογένειας με έντονη αγωνιστική δράση κατά τα επαναστατικά χρόνια (αρματολοί της Δ. Ελλάδας), ζει τα πρώτα παιδικά του χρόνια στην αγγλοκρατούμενη Λευκάδα, απολαμβάνοντας τα προνόμια που του εξασφάλιζαν οι ανθηρές ναυτιλιακές και εμπορικές επιχειρήσεις του πατέρα του, Ιωάννη Βαλαωρίτη.

Παρακολουθεί τα πρώτα του μαθήματα στην Ιόνιο Ακαδημία με δασκάλους επιφανείς, όπως τον Ι. Οικονομίδη καί τον Κ. Ασώπιο, ενώ τις εγκύκλιες σπουδές του θα τις συμπληρώσει στην Ευρώπη, στην Ιταλία καταρχήν, στην Ελβετία κατόπιν, γιά να καταλήξει στο Παρίσι, όπου εγγράφεται στη Νομική Σχολή (1844). Δεν θα ολοκληρώσει, ωστόσο, εκεί τις πανεπιστημιακές του σπουδές, καθώς κάποια προβλήματα υγείας θα τον αναγκάσουν να επιστρέψει στη Λευκάδα για ένα χρονικό διάστημα. Το πτυχίο του θα το πάρει καί θα ανακηρυχθεί διδάκτωρ του δικαίου από το πανεπιστήμιο της Πίζας στην Ιταλία (1848).

Ακολουθεί μια περίοδος ταξιδιών στην Ευρώπη και γνωριμίας με ποικίλα επαναστατικά κινήματα της περιόδου. Στα 1852 ο Βαλαωρίτης παντρεύεται την Ελοίζα Τυπάλδου, με την οποία ένα χρόνο αργότερα (1853) θα επιστρέψει στη Λευκάδα, όπου το ζεύγος θα εγκατασταθεί οριστικά. Από το γάμο του απέκτησε επτά παιδιά, από τα οποία όμως ο ποιητής θα θρηνήσει τρεις κόρες που πεθαίνουν σε νεαρή ηλικία, ενώ δεν θα προλάβει να δει καί το θάνατο του ενός από τους δύο γιους του, του Αιμίλιου (1882).

Με την εγκατάσταση του στη Λευκάδα, το 1853, ο Βαλαωρίτης συντάσσεται με την φιλελεύθερη παράταξη των ριζοσπαστικών, ως ένθερμος υποστηρικτής της ένωσης της Επτανήσου με την κυρώς Ελλάδα. Τέσσερα χρόνια αργότερα (1857) εκλέγεται βουλευτής της Ιονίου Βουλής και ήδη από την πρώτη αγόρευση του αφήνει να διαφανεί το πάθος του καί η ρητορική του δεινότητα. Εκτοτε, ως και το 1864, οπότε και επιτυγχάνεται η ένωση της Επτανήσου με την Ελλάδα, ο Βαλαωρίτης επιδεικνύει εντονότατη πολιτική δράση.

Ιδρύει κομιτάτο στη Λευκάδα, εργάζεται με πάθος για την απελευθέρωση της Ηπείρου, εκλέγεται, το 1864, πρώτος πληρεξούσιος της Λευκάδας στη Β' Εθνοσυνέλευση Αθηνών, ενώ το 1865 καί το 1868 εκλέγεται βουλευτής με το κόμμα του Αλ.Κουμουνδούρου. Η νοθεία στις εκλογές του 1868, όμως, καθώς και άλλα πολιτικά γεγονότα της περιόδου θα τον απομακρύνουν οριστικά από την ενεργό πολιτική δράση.

Τα υπόλοιπα, λιγοστά, χρόνια της ζωής του τα αφιερώνει στην ποίηση. Κορυφαία στιγμή του η 25η Μαρτίου 1872, οπότε απαγγέλει ποίημα του κατά την τελετή των αποκαλυπτηρίων αγάλματος του Πατριάρχη Γρηγορίου Ε και καθιερώνεται στη συνείδηση του ευρέος κοινού ως εθνικός ποιητής. Ο θάνατος θα τον βρει στις 24 Ιουλίου 1879, σε ηλικία μόλις 56 ετών, προτού προλάβει να ολοκληρώσει το μείζον ποιητικό του έργο τον Φωτεινό .

Hδη από το 1847, όντας φοιτητής, ο Αριστοτέλης Βαλαωρίτης τυπώνει την πρώτη του ποιητική συλλογή, τα Στιχουργήματα , πρωτόλεια οπωσδήποτε ποιήματα, τα οποία δεν δίνουν ουσιαστικά το λογοτεχνικό του στίγμα. Δέκα χρόνια αργότερα, το 1857, θα έρθει η δεύτερη έκδοση του τα Μνημόσυνα , μιά συλλογή δώδεκα ποιημάτων ελεγειακού τόνου και ύφους, με θέμα τους θανάτους προσφιλών προσώπων συνυφασμένους με την τουρκική καταπίεση που γνώρισε η Ελλάδα, ποιημάτων που προδίδουν τη ρομαντική τάση του ποιητή φορτισμένη, όμως, με το εθνολατρικο στοιχείο. Ο εθνικός χαρακτήρας της ποίησης του θα παγιωθεί στο πρώτο μεγάλο συνθετικό του ποίημα την Κυρά Φροσύνη , έμμετρο σύνθεμα με θεατρική δομή, που εκδίδεται το 1859. Στο έργο αυτό, παρασυρμένος ίσως ο ποιητής από το πάθος του να εκφράσει (μέσα από το γνωστό περιστατικό του πνιγμού της ηπειρώτισας Φροσύνης, επειδή δεν ανταποκρίθηκε στον έρωτα του Αλή Πασά) όλο το δράμα του καταπιεζόμενου έθνους, αποδεικνύεται μάλλον κακός, συγκεντρώνοντας σ' ένα βαρυφορτωμένο σύνολο ακραίες ρομαντικές σκηνές και υιοθετώντας ένα λόγο ρητορικό, σχεδόν επιδεικτικό.

Καλύτερη τύχη έχουν τα εκτενή ποιητικά του συνθέματα Αθανάσης Διάκος και Αστραπόγιαννος , που γράφονται την περίοδο 1865 - 1866 καί τυπώνονται το 1867 μαζί. Επικεντρωμένος και πάλι στην ηρωική έκφραση ενός εθνικού ιδεαλισμού, ο Βαλαωρίτης χειρίζεται επαρκέστερα τα μέσα του, αλλά δεν αποφεύγει κι εδώ τις υπερβολές.

Το πιο μεγαλόπνοο, όμως, έργο του, τον Φωτεινό , ο ποιητής δεν προφταίνει να το ολοκληρώσει. Επεξεργάστηκε μονάχα τα τρία πρώτα "άσματα", τα οποία, ωστόσο, λειτουργούν ως επαρκές δείγμα μιας ποιητικής ωριμότητας, που δεν πρόφτασε, δυστυχώς, να λάβει τελική μορφή.

Κωστής Παλαμάς

Ο Κωστής Παλαμάς ήταν απόγονος μιας παλαιάς οικογένειας που εμφανίσθηκε στις αρχές του 18ου αιώνα. Γενάρχης της υπήρξε ο Παναγιώτης Παλαμάρης. Γεννήθηκε στην Πάτρα το 1859. Σε ηλικία 7 χρονών έμεινε ορφανός και από τους δύο γονείς. Σε ηλικία μόλις 16 χρονών αρχίζει σπουδές νομικής, ακολουθώντας το επάγγελμα του πατέρα του. Το 1876 έρχεται στην Αθήνα όπου και γράφεται στη Νομική Σχολή της Αθήνας. Γρήγορα όμως θα εγκαταλείψει τη Νομική, και έτσι αποφασίζει να ασχοληθεί με τη λογοτεχνία. Παρά το ότι θα ασχοληθεί με τη ΝΕΑ ελληνική λογοτεχνία, το πρώτο του έργο, που θα δημοσιευτεί το 1876 με τίτλο "Ερώτων 'Eπη" θα γραφτεί σε υπερκαθαρεύουσα. Το 1886 θα κυκλοφορήσει η πρώτη του συλλογή στη δημοτική και το 1889 δημοσιεύεται ένα από τα καλύτερα έργα του, ο "Ύμνος της Αθηνάς", ο οποίος θα βραβευτεί στο Φιλαδέλφειο ποιητικό διαγωνισμό. Αυτό είναι και το πρώτο του βραβείο. Εισηγητής του διαγωνισμού αυτού ήταν ο Νικόλαος Πολίτης. Το 1892 δημοσιεύει τη συλλογή "Τα μάτια της ψυχής μου", η οποία βραβεύτηκε και αυτή, το 1890. Το 1897 γίνεται γραμματέας του Πανεπιστημίου Αθηνών, δουλειά για την οποία αμοιβόταν αρκετά καλά, και έτσι απέκτησε την οικονομική άνεση για να συνεχίσει το έργο του. 'Ενα χρόνο αργότερα, το 1898, δημοσιεύει δύο ποιητικές συλλογές, το "'Αστυ" και τον "Τάφο". Ακολουθεί μια περίοδος έμπνευσης και ο Παλαμάς γράφει το 1900 τους "Χαιρετισμούς της Ηλιογέννητης", το 1904 την "Ασάλευτη Ζωή", το 1907 τον "Δωδεκάλογο του Γύφτου", το 1910 την "Φλογέρα του Βασιλιά" και το 1919 "Τα Δεκατετράστιχα", τα οποία δημοσιεύονται και στην Αλεξάνδρεια. Το 1925 παίρνει το Αριστείο Γραμμάτων και Τεχνών και με την ίδρυση της Ακαδημίας των Αθηνών γίνεται και ένα από τα βασικά στελέχη της. Το 1928 δημοσιεύει τους "Δειλούς και σκληρούς στίχους" (Σικάγο) και το 1930 ή, κατά άλλους, το 1931 γίνεται πρόεδρος της Ακαδημίας Αθηνών.

Αγγελος Σικελιανός

Ο ’γγελος Σικελιανός γεννήθηκε στη Λευκάδα το 1884. Αφού τελείωσε το γυμνάσιο ήρθε στην Αθήνα να σπουδάσει νομικά και όρμησε σαν σίφουνας στους λογοτεχνικούς κύκλους με την μεγάλη του μόρφωση , με την τέλεια στιχουργική του και με το επιβλητικό του παράστημα. Γνωρίζεται με την Αμερικανίδα αρχαιολόγο Εύα Πάλμερ που μοιράζεται τις ιδέες του για την αρχαιότητα και το αρχαίο ελληνικό πνεύμα. Ο γάμος τους θα του προσφέρει την οικονομική άνεση ώστε να αφοσιωθεί στη ποίηση και τους οραματισμούς του. Ταξιδεύει στη έρημο σαχάρα και απομονώνεται για να γράψει το πρώτο ολοκληρωμένο έργο του τον "Αλαφροΐσκιωτο" που εκδίδεται το 1907 και προκαλεί αίσθηση. Μοιράζει το χρόνο του ανάμεσα στην ποίηση ,στα ταξίδια και σε διαλέξεις για την αρχαία Ελλάδα που τόσο λατρεύει

Το 1927 και το 1930 οργάνωσαν με την γυναίκα του τις δελφικές γιορτές στα πλαίσια της ιδέας τους για την αναβίωση των πανανθρώπινων ιδανικών της αρχαίας Ελλάδας και της αναβίωσης των αρχαίων ελληνικών πνευματικών κέντρων . Θέλησαν να γίνουν οι Δελφοί ένα παγκόσμιο πολιτιστικό κέντρο συναδέλφωσης . Στο αρχαίο θεάτρου των Δελφών έγιναν για πρώτη φορά παραστάσεις αρχαίου δράματος στην σύγχρονη εποχή.

(Πρώτες και δεύτερες δελφικές γιορτές - άρθρα στο theaterinfo) Συμπαραστάτης των νέων καλλιτεχνών, πληθωρική και έντονη προσωπικότητα εμπνέεται από δύο ιδανικά , από την αρχαιότητα και τον χριστιανισμό. Δεινός ρήτορας ξεσηκώνει και δημιουργεί ενθουσιασμό. Στην κηδεία του Παλαμά γράφει ένα ποιήμα σαν επικήδειο και το απαγγέλλει πάνω από τη σωρό του ποιητή δονώντας τη λαοθάλασσα που είχε συγκεντρωθεί (Πρακτικά η κηδεία του Παλαμά ήταν η μεγαλύτερη αντικατοχική συγκέντρωση μαζί με τη συγκέντρωση διαδήλωση ενάντια στην πολιτική επιστράτευση και το κάψιμο των καταλόγων του υπουργείου εργασίας των Ελλήνων που θα πήγαιναν στη Γερμανία).

" Ηχήστε, οι σάλπιγγες... Καμπάνες βροντερές, δονήστε σύγκορμη τη χώρα, πέρα ως πέρα... Βογγήστε, τύμπανα πολέμου... οι φοβερές σημαίες, ξεδιπλωθείτε στον αέρα! Σ' αυτό το φέρετρο ακουμπά η Ελλάδα!"

Σε αντίστοιχο επικήδειο στην κηδεία του Μαλακάση στη Μητρόπολη των Αθηνών λίγες μέρες νωρίτερα, οι παρευρισκόμενοι είχαν ξεσπάσει σε χειροκροτήματα. Δικαιωματικά τον κατατάσσω στους μεγαλύτερους Έλληνες ποιητές. Πέθανε το 1951 μετά από προβλήματα με τη καρδιά του που τον τυραννούσαν πολλά χρόνια και θάφτηκε στους Δελφούς σύμφωνα με την επιθυμία του.

Έργα του

Λυρικός Βίος - τόμος Α
Λυρικός Βίος - τόμος Β
Λυρικός Βίος - τόμος Γ
Λυρικός Βίος - τόμος Δ
Λυρικός Βίος - τόμος Ε
Λυρικός Βίος - τόμος ΣΤ
Πεζός Λόγος Α
Πεζός Λόγος Β
Πεζός Λόγος Γ
Πεζός Λόγος Δ
Πεζός Λόγος Ε
Θυμέλη - τόμος Α
Θυμέλη - τόμος Β
Θυμέλη - τόμος Γ

ΑΓΓΕΛΟΣ ΣΙΚΕΛΙΑΝΟΣ

Επισκευτείτει ακόμη:
Μήνας αφιερωμένος στον 'Αγγελο Σικελιανό.
Ποιήμα για τον θάνατο του Παλαμά
'Αγγελος Σικελιανος (1884-1951)
Ποιητής μυσταγωγός της Ελληνικής φύσης, της Ελληνικής Γλώσσας, του νεοελληνικού λυρισμού
'Αγγελος Σικελιανός
ΑΦΙΕΡΩΜΑ ΣΤΟΝ ΑΓΓΕΛΟ ΣΙΚΕΛΙΑΝΟ
ΑΓΓΕΛΟΣ ΣΙΚΕΛΙΑΝΟΣ
Ο Aγγελος Σικελιανός θεωρούσε τον ορφισμό

Μαρία Πολυδούρη

1902 Η Μαρία Πολυδούρη γεννιέται στην Καλαμάτα. Γονείς της ήταν ο φιλόλογος Ευγένιος Πολυδούρης και η Κυριακή Μαρκάτου η οποία αν και δεν ακολούθησε ανώτερες σπουδές, διέθετε αξιόλογη παιδεία και παρακολουθούσε με ενδιαφέρον το γυναικείο ζήτημα, όπως αυτό παρουσιαζόταν στις σελίδες της Εφημερίδοστων Κυριών, στοιχείο όχι άσχετο με τις μετέπειτα φεμινιστικές αρχές της Πολυδούρη.

Γενικά, τα παιδικά της χρόνια υπήρξαν ευτυχισμένα, με καλλιτεχνικά ενδιαφέροντα, πνευματική καλλιέργεια και φιλελεύθερες πολιτικές απόψεις, προχωρημένες για την εποχή. 1916 Κάνει την πρώτη της λογοτεχνική εμφάνιση με ένα πεζοτράγουδο που τιτλοφορείται «Ο πόνος της μάνας», δημοσιευμένο στο περιοδικό εργοχείρων και ποικίλης ύλης Οικογενειακός Αστήρ. 1919 Διορίζεται στη Νομαρχία Μεσσηνίας. Σχεδιάζει να ακολουθήσει τη Νομική, παρά την επιθυμία του πατέρα της να τη δει φοιτήτρια της Φιλοσοφικής. 1920 Πεθαίνει ο πατέρας της και σε σαράντα μέρες η μητέρα της. Οι ενοχές της είναι έντονες, επειδή το διάστημα αυτό είχε φύγει από την Καλαμάτα, παρασυρμένη από ένα σφοδρό έρωτα παρά την κακή κατάσταση υγείας της μητέρας της. 1921 Ζητά μετάθεση για τη Νομαρχία Αττικής και εγγράφεται στη Νομική Σχολή.

Στη Νομαρχία υπηρετούσε και ο Κ. Καρυωτάκης με τον οποίο συνδέεται. Μετά από ποικίλες μεταπτώσεις και συγκρούσεις, που κατά βάθος οφείλονταν στο ορμητικό πάθος της Πολυδούρη και στον πεσιμιστικό σκεπτικισμό του Καρυωτάκη, έρχεται ο χωρισμός. Αρχίζει να δημοσιεύει ποιήματα σε πλήθος περιοδικών. Ο αρχικός ενθουσιασμός της για το πανεπιστήμιο υποχωρεί γρήγορα και σε δύο χρόνια το εγκαταλείπει. 1923 Η διακοπή του δεσμού της με τον Καρυωτάκη ωθεί την ακραία Πολυδούρη σε έντονη ζωή, με συνέπεια να εμφανίσει αδενοπάθεια και υπερκόπωση. Υποχρεώνεται να ξεκουραστεί για ένα μήνα στο Μαρούσι.

1926 Φεύγει για το Παρίσι με ελάχιστα χρήματα που είχε μαζέψει. Παίρνει δίπλωμα ραπτικής, όμως οι οικονομικές δυσκολίες και οι έντονες διασκεδάσεις χειροτερεύουν την ήδη εύθραυστη υγεία της. Παρουσιάζει φυματίωση και νοσηλεύεται στην κλινική Charite του Παρισιού. 1928 Επιστρέφει στην Αθήνα και εισάγεται στο νοσοκομείο Σωτηρία. Εκεί την επισκέπτεται για τελευταία φορά ο Καρυωτάκης λίγες μέρες πριν φύγει με μετάθεση στην Πρέβεζα, όμως οι διαφορές τους παραμένουν αγεφύρωτες. Τον ίδιο χρόνο εκδίδεται η πρώτη ποιητική συλλογή της «Οι τρίλιες που σβήνουν». Η αυτοκτονία του Κ. Καρυωτάκη τη συγκλονίζει. 1929 Εκδίδεται η δεύτερη ποιητική συλλογή της «Ηχώ στο χάος». 1930 29 Απριλίου, πεθαίνει στην κλινική Χριστομάνου, σε ηλικία μόλις 28 χρονών.

Επισκευτείτει ακόμη:
Μ α ρ ί α Π ο λ υ δ ο ύ ρ η
Κώστας Καρυωτάκης - Μαρία Πολυδούρη και Η αρχή της Αμφισβήτησης Της Λιλής Ζωγράφου
Ένα γράμμα στη Μυρτιώτισσα
ΟΔΟΣ ΠΑΝΟΣ Μαρία Πολυδούρη
Greek Books - Mathisis.com - Πολυδούρη Μαρία
ΚΩΣΤΗΣ ΓΚΙΜΟΣΟΥΛΗΣ: Φέτος συμπληρώθηκαν εκατό χρόνια από τη γέννηση της Μαρίας Πολυδούρη

Ρηγας Φεραίος

Ο ΡΗΓΑΣ Φεραίος, ο επονομαζόμενος Βελεστινλής, γεννήθηκε στο Βελεστίνο, τις αρχαίες Φερές, το 1757, από εύπορη οικογένεια. Ο πατέρας του ονομαζόταν Κυριαζής και η μητέρα του Μαρία και φέρεται πως είχε μία αδελφή την Ασήμω. Ο Pouqeville αναφέρει πως είχε και αδελφό, ο οποίος μάλιστα συμμετείχε στην επανάσταση του 1821.

Τα νεανικά χρόνια του Ρήγα Φεραίου είναι βυθισμένα στην αίγλη του θρύλου και είναι δύσκολο να ανιχνευθούν τα πραγματικά γεγονότα. Τα πρώτα του γράμματα λέγεται ότι τα διδάχθηκε από ιερέα του Βελεστίνου και κατόπιν στη Ζαγορά. Καθώς διψούσε για μάθηση, ο πατέρας του τον έστειλε στα Αμπελάκια για περαιτέρω μόρφωση. Όταν επέστρεψε, έγινε δάσκαλος στην κοινότητα Κισσού Πηλίου. Στην ηλικία των είκοσι ετών σκότωσε στο Βελεστίνο έναν Τούρκο πρόκριτο και κατέφυγε στο Λιτόχωρο του Ολύμπου, όπου κατατάχθηκε στο σώμα των αρματολού θείου του Σπύρου Ζήρα. Αργότερα βρίσκεται στο ’γιο Όρος, φιλοξενούμενος του ηγουμένου της μονής Βατοπεδίου, Κοσμά

Ο ανδριάντας του Ρήγα Φεραίου, αριστερά της εισόδου του Πανεπιστημίου Αθηνών. Αναγέρθηκε το 1871 με δαπάνη του Γεωργίου Αβέρωφ. Έργο του γλύπτη Ι. Κόσσου

Στο ’γιο Όρος έμεινε πολύ λίγο. Ταξίδεψε στην Κωνσταντινούπολη, στην οικία του πρίγκιπα Αλέξανδρου Υψηλάντη, όπου διεύρυνε τις σπουδές του στη Γαλλική και τη Γερμανική γλώσσα. Όταν ο Υψηλάντης έφυγε για το Ιάσιο, προκειμένου να γίνει ηγεμόνας της Μολδαβίας, ο Ρήγας τον ακολούθησε. Διαφωνώντας με τον Υψηλάντη έγινε γραμματέας του ηγεμόνα της Βλαχίας Μαυρογένη και ταξίδεψε για το Βουκουρέστι, όντας πλέον στην ηλικία των 30 χρόνων. Μετά τον Ρωσοτουρκικό πόλεμο και την ήττα της Τουρκίας ο Μαυρογένης αποκεφαλίστηκε ως υπαίτιος της ήττας και ο Ρήγας κατέφυγε στη Βιέννη, την οποία έκανε έδρα της επαναστατικής δράσης του.

Στη Βιέννη συνεργάτες του ήσαν κυρίως Έλληνες έμποροι ή σπουδαστές, αλλά οι σημαντικότεροι από αυτούς ήταν οι αδελφοί Πούλιου, από τη Σιάτιστα της Μακεδονίας, τυπογράφοι. Στο τυπογραφείο τους τύπωσε την επαναστατική του προκήρυξη σε χιλιάδες αντίτυπα, προκειμένου να μοιραστούν στους Έλληνες των υπόλοιπων φιλελεύθερων περιοχών των Βαλκανίων. Ο Ρήγας απέβλεπε στην απελευθέρωση και ενοποίηση όλων των Βαλκανικών λαών και φυσικά όλου του ελληνικού στοιχείου που ήταν διασκορπισμένο στην Ανατολή και τα ευρωπαϊκά κέντρα. Επηρεασμένος από τον ευρωπαϊκό Διαφωτισμό, πίστεψε βαθιά στην ανάγκη της επαφής των Ελλήνων με τις νέες ιδέες που σάρωναν την Ευρώπη και αυτό τον ώθησε στη συγγραφή ή μετάφραση βιβλίων σε δημώδη γλώσσα και τη σύνταξη της Χάρτας, ενός μνημειώδους για την εποχή του χάρτη, διαστάσεων 2,07 x 2,07 μ, που αποτελείτο από επί μέρους τμήματα.

Παράλληλα με τις εκδοτικές του δραστηριότητες, ο Ρήγας προετοίμαζε και την αναχώρησή του από την Αυστρία, κυρίως εξαιτίας του επαναστατικού κλίματος που είχε καλλιεργήσει η Γαλλική Επανάσταση και της διάθεσής του να ενισχύσει τις προσπάθειες του Ναπολέοντα. Οι πληροφορίες για τη μυστική επαναστατική δράση του Ρήγα είναι ασαφείς και προέρχονται κυρίως από μαρτυρίες βιογράφων και και πληροφορίες τις οποίες απέσπασε η ανάκριση των Αυστριακών αρχών μετά τη σύλληψη του Ρήγα και των συντρόφων του. Το συμπέρασμα ούτως ή άλλως είναι ότι δεν υπήρχε οργανωμένος επαναστατικός συνομωτικός πυρήνας αλλά διάσπαρτες επαφές με ομοεθνείς, τους οποίους διήγειρε ο επαναστατικός ενθουσιασμός του Ρήγα. Η τελευταία φάση προετοιμασίας του συνδέεται με δύο επαναστατικές προκηρύξεις, το Επαναστατικό Μανιφέστο και την Προκήρυξη, που τυπώθηκε σε μεγάλο αριθμό αντιτύπων. Οι δύο προκηρύξεις στάλθηκαν στον Αντώνη Νιώτη στην Τεργέστη, για να τα παραλάβει ο Ρήγας και να τα προωθήσει στην Ελλάδα. Η επιστολή, όμως, με την οποία ενημέρωνε ο Ρήγας για την αποστολή των εντύπων του, έπεσε στα χέρια του Δημητρίου Οικονόμου, εμπορικού συνεργάτη του Αντώνιου Κορωνιού, προς τον οποίο απευθυνόταν η επιστολή. Ο Οικονόμου κατέδωσε και τους δύο στην αυστριακή αστυνομία.

Ο Ρήγας συνελήφθη στην Τεργέστη την 1η Δεκεμβρίου του 1797. Κατόπιν οδηγήθηκε στη Βιέννη, όπου ανακρίθηκε μαζί με τους υπόλοιπους συντρόφους του. Κατάληξη των ανακρίσεων, σε συνδυασμό με τις συνεννοήσεις με τον Σουλτάνο, ήταν να εκτοπισθούν από τους συλληφθέντες οι Αυστριακοί και άλλων εθνοτήτων υπήκοοι, εκτός από τους Οθωμανούς, που απελάθηκαν. Ο Ρήγας και οι επτά σύντροφοί του που ανήκαν στην ίδια κατηγορία, ο Ευστράτιος Αργέντης, ο Δημήτριος Νικολίδης, ο Αντώνιος Κορωνιός, ο Ιωάννης Καρατζάς, ο Θεοχάρης Γεωργίου Τουρούντζιας, ο Ιωάννης Εμμανουήλ και ο Παναγιώτης Εμμανουήλ, με συνοδεία των αυστριακών αρχών παραδόθηκαν στις 10 Μαΐου 1798 στους Τούρκους του Βελιγραδίου και φυλακίστηκαν στον πύργο Neboisa, παραποτάμιο φρούριο του Βελιγραδίου. Εκεί, ύστερα από συνεχή βασανιστήρια, στις 24 Ιουνίου του 1798, στραγγαλίστηκαν και τα σώματά τους ρίχτηκαν στον Δούναβη.

ΡΑΦΑΕΛΛΑ ΝΙΚΟΛΑΟΥ
ΣΤ΄ ΤΑΞΗ

Γεώργιος Βιζυηνός

Βιζυηνός Γεώργιος . (1849-1896) Πεζογράφος και ποιητής. Γεννήθηκε στη Βιζύη της Θράκης (από εκεί και το Βιζυηνός). Το επώνυμό του ήταν Μιχαηλίδης. Οι γονείς του ήταν φτωχοί και σε ηλικία 11 ετών τον έστειλαν στην Κωνσταντινούπολη να μάθει ράφτης. Μετά 2 χρόνια πήγε στην Κύπρο στην υπηρεσία του δεσπότη. Εκεί εργαζόταν και παράλληλα παρακολουθούσε και το σχολαρχείο. Επειδή αρίστευσε, στάλθηκε στη Θεολογική Σχολή της Χάλκης για σπουδές. Εκεί έγραψε τα πρώτα του ποιήματα, που τα εξέδωσε με τίτλο "Ποιητικά Πρωτόλεια" το 1873. Αργότερα γράφτηκε στη Φιλοσοφική Σχολή της Αθήνας και μετά από ένα χρόνο πήγε στη Γερμανία για να συνεχίσει τις σπουδές του. Το 1874 βραβεύτηκε στο "Βουτσιναίο διαγωνισμό". Το 1876 βραβεύτηκε πάλι στο "Βουτσιναίο διαγωνισμό" με την ποιητική του συλλογή "’ρες-Μάρες Κουκουνάρες". Έζησε επίσης στο Παρίσι και στο Λονδίνο, όπου έγραψε πολλά από τα έργα του. Στο Λονδίνο τύπωσε τη συλλογή του "Ατθίδες αύραι". Το 1884 επέστρεψε στην Αθήνα. Μετά το θάνατο του πλούσιου ευεργέτη του Γεωργίου Ζαρίφη (1882) τα οικονομικά του δεν ήταν καλά. Δημοσίευε σε διάφορα περιοδικά για να αντιμετωπίσει τις δυσκολίες. Οι στερήσεις όμως κλόνισαν τα νεύρα του και παρόλο που έγινε για μικρό χρονικό διάστημα καθηγητής στη δραματική σχολή του Ωδείου, τρελάθηκε και τον έκλεισαν στο φρενοκομείο (1892) όπου και πέθανε. Ο Βιζυηνός είναι ο θεμελιωτής του νεοελληνικού διηγήματος. Χειρίζεται άριστα τη δημοτική γλώσσα. Κυριότερα έργα του: Διηγήματα: "Το αμάρτημα της μητρός μου", "Ποίος ήτο ο φονεύς του αδελφού μου", "Το μόνον της ζωής μου ταξίδιον", "Μοσκώβ Σελήμ", "Συνέπειαι παλαιάς ιστορίας". Ποιητικά: "Ατθίδες Αύραι", "Ποιητικά Πρωτόλεια", "Βοσπορίδες αύραι". Το 1955 εκδόθηκαν τα "’παντά" του.


Ο Γεώργιος Βιζυηνός (1849-1896)
Tο μόνον της ζωής του ταξείδιον
Γεώργιος Βιζυηνός
Εξι εβδομάδες γύρισμα στην Τουρκία

Ανδρέας Κάλβος

Ο Ανδρέας Κάλβος γεννήθηκε στην Ζάκυνθο το 1792. Ο πατέρας του, Ιωάννης Κάλβος, ήταν ένας Κερκυραίος κρητικής καταγωγής που παντρεύτηκε την Αδριανή Ρουκάνη. Το 1801-2 ο πατέρας εγκαταλείπει τη μητέρα, παίρνει μαζί του τα δυο παιδιά, τον Ανδρέα και τον αδελφό του Νικόλαο, και εγκαθίσταται στο Λιβόρνο της Ιταλίας, όπου πεθαίνει το 1812. Ο Ανδρέας χωρίζει από τον αδελφό του, Νικόλαο, ο οποίος θα πάει στην Τεργέστη και θα σταδιοδρομήσει στο εμπόριο. Ο Ανδρέας πηγαίνει στην Φλωρεντία όπου γνωρίζει τον μεγάλο λόγιο και ποιητή Ούγκο Φώσκολο. Η φιλία τους θα κρατήσει χρόνια. Ο Ανδρέας Κάλβος σπουδάζει Ελληνική, Λατινική και Ιταλική φιλολογία, ταυτόχρονα παραδίδει μαθήματα, αρχίζει τις πρώτες λογοτεχνικές του προσπάθειες και συμμερίζεται τις φιλελεύθερες ιδέες του Φώσκολου. Οι δυο φίλοι, κατατρεχόμενοι για τις ιδέες τους, καταφεύγουν το 1815 στην Ελβετία και την επόμενη χρονιά στην Αγγλία, όπου ο Φώσκολος πεθαίνει δώδεκα χρόνια αργότερα. Στο Λονδίνο διδάσκει, γράφει, μεταφράζει. Παντρεύεται μια Αγγλίδα, η οποία του χαρίζει μια κόρη, τις χάνει όμως και τις δύο το 1820. Επιστρέφει στην Φλωρεντία και από εκεί ξανά στην Ελβετία, όταν ξεσπά η Ελληνική Επανάσταση. Με διαλέξεις, ομιλίες, δημοσιεύματα ενθαρρύνει Έλληνες και Φιλέλληνες. Το 1824 τυπώνει στην Γενεύη τις πρώτες δέκα Ωδές και στο Παρίσι, όπου συνεχίζει την πατριωτική δράση, το 1826, τις δέκα επόμενες. Εδώ ο Κάλβος σταματά την δημιουργική ενασχόλησή του με την ποίηση και, φλεγόμενος από ενθουσιασμό, κατεβαίνει στο Ναύπλιο να πολεμήσει. Ήδη όμως έχουν αρχίσει οι εμφύλιες διαμάχες, οι οποίες τον απογοητεύουν. Έτσι, μετά τη δολοφονία του Καποδίστρια εγκαταλείπει το Ναύπλιο και εγκαθίσταται στην Κέρκυρα, όπου στην αρχή εργάζεται ως οικοδιδάσκαλος, μετά γίνεται καθηγητής της "θεωρητικής φιλοσοφίας" στην Ιόνιο Ακαδημία και το 1841 διευθυντής στο Ιόνιο Γυμνάσιο. Δημοσιεύει τις απόψεις του στην "Επίσημο Εφημερίδα" της Ιονίου Πολιτείας, έπειτα γράφει φλογερά άρθρα για τη συνταγματική μεταρρύθμιση στην ριζοσπαστική εφημερίδα του Πέτρου Βράιλα, "Πατρίς". Απογοητευμένος από τις περιστάσεις, τα παρατά όλα και ξαναγυρίζει το 1852 στο Λονδίνο, όπου ξεκινά μια νέα ζωή. Το 1853 παντρεύεται τη σαραντάρα Σαρλότ Ουώνταμς, η οποία έχει ένα ιδιωτικό σχολείο, όπου και διδάσκει ο Κάλβος εις το εξής. Εκεί ο ποιητής των Ωδών θα ζήσει ευτυχισμένος τα τελευταία δεκαέξι χρόνια της ζωής του. Πέθανε στο Λονδίνο, στις 30 Νοεμβρίου 1869. Το 1888, σε μια διάλεξη στον "Παρνασσό", ο Κωστής Παλαμάς προβάλλει το έργο του Κάλβου, το οποίο από τότε κερδίζει ευρεία αναγνώριση.


Κάλβος Ανδρέας Η ζωή του
Ανδρέας Κάλβος
Κάλβος - Ιωαννίδης Ανδρέας
Ανδρέας Κάλβος Ιωαννίδης
Ωδαί
Sokoli Publications :

Διονύσιος Σολωμός

Πριν από 200 χρόνια γεννήθηκε ο Διονύσιος Σολωμός. Ο εθνικός μας ποιητής. Η επέτειος γιορτάζεται σε όλη την Ελλάδα. Με την ευκαιρία της επετείου αυτής παρουσιάζουμε σήμερα το παρόν αφιέρωμα. Ένα πολύ ενδιαφέρον δοκίμιο για το έργο του, όπως το αλιεύσαμε από το περιοδικό "Ο Τύπος".

"Το Έθνος πρέπει να μάθει να θεωρεί εθνικό ό,τι είναι αληθινό". Ξάστερη, δυνατή, φλογερή διασχίζει τα χρόνια η φωνή του εθνικού μας ποιητή, δίνοντας στους Έλληνες το μεγάλο παράγγελμα. Αγωνιστής του εθνικού ιδανικού και της αλήθειας, που τα βλέπει σφιχτοδεμένα στη βαθύτερη ουσία της εθνικής μας ζωής και της ιστορίας του έθνους του, ο Σολωμός διέπρεψε ως κατ' εξοχήν ποιητής της λευτεριάς. Στην τέτοια διαμόρφωση της ποιητικής του φυσιογνωμίας σίγουρα συνετέλεσε η ευρωπαϊκή του μόρφωση κι η βαθιά επαφή του με το φιλελεύθερο ρομαντισμό της σύγχρονης του ευρωπαϊκής ποίησης, η γνωριμία του - και προσωπική - με τα φιλελεύθερα ρεύματα γενικά της ανάστατης τον καιρό εκείνο της Ευρώπης. Και της μεγάλης αμερικανικής επανάστασης οι αντίλαλοι, που αρκετά διοχετεύτηκαν στο έργο του και ξεχωριστή θέση βρήκανε σ' αυτό, φαίνεται πως όχι λίγο ενίσχυσαν στην ψυχή του και στο πνεύμα του τις φιλελεύθερες καταβολές. Ο βασικός όμως επηρεασμός ήρθε στην πνοή της σολωμικής ποίησης από το ίδιο το αίμα του δημιουργού της.

Παιδί της αγωνιζόμενης Ελλάδας, αυτό τον αγώνα βύζαξε απ' τα στήθια της μάνας του. Αυτό τον αγώνα πρωτοανάσανε στον αέρα των παιδικών του χρόνων. Αυτό τον αγώνα, που συνοψιζότανε σε μια λέξη πελώρια, στ' όνομα "Λευτεριά", κουβάλησε στ' άδυτα της ψυχής του, σαν άφηνε, παιδάκι ακόμα, τα χώματα της πατρίδος. Εκείνα τα χώματα που γινότανε πιο ιερή από τις βροντερές φωνές των κλέφτικων καριοφυλιών όταν ο αντίλαλός τους, περνώντας από τη στενή θάλασσα που χώριζε το πατρικό νησί του από την ελληνική στεριά συγκλόνιζε την παιδική του ευαισθησία και χαραζότανε μ' ανεξίτηλες χαραματιές στην άγραφη πλάκα της νεογέννητης μνήμης του.

Στη "φιλτάτη πατρίδα", στη "θαυμασία νήσο" του Ανδρέα Κάλβου, στη Ζάκυνθο, έπεσε και στην ψυχή του Σολωμού ο σπόρος της μεγάλης ποίησης. Κι είναι παράξενο - ή αξιοπρόσεχτο τουλάχιστον - πόσο ίδια κατά βάθος (μ' όλες τις τεράστιες εξωτερικές ανομοιότητες) στάθηκε στους δύο αυτούς "ασυνάντητους" σχεδόν σύγχρονους μεγάλους η ζωή. Όσο ίδια, μ' όλες πάλι τις τεράστιες ανομοιότητες της επιφάνειας, στέκεται κι η ποίησή τους.

Μια ποίηση, και των δυο, γεννημένη, στην Επανάσταση, από την Επανάσταση και για την Επανάσταση. Μια ποίηση όπου, με θεμέλιο το φοβερό κι ασίγαστο μίσος κατά της τυραννίας, χτίζεται το φλογερό οικοδόμημα της λευτεριάς. Μια ποίηση επική και διθυραμβική, με ήρωες κεντρικούς τους χιλιάδες θρυλικούς αγωνιστές του Εικοσιένα. Με ήρωες τους απλούς, εκείνους φουστανελοφόρους και βρακοφόρους που, ανεβάζοντας τους στα ύψη, τους τοποθετεί πλάι στο ολόλαμπρο άρμα του ομηρικού Αχιλλέα και στις δοξασμένες αθάνατες σαλαμινομάχες αισχυλικές ψυχές.

Τους αγνούς και ακατέργαστους εκείνους χωριάτες και νησιώτες, τους κατεργασμένους μονάχα από τα βάσανα τετρακοσάχρονης σκλαβιάς κι από τα μαθήματα τετρακοσιάχρονης λαχτάρας γι ανάσταση του Γένους και για λυτρωμό.

Κάλβος και Σολωμός. Και οι δύο εθήτευσαν στη φιλελεύθερη σκέψη. Και οι δύο εθήτευσαν στον επαναστατικό ρομαντισμό. Και οι δύο αναχώνευσαν τα δάνεια στοιχεία και τις επιδράσεις στο καμίνι της ρεαλιστικής πατριωτικής έξαρσης.

Κι αν ο πρώτος στάθηκε περισσότερο άκαμπτος στην απαίτηση για ολοκληρωτική θυσία και για αρετή, ο δεύτερος έσκυψε περισσότερο αδελφικός στ' ανθρώπινα πάθη, πιο ευαίσθητος στα καλέσματα της ζωής, λιγότερο απόλυτος αλλά το ίδιο αφοσιωμένος, λιγότερο αυστηρός αλλά καθόλου μην υποστέλλοντας τη σημαία της αντρειοσύνης.

Κι αν ο πρώτος ανεβάζει σε κορφές το βάθος του στοχασμού και το ηθικό ανάστημα του ανθρώπου, ο δεύτερος υψώνει τη φλόγα της ελεύτερης και της αγαπημένης ζωής σε μιαν άφατη γλύκα που σφιχτοσμίγοντας με τον εξαγνιστικό πόνο ανεβάζουνε τον άνθρωπο στην περιοχή της αρμονίας και της ομορφιάς. Ο Διονύσιος Σολωμός, όπως ακριβώς κι ο Κάλβος, τα πρώτα του βήματα στο χωράφι της τέχνης τά �κανε κι αυτός στην Ιταλία και στα Ιταλικά. Βασική αρχή στην καλλιτεχνική του δημιουργία στάθηκε η αδιάκοπη συνεργασία πνεύματος και συναισθήματος, στη διαπασών της απόδοσής του. "Πρέπει πρώτα με δύναμη να συλλάβει ο νους κι έπειτα θερμά να αισθανθεί η καρδιά ό,τι ο νους συνέλαβε", απαντούσε στο διάσημο Ιταλό ποιητή Μόντι που τον πείραζε για το κριτικό βασάνισμα στο οποίο ο νεαρός τότε Έλληνας φίλος του συνήθιζε να υποβάλλει τα έργα της φαντασίας.

Δεν ξέρουμε βέβαια κατά πόσο τήρησε ο ίδιος την σειρά αυτή στην επεξεργασία του υλικού του, να συλλαμβάνει δηλαδή πρώτα το μυαλό κι ύστερα να ντύνει τις συλλήψεις με την θέρμη του το συναίσθημα, είναι όμως αναμφισβήτητο ότι την αρχή της συνεργασίας των δύο αυτών δυνάμεων της δημιουργίας την τήρησε σταθερά, όπως σταθερά και βασανιστικά επεξεργαζότανε της ποίησής του το υλικό, μοχθώντας πάνω σ' αυτό και εξαντλώντας τις ψυχικές και τις πνευματικές του δυνάμεις στην αδιάκοπη αναζήτηση της τελειότητας.

Γιατί στ' αλήθεια, κανείς ίσως άλλος Έλληνας ποιητής δεν αναζήτησε όσο αυτός την τελειότητα του στίχου και κανένας, οπωσδήποτε, δεν έδωσε όσο αυτός αποτελέσματα από την άποψη αυτή. Πολυδουλεμένος και καλοδουλευμένος με μια υπέροχη μαστοριά, ο στίχος ο σολωμικός φαντάζει πολλές φορές σα σμιλευτός, παίρνοντας μια περιεκτικότητα και μια συμπυκνωτικότητα καταπληκτική.

Ο Κάλβος συνάντησε την αδιαφορία και την άγνοια. Ο Σολωμός, που από την πρώτη στιγμή κυριάρχησε στο νεοελληνικό ουρανό σαν ο μεγάλος, ο μοναδικός ποιητής, αντιμετώπισε - κι όσο ζούσε και μετά τον θάνατο του ακόμα πιο πολύ - την εχθρότητα και την πολεμική. Στόχος η γλώσσα του. Ο Σολωμός, είπανε εν χορώ οι επικριτές του, δεν ήξερε καν τα ελληνικά. Συνελάμβανε στα ιταλικά και μετέφραζε τους στίχους στην γλώσσα του δημοτικού τραγουδιού!

Γύρω από το θέμα τούτο, δημιουργήθηκε μια ολόκληρη φιλολογική διένεξι. Τη σημαία της σολωμικής γλώσσας, όπως κι ολόκληρης της σολωμικής δημιουργίας, σήκωσαν ψηλά οι ποιητές κι όλοι οι λογοτέχνες της Εφτανησιακής σχολής, που αναγνώριζαν για γενάρχη τους το Σολωμό. Κι αργότερα ο Παλαμάς, πρωτοστατώντας στην κίνηση για την ανανέωση της ελληνικής γλώσσας με βάση τη γλώσσα του δημοτικού τραγουδιού, όχι μονάχα υποστήριξε τη θέση της εφτανησιώτικης σχολής, παρά και θεώρησε την υιοθέτηση της γλώσσας αυτής από τον Σολωμό σαν ένα από τα σημαντικότερα στοιχεία της προσφοράς του στο νεοελληνικό πολιτισμό. Εξισώνοντας την αξία του στοιχείου αυτού προς την αξία των άλλων βασικών στοιχείων της ποιητικής του δημιουργίας, έγραφε: "Τριών μεγάλων εθνοπλαστικών ιδεών λαμπρά ενσάρκωσις είναι η ποίησις του Σολωμού: Της ιδέας της πατρίδος, της ιδέας του ωραίου, της ιδέας της γλώσσης".

Την άποψη αυτή που διατυπωνόταν από τον Παλαμά στις τελευταίες στιγμές του προηγουμένου αιώνα, θα μπορούσε βέβαια ο σύγχρονος κριτής να τη θεωρήσει υπερβολική. Γιατί ασφαλώς η πατρίδα και το ωραίο κινούνται στην περιοχή των καθολικότερων αξιών, ενώ η γλώσσα είναι όργανο, αποφασιστικής σημασίας αλλά πάντως όργανο, που προορισμός του είναι να υπηρετεί τις τέτοιες αξίες. Όσο όμως κι αν δεχτούμε την άποψη αυτή για υπερβολική (μια υπερβολή, εξάλλου, που απόλυτα την δικαιολογεί η απ' αφορμή το γλωσσικό πολεμική ατμόσφαιρα της εποχής), η αποδοχή αυτή οπωσδήποτε δεν θα μας φέρει στο στρατόπεδο των επικριτών, ούτε καν στο στρατόπεδο εκείνων που βρίσκουν την αλήθεια στη μέση. Κι ας δεχτούμε ακόμα ότι κι οι ίδιοι μπορούμε πολλές φορές να διακρίνουμε στο σολωμικό έργο μια δυσκολία, ή μια έλλειψη άνεσης έστω στην ελληνική έκφραση, συγκρίνοντας βέβαια την γλώσσα του με την καλλιεργημένη πια αρκετά κατασταλαγμένη γλώσσα της σύγχρονης νεοελληνικής λογοτεχνίας. Μια δυσκολία που από τους μεγαλύτερους πιστούς του σολωμικού έργου, ο Ιάκωβος Πολυλάς, στα προλεγόμενά του" στην πρώτη συγκεντρωτική έκδοση του έργου αυτού με τα λόγια: "Αλλά εάν εις το έργο του τον εβοηθούσε το πνεύμα της ομιλουμένης, τον εδυσκόλευε όμως η λεκτική ύλη, την οποίαν δεν την έχει ό,τι απάνθισε από εθνικά τραγούδια και παροιμίες δεν ημπορούσε να αρκέσει εις τα πολυειδή λεπτά ζητήματα, τα οποία καθημερινώς του επαρουσίαζε η άκρα καλαισθησία του".

Κι αν τα δεχτούμε όλ' αυτά, πάλι δε θα οδηγηθούμε στα συμπεράσματα που φτάνουν οι επικριτές του Σολωμού: ούτε εις βάρος της ποίησης του γενικά, ούτε σε βάρος της γλώσσας του ειδικότερα. Γιατί - πρώτον - στην ποίηση, η γλώσσα συμβάλλει στην δημιουργία του αισθητικού αποτελέσματος, αλλά το αισθητικό αποτέλεσμα δεν κρίνεται από την γλώσσα. Οι ποιητές, αγωνιζόμενοι για το αισθητικό αποτέλεσμα, χωρίς τις περισσότερες φορές να το επιδιώκουν καν, πλουτίζουν και διαμορφώνουν την γλώσσα της χώρας τους. Οι ειδικοί επιστήμονες, μελετώντας κατόπιν τα έργα των ποιητών και των λογοτεχνών γενικά, βγάζουν και πολιτικογραφούν καινούργιους τύπους, καινούργια σχήματα γλωσσικά, πλήθος καινούργιων λέξεων.

Και γιατί - δεύτερον - η γλώσσα αυτή όχι μόνο στάθηκε μια σοβαρή αρχή κι ένας σημαντικότατος παράγοντας για την διαμόρφωσι της σύγχρονης νεοελληνικής γλώσσας μας, αλλά προπαντός στάθηκε το κατάλληλο όργανο με το οποίο διοχετεύτηκαν στον έξω κόσμο, στους άλλους ανθρώπους, η έξοχη ποιητική πνοή του Σολωμού.

Στόχος της αντισολωμικής πολεμικής έγινε επίσης κι ο στίχος του, η ποιητική του τέχνη γενικά. Στόχος της έγινε κι ο ίδιος ο Σολωμός, ως άνθρωπος. Τέθηκε σε αμφιβολία η ηθική του υπόσταση. Αμφισβητήθηκε κι η αγάπη του ακόμα προς την πατρίδα και τη λευτεριά. Κατηγορήθηκε, τέλος, για υπεξαίρεση του τίτλου του εθνικού ποιητή, που κανονικά ανήκε στον Κάλβο.

Κι άλλοι, χωρίς να το καταλαβαίνουν ίσως, κάλεσαν τον Σολωμό να πληρώσει με το ίδιο το έργο του την αδιαφορία που ένα ολόκληρο έθνος έδειξε για τις μεγαλόπνευστες καλβικές ωδές. Λιγερός κι αγέραστος, άλλοτε ορμητικός κι άλλοτε πάλλοντας από την πιο λεπτή ευαισθησία, οδεύει ο σολωμικός στίχος πάνω σ' όλες τούτες τις πολεμικές. Είναι μια ποίησι που έχει, λες, συνείδηση της αξίας της. Είναι μια ποίηση που συνήθισε πια να βλέπει το γερο-χρόνο να της ανοίγει σε κάθε σταυροδρόμι τις πύλες του για να περνάει. Κι ωστόσο - ποιός θα το πιστέψει; - είναι μια ποίηση άγνωστη στο πλατύ κοινό! Πόσοι στ' αλήθεια έχουν διαβάσει μια μόνο έστω- μια ολόκληρη, μια γεμάτη φορά και τις 158 στροφές του "Ύμνου εις την Ελευθερίαν" του εθνικού ύμνου της Ελλάδας, του πιο γνωστού και του πιο συζητημένου απ' τα κομμάτια της νεοελληνικής ποίησης. Και πόσοι δεν είναι εκείνοι που ούτε υποψιάζονται καν την ύπαρξη του "Λάμπρου", του "Κρητικού" του "Πορφύρα" των "Ελεύθερων Πολιορκημένων" του;

Όσο μικρό σε έκταση είναι το έργο του Σολωμού, τόσο υψηλό είναι σε εμπνεύσεις, τόσο πλούσιο σε αίσθημα, τόσο δυνατό σε ορμή, τόσο γνήσιο, τόσο γεμάτο ολοζώντανες εικόνες, τόσο μουσικότατο κι αρμονικότατο, τόσο μεστό από τα αγνά εκείνα ιδανικά που φλόγιζαν τον καιρό εκείνο κάθε γνήσιου Έλληνα την ψυχή. Το έργο αυτό χωρίζεται στα ποιήματα που γράφτηκαν στα ιταλικά και στο καθ' αυτό ή τουλάχιστον το σημαντικότερο και σε έκταση και σε αξία μέρος της σολωμικής δημιουργίας, εκείνο δηλαδή που ο ποιητής έγραψε στη μητρική του γλώσσα.

Ο διαπρεπής Ιταλός ελληνιστής και καθηγητής παλιά του πανεπιστημίου της Αθήνας V. Biagi, σε μια μελέτη του που περιλαμβάνεται στο θαυμάσιο βιβλίο του Κ. Καιροφύλα: "Σολωμός. Η ζωή και το έργο του", γράφει για τα ποιήματα της πρώτης από τις δύο παραπάνω κατηγορίες: Τα έργα του αυτά (τα γραμμένα στα ιταλικά) μπορούν να διαιρεθούν σε τέσσερα μέρη 1) Νεανικά ποιήματά του, που δημοσιεύθηκαν στην Ζάκυνθο το 1822 από τον Λουδοβίκο Στράνη 2) Ποιήματα που γράφτηκαν σε διαφορετικές εποχές και τυπώθηκαν το 1859 από τον Πέτρο Κουαρτάνο στην έκδοση των "Απάντων" από τον Πολυλά 3) Αλλα έμμετρα και πεζά που δημοσιεύθηκαν το 1880 από τον Δεβιάζη και 4) Τα τελευταία ανέκδοτα, που δημοσίευσε το 1927 ο Κώστας Καιροφύλας στον τόμο του "Ανέκδοτα έργα του Σολωμού".

Τα περισσότερα από τα έργα αυτά είναι αυτοσχεδιάσματα, σε μορφή σονέτου ή και σε άλλες μορφές, που ανάμεσά τους μερικά θυμίζουνε την υψηλή πνοή της ώριμης ελληνικής σολωμικής δημιουργίας. Τα ωραιότερα όμως από τα έργα της κατηγορίας αυτής είναι μερικές πεζές συνθέσεις της ώριμης ηλικίας του ποιητή, όπως "Η Ελληνίδα μάνα", "Η γυναίκα με το μαγνάδι" και "Τ' αηδόνι και το γεράκι", που φαίνεται πως ήταν μάλλον σχεδιάσματα για μεγάλα ποιήματα, που σκόπευε να τα γυρίση σ' ελληνικούς στίχους ο δημιουργός τους καταπώς το συνήθιζε.

Την ιταλογραμμένη αυτή ποίηση του Σολωμού με πολύ επιμελημένη και ευσυνείδητη εργασία και μεγάλη προσπάθεια να φτάσει το σολωμικό αίσθημα, την μετέφερε στη γλώσσα μας ο Γ. Καλοσγούρος. Τον κορμό ωστόσο του σολωμικού έργου τον αποτελούν τα ποιήματα και οι ποιητικές συνθέσεις τους που γράφτηκαν στα ελληνικά. Χωρίζονται κι αυτά σε τρεις κατηγορίες: Στις ποιητικές συνθέσεις του που ολοκληρώθηκαν ("Ύμνος εις την Ελευθερίαν", το λυρικό ποίημα "εις το θάνατο του Λόρδου Μπάιρον"), στις ποιητικές συνθέσεις που βρέθηκαν μετά το θάνατό του μισοτελειωμένες, σε σχέδια ή σε διάφορα αποσπάσματα ("Ελεύθεροι Πολιορκημένοι", "Ο Κρητικός", "Ο Λάμπρος", "Ο Πόρφυρας" κ.α.) και στα θαυμάσια μικρά λυρικά και τα σατιρικά του ποιήματα. Στην τελευταία αυτή κατηγορία θα πρέπει να υπαχθούν και τα διάφορα επιγράμματα, που αποτελούν μια ξεχωριστή νότα της σολωμικής μουσικής.

Την ελληνική του παραγωγή άρχισε ο Σολωμός με ορισμένα από τα λυρικά του ("Η Ξανθούλα", "Η αγνώριστη" κ.λ.π.), που αγαπήθηκαν αμέσως από το λαό του νησιού του, μελλοποιήθηκαν και τραγουδήθηκαν απ' όλους τους Έλληνες όσο λίγα κομμάτια της ποίησής μας. Το μέρος όμως του έργου του που ανέδειξε κι επέβαλε το Σολωμό σαν μεγάλο και σαν εθνικό ποιητή της Ελλάδας είναι τα ποιήματα της δεύτερης κατηγορίας - και ιδιαίτερα ο "Ύμνος εις την Ελευθερίαν". Και είναι παράξενη η στάση, όχι τόσο των επικριτών όσο των φίλων του, που όλες τους τις προσπάθειες τις συγκέντρωσαν για ν' αποδείξουν ότι ο Σολωμός είναι μεγάλος ποιητής όχι με όλο το έργο του, και βασικά με το έτοιμο έργο του, το ολοκληρωμένο, παρά με το έργο εκείνο που δυστυχώς ή δεν τελείωσε ποτέ ή χάθηκε κατά τρόπο μυστηριώδη, ποιός ξέρει αν απ' του ίδιου του ποιητή ή από κακού συγγενικού προσώπου του παραλογισμού!

Γιατί, πραγματικά, μυστήριο βαθύ σκεπάζει την τύχη της ποιητικής παραγωγής της ώριμης ηλικίας του Σολωμού. Τεράστιες συνθέσεις, όπως οι "Ελεύθεροι πολιορκημένοι", "Ο Κρητικός", "Ο Λάμπρος", "Ο Πόρφυρας", "Εις Μάρκο Μπότσαρη", "Νικηφόρος ο Βρυέννιος", δεν έφτασαν ως εμάς παρά από μερικά σκόρπια κομμάτια, που με πρωτοφανέρωτη αγάπη και δεξιοσύνη τα σύνδεσε και τα συναρμολόγησε ο καλύτερος φίλος και πιστός του ποιητή, ο Ιάκωβος Πολυλάς. Τις τέλειωσε άραγε ποτέ τις συνθέσεις αυτές ο δημιουργός τους; Η κάποια ιδιόμορφη καλλιτεχνική οκνηρία, το δέος εκείνο που καταλαμβάνει μπροστά στο άγραφο χαρτί τον δημιουργό και που τον κάνει να ψιθυρίζη το "απελθέτω απ' εμού το ποτήριον τούτο", μαζί με την φοβερή εκείνη μανία της τελειότητας και το αιώνιο ανικανοποίητο, τον έκαναν να τις αφήνει πάντα στη μέση ή και στην πρώτη αρχή τους ακόμα; 'Η μήπως άραγε είναι αλήθεια αυτό που ισχυρίζεται επικαλούμενος και μάρτυρες ο Πολυλάς, ότι τα έργα ήταν έτοιμα, τελειωμένα, κι ότι ένα μάλιστα απ' αυτά (τον "Πορφύρα"), όπως λένε άλλοι, επρόκειτο κιόλας να το τυπώσει; Απόψε μάλιστα που την ενίσχυσαν κι ο Δεβιάζης και ο Καλοσγούρος κι ακόμα αργότερα ο Παλαμάς με κάποιες πληροφορίες που του έδωσε πρόσωπο συγγενικό του εθνικού μας ποιητή; Και που καταλήγει στο συμπέρασμα, ή και στην άμεση καταγγελία ακόμα, πως χέρι κακό και ασυλλόγιστο έκλεψε, έριξε στη φωτιά, κατάστρεψε το μεγάλο αυτό θησαυρό του έθνους; 'Η τάχα - γιατί συζητιέται κι αυτό - το έγκλημα έγινε από το σαλεμένο λογικό των τελευταίων ημερών του Σολωμού του ίδιου;

Όσο περνάει ο καιρός το μυστήριο δεν κάνει άλλο απ' το να γίνεται πιο βαθύ. Μα όπως και νάχει το πράγμα, όσο θαυμάσια στάθηκε η προσπάθεια για αναστήλωση των έργων αυτών με υλικό τα πολύτιμα εκείνα απομεινάρια και με βοήθημα την βαθύτατη εκείνη γνώση του σολωμικού έργου που διέθετε ο πρώτος εκδότης των "Ευρισκομένων" του, ο Πολυλάς, όσο υπέροχη στάθηκε τούτη η αναστήλωση, άλλο τόσο κακή υπηρεσία πρόσφεραν εκείνοι που στα συγκολλημένα τούτα ερείπια θυσίασαν - χωρίς κι οι ίδιοι να το καταλαβαίνουν - τη δόξα του "Ύμνου" και της υπόλοιπης ακέραιας πατριωτικής ποίησης του Σολωμού και των λυρικών αριστουργημάτων του. Γιατί ο Σολωμός ήτανε, είναι και θα είναι πρώτ' απ' όλα ο ποιητής του "Ύμνου εις την Ελευθερίαν" και του επιγράμματος "Η Καταστροφή των Ψαρών".

Κανένας δεν θ' αμφισβητήσει φυσικά ότι ανάμεσα στο σωρό από τ' απομεινάρια των "Ελεύθερων Πολιορκημένων" ή του "Λάμπρου" και του "Κρητικού" βρίσκονται στίχοι ή κομμάτια ολόκληρα που στέκουνε διαμάντια αληθινά μέσα στη νεοελληνική ποιητική παραγωγή, όπως, ας πούμε, το περίφημο εκείνο, το γλυκύτατο και μουσικότατο απόσπασμα. "Η ημέρα της Λαμπρής".

Και κανένας δεν θ' αμφισβητήσει ότι από τα σχεδιάσματα του ποιητή τις προσθήκες του Πολυλά (βγαλμένες, όπως ο ίδιος λέει, απ' όσα από το στόμα του ποιητή είχε ακούσει) κι από τα συναρμολογημένα αποσπάσματα, απ' όλα αυτά βγαίνει πως η σύλληψη στα μισοτελειωμένα τούτα έργα παρουσιάζεται ρωμαλέα και μεγαλοφάνταστη. Και κανένας δεν θα αμφισβητήσει ότι αν τα έργα αυτά είχαν ολοκληρωθεί ή αν είχαν σωθεί ολόκληρα (για να πάρουμε και τις δύο εκδοχές), θα είχαμε ίσως μπροστά μας έργα τεράστιας αξίας.

Όπως, ωστόσο, έχουν οριστικά πια τα πράγματα, ο Σολωμός κρίνεται όχι από τα "αν" αλλά από το υπάρχον έργο του. Και το έργο αυτό τον αναδείχνει, πάνω απ' όλα ποιητή του "Ύμνου εις την Ελευθερία", του ορμητικού εκείνου ποιήματος που κλείνει μέσα του όλο το πάθος της αγωνιζομένης Ελλάδας, όλα τα ιδανικά κι όλη την θέλησι. Και τον αναδείχνει, ύστερα ποιητή των θαυμάσιων εκείνων λυρικών κομματιών - είτε ολόκληρων είτε αποσπασμάτων - των γεμάτων γλύκα, ανθρώπινο πόνο κι αγάπη στη ζωή. Των λυρικών εκείνων κομματιών που απ' άκρη σ' άκρη τα διαπερνάει μια πνοή βαθύτατης ανθρωπιάς. Με το έργο του Σολωμού ασχολήθηκαν πολλοί, Έλληνες και ξένοι. Και πολλά γράφτηκαν γι αυτό και για τη ζωή του ποιητή άρθρα, βιβλία και κάθε λογής μελετήματα. Ξεχωριστή πάντως θέση ανάμεσα στο πλήθος των μελετητών της σολωμικής δημιουργίας κατέχουν εκείνοι που ασχολήθηκαν με την συγκέντρωση και την αναστήλωσή της. Πρώτος απ' όλους ο Ιάκωβος Πολυλάς, που μετά το θάνατο του Σολωμού συγκέντρωσε σ' έναν τόμο ολόκληρο σχεδόν το έργο του ποιητή - όσο βρέθηκε - με τον τίτλο "Διονυσίου Σολωμού: Τα ευρισκόμενα", συνοδεύοντάς το με διάφορες πληροφορίες, που τις συγκέντρωσε από τα ίδια τα χειρόγραφα του ποιητή και από το περιβάλλον του και τις συμπλήρωσε μ' όσα ο ίδιος είχε ακούσει από το στόμα του συνοδεύοντάς το ακόμη με σημειώσεις και σχόλια και με την περίφημη εκείνη εισαγωγή, τα γνωστά του "Προλεγόμενα".

Όσα - δικαιολογημένα ή αδικαιολόγητα ερωτηματικά κι αν συνόδεψαν ή συνοδεύουν την εργασία αυτή του Πολυλά, δεν παύει και δεν θα πάψει ποτέ να αποτελεί την πρώτη και κυριότερη πηγή, στην οποία πάντα θα καταφεύγουν όσοι θα ήθελαν σοβαρά να καταπιαστούν με τη μελέτη του έργου του μεγάλου Εφτανήσιου ποιητή. Την εργασία τούτη του Πολυλά συμπλήρωσαν κι ολοκλήρωσαν στα κατοπινότερα χρόνια, αφιερώνοντας τη ζωή τους σχεδόν ολόκληρη την προσπάθεια αυτή, ο Δεβιάζης (ο ίδιος που ανάσυρε και το έργο του Κάλβου από την αφάνεια) κι ο Κ. Καιροφύλας, και από κοντά τους ο Γ. Καλοσγούρος, ο Γ. Χώρας, ο Ν. Τωμαδάκης, ο Λίνος Πολίτης κι άλλοι παλιοί και νεώτεροι διαπρεπείς επιστήμονες και μελετητές

Ύμνος εις την Ελευθερίαν
158 στροφές συνθέτουν τον Ύμνο, όπου η Ελευθερία ταυτίζεται με την Ορθόδοξη Ελλάδα. Οι θεματικές ενότητες που περιλαμβάνονται στα επιλεγμένα αποσπάσματα είναι η αρχαία λαμπρότητα, τα δεινοπαθήματα της σκλαβιάς, η απήχηση του αγώνα, οι κορυφαίες στιγμές της Τριπολιτσάς και του Μεσολογγίου, οι νικηφόρες μάχες στη θάλασσα και τέλος η σπαρακτική έκκληση της Ελευθερίας προς τους Έλληνες για ομόνοια και αδερφοσύνη.

Ο μεγάλος μουσουργός Νικόλαος Μάντζαρος, προσωπικός φίλος του ποιητή Σολομού, συνέθεσε μουσική για 24 στροφές. Οι δύο πρώτες νομοθετήθηκαν το 1856 ως ο Εθνικός Ύμνος της Ελλάδας.

Κώστας Μόντης
Ο Κώστας Μόντης γεννήθηκε στην Αμμόχωστο το 1914. Σπούδασε Νομικά στο Πανεπιστήμιο Αθηνών. Επιστρέφοντας στην Κύπρο μετά την ολοκλήρωση των σπουδών του ο Κώστας Μόντης δεν μπόρεσε να ασκήσει το επάγγελμα του νομικού, επειδή δεν του το επέτρεψε η τότε αποικιακή κυβέρνηση. Ετσι ασχολήθηκε με διάφορα άλλα επαγγέλματα ως ιδιωτικός υπάλληλος, καθηγητής, δημοσιογράφος. Το 1961 διορίστηκε διευθυντής του Τμήματος Τουρισμού της Κύπρου μέχρι και την αφυπηρέτηση του το 1976.
Κώστας Μόντης
Κώστας Μόντης η λέξη ... Σχεδίασμα Εργογραφίας Κώστα Μόντη. Ποίηση: Κώστας Μόντης. Προηγούμενα τεύχη.

Μανόλης Αναγνωστάκης
Ο Μανόλης Αναγνωστάκης γεννήθηκε στη Θεσσαλονίκη το 1925. Σπούδασε Ιατρική και ειδικεύτηκε ως ακτινολόγος στη Βιέννη (1955-1956). ’σκησε το επάγγελμα του ακτινολόγου στη Θεσσαλονίκη και το 1978 μετεγκαταστάθηκε στην Αθήνα. για την πολιτική του δράση στο φοιτητικό κίνημα φυλακίστηκε στο διάστημα 1948-1951, ενώ το 1949 καταδικάστηκε σε θάνατο από έκτακτο στρατοδικείο. Εμφανίστηκε στα γράμματα από το περιοδικό Πειραϊκά Γράμματα (1942) και το φοιτητικό περιοδικό Ξεκίνημα (1944). Του τελευταίου περιοδικού διετέλεσε και αρχισυντάκτης, από το τεύχος 1 (15 Φεβρ. 1944) μέχρι και το 11-12 (1 και 15 Οκτ. 1944).
στο Google: Μανόλης Αναγνωστάκης

Μίλτος Σαχτούρης

Γεννήθηκε στην Αθήνα το 1919. Κατάγεται από την Ύδρα. Είναι δισέγγονος του ναυάρχου της Επανάστασης του 1821 Καπετάν Γιώργη Σαχτούρη. το 1937 εγγράφεται στη Νομική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών αλλά το 1940 τα εγκατέλειψε για να αφοσιωθεί στην ποίηση. Εμφανίστηκε στα Ελληνικά Γράμματα το Μάιο 1944 με ποιήματα στο περιοδικό Τα Νέα Γράμματα. Συνεργάστηκε με τα περιοδικά: Τα Νέα Γράμματα, Τα Νέα Ελληνικά και Νέα Εστία. Μετέφρασε Μπρεχτ. Έχει τιμηθεί με τρία Κρατικά Βραβεία. Το 1956, τιμήθηκε με το Α΄ Βραβείο ΝΕΟΙ ΕΥΡΩΠΑΙΟΙ ΠΟΙΗΤΕΣ από την ιταλική ραδιοφωνία και τηλεόραση για την συλλογή του Όταν σας μιλώ, το 1962 με το Β΄ Κρατικό Βραβείο Ποίησης για την συλλογή του Τα Στίγματα και η τελευταία βράβευση του ήταν το 1987 με το Α΄ Κρατικό Βραβείο Ποίησης για την συλλογή του Τα Στίγματα και η τελευταία βράβευση του ήταν το 1987 με το Α΄ Κρατικό Βραβείο ποίησης για το έργο του Εκτοπλάσματα. Τα ποιήματα του έχουν μεταφραστεί σε πολλές γλώσσες..

Γιώργος Αθάνας
Γιώργος Αθάνας - Νόβας

Γιώργος Σαραντάρης
Ο Γιώργος Σαραντάρης γεννήθηκε στην Κωνσταντινούπολη στις 20 Απριλίου 1908 και πέθανε στην Αθήνα στις 25 Φεβρουαρίου 1941. Γόνος οικογένειας εμπόρων εγκατεστημένης στην Μπολόνια της Ιταλίας, ανατράφηκε σ' ένα μεσοαστικό ευρωπαϊκό περιβάλλον που επ' ουδενί είχε να συγκριθεί στο νοσηρό αθηναϊκό λογοτεχνικό περιβάλλον της δεκαετίας του '30. Σπούδασε Νομικά στο Πανεπιστήμιο της Μπολόνια δείχνοντας από νωρίς την τάση του προς την ποίηση. Μύστης γόνιμος του ιταλικού ερμητισμού αλλά και καλός γνώστης των αισθητικών ρευμάτων και αναζητήσεων της πνευματικής Ευρώπης, ήρθε στην Ελλάδα το 1931 φέρνοντας στις αποσκευές του έναν αέρα ανανέωσης με το ποιητικό του όργανο.

Ανθολογίες:
Σπουδαστήριο
Νέου Ελληνισμού

Α
    'Αγρας Τέλλος [Iωάννου Eυάγγελος]
    Αναγνωστάκης Μανόλης
    Αντωνίου Δ. I.

Β
    Βακαλόπουλος Xρήστος
    Βαλαωρίτης Aριστοτέλης
    Βάρναλης Kώστας
    Βελεστινλής ή Φεραίος Ρήγας
    Βιζυηνός Γεώργιος

Γ
    Γεραλής Γιώργος
    Γκάτσος Nίκος
    Γουζέλης Δημήτριος
    Γρυπάρης Iωάννης

Δ
    Δέλτα Πηνελόπη
    Δημάκης Mηνάς
    Δημουλά Κική

Ε
    Εγγονόπουλος Nίκος
   Ελύτης [Aλεπουδέλης] Oδυσσέας
   Εμμανουήλ Kαίσαρ
   Εμπειρίκος Aνδρέας
   Εξαρχόπουλος Γεώργιος

Ζ
   Ζευγώλη - Γλέζου Διαλεχτή

Η

Θ
   Θεοτόκης Kωνσταντίνος

Ι
   Ιωάννου Γιώργος

Κ
   Καβάφης Κ.Π.
   Καββαδίας Νίκος
   Κάλβος Aνδρέας
   Καρασούτσας Iωάννης
   Καρέλλη Ζωή [Αργυριάδου Χρυσούλα]
   Καρούζος Nίκος
   Καρύδης Nίκος
   Καρυωτάκης Kώστας
   Κονεμένος Nικόλαος
   Κόντογλου Φώτης
   Κοραής Αδαμάντιος
   Κορνάρος Bιτσέντζος
   Κυριαζής Aθανάσιος

Λ
   Λάσκος Oρέστης
   Λειβαδίτης Tάσος

Μ
   Μαβίλης Λορέντζος
   Μαλακάσης Mιλτιάδης
   Μαμμέλης Aπόστολος
   Μάτσας Aλέξανδρος
   Μελαχρινός Aπόστολος
   Μητσάκης Mιχαήλ
   Μοσκώφ Κωστής
   Μπακόλας Nίκος
   Μπάρας Αλέξανδρος [Αναγνωστόπουλος Μενέλαος]
   Μπεργαδής
   Μποστ. [Mποσταντζόγλου Mέντης]

Ν
   Νιρβάνας Παύλος [Aποστολίδης Πέτρος]

Ξ

Ο

Π
   Παλαμάς Kωστής
   Πάνου [Παναγιωτόπουλος] Γιάννης
   Παπαδιαμάντης Aλέξανδρος
   Παπαδίτσας Δ.Π.
   Παπαδοπούλου Aλεξάνδρα
   Παπαντωνίου Ζαχαρίας
   Παπαρρηγόπουλος Δημήτριος
   Παράσχος Aχιλλεύς
   Πατρίκιος Tίτος
   Πεντζίκης Nίκος Γαβριήλ
   Πολίτης Kοσμάς [Tαβελούδης Πάρις]
   Πορφύρας Λάμπρος [Σύψωμος Δημήτριος]

Ρ
   Ραγκαβής Aλέξανδρος Pίζος
   Ρίτσος Γιάννης
   Ροΐδης Εμμανουήλ

Σ
   Σαραντάρης Γιώργος
   Σαχτούρης Mίλτος
   Σεφέρης [Σεφεριάδης] Γιώργος
   Σικελιανός ’γγελος
   Σινόπουλος Tάκης
   Σκαρίμπας Γιάννης
   Σολωμός Διονύσιος
   Σουρής Γεώργιος
   Σπαθάρης Ευγένιος

Τ
   Τερτσέτης Γεώργιος
   Τρώιλος Iωάννης Aνδρέας
   Τσιφόρος Nίκος

Υ

Φ
   Φόσκολος Mάρκος Aντώνιος

Χ
   Χειμωνάς Γιώργος
   Χορτάτσης Γεώργιος
   Χριστόπουλος Aθανάσιος

Ψ

Ω

ΜυριόΒιβλος

συγχρονη ελληνικη ποιηση

Νεοελληνικά Λογοτεχνικά Κείμενα του Νίκου Σαραντάκου

53η Διεθνή Έκθεση Βιβλίου της Φραγκφούρτης

ΕΤΑΙΡΕΙΑ συγγραφέων

Κύπριοι Ποιητές

Μετα- θέσεις: Ανθολόγιο σύγχρονης ελληνικής ποίησης στο Internet

Καλωσορίσατε στο Mathisis

e-grammes.gr : Ελληνική λογοτεχνία

Ιστοσελίδα της ποίησης του Σταύρου Αμπελά

Δημοτική - Ποιητική Ανθολογία Αράχωβας

Λογοτεχνία
και Τόπος

  1. "στάχτες"- Μάρτιος 2004
    α γ ρ ι μ ο λ ό γ ο ς...(ο) _ σ τ α γ ό ν ε ς (οι) _ Νίκος Καχτίτσης _ Νίκος Κάσδαγλης _ Γιάννης Ρίτσος _ Ιωάννης Γρυπάρης _ Μιχάλης Φακίνος _ Νίκος Παναγιωτόπουλος _ Πέτρος Κυρίμης _ Antoine de Saint Exupery _ Italo Calvino _ Κάποιες Νέες Εκδόσεις _ Χώρος Συζητήσεων (Φόρουμ) - ελάτε!

  2. PNEVMA.GR Το Περιοδικό των Φοιτητών της Φιλοσοφικής Αθηνών (Ε.Κ.Π.Α). Θέματα Ιστορίας, Αρχαιολογίας, Φιλολογίας, Φιλοσοφίας κ.α. Προγράμματα Μαθημάτων, Σημειώσεις, Παλιά Θέματα, Πώς γράφουμε Πτυχιακή, Τεχνοπροτάσεις, 'Αρθρα, Ειδήσεις

  3. CHILIAS Λ Ο Γ Ο Τ Ε Χ Ν Ι Α Στις σελίδες που είναι αφιερωμένες στην ελληνική και την ξένη λογοτεχνία θα βρείτε παρουσιάσεις βιβλίων, περιλήψεις, αποσπάσματα βιβλίων, σχόλια γραμμένα από παιδιά, παραμύθια και πολλά άλλα ενδιαφέροντα θέματα.

  4. Ποίηση και Λογοτεχνία Μια σελίδα με 'Ελληνες και ξένους ποιητές. 'Οπως από Έλληνες: Γιώργος Σεφέρης Κ. Καρυωτάκης Κ. Π. Καβάφης Νίκος Καββαδίας Κική Δημουλά (ενημερωμένο) Ανδρέας Εμπειρίκος Γιάννης Ρίτσος Μ. Αναγνωστάκης Guillame Apollinaire , Henry David Thoreau (Walking) , John Milton (Paradise Lost) Νίκος Γκάτσος - Αμοργός Από ξένους : Rainer Maria Rilke Edgar Alan Poe John Keats Charles Baudelaire Pablo Nerouda Octavio Paz

  5. ΝΥΓΜΑ ΠΕΡΙΟΔΙΚΟ - Ποιήματα.. ΠΕΡΙΟΔΙΚΟ ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ Ποιήματα Σε παρένθεση ο αριθμός των σχολίων.. editorials, χαβαλές, ιστορίες, σκέψεις, ποιήματα, αφιερώματα, σκίτσα, εικόνες, ενημερωτικά, δραστηριότητες, περιοδικό.

  6. 7ο Δημοτικό Σχολείο Ελευθερίου-Κορδελιού.. ΠΕΡΙΟΔΙΚΟ ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ Ποιήματα Σε παρένθεση ο αριθμός των σχολίων.. editorials, χαβαλές, ιστορίες, σκέψεις, ποιήματα, αφιερώματα, σκίτσα, εικόνες, ενημερωτικά, δραστηριότητες, περιοδικό.

  7. Hellas and the Sea Σελίδες για τον Αλέξανδρο Παπαδιαμάντη, Νίκο Καββαδία, Νίκου Κρανιδιώτη και όχι μόνο

  8. Ιωάννης Πολεμης... Η συλλογή το παλιό βιολί (1909) εξεδόθη πολλές φορές και πολλά ποιήματα του μελοποιήθηκαν ...

  9. Στουφής Ζαχαρίας.ποιήματα

  10. ΠΟΙΗΜΑΤΑ του Τάσου Λειβαδίτη

  11. Καβάφης Kων/νος (1863-1933)

  12. η ΡΩΜΙΟΣΥΝΗ του Γιάννη Ρίτσου μεταφρασμένη στα πορτογαλικά Βραζιλίας (βραζιλιάνικα) από τον φίλο μας ομογενή Μιχάλη Σούλη πλάι στο ελληνικό κείμενο.

  13. ΜΙΛΩΝΤΑΣ ΜΕ ΤΟΝ ΓΙΑΝΝΗ ΡΙΤΣΟΠρωτοσυνάντησα τον Γιάννη Ρίτσο στα μέσα της δεκαετίας του 1970. Στην αρχή, αυτό που ήξερα από το έργο του ήταν μερικά πρώιμα ποιήματα που δεν μου άρεσαν ιδιαίτερα, για παράδειγμα εκείνα του πρώτου τόμου του με την ονομασία «Τρακτέρ», και μερικές από τις μεγαλύτερες πολύ γνωστές δουλειές του όπως ο «Επιτάφιος» και άλλες που μελοποίησε ο Μίκης Θεοδωράκης κάνοντάς τις ίσως δημοφιλέστερες απ' ό,τι θα ήταν σε άλλη περίπτωση.

  14. ΚΩΣΤΑΣ ΜΟΝΤΗΣ Τέσσερα ποιήματα από το Πολιτιστικό Περιοδικό Νέα Εποχή Τεύχος 3(250) 1998, Σελίδα 4

  15. η εξαιρετική σελίδα του Γιώργου Κουτσαντώνη

  16. Βασίλης Μιχαηλήδης Ποίηση στην κυπριακή διάλλεκτο

  17. ποιήματα του ΔΗΜΗΤΡΗ ΜΑΜΙΑΚΑ

  18. Ποιήματα Ταϋγέτου

  19. Μάνος Βαρυπάτης ποιήματα

  20. Κώστας Καρυωτάκης Νεανικά ποιήματα

  21. Κώστας Καρυωτάκης Τα τελευταία ποιήματα (1928)

  22. ΛΟΡΕΝΤΖΟΣ ΜΑΒΙΛΗΣ Λορέντζος Μαβίλης (1860 � 1912). Στο φίλο Γ. Καλοσγουρό (1876). Ποίησις (1883). Η μουσική (1883). ...

  23. Στίχοι, Ποιήματα, Μεταφράσεις ... 4445 στίχοι, 1258 ποιήματα, 451 μεταφράσεις, 1299 αφιερώσεις. ...

  24. Ανθολογία Θρακών ποιητών των νεώτερων χρόνων

  25. Αποφθέγματα- Special words - KefaloniaΑποφθέγματα Κεφαλονιτών ποιητών και συγγραφέων

  26. Εκδόσεις Γιώργου και Κώστα Δαρδανού
    Στο site θα βρείτε όλα τα κυκλοφορούντα βιβλία των Εκδόσεών καθώς και στοιχεία για τις προσεχείς εκδόσεις.

  27. Φιλολογικός Σύλλογος Παρνασσός
    Η ίδρυση του Συλλόγου έγινε στις 24 Ιουνίου 1865 από τα τέσσερα παιδιά του νομισματολόγου Παύλου Λάμπρου, Μιχαήλ, Σπυρίδωνα, Κωνσταντίνο και Διονύσιο.

  28. Αλέξης Αρβανιτάκης. Ένας συγγραφέας.
    Παρουσίαση του συγγραφέα και των βιβλίων του.

  29. Αλέξης Πανσέληνος
    Ιστοσελίδα του πεζογράφου Αλέξη Πανσέληνου. Βιογραφικό, εργογραφία, σχόλια, ανέκδοτα κείμενα του συγγραφέα κ.ά.


  30. Αρχαία Αγορά
    Η Αρχαία Αγορά ειναι πλέον κοντά μας. Φιλοσοφία, λογοτεχνία, ποίηση, ιστορικά, διάλογος κ.α.

  31. Αρχαία Ολυμπία
    Ηλεκτρονική παρουσίαση βιβλίου για παιδιά σχολικής και πρωτοσχολικής ηλικίας, για να μάθουν μέσα από το παραμύθι την ιστορία των Ολυμπιακών αγώνων.

  32. Ατυπη Λέσχη Νέων Λογοτεχνών
    Ιστοσελίδα που στοχεύει στην επικοινωνία μεταξύ των νέων που ασχολούνται με τη λογοτεχνία και φιλοξενεί κείμενά τους, κ.α.

  33. Βιβλιοθήκες Δήμου Βόλου
    Ανοικτή πρόσβαση και δυνατότητα αναζήτησης στους καταλόγους των βιβλιοθηκών του Δήμου Βόλου.

  34. Βιβλιολογική Βιβλιοθήκη ΕΚΕΒΙ
    Ο ηλεκτρονικός κόμβος του Εθνικού Κέντρου Βιβλίου. Περιλαμβάνει μοναδικά αρχεία βιλιοθηκών, εκδοτών, βιβλιοπωλών, μεταφραστών και πρόσβαση στη συλλογή της βιβλιοθήκης.

  35. Αύγουστος, ο μήνας της Παναγιάς
    Ο Αύγουστος για μας τους Έλληνες είναι ο μήνας της Παναγίας. Στις 15 Αυγούστου η Εκκλησία μας γιορτάζει την Κοίμηση της Υπεραγίας Θεοτόκου. Η προετοιμασία των πιστών αρχίζει από την 1η Αυγούστου με τη νηστεία. Και κρατάει 15 ολόκληρες ημέρες, μέχρι τον ευλογημένο Δεκαπενταύγουστο.

  36. Γη των Θεών
    Μια ιστοσελίδα στην οποία θα βρείτε ανθολογία Ποιήσεως και λογοτεχνίας από τους πιο εξέχοντες Έλληνες ποιητές και συγγραφείς.

  37. Ίστρος
    Ένας χώρος συνάντησης, επικοινωνίας, συνδημιουργίας αλλά και αντιθέσεων, ένα στέκι για φίλους στον αχανή διαδικτυακό γαλαξία.

  38. Γιάννης Κυριαζής
    Ιστοσελίδα του ποιητή Γιάννη Κυριαζή. Παρέχει ποίηση με εικόνες και μουσική.

  39. Γιώργος Μπαλάνος
    Γιώργος Μπαλάνος, κοσμική βιοδυναμική, παραψυχολογία, λάβκραφτ, η απειλή της σκιάς, UFOs, λέσχη αναζητητών Nimbus-7, Πεντέλη, μυστήρια της Ελλάδας.

  40. Γιώτα Ξένου Καράντζαλη - Ποιήματα
    Ιστοσελίδα της Ελληνίδας ποιήτριας Γιώτα Ξένου Καράντζαλη. Στο site θα βρείτε πληροφορίες για την ίδια, μερικά ποιήματά της, επικοινωνία κ.α.

  41. Γκουρτζίεφ
    Παρουσίαση της βιογραφίας του Γκουρτζίεφ, που κυκλοφορεί από τις εκδόσεις ΖΗΤΡΟΣ.

  42. Δημήτριος Τσιρόγλου
    Ηλεκτρονική σελίδα με τη βιογραφία του συγγραφέα Δημητρίου Τσιρόγλου. Παρουσίαση των βιλίων "Λεξικό αρχαϊστικών φράσεων νέας ελληνικής" και "Λευκός Πύργος".

  43. Δημόσια Κεντρική Βιβλιοθήκη Ρόδου
    Η επίσημη ιστοσελίδα με νέα και ανακοινώσεις, αναζήτηση καταλόγου, εκδόσεις, φωτογραφικό υλικό κ.α.

  44. Διονύσης Χαριτόπουλος
    Ο Συγγραφέας Διονύσης Χαριτόπουλος και τα έργα του

  45. Εθνικό Κένρο Βιβλίου
    Ένας Οργανισμός για το βιβλίο και την ανάγνωση, συγγραφείς, μεταφραστές και μετάφραση, εκδότες, βιβλιοπώλες, βιβλιοθήκες, ανακοινώσεις για το βιβλίο, διεθνείς εκθέσεις βιβλίου

  46. Ειρήνη Καμαράτου Γιαλλούση
    Συγγραφέας παιδικών βιβλίων και μυθιστορημάτων. Βιογραφία, παρουσίαση βιβλίων.

  47. Εκδοτικός Οργανισμός Λιβάνη
    Θεματικός κατάλογος βιβλίων, νέες κυκλοφορίες, βιβλία που ετοιμάζονται, κατάλογος Cdrom και CD-I, αλφαβητικός κατάλογος συγγραφέων, εκδηλώσεις κ.ά.

  48. Εκδόσεις Γκοβόστη
    Ιστορικό του εκδοτικού οίκου, κατάλογος βιβλίων, προτάσεις του οίκου, θέματα λογοτεχνίας, forum.

  49. Εκδόσεις ΔΙΟΠΤΡΑ
    Σελίδες του εκδοτικού οίκου που καλύπτει ελληνική και ξένη πεζογραφία, ψυχολογία, μεταφυσική, εναλλακτικές θεραπείες και υγιεινή διατροφή, με πληροφορίες για τους τίτλους που διαθέτει.

  50. Εκδόσεις Χριστοδουλίδη
    Ηλεκτρονική σελίδα παρουσίασης εκδότικού οίκου βιβλίων με τις κατηγορίες: φυσικό περιβάλλον, θετικές επιστήμες, εκπαίδευση, φυσική αγωγή και αθλητισμός,επιστήμες υγείας κ.ά.

  51. Εκδόσεις Ψυχογιός
    Νέα της εταιρείας, κατάλογος βιβλίων.

  52. Ελληνική λογοτεχνία της LAND of GODS
    Δικτυακός κόμβος της ελληνικής λογοτεχνίας στο internet. Παρουσίαση ελλήνων συγγραφέων, ανθολογία κ.ά.

  53. Ερωτική ποίηση
    Όμορφα ελληνικά ποιήματα για τον έρωτα. Διαβάστε τα ποιήματα και γνωρίστε τον μυστικό κόσμο που κρύβουν μέσα τους οι ποιητές.

  54. Η Σκοτεινή Γωνιά
    Σκοτεινή ελληνικη ερασιτεχνική ποίηση και διηγήματα

  55. Θάψτε ελεύθερα
    Ηλεκτρονική σελίδα του συγγραφέα Λάκη Φουρουκλά. Παρουσιάσεις βιβλίων, στοιχεία για έλληνες ζωγράφους, links.

  56. Θουκιδίδου Ιστορία Μετάφραση
    Ιστοσελίδα μετάφρασης της ιστορίας του Θουκιδίδη, διάφορα στοιχεία για τον θουκυδίδη. Μικρός απόπλους, ιστορία.

  57. Ιθάκη
    Μια ολοκληρωμένη ιστοσελίδα-φόρος τιμής στον Αλεξανδρινό ποιητή, Κ.Π. Καβάφη. Ποιήματα, φωτογραφίες, χειρόγραφα, άρθρα, ειδήσεις κ.α.

  58. Ιουστίνη Φραγκούλη-Αργύρη
    Βιογραφία του Αρχιεπισκόπου Αμερικής Σπυρίδωνος. Πληροφορίες για αποκαλύψεις παιχνιδιών εξουσίας και οικονομικές διαπλοκές στο Οικουμενικό Πατριαρχείο και την ελληνορθόδοξη Εκκλησία Αμερικής.

  59. Καλλιτεχνική Βιβλιοδεσία
    Δικτυακός τόπος εταιρείας που δραστηριοποιείται στη παροχή εξειδικευμένων υπηρεσιών στο κλάδο της καλλιτεχνικής βιβλιοδεσίας. Πληροφορίες για την εταιρεία, προϊόντα, υπηρεσίες, πελατολόγιο.

  60. Κρήτη - Μαντινάδες & Μουσική
    Δικτυακός τόπος με συλλογή μαντινάδων. Νέες μαντινάδες σε κατηγορίες, αναζήτηση, κρητική δισκογραφία, ερμηνευτές, αποστολή μαντινάδων κ.α.

  61. Κώδιξ Ελληνικής Γλώσσης
    Ιστοσελίδα παρουσίασης της ελληνικής γλώσσας. Σεμινάρια - ομιλίες, βιβλία, λέξεις κωδικοί, πίνακας συλλαβών κ.ά.

  62. Κώστας Kαρυωτάκης
    Ηλεκτρονική σελίδα με την ποίηση του Κώστα Καρυωτάκη, όλες του τις επιστολές και πολλές φωτογραφίες.

  63. Κώστας Κουτσουρέλης
    Δικτυακός τόπος του Έλληνα ποιητή Κώστα Κουτσουρέλη. Στο site θα βρείτε τα ποιήματά του.

  64. Λογοτεχνία
    Ηλεκτρονικό λογοτεχνικό περιοδικό. Πληροφορίες για ελληνική και ξένη λογοτεχνία, παρουσιάσεις βιβλίων, προτάσεις, αναλύσεις, νέες κυκλοφορίες, εκδηλώσεις.

  65. Μαρία Πολυδούρη
    Μια σελίδα αφιερωμένη στη Μαρία Πολυδούρη. Πληροφορίες για την ποιήτρια, ποιητικές συλλογές.

  66. Μικρός Απόπλους
    Πληροφορίες για τα κείμενα αρχαίων ελλήνων συγγραφέων σε πλήρη μορφή, ποιήματα του Γιάννη Σκαρίμπα και του Στέλιου Δουμένη, ιστορικό, σύνδεσμοι κ.α.

  67. Μωυσίδης Βλαδίμηρος
    Δικτυακή παρουσίαση δύο βιβλίων δικονομικού περιεχομένου απο τον Μωυσίδη Βλαδίμηρο. Πληροφορίες για τον συγγραφέα, περίληψη βιβλίων, συνδέσεις.

  68. Νίκος Καζαντζάκης
    Πληροφορίες για τη ζωή και το έργο του Νίκου Καζαντζάκη. Ντοκουμέντα, φωτογραφίες, βιογραφικά στοιχεία κ.α.

  69. Νίκος Κλειτσίκας
    Δικτυακός τόπος που παρουσιάζει τα βιβλία και τις μελέτες του Ιστορικού κ. Νίκου Κλειτσίκα για τη σύγχρονη ευρωπαϊκή ιστορία.

  70. Οδυσσέας Ελύτης by G. Koutsantonis
    Ηλεκτρονική σελίδα αφιερωμένη στον μεγάλο 'Ελληνα ποιητή. Ποιήματα, φωτογραφίες, χρονολόγιο, κριτικές μελέτες και links.

  71. Παρέα μ' ένα βιβλίο
    Λογοτεχνία, ελληνική και ξένη. Ποιήματα, μυθιστορήματα, επιστημονική φαντασία.

  72. Πλανήτης Πρέσπα
    Σελίδες που περιέχουν προδημοσιευμένο μέρος από το μυθιστόρημα της Σοφίας Νικολαΐδου "Πλανήτης Πρέσπα".

  73. Σοφίας Νικολαΐδου
    Η επίσημη ιστοσελίδα της συγγραφέως Σοφίας Νικολαΐδου. Εργογραφικό, παρουσιάσεις βιβλίων, άρθρα.

  74. Φόρουμ μαντινάδων
    Ιστοσελίδα που παρέχει την δυνατότητα να γράψετε και να διαβάσετε Κρητικές μαντινάδες.

  75. Τρόπαια Αρκαδίας
    Η διαδρομή προς τα Τρόπαια χαρακτηρίζεται ονειρεμένη. Για να φτάσει ο επισκέπτης στα Τρόπαια, ακολουθεί τον εθνικό δρόμο Τρίπολης - Αρχαίας Ολυμπίας.

  76. Το σχοινί του ΠατριάρχηΗ ΑΛΗΘΕΙΑ ΓΙΑ ΤΟΝ ΠΑΤΡΙΑΡΧΗ ΓΡΗΓΟΡΙΟ ΤΟΝ Ε΄ Αυτό το ποίημα του Βαλαωρίτη (πλάι σε ένα ακόμη που του αφιέρωσε) πιστεύουμε ότι τιμά αρκετά, τη μνήμη και την αδάμαστη μορφή του ήρωα και αγίου Πατριάρχη από τη Δημητσάνα.

  77. Χαλιβελάκης
    Ηλεκτρονική σελίδα του συγγραφέα και δημοσιογράφου Δημήτρη Χαλιβελάκη. Βιογραφικό, βιβλία, δραστηριότητες, διακρίσεις, forum.

  78. Χρήστος Κάπα - Ποιήματα
    Πληροφορίες για την ποίηση του Χρήστου Κάπα. Βιογραφία, ποιήματα, σχόλια, επικοινωνία κ.α.

  79. Nίκος Γκάτσος Ο εκφραστής του ελληνικού ποιητικού υπερρεαλισμού

  80. Nίκος Γκάτσος Mε την πατρίδα τους δεμένη στα πανιά και τα κουπιά στον άνεμο κρεμασμένα Oι ναυαγοί κοιμήθηκαν ήμεροι σαν αγρίμια νεκρά μέσα στων σφουγγαριών τα σεντόνια

  81. Κωστής Παλαμάς Αποσπάσματα απο το έργο του Κ. Παλαμά

  82. Γιώργος Σεφέρης - Ο παγκόσμιος Έλληνας ποιητής Ο Νομπελίστας ποιητής που κατάφερε με τους στίχους του όχι μόνο να αγγίξει τις ψυχές των Ελλήνων αλλά και να κάνει γνωστή την ελληνική ποίηση σε όλο τον κόσμο.

  83. ΓΙΩΡΓΟΣ ΣΕΦΕΡΗΣ ΠΟΙΗΜΑΤΑ

  84. Γιάννης Ρίτσος, ο ποιητής της Ρωμιοσύνης συνεχίζει να παραμένει πάντα φρέσκος, πάντα επίκαιρος και να φωτίζει με το έργο του

  85. Οδυσσέας Ελύτης - «Ο Ηλιοπότης Ποιητής» Ήταν το έκτο και τελευταίο παιδί του Παναγιώτη και της Μαρίας Αλεπουδέλη, οι οποίοι καταγόταν και οι δύο από τη Μυτιλήνη...

  86. Το ελληνικό βιβλίο στη νέα χιλιετία

  87. Γεώργιος ΠαπανδρέουΣτις 13 Φεβρουαρίου 1888, στο Καλέντζι της Αχαΐας, ένα χωριό στις πλαγιές του Ερύμανθου, η οικογένεια του εφημέριου παπα-Αντρέα και της Παγώνας Σταυρόπουλου αποκτά το τρίτο της παιδί.

  88. Ανδρέας Παπανδρέου«Όταν μιλούσε, αισθανόσουν ότι ήταν πρώτη φορά που άκουγες αυτά που σου έλεγε. Αισθανόσουν επίσης ότι τα πράγματα ήταν ακριβώς έτσι όπως σου τα λέγε, και ότι σου έλεγε αυτά που ήξερες με άλλον τρόπο. Πιο βαθιά. Πιο συγκινητικά. Έπλαθε με τα λόγια ένα κομμάτι της ύπαρξής σου -- η ρητορική του ικανότητα ήταν έμφυτη.» Γιώργος ΠαπανδρέουΑνδρέας Παπανδρέου

  89. Ο Κάφκα «...γυμνός ανάμεσα στους ντυμένους»
    Βιβλίο: Επιστολή προς τον πατέρα

  90. Sirisite
    Ηλεκτρονική σελίδα με περιεχόμενο στίχους και παρτιτούρες, θέματα αναζητήσεων, ποίηση, εικόνες κ.α.

  91. Stories
    Ηλεκτρονική σελίδα της συγγραφέα Φάνυ Κουντουριανού Μανωλοπούλου. Πληροφορίες για βιογραφικό, μυθιστορήματα, φωτογραφικό υλικό.

  92. Tέχνη, Eπιστήμη, μη-νόημα
    Τέχνη, επιστήμη, φιλοσοφία και ένα on-line μυθιστόρημα. Προ-νόημα, νόημα, μη-νόημα.

  93. Vivlio.com
    Ηλεκτρονική σελίδα με προτεινόμενα βιβλία απο όλο τον κόσμο.

  94. pegas
    Ηλεκτρονική σελίδα με συλλογή εκλεκτών γνωμικών και παροιμιών. Φιλοσοφικά ανέκδοτα και ιστορίες, μύθοι, παραβολές και προπόσεις, ιστορίες του βουδισμού ζεν κ.α.

  95. Μυριόβιβλος
    Ηλεκτρονική Βιβλιοθήκη της Εκκλησίας της Ελλάδος

  96. Free Monks
    (π. Νεκτ. Μουλατσιώτης)

  97. Βιβλιοθήκη Κλασικών έργων
    Εργασίες Ελληνικών Σχολείων (Ε-ΠΥΛΗ ΕΚΠ/ΣΗΣ) Πλάτων, Ιάμβλιχος, Ιπποκράτης, Πλούταρχος, Αριστοτέλης, Ιωάννης Δαμασκηνός, Επιφάνιος Κύπρου, Ιωάννης Χρυσόστομος, Ιπποκράτης, Φίλων Βυζάντιος, Κ.Καβάφης, Δ.Σολωμός, Φίντυς, Θεάγης, Μακρυγιάννης.

  98. Bαγγέλης Pαπτόπουλος
    H ιστοσελίδα του συγγραφέα Bαγγέλη Pαπτόπουλου. Βιογραφία, κριτικές, κείμενα, συνεντεύξεις και οπτικό υλικό για όλα τα βιβλία του.

  99. Ο Κάφκα «...γυμνός ανάμεσα στους ντυμένους»
    Βιβλίο: Επιστολή προς τον πατέρα

  100. GreekWriter.com
    Ένα online μυθιστόρημα μυστηρίου και φαντασίας σε συνέχειες, μέσα από το GreekWriter.com και το Χρήστο Προσύλη.

  101. Pegas
    Ιστοσελίδα με κοινωνική, σατιρική και λυρική ποίηση. Συλλογή γνωμικών, φιλοσοφικοί μύθοι και παραβολές, μεταφράσεις ρωσικής ποίησης, πεζά, λογοτεχνία στα ποντιακά, κ.α.

λα να δεις...
Ηλεκτρονικό Περιοδικό Λογοτεχνίας και Πολιτισμού

Διαβάστε καινούργιους ποιητές του refene.com:
"Το ρεφενέ είναι ένα σάιτ για νέους καλλιτέχνες ερασιτέχνες και μη, που παράλληλα με την προβολή τους, έχει σαν γενικότερο στόχο την συγκρότηση μιας καλλιτεχνικής παρέας τέτοιας, που.. συνέχεια : Η ταυτότητα του refene.com

Μάκης Αποστολάτος
Λουκάς Αθανασίου
Απόμακρος
Γεώργιος Βελλιανίτης
Γεωργία Εμμανουήλ
Βαγγέλης Δαρδαντάκης
Γιάννης Ζαφείρης
Νίκος Καλιπολίτης
Τάσος Κάρτας 
Θοδωρής Κοντομάρης
Αργύρης Κούτρας
Σταυρούλα Λιναρά
Γιάννης Μανιάτης
Ηλιας Μαυροσκουφης
Ελένη Μπάλιο
Μπλέτσος Κωνσταντίνος
Πανος Νιαβης
Αγνή Νικολαϊδου
Εριφύλλη Πιερίδη
Γιώργος Πήττας
Ακης Πριντεζης
Μάνος Πρίτης
Rita Rosen
Ρένα Παπαδημητρίου
Δημήτρης Ρόιτχαμερ
Χριστίνα Σαββατιανού
Βασίλης Σωτηρόπουλος
Νίκος Ζώζος
Διονύσης Νιχιλης
Δανάη Παναγιωτίδου
Λάκης Φουρουκλάς
Φριτς Βαβούρας
Έφη Πανσέληνου
Αργ. Μουδάτσου- βαλαδώρου
Μιχάλης Ι. Βιντζηλαίος
Πάν. Καρτσωνάκης (kARTson)
Jeff Klemm

Open Directory - World: Greek: Τέχνες: Λογοτεχνία:

  • Ίστρος - Χώρος συνδημιουργίας στο διαδίκτυο. Πειραματική λογοτεχνία και ποίηση, εφαρμογές διαδικτυακής τέχνης.
  • Αθανασιάδης, Σάκης - Αποσπάσματα έργων του συγγραφέα.
  • Αρβανιτάκης, Αλέξης - Παρουσίαση του συγγραφέα Αλέξη Αρβανιτάκη και των βιβλίων του "Απογευματινό φως", "Σχέσεις θανάτου", "Μόνα Λίζα" και "Γράμματα στον Μάριο".
  • Βάρος, Δημήτριος - Mind Games: φωτογραφία καί ποίηση.
  • Βαβλίδας, Αθανάσιος - Βιογραφικό, εκδόσεις και αποσπάσματα βιβλίων τού συγγραφέα.
  • Βιβλιοπωλείο Ελευθερουδάκη - Ελληνικά και ξένα βιβλία.
  • Βυζαντινή Λογοτεχνία - Ρητορική, επιστολογραφία, ιστορία, λόγια ποίηση, εκκλησιαστική ποίηση, αγιολογία και δημώδης λογοτεχνία στο Βυζάντιο.
  • Γη Αμφίαλος - Περιοδικό λογοτεχνίας.
  • Δημουλά, Κική - Ποιήματα σε πλήρες κείμενο: Έρεβος, Ερήμην, Επί τα ίχνη, Το λίγο του κόσμου, Το τελευταίο σώμα μου, Χαίρε Ποτέ, Η εφηβεία της λήθης και Ενός λεπτού μαζί.
  • Διαβάζω - Ορισμένα τεύχη της μηνιαίας επιθεώρησης βιβλίου σε πλήρες κείμενο, στον κόμβο Translatio.
  • Διαπολιτισμός - Κόμβος λογοτεχνίας. Πεζογραφία, συνεντεύξεις, ποιήση, μελέτες, νέες εκδόσεις, βιογραφίες, φωτογραφικό υλικό, φόρουμ, σύνδεσμοι.
  • Εγγονόπουλος, Νίκος - Επίσημος ιστοχώρος τού ζωγράφου και ποιητή. 16 σουρεαλιστικά ποιήματα.
  • Εκδοτικός Όμιλος Συγγραφέων - Εκδοτικός όμιλος συγγραφέων και καθηγητών. Νέες κυκλοφορίες, αξιολόγηση και τελευταία νέα.
  • Εκδοτικός Οίκος Γιοβάνη - Εγκυκλοπαίδειες, παιδικά βιβλία, λεξικά, ιστορικά βιβλία, βίπερ.
  • Εκδοτικός Οίκος Παρατηρητής - Κατάλογος βιβλίων, αναζήτηση, προσφορές και πολιτιστική επικαιρότητα.
  • Εκδοτικός Οίκος Σπανίδη - Βιβλιοπωλείο στην Ξάνθη. Πληροφορίες για βιβλία, παρουσιάσεις συγγραφέων.
  • Εκδόσεις Ίνδικτος - Δοκίμια, λογοτεχνία, ποίηση, ταξιδιωτικά βιβλία, μονογραφίες, λευκώματα και παιδικά βιβλία.
  • Εκδόσεις Αγρα - Ελληνική και ξένη πεζογραφία και ποίηση, θέατρο, δοκίμιο, παιδικό βιβλίο, αστυνομική λογοτεχνία, αρχαία ελληνική, λατινική και βυζαντινή γραμματεία, βιβλία τέχνης, ζωγραφικά και φωτογραφικά λευκώματα και βιβλιοφιλικά φυλλάδια.
  • Εκδόσεις Γκοβοστή - Αρχαίοι συγγραφείς, βιογραφίες, δοκίμια και μελέτες, ελληνική και ξένη πεζογραφία και ποίηση, ελληνικό και ξένο θέατρο, ιστορικά και επιστημονικά βιβλία, λευκώματα.
  • Εκδόσεις Γρηγόρη - Αρχαίοι Έλληνες συγγραφείς, ειδική αγωγή και διδακτική, κοινωνιολογία και φιλοσοφία εκπαίδευσης, παιδαγωγική και ψυχολογία, σχολικά βοηθήματα.
  • Εκδόσεις Δίαυλος - Πανεπιστημιακές εκδόσεις, ιστορία και φιλοσοφία επιστημών, ελληνική και ξένη λογοτεχνία, βιβλία πληροφορικής.
  • Εκδόσεις Ενάλιος - Αρχαίοι συγγραφείς, αστυνομικό, ιστορικό και ιπποτικό μυθιστόρημα, κλασσική και σύγχρονη λογοτεχνία, φιλοσοφικό δοκίμιο.
  • Εκδόσεις Θεμέλιο - Ξένη και ελληνική λογοτεχνία, σύγχρονη ιστορία και πολιτικό δοκίμιο, παιδικά βιβλία, ελληνική επιθεώρηση πολιτικής επιστήμης, βιβλιοθήκη ευρωπαϊκών θεμάτων.
  • Εκδόσεις Κάκτος - Αρχαία Ελληνική Γραμματεία. Έκδοση των αρχαίων Ελλήνων συγγραφέων. Ηλεκτρονική αγορά.
  • Εκδόσεις Κλειδάριθμος - Βιβλία πληροφορικής, αρχιτεκτονικά, οικονομικά, σκακιστικά, τεχνικά.
  • Εκδόσεις Μεταίχμιο - Σχολικά, επιστήμες, επαγγελματική κατάρτιση, λογοτεχνία, παιδικά βιβλία.
  • Εκδόσεις Πανεπιστημίου Πάτρας - Βιβλία με θέμα την Επιστήμη, τη θρησκειολογία, τη φιλοσοφία. Δοκίμια και λογοτεχνία.
  • Εκδόσεις Σαββάλα - Σχολικά και παιδικά βιβλία, εργαλεία για τη δουλειά του νηπιαγωγού, διδακτική, οδηγοί σπουδών.
  • Ελληνική Βιβλιογραφική Πύλη - Εκδόσεις, νέα, σύνδεσμοι για βιβλιοθηκονομία, εκδόσεις, βιβλιοπωλεία και βιβλιοθήκες στο διαδίκτυο.
  • Ελληνικό Λογοτεχνικό και Ιστορικό Αρχείο - Μη κερδοσκοπικό σωματείο πολιτιστικού χαρακτήρα με σκοπό τη διάσωση, ταξινόμηση, μελέτη και έκδοση αρχειακού υλικού του 19ου και 20ού αιώνα.
  • Εμπειρίκος, Ανδρέας - Τόπος του Υπουργείου Πολιτισμού για τον ποιητή, στα πλαίσια της επαιτείου εκατό χρόνων από τη γέννησή του.
  • Εταιρεία Ελλήνων Συγγραφέων - Πληροφοριακό υλικό για τα μέλη της που είναι όλοι σύγχρονοι Έλληνες λογοτέχνες. Αναζήτηση με όνομα ή λογοτεχνικό είδος (μυθιστόρημα, ποίηση, πεζογραφία, δοκίμιο, παιδικό βιβλίο, κριτική).
  • Η αποκάλυψη μετά του Ιωάννου - Βιβλίο από τις εκδόσεις Έπιστος.
  • Η σκοτεινή γωνιά - Ελληνική gothic διαδικτυακή πύλη. Μαύρη ποίηση και ιστορίες.
  • Ιθάκη - Κωνσταντίνος Καβάφης. Βιογραφία, άρθρα, φωτογραφίες, πλήρης λίστα ποιημάτων, 184 ποιήματα σε πλήρες κείμενο και απαγγελίες σε mp3.
  • Καββαδίας, Νίκος - Σύντομη βιογραφία και τα ποιήματα Μαχάιρι, Πούσι, Σταυρός του Νότου, Kuro Siwo, Mal du depart, A bord de l'Aspasia.
  • Καζαντζάκης, Νίκος - Εκτενής βιογραφία, εργογραφία και φωτογραφικό υλικό.
  • Καραγάτσης - Βιογραφία και εργογραφία του συγγραφέα.
  • Καρυωτάκης, Κώστας - Βιογραφία, ποιήματα, πεζά, μελέτες, μεταφράσεις, φωτογραφίες και χρονολόγιο.
  • Κυβερνολογοτεχνία - Πειραματική λογοτεχνία και net art.
  • Λαλιώτης, Βασίλης - Ποίηση Βασίλη Λαλιώτη και κριτικές ποίησης. Μεταφράσεις Φεδερίκο Γκαρθία Λόρκα, Πάμπλο Νερούδα, Μιγκέλ Ερνάντεθ, Λουίς Θερνούδα.
  • Λεβαντίδης, Βασίλης - Εργοβιογραφία, βιβλία για την επικοινωνία και τα media, το βιβλίο στην τηλεόραση, σύνδεσμοι για τη λογοτεχνία και τον γραπτό λόγο.
  • Λογοτεχνικό Περιοδικό Διαπολιτισμός - Παρουσιάζονται λογοτεχνικά κείμενα, ποιήματα,μεταφράσεις, μελέτες και κριτικές για την Ελληνική και ξένη λογοτεχνία. Ακόμη, βιογραφικά Ελλήνων και ξένων συγγραφέων, φωτογραφίες καθώς και συνεντεύξεις τους.
  • Μαντινάδες - Ξενάγηση στην Κρητική μαντινάδα. Αναζήτηση με κατηγορίες (χιουμοριστικές, έρωτας, γάμος, αρραβώνας, θάνατος...) και λέξεις κλειδιά.
  • Μικρός Απόπλους - Αρχαία ελληνικά κείμενα και μεταφράσεις, ποιήματα και διηγήματα Γιάννη Σκαρίμπα και Στέλιου Δουμένη, άρθρα, λογοτεχνικές μελέτες.
  • Μουσόπουλος, Θανάσης - Φιλόλογος και συγγραφέας. ’ρθρα, δοκίμια, μελέτες, ποιητικές συλλογές.
  • Ο Λόγος στην Τέχνη - Ερασιτέχνες ποιητές και συγγραφείς. Ποίηση, διήγημα, άρθρα, κριτικές.
  • Ο κύκλος των Ανδρίων ποιητών - Γενικά στοιχεία, παροιμίες, δραστηριότητες, εισαγωγή στην ποίηση, στοιχεία για τους ποιητές Εμπειρίκο και Πολέμη, σχετικές διευθύνσεις.
  • Οι σελίδες του Νίκου Σαραντάκου - Ελληνική λογοτεχνία και γλώσσα. Επίσης μια προσπάθεια να συγκεντρωθούν όλα τα νεοελληνικά κείμενα τα διαθέσιμα στο διαδίκτυο.
  • Ποιήματα Ρίτσου-Καβάφη - Ποιήματα του Γιάννη Ρίτσου και του Καβάφη.
  • Ποιήση Γιώργου Μάνθου - Και ένα αφιέρωμα στο Γ. Σεφέρη.
  • Προπαγάνδα - Παρουσιάσεις βιβλίων, κείμενα και κριτικές λογοτεχνών (Εμπειρίκος, Μπουκόφσκυ, Μπρετόν, Βέλτσος, Παπατσώνης, Εγγονόπουλος, Κέρουακ, Σαχτούρης κ.ά.)
  • Σπουδαστήριο Νέου Ελληνισμού - Νέα ελληνική λογοτεχνία. Συγγραφείς και βιβλία. Ανθολόγιο κειμένων σε ηλεκτρονική μορφή. Αρχείο Καβάφη.
  • Στάχτες - Περιοδική έκδοση λογοτεχνικών και ποιητικών κειμένων, Ελλήνων και ξένων συγγραφέων.
  • Στοά του Βιβλίου - Εκδότες, παρουσιάσεις βιβλίων, πρόγραμμα και δραστηριότητες.
  • Σύγχρονη Ελληνική Ποίηση - Περιοδική on-line έκδοση για την προβολή και διάδοση των λογοτεχνικών περιοδικών. Κατάλογος Ελλήνων ποιητών και ποιήματα σε πλήρες κείμενο.
  • Σύλλογος Ελλήνων Λογοτεχνών Αυστραλίας - Ιστορικό, μέλη και εκδηλώσεις. Αρθρα και λογοτεχνικά κείμενα.
  • Το Ηλεκτρονικό Βιβλιοπωλείο της Εστίας - Αρχαία Γραμματεία, ποίηση, μυθιστόρημα, δοκίμιο-μελέτη, θέατρο, παιδικά βιβλία, λευκώματα και άλλα.
  • Alternative Factor - Η ηλεκτρονική έκδοση της Speculative Fiction. Πλήρης κατάλογος των έργων επιστημονικής φαντασίας που μεταφράστηκαν και εκδόθηκαν στην Ελλάδα. Βιβλιοθήκη με εκατοντάδες διηγήματα, δοκίμια, παρουσιάσεις και συνεντεύξεις συγγραφέων.
  • κ ART ά SOS - Κάρτας Τάσος. Ποιήματα.
  • Pagina Philologiae - Φιλολογικός ιστοχώρος. ’ρθρα, λογισμικό, βιβλιογραφίες, cd-roms με θέμα τη λογοτεχνία, εκδόσεις, κατάλογος ελληνικών λογοτεχνικών περιοδικών.
  • Planet Prespa - Αποσπάσματα από το ομότιτλο μυθιστόρημα της Σοφίας Νικολαϊδου. Translatio Κόμβος για το βιβλίο και τη μετάφραση.
  • www.logotexnia.net.
    Θα ήθελα να σας ενημερώσω για τη δημιουργία ενός νέου ηλεκτρονικού λογοτεχνικού περιοδικού, το www.logotexnia.net. το περιοδικό μας ασχολείται με την αρθρογραφία σε κείμενα της ελληνικής και ξένης λογοτεχνίας, ενημερώνει για τις παλαιότερες εκδόσεις και περιλαμβάνει τις νέες κυκλοφορίες όλων των εκδοτικών οίκων καθώς και τις εκδηλώσεις τους. Εκ μέρους της συντακτικής επιτροπής Παυλογεωργάτου Ευφροσύνη efrossini@logotexnia.net

    Για μιαν.. Αθήνα..
    Πίσω απ' τα πέλαγα και πέρα απ' τα *πλάγια δάση βαθιά -..πατρίδα μου!- αρνιά μου *λάγια..
    Η γριά μου η *βάβω η παναγιά στην ερημιά με το *φακιόλι της αλαφιασμένη ψάχνει στα διάσελα κλαημένη να βρει τσοπάνηδες.. Όμως στα σταυροδρόμια χωρίς κερί τα εικονοστάσια παντού ερημιά πυκνή καταχνιά στην εκκλησιά του Αϊ Νικόλα βουβή η καμπάνα.. Δόλια μου η μάνα και τα περιβόλια ρημαγμένα τ' αμπέλια μας καταστρεμμένα και ο κύρης μας μακρυά στα ξένα. ...Και τα σκυλιά τ' αδέσποτα κι' εκείνα μας εγκατέλειψαν για μιαν... Αθήνα..

    (Γράμμα στον 'Ελληνα της Διασποράς)

    Κώστας Δουρίδας

    Μια χώρα με μακρόχρονη ιστορία παρουσιάζει τους σύγχρονους συγγραφείς της
  • Κατερίνα Αγγελάκη - Ρουκ    
  • Πρόδρομος Μαρκόγλου    
  • Τηλέμαχος Αλαβέρας    
  • Γιώργος Μαρκόπουλος    
  • Βασίλης Αλεξάκης    
  • Πέτρος Μαρτινίδης    
  • Βέφα Αλεξιάδου    
  • Ανθή Μαρωνίτη    
  • Μανόλης Αναγνωστάκης    
  • Παύλος Μάτεσις    
  • Νικόλαος Ανδρικόπουλος    
  • Μάρκος Μέσκος    
  • Ανδρέας Αποστολίδης    
  • Χριστόφορος Μηλιώνης    
  • Ευγένιος Αρανίτσης    
  • Ανδρέας Μήτσου    
  • Νασος Βαγενάς    
  • Αμάντα Μιχαλοπούλου    
  • Ελένη Βακαλό    
  • Κλαίρη Μιτσοτάκη    
  • Νάνος Βαλαωρίτης    
  • Κώστας Μουρσελάς    
  • Θανάσης Βαλτινός    
  • Χρήστος Μπουλώτης    
  • Γιάννης Βαρβέρης    
  • Δημήτρης Νόλλας    
  • Τάκης Βαρβιτσιώτης    
  • Γιάννης Ξανθούλης    
  • Αγγελική Βαρελλά    
  • Νίκος Παναγιωτόπουλος    
  • Βασίλης Βασιλικός    
  • Αλέξης Πανσέληνος    
  • Αναστάσης Βιστωνίτης    
  • Κώστας Παπαγεωργίου    
  • Χάρης Βλαβιανός    
  • Νίκος Παπανδρέου    
  • Μαρία Γαβαλά    
  • Στρατής Πασχάλης    
  • Ρέα Γαλανάκη    
  • Τίτος Πατρίκιος    
  • Γιώργης Γιατρομανωλάκης    
  • Γιώργης Παυλόπουλος    
  • Μιχάλης Γκανάς    
  • Λότη Πέτροβιτς    
  • Τάσος Δενέγρης    
  • Βαγγέλης Ραπτόπουλος    
  • Σωτήρης Δημητρίου    
  • Μαρλένα Πολιτοπούλου    
  • Κική Δημουλά    
  • Αντώνης Σαμαράκης    
  • Λένα Διβάνη    
  • Ελένη Σαραντίτη    
  • Απόστολος Δοξιάδης    
  • Ζωρζ Σαρή    
  • Μάρω Δούκα    
  • Μίλτος Σαχτούρης    
  • Μαρία Ευσταθιάδη    
  • Κίρα Σίνου    
  • Νένη Ευθυμιάδη    
  • Γιώργος Σκαρμπαδώνης    
  • Σοφία Ζαραμπούκα    
  • Θώμας Σκάσσης    
  • Ζυράννα Ζατέλη    
  • Αντώνης Σουρούνης    
  • ’λκη Ζέη    
  • Ανδρέας Στάικος    
  • Χρίστος Ζουράρης    
  • Αλέξης Σταμάτης    
  • Νίκος Θέμελης    
  • Διδώ Σωτηρίου    
  • Τάκης Θεοδωρόπουλος    
  • Περικλής Σφυρίδης    
  • Αλέξανδρος Ίσαρης    
  • Έρση Σωτηροπούλου    
  • Εκτωρ Κακναβάτος    
  • Πέτρος Τατσόπουλος    
  • Αθηνά Κακούρη    
  • Σώτη Τριανταφύλλου    
  • Δημήτρης Καλοκύρης    
  • Ευγένιος Τριβιζάς    
  • Ιάκωβος Καμπανέλλης    
  • Φωτεινή Τσαλίκογλου    
  • Μαργαρίτα Καραπάνου    
  • Μισέλ Φάις    
  • Ιωάννα Καρυστιανή    
  • Ευγενία Φακίνου    
  • Γιάννης Κιουρτσάκης    
  • Φίλιππος Φιλίππου    
  • Μάνος Κοντολέων    
  • Ανδρέας Φραγκιάς    
  • Γιάννης Κοντός    
  • Νίκος Φωκάς    
  • Μένης Κουμανταρέας    
  • Αντώνης Φωστιέρης    
  • Δημοσθένης Κούρτοβικ    
  • Θανάσης Χατζόπουλος    
  • Αγλαΐα Κρεμεζή    
  • Θανάσης Χειμωνάς    
  • Κλείτος - Δημήτριος Κύρου    
  • Ελιάνα Χουρμουζιάδου    
  • Μαρία Λαϊνά    
  • Δήμητρα Χριστοδούλου    
  • Χριστόφορος Λιοντάκης    
  • Τηλέμαχος Χυτήρης    
  • Μάρω Λοΐζου    
  • Χρήστος Χωμενίδης    
  • Πέτρος Μάρκαρης    
  • Βάσω Ψαράκη    
  • Λίτσα Ψαραύτη
  • Πέτρος Α. Δήμας

    ΑΦΙΕΡΩΜΑ
    Τα πρωτοβρόχια αρχίσανε νωρίς στην Κυραβγένα.
    Θυμάσαι;...Στην απόμερη σε πρόσμενα σπηλιά,
    κι ερχόσουν! Ήταν τα λινά γοβάκια σου βρεγμένα,
    μυρίζαν κρίνα και βροχή τα σκόρπια σου μαλλιά.

    Ερχόσουν μέσα στο φαρδύ παλτό σου διπλωμένη,
    κι αηδόνιζε το φτερωτό σου βήμα, κι η φωνή.
    Έγερνες στην αγκάλη μου σαν λιποθυμισμένη,
    κι ήσουν, κάτω απ' τη σχολική ποδούλα σου, γυμνή!

    'A, πώς χτυπούσε η φλογερή καρδιά σου, πώς μιλούσε
    το λαγγεμένο χέρι σου,τα'αχείλι σου, η ματιά!-
    Το κρύο φεγγάρι,ανάμεσα απ' τα ελάτια,αστροβολούσε.
    Με κεδρόξυλα ανάβαμε στο διάσελο φωτιά.

    Αχ έλα! ας ήτανε να ρθεις από τα Περασμένα,
    δροσάτη αγάπη, μάγεμα των είκοσι χρονώ!-
    Τα πρωτοβρόχια αρχίσανε νωρίς στην Κυραβγένα,
    κι είναι ,χωρίς το βλέμμα σου, το δάσος σκοτεινό.

    Πέτρος Α. Δήμας

    Διονύσης Λεϊμονής

    Ανθρώπινα πάθη
    Θρύψαλα και αίμα με κάμποση δόση απόγνωσης
    Η φρίκη χάραξε με μανία αδρές πινελιές στα μάτια
    Θεέ μου, πόσα προσωπεία φορά ο φόβος!
    Σίδερα και κορμιά σε κοινό κοιτώνα
    Πίκρα και οργή ένα θλιβερό χαρμάνι
    Πώς να οικοδομήσεις τον κόσμο πάνω σε ράκη;
    Πώς να κάνεις το σταυρό σου χωρίς χέρια;
    Πώς να σχεδιάσεις το αύριο με πληγωμένο το χθες;
    Που να βρεις τη δύναμη να απεγκλωβιστείς απ' τα πάθη;
    Χάθηκε ο μίτος της ελπίδας μες στο λαβύρινθο του μίσους;
    Σφίγγεις τα δόντια για να μη φρενιάσεις λυσσασμένος
    Προσφέρεις ακούσια την ανάσα σου σε ένα «Ιερό Τίποτα»
    Αναζητάς μια και μόνο πνοή χωμένη στη σκόνη μιας έκρηξης
    Ψαχουλεύεις γύρω σου ζητώντας τον ΄Ανθρωπο μάταια
    Κολυμπάς στο πέλαγος της βαρβαρότητας τσακισμένος Οδυσσέας
    Ως πότε πηγή μιας έμπνευσης θα έχω το Χάος;
    Πότε θα ξεκολλήσει το ρημαγμένο σκάφος του Νου από τη λάσπη
    και θα γυρίσει μεσοπέλαγα το πηδάλιο της Ελπίδας;
    Πότε;
    Κάποτε;
    Ποτέ;

    Διονύσης Λεϊμονής
    Φιλόλογος

    Μενέλαος Λουντέμης

    Ερωτικό κάλεσμα
    Έλα κοντά μου , δεν είμαι η φωτιά.
    Τις φωτιές τις σβήνουν τα ποτάμια.
    Τις πνίγουν οι νεροποντές.
    Τις κυνηγούν οι βοριάδες.
    Δεν είμαι , δεν είμαι η φωτιά.

    Έλα κοντά μου δεν είμαι άνεμος.
    Τους άνεμους τους κόβουν τα βουνά.
    Τους βουβαίνουν τα λιοπύρια.
    Τους σαρώνουν οι κατακλυσμοί.
    Δεν είμαι, δεν είμαι ο άνεμος.

    Εγώ δεν είμαι παρά ένας στρατολάτης
    ένας αποσταμένος περπατητής
    που ακούμπησε στη ρίζα μιας ελιάς
    ν' ακούσει το τραγούδι των γρύλων.
    Κι αν θέλεις , έλα να τ' ακούσουμε μαζί.

    Μενέλαος Λουντέμης

    Γιώργης Παυλόπουλος

    Τα Αντικλείδια
    Η Ποίηση είναι μια πόρτα ανοιχτή.
    Πολλοί κοιτάζουν μέσα χωρίς να βλέπουν
    τίποτα και προσπερνούνε. 'Ομως μερικοί
    κάτι βλέπουν, το μάτι τους αρπάζει κάτι
    και μαγεμένοι πηγαίνουνε να μπουν.
    Η πόρτα τότε κλείνει. Χτυπάνε μα κανείς
    δεν τους ανοίγει. Ψάχνουνε για το κλειδί.
    Κανείς δεν ξέρει ποιος το έχει. Ακόμη
    και τη ζωή τους κάποτε χαλάνε μάταια
    γυρεύοντας το μυστικό να την ανοίξουν.
    Φτιάχνουν αντικλείδια. Προσπαθούν.
    Η πόρτα δεν ανοίγει πια. Δεν άνοιξε ποτέ
    για όσους μπόρεσαν να ιδούν στο βάθος.
    'Ισως τα ποιήματα που γράφτηκαν
    από τότε που υπάρχει ο κόσμος
    είναι μια ατέλειωτη αρμαθιά αντικλείδια
    για ν' ανοίξουμε την πόρτα της Ποίησης.

    Μα η Ποίηση είναι μια πόρτα ανοιχτή.

    Από τη συλλογή "Τα αντικλείδια", εκδ. Στιγμή

    Γιώργης Παυλόπουλος

    Ορθοδοξία

    Το Σύμβολο της Πίστεως
    1. Πιστεύω εις ενα Θεόν, Πατέρα, παντοκράτορα, ποιητήν ουρανού και γης, ορατών τε πάντων και αοράτων.

    2. Καί είς ενα Κύριον Ιησούν, Χριστόν, τόν Υιόν τoυ Θεoύ, τόν μονογενή, τόν εκ του Πατρός γεννηθέντα πρό πάντων των αίωνων. Φως εκ φωτός, Θεόν αληθινόν εκ Θεού αληθινού, γεννηθέντα ου ποιηθέντα, ομοούσιον το Πατρί, δι' ου τά πάντα εγένετο.

    3. Τόν δι' ημας τούς ανθρώπους και διά την ημετέραν σωτηρίαν κατελθόντα εκ των ουρανών καί σαρκωθέντα εκ Πνευματος 'Αγίου και Μαρίας της Παρθένου καί ενανθρωπήσαντα.

    4. Σταυρωθέντα τε υπέρ ημων επί Ποντίου Πιλάτου και παθόντα καί ταφέντα.

    5. Καί αναστάντα τήν τρίτη ημέρα κατά τάς Γραφάς.

    6. Καί ανελθόντα εις τούς ουρανούς καί καθεζόμενον εκ δεξιών του Πατρός.

    7. Καί πάλιν ερχόμενον μετά δόξης κρίναι ζωντας καί νεκρούς, ου της βασιλείας ουκ έσται τέλος.

    8. Καί εις τό Πνευμα τό 'Αγιον, τό κύριον, τό ζωοποιόν,τό εκ του Πατρός εκπορευόμενον, τό σύν Πατρί καί Υιω συμπροσκυνούμενον καί συνδοξαζόμενον, τό λαλήσαν διά των Προφητών.

    9. Εις μίαν, αγίαν, καθολικήν καί αποστολικήν Εκκλησίαν.

    10. Ομολογω εν βάπτισμα εις άφεσιν αμαρτιών.

    11. Προσδοκω ανάστασιν νεκρων.

    12. Καί ζωήν του μέλλοντος αίωνος. 'Αμήν.

    1. Πιστεύω σε ένα Θεό, Πατέρα, Παντοκράτορα, δημιουργό του ουρανού και της γης, όλου του ορατού και αόρατου κόσμου.

    2. Πιστεύω και σε ένα Κύριο, τον Ιησού χριστό, τον γιό του Θεού το μονογενή, που γεννήθηκε από τον Πατέρα προαιώνια. Φως από το φως, αληθινό Θεό, που γεννήθήκε και δε δημιουργήθηκε, ομοούσιο με τον Πατέρα, διά του οποίου Ιησού όλα δημιουργήθηκαν.

    3. Αυτόν που για μας τους ανθρώπους και για τη σωτηρία μας κατέβηκε από τους ουρανούς και σαρκώθηκε από το ’γιο Πνεύμα και την Μαρία την Παρθένο και έγινε άνθρωπος.

    4. Και που σταυρώθηκε προς χάρη μας επί Ποντίου Πιλάτου και θυσιάστηκε και ενταφιάστηκε.

    5. Και που αναστήθηκε την Τρίτη ημέρα σύμφωνα με τις Γραφές.

    6. Και που ανέβηκε στους ουρανούς και κάθεται δεξιά του Πατέρα.

    7. Και που πάλι θα επιστρέψει με δόξα για να κρίνει ζώντες και νεκρούς, του οποίου η βασιλεία δε θα έχει τέλος.

    8. Πιστεύω και στο 'Αγιο Πνεύμα, το κύριο, αυτό που δίνει ζωή, που εκπορεύεται από τον Πατέρα, αυτό που μαζί με τον Πατέρα και τον Υιό συμπροσκυνείται και συνδοξάζεται, το οποίο μίλησε με το στόμα των προφητών.

    9. Πιστεύω, στην Eκκλησία που είναι μία, αγία, καθολική και αποστολική.

    10. Ομολογώ ένα βάπτισμα για τη συγχώρεση Tων αμαρτιών.

    11. Περιμένω με ελπίδα την ανάσταση των νεκρών.

    12. Και τη ζωή στη μέλλουσα βασιλεία του Θεού. Αμήν.

    Από τα απόστιχα ιδιόμελα του όρθρου της Μ. Τετάρτης:

    Το Τροπάριο της Κασσιανής
    Κύριε, η εν πολλαίς αμαρτίαις περιπεσούσα γυνή, την σήν αισθομένη Θεότητα μυροφόρου αναλαβούσα τάξιν, οδυρομένη μύρα σοι προ του ενταφιασμού κομίζει.

    Οίμοι! λέγουσα, οτι νύξ μοι υπάρχει, οίστρος ακολασίας, ζοφώδης τε και ασέληνος ερως της αμαρτίας.

    Δέξαι μου τας πηγάς των δακρύων, ο νεφέλαις διεξάγων της θαλάσσης το ύδωρ κάμφθητί μοι προς τους στεναγμούς της καρδίας, ο κλίνας τους ουρανούς τη αφάτω σου κενώσει.

    Καταφιλήσω τους αχράντους σου πόδας, αποσμήξω τούτους δε πάλιν τοις της κεφαλής μου βοστρύχοις ων εν τω Παραδείσω Εύα το δειλινόν κρότον τοις ώσιν ηχηθείσα, τω φόβω εκρύβη.

    Αμαρτιών μου τα πλήθη και κριμάτων σου αβύσσους τις εξιχνιάσει, ψυχοσώστα Σωτήρ μου; Μη με την σήν δούλην παρίδης, Ο αμέτρητον έχων το έλεος.

    Κύριε, η γυναίκα που έπεσε σε πολλές αμαρτίες, σαν ένοιωσε τη θεότητά σου, γίνηκε μυροφόρα και σε άλειψε με μυρουδικά πριν από τον ενταφιασμό σου κι έλεγε οδυρόμενη:

    Αλλοίμονο σε μένα, γιατί μέσα μου είναι νύχτα κατασκότεινη και δίχως φεγγάρι, η μανία της ασωτείας κι ο έρωτας της αμαρτίας.

    Δέξου από μένα τις πηγές των δακρύων, εσύ που μεταλλάζεις με τα σύννεφα το νερό της θάλασσας. Λύγισε στ' αναστενάγματα της καρδιάς μου, εσύ που έγειρες τον ουρανό και κατέβηκες στη γης.

    Θα καταφιλήσω τα άχραντα ποδάρια σου, και θα τα σφουγγίσω πάλι με τα πλοκάμια της κεφαλής μου· αυτά τα ποδάρια, που σαν η Εύα κατά το δειλινό, τ' άκουσε να περπατάνε, από το φόβο της κρύφτηκε.

    Των αμαρτιών μου τα πλήθη και των κριμάτων σου την άβυσσο, ποιος μπορεί να τα εξιχνιάση, ψυχοσώστη Σωτήρα μου; Μην καταφρονέσης τη δούλη σου, εσύ που έχεις τ' αμέτρητο έλεος

    Μεταγραφή του Φώτη Κόντογλου

    Κωστής Παλαμάς

    Ο Ολυμπιακός ύμνος
    Αρχαίο πνεύμα αθάνατο, αγνέ πατέρα
    του μεγάλου, του ωραίου και τ' αληθινού
    κατέβα, φανερώσου κι άστραψε 'δω πέρα
    τη δόξα της δικής σου γης και τ' ουρανού.

    Στο δρόμο και στο πάλεμα και στο λιθάρι,
    στων ευγενών αγώνων λάμψε την ορμή
    και με τ' αμάραντο στεφάνωσε κλωνάρι
    και σιδερένιο πλάσε κι άξιο το κορμί.

    Κάμποι, βουνά και πέλαγα φέγγουνε μαζί σου
    σαν ένας λευκοπόρφυρος μέγας ναός
    και τρέχει στο ναό εδώ προσκυνητής σου
    αρχαίο πνεύμα αθάνατο, κάθε λαός...

    Κωστής Παλαμάς

    * * * Ο  ύμνος παραγγέλθηκε στον ποιητή τον Μάϊο του 1895 από την Επιτροπή Ολυμπιακών Αγώνων, ύστερα από επιμονή των Δημ. Βικέλα και Τιμ. Φιλήμονος. Η παραγγελία θεωρήθηκε σαν μια νίκη της Δημοτικής. Μελοποιήθηκε από τον Κερκυραίο μουσουργό Σπύρο Σαμάρα και απετέλεσε τον ύμνο των Ολυμπιακών Αγώνων, που ωργανώθηκαν στο Στάδιο το 1896. Από το 1952 είναι ο επίσημος ύμνος των Αγώνων και ακούγεται από τότε σε όλες τις τελετές έναρξης στα Ελληνικά.

    Μιλτιάδης Μαλακάσης

    "Το λένε τ' αηδονάκια..."
    Α ! πως χτυπά καμιά φορά τούτ' η καρδιά κι αναφτερά,
    τώρα στα γεροντάματα,
    σα νιος να ξαναχαίρομαι φεγγάρι-μέρα, αστροφεγγιά,
    δύσες, γλυκοχαράματα !

    Σαν απ' την τάξη τη μουχλή στο πατρικό μου να γυρνώ,
    και νάχω σκόλη τρίμερη,
    και να είμαι για το Γαλατά και για το αθάνατο βουνό
    με την πλαγιά την ήμερη.

    Κ' εκεί, σα να με καρτερούν γιδάρηδές μου πιστικοί,
    πρατάρηδες συντρόφοι μου,
    μ' άλλους να μπαίνω στο λογγά κι άλλοι απ' την άγναντη κορφή
    να ρίχνουν στο πιστρόφι μου.

    Κι ακόμα, σα νάν' έτοιμα, τυρί, μυζήθρα, το σφαχτό
    και το γλυκό το νιώτικο,
    κι από σε πλατανόφυλλα το κοκκορέτσι το ζεστό
    και το ρακί τ' Αηλιώτικο.

    Κ' ύστερα, σα να μου κρατούν την καλαμάτα στο χορό
    βλαχούλες και βλαχόπουλα,
    κ' εκεί που σειέμαι και λυγώ και στρίβω και νυχοπατώ,
    να μου φωνάζουν : όπουλα ! ..

    Α ! πως χτυπάει καμιά φορά τουτ' η καρδιά κι αναφτερά,
    και πως μ' ανάβουν τα αίματα,
    σα νάμ, εκεί και τραγουδώ με τη φλογέρα συνοδιά:
    "Το λένε τ' αηδονάκια στα κλεισορέματα..."

    Μιλτιάδης Μαλακάσης

    Τεύκρος Ανθίας

    Αποσπασματικά
    Από "Τα σφυρίγματα του Αλήτη"

    Αλήτη ! Απόψε είν' η βραδιά τόσο καλή, τίσο καλή !
    Μπορείς να πας να κοιμηθείς σ' ένα παγκάκι, αλήτη !
    Πλάτυνε η σκέψη τη ζωή τόσο πολύ, τόσο πολύ,
    πόκανε ο άνθρωπος τη γη κι όλο το σύμπαν σπίτι.

    Από τη "Δευτέρα Παρουσία"

    Εδίψασα τόσο πολύ για φως και για γαλήνη
    κ' ήρθα να πιω από τον κρουνό της γνώσης, να ησυχάσω,
    τώρα που η νύχτα η σκοτεινή μαραίνεται και φθίνει,
    να ξαπλωθώ φαρδιά-πλατιά σ' όλη τη γη, να ξαποστάσω.

    Από το "β' ιντερμέδιο"

    Θέλω να ματώσω, θέλω να δοθώ,
    στη σκληρή ηδονή της μεγάλης πτώσεως.

    Τεύκρος Ανθίας

    Λορέντζος Μαβίλης

    Εις την πατρίδα
    Πατρίδα σαν τον ήλιο σου ήλιος αλλού δεν λάμπει.
    Πώς εις το φως του λαχταρούν η θάλασσα κι οι κάμποι
    πως λουλουδίζουν τα βουνά, τα δασ' οι λαγκαδιές,
    στέρνοντάς του θυμίαμα μυριάδες μυρωδιές!
    Αφρολογούν οι ρεματιές και λαχταρίζ' η λίμνη,
    χίλιες πουλιών λαλιές ηχούν, της ομορφιάς του ύμνοι.
    Σ άπειρ' αστράφτουν χρώματα παντού λογής λογής
    τ' αγέρος τα πετούμενα, τα σερπετά της γης.
    Κι, αυτός σηκώνει τ' αλαφρό της καταχνιάς μαγνάδι
    κι' η κάθε στάλ' από δροσιά γυαλίζει σαν πετράδι,
    η κάθε αχτίδα του σκορπά με την αναλαμπή
    χαρά, ζωή και δύναμη κι' ελπίδα όπου κι' αν μπει.

    Φαντάζεις σαν τον ήλιο σου κι' εσύ καλή πατρίδα,
    και μάγια σαν τα μάγια σου στον κόσμο αλλού δεν είδα.
    Η γη σου είναι παράδεισο, κι αιώνια γαλανός
    γύρω σου καθρεφτίζεται στο πέλαγ' ο ουρανός.
    και οι νύχτες σου με τ' άσπρα τους, με τη γαλάζια πάστρα,
    με τ' αηδονολαλήματα, τρεμάμενα σαν τ' άστρα,
    με το φεγγάρι που περνά, σαν όνειρο ευτυχιάς,
    στη μέση της απέραντης ουράνιας ησυχιάς,
    οι νύχτες σου δροσοβολούν χιλιόπλαστα λουλούδια
    και στων παιδιών σου τες καρδιές αμάραντα τραγούδια,
    σταλάζουν εις τα σπλάχνα τους θεράπειο λησμονιάς,
    ελευτεριάς αγαλλίαση και μίσος τυραννιάς.

    Μάγεμα ασημοϋφαντο, φως μαργαριταρένιο
    λυώνομαι σ' ένα χάραμα ξανθό, μαλαματένιο.
    Γιομάτος μόσχους και δροσιές ο Ζέφυρος τερπνά
    μέσ' απ' αγάπης φαντασιές τα πλάσματα ξυπνά.
    κι' ανάμεσα στα χρώματ' από χίλια ουράνια τόξα,
    προβαίνει πάλ' ο ήλιος εις όλη του τη δόξα
    και σαν του μεγαλείου σου σύμβολο φωτεινό,
    ως στο χρυσό βασίλεμα λάμπει στον ουρανό.
    Ελλάς, το μεγαλείο σου βασίλεμα δεν έχει
    και δίχως γνέφια τους καιρούς η δόξα σου διατρέχει,
    όσες φορές ο ήλιος σου να σε φωτίσει ερθεί,
    θε να σ' ευρεί, πεντάμορφη, στεφανωμένη, ορθή.

    Λορέντζος Μαβίλης

    Γλαύκος Αλιθέρσης

    Δύο ποιήματα
    Το τραγούδι των στρατών
    του Μ. Αλεξάνδρου

    Νύχτα, κυλούνε τα θολά νερά του Γάγγη
    και των εχθρών καίνε οι φωτιές αντίκρυ. Ξαγρυπνούμε.
    σκεφτόμαστε ποια τάχα βία και ποια ανάγκη
    στην άγνωστη Ιντική μας σπρώχνει να διαβούμε.
    Οι Γαίτες, Μαίδοι, Τριβαλλοί και γύρου
    στη χώρα μας λαοί ξολοθρεφτήκαν
    απ' την φωτιά και την αιχμή του μαύρου μας σιδήρου
    Μα αυτοί είναι τόσο μακριά... Ποτέ δεν μπήκαν
    για να ασεβήσουν στους θεούς μας ή στα σπίτια
    μας ν' ατιμάσουν ή να καταστρέψουν
    τ' αμπέλια, τα σιτάρια μας, τ' αραποσίτια...
    Ω Αλέξανδρε... Διστάζουμε να πάμε εμπρός, μα δείλια
    δεν είναι το σαράκι που μας τρώει...

    ............................................................

    - Εκεί βρίσκονται τ' άσπρα μας σπιτάκια
    κι οι γωνιές κι οι μορφές οι αγαπημένες,
    που βλέπουνε τους βραδυνούς και φωτεινούς ορίζοντες
    κι αργά μιλούν για μας συλλογισμένες...
    Κι οι γιοί μας, τόσα ακούγοντας, με πλάνο
    βλέμμα ρεμβό ξεχνιούνται αφηρημένοι.
    Τώρα θάναι έφηβοι ωραίοι, με θλίψη
    των μενεξέδων στα μαλλιά στεφανωμένοι...
    Γύρισε πίσω... Μη νομίσεις δείλια
    πως είναι το σαράκι που μας τρώει,

    Και στο λιβάδι των σκιών, τ' όλο ασφοδείλια
    οδήγα μας! δε θ' ακουστεί ούτ' ένα μοιρολόϊ
    'Οπως νικούν, και να πεθαίνουν ξέρουν οι ηρώοι,
    Μα ώ θάλασσα, ώ βουνά νοσταλγημένα
    κι ώ φως του ήλιου αβρό κι' ευλογημένο
    κι ώ λαχτάρα της γης όπου μ' εγέννα,
    μακριά σας να πεθάνω είναι γραμμένο.


    Θρήνος

    Αυτή την ώρα των λυγμών και των κελαηδημάτων
    που μας λυγίζει δεητικούς -
    αυτή την ώρα τη ρεμβή του δειλινού,
    των χωρισμών, δραμάτων και θανάτων,
    μη δεν ακούς,
    στις πορφυρές, στις ματωμένες δύσες?

    Κλαίνε οι ορίζοντες στα βάθη τ' ουρανού
    τα μαβιά δέντρα, τα πουλάκια, οι βρύσες,
    των πεθαμένων οι ψυχές των ζωντανών η μοίρα,
    Κι' ο θρήνος ανεβαίνει σαν πλημμύρα
    από τα μύχια της καρδιάς,
    με τις αμαρτωλές μας προσευχές
    και τα λιγόθυμα τα ξέπνοα μύρα
    της μελιχρής και μυστικής βραδυάς

    - Ιερουσαλήμ! Ιερουσαλήμ! θέμε, δε θέμε
    η μνήμη πως εφιαλτικά μας τυραννά και κλαίμε...
    Μαζί με εμάς θρηνούν οι αιώνες
    οι πεινασμένοι κι οι μελλοντικοί
    Στα νεύρα μας ξυπνούν και ζωντανεύουν
    όλοι οι νεκροί,
    κι' όλη η μελλούμενη φυλή στις θερμές φλέβες μας
    πως στροβιλίζεται γοργή!
    Ιερουσαλήμ! Ιερουσαλήμ! στ' αλλόφρονά μας μάτια
    ερείπια τα βασιλικά σου τα παλάτια,
    και πέφτοντας γονατιστοί στ' άγιο σου χώμα
    με δάκρυ το ματώνουμε και το φιλούμε,
    σαν της αγάπης, της ιερής αγάπης μας το στόμα.

    Οι θρήνοι μας, κηδεύουνε την ίδια την ψυχή μας.
    Κι είν, η καρδιά μας σκοτεινή, σα δίχως
    νερό πηγάδι
    και μες στην άδεια, στείρ, απαντοχή μας
    κι ο δικός σου, Ποιητή, θλιβερός στίχος
    κούφια αντηχεί κι αντιδονεί σαν να έρχεται απ' τον 'Αδη.

    Ω, αυτή την ώρα των λυγμών και των κελαηδημάτων,
    των ρεμβασμών κι ονειροπολημάτων
    θρηνούν κι οι ορίζοντες στα πορφυρά τους βάθη, για κάτι το ανεπίστρεφτο που εχάθη...
    Κι εμείς, Ιερουσαλήμ, θέμε δε θέμε
    θυμούμενοι, αχ ! θυμούμενοι, Ιερουσαλήμ,
    σκορπούμε στάχτη στα μαλλιά και κλαίμε.

    Γλαύκος Αλιθέρσης

    Κωστής Παλαμάς

    ΟΙ ΠΑΤΕΡΕΣ
    Παιδί, το περιβόλι που θα κληρονομήσεις,
    όπως το βρεις κι όπως το δεις να μη το παρατήσεις.
    Σκάψε το ακόμα πιο βαθιά και φράξε το πιο στέρεα,
    και πλούτησε τη χλώρη του και πλάτυνε τη γη του,
    κι ακλάδευτο όπου μπλέκεται να το βεργολογήσεις,
    και να του φέρνεις το νερό το αγνό της βρυσομάνας -
    κι αν αγαπάς τ' ανθρώπινα κι όσα άρρωστα δεν είναι,
    ρίξε αγιασμό και ξόρκισε τα ξωτικά, να φύγουν,
    και τη ζωντάνια σπείρε του μ' όσα γερά, δροσάτα.
    Γίνε οργοτόμος, φυτευτής, διαφεντευτής.

    Κι αν είναι
    κι έρθουνε χρόνια δίσεχτα, πέσουν καιροί οργισμένοι,
    κι όσα πουλιά μισέψουνε σκιασμένα, κι όσα δένδρα
    για τίποτ' άλλο δε φελάν παρά για μετερίζια,
    μη φοβηθείς το χαλασμό. Φωτιά! Τσεκούρι! Τράβα,
    ξεσπέρμεψέ το, χέρσωσε το περιβόλι, κόψ' το,
    και χτίσε κάστρο απάνου του και ταμπουρώσου μέσα,
    για πάλεμα, για μάτωμα, για την καινούργια γέννα,
    π' όλο την περιμένουμε κι όλο κινάει για να 'ρθει,
    κι όλο συντρίμι χάνεται στο γύρισμα των κύκλων.
    Φτάνει μια ιδέα να σ' το πει, μια ιδέα να σ' το προστάξει,
    κορόνα ιδέα, ιδέα σπαθί που θα είν' απάνου απ' όλα.

    Κωστής Παλαμάς

    Γιώργος Αθάνας

    Πέντε ποιήματα
    Σελήνη

    Θάμα κι' αυτό τ' αποψινό!
    Στο περιβόλι το πυκνό
    καθώς κοιμότουν σκοτεινό
    μπήκε η κυρά σελήνη
    και ξύπνησε για μια στιγμή
    τ' αηδόνι και το γιασεμί
    και τη μουντή νεροσυρμή
    που ολόχρυση έχει γίνει!..

    . Θάμα κι' αυτό τ' αποψινό!
    Τ' άστρα ψηλά στον ουρανό
    χορεύουν καλαματιανό
    με την κυρά σελήνη
    κι η θάλασσα μουρμουριστά
    τον ήχο τάχα της βαστά
    και την κυρά ευχαριστά
    κι αυτή φλωριά της δίνει!


    Νοσταλγίες

    Φέρε με πάλι στους παληούς καιρούς,
    καρδιά νοσταλγική,
    κι άσε με εκεί μονάχο
    σα ναυαγό που πρόφτασε
    την ώρα πόλαμψε η αστραπή
    κι' αρπάχτηκε στο βράχο.

    Δύστυχη ανθρώπινη καρδιά,
    ποτέ δε θα ευχαριστηθείς!
    Ενώ ευτυχείς περίσσια
    στα ολάνθιστά σου τωρινά -
    των περασμένων σου ποθείς
    τ' άνανθα ξερονήσια


    Ο Γεωργός στ' Αλώνι

    Δικράνι μου έχω το βοριά και το μαϊστρο φτυάρι.
    Παραμεράτε, χωριανοί, διαβάτες και γειτόνοι.
    Σπυρί μαζεύω μάλαμα, χρυσό λιχνίζω στάρι.
    Θα σας πραχνιάσει τ' άχυρο, θα σας πουμώσει η σκόνη.
    Καλοχρονιά, καλοσοδειά κι ο κόπος με τον τόκο:
    Πλημμύρισε τ' αλώνι μου, ξεχείλισε τ' αμπάρι!
    Ελάτε, χήρες κι ορφανά ψωμάκι να σας δώσω.
    Πολλά μου τα 'δωκε ο Θεός, τη δεκατιά του ας πάρει!


    Φτωχή Καρδιά

    Φτωχή καρδιά, καρδιά τρελή,
    πόχεις πεποίθηση πολλή
    στα μαδημένα τα φτερά σου,
    είν' ο αγέρας δυνατός
    κι ανάλαφρ' η χαρά σου.


    Στου Τηλεφώνου το Κοχύλι

    Στου τηλεφώνου το κοχύλι
    τ' αφιλητά σου τρέμουν χείλη
    και μυστικά γλυκολαλούν.
    Κλείνω τα μάτια, τ' αντικρίζω
    μα λόγια πια δεν ξεχωρίζω,
    δε λένε λόγια, με φιλούν.

    Έλα ν' ακούσεις τα τραγούδια,
    έλα να κόψεις τα λουλούδια
    που συ έχεις σπείρει μυστικά.
    Έλα στ' αυτιού σου το κοχύλι
    να βάλω τα δικά μου χείλη
    και να σ' αποκριθώ γλυκά.

    Μέσ' απ' τ' αγνώστου κι απ' του ονείρου
    μέσ' απ' του χάους και του απείρου
    μου μίλησες τον κόσμο εσύ.
    Με τρέλαν' η μικρή σου τρέλα
    πάρε το σύρμα-σύρμα κι έλα
    στης μοναξιάς μου το νησί.

    Γιώργος Αθάνας

    Γιώργος Σαραντάρης

    Πάλι ο ουρανός
    ανοίγει εδώ την πύλη

    Πάλι σηκώνει τη σημαία
    Εμείς μπαίνουμε χωρίς φόβο
    Τα μάτια τα πουλιά μαζί μας μπαίνουν
    Αστράφτει η πολιτεία αστράφτει ο νους μας
    Η φαντασία τους κήπους πλημμυράει
    Είναι παιδιά που στέκονται στις βρύσες
    Κορυδαλλοί στους όρθρους ακουμπάνε
    Στις λεμονιές άγγελοι χορτάτοι
    Είναι αηδόνια που παντού ξυπνάνε
    Φλογέρες παίζουν έντομα βουίζουν
    Είναι τραγούδια η στάχτη των νεκρών
    Και οι νεκροί κάπου αναγεννιούνται πάλι
    Ολούθε μας μαζεύει ο Θεός
    Έχουμε χέρια καθαρά και πάμε.
    Γιώργος Σαραντάρης

    Κώστας Μόντης

    Νύχτες
    Καλά, θ' απορροφήσουν κάτι και την έγνοια σου
    η μέρα, η κίνηση, η δουλειά σου, οι φίλοι,
    και θα μπορέσεις ύστερα να πας
    σε κάνα θέατρο ή κέντρον ή όπου αλλού.
    Όμως όταν τελειώσουν όλα
    τα θέατρα και τα κέντρα κλείσουν,
    και που οι Φίλοι καληνύχτα,
    και πρέπει να γυρίσεις πια στο σπίτι - τι θα γίνει?
    Το ξέρεις πως η σκληρή, αδυσώπητη
    σε περιμένει στο κρεβάτι σου η έγνοια.
    Θα 'σαι μονάχος.
    Και τότες θα λογαριαστείτε.
    Θες ή δε θες θα μπουν κάτω όλα, να λογαριαστείτε.
    Θα 'σαι μονάχος
    κι ανυπεράσπιστος απ' το θέατρο και τα κέντρα,
    κι απ' τη δουλειά σου και τους φίλους.
    Σε περιμένει στο κρεβάτι σου η έγνοια.
    Θά 'ρθει - δε γίνεται. Είν' τόσο σίγουρη γι' αυτό, και περιμένει.
    Είναι στο σπίτι και σε περιμένει.

    Κώστας Μόντης
    *Από τη συλλογή τα τραγούδια της ταπεινής ζωής (Λευκωσία 1954)

    Μανόλης Αναγνωστάκης

    Επιτύμβιον
    Πέθανες -κι' έγινες και εσύ: ο καλός.
    Ο λαμπρός άνθρωπος, ο οικογενειάρχης, ο πατριώτης.
    Τριάντα έξη στέφανα σε συνοδέψανε, τρεις λόγοι αντιπροέδρων,
    εφτά ψηφίσματα για τις υπέροχες υπηρεσίες που πρόσφερες.

    Α, ρε Λαυρέντη, εγώ που μόνο το 'ξερα τι κάθαρμα ήσουν,
    τι κάλπικος παράς, μια ολόκληρη ζωή μέσα στο ψέμα.
    Κοιμού εν ειρήνη δε θα 'ρθω την ησυχία σου να ταράξω.
    (Εγώ, μια ολόκληρη ζωή μες στη σιωπή θα την εξαγοράσω
    πολύ ακριβά κι όχι με τίμημα το θλιβερό σου το σαρκίο).
    Κοιμού εν ειρήνη. Ως ήσουν πάντα στη ζωή: ο καλός,
    ο λαμπρός άνθρωπος, ο οικογενειάρχης, ο πατριώτης.

    Δε θα 'σαι ο πρώτος ούτε δα κι ο τελευταίος.

    Μανόλης Αναγνωστάκης

    Οδυσσέας Ελύτης

    ο 'Ηλιος
    Ε σεις στεριές και θάλασσες
    τ' αμπέλια κι οι χρυσές ελιές

    ακούτε τα χαμπέρια μου
    μέσα στα μεσημέρια μου

    «Σ' όλους τους τόπους κι αν γυρνώ
    μόνον ετούτον αγαπώ!»

    Από τη μέση του εγκρεμού
    στη μέση του αλλού πελάγου

    κόκκινα κίτρινα σπαρτά
    νερά πράσινα κι άπατα

    «Σ' όλους τους τόπους κι αν γυρνώ
    μόνον ετούτον αγαπώ!»

    Με τα μικρά χαμίνια του
    καβάλα στα δελφίνια του

    με τις κοπέλες τις γυμνές
    που καίγονται στις αμμουδιές

    με τους λοξάτους πετεινούς
    και με τα κουκουρίκου τους!

    Οδυσσέας Ελύτης

    Μίλτος Σαχτούρης

    το Ψωμί
    'Ενα τεράστιο καρβέλι, μια πελώρια φραντζόλα ζεστό
    ψωμί, είχε πέσει στο δρόμο από τον ουρανό,
    ένα παιδί με πράσινο κοντό βρακάκι και με μαχαίρι
    έκοβε και μοίραζε στον κόσμο γύρω,
    όμως και μια μικρή, ένας μικρός άσπρος άγγελος. κι αυτή
    μ' ένα μαχαίρι έκοβε και μοίραζε
    κομμάτια γνήσιο ουρανό
    κι όλοι τώρα τρέχαν σ' αυτή, λίγοι πηγαίναν στο ψωμί,
    όλοι τρέχανε στον μικρόν άγγελο που μοίραζε ουρανό!
    Ας μην το κρύβουμε.
    Διψάμε για ουρανό.

    Μίλτος Σαχτούρης

    Κική Δημουλά

    Δύο ποίηματα
    ΕΥΦΛΕΚΤΗ Η ΑΠΟΣΤΑΣΗ

    Ασυγχώρητη απροσεξία
    να μου στείλεις επί χάρτου εφημερίδας
    ολοσέλιδη τή φωτογραφία σου
    με αναμμένο το τσιγάρο της.

    Αv έπιανε φωτιά η παραλαβή;
    Ποιά πυροσβεστική
    ψυχραιμία εις μάτην θα καλούσα
    σε ποιο διανυκτερεύον έγκαυμα
    θά έτρεχα ανήμπορο εγώ χαρτί καμένο
    σε ποιάν εξαντλημένη θεραπεία

    σε ποιάν αποζημίωση μετά.
    Ασφάλεια αναθρώσκοντος καπνού
    δέν έχω κάνει.


    ΣΥΜΠΛΗΓΑΔΕΣ ΣΥΓΚΡΙΣΕΙΣ

    Περιμένω. Σε φουαγιέ θεάτρου.
    'Ώσπου v' αρχίσει η παράσταση
    βλέπω τι παίζεται πλαγίως
    εντός ενυδρείου που διασκεδάζει
    την αναμονή.

    Τετράγωνο περίπου σάν κουτί
    παπουτσιών στο νούμερο της υπερβολής. Σε γωνία σφηνωμένο για να γεύονται
    διπλή ασφυξία οι τοίχοι.
    Μικρά ψαράκια όσο το χρυσαφί του ήλιου
    επάνω σε χρυσόμυγας ξεριζωμένο βόμβο
    τρέχουν πανικόβλητα. Σκυλόψαρο τζάμι τά κυνηγά.
    Νάνος βυθός. Τον γαργαλάει εύκολα
    με τα κοντά της δαχτυλάκια η επιφάνεια.

    Συνθλίβεται η πλεύση συχνά
    στις συμπληγάδες πέτρες-χαλίκι
    εύρημα στεριανό.
    Κάθε τόσο αγωγός κρυμμένος στέλνει
    βίαιο αέρα φουρτουνιάζει κάπως η ανία
    φύκια ξεμαλλιάζονται με πλαστικόν
    ολοφυρμό. Για λίγο
    καταποντίζεται η ορατότης. 'Ώσπου
    μισοπνιγμένη την τραβάνε κατά πάνω
    κάτι φυσαλίδες οξυγόνου μικρές
    σαν καρφίτσας κεφαλάκι που βγαίνουν
    από των ματιών μου τη λιγοστή φιάλη.

    Τι λυπάσαι, χρυσόψαρα είναι
    ούτε που γνώρισαν θάλασσα ποτέ τους.

    Και μείς πόσο τάχα γνωρίσαμε;
    Κι όμως το νοσταλγούμε αυτό το διόλου.

    Κική Δημουλά

    Λορέντζος Μαβίλης

    Λήθη
    Καλότυχοι οι νεκροί που λησμονάνε
    την πίκρα της ζωής. 'Οντας βυθίσει
    ο ήλιος και το σούρουππο ακλουθήσει,
    μην τους κλαις, ο καημός σου όσος και νά ναι

    Τέτοιαν ώρα οι ψυχές διψούν και πάνε
    στης λησμονιάς την κρουσταλλένια βρύση~
    μα βούρκος το νεράκι θα μαυρίσει,
    ά στάξει γι' αυτές δάκρυ όθε αγαπάνε.

    Κι αν πιούν θολό νερό ξαναθυμούνται,
    διαβαίνοντας λιβάδια από ασφοδήλι,
    πόνους παλιούς, που μέσα τους κοιμούνται.

    'Α δε μπορείς παρά να κλαις το δείλι,
    τους ζωντανούς τα μάτια σου ας θρηνήσουν:
    θέλουν, μα δε βολεί να λησμονήσουν.

    Λορέντζος Μαβίλης

    Ρούλα Ιωαννίδου - Σταύρου

    Εποχές
    με Χάϊκου

    Φεγγάρι Φθινοπώρου

    Θολό φεγγάρι
    στ' όνειρο ποιος θα φέγγει?
    'Αστρο δεν έχει.


    Αναχώρηση

    φεύγει η βροχή.
    Σ' αλαργηνό ταξίδι
    παίρνει τις σκέψεις.


    Τρεις μικρές
    σπουδές για τη σιωπή

    Σίγησε ο λόγος.
    στάθηκε περήφανα
    απεναντί μας

    'Αηχος ήχος της σιωπής η φωνή
    εύηχες νότες.

    'Αγνωρες φωνές
    μέσ' από την άβυσσο
    αναδύονται.

    Τέσσερις εικόνες

    Βρεγμένη ημέρα
    με τα μαλλιά να στάζουν
    κρύες σταγόνες.

    'Εφυγε ο άνεμος
    η φύση σιώπησε
    μέρεψ' η πλάση.

    Κυλάει γλυκά
    νερό στο ποταμάκι
    τραγούδι λέει

    Στο μαξιλάρι
    έγειρε κουρασμένη
    η μέρα πάλι.

    Ρούλα Ιωαννίδου - Σταύρου

    Κώστας Ουράνης

    Η Αγάπη
    Α! τι ωφελεί να καρτεράς όρθιος στην πόρτα του σπιτιού
    και με τα μάτια στους νεκρούς τους δρόμους στυλωμένα,
    αν είναι νάρθει θε ναρθεί, δίχως να νοιώσεις από πού,
    και πίσω σου πλησιάζοντας με βήματα σβημένα

    θε να σου κλείσει απαλά με τ' άσπρα χέρια της τα δυο
    τα ματια που κουράστηκαν τους δρομους να κυττάνε'
    κι όταν, γελώντας, να της πεις θα σε ρωτήσει: "ποια είμαι εγώ;"
    απ' της καρδιάς το σκίρτημα θα καταλάβεις ποια 'ναι.

    Δεν ωφελεί να καρτεράς! Αν είναι νάρθει, θε ναρθει'
    κλειστά όλα νάναι, αντίκρυ σου να στέκεται θα δεις ορθή
    κι ανοίγοντας τα χέρια της πρώτη θα σ' αγκαλιάσει.

    Αλλιώς, κι αν είναι όλοφωτο το σπίτι για να την δεχτείς
    κι έτσι ως την δεις τρέξεις σ' αυτήν κι ομπρός στα πόδια της συρθείς,
    αν είναι νάρθει θε ναρθει, αλλιώς θα προσπεράσει.

    Κώστας Ουράνης

    'Αντρια Γαριβάλδη

    Τρία ποιήματα
    Αιώνιος άρχων

    Ζεστό ένα χάδι
    πέρα απ' το μνήμα,
    μες στο σκοτάδι
    τραβά το νήμα.

    Θαμμένο στάχυ
    δίχως πυξίδα,
    χαμένη μάχη
    χωρίς ελπίδα.

    Φαρδύ το χάσμα
    ανθρώπων χάλι,
    αρχαίο φάσμα
    που πια δεν θάλλει.

    Θολό το ρέμα
    γλύφοντας φεύγει,
    χαμένο βλέμμα
    τη λήθη θέλγει.

    Φωνή, φοβέρα
    μόνος υπάρχεις,
    πέρα απ' το πέραν
    το σύμπαν άρχεις.


    Ηλιοβασίλεμα

    Γλύκανε ο ήλιος
    κι έπεσε να κοιμηθεί
    στο προσκεφάλι της νυχτιάς.

    'Επεσαν οι σκιές
    κι αντάμωσαν
    της γης σημάδια.

    Του καταχείμωνου
    οι ηλιαχτίδες λιγοστές
    μα στο λυκόφως της καρδιάς
    τα φτερουγίσματα,
    τρελλά λυχνάρια.

    Κι εγώ
    θαυμάζω
    το βασίλεμα
    μιας μέρας...


    Ειρήνη

    Τα σπίτια μας λευκά
    ειρήνη
    και τα ψηλά καμπαναριά
    γαλήνη

    Τα χελιδόνια φτερουγίζουν,
    πετούν στο φως
    και τα ματάκια παιγνιδίζουν
    ρωτούν το πως,
    ειρήνη.

    Λεμονανθοί, μοσχοβολιά,
    λόγια γλυκά, τριανταφυλλιά
    και μες στο πράσινο
    αγνοί παλμοί της Ρωμιοσύνης.

    Είν' η ζωή, η ξεγνοιασιά,
    των λουλουδιών μια ζωγραφιά,
    του βρέφους το χαμόγελο,
    ήρεμο ξύπνημα πουλιών,
    το γέλιο της μητέρας
    και η φρεσκάδα παιδικών κραυγών.

    Και ότι άλλο κρύβεται δειλά
    μες στης αγάπης τη χαρά,
    ρωτούν δυο μάτια να τους πω
    εμπιστευτικά,
    ειρήνη.

    'Αντρια Γαριβάλδη

    Βρεττάκος Νικηφόρος

    Μαζεύω τα πεσμένα στάχια
    Mαζεύω τα πεσμένα στάχια να σου στείλω λίγω ψωμί,
    μαζεύω με το σπασμένο χέρι μου ό τι έμεινε απ' τον ήλιο
    να σου το στείλω να ντυθείς. 'Εμαθα πως κρυώνεις.
    Την πράσινή σου φορεσιά να την φορέσεις την Λαμπρή!
    Θα τρέξουν μ' άνθη τα παιδιά.Θα βγούν τα περιστέρια,
    κ' η μάνα σου με μια ποδιά, πλατιά, γεμάτη αγάπη!
    Πάρε όποιο δρόμο, όποια κορφή, ρώτα όποιο δένδρο θέλεις
    Μ' ακούς; Οι δρόμοι όλης της γης
    βγαίνουνε στην καρδιά μου!
    Μην ξεχαστείς κοιτάζοντας το φως.Τ' ακούς;.. Ναρθείς!

    Βρεττάκος Νικηφόρος

    Οδυσσέας Ελύτης

    Η πορτοκαλένια
    Τόσο πολύ τη μέθυσε ο χυμός του ήλιου
    που έγειρε το κεφάλι της και δέχτηκε να γίνει,
    σιγά-σιγά: η μικρή Πορτοκαλένια!

    Eτσι καθώς γλαυκόλαμψαν οι εφτά ουρανοί,
    έτσι καθώς αγγίξαν μια φωτιά τα κρύσταλλα,
    έτσι καθώς αστραψανε χελιδονοουρές,
    σάστησαν πάνω οι άγγελοι και κάτω οι κοπελιές,
    σάστησαν πάνω οι πελαργοί και κάτω τα παγόνια,
    κι όλα μαζί συνάχτηκάν κι όλα μαζί την είδαν,
    κι όλα μαζί τη φώναξαν: Πορτοκαλένια!
    Μεθάει το κλήμα κι ο σκορπιός, μεθάει ο κόσμος όλος,
    όμως της μέρας η κεντιά τον πόνο δεν αφήνει.
    Τη λέει ο νάνος ερωδιός μέσα στα σκουληκάκια,
    τη λέει ο χτύπος του νερού μες στις χρυσοστιγμές,
    τη λέει κ' η δρόσο στου καλού βοριά το απανωχείλι:

    -Σήκω μικρή, μικρή, μικρή πορτοκαλένια!
    Oπως σε ξέρει το φιλί κανένας δεν σε ξέρει.
    Μήτε σε ξέρει ο γελαστός θεός,
    που με το χέρι του ανοιχτό στη φλογερή αντηλιά
    γυμνή σε δείχνει στους τριανταδυό ανέμους!

    Οδυσσέας Ελύτης

    Κώστας Βάρναλης

    Οι πόνοι της Παναγιάς
    Πού να σε κρύψω, γιόκα μου, να μη σε φτάνουν οι κακοί;
    Σε ποιο νησί του Ωκεανού, σε ποια κορφήν ερημική;
    Δε θα σε μάθω να μιλάς και τ' άδικο φωνάξεις.
    Ξέρω πως θάχεις την καρδιά τόσο καλή, τοσο γλυκή,
    που με τα βρόχια της οργής ταχιά θενά σπαράξεις.

    Συ θάχεις μάτια γαλανά,θάχεις κορμάκι τρυφερό,
    θα σε φυλάω από ματιά κακή κι από κακόν καιρό,
    από το πρώτο ξάφνισμα της ξυπνημένης νιότης.
    Δεν είσαι συ για μάχητες, δεν είσαι συ για το σταυρό.
    Εσύ νοικοκερόπουλο -όχι σκλάβος ή προδότης.

    Tη νύχτα θα συκώνομαι κι αγάλια θα νυχοπατώ,
    να σκύβω την ανάσα σου ν' ακώ, πουλάκι μου ζεστό
    να σου τοιμάζω στη φωτιά γάλα και χαμομήλι,
    κ' ύστερα απ' το παράθυρο με καρδιοχτύπι να κοιτώ
    που θα πηγαίνεις στο σκολιό με πλάκα και κοντύλι

    Kι αν κάποτε τα φρένα σου μ' αλήθεια, φως της αστραπής,
    χτυπήσει ο Κύρης τ' ουρανού, παιδάκι μου να μη την πεις!
    Θεριά οι ανθρώποι, δε μπορούν το φως να το σηκώσουν!
    Δεν είν' αλήθεια πιο χρυσή σαν την αλήθεια της σιωπής.
    Χίλιες φορές να γεννηθείς, τόσες θα σε σταυρώσουν!

    Κώστας Βάρναλης

    Μαρία Πολυδούρη

    Γιατί μ' αγάπησες
    Δεν τραγουδώ παρά γιατί μ' αγάπησες
    στα περασμένα χρόνια.
    Και σε ήλιο, σε καλοκαιριού προμάντεμα
    και σε βροχή, σε χιόνια,
    δεν τραγουδώ παρά γιατί μ' αγάπησες.

    Μόνο γιατί με κράτησες στα χέρια σου
    μια νύχτα και με φίλησες στο στόμα,
    μόνο γι' αυτό είμαι ωραία σαν κρίνο ολάνοιχτο
    κ' έχω ένα ρίγος στην ψυχή μου ακόμα,
    μόνο γιατί με κράτησες στα χέρια σου.

    Μόνο γιατί τα μάτια σου με κύτταξαν
    με την ψυχή στο βλέμμα,
    περήφανα στολίστηκα το υπέρτατο
    της ύπαρξής μου στέμμα,
    μόνο γιατί τα μάτια σου με κύτταξαν.

    Μόνο γιατί όπως πέρναα με καμάρωσες
    και στη ματιά σου να περνάη
    είδα τη λυγερή σκιά μου, ως όνειρο
    να παίζει, να πονάη,
    μόνο γιατί όπως πέρναα με καμάρωσες.

    Γιατί δισταχτικά σα να με φώναξες
    και μου άπλωσες τα χέρια
    κ' είχες μέσα στα μάτια σου το θάμπωμα
    - μια αγάπη πλέρια,
    γιατί δισταχτικά σα να με φώναξες.

    Γιατί, μόνο γιατί σε σέναν άρεσε
    γι' αυτό έμεινεν ωραίο το πέρασμά μου.
    Σα να μ' ακολουθούσες όπου πήγαινα,
    σα να περνούσες κάπου εκεί σιμά μου.
    Γιατί, μόνο γιατί σε σέναν άρεσε.

    Μόνο γιατί μ' αγάπησες γεννήθηκα,
    γι' αυτό η ζωή μου εδόθη.
    Στην άχαρη ζωή την ανεκπλήρωτη
    μένα η ζωή πληρώθη.
    Μόνο γιατί μ' αγάπησες γεννήθηκα.

    Μονάχα για τη διαλεχτήν αγάπη σου
    μου χάρισε η αυγή ρόδα στα χέρια.
    Για να φωτίσω μια στιγμή το δρόμο σου
    μου γέμισε τα μάτια η νύχτα αστέρια,
    μονάχα για τη διαλεχτήν αγάπη σου.

    Μονάχα γιατί τόσο ωραία μ' αγάπησες
    έζησα, να πληθαίνω
    τα ονείρατά σου, ωραίε που βασίλεψες
    κ' έτσι γλυκά πεθαίνω
    μονάχα γιατί τόσο ωραία μ' αγάπησες.

    Μαρία Πολυδούρη

    Τάκης Παπατσώνης

    Ο κηπουρός του τάφου
    Ο κηπουρός του τάφου, γέροντας αγαθός,
    αυτός που παραστάθηκε στα ογκώδη γεγονότα,
    και στις πρωινές οράσεις των γυναικών,
    σε όλες τις ανοιξιάτικες καλοσύνες
    όχι απαθής, άλλα μεστός (γέροντας καθώς ήτο)
    έμενε κι ασυγκίνητος εν μέρει τους φαινόταν.
    Αλλά η ψυχή του ακέραια δίχως ν' αναλωθεί
    σε άκαιρες πράξεις Τι σε λόγια περισσά,
    ωρίμασε σε πλήρη ιδέα της θεογνωσίας.
    Μελέτες, περιδιάβασες, μετεωρισμοί,
    αιώνων απασχόληση για ν' αποβεί
    κάποτε ανέβασμα ψυχών των νέων παιδιών,
    πολλάκις άκαρπη, πάντοτε μισερή,
    ηλιοδαρμός και πάμπλουτη αχτινοβολία,
    βίαιο χύμα κάδου της χρυσής βροχής
    και ποντισμός πολλού φωτός, πλούσιων βολίδων
    απόβηκε στο γέροντα ή εωθινή
    μύηση σε κόσμους εχτεινόμενους
    από τα βάθη των ταρτάρων και του ίσκιου,
    ως με την όλη ουσία του ύψους και της θεότητας,
    με διάμεσα περιβόλια καλοσύνης,
    ανθώνες τέρψεως και τρυφής και κελαηδήματα
    πουλιών ωραία, χρωματιστών, που προϋπαντούνε
    ψυχές που αίφνίδια ανθίσανε, γερόντων έστω,
    σ' αιφνίδια και φλογώδη Αποκάλυψη του Μυστηρίου.

    Τάκης Παπατσώνης

    Χρήστος Νιάρος

    Οι νύχτες της Μελβούρνης
    Έχουμε μπει στην Θητεία του καλοκαιρινού χειμώνα. Οι νύχτες με την όμορφη φεγγαρίσια γλύκα και με τα κύματα της θάλασσας, μας ακολουθούν και μας συντροφεύουν. Από το σπίτι του καθενός, οι ώρες και τα δευτερόλεπτα ζουν μια άλλη αιωνιότητα. Η αδειοσύνη του ουρανού εδώ στις πολιτείες του Νότου, στην βραχνάδα και στον ιδρώτα της ημέρας, επιμένει να λύνει σιωπές και καλύπτει κενά και αποστάσεις. Προσπαθεί δηλαδή, μέσα στο χορό της νύχτας περισσότερο να βρει διέξοδο και χρώμα στην γλυκιά μυρουδιά των λουλουδιών.
    Έλα όμως που το καθετί έχει το δικό του άρωμα, ειδικά στις νυχτιές που ψάχνει μια άλλη ισορροπία, μεταξύ Ανατολής και Δύσης, μεταξύ των εποχών. .
    Οι νύχτες της Μελβούρνης, προσπαθούν να αποτελέσουν την ισορροπία της ημέρας, με την ανάμνηση λαϊκού πανηγυριού, έστω και για λίγους. Μπαίνουν βιαστικά στα μπαράκια και ρίχνουν μια ξεχασμένη ματιά στους θαμώνες, καθώς η παγωμένη μπύρα απολαμβάνετε με φωνές και ήχους.
    Είπαμε στην εποχή της ταχύτητας και του διαδικτύου τα πάντα αποτελούν γλυκιά απόδραση έστω και με συστολή.
    Οι νύχτες εδώ δεν αντέχουν το ξημέρωμα, στην νυσταγμένη διαδρομή του ήλιου, και αναζητούν άρωμα καφέ.
    Οι νύχτες της Μελβούρνης έχουν ποικιλία φαγητών και εδεσμάτων, για να μπορούν να ετοιμαστούν στην έξοδο σε κεντρικούς και περιφερειακούς δρόμους, έστω και αν δεν έχεις σποράκια στην τσέπη σου για ώρα ανάγκης και αμηχανίας.
    Οι νύχτες της Μελβούρνης χάνονται στις διαδρομές των αστεριών, όπου εκεί επιστρέφει το παρελθόν της παιδικής ηλικίας και ο παραλληλισμός τους σε βγάζει εκτός αγώνος, αλλά με την αγωνία στα χείλη , οπότε κοιτάς κατάματα τα σημάδια και τα αχνάρια της εποχής που περνούνε.
    Οι νύχτες της Μελβούρνης μένουν στο μπαλκόνι συντροφιά με την βουή των αυτοκινήτων και τα φώτα των διαμερισμάτων, σε ακινησία καθώς η μικρή οθόνη φωτογραφίζει και πιθανόν απορροφάει καθετί το ονειρικό, με την συνοδεία αλμυρών. .
    Οι νύχτες της Μελβούρνης, δεν έχουν ώρα, δεν έχουν παραθυρόφυλλα αλλά ούτε και κοιμούνται στην άμμο. Περπατούν καιρού θέλοντος στην παραλία, και μαζεύουν κοχύλια και αστερίες, καθώς χάνονται στο άπειρο, με την συνοδεία μουσικών κυμάτων.
    Οι νύχτες της Μελβούρνης, συναντάνε τις μοναξιές και τις διαλύουν σε ένα ποτήρι. Αν αυτό βγει μισογεμάτο ή μισοάδειο είναι θέμα παρέας και καλής καρδιάς.
    Οι νύχτες της Μελβούρνης είναι κομμάτια αλκοόλ στον ουρανίσκο και στα τζάμια των τηλεφωνικών θαλάμων, με τον καπνό του τσιγάρου να στέλνει τα υπόλοιπα μηνύματα.
    Οι νύχτες της Μελβούρνης έχουν το μοναδικό άρωμα του έρωτα και της γλυκιάς περισπωμένης της αγκάλης σου.
    Οι νύχτες της Μελβούρνης στην σιωπή τους, διαβάζουν βιβλία και εφημερίδες, ξεφυλλίζουν παλιές φωτογραφίες και μοιράζουν κούραση και μνήμες, εχοχές συγκρίνουν, αλλά και ετοιμάζουν το μεσημεριανό για την επόμενη, περιπολία ωραρίου καθημερινού.
    Οι νύχτες της Μελβούρνης δεν είναι όλες ίδιες. Σαββατοκύριακα βάζουν τα καλά τους, και βγαίνουν, δίνοντας υπόσχεση για την επόμενη συνάντηση, σαν μια γλυκιά παρένθεση στην ρουτίνα.
    Οι νύχτες της Μελβούρνης, χάνονται στους μεγάλους ουρανοξύστες, στα τζάμια των τρένων και στις αγορές, καθώς η σιωπή απλώνεται, χωρίς αρχή μέση και τέλος.
    Οι νύχτες της Μελβούρνης χάνουν την ταυτότητα τους στα σουπερμάρκετ, μιας και η νύχτα γίνεται έστω για λίγο, μέρα.
    Οι νύχτες της Μελβούρνης παίζουν και ποντάρουν έτσι για να περνάει η ώρα και όποιος έχασε έχασε.
    Οι νύχτες της Μελβούρνης περπατούν και επιστρέφουν κουρασμένες στον καναπέ, μέχρι να βγάλουν τα σκουπίδια στο δρόμο, και να ασφαλίσουν την εξώπορτα, δια παν ενδεχόμενο.
    Οι νύχτες της Μελβούρνης στα ξεχασμένα φωτάκια των κεντρικών δρόμων θυμίζουν γιορτάσι, με την συμμετοχή όλων, μόνο που απουσιάζει η πλατεία.
    Οι νύχτες της Μελβούρνης στέλνουν ηλεκτρονικά μηνύματα, στο σύγχρονο παιγνιδάκι της εποχής και των διαδικτυακών φίλων.
    Οι νύχτες της Μελβούρνης δεν είναι ίδιες, απλά προσπαθούν να δώσουν με κουβέντες της παρέας, κάποια άλλη ένταση, στην ψίχα του κόσμου που αιωρείται, ακροβατεί και συμβιβάζετε, αναγκαστικά, κάτω από όρια ταχύτητας.
    Οι νύχτες της Μελβούρνης τραγουδούν σκοπούς, συλλαβές και στα όνειρα ακόμη, έστω, για λίγο να ξεφύγουν, με τα ανάλαφρα του καλοκαιριού και τα ανοιχτά παράθυρα να σε πηγαίνουνε αλλού. . .
    Οι νύχτες της Μελβούρνης, χορεύουν, δεν έχουν ημερομηνία λήξεως, αλλά σαλπάρουν, με το πρώτο αεράκι.
    Οι νύχτες της Μελβούρνης, με το μινόρε της αυγής παίρνουν μια άλλη διάσταση, μαζί με τα χρώματα του φεγγαριού και τις κουβέντες της καρδιάς.

    Χρήστος Νιάρος

    Γιώργος Δουατζής

    Τα σώματα
    Τα σώματα έχουν τη δική τους γλώσσα Χαρίζουν μαγεία αφής μυρωδιάς και σπάνιας έντασης Τραγουδούν όποτε θέλουν Δεν τα φθείρει η επανάληψη Τα σώματα έχουν μοναδική ομορφιά εναλλασσόμενη και διαρκή που φωνάζει ότι τα σώματα έχουν δικές τους αξίες και θέλει δύναμη για να τις δεις Το δικό μου σώμα είναι διαφορετικό σαν τα άλλα όσο το δικό σου Είναι φορτωμένο κύτταρα πολλών άλλων σωμάτων Φέρει μνήμες στιγμών αιώνων ανάλαφρες προγονικές και άλλες Τα σώματα υπηρέτησαν πάθη πολλά κι εντάσεις ηρεμίες απόλυτες και εξεγέρσεις αισθήματα και συλλογισμούς Αχ τα σώματα και η δική τους σοφία τις ατέλειωτες νύχτες

    Γιώργος Δουατζής

    Ιάκωβος Γαριβάλδης

    Σκιά τρόμου*
    'Ολα κοιμόνταν ήσυχα κι η θάλασσα ξυπνούσε
    απ' τις σουβλιές στα σπλάχνα της και τη φωτιά των πλοίων...

    Η άγνοια πολύ κοντά στον κίνδυνο σε φέρνει,
    το λάθος ως τα παράθυρα, κι ο φόβος σε γλυτώνει,
    μα η αλήθεια χάθηκε κι ήρθε μαύρο σκοτάδι
    πριν ξημερώσει Σάββατο, τέσσερις και τριάντα,
    πριν ο Ιούλης να γευτεί τις είκοσί του μέρες.

    Μες της Κερύνειας τα χωριά ένας λαός σε έπος
    μια οικογένεια νεαρή στο σπίτι της κοιμάται
    ανέμελα, μη ξέροντας την ώρα που ζυγώνει
    και τα δεινά που έρχονται να την αναστατώσουν.

    Ο φθόνος όργιασε βαρύς, σκίρτησαν τα λαγκάδια,
    οι ουρανοί κατσούφιασαν κι η γης από το φόβο
    το πρόσωπό της έκρυψε από το φως του ήλιου.
    Της ζούγκλας νόμος είν' αυτός να μη σε βρει μπροστά του.

    «Μιχάλη σήκω τζι άκουε, εισβάλλουν στην Τζιερύνειαν»!
    Μα κι αν δεν ήταν οι φωνές και οι κραυγές της κόρης,
    μια έκρηξη μ' αλαλαγμούς τον ξύπνησε αμέσως
    και στο παράθυρο κοντά τον έφερε μια άλλη.
    Οι σκέψεις που τον έζωσαν χρησμούς του προμηνούσαν,
    τον συγκρατούσαν άλαλο και σαν μαρμαρωμένο.

    'Ηταν φωτιά το άδικο, τύραννος ο καπνός μου,
    ένας καπνός κατάμαυρος και μια βοή τ' αέρα,
    σαν είδε την καταστροφή διάλεξε πια να παίξει,
    να παίξει στο επίκεντρο του τρόμου, της σκληράδας,
    όπου το δάκρυ είν' ανθηρό κι είν' η χαρά χαμένη,
    όπου τα πολύπτυχα δεινά έχουν ψυχή και ζούνε.

    Ιάκωβος Γαριβάλδης

    * Από την ποιητική σύνθεση «'74 υπό σκιάν»
    «Μια πραγματική ιστορία, ηρωισμού και αυτοθυσίας,
    που διαδραματίζεται τον καιρό της ειβολής του Αττίλα στην Κύπρο
    το τρομερό εκείνο καλοκαίρι του 1974».

    Γιώργος Σεφέρης

    Το σπίτι κοντά στη θάλασσα
    Τα σπίτια που είχα μου τα πήραν.
    Έτυχε να 'ναι τα χρόνια δίσεχτα πολέμοι χαλασμοί ξενιτεμοί
    κάποτε ο κυνηγός βρίσκει τα διαβατάρικα πουλιά
    κάποτε δεν τα βρίσκει το κυνήγι
    είταν καλό στα χρόνια μου, πήραν πολλούς τα σκάγια
    οι άλλοι γυρίζουν ή τρελαίνουνται στα καταφύγια.

    Μη μου μιλάς για τ' αηδόνι μήτε για τον κορυδαλλό
    μήτε για τη μικρούλα σουσουράδα
    που γράφει νούμερα στο φως με την ουρά της
    δεν ξέρω πολλά πράγματα από σπίιτια
    ξέρω πως έχουν τη φυλή τους, τίποτε άλλο.
    Καινούργια στην αρχή, σαν τα μωρά
    που πάιζουν στα περβόλια με τα κρόσια του ήλιου,
    κεντούν παραθυρόφυλλα χρωματιστά και πόρτες
    γυαλιστερές πάνω στη μέρα
    όταν τελειώσει ο αρχιτέκτονας αλλάζουν,
    ζαρώνουν ή χαμογελούν ή ακόμη πεισματώνουν
    μ' εκείνους που έμειναν μ' εκείνους που έφυγαν
    μ' άλλους που θα γυρίζανε αν μπορούσαν
    ή που χαθήκαν, τώρα που έγινε
    ο κόσμος ένα απέραντο ξενοδοχείο.

    Δεν ξέρω πολλά πράγματα από σπίτια,
    θυμάμαι τη χαρά τους και τη λύπη τους
    καμιά φορά, σα σταματήσω ακόμη
    καμιά φορά, κοντά στη θάλασσα, σε κάμαρες γυμνές
    μ' ένα κρεββάτι σιδερένιο χωρίς τίποτε δικό μου
    κοιτάζοντας τη βραδινήν αράχνη συλλογιέμαι
    πως κάποιος ετοιμάζεται να 'ρθεί, πως τον στολίζουν
    μ' άσπρα και μαύρα ρούχα με πολύχρωμα κοσμήματα
    και γύρω του μιλούν σιγά σεβάσμιες δέσποινες
    γκρίζα μαλλιά και σκοτεινές δαντέλες,
    πως ετοιμάζεται να 'ρθεί να μ' αποχαιρετήσει

    ή μια γυναίκα ελικοβλέφαρη βαθύζωνη
    γυρίζοντας από λιμάνια μεσημβρινά,
    Σμύρνη Ρόδο Συρακούσες Αλεξάντρεια,
    από κλειστές πολιτείες σαν τα ζεστά παραθυρόφυλλα,
    με αρώματα χρυσών καρπών και βότανα,
    πως ανεβαίνει τα σκαλιά χωρίς να βλέπει
    εκείνους που κοιμήθηκαν κάτω απ' τη σκάλα.

    Ξέρεις τα σπίτια πεισματώνουν εύκολα, σαν τα γυμνώσεις.

    Γιώργος Σεφέρης

    Δημήτρης Αλεξίου

    ΣΤΟΝ ΠΑΤΕΡΑ ΜΟΥ
    Σαν γυρνούσες τη σχόλη χωρολόγος τάχα ο κόρφος σου ήταν γεμάτος πρωτάχλαδα κι αυγόσυκα σταφύλια με κρουστές ρώγες από τσαμπουρολόγημα στ' αμπέλια (μας έλεγες ψέματα πατέρα) μύγδαλα ο κούκος σου ολόγιομος στο χέρι ένα μάτσο χλωρά ρεβίθια πρόβαλες στο ρουμάνι το βράδυ βράδυ μισός κλαρί μισός κρασοπουλιό γελαστός με ανάλαφρη περπατησιά μύριζες ρείκι, θυμάρι, πατερίλα απόσταγμα της γενιάς σου δημιούργημα του καιρού σου.

    Υστερότερα όταν σκοτείνιαζε στον απέραντο θόλο της σκέπης μας η εκτυφλωτική αστροφεγγιά χάραζε τις καμπύλες των βουνών και των δέντρων τότε μας έδειχνες την Πούλια τον ποταμό του Ιορδάνη, το ?στρι κι όλα τα σημαδιακά αστέρια έχοντας τη σιγουριά των προπάππων σου που με άθιχτο το μαχαίρι στην τσέπη τους παραμέριζαν μ' ένα μακρύ ραβδί κάθε εμπόδιο στην ατραπό της ζωής

    Δημήτρης Αλεξίου

    Κώστας Κρυστάλλης

    Το τραγούδι του τρυγητού
    Το λέει ο πετροκότσυφας στο δροσερό τ' αυλάκι,
    το λεν στα πλάια οι πέρδικες, στην ποταμιά τ' αηδόνια,
    το λεν στ' αμπέλια οι λυγερές, το λεν με χίλια γέλια,
    το λέει κ' η Γκόλφω η όμορφη, το λέει με το τραγούδι
    -Αμπέλι μου, πλατύφυλλο και καλοκλαδεμένο,
    δέσε σταφύλια κόκκινα, να μπω να σε τρυγήσω,
    να κάμω αθάνατο κρασί, μοσκοβολιά γιομάτο.
    Μες στα κατώγια τα βαθιά σαν μόσχο να το κρύψω,
    να το φυλάξω ολάκαιρες χρονιές, ακέριους μήνες,
    ώσπου να ρθεί μιαν άνοιξη, νάρθει ένα καλοκαίρι,
    να γύρει από τη μακρινή την ξενιτιά ο καλός μου.
    Να κατεβώ μες στην αυλή, να πιάκω τ' αλογό του,
    να τον φιλήσω αγκαλιαστά στα μάτια και στο στόμα,
    να τον κεράσω, αμπέλι μου, τ' αθάνατο κρασί σου,
    της ξενιτιάς τα βάσανα να παν, να τα ξεχάσει.

    Κώστας Κρυστάλλης

    Αριστοτέλης Βαλαωρίτης

    Ευαγγελισμός-Ελληνισμός
    Με μιας ανοίγει ο ουρανός, τα σύγνεφα μεριάζουν,
    οι κόσμοι εμείνανε βουβοί, παράλυτοι κοιτάζουν.
    Μια φλόγα αστράφτει...ακούονται ψαλμοί και μελωδία...
    Πετάει έν' άστρο...σταματά εμπρός εις τη Μαρία...
    «Χαίρε της λέει αειπάρθενε, ευλογημένη χαίρε!
    Ο Κύριός μου είναι με σε. Χαίρε Μαρία, Χαίρε!»

    Επέρασαν χρόνοι πολλοί...Μια μέρα σαν εκείνη
    αστράφτει πάλι ο ουρανός...Στην έρμη της την κλίνη
    λησμονημένη, ολόρφανη, χλωμή κι απελπισμένη,
    μια κόρη πάντα τήκεται, στενάζει αλυσωμένη.
    Τα σιδερά είναι ατάραγα, σκοτάδι ολόγυρά της.
    Η καταφρόνια, η δυστυχιά σέπουν τα κόκαλά της.
    Τρέμει με μιας η φυλακή και διάπλατη η θυρίδα
    φέγγει κι αφήνει και περνά έν' άστρο, μιαν αχτίδα.
    Ο ’γγελος εστάθηκε, διπλώνει τα φτερά του...

    «Ξύπνα, ταράζου, μη φοβού, χαίρε, Παρθένε, χαίρε.
    Ο Κύριός μου είναι με σε, Ελλάς ανάστα, χαίρε».

    Οι τοίχοι ευθύς σωριάζονται. Η μαύρ' η πεθαμένη
    νοιώθει τα πόδια φτερωτά. Στη μέση της δεμένη
    χτυπάει η σπάθα φοβερή. Το κάθε πάτημά της
    ανοίγει μνήμ' αχόρταγο. Ρωτά για τα παιδιά της...
    Κανείς δεν αποκρένεται...Βγαίνει πετά στα όρη...
    Λιώνουν τα χιόνια όθε διαβεί, όθε περάσει η Κόρη.

    «Ξυπνάτε εσείς που κοίτεστε, ξυπνάτε όσοι κοιμάστε,
    το θάνατο όσοι εγεύτητε, τώρα ζωή χορτάστε».

    Οι χρόνοι φεύγουνε, πετούν και πάντα εκείνη η μέρα
    είναι γραμμένο εκεί ψηλά να λάμπει στον αιθέρα
    μ' όλα τα κάλλη τ' ουρανού. Στολίζεται όλη η φύση
    με χίλια μύρια λούλουδα για να τη χαιρετήσει.
    Γιορτάστε την, γιορτάστε την. Καθείς ας μεταλάβει
    από τη χάρη του Θεού. Και σεις και σεις οι σκλάβοι,
    όσοι τη δάφνη στη καρδιά να φέρετε φοβάστε,
    αφορεσμένοι να 'στε.

    Αριστοτέλης Βαλαωρίτης

    Ανδρέας Κάλβος

    Ο Ωκεανός
    Γη των θεών φροντίδα,
    Ελλάς, ηρώων μητέρα,
    φίλη, γλυκεία πατρίδα μου,
    νύκτα δουλείας σ' εσκέπασε,
    νύκτα αιώνων.

    Ούτω εις το χάος αμέτρητον
    των ουρανίων ερήμων,
    νυκτερινός εξάπλωσεν
    έρεβος τα πλατέα
    πένθιμα εμβόλια.

    Και εις την σκοτιάν βαθείαν,
    εις το απέραντον διάστημα,
    τα φώτα σιγαλέα
    κινώνται των αστέρων
    λελυπημένα.

    Εχάθηκαν η πόλεις,
    εχάθηκαν τα δάση,
    κ' η θάλασσα κοιμάται
    και τα βουνά ' και ο θόρυβος
    παύει των ζώντων.

    Εις τα φρικτά βασίλεια
    ομοιάζει του θανάτου
    η φύσις όλη ' εκείθεν
    ήχος ποτέ δεν έρχεται
    ύμνων ή θρήνων.

    Αλλά των μακαρίων
    σταύλων ιδού τα ηώα
    κάγκελλα η Ώραι ανοίγουσιν,
    ιδού τα ακάμαντα άλογα
    του Ηλίου εκβαίνουν.

    Χρυσά, φλογώδη, καίουσι
    τους δρόμους του αέρος
    τα αμιλλητήρια πέταλα '
    τους ουρανούς φωτίζουσι
    λάμπουσαι η χαίται.

    Τώρα εξανοίγει τ' άνθη
    εις τον δροσώδη κόλπον
    της γης η αυγή' και φαίνονται
    τώρα των φιλοπόνων
    ανδρών τα έργα.

    Τα μυρισμένα χείλη
    της ημέρας φιλούσι
    το αναπαυμένον μέτωπον
    της οικουμένης ' φεύγουσιν
    όνειρα, σκότος.

    Ύπνος, σιγή, και πάλιν
    τα χωράφια, την θάλασσαν,
    τον αέρα γεμίζουσι
    και τας πόλεις με' κρότον,
    ποίμνια και λύραι.

    Εις του σπηλαίου το στόμα
    ιδού προβαίνει ο μέγας
    λέων, τον φοβερόν
    λαιμόν τετριχωμένον
    βρέμων τινάζει.

    Ο αετός αφίνει
    τους κρημνούς υψηλούς '
    κτυπάουσιν η πτέρυγες
    τα νέφη, και τον Όλυμπον
    η κλαγγή σχίζει.

    Έθλιψε την Ελλάδα
    νύκτα πολλών αιώνων,
    νύκτα μακράς δουλείας,
    αισχύνη ανδρών ή θέλημα
    των αθανάτων.

    Η χώρα τότε εφαίνετο
    ναός ηρειπωμένος,
    όπου οι ψαλμοί σιγάουσι
    και του κισσού τα ατρέμητα
    φύλλα κοιμώνται.

    Ωσάν επί την άπειρον
    θάλασσαν των ονείρων
    ολίγαι, απηλπισμέναι
    ψυχαί νεκρών διαβαίνουσι
    με' δίχως βίαν .

    Ούτως από του ’θωνος
    τα δένδρα, έως τους βράχους
    της Κυρήθας, κυλίουσα
    την άμαξαν βραδείαν,
    ουρανόδρομον '

    Η τρίμορφος Εκάτη
    εθεώρει τα πλοία,
    εις του Αιγαίου τους κόλπους
    λάμνοντα αδόξως, φεύγοντα
    διασκορπισμένα.

    Συ τότε, ω λαμπροτάτη
    κόρη Διός, του κόσμου
    μόνη παρηγοριά,
    την γην μου συ ενθυμήθηκες,
    ω Ελευθερία.

    Ήλθ' η θεά ' κατέβη
    εις τα παραθαλάσσια
    κλειτά της Χίου ' τας χείρας
    άπλωσ' ορθή, και κλαίουσα
    λέγει τοιάδε '

    - Ωκεανέ, πατέρα
    των χορών αθανάτων,
    άκουσον την φωνήν μου,
    και της ψυχής μου τέλεσον
    τον μέγαν πόθον.

    Ένδοξον θρόνον είχον
    εις την Ελλάδα ' τύραννοι
    προ πολλού τον κρατούσι,
    σήμερον συ βοήθησον,
    δος μου τον θρόνον.

    Όταν τους ανοήτους
    φεύγω θνητούς, με δέχονται
    η πατρικαί σου αγκάλαι '
    η ελπίς μου εις την αγάπην σου
    στηρίζεται όλη.

    Είπε ' κ' ευθύς επάνω
    εις τας ροάς εχύθη
    του Ωκεανού, φωτίζουσα
    τα νώτα υγρά και θεία,
    πρόφαντος λάμψις.

    Αστράπτουσι τα κύματα
    ως οι ουρανοί, και ανέφελος,
    ξάστερος φέγγει ο ήλιος
    και τα πολλά νησία
    δείχνει του Αιγαίου.

    Πρόσεχε τώρα ' ως άνεμος
    σφοδρός μέσα εις τα δάση,
    ο αλαλαγμός σηκώνεται '
    άκουε των πλεόντων
    τα έϊα μάλα.

    Σχισμένη υπό μυρίας
    πρώρας αφρίζει η θάλασσα,
    τα πτερωμένα αδράχτια
    ελεύθερα εξαπλώνονται
    εις τον αέρα.

    Επί την λίμνην ούτως
    αυγερινά πετάουσι
    τα πλήθη των μελίσσων,
    όταν γλυκύ του έαρος
    φυσάει το πνεύμα.

    Επί την άμμον ούτω
    περιπατούν οι λέοντες
    ζητούντες τα κοπάδια,
    την θέρμην των ονύχων
    εάν αισθανθώσιν '

    Ούτως, εάν την δύναμιν
    ακούσουν των πτερύγων
    οι αετοί, το κτύπημα
    των βροντών υπερήφανοι
    καταφρονούσι.

    Περιλημένα θρέμματα
    Ωκεανού, γενναία
    και της Ελλάδος γνήσια
    τέκνα, και πρωτοστάται
    Ελευθερίας '

    Χαίρετε, σεις καυχήματα
    των θαυμασίων(Σπετζίας,
    Ύδρας, Ψαρών) σκοπέλων,
    όπου ποτέ δεν άραξε
    φόβος κινδύνου.

    Κατευοδοίτε! � Ορμήσατε
    τα συναγμένα πλοία,
    ω ανδρείοι ' σκορπίσατε
    τον στόλον, κατακαύσατε
    στόλον βαρβάρων.

    Τα δειλά των εχθρών σας
    πλήθη καταφρονήσατε '
    την κόμην πάντα ο θρίαμβος
    στέφει των υπέρ πάτρης
    κινδυνευόντων.

    Ω επουράνιος χείρα!
    σε βλέπω κυβερνούσαν
    τα τρομερά πηδάλια,
    και των ηρώων η πρώραι
    ιδού πετάουν.

    Ιδού κροτούν, συντρίβουσι
    τους πύργους θαλασσίους
    εχθρών απείρων ' σκάφη,
    ναύτας, ιστία, κατάρτια
    η φλόγα τρώγει '

    Και καταπίνει η θάλασσα
    τα λείψανα ' την νίκην
    ύψωσ', ω λύρα ' αν ήρωες
    δοξάζωνται, το θείον
    φιλεί τους ύμνους.

    Οθωμανέ υπερήφανε,
    που είσαι; νέον στόλον
    φέρε, ω μωρέ, και σύναξε '
    νέαν δάφνην οι Έλληνες
    θέλουν αρπάξειν.



    Εις τον Ιερόν Λόχον
    Ας μη βρέξει ποτέ
    το σύννεφον, και ο άνεμος
    σκληρός ας μή σκορπίση
    το χώμα το μακάριον
    που σας σκεπάζει.

    Ας το δροσίση πάντοτε
    με τ' αργυρά της δάκρυα
    η ροδόπεπλος κόρη'
    και αυτού ας ξεφυτρώνουν
    αιώνια τ' άνθη.

    Ω γνήσια της Ελλάδος
    τέκνα' ψυχαί που επέσατε
    εις τον αγώνα ανδρείως,
    τάγμα εκλεκτών Ηρώων,
    καύχημα νέον'

    σας άρπαξεν η τύχη
    την νικητήριον δάφνην,
    και από μυρτιά σας έπλεξε
    και πένθιμον κυπάρισσον
    στέφανον άλλον.

    Αλλ' άν τις απεθάνη
    δια την πατρίδα, η μύρτος
    είναι φύλλον ατίμητον
    και καλά τα κλαδιά
    της κυπαρίσσου.

    Αφ' ου εις του πρώτου ανθρώπου
    τους οφθαλμούς η πρόνοος
    φύσις τον φόβον έχυσε
    και τας χρυσάς ελπίδας
    και την ημέραν

    επί το μέγα πρόσωπον
    της γης πολυβοτάνου,
    ευθύς το ουράνιο βλέμμα
    βαθυσκαφή εφανέρωσε
    μνήματα μύρια.

    Πολλά μεν σκοτεινά'
    φέγγει επ' ολίγα τ' άστρον
    το της αθανασίας'
    την εκλογήν ελεύθερον
    δίδει το θείον.

    Έλληνες της πατρίδος
    και των προγόνων άξιοι'
    Έλληνες σεις, πώς ήθελεν
    από σας προκριθείν άδοξος τάφος;

    Ο Γέρων φθονερός
    και των έργων εχθρός
    και πάσης μνήμης έρχεται'
    περιτρέχει την θάλασσαν
    και την γην όλην.

    Από την στάμναν χύνει
    τα ρεύματα της λήθης
    και τα πάντα αφανίζει.
    Χάνονται οι πόλεις, χάνονται
    βασίλεια κ' έθνη.

    Αλλ' ότε πλησιάση
    την γην οπού σας έχει,
    θέλει αλλάξειν τον δρόμον του
    ο Χρόνος, το θαυμάσιον
    χώμα σεβάζων.

    Αυτού, αφού την αρχαίαν
    πορφυρίδα και σκήπτρον
    δώσωμεν της Ελλάδος,
    θέλει φέρειν τα τέκνα της
    πάσα μητέρα,

    και δακρυχέουσα θέλει
    την ιεράν φιλήσειν
    κόνιν και ειπείν: τον ένδοξον
    Λόχον, τέκνα, μιμήσατε,
    Λόχον Ηρώων.

    Ανδρέας Κάλβος

    Σολωμός Διονύσιος

    Υμνος εις την ελευθερίαν
    1
    Σε γνωρίζω από την κόψη
    του σπαθιού την τρομερή,
    σε γνωρίζω από την όψη
    που με βία μετράει τη γη.

    2
    Απ' τα κόκαλα βγαλμένη
    των Ελλήνων τα ιερά,
    και σαν πρώτα ανδρειωμένη,
    χαίρε, ω χαίρε, Ελευθεριά!

    3
    Εκεί μέσα εκατοικούσες
    πικραμένη, εντροπαλή,
    κι ένα στόμα ακαρτερούσες,
    «έλα πάλι», να σου πεί.

    4
    'Αργειε νάλθει εκείνη η μέρα,
    κι ήταν όλα σιωπηλά,
    γιατί τά 'σκιαζε η φοβέρα
    και τα πλάκωνε η σκλαβιά.

    5
    Δυστυχής! Παρηγορία
    μόνη σού έμενε να λές
    περασμένα μεγαλεία
    και διηγώντας τα να κλαις.

    6
    Και ακαρτέρει και ακαρτέρει
    φιλελεύθερη λαλιά,
    ένα εκτύπαε τ' άλλο χέρι
    από την απελπισιά,
    7
    Κι έλεες: «Πότε, α, πότε βγάνω
    το κεφάλι από τσ' ερμιές;».
    Και αποκρίνοντο από πάνω
    κλάψες, άλυσες, φωνές.

    8
    Τότε εσήκωνες το βλέμμα
    μες στα κλάιματα θολό,
    και εις το ρούχο σου έσταζ' αίμα,
    πλήθος αίμα ελληνικό.

    9
    Με τα ρούχα αιματωμένα
    ξέρω ότι έβγαινες κρυφά
    να γυρεύεις εις τα ξένα
    άλλα χέρια δυνατά.

    10
    Μοναχή το δρόμο επήρες,
    εξανάλθες μοναχή·
    δεν είν' εύκολες οι θύρες
    εάν η χρεία τες κουρταλή.
    Σολωμός Διονύσιος - 1798-1857

    Κώστας Καρυωτάκης

    ΠΡΕΒΕΖΑ
    θάνατος είναι οι κάργες που χτυπιούνται
    στους μαύρους τοίχους και τα κεραμύδια,
    θάνατος οι γυναίκες, που αγαπιούνται
    καθώς να καθαρίζουνε κρεμμύδια.

    Θάνατος οι λεροί, ασήμαντοι δρόμοι
    με τα λαμπρά, μεγάλα ονόματά τους,
    ο ελαιώνας, γύρω η θάλασσα, κι ακόμη
    ο ήλιος, θάνατος μες στους θανάτους.

    Θάνατος ο αστυνόμος που διπλώνει
    για να ζυγίση μια «ελλειπή» μερίδα,
    θάνατος τα ζουμπούλια στο μπαλκόνι,
    κι ο δάσκαλος με την εφημερίδα.

    Βάσις, Φρουρά, Εξηκονταρχία Πρεβέζης.
    Την Κυριακή θ' ακούσουμε την μπάντα.
    Επήρα ένα βιβλιάριο Τραπέζης
    πρώτη κατάθεσις δραχμαί τριάντα.

    Περπατώντας αργά στην προκυμαία,
    «Υπάρχω;» λες, κ' ύστερα «δεν υπάρχεις!»
    Φτάνει το πλοίο. Υψωμένη σημαία.
    Ισως έρχεται ο Κύριος Νομάρχης.

    Αν τουλάχιστον, μέσα στους ανθρώπους
    αυτούς, ένας επέθαινε από αηδία...
    Σιωπηλοί, θλιμμένοι, με σεμνούς τρόπους,
    θα διασκεδάζαμε όλοι στην κηδεία.

    Κώστας Καρυωτάκης

    Γεώργιος Δροσίνης

    Η Πατρίδα μας
    «Ξένε που μόνος κι έρημος
    σε ξένους τόπους τρέχεις,
    πες μου, ποιος είναι ο τόπος σου
    και ποια πατρίδα έχεις;»

    «Τη μακρινή πατρίδα μου
    πάντα ποθώ στα ξένα.
    Εκεί τα χρόνια της ζωής
    περνούν ευλογημένα.

    Εκεί κι ο θάνατος γλυκός,
    κι αφού κανείς πεθάνει,
    έχει στο μνήμα του Σταυρό,
    καντήλι και λιβάνι.

    Στ' αγαπημένο μου χωριό
    χαρές πάντα και γέλια,
    στ'αλώνια τραγουδιών φωνές
    ξεφάντωμα στ' αμπέλια.

    Κι όταν χορεύει η λεβεντιά
    στης Πασχαλιάς τη μέρα,
    βροντοκοπά το τύμπανο
    και κελαηδεί η φλογέρα.

    Στη μακρινή Πατρίδα μου
    έχει ευωδιά και χάρη
    το ταπεινότερο δεντρί,
    το πιο φτωχό χορτάρι.

    Στους κλώνους της αμυγδαλιάς,
    σμίγουν ανθοί και χιόνια
    και φέρνουνε την άνοιξη
    γοργά τα χελιδόνια.

    Στων μαγεμένων της βουνών
    τα μαρμαρένια πλάγια,
    γλυκολαλούν οι πέρδικες
    και κλαίει η κουκουβάγια.

    Η ασημένια θάλασσα
    μ' αφρούς την περιζώνει
    κι ο ουρανός με τ' άστρα του
    τη χρυσοστεφανώνει.

    Τη μακρινή Πατρίδα μου,
    πριν η σκλαβιά πλακώσει,
    τη δόξαζ' η παλληκαριά,
    τη φώτιζεν η γνώση.

    Και τώρ' από τη μαύρη γη,
    τη γη τη ματωμένη,
    πρόβαλε παλ' η ελευθεριά
    σαν πρώτα αντρειωμένη».

    «Φτάνει τη χώρα που μου λες,
    τη γνώρισα, την είδα,
    τη μακρινή Πατρίδα σου
    έχω κι εγώ Πατρίδα».

    Γεώργιος Δροσίνης

    Γιάννης Λιάσκος

    Κωνσταντινούπολη
    Ήρθα και σε προσκύνησα βασίλισσα,
    μεγάλη αυτοκρατόρισσα,
    την ύπαρξή σου εγώ την όρισα,
    σε πρόδωσα, σ' αγάπησα, σε μίσησα

    περπάτησα στα μύρια σου στενά,
    λιθόστρωτα, υγρά και τσακισμένα,
    φαντάζεις ξένη, υποκλίνεσαι σε μένα,
    βασανισμένα, άρρωστα, στεγνά

    γεράματα, ρυτίδες χρόνια μαύρα,
    σε φόρτωσαν δεινά, μα και σοφία,
    σουλτάνοι με φανταχτερά λοφία,
    σ' έσυραν στο σοφά, φωτιά και λαύρα

    κλήρος, λαός, στου Βόσπορου την κόψη,
    ολονυχτίες, δοξασίες, βασιλιάδες,
    κτήνη λευκή με δεκατρείς αράδες,
    ΝΙΨΟΝ ΑΝΟΜΗΜΑΤΑ ΤΑ ΜΗ ΜΟΝΑΝ ΟΨΙΝ

    αφέντες, δούλοι, αίματος δεσμοί,
    καλόγεροι και ιμάμηδες αντάμα,
    στις εκκλησιές παράπονο και κλάμα,
    σαρίκια, στίφη, βέβηλοι θεσμοί

    επτάλοφη, παράξενη παρθένα,
    αιώνες έλαμπες, αμόλυντη, αγνή,
    λευκή, αραχνοϋφαντη, χλωμή,
    τοπίο μάχης, αιματόβρεχτη αρένα

    Βαρώνοι, κόμητες, ιππότες,
    κούρσεψαν, μόλυναν, διάβηκαν,
    χάθηκαν, λύγισαν, τάφηκαν,
    χρυσά σκαθάρια, τερακότες

    φεύγω, σ' αφήνω Δέσποινά μου,
    τα πάθη σου ένοιωσα κι απόρησα,
    αδάμαστη αυτοκρατόρισσα,
    μεγάλη και τρανή Βασίλισσά μου.

    Γιάννης Λιάσκος

    'Αγγελος Σικελιανός

    Γιατί βαθιά μου δόξασα
    Γιατί βαθιά μου δόξασα και πίστεψα τη γη
    και στη φυγή δεν άπλωσα τα μυστικά φτερά μου,
    μα ολάκερον ερίζωσα το νου μου στη σιγή,
    να που και πάλι αναπηδά στη δίψα μου η πηγή,
    πηγή ζωής, χορευτική πηγή, πηγή χαρά μου...

    Γιατί ποτέ δε λόγιασα το πότε και το πως,
    μα εβύθισα τη σκέψη μου μέσα στην πάσα ώρα,
    σα μέσα της να κρύβονταν ο αμέτρητος σκοπός,
    να τώρα που, ή καλοκαιριά τριγύρα μου είτε μπόρα,
    λάμπ' η στιγμή ολοστρόγγυλη στο νου μου σαν οπώρα,
    βρέχει απ' τα βάθη τ' ουρανού και μέσα μου ο καρπός!...

    Γιατί δεν είπα "εδώ η ζωή αρχίζει, εδώ τελειώνει..."
    μα "αν ειν' η μέρα βροχερή, σέρνει πιο πλούσιο φως...
    μα κι ο σεισμός βαθύτερη τη χτίση θεμελιώνει,
    τι ο ζωντανός παλμός της γης που πλάθει είναι κρυφός..."
    να που, ο,τι στάθη εφήμερο, σα σύγνεφο αναλιώνει,
    να που κι ο μέγας Θάνατος μου γένηκε αδελφός!...

    'Αγγελος Σικελιανός

    Κωστής Παλαμάς

    Θέλω να χτίσω ένα σπιτάκι
    Θέλω να χτίσω ένα σπιτάκι
    στη μοναξιά και στη σιωπή.
    Ξέρω μια πράσινη ραχούλα...
    Δε θα το χτίσω εκεί.

    Ξέρω στη χώρα τη μεγάλη
    τον πλούσιο δρόμο τον πλατύ,
    με τα παλάτια και τους κήπους...
    Δε θα το χτίσω εκεί.

    Ξέρω το πρόσχαρο ακρογιάλι,
    όλο το κύμα το φιλεί,
    κρινόσπαρτη είναι η αμμουδιά του...
    Δε θα το χτίσω εκεί.

    Ατέλειωτη τραβάει μια στράτα,
    σκίζει μια χέρσα απλοχωριά,
    σκληρά τη δέρνει το αγριοκαίρι
    κι ο λίβας τη χτυπά.

    Μια στράτα χιλιοπατημένη,
    τον καβαλλάρη νηστικό,
    τον πεζοδρόμο διψασμένο
    θάφτει στον κουρνιαχτό.

    Εκεί το σπίτι μου θα χτίσω
    με μια βρυσούλα στην αυλή,
    πάντα η γωνιά του θα καπνίζει
    κι η θύρα του θα' ναι ανοιχτή.

    Κωστής Παλαμάς

    Γιώργος Καραντώνης

    Ενα μικρό ποίημα
    για τη Μεγάλη Ελλάδα

    Εδώ σ' αυτά τα χώματα
    τα ίδια πάντα χρώματα
    το πράσινο, το μπλε και το γαλάζιο
    με τα γερμένα δέντρα απ' τους αγέρες των καιρών.
    Ενα άγγιγμα ελληνικό
    κάτω απ' τον ίδιο απαράλλαχτο ουρανό
    τώρα που ανασταίνονται οι εφήμεροι θεοί
    σαν τ' άνθη τ' ανοιξιάτικα
    και η αθάνατη τέχνη συνέχεια μέσα απ' τ' αρχαία χαλάσματα
    πεθαίνει και ανασταίνεται,
    πάντα χτυπιούνται οι εποχές
    μέχρι ν' αποκτήσει χρώμα ο χρόνος.
    Μα από των ναών τ' ανοίγματα
    προβάλλει και λαμποκοπά
    η πιο μεγάλη ποίηση
    η πιο μεγάλη Ελλάδα
    η Μεσόγειος.

    Ολο πλαταίνει η θάλασσα ακούραστα μακραίνει η Ιστορία.

    Σικελία, Απρίλιος 1998

    ΓΙΩΡΓΟΣ ΚΑΡΑΝΤΩΝΗΣ

    Γιάννης Κατσαράς

    Φαντασία
    Αφηρημένη τέχνη είν' η γλυκιά μορφή σου
    το είναι σου κορνίζα μοντέρνας ζωγραφιάς
    στον πίνακα το πρόσωπο, το σώμα κι η ψυχή σου,
    για φόντο τα ιδανικά κι αίσθημα ανθρωπιάς

    Το πρόσωπό σου έχει χρώματα πικραμένα
    το γέλιο σου βαμμένο έντονα, σαν το φως,
    οι πινελιές τα μάτια σου τα 'βαψαν λυπημένα
    και η καρδιά σου ζοφερή σα σκούρος ουρανός.

    Ποια να 'σαι όμως δε μπορώ να σε υλοποιήσω
    για μένα είσαι φάντασμα μιλάμε με τη σκέψη
    σε έπλασα μέσα στο νου για να σε τραγουδήσω,
    μα ξαφνικά μελαγχολώ, στ' όνειρο έχω πιστέψει,
    γέμισα το ποτήρι μου, φοβήθηκα,
    ψάχνω να βρω το κάδρο μήπως πέσει
    κι όλη η χαρά μου έγινε... σύννεφο πριν να βρέξει.

    Γιάννης Κατσαράς

    Ανδρέας Εμπειρίκος

    Ηχώ
    Τα βήματά μας αντηχούν ακόμη
    Μέσα στο δάσος με το βόμβο των εντόμων
    Και τις βαρειές σταγόνες απ' τ' αγιάζι
    Που στάζει στα φυλλώματα των δέντρων
    Κι ιδού που σκάζει μέσα στις σπηλιές
    Η δόνησις κάθε κτυπήματος των υλοτόμων
    Καθώς αραιώνουν με πελέκια τους κορμούς
    Κρατώντας μες στο στόμα τους τραγούδια
    Που μάθαν όταν ήτανε παιδιά
    Και παίζανε κρυφτούλι μες στο δάσος.

    Ανδρέας Εμπειρίκος

    Δ. Ι. Αντωνίου

    Κακοί έμποροι
    Κύριε, άνθρωποι απλοί
    πουλούσαμε υφάσματα,
    (κι η ψυχή μας
    ήταν το ύφασμα που δεν τ' αγόρασε κανείς).
    Την τιμή δεν κανονίζαμε απ' την ούγια
    η πήχη και τα ρούπια ήταν σωστά
    τα ρετάλια δεν τα δώσαμε μισοτιμής ποτέ:
    η αμαρτία μας.

    Είχαμε μόνο ποιότητας πραμάτεια.
    Έφτανε στη ζωή μας μια στενή γωνιά
    -πιάνουν στη γη μας λίγο τόπο τα πολύτιμα-.
    Τώρα με την ίδια πήχη που μετρήσαμε
    μέτρησέ μας· δε μεγαλώσαμε το εμπορικό μας.
    Κύριε, σταθήκαμε έμποροι κακοί!

    Δ. Ι. Αντωνίου

    Κωνσταντίνος Καβάφης

    Ιθακη
    Σα βγεις στο πηγαιμο για την Ιθακη,
    να ευχεσαι ναναι μακρυς ο δρομος,
    γεματος περιπετειες, γεματος γνωσεις.
    Τους Λαιστρυγονας και τους Κυκλωπας,
    τον θυμωμενο Ποσειδωνα μη φοβασαι,
    τετοια στον δρομο σου ποτε σου δεν θα βρεις,
    αν μεν'η σκεψις σου υψηλη, αν εκλεκτη
    συγκινησις το πνευμα και το σωμα σου αγγιζει.
    Τους Λαιστρυγονας και τους Κυκλωπας,
    τον αγριο Ποσειδωνα δεν θα συναντησεις,
    αν δεν τους κουβαλεις μες στην ψυχη σου,
    αν η ψυχη σου δεν τους στηνει εμπρος σου.
    Να ευχεσαι ναναι μακρυς ο δρομος.
    Πολλα τα καλοκαιρινα πρωϊνα να ειναι
    που με τι ευχαριστησι, με τι χαρα
    θα μπαινεις σε λιμενας πρωτοειδωμενους
    να σταματησεις σ'εμπορεία Φοινικικα,
    και τες καλες πραγματειες ν'αποκτησεις,
    σεντεφια και κοραλλια, κεχριμπαρια κ'εβενους,
    και ηδονικα μυρωδικα καθε λογης,
    οσο μπορεις πιο αφθονα ηδονικα μυρωδικα,
    σε πολεις Αιγυπτιακες πολλες να πας,
    να μαθεις και να μαθεις απ'τους σπουδασμενους.

    Παντα στο νου σου ναχεις την Ιθακη.
    Το φθασιμον εκει ειν'ο προορισμος σου.
    Αλλα μη βιαζεις το ταξειδι διολου.
    Καλλιτερα χρονια πολλα να διαρκεσει.
    και γερος πια ν'αραξεις στο νησι,
    πλουσιος με οσα κερδισες στο δρομο,
    μη προσδοκωντας πλουτη να σε δωσει η Ιθακη.

    Η Ιθακη σ'εδωσε τ'ωραιο ταξειδι.
    Χωρις αυτην δεν θαβγαινες στον δρομο
    . Αλλα δεν εχει να σε δωσει πια.
    Κι αν πτωχικη την βρεις, η Ιθακη δεν σε γελασε.
    Ετσι σοφος που εγινες, με τοση πειρα,
    ηδη θα το καταλαβες οι Ιθακες τι σημαινουν.

    Κωνσταντίνος Καβάφης

    Γεώργιος Σεφέρης

    ΕΝΑΣ ΓΕΡΟΝΤΑΣ
    ΣΤΗΝ ΑΚΡΟΠΟΤΑΜΙΑ

    Στoν Νάνη Παναγιωτόπουλο

    Κι όμως πρέπει να λογαριάσουμε πως προχωρούμε. Να αισθάνεσαι δε φτάνει μήτε να σκέπτεσαι μήτε να κινείσαι μήτε να κινδυνεύει το σώμα σου στην παλιά πολεμίστρα, όταν το λάδι ζεματιστό και το λιωμένο μολύβι αυλακώ νουνε τα τειχιά.

    Κι όμως πρέπει να λογαριάσουμε κατά που προχωρούμε, όχι καθώς ο πόνος μας το θέλει και τα πεινασμένα παι διά μας και το χάσμα της πρόσκλησης των συντρόφων από τον αντίπερα γιαλό~ μήτε καθώς το ψιθυρίζει το μελανιασμένο φως στο πρό χειρο νοσοκομείο, το φαρμακευτικό λαμπύρισμα στο προσκέφαλο του παλι καριού που χειρουργήθηκε το μεσημέρι~ αλλά με κάποιον άλλο τρόπο, μπορεί να θέλω να πω καθώς το μακρύ ποτάμι που βγαίνει από τις μεγάλες λίμνες τις κλειστές βαθιά στην Αφρική και ήτανε κάποτε Θεός κι έπειτα γένηκε δρόμος και δω ρητής και δικαστής και δέλτα~ που δεν είναι ποτές του το ίδιο, κατά που δίδασκαν οι πα λαιοί γραμματισμένοι, κι ωστόσο μένει πάντα το ίδιο σώμα, το ίδιο στρώμα, και το ίδιο Σημείο, ο ίδιος προσανατολισμός.

    Δε θέλω τίποτε άλλο παρά να μιλήσω απλά, να μου δοθεί ετούτη η χάρη. Γιατί και το τραγούδι το φορτώσαμε με τόσες μουσικές που σιγάσιγά,βουλιάζει και την τέχνη μας τη στολίσαμε τόσο πολύ που φαγώθηκε από τα μαλάματα το πρόσωπό της κι είναι καιρός να πούμε τα λιγοστά μας λόγια γιατί η ψυχή μας αύριο κάνει πανιά.

    Αν είναι ανθρώπινος ο πόνος δεν είμαστε άνθρωποι μόνο για να πονούμε γι' αυτό συλλογίζομαι τόσο πολύ, τούτες τις μέρες, το με γάλο ποτάμι αυτό το νόημα που προχωρεί ανάμεσα σε βότανα και σε χόρτα και ζωυτανά που βόσκουν και ξεδιψούν κι ανθρώπους που σπέρνουν και που Θερίζουν και σε μεγάλους τάφους ακόμη και μικρές κατοικίες των νεκρών. Αυτό το ρέμα που τραβάει το δρόμο του και που δεν είναι τόσο διαφορετικό από το αίμα των ανθρώπων κι από τα μάτια των αυθρώπων όταν κοιτάζουν ίσιαπέρα χωρίς το φόβο μες στην καρδιά τους, χωρίς την καθημερινή τρεμούλα για τα μικροπράματα ή έστω και για τα μεγάλα~ όταν κοιτάζουν ίσια πέρα καθώς ο στρατοκόπος που συν ήθισε ν' αναμετρά το δρόμο του με τ' άστρα, oχι όπως εμείς, την άλλη μέρα, κοιτάζοντας το κλειστό περιβόλι στο κοιμισμένο αράπικο σπίτι, πίσω από τα καφασωτά, το δροσερό περιβολάκι ν' αλλά ζει σχήμα, να μεγαλώνει και να μικραίνει~ αλλάζοντας καθώς κοιτάζαμε, κι εμείς, το σχήμα του πό Θου μας και της καρδιάς μας, στη στάλα του μεσημεριού, εμείς το υπομονετικό ζυμάρι ενός κόσμου που μας διώχνει και που μας πλάθει, πιασμένοι στα πλουμισμένα δίχτυα μιας ζωής που ήτανε σωστή κι έγινε σκόνη και βούλιαξε μέσα στην άμμο αφήνοντας πίσω της μονάχα εκείνο το απροσδιόριστο λίκνισμα που μας ζάλισε μιας αψηλής φοινικιάς.

    Κάιρο, 20 lουνίου '42

    Γεώργιος Σεφέρης

    Μελισσάνθη

    Στη νύχτα που έρχεται
    Ξεκινάμε ανάλαφροι, καθώς η γύρη
    που ταξιδεύει στον άνεμο.
    Γρήγορα πέφτουμε στο χώμα
    ρίχνουμε ρίζες, ρίχνουμε κλαδιά
    γινόμαστε δέντρα που διψούν για ουρανό
    κι όλο αρπαζόμαστε με δύναμη απ' τη γη.
    Μας βρίσκουν τ' ατέλειωτα καλοκαίρια
    τα μεγάλα κύματα. Οι άνεμοι, τα νερά
    παίρνουν τα φύλλα μας. Αργότερα
    πλακώνουν οι βαριές συννεφιές
    μας τυραννούν οι χειμώνες κι οι καταιγίδες.
    Μα πάντα αντιστεκόμαστε, ορθωνόμαστε
    πάντα ντυνόμαστε με νέο φύλλωμα.
    Ωσότου φτάνει ένας άνεμος παράξενος
    -κανείς δεν ξέρει πότε κι από που ξεκινά-
    μας ρίχνει κάτω μ' όλες μας τις ρίζες στον αέρα.
    Για λίγο ακόμα, μες στη φυλλωσιά μας
    κάθεται κρυμμένο - να πει μια τρίλια του
    στη νύχτα που έρχεται - ένα πουλί.

    Μελισσάνθη

    Δημοτικό

    Σώπασε Κυρά Δέσποινα
    Σημαίνει ο Θεός, σημαίνει η γη, σημαίνουν τα 'πουράνια,
    Σημαίνει κ' η Aγιά Σοφιά, το Mέγα Mοναστήρι.
    Mε τετρακόσια σήμαντρα, κ' εξηνταδυό καμπάνες
    Kάθε καμπάνα και Παπάς, κάθε Παπάς και Διάκος,
    Nα 'μπουνε 'ς το Xερουβικό και νάβγη ο Bασιλέας.
    Περιστερά ' κατέβηκεν από τα μεσ' ουράνια.
    - "Πάψετε το Xερουβικό, κι' ας χαμηλώσουν τ' 'Αγια!
    " Παπάδες πάρτε τα ιερά, και σεις κεριά σβυστήτε,
    " Γιατί είναι θέλημα Θεού η Πόλι να τουρκέψη.
    " Mον' στείλτε λόγο 'ς τη Φραγκιά ν' άρθουνε τρία καράβια,
    " Tόνα να πάρη το Σταυρό, και τ' άλλο το Bαγγέλιο,
    " Tο τρίτο το καλήτερο την 'Αγια Tράπεζά μας,
    " Mη μας την πάρουν τα σκυλλιά και μας τη μαγαρίσουν"

    H Δέσποινα εταράχτηκε, κ' εδάκρυσαν η 'κόνες.
    - "Σώπασε Kυρά Δέσποινα, και σεις 'Kόνες μην κλαίτε
    · " Πάλε με χρόνους με καιρούς, πάλε δικά σας είναι".

    Δημοτικό

    Δημοτικό

    Θρήνοι: Της Αγια-Σοφιάς
    Σημαίνει ο Θιός, σημαίνει η γης, σημαίνουν τα επουράνια,
    σημαίνει κι η Αγια Σοφιά, το μέγα μοναστήρι,
    με τετρακόσια σήμαντρα κι εξηνταδυό καμπάνες,
    κάθε καμπάνα και παπάς, κάθε παπάς και διάκος.
    Ψάλλει ζερβά ο βασιλιάς, δεξιά ο πατριάρχης,
    κι απ΄την πολλήν την ψαλμουδιά εσειόντανε οι κολόνες.
    Να μπούνε στο χερουβικό και να 'βγει ο βασιλέας,
    φωνή τους ήρθε εξ ουρανού κι απ' αρχαγγέλου στόμα:
    "Πάψετε το χερουβικό κι ας χαμηλώσουν τα 'αγια,
    παπάδες πάρτε τα γιερά και σεις κεριά σβηστήτε,
    γιατί είναι θέλημα Θεού η Πόλη να τουρκέψει.
    Μόν' στείλτε λόγο στη Φραγκιά, να 'ρτουνε τρία καράβια°
    το 'να να πάρει το σταυρό και τ' άλλο το βαγγέλιο,
    το τρίτο το καλύτερο, την άγια τράπεζά μας,
    μη μας την πάρουν τα σκυλιά και μας τη μαγαρίσουν".
    Η Δέσποινα ταράχτηκε και δάκρυσαν οι εικόνες.
    "Σώπασε κυρά Δέσποινα, και μη πολυδακρύζεις,
    πάλι με χρόνους, με καιρούς, πάλι δικά μας είναι".

    Δημοτικό

    Ρήγας Βελενστινλής

    Ο Θούριος
    Ως πότε παλικάρια, να ζούμε στα στενά,
    μονάχοι σα λεοντάρια, σταις ράχαις στα βουνά;
    Σπηλιαίς να κατοικούμε, να βλέπωμεν κλαδιά,
    να φεύγωμ' απ' τον κόσμον, για την πικρή σκλαβιά;
    Να χάνωμεν αδέλφια, πατρίδα και γονείς,
    τους φίλους, τα παιδιά μας, κι όλους τους συγγενείς;
    Καλλιώναι μίας ώρας ελεύθερη ζωή,
    παρά σαράντα χρόνοι, σκλαβιά και φυλακή.
    Τι σ' ωφελεί αν ζήσεις, και είσαι στη σκλαβιά;
    στοχάσου πως σε ψαίνουν, καθ' ώραν στην φωτιά.
    Βεζύρης, δραγουμάνος, αφέντης κι αν σταθής
    ο τύραννος αδίκως σε κάμνει να χαθής.
    Δουλεύεις όλ' ημέρα, σε ό,τι κι αν σε πη,
    κι' αυτός πασχίζει πάλιν, το αίμα σου να πιη.
    Ο Σούτζος, κι' ο Μουρούζης, Πετράκης, Σκαναβής
    Γκίκας και Μαυρογένης, καθρέπτης, ειν' να ιδής.
    Ανδρείοι καπετάνοι, παπάδες, λαϊκοί,
    σκοτώθηκαν κι' αγάδες, με άδικον σπαθί.
    Κι' αμέτρητ' άλλοι τόσοι, και Τούρκοι και Ρωμιοί,
    ζωήν και πλούτον χάνουν, χωρίς καμμιά 'φορμή.
    Ελάτε μ' έναν ζήλον, σε τούτον τον καιρόν,
    να κάμωμεν τον όρκον, επάνω στον σταυρόν.
    Συμβούλους προκομμένους, με πατριωτισμόν
    να βάλωμεν εις όλα, να δίδουν ορισμόν.
    Οι νόμοι ναν' ο πρώτος, και μόνος οδηγός,
    και της πατρίδος ένας, να γένη αρχηγός.
    Γιατί κ' η αναρχία, ομοιάζει την σκλαβιά,
    να ζούμε σαν θηρία, είν' πλιο σκληρή φωτιά.
    Και τότε με τα χέρια, ψηλά στον ουρανόν
    ας πούμ' απ' την καρδιά μας, ετούτα στον Θεόν.
    Εδώ σηκώνονται οι πατριώται ορθοί,
    και υψώνοντες τας χείρας προς τον ουρανόν,
    κάμνουν τον όρκον.

    Όρκος κατά της τυραννίας και της αναρχίας.
    Ω βασιλεύ του κόσμου, ορκίζομαι σε σε,
    στην γνώμην των τυράννων, να μην έλθω ποτέ.
    Μήτε να τους δουλεύσω, μήτε να πλανηθώ,
    εις τα ταξίματά τους, για να παραδοθώ.
    Εν όσω ζω στον κόσμον, ο μόνος μου σκοπός,
    για να τους αφανίσω, θε νάναι σταθερός.
    Πιστός εις την πατρίδα, συντρίβω τον ζυγόν,
    αχώριστος για ναμαι, υπό τον στρατηγόν.
    Κι αν παραβώ τον όρκον, ν' αστράψ' ο ουρανός,
    και να με κατακάψη, να γένω σαν καπνός.

    Ρήγας Βελενστινλής

    Ευαγόρας Παλληκαρίδης

    Θα πάρω μια ανηφοριά
    Θα πάρω μιαν ανηφοριά,
    Θα πάρω μονοπάτια,
    να βρω τα σκαλοπάτια,
    που παν στη Λευτεριά.

    Θ' αφήσω αδέλφια συγγενείς,
    την μάνα, τον πατέρα,
    μεσ' τα λαγκάδια πέρα,
    και στις βουνοπλαγιές.

    Ψάχνοντας για τη λευτεριά,
    θα 'χω παρέα μόνη,
    κατάλευκο το χιόνι,
    βουνά και ρεματιές,

    Τώρα κι αν είναι χειμωνιά,
    θα 'ρθει το καλοκαίρι,
    τη λευτεριά να φέρει,
    σε πόλεις και χωριά,

    Θα πάρω μιαν ανηφοριά,
    θα πάρω μονοπάτια,
    να βρω τα σκαλοπάτια,
    που παν' στη Λευτεριά,

    Τα σκαλοπάτια θ' ανεβώ,
    θα μπω σ' ένα παλάτι,
    το ξέρω θα 'ν' απάτη,
    δεν θά 'ναι αληθινό,

    Μες το παλάτι θα γυρνώ,
    ώσπου να βρω το θρόνο,
    βασίλισσα μια μόνο,
    να κάθεται σ' αυτόν,

    Κόρη πανώρια θα της πω,
    άνοιξε τα φτερά σου,
    και πάρε με κοντά σου,
    μονάχα αυτό ζητώ,

    Γεια σας παλιοί συμμαθηταί!
    Τα τελευταία λόγια τα γράφω σήμερα για σας.
    Κι όποιος θελήσει για να βρει έναν χαμένο αδελφό,
    έναν παλιό του φίλο,

    Ας πάρη μιαν ανηφοριά,
    ας πάρη μονοπάτια,
    να βρή τα σκαλοπάτια,
    που παν στη Λευτεριά.

    5 Δεκεμβρίου 1955

    Ευαγόρας Παλληκαρίδης

    Ιωάννης Πολέμης

    Τι είναι η πατρίδα μας
    Τι είναι η πατρίδα μας; Μην είν' οι κάμποι;
    Μην είναι τ' άσπαρτα ψηλά βουνά;
    Μην είναι ο ήλιος της, που χρυσολάμπει;
    Μην είναι τ' άστρα της τα φωτεινά;

    Μην είναι κάθε της ρηχό ακρογιάλι
    και κάθε χώρα της με τα χωριά;
    κάθε νησάκι της που αχνά προβάλλει,
    κάθε της θάλασσα, κάθε στεριά;

    Μην είναι τάχατε τα ερειπωμένα
    αρχαία μνημεία της χρυσή στολή
    που η τέχνη εφόρεσε και το καθένα
    μια δόξα αθάνατη αντιλαλεί;

    Όλα πατρίδα μας! Κι αυτά κι εκείνα,
    και κάτι που 'χουμε μες την καρδιά
    και λάμπει αθώρητο σαν ήλιου αχτίνα
    και κράζει μέσα μας: Εμπρός παιδιά!

    Ιωάννης Πολέμης

    Οδυσσέας Ελύτης

    Τη γλώσσα μου έδωσαν ελληνική
    Τη γλώσσα μου έδωσαν ελληνική.
    το σπίτι φτωχικό στις αμμουδιές του Ομήρου...

    Μονάχη έγνοια η γλώσσα μου στις αμμουδιές του Ομήρου...

    Εκεί σπάροι και πέρκες
    ανεμόδαρτα ρήματα
    ρεύματα πράσινα μες στα γαλάζια
    όσα είδα στα σπλάχνα μου ν' ανάβουνε
    σφουγγάρια, μέδουσες
    με τα πρώτα λόγια των Σειρήνων
    όστρακα ρόδινα με τα πρώτα μαύρα ρίγη...

    Μονάχη έγνοια η γλώσσα μου, με τα πρώτα μαύρα ρίγη...

    Εκεί ρόδια, κυδώνια
    θεοί μελαχροινοί, θείοι κ' εξάδελφοι
    το λάδι αδειάζοντας μες στα πελώρια κιούπια.
    Και πνοές από τη ρεμματιά ευωδιάζοντας
    λυγαριά και σχίνο
    σπάρτο και πιπερόριζα
    με τα πρώτα πιπίσματα των σπίνων
    ψαλμωδίες γλυκές με τα πρώτα-πρώτα Δόξα Σοι...
    Μονάχη έγνοια η γλώσσα μου, με τα πρώτα-πρώτα Δόξα Σοι!..

    Εκεί δάφνες και βάγια
    θυμιατό και λιβάνισμα
    τις πάλες ευλογώντας και τα καριοφίλια
    στο χώμα το στρωμένο με τ' αμπελομάντιλα ,
    κνίσες, τσουγκρίσματα
    και Χριστος Ανέστη
    με τα πρώτα σμπάρα των Ελλήνων!
    Αγάπες μυστικές με τα πρώτα λόγια του Ύμνου...
    Μονάχη έγνοια η γλώσσα μου, με τα πρώτα λόγια του "Υμνου !..

    Οδυσσέας Ελύτης
    Από το 'Αξιον Εστί:

    Χρυσούλα Χατζηγιαννιού

    Στην Παναγία των Βλαχερνών
    Πολύς ο ίσκιος κι ο περίγυρος στενός
    και πώς να σε χωρέση ο νους μας
    Xώρα του αχωρήτου;

    Aνθό δε βρίσκω που να μη φωλεύη
    ο ήλιος που άστραψε τη λυγερά του
    μέλαθρα μες των καλύκων τις πορείες.

    Mα συ εντός μας δε χωρείς.
    Mήδ' έχει ο λογισμός περίσσια/κάνιστρα
    να δρέψη τις ροδιές σου της αυλής!

    Mόνο η ψυχή - ω θάμμα - εφτάκλιτη σε περικλεί
    μες τις θολές της ερημίες / καθώς το μοσχοβόλημα
    οι πετρώες Aραβίες...

    Στα κάστρα σ' ανιστόρησα οδηγήτρια
    και στ' αδυσώπητο το κρίμα / απάνου
    σε ξανάδα γρηγορούσα!

    Ήπια τις χάρες σου μες τα κρουστά σου
    νάματα, ότι καιόμενη ανηφόρισα
    και με ξημέρωσες ανθούσα!

    Xαίρε των Bλαχερνών το έπος
    ανατείνουσα περικρατείς και στ' όνειρό μας
    το περίστυλο ξανθές οι κίονές σου οι αρμονίες!

    Για νάρθη το αύριο αβασίλευτο στο φως σου
    οι πληγές μας εξουσίες!

    Eπί των όφεων περιπατείς για να πραΰνωνται οι σκοτίες...

    Λυγίζει ο κάλαμος προτού να γίνη αυλός
    κι ό,τι κι αν λέω σωπαίνω...

    'Αφατη η πρέπουσα οδός
    κ' επιφανής μες τη σκιά σου...

    Aς ήμουν κρίνο στου αρχαγγέλου σου
    τα χέρια σφαλισμένο ν' ανθοβολώ
    θωρώντας σε με τον ωραίον κάλλει
    στην ποδιά σου!...

    Tων οφθαλμών μας χαίρε ο Έπαινος!...

    Χρυσούλα Χατζηγιαννιού

    Απόστολος Μελαχρινός

    Σημαίνει η ΄Ωρα των Ωρών...
    Σημαίνει η ΄Ωρα των Ωρών...
    Κι ως τις κορφές αγιάζη η Δύση,
    σπερνιάζουν τα ηχερά νερά
    στο σύθρηνο ξωκκλήσι:
    - Χαίρε, Νύμφη ανύμφευτε!..

    Στο εικόνισμα το απόβαθο
    κρεμιέται αχνό καντίλι...
    Μια δέηση άλικη θλίβεται
    το άρρωστο εμπρός σου δείλι:
    - Χαίρε, Νύμφη ανύμφευτε!..

    Περνούν οι κλώνοι ανθούσιμοι
    τ' αραχνιασμένα τζάμια...
    Εντός μου η ΄Ανανθη θρηνεί
    σ' ανέγγιχτα καλάμια:
    - Χαίρε, Νύμφη ανύμφευτε!..

    Στ' άγια νερά που νοσταλγούν
    μια χλόη παραδείσια
    το πέρασμά σου εθρόησε
    κάτου απ' τα κυπαρίσσια:
    - Χαίρε, Νύμφη ανύμφευτε!..

    ΄Ωρα για λήθη... Φθείρουνται
    οι ανέγνωρές μου οι ώρες...
    Μάταιη κ' η θλίψη που έσυραν
    στο φως οι ονειροκόρες:
    - Χαίρε, Νύμφη ανύμφευτε!..

    Ασκήτεψαν οι αγάπες μου
    στου αβόλετου τη θύρα
    κ' ήρθες αργά τα εντάφια
    να τις αλείψης μύρα...
    - Χαίρε, Νύμφη ανύμφευτε!..

    Απόστολος Μελαχρινός

    Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης

    Στην Παναγία την Κεχριά
    Γλυκειά Παρθέν', αξίωσέ με
    νάρθω και πάλι στο ναό σου,
    όπου φυσά γλυκά η αύρα
    στα πλατάνια τα θεόρατα
    κάτω στο ρέμμα, που η πηγή κελαρύζει
    κι επάνω θροΐζει η αύρα μαλακά.

    Όλος ο ήλιος λάμπει στο θόλο
    του ωραίου ναού σου με τα πιατάκια τα ποικιλμένα
    κι ευωδιάζ' η μύρτος κι η δάφνη
    ολόγυρα, κι η βρύση κελαδεί
    στην αυλή, που ανθεί ο λιβανωτός κι [η μύρτος].

    Στα νεαήμερα τ' αγαπημένα
    της δοξασμένης μεταστάσεώς σου
    ήθελα νάμαι να ψάλω το "Πεποικιλμένη..."
    στο πανηγύρι το σεμνό.

    Να βλέπω να θαμάζω τη μορφή σου
    με τα ματάκια τα κλειστά,
    με τα χεράκια σταυρωμένα,
    κι ο Υιός σου να κρατεί την άμωμη ψυχή σου,
    ως τρυγόνα στα χεράκια·

    κι Απόστολοι εκ περάτων
    στα σύννεφα επάνω πετώντας,
    κι 'Αγγελοι με σταυρωμένα χέρια
    βλέπουν το θάμμα το φριχτό!

    Ψηλά απάνω απ' το δώμα, από δυο παραθυράκια,
    με τις κοκούλες δυο καλογεράκια
    προβάλλουν και τείνουν από έναν τόμον ανοιχτό!

    κι ο ένας γράφει "Θνητή γυναίκα του Θεού μητέρα"
    κι ο άλλος· "τ' ουρανού είσαι πλατυτέρα,
    ως έμψυχος ναός και θρόνος του Θεού..."

    Γλυκειά Παρθέν' αξίωσέ με
    νάρθω και πάλι στο ναό σου,
    όπου φυσά γλυκά η αύρα
    στο ρέμμα στα πλατάνια μυστικά!

    Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης

    Γιώργος Δροσύνης

    Χώμα ελληνικό
    Τώρα που θα φύγω και θα πάω στα ξένα
    και θα ζούμε μήνες, χρόνους χωρισμένοι,
    άφησε να πάρω κάτι κι από σένα,
    γαλανή πατρίδα πολυαγαπημένη,
    άφησε μαζί μου φυλαχτό να πάρω
    για την κάθε λύπη κάθε τι κακό,
    φυλαχτό από αρρώστια, φυλαχτό από Χάρο,
    μόνο λίγο χώμα, χώμα ελληνικό.

    Χώμα δροσισμένο με νυχτιάς αγέρι,
    χώμα βαφτισμένο με βροχή του Μάη,
    χώμα μυρισμένο απ' το καλοκαίρι,
    χώμα ευλογημένο, χώμα που γεννάει
    μόνο με της Πούλιας την ουράνια χάρη,
    μόνο με του ήλιου τα θερμά φιλιά,
    το μοσχάτο κλήμα το ξανθό σιτάρι,
    τη χλωρή τη δάφνη, την πικρήν ελιά.

    Χώμα τιμημένο, που 'χουν ανασκάψει
    για να θεμελιώσουν έναν Παρθενώνα,
    χώμα δοξασμένο, που 'χουν ροδοβάψει
    αίματα στο Σούλι και στο Μαραθώνα,
    χώμα πο 'χει θάψει λείψαν' αγιασμένα
    απ' το Μεσολόγγι κι από τα Ψαρά
    χώμα που θα φέρνει στον μικρόν εμένα
    θάρρος, περηφάνια, δόξα και χαρά.

    Θε να σε κρεμάσω φυλαχτό στα στήθια,
    κι όταν η καρδιά μου φυλαχτό σε βάλει
    από σε θα παίρνει δύναμη βοήθεια,
    μην την ξεπλανέψουν άλλα, ξένα κάλλη.
    Η δική σου η χάρη θα με δυναμώνει,
    κι όπου κι αν γυρίσω, κι όπου κι αν σταθώ
    συ θε να μου δίνεις μια λαχτάρα μόνη,
    πότε στην Ελλάδα πίσω θε να 'ρθω.

    Κι αν το ριζικό μου - έρημο και μαύρο -
    μου 'γραψε να φύγω και να μη γυρίσω,
    το στερνό συχώριο εις εσένα θα 'βρω,
    το στερνό φιλί μου θε να σου χαρίσω.
    Έτσι κι αν σε ξένα χώματα πεθάνω,
    και το ξένο μνήμα θα 'ναι πιο γλυκό
    σα θαφτείς μαζί μου στην καρδιά μου επάνω,
    χώμα αγαπημένο, χώμα ελληνικό.

    Γιώργος Δροσύνης

    Νίκος Καββαδίας

    ΜΑΡΑΜΠΟΥ
    Λένε για μένα οι ναυτικοί που εζήσαμε μαζί
    πως είμαι κακοτράχαλο τομάρι διεστραμμένο,
    πως τις γυναίκες μ' ένα τρόπον ύπουλο μισώ
    κι ότι μ' αυτές να κοιμηθώ ποτέ μου δεν πηγαίνω.

    Ακόμα, λένε πως τραβώ χασίσι και κοκό
    πως κάποιο πάθος με κρατεί φριχτό και σιχαμένο,
    κι ολόκληρο έχω το κορμί με ζωγραφιές αισχρές,
    σιχαμερά παράξενες, βαθιά στιγμαατισμένο.

    Ακόμα, λένε πράματα φριχτά παρά πολύ,
    που είν' όμως ψέματα χοντρά και κατασκευασμένα,
    κι αυτό που εστοίχισε σε με πληγές θανατερές
    κανείς δεν το 'μαθε ποτέ, γιατί δεν το 'πα σε κανένα.

    Μ' απόψε, τώρα που έπεσεν η τροπική βραδιά,
    και φεύγουν προς τα δυτικά των Μαραμπού τα σμήνη,
    κάτι με σπρώχνει επίμονα να γράψω σε χαρτί,
    εκείνο, που παντοτινή κρυφή πληγή μου εγίνη.

    Ήμουνα τότε δόκιμος σ'ένα λαμπρό ποστάλ
    και ταξιδεύαμε Αίγυπτο γραμμή Νότιο Γαλλία.
    Τότε τη γνώρισα - σαν άνθος έμοιαζε αλπικό -
    και μια στενή μας έδεσεν αδελφική φιλία.

    Αριστοκρατική, λεπτή και μελαγχολική,
    κόρη ενός πλούσιου Αιγύπτιου οπού 'χε αυτοκτονήσει,
    ταξίδευε τη λύπη της σε χώρες μακρινές,
    μήπως εκεί γινότανε να τήνε λησμονήσει.

    Πάντα σχεδόν της Μπασκιρτσέφ κρατούσε το Ζουρνάλ,
    και την Αγία της 'Αλας παράφορα αγαπούσε,
    συχνά στίχους απάγγελνε θλιμμένους γαλλικούς,
    κι ώρες πολλές προς τη γαλάζιαν έκταση εκοιτούσε.

    Κι εγώ, που μόνον εταιρών εγνώριζα κορμιά,
    κι είχα μιαν άβουλη ψυχή δαρμένη απ' τα πελάη,
    μπροστά της εξανάβρισκα την παιδική χαρά
    και, σαν προφήτη, εκστατικός την άκουα να μιλάει.

    Ένα μικρό της πέρασα σταυρόν απ' το λαιμό
    κι εκείνη ένα μου χάρισε μεγάλο πορτοφόλι
    κι ήμουν ο πιο δυστυχισμένος άνθρωπος της γης,
    όταν εφθάσαμε σ' αυτήν που θα 'φευγε την πόλη.

    Την εσκεφτόμουνα πολλές φορές στα φορτηγά,
    ως ένα παραστάτη μου κι άγγελο φύλακά μου,
    και μια φωτογραφία της στην πλώρη ήταν για με
    όαση, που ένας συναντά μεσ' στην καρδιά της 'Aμμου.

    Νομίζω πως θε να 'πρεπε να σταματήσω εδώ.
    Τρέμει το χέρι μου, ο θερμός αγέρας με φλογίζει.
    Κάτι άνθη εξαίσια τροπικά του ποταμού βρωμούν,
    κι ένα βλακώδες Μαραμπού παράμερα γρυλίζει.

    Θα προχωρήσω!... Μια βραδιά σε πόρτο ξενικό
    είχα μεθύσει τρομερά με ουίσκυ, τζιν και μπύρα,
    και κατά τα μεσάνυχτα, τρικλίζοντας βαριά,
    το δρόμο προς τα βρωμερά, χαμένα σπίτια επήρα.

    Αισχρές γυναίκες τράβαγαν εκεί τους ναυτικούς,
    κάποια μ' άρπαξ' απότομα, γελώντας, το καπέλο
    (παλιά συνήθεια γαλλική του δρόμου των πορνών)
    κι εγώ την ακολούθησα σχεδόν χωρίς να θέλω.

    Μια κάμαρα στενή, μικρή, σαν όλες βρωμερή,
    οι ασβέστες απ' τους τοίχους της επέφτανε κομμάτια,
    κι αυτή ράκος ανθρώπινο που εμίλαγε βραχνά,
    με σκοτεινά, παράξενα, δαιμονισμένα μάτια.

    Της είπα κι έσβησε το φως. Επέσαμε μαζί.
    Τα δάχτυλά μου καθαρά μέτρααν τα κόκαλά της.
    Βρωμούσε αψέντι. Εξύπνησα, ως λένε οι ποιητές
    «μόλις εσκόρπιζεν η αυγή τα ροδοπέταλά της».

    Όταν την είδα και στο φως τα' αχνό το πρωινό,
    μου φάνηκε λυπητερή, μα κολασμένη τόσο,
    που μ' ένα δέος αλλόκοτο, σαν να 'χα φοβηθεί,
    το προτοφόλι μου έβγαλα γοργά να την πληρώσω.

    Δώδεκα φράγκα γαλλικά... Μα έβγαλε μια φωνή,
    κι είδα μια εμένα να κοιτά με μάτι αγριεμένο,
    και μια το πορτοφόλι μου... Μ' απόμεινα κι εγώ
    έναν σταυρό απάνω της σαν είδα κρεμασμένο.

    Ξεχνώντας το καπέλο μου βγήκα σαν τον τρελό,
    σαν τον τρελό που αδιάκοπα τρικλίζει και χαζεύει,
    φέρνοντας μέσα στο αίμα μου μια αρρώστια τρομερή,
    που ακόμα βασανιστικά το σώμα μου παιδεύει.

    Λένε για μένα οι ναυτικοί που εκάμαμε μαζί
    πως χρόνια τώρα με γυναίκα εγώ δεν έχω πέσει,
    πως είμαι παλιοττόμαρο και πως τραβάω κοκό,
    μ' αν ήξερα οι δύστυχοι, θα μ' είχαν συχωρέσει...

    Το χέρι τρέμει... Ο πυρετός... Ξεχάστηκα πολύ
    ασάλευτο ένα Μαραμπού στην όχθη να κοιτάζω.
    Κι έτσι καθώς επίμονα κι εκείνο με κοιτά,
    νομίζω πως στη μοναξιά και στη βλακεία του μοιάζω...

    Νίκος Καββαδίας (1910-1975)

    Νίκος Γκάτσος

    Αμοργός
    [.....]
    Πόσο πολύ σ' αγάπησα εγώ μονάχα το ξέρω
    Εγώ που κάποτε σ' άγγιξα με τα μάτια της πούλιας
    Και με τη χαίτη το φεγγαριού σ' αγκάλιασα και χορέψαμε μες στους καλοκαιριάτικους κάμπους Πάνου στη θερισμένη καλαμιά και φάγαμε μαζί το κομμένο τριφύλλι
    Μαύρη μεγάλη θάλασσα με τόσα βότσαλα τριγύρω στο λαιμό τόσα χρωματιστά πετράδια στα μαλλιά σου.
    Ένα καράβι μπαίνει στο γιαλό ένα μαγκανοπήγαδο σκουριασμένο βογκάει
    Μια τούφα γαλανός καπνός μες στο τριανταφυλλί του ορίζοντα
    Ίδιος με τη φτερούγα του γερανού που σπαράζει
    Στρατιές χελιδονιών περιμένουνε να πουν στους αντρειωμένους το καλωσόρισες. [.....]

    Νίκος Γκάτσος

    Κωστής Παλαμάς

    Η εληά
    Είμαι του ήλιου η θυγατέρα
    η πιο απ' όλες χαϊδευτή,
    κι η τόση αγάπη του πατέρα
    σ' αυτόν τον κόσμο με κρατεί.
    Όσο να γύρω νεκρωμένη
    αυτόν το μάτι μου ζητεί.
    Είμαι η εληά η τιμημένη

    Όπου κι αν λάχω κατοικία
    δε μου απολείπουν οι καρποί
    ως τα βαθιά μου γηρατεία
    δεν βρίσκω στη δουλειά ντροπή.
    Μ' έχει ο Θεός ευλογημένη
    κι είμαι γεμάτη προκοπή.
    Είμαι η εληά η τιμημένη

    Φρίκη κι ερμιά, νερά και σκότη
    την γην εθάψαν μια φορά...
    Πράσινη αυγή με φέρνει πρώτη
    στο Νώε η περιστερά.
    Όλης της γης είχα γραμμένη
    την εμορφάδα και χαρά.
    Είμαι η εληά η τιμημένη.

    Εδώ στον ήσκιο μ' αποκάτου
    ήρθ' ο Χριστός ν' αναπαυθεί,
    κι ακούστηκε η γλυκειά λαλιά του
    λίγο προτού να σταυρωθεί.
    Το δάκρυ του, δροσιά αγιασμένη,
    έχει στη ρίζα μου χυθεί.
    Είμαι η εληά η τιμημένη.

    Και φως πραότατο χαρίζω
    εγώ στην άγρια νυχτιά,
    τον πλούτο πια δεν το φωτίζω,
    συ μ' ευλογείς φτωχολογιά.
    Κι αν απ' τον άνθρωπο διωγμένη,
    μα φέγγω εμπρός στην Παναγιά.
    Είμαι η εληά η τιμημένη.

    Κωστής Παλαμάς

    Γεώργιος Ζαλοκώστας

    Το φίλημα
    Μια βοσκοπούλα αγάπησα, μια ζηλεμένη κόρη,
    και την αγάπησα πολύ, -
    ήμουν αλάλητο πουλί,
    δέκα χρονών αγόρι.-

    Μια μέρα που καθόμαστε στα χόρτα τ' ανθισμένα,
    - Μάρω, ένα λόγο θα σου πω,
    Μάρω, της είπα, σε αγαπώ,
    τρελλαίνομαι για σένα.-

    Από τη μέση με άρπαξε, με φίλησε στο στόμα
    και μούπε: -για αναστεναγμούς,
    για της αγάπης τους καϋμούς
    είσαι μικρός ακόμα.-

    Μεγάλωσα και την ζητώ... μ' άλλον ζητά η καρδιά της
    και με ξεχνάει τ' ορφανό...
    εγώ όμως δε λησμονώ
    ποτέ το φίλημά της.

    Γεώργιος Ζαλοκώστας (1805-1858)

    Χάρης Βλαβιανός

    ΕΓΧΕΙΡΙΔΙΟ ΠΟΙΗΤΙΚΗΣ
    1.
    Αν ζήσεις μ' ένα ποίημα,
    θα πεθάνεις μόνος.

    2.
    Αν ζήσεις με δύο ποιήματα,
    θ' αναγκαστείς να απατήσεις το ένα.

    3.
    Αν συλλάβεις ένα ποίημα,
    θ' αποκτήσεις ένα παιδί λιγότερο.

    4.
    Αν την ώρα που γράφεις
    φοράς το στέμμα σου,
    οι άλλοι θα σε κοροϊδεύουν.

    5.
    Αν την ώρα που γράφεις
    δεν φοράς το στέμμα σου,
    θα κοροϊδεύεις εσύ τον εαυτό σου.

    6.
    Αν επαινείς τα ποιήματά σου,
    θα σ' αγαπήσουν οι βλάκες.

    7.
    Αν επαινείς τα ποιήματά σου
    κι αγαπάς τους βλάκες,
    θα σταματήσεις να γράφεις.

    8.
    Αν γράψεις ένα ποίημα
    και επαινέσεις το ποίημα κάποιου άλλου,
    θα σ' ερωτευθεί μια ωραία γυναίκα.

    9.
    Αν γράψεις ένα ποίημα και επαινέσεις
    υπερβολικά το ποίημα κάποιου άλλου,
    θα σε προδώσει μια ωραία γυναίκα.

    10.
    Αν αφήσεις τα ποιήματά σου γυμνά,
    θα σε κατατρύχει ο φόβος του θανάτου.

    11.
    Αν σε κατατρύχει ο φόβος του θανάτου,
    τα ποιήματά σου θα σε σώσουν.

    12.
    Αν απαρνηθείς τα ποιήματά σου για την πεζογραφία,
    θα βγεις σίγουρα κερδισμένος.
    Η ποίηση θα αντέξει και χωρίς εσένα.

    ΝΕΑ ΠΟΙΗΜΑΤΑ 1996 - 1997

    ΧΑΡΗΣ ΒΛΑΒΙΑΝΟΣ

    Κώστας Κατσούλης

    Εμείς
    Εμείς δεν πολεμήσαμε με σφαίρες
    εμείς δεν πολεμήσαμε με κανόνια.
    Εμείς πολεμήσαμε με τον νου,
    εμείς πολεμήσαμε με τον ήλιο.

    Εμείς δε φιλήσαμε άρβυλα λερωμένα,
    εμείς δεν ήπιαμε κανενού τα αίματα.
    Εμείς δε σκύψαμε, γεφύρια δε γινήκαμε,
    εμείς κι' αν δυο στρέμματα, δικά μας ήτανε,
    που κερδίσαμε, που κρατήσαμε, που ορίζουμε.
    Εμείς, εμείς, εμείς...

    Κώστας Κατσούλης

    Βάιος Φασούλας

    Ε, εσείς, απόγονοι
    του Ομήρου, τί κάνετε??

    Κι' είμαστε κάμποσοι,
    γυναίκες και άντρες ξεχασμένοι,
    άγονοι και θαμμένοι με χώμα ξερό
    Είμαστε κάμποσοι,
    που αδιάκοπα υφαίνουμε το νήμα της ζωής,
    κι ας μένουμε στη λησμονιά,
    γυμνοί και διψασμένοι.
    Στους αργαλειούς μας ,
    συντροφιά οι Μούσες μας κρατούν.
    Αυτές ακούμε πα στα ξεσπάσματα τ' αγέρα,
    αυτές θωρούμε μητέρες και αδερφές.
    Αυτές μας φροντίζουν και μας αγαπούν.
    στ' αχνάρια του Ομήρου μας οδηγούν
    ανά τους αιώνες δάδες πυρός,
    φωτός στα χέρια τους κρατούν
    για να πυρώνουν τις καρδιές μας,
    και να φωτίζουν το νου
    και φέγγουν γύρα τ' ανθρώπινα σκοτάδια,
    μα γίνονται γλυκό κι ήρεμο λυκαυγές..

    Αυτά τα σκοτάδια, τα φτιαχτά από χέρια,
    απογόνων του Ομήρου
    Κι είμαστε κάμποσοι εμείς...

    Βάιος Φασούλας

    Αγγελική Μαραγκουδάκη - Βόλλνερ

    Νοσταλγία
    Νοστάλγησα να καθίσω πάνω σ' ένα βράχο
    σ' εκείνο τ' ακρογιάλι τ' αγαπημένο
    κει που με δυο κολοκύθες κάτω απ' τις μασχάλες
    τα πρώτα τσαλαβουτήγματα πρωτοθάρρεψα.

    Νοστάλγησα το βουναλάκι, το βουτηγμένο στο λιοβασίλεμα,
    κείνο το βουναλάκι π' αγνάντιαζε ως πέρατα τ' ορίζοντα,
    και που με τα πρώτα χτυποκάρδια στα στήθη
    το βασιόπουλό μου ονειρευόμουν τ' άπιαστο.

    Νοστάλγησα τον πευκώνα τον μοσχομυρισμένο
    και που πρωτόνοιωσα να με καίει η φλόγα της αγάπης
    και που πρωτοχάραξε μια καρδιά μ' ένα βέλος
    κι έγραψε τα ονόματά μας η πρώτη μου αγάπη.

    Νοστάλγησα το λιμανάκι του νησιού μου
    το λιμανάκι εκείνο που τόσες φορές με πήρε και μ' έφερε,
    κει, που γυρνώντας απ' τις εξετάσεις μας,
    στον Ποσειδώνα τα καλαμάρια μας θυσιάσαμε.

    Καημένο μου νησί μου αγαπημένο,
    μ' αγάπες, κλάματα, χαρές συνυφασμένο!
    Όσο πιο μακριά σου βρίσκομαι, τόσο σε νοιώθω δικό μου,
    μέσα στα βάθη της καρδιάς μου ανεξίτηλα χαραγμένο!

    Αγγελική Μαραγκουδάκη - Βόλλνερ

    Λιλή Μπίτα

    ΑΛΤΣΧΑΪΜΕΡ
    Από δω και πέρα
    εγώ θα πρέπει να εξηγώ
    την ιστορία σου που ξέχασες:
    είναι τρόμος, ακρωτηριασμένου μέλλοντος
    σπορά εγκαταλειμμένου παρελθόντος.
    Ο καινούργιος Εσύ
    πετάς το ζυγό
    βηματίζοντας αθώα στα σκοτεινά
    αφοπλισμένος στρατιώτης
    η πρόοδός σου μειωμένη
    με την παράδοση κάθε όπλου.
    Στο τέλος θα περπατάς μονάχος
    μικροσκοπικός λεκές το παρελθόν σου
    να ξεθωριάζεις στον τοίχο άδειου δωματίου.
    Θα βηματίζεις μονάχος στο τέλος
    μέσα στους αραιούς τοίχους λησμονιάς
    όχι στητός πια, χωρίς απαιτήσεις
    ηδονής και περιπέτειας
    χωρίς να μάθεις ποτέ
    πως το ταξίδι του τρόμου
    ήταν δικό σου.

    Λιλή Μπίτα

    Ελένη Παϊδούση

    Εμείς οι "ΞΕΝΟΙ"
    Αυτοί που μας βαφτίσανε
    "Διασπορά"
    Δεν έχουν ταξιδέψει τον ατέλείωτο πλου
    Της άγονης γραμμής
    Δεν έχουν δει το μαγικό καθρέφτη

    Το βλέμμα να βέλλεται από διάττοντες αστέρες.
    Δεν έντυσαν το γερο-ήμο Καραγκιόζη
    Σ' άγνωστες λεωφόρους του πλανήτη
    Στις παρελάσεις Εθνικών Δικαίων!
    Αυτοί που μας βαφτίσανε "Διασπορά"
    Δεν ξέρουν πως τις νύχτες είμαστε κύματα
    Ντυνόμαστε νεράιδες
    Γοργόνες σε πλώρες μαγικές, αερικά
    Στην πρύμνη των νησιών-ψαράδων
    Και τραγουδάμε στον αφρό
    Τα δικά μας εμβατήρια.
    Δεν μάθανε ποτέ πως τις αυγές με τον Μαϊστρο
    Δεμένοι στ' άρμπουρα του μύθου
    Με κόπους αίμα
    Πλέκουμε στην απόσταση
    Το όνειρο-παραμύθι της παράλογης πορείας.
    Κι ίσως ποτέ δεν μάθουνε
    'Οτι αυτοί που είπανε
    "Διασπορά"
    Ταξιδεύουν τις αγωνίες του Αιγαίου
    Σκιές παρελθόντος και μέλλοντος
    Γυρεύουν το ξερονήσι
    Της άγονης γραμμής

    Ελένη Παϊδούση

    Κλεοπάτρα Παναγιωσούλη

    Σ' ένα καφενεδάκι
    Δεν υπάρχει σήμερα ζωή χωρίς τεχνολογία
    Μέσα απ' το "γυαλί" μίλησα μαζί σου
    Σε συνάντησα, μα ποτέ δεν σε είδα
    Κοιτάζοντας την άψυχη οθόνη,
    Πατώντας τα κουμπιά του πληκτρολόγιου μου
    'Ηρθε η μέρα ν' αποδείξεις τα λόγια σου.

    Σ' ένα καφενεδάκι στο κέντρο της πόλης το ραντεβού μας
    Πλησίασα το καφενεδάκι, ένα χαμόγελο άνθιζε στα χείλη μου
    Δοκίμασα να σοβαρευτώ
    Πεταλούδες φτερούγιζαν στο στομάχι μου
    Το ημίφως μου έδινε στα νεύρα,
    Κάθισα στο τραπέζι όπως είχαμε συμφωνήσει,
    Ακούμπησα το κόκκινο τσαντάκι,
    Κι οπτασίες αγνώστων σκιών τρεμόσβηναν απ' τα καντήλια.

    'Εκανε ζέστη, ιδρώτας έτρεχε απ' το πρόσωπό μου
    Μουσκεύοντας τα χέρια μου
    Κοίταξε γύρω μου, υπήρχαν κι άλλα τρεμοσβήνοντας
    καντήλια,
    Μια ατμόσφαιρα μυστηρίου ή αβεβαιότητας μ' έπνιγε,
    Tαχτικά έπινα το καφέ μου σ' αυτό το καφενεδάκι.
    Η απόσταση απ' την είσοδο στο τραπέζι, φαινόταν ατέλειωτη,
    'Αρα, ήταν πάντα τόσο μεγάλη?

    Περίμενα και περίμενα, περιμένοντας να σε δω.
    Αλλά ποιος να ήσουν εσύ?
    Περίμενα και περίμενα,
    Είμαι τόσο ευτυχισμένη που περίμενα!

    Κλεοπάτρα Παναγιωσούλη

    Γιώτα Στρατή

    Ελλάδα
    Χώρα του ήλιου, εκλεκτή
    στο Πνεύμα και στη Θέα,
    στο φως σου, ακόμη ερευνούν
    στο φως του Προμηθέα.

    Εύδιος Χώρα, στου ουρανού
    την απεραντοσύνη
    δάδα το Πνεύμα
    κι η καρδιά γεμάτη αντρειοσύνη!

    Είσαι η χώρα των Θεών,
    η χώρα των θαυμάτων.
    Τα δε παιδιά σου? Ημίθεοι,
    στη Γη των Αθανάτων.

    Αστείρευτη πηγή φωτός,
    Λαμπρή, γιορτή στη σκέψη.
    Ελλάς, ψυχή του ουρανού,
    το πνεύμα έχεις στέψει.

    Το ένδοξό σου παρελθόν,
    του Αύριο η δάδα.
    το σήμερα, κυοφορεί
    τη Δόξα σου,
    Ελλάδα

    Γιώτα Στρατή

    Χριστίνα Φασούλα

    Μικρές λιαχτίδες
    στο τζάμι της ψυχής

    Καλημέρα ήλιε! Ανέτειλες κιόλας?
    Πες μου... από κει πάνω...
    Πόσο μεγάλη φαίνεται η αγάπη μου?

    Η ψυχή που αγάπησα είναι απ' αυτές
    που κατοικούν στην γειτονιά του ήλιου.
    Είναι απ' αυτές που έκρυψε
    μέσα τους ο Θεός την αλήθεια...

    Κάποτε οι άγγελοι τίναξαν
    τα φτερά τους πάνω απ' τη γη.
    Από τότε κάποιες ψυχές λάμπουν παράξενα...

    Γεια σου μικρέ μου ουρανέ...
    άσε με απόψε να γίνω αστέρι σου...
    εγώ θα σου τραγουδώ
    και εσύ θα μ' αγκαλιάζεις... Θέλεις?

    'Οταν καθρεφτίζεσαι στο βλέμμα μου
    και λες πως μ' αγαπάς,
    τότε ο Θεός γέρνει πάνω απ' τη γη
    και συνεχίζει τη δημιουργία του...

    'Οταν, ψάχνοντας να βρεις
    την αγνότητα της ψυχής σου, προχώρησες
    τόσο βαθιά, τόσο μακριά και βρεθείς
    σε αδιέξοδο, στο τέρμα,
    μπροστά σε ένα πανύψηλο τείχος...
    Τότε να ξέρεις,
    ότι πίσω από αυτό το τείχος
    είναι το άπειρο..
    η απεραντοσύνη της πανέμορφης ψυχής σου...
    Εκεί θα με βρεις...
    Να αιωρούμαι, να σ' αγαπώ.

    Χριστίνα Φασούλα

    Στράτης Μυρηβήλης

    Λιανοτράγουδα
    -1-
    Τρία κλωνιά βασιλικό και μια κνικάτη βιόλα,
    τρία παληκαρόπουλα και μια μικρή μαργιόλα.

    -2-
    Πολλές φωτιές με ζώσανε και γω δε λέω "σώνει!"
    κι ήρθε τ' αγέρι για δροσιά κι αυτό μου τις φουντώνει.

    -5-
    Νά'χα τ' αητού τη λεβεντιά και του βουνού τα νιάτα,
    να μην αφήσω αφίλητη καμιά μπιρμπιλομάτα.

    -7-
    Γαλαζοπράσινο ψηφί μες σε ροδί κρουστάλλι,
    σύρε να σμίξεις μ' άλλονε κι' εγώ να γείρω σ' άλλη

    -8-
    Τώρα η καρδιά μου ξεχειλά κι ο νους μου αναλιγώνει,
    που είδ' απ' αγάπη να βογγά ένα χρυσό παγώνει.

    -10-
    Κόκκινη πέτρα του γιαλού και δροσερό κοχύλι,
    ήθελα κάτι να σας πω για τα δικά της χείλη.

    -11-
    Πέτρα στην πέτρα περπατώ, λιθάρι στο λιθάρι,
    κι' αναμετρώ τα λόγια σου -ψιλό μαργαριτάρι.

    -12-
    Χαρά στη ζώνη τη χρυσή και στη λιγνή τη μέση
    και στο γλυκό ματόφρυδο και στο κνικάτο φέσι.

    -15-
    Μη γέρνεις το ματόκλαδο, γέρνει μαζί όλη η πλάση.
    'Ομορφη η τάξη του Θεού, κι ας τηνε χαλάσει.

    -22-
    Για να δαγκώσω μάγουλο, για να δαγκώσω μήλο,
    για να δαγκώσω αλυγαριά με το πικρό το φύλλο.

    Στράτης Μυρηβήλης

    Αργύρης Εφταλιώτης

    Δύο ποιήματα του
    Αργύρη Εφταλιώτη

    Το τραγούδι της ταβέρνας
    (Μήθυμνα 1849, Αντίπολη,Γαλλίας 1923)

    Πάρε μαχαίρι κόψε με και ρίξε τα κομμάτια μου,
    μάτια μου!
    και ρίξ'τα μέσα στο γιαλό.
    Απ' τη στιγμή που μ' άφησες τον κόσμο αυτό σιχάθηκα,
    χάθηκα
    και δεν ελπίζω πια καλό.

    Αν βάζεις τώρα τ' άσπρα σου και τα μαλαματένια σου,
    έννοια σου,
    θαρθεί καιρός που θα θρηνείς,
    που θα σταθείς στο μνήμα μου να πεις ένα παράπονο,
    κι άπονο
    θα μ' εύρεις όσο κι αν πονείς.

    Πάρε φωτιά και κάψε με κι αντάμα με τη στάχτη μου
    τ' άχτι μου
    μες στα πελάγη να σκορπάς,
    να μη σε βρει το κρίμα μου, μαργιόλα μου Ηπειρώτισσα,
    ρώτησα
    και μού'παν άλλον αγαπάς.


    ΠΑΤΙΝΑΔΑ

    Τώρα που η νύχτα πύκνωσε και γέρνει το φεγγάρι
    που ένα αγόρι ξαγρυπνάει για το χατήρι σου,
    που το σκοτάδι η γης φορεί κι ο ουρανός τη χάρη,
    έβγα φεγγαροπρόσωπη στο παραθύρι σου.

    Έβγα και γλυκοπότισε λουλούδια μαραμένα,
    κι αν έχεις στάλα πονεσιά μες την καρδούλα σου,
    λυπήσου με, και δόστηνα σε χείλη διψασμένα,
    ν' αναστηθώ σα λούλουδο με τη δροσούλα σου.

    Η θάλασσα τη γης φιλάει και τις ιτιές τ' αγέρι,
    κι εγώ μονάχα δε φιλώ τα δυο χειλάκια σου,
    με χίλια αστέρια ο ουρανός, κι εγώ χωρίς αστέρι,
    σκοτάδι η γης, κι εγώ χωρίς τα δυο ματάκια σου!

    Κατέβα και περπάτησε, νεράιδα μες τα σκότη,
    και μίλησέ μου να θαρρώ πως αναστήθηκα,
    πές μου τα λόγια τα γλυκά που πρωτολέει η νιότη,
    κι ας αποθάνω ακούγοντας πως αγαπήθηκα.

    Αργύρης Εφταλιώτης

    Μήτσιος Τσιάμης

    Δύο ποιήματα
    Η ΣΙΩΠΗ ΤΗΣ ΕΛΕΝΗΣ
    (Μήθυμνα 1919)

    Το βράδυ θα γυρίσει το προσκέφαλο
    στις άλλες έγνοιες.
    Τώρα μπορείς να εμπιστευτείς στο φως
    την προσευχή σου...
    Απ' τ' ανοιχτό παράθυρο θα μπει το νέο φεγγάρι.
    Το φως, βαθαίνει τις ρωγμές
    στα κράσπεδα της μνήμης...
    Απλωνω τα χέρια μου προς τη θάλασσα,
    για να σ' αγγίξω-
    Έτσι σφιχτά όπως στ' όνειρο
    τόσο ζεστά
    όπως τότε που κύτταζες τη ζωή-
    με της ήβης την αγωνία στα μάτια...

    Με τα ίδια χρώματα πάλι
    προσπαθώ νε σε ζωγραφίσω.
    Για να κυττάζεις ακόμα πιο μακρυά
    απ' αυτό το ηλιοβασίλεμα που τελειώνει-
    απ' αυτό το ανέβασμα που σε κάνει
    παντοτεινά να χαμογελάς...

    Πίσω από μια σκιά ένα φως
    και μες το φως, μεσουρανεί το βλέμμα σου!
    Πίσω από μια πτυχή νερού,
    καθάριο σαν πηγή το γέλιο σου-
    Γύρω, μπροστά, παντού, γυμνή, ολόρθη η παρουσία σου!
    Σε ποια στήλη φωτός, να γράψω τ' όνομά σου;

    Τα χείλη σου, υγραίνουν τη θάλασσα,
    τα μάτια σου, ζεσταίνουν τον ήλιο!
    κι από το φως,
    στη φαντασία πλασμένο είναι το σώμα σου.
    Τα δυο σου χέρια, στους αστερισμούς,
    για πάντοτε υψωμένα...
    κι αν είναι από τη γήϊνη σιωπή σου να ντυθείς,
    Το λέω, πως αρμονία θα σ' ονομάζουν...
    Ψηλά
    κι απ' του μεσονυχτιού, τα δώδεκα καμπαναριά,
    κι από των ποιητών, την κατακόρυφη στιγμή-
    ακόμα πιο ψηλά!
    μες τα κλειστά βιβλία σ' αναζητώ,
    και σε δυο κρίνων τη σιωπή,
    στων στίχων, την αστροφεγγιά...

    ΝΥΧΤΕΡΙΝΑ ΥΣΤΕΡΟΓΡΑΦΑ
    (Απόσπασμα)

    Τα μάτια σου επισκέφτηκαν στιγμές αναμονής
    Από το στόμα σου ζεστό, στάζει το μεσημέρι.
    Καρπός που ωρίμασε κερνά στα χείλη που ποθούσαν
    Τη λέξη που δεν έλεγες και μαντική κρατούσες...
    Τις ώρες θέλεις που ποθείς, στ' όνειρο να κρατήσεις.
    Διπλή χαρά που σ' έκανε να σκέφτεσαι όπως τότες...
    Φθαρτή ομορφιά που ανέθρεψε το σπόρο της αγάπης
    Περνά όπως ρίγος πυρετού στα φλογισμένα χέρια.
    Στον ίσκιο της υπομονής στέκει βουβή λαχτάρα,
    Η δίψα που έχω να μου πεις της αγωνίας το λόγο.

    Μήτσιος Τσιάμης

    Γιάννης Περγιαλίτης

    Βαρκούλα
    Ριγμένη στ' ακρογιάλι πλανεμένη η βαρκούλα
    σαν ερείπιο του χρόνου εκκείτετο ως τα χτες
    σκελεθρωμένη κομμάτι της ζωής
    ξεκλείδι πόνου.

    Μα τώρα οι ξυλοκόποι την χαλούνε,
    ο γερονάφτης είπε στα παιδιά του
    τα κόκκαλα του θέλει να κλειστούνε
    στα ξύλα που είχαν κλείσει την καρδιά του.

    Γιάννης Περγιαλίτης
    ( Σπέτσες 1866... )

    Χρυσόστομος Γελαγώτης

    δύο ποιήματα
    Της άνοιξης φιλί

    Πριν έμπει Απρίλης άνθισε
    του χρόνου η χαραμάδα,
    λεν', το φιλί τέτοιο καιρό,
    έχει πιο νοστιμάδα.

    Παίζει ο Νοτιάς με τη μηλιά,
    λες κι η αυλή χιονίζει,
    ένα αηδόνι απ' τ' Αϊβαλί
    σε μια ελιά δακρύζει

    Ο Μάρτης που σε γέλασε
    με τσάγαλα στο χέρι
    ώσπου να γίνουν μύγδαλα,
    πες, πίσω να σε φέρει

    Θα σ' αγαπώ σαν άνοιξη,
    ως να 'ρθει καλοκαίρι
    ως να 'ρθουν τέσσεροι καιροί,
    θα σου κρατώ το χέρι


    Απ' την πέτρα ως το Μόλυβο

    Στις κόχες των ματιών φύτρωσε
    κυκλάμινο στη μέση της βραδιάς.
    Ανταύγεια απ' το δάκρυ σου, που ζύμωσε
    τα πάθη τα μεγάλα της καρδιάς.

    Έλα να πάμε απ' την Πέτρα ως το Μόλυβο
    ξυπόλητοι, κι απέ στην Εφταλού,
    έλα μαζί να ψάξουμε για τ' όνειρο,
    κι ύστερα να σαλπάρουμε γι' αλλού.

    ’νθισε το τραγούδι κι έγινε
    ελπίδας φάρος μέσα στο χαμό.
    Και στέρεψε ο πόνος μας που πίκραινε
    το δάκρυ και τον αναστεναγμό.

    Χρυσόστομος Γελαγώτης

    Στράτος Δουκάκης

    Δύο ποιήματα
    ΔΙΛΗΜΜΑ

    Που να σταθώ για ν' αγναντέψω, τη ζωή μου;
    αυτή την άγνωστη!
    Πως να στερήσω το πέταγμα στη φαντασία μου;
    αυτή την ατέλειωτη!
    Με τι να χορτάσω, την απορία μου;
    αυτή την αχόρταγη!
    Κι όμως αρνηθήκαν να μας πουν
    την Α λ ή θ ε ι α
    για να τρομάζουμε!
    Κάθε φορά στο αντίκρυσμά της
    (μας συνεπήρε κι η άγνοια!)
    Και τώρα σε τι να πιστέψουμε.
    Στην Α λ ή θ ε ι α
    ή στο «καθιερωμένο;» (1974)


    ΣΤΟΧΑΣΜΟΙ

    Τη ματιά μας από πάνου τραβήξαμε
    και τη φυγή απαρχής εχαράξαμε
    χωρίς πορεία, χωρίς τελειωμό.
    Μονοπάτια και δρόμοι που δεν μας ανήκαν
    ιστορίες και θύμησες ζωντανές εφανήκαν
    στο διάβα που τα ίχνη αφήκαν
    της ζωής και της νιότης τα χρόνια.
    Χεροπιαστά το τραγούδι κι ο ήχος
    μαγεία της φύσης
    -ούτε αηδόνια, ούτε κορυδαλλοί-.
    Μα δεν προσμένουμε το γυρισμό.
    Αργήσαμε.
    Ανησυχίες επλημυρίσαν τη σκέψη.
    Μήπως;
    Μήπως χορτάσαμε!
    Ο καπνός χάθηκε
    και μεις προσμένουμε ακόμη. Τον γυρισμό.
    Μπροστά μας ανοιχτήκαν και πάλι
    τα ίδια μονοπάτια
    αυτή τη στιγμή μας ανήκουν.
    Είναι σημάδι που θα μας φέρει πιο πίσω
    πιο κοντά στην Αφετηρία.

    (1980)
    Στράτος Δουκάκης
    (Μήθυμνα 1946)

    Θεοδώρα Κουφοπούλου - Ηλιοπούλου

    Τρία ποιήματα
    Μεγαλοπρέπεια

    Κι' αν πικρό το ψωμί σου,
    Το κρασί στυφό,
    Κι αν στην δίψα σου θαλασσινό νερό,
    Κι' ανάμεσα στους ανθρώπους και σε σένα
    Φαράγγι,
    Κι' αν μοναχικά και μεγαλόπρεπα
    Βαδίζεις δυτικά,
    Στοχάσου:
    Ευγνώμων η Γης στις εποχές της.
    Ασήμαντο δεν είναι έζησες.
    Θαύμα που ανέτειλες αδελφέ μου.

    Η αγάπη μας ταξιδεύει

    Δεν είναι το θάμπος σου μονάχα
    Μέγα της ημέρας 'Αστρο
    Μήτε η δική σας λάμψη
    της νυχτιάς αστέρια.

    Είναι εκείνο
    το υπέροχο σκίρτημα και ξύπνημα.
    Η χαρά της ένωσης,
    το δάκρυ της θύμησης κάποτε.

    Είναι το τρισμέγιστον,
    της άχραντης αγάπης,
    ζωηφόρον και ουρανόφαντο φως
    που σε κόσμους ανάερους και μαγικούς
    μας ταξιδεύει.


    Νύχτα ευεργέτισσα

    Την νύχτα που η μέρα κοιμάται,
    εγώ αγρυπνώ. Νυχοπερπατώ,
    και βγαίνω από τον χωρόχρονο.
    Είναι τότε... που η νύχτα η ευεγέρτισσα,
    ρίχνει τα δροσοστάλαχτα φιλιά της στη Γη.
    Είναι τότε... που σκαρφαλώνω
    σε 'Υψη δυσανάβατα τοις λογισμοίς.
    και καταδύομαι σε απύθμενα βάθη.
    Το πρωί, έχει συντελεσθεί το θαύμα.

    Θεοδώρα Κουφοπούλου - Ηλιοπούλου

    Γεώργιος Βιζυηνός

    ΑΠΟΧΩΡΙΣΜΟΣ

    -Φουρτούνιασε η θάλασσα
    και βουρκωθήκαν τα βουνά.
    Είναι βουβά τ' αηδόνια μας
    και τα ουράνια σκοτεινά
    κι η δόλια μου ματιά θολή.
    -Παιδί μου , ώρα σου καλή!

    Είν' η καρδιά μου κρύσταλλο
    και το κορμί μου παγωνιά,
    σαλεύει ο νούς μου, σα δεντρί,
    που στέκει αντίκρυ στη χιονιά
    και είναι ξέβαθο πολύ.
    -Παιδί μου, ώρα σου καλή!

    Βουϊζει το κεφάλι μου,
    σαν του χειμμάρου τη βοή!
    Ξεράθηκαν τα χείλη μου
    και μου εκόπηκ' η πνοή
    σ' αυτό το ύστερο φιλί.
    -Παιδί μου, ώρα σου καλή!

    Να σε παίδεψ' ο πλάστης μου,
    καταραμένη ξενιτιά!
    Μας παίρνεις τα παιδάκια μας
    και μας αφήνεις στη φωτιά
    και πίνουμε τόση χολή,
    όταν τους λέμε "ώρα καλή!".

    Γεώργιος Βιζυηνός

    ΕΛΛΗΝΕΣ ΠΟΙΗΤΕΣ 3

    Γεώργιος Βιζυηνός: Αποχωρισμός    Αργύρης Εφταλιώτης : Δύο ποιήματα του   
    Στράτης Μυριβήλης : Λιανοτράγουδα    Νίκος Γκάτσος: Αμοργός   
    Ευαγόρας Παλληκαρίδης : Θα πάρω μια ανηφοριά    Οδυσσέας Ελύτης:
    Τη γλώσσα μου έδωσαν ελληνική

    Χρήστος Δάγλαρης

    Τρία ποιήματα

    ΦΘΙΝΟΠΩΡΙΝΟ

    Ήρθε και πάλι το φθινόπωρο.
    Όχι σαν πριν,
    που σε περίμενα
    μ' όλα τα κίτρινα φύλλα.

    Τώρα μου 'φερε το γέλιο σου
    μέσα σε χίλιες μουσικές
    και με τις πρώτες βροχές
    είδα να λάμπει τ' όνειρο μου.

    Αγάπη μου,
    χρυσό φθινόπωρο της ύπαρξης μου.

    _________________


    ΤΩΡΑ ΠΟΥ ΣΑΣ ΜΙΛΩ...

    Στο ξάγναντο τούτο
    θα μείνω λίγο ακόμα
    ορθός.
    Έχω τόσα να σας πω.
    Ακούστε με
    όσο είναι καιρός,
    γιατί μετά θα σας μιλώ
    με τη σιωπή μου.

    _________________


    ΤΑΧΑ ΠΟΙΟΣ ΑΝΕΜΟΣ

    Τάχα ποιος άνεμος θα μας σαρώσει;
    Είναι ένας θάνατος σ' αυτά τα μέρη
    κι εσύ βουβά υποκλίνεσαι.
    Αλλάζεις θέσεις και ιδέες
    κι όμως βουβά υποκλίνεσαι.

    Στο τέλος, οι ίδιοι οι υπολογισμοί σου
    σε σκοτώνουν.

    Χρήστος Δάγλαρης

    Κώστας Δουρίδας

    ο 'Υμνος του μετανάστη
    Ξεκίνησες με μια βαλίτσα..
    Σήκωσες την Ελλάδα στον ώμο σου
    ωσάν το Διγενή και την σεργιάνισες στις πέντε Ηπείρους!.

    Κράτησες και κρατάς με υπερηφάνεια την ελληνική παράδοση
    και την ωραία σου καταγωγή!

    Γιε του Λαέρτη, σε κάθε γωνιά της γης έκτισες την Ιθάκη σου!
    Και οι άνθρωποι -άσπροι, μαύροι και κίτρινοι-
    στέκουν στην άκρη σιωπηλοί, γιομάτοι δέος
    για να περάσει η γαλανόλευκη!
    κρατημένη ψηλά στ' αντρίκειο σου χέρι,
    καθώς περνάς στις παρελάσεις,
    καβάλα στο άλογο του Θοδωρή Κολοκοτρώνη!

    Ωραίε μου φουστανελά!
    Αληθινέ κι' αγνέ μου
    'Ελληνα της Διασποράς!!


    Υστερόγραφο:
    Γράψε μου αν θέλεις, σαν εύρεις τον καιρό. Το γράμμα σου μου δίνει κείνη την αίσθηση της γλυκιάς επιστροφής στην πατρίδα, όταν ακόμα ζούσαν οι γονείς -που πια δεν ζούνε-, κι' αποκωμένος σήμερα καθώς που είμαι, η πρώτη μου πατρίδα έγινες εσύ! Για τούτο και σε σκέφτομαι αδελφέμου! Νάσαι καλά!!

    Κώστας Δουρίδας

    Ράινερ Μαρία Ρίλκε (Rainer Maria Rilke):
    Γράμματα σ' ένα νέο ποιητή

    Παρίσι, 17 Φλεβάρη 1903

    Φίλε Κύριε,

    Εδώ και λίγες ημέρες πήρα το γράμμα σας. Θέλω να σας ευχαριστήσω για τη μεγάλη και πολύτιμη, για μένα, εμπιστοσύνη που μου δείχνετε. Δε μπορώ όμως να κάνω τίποτα περισσότερο. Δε μπορώ να μπω στην τεχνική των στίχων σας: κάθε είδους κριτική βλέψη είναι κάτι τόσο ξένο από μένα.. Η κριτική είναι το χειρότερο μέσο για ν' αγγίξεις ένα έργο τέχνης: καταντάει πάντα σε πετυχημένες, λίγο ή πολύ παρανοήσεις. Δε μπορούμε όλα να τα συλλάβουμε και να τα εκφράσουμε -όσο κι αν θέλουν πολλοί να μας πείσουν για το αντίθετο. Τα περισσότερα απ' όσα μας συμβαίνουν, δε μπορούμε να τα εκφράσουμε, ξετυλίγονται μέσα σε μια σφαίρα, που ποτέ καμιά λέξη δεν την καταπάτησε. Κι απ' όλα πιο αδύνατο είναι να εκφράσουμε τα έργα της τέχνης, τις μυστηριακές αυτές υπάρξεις, που η ζωή τους δε γνωρίζει τέλος, καθώς πορεύεται πλάι στη δική μας, την περαστική, την πρόσκαιρη ζωή.

    Πρέπει, έπειτ' από τούτη την παρατήρηση, να προσθέσω ακόμα πως οι στίχοι σας δεν έχουν δική τους ατομική έκφραση, κι ωστόσο βρίσκω μέσα κει, δειλό κι αβλάστητο ακόμα, το έμβρυο μιας προσωπικότητας. Τόνιωσα αυτό εντονότερα στο τελευταίο σας ποίημα: Η ψυχή μου . Εκεί, κάτι Δικό σας γυρεύει να βρει έκφραση και μορφή. Και μέσ' από τ' όμορφο ποίημά σας στο Leiopardi , αναδίδεται μια κάποια συγγένεια μ' εκείνον το Μεγάλο Ερημίτη. Ωστόσο, τα ποιήματά σας δεν έχουν δική τους υπόσταση, δεν έχουν αυθυπαρξία- ούτε καν το τελευταίο, ούτε καν το ποίημα το Leopardi . Το γράμμα σας που τα συντρόφευε, δεν παρέλειψε να μου εξηγήσει μια κάποιαν ατελειά τους, που την ένιωσα διαβαζοντάς τα χωρίς όμως και να μπορώ να της δώσω ένα όνομα.

    Ρωτάτε αν είναι καλοί οι στίχοι σας. Ρωτάτε εμέναν. Ρωτήσατε, βέβαια, κι άλλους πριν. Τους στέλνετε στα περιοδικά. Τους συγκρίνετε μ' άλλα ποιήματα, αναστατωνόσαστε όταν κάποιοι αρχισυντάχτες σας γυρνάνε πίσω τα ποιητικά σας δοκίμια. Από δω κι εμπρός (μια και μου επιτρέψατε να σας δίνω συμβουλές) σας παρακαλώ να τ' απαρνηθείτε όλ' αυτά. Η ματιά σας είναι γυρισμένη προς τα έξω ? αυτό, προπάντων, δεν πρέπει να κάνετε τώρα πια. Κανένας δε μπορεί να σας συμβουλέψει ή να σας βοηθήσει, κανένας. Ένας μονάχα δρόμος υπάρχει: Βυθιστείτε μέσα στον εαυτό σας, αναζητείστε την αιτία που σας αναγκάζει να γράφετε, δοκιμάστε αν οι ρίζες της φυτρώνουν απ' τις πιο βαθιές γωνιές της καρδιάς σας. Εξομολογηθείτε στον εαυτό σας: Θα πεθαίνατε τάχα αν σας απαγόρευαν να γράφετε; Τούτο, πρώτ' απ' όλα: αναρωτηθείτε, την πιο σιγηλή ώρα της νύχτας σας: «Πρέπει να γράφω;» Σκαλίστε βαθιά μέσα σας, να βρείτε την απόκριση. Κι αν η απόκριση τούτη αντηχήσει καταφατικά, αν απέναντι στο βαθυσήμαντο τούτο ερώτημα μπορείτε να υψώσετε ένα στέριο κι απλό: «Πρέπει», τότε πλάσετε τη ζωή σας σύμφωνα μ' αυτή την ανάγκη. Η ζωή σας, ακόμα και στην πιο αδιάφορη, την πιο άδεια ώρα της, πρέπει να γίνει σημάδι και μάρτυρας αυτής της ορμής. Ζυγώστε, τότε, τη φύση. Πασχίστε, τότε, να πείτε, σαν νάσαστε ο πρώτος άνθρωπος πάνω στη γη, τι βλέπετε, τί ζείτε, τί αγαπάτε, τί χάνετε.

    Μη γράφετε ερωτικά τραγούδια. Αποφύγετε πρώτ' απ' όλα τούτα τα πολύ τρεχούμενα και συνηθισμένα θέματα: είναι τα πιο δύσκολα κι ο ποιητής πρέπει να φτάσει σ' όλη την τρανή ωριμότητα της δύναμής του για να μπορέσει να δώσει κάτι δικό του, εκεί όπου σίγουρη και λαμπερή - κάποιες φορές- η παράδοση παρουσίασε τόσην αφθονία. Μακριά απ' τα μεγάλα γενικά θέματα, σκύψετε σε κείνα που σας προσφέρει η καθημερινότητα. Ιστορείστε τις θλίψεις και τους πόνους σας, τους φευγαλέους στοχασμούς σας, την πίστη σας σε κάποιαν ομορφιά- ιστορείστε τα όλα τούτα με βαθιά, γαλήνια, ταπεινή ειλικρίνεια, και μεταχειριστείτε, για να εκφραστείτε, τα πράματα που σας περιτριγυρίζουν, τις εικόνες των ονείρων σας και τις πηγές των αναμνήσεών σας. Αν ίσως η καθημερινότητά σας, σας φαίνεται φτωχή, μην την καταφρονήσετε. Καταφρονείστε τον ίδιο τον εαυτό σας, που δεν είναι αρκετά ποιητής και δε μπορεί να καλέσει κοντά του τα πλούτη της. Για το δημιουργό, δεν υπάρχει φτώχια, ούτε φτωχοί κι αδιάφοροι τόποι. Και μέσα σε φυλακή ακόμα αν ήσαστε κλεισμένος, κι οι τοίχοι της δεν αφήνανε τους ήχους του κόσμου να φτάσουν ως εσάς, δεν θα σας έμεναν, ωστόσο, αμόλευτα μέσα σας, τα παιδικά σας χρόνια, ο ακριβός, βασιλικός τούτος πλούτος, ο θησαυρός αυτός των αναμνήσεων; Γυρίστε κατά κει το νου σας. Πασχίστε ν' ανασύρετε, απ' το βυθό αυτών των περασμένων τις βουλιαγμένες εντυπώσεις. Η προσωπικότητά σας θα δυναμωθεί, η μοναξιά σας δε θάναι πια άδεια και θα σας γίνει ένα καταφύγιο ονείρου, όπου κανένας θόρυβος απ' έξω δε θα φτάνει.

    Κι αν από τούτη την επιστροφή στον εαυτό σας, από τούτη την καταβύθιση στον δικό σας κόσμο, στίχοι ξεπηδήσουν, δε θα σκεφτείτε να ρωτήσετε τους άλλους αν είναι καλοί στίχοι. Κι ούτε θ' αποζητήσετε να ενδιαφερθούν τα περιοδικά γι' αυτούς: οι στίχοι σας δε θάναι, για σας, παρά ένα αγαπημένο φυσικό σας χάρισμα, ένα κομμάτι κι ένας φθόγγος από τη ζωή σας. Ένα έργο τέχνης είναι άξιο μόνο σαν ξεπηδάει από μιαν ανάγκη. Για να το κρίνεις, πρέπει να δεις ποια είν' η πηγή του. Γι' αυτό φίλε Κύριε, δε μπορώ να σας δώσω παρά τούτη μόνο τη συμβουλή:

    Βυθιστείτε στον εαυτό σας, ψάξτε στα βάθη, απ' όπου πηγάζει η ζωή σας. Εκεί θα βρείτε την απόκριση στο ρώτημα: πρέπει να δημιουργείτε; δεχτείτε την όπως θ' αντηχήσει, χωρίς να γυρέψετε το νόημά της. Ίσως βγει πως η Τέχνη σας καλεί. Τότε, αγκαλιάστε αυτή τη μοίρα, κρατήστε την για πάντα απάνω σας, μ' όλο το βάρος και το μεγαλείο της, χωρίς ποτέ ν' αποζητήσετε καμιάν αμοιβή απ' έξω.

    Γιατί ο δημιουργός πρέπει νάναι ολόκληρος ένας κόσμος για τον εαυτό του, να βρίσκει τα πάντα στον εαυτό του και στη φύση, που μαζί της είναι δεμένος.

    Μπορεί όμως, έπειτ' απ' αυτή την «κάθοδο» μέσα στον εαυτό σας και στον εντός σας «ερημίτη», να πρέπει ν' απαρνηθείτε τη μοίρα του ποιητή. (Φτάνει, όπως σας είπα, να νιώσει κανένας πως μπορεί να ζήσει και χωρίς να γράφει- κι ευθύς το γράψιμο του είναι απαγορευμένο). Μα και τότε ακόμα, αυτή η αυτοσυγκέντρωση, που σας ζητώ, δε θάχει σταθεί μάταιη. Η ζωή σας θα βρει, δίχως άλλο, μεσ' από κει, τους δικούς της δρόμους ? κι εύχομαι, περισσότερο απ' όσο δύνονται τα λόγια μου να σας πουν, οι δρόμοι σας τούτοι νάναι άξιοι, πλατιοί κι ευτυχισμένοι.

    Τί άλλο μπορώ να πω; Νομίζω πως τόνισα ό,τι έπρεπε. Κι ακόμα μια φορά, ένα θέλω να σας συμβουλέψω: ν' αναπτυχθείτε, γαλήνια και σοβαρά, σύμφωνα με το δικό σας νόμο. Θα συνταράζατε, όσο γίνεται πιο βίαια κι ολέθρια, την εξέλιξή σας, αν στρέφετε τη ματιά σας προς τα έξω κι αν προσμένατε απ' έξω απόκριση σε ρωτήματα, όπου μόνο το πιο βαθύ αίσθημά σας, στην πιο χαμηλόφωνη ώρα σας, μπορεί ίσως ν' αποκριθεί .

    Με χαρά μου βρήκα το όνομα του καθηγητή Horacek στο γράμμα σας. Διατηρώ πάντα, από τα χρόνια κείνα, βαθύ σεβασμό κι ευγνωμοσύνη για τον αγαπητόν αυτό σοφό. Θα είχατε την καλοσύνη να του το πείτε; Είναι τόσο καλός που με θυμάται ακόμα, και του χρωστώ χάρη γι' αυτό.

    Σας στέλνω πίσω τους στίχους, που φιλικά μου εμπιστευτήκατε. Και σας ευχαριστώ, άλλη μια φορά, για τη μεγάλη κι εγκάρδια εμπιστοσύνη σας. Προσπάθησα, στην ανυπόκριτη τούτη απάντησή μου, γραμμένη όσο δυνόμουν καλύτερα, να φανώ της εμπιστοσύνης αυτής κάπως περισσότερο άξιος απ' ό,τι πραγματικά είμαι, ο ξένος εγώ.

    Μ' αφοσίωση και συμπάθεια

    Rainer Maria Rilke

    (Γράμματα σ' ένα νέο ποιητή, μτφρ. Μάριος Πλωρίτης)

    «… Βυθιστεῖτε μέσα στόν ἑαυτό σας, ἀναζητεῖστε τήν αἰτία πού σᾶς ἀναγκάζει νά γράφετε, δοκιμάστε ἄν οἱ ρίζες φυτρώνουν ἀπ’ τίς πιό βαθειές γωνιές τῆς καρδιᾶς σας. Ἐξομολογηθεῖτε στόν ἑαυτό σας: θά πεθαίνατε τάχα, ἄν σᾶς ἀπαγόρευαν νά γράφετε; Τοῦτο, πρῶτ’ ἀπ’ ὅλα: ἀναρωτηθεῖτε, τήν πιό σιγηλή ὥρα τῆς νύχτας σας: «Πρέπει νά γράφω;» Σκαλίστε βαθειά μέσα σας νά βρεῖτε τήν ἀπόκριση. Κι ἄν ἡ ἀπόκριση αὐτή ἀντηχήσει καταφατικά… τότε πλάσετε τή ζωή σας σύμφωνα μ’ αὐτή τήν ἀνάγκη. Ἡ ζωή σας ἀκόμα καί στήν πιό ἀδιάφορη, τήν πιό ἄδειαν ὥρα της, πρέπει νά γίνει σημάδι καί μάρτυρας αὐτῆς τῆς ὁρμῆς…»

    «… Ἄν ἴσως ἡ καθημερινότητά σας σᾶς φαίνεται φτωχή, μή τήν καταφρονήσετε. Καταφρονεῖστε τόν ἴδιο τόν ἑαυτό σας, πού δέν εἶναι ἀρκετά ποιητής καί δέν μπορεῖ νά καλέσει κοντά του τά πλούτη της…»

    «… Ἕνα ἔργο τέχνης εἶναι ἄξιο μόνο σάν ξεπηδάει ἀπό μιάν ἀνάγκη…»

    «… Ἀφῆστε κάθε ἐντύπωση, κάθε σπόρο συναισθήματος νά ὡριμάζει μέσα σας, στό σκοτάδι, στό χῶρο τοῦ ἀνείπωτου, τοῦ ὑποσυνειδήτου, ὅπου δέν φτάνει ἡ νόησή σας. Καί μέ βαθειά ταπεινωσύνη κάι ὑπομονή, προσμείνετε τήν ὥρα πού θά γεννηθεῖ ἕνα καινούργιο φεγγοβόλημα: αὐτό, καί μόνο αὐτό, θά πεῖ «ζῶ τήν τέχνη»: εἴτε ἁπλός πιστός της εἶσαι, εἴτε δημιουργός.
    Ὁ καιρός ἐδῶ δέν μετράει, ἕνας χρόνος δέν λογαριάζεται, δέκα χρόνια εἶναι ἕνα τίποτα. Καλλιτέχνης θά πεῖ: νά μή μετρᾶς, νά μή λογαριάζεις, νά ψηλώνεις ὅπως τό δέντρο, πού δέν βιάζει τό χυμό του, πού ἀδείλιαστο ἀψηφάει τίς ἀνοιξιάτικες μπόρες, χωρίς νά φοβᾶται μή δέν ἔρθει τό καλοκαίρι. Τό καλοκαίρι ἔρχεται. Ἔρχεται ὅμως μονάχα γιά κείνους πού ξέρουν νά προσμένουν ξένοιαστοι καί γαλήνιοι σάν νά ‘χανε μπροστά τους τήν αἰωνιότητα. Κάθε μέρα πού ‘ρχεται καί φεύγει μοῦ φέρνει ἐτούτη τή διδαχή – διδαχή πληρωμένη μέ πόνους, πού τούς χρωστῶ, ὡστόσο, χάρη: Ὑ π ο μ ο ν ή, αὐτό εἶναι τό μεγάλο μυστικό!…»

    «…Οἱ ἄνθρωποι ἔχουνε βρεῖ γιά τό κάθε τί τήν εὐκολότερη (συμβατική) λύση, τήν εὐκολότερη ἀπ’ ὅλες τίς εὔκολες λύσεις. Εἶναι ὡστόσο φανερό πώς πρέπει νά στεκόμαστε στό Δύσκολο. Κάθε ζωντανή ὕπαρξη σ’ αὐτό στέκεται… Εἶναι γόνιμη ἡ μοναξιά ἐπειδή εἶναι δύσκολη…»

    «… Ἄν ἦταν βολετό ν’ ἁπλωθεῖ ἡ ματιά μας πέρ’ ἀπ’ τά σύνορα τῆς νόησής μας, καί, ἀκόμα μακρύτερα, ἀπ’ τό φτάχτη τῆς διαίσθησής μας – ἴσως τότε νά δεχόμαστε μέ μεγαλύτερη ἐμπιστοσύνη τίς θλίψεις μας παρά τίς χαρές μας. Γιατί, τίς στιγμές αὐτές σάν κάτι καινούργιο σταλάζει ἐντός μας, κάτι Ἄγνωστο μᾶς διαπερνᾶ. Δειλή καί τρομαγμένη ἡ ψυχή μας βουβαίνεται, ὅλα μέσα μας παραμερίζουν, βαθειά γαλήνη ἁπλώνεται καί τό Καινούργιο, τό Ἄγνωστο, ὀρθώνεται στή μέση σιωπηλό…»

    «… Πρέπει νά δεχτοῦμε τήν ὑπόστασή μας ὅσο γίνεται πιό πλέρια. Ὅλα, ἀκόμα καί τό ἀκατανόητο, πρέπει νά’ναι ἐκεῖ, πιθανά. Κατά βάθος, τό μόνο θάρρος πού ζητᾶνε ἀπό μᾶς, εἶναι: νά σταθοῦμε θαρρετοί μπροστά στό Ἀλλόκοτο, τό θαυμαστό, τό Ἀνεξήγητο, πού μπορεῖ ν’ ἀνταμώσουμε. Οἱ ἄνθρωποι δείχτηκαν, σ’ αὐτό τό σημεῖο, τόσο φοβιτσιάρηδες – κι αὐτό ἔβλαψε ἀνείπωτα τή ζωή. Ὅλα ἐκεῖνα πού ὀνομάζουμε «φαντασίες» κι «ὁράματα», ὁλόκληρος «ὁ κόσμος τῶν πνευμάτων» (ὅπως τόν λένε), ὁ θάνατος, αὐτά ὅλα τά τόσο συγγενικά κι «ὁμοούσια» μέ μᾶς πράγματα, τά διώξαμε μέ τήν καθημερινή ἀντίστασή μας, τόσο μακρυά ἀπ’ τή ζωή, ὥστε οἱ αἰσθήσεις μας, πού θά μποροῦσαν νά τά «συλλάβουν» ἀτροφήσανε καί μαράθηκαν. Καί δέν λέω τίποτα σχετικά μέ τό Θεό. Ὅμως ὁ φόβος μπροστά στό Ἀνεξήγητο, ὄχι μονάχα φτώχυνε τήν ὕπαρξη τοῦ ἀτόμου, μά περιόρισε ἀκόμα καί τίς σχέσεις τοῦ ἀνθρώπου πρός τόν ἄνθρωπο, τίς τράβηξε ἔξω ἀπ’ τό ποτάμι τῶν ἀπέραντων δυνατοτήτων, γιά νά τίς προφυλάξει σέ μιάν ἥσυχη, σίγουρη γωνιά τῆς ἀκροποταμιᾶς.
    Δέν φταίει μονάχα ἡ τεμπελιά, πού οἱ σχέσεις τῶν ἀνθρώπων ἐπαναλαμβάνονται μέ τόση ἀνείπωτη μονοτονία, χωρίς ν’ ἀνανεώνονται κάθε φορά: φταίει κι ὁ φόβος, ὁ φόβος μας μπροστά σέ κάτι καινούργιο, πού δέν μποροῦμε νά προμαντέψουμε ποιό θά ‘ναι τό τέλος του καί πού δέν ἔχουμε τό κουράγιο ν’ ἀντιμετρηθοῦμε μαζί του. Ὅμως μονάχα ἐκεῖνος πού εἶναι προετοιμασμένος γιά ὅλα, πού δέν ἀρνιέται τίποτα, οὔτε καί τό αἴνιγμα – μονάχα αὐτός θά ζήσει τίς σχέσεις ἀνθρώπου πρός ἄνθρωπο σ’ ὅλη τους τή ζωντάνια, καί, σύγκαιρα, θά φτάσει στό βάθος τῆς δικιᾶς του ὕπαρξης…»

    «… Δέν ἔχουμε κανένα λόγο νά ‘μαστε δύσπιστοι ἀπέναντι στόν Κόσμο μας, μιά καί δέν μᾶς εἶναι ἐχθρικός κι ἐνάντιος. Ἄν ὑπάρχουν τρόμοι μέσα σ’ αὐτόν τόν κόσμο, εἶναι τρόμοι δ ι κ ο ί μ α ς. Ἄν ὑπάρχουν γκρεμνοί, δικοί μας γκρεμνοί εἶναι. Ἄν ὑπάρχουν κίνδυνοι, πρέπει νά προσπαθήσουμε νά τούς ἀγαπήσουμε…»

    «… Κι ἡ τέχνη ἀκόμα, δέν εἶναι παρά ἕνας τρόπος ζωῆς. Μποροῦμε ζώντας ἔτσι ἤ ἀλλιῶς, νά προετοιμαζόμαστε γι’ αὐτήν χωρίς νά τό ξέρουμε. Κάθε τί π ρ α γ μ α τ ι κ ό βρίσκεται πολύ πιό σιμά της ἀπό τά ψευτοκαλλιτεχνικά ἐπαγγέλματα, πού δέν ἔχουν σχέση μέ τήν πραγματική ζωή καί πού, ἐνῶ πιθηκίζουν τήν τέχνη, ἀρνιοῦνται καί προσβάλλουν «ἔργω» ὅλη της τήν ὑπόσταση. Αὐτό κάνει ἡ Δημοσιογραφία, ὅλη σχεδόν ἡ Κριτική καί τά τρία τέταρτα αὐτοῦ πού ὀνομάζεται «Λογοτεχνία…».

    Τα «Γράμματα σ’ ένα νέο ποιητή» πρωτοφάνηκαν στα 1929 με τον τίτλο « briefe an einen jungen Dichter ». Ήταν δέκα γράμματα, που ο Rainer Maria Rilke είχε στείλει απ’ τα 1903 ως τα 1908 σ’ έναν άγνωστό του νέο, τον Franz Xaver Kappus , μαθητή της Στρατιωτικής Σχολής κι αργότερα ανθυπολοχαγό του αυτοκρατορικού στρατού της Αυστροουγγαρίας.

    Όπως ο ποιητής του «Βιβλίου των Ωρών», έτσι και ο Franz Xaver Kappus παράτησε σύντομα το στρατιωτικό στάδιο κι αφοσιώθηκε στη λογοτεχνία.

    Rainer Maria Rilke

    (Rainer Maria Rilke, Γράμματα σ’ ένα νέο ποιητή, μτφρ. Μάριος Πλωρίτης)

    Πηγή: άκατα μάκατα σούκουτου μπε



    PABLO NERUDA

    ΕΙΚΟΣΙ ΠΟΙΗΜΑΤΑ ΑΓΑΠΗΣ
    (1)

    Γυναικείο σώμα, λόφοι λευκοί, πόδια κατάλευκα,
    μοιάζεις του κόσμου όπως μου δίνεσαι έτσι.
    Σο αργασμένο κορμί μου άγρια σε σκάβει
    και σου αναδύει τον υιό και λόγο από της γαίας τα έγκατα.
    Ήμουνα μόνος κι έρημος, σαν το τούνελ καληώρα.
    Με βλέπαν τα πουλιά και φεύγανε,
    και μέσα μου όρμαγε η νύχτα πανίσχυρη και καταλυτική.
    Για να μείνω εγώ ζωντανός, έφτιαξα εσένανε όπλο,
    σ' έβαλα βέλος στο τόξο μου, στη σφεντόνα μου πέτρα.
    Επέστη όμως της πληρωμής ο καιρός, κι εγώ σ' αγαπάω.
    Σώμα από χνούδι κι από μούσκλια
    κι από άπληστο γάλα και κραταιό.
    Ω, τ' αγγεία του στήθους! Ω!, τα μάτια της απουσίας!
    Ω, του εφηβαίου τα ρόδα! Ω, η συρτή και θλιμμένη φωνή σου!
    Σώμα της δικιά μου γυναίκας,
    υπήκοος θα 'μαι πιστός των θέλγητρών σου.
    Δίψα μου, πόθε μου ατελεύτητε, αβέβαιε δρόμε μου!
    Σκούρες νεροσυρμές, όπου η δίψα αιώνια ακολουθεί,
    και ο κάματος ακολουθεί, και ο καημός ο απέραντος.


    (2)

    Στη στερνή αναλαμπή του το φως σε τυλίγει.
    Χωνεμένη σε άλγη πελιδνά στέκεσαι αντίκρυ εδώ
    στους γέρικους έλικες της αμφιλύκης
    που σ' εξωθούν με βία σ' ατέρμονες στροβιλισμούς.
    ’λαλη, αμίλητη, εσύ φίλη καλή μου,
    μονάχη στη μοναξιά αυτής της ώρας των θανάτων
    και κατάμεστη από τις ζωές του πυρός,
    απ' ευθείας κληρονόμε άπεφθη της αφανιζόμενης μέρας.
    Από τ' αμπέλια του ήλιου
    πέφτει μια ρώγα στο σκούρο φουστάνι σου.
    Σης νύχτας οι πελώριες ρίζες
    θρασεύουν απότομα και βγαίνουν από την ψυχή σου,
    κι έτσι επιστρέφεις στον έξω κόσμο
    ότι είχες μέσα σου κρυμμένο,
    κι έρχονται σμάρια εκεί, σμάρια γαλαζωπά,
    που εσύ εγέννησες κι εσύ τα τρέφεις.
    Παμμέγιστη, ω, εριγόνιμη εσύ σκλάβα σαγηνευτική
    των ηλιοδρόμων με τις μελανωσιές και τα χρυσάφια τους:
    στητή εκεί, ολόρθη, πολεμάς
    και φκιάνεις ένα πλάσμα ολοζώντανο
    όπου θα μαραθούνε τ' άνθη του,
    κι εσύ θα μείνεις εκεί βουτηγμένη μετά μέσα στο πένθος.


    (3)

    Ω πευκώνα μου, εσύ, απέραντε, φλοίσβε των παρόχθιων κυμάτων,
    σιγανό πηγαινέλα των φώτων,
    της εκκλησιάς καμπάνα κατάμονη, στάλα εσπερινή που ραντίζεις τα δικά σου τα μάτια,
    παναγιά μου, κουκλί μου πεντάμορφο,
    της στεριάς αχιβάδα, μάσα σου εσένα τραγουδάει το χώμα!
    Μέσα σου τραγουδάν τα ποτάμια, και η ψυχή μου πλέει μαζί τους
    και πάει όπου εσύ θέλεις και όπου εσύ αγαπάς.
    Χάραξε μου ένα δρόμο στο τόξο εδώ των προσδοκιών σου,
    κι εγώ, μέσα σε παραλήρημα, εξαπολύω των βελών μου τα σμήνη.
    Κι εγώ βλέπω εδώ τώρα γύρω μου
    να με σφίγγει της ομίχλης σου η ζώνη
    και η σιωπή σου να πνίγει τις αλαφιασμένες μου ώρες,
    σε ξέρω, είσαι εσύ, με τα πέτρινα χέρια σου, διάφανη
    εκεί όπου δένουν οι φελούκες των φιλιών μου
    κι όπου φωλιάζουν οι κάθυγροι πόθοι μου.
    Ω εκείνη η μυστηριακή φωνή σου
    όπου την αβγαταίνει και τη λυγάει στα δυο η αγάπη,
    καθώς αντιλαλεί το σούρουπο και σβήνει πέρα!
    Έτσι σε μύχιες ώρες έχω ιδεί κι εγώ στον κάμπο τα στάχυα
    να λυγάνε απ' το στόμα του ανέμου.


    (4)

    Είναι θύελλες ζαλωμένο το πρωινό
    μες στο κατακαλόκαιρο.
    Σαν άσπρα μαντηλάκια αποχαιρετισμών
    σαλπάρουν τα σύννεφα,
    και, εκεί, τ' αρπάζει ο άνεμος
    και τα σηκώνει με τα χέρια του τα ταξιδιάρικα.
    Αρίφνητη η καρδιά του ανέμου
    που χτυπάει μες στην ερωτοδέσμια σιωπή μας.
    Που κοχλάζει ανάμεσα στα δέντρα,
    πολυφωνικός και υπερκόσμιος,
    γλώσσα κατάφορτη από παιάνες, λες, και θούρια.
    Ο άνεμος που λαφυραγωγεί τα φυλλώματα
    και βγάνει από τη ρότα τους τα σεινάμενα βέλη των πουλιών.
    Ο άνεμος που σε σφεντονίζει εσένα σε πελάγη ακύμαντα,
    σε γαίες πανάλαφρες, σε φλόγες γονυκλινείς.
    Σπάνε και χύνονται ένα καντάρι φιλιά
    συντριμμένα πάνω στις πύλες του καλοκαιριάτικου ανέμου.


    (5)

    Για ν' ακούς μόνο εμένα
    τρυφερεύουν ώρες ώρες
    τα λόγια μου
    και γίνονται σαν τις πατημασιές των γλάρων
    στην άμμο του γιαλού.
    Καδενίτσα, έτσι, μικρή ξεκούρντιστη λατέρνα,
    στα σαν τρούφες τρυφερά σου χέρια.
    Κι έτσι τα λόγια μου τα βλέπω παρασάγγες πέρα.
    Μα απείρως πιο μακριά είν' τα δικά σου.
    Κι αναρριχούνται σαν τον κισσό απάνω στον παλιό μου πόνο.
    Σκαρφαλώνουν εδώ, πάνω στους μουσκεμένους τοίχους.
    Και εσύ είσαι η αιτία - να ξέρεις -
    της σκληρής και μέχρις αιμάτων αναμέτρησης.
    Δραπετεύουν από τα κατασκότεινα,
    απ' τα μέσα μου μπουντρούμια.
    Γιομίζει ο τόπος με σένα, πληρούνται τα σύμπαντα.
    Πριν έρθεις η ίδια, πυκνοκατοικούσαν εκείνα τη μοναξιά μου,
    κι είν' πιο δικά μου αυτά, απ' ότι εμένα εσύ,
    εδώ στην πίκρα μου.
    Κι αυτό που θέλω τώρα να σου λεν εκείνα
    είν' εκείνο που θέλω να σου ειπώ εγώ
    για να τ' ακούς κι εκείνα
    όπως θέλω ν' ακούς μονάχα εμένα.
    Ο φόβος τ' αρπάζει και τα σκορπά στους πέντε ανέμους.
    Κι έρχοντ' έπειτα τυφώνες και λαίλαπες ονείρων
    και μου τα ξανασωριάζουν κάτω εδώ στο χώμα.
    Φωνές αλλότριες ξανοίγεις εσύ
    μες στη χιλιοβασανισμένη φωνή τη δική μου.
    Ολοφυρμούς από παμπάλαια στόματα,
    αίμα από αρχαία μαρτύρια.
    Να μ' αγαπάς, συντρόφισσα. Να μη μ' αφήνεις μόνο.
    Να 'σαι μαζί μου.
    Να 'σαι μαζί μου, συντρόφισσα,
    σε τούτο 'δω το κύμα του τρόμου.
    Και να! που τα λόγια μου έρχεται τώρα
    και τα βάφει η αγάπη σου.
    Κι είναι δικά σου όλα, όλα δικά σου.
    Κι απ' όλα εγώ θέλω να φτιάξω
    μια καδενίτσα δίχως τέλος
    για τ' άσπρα σου χέρια, τα σαν τρούφες παντρύφερα.


    (6)

    Θυμάμαι τώρα εδώ πως ήσουν το φθινόπωρο που μας πέρασε.
    Ήσουν το γκρίζο μπερεδάκι και η καρδιά η δίχως έννοια.
    Ξιφομαχούσανε στα μάτια σου οι φλόγες του δειλινού
    και πέφτανε τα φύλλα στα νερά της ψυχής σου.
    Συλιγμένη εσύ σαν αναρριχητικό γύρω απ' τα μπράτσα μου,
    και τα φυλλώματα έτσι βάζανε σουρντίνα στη φωνή σου
    την αργή και ανέμελη.
    Σαστίσματα σωρό, πλήθος ξαφνιάσματα,
    όπου πυρακτωνόταν η δίψα μου.
    Γαλάζιε, γλυκιέ μου υάκινθε, γερμένε απάνω απ' την ψυχή μου!
    Βλέπω τα μάτια σου που ταξιδεύουνε,
    το φθινόπωρο πλέον είναι μακριά:
    μπερεδάκι μου γκρίζο, κελάηδημά μου,
    καρδιά μου πυροστιά εσύ,
    όπου, πετώντας, απαγκιάζανε οι μυστικές μου σκέψεις
    και τα πασίχαρα φιλιά μου ορμίζονταν σαν κάρβουνα αναμμένα.
    Ουρανέ πάνω απ' τ' άρμενο. Όαση μετά απ' τον ερημότοπο.
    Η θύμησή σου είναι από φως
    κι από καπνό κι από στάσιμη λιμνούλα στην αλάνα.
    Πέρα απ' τα μάτια σου πυρακτώνονταν τα λυκόφωτα.
    Φύλλα ξερά του φθινοπώρου στροβιλίζονταν στην ψυχή σου.


    (7)

    Σκύβω εκεί κάθε βράδυ
    και αμολάω τα παραπονεμένα δίχτυα μου
    στα ωκεάνια μάτια σου.
    Εκεί απλώνεται και εκεί φουντώνει με φλόγες πανύψηλες
    η μοναξιά μου, πέρα δώθε στον αέρα
    υψώνοντας τα χέρια της σαν ναυαγός.
    Ανάβω κόκκινες φρυκτωρίες
    πάνω από τα εξόριστα μάτια σου
    που σαν τα κύματα έρχονται της θάλασσας
    και σκάνε στην ποδιά του φάρου.
    Αγναντεύεις μοναχή τα ερέβη,
    γυναίκα εσύ η αλαργινή και η πλησίον.
    μες απ' το βλέμμα σου
    ώρες ώρες αναδύεται ο μακρύς γιαλός του τρόμου.
    Σκύβω εκεί κάθε βράδυ
    και μαζεύω τα παραπονεμένα δίχτυα μου
    από τη θάλασσα εκείνη
    που κλυδ ωνίζει τα ωκεάνια μάτια σου.
    Νυχτερινά πουλιά ραμφίζουνε τα πρώτα αστέρια
    που λάμπουν εκεί απάνω
    όπως λάμπει η ψυχή μου την ώρα που σ' αγαπάω.
    Καλπάζει στη ράχη του μαύρου της κέλητα η νύχτα
    και τσαλαπατάει τα στάχια τα γαλαζιανά στον κάμπο.

    (8)

    Μέλισσα μυριόλευκή μου εσύ που ζουζουνίζεις - μεθυσμένη
    απ' τα μέλια - γύρω στην ψυχή μου
    και όλο στροβιλίζεσαι
    με τις νωχελικές μαζί τουλίπες του καπνού.
    Είμαι ο δίχως ελπίδα εκείνος, είμαι.
    μια λέξη είμαι χωρίς ήχο,
    αυτός που όλα τα 'χει χάσει και που όλα τα κατέχει.
    Κι εσύ είσαι ο στερνός μου κάβος,
    όπου στενάζει μέσα του ο στερνός μου φόβος.
    Στην έρημή μου γη είσαι το ρόδο το στερνό.
    Αχ, σιγαλινή μου εσύ!
    Έλα! κλείσε τα τρίσβαθά σου μάτια. Πεταρίζει η νύχτα εκεί.
    Έλα! ξέντυσε το περίτρομο άγαλμα του κορμιού σου.
    Έχεις τρίσβαθα μάτια και πεταρίζει η νύχτα εκεί.
    Ολόδροσα έχεις άνθινα χέρια και αγκαλιά από τριαντάφυλλα.
    Σα στήθη σου μοιάζουν με κατάλευκα όστρακα.
    Ήρθε στην κοιλιά σου κι αποκοιμήθηκε ο ήσκιος
    μιας πεταλούδας.
    Αχ, σιγαλινή μου εσύ!
    Και να η μοναξιά εδώ, που λείπεις εσύ.
    Βρέχει. Και ο μπάτης έχει στρώσει στο κυνήγι
    τους αδέσποτους γλάρους.
    Σο νερό πλατσουρίζει ξυπόλυτο στις λάσπες του δρόμου.
    Κι εκεινού εκεί του δέντρου βογκούν
    σα να 'ν' ανήμπορα, τα φύλλα.
    Μέλισσα μυριόλευκή μου εσύ και απόμακρη,
    ζουζουνίζεις ακόμα
    γύρω στην ψυχή μου. Ζουζουνίζεις.
    Ξαναγεννιέσαι με των χρόνων τα γυρίσματα,
    περίκομψη και σιγαλινή.
    Αχ, σιγαλινή μου εσύ!


    (9)

    Απ' το ρετσίνι κι από τ' ατέλειωτα φιλιά,
    είμαι - κατακαλόκαιρο - και κουμαντέρνω
    τη βαρκούλα των ρόδων
    και τήνε πάω εκεί όπου το γάρμπος χάνεται της μέρας,
    και στη φερέγγυα παραφορά των νερών την ασφαλίζω.
    Πελιδνός και δεσμώτης στα λαίμαργα κύματά μου
    σκίζω πέρα δώθε τα μπρούσκα χνώτα
    του αναπεπταμένου στερεώματος,
    φορώντας ακόμα τη φόρμα μου, ντυμένος πικρούς αντίλαλους,
    κι έχοντας το κεφάλι τυλιγμένο με κάτι κουρέλια της αφρής.
    Πάω, στα πάθη μου μέσα στητός,
    καβάλα στη ράχη του μονάκριβου μου κύματος,
    φεγγαρίσιος, ηλιοτραφής, πυρίκαυστος και μπουζιασμένος εγώ,
    κι αποκοιμιέμαι τον νήδυμο
    στο φαράγγι με τα φιλντισένια νησιά
    των μακάρων, που είναι γλυκά σα φρέσκα πρωινά καπούλια.
    Στη νύχτα μέσα την υγρή
    τρεμουλιάζει το ρούχο μου ραμμένο με τα ρίγη
    των φιλιών και φορτισμένο ξέφρενα με ηλεκτρικές εκκενώσεις,
    με ηρωικά δε εξάμετρα διαμερισμένο σε ενύπνια
    και σε μεθυστικά τριαντάφυλλα που ανοίγουν μέσα μου.
    Όρτσα στα νερά,
    όπου με χτυπούνε κύματα θεόψηλα, πλευρικά,
    κι εγώ βαστώ
    το παράλληλο σώμα σου στα στιβαρά μου μπράτσα
    σαν ψαράκι που όλο το πιάνω και το ξαναπιάνω
    στην απόχη της ψυχής μου
    (τη μια γοργό την άλλη αργό)
    σε τούτον κάτω εδώ τον υποσέληνο κόσμο.


    (10)

    Το χάσαμε κι αυτό το ηλιοβασίλεμα.
    Κανείς δεν μας είδε εμάς χεράκι, χεράκι το βράδυ εκείνο
    όπου έπεφτε η γαλάζια η νύχτα και εσκέπαζε τον κόσμο.
    Απ' το παράθυρο μου είδα μόνος εγώ
    τη φιέστα του ηλιογέρματος ψηλά στ χάη.
    Και πότε, πότε σαν πυρακτωμένο κέρμα
    κράταγα ένα κομματάκι ήλιο στην παλάμη μου.
    Και σε συλλογιζόμουν με τη καρδιά σφιγμένη
    από κείνο εκεί το σφίξιμο που ξέρεις πως με κυβερνάει.
    Λέγε μου, που ήσουνα?
    Με τι κόσμο?
    Και τι τους έλεγες?
    Και γιατί ακαριαία με κυριεύει ακέριος ο έρωτας εμένα
    μόλις νιώσω μοναχός, με σένανε μακριά μου?
    Μου 'φυγε το βιβλίο που πάντα ανοίγω το βραδάκι
    και σα λαβωμένο κουτάβι γλίστρησε
    κι έπεσε στα πόδια μου το παλτό.
    Μα όλο φεύγεις εσύ, φεύγεις τα βράδια
    με το δειλινό παρέα που πιλαλάει και αφανίζει τ' αγάλματα.


    (11)

    Οιονεί εκτός στερεώματος, ανάμεσα σε δυο βουνά,
    πάει και ρίχνει άγκυρα το μισοφέγγαρο.
    Η σβούρα, η γυρίστρω η νύχτα, των ματιών η νεκροθάφτισσα.
    Μέτρα μόνο πόσα αστέρια έχουνε γίνει θρύψαλα
    μες στα λασπόνερα!
    Και μένανε μ' ένα σταυρό
    με σημαδεύει η νύχτα στο μεσόφρυδο
    κι ανοίγει τα φτερά της και φεύγει.
    Κι εκεί έχει φαναρτζίδικο
    όπου δουλεύουν τα γαλάζια μέταλλα.
    και νύχτες με παλέματα που αποσιωπούνται
    και την καρδιά μου
    που φέρνει βόλτες ολοένα σαν τσέρκι βουρλισμένο.
    Κι ένα κορίτσι που ήρθε από πολύ μακριά,
    που το φέρανε από πολύ μακριά,
    και που κάθε τόσο φωσφορίζει η ματιά του
    κάτω απ' τον τρούλο του ουρανού.
    Σο σφύριγμα των αέρηδων, η μπόρα, το κακό, οι άνεμοι
    Μαίνονται και ξεσπούν στην καρδιά μου ακατάπαυτα.
    Ο δε άνεμος, που έρχεται από τα μνήματα,
    αναρπάζει, συντρίβει
    και διασκορπίζει παντού τη ρίζα σου και τα όνειρά της.
    Ξεριζώνει τα μεγάλα δέντρα και τα πετάει στην άλλη άκρη.
    Όμως εσύ στέκεσαι εκεί,
    κορίτσι μου αίθριο και ασυννέφιαστο,
    ατμών σιντριβάνι, στάχυ μοναχό.
    Αλώνι όπου εισέβαλε ο άνεμος
    και σου 'δινε μετά σχήμα με φυλλώματα αναμμένα.
    Πίσω απ' τους δυο λόφους της νύχτας,
    άσπρε φλεγόμενε κρίνε μου,
    φευ, δεν μπορώ να ειπώ τίποτα! ΢' έχουνε πλάσει
    με όλα τα στοιχεία του κόσμου!
    Καταδίκη μου εσύ,
    που μου σκίζεις με στιλετιές τα στήθη,
    ήρθε η ώρα να πάρω δρόμο άλλον
    και να πάω εκεί όπου δεν ανθίζουν τα χαμόγελα σου.
    Μπόρα μου εσύ δυνατή,
    που ήρθες και παράχωσες στη γη τις καμπάνες,
    κούφιε ανεμοστρόβιλε των μαρτυρίων μου,
    γιατί εγώ να σεκλετίζομαι τώρα,
    γιατί εγώ να πικραίνομαι;. . .
    Ε, ήρθε η ώρα να πάρω το δρόμο
    που σε βγάζει εκεί όπου δεν υπάρχει τίποτα,
    εκεί όπου δεν είναι πρόσκομμα
    ούτε ο φόβος, ούτε ο θάνατος, ούτε ο χειμώνας,
    και να 'χω συνοδεία μου τα μάτια σου
    τ' ανοιχτά και άγρυπνα
    μες στης πρωινής δροσιάς τα μονοπάτια.


    (12)

    Για τη καρδιά μου αρκεί το στήθος σου,
    για την ελευθερία σου αρκούν τα φτερά μου.
    Απ' το δικό σου στόμα φτάνουν ως τον ουρανό
    όσα κοιμούνταν στην ψυχή σου μέσα.
    Μέσα σου στέκει το ξεγέλασμα της κάθε μέρας
    Έρχεσαι σαν τη δροσιά πάνω στα στόματα των λουλουδιών.
    Στέλνει στα καταχθόνια τους ορίζοντες η απουσία σου.
    Στους αιώνες των αιώνων αλαργεύοντας
    σαν της θάλασσας τα κύματα.
    Και είπα τότε πως τραγούδαγες στον άνεμο
    ωσάν τα πεύκα και ωσάν τα κατάρτια των πλοίων.
    Σαν πεύκο είσαι εσύ και σαν κατάρτι πανύψηλη και αμίλητη.
    Και ξαφνικά μελαγχολείς, σαν επιβάτης σε μπάρκο.
    Φιλόξενη, ανοιχτόκαρδη σα δρόμος παλιός.
    Σε κατοικούν φωνές και αντίλαλοι της νοσταλγίας.
    Ξυπνάω εγώ, και τότε, κάπου, κάπου, αποδημούνε
    τα πουλιά που κοιμούνταν στην ψυχή σου μέσα.


    (13)

    Με μικρά χι τσεκάριζα πυρπολημένους τόπους
    στον γαλατένιο άτλαντα του κορμιού σου επάνω.
    Ήταν αράχνη το στόμα μου που έστηνε τον ιστό της χιαστί.
    Μέσα σου, επάνω στην πλάτη σου, διψαλέο, περίτρομο.
    Σου έλεγα παραμύθια και θρύλους στις όχθες του εσπερινού,
    κουκλί μου λυπημένο και γλυκό,
    για να σου τήνε πάρω έτσι τη λύπη.
    Για 'ναν κύκνο, για 'να δέντρο, για κατιτί αλαργινό κι αλέγρο.
    Για την ώρα των σταφυλιών, για τον καιρό της ώριμης οπώρας.
    Ζούσα αραγμένος σε λιμάνι ώσπου σ' αγάπησα,
    και τη μοναξιά μου την τραβέρσωναν τα όνειρα και η σιωπή.
    Δεσμώτης ήμουν ανάμεσα σε θάλασσα και θλίψη.
    Βουβός, αλλοπαρμένος,
    ανάμεσα σε ασάλευτους βαρκάρηδες του πόρτου.
    Από τα χείλια ως τη φωνή κάτι όλο χάνεται.
    Κάτι φτεροκοπάει, του τρόμου κάτι και της λησμονιάς.
    Έτσι, να, σαν δίχτυα που δεν δύνονται να κρατήσουν το νερό,
    μαμούνι μου εσύ, παρά σταγόνες κάποιες μόνο
    στους βρόχους τους τρεμουλια στές.
    Κι ωστόσο, πάντα κάτι τραγουδάει
    σ' αυτά εδώ τα έπεα πτερόεντα.
    Κατιτίς τραγουδάει,
    κατιτίς αναθρώσκει ως το άπληστο στόμα μου.
    Να ήτανε λέει να σου ψάλλουνε μεγαλυνάρια
    μ' όλα τα λόγια της χαράς.
    Διθυράμβους ν' ακούσεις, να σ' ανάψουνε και να πετάξεις
    σαν καμπαναριό στα χέρια ενός θεότρελου.
    Σρυφερή μου εσύ, λυπημένη - τι τρέχει, ξαφνικά? Σι έγινε?
    Καλά, καλά δεν πρόλαβα
    στην κορφή του ωραίου όρους ν' ανέβω
    κι η καρδιά μου έκλεισε σα νυχτολούλουδο.


    (14)

    Όλο παίζεις, εσύ, κάθε μέρα, εσύ,
    με το φως του σύμπαντος κόσμου.
    Επισκέπτρια συλφίδα των νερών και των κήπων.
    Δεν είσαι δε μόνο εκείνη η χρυσή κεφαλή
    όπου σαν ανθοδέσμη σφιχτά την κρατάω εγώ
    μες στα δυο μου τα χέρια.
    Κανενός αλλουνού δεν μοιάζεις εσύ
    από τότε που εγώ σε αγάπησα.
    ’σε να σε ξαπλώσω σ' ένα στρώμα
    από μάηδες κίτρινους κι αγαπανθούς.
    Ποιος είν' εκείνος εκεί που γράφει τ' όνομά σου
    με ψηφία καπνού στ' αστέρια του Νότου?
    Εγώ είμ' εκείνος εκεί που γράφει τ' όνομά σου
    με ψηφία καπνού στ' αστέρια το Νότου!
    ’σε με. . . άσε με να σε αναπολήσω όπως ήσουν
    προτού ν' ανασπασθείς και βγεις στην ύπαρξη.
    Κι ευθύς, δες, αλαλάζει ο άνεμος
    και δέρνει τα κλειστά μου παράθυρα.
    Ο ουρανός είναι μι' απόχη φίσκα ως απάνου
    με ψάρια μαύρα, ανήλιαγα.
    Κι εδώ, εδωνά, κοπάζουν όλοι οι άνεμοι, όλοι τους εδωνά.
    Και τότε η βροχή εγυμνώθη.
    Πουλιά πετάνε πετούμενα.
    Οι άνεμοι. Οι άνεμοι.
    Μόνος μου εγώ και αναμετριέμαι με των άλλων τη δύναμη.
    Ο ανεμοστρόβιλος σέρνει μαζί του
    και μουρλαίνει τα μπακιρένια φύλλα
    και ξελύνει τ' άραγμένα στ' ουρανού το μώλο.
    Εσύ είσαι εδώ. Εσύ δε φεύγεις, δεν πετάς.
    Κι εσύ ως το τέλος θα είσαι και θα μου απαντάς
    στους βόγγους και τα μουγκρητά μου.
    Επάνω μου να 'ρθεις να κουλουριαστείς
    σα να σ' έχουνε σκιάξει.
    Κάπου κάπου αδέσποτοι ξεπόρτιζαν απ' τα μάτια σου ήσκιοι,
    ξένοι, παράδοξοι.
    Και τώρα, τωραδά, εδώ,
    μανούσια μου φέρνεις και δυοσμαρίνια, μωρό μου,
    γι' αυτό κι έτσι ευωδιάζουν τα στήθη σου.
    Σην ώρα όπου ο άνεμος μελαγχολικός καλπάζει
    σφαγιάζοντας πεταλούδες
    εγώ σ' αγαπάω,
    κι η έξαρση μου δαγκώνει βαθιά
    τα δαμάσκηνα του στόματός σου.
    Πόσο έχεις στ' αλήθεια πονέσει,
    ώσπου να 'βρεις τα χούγια μου,
    ώσπου να βρεις την ψυχή μου τη μονάτη κι ανήμερη
    και τ' όνομά μου που όλους τους κάνει και τρέμουν . . .
    Πόσες και πόσες φορές δεν είδαμε το φως του αυγερινού
    να μας φιλάει τα μάτια
    και πάνω απ' τα κεφάλια μας το χάραμα κυκλοδίωκτο
    ν' ανοίγει ωσάν ριπίδιο.
    Σα λόγια μου σε μούσκεψαν θωπεύοντάς σε.
    Καιρός πάει πολύς που αγάπησα
    το ηλιόλουστο σώμα σου, το μαργαριταρένιο.
    Και πιστεύω έτσι πως εγώ είμαι ο κύριος
    του σύμπαντος όλου.
    Θα σου φέρω απ' τα βουνά λουλούδια εξαίσια,
    κλέλιες, ζουμπούλια
    και βελανίδια γεράνια, κι ένα κοφίνι φιλιά.
    Θέλω να κάνω μαζί σου
    αυτό που κάνει κι η άνοιξη στις κερασιές.


    (15)

    Μ' αρέσει άμα σωπαίνεις, επειδή στέκεις εκεί σαν απουσία
    κι ενώ μεν απ' τα πέρατα με ακούς,
    η φωνή μου εμένα δε σε φτάνει.
    Μου φαίνεται ακόμα ότι τα μάτια μου σε σκεπάζουν πετώντας
    κι ότι ένα φιλί, μου φαίνεται,
    στα χείλη σου τη σφραγίδα του βάνει.
    Κι όπως τα πράγματα όλα ποτισμένα είναι από την ψυχή μου,
    έτσι αναδύεσαι κι εσύ μες απ' τα πράγματα,
    ποτισμένη απ' τη δική μου ψυχή.
    Σου ονείρου πεταλούδα, της ψυχής μου εσύ της μοιάζεις έτσι,
    σαν όπως μοιάζεις και στη λέξη μελαγχολία, καθώς ηχεί.
    Μ' αρέσεις άμα σωπαίνεις, επειδή στέκεις εκεί σαν ξενιτιά.
    Κι άμα κλαις μου αρέσεις,
    απ' την κούνια σου πεταλούδα μικρή μου εσύ.
    Κι ενώ μεν απ' τα πέρατα με ακούς,
    η φωνή μου εμένα δεν μπορεί να σ' αγγίξει:
    ’σε με τώρα να βυθιστώ κι εγώ σωπαίνοντας
    μες στη δική σου σιωπή.
    ’σε με τώρα να σου μιλήσω κι εγώ με τη σιωπή
    τη δικιά σου
    που είναι απέριττη σα δαχτυλίδι αρραβώνων
    και που λάμπει σαν αστραπή.
    Είσαι όμοια η νύχτα, αγάπη μου,
    η νύχτα που κατηφορίζει έναστρη.
    Απόμακρη και τόση δα κι απ' αστέρια φτιαγμένη
    είναι η δικιά σου σιωπή.
    Μ' αρέσεις άμα σωπαίνεις, επειδή στέκεις εκεί σαν απουσία.
    Μακρινή κι απαρηγόρητη, σα να σε σκέπασε χώμα.
    Μια λέξη μόνο αν πεις, ένα χαμόγελο - μου αρκεί
    για να πανηγυρίσω που είσαι εδώ κοντά μου ακόμα.


    (16)

    Στον βραδιάτικο ουρανό μου επάνω είσαι σαν σύννεφο,
    το δε χρώμα σου και το σχήμα είναι
    όπως ακριβώς μου αρέσουν.
    Είσαι δικιά μου, είσαι δικιά μου,
    γυναίκα με τα γλυκά χείλια,
    και στη ζωή σου μέσα ζουν τα ασύνορα όνειρά μου.
    Ο λύχνος της ψυχής μου σου γλυκοροδίζει τα πόδια,
    το στυφό μου κρασί γλυκαίνει στα χείλη σου,
    ω η μακελάρισσα εσύ
    που πριονίζεις το τραγούδι μου τα βράδια,
    ω πόσο σε νιώθουνε δικιά μου τα μοναχικά μου όνειρα!
    Είσαι δικιά μου, είσαι δικιά μου,
    το φωνάζω στο μπάτη του βραδιού
    και τ' αεράκι παίρνει μετά τη φωνή μου
    και τη σκορπάει τριγύρω.
    Κυνηγέτις εσύ που σαϊτεύεις λαγούς
    στα βάθη των ματιών μου,
    των ματιών μου που λιμνάζουν σα βρόχινο νερό
    μες στο νυχτερινό σου βλέμμα.
    Σ' έπιασα αιχμάλωτη στα δίχτυα της μουσικής μου,
    αγάπη μου,
    και τα δίχτυα αυτά της μουσικής είναι ψηλά, επάνω,
    στον ουρανό.
    Γεννιέται η ψυχή μου κι ανασταίνεται
    στις όχθες των μαύρων ματιών σου
    τα δε μαύρα μάτια σου είναι φυλάκιο
    στη μεθόριο της χώρας των ονείρων.


    (17)

    Να συλλογιέμαι εγώ και ήσκιους να καταπίνω
    μέσα στην άπατη μοναξιά.
    Μα εσύ να είσαι μακριά κάπου,
    κι απ' ότι ζωντανό πιο πέρα ακόμα.
    Να συλλογιέμαι, να λευτερώνω πουλιά, να εκπορεύω εικόνες,
    να καταχωνιάζω φανούς και λαμπάδες στα έγκατα.
    Καμπαναριό μου με τη καταχνιά και τις αντάρες,
    εκειδά πέρα, εκειδά πέρα, αλάργα!
    Να φορτώνω εγώ δίφρους με θρηνωδίες,
    ν' αλέθω εδώ ελπίδες σκυθρωπές,
    ο αμίλητος εγώ μυλωνάς,
    και σένα να σε κουκουλώνει η νύχτα,
    έξω μακριά απ' τη πόλη.
    Η παρουσία σου είν' απόμακρη, αλλόκοτη για μένα,
    σαν και τι!. . .
    Αναλογίζομαι πως ήταν η ζωή μου προτού να 'ρθεις εσύ.
    Η ζωή μου προ πάσης ελεύσεως, η στυφή η ζωή μου.
    Σο σκούξιμο εκείνο εκεί καταντικρύ στη θάλασσα,
    ανάμεσα στα βράχια,
    να πιλαλάει ελεύθερο, λωλό, ίσα με την ούγια της θάλασσας.
    Η μάνητα του παράπονου, το σκούξιμο εκείνο εκεί,
    η μοναξιά της θάλασσας.
    Να ξεμπουκάρουνε ώσπερ βιαίας πνοής
    και ν' ανέρχονται στους ουρανούς.
    Γυναίκα, εσύ, που ήσουν εδώ,
    σαν τις χάσες και σαν τι καλαμόξυλο
    να ήσουνα από τούτην εδώ τη πελώρια βεντάλια?
    Μακριά ήσουνα και τότε όπως και τούτην εδώ την ώρα.
    Στο δάσος πυρκαγιά! Και καίει
    με μικρά του σταυρού σχήματα γαλάζια!
    Καίει και καίει και κατελεί ανάσβολα δέντρα!
    Σα ρίχνει κάτω και τριζοβολάει ο τόπος!
    Πυρκαγιά!. . . Πυρκαγιά! . . .
    Και η ψυχή μου, καψαλισμένη αυλήτριδα,
    πάνω στις σχίζες και στα πελεκούδια τ' αναμμένα χορεύει!
    Ποιος σκούζει εδώ? Ποια σιωπή
    κατοικημένη από φωνές και αντίλαλους?
    Ώρα της νοσταλγίας, ώρα της ευφροσύνης, ώρα της μοναξιάς,
    ώρα δικιά μου ανάμεσα σ' όλες τις άλλες ώρες!
    Αχιβάδα, απ' όπου μέσα κει διαβαίνει τραγουδώντας ο άνεμος!
    Πάθος μέγα της ελεγείας, όλο λυγμούς,
    ξεγυμνωμένο στο κορμί μου απάνω!
    Εσύ να σείεσαι απ' τις ρίζες σου όλες
    και να χιμάω εγώ απ' τις χαίτες των κυμάτων μου όλων!
    Σσέρκι πανηγυριώτικο και λυπημένο κι ασταμάτητο
    η ψυχή μου και κύλαγε. . .
    Nα συλλογιέμαι τώρα εγώ και να καταχωνιάζω
    φανούς και λαμπάδες στην άπατη μέσα τη μοναξιά.
    Ποια είσαι 'συ? Σις ει?


    (18)

    Εδώ σε αγαπάω.
    Στα σκοτεινόχρωμα πεύκα χτενίζει τα μαλλιά του ο άνεμος.
    Φωσφορίζει η σελήνη πάνω στ' αλήτικα νερά της θάλασσας.
    Περνάνε μέρες, μέρες απαράλλαχτες,
    αποπέμποντας η μια την άλλη.
    Σα τούλια της ομίχλης σκίζονται
    σε φιγούρες λεπτές ορχουμένων.
    Ασημόχρυσος γλάρος πετιέται
    μες απ' το δίσκο του ήλιου που βασιλεύει.
    Εδώ κι εκεί ένα άλμπουρο. Και πάνω, στα ύψη, αστέρια.
    Ω εκείνο εκεί το μαύρο σταυρωτό τουρκέτο της βαρκούλας!
    Κατάμονο.
    Πετιέμαι κάπου - κάπου από το λήθαργο
    κι είμαι μούσκεμα ως το μεδούλι.
    Βουίζει κι αντιβουίζει το πέλαγος.
    Κι εδώ είν' το λιμάνι.
    Εδώ σ' αγαπάω.
    Εδώ σ' αγαπάω εγώ!
    Δεν πα' να σε κρύβει όσο θέλει ο ορίζοντας - ματαιοπονεί!
    Εσένα σ' αγαπάω εγώ. επιμένω.
    ακόμα και μέσα στην ψύχρα των γύρω πραγμάτων.
    Κάθε τόσο φεύγουν τα φιλιά μου
    και πάνε μαζί με τα καράβια εκείνα,
    τα ποντοπόρα, και φτάνουν πέρ' απ' το τέρμα, στα εκείθε.
    Κάθομαι εδώ παρατημένος σαν τις γέρικες άγκυρες.
    Μαραζώνουν οι μόλοι βαρύτερα
    μόλις έρχεται να δέσει εκεί το βράδυ.
    Χαραμίζεται η ζωή μου μέσα στην πείνα
    που με τρώει αδίκως.
    Αγαπώ αυτό που δεν έχω. Είσαι μακριά εσύ, τόσο μακριά.
    Ο καημός μου πιάνεται στα χέρια με τ' ανελέητα δειλινά.
    Έρχεται όμως μετά η νύχτα και με καλοπιάνει με τραγούδια.
    Και το φεγγάρι βάνει το γαϊτανάκι των ονείρων να γυρνάει.
    Με κοιτάν με τα μάτια σου από πάνω
    τα πιο μεγάλα αστέρια.
    Κι εκεί που, αγάπη μου, σε αγαπώ,
    τα πεύκα μες στον άνεμο
    λαχταράνε να τραγουδήσουν τ' όνομά σου
    με τις πευκοβελόνες τους.


    (19)

    Κορίτσι μου σαρακηνό και σβέλτο,
    ο ήλιος που δένει τους καρπούς,
    που σφίγγει το στάρι μες στα στάχια,
    που ακονίζει τον αθέρα του σίδερου,
    έπλασε και το έκπαγλο κορμί σου και τα πάμφωτα μάτια σου,
    έπλασε και το στόμα σου με το νερένιο χαμόγελο.
    Σκοτεινός, νυχτερινός ο ήλιος νανουρίζεται στους βοστρύχους
    της αράπικης χαίτης σου, όταν ανοίγεις εσύ την αγκάλη σου.
    Παίζεις με τον ήλιο σα να είναι ρυάκι που κυλάει
    κι εκείνος σου αφήνει στα μάτια σου δυο σκούρους νερόλακκους.
    Κορίτσι μου σαρακηνό και σβέλτο,
    τίποτα εδώ δεν με οδηγεί κοντά σου.
    Σα πάντα σου με διώχνουνε μακριά, σαν σε καταμεσήμερο.
    Είσαι η αλλοπαρμένη νιότη της μέλισσας.
    η μέθη των κυμάτων, η ρώμη του καρπισμένου σταχιού.
    Η έρημη καρδιά μου σ' αναζητάει, χωρίς βαρκούλα και πανί.
    το αγαπάω εγώ το έκπαγλο σώμα σου,
    τη γλυκιά, την απαλή φωνή σου.
    Σαρακηνή μου πεταλούδα εσύ, θωπευτική και άτρεπτη
    σαν τα γεννήματα και σαν τον ήλιο, σαν παπαρούνα και σα νερό.


    (20)

    Απόψε μου πάει να γράψω τα πιο πικρά στιχάκια.
    Να γράψω, ας πούμε: «έχει μι' αστροφεγγιά απόψε
    και τα μενεξεδιά αστεράκια λαμπυρίζουνε στα χάη».
    Σης νύχτας ο άνεμος διαβαίνει στους ουρανούς και τραγουδάει.
    Απόψε μου πάει να γράψω τα πιο πικρά στιχάκια.
    Σην αγαπούσα εγώ, και κάπου κάπου μ' αγάπαγε κι εκείνη.
    Χιλιάδες βράδια, όπως και τώρα, την έσφιγγα στην αγκαλιά μου.
    Αμέτρητα φιλιά της έδινα κάτω απ' τον άσωτο ουρανό.
    Μ' αγάπαγε κι εκείνη, και κάπου κάπου την αγάπαγα κι εγώ.
    Πώς να μην τ' αγαπήσεις τα μεγάλα, τα ήμερα μάτια της.
    Απόψε μου πάει να γράψω τα πιο πικρά στιχάκια.
    Θα σκέφτομαι πως δεν την έχω εγώ.
    Θα νιώθω ότι την έχω χάσει.
    Θ' ακούω την απέραντη νύχτα,
    την πέντε φορές απέραντη χωρίς εκείνην.
    Και τους στίχους να πέφτουν στην ψυχή μου
    όπως πέφτει η δροσιά στο λιβάδι.
    Σι έχει να κάνει που η δικιά μου αγάπη
    εκείνηνε δεν την αγγίζει. . .
    Έχει μι' αστροφεγγιά απόψε, μα εκείνη δεν είναι μαζί μου.
    Αυτά λοιπόν. Πέρα, μακριά, άνθρωποι τραγουδάνε.
    Μακριά, πέρα.
    Πώς να χαρεί η ψυχή μου, αφού εκείνη χάθηκε. . .
    Σην αναζητάει η ματιά μου, τη γυρεύει παντού.
    Σην αναζητάει η καρδιά μου, μα εκείνη δεν είναι μαζί μου.
    Απαράλλαχτη η νύχτα ασημώνει τ' απαράλλαχτα δέντρα.
    Μα από τότε όμως εμείς ως τώρα έχουμε αλλάξει.
    Σώρα πια δεν την αγαπάω, σίγουρα. . .
    Πόσο όμως, Θε μου, την αγάπαγα τότε.
    Πολέμαγε η φωνή μου να βρει τη ριπή του ανέμου
    που θαν της άγγιζε το αφτί.
    Με άλλον. Με κάποιον άλλον θα είναι.
    Όπως και πριν τηνε πάρει το φιλί μου.
    Η φωνή της, τ' αστραφτερό της σώμα.
    Σ' ατέλειωτα μάτια της.
    Σώρα πια δεν την αγαπάω, σίγουρα. . .
    Μπορεί όμως και να την αγαπάω.
    Βιάζεται ο έρωτας να λείψει κι αργεί να φύγει η λησμονιά.
    Χιλιάδες βράδια αφού, όπως και τώρα,
    την έσφιγγα στην αγκαλιά μου -
    πώς να χαρεί η ψυχή μου, αφού εκείνη χάθηκε. . .
    Μπορεί να 'ναι αυτός ο τελευταίος καημός
    που μου ανάβει εκείνη,
    κι αυτοί εδώ οι τελευταίοι στίχοι που γράφω για κείνην εγώ.


    Από την σελίδα pablonerudapoetry.blogspot.ca

    PABLO NERUDA



    ΑΠΟ ΤΗΝ ΠΟΙΗΤΙΚΗ ΣΥΛΛΟΓΗ ΤΗΣ ΜΑΡΩΣ ΣΙΔΕΡΗ

    ΜΕΓΑΛΗ ΕΒΔΟΜΑΔΑ ΣΤΗΝ ΨΥΧΗ ΜΟΥ


    ΓYΝΑΙΚΕΣ

    Aνάμεσα στα δύο φύλα, το «ασθενές» είναι σίγουρα το πιο αμφιλεγόμενο. Η ιστορία του ξεκινά τραγικά αφού το βαραίνει πάντα η κατηγορία ότι στέρησε στην ανθρωπότητα τον Παράδεισο. Στη διαδρομή αγαπήθηκε και μισήθηκε με το ίδιο πάθος, υμνήθηκε και κατηγορήθηκε, καταπιέστηκε και καταπίεσε, και όχι τυχαία θεωρήθηκε το δεύτερο μεγαλύτερο δώρο και δεινό του κόσμου μετά τη φωτιά. Οι εκπρόσωποί του υπηρέτησαν τη κακία ή την αρετή με πάθος και όποιο δρόμο κι αν διάλεξαν διακρίθηκαν, χαρίζοντας στην ανθρωπότητα στιγμές μεγάλου πόνου αλλά και ώρες απέραντης ευτυχίας.

    Στο Θείο Πάθος από το στενό μονοπάτι προς το Γολγοθά ως τον κενό Τάφο οι μυροφόρες γυναίκες είναι παρούσες καταρρίπτοντας το μύθο του ασθενούς φύλου και αναβιώνοντας εκείνον της Αντιγόνης: Ο ηθικός νόμος είναι πιο ισχυρός από τον ανθρώπινο και η αγάπη πιο δυνατή από τα όπλα. Η καταπιεσμένη γυναίκα βγαίνει στο προσκήνιο, νικά τις προσωπικές της φοβίες, αψηφά το κοινωνικό της χρέος και τη φωνή του λαού και πολεμά στο πλευρό του Θεού της. Σε αντίθεση όμως με την ηρωίδα του Σοφοκλή, ο αγώνας αυτός δεν οδηγεί στο θάνατο αλλά στην αναγέννησή της.

    Γυναίκα! Πλάσμα αδύναμο με δύναμη μεγάλη.
    Γυναίκα! Πλάσμα άπιστο με πίστη δυνατή.
    Μακριά απ το Διδάσκαλο κι απόλυτα κοντά Του,
    Στο μονοπάτι του Σταυρού, στου όχλου τη βοή.

      Κρυμμένη στον Παράδεισο να μην τη δει ο Πλάστης,
    μα δίπλα στον Αγώνα Του το αίμα Του σκουπίζει.
    Δειλή στη κρίση της Εδέμ τη σωτηρία χάνει
    Μα στου σφυριού το κάλεσμα σώζεται σαν δακρύζει.

      Στο δρόμο προς το Γολγοθά ο νους βασανιστής της:
    «Γυναίκα εσύ! Πώς την οργή του ξίφους θα νικήσεις;
    Ο βασιλιάς σου ανίσχυρος στα χέρια αυτού του πλήθους.
    Γυναίκα εσύ, αδύναμη! Στο μίσος θα λυγίσεις».

      Στο δρόμο προς το Γολγοθά η αγάπη συνοδός της:
    «Γυναίκα εσύ! Πώς το Θεό Δεσπότη σου
    εδώ μόνο θα αφήσεις;
    Στο πλάι σου ήταν πάντοτε τον πόνο σου να γιάνει.
    Γυναίκα εσύ! Τον αγαπάς! Στο μίσος μη λυγίσεις!»
     

    Στον καλπασμό του Xάροντα η αγάπη τύραννός της:
    «Γυναίκα εσύ! Δεν το μπορείς το θάνατο ν' αντέξεις.
    Πονάει ο Πατέρας σου και η καρδιά ματώνει.
    Δε θέλεις να σταθείς εδώ! Θέλεις μακριά να τρέξεις»
    Στον καλπασμό του Xάροντα η πίστη σύντροφός της:
    «Αυτός είν' ο Σωτήρας σου, αυτός είν' ο Θεός σου,
    σπλάχνο Του εσύ: Στη μάχη Του να μη λιποτακτήσεις.
    Μείνε κοντά Του στο Σταυρό. Είναι ο Κύριός σου!»

      Μπρός στο νεκρό Πατέρα της ο πόνος δύναμή της:
    Η θλίψη της δε σκιάζεται του τέλους τη σιωπή.
    Το δάκρυ πνίγει τη βροχή και τη βροντή ο θρήνος.
    Παράδεισος και κόλαση το νεκρικό φιλί.

      Μπρος στο νεκρό Πατέρα της η δύναμή της πόνος:
    Κάλλιο δειλή να ήτανε κρυμμένη στο σκοτάδι.
    Να μην αντίκρυζ' άψυχο το Θεϊκό το Σώμα.
    Να μη στεκόταν μάρτυρας στο θρίαμβο του 'Aδη.

      Στο μυρωμένο πρωινό το χρέος βάσανό της:
    «Πρέπει να πας στου Δάσκαλου το νεκρικό το δώμα!»
    Τρομάζει, τρέμει η ψυχή κι ας είν' στητό το βήμα
    Πώς να αγγίξει αυτή μικρή του Σύμπαντος το Σώμα;
    Στο μυρωμένο πρωινό το Θάρρος σύμμαχός της:
    Είναι στητό το βήμα της κι αν η καρδιά σκιρτάει
    Το πάθος και η πίστη της την οδηγούν στον Τάφο
    Μύρο και δάκρυ έφερε σ' Εκείνον που αγαπάει!

      Στον άδειο Τάφο Του μπροστά το Xαίρε έπαθλό της:
    «Νικήθηκε ο Θάνατος, Θριάμβευσε ο Θεός!
    Το φως του Κόσμου κούρσεψε του ’δη τα σκοτάδια.
    Απ' τα σκοτάδια ανάβλυσε Ζωή , Ελπίδα, Φως!»

      Στον άδειο Τάφο Του μπροστά το Xαίρε νέο χρέος:
    Μαυροντυμένη έφτασε του πένθους μυροφόρος,
    μα της Ζωής το μήνυμα αλλάζει τη ζωή της:
    Στο κενοτάφι χρίζεται Ζωής μαντατοφόρος.

      Γυναίκα! Πλάσμα αδύναμο με δύναμη μεγάλη.
    Γυναίκα ! Πλάσμα άπιστο με πίστη δυνατή.
    Όταν δειλιάζει, σύρεται στης κόλασης τη δίνη.
    Aγγέλει τον Παράδεισο όταν στέκει πιστή.

    Μάρω Σιδέρη
    Από την σελίδα sarantakos.com/






































    the LAND of GODS στο Google:  1,  1b,  2,  2b,  3,  4,  5,   5b,  
    ΕΝΟΤΗΤΕΣ ΑΝΘΟΛΟΓΙΕΣ και ΑΛΛΑ...
    Οι Λέξεις : Ευρετήριο της LAND of GODS..
    Η Σύγχρονη Αρκαδική και Γορτυνιακή Ανθολογία Ακολουθώντας το δρόμο για το Καρδαρίτσι.. Έλα να δεις..το περιοδικό μας Γη των πατέρων μου τρισαγαπημένη ΑΡΚΑΔΙΑ
    Ανθολογία: ποιήματα τ' αγαπημένα Ανθολογία: Διηγήματα, Νεοελληνική Πεζογραφία Σελιδες απ' την Ελλ. Λογοτεχνία: Τεύχη 7 Ανθολογία: Αποσπάσματα από το έργο του Οδυσσέα Ελύτη Ανθολογία: Έλληνες ποιητές και συγγραφείς στο διαΔίκτυο ο Ποιητής Γιώργος Σεφέρης τα ΔΕΚΑΧΡΟΝΑ της LAND of GODS (Μικρά ενθυμήματα.. 1996 - 2006) στην Άκρη του Ματιού τα Απομνημονεύματα «Ένας Έλληνας ο Μακρυγιάννης!» τα Απομνημονεύματα Θεόδωρος Κολοκοτρώνης ο Ελληνισμός της Διασποράς η LAND of GODS στο Google Κριτική και ο Λόγος των Φίλων.. Μικρή Ανθολογία της Ένωσης Ελλήνων Λογοτεχνών Συγγραφέων των Πέντε Ηπείρων (ΕΕΛΣΠΗ) A' Λογοτεχνία της ΕΕΛΣΠΗ 'Ελληνες Συγγραφείς των Πέντε Ηπείρων γράφουν και δημιουργούν B' Βιβλία και Αφιερώματα.. το Μικρή Ανθολογία : το ποίημα της ημέρας ο Στίχος της ημέρας Mια Φωτογραφία και ένας τόπος Γιατί το λέμε έτσι.. Κείμενα και Φωτογραφίες 2012 Καινούρια και Παλιά.. τα Δεκάχρονα και Κάτι.. A Newspapers...
    σήμερα: